Αρχείο κατηγορίας Θρησκευτική αγωγή εν μέσω συγχίσεων

Σε εποχή που όλα μετατρέπονται σε θρησκείες από τους εμπορευματοποιημένους φορείς των εξουσιαστών, ο δρόμος της αγωγής είναι δύσβατος

Θρησκευτικά για όλους τους μαθητές!

Θρησκευτικά για όλους τους μαθητές!

 

Συνέντευξη του Σταύρου Γιαγκάζογλου στον Χ. Ανδρεόπουλο*

 

 

«Άλλο κατήχηση, άλλο εκπαίδευση, γνωσιολογικός ο χαρακτήρας του θρησκευτικού μαθήματος», τονίζει ο Σύμβουλος Θεολόγων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Στ. Γιαγκάζογλου.

To θρησκευτικό μάθημα θα πρέπει να είναι ανοικτό, πλουραλιστικό και, έχοντας ξεκάθαρα μορφωτικό – γνωσιολογικό περιεχόμενο να είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως ομολογίας ή θρησκεύματος, όπως π.χ. το μάθημα της Ιστορίας, υποστήριξε ο Σύμβουλος Θεολόγων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Δρ. Σταύρος Γιαγκάζογλου, τασσόμενος ενάντια τόσο στο «ομολογιακό – κατηχητικό», όσο και στο «θρησκειολογικό» μοντέλο διδασκαλίας του μαθήματος.

Μιλώντας στην εκπομπή «Θεολογία και Κοινωνία» του Ρ/Σ της Ιεράς Μητρόπολης Λάρισας (Παρασκευή, 15/1/2010, 6 – 7 μ.μ.) και στο δημοσιογράφο – θεολόγο Χάρη Ανδρεόπουλο, το στέλεχος του τομέα Θεολόγων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, αναγνώρισε ότι τα τελευταία χ ρόνια το μάθημα έγινε πιο ανοικτό και ανεκτικό προς τις άλλες ομολογίες και τις άλλες θρησκείες, υποστήριξε, όμως, ότι πρέπει να ανοίξει περισσότερο ο χαρακτήρας του, περιλαμβάνοντας περισσότερα στοιχεία για τις χριστιανικές παραδόσεις της Ευρώπης και τις άλλες θρησκείες.

Ο κ. Γιαγκάζογλου, ανακοίνωσε ότι επίκειται η αλλαγή των αναλυτικών προγραμμάτων και των βιβλίων των Θρησκευτικών τόσο για το Λύκειο, όσο και για το Γυμνάσιο, αποκαλύπτοντας, μάλιστα, εισήγηση του τομέα Θεολόγων του Π.Ι. προς την ηγεσία του υπ. Παιδείας για την εισαγωγή του θεσμού του εναλλακτικού, «πολλαπλού βιβλίου», ενώ μιλώντας υπό την ιδιότητα του Διευθυντή Σύνταξης του (εκδιδομένου υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος) επιστημονικού περιοδικού «Θεολογία» εξήγγειλε τη διοργάνωση θεματικών επιστημονικών σεμιναρίων για θεολόγους από την ερχόμενη άνοιξη και την ανάληψη της πρωτοβουλίας για τη πραγματοποίηση, σε συνεργασία με την Ακαδημία Αθηνών, του 3ου Συνεδρίου Ορθόδοξης Θεολογίας, το 2013 στην Αθήνα. Αναλυτικότερα:

 

ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

 

Για το θρησκευτικό μάθημα, ο Σύμβουλος του Π.Ι. απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις εξ αφορμής προσφάτου δημοσιεύματος σε αθηναϊκή εφημερίδα που τον έφερε ως υποστηρικτή του «θρησκειολογικού» χαρακτήρα, τόνισε ότι ουδέποτε έκανε παρόμοια δήλωση, διαψεύδοντας με κατηγορηματικό τρόπο το σχετικό δημοσίευμα. Αποδίδοντας, μάλιστα, το σχετικό δημοσίευμα σε «δημοσιογραφική παρερμηνεία», εναντιώθηκε στο θρησκειολογικό μοντέλο τονίζοντας ότι ο ίδιος «ευρίσκεται στον αντίποδα της άποψης που το εκφράζει».

Ο κ. Γιαγκάζογλου εξέφρασε την άποψη ότι «το θρησκειολογικό μάθημα είναι ένα μάθημα φτωχό, εγκυκλοπαιδικό, ένα «super market» απόψεων και γνώσεων που προσφέρονται ανά πάσα στιγμή και στο διαδίκτυο. Πρόκειται», συμπλήρωσε, «για ένα σλόγκαν των λεγόμενων προοδευτικών κύκλων που νομίζουν ότι έτσι θα σπάσουν το «απόστημα» ενός κατηχητικού και ομολογιακού μαθήματος και θα αδυνατίσουν τη σχέση των μαθητών του ελληνικού σχολείου με την ορθόδοξη παράδοση περνώντας σε μια άλλη εποχή, όπου δεν θα διδάσκεται ένα μάθημα που θα έχει επίκεντρο την ορθόδοξη παράδοση, αλλά θα είναι ένα ουδετερόθρησκο μάθημα μέσω του οποίου απλώς θα παρατίθενται στοιχεία απ' όλες ή από κάποιες θρησκείες. Διαφωνούμε κάθετα στην  άποψη για ένα τέτοιο μάθημα, για το λόγο ότι ένας τέτοιος τύπος θρησκευτικού μαθήματος αποτελεί, όπως προείπαμε, απλά ένα super market  γνώσεων και τίποτα παραπάνω…»

 

ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

 

Ο κ. Γιαγκάζογλου τόνισε ότι ο τομέας Θεολόγων του Π.Ι. προτείνει ένα μάθημα ανοικτό, πλουραλιστικό, με γνωσιακό και παιδαγωγικό χαρακτήρα, το οποίο –  σε σχέση με το σημερινά δεδομένα – θα πρέπει να περιλαμβάνει περισσότερα στοιχεία για τις χριστιανικές παραδόσεις της Ευρώπης και τις άλλες θρησκείες. Δίνοντας τις «συντεταγμένες» αυτού του μαθήματος ο Σύμβουλος του Π.Ι., είπε ότι οφείλουμε να διαμορφώσουμε ένα πρόγραμμα θρησκευτικού μαθήματος το οποίο θα πρέπει:

* Nα ξεκινά και να έχει επίκεντρο τη θρησκευτική παράδοση του τόπου, ακριβώς, όπως συμβαίνει με το μάθημα της Ιστορίας. Όπως είναι αδιανόητο να είναι η ελληνική ιστορία στο ελληνικό σχολείο υπόθεση 10 – 15 σελίδων και την ίδια ποσότητα ύλης να διδάσκεται ο μαθητής για την ιστορία των Αζτέκων ή των Λαπώνων, έτσι είναι αδιανόητο και για τα Θρησκευτικά να μην έχουν ως βάση και επίκεντρό τους την ορθόδοξη παράδοση όπως αυτή σαρκώθηκε στα μνημεία του πολιτισμού. Ο κάθε μαθητής, ανεξαρτήτως του εάν είναι ή όχι ορθόδοξος, θα πρέπει να μαθαίνει τη θρησκευτική παράδοση του τόπου μας. Αυτός θα είναι ο βασικός κύκλος του μαθήματος.

* Ο δεύτερος κύκλος θα είναι οι μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις που υπάρχουν στην Ευρώπη, όπου εκτός της Ορθοδοξίας υπάρχει ο Ρωμαιοκαθολικισμός και ο Προτεσταντισμός, και,

* Ο τρίτος κύκλος θα περιλαμβάνει τα μεγάλα θρησκεύματα και ιδίως αυτά που μας ενδιαφέρουν περισσότερο, δηλαδή, κυρίως, οι μονοθεϊστικές παραδόσεις του Ιουδαϊσμού και Ισλάμ και άλλες θρησκείες που θα κριθεί ότι παρουσιάζουν αυξημένο ενδιαφέρον.

 

ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

 

«Άρα»,συνόψισε ο κ.Γιαγκάζογλου,  «μιλάμε για ένα διευρυμένο μάθημα το οποίο θα εξετάζει με κριτικό και διαλεκτικό τρόπο το τι συνεισέφερε στον πολιτισμό η κάθε θρησκευτική παράδοση, και, φυσικά, δεν είναι δυνατόν, στην χώρα μας να μην είναι κεντρικός ο λόγος της ορθόδοξης θεολογίας και παράδοσης, διότι διαφορετικά δεν θα είμασταν τίμιοι με την Ιστορία και τον Πολιτισμό μας…».

Στο  ερώτημα «εάν ένα τέτοιο μάθημα, με επίκεντρο την ορθόδοξη παράδοση, θα μπορούσε να έχει ομολογιακά χαρακτηριστικά» ο Σύμβουλος του Π.Ι. απάντησε:

«Δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σε καμιά περίπτωση ομολογιακό, με την έννοια ότι στοχεύει να κατηχήσει τους μαθητές. Θα έχει, όμως, τη δυνατότητα να προβάλλει π.χ. τις υπαρξιακές συνέπειες του ορθοδόξου ήθους και τις σχετικές απόψεις των άλλων χριστιανικών παραδόσεων. Εχει σημασία να καταλάβει ένας ορθόδοξος μαθητής τι σημαίνει όταν μιλάει η ορθόδοξη θεολογία για το ανθρώπινο πρόσωπο και του δίνει μοναδικό, ανόμοιο και ανεπανάληπτο χαρακτήρα, σε σχέση με το τι σημαίνει η ύπαρξη του ανθρώπου στις απωανατολίτικες θρησκευτικές παραδόσεις, τι σημαίνει δηλαδή να θέλει κάποιος να είναι πρόσωπο και τι σημαίνει να θέλει να χάσει τη προσωπική του ιδιαιτερότητα και σαν σταγόνα να πέσει στον ωκεανό του νιρβάνα.

Αυτό, όμως, δεν θα πρέπει να γίνεται με μα πολεμική διάθεση με σκοπό να πετιούνται οι άλλες θρησκευτικές παραδόσεις στο καλάθι των αχρήστων για να κυριαρχήσει «ζηλωτικώ» τω τρόπω η Ορθοδοξία. Αυτά δεν είναι ούτε παιδαγωγικώς, ούτε θεολογικώς ορθά. Αλλωστε η Ορθόδοξη θεολογία απ' τη φύση της αγκαλιάζει την ετερότητα και διαλέγεται μ' αυτήν, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι προδίδει τον εαυτό της. Άλλο πράγμα ο διάλογος και άλλο το να πεί κανείς εγώ επειδή θέλω  να κάνω διάλογο παύω να είμαι αυτό που είμαι και καταργώ τον εαυτό μου για να αποδεχθώ τα πάντα ως ένα πολυθρησκευτικό χυλό».   


«ΑΛΛΟ ΚΑΤΗΧΗΣΗ, ΑΛΛΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ..»

 

 

Για το θέμα της κατήχησης σε σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία στο σχολείο, ο κ. Γιαγκάζογλου υποστήριξε πως «άλλο είναι το έργο μας, ως θεολόγων, στους κόλπους της Εκκλησίας και άλλο το έργο της Θεολογίας στο πανεπιστήμιο και, εν γένει, στο χώρο του σχολείου. Δεν πρέπει να κάνουμε κατήχηση μέσα στο σχολείο, η κατήχηση είναι έργο της Εκκλησίας, έχει δε από εκκλησιολογικής απόψεως όρους και προϋποθέσεις, όπως είναι η ενορία, η θεία ευχαριστία, οι ποιμένες, ο επίσκοπος.  Υπήρξαν κάποιες περίοδοι που αλλιώς ήταν τα πράγματα και είχαμε φθάσει σε σημείο  να θεωρήσουμε ότι δεν θα κάνουμε κατήχηση στα όρια της Επισκοπής ή της ενορίας και πως αυτή την αποστολή, όπως και το έργο της μισθοδοσίας του κλήρου, την είχε αναλάβει το κράτος, μέσω των σχολείων. Η κατήχηση είναι πολύ σπουδαία υπόθεση και είναι καθαρά έργο της Εκκλησίας.  Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, όμως, ότι δεν μπορεί να γίνεται κατήχηση με τα «δεκανίκια» του κράτους…. Άλλο, λοιπόν, το ένα (κατήχηση: έργο της Εκκλησίας, που απευθύνεται μόνο στους Ορθοδόξους) και άλλο, το άλλο (εκπαίδευση: έργο της πολιτείας / κράτους που απευθύνεται προς όλους, ανεξαρτήτως ομολογίας ή θρησκείας)…»


«ΠΟΛΛΑΠΛΟ» ΒΙΒΛΙΟ

 

 

Για το θέμα των νέων βιβλίων ο κ. Γιαγκάζογλου, είπε ότι «… λόγω της παλαίωσης επίκειται η αλλαγή τους και απεκάλυψε ότι ο τομέας Θεολόγων του Π.Ι. έχει προτείνει στο υπ. Παιδείας και στο (προεδρευόμενο από τον καθηγητή κ. Μπαμπινιώτη) Συμβούλιο Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης να μην συγγράφονται τα βιβλία με τον συντονισμό του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και εν συνεχεία να εκδίδονται από τον ΟΕΔΒ, αλλά να υπάρξουν προδιαγραφές επί των αναλυτικών προγραμμάτων και να είναι ελεύθερες οι συγγραφικές ομάδες να εκδίδουν μέσω εκδοτικών οίκων τα βιβλία που πληρούν τις προϋποθέσεις, τα οποία θα μπορούν να αποτελούν διδακτικά εγχειρίδια με τη φιλοσοφία και τη πρακτική του εναλλακτικού, «πολλαπλού βιβλίου».

Και να μπορεί κάθε σχολείο να επιλέγει ένα βιβλίο μέσα από ένα κατάλογο («λίστα») εγκεκριμένων βιβλίων και τα υπόλοιπα να θεωρούνται βοηθητικό υλικό. Αυτή τη λίστα (εφ' όσον φυσικά εγκριθεί η πρότασή μας) θα την εγκρίνει το υπ. Παιδείας, μετά από πρόταση του Π.Ι. Ετσι θα υπάρξει ένας ανταγωνισμός από τον οποίο θα βγούν καλά αποτελέσματα. Πιστεύουμε ότι αν σταματήσει αυτή η «μονοκρατορία» του ενός βιβλίου θα απελευθερωθούν πολλές δημιουργικές δυνάμεις…» 

 

«ΘΕΟΛΟΓΙΑ»

 

Μιλώντας για το επιστημονικό περιοδικό «Θεολογία»  – τη διεύθυνση σύνταξης του οποίου ανέλαβε προ έτους – είπε ότι η ανανεωμένη έκδοση του περιοδικού έχει προκαλέσει πολλά ευμενή σχόλια, γεγονός που αυξάνει τις υποχρεώσεις του ιδίου και των συνεργατών του για συνέχιση της προσπάθειας.

O κ. Γιαγκάζογλου διαδέχθηκε στη θέση του Διευθυντού Συντάξεως του επιστημονικού περιοδικού της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον αποχωρήσαντα, μετά από πολυετή (26ετή) θητεία στη θέση αυτή, ομότιμο καθηγητή του πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ευαγ. Θεοδώρου, επιχειρώντας να χαράξει μια νέα πορεία που να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις των καιρών για ένα περιοδικό το οποίο χωρίς να αποβάλει τον ακαδημαϊκό του χαρακτήρα μπορεί να γίνει  πιο δυναμικό, αισθητικά πιο ελκυστικό και, κυρίως, πιο ενδιαφέρον για περισσοτέρους ανθρώπους. Να συνεχίσει να απευθύνεται, ως επιστημονική επετηρίδα, στους εξειδικευμένους επιστήμονες και ερευνητές, αλλά, εφεξής, να είναι προσιτό και στο χώρο πέραν των ειδικών, κυρίως, δε να διακονεί και να υποστηρίζει θεολογικά και ποιμαντικά το έργο της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο.

Η «Θεολογία», όπως εξήγησε ο κ. Γιαγκάζογλου μιλώντας στο Ρ/Σ της Ιεράς Μητρόπολης Λάρισας και στο δημοσιογράφο – θεολόγο Χάρη Ανδρεόπουλο, θα κυκλοφορεί σε τέσσερα (αντί των δύο μέχρι πρότινος) τεύχη ανά έτος. Από αυτά τα δύο θα είναι ποικίλης θεολογικής ύλης και τα άλλα δύο θα αναφέρονται σε συγκεκριμένα κάθε φορά θεολογικά αφιερώματα, ενδιαφέροντα και προσβάσιμα και από τον μέσο αναγνώστη.

Σε κάθε τεύχος πέραν του αφιερώματος είναι δυνατόν να δημοσιεύονται ακόμη: στη στήλη «Ιδιόμελα», ορισμένες ανεξάρτητες θεματικά θεολογικές μελέτες ή δοκίμια. Στη στήλη «Θεολογικά Χρονικά», αναφορά σε σημαντικά γεγονότα από τον διορθόδοξο και διαχριστανικό κόσμο, όπως συνοδικές συνδιασκέψεις, συνέδρια, επίσημοι διαχροστιανικοί διάλογοι, κ.α. Στη στήλη «Περιοδικά Ανάλεκτα» σύντομη επισκόπηση των ελληνικών και ξένων θεολογικών περιοδικών, στη στήλη «Βιβλιοστάσιον», βιβλιοκριτικά δοκίμια και παρουσιάσεις θεολογικών μονογραφιών, βιβλίων και λοιπών εκδόσεων. Τέλος, στη στήλη «Αναλόγιον», ενημερωτικό δελτίο πρόσφατων θεολογικών εκδόσεων.    

Μέχρι στιγμής, για το 2009, κυκλοφόρησαν τρία τεύχη, εκ των οποίων τα δύο (1ο και 3ο) ήταν ποικίλης ύλης και το 3ο θεματικό (για τον Συνοδικό θεσμό), ενώ το 4ο θα έχει αφιέρωμα με θέμα «Θεία Ευχαριστία και Εκκλησία» και θα κυκλοφορήσει τον προσεχή Φεβρουάριο. Όπως ανακοίνωσε μιλώντας στην εκπομπή ο Διευθυντής Σύνταξης του περιοδικού, στα  τεύχη του 2010 θα υπάρχουν αφιερώματα σε ζητήματα «Ποιμαντικής Θεολογίας» (όπως κατήχηση, κήρυγμα, μετάφραση κειμένων, γλώσσα της λατρείας, κ.λ.π.), σε ζητήματα για τη Κοινωνία των Πολιτών, τη Πολυπολιτισμικότητα, τη Βιοηθική, την Χρήση του διαδικτύου, την Οικολογία, κ.λ.π. 

 

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΦΛΩΡΟΦΣΚΙ

 

Επίσης, ένα από τα τεύχη του 2010 θα είναι αφιερωμένο σε μια μεγάλη θεολογική προσωπικότητα του 20ου αιώνα, τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, έναν φωτεινό θεολόγο, που δεν μπορούσε να κατανοήσει τη θεολογική του εργασία, ως πανεπιστημιακός, χωρίς τη σύνδεσή της με την Εκκλησία και θεωρούσε ότι θα πρέπει να παραμένει άρρηκτη η σχέση της (ακαδημαϊκής) θεολογίας με την Εκκλησία.  

Στο σημείο αυτό ο κ. Γιαγκάζογλου, επικαλούμενος το παράδειγμα του Φλωρόφσκι,  και παραδεχόμενος υπήρξαν και στη χώρα μας περίοδοι  «υπερτροφίας» της ακαδημαϊκής θεολογίας, υπό την έννοια της λειτουργίας της ως ιστορικοφιλολογικής επιστήμης χωρίς να συνδέεται με τη ζωή της Εκκλησίας. Στο ερώτημα «εάν μπορεί η Θεολογία να λειτουργήσει αυτόνομα ως ιστορικοφιλολογική επιστήμη» ο κ. Γιαγκάζογλου απάντησε θετικά, τόνισε, όμως, ότι «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πηγή της Ορθόδοξης θεολογίας είναι η ζωντανή εκκλησιαστική παράδοση, από την οποία αν πάρει «διαζύγιο»  η Θεολογία τότε θα καταντήσει μια μουσειακή – αρχαιολογική επιστήμη, η δε Εκκλησία θα απωλέσει την κριτική συνείδησή της, διότι η Θεολογία υπηρετεί την Εκκλησία, αλλά και η Εκκλησία δίχως την Θεολογία καταντά ένα ιεροκρατικός οργανισμός, ο οποίος στο τέλος δεν θα έχει τι να πεί πέρα από την επιτέλεση κάποιων τελετουργιών εν πολλοίς ακατανοήτων για τον μέσο άνθρωπο. Άρα, η Θεολογία και η Εκκλησία είναι από τη φύση τους συνδεδεμένες έτσι ώστε η μία να τροφοδοτεί την άλλη και αυτόν τον άξονα, αυτής της ζωτικής σχέσης θέλει να διακονήσει το περιοδικό «Θεολογία». 

 

ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

 

Τέλος, ο κ. Γιαγκάζογλου ανεκοίνωσε ότι το περιοδικό «Θεολογία» από την ερχόμενη άνοιξη θα ξεκινήσει σειρά θεματικών επιστημονικών σεμιναρίων κατ' αρχήν στην Αθήνα και εν συνεχεία και στη Θεσσαλονίκη, τα οποία θα λειτουργούν με τη συμμετοχή 40 – 50 ατόμων ως θεολογικά εργαστήρια και ως forum θεολογίας. Επίσης, το περιοδικό «Θεολογία» σε συνεργασία με την Ακαδημία Αθηνών, τις Θεολογικές Σχολές του ΕΚΠΑ και του ΑΠΘ, και τους φορείς των θεολόγων, ανέλαβε να διοργανώσει το 3ο διεθνές Συνέδριο Ορθόδοξης Θεολογίας, στην Αθήνα.

Υπενθυμίζεται ότι το 1ο Συνέδριο είχε πραγματοποιηθεί στην Αθήνα το 1936, με τη συμμετοχή του π. Γ. Φλωρόφσκι, ο οποίος μάλιστα είχε καθιερώσει το σύνθημα «Επιστροφή στους Πατέρες» και το Β' Συνέδριο είχε πραγματοποιηθεί το 1976 υπό την εποπτεία του αειμνήστου καθηγητού που θεμελίωσε στη χώρα μας τις Βιβλικές σπουδές, του Σάββα Αγουρίδη.

Το 3ο Συνέδριο, σύμφωνα με τον σχεδιασμό προγραμματίζεται να πραγματοποιηθεί μετά από τρία χρόνια (2013) αποσκοπώντας  σε καιρούς όπου έχουν επικρατήσει νέες κοινωνικές και ιδεολογικές συνθήκες να δώσει στην Ορθόδοξη Θεολογία την ευκαιρία να κάνει τις διαπιστώσεις της, να εκφράσει τη προφητική φωνή της παίρνοντας θέση απέναντι στα προβλήματα του ανθρώπου και του κόσμου και να χαράξει γραμμές για το παρόν και το μέλλον, να σαρκώσει την προφητική της φωνή στο σήμερα».

 

* Μιλώντας στο Ρ/Σ της Ιεράς Μητρόπολης Λάρισας και στο δημοσιογράφο – θεολόγο Χάρη Ανδρεόπουλο.

 

 ΠΗΓΗ: amen.gr, Τελευταία Ενημέρωση: Jan 17, 2010,  http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=1455

Τα θρησκευτικά σύμβολα στην εκπαίδευση

Τα θρησκευτικά σύμβολα στην εκπαίδευση. Θρησκειοπαιδαγωγικό σχόλιο

 

Του Χρήστου Νικ. Ζήκου*

 

Με αφορμή δημόσιες συζητήσεις για τα θρησκευτικά σύμβολα στην εκπαίδευση, θα ήθελα να καταθέσω τους προβληματισμούς μου, με στόχο πάντα το διάλογο, δίνοντας μια σύντομη κατά το δυνατόν εικόνα του πώς αντιλαμβάνομαι τα πράγματα  για το παραπάνω κρίσιμο ζήτημα. Θα επικεντρωθούμε σε τρεις βασικές σκέψεις-προβληματισμούς θρησκειοπαιδαγωγικής υφής, αλληλοσυνδεόμενες και αλληλοσυμπληρούμενες.

Αρχίζω με τον πρώτο προβληματισμό. Ποιο ψυχοπαιδαγωγικό πρόβλημα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε; Πώς διαπιστώνουμε επί παραδείγματι ότι με την ανάρτηση των θρησκευτικών συμβόλων στην αίθουσα διδασκαλίας καταπιέζεται η συνείδηση των μαθητών μας; Μελετήθηκε εμπειρικά το ως άνω προβαλλόμενο επιχείρημα; Από όσο γνωρίζουμε, όχι. Δε γνωρίζουμε λοιπόν τις στάσεις των μαθητών μας – γηγενών και αλλοδαπών – για το παραπάνω θέμα. Στο βαθμό ωστόσο που είναι καλό και πρέπει να γνωρίζουμε τις απόψεις των μαθητών μας για το τι παιδεία θέλουνε, είναι νομίζω καθόλα δημοκρατικό να ερωτηθούν και για το παραπάνω ζήτημα.

Σε κάθε περίπτωση ωστόσο παραμένει ζητούμενη η ορθή παιδαγωγική διαχείριση του όλου ζητήματος, επειδή συνδέεται άμεσα με το τι Θρησκευτικά διδάσκονται σήμερα τα παιδιά. Ξεκινώντας από το τελευταίο τίθεται αμέσως το παρακάτω ερώτημα: Ποια θα ήταν επί παραδείγματι η παιδαγωγική συνεισφορά στην ψυχοπνευματική συγκρότηση των μαθητών μιας ενδεχόμενης απόφασης απομάκρυνσης των θρησκευτικών συμβόλων από την αίθουσα διδασκαλίας και εν προκειμένω του Ιησού Χριστού; Ποια θα ήταν εν τέλει η παιδαγωγική αξία μιας ενέργειας όπως η παραπάνω; Και εξηγούμαι περαιτέρω: Αφού οι μαθητές μας διδάσκονται αυτά τα θρησκευτικά που διδάσκονται ως υποχρεωτικό μάθημα και δεδομένου ότι σε όλη τη θεολογία που διδάσκονται διαπραγματεύονται νοήματα συνεκτικά του βίου, υψηλά και θεμελιώδη, διαχρονικές αξίες και ιδανικά αφενός και αφετέρου δεν υπάρχει ούτε μία γραμμή από αυτά που διδάσκονται που να μην παραπέμπει σε συμβολισμό, γιατί να μην είναι συμβατή με αυτά που διδάσκονται και η ανάρτηση των συμβόλων  στην αίθουσα της  διδασκαλίας τους;

 Δεν μπορώ όμως ως Ορθόδοξος Θεολόγος να μην επεκταθώ και σε έναν δεύτερο προβληματισμό που σχετίζεται με τη συνύπαρξή μας ως προσώπων στο πλαίσιο της διευρυμένης και εμπλουτισμένης πολιτισμικά σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Σε αυτή τη συν-ύπαρξη, πυρήνας της οποίας είναι η άνευ όρων και προϋποθέσεων αποδοχή της ετερότητας και κάθε μορφής ετερότητας, η Ορθοδοξία ως Συνάντηση Αγάπης, έχει πάρει άριστα διαχρονικά και σε αυτήν στηρίζει την ανάπτυξή της, τη διαρκή δηλαδή σάρκωση του Θεού μέσα στην Ιστορία. Κι ο Χριστός, ο Θεός ο εν σαρκί περιπολών, είναι η αγάπη, η δικαιοσύνη και η ειρήνη του κόσμου. Είναι με άλλους όρους η  εσταυρωμένη συνείδηση της ανθρωπότητας, η συνείδηση δηλαδή που υπέφερε και υποφέρει από την προσφυγιά, το διωγμό, τη ξενικότητα, την ανεστιότητα και άλλα δεινά. Ταυτόχρονα είναι και σύμβολο απελευθέρωσης από τα παραπάνω, από κάθε μορφής καταπίεση  και σύμβολο κατοχύρωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας όπου γης.

Προβληματιζόμαστε όμως πρωτίστως ως παιδαγωγοί για τα αποδεδειγμένως αρνητικά για την ψυχοσωματική υγεία των παιδιών μας σύμβολα και πρότυπα που τους δίνει η σημερινή κοινωνία. Γνωστής ούσης της συμπράξεώς τους στην κακή ψυχολογική δόμηση του εγώ, δηλαδή στην στρεβλή ανάπτυξη. Και γνωρίζουμε ως παιδαγωγοί, ως ουσιώδη δηλαδή πρόσωπα για τα παιδιά, ως πρόσωπα αναφοράς, ότι η σχέση μας με τα παιδιά, δηλαδή η παιδαγωγική σχέση, είναι σχέση ψυχολογικής βοήθειας, σχέση δηλαδή διαμεσολάβησης για την οικειοποίηση όλων των θετικών συμβόλων και των συμβολικών συστημάτων που παρήγαγε και παράγει το ανθρώπινο είδος τόσο στη διαδικασία της φυλογένεσής του όσο και της οντογένεσης. Γνωρίζουμε δηλαδή τη μεγάλη ευθύνη μας για τον παιδαγωγικά ωφέλιμο χειρισμό τόσο των θετικών προτύπων όσο και των αντι-προτύπων που προβάλλονται στη συνείδησή τους.

Μας ανησυχούν όμως σφόδρα οι βάναυσες εικόνες με τις οποίες έρχονται τα παιδιά μας στο σχολείο, επειδή μειώνουν την θετική μας παιδαγωγική επιρροή. Μας ανησυχεί επί παραδείγματι η πλύση εγκεφάλου που υφίστανται τα παιδιά μας από τα διάφορα παράκεντρα που τα θέλουν ευκόλως χειραγωγήσιμα όντα και καταναλωτικά νευρόσπαστα. Προβληματιζόμαστε και για τις βάναυσες εικόνες στις οποίες εκτίθεται διαρκώς η συνείδησή τους και σκεφτόμαστε τι να κάνουμε με αυτές. Τις εικόνες του πολέμου, της προσφυγιάς, της φτώχειας, της πείνας, της ανεργίας, της αδικίας, της εκμετάλλευσης, της κακοποίησης, της καταστροφής του πλανήτη μας κ.ο.κ. Όλες οι παραπάνω εικόνες θα πρέπει να φροντίσουμε να αποκαθηλωθούν από τη ζωή μας, συνεπώς και από τη συνείδηση των παιδιών μας και όχι η εικόνα του Χριστού. Αυτές είναι που καταστρέφουν την αυτο-εικόνα των παιδιών μας και φθείρουν τα πρόσωπά τους. Ιδού λοιπόν πεδίο δράσεως ευρύ και ουσιώδες για όλους μας.

 

Πάτρα,  2-12-09

 

* Ο Χρήστος Νικ. Ζήκος είναι Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων Δυτικής Ελλάδας

       

ΠΗΓΗ:  http://www.dide.ach.sch.gr/thriskeftika/news/symbola.htm

Ο «Καιρός» των θεολόγων…

Ο «Καιρός» των θεολόγων…

 

  *  Στην ίδρυση χωριστού επιστημονικού φορέα από την Πανελλήνια Ενωση Θεολόγων (ΠΕΘ) προχωρά ομάδα πανεπιστημιακών καθηγητών Θεολογίας και θεολόγων εκπαιδευτικών Β/θμιας εκπαίδευσης, με την επωνυμία «ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης»


   Του Χάρη Ανδρεόπουλου *

 

Στην ίδρυση πανελληνίου θεολογικού συνδέσμου με την επωνυμία «ΚΑΙΡΟΣ – για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης» προχωρά ομάδα πανεπιστημιακών καθηγητών Θεολογίας και θεολόγων εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης επιχειρώντας ν' αποτελέσουν ένα χωριστό και εντελώς διαφορετικό – σε σχέση με την Πανελλήνια Ενωση Θεολόγων (ΠΕΘ) – επιστημονικό πόλο αναφοράς και παρέμβασης για το θρησκευτικό μάθημα σ' όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Συζητείται, μάλιστα, και το ενδεχόμενο να γίνονται δεκτοί στις τάξεις του νέου φορέα και εκπαιδευτικοί της Α/θμιας εκπαίδευσης, καθώς ως μέλημα του νέου φορέα καταγράφεται η ενασχόλησή του και με τη θρησκευτική αγωγή στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το όλο εγχείρημα ευρίσκεται στη τελική του φάση και – εκτός απροόπτου – εντός του Ιανουαρίου, αναμένεται η επίσημη αναγγελία περί της ίδρυσης του νέου θεολογικού επιστημονικού φορέα. Το προηγούμενο διάστημα σε συγκεντρώσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα συζητήθηκαν τα θέματα της τελικής διαμόρφωση του κειμένου αρχών (διακήρυξη) και του Καταστατικού, της ονομασίας (τίτλος) της νέας κίνησης καθώς και ο τρόπος και ο χρόνος παρουσίασης του τελικού κειμένου της διακήρυξης και δρομολογήθηκαν οι επόμενες δράσεις της κίνησης.

 

ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

 

Στην ομάδα πρωτοβουλίας για την ίδρυση του «Καιρού» συμμετέχουν καθηγητές από τα Τμήματα Θεολογίας του ΑΠΘ (καθηγητές οι οποίοι συμμετείχαν παλαιότερα στο «Θεολογικό Σύνδεσμο» Θεσσαλονίκης που εξέδιδε το ιστορικό περιοδικό «Καθ' Οδόν»), του ΕΚΠΑ, σχολικοί σύμβουλοι  καθώς και θεολόγοι καθηγητές από την ομάδα των «44» που τον περασμένο Μάϊο είχε δημοσιοποιήσει, ως «Πρωτοβουλία Θεολόγων Ελλάδας»,  το   κείμενο με τίτλο «Τα Θρησκευτικά ως αίτημα Παιδείας και όχι συντεχνίας». Με το κείμενο αυτό οι «44» είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους στον ομολογιακό χαρακτήρα του θρησκευτικού μαθήματος,  υποστηρίζοντας την άποψη για ένα μάθημα που θα έχει σαφέστατο γνωστικό και όχι βιωματικό ή κατηχητικό χαρακτήρα και θα είναι υποχρεωτικό για όλους, με τρόπο που να αφορά και να ενδιαφέρει τον καθένα μαθητή που ζει στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από την πολιτιστική του προέλευση (http://theologylar.blogspot.com/2009/05/blog-post_27.html).

 

Το σχέδιο Διακήρυξης του «Καιρού» και ως προς τον χαρακτήρα του θρησκευτικού μαθήματος, παρουσιάζει σχεδόν απόλυτη σύγκλιση απόψεων με τις θέσεις για μια θρησκευτική αγωγή γνωσιολογικού προσανατολισμού που διατυπώνονται στα Υπομνήματα προς το ΥΠΕΠΘ, πρώτον του τομέα Θεολόγων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου  (Στ. Γιαγκάζογλου, σύμβουλος Π.Ι. Γ. Στάθης πάρεδρος και Παντ. Καλαϊτζίδης, πάρεδρος, http://theologylar.blogspot.com/2008/09/blog-post_6322.html) και δεύτερον του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ (http://www.alfavita.gr/anakoinoseis/ank08_9_08_806.php), απόψεις που διαφοροποιούνται από την σταθερή θέση της ΠΕΘ υπέρ της ομολογιακότητας του μαθήματος των Θρησκευτικών.

 

Την νέα αυτή κίνηση των θεολόγων του «Καιρού» θα μπορούσαμε, σχηματικά, να την εντάξουμε στο χώρο της λεγόμενης «ανανεωτικής θεολογίας», σε αντιδιαστολή  με εκείνη της «παραδοσιαρχικής» που θεωρείται ότι εκφράζει η ΠΕΘ. Αν πάλι θέλαμε να ερμηνεύσουμε θεολογικά την ονομασία «Καιρός» που επέλεξαν οι ιδρυτές της νέας κίνησης, θα ανατρέχαμε στην αγιογραφική έννοια της λέξεως («καιρός») που σημαίνει τον λυτρωτικό χρόνο της ζωής μας, δηλαδή τον καθορισμένο και κατάλληλο χρόνο, στα πλαίσια του οποίου ο άνθρωπος πρέπει να σωθεί. Η έκφραση του Απ. Παύλου: «ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορ. 6,2) η οποία προσδιορίζει ακριβώς αυτόν τον προσωπικό χρόνο του καθ΄ ενός μας, φαίνεται ότι ήταν αυτή που ενέπνευσε τα στελέχη της νέας κίνησης στο θέμα της ονοματοδοσίας, υπό την έννοια ότι επέστη ο καιρός του αγώνα για τη σωτηρία του ολοένα και περισσότερο υποβαθμιζομένου (θρησκευτικού) μαθήματος και κατ' επέκταση της (θεολογικής)  ειδικότητας.

 

Η «ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ  ΑΡΧΩΝ»

 

Η νέα κίνηση («σύνδεσμος»)  θεολόγων προχώρησε στα μέσα Δεκεμβρίου και στην σύνταξη της ακόλουθης διακήρυξης αρχών: 

 

«Καθώς διαβαίνουμε ήδη τον 21ο αιώνα, μεγάλες αλλαγές συντελούνται και εδραιώνονται σταδιακά στην ελληνική κοινωνία. Η προϊούσα εκκοσμίκευση, ο συνεχώς αυξανόμενος πολιτισμικός πλουραλισμός, η αποστασιοποίηση -ιδιαίτερα των νέων- από τις θρησκευτικές κοινότητες και τις παραδόσεις τους, η στροφή σε μια τεχνοκρατική και χρησιμοθηρική αντίληψη για την παιδεία, αλλά και η ανάδυση φονταμενταλιστικών τάσεων είναι μερικές από αυτές. Οι αλλαγές αυτές εγείρουν έντονο προβληματισμό και θέτουν το ζήτημα της επανεξέτασης των όρων και των προϋποθέσεων της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης (ΘΕ) στην Ελλάδα. Η ορατή, πλέον, προοπτική αναθεώρησης του υπάρχοντος νομικού και εκπαιδευτικού πλαισίου εκ μέρους της Πολιτείας, καθιστά ακόμη πιο επιτακτικό και επίκαιρο τον προβληματισμό σχετικά με τη θέση, το χαρακτήρα, τους στόχους και το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών (ΜτΘ) στο ελληνικό σχολείο.

 

Παράλληλα, στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον αναπτύσσεται ένας εξαιρετικά πλούσιος διάλογος, τόσο για τα θεμελιακά ιδεώδη και τους στόχους μιας εκπαίδευσης που θα συντονίζεται αυθεντικά με τις αγωνίες και τα βαθύτερα υπαρξιακά αιτήματα των νέων, όσο και για τη δυνατότητα των θρησκειών να λειτουργήσουν στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες ως παράγοντες κοινωνικής συνοχής και συναλληλίας. Σε αυτόν το διάλογο, όλο και περισσότεροι από αυτούς που ασχολούνται με την εκπαιδευτική θεωρία και πράξη υποστηρίζουν ότι μια ΘΕ που θα εμπνέει τον αμοιβαίο σεβασμό μπορεί να συμβάλει θετικά και ουσιαστικά στη συγκρότηση μιας κοινωνίας, η οποία θα αξιοποιεί δημιουργικά κάθε πολιτισμική και θρησκευτική ετερογένεια, με την προϋπόθεση ότι δεν θα θίγεται το δικαίωμα κάθε ευρωπαίου πολίτη για ανεμπόδιστο αυτοπροσδιορισμό.

 

Έχοντας αυτά κατά νου, θεωρούμε πως πρέπει να απαντήσουμε θετικά στην πρόκληση της εποχής πως τώρα είναι ο καιρός για την αναβάθμιση της ΘΕ στην Ελλάδα. Πιστεύουμε ότι ένα αναβαθμισμένο ΜτΘ μπορεί πράγματι να λειτουργήσει ως παράγοντας εμβάθυνσης και εμπλουτισμού της ίδιας της δημοκρατίας: ενθαρρύνοντας την κατάργηση στερεοτύπων και προκαταλήψεων, καλλιεργώντας την υπευθυνότητα και εμπνέοντας την έμπρακτη αγάπη για το συνάνθρωπο και την κτίση.

 

Μπορεί και πρέπει να συμβάλει το ΜτΘ, ώστε οι μαθητές να έχουν τη δυνατότητα, τη γνωστική υποδομή και την ψυχική ευρυχωρία για έναν απροκατάληπτο και εποικοδομητικό διάλογο, με αποδοχή και σεβασμό της θρησκευτικής ετερότητας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απεμπολούν ή σχετικοποιούν τη δική τους -θρησκευτική ή μη ταυτότητα.

 

«ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ»

 

Ο ευαίσθητος χώρος της εκπαίδευσης έχει ανάγκη από μια Θεολογία «ανοιχτών οριζόντων»: διαλεκτική με τον Άλλο και τίμια με τον Εαυτό της. Μια Θεολογία, που μέσα από τη μελέτη της ιστορίας του θρησκευτικού φαινομένου, των πηγών της ορθόδοξης παράδοσης και της εν γένει πνευματικής κληρονομιάς του πολιτισμού μας διακρίνει, αλλά δεν διαιρεί. Μια Θεολογία, που όχι μόνο δεν παραβιάζει την ελευθερία της συνείδησης αλλά, αντίθετα, τη θεωρεί «ιερό κέντρο» της ανθρώπινης ύπαρξης και ιδρυτική προϋπόθεση για τη συγκρότηση της κοινωνίας.

 

Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο υποστηρίζουμε τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του ΜτΘ για όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή μη προέλευση και ταυτότητά τους: διότι μέσα από τη γνώση αποκτά περιεχόμενο η ελευθερία.

 

Σε αυτό το πλαίσιο προβληματισμού για την ΘΕ στην Ελλάδα, δεν παραγνωρίζουμε ούτε υποτιμούμε τα όσα θετικά έχουν γίνει τα τελευταία 30 χρόνια, σε μια προσπάθεια να αποβληθεί ο κατηχητισμός και να βελτιωθεί η διδακτική προσέγγιση του -κατά βάση μονοφωνικού- ΜτΘ. Ούτε, βέβαια, θεωρούμε πως η αλλαγή του ΜτΘ μπορεί να εξαντληθεί σε μια απλή διακηρυκτική-ιδεολογική πρόταση, που αγνοεί αβασάνιστα τις ιδιαιτερότητες και τις απαιτήσεις της σχολικής πραγματικότητας. 

Στην προοπτική αναμόρφωσης της ΘΕ, οφείλουμε να αξιοποιήσουμε δημιουργικά τις προτάσεις που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί για το χαρακτήρα του ΜτΘ (Πολιτιστικό, Βιβλικό, Ιστορικό, Θρησκειολογικό κ.ά.) να εργαστούμε συντονισμένα και μεθοδικά, ώστε να κατατεθεί πρόταση τεκμηριωμένη παιδαγωγικά, που θα βασίζεται στη δυναμική της σύνθεσης. Ανάμεσα σε μια εκτός χρόνου αντίληψη, που υπεραμύνεται πεισματικά ενός ΜτΘ μονοδιάστατου και παρωχημένου, και σε μιαν άλλη, εκτός τόπου αυτή, που ισοπεδώνει αδιάκριτα στο όνομα της ουδετερότητας την ιδιαιτερότητα, προβάλλει η ανάγκη για μια τρίτη πρόταση εντός τόπου και χρόνου, γόνιμη και συνθετική, που να λειτουργεί όπως ο διαβήτης: με το ένα σκέλος να πατάει γερά στο δικό του πολιτισμό και με το άλλο να εκτείνεται διαλεκτικά στον Άλλο, «ιχνογραφώντας» τη συνομιλία. Η εποχή μας και τα παιδιά της δεν έχουν ανάγκη από μια σειρά παράλληλων μονολόγων ούτε από ένα καταιγισμό θρησκευτικής πληροφορίας. Ο καιρός απαιτεί το ΜτΘ να ανοιχτεί στον αναγκαίο διάλογο των ιδεών και των πολιτισμών, προσδιορίζοντας ταυτόχρονα με υπευθυνότητα και επιστημονική επάρκεια τους όρους, τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που πρέπει να διέπουν τον διάλογο αυτόν, μακριά από άγονες αντιπαραθέσεις και ιδεοληψίες.

 

ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ…

 

Πιο συγκεκριμένα, οφείλουμε:

 

α. Να εξηγήσουμε με σαφήνεια και ειλικρίνεια στην ελληνική κοινωνία τους

λόγους, για τους οποίους είναι επείγον και απαραίτητο να υπάρχει μια κοινή θρησκευτική εκπαίδευση για όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές επιλογές τους. Εκτός από την προβολή των στατιστικών στοιχείων, που καταγράφουν τη θρησκευτική και πολιτισμική «ποικιλοχρωμία» των σχολικών τάξεων, χρειάζεται να αναδείξουμε τις επιπτώσεις και τις προοπτικές που αυτή έχει στην ίδια τη ζωή και στην ανάπτυξη των μαθητών τα συγκεκριμένα προβλήματα, αλλά και τις ευκαιρίες που παρέχει η νέα αυτή σχολική συνθήκη.

 

β. Να εκτιμήσουμε την αγωνιώδη αναμέτρηση των σημερινών νέων με τα υπαρξιακά και κοινωνικά αδιέξοδα (τη μοναξιά, την αδικία, τη φτώχεια, την ανεργία, την οικολογική απειλή κ.ά.) και να συμπορευθούμε μαζί τους μαρτυρώντας την ελπίδα. Το ΜτΘ έχει το προνόμιο, αλλά και το χρέος να εκφέρει λόγο που να συγκροτεί την ύπαρξη και να ιχνηλατεί πρόταση συνεκτική της ζωής, είτε μέσα από τη μελέτη, την ερμηνεία και την ανάδειξη του οικουμενικού και επίκαιρου λόγου της ορθόδοξης θεολογίας και των άλλων χριστιανικών παραδόσεων, είτε μέσα από τη σπουδή και την κατανόηση των άλλων θρησκειών και των φιλοσοφικών συστημάτων. Χρέος ιδιαίτερα επιτακτικό στις μέρες μας, καθώς σημειώνεται μια γενικότερη υποχώρηση των ανθρωπιστικών σπουδών στο όνομα μιας τεχνοκρατικής και χρησιμοθηρικής εκπαίδευσης, η οποία μπορεί να βελτιώνει τη διαχειριστική ικανότητα, αφήνει όμως να ατροφεί επικίνδυνα ο στοχασμός και η κρίση.

 

γ. Να διαμορφώσουμε μια νέα και λειτουργική πρόταση για το ΜτΘ, που να υπερβαίνει την τρέχουσα μεταβιβαστική και διαχειριστική αντίληψη για την εκπαίδευση. Άλλωστε, είναι πια κοινά αποδεκτό ότι η γνώση δεν είναι μόνο προϊόν μεταβίβασης, αλλά ανακαλύπτεται και παράγεται και από τον ίδιο τον μαθητή. Επομένως, το Αναλυτικό Πρόγραμμα αλλά και τα διδακτικά βιβλία είναι ανάγκη να αποβάλουν τη λογική μιας κλειστής και προκατασκευασμένης γνώσης. Θα πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα για μια ουσιαστική και δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στον μαθητή, στα περιεχόμενα και στον δάσκαλο, που θα εδράζεται στην ερμηνεία, στην κριτική και στον διάλογο. Στην προοπτική αυτή, θα πρέπει να επεξεργαστούμε μια νέα καθολική προσέγγιση της γνώσης, καθώς και τη συνακόλουθη μεθοδολογία, ώστε το ΜτΘ να μην εξαντλείται στην «πληροφόρηση γύρω από» τις θρησκείες, αλλά να στοχεύει σε μια «μάθηση από» τις θρησκείες, που θα διευρύνει τον πνευματικό ορίζοντα του μαθητή.

 

δ. Να προχωρήσουμε στη δημιουργία ενός λειτουργικού πλαισίου συνεργασίας και αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις τρεις βαθμίδες της Εκπαίδευσης.

 

ε. Να μελετήσουμε τις ευρωπαϊκές θρησκειοπαιδαγωγικές εξελίξεις και να διαλεχθούμε με τους ευρωπαίους συναδέλφους μας. Πέρα από τις διαφορές, υπάρχουν αναμφίβολα ομοιότητες και αναλογίες, καθώς και το κοινό ευρωπαϊκό αίτημα για μετεξέλιξη και αναβάθμιση της ΘΕ.

 

στ. Να συμβάλουμε στη δημιουργία πλαισίου διαλόγου με όλους τους φορείς,

που είτε εμπλέκονται θεσμικά (Υπουργείο Παιδείας, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, πολιτικά κόμματα, Θεολογικές σχολές κ.ά.) είτε έχουν νόμιμο και θεμιτό ενδιαφέρον σχετικά με τη ΘΕ (Διοικούσα Εκκλησία, Θρησκευτικές κοινότητες, Ανεξάρτητες Αρχές, Σύλλογοι κ.ά.), μέσα από τη διοργάνωση συνεδρίων και σεμιναρίων, την έκδοση περιοδικού και τη δημιουργία ιστοσελίδας.

 

Έχουμε την πεποίθηση πως αυτό το αναγκαίο βήμα για την αλλαγή της ΘΕ δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει ερήμην των εκπαιδευτικών, που αναμετρώνται καθημερινά με τις απαιτήσεις, αλλά και τις ανεπάρκειες του ΜτΘ στο δημόσιο σχολείο. Εκτιμούμε πως είναι πια καιρός να συμβάλουμε και εμείς θετικά και με επεξεργασμένες προτάσεις στο διάλογο για τις αναγκαίες αλλαγές. Αυτό, όμως, μπορεί να γίνει μόνο νηφάλια και συλλογικά μέσα από τη συνδρομή όλων μας. Για το σκοπό αυτό, προχωρούμε στην ίδρυση του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου «ΚΑΙΡΟΣ – για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης» και απευθύνουμε ανοιχτή πρόσκληση συμμετοχής σε αυτόν».

 

ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ

 

Ως σκοποί του νέου Συνδέσμου, σύμφωνα με το σχέδιο Καταστατικού, τίθενται:

 

1.      Η ανάπτυξη ελεύθερου διεπιστημονικού διαλόγου.

2.      Η ανταλλαγή ιδεών και επιστημονικών απόψεων μεταξύ των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας – Δευτεροβάθμιας και Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

3.      Η ανάπτυξη διαλόγου με την Εκκλησία καθώς και με τις θρησκευτικές κοινότητες που ζουν στην Ελλάδα.

4.      Η διερεύνηση, μελέτη και διαμόρφωση προτάσεων γύρω από τη θρησκευτική εκπαίδευση.

5.      Ο σχεδιασμός, η ανάπτυξη, η παραγωγή, η διάχυση και η αξιολόγηση διδακτικού υλικού σχετικού με τη θρησκευτική διδασκαλία.

6.      Η προώθηση της διαρκούς επιμόρφωσης των μελών σε συνεργασία με επιστημονικούς φορείς (Πανεπιστήμια, Ινστιτούτα, Μουσεία, Ακαδημίες, Επιστημονικές Ενώσεις κ.ά.).

7.      Η καλλιέργεια σχέσεων με ευρωπαίους συναδέλφους και ευρωπαϊκούς φορείς .

8.      Η ανύψωση του θεολογικού, παιδαγωγικού και μορφωτικού επιπέδου των μελών.

9.      Η δημιουργία και καλλιέργεια δεσμών αλληλεγγύης και επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη.

10. Η θεσμοθετημένη εκπροσώπηση των μελών σε κέντρα λήψης αποφάσεων.

 

Ο Σύνδεσμος μπορεί να συμμετέχει και σε άλλους φορείς, σε Εθνικό και Διεθνές επίπεδο και να συνεργάζεται με αυτούς, καθώς και με κοινωνικούς φορείς που έχουν παρεμφερείς με αυτόν σκοπούς.

 

Σχετικώς με το εάν θα μπορεί ένα μέλος του «Καιρού» να είναι ταυτόχρονα και μέλος της Π.Ε.Θ., καθώς και άλλα εκκρεμή θέματα όπως, π.χ. αν θα έχουν δικαίωμα εγγραφής στον «Καιρό» οι συνταξιούχοι θεολόγοι εκπαιδευτικοί (κερδίζει έδαφος η άποψη να εντάσσονται στο Σύνδεσμο ως «επίτιμα» μέλη), οι μη εκπαιδευτικοί πτυχιούχοι θεολογίας, με ποια κριτήρια και προϋποθέσεις θα γίνεται η ένταξη των εκπαιδευτικών της Α/βάθμιας, κλπ, μένει να διευκρινισθούν το αμέσως επόμενο διάστημα. Η προσωρινή επιτροπή έχει δημιουργήσει ιστολόγιο (http://kairoi.wordpress.com), μέσω του οποίου οι ενδιαφερόμενοι (αφού αποκτήσουν τον κωδικό σύνδεσης) θα μπορούν να ενημερώνονται για τη δράση του θεολογικού συνδέσμου.

 

* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), συνεργάτης της εφημ. «Ελευθερία», της Πύλης Εκκλησιαστικών Ειδήσεων «amen.gr» και καθηγητής Β/θμιας εκπαίδευσης (Γ/σιο Αρμενίου Ν.  Λάρισας)

Τα “Θρησκευτικά” ως αίτημα παιδείας…

«Τα "Θρησκευτικά" ως αίτημα παιδείας και όχι συντεχνίας»[1]

 

(απάντηση 44 εκπαιδευτικών θεολόγων σε μια επιστολή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου)

 

Στις αρχές Μαρτίου διαβιβάστηκε προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων η αρ. 4312 Επιστολή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος αναφερόμενη στην αντιμετώπιση της αδιοριστίας των θεολόγων.

Παρά το γεγονός ότι η Επιστολή στην πραγματικότητα διαβιβάζει πορίσματα μιας ημερίδας της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (Π.Ε.Θ.) με θέμα «Εκκλησία και θεολόγοι», ταυτόχρονα προσεγγίζει καίρια ζητήματα θρησκευτικής εκπαίδευσης με τρόπο που ευνοεί λαθεμένες και συγχυτικές αντιλήψεις γύρω από τις διεκδικήσεις του μαθήματος των Θρησκευτικών (ΘΜ).

Κι όλα αυτά σε μια χρονική στιγμή που το μάθημα βρίσκεται σε μια πραγματικά κρίσιμη καμπή. Ποια είναι αυτά τα ζητήματα;



[1] Αντιγράφοντας από το περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ

                  Πρώτα πρώτα αυτό που λέγεται στην κατακλείδα της Επιστολής, για το χαρακτήρα του ΘΜ, καθώς η ΔΙΣ εκφράζει με σαφήνεια την «παγίαν θέσιν Αυτής» για ένα καθαρά ομολογιακό ΘΜ το οποίο να διδάσκεται υποχρεωτικά  «δια τους Χριστιανούς Ορθοδόξους μαθητάς». Κι εμείς, απορούμε: Αυτός είναι άραγε ο στόχος των «Θρησκευτικών»; Να διδάσκεται υποχρεωτικά στους Ορθοδόξους μαθητές; Ακριβώς επειδή ένας τέτοιος στόχος συνεπάγεται την προαιρετικότητά του μαθήματος, αφού στις σχολικές μας τάξεις δεν φοιτούν πλέον αποκλειστικά Ορθόδοξοι μαθητές, όλοι εμείς οι δάσκαλοι των Θρησκευτικών, μετά τις παλινωδίες του καλοκαιριού, έχουμε θέσει ως κυρίαρχη διεκδίκησή μας την υποχρεωτική διδασκαλία του ΘΜ σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές, ανεξαρτήτως της θρησκευτικής τους – ή μη – δέσμευσης. Και επειδή το ομολογιακά σχεδιασμένο μάθημά μας δεν μπορεί να ανταποκριθεί σ' αυτό το στόχο, έχουμε δεσμευτεί να επεξεργαστούμε συγκεκριμένες προτάσεις για τον επαναπροσδιορισμό του χαρακτήρα, των διαστάσεων και των στοχεύσεων του ΘΜ.

Ως εκπαιδευτικοί, θεωρούμε την ανάγκη για ανανέωση, καθώς οι εποχές αλλάζουν, ως μια απόλυτα υγιή και συνετή αντίδραση οποιουδήποτε σχολικού μαθήματος επιδιώκει να λειτουργήσει κατ' ουσίαν εκπαιδευτικά και μορφωτικά. Άλλωστε η ανθρωπιστική και η μορφωτική αρετή του ΘΜ – όπως και κάθε μαθήματος – δεν έγκειται στο εγγενές και απαράβατο περιεχόμενό του εκτός τόπου και χρόνου, αλλά στον τρόπο με τον οποίο υλοποιείται εδώ και τώρα. Κι εδώ και τώρα – ας παραδεχτούμε επιτέλους την πραγματικότητα – έχουμε σοβαρότατο πρόβλημα! Έχουμε πρόβλημα γιατί το μάθημά μας παρά την υπέρβαση του κατηχητισμού και τις πολλές και δυναμικές του βελτιώσεις (απ' τη δεκαετία του 80 και μετά) κινείται – στο μεγαλύτερό του μέρος – σε στενά ομολογιακά πλαίσια.

Παράδειγμα / απόδειξη: ας απαντήσουμε με ειλικρίνεια, όσοι από μας είμαστε δάσκαλοι, τι σημαίνει για το χαρακτήρα και τη νομιμοποιητική βάση ενός μαθήματος να τίθενται ως ζητήματα εργασίας σε λυκειακές σχολικές τάξεις τα παρακάτω ερωτήματα: «Πώς μπορούμε να αποδείξουμε ότι συμφωνούμε με την άποψη της Εκκλησίας;» ή «Ο Χριστός σταυρώθηκε για μας. Πώς μπορούμε να ανταποκριθούμε κι εμείς στη μεγάλη δωρεά που μας έκαμε;» ή ακόμη «Ποια είναι τα συναισθήματα από τα οποία διακατέχεται ο εξομολογούμενος;». Όσοι εκτιμούν ότι θα πρέπει να διατηρηθεί ο στενά ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος, που νομιμοποιεί τέτοιου είδους ερωτήσεις/προσεγγίσεις, ας είναι έτοιμοι για την αναπόφευκτη καθιέρωση της προαιρετικότητάς του. Ως δάσκαλοι, μπορούμε να φανταστούμε πόση ασάφεια, σύγχυση, διάκριση, υποτίμηση κ.ά. συνεπάγεται ένα προαιρετικό μάθημα στις συνθήκες του σύγχρονου ελληνικού σχολείου!

                Τα επιχειρήματα όσων υπεραμύνονται του ομολογιακού χαρακτήρα του ΘΜ συχνά βασίζονται στο «τι γίνεται στην Ευρώπη», ότι δηλαδή οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Γερμανία, Αυστρία) έχουν ομολογιακή θρησκευτική εκπαίδευση. Πράγματι αυτό ισχύει, ωστόσο είναι εξαιρετικά παραπλανητικό να παραλείπεται η επισήμανση ότι αυτή η ομολογιακή θρησκευτική εκπαίδευση δεν ασκείται από μια ομολογία, αλλά από όλες τις αναγνωρισμένες θρησκείες ή ομολογίες Μιλάμε δηλαδή για 3, 4, 5 διαφορετικά ΘΜ που διδάσκονται με την ευθύνη της κάθε θρησκευτικής κοινότητας. Όσοι, λοιπόν, όντας ελλιπώς πληροφορημένοι, φτάνουν να χρησιμοποιούν άκριτα αυτό το επιχείρημα, ας αποφασίσουν αν θα ήθελαν μια τέτοια θρησκευτική εκπαίδευση στο ελληνικό σχολείο, αφού τότε θα είναι αναπόφευκτη η εκχώρηση της ευθύνης για ΘΜ και σε άλλες θρησκευτικές κοινότητες.

                  Απ' την άλλη μεριά, πολύς λόγος γίνεται – κυρίως από όσους αρνούνται το ομολογιακό ΘΜ – για το λεγόμενο «θρησκειολογικό». Με επιχείρημα ότι ένας τέτοιος τύπος μαθήματος διασφαλίζει τη νηφάλια και ουδέτερη πληροφόρηση των μαθητών «γύρω από τις θρησκείες», οι Έλληνες υπερασπιστές του επισημαίνουν προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες που το «εφαρμόζουν» (π.χ. Αγγλία, Δανία). Όμως κι εδώ αναγνωρίζουμε έναν υπεραπλουστευτικό λόγο που φτάνει να παραθεωρεί ουσιαστικές παραμέτρους. Κι αυτό γιατί οι χώρες οι οποίες εφαρμόζουν μη ομολογιακή πολυ-θρησκευτική εκπαίδευση,  στην πραγματικότητα επιδιώκουν πολύ περισσότερα πράγματα από την «ουδέτερη πληροφόρηση περί θρησκειών». Αν, λοιπόν, χρειαζόμαστε κατανόηση του τι πραγματικά γίνεται με την μη ομολογιακή θρησκευτική εκπαίδευση στην Ευρώπη, δεν μπορούμε να αρκεστούμε στις συχνά απροϋπόθετες και στατιστικού χαρακτήρα πληροφορίες του διαδικτύου, αλλά να ανοίξουμε τα Αναλυτικά Προγράμματα, το διδακτικό υλικό, τους διδακτικούς σχεδιασμούς και τις καταγεγραμμένες εμπειρίες των δασκάλων αυτών των χωρών. Αν το κάνουμε, θα διαπιστώσουμε πως η «θρησκειολογικού» τύπου πληροφόρηση, για την οποία τόσος λόγος γίνεται στην Ελλάδα, είναι μία μόνον παράμετρος της μη ομολογιακής θρησκευτικής μάθησης.

Πως στα πλαίσια μιας τέτοιας θρησκευτικής εκπαίδευσης – της οποίας άλλωστε ο βασικός κορμός είναι ο Χριστιανισμός – οργανώνονται διδακτικές διεργασίες οι οποίες επιτρέπουν στους μαθητές να καλλιεργήσουν κριτική γνώση γύρω από τα θρησκευτικά ζητήματα και ευαισθησία για την εκτίμηση των θρησκευτικών πνευματικών επιτευγμάτων, να αναπτύξουν θεμελιωμένους θρησκευτικούς / πνευματικούς συλλογισμούς, να ανακαλύψουν τις διαστάσεις της θρησκευτικής πίστης και συμπεριφοράς, να αναζητήσουν την θρησκευτική αλήθεια της κοινωνίας τους και του εαυτού τους, και ταυτόχρονα να καταφέρνουν να διαλέγονται και να συνδιαμορφώνονται με τους θρησκευτικά και πολιτιστικά «άλλους». Όταν όμως όλες αυτές οι διαστάσεις με ευκολία αποσιωπούνται ή παραθεωρούνται και προβάλλεται μόνον η «ουδέτερη πληροφόρηση / γνώση», τότε – πέρα από τη διαστρεβλωμένη εικόνα του τι πράγματι γίνεται στην Ευρώπη –  ισχυροποιούνται τα επιχειρήματα όσων πολεμούν αυτή την εκδοχή της θρησκευτικής εκπαίδευσης και αυξάνονται οι φοβικές στάσεις απέναντι σε οποιοδήποτε ΘΜ δεν είναι το ομολογιακό που γνωρίζουμε. Το αποτέλεσμα: χάνουμε την πολύτιμη ευκαιρία να εμπλουτίσουμε το δικό μας προβληματισμό με τα όσα κατάφεραν χώρες οι οποίες πραγματοποίησαν πλούσια θρησκειοπαιδαγωγική πορεία και αντιμετώπισαν πρωιμότερα συνθήκες που εμείς τώρα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε.    

               Ένας άλλος φόβος που εκφράζεται μπροστά στην προοπτική της ανανέωσης του ΘΜ αφορά στις «ρίζες» μας που κινδυνεύουν αν το μάθημα απομακρυνθεί από το ομολογιακό του πλαίσιο, στην απώλεια της θρησκευτικής και εθνικής μας ταυτότητας, στη σύγχυση και στο συγκρητισμό που δήθεν ελλοχεύουν. Κι εδώ αναρωτιόμαστε και πάλι: Με ποια λογική ένα μάθημα που θέλει να υπερβεί την ομολογιακότητα, να διευρύνει τα όρια και τις κατευθύνσεις του και να δημιουργήσει θρησκευτικά συνειδητοποιημένους και διαλεγόμενους πολίτες αποτελεί απειλή και «ξεχέρσωμα ριζών»; Γιατί ένα μάθημα που θα περιέχει μεν πλούσιες πληροφορίες για τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου, αλλά ταυτόχρονα θα διευκολύνει τους μαθητές να αναγνωρίσουν πόσο ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία ιδιαίτερα επηρέασε και συνδιαμόρφωσε τον ελληνικό πολιτισμό, ως παράδοση, ως τέχνη, ως ήθος, ως στάση ζωής, συνιστά απειλή; Με ποιον τρόπο αυτή η συνδυαστική προσέγγιση μας εμποδίζει να αναγνωρίσουμε τις ρίζες μας και την ταυτότητά μας; Εκτός κι αν αναφερόμενοι στις ρίζες μας υπονοούμε ό,τι μας διαχωρίζει από τους «άλλους» και μας καθιστά ανώτερους και εκλεκτούς, ό,τι δηλαδή αποκλείει τους «άλλους». Διατηρούμε τη βεβαιότητα πως οι «ρίζες» μας ίσα ίσα μπορούν να μας ενώνουν με τους «άλλους», καθώς όλοι οι άνθρωποι, και οι μη Έλληνες και οι μη Χριστιανοί έχουν «ρίζες», αγαπούν το καλό και το ωραίο, αναζητούν το νόημα της ζωής, ελπίζουν για την ποιότητα και την πρόοδο και βέβαια επιδιώκουν την προσωπική συνάντηση!

             Πώς εννοούμε, λοιπόν, μιαν πραγματικά ανανεωμένη θρησκευτική εκπαίδευση; Πρώτα πρώτα κανένας σώφρων και δεσμευμένος στον παιδαγωγικό του ρόλο θεολόγος δεν φαντάζεται μια λύση – αντιγραφή. Είναι σίγουρο πως χρειάζεται να οικοδομήσουμε μια προσέγγιση που θα λάβει μεν υπόψη της τα όσα έχουν διερευνηθεί, αναλυθεί, μελετηθεί στην Ευρώπη, αλλά κυρίως θα επικεντρωθεί στις συγκεκριμένες και ιδιαίτερες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Κι όπως φαίνεται η ελληνική κοινωνία δε χρειάζεται απλώς πληροφόρηση περί θρησκειών, αλλά μια διευρυμένη και δυναμική θρησκευτική μάθηση. Τι θα πει αυτό; Επειδή η πραγματοποίηση της μάθησης αναγνωρίζεται μόνον στα αποτελέσματα που επιφέρει στους μαθητές (κι όχι στις διακηρύξεις των δασκάλων ή των σχεδιαστών εκπαιδευτικής πολιτικής) αποβλέπουμε σε μαθητές που να έχουν την ικανότητα να κάνουν πολλές ερωτήσεις γύρω από τη θρησκευτικότητα κι όχι να αναμασούν στερεότυπες απαντήσεις, να αναπτύσσουν προσωπικές θρησκευτικές αναζητήσεις και όχι να αποδέχονται θεσμοποιημένες βεβαιότητες, να ελέγχουν και να κατανοούν κριτικά τη θρησκευτική γνώση και όχι να υποτάσσονται σε δεδομένες παραδοχές, να διαμορφώνουν τις δικές τους υπεύθυνες απόψεις και στάσεις ζωής γύρω από τη θρησκευτική πίστη και τον Χριστιανισμό. Άλλωστε για μας αυτός είναι και ο δρόμος της γνήσιας θεολογικής αναζήτησης και της περιπέτειας της πίστης στο Θεό.

Στη συνέχεια, ως προς τα περιεχόμενα του μαθήματος, σίγουρα η θρησκειολογική ύλη θα πρέπει να εμπλουτιστεί και να διαχυθεί σε όλες τις τάξεις, χωρίς όμως να εξαντλείται σε στεγνές και άνευρες πληροφορίες, αλλά να παρέχει ευκαιρίες για πραγματική γνωριμία και διάλογο με τη ζωή και τον πολιτισμό της κάθε θρησκείας. Εννοείται πως ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία ειδικότερα θα πρέπει να αποτελούν το μεγαλύτερο και κύριο σώμα όλων των τάξεων, με έμφαση στην ιστορία και τον πολιτισμό της χώρας μας. Κι αυτό βέβαια με τρόπο που να αφορά και να ενδιαφέρει τον καθένα μαθητή που ζει στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από την πολιτιστική του προέλευση. Όλος αυτός ο προβληματισμός αναπτύσσεται στις ομάδες θεολόγων που έχουν διαμορφωθεί και εργάζονται άτυπα αλλά οργανωμένα σε όλη την Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα και αλλού). Και ελπίζουμε ότι θα ληφθεί υπόψη από τους συνταγματικά κατοχυρωμένους υπεύθυνους για τις αλλαγές του ΘΜ, δηλαδή το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, στους σχεδιασμούς Αναλυτικών Προγραμμάτων. Γνωρίζουμε ότι ο δρόμος δεν είναι εύκολος, ούτε οι λύσεις υπάρχουν «στο τσεπάκι» κάποιου ειδήμονα. Ωστόσο δεν μπορεί να παραθεωρούνται τα ζητήματα που έχουν πλέον τεθεί στο τραπέζι του διαλόγου και να προτείνεται – και μάλιστα με το κύρος μιας Επιστολής της ΔΙΣ  –  ένα ΘΜ που διατηρεί τον στενά ομολογιακό χαρακτήρα του.    

                  Ως προς τις ώρες διδασκαλίας του ΘΜ στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση θεωρούμε πως η ποιοτική αναβάθμιση ενός μαθήματος δε σχετίζεται με την αύξηση των ωρών διδασκαλίας του, αλλά με τη βελτίωση των περιεχομένων και των στόχων του και βέβαια με την εκπαίδευση των δασκάλων του. Λαμβάνοντας υπόψη τα ήδη σκληρά ωράρια των μαθητών αλλά και τις ώρες διδασκαλίας των άλλων μαθημάτων, θεωρούμε πως οι ώρες διδασκαλίας του ΘΜ στο ελληνικό σχολείο είναι αρκετές. Ως προς το αίτημα όμως του διορισμού των θεολόγων στην Πρωτοβάθμια, εκτιμούμε ότι τινάζει στον αέρα τη βασική ψυχοπαιδαγωγική προϋπόθεση της διδασκαλίας των παιδιών αυτής της ηλικίας από έναν δάσκαλο[1] (ο οποίος αναπτύσσει μια στενά συναισθηματική σχέση – σχεδόν σα γονιός – μαζί τους, παρέχει τη μάθηση αδιάσπαστα και διεπιστημονικά και έχει εκπαιδευτεί ειδικά γι' αυτή την ηλικία). Επιπλέον, μια τέτοια πρόταση ανοίγει το δρόμο σχετικών διεκδικήσεων από όλες τις ειδικότητες. Αν πράγματι θεωρούμε ότι στο Δημοτικό δε γίνεται καλή δουλειά ως προς το ΘΜ, μια ρεαλιστική πρόταση θα αφορούσε τη διεκδίκηση ουσιαστικής θρησκειοπαιδαγωγικής κατάρτισης των δασκάλων στα Παιδαγωγικά Τμήματα. Όπως και να' χει δεν μπορεί η αντιμετώπιση της αδιοριστίας των θεολόγων να τίθεται ως κριτήριο για την αναβάθμιση του ΘΜ. Κι αυτό δε σημαίνει ότι δε σεβόμαστε και δε συμπαραστεκόμαστε τους αδιόριστους και άνεργους θεολόγους. 

                  Πέρα από τις παραπάνω αντιρρήσεις μας στα σημεία της Επιστολής, θεωρούμε δυσμενέστερο το σημαινόμενό της, καθώς με την κοινοποίησή της δημιουργείται η αίσθηση – στην κοινή γνώμη αλλά και στους θεολόγους – ότι η Ποιμαίνουσα Εκκλησία υιοθετεί αυτές τις προτάσεις της ΠΕΘ ως θετικές για την εξέλιξη του μαθήματος ή ακόμη περισσότερο ότι όλες αυτές οι προτάσεις συνιστούν «εξέλιξη» για το ΘΜ. Είμαστε βέβαιοι ότι μ' αυτόν τον τρόπο όχι μόνον ενισχύονται οι στερεότυπες παρανοήσεις γύρω από τη θρησκευτική εκπαίδευση στην Ελλάδα, αλλά χρειάζεται να ξαναρχίζουμε το διάλογο απ' το μηδέν!

 

                  Είναι αλήθεια πως κάθε εποχή έχει τους φόβους της. Συχνά μάλιστα αυτοί δεν σχετίζονται με πραγματικούς κινδύνους, αλλά με μια περιρρέουσα κινδυνολογία. Ως θεολόγοι στοχεύουμε να παλέψουμε για ένα υποχρεωτικό σχολικό μάθημα για όλους τους μαθητές με ξεκάθαρα παιδαγωγικό χαρακτήρα, υπερβαίνοντας τις κινδυνολογίες, απ' όπου κι αν προέρχονται. Θεμελιώδες κριτήριο των τολμηρών αλλαγών που θα χρειαστεί να γίνουν ας είναι το δικαίωμα του κάθε παιδιού να γίνει ένας θρησκευτικά εγγράμματος και συνειδητοποιημένος πολίτης που έχει εκπαιδευτεί να σέβεται και να συνυπάρχει με τον όποιον «άλλον». Ας μην ξεχνάμε ότι «το σχολείο, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι μπορούμε να φανταστούμε, έχει να συναγωνιστεί μυριάδες "αντι-σχολεία" ως προς τον καθορισμό της διαφορετικότητας, της ταυτότητας και του αυτοσεβασμού … ότι συναγωνίζεται με άλλα τμήματα της κοινωνίας τα οποία επίσης προσφέρουν αξίες, με τραγικές ίσως συνέπειες για την κοινωνία». (Jerome Bruner)

 

Ακολουθούν οι υπογραφές 44 θεολόγων από όλη την Ελλάδα:

 

Αγγελάκη Δήμητρα, Αμπατζίδης Θεόφιλος, Ανδριόπουλος Παναγιώτης, Βολάκης Παναγιώτης, Γιαννόπουλος Ανδρέας, Γκαλίτσιος Πρόδρομος, Γκαργκάνα Σουλτάνα, Γριζοπούλου Όλγα, Γώγου Βάσω, Δαμαλής Γιάννης, Ζωχιού Μαρία, Καζλάρη Πηγή, Καλαϊτζίδης Παντελής, Καραγιάννης Παναγιώτης, Κατσούδας Κώστας, Κετικίδης Γιώργος, Κρανιώτης Μιχάλης, Κυριακίδου Άννα, Λίλιας Πέτρος, Λίτσιος Γιάννης, Μαλεβίτης Ηλίας, Μάλφας Γεώργιος, Μαραθιά Διονυσία, Μασσαράς Θεοχάρης, Μαυροκωστίδης  Γρηγόρης, Μιχαηλίδης Κώστας, Μπέλος Ζήσης, Μουντζουρίδης Γεώργιος, Μπάρλος Αποστόλης, Νευροκοπλής Θανάσης, Σεβαστίδου Γεωργία, Στυλιδιώτης Ηλίας, Πάλμος Νεκτάριος, Παπαθανασίου Γιαννούλα, Παπαθανασίου Θανάσης, Παπασωτηρόπουλος Χριστόφορος, Πεϊνιρτζή Κατερίνα, Ρούσσος Ηλίας, Ρούσση Βάσω, Τσανανάς Γιώργος, Φάκος Βασίλης, Φουντούλης Μιχάλης, Φωτόπουλος Χρήστος και Χλωρός Γιώργος.

 

Επικοινωνία : theologyhellas@gmail.com

 


[1] Οι άλλες ειδικότητες που έχουν μπει (Μουσική, Γυμναστική, Ξένες Γλώσσες) αφορούν γνωστικά πεδία που δεν είναι δυνατόν να διδαχθούν από το δάσκαλο.

Θρησκευτικά

Θρησκευτικά

Του Ευγένιου Αρανίτση

Παιδεία και εκπαίδευση όχι μόνον δεν είναι έννοιες ταυτόσημες αλλά μπορούμε να πούμε, με βεβαιότητα, ότι η δεύτερη αντιτίθεται στο πνεύμα της πρώτης με τον πλέον επιζήμιο τρόπο.

ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ χειρίζεται το πληκτρολόγιο με το λεγόμενο «τυφλό σύστημα» ξέρει πως το είδος αυτό της μηχανικής ταχύτητας κάθε άλλο παρά βελτιώνει το περιεχόμενο των όσων γράφονται. Τυφλά συστήματα, αυτόματοι πιλότοι, εξαρτημένα ανακλαστικά, κυκλώματα και ανάδραση, multiple choices, τεστ και κουίζ, δημοσκοπήσεις και κληρωτίδες, στατιστική και παιχνίδια εγκυκλοπαιδικών γνώσεων, μια ολόκληρη καινούργια αντίληψη για τη σχέση του υποκειμένου με τη σκέψη επιβάλλεται στους υποψήφιους πολίτες ήδη απ’ την πρώτη Δημοτικού. Το σχολείο, σήμερα, συμβάλλει πρωτίστως στην επίσπευση της συγχώνευσης ανθρώπου και μηχανής.

Ο Θεολόγος καθηγητής

Ο Θεολόγος καθηγητής ανάμεσα σε «μυλόπετρες» προκαταλήψεων

Του Αλέξανδρου Σταθακιού

(Θεολόγου καθηγητή)

Φαίνεται να είναι απλή η λύση του ζητήματος του μαθήματος των Θρησκευτικών για μια σεβαστή πλέον μερίδα «δημοσιολογούντων» και «δημοσιογραφούντων» σε χώρους, μέ­σα και έντυπα, που α­σκούν σημαντική επιρροή στην κοινή γνώμη: άμεσος και απόλυτος χωρι­σμός Εκκλησίας και Κράτους, αρχή που για πάρα πολλές από αυτές τις δηλώσεις, έχει ως συνέπεια την έξωση ή την περαιτέρω υποβάθμιση (ως «Ηθική», ή ως επιλεγόμενο μάθημα) του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Εκπαίδευση, αφού μετά το χωρισμό δεν θα είναι δυνατό η Πολιτεία να θέτει ως σκοπό της Δημόσιας Εκπαίδευσης και τη χριστιανική διαπαιδαγώγηση, πράγμα που ισχύει, τύποις τουλάχιστον, ακόμα και σήμερα. 

Συνέχεια

Τα Θρησκευτικά στο έλεος των συνηγόρων τους

  Τα Θρησκευτικά στοέλεος των συνηγόρων τους

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου*

 

Η πρόσφατη αναστάτωση απ’ αφορμής του εγγράφου του Υπουργείου Παιδείας (10 Ιουλίου 2008) περί δυνατότητας απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει πανηγυρικά να χαιρετιστεί, νομίζω, ως μια εξαιρετική ευκαιρία: Ως πρώτης τάξεως αφορμή για να συνειδητοποιήσει κανείς πόσο πηχτή είναι η ιλύς στην οποία καλείται να κωπηλατήσει η συζήτηση του ζητήματος!

Συνέχεια