Αρχείο κατηγορίας Θρησκευτική αγωγή εν μέσω συγχίσεων

Σε εποχή που όλα μετατρέπονται σε θρησκείες από τους εμπορευματοποιημένους φορείς των εξουσιαστών, ο δρόμος της αγωγής είναι δύσβατος

Αναζητώντας το χαμένο νόημα, ένα χαμένο κέντρο

Αναζητώντας το χαμένο νόημα, ένα χαμένο κέντρο…

 

[Με αφορμή μια επιστολή διαμαρτυρίας της ΠΕΘ προς το Υπουργείο Παιδείας και άλλες δημόσιες τοποθετήσεις]

 

Της Διοικούσας Επιτροπής του «ΚΑΙΡΟΥ»


 

Ι. Η δημοσιογράφος (;)

Διαβάζουμε, όχι χωρίς έκπληξη παραμονές Χριστουγέννων, άρθρο σε αθηναϊκή εφημερίδα – που φέρει την υπογραφή της Ισμήνης Χαραλαμποπούλου – με τίτλο: Νέα πρόταση βόμβα από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο: Μάθημα Θρησκευτικών με επισκέψεις σε τζαμιά. «Με το σκεπτικό ότι το μάθημα στη σημερινή του μορφή αποτελεί κατήχηση, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο προτείνει να διδάσκονται οι μαθητές βασικές αρχές  του Ισλάμ, του βουδισμού και του καθολικισμού για να μη νιώθουν «άβολα» (!) όταν έρχονται σε επαφή με αλλόθρησκους». [1] Η δημοσιογράφος (;) προφανώς θεωρεί ότι απευθύνεται σε αδαείς ή αστοιχείωτους.

Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η προκλητική άγνοια και αποσιώπηση του γεγονότος, ότι οι μαθητές στα ελληνικά σχολεία και των τριών βαθμίδων διδάσκονται στο μάθημα των Θρησκευτικών, εδώ και πάρα πολλά χρόνια ,τις βασικές αρχές όχι μόνο «του Ισλάμ, του βουδισμού και του καθολικισμού» αλλά και πολλών άλλων θρησκειών; Είναι προϊόν άγνοιας, απαιδευσιάς, ηθελημένης στρέβλωσης ή υπαγορευμένου λαϊκισμού; Το βέβαιο είναι ότι, φλερτάροντας με την αθλιότητα, αναμοχλεύει τα πάθη της ελληνικής ψυχής -όπου και το υπαρκτό πρόβλημα της ξενοφοβίας [2]– και προσδοκά δημοσιογραφική επιτυχία, ήτοι θόρυβο και λάσπη· που δεν αργεί να έλθει…

 

ΙΙ. Η επιστολή διαμαρτυρίας της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (ΠΕΘ)

 

Διαβάζουμε λίγο πιο κάτω, όχι χωρίς περίσκεψη, ότι «Η  Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ) εξέφρασε την αντίθεσή της με τις απόψεις του συμβούλου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου» και ότι επίσης «απέστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στην υπουργό Παιδείας κ. Άννα Διαμαντοπούλου  για τον τρόπο συγκρότησης της ομάδας εργασίας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου». Κι ανατρέχουμε στην επιστολή από όπου ερανίζουμε τα εξής: «Με έκπληξή μας διαπιστώσαμε ότι όλα τα μέλη της ομάδας αυτής (και τα 15) ανήκουν στο νεοϊδρυθέντα, πανελλήνιο θεολογικό Σύνδεσμο ΚΑΙΡΟΣ, ως μέλη, ή συνεργάζονται μαζί του ή εκφράζουν και αποδέχονται τις απόψεις του συνδέσμου ως προς το χαρακτήρα που θα πρέπει να έχει η διδασκαλία του Μαθήματος των Θρησκευτικών, δηλ. αποδέχονται το θρησκειολογικό, πολιτιστικό-ιστορικό χαρακτήρα (….). Είναι γνωστό και με προηγούμενο Υπόμνημά μας προς εσάς, ότι η Ένωσή μας ιδιαιτέρως τονίζει ότι ο χαρακτήρας της διδασκαλίας του ΜτΘ πρέπει να είναι Ορθόδοξος Χριστιανικός Θεολογικός, αυτός που καταχρηστικώς και κατ' αναλογίαν ονομάζουν πολλοί ομολογιακό.»

 

ΙΙΙ. Η αναγκαιότητα για μια διευρυμένη διδασκαλία του Χριστιανισμού και του εν γένει θρησκευτικού φαινομένου στις ιστορικές, πολιτισμικές, ερμηνευτικές και κοινωνικές διαστάσεις τους.

 

Αναρωτιόμαστε: είναι ποτέ δυνατόν η Θεολογία και η διδασκαλία της να γίνει ερήμην της Ιστορίας, αδιαφορώντας για το πώς αυτή η Θεολογία ενέπνευσε και σαρκώθηκε σε πολιτισμό, ή εν αγνοία της πραγματικότητας, ότι κάθε λαός όπου γης αναζήτησε την Αλήθεια μέσα από τους δικούς του θρησκευτικούς δρόμους, που καλό θα ήταν να γνωρίζουν και να κατανοούν οι μαθητές μας; Η απάντηση είναι προφανής και όχι μόνο για τον ειδήμονα αλλά και τον στοιχειωδώς σκεπτόμενο. Εάν έτσι -αποκομμένους από την ιστορία, τον πολιτισμό και το διάλογο των θρησκειών- αντιλαμβάνεται η ΠΕΘ τη φύση και το χαρακτήρα, όχι μόνο του μαθήματος αλλά και της ίδιας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γιατί άραγε δεν αποστέλλει αντίστοιχες επιστολές διαμαρτυρίας για να εγκαλέσει και την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, για παράδειγμα, η οποία, όπως διαβάζουμε [3], μόλις προχθές βράβευσε νέους που διακρίθηκαν σε διαγωνισμό «Νέοι – Εκκλησία – Πολιτισμός», ή ακόμη το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τις πλείστες όσες διοργανώσεις του και συμμετοχές (περιττεύουν οι παραπομπές) σε εκδηλώσεις πολιτισμικού και κοινωνικού χαρακτήρα, αλλά κυρίως και κατ’ εξοχήν για τον επίσημο διάλογο που τόσο αυτό όσο και όλες οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες διεξάγουν με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις ακόμη και με τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ; Θα αφήσουμε τους μαθητές μας έξω από αυτόν τον διάλογο;

 

IV. Η διγλωσσία της ΠΕΘ

 

Η ΠΕΘ που υπεραμύνεται του «Ορθόδοξου Χριστιανικού Θεολογικού» χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών -«αυτόν που καταχρηστικώς και κατ' αναλογίαν ονομάζουν πολλοί ομολογιακό»-, η ΠΕΘ που διαμαρτύρεται εγγράφως στην Υπουργό Παιδείας και καταγγέλλει «ως παράλογο και απολύτως αντιδημοκρατικό» τον αποκλεισμό της από την επιτροπή σύνταξης των νέων Προγραμμάτων Σπουδών -υποδεικνύοντας μάλιστα τον Σύμβουλο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου κ. Σταύρο Γιαγκάζογλου ως τον εμπνευστή της δόλιας επιχείρησης για την αλλοίωση του χαρακτήρα του μαθήματος-, είναι αυτή η ίδια ΠΕΘ που με Υπόμνημα (αρ. Πρ. 137/11-6-2010) το οποίο κατέθεσε προς την Υπουργό Παιδείας [4] υποστηρίζει τα ακριβώς αντίθετα! Εκεί λοιπόν, στο Υπόμνημα, άλλα λέει… Σταχυολογούμε ενδεικτικά:

α. «Το ελληνικό µάθηµα έχει ως βασικό κορµό τη γνωριμία και την οικείωση µε την ορθόδοξη Παράδοση, διδάσκονται όμως και άλλες θρησκείες του κόσµου, καθώς και ποικίλες κοσµοθεωρήσεις.».

β. «Με βάση το ανωτέρω πλαίσιο οι σκοποί του µαθήµατος των Θρησκευτικών είναι οι εξής:

1. Η γνωριμία και η βιωµατική προσέγγιση των μαθητών/τριών µε την Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία και πρόταση ζωής. Η παρουσίαση στους νέους µας της συμβολής της Εκκλησίας στην ιστορία, τον πολιτισμό, τη διαμόρφωση της ταυτότητας και της ατοµικής και κοινωνικής ζωής των Ελλήνων.

2. Η γνωριµία µε τις άλλες χριστιανικές εκκλησίες και οµολογίες και η διερεύνηση του ρόλου του Χριστιανισµού στην ιστορία της Ευρώπης και του κόσµου.

3. Η παρουσίαση στους µαθητές/ριες των κυριότερων από τα υφιστάµενα θρησκεύµατα, µε κατά το δυνατόν αµερόληπτο και αντικειµενικό τρόπο και µε σεβασµό στις ιδιαίτερες αντιλήψεις και αξίες τους.

4. Η παρουσίαση, εκτός των θρησκευτικών, σηµαντικών φιλοσοφικών αντιλήψεων και στάσεων ζωής, από αυτές που σηµάδεψαν την πνευµατική ιστορία της ανθρωπότητας.»

γ. «Η θρησκευτική διδασκαλία στο σχολείο δεν υποκαθιστά την εκκλησιαστική κατήχηση, αλλά έχει ως σκοπό να καταστήσει τους μαθητές/ριες ικανούς να οικοδοµήσουν ελεύθερα τη δική τους ορθόδοξη θρησκευτική συνείδηση, φιλοσοφία και στάση ζωής και να αποκτήσουν την ικανότητα να διαλέγονται και να προβληµατίζονται πάνω σε θρησκευτικά και ηθικά ερωτήµατα».

δ. «Η Ορθόδοξη πατερική Θεολογία, όχι απλώς στέργει και συγκατανεύει στον οφειλόµενο σεβασµό έναντι της θρησκευτικής ετερότητας, ως πραγµατικότητας της ανθρώπινης ζωής, αλλά όντας ριζοσπαστικότερη από τις άλλες κοσµοθεωρίες, βλέπει τον «ξένο» ως εικόνα Θεού και προσδιορίζει τη στάση της απέναντι στον «άλλο», µε το κριτήριο της ανιδιοτελούς αγάπης, κατά το πρότυπο της αγαπητικής κοινωνίας των προσώπων της Αγίας Τριάδας. Με αυτό το δεδοµένο, βασική επιδίωξη της θρησκευτικής εκπαίδευσης είναι η εµφύτευση του σεβασµού στα δικαιώµατα όλων των ανθρώπων µε διαφορετικές πίστεις και αντιλήψεις. Για τον σκοπό αυτό, η διδασκαλία των άλλων θρησκειών θα πρέπει να είναι απαλλαγµένη από αρνητικά στερεότυπα, επιφανειακές κρίσεις, προκαταλήψεις και ανακριβείς πληροφορίες, ώστε να προάγει την αλληλοκατανόηση και τον αλληλοσεβασµό. Συγχρόνως θα πρέπει να αναπτύσσει την κριτική σκέψη των νέων σχετικά µε πιθανά αρνητικά στοιχεία των θρησκειών και να ενθαρρύνει ένα διάλογο γνωριµίας, που βασίζεται στην αλήθεια και όχι σε τεχνητά κατασκευασµένες συγκρητιστικές αντιλήψεις. Για τον σκοπό αυτό είναι απαραίτητη η συγκριτική γνώση του δόγµατος, της ηθικής, της λατρείας και της κοινωνικότητας των διαφόρων θρησκευµάτων και του Ορθόδοξου Χριστιανισµού

ε. «Είναι βεβαίως επιτακτική ανάγκη το µάθηµα να εκσυγχρονιστεί, µε σύγχρονα αναλυτικά προγράµµατα, σταθερά και µε σαφήνεια προσανατολισµένα στους στόχους που περιγράφηκαν προηγουµένως. Με βιβλία ανανεωµένα και ελκυστικά προς τον µαθητή, µε περιεχόµενο εµπεριστατωµένο, απλό, σαφές, περιεκτικό. Με εκπαιδευτικούς τακτικά επιµορφούµενους σχετικά µε τις νέες µεθόδους διδασκαλίας µε κατάλληλους επιµορφωτές. Με αίθουσες διδασκαλίας και υλικό εφάµιλλο της καθηµερινής τεχνολογικής πραγµατικότητας σε κάθε τάξη και βαθµίδα. Το νέο σχολείο, λοιπόν, που οραµατιζόµαστε και οργανώνουµε, ας πατήσει σε βάσεις γερές και δοκιµασµένες και ας προάγει ανθρωπιστικές αξίες που θα αναδείξουν προσωπικότητες, ικανές να δροµολογήσουν τη νέα ελληνική πραγµατικότητα.»

Βοηθήστε μας συνάδελφοι της ΠΕΘ να καταλάβουμε. Τι είναι όλα τα παραπάνω; «Λόγια για λόγια κι άλλα λόγια…»; Πότε εννοείτε τι· όταν διαμαρτύρεστε ή όταν υπομνηματίζεσθε; Πότε είναι το «ναι ναι» και πότε το «ου ου»; Πείτε μας, με ποια κριτήρια αλλάζετε πλεύση και επιχειρηματολογία; Ποιον νομίζετε πως μπορείτε να ξεγελάσετε με τούτη την απροκάλυπτη διγλωσσία; Και γιατί «μνημονετε» με τόση ευκολία –χωρς περίσκεψιν, χωρς λύπην, χωρς αδ σεις πρώτοι του Υπομνήματός σας;

 

V. Γιατί, αλήθεια, η ΠΕΘ δεν συμμετέχει στην επιτροπή σύνταξης νέων Προγραμμάτων Σπουδών για την υποχρεωτική εκπαίδευση;

 

Αντιπαρερχόμενοι την ανακρίβεια και το ψεύδος «ότι όλα τα μέλη της ομάδας αυτής (και τα 15) ανήκουν στο νεοϊδρυθέντα, πανελλήνιο θεολογικό Σύνδεσμο ΚΑΙΡΟΣ», καθώς και την ανεπίτρεπτη – για νοήμονες και φυσικά καλής προαίρεσης ανθρώπους – διαστρέβλωση των απόψεων του ΚΑΙΡΟΥ για το χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών,[5] ας εξετάσουμε γιατί στ’ αλήθεια δεν συμμετέχει – παρότι διαμαρτύρεται εντόνως για τη μη συμμετοχή της- στην επιτροπή εμπειρογνωμόνων που συγκροτήθηκε με ευθύνη του Υπουργείου για τη συγκρότηση νέων Προγραμμάτων Σπουδών στην υποχρεωτική εκπαίδευση. Είναι γεγονός ότι η ΠΕΘ -στη διαμαρτυρόμενη τουλάχιστον εκδοχή της- παραμένει εγκλωβισμένη σε μία επιστημονικά αστήρικτη και θεολογικά αδικαίωτη επιλογή, η οποία αντιλαμβάνεται τη Θεολογία και τη διδασκαλία της ως ένα περίκλειστο και παγιωμένο στη στασιμότητά του σύστημα που δικαιούται να αγνοεί το παρόν. Είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνεται ότι, εμμένοντας σε αυτόν τον απομονωτισμό και την κλειστοφοβική αντίληψη για τη Θεολογία και τη διδασκαλία της στο δημόσιο σχολείο, αυτοαποκλείεται με δική της ευθύνη από το Γενικό Πλαίσιο Βασικών Αρχών και Προσανατολισμών που έθεσε το Υπουργείο Παιδείας, δηλώνοντας εξ αρχής ότι «το Πρόγραμμα Σπουδών οφείλει να διαχειριστεί μια σειρά από εντάσεις που δημιουργεί σήμερα η ταχύτατη μεταβολή κοινωνικών, εργασιακών, επικοινωνιακών κ.ά. χαρακτηριστικών της Ελληνικής πραγματικότητας· μιας μεταβολής που δεν επιτρέπει να δει κάποιος το μέλλον αποκλειστικά με όρους παρελθόντος»; Φυσικά και το αντιλαμβάνεται…

Είναι γνωστό σε όλους ότι η επιτροπή σύνταξης νέων ΠΣ συστάθηκε ύστερα από δημόσια πρόσκληση συμμετοχής σε αυτήν που απηύθυνε το Υπουργείο Παιδείας μέσα από μια ανοικτή -ήδη από τον Ιούνιο 2010- και προσβάσιμη στον οποιονδήποτε -μέσα από την επίσημη ιστοσελίδα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου- διαδικασία εγγραφής στο Μητρώο εμπειρογνωμόνων. Εύλογα γεννάται το ερώτημα: Μπήκε, άραγε, κάποιο από τα μέλη της διαμαρτυρόμενης για αποκλεισμό ΠΕΘ σε αυτήν την ανοικτή διαδικασία; Αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις, μάλλον όχι. Διότι, όσοι έκαναν τον κόπο και μπήκαν σε αυτήν τη διαδικασία, διαπίστωσαν ότι σε αυτήν τη «φόρμα εγγραφής» τα στοιχεία που καταγράφει ο ενδιαφερόμενος δεν αφορούν στη συνδικαλιστική του δράση ή τη συμμετοχή του σε οποιαδήποτε Ένωση ή Σύνδεσμο, αλλά  στην επιστημονική συγκρότηση και την εκπαιδευτική του εμπειρία. Αντί όμως η ΠΕΘ να προσαρμοσθεί με τα επιστημονικά και εκπαιδευτικά κριτήρια που ισχύουν πλέον, συνηθισμένη ίσως σε ήθη άλλων εποχών, τι κάνει; Διαμαρτύρεται και φωνασκεί, ειρωνεύεται [6] και λασπολογεί, απαιτώντας από την Υπουργό «λόγω αρχαιότητας να… διαταχθεί» (!) η συμμετοχή της σε αυτήν. Ενώ, αντίθετα, θα όφειλε με ευθύτητα να αναρωτηθεί και να απολογηθεί – πρώτα στα ίδια τα μέλη της – είτε για την πιθανή ολιγωρία είτε για τον αυτοαποκλεισμό της. Επίσης θα όφειλε, πριν απαιτήσει τόσο εμφατικά και απόλυτα τη συμμετοχή της στην επιτροπή, να απαντήσει ξεκάθαρα στην ερώτηση: Με ποιους όρους και προϋποθέσεις διεκδικεί αυτή τη συμμετοχή; Με αυτούς της διαμαρτυρόμενης επιστολής ή με αυτούς του προαναφερθέντος και άρτι διαγραφέντος από τη μνήμη της Υπομνήματος;

 

VI. Πού άραγε στοχεύουν και πού οδηγούν οι αήθεις επιθέσεις των ημερών;

 

Η προσωπική επίθεση στον Σύμβουλο των Θεολόγων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου κ. Σταύρο Γιαγκάζογλου και η επιχείρηση σπίλωσης του έργου του είναι προφανές ότι, ενώ τον περιέχει και τον στοχοποιεί, τον υπερβαίνει κατά πολύ. Αυτό που καίρια επιχειρείται να βληθεί είναι το πνεύμα που κομίζει και υπηρετεί: της έντιμης, διακριτής και δημιουργικής σύνθεσης – σε ένα τόσο νευραλγικό πεδίο, όπως αυτό της δημόσιας θρησκευτικής εκπαίδευσης – με στόχο την ανάκτηση της χαμένης αξιοπρέπειας ενός μαθήματος, που κάποιοι θερμόαιμοι υπερασπιστές του – ίσως και ανεπίγνωστα – το καθιστούν γραφικό, συρρικνωμένο, καχεκτικό, αναντίστοιχο με την εποχή του, κι εντέλει απόν ή εξοβελιστέο από το δημόσιο χώρο…

Σε μια εποχή που βρισκόμαστε όλοι – ατομικά και συλλογικά – αντιμέτωποι με τη διεθνή απαξίωση της πατρίδας μας και το φάσμα μιας πολυδιάστατης χρεοκοπίας να στέκει απειλητικό εμπρός μας, αναρωτιόμαστε: τι άλλο θα πρέπει να συμβεί, για να τολμήσουμε να αντικρίσουμε τον εαυτό μας – ατομικό και συλλογικό – όπως πράγματι είναι; [7] Μέχρι πότε θα αναπαράγουμε αυτό το κράμα μεγαλομανίας και μειονεξίας που συνθέτει την περίφημη «νεοελληνική μας ταυτότητα»; Μέχρι πότε θα κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο αυτό το άθλιο μείγμα λαϊκισμού και μισαλλοδοξίας που εκμαυλίζει συνειδήσεις; Μέχρι πότε οι πνευματικοί θεσμοί και οι επιστημονικές ενώσεις θα ασκούνται υποκριτικά στη διγλωσσία, προδίδοντας έτσι και το πνεύμα και την επιστήμη που εκπροσωπούν; Πότε, επιτέλους, θα ξαναβρούμε το χαμένο νόημα, εκείνο το χαμένο κέντρο;

 

 

* Η ΔΙΟΙΚΟΥΣΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου «ΚΑΙΡΟΣ

– για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης»

 

Κωνσταντίνου Μιλτιάδης, Καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ

Μόσχος Δημήτριος, Λέκτορας του Τμήματος Θεολογίας του ΕΚΠΑ

Παπαδόπουλος Γιώργος, Θεολόγος

Μαυροκωστίδης Γρηγόριος, Θεολόγος

Αμπατζίδης Θεόφιλος, Θεολόγος

Παπασωτηρόπουλος Xριστόφορος, Θεολόγος

Καζλάρη Πηγή, Θεολόγος

Σταματέλου Nόνη, Θεολόγος

Αργυρόπουλος Ανδρέας, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων

 

Παραπομπές

 

[1] Βλέπε: http://www.protothema.gr/greece/article/?aid=96848&acpn=2.

[2] Είναι πραγματικά ανησυχητικό να αναπαράγεται ακόμη και από ποιμενάρχες της Εκκλησίας του Χριστού «του ουκ έχοντος που την κεφαλήν κλίναι» (Μτ 8,20) και γεννηθέντος «εν φάτνει αλόγων δια την ημών σωτηρίαν», στάσεις ξενοφοβίας και ρατσισμού με φράσεις -δημόσιες- όπως: «Γι’ αυτό που λέγεται, ότι το μάθημα των Θρησκευτικών έχει έναν κατηχητικό και ομολογιακό χαρακτήρα, έχω να πω το εξής: Η θρησκειολογία διδάσκεται στην θεολογική Σχολή. Και όταν λέμε θρησκειολογία, εννοούμε στοιχεία των άλλων θρησκειών. Τώρα, γιατί ο μαθητής του γυμνασίου πρέπει να ξέρει τι διδάσκει ο βουδισμός ή τι διδάσκει ο μωαμεθανισμός, αυτό δεν το καταλαβαίνω. Δεν βρίσκω απαραίτητο, το παιδάκι του γυμνασίου να διδαχτεί θρησκειολογία. Βέβαια, εμείς δεχτήκαμε και δεχόμαστε όλους εκείνους, οι οποίοι ήρθαν στην Ελλάδα σαν μετανάστες από την πόρτα και όχι από την σκεπή. Εκείνους δηλαδή που ήρθαν νόμιμα. Τους δεχτήκαμε και τους σεβόμαστε. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα μαζί τους και συνυπάρχουμε μαζί τους. Όμως, η παρουσία τους εδώ δεν θα αλλάξει την δική μας ταυτότητα και τον δικό μας τρόπο ζωής. Σε όποιον αρέσει. Εγώ σέβομαι τον άλλον, την πίστη του κάθε ανθρώπου και όταν διδάσκεται το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία, μπορεί ο μουσουλμάνος, ο βουδιστής ή ο ινδουιστής να απέχει από το μάθημα, όχι όμως, να αλλάξουμε εμείς την ταυτότητά μας, εξαιτίας της παρουσίας μαθητών με διαφορετικά θρησκεύματα» (βλέπε: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=4329, αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Φωνή της Ξάνθης», 28-12-2010).

Αλήθεια, σεβασμιώτατε, ο υιός του ανθρώπου εισήλθε «από την πόρτα», «νόμιμα» ή «ώσπερ ξένος και αλήτης»; Και οι προτροπές του Μεγάλου Βασιλείου: «Δος τω αδελφώ και τω ξένω. Μήτε τον αδελφόν αποστραφής, και τον ξένον αδελφόν οικείον ποίησαι. Μη πρόκρινε τον φίλον από του αλλοτρίου… Πάντες συγγενείς, πάντες αδελφοί, ενός πατρός έκγονοι πάντες» (Ομιλία ρηθείσα εν Λακίζοις, PG 31, 1441A-1441B), σε ποιον απευθύνονται;   

[3] Βλέπε: http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/holysynod.asp?id=1256&what_sub=d_typou

[4] Βλέπε από την ιστοσελίδα της ΠΕΘ: http://www.petheol.gr/Genui/ipomnima.pdf. Στην εν λόγω ιστοσελίδα          μπορεί κανείς να αναζητήσει όλα τα κείμενα, αποσπάσματα των οποίων παραθέτουμε σε εισαγωγικά.

[5]       Βλέπε τη Διακήρυξη του ΚΑΙΡΟΥ στην ιστοσελίδα του Συνδέσμου:

                http://www.kairosnet.gr/joomla/index.php?option=com_content&view=article&id=2:2010-04-23-16-50-54&catid=9:declaration&Itemid=10

[6]       Βλέπε Ανακοίνωση-Απάντηση που εξέδωσε η Γραμματεία της ΠΕΘ στις 20-12-2010 και κοινοποίησε στο δικτυακό τόπο: http://www.esos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=10827:oi-theologoi-apantoun-ston-simboulo-tou-paidagogikou-institoutou&Itemid=1796.

[7]       Κάποιοι βέβαια, το τολμούν. Πρόσφατα, για παράδειγμα, ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος σε ομιλία του με θέμα «Εθνική φυσιογνωμία και Ορθόδοξη Οικουμενικότητα στη σημερινή Ελλάδα», με μια αυτοκριτική διάθεση και εντιμότητα που σπανίζει, επισημαίνει: «Καταντήσαμε περπατούσες εγκυκλοπαίδειες δογματικής, οσφραινόμαστε έναν αιρετικό από μίλια μακριά, κι αν δε βρούμε, βαφτίζουμε εύκολα κάποιους», προσθέτοντας πιο κάτω: «Ίσως να έχει φτάσει ο καιρός για την "ήττα" της Ορθοδοξίας. Μια ήττα που θα δώσει τη δυνατότητα για να βάλουμε αρχή, νέα αρχή, που δε θα στηρίζεται στη δύναμη και την εξουσία που υπόσχονται νίκες και κυριαρχίες, αλλά στην αξιοποίηση της αποτυχίας, στο κέρδος που ανθίζει από την αποδοχή της αστοχίας". (βλέπε: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=4351)

Νέο Σχολείο και Θρησκευτική Αγωγή

Νέο Σχολείο και Θρησκευτική Αγωγή

 

Του Γιώργου Καπετανάκη*


 

Η «εκκλησία» έχει προοπτική: την ανάσταση! Ως μέλος του σώματος «εκκλησία» έχω προοπτική: την ανάσταση! Άρα κοιτώ μπροστά, ελπίζω στα έσχατα. Κι επειδή η ορθόδοξη εκκλησία προϋποθέτει κι απαιτεί την ορθοπραξία έχω καθήκον να μην κοιτώ μόνο αλλά και να δείχνω το δρόμο προς το επέκεινα. Μια πορεία προς την τελειότητα, την ολοκλήρωση, την αγιότητα είναι (θα έπρεπε να είναι) η ζωή μου. Μια πορεία προς την ολοκλήρωση, την ενότητα δηλαδή, θα έπρεπε να είναι η πορεία του σώματος «εκκλησία». Ως οδοδείκτης, ως πρωτοπόρος θα έπρεπε να λειτουργεί η «εκκλησία», αφού είναι ίδιο χαρακτηριστικό της η ριζοσπαστικότητα:

ü      Οι προφήτες της ΠΔ δημιουργούν ρήγμα στην εξουσία των Βασιλέων

ü      Ο Ιησούς Χριστός σπάει τόσο τις βιολογικές σχέσεις και τις αντικαθιστά με τις πνευματικές όσο και τις κοινωνικές (Ιουδαίοι, Ρωμαίοι) και σταυρώνεται για αντικαθεστωτική δράση

ü      Οι μάρτυρες που αμφισβητούν την εξουσία του Ρωμαίου Αυτοκράτορα και παραδίνουν τη σκυτάλη του αγώνα στους νεομάρτυρες, αλλά και οι μοναχοί που ως χαρισματικές προσωπικότητες διαρρηγνύουν την επισκοπική εξουσία / διαδοχή.

«Η εκκλησία οφείλει να κατανοήσει τον εαυτό της με δυναμισμό σαν εθελοντική πρωτοπορία (Avantgarde) της βασιλείας τον Θεού, η θεολογία πρέπει να καταστεί θεολογία της κοινωνικής μεταβολής και η χριστιανική πίστη να αναπτύξει δυνάμεις ενός πολιτισμικού εξορκισμού» (Moltman, 2008 :36).

Πιστεύω  σε μια πρωτοπόρα εκκλησία που αποδέχεται τη διαφορετικότητα των χαρισμάτων: «4 Υπάρχουν, βέβαια, διάφορα χαρίσματα αλλά το Πνεύμα είναι ένα και το αυτό. Ρωμ. 12:6; 1Πέτ. 4:10; 5 Υπάρχουν επίσης διαφορετικοί τομείς να υπηρετήσει κανείς, αλλά ο Κύριος είναι ο ίδιος. 6 Υπάρχουν και διάφοροι τρόποι δράσεων, αλλά είναι ο ίδιος Θεός, που παρέχει τη δύναμη σε όλους για το καθετί. 7 Στον καθένα, λοιπόν, παρέχεται η φανέρωση του Πνεύματος για το συμφέρον του έργου. 8 Έτσι, στον έναν δίνεται μέσω του Πνεύματος το χάρισμα να μιλά με σοφία. Σε άλλον το χάρισμα να μιλά με γνώση σύμφωνα με το ίδιο Πνεύμα. 9 Σε άλλον το χάρισμα της πίστης από το ίδιο Πνεύμα. Σε άλλον χαρίσματα θεραπειών από το ίδιο Πνεύμα. 10 Σε άλλον το χάρισμα της πραγματοποίησης θαυμάτων, σε άλλον το χάρισμα της μεταβίβασης θείων μηνυμάτων, σε άλλον το χάρισμα να ξεχωρίζει τα πνεύματα. Σε έναν άλλο το χάρισμα να μιλά διάφορα είδη γλωσσών, σε άλλον, πάλι, το χάρισμα να μεταφράζει γλώσσες. 11 Κι όλα αυτά τα πραγματοποιεί το ένα και το αυτό Πνεύμα, που κατανέμει ατομικά στον καθένα, όπως θέλει. Ρωμ. 12:3; Ρωμ. 12:6; Εφεσ. 4:7; 1Κορ. 7:7; 2Κορ. 10:13;

2 Για παράδειγμα, όπως ακριβώς το σώμα είναι ένα, όμως έχει μέλη πολλά, και όλα τα μέλη του σώματος, ενώ είναι πολλά, αποτελούν ένα σώμα, έτσι κι ο Χριστός. Ρωμ. 12:4-5; Εφεσ. 4:16; 13 Κι αυτό, επειδή όλοι εμείς – είτε Ιουδαίοι είμαστε είτε Έλληνες είτε δούλοι είτε ελεύθεροι – βαφτιστήκαμε μ' ένα Πνεύμα σ' ένα σώμα, και όλοι σε ένα Πνεύμα ποτιστήκαμε. Γαλ. 3:28; 14 Οπωσδήποτε όμως, το σώμα δεν αποτελείται από ένα μέλος, αλλά από πολλά. 15 Αν έλεγε το πόδι: «Αφού δεν είμαι χέρι, δεν ανήκω στο σώμα», θα σήμαινε τάχα με τούτο πως δεν ανήκει στο σώμα; 16 Κι αν έλεγε το αυτί: «Αφού δεν είμαι μάτι, δεν ανήκω στο σώμα», θα σήμαινε τάχα με τούτο πως δεν ανήκει στο σώμα; 17 Αν όλο το σώμα αποτελούνταν από ένα μάτι, πώς θα ακούγαμε; Αν όλο το σώμα ήταν αυτί πώς θα οσφραινόμασταν; 18 Μα το γεγονός είναι πως ο Θεός τοποθέτησε στο σώμα το κάθε μέλος όπως ο ίδιος θέλησε. 19 Κι αν όλα ήταν ένα μέλος, πώς θα υπήρχε σώμα; 20 Μα το γεγονός είναι πως πράγματι υπάρχουν πολλά μέλη αλλά ένα σώμα. 21 Επομένως, δεν μπορεί το μάτι να πει στο χέρι: «Δε σ' έχω ανάγκη»! Ούτε το κεφάλι να πει στα πόδια: «Δεν σας έχω ανάγκη»! 22 Απεναντίας, τα μέλη του σώματος που θεωρούνται σαν τα πιο ασήμαντα, αυτά είναι που χρειάζονται περισσότερο. 23 Και εκείνα τα μέλη του σώματος που τα θεωρούμε σαν τα πιο αξιοπεριφρόνητα, τα περιβάλλουμε με μεγαλύτερη φροντίδα. Και τα μη παρουσιάσιμα μέλη μας, χρειάζεται να τα φροντίζουμε με περισσότερη λεπτότητα, ενώ τα παρουσιάσιμα μέλη μας δεν έχουν ανάγκη. 24 Ο Θεός, λοιπόν, συγκρότησε το σώμα με συγκερασμό δίνοντας μεγαλύτερη σπουδαιότητα σ' εκείνα που μειονεκτούνε, 25 έτσι που να μην υπάρξει διάσπαση στο σώμα, αλλά να δείχνουν τα μέλη την ίδια φροντίδα το ένα για το άλλο. 26 Έτσι, είτε πάσχει ένα μέλος, συμπάσχουν μαζί του όλα τα μέλη· είτε τιμάται ένα μέλος, χαίρονται μαζί του όλα τα μέλη.

27 Εσείς, λοιπόν, είστε το σώμα του Χριστού και ο καθένας σας κάποιο ξεχωριστό μέλος του σώματος. Ρωμ. 12:5; Εφεσ. 1:23; Εφεσ. 4:12; Εφεσ. 5:23; Κολ. 1:24; 28 Έτσι, αυτούς που αποτελούν το σώμα του Χριστού, ο Θεός τοποθέτησε στην εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτες, τρίτον δασκάλους, έπειτα έρχονται τα θαύματα, κατόπιν ακολουθούν τα χαρίσματα θεραπειών, οι εκδηλώσεις συμπαραστάσεως, τα διοικητικά καθήκοντα, οι ομιλίες διαφόρων γλωσσών. Εφεσ. 4:11; Εφεσ. 2:20; 29 Μήπως είναι όλοι απόστολοι; Μήπως είναι όλοι προφήτες; Μήπως είναι όλοι δάσκαλοι; Μήπως πραγματοποιούν όλοι θαύματα; 30 Μήπως έχουν όλοι χαρίσματα θεραπειών; Μήπως μιλούν όλοι γλώσσες; Μήπως μεταφράζουν όλοι; 31 Επιδιώκετε, λοιπόν, με ζήλο τα καλύτερα χαρίσματα. Επιπρόσθετα, μάλιστα, σας δείχνω κι έναν ασύγκριτα καλύτερο τρόπο ζωής:»…

Κι αν πιστεύω σε μια εκκλησία της πρωτοπορίας προς τη Βασιλεία του Θεού που σέβεται την πολυπλοκότητα των κοινωνικών ιστών και τις χρησιμοποιεί εργαλειακά, τότε θα πρέπει να επιζητώ από τη θεολογία να περιγράψει την κοινωνική μεταβολή και ρευστότητα  του αιώνα τούτου. Και σήμερα χαρακτηρίζουν τον κόσμο μας δυο έννοιες: μετανεωτερικότητα και παγκοσμιοποίηση.

Ο Anderson (1995) προσδιορίζει τον μεταμοντερνισμό ως μία από τις τέσσερις κοσμικές αντιλήψεις:  την μεταμοντέρνα-ειρωνική, η οποία θεωρεί την αλήθεια ως κοινωνικό κατασκεύασμα,  την επιστημονική-ορθολογική, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια μπορεί να βρεθεί κατόπιν μεθοδικής αναζήτησης,  την κοινωνική-παραδοσιακή, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια αποτελεί την κληρονομιά του αμερικανικού και εν γένει δυτικού πολιτισμού και  την νεορομαντική, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια βρίσκεται είτε στην απόκτηση αρμονίας με την φύση, είτε στην πνευματική αναζήτηση του εσωτερικού εαυτού.

Ο όρος «Μεταμοντερνισμός» αναφέρεται σε απόψεις ή κινήματα. Το επίθετο «μεταμοντέρνος», λοιπόν, αναφέρεται στο αντίστοιχο κίνημα, ενώ το «μετανεωτερικός» αναφέρεται στην περίοδο χρόνου που ξεκινά κατά πολλούς τη δεκαετία 1950- 1960 και αποτελεί σύγχρονη ιστορία, αλλά κατ’ άλλους δεν είναι παρά το τελευταίο στάδιο της νεωτερικότητας.

Το φαινόμενο που συμβατικά αποκαλείται μετανεωτερικότητα (postmodernity) είναι αμφίσημο και πολυσύνθετο και για το λόγο αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να οριστεί θετικά. Πρόκειται περισσότερο για μια εκτεταμένη συζήτηση σχετικά με τα ελλείμματα, τις διαψεύσεις και τις αποτυχίες του σύγχρονου πολιτισμού, η οποία ελάχιστα φιλοδοξεί να εισηγηθεί μια συμπαγή ερμηνεία της πραγματικότητας με αξιώσεις καθολικής ισχύος. Καθολικής ισχύος νοήματα εξάλλου είναι δύσκολο να αναζητηθούν ή να εφαρμοστούν στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον (Bauman, 2002).

Αν, τώρα, θέλαμε να προσδιορίσουμε «ιδεοτυπικά» το περιεχόμενο της «παγκοσμιοποίησης» θα την ορίζαμε ως την ιστορική στιγμή κατά την οποία επικρατεί η ελεύθερη και απρόσκοπτη διακίνηση ανθρώπων, ιδεών και αγαθών σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι δεν υφίστανται πλέον οι τεχνικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί , θεσμικοί και πολιτισμικοί περιορισμοί που εμπόδιζαν τη μέχρι σήμερα επικράτηση των εθνικών και γεωγραφικών οντοτήτων, οι οποίες δομήθηκαν από την αναγέννηση και μέχρι πρόσφατα και αποκρυσταλλώθηκαν στο έθνος-κράτος. Κύριο εργαλείο στην οικονομική, πολιτισμική και θεσμική παγκοσμιοποίηση είναι η εικόνα / το Διαδίκτυο.

Ενώ η θεολογία όπως την ξέρουμε λειτουργεί ως οπισθέλκουσα δυναμική και αδράνεια καλείται σήμερα να καταγράψει τις δυο παραπάνω έννοιες και να καταδείξει σύγχρονους τρόπους πορείας προς την θρησκευτική γνώση. Ο συγκερασμός της παγκοσμιότητας και των τοπικών ιδιαιτεροτήτων (glocal) είναι επιβεβλημένος και η θρησκευτική γνώση και άρα και αγωγή πρέπει να εστιάσει σε αυτή την προοπτική.

Η θρησκευτική αγωγή στο «Νέο Λύκειο» έχει αυτή ακριβώς την ευκαιρία: να φέρει το μαθητή, που ήδη από την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαιδευτική διαδικασία έχει τη γνώση της θρησκευτικής του παράδοσης, σε επαφή, διάλογο, σύγκριση αρχικά με έναν μεγαλύτερο κύκλο: αυτόν της Ευρώπης.

Στην Α΄ λυκείου λοιπόν είναι μια καλή ευκαιρία να ανοιχτεί στη γειτονιά που λέγεται  Ευρωπαϊκή  Ένωση και να γνωρίσει κι άλλες εκφράσεις της ορθοδοξίας πέραν της ελλαδικής σε πρώτο επίπεδο. Σε δεύτερο επίπεδο να γνωρίσει τις εκφάνσεις του Χριστιανισμού: τον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό. Σημειωτέον: στα υπάρχοντα ΑΠ σε όλο το λύκειο μόνο μια διδακτική ενότητα υπάρχει για να μάθει/συγκρίνει ο μαθητής το πολιτισμικό θρησκευτικό υπόβαθρο των συμμαθητών του άλλων ευρωπαϊκών χωρών με τις οποίες ήδη πραγματοποιούνται ανταλλαγές μαθητών .

Στη Β΄ λυκείου ο κύκλος θα πρέπει να ανοίξει προς το παγκόσμιο θρησκευτικό γίγνεσθαι. Η ως τώρα σύντομη και εγκυκλοπαιδική αναφορά στα πέντε μεγάλα θρησκεύματα μόνο  γνώση  προσφέρει. Τα  σύγχρονα ΑΠ πρέπει να στοχεύουν σε: γνώσεις – δεξιότητες (καλύτερα ικανότητες για να μην αποκλείουμε και τους αριστερόχειρες) – στάσεις. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη κριτικής σκέψης είναι μια ικανότητα – στόχος του σύγχρονου σχολείου,. Στο υπάρχον όμως σχολικό εγχειρίδιο αυτό επιδιώκεται μόνο στη σύγκριση της Γιόγκα και της ησυχαστικής προσευχής αλλά κι εδώ  τα συμπεράσματα δίνονται από τους συγγραφείς στερώντας τους μαθητές από την αυτενέργεια. Όσον αφορά στις στάσεις, οι προκατασκευασμένες ερωτήσεις επεξεργασίας του υπάρχοντος εγχειριδίου πόρρω απέχουν από την αλληλεπίδραση που βιώνουν σήμερα οι μαθητές στα πολυπολιτισμικά εκπαιδευτικά περιβάλλοντα  και στις ρευστές, πολλαπλές ταυτότητες της κοινωνικής ροηκότητας. Χρήσιμη επίσης θεωρούμε και την παρουσίαση της Αμερικάνικης θρησκευτικότητας, σύγχρονης  αλλά και πριν την εποίκηση της όπως επίσης  και της θεολογίας της απελευθέρωσης ως παράδειγμα σύγχρονης εφαρμογής του κοινωνικού μηνύματος του χριστιανισμού, αλλά και άλλων τάσεων όπως η φεμινιστική, η μαύρη και η επιστημονική θεολογία.

Εάν θέλουμε μαθητές που να είναι δρώντα υποκείμενα, η Χριστιανική Ηθική της Γ΄ λυκείου θα πρέπει να μετατραπεί σε Θρησκευτική Ηθική. Σε αυτή την περίπτωση οι μαθητές θα πρέπει να συγκρίνουν, με τις ως τώρα θρησκευτικές του γνώσεις,  τις ηθικές των θρησκευόμενων,  ώστε οι στάσεις  τους να γίνουν πιο εύπλαστες και ευέλικτες  για να εξασφαλίσουμε τη συνύπαρξη. Εάν στις δυο προηγούμενες τάξεις παρουσιάζονται οι θρησκείες με το φαινομενολογικό και ίσως το συγκριτικό μοντέλο, στη Γ΄ λυκείου νομίζω ταιριάζει το συγκειμενικό ή της συνάφειας. Οι  ψυχο – παιδαγωγικές και θρησκειο – κοινωνικές προσλαμβάνουσες των μαθητών θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο σχεδιασμό των ΑΠ και νομίζω ο χαρακτήρας του μαθήματος αλλά και των μαθητών απαιτών πιο ευέλικτα και ανοικτά ΑΠ ειδικά στη Γ΄Λυκείου που αυτό θα εκφραζότανε κι από την πολλαπλότητα των σχολικών εγχειριδίων ή και την ανυπαρξία τους και  μόνο καθορισμένους γενικούς στόχους.

Τη ροηκότητα των παγκόσμιων κοσμικών δυνάμεων οφείλουμε να αντιληφθούμε και να τη χρησιμοποιήσουμε στη σύγχρονη εκπαίδευση και στην χριστιανική αγωγή ειδικά, αποφεύγοντας τάσεις αρνησικοσμίας που μας καθιστούν συντηρητικούς ή και οπισθοδρομικούς. Το νέο σχολείο ίσως αποτελεί την ευκαιρία που πρέπει να αρπάξουμε για να καταστήσουμε τη χριστιανική πίστη ως παράγοντα καταλλαγής  και αποδοχής της διαφορετικότητας. Η παγκόσμια συνύπαρξη προϋποθέτει την αγάπη του «άλλου».

 

* Ο Γιώργος Καπετανάκης είναι «πάροικος, παρεπίδημος, άπατρις πρόσφυγας, τρίτης γενιάς. Education and Religion.»:  http://e-lithi.blogspot.com/ 

 

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 30 Δεκεμβρίου 2010, http://e-lithi.blogspot.com/2010/12/blog-post_30.html

Προς τα thriskeftika.blogspot.com και ….

Ανοικτή επιστολή προς τα thriskeftika.blogspot.com

και τους ποικιλώνυμους επισκέπτες και αναγνώστες του


 Του  Γεωργίου Παπαδόπουλου*

 

 

Πρόθεση της παρούσας δημοσίευσης δεν είναι να ανατρέψει τις παγιωμένες πεποιθήσεις του διαχειριστή του blog, για πρόσωπα και κινήσεις του θεολογικού κόσμου αλλά κυρίως να «υποδείξει» το άτοπο και μειωτικό και για τη δική του νοημοσύνη, της εσκεμμένης διαστροφής κειμένων, τα οποία άλλωστε δεν χρήζουν του δικού του «μονότροπου» σχολιασμού, αφού είναι εκτεθειμένα σε κοινή θέα και δημόσια ανάγνωση, από ανθρώπους που διαθέτουν και νου και κρίση. Τουλάχιστον έτσι νομίζουμε….

Επομένως δύσκολα κανείς αντιλαμβάνεται το πώς σχολιάζει την πρόθεση του Π.Ι να συνεργαστεί με τις θεολογικές ενώσεις, όταν ισχυρίζεται ότι « ο Καιρός εξασφάλισε τη δέσμευση του προέδρου του Π.Ι να συνεχίσει τις συναντήσεις μαζί του», ενώ είναι πέραν πάσης αμφιβολίας γεγονός, ότι το αντίθετο ακριβώς συνέβη. Δηλαδή ο πρόεδρος του Π.Ι αυτοβούλως στον πρόλογό του δεσμεύτηκε να συνεχίσει τις επαφές του με τις θεολογικές ενώσεις (εννοείται και την ΠΕΘ) και κατά την διάρκεια των εργασιών της επιτροπής για τα νέα ΠΣ Δημοτικού και Γυμνασίου.

Ένα άλλο παράδειγμα, παρόμοιο με το προηγούμενο, που έχει σχέση με την ανάγνωση των κειμένων που επικριτικά σχολιάζει αλλά και με τις «πληροφορίες» με τις οποίες επιχειρεί την ενημέρωση των αναγνωστών της ιστοσελίδας του. Παραπέμποντας στο δελτίο τύπου του «ΚΑΙΡΟΥ» υποστηρίζει στην κριτική του ότι το κείμενο ομιλεί για «κατηχητικές προτροπές» ενώ πραγματικά λέει για «κατηχητικές πρακτικές». Δεν πρόκειται ασφαλώς για κολοσσιαίο λάθος, απλά αξίζει να επισημανθεί, ότι από την βιασύνη του να γράψει με πάθος εναντίον οιουδήποτε δεν συμφωνεί με τις απόψεις του, δεν έχει την στοιχειώδη υπομονή να διαβάσει προσεκτικά και να αναπαραγάγει τουλάχιστον σωστά το κείμενο που σχολιάζει.

Όταν αναφέρεται στο Π.Ι μιλά συνήθως απαξιωτικά για «τους θεολόγους του Π.Ι». Γνωρίζεις πόσοι και ποιοι είναι; Εννοεί προφανώς ότι πρόκειται για κάποια ομάδα. Εκτός από τον σύμβουλο Σταύρο Γιαγκάζογλου, ποιους άλλους γνωρίζει; Για να μη μείνη αναπανάντητο το ερώτημα και θεωρηθεί ρητορικό, τον πληροφορούμε ότι στο γραφείο των θεολόγων του Π.Ι , σήμερα (2010) υπηρετεί εκτός από τον προαναφερθέντα σύμβουλο και ένας καθηγητής θεολόγος, ως αποσπασμένος εκπαιδευτικός από τη Β/θμια εκπαίδευση (με 25ετή υπηρεσία). Αντιλαμβάνεται άραγε ο επιτιθέμενος ανοικείως προς τους «θεολόγους του Π.Ι», ότι ο συγκεκριμένος συνάδελφος ως εκ της θέσεώς του και των συγκεκριμένων του αρμοδιοτήτων, ούτε αποφάσεις μπορεί να επηρεάσει, ούτε συμμετέχει στη λήψη τους, ούτε υπογράφει υπηρεσιακά έγγραφα, ούτε καθορίζει θέματα, ούτε χαράσσει εκπαιδευτική πολιτική. Άρα προς τι το επαναλαμβανόμενο πυροτέχνημα, «οι θεολόγοι του Π.Ι» κάνουν αυτό ή το άλλο; Αντιλαμβάνεται άραγε ο κρίνων εφόσον και αυτός υπηρετεί στη β/θμια εκπαίδευση τη δύσκολη θέση στην οποία έρχεται πολλές φορές, ο ανωτέρω υπηρετών με απόσπαση στο Π.Ι, όταν βλέπει με κακόβουλο τρόπο να αναμιγνύεται, στις διάφορες καταγγελίες για το ποιόν, το ήθος, τη δράση και τις μεθοδεύσεις των θεολόγων του Π.Ι.; Τι είδους ήθος κομίζει ο καταγγέλλων αδιακρίτως πρόσωπα, εν πολλοίς άγνωστα σ’ αυτόν, καταφερόμενος εναντίον τους με μειωτικούς χαρακτηρισμούς, συκοφαντικές για τον πραγματικό τους ρόλο διαδόσεις; Πόθεν αντλεί τη βεβαιότητα ότι παρόμοιες δυσφημιστικές επιθέσεις θα μείνουν αναπάντητες με τη χρήση όλων των νομίμων μέσων, που έχουν στη διάθεσή τους οι υβριζόμενοι;

Αλλά ας έρθουμε λίγο και επί της ουσίας. Νομίζω γνωρίζει πολύ καλά ο καταγγέλλων, ότι οι χρησιμοποιούμενοι από διαφόρους, χαρακτηρισμοί του Μαθήματος των Θρησκευτικών, όσον αφορά στον χαρακτήρα του και την φυσιογνωμία του είναι αδόκιμοι και το λιγότερο άστοχοι, ενίοτε δε και παραπλανητικοί. Κανένα επίσημο νομικής φύσης κείμενο δεν ορίζει το μάθημα ως «ομολογιακό» ή ως «θρησκειολογικό» ή ως «πολιτιστικό», ή ως «κατηχητικό» κλπ. Όλοι οι χαρακτηρισμοί-ετικέτες αποτελούν προϊόν της σκέψης διαφόρων «σχολών» που προσπαθούν να ανακαλύψουν το ιδανικό περιεχόμενο του μαθήματος ή να προσδιορίσουν τους σκοπούς της διδασκαλίας του. Επειδή υποστηρίζει «φανατικά» την θέση της ΠΕΘ για το «ομολογιακό-κατηχητικό» χαρακτήρα του μαθήματος, θέλουμε να τον ρωτήσουμε, αν έχει διαβάσει το περιεχόμενο της επιστολής-υπομνήματος που απεστάλη από την ΠΕΘ στην Υπουργό Παιδείας το καλοκαίρι που μας πέρασε, όπου διαλαμβάνονται εκτενώς τα περί του χαρακτήρος, φυσιογνωμίας και περιεχομένου του μαθήματος. Στο κείμενο αυτό, που είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα της δηλώνεται σαφώς ότι «το μάθημα των Θρησκευτικών δεν υποκαθιστά την εκκλησιαστική κατήχηση», ούτε είναι «ομολογιακό» όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Ομοίως όλως αυθαιρέτως συνάγει το συμπέρασμα ότι η πρόθεση του ΚΑΙΡΟΥ να εισηγηθεί τη διδασκαλία εντός του μαθήματος των Θρησκευτικών και άλλων χριστιανικών ομολογιών, συνιστά έγκλημα αφού κατ’ αυτόν αναδεικνύονται οι αιρέσεις και οι κακοδοξίες. Και τούτο επειδή προφανώς ο ίδιος θα ήθελε να γίνεται μεν αυτό αλλά με τους δικούς του όρους. Με ύβρεις δηλαδή και κατάρες κατά των αλλοδόξων. Γι’ αυτό λοιδορεί την «ανεκτικότητα» και τον «σεβασμό της ετερότητος». Δεν καταλαβαίνει ότι όλοι αυτοί που τόσο τους υποτιμά, στο σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον, δεν θα ανεχθούν παραποίηση ή προσβολή των «πιστεύω» τους, ούτε θα υπομείνουν ύβρεις και δυσφημιστικές επιθέσεις; Δεν καταλαβαίνει ότι το σχολείο πρέπει να παραμείνει μακράν τέτοιων πρακτικών;

Είναι παρήγορο παρόλα αυτά το γεγονός και αποτελεί ασφαλώς πρόοδο για τον διαχειριστή του blog όταν διαπιστώνει ότι η ασήμαντη ομάδα των 44 «αντιφρονούντων» θεολόγων μετεβλήθη σε μια «μικρή μειονότητα» (ΣΗΜ: Ο ΚΑΙΡΟΣ διαθέτει αυτή τη στιγμή 422 συναδέλφους όλων των βαθμίδων, εκ των οποίων το 80% είναι εκπαιδευτικοί της τάξης). Άραγε ο «αναμεταδότης» της ΠΕΘ έχει πληροφόρηση για τον ακριβή αριθμό των ενεργών (δηλαδή οικονομικά τακτοποιημένων) μελών της και γνωρίζει πόσοι από αυτούς είναι ενεργοί εκπαιδευτικοί; Η ΠΕΘ ισχυρίζεται ότι διαθέτει άνω των 3000 μελών. Είναι όμως αυτό ακριβές; Στη Γενική Συνέλευση του 2009 μετά γενόμενη κριτική από παριστάμενα μέλη για την πτώση των εσόδων, δηλώθηκε επίσημα από τον ταμία, ότι μόνο 1200 μέλη ήταν οικονομικά τακτοποιημένα.

Ελπίζουμε να αντιληφθεί ο καταγγέλλων και ασυστόλως κατακρίνων συνάδελφος, τους πάντες και τα πάντα, αιρόμενος υπεράνω όλων ως έχων το αλάθητο, επειδή δεν στερείται της κοινής τουλάχιστον ευφυΐας, ότι η σιωπή πολλών, που κατηγορεί χωρίς να τους γνωρίζει, που συκοφαντεί χωρίς να ελέγχει τις πληροφορίες του, που μειώνει χωρίς να ενδιαφέρεται για το ήθος που συγκροτεί απέναντι ακόμη και στους μαθητές του, δεν συνιστά αδυναμία απάντησης ή απεμπόληση του δικαιώματος άμυνας, αλλά μόνο συνειδητή επιλογή, για τη διατήρηση χαμηλών τόνων σε μια ιδεολογική αντιπαράθεση, η οποία όταν στερείται κανόνων διεξαγωγής, προσβάλλει τουλάχιστον την ίδια τη δημοκρατία, αφού μόνο χάρη σ’ αυτήν διεξάγεται ελεύθερα και δι’ όλων των μέσων.

 

* Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος  είναι Θεολόγος- Φιλόλογος.

 

ΠΗΓΗ: Τρίτη, 14 Δεκεμβρίου 2010, http://e-theologia.blogspot.com/2010/12/thriskeftikablogspot.html

Τα θρησκευτικά σύμβολα στην εκπαίδευση II

Τα θρησκευτικά σύμβολα στην εκπαίδευση

 

Του Σταύρου Γιαγκάζογλου*


                                                                                                                                                                                   

Η πρόσφατη διαμάχη Ευρωπαϊκού δικαστηρίου και Ιταλίας

             Σχεδόν δύο δεκαετίες από την υπόθεση των «Εσταυρωμένων» στη Βαυαρία, γνωστή και ως υπόθεση Seler[i], η οποία απασχόλησε για αρκετό διάστημα την κοινή γνώμη στη Γερμανία, μία παρόμοια υπόθεση ξεπέρασε τα νομικά όρια του ιταλικού κράτους και έφθασε στο  Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου. Πρόσφατα, τον Νοέμβριο του 2009 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την Ιταλία για την παρουσία του σταυρού ως θρησκευτικού συμβόλου στις σχολικές αίθουσες.


[i] Βλ. σχετικά Χλέπα Ν.-Κ. – Δημητρόπουλου Π., Ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας στο χώρο της εκπαίδευσης, πρόλογος  Γ. Σωτηρέλη, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1997.

Το γεγονός αυτό κρίθηκε ότι στρέφεται ενάντια στο δικαίωμα των γονέων να ανατρέφουν και να διαπαιδαγωγούν τα τέκνα τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους αλλά και ενάντια στο αναφαίρετο δικαίωμα των παιδιών στην ελευθερία θρησκεύματος. Η ενάγουσα ήταν η Σόλιε Λάουτσι, μια Ιταλίδα φιλανδικής καταγωγής που μένει στο Abano Terme κοντά στην Πάδοβα. Τα παιδιά της, ηλικίας 11 και 13 ετών αντίστοιχα, πήγαιναν τη σχολική χρονιά 2001-2002 στο δημόσιο σχολείο του Abano Terme, σε όλες τις τάξεις του οποίου υπήρχε κρεμασμένος σταυρός. Η Λάουτσι έκρινε ότι η ύπαρξη σταυρού ήταν αντίθετη με το λαϊκό χαρακτήρα του κράτους και του σχολείου. Επικαλέστηκε μάλιστα και μία δικαστική απόφαση που είχε κρίνει την ύπαρξη του σταυρού στα εκλογικά κέντρα ως αντίθετη προς το λαϊκό χαρακτήρα του κράτους. Στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η παρουσία του σταυρού στις τάξεις είναι λογική, καθώς ο σταυρός δεν είναι μόνο θρησκευτικό σύμβολο, αλλά επίσης, ως «σημαία» της μοναδικής Εκκλησίας που αναφέρεται στο ιταλικό Σύνταγμα, αποτελεί σύμβολο του ίδιου του ιταλικού κράτους και της ιστορικής και πολιτισμικής του ταυτότητας. Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι δικαστές στο Στρασβούργο έκριναν ότι ο σταυρός μπορεί εύκολα να ερμηνευθεί από τους μαθητές όλων των ηλικιών ως θρησκευτικό σύμβολο, δηλαδή ως σύμβολο που μπορεί να ενοχλήσει μαθητές άλλων θρησκευμάτων ή άθεους. Επιδίκασε μάλιστα εις βάρος του ιταλικού κράτους το ποσό των 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη στην ενάγουσα.

Η αρμόδια Ιταλίδα υπουργός Παιδείας Mariastella Gelmini καταφέρθηκε άμεσα εναντίον της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Χαρακτηρίζοντας την απόφαση αυτή ως «ιδεολογική» η Ιταλίδα υπουργός επεσήμανε ότι «η ύπαρξη σταυρού στις σχολικές αίθουσες δεν σημαίνει προσκόλληση στον καθολικισμό, αλλά συνιστά ένα σύμβολο της παράδοσής μας… Η ιστορία της Ιταλίας εκφράζεται και μέσα από σύμβολα. Με το να τα καταργούμε, καταργούμε ένα μέρος του εαυτού μας. Στην χώρα μας κανείς δεν θέλει να επιβάλει την καθολική θρησκεία. Κανείς, και πολύ λιγότερο ένα ευρωπαϊκό, ιδεολογικό δικαστήριο δεν θα καταφέρει να καταργήσει την ταυτότητά μας. Το Σύνταγμά μας, άλλωστε, αναγνωρίζει, και δίκαια, μία ιδιαίτερη αξία στην καθολική θρησκεία»[1].

Συνάμα, όλα τα κόμματα του ιταλικού Κοινοβουλίου, οι πολιτικοί αρχηγοί και η πλειοψηφία των πολιτών της Ιταλίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αντέδρασαν στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, θεωρώντας ότι η παρουσία του Εσταυρωμένου στις σχολικές τάξεις υποδηλώνει τις ρίζες του ιταλικού πολιτισμού. Η ιταλική Κυβέρνηση κατέθεσε έφεση κατά της συγκεκριμένης απόφασης στη μείζονα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και αρνείται να την εφαρμόσει γιατί εκλαμβάνει ως υποχρέωσή της να προστατεύσει την ιταλική πολιτιστική και εθνική ταυτότητα. Μάλιστα, χρησιμοποίησε το σκεπτικό της απόφασης του Ιταλικού Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τον Φεβρουάριο του 2006, σύμφωνα με το οποίο ο Εσταυρωμένος συμβολικά ενσαρκώνει τις αξίες, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και του δικαίου της Ιταλίας. Στη γειτονική χώρα αλλά και σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη μια σοβαρή συζήτηση για το ζήτημα αυτό. Είναι εντυπωσιακό ότι στην Ιταλία σε δημοσκόπηση που έγινε στις 8-11-2009, το 84% της κοινής γνώμης τάχθηκε κατά της αποκαθήλωσης του Εσταυρωμένου, γεγονός που δείχνει μια εθνική σχεδόν συσπείρωση. Πράγματι, στην Ιταλία αρκετοί διανοούμενοι ακόμη και μέλη της Ιταλικής Αριστεράς θεωρούν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα κατά βάση εδράζονται και σε χριστιανικές αρχές. Η διάσημη μεταπολεμική συγγραφέας Νατάλια Γκίζμπουργκ (1916-1991), εβραϊκής καταγωγής, είχε δηλώσει στην εφημερίδα «Unità» το 1988 ότι «ο Εσταυρωμένος δεν προκαλεί κανενός είδους θρησκευτική διάκριση, αποτελώντας την εικόνα της χριστιανικής επανάστασης, η οποία διέδωσε στην ανθρωπότητα την απούσα μέχρι τότε ιδέα της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων… Ο Εσταυρωμένος αντιπροσωπεύει ολόκληρο τον κόσμο, γιατί προ Χριστού κανείς δεν είχε πει ποτέ ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και όλοι είναι αδέλφια, πτωχοί και πλούσιοι, πιστοί και μη πιστοί, Ιουδαίοι και μη Ιουδαίοι, μαύροι και λευκοί»[2].  

Ακολούθως, ξεκίνησε μία αλυσίδα δηλώσεων και παρεμβάσεων από ακαδημαϊκούς, πολιτικούς και εκκλησιαστικούς φορείς, δημοσιογραφικά κείμενα, αλλά και πολλαπλές και ποικίλες αναφορές και συζητήσεις στα ιστολόγια του διαδικτύου σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Από τα πολλά δημοσιεύματα ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν εκείνα τα οποία κάνουν λόγο για τις χριστιανικές ρίζες του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και βλέπουν κριτικά την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[3]. Σε συνέδριο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στη Βενετία με θέμα «Ευρωπαϊκή ταυτότητα και κοινές αξίες», όπου συμμετείχαν περί τους 100 συνέδρους, κυρίως Ευρωβουλευτές από όλα τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. αλλά και εκπρόσωποι Ευρωπαϊκών Εκκλησιών, έγινε λόγος ότι «παρά το κοσμικό πνεύμα που διέπει σήμερα τις δια-Κρατικές σχέσεις στην Ευρώπη, και παρά τις τυχόν επιφυλάξεις του κόσμου για όσα «τεκταίνονται» στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο, ερήμην των πολιτών, υπάρχουν και φωνές που συνηγορούν υπέρ της επανόδου των Ευρωπαίων πολιτικών στις «πηγές». Τουτέστι, στις χριστιανικές εκείνες αξίες που είχαν προβάλλει προ πεντηκονταετίας και πλέον ως θεμέλιο του νέου ευρωπαϊκού οικοδομήματος, οι συνειδητά χριστιανοί πρωτοπόροι της Ε.Ε., Robert Schuman, Konrad Adenauer και Jean Monet»[4]. Στο ίδιο συνέδριο ο Ιταλός Ευρωβουλευτής Mario Mauro παρατήρησε ότι «υπάρχει πλέον ιδεολογική αντιμετώπιση της θρησκείας», εκφράζοντας συνάμα και τον φόβο ότι «αν καταργηθεί ο Σταυρός από τους δημόσιους χώρους, το επόμενο βήμα θα είναι η κατάργησή του από τις ευρωπαϊκές σημαίες». Ο καθηγητής Friedrich Βokern, επεσήμανε ότι η λέξη Θεός έγινε πλέον «ταμπού» στην πολιτική και τόνισε με έμφαση ότι στην Ευρώπη και σ’ ολόκληρη την υφήλιο γενικά, δεν έχουμε «σύγκρουση πολιτισμών», καθώς είχε προβλέψει περί το τέλος της δεύτερης μετά Χριστόν χιλιετίας ο Samuel Huntigton, αλλά «σύγκρουση μεταξύ πιστών και απίστων». Ο Martin Kugler, αναφέρθηκε στις αρνητικές πτυχές τού «λαϊκού κράτους» (état laïc), αλλά και στη διαρκώς αυξανόμενη «χριστιανοφοβία» ανά τον κόσμο και στην περιθωριοποίηση των χριστιανών από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, φέροντας ως παράδειγμα την από πολλών ήδη ετών απαράδεκτη αντιχριστιανική συμπεριφορά του BBC. Τέλος ο Antonio Cancian, ασκώντας κριτική στο ίδιο το πολιτικό του κόμμα, εξέφρασε την γνώμη ότι το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, εγκαταλείποντας πλέον την νέα αυτή τάση της «πολιτικώς ορθής» συμπεριφοράς,  πρέπει να ακολουθεί στο εξής μια επιθετικότερη πολιτική στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προβάλλοντας με θάρρος τις χριστιανικές αξίες ως στέρεα βάση για την δημιουργία μιας ομοιογενούς, κατά το δυνατόν, ευρωπαϊκής κοινωνίας, κυρίως στο πλαίσιο των συζητήσεων όσον αφορά στη διεύρυνση της ΕΕ με την εισδοχή σ’ αυτήν νέων Κρατών μελών.

Μολονότι η υπόθεση της Ιταλίας εκκρεμεί ακόμη ενώπιον της ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και θα κριθεί στο άμεσο μέλλον, θεωρούμε ότι η διαμάχη για τα θρησκευτικά σύμβολα στο δημόσιο χώρο και ιδιαίτερα στην εκπαίδευση επαναφέρει στην ύστερη αυτή φάση της Νεωτερικότητας, για άλλη μία φορά, τη θέση και τον ρόλο του Χριστιανισμού στο σύγχρονο Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Όσο και να απωθήθηκε από τον Διαφωτισμό και εντεύθεν η θρησκευτική πίστη και έκφραση στην λεγόμενη ιδιωτική σφαίρα, ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι παντελώς ανερμήνευτος δίχως την χριστιανική του κληρονομιά. Τις τελευταίες δεκαετίες η αλματώδης αύξηση των μεταναστών στον ευρωπαϊκό χώρο, η ανερχόμενη παρουσία του Ισλάμ και γενικότερα η πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική διαχείριση της θρησκευτικής ετερότητας και πολυμορφίας, επαναφέρουν δι’ άλλης οδού το ζήτημα της θρησκείας στην Ευρώπη. Η επίσημη ευρωπαϊκή άποψη που θεωρεί το θρησκευτικό φαινόμενο ως «πολιτιστικό γεγονός» και τμήμα του ανθρώπινου πολιτισμού με σαφείς επιπτώσεις στη δημόσια ζωή διεθνώς, αλλά και ως μέρος της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ρεαλιστική και νηφάλια προσέγγιση των σχέσεων εκπαίδευσης και θρησκείας στον ευρωπαϊκό χώρο σήμερα. Σαφέστατα, αποτελεί μια καίρια μετατόπιση από την ευρέως διαδεδομένη νεωτερική αντίληψη που έβλεπε τη θρησκεία απλώς ως μία έκφραση της ιδιωτικής σφαίρας των ανθρώπων και όχι ως ένα γεγονός που αφορά το δημόσιο χώρο. Αν η σύγχρονη Ευρώπη είναι μετα-χριστιανική ή απλώς μετα- εκκοσμικευμένη κοινωνία παραμένει ζήτημα ανοικτό. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι αποτελεί μια ελεύθερη πολυθρησκευτική, πλουραλιστική και πολυπολιτισμική κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτό, μια σειρά από προγράμματα, συνέδρια και επίσημα κείμενα φανερώνουν ότι η Ευρώπη ενδιαφέρεται πλέον ανοικτά για την πολυεπίπεδη διαχείριση του θρησκευτικού φαινομένου στο δημόσιο χώρο. Προς την κατεύθυνση αυτή, η Σύσταση 1720/2005 της Κοινοβουλευτικής Συνδιάσκεψης  του Συμβουλίου της Ευρώπης κάνει ευθέως λόγο για την θρησκευτική διάσταση της σύγχρονης διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Η ίδια Σύσταση θεωρεί ότι «στην Ευρώπη υπάρχει ποικιλία καταστάσεων. Γενικά τα συστήματα εκπαίδευσης    και ειδικά τα δημόσια σχολεία στα λεγόμενα κοσμικά κράτη  – αφιερώνουν αρκετούς πόρους για τη διδασκαλία των θρησκειών ή – στις χώρες όπου υπάρχει μια επίσημη θρησκεία και στα εκπαιδευτικά ομολογιακά ιδρύματα – η διδασκαλία εστιάζεται σε μια μόνο θρησκεία. Μερικές χώρες έχουν απαγορεύσει τη μεταφορά και την ανάρτηση θρησκευτικών συμβόλων στα σχολεία»[5].

Τίθεται, όμως, το ερώτημα κατά πόσο είναι δυνατό να αποφαίνεται δεσμευτικά ένα Ευρωπαϊκό δικαστήριο για καίρια ζητήματα που αφορούν την παράδοση, την ιστορία και τον πολιτισμό ενός κράτους-μέλους της Ε.Ε. και μάλιστα, ερήμην της κοινωνίας των πολιτών, ερήμην του συγκεκριμένου κοινωνικού σώματος; Όπως ακριβώς οι συνταγματικοί όροι έτσι και οι διεθνείς κανόνες, οι οποίοι αναφέρονται και προσδιορίζουν θέματα θρησκευτικής ελευθερίας δεν είναι δυνατό ούτε να στοιχειοθετούνται αλλά ούτε και να ερμηνεύονται ερήμην της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτό ισχύει άλλωστε για όλα τα δικαιώματα του ανθρώπου[6]. Εξάλλου, η συγκεκριμένη απόφαση, ακόμη και όταν και όπως κριθεί τελεσιδίκως, κατά πόσο είναι δεσμευτική και για τα άλλα μέλη-κράτη;

Η περίπτωση της Ελλάδας

Ορισμένοι συνταγματολόγοι στην Ελλάδα θεωρούν ότι, όπως κάθε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έτσι και αυτή, είναι απολύτως δεσμευτική και για την Ελλάδα, όπου ως γνωστόν τόσο στις σχολικές αίθουσες αλλά και στα δικαστήρια και γενικότερα στα δημόσια καταστήματα υπάρχουν «εθιμικώ δικαίω» αναρτημένες ορθόδοξες εικόνες, του Χριστού ή της Παναγίας. Αν «οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παράγουν ερμηνευτικό δεδικασμένο για όλες τις χώρες», τότε η Ελλάδα, υποστηρίζεται, θα πρέπει να προχωρήσει από μόνη της σε νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος, πριν της επιβληθούν έξωθεν δικαστικά τετελεσμένα[7]. Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι το ζήτημα δεν τίθεται απλώς εξαιτίας της καταδίκης της Ιταλίας, αλλά από το ίδιο το Ελληνικό Σύνταγμα, «αφού η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης κατοχυρώνεται και στο άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι το κράτος οφείλει κατ’ αρχήν να παραμένει θρησκευτικά ουδέτερο, διότι τότε μόνο μπορεί να γίνεται λόγος για πραγματική θρησκευτική ελευθερία. Διαφορετικά έχουμε απλώς ανεξιθρησκία, δηλαδή ανοχή του πλουραλισμού θρησκευτικών πεποιθήσεων που υφίσταται στην κοινωνία, με παράλληλη όμως προώθηση της κρατικής θρησκευτικής ιδεολογίας»[8]. Μολονότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αναφέρεται στο Σύνταγμα ως η επικρατούσα θρησκεία, μολονότι ο ρόλος της Ορθοδοξίας υπήρξε καίριος στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, μια σχετικοποίηση της θρησκευτικής ελευθερίας, λόγω της παρουσίας των ορθόδοξων συμβόλων στα δημόσια κτίρια και κυρίως στις σχολικές αίθουσες, θα ισοδυναμούσε με αναίρεση της θρησκευτικής ουδετερότητας του ελληνικού κράτους. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε επάνοδο στο πριν το 1927 ισχύον καθεστώς της ανεξιθρησκίας και όχι στο καθεστώς της θρησκευτικής ελευθερίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι και το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι[9] σχολιάζοντας δημοσκόπηση της εταιρείας VPRC[10], σύμφωνα με την οποία 16% των Ελλήνων συμφωνούν με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου – δηλαδή ποσοστό περίπου ίδιο με εκείνο της Ιταλίας – θεωρεί ότι το ποσοστό αυτό αναμφίβολα περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό Ορθοδόξων και καταλήγει ότι σε κάθε περίπτωση τα δικαιώματα της μειοψηφίας θα πρέπει να προστατεύονται. Σε μία τέτοια συλλογιστική, δεν μπορεί να έχει δημόσια έκφραση η πλειοψηφία; Σε περίπτωση της κατ’ έφεση επιβεβαίωσης της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, θα επισείονται πρόστιμα και καταδίκες προς τις χώρες μέλη, ωστόσο, ερήμην της βούλησης και της πολιτισμικής παράδοσης των ευρωπαίων πολιτών; Ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός, δίκην νομικού διευθυντηρίου, μπορεί να λειτουργεί ερήμην των ευρωπαϊκών λαών;

Αντίθετα, άλλοι νομικοί κύκλοι υποστηρίζουν ότι η απόφαση αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν είναι δεσμευτική για τη χώρα μας, επειδή ακριβώς στηρίζεται σε νομοθετικά και πραγματικά δεδομένα. Έτσι, στην Ιταλία υφίσταται πλήρης χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους. Στο ιταλικό κράτος, το οποίο ως απολύτως ουδέτερο και λαϊκό, δεν μπορεί να υφίσταται εκ του νόμου η υποχρέωση να εκτίθεται ο Εσταυρωμένος στις σχολικές αίθουσες. Ωστόσο, μολονότι ισχύει ο χωρισμός Ιταλικού Κράτους και Αγίας Έδρας με το κονκορδάτο του 1984, στο Ιταλικό Σύνταγμα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αναφέρεται ως η μόνη επίσημη θρησκεία.  Παράλληλα, ισχύουν πλήρως οι νομοθετικές ρυθμίσεις του 1924 και 1928 «με την επιβολή της υποχρεώσεως να εκτίθεται ο Εσταυρωμένος στις σχολικές αίθουσες διδασκαλίας», ούτως ώστε, τελικά «το Κράτος προσδίδει στη Ρωμαιοκαθολική θρησκεία μια προνομιακή θέση…»[11]. Το επιχείρημα που εξάγουν οι νομικοί κύκλοι στους οποίους αναφερόμαστε είναι ότι στην Ελλάδα, απλώς δεν υφίσταται χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας και ότι η Ελλάδα δεν είναι «λαϊκό» κράτος, όπως είναι συνταγματικά η Ιταλία. «Επομένως, το δικαστήριο του Στρασβούργου έπρεπε να κρίνει εάν η προβλεπόμενη από κρατικούς κανόνες υποχρεωτική έκθεση του Εσταυρωμένου ήταν αντίθετη με την ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου Σε μας η Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε διανοήθηκε να αυτοανακηρυχθεί σε κρατική εξουσία και να αξιώσει να αναγνωριστεί ως τέτοια με τα εξ αυτού επακόλουθα. Όσο για τις εικόνες, η ύπαρξή τους σε κάθε είδους εσωτερικούς χώρους και γραφεία, δημόσια και ιδιωτικά, δεν επιβλήθηκε από το κράτος. Πρόκειται για έθιμο που έχει δημιουργηθεί εδώ και αιώνες από τον σεβασμό προς τις εικόνες της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων της Ελλάδος»[12]. Τέλος, είδε το φως της δημοσιότητας και η άποψη ότι «το δεδικασμένον μίας δικαστικής αποφάσεως δεσμεύει μόνον τους χρηματίσαντας διαδίκους και κανέναν άλλον βάσει της αρχής “res inter alios judicata nec nocet nec prodest”», συνεπώς τόσο απλά κρίνεται ως μη εφαρμόσιμη παντελώς στην Ελλάδα η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά της Ιταλίας[13].

Πράγματι, στην ελληνική νομοθεσία δεν υφίσταται καμία νομοθετική πρόβλεψη για την υποχρέωση ανάρτησης ή αποκαθήλωσης των ορθοδόξων εικόνων θεωρουμένων ως θρησκευτικών συμβόλων. Ουδέποτε, μάλιστα, συνδέθηκε η παρουσία τους με το σύστημα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας. Πρόκειται κυρίως για ένα έθιμο που διαμορφώθηκε τελείως φυσικά και οργανικά ως έκφραση πολιτισμική και ιστορική με ρίζες στην κυρίαρχη θρησκευτική παράδοση αυτού του τόπου. Εδώ και εκατόν ογδόντα έτη ελεύθερου κρατικού βίου, ουδέποτε απασχόλησε την ελληνική κοινωνία ανάλογος προβληματισμός για το αν πρέπει ή δεν πρέπει να εκτίθενται οι εικόνες στα δημόσια καταστήματα και στις σχολικές αίθουσες. Όπως το Ελληνικό Σύνταγμα κατά παράδοση είχε και έχει ως προμετωπίδα του την επίκληση στην Αγία Τριάδα, το ίδιο φυσική θεωρούνταν και η παρουσία των εικόνων, όπως άλλωστε συμβαίνει και στις ιδιωτικές κατοικίες και στα ιδιωτικά καταστήματα. Στις σχολικές τάξεις όπως ακριβώς θεωρείται φυσικό να εκτίθενται οι προσωπογραφίες των μεγάλων προσωπικοτήτων της ελληνικής ιστορίας, έτσι αναρτώνται και οι ορθόδοξες εικόνες, φανερώνοντας την βαθιά πολιτισμική και ιστορική διάσταση της ορθόδοξης παράδοσης με την ζωή των Ελλήνων. Αλλά τι ακριβώς σημαίνει η περίφημη θρησκευτική ουδετερότητα της πολιτείας ειδικά για την Ελλάδα, όταν το άρθρο 3 περί «επικρατούσης θρησκείας» και το άρθρο 16 § 2  περί «αναπτύξεως της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως» για το σκοπό της παιδείας, συνδυάζονται με το άρθρο 13 παρ. 1 για το απαραβίαστο της θρησκευτικής ελευθερίας; «Η πολύπαθη και αμφιλεγόμενη τέχνη της συνταγματικής ερμηνείας»[14] προσφέρει πολλαπλές εκδοχές.

Εκφράζεται μάλιστα η άποψη ότι «ακόμη και αν επικρατούσε στην Ελλάδα το λεγόμενο λαϊκό (κοσμικό) κράτος, αυτό δεν θα είχε ως συνέπεια την απομάκρυνση των εικόνων, δηλαδή την κατάργηση ενός εθίμου αιώνων»[15]. Και τούτο γιατί ακόμη και ένα λαϊκό κράτος δεν μπορεί να ακυρώσει νομοθετικά το ιστορικό και πολιτισμικό παρελθόν του κοινωνικού σώματος, δίχως να προσβάλλει την ελευθερία συνείδησης των πολιτών του. Για παράδειγμα, το γκρέμισμα των ναών και η αποκαθήλωση των ιστορικών θρησκευτικών συμβόλων από τα δημόσια κτίρια στην τέως Σοβιετική Ένωση αλλά και η καταστροφή των προ του Ισλάμ ιστορικών μνημείων της παγκόσμιας κληρονομιάς στο Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν μαρτυρούν ότι η εκδίωξη των θρησκευτικών συμβόλων από τη δημόσια σφαίρα εκφράζει συνήθως και μια γενικότερη στέρηση της ελευθερίας της συνείδησης των πολιτών. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι, αν όντως η διαφορετική ρύθμιση των σχέσεων κράτους και ορισμένων θρησκευτικών κοινοτήτων μπορεί να προσβάλλει την θρησκευτική ελευθερία κάθε πολίτη. Όταν μάλιστα υφίσταται μία βαθύτατα ιστορική, κοινωνική και πολιτισμική σχέση με μία πλειοψηφούσα θρησκευτική κοινότητα, όπως στην περίπτωση του Ελληνικού Κράτους με την Ορθόδοξη Εκκλησία, τότε η ρύθμιση των σχέσεων τους μπορεί να είναι παρόμοιας υφής με μια οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική κοινότητα; Το ελληνικό κράτος δεν συγκροτήθηκε λόγω κάποιας αντιπαλότητας μεταξύ θρησκείας και κοινωνίας, όπως συνέβη σε πολλά δυτικοευρωπαϊκά κράτη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν συγκροτείται ως ένα ιεραρχικό σύστημα ερήμην του λαϊκού και κοινωνικού σώματος.

Στην Ελλάδα ένας ενδεχόμενος αποχριστιανισμός της δημόσιας σφαίρας ως ετεροχρονισμένος νεωτερικός ή βίαιος διευθυντικός εκσυγχρονισμός θα πρέπει σοβαρά να λάβει υπόψη ότι ο πολιτισμός τον οποίο σάρκωσε η ορθόδοξη παράδοση αποτελεί μια ιστορική συνιστώσα του Ελληνισμού όχι ως ιδεολογική κατασκευή αλλά ως πολιτισμική έκφραση και οργανική όσμωση με τις διάφορες πτυχές του συλλογικού μας βίου. Αλήθεια, τι σημαίνει να συζητούμε στην Ελλάδα για την αποκαθήλωση των εικόνων από τις σχολικές αίθουσες και να προβάλλουμε στα μεγάλα μουσεία του κόσμου, στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και πολύ πρόσφατα στη Βόννη τον βυζαντινό κόσμο και πολιτισμό μέσα από την τέχνη της ορθόδοξης εικόνας;

Το ζήτημα των θρησκευτικών συμβόλων στο δημόσιο χώρο δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει για άλλη μία φορά μέρος της πόλωσης μεταξύ «παραδοσιακών» και «νεωτερικών», η οποία κυριαρχεί καταθλιπτικά στην νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία τρεις αιώνες τώρα. Πέρα από τη φαινομενολογία, τις αντιφάσεις και τα τραγικά συμπτώματα του διχασμού αυτού της νεοελληνικής συνείδησης, είναι ανάγκη για το παρόν και το μέλλον του τόπου μας να υπερβούμε δημιουργικά τον κύκλο των ψευδώνυμων και μεταπρατικών αντιθέσεων. Πέρα από τις δογματικές επιλογές, είτε των νεωτεριστών είτε των οπαδών της παραδοσιαρχίας στη νεοελληνική σκέψη και ζωή, χρειαζόμαστε επιτακτικά μια εναλλακτική προσπάθεια που να στοχεύει στην ανίχνευση συνθετικών απαντήσεων στα ερωτήματα και στις ζωτικές ανάγκες που θέτει ο σύγχρονος και ραγδαία μεταβαλλόμενος κόσμος.

Εκπαίδευση και θρησκεία στην Ευρώπη σήμερα

Καθώς ήδη αναφέραμε, στις αρχές Οκτωβρίου του 2005, η Κοινοβουλευτική Συνδιάσκεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης (47 χώρες) απηύθυνε Σύσταση προς τα κράτη – μέλη της, αναφερόμενη στη σχέση Εκπαίδευσης και Θρησκείας. Στη Σύσταση αυτή, γίνεται λόγος για την ανάγκη εισαγωγής στην εκπαίδευση της διδασκαλίας των θρησκειών. Ακολούθως, προτείνεται το θρησκειολογικό πρότυπο διδασκαλίας είτε έναντι του ουδετερόθρησκου είτε έναντι του ομολογιακού περιεχομένου του μαθήματος των θρησκευτικών στα διάφορα εκπαιδευτικά συστήματα.

            Η Σύσταση αυτή προέκυψε από τη σχετική εισήγηση του André Schneider, μέλους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (Γαλλία), και μετά από τις εργασίες και συσκέψεις της Επιτροπής για τον Πολιτισμό, την Επιστήμη και την Εκπαίδευση που είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1998. Πρέπει να αναφέρουμε ότι το ιστορικό της υπόθεσης, τα κείμενα των εργασιών της επιτροπής, η εισηγητική έκθεση του A. Schneider καθώς και η τελική Σύσταση (1720/2005) της Κοινοβουλευτικής Συνδιάσκεψης του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι κείμενα αρκούντως πολυσήμαντα και δεν επιδέχονται μιας, μόνον,   εκδοχής ή ερμηνείας. Δεν είναι τυχαίο ότι η εισήγηση έγινε από μέλος του γαλλικού κοινοβουλίου, δηλαδή, από βουλευτή μιας χώρας η οποία, μετά από μακρά περίοδο ψυχρής ουδετερότητας έναντι των θρησκειών στο δημόσιο χώρο της εκπαίδευσης, σήμερα αναζητεί τρόπους ένταξης της διδασκαλίας του θρησκευτικού φαινομένου. Ακόμη γίνεται φανερό ότι ο  φόβος από τις διάφορες μισαλλόδοξες φονταμενταλιστικές κινήσεις και τρομοκρατικές ενέργειες, η διαμάχη για την αμφίεση των μουσουλμάνων μαθητριών, η καταπολέμηση της ξενοφοβίας, των στερεοτύπων και της άγνοιας έναντι των θρησκειών και τελικά η παρουσία του ίδιου του Ισλάμ στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, έχουν συμβάλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση του σκεπτικού της Σύστασης αυτής. Τα όσα δραματικά εκτυλίχθηκαν  την ίδια περίοδο που ανακοινώθηκε η Σύσταση αυτή στα προάστια του Παρισιού από τους εξαθλιωμένους γόνους μουσουλμάνων μεταναστών, επιβεβαιώνουν την ανάγκη γνωριμίας και αναστροφής των ευρωπαϊκών κοινωνιών με τη θρησκευτική πραγματικότητα και, κυρίως, με τη θρησκευτική και πολιτιστική ετερότητα του Ισλάμ. Πέρα από τα ειδικά χαρακτηριστικά της εξέγερσης αυτής (παιδιά οικονομικών μεταναστών από χώρες που ήσαν άλλοτε αποικίες, κοινωνικοοικομική εξαθλίωση, έλλειψη αποδοχής από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, αδυναμία αντιπροσώπευσης στο σύστημα της δημόσιας και κοινωνικής ζωής), το πρόβλημα των πολιτιστικών ταυτοτήτων σε σχέση με τη θρησκεία στη δημόσια και κοινωνική έκφραση έρχεται και πάλι στο προσκήνιο. Ρητά, πλέον, ομολογείται από την Σύσταση ότι «η θρησκευτική εκπαίδευση μπορεί να έχει ρόλο-κλειδί για την οικοδόμηση μιας δημοκρατικής κοινωνίας». Επίσης, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, η Σύσταση αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στις αξίες που προκύπτουν και τροφοδοτούνται από τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες της Βίβλου, ενώ παράλληλα τονίζει πως οι αξίες αυτές, πολλές από τις οποίες είναι κοινές και με άλλες θρησκείες, υποστηρίζονται από το Συμβούλιο της Ευρώπης.

            Σαφέστατα, η Κοινοβουλευτική Συνδιάσκεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης προτείνει το θρησκειολογικό μοντέλο διδασκαλίας των θρησκειών, για να διασφαλίσει έτσι την αμεροληψία και αντικειμενικότητα στην παρουσίασή τους. Ωστόσο, η ανακάλυψη των διαφόρων θρησκειών και κυρίως των θρησκειών γειτονικών χωρών από τους μαθητές, θα γίνεται παράλληλα με τη γνωριμία της δικής τους θρησκείας. Πέρα από φανατισμούς, «ο σκοπός αυτής της εκπαίδευσης θα πρέπει να κάνει τους μαθητές… να αντιληφθούν ότι καθένας έχει το ίδιο δικαίωμα με όλους να πιστεύει ότι η δική του θρησκεία είναι η “η αληθινή πίστη” και ότι η διαφορετική θρησκεία ή η αθεΐα δεν διαφοροποιεί αξιολογικά τους ανθρώπους».

            Θεωρούμε, πάντως, ότι με την Σύσταση αυτή άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση στην Ευρώπη και συνεπώς και στη χώρα μας. Κατά πόσο είναι συμβατή η Σύσταση αυτή με το δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα και το πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών; Μπορεί να υπάρχει μια τεχνητή ομοιομορφία και κοινή αντιμετώπιση της διδασκαλίας του θρησκευτικού φαινομένου για κάθε χώρα, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα πολιτιστικά, θρησκευτικά και κοινωνικά  χαρακτηριστικά της; Είναι όντως κλειστό, κατηχητικό και μονοφωνικό το πλαίσιο διδασκαλίας του θρησκευτικού μαθήματος στην Ελλάδα; Υπάρχει, πράγματι, έλλειψη γνωριμίας με τη θρησκευτική ετερότητα και μάλιστα με αυτήν του Ισλάμ; Τα ερωτήματα και οι θεματικές μιας σοβαρής και σε βάθος συζήτησης είναι πάμπολλα.

            Πάντως, ο τρόπος που παρουσιάσθηκε στη χώρα μας το περιεχόμενο της Σύστασης αυτής του Συμβουλίου της Ευρώπης από τα ΜΜΕ και όχι μόνον, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Γιατί ούτε λίγο, ούτε πολύ, η Σύσταση εμφανίσθηκε ως ευρωπαϊκή οδηγία-απόφαση με δεσμευτική ισχύ, η οποία θα αλλάξει άρδην τον υφιστάμενο χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία του μαθήματος των θρησκευτικών, όχι γιατί εμείς το θέλουμε και γνωρίζουμε γιατί το πράττουμε, αλλά γιατί έτσι επιτάσσει η Ευρωπαϊκή Ένωση (!). Το ίδιο περίπου συνέβη και με την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την περίπτωση της Ιταλίας.

Στον ευρωπαϊκό χώρο υφίστανται σήμερα ποικίλες πρακτικές τόσο για τα θρησκευτικά σύμβολα, όσο και για την πολιτική απέναντι στην θρησκευτική ετερότητα. Από την απαγόρευση της μαντήλας στην Γαλλία και τη σχετική διαμάχη, την πρόσφατη άρνηση της Ελβετίας να αποδεχθεί την ανέγερση μιναρέδων μέχρι το πολυθρησκευτικό και πολλαπλά ομολογιακό μάθημα στα δημόσια σχολεία της Γερμανίας και της Αγγλίας, μπορεί κανείς να διαπιστώσει μια ποικιλία τάσεων και επιλογών. Ακόμη και στη Γαλλία, ένα παραδοσιακά «λαϊκό» και ουδετερόθρησκο κράτος, μπορεί κανείς να εντοπίσει κινήσεις επανένταξης της θρησκείας στην δημόσια εκπαίδευση, όπως φανερώνει η έκθεση του Ρεζίς Ντεμπρέ προς το γαλλικό υπουργείο παιδείας[16]. Η τάση αυτή και κυρίως το ζήτημα της παρουσίας των πέντε-έξη εκατομμυρίων μουσουλμάνων μεταναστών στη Γαλλία οδήγησε τον νυν Πρόεδρο της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί να επισημάνει αμέσως μετά από το αρνητικό δημοψήφισμα της Ελβετίας για τους μιναρέδες τα εξής ενδιαφέροντα: «χριστιανός, εβραίος ή μουσουλμάνος… ο καθένας πρέπει να αποφεύγει κάθε επίδειξη και κάθε πρόκληση, έχοντας επίγνωση της καλοτυχίας του να ζει σε μία ελεύθερη γη, να ασκεί τη θρησκεία του με ταπεινή διακριτικότητα» και ότι θα πράξει «το παν ώστε (οι μουσουλμάνοι της Γαλλίας) να αισθάνονται ότι είναι πολίτες όπως οι άλλοι, με τα ίδια δικαιώματα που έχουν και όλοι οι άλλοι να βιώνουν την πίστη τους…Θέλω όμως επίσης να τους πω ότι στη χώρα μας, όπου ο χριστιανικός πολιτισμός έχει αφήσει ένα τόσο βαθύ χνάρι, όπου οι αξίες της Δημοκρατίας αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας, ο,τιδήποτε θα μπορούσε να εμφανιστεί ως πρόκληση ενάντια σ' αυτήν την κληρονομιά και σε αυτές τις αξίες, θα καταδίκαζε σε αποτυχία την τόσο απαραίτητη εμπέδωση ενός Ισλάμ της Γαλλίας»[17].

Χριστιανισμός και Ευρωπαϊκός πολιτισμός

Μολονότι η σύγχρονη Ευρώπη έχει βαθιές χριστιανικές ρίζες, συνάμα διακατέχεται και από ένα βαθύ ψυχολογικό απωθημένο εναντίον του Χριστιανισμού,  σύνδρομο που οφείλεται κατά βάση στην μεταφυσική αυθεντία και στην ποιμαντική του φόβου, όπως καλλιεργήθηκαν από τον σχολαστικό  Ρωμαιοκαθολικό Μεσαίωνα και τον Προτεσταντικό ηθικισμό. Οι αξίες της ανεξιθρησκίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η υπέρβαση του εθνοφυλετισμού είναι αξίες που πρωτοεμφανίσθηκαν στο ιστορικό προσκήνιο με την χριστιανική Εκκλησία. Ωστόσο, ο ιστορικός Χριστιανισμός πολλές φορές αφέθηκε να ενδώσει στον πειρασμό της αντικειμενοποίησης και της προσαρμογής στις ιστορικές συνθήκες. Με τις θεοκρατικές εκφράσεις του συχνά προσέδωσε ιερό χαρακτήρα στη γήινη δύναμη και στο κράτος. Ορισμένες εκδοχές του ιστορικού Χριστιανισμού μετέτρεψαν την Εκκλησία από μία χαρισματική κοινότητα, η οποία οφείλει να εικονίζει σε κάθε της έκφανση τα έσχατα της Βασιλείας, σε μία επίγεια πραγματικότητα, η οποία επιζητεί με ιεροκρατικές δομές να κυριαρχήσει στον κόσμο. Θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει ιστορικά ότι η Ευρώπη απόκτησε την σύγχρονη φυσιογνωμία της μέσα από μια προϊούσα και αναπόφευκτη πορεία αποχριστιανισμού και εκκοσμίκευσης. Πράγματι, στην Ευρώπη διαμορφώθηκε σταδιακά ένας μεταχριστιανικός κόσμος. Ο κόσμος που προέκυψε από την Αναγέννηση, τη Μεταρρύθμιση και το Διαφωτισμό, ο κόσμος της νεωτερικότητας, στηρίζεται εν πολλοίς στον Χριστιανισμό, διότι ακόμη και οι πιο εκκοσμικευμένες, αντιθρησκευτικές και αντιχριστιανικές ιδέες και ιδεολογίες που τον κινούν είναι, ούτως ή άλλως, αποτέλεσμα μιας εκκοσμικευμένης εσχατολογίας. Ουσιαστικά, η χριστιανική πίστη, καλλιεργώντας στον άνθρωπο το όραμα της Βασιλείας του Θεού, έκανε πραγματικότητα τον θεμελιώδη ουτοπισμό της νεωτερικότητας, δηλαδή, τη λατρεία της ιστορίας, τη σχεδόν παρανοϊκή πίστη σε μια ερχόμενη εγκόσμια βασιλεία ελευθερίας και δικαιοσύνης. Έτσι, ολόκληρη η πορεία της νεωτερικότητας από την σκοπιά της σημασίας της ιστορίας δεν είναι παρά ένας παρανοημένος και εγκόσμιος εσχατολογισμός, ο οποίος στηρίζεται σε χριστιανικές κατά βάση αξίες, ωστόσο, δίχως χριστιανικό νόημα και περιεχόμενο[18].

Οι τάσεις αυτές χαρακτηρίζουν πλέον τα θεσμικά όργανα της Ευρώπης αλλά και την ίδια την πρακτική του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ως προσπάθεια επιβολής παντού μιας ριζοσπαστικής εκκοσμίκευσης, αγνοώντας την ιστορική και πολιτισμική πείρα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας για κάθε χώρα μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Συχνά εμφανίζεται το παράδοξο οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να απέχουν από τη νομική και ιστορική πραγματικότητα, μέσα στην οποία ζει η πλειοψηφία των Ευρωπαίων. Με πρόσχημα την προστασία της θρησκευτικής ετερότητας και μειοψηφίας, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα μετατρέπονται σε εργαλεία προβολής μιας υπερ-φιλελεύθερης ιδεολογίας. Η άρνηση της πολιτισμικής διάστασης των θρησκευτικών συμβόλων και της παρουσίας τους στον δημόσιο χώρο μοιάζει να αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς την κατίσχυση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού της εκκοσμίκευσης. Ο ευρωπαϊκός Χριστιανισμός φαντάζει να έχει ηττηθεί κατά κράτος και να δίνει μάχες χαρακωμάτων μέσα στην ίδια την ιστορική του κοιτίδα. Έτσι, ενώ έχουμε αποκαθήλωση των παλαιών θρησκευτικών συμβόλων, ταυτόχρονα έχουμε προσπάθεια εισαγωγής νέων εκκοσμικευμένων συμβόλων όπως και νέου εορτολογίου, τα οποία λειτουργούν συμβολικά ακόμη και θρησκευτικά όπως και τα προηγούμενα.

Η σύγχρονη ρητορεία περί ετερότητας και πολυπολιτισμικότητας και η πολιτική της χρήση αναδεικνύει μία πληθώρα προβλημάτων. Πρόκειται για μια ισοπεδωτική πολιτική; Η διεθνοποίηση των συνθηκών ζωής και ο πλουραλισμός των μορφών διαβίωσης θα σημάνει μια κοινωνία – χωνευτήρι λαών και πολιτισμών που θα συμπεριλάβει τους πάντες σε μιαν άχρωμη και άοσμη ομογενοποίηση, σε έναν πολιτισμό χωρίς κέντρο; Κάθε ετερότητα θα διεκδικεί από την πολιτεία το δικαίωμα στη δική της ιστορία, στους δικούς της ιδρυτικούς μύθους, στη δική της ταυτότητα; Η παραδοχή της πολυπολιτισμικότητας εμπεριέχει και μιαν αντίφαση: μπορεί να σβήσει τον άλλο στην προσπάθεια να τον κάνει ορατό. Στη διαδικασία νομιμοποίησης του διαφορετικού, η αποδοχή περιλαμβάνει και έναν αναγκαίο βαθμό λήθης της ιστορίας του άλλου. Αλλά η ίδια η έννοια της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του ατόμου, στην οποία βασίζεται η σύγχρονη μαζική δημοκρατία, δεν επιτρέπει τη βίαιη επιβολή κανενός είδους πολιτισμού. Ούτε ενοχλείται από την ετερότητα και την πολυπολιτισμικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η υιοθέτηση της ρητορείας περί την πολυπολιτισμικότητα είναι τελικά για ορισμένους ενάντια σε κάθε παραδοσιακό πολιτισμό, ενάντια στις οσμώσεις μεταξύ των πολιτισμών, των συλλογικών ταυτοτήτων και των θρησκευτικών πίστεων. Ωστόσο, ο γνήσιος εμπλουτισμός ανάμεσα στους πολιτισμούς δεν θα υπάρξει παρά μόνον μέσα από τον διάλογο, όταν όμως ο κάθε πολιτισμός θα διατηρήσει την ιδιομορφία του και την ταυτότητά του.

Η ρωμαιοκαθολική παράσταση του Εσταυρωμένου και η ορθόδοξη εικόνα

Μπορεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου να αναφέρεται στην τοποθέτηση του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες, ωστόσο το σκεπτικό της δεν μπορεί παρά να συμπεριλαμβάνει και κάθε μορφή θρησκευτικών συμβόλων αλλά συλλήβδην και κάθε έκφραση της θρησκευτικής τέχνης. Σε μια τέτοια περίπτωση πώς είναι δυνατόν να προσδιορίζονται τα όρια της καλλιτεχνικής έκφρασης και πώς αποφεύγεται ένα είδος ενοχοποίησης γενικότερα της τέχνης; Γιατί τα εκθέματα ενός μουσείου ή οποιοδήποτε θρησκευτικό μνημείο ή έργο τέχνης να μην αποτελούν αφορμή θρησκευτικού προσηλυτισμού, όταν τα επισκέπτονται μαθητές, αλλά και τα ίδια τα διδακτικά βιβλία, τα οποία είναι κατάφορτα με ποικίλα θρησκευτικά στοιχεία, και μόνο η παρουσία των αναρτημένων θρησκευτικών συμβόλων στις σχολικές αίθουσες, συνιστούν παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας; Οπωσδήποτε, η συμβολική στην τέχνη έχει μακρά ιστορία σε όλους τους πολιτισμούς και σε όλες σχεδόν τις θρησκευτικές εκφράσεις. Η απαγόρευση των θρησκευτικών συμβόλων στο δημόσιο χώρο είναι προβληματική από τη φύση της, όχι μόνο γιατί προσκρούει στην ελευθερία της έκφρασης, αλλά και γιατί φαντάζει πρακτικά σχεδόν αδύνατη.

Καθώς επισημάνθηκε ήδη από την υπόθεση Seler, οι Εσταυρωμένοι στη Βαυαρία είναι ιδιαίτερα νατουραλιστικοί και αποδίδουν μεγάλη σημασία στην εκφραστική απεικόνιση του πόνου στο πρόσωπο του Ιησού και του αίματος που κυλάει από τις πληγές του σώματός του. Οι Seler στην αγωγή τους υποστήριξαν ότι η θέα αυτής της παράστασης προκάλεσε στην κόρη της οικογένειας ένα είδος ψυχολογικού σοκ[19]. Είναι επίσης γνωστή η αναφορά του Ντοστογιέφκυ στον πίνακα του Χανς Χολμπάιν του νεώτερου, για τον νεκρό Χριστό σε κατάσταση αποσύνθεσης, τον οποίο είδε στο μουσείο της Βασιλείας. «Κοιτάζοντας αυτόν τον πίνακα μπορεί κανείς να χάσει και την πίστη του ακόμα»[20]. Ο Γάλλος ορθόδοξος διανοητής Olivier Clément απευθυνόμενος προς τους χριστιανούς της Δύσης σημείωνε παραστατικά: «χριστιανοί της Δύσης, γιατί έχετε αναπαραστήσει παντού τον Χριστό σαν πτώμα, σαν έναν πεθαμένο χωρίς ελπίδα;»[21]. Η έννοια του πόνου και του θανάτου αντιμετωπίζονται διαφορετικά από την ορθόδοξη θεολογία και ζωγραφική, της οποίας ο άξονας δεν έχει  επίκεντρο την σταύρωση και το πάθος αλλά την ανάσταση του Χριστού. Μολονότι ο αληθινός θάνατος σημαίνεται με τα κλεισμένα μάτια, το πρόσωπο του Χριστού είναι στραμμένο προς την Θεοτόκο και εκφράζει μάλλον έναν βαθύ ύπνο, δίχως καμία παράδοση στη φθορά: «υπνοί η ζωή και Άδης τρέμει» (Ακολουθία Μ. Σαββάτου). Στην ορθόδοξη παράδοση της Ανατολής ο Εσταυρωμένος δεν εμφανίζει τον ρεαλισμό του εξαντλημένου και νεκρού σώματος ούτε ασφαλώς της επιθανάτιας οδύνης. Ακόμη και νεκρός ο Χριστός δεν παύει να είναι ο βασιλεύς της δόξης, ο κύριος της ζωής.   «Αυτός γαρ ο σταυρός βασιλείας είναι μοι δοκεί σύμβολον. Διά τούτο δε αυτόν βασιλέα καλώ, επειδή βλέπω αυτόν σταυρούμενον. Βασιλέως γαρ εστίν υπέρ των αρχομένων αποθνήσκειν»[22].

Στην  εθιμική παράδοση παρουσίας των εικόνων στα σχολεία ποτέ δεν αναρτάται η εικόνα του σταυρωθέντος Χριστού- παράσταση τόσο διαφορετική από την αντίστοιχη δυτική- αλλά το πρόσωπο του Χριστού, της Παναγίας ή των αγίων. Αυτό σημαίνει ότι αποκλείεται η εικόνα να προκαλέσει φόβο ή αποστροφή στα παιδιά. Ως έκφραση του θρησκευτικού μας πολιτισμού, η ύπαρξη των εικόνων στα σχολεία δεν υποβάλλει οποιαδήποτε έννοια αποδοχής ή προσηλυτισμού στη χριστιανική πίστη. Οι μη χριστιανοί ή οι αδιάφοροι γονείς και μαθητές ούτε ενοχλούνται ούτε θεωρούν ότι προσβάλλεται η ελευθερία της συνείδησής τους ή η οποιαδήποτε άλλη πίστη τους. Στην ελληνική πραγματικότητα ουδέποτε υπήρξε πρόβλημα με μαθητές από την παρουσία των εικόνων στις σχολικές αίθουσες, αλλά από εκπαιδευτικούς που αναλαμβάνουν μεμονωμένα την πρωτοβουλία, συχνά ερήμην του συλλόγου των διδασκόντων, να αποκαθηλώσουν την εικόνα από την σχολική αίθουσα στην οποία διδάσκουν, γιατί απλώς διαφωνούν με την ύπαρξη και παρουσία της. Άλλωστε, τα θρησκευτικά σύμβολα στην Ελλάδα αλλά και στον κόσμο δεν περιορίζονται μόνο στις εικόνες, αλλά βρίσκονται παντού, στα βιβλία, στα μουσεία, στις σημαίες των κρατών και στο ελληνικό εθνόσημο αλλά και σε απλά και καθημερινά πράγματα όπως τα νοσοκομεία, τα φαρμακεία, τα κοσμήματα…

Η παρουσία της ορθόδοξης εικόνας στις σχολικές τάξεις νομιμοποιείται από το γεγονός ότι είναι μέρος της συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας και καλύπτεται ασφαλώς από την συνταγματική επιταγή για την ανάπτυξη της «εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης» στο πλαίσιο της ελληνικής εκπαίδευσης. Παρόμοια, μια σειρά από άλλες εθιμικές και πολιτισμικές εκφράσεις της θρησκευτικής μας παράδοσης έχουν επηρεάσει το κοινωνικό σώμα και τον ίδιο το δημόσιο χώρο, όπως είναι οι εορτές, οι αργίες, οι διακοπές των μεγάλων χριστιανικών εορτών του Πάσχα και των Χριστουγέννων κ.ά.  Με αυτή την έννοια ο αείμνηστος Αντώνης Τρίτσης, ως υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων τον Φεβρουάριο του 1987 έγραφε σε απόφασή του ότι: «Ο Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων εκτύπωσε πέντε διαφορετικές εικόνες του “Χριστού Παντοκράτορα”, όπως παρουσιάζεται από τη Βυζαντινή Αγιογραφία, και χρησιμοποιείται από την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία. Η εκτύπωση έγινε με σκοπό την αντικατάσταση όλων των εικόνων δυτικού τύπου, που είναι αναρτημένες στις αίθουσες των διδακτηρίων, με τις αντίστοιχες βυζαντινής τεχνοτροπίας και συγκεκριμένα με τις εικόνες “Του Χριστού Παντοκράτορα”, οι οποίες δεν εκφράζουν μόνο την Ορθόδοξη Πίστη αλλά φανερώνουν και τη συνέχεια του Ελληνικού Πολιτισμού»[23].

Οι εικόνες στα σχολεία μολονότι προέρχονται από την θεολογική και λειτουργική τέχνη της Εκκλησίας, ωστόσο δεν υφίστανται ως αντικείμενα λατρείας ή ακόμη ως ιδεολογικά σύμβολα της χριστιανικής Εκκλησίας παρά ως έργα τέχνης και πολιτισμού. Η ίδια η ιστορική τους προέλευση είναι το συναρπαστικό αποτέλεσμα ενός διαπολιτισμικού διαλόγου μέσα στο χρόνο και στο χώρο με αφετηρία την ελληνιστική τέχνη, τις προσωπογραφίες των Φαγιούμ, την θεολογική και λατρευτική εμπειρία της Εκκλησίας αλλά και τους διαφορετικούς τρόπους εικαστικής έκφρασης σε κάθε τόπο και λαό. Οι εικόνες στο σχολείο διακοσμούν και παραπέμπουν στην ιστορία και στον πολιτισμό που τα δημιούργησε ως καλλιτεχνική έκφραση, συνάμα όμως παραπέμπουν και σε ορισμένες υπαρξιακές και παιδαγωγικές αρχές, όπως είναι η πανανθρώπινη αγάπη και αλληλεγγύη, η αλήθεια της αξίας του ανθρώπινου προσώπου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο σεβασμός της θρησκευτικής ετερότητας, η υποδοχή και η δεξίωση του άλλου και μάλιστα του ξένου, η δικαιοσύνη και η απελευθέρωση από κάθε είδους δουλεία, αδικία και καταπίεση στο πρόσωπο του Χριστού.

Εφόσον, όμως, η ελευθερία της συνείδησης είναι απαραβίαστη και συνταγματικά κατοχυρωμένη, οι εικόνες δεν μπορούν να δηλώνουν την θρησκευτική πίστη ή ιδεολογική ταυτότητα της σχολικής τάξης. Η ισορροπία είναι λεπτή.  Η παρουσία των εικόνων στις σχολικές αίθουσες μαζί με πλήθος άλλων διδακτικών, καλλιτεχνικών και πολιτιστικών στοιχείων και συμβόλων αφορούν τους γενικότερους παιδαγωγικούς και διδακτικούς σκοπούς, οι οποίοι οπωσδήποτε δεν αιωρούνται εκτός τόπου και χρόνου, σε ένα είδος πολιτισμικού κενού ή σε μιαν αντίληψη «πολιτικής ορθότητας», αλλά έχουν πάντοτε αναφορά σε ένα ανοικτό και διαρκώς ανανεούμενο κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Άλλωστε, θρησκευτική αναφορά ή διασύνδεση έχουν και πάμπολλα έργα τέχνης της κλασικής αρχαιότητας, ή της αναγέννησης, ή ακόμη και ποικίλο ιστορικό και εικαστικό υλικό από την ιστορική διαδρομή άλλων λαών και πολιτισμών. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι για λόγους προστασίας της θρησκευτικής συνείδησης πρέπει όλα αυτά να εξαιρεθούν από τα διδακτικά βιβλία και από το ποικίλο εποπτικό και υποστηρικτικό υλικό της εκπαίδευσης. Το σχολείο είναι χώρος έρευνας, παιδείας, διαλόγου και πολιτισμού και όχι φόβου και αποκλεισμών. «Στο σχολείο δεν θέλουμε λευκές αίθουσες και λευκά κελιά», «θέλουμε πρόσθεση και όχι αφαίρεση, πολλαπλασιασμό και όχι διαίρεση»[24], αναζήτηση νοήματος και γνώσης, κριτικό διάλογο, ερμηνευτικές προσεγγίσεις και αναμέτρηση με τα ουσιώδη του κοινωνικού βίου, πολύπλευρη μόρφωση και όχι φοβικούς περιορισμούς.

 

Τα θρησκευτικά σύμβολα στην προοπτική της διαπολιτισμικότητας ως συνάντησης και διαλόγου των πολιτισμών στην εκπαίδευση

Τα σύμβολα γενικά συμβάλλουν με το περιεχόμενό τους στην διαμόρφωση του συλλογικού ήθους. Έτσι λειτουργεί π.χ. το εθνικό σύμβολο της σημαίας, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση του εθνικού ήθους της ελευθερίας και αυτοκυριαρχίας. Ένα πολιτισμικό σύμβολο επίσης συμβάλλειδεν επιβάλλει – στη διαμόρφωση του περιεχομένου του πολιτισμικού ήθους. Τα σύμβολα γερνούν και πεθαίνουν, όταν το συμβολικό περιεχόμενό τους δεν αγγίζει και δεν λειτουργεί πλέον στο κοινωνικό σώμα, γίνονται νεκρά σύμβολα. Η ιστορία των πολιτισμών και η εραλδική είναι πλούσια από τέτοια παραδείγματα νεκρών πλέον συμβόλων. Θα πρέπει σοβαρά να δούμε την λειτουργία τους μέσα στην ελληνική ιδιαίτερα κοινωνία. Το ζήτημα, όμως, που τίθεται με την ανάρτηση θρησκευτικών συμβόλων σε σχολεία στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες, όπου φοιτούν μαθητές που προέρχονται από ποικίλες πολιτισμικές, εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες, είναι ένα ζήτημα το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μονοπολιτισμικά ούτε ασφαλώς μηδενίζοντας τον όποιο κυρίαρχο πολιτισμό. Δεν αρκεί, δηλαδή, η πλειοψηφούσα πολιτισμικά και θρησκευτικά κοινότητα να επιβάλλει τα δικά της σύμβολα ή να περάσει και αυτή σε ένα είδος αναγκαστικού πολιτισμικού μηδενισμού και αφασίας. Οι άλλοι, οι ξένοι, οι μετανάστες, οι θρησκευτικές μειονότητες χρειάζεται να έχουν θέση και έκφραση στη δημόσια εκπαίδευση. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Η λύση της απαγόρευσης όλων των θρησκευτικών συμβόλων είναι η ενδεδειγμένη λύση; Το σύνδρομο ενός επιθετικού και εκκοσμικευμένου ολοκληρωτισμού μηδενιστικών αντιλήψεων, που θέτει στο περιθώριο οποιαδήποτε θρησκευτική έκφραση δεν μπορεί να προσφέρει βιώσιμες λύσεις.  Αλήθεια, τι μας εμποδίζει σε ένα σχολείο όπου φοιτούν και άλλοι μη ορθόδοξοι μαθητές, να προσθέσουμε και άλλα θρησκευτικά και πολιτισμικά σύμβολα ή στοιχεία; Πώς αυτό μπορεί να επιτευχθεί δίχως να ακυρώνεται ή να υποβαθμίζεται η πλειοψηφούσα πολιτισμική έκφραση;

Η απάντηση στο ζήτημα της διατήρησης των θρησκευτικών συμβόλων στα δημόσια σχολεία, δεν μπορεί να προκύψει από νομικές και διευθυντικές αποφάσεις, ερήμην του κοινωνικού σώματος, αλλά θα πρέπει να αναζητηθεί στον ευρύτερο κοινωνικό και ακαδημαϊκό διάλογο που έχει αναπτυχθεί γύρω από τα διαχειριστικά μοντέλα της πολιτισμικής και θρησκευτικής ετερότητας[25]. Μια διαπολιτισμική και διαθρησκειακή προσέγγιση των θρησκευτικών συμβόλων θα ήταν σε θέση να προσφέρει γόνιμες και δημιουργικές εναλλακτικές δυνατότητες και προοπτικές. Το ζητούμενο στην εκπαίδευση δεν είναι απλώς η ανοχή και η συνύπαρξη των διαφορετικών προσεγγίσεων ή των πολιτισμικών και θρησκευτικών μειοψηφιών, αλλά ο κριτικός διάλογος, η αλληλογνωριμία και η αλληλεπίδραση στη διαδικασία ένταξης και κοινωνικοποίησης που προσφέρει η εκπαιδευτική διαδικασία. Στην προοπτική αυτή, όταν η παρουσία πολιτισμικών και θρησκευτικών μειονοτήτων είναι εμφανής σε κάποιο σχολείο θα μπορούσε, ύστερα από διάλογο και συνεννόηση με τον Σύλλογο Διδασκόντων, το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων και τις Μαθητικές Κοινότητες, να αποφασίζεται κατά περίπτωση, και πάντως μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία, η ανάρτηση και άλλων πολιτισμικών και θρησκευτικών συμβόλων[26]. Το Υπουργείο Παιδείας θα μπορούσε στο πλαίσιο της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης να καταρτίσει ένα πλαίσιο διαπολιτισμικών αρχών, όχι για να κρατήσουμε άγραφους και άδειους τους τοίχους των σχολικών αιθουσών, αλλά για να εκφράσουμε με ζωντάνια και πολυχρωμία τον διαπολιτισμικό διάλογο που πραγματοποιείται ούτως ή άλλως στην εκπαιδευτική πράξη και στη σχολική ζωή. Λύσεις μπορούν  να υπάρξουν με μεράκι και φαντασία.         

Σχολείο και θρησκευτική αγωγή στο ελληνικό σχολείο

Πώς μπορεί να ερμηνευτούν τα παραπάνω υπό τις νέες κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα; Πώς προάγεται η θρησκευτική συνείδηση; Απαγορεύοντας και αποκαθηλώνοντας τα πολιτισμικά σύμβολα της πλειοψηφίας; Φιμώνοντας την θρησκευτική ετερότητα και την έκφρασή της; Όλα αυτά μπορούν να λειτουργήσουν δημιουργικά στην προοπτική μιας νέας θεώρησης του θρησκευτικού μαθήματος.

Το μάθημα των θρησκευτικών δεν είναι κατήχηση ή μύηση στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη, αλλά ένα από τα μαθήματα του σχολείου με ιδιαίτερο μορφωτικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο. Για τον λόγο αυτό, δεν ορίζεται και δεν εποπτεύεται από καμία Εκκλησία, δόγμα ή ομολογία, ενώ η διδακτέα ύλη του καθορίζεται από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, εποπτευόμενο φορέα του Υπουργείου Παιδείας, και αποτελεί – όπως κάθε αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας – νόμο του κράτους. Ακόμη, ο τρόπος διδασκαλίας και αξιολόγησής του διέπεται από τις παιδαγωγικές και διδακτικές παραμέτρους που ισχύουν για όλα τα μαθήματα του Ελληνικού σχολείου.

Αν και το νομικό πλαίσιο που διέπει το μάθημα είναι απολύτως σαφές και ξεκάθαρο, η πραγματικότητα αυτή συχνά δεν γίνεται αντιληπτή. Συχνά, πρωτοβουλίες και πρακτικές στη σχολική πράξη τροφοδοτούν τη δημόσια κριτική, δυσχεραίνοντας την νηφάλια αντιμετώπιση. Σημειώνουμε εδώ με έμφαση ότι η κριτική και ο δημόσιος διάλογος, χαρακτηριστικά της δημοκρατικής πολιτείας, είναι όχι μόνο ευπρόσδεκτα αλλά και επιθυμητά. Ο διάλογος, όμως, και η κριτική γίνονται μόνο όταν ένα μάθημα του σχολείου είναι έτσι θεσμοθετημένο, ώστε να είναι ανοικτό και να αφορά όλους τους μαθητές. Διαφορετικά, και εφόσον η Πολιτεία δεν σχεδιάζει ούτε εποπτεύει, το μάθημα γίνεται κλειστό και, άρα, ανεξέλεγκτο.

Συνεπώς, απαιτείται άμεσα περαιτέρω αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και της νομιμοποιητικής βάσης του μαθήματος, ώστε ρητά και εκπεφρασμένα να μην θεωρείται πλέον θρησκευτική κατήχηση ή ομολογιακό μάθημα, αλλά ένα μάθημα με σαφώς ανοικτό, πλουραλιστικό και μορφωτικό-γνωσιολογικό περιεχόμενο. Ως βάση του μπορεί να χρησιμοποιηθεί το θρησκευτικό φαινόμενο γενικά, οι μεγάλες θρησκείες του κόσμου, ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία ειδικότερα, με έμφαση στην ιστορία και στον πολιτισμό. Τούτο, άλλωστε, ισχύει εν πολλοίς και στα υπάρχοντα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για εκσυγχρονισμό και προσαρμογή στα σημερινά δεδομένα, τόσο του χαρακτήρα όσο και του περιεχομένου του μαθήματος, όπως άλλωστε οι ίδιοι οι θεολόγοι-εκπαιδευτικοί έχουν επισημάνει σε συνέδρια των τελευταίων ετών με κεντρικό άξονα τον παραπάνω προβληματισμό.

Οι μαθητές οφείλουν να προσεγγίζουν τα παραπάνω από ιστορική και πολιτισμική σκοπιά, όχι μόνο για να γνωρίζουν τη δική τους θρησκευτική παράδοση αλλά και τις θρησκευτικές παραδόσεις των άλλων ανθρώπων με τους οποίους διαβιούν στις σύγχρονες ανοικτές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Μετά την τυπική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου του μαθήματος, η θρησκευτική αγωγή δεν θα συνιστά παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας κανενός μαθητή. Αντίθετα, θα απευθύνεται και θα ενδιαφέρει όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως ομολογίας ή θρησκεύματος[27].

Προς την κατεύθυνση αυτή η ορθόδοξη θεολογία οφείλει να πραγματοποιήσει ένα δημιουργικό άνοιγμα προς τον πολυπολιτισμικό κόσμο μας, προσλαμβάνοντας τα προβλήματα και τους προβληματισμούς του. Χρειάζεται μια νέα προσέγγιση των σημερινών κοινωνικών και πολιτιστικών πραγματικοτήτων, μέσα από μια θεολογία της ετερότητας[28], που δεν θα έχει ωστόσο τίποτε κοινό με το πνεύμα του συγκρητισμού. Είναι όντως ανάγκη στις μέρες μας η Ορθοδοξία να προχωρήσει πιο πέρα και από την νεωτερικότητα και να αποδεχθεί τον πλουραλισμό και την ετερότητα των άλλων κατά τέτοιο τρόπο ώστε  ταυτόχρονα να μην υποτιμά, συμβιβάζει, πολύ δε περισσότερο εγκαταλείπει την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία και ετερότητα. Στοιχεία μιας τέτοιας θεολογίας της διαπολιτισμικότητας ως αλληλοσεβασμός, αποδοχή και ειρηνική συνύπαρξη με την θρησκευτική ή όποια άλλη ετερότητα, είναι διάσπαρτα μέσα στη Βίβλο και τα πατερικά κείμενα[29]. Απαιτείται σαφώς μία άλλη ερμηνευτική προσέγγιση και τελικά μια άλλη νοοτροπία και ένας άλλος προσανατολισμός για την αναγνώρισή τους.

*   Ο Σταύρος Γιαγκάζογλου είναι Σύμβουλος του παιδαγωγικού Ινστιτούτου

 

Σημείωση: Το παρόν μελέτημα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Νομοκανονικά, Επιθεώρηση Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, Έτος Θ΄, Τεύχος 1, Απρίλιος 2010, σσ. 23-48.



[1] Βλ. δηλώσεις της Mariastella Gelmini στο  πρακτορείο Ansa, στην Corriere de la Sera, και στο AFP στις 3.11.2009.

[2] Βλ. Εφημερίδα «Unità» 22-3-1988.

[3] Βλ. ενδεικτικά το άρθρο «Μία παράξενη δικαστική απόφαση» του Silvio Marcus Helmons, Εφημερίδα La Libre Belgique, 29.11.2009, σ. 51.

[4] Βλ. Τσέτση Γ., σχετική αναφορά στη στήλη «Θεολογικά Χρονικά» του περιοδικού Θεολογία 4/2009, σσ. 319-320.

[5] Βλ. Σύσταση 1720 του Συμβουλίου της Ευρώπης με τίτλο «Εκπαίδευση και Θρησκεία», άρθρο 9.

[6] Βλ. W. Hassemer – W. Hoffmann-Riem – J. Limbach, Grundrechte und soziale Wirklichkeit, Baden-Baden 1982, σσ.. 39-76.

[7] Βλ. ενδεικτικά Χρυσόγονου Χ. Κ., «Ανάμεσα στο Σύνταγμα και στην Ευρώπη», άρθρο στην εφημερίδα Το Βήμα, 31.1.2010. Την ίδια εντύπωση αποκομίσαμε και από τις εισηγήσεις ορισμένων συνταγματολόγων κατά την πρώτη δημόσια συζήτηση του θέματος «Τα θρησκευτικά σύμβολα στην εκπαίδευση», την οποία διοργάνωσε το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, δίνοντας την ευκαιρία να γίνει μια πρώτη αλλά ουσιαστική προσέγγισή του. Βλ. σχετική αρθρογραφία στις εφημερίδες Η Καθημερινή, 17.12.2009 και «Ελευθεροτυπία» 19.12.2009. Ο JeanPaul Costa, Πρόεδρος του ΕΔΔΑ και Επίτιμος Σύμβουλος Επικρατείας Γαλλίας σε διάλεξή του με θέμα  «Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα δικαιώματα του ανθρώπου και η επιρροή της στη Γαλλία» αναφέρει τα εξής ενδιαφέροντα: «Το Δικαστήριο, καθώς δεν αποτελεί τέταρτο βαθμό δικαιοδοσίας, δεν έχει την εξουσία να καταργήσει νόμους, να ακυρώσει ή να αναιρέσει αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων…Εμπίπτει στην αρμοδιότητα του καταδικασθέντος Κράτους να υιοθετήσει εκείνα τα ατομικά ή γενικά μέτρα που θα του επιτρέψουν να αποκαταστήσει τις διαπιστωθείσες παραβιάσεις και να αποφύγει την καταδίκη στο μέλλον…όταν το Δικαστήριο αποφασίζει περιορίζεται από τη δεσμευτικότητα του δεδικασμένου που αναπτύσσεται σε επίπεδο εσωτερικού δικαίου (res judicata) και δεν μπορεί να αναπροσαρμόσει ή να ακυρώσει την τελεσίδικη εθνική απόφαση…το Δικαστήριο του Στρασβούργου υποχρεούται να σέβεται την αρχή της επικουρικότητας, η οποία όμως θα στερείτο νοήματος, εάν τα εθνικά δικαστήρια δεν ερμήνευαν και δεν εφάρμοζαν τη Σύμβαση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα δικαιώματα του ανθρώπου αρνείται να καταστεί δικαστής «τέταρτου βαθμού». Εν τούτοις δεν πρέπει να μεταβληθεί ούτε σε δικαστή πρώτου βαθμού!».  Βλ. JeanPaul Costa, « Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα δικαιώματα του ανθρώπου και η επιρροή της στη Γαλλία», Νομικό Βήμα (ΝοΒ)  57/2009,   σσ. 1825-1832, ιδίως σσ. 1828 και 1832. 

[8] Βλ. Χρυσόγονου Χ. Κ., όπ. π.

[9] Βλ. Δελτίο Τύπου του ΕΠΣΕ 24.11.2009.

[10] Βλ. περιοδικό «Επίκαιρα» της 20ης Νοεμβρίου 2009. Σύμφωνα με νεώτερη δημοσκόπηση της RASS που έγινε για λογαριασμό του zoomnews.gr και στο ερώτημα «συμφωνείτε ή διαφωνείτε να καταργηθούν τα σύμβολα (εικόνες, σταυροί) από τα σχολεία, τα δικαστήρια και τα άλλα κτήρια της δημόσιας διοίκησης;» το 82,3% των ερωτηθέντων εκφράζουν τη διαφωνία τους και μόλις το 15,3% συμφωνούν να καταργηθούν τα σύμβολα. Η έρευνα της RASS πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1003 ατόμων στις 29 και 30 Μαρτίου 2010 (Μεγάλη Δευτέρα και Μεγάλη Τρίτη). Βλ. http://magazine.zoomnews.gr/popup.php?book_id=18

[11] Βλ. Θέση 30 της απόφασης του ΕΔΑΔ ως τεκμήρια που στοιχειοθετούν τις θέσεις της ενάγουσας: 30.  La requérante a fourni l'historique des dispositions pertinentes. Elle observe que l'exposition du crucifix se fonde, selon les juridictions nationales, sur des dispositions de 1924 et 1928 qui sont considérées comme étant toujours en vigueur, bien qu'antérieures à la Constitution italienne ainsi qu'aux accords de 1984 avec le Saint-Siège et au protocole additionnel à ceux-ci. Or, les dispositions litigieuses ont échappé au contrôle de constitutionnalité, car la Cour constitutionnelle n'aurait pu se prononcer sur leur compatibilité avec les principes fondamentaux de l'ordre juridique italien en raison de leur nature réglementaire.

Les dispositions en cause sont l'héritage d'une conception confessionnelle de l'Etat qui se heurte aujourd'hui au devoir de laïcité de celui-ci et méconnaît les droits protégés par la Convention. Il existe une « question religieuse » en Italie, car, en faisant obligation d'exposer le crucifix dans les salles de classe, l'Etat accorde à la religion catholique une position privilégiée qui se traduirait par une ingérence étatique dans le droit à la liberté de pensée, de conscience et de religion de la requérante et de ses enfants et dans le droit de la requérante d'éduquer ses enfants conformément à ses convictions morales et religieuses, ainsi que par une forme de discrimination à l'égard des non-catholiques.

[12] Αλιπράντης Ν., «Εφαρμόσιμη στην Ελλάδα η απόφαση για τον Εσταυρωμένο;», Συνήγορος 76/2009, σσ. 42-43.

[13] Βλ. Κρίππα Γ., «Μη εφαρμόσιμη στην Ελλάδα η απόφαση ΕΔΑΔ κατά Ιταλίας για τον Εσταυρωμένο λόγω της “Αρχής του δεδικασμένου”», Εφημερίδα Στόχος 12.12.2009.

[14]  Η έκφραση αυτή είναι δάνειο από το ομώνυμο άρθρο του Μανιτάκη Αντ., στη συλλογή μελετών του με τίτλο, Ερμηνεία του Συντάγματος και λειτουργία του πολιτεύματος, Αθήνα 1996, σ. 201. Για το ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους βλ. ενδεικτικά Βενιζέλου Ευ., Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2000. Κονιδάρη Ιω., Εκκλησιαστικά ΄Ατακτα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1999. Του ιδίου, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2000. Κονιδάρη Ιω., Θεμελιώδεις διατάξεις σχέσεων κράτους – εκκλησίας, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1999. Του ιδίου, Οι σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος και το Έθνος, Στη σκιά των ταυτοτήτων, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2000. Του ιδίου, «Η ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας», Καθ’ Οδόν 16/2000,σσ. 35-48. Μανιτάκη Αντ., «Συγχύσεις, αντιπαραθέσεις και διαχωρισμοί στις σχέσεις της θρησκευτικής, εθνικής και πολιτικής ταυτότητας των Ελλήνων», στο Πολιτιστικές «ταυτότητες» & «παγκοσμιοποίηση», Κείμενα Συνεδρίου, εκδ. Εταιρεία Παιδείας και Πολιτισμού «Εντελέχεια»-Εκπαιδευτήρια Γείτονα & Κωστέα – Γείτονα, Αθήνα 2003, σσ. 139-147. Μαρίνου Α., Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, Ίδρυμα Ι. & Ε. Γρηγοριάδου, Αθήναι 1984. Συλλογικός τόμος «Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας», Δίκαιο και Πολιτική 15 (χ.χ. – 1987;). Φουντεδάκη Π., «Σχέσεις κράτους και εκκλησίας στον ευρωπαϊκό χώρο», Το Σύνταγμα, Διμηνιαία Επιθεώρηση Συνταγματικής Θεωρίας και Πράξης 4-5/2000, σσ. 647-673.

[15] Αλιπράντης Ν., όπ.π.

[16] Βλ. σχετικά Ντεμπρέ Ρ., Η διδασκαλία της θρησκείας στο ουδετερόθρησκο σχολείο, Πρόλογος Ζακ Λαγκ, Μετάφραση Γ. Καράμπελας, Επίμετρο Π. Καλαϊτζίδης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2004. Πρβλ. Ντεμπρέ Ρ., Ανθρώπων κοινωνίες. Για να τελειώνουμε με τη «θρησκεία», Μετάφραση Γιώργος Καράμπελας,  εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2006.

[17] Βλ. άρθρο του Νικολά Σαρκοζί στην εφημερίδα Le Monde,  8.12.2009.

[18] Για μία περαιτέρω ανάλυση βλ. Γιαγκάζογλου Στ., «Φιλοσοφία της ιστορίας και θεολογία της ιστορίας», στο συλ. τόμο Ορθοδοξία και [Μετά-] Νεωτερικότητα, έκδ. Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, Πάτρα 2008, σσ. 15-80.

 

[19] Βλ. Der Spiegel, Αύγουστος 1995 και Κομνηνός Ν.-Κ., «Παρελθόν και μέλλον της θρησκείας στην εκπαίδευση. Η απόφαση «Kruzifix» του ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίου και η σημασία της», στο Χλέπα Ν.-Κ.-Δημητρόπουλου Π., Ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας στο χώρο της εκπαίδευσης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1997, σ. 31.

[20] Βλ. Ντοστογιέφκι Φ., Ο Ηλίθιος, μτφρ. Ελ. Μπακοπούλου, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2008.

[21] Βλ. Lautre soleil, εκδ. Stock, Paris 1973.

[22] Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τον Σταυρόν και εις τον ληστήν, PG 49,413. Πρβλ. Ευδοκίμωφ Π., Η τέχνη της εικόνας, Η θεολογία της ωραιότητας, μτφρ. Κώστα Χαραλαμπίδη, Θεσσαλονίκη 1980, σσ. 233-234).

[23] Βλ. σχετικό άρθρο της εφημερίδας Το Βήμα, 6.11.2009.

[24] Βλ. Συλλογικός τόμος, Πρόσθεση όχι αφαίρεση, πολλαπλασιασμός όχι διαίρεση. Η μεταρρυθμυστική παρέμβαση στην εκπαίδευση της μειονότητας της Θράκης, επιμ. Ά. Φραγκουδάκη, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2008.

[25] Βλ. Χατζησωτηρίου Χρ., «Η χρήση θρησκευτικών συμβόλων στο δημόσιο σχολείο στο πλαίσιο της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης», στο διαδίκτυο http://www.ekpedeftikos.com/index.php?id=2365. Νικολάου, Γ. , Ένταξη και Εκπαίδευση των Αλλοδαπών Μαθητών στο Δημοτικό Σχολείο.  Από την Ομοιογένεια στην Πολυπολιτισμικότητα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000. Βλ. επίσης το συλλογικό έργο του Συμβουλίου της Ευρώπης, Θρησκευτική ετερότητα και διαπολιτισμική εκπαίδευση: ένα βοήθημα για τα σχολεία, επιμέλεια J. Keast, μτφρ. Ν. Χαραλαμπίδου- Ά. Βαλλιανάτος, επιμ ελληνικής έκδοσης Ά. Βαλλιανάτος, έκδ. Συμβούλιο της Ευρώπης, 2008.

[26] Βλ. Μπούρδαλα Π., «Τα θρησκευτικά και φιλοσοφικά σύμβολα στα σχολεία», Εφημερίδα Η Χριστιανική 10.11.2009.

[27] Βλ. Γιαγκάζογλου Στ., «Υπόμνημα σχετικά με την εγκύκλιο του ΥΠΕΠΘ περί απαλλαγής από τα Θρησκευτικά», από κοινού με τους Γ. Στάθη και Π. Καλαϊτζίδη, Σύναξη 108/2008, σσ. 77-79. Του ιδίου, «Το μάθημα των θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση. Φυσιογνωμία, σκοποί, περιεχόμενο, νέα βιβλία, διαθεματική προσέγγιση, ευρωπαϊκή προοπτική, θεολογία της ετερότητας», στα Πρακτικά της Επιστημονικής Ημερίδας, Τα Θρησκευτικά στο σύγχρονο σχολείο. Απέναντι στις προκλήσεις των καιρών, έκδ. Ι. Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, Νεάπολη Θεσσαλονίκης 2007, σσ. 34-108. Του ιδίου, «L’administration des cultes en Grèce», στο συλ. τόμο L’administration des cultes dans les pays de l’Union Européenne, Editor: Brigitte Basdevant-Gaudemet, εκδ. Peeters, Leuven-Paris-Dudley, MA 2008, σσ. 131-139. Του ιδίου, «Η φυσιογνωμία και ο χαρακτήρας του θρησκευτικού μαθήματος. Η θρησκευτική αγωγή στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες», στο συλλ. τόμο Τα θρησκευτικά ως μάθημα ταυτότητας και πολιτισμού, Εισηγήσεις Σεμιναρίου της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης της Ορθοδοξίας σε συνεργασία με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, Βόλος 15-17 Μαΐου 2004, εκδ. Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2005, σσ. 126-144.

[28] Βλ. σχετικά Ζηζιούλα Δ. Ιωάννη., Μητροπολίτη Περγάμου, «Κοινωνία και ετερότητα», Σύναξη 76/2000, σσ. 5-15. «Πολιτιστικές Ταυτότητες και Παγκοσμιοποίηση», στο Πολιτιστικές «ταυτότητες» & «παγκοσμιοποίηση», Κείμενα Συνεδρίου, εκδ. Εταιρεία Παιδείας και Πολιτισμού «Εντελέχεια»-Εκπαιδευτήρια Γείτονα & Κωστέα  – Γείτονα, Αθήνα 2003, σσ. 25-33. Πολιτισμική διαφορετικότητα και αμοιβαία κατανόηση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Ετήσια Διάλεξη εις Μνήμη Κωνσταντίνου Λεβέντη, εκδ. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία 2004. Zizioulas D. John, Communion and Otherness, Further Studies in Personhood and Church, edided by P. McPartlan, T&T Clark, London 2006. Γιαγκάζογλου Στ., «Πρόσωπο και ετερότητα. Δοκίμιο για μια θεολογία της ετερότητας», Ίνδικτος 21/2006, σσ. 87-125. Καραβιδόπουλου Ιω., «Ο θρησκευτικός πλουραλισμός της εποχής της εμφάνισης του χριστιανισμού και του σημερινού κόσμου», Καθ’ Οδόν 16/2000, σσ. 19-22. Καραγιάννης Βασίλειος, Χωρεπίσκοπος Τριμυθούντος, Ο θρησκευτικός και εθνικός πλουραλισμός της νέας κοινωνίας του κόσμου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2002. Κλάψη Ε., «Πολυπολιτισμός και Ορθοδοξία», στο Η Ορθοδοξία στο Νέο Κόσμο, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 19-28. Κλάψη Ε., (επιμ.), Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο, Ένας οικουμενικός διάλογος, Πρόλογος Ν. Κοτζιάς, μτφρ. Α. Αλαβάνου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2006. Clapsis E., «The Orthodox Church in a pluralistic World», στο Orthodoxy in Conversation. Orthodox Ecumenical Engagements, εκδ. World Council of Churches Publications, σσ.127-150, Γενεύη 2000. Clapsis E. (επιμ.), The Orthodox Church in a pluralistic World, An Ecumenical Conversation, εκδ. World Council of Churches Publications – Holy Cross Orthodox Press, Geneva-Brookline 2004. Καλαϊτζίδη Π., «Πολυπολιτισμική πολυθρησκευτική κοινωνία και το κατηχητικό έργο της Εκκλησίας», Θεολογία 3/2009, σσ. 93-122.

[29] Μπολτέτσου Κ. Τρ., Η Θεολογία της Πολυπολιτισμικότητας στην Καινή Διαθήκη. Η ευλογία της ετερότητας  Συνέπειες και προεκτάσεις, Αταλάντη 2000. Γκίτση Α., «Πολυπολιτισμικότητα και θεολογικές προσεγγίσεις», Καθ’ Οδόν 16/2000, σσ. 99-110. Καμπερίδη Λ., Δος μοι τούτον τον ξένον, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2006. Παπαθανασίου Ν. Θ., Ο Θεός μου ο Αλλοδαπός. Κείμενα για μιαν αλήθεια που είναι «του δρόμου», εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 22004. «Διδάσκοντας γύπτους και τσελεπήδες περί περιτομής και αβατάρα ή ο Θεός μου ο Αλλοδαπός», στο συλλ. τόμο Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση στον καιρό της Παγκοσμιοποίησης, Πρακτικά Συνεδρίου Αθήνα 28-29 Ιανουαρίου 2005, Γραφείο Νεότητος Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, έκδ. Γραφείου – Ιδρύματος Νεότητος Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Αθήνα 2007, σσ. 139-151. Βασιλειάδη Π., «Η Ορθόδοξη Εκκλησία μπροστά στην πρόκληση του πλουραλισμού και της μετανεωτερικότητας», στο συλλ. τόμο Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση στον καιρό της Παγκοσμιοποίησης, Πρακτικά Συνεδρίου Αθήνα 28-29 Ιανουαρίου 2005, Γραφείο Νεότητος Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, έκδ. Γραφείου – Ιδρύματος Νεότητος Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Αθήνα 2007, σσ. 81-93.

Π Ρ Ο Τ Α Σ Η για τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν

 Π Ρ Ο Τ Α Σ Η: Θρησκευτική λευθερία, νθρώπινα δικαιώματα, καί τό μάθημα τν θρησκευτικν

 

Του Χριστόφορου Αρβανίτη*

 

 

1. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ

 

1.1. Παγκοσμιοποίηση καί παγκόσμια κουλτούρα.

1.1.1. Στό πλαίσιο τς παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας προσέγγιση το θρησκευτικο φαινομένου ποβαθμίζεται καί πό γενικό κοινωνικά διαδραστικό φαινόμενο γίνεται μερικό καί τοπικό.

1.1.2. Τό θρησκευτικό φαινόμενο νάγεται σέ συστατικό στοιχεο τοπικς πολιτισμικς ταυτότητας, δημιουργώντας χρηστικές διακρίσεις μέ κοινωνικές πιπτώσεις το τύπου: «λληνας καί ρα ρθόδοξος».

1.1.3. δθεν νοδος το θρησκευτικο καί «αξηση» το ποσοστο τν θρησκευόντων εναι καθαρς ργαλειακή καί πιφαινομενική, καθώς φείλεται σέ πολιτικές καθαρς πιλογές. (Φονταμενταλισμός καί νεοσυντηρητική μερικανική πολιτική σχολή).

 

2. θρησκεία ς προϊόν το νθρώπινου πολιτισμο.

2.1. θρησκεία ς προϊόν το νθρώπινου πολιτισμο καλύπτει νθρώπινες ναγκαιότητες.

2.2. πίστη στόν Θεό ποτελε ναγκαία διανοητική πράξη, ποία ρχεται νά καλύψει τά κενά τς λογικς μικρότητας το νθρώπου.

2.3. Θεός, μως, ατός καθ’αυτός, δέν ρίζεται ρευνητικά καί πομένως δέν ρίζεται καί διανοητικά, (πόσο μλλον δέ ταν πρόκειται γιά τόν Θεό τς ποφατικς θεολογίας). ποτελε ντικείμενο-ρώτημα το φιλοσοφικο προβλήματος. (Θεολογία-Δαμασκηνός-Θωμς κινάτης).

 

1.3. «ναγκαία» ντικατάσταση.

1.3.1. ξελικτικά, μετά τήν ν γένει πόριψη τν μεταφυσικν προσεγγίσεων καί ρμηνειν το φυσικο, νθρωπος ντικαθιστ ν μέρει τόν Θεό μέ λλες πόλυτες ξίες πως Λογική, στορία, ξουσία, Βούληση, λευθερία.

1.3.2. Ατές ο ννοιες, παρ’τι γγυνται θεωρητικά κοινωνική σταθερότητα καί προτείνουν λύσεις στούς φόβους καί τίς παρξιακές γωνίες το νθρώπου, μπλέκονται, στόσο, σέ πρακτικό πίπεδο μέ τά νθρώπινα συμφέροντα.

 

2.ΘΕΣΜΙΚΑ

 

2.1. Ο θρησκεες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, χι μως τόν κύριο καί μοναδικό:

α.στή διαμόρφωση τν ταξικν κοινωνιν (Marx)

β. στή γέννηση τν πολιτισμν (Durkheim)

γ.στή συγκρότηση τν πολιτικν θεσμν (Hobbes)

δ.στήν πιλογή οκονομικο μοντέλου (Weber)

Ατό σημαίνει τι τό θρησκευτικό παραμένει να σημαντικό κοινωνικό φαινόμενο, τό ποο, μως, θά πρέπει, καθ’αυτό, νά ναπροσαρμόζει τήν λη θεσμική του παρουσία.

2.2. Σέ μιά θεσμικά καί λειτουργικά δημοκρατική κοινωνία, καί θρησκεία θά πρέπει  νά ναπροσαρμόζει δημοκρατικά τίς θεσμικές της λειτουργικές της μορφές, στε νά χει λόγο σχυρό, ποδεκτό καί γκυρο.

2.3.  Σέ πίπεδο θρησκευτικο φαινομένου ατή δημοκρατική θεσμική ναπροσαρμογή δέν γινε καί, πομένως, στό χρο τς κπαίδευσης, ναν πό τούς κατ’ξοχήν χώρους παραγωγς κοινωνικν καί πολιτισμικν δημοκρατικν ρόλων, τό μάθημα τν θρησκευτικν χρεώνεται τή θρησκευτική κύρωση.

2.4. Στόν λλαδικό χρο, τό μάθημα ς μάθημα καί τό πρόσωπο το διδάσκοντος ς ποκείμενο παροχς τς γνώσης ταυτίστηκε μέ τή θεσμική κφραση της θρησκείας καί τήν μολογιακή κατήχηση. Ατό, μως, εναι τελείως ντιφατικό γιατί λοι γνωρίζουν τι Διοικούσα κκλησία θεσμικά καί τεχνοκρατικά δέν χει ρόλο στό λο διαμορφωμένο πλαίσιο το μαθήματος. (Θεολογικές Σχολές, Θεολόγοι καθηγητές, σχολικά βιβλία).

 

3. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ.

 

Γενικές διαπιστώσεις:

3.1. λη το μαθήματος δέν νταποκρίνεται στίς παιτήσεις μις σύγχρονης πολυπολιτισμικς καί πολυθρησκευτικς κοινωνίας.

3.2. λη το μαθήματος, μέ μοναδικές σως ξαιρέσεις καί ατές κατά περίπτωση, τν βιβλίων τς Β και Α Γυμνασίου, δέν συνδέεται μέ τά σύγχρονα κοινωνικά καί νθρωπολογικά προβλήματα

3.3. Συνεχίζεται κατηχητική καί μονοομολογιακή προσέγγιση το ντικειμένου σέ λες σχεδόν τίς τάξεις. Ατό σημαίνει τι τό μάθημα βρίσκεται σέ μονοδιάστατη θρησκευτική κατεύθυνση, κάτι τό ποο δέν συνάδει μέ τήν πολυμορφικότητα το διου το ντικειμένου. κατηχητική προσέγγιση δηλώνει κπαιδευτικό λικό προσαρμοσμένο σέ μία καί μόνο πίστη καί, πομένως, χι λικό μέ χαρακτήρα καθαρς γνωσιοκεντρικό.

3.4. προσέγγιση το θρησκευτικο φαινομένου θά πρεπε, δη πό τήν δεκαετία το 80, νά εναι διαομολογική, διαθρησκευτική καί, σο τό δυνατόν, πολιτισμική καί διαπολιτισμική. γνώση το θρησκευτικο μέ πολλαπλές διαίτερες ναφορές στό πολυθρησκευτικό, πολυπολιτισμικό καί πολυδιάστατο κοινωνικό δεδομένο παιτε καθαρά πιστημονική προσέγγιση καί πτεται κυρίως κοινωνιολογικν προσεγγίσεων.

3.4. Γνωσιοκεντρικότητα το θρησκευτικο πό τή μιά καί κατήχηση πό τήν λλη, ποτελον ννοιες πιστημονικά καί ρευνητικά σύμβατες.

 

πό τό πρίσμα ατό τν διαπιστώσεων:

α. Τό κράτος, ς  κυρίαρχος θεσμός, ο φορες καί τά πρόσωπα πού τό παρτίζουν, ποδοκιμάζουν τήν μονοδιάστατη θρησκευτική μολογιακή κατεύθυνση το μαθήματος καί ζητον τήν ποβάθμισή του, καθώς ατό πού κυριαρχε εναι ντίληψη τι θρησκευτική λευθερία καί μολογιακός χαρακτήρας δέν συμβαδίζουν.

β. θεολόγος καλεται νά ποδείξει τή χρησιμότητα το μαθήματός του γνωσιολογικά καί πιστημονικά. Ο ποιεσδήποτε μπειρικές καί παρξιακές ναφορές, σο νδιαφέρουσες καί νά εναι, άν δέν εναι γνωσιοκεντρικές, παραμένουν διάφορες καί νούσιες.

γ. θεολόγος καλεται νά ποδείξει τι στό σύγχρονο δημοκρατικό καί διαδραστικό σχολεο χει σύγχρονο λόγο καί δεδομένη γνώση.

δ. θεολόγος καλεται νά διαμορφώσει καί νά ποδείξει τι τό μάθημα τν θρησκευτικν εναι πράγματι δικαίωμα γνωσιοκεντρικό καί χι κατηχητικό-μολογιακό.

ε. θεολόγος καλεται νά στηρίξει τό γεγονός τι διαγραφή το μαθήματος, πό τά μαθήματα γενικς ποχρεωτικς παιδείας, σοδυναμε μέ πνευματικό γκλημα.

 

Προβλήματα:

α. Τό ΥΠΕΠΘ, θά πρέπει νά ποσαφηνίσει άν πιθυμε να μάθημα θρησκευτικν γνωσιοκεντρικό καί γενικς παιδείας καί ρα ποχρεωτικό να μάθημα κατηχητικό-μολογιακό, μή ποχρεωτικό καί ρα ποβαθμισμένο καί πιλεγόμενο.

β. Τό Π.Ι φείλει, πιτέλους, νά προχωρήσει στήν μεση καί στήν ξολοκλήρου ναπροσαρμογή τς παρεχόμενης λης σέ οκουμενική, διαπολιτισμική καί διαθρησκευτική κατεύθυνση. Πρός τό παρόν, μέ μιά κίνηση ποία θά ποδεικνύει τι ντιλαμβάνεται πλέον τή διαμορφούμενη κατάσταση, θά πρέπει νά προχωρήσει σέ μεση νάκληση το γχειριδίου τς Α Λυκείου, ς τό βιβλίο κενο μέ τίς πλέον ντιεπιστημονικές καί ναχρονιστικές πόψεις στό χρο τς κπαίδευσης.

γ. Ο Θεολογικές Σχολές νά προχωρήσουν σέ πλήρη ναμόρφωση το προγράμματος σπουδν, κρατώντας ν μέρει τό μολογιακό καί προκρίνοντας ν γένει τό οκουμενικό, κοινωνιολογικό, διαθρησκευτικό καί διαπολιτισμικό χαρακτήρα τν σπουδν. μεση θά πρέπει νά εναι καί μετονομασία τν τμημάτων Θεολογίας σέ τμήματα Θεολογίας καί πιστήμης τν Θρησκειν.

 

Τό Παράδειγμα.

 

1. Τό ζήτημα τς δημιουργίας το κόσμου πό τόν Θεό.

α. Διαθρησκευτική-Διαομολογική.

Στόν Χριστιανισμό-μολογίες, στό σλάμ, στόν νδουϊσμό, στό Βουδισμό, στά φρικανικά θρησκεύματα, στίς νδιάνικες θρησκεες, στόν Κομφουκιανισμό κλπ., μέσα από τίς πηγές καί τά ερά κείμενα τν θρησκειν. Συγκριτική πίσης ναφορά.

β. Κοινωνιολογική.

Ο διάφορες προβολές τν θρησκευτικν ντιλήψεων πού προαναφέρθηκαν στίς πιμέρους κοινωνίες, θεσμούς, οκονομικά καί πολιτικά συστήματα.

γ. Πολιτισμική.

ντιστροφή το β. Κατά πόσο διαμόρφωση νός πολιτισμο πηρεάζει τή διαμόρφωση τς πίστης σέ μιά α β θρησκευτική δοξασία. Τά πολιτισμικά δεδομένα μις περιοχς νός λαο καί κατά πόσο ατά πιδρον στήν μφάνιση μις θρησκείας.

 

2. Γάμος.

α. Διαθρησκευτική-Διαομολογιακή.

Γάμος ς μυστήριο θρησκευτική τελετή στίς διάφορες θρησκεες. Τελετουργικό. Συγκριτικές ναφορές.

β. Κοινωνιολογική.

Κοινωνιολογικά δεδομένα συναφή μέ τή θεσμικότητα το γεγονότος. π.χ. ρόλος τς οκογένειας, το πατέρα, τς μητέρας…κλπ. Σύγχρονοι προβληματισμοί. Γάμος μοφυλοφίλων, σύμφωνο συμβίωσης, πολιτικός γάμος. γαμες μητέρες. Φυλοτικά προβλήματα.

γ. Πολιτισμική.

Γάμος-οκογένεια σέ διαφόρους πολιτισμούς, θη, θιμα. Πατριαρχία, μητραρχία, σότητα.

 

Ατο το εδους, ο οτως λλως, δ πρόχειρες παραδειγματικές διαομολογιακές, διαθρησκευτικές καί διαπολιτισμικές προσεγγίσεις το πιστητο το μαθήματος τν θρησκευτικν:

α. πιτρέπουν τήν γνωσιοκεντρική, πιστημονική προσέγγιση, καθώς καί τόν λεγχο τς παρεχόμενης γνώσης,

β. σέβονται, καθώς δέν θέτουν κν, τό ζήτημα τς πίστης ς δικαίωμα καί ς στοιχεο τς νθρώπινης λευθερίας,

γ.διασφαλίζουν τήν παρουσία το θρησκευτικο κατά τρόπο πιστημονικό καί δημοκρατικό στήν παρεχόμενη κπαιδευτική γνώση.

 

Ο παραπάνω σκέψεις καί προτάσεις ποτελον κατάθεση εθύνης. Τήν εθύνη νός νθρώπου πού τά τελευταα χρόνια συνεχς πισημαίνει ατό πού τελικά πάει νά γίνει: λλάζει τό λο πλαίσιο το μαθήματος ριζικά καί ναδιαμορφώνεται σέ νέα βάση, λαμβάνοντας π’ψιν σα προαναφέρθηκαν τό μάθημα ποβαθμίζεται καί περν στή λίστα τν πιλεγομένων μέ τίς περαιτέρω βεβαίως συνέπειες γιά τίς θεολογικές σπουδές καί τίς θεολογικές σχολές. προσφερόμενος, πάντως, χρόνος γιά λλαγές εναι λάχιστος νύπαρκτος.

                                                                                                      

* Ο Χριστόφορος ρβανίτης είναι Δρ. Θεολογίας-Κοινωνιολογίας τς Θρησκείας, harvanitis@yahoo.gr

Θρησκευτικά για όλους τους μαθητές!

Θρησκευτικά για όλους τους μαθητές!


ΣΤΟ ΝΕΟ ΛΥΚΕΙΟ: Να εξελιχθεί σ’ ένα μάθημα γενικής παιδείας με γνωσιολογικό χαρακτήρα που θ’ απευθύνεται σ’ όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως θρησκευτικής προέλευσης


Του Χάρη Ανδρεόπουλου*



Τι είδους μάθημα θέλουμε νά’ ναι τα Θρησκευτικά, ομολογιακό ή γνωσιολογικό; Υποχρεωτικό μόνο για τους ορθοδόξους μαθητές και προαιρετικό για όλους τους άλλους (ετεροδόξους και αλλοθρήσκους) ή μήπως υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως θρησκευτικής προέλευσης, όπως είναι (υποχρεωτικό, ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης) το μάθημα της Ιστορίας;

To ερώτημα καθίσταται επίκαιρο εξαιτίας της συζήτησης που (ξανα-) ξεκίνησε μ’ αφορμή τις «διαρροές» για τη δομή του νέου Λυκείου που είδαν προσφάτως το φως της δημοσιότητας και θέλουν τα Θρησκευτικά, στο ωρολόγιο πρόγραμμα του νέου Λυκείου, υποβαθμιζόμενα στην κατηγορία των προαιρετικών μαθημάτων. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις δηλώσεις της υπουργού Παιδείας Αννας Διαμαντοπούλου ότι οι «διαρροές» αυτές δεν αποτελούν πρόταση του υπουργείου, παρά προσωπικές απόψεις τινών στελεχών που σε τίποτα, φυσικά, δεν δεσμεύουν το υπουργείο και ότι η (πραγματική) πρόταση για τα Θρησκευτικά (όπως και για τα άλλα μαθήματα) θα δημοσιοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας της διαβούλευσης, και συμμετέχοντας στο εξελισσόμενο δημόσιο διάλογο καταθέτουμε τις παρακάτω σκέψεις μας για τον χαρακτήρα του μαθήματος, ο σαφής προσδιορισμός του οποίου θα παίξει, κατά τη γνώμη μας, καθοριστικό ρόλο για την ειδική βαρύτητα που θα έχει το μάθημα (υποχρεωτικό ή προαιρετικό) στο ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου.

Κατά τη γνώμη μας το μάθημα τα τελευταία χρόνια απέκτησε σαφή παιδαγωγικό προσανατολισμό και άρχισε να απομακρύνεται με σταθερά βήματα από τον παραδοσιακό κατηχητισμό και μέσα από αλλαγές που συντελέσθηκαν στα αναλυτικά προγράμματα και με την παράλληλη αναβάθμιση της ποιότητας των σχολικών βιβλίων το μάθημα άρχισε προοδευτικά να παίρνει έναν χαρακτήρα κατά βάσιν γνωσιολογικό, σαν αυτόν που χαρακτηρίζει και τα υπόλοιπα σχολικά μαθήματα, έχοντας, αναμφιβόλως, ενσωματωμένο και το βιωματικό στοιχείο.
Διευκρινίζω ότι όχι μόνο δεν διάκειμαι αρνητικά στη κατήχηση, αλλά τη θεωρώ πολύ σοβαρή υπόθεση και ότι όταν μου δίδεται η ευκαιρία συμμετέχω και υποστηρίζω κάθε κατηχητικό έργο και δράση της Ιεράς μας Μητροπόλεως μαζί με άλλους εκλεκτούς συναδέλφους. Θεωρώ, όμως, ότι άλλο κατήχηση, κι άλλο εκπαίδευση. Αλλοι είναι οι σκοποί της κατήχησης (η οποία γίνεται εντός της Εκκλησίας και απευθύνεται αποκλειστικά σε ορθοδόξους), και άλλοι οι σκοποί της εκπαίδευσης (η οποία παρέχεται μέσα στο σχολείο και απευθύνεται, ειδικά στις μέρες μας, σε μαθητές διαφορετικών θρησκειών). Το ένα (κατήχηση) δεν αποκλείει το άλλο (εκπαίδευση), ωστόσο, οι ρόλοι και οι σκοποί τους (πρέπει να) είναι διακριτοί.

Το θρησκευτικό μάθημα είναι μάθημα θεολογικό – εκπαιδευτικό, το διδάσκουν εκπαιδευτικοί που σπούδασαν τη θεολογική επιστήμη στα Θεολογικά Τμήματα των Πανεπιστήμιων μας και διδάσκουν μαθήματα όπως Βιβλική Θεολογία και Ιστορία, Χριστιανική θεολογία και Παράδοση, Πατερική Γραμματεία, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική θεολογία, Ιστορία και Θεολογία του Ιουδαϊσμού και Ισλαμισμού, και άλλων θρησκειών, έχοντας, φυσικά, ως επίκεντρο τη θρησκευτική παράδοση της χώρας μας, η οποία υποστασιάζεται στην Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θα πρέπει να ξεκαθαρισθεί ότι στο σχολείο, στη τάξη δεν κάνουμε κατήχηση ή «σωτηριολογία», αλλά θεολογία, με βάση τις γνώσεις μας απ’ το πανεπιστήμιο και τις οδηγίες απ’ το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Και, φυσικά, όταν αξιολογούμε τους μαθητές δεν βαθμολογούμε τη πίστη τους, αλλά τον επίδοσή τους στους γνωστικούς στόχους του μαθήματος. Οι συνάδελφοι θεολόγοι που διαγωνίζονται εδώ και χρόνια στη διαδικασία του ΑΣΕΠ δεν εξετάζονται για την πίστη τους, αλλά αξιολογούνται για την επιστημονική τους επάρκεια (όπως οι φιλόλογοι, οι μαθηματικοί, οι χημικοί, κ.ο.κ.), για τις γνώσεις τους, τις οποίες αργότερα, όταν διορισθούν, καλούνται να προσφέρουν κατά τη διδασκαλία του μαθήματος στην τάξη.

Συνεπώς, το περιεχόμενο του μαθήματος πρέπει να είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να εξυπηρετεί όλα τα παραπάνω στοιχεία και να αποτελεί αντικείμενο διδασκαλίας με τέτοιο τρόπο που να «κρατάει» στη τάξη όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Οπως μένουν στο μάθημα της Ιστορίας όλοι οι μαθητές ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής, έτσι να μένουν και στα Θρησκευτικά. Να είναι τα Θρησκευτικά ένα μάθημα (θρησκευτικού) «εγγραμματισμού», όπως πολύ εύστοχα παρετήρησαν και ανέλυσαν σε άρθρο τους στην «Καθημερινή» (28/09/2008, σελ. 7) οι συναδέλφισσες Ολγα Γριζοπούλου και Πηγή Καζλάρη, σαν όλα τ’ άλλα μαθήματα στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, με χαρακτήρα κατά βάσιν γνωσιολογικό.

Να είναι ένα μάθημα, επίσης, που να μπορεί να αρθρώσει λόγο και να δώσει απαντήσεις πάνω στα μεγάλα υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα. Ένα τέτοιο μάθημα πιστεύουμε πως θα το αγαπάνε οι μαθητές και οι γονείς και θα θέλουν να το διδάσκονται τα παιδιά τους. Μπορούμε να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις για ένα τέτοιο μάθημα; Ενα μάθημα, δηλαδή, ευρύτατης αποδοχής και νομιμοποίησης; Νομίζω ναι. Από μας εξαρτάται – ας το προσπαθήσουμε.

 

* Ενόψει των εξελίξεων που έχουν δρομολογηθεί για το νέο Λύκειο και ευρύτερα για τη Β’/βάθμια Εκπαίδευση θεωρώ ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε με υπεύθυνο επιστημονικό λόγο, παιδαγωγικές προτάσεις και εκπαιδευτικά επιχειρήματα τις προσπάθειες για τις όποιες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και να προσπαθήσουμε να τις συνδιαμορφώσουμε με θετικές παρεμβάσεις, χωρίς να κλεινόμαστε αμυντικά στον εαυτό μας, για να μη διαπιστώσουμε κάπως αργά ότι, όπως λέει ο Αλεξανδρινός ποιητής, «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μας έκτισαν τείχη» και πως «ανεπαισθήτως μας έκλεισαν από τον κόσμο έξω». Ας το παλέψουμε να το αποτρέψουμε.

 

* O Xάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), καθηγητής Β/θμιας εκπαίδευσης (Γυμνάσιο Δομενίκου Ελασσόνας)

 

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Λάρισας, Πέμπτη, 11 Νοεμβρίου 2010

"ΚΑΙΡΟΣ": Προτάσεις επ. Υ.Π.Δ.Μ.Θ. για "Νέο" Λύκειο

Σχετικά με τις «Προτάσεις επιτροπής του Υ.Π.Δ.Μ.Θ. για την αναμόρφωση του Λυκείου»

 

Ανακοίνωση του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου "ΚΑΙΡΟΣ"

 


 

Μετά τη δημοσιοποίηση κειμένου με τις «Προτάσεις για την αναμόρφωση του Λυκείου» που επεξεργάστηκε επιτροπή του Υπουργείου παιδείας, δια βίου μάθησης & θρησκευμάτων, και επειδή θεωρούμε επιβεβλημένη τη συμβολή μας στο δημόσιο διάλογο που διεξάγεται, καταθέτουμε τις παρακάτω απόψεις:

1. Πριν από οποιαδήποτε άλλη κρίση για το κείμενο της επιτροπής σχετικά με το περιεχόμενο και τις κατευθύνσεις του «νέου Λυκείου», οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ως ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι το Υπουργείο θέτει επί τάπητος το πρόβλημα, ομολογώντας -έστω και με τη μέθοδο της διαρροής- την ανεπάρκεια και τη βαθιά κρίση που χαρακτηρίζουν αυτή τη βαθμίδα της εκπαίδευσης.

Στο πλαίσιο αυτό αντιμετωπίζουμε κατ’ αρχάς θετικά και το άνοιγμα της δημόσιας συζήτησης για το χαρακτήρα του Λυκείου. Συμφωνούμε και εμείς ότι απαιτούνται ριζικές και ουσιαστικές αλλαγές, για να πάψει η υπαγωγή και απορρόφηση της εκπαιδευτικής αυτής βαθμίδας από την ασφυκτική και στρεβλή διαδικασία των εισαγωγικών εξετάσεων και να ανακτήσει τον αυτοτελή μορφωτικό χαρακτήρα που οφείλει να έχει στην αγωγή των νέων.

 

2. Διαπιστώνουμε όμως, ότι το συγκεκριμένο σχέδιο για το «νέο Λύκειο», παρότι τονίζει την ανάγκη «μορφωτικής αυτοτέλειας» του Λυκείου, εν τούτοις, στην πράξη συναρτά πλήρως το Πρόγραμμα Σπουδών του με την προοπτική εισαγωγής των μαθητών στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση και το καθιστά έτσι, για άλλη μία φορά, υποτελές σε αυτήν.

Είναι γεγονός, ότι το σχέδιο του «νέου Λυκείου» είναι μια αντιγραφική παραλλαγή του εκπαιδευτικού προτύπου του International Baccalaureate Diploma Programme, γνωστού και ως Ι.Β. Ως γνωστόν, το Ι.Β. είναι ένα ειδικό προ-πανεπιστημιακό σύστημα εκπαίδευσης, που απευθύνεται σε μαθητές ιδιαίτερου μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου (elite), με ειδικούς στόχους στενά συναρτημένους με τις μετέπειτα ακαδημαϊκές σπουδές τους στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο, ότι τα σχολεία αυτά πιστοποιούνται από Οργανισμό του Ι.Β.D.P., ώστε να ανταποκρίνονται σε αυστηρά κριτήρια και αυξημένες απαιτήσεις, όπως: μαθήματα διαφορετικών επιπέδων (SL/standard level, HL/high level), με δυνατότητα επιλογής της διδακτέας ύλης από ένα ευρύτατο φάσμα βιβλιογραφίας, άρτιες υποδομές, με ειδικά επιμορφωμένους εκπαιδευτικούς, σύγχρονες και ενημερωμένες βιβλιοθήκες, εργαστήρια υψηλών προδιαγραφών, χρήση και αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών,  και, φυσικά, υψηλό προϋπολογισμό για τη λειτουργία τους. Για όλους αυτούς τους λόγους άλλωστε, στις ευρωπαϊκές χώρες αυτά τα -ειδικών προδιαγραφών- σχολεία εντάσσονται στα μη υποχρεωτικά. Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, αν είναι φρόνιμο, εφικτό και… έντιμο, να αποτελέσει το Ι.Β. γενικευμένο πρότυπο για ένα εκπαιδευτικό σύστημα εθνικής κλίμακας και δημόσιας αναφοράς σαν το ελληνικό -και μάλιστα από το επόμενο σχολικό έτος!

Οι «Προτάσεις» της επιτροπής δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν σοβαρά τα ερωτήματα αυτά, όπως επίσης δεν φαίνεται να λαμβάνουν καθόλου υπ’ όψη τους όλα τα σχετικά παιδαγωγικά και λειτουργικά προβλήματα που θα προκύψουν από μια βιαστική και απροϋπόθετη εφαρμογή του σε εθνικό επίπεδο. Σχεδιάζοντας επί χάρτου, προχωρά στη διατύπωση «Προτάσεων» διεξόδου από την κρίση οι οποίες, όμως, βασίζονται σε μια επιδερμική και ρηχή διάγνωση των πραγματικών προβλημάτων του Λυκείου -που είναι άλλωστε εν πολλοίς προβλήματα και της υποχρεωτικής εκπαίδευσης: Η «μεγάλη έκταση της διδακτέας ύλης, η κατακερματισμένη και εργαλειακή προσέγγισή της, η κανονιστική διδασκαλία κ.ά.» χρεώνονται με συνοπτικές διαδικασίες «στην υποχρεωτική διδασκαλία των μαθημάτων» και προβάλλεται ως πανάκεια, για όλα τα δεινά που κατατρύχουν το Λύκειο, «η δυνατότητα των μαθητών να επιλέγουν τα μαθήματα που θα διδαχθούν», ώστε να καταστούν «συμμέτοχοι και υπεύθυνοι για τη μόρφωσή τους»! Εννοείται βέβαια, ότι -με βάση αυτήν την απλουστευτική λογική- θα έπρεπε να απορριφθούν ως αποτυχημένα όλα εκείνα τα εκπαιδευτικά συστήματα (βλ. Φιλανδία, Νορβηγία κ.α.)[1] που στηρίζονται σε ένα ευρύ φάσμα υποχρεωτικών μαθημάτων και που μέχρι πρότινος θαυμάζαμε…

Συμπερασματικά, επιβεβαιώνεται η αρχική μας διαπίστωση, που συνιστά και το λόγο της βασικής μας αντίρρησης στο σχέδιο της επιτροπής για το «νέο Λύκειο»: παρά τις διακηρύξεις  αγαθής πρόθεσης για την ενίσχυση της «κριτικής σκέψης» κ.λπ., όχι μόνο δεν θίγεται αλλά, αντίθετα, επιτείνεται ο αποσπασματικός, χρησιμοθηρικός και τεχνοκρατικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης στο Λύκειο. Ο λόγος είναι προφανής και η ανακολουθία κραυγαλέα: εφόσον τα επιλεγόμενα μαθήματα συνδέονται άμεσα και καθοριστικά με την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, υπονομεύεται ο θεμελιώδης στόχος των «Προτάσεων» που είναι -και σωστά- η μορφωτική αυτοτέλεια του Λυκείου, το οποίο καθίσταται για άλλη μία φορά υποτελές.

 

3. Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι το σχέδιο για το «νέο Λύκειο» παροπλίζει, αν δεν ακυρώνει παντελώς, την κοινωνική απαίτηση για μια ηθική και θρησκευτική αγωγή, η οποία είναι απαραίτητη για την ψυχική και πνευματική ανάπτυξη καθώς και για την κοινωνική  ωρίμανση των σημερινών νέων. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόβλεψη για το μάθημα των Θρησκευτικών ως «επιλεγόμενο» από την Α΄ Λυκείου ακόμη, συνιστά σαφή υποτίμηση της ανάγκης για συστηματική και ουσιαστική θρησκευτική αγωγή και μάλιστα στην πιο κρίσιμη ηλικιακή φάση της εφηβείας -αυτής της "πρώιμης ενήλικης ζωής" των αυριανών Ελλήνων πολιτών. Πολύ περισσότερο, που η θρησκευτική αγωγή αποτελεί ρητή υποχρέωση του ελληνικού Σχολείου σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, τις Συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης καθώς και την καταξιωμένη πρακτική στα εκπαιδευτικά συστήματα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Σήμερα σε παγκόσμιο και, κυρίως, ευρωπαϊκό επίπεδο (και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) δημοσιεύονται σημαντικές και μακροχρόνιες επιστημονικές έρευνες για τη θρησκευτική εκπαίδευση, οι οποίες από τη μια, υποδεικνύουν την υποχρεωτικότητά της στα δημόσια σχολεία υπό κρατική μέριμνα -κάτι που κατά βάση συμβαίνει στη χώρα μας μέχρι σήμερα- και από την άλλη, τονίζουν τη καθοριστική σημασία της στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη του ανθρώπου στις ηλικίες των 15-18 χρόνων. Σε αυτήν την ιδιαίτερα κρίσιμη ηλικία, οι νέοι «διανοίγουν» την ταυτότητά τους προς τα έξω, σχετίζονται με τα δικά τους -προσωπικά πια- κριτήρια, αναλαμβάνουν ρόλους και ευθύνες, συγκρούονται, δοκιμάζουν και δοκιμάζονται. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, στην ηλικιακή φάση του Λυκείου ο θρησκευτικός εγγραμματισμός -θεμελιώδης στόχος της ευρωπαϊκής θρησκευτικής εκπαίδευσης- μπορεί πράγματι να αποδώσει γόνιμους καρπούς. Τότε είναι, που οι μαθητές μπορούν να συνειδητοποιούν τα θεμελιώδη ερωτήματα που θέτει η θρησκεία γύρω από τον εαυτό, την κοινωνία, το περιβάλλον και, πάνω απ' όλα, για τα δυο ζητήματα που βρίσκονται στενά συνδεδεμένα με τον πυρήνα της θρησκευτικής αναζήτησης: την αλήθεια και την αμφιβολία.

Σε αυτή την ευρωπαϊκή ομοφωνία για την αναγκαιότητα της θρησκευτικής αγωγής στο πλαίσιο της δημόσιας εκπαίδευσης, ενυπάρχουν δύο παραδοχές που τίθενται ταυτόχρονα και ως προτάγματα στο σχεδιασμό και την υλοποίησή της: α. Η αναγνώριση της συμβολής της θρησκευτικής αγωγής στον εμπλουτισμό της ανθρωπιστικής διάστασης της εκπαίδευσης και στην εξ αυτής συγκρότηση του ανθρώπινου υποκειμένου-μαθητή. β. Η αναγνώριση της κοινωνικής κρισιμότητας του θρησκευτικού φαινομένου, το οποίο -ως παράγοντας άλλοτε συνεκτικός κι άλλοτε διαλυτικός- απαιτεί νηφάλια, διαλλακτική και κριτική ερμηνευτική προσέγγιση, που δεν πρέπει επ' ουδενί να εκχωρηθεί ή να παραθεωρηθεί από τη δημόσια εκπαίδευση.

Στο προτεινόμενο σχέδιο, αντίθετα, διαβλέπει κανείς -μέσα από την αποκλειστική στόχευση της καλλιέργειας των «βασικών ικανοτήτων» και την παράλληλη υποβάθμιση του ανθρωποποιητικού χαρακτήρα του Λυκείου- δύο τελείως διαφορετικές με τις παραπάνω παραδοχές: α. Την υποχώρηση σε μια τρέχουσα λογική και την υπαγωγή του Λυκείου -και μετέπειτα της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης- στα προστάγματα της ελεύθερης αγοράς, που απαιτεί από τα εκπαιδευτικά συστήματα να παράγουν επιδέξια, ευέλικτα και αναλώσιμα "εργαλεία". Πράγμα που συνιστά εν τέλει, συρρίκνωση του δημόσιου χώρου της εκπαίδευσης και εκποίησή του στην ιδιωτικότητα. β. Την αμηχανία στο χειρισμό του "προβλήματος" που λέγεται θρησκευτικό φαινόμενο, όπως σχεδόν ομολογείται με την επιδέξια μεθόδευση της περιθωριοποίησής του ως «επιλεγόμενο». Όμως, πόσο φρόνιμο είναι να κρύβουμε το πρόβλημα και να καμωνόμαστε -κρυπτόμενοι από αυτό- ότι το λύνουμε; Είναι άραγε τόσο πιο κουτοί οι Ευρωπαίοι συμπολίτες μας που το αντιμετωπίζουν κατάματα και μάλιστα με τρόπο υπεύθυνο και δημιουργικό;       

Ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος ΚΑΙΡΟΣ είναι πεπεισμένος, ότι η απάντηση στα παραπάνω διλήμματα δεν βρίσκεται στην υποβάθμιση αλλά στην αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης στη χώρα μας. Στην κατεύθυνση αυτή κινείται η πρότασή μας για ένα μάθημα Θρησκευτικών, υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές «ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή μη προέλευση και ταυτότητά τους» και ταυτόχρονα «αναβαθμισμένο, ώστε να μπορεί πράγματι να λειτουργήσει ως παράγοντας εμβάθυνσης και εμπλουτισμού της ίδιας της δημοκρατίας: ενθαρρύνοντας την κατάργηση στερεοτύπων και προκαταλήψεων, καλλιεργώντας την υπευθυνότητα και εμπνέοντας την έμπρακτη αγάπη για τον συνάνθρωπο και την κτίση.» Μέσα από μια τέτοια αναβάθμιση θα μπορέσει «να συμβάλει το μάθημα των Θρησκευτικών, ώστε οι μαθητές να έχουν τη δυνατότητα, τη γνωστική υποδομή και την ψυχική ευρυχωρία για έναν απροκατάληπτο και εποικοδομητικό διάλογο, με αποδοχή και σεβασμό της θρησκευτικής ετερότητας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απεμπολούν ή σχετικοποιούν τη δική τους -θρησκευτική ή μη- ταυτότητα.» (βλ. Διακήρυξη ΚΑΙΡΟΥ).

Εάν πράγματι θέλουμε, το Σχολείο να «αφορά σε όλα τα παιδιά χωρίς διακρίσεις και ανισότητες» και να στοχεύει «σε αξίες και αρχές που κάνουν κάθε νέο πάνω απ’ όλα ΑΝΘΡΩΠΟ» -όπως υπερθεματίζει στη διακήρυξη του για το «νέο Σχολείο» το Υπουργείο-, τότε οφείλει να προετοιμάζει τους μαθητές, όχι απλώς και μόνο σε μια «λειτουργική» κατεύθυνση, ώστε να παράγουν λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα αξιοποιώντας κάποιες «βασικές ικανότητες» και δεξιότητες. Ένα πραγματικά «νέο Σχολείο» οφείλει επίσης να έχει μια κατεύθυνση «κριτική-χειραφετική»: να δίνει χώρο και χρόνο στην κρίση, το στοχασμό και το όραμα, στη δυνατότητα να προβληματίζονται οι μαθητές πάνω στην ίδια τη φύση και τη μορφή των προβλημάτων, στην καταγωγική τους αναφορά και τις συνολικές τους επιπτώσεις, καθώς και στο ενδεχόμενο εναλλακτικής αναδιατύπωσής τους. Να προετοιμάζει τους μαθητές για να συναντήσουν το απρόβλεπτο και να επινοήσουν το νέο, να απαγκιστρωθούν από το «εγώ» και να «ανοιχθούν» σε μια συνολική θέαση του κόσμου και των προβλημάτων του. Σε ένα τέτοιο Λύκειο που, εκτός από το «λειτουργισμό» θα στοχεύει και στη «χειραφέτηση» από κάθε μορφής δογματική προκατάληψη, οι μαθητές -συμπορευόμενοι με τους δασκάλους τους- θα μπορούν να ξεδιπλώνουν και να καλλιεργούν πολύτιμες «ικανότητες-δεξιότητες» -κάποιες από αυτές και στο πλαίσιο του μαθήματος των Θρησκευτικών. Ενδεικτικά αναφέρουμε:

· Να αναγνωρίζουν το θρησκευτικό υπόβαθρο και τις θρησκευτικές διαστάσεις του πολιτισμού -ελληνικού, ευρωπαϊκού και άλλων.

· Να ερμηνεύουν την επιρροή των θρησκειών πάνω στη ζωή των ανθρώπων.

· Να αξιολογούν τη σημασία της θρησκευτικότητας σε μια πλουραλιστική κοινωνία.

· Να αναγνωρίζουν και να κρίνουν τις θετικές και αρνητικές εκδηλώσεις του Χριστιανισμού και των άλλων θρησκειών.

· Να γνωρίζουν και να εξετάζουν την αρνητική κριτική που ασκείται προς το Χριστιανισμό και τη θρησκευτική πίστη.

· Να επικοινωνούν και να διαλέγονται με ετερόθρησκους και ετερόδοξους.

· Να αναγνωρίζουν τις ηθικές αξίες των άλλων θρησκειών.

· Να ερμηνεύουν τα θρησκευτικά κείμενα με πολλαπλά κριτήρια.

· Να κατανοούν τον τρόπο με τον οποίο ιερά κείμενα των θρησκειών απαντούν σε θεμελιώδη ερωτήματα και σε ηθικά ζητήματα.

· Να επεξεργάζονται και να αναθεωρούν στερεότυπα που εγκλωβίζουν και αδικούν.

· Να αναλύουν με ποιον τρόπο η θρησκευτική ή μη δέσμευση μεταφράζεται σε στάση ζωής. 

 

4. Τέλος, δεν κρύβουμε την απορία μας για τη διαδικασία που επελέγη από το Υπουργείο. Μας προβληματίζει το γεγονός, ότι η σύσταση της επιτροπής και η προετοιμασία των προτάσεών της έγινε εν αγνοία όχι μόνο της εκπαιδευτικής κοινότητας, αλλά και αυτού ακόμα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου που είναι το κατά Νόμον αρμόδιο για την επεξεργασία παρόμοιων προτάσεων. Φοβούμαστε, ότι η βιασύνη για άμεση και καθολική εφαρμογή του σχεδίου από την επόμενη κιόλας χρονιά σε όλα τα Λύκεια της χώρας συνιστά μια έμμεση παραδοχή του Υπουργείου, ότι ο μόνος τρόπος για να υλοποιήσει το σχέδιο αυτό, είναι να το επιβάλει στην εκπαιδευτική κοινότητα και την ελληνική κοινωνία με τη μέθοδο του αιφνιδιασμού.

Είναι βαθιά μας πεποίθηση, ότι η όποια αλλαγή στο ελληνικό Σχολείο προϋποθέτει ένα πραγματικό «Κίνημα Παιδείας» -ακόμα και μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες της παρούσας κρίσης. Προϋποθέτει ένα ολοκληρωμένο μεταρρυθμιστικό σχέδιο, που να αγκαλιάζει με τρόπο ενιαίο και συνεκτικό όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, και έναν πραγματικό διάλογο, που δεν μπορεί να περιοριστεί ούτε στη συνήθη «δημόσια διαβούλευση» ούτε πρέπει να μείνει μόνο μεταξύ πολιτευτών, συνδικαλιστών και λοιπών τεχνοκρατών. Πρέπει να αγκαλιάσει και να κινητοποιήσει πρώτιστα τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, καθώς και τους μαθητές και τους γονείς τους -και μάλιστα στον προνομιακό τόπο της εκπαίδευσης: τη σχολική μονάδα. Η επιτυχία της όποιας μεταρρύθμισης δεν θα κριθεί σε τίποτε άλλο, παρά στο αν -όλοι μαζί οι πολίτες- καταφέρουμε να εκμεταλλευτούμε θετικά την κρίση και να μετατρέψουμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα απογοήτευσης, φόβου και αδράνειας στο αντίθετό της.

Για εμάς μια πραγματική μεταρρύθμιση του Σχολείου προϋποθέτει τα εξής:

α.  Συγκεκριμένα αιτήματα προς τα ΑΕΙ, για το είδος της εκπαίδευσης όσων θα υπηρετήσουν τη διδασκαλία των μαθημάτων στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

β.  Σχεδιασμό και οργάνωση των αλλαγών, αρχίζοντας από την υποχρεωτική εκπαίδευση (Δημοτικό και Γυμνάσιο) και συνεχίζοντας στο Λύκειο.

γ.  Δημιουργία των αναγκαίων υποδομών (υλικοτεχνικές, επιμόρφωση καθηγητών, σύστημα αξιολόγησης κ.α.). Αλλιώς γίνεται γράμμα κενό περιεχομένου, με αποτέλεσμα σε κάθε νέα μεταρρύθμιση να καταργούνται ακόμη και τα όσα θετικά θεσμοθετήθηκαν στο παρελθόν, όπως για παράδειγμα η Διαμορφωτική αξιολόγηση του 2525/1997 ή η Διαθεματική προσέγγιση στα ΔΕΠΠΣ και ΑΠΣ του 2003.

Ελπίζουμε ότι το Λύκειο, είτε "παλαιάς κοπής" είτε "νέας εκδοχής", δεν θα πάψει να επιβεβαιώνει την ετυμολογική καταγωγή του και να έχει την αναφορά του σε εκείνο το γυμναστήριο με τις στεγασμένες στοές περιπάτων στο ανατολικό προάστιο της Αθήνας, κοντά στο ναό του Λυκείου Απόλλωνα, όπου δίδαξε ο Αριστοτέλης… Να είναι για τους νέους ανθρώπους δρόμος, γύμνασμα και στοχαστικός περίπατος, προς το φωτισμό σε καιρούς δύσκολους και σκοτεινούς. 

                    

 

Η Διοικούσα Επιτροπή            

του ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ

ΚΑΙΡΟΣ -για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης

 


[1] Στα υποχρεωτικά μαθήματα της Φινλανδίας συμπεριλαμβάνονται: 1. Μητρική Γλώσσα και Λογοτεχνία, 2. Δεύτερη Εθνική Γλώσσα, 3. Ξένες Γλώσσες, 4. Μαθηματικά, 5. Περιβαλλοντικές και Φυσικές Επιστήμες, 6. Θρησκεία/Ηθική, 7. Φιλοσοφία, 8. Ψυχολογία, 9. Ιστορία, 10. Κοινωνικές Σπουδές, 11. Τέχνες και 12. Φυσική Αγωγή. Στη Νορβηγία αντίστοιχα: 1. Νορβηγικά, 2. Θρησκεία και Ηθική, 3. Αγγλικά (και άλλες Ξένες Γλώσσες), 4. Κοινωνικές Σπουδές, 5. Γεωγραφία, 6. Ιστορία, 7. Μαθηματικά, 8. Φυσική και 9. Φυσική Αγωγή.

 

ΠΗΓΗ: Τετάρτη, 20 Οκτώβριος 2010 15:56,  http://www.kairosnet.gr/joomla/index.php?option=com_content&view=article&id=49:-qq-l-r&catid=2:news&Itemid=9

Ν. Λυκ.: Για τον πλάγιο εξοβελισμό των Θρησκευτικών

Για τον πλάγιο εξοβελισμό του μαθήματος των Θρησκευτικών

 

Ανοιχτή επιστολή προς την Υπουργό Παιδείας

 

Κυρία Άννα Διαμαντοπούλου

 

Του «Νεκρού για τον κόσμο»*

 

 

Αξιότιμη Κυρία Υπουργέ, Εύχομαι να έχετε υγεία, αγάπη και δύναμη εν Χριστώ. Σας χαιρετώ με τον αναστάσιμο χαιρετισμό του Ιησού: Χαίρετε.

Η επιθυμία, που έκαμψε τις εσωτερικές αντιστάσεις μου και με παρακίνησε ν’ απευθυνθώ σε σας, αφορά απλώς στην επισήμανση ορισμένων στοιχείων, κατά τεκμήριο γνωστών, που όμως αισθάνομαι την ανάγκη να τα υπενθυμίσω, για ένα και μόνο θέμα – αυτό που αγαπώ πιο πολύ, το οποίο όμως είναι θεμελιώδες και για τα υπόλοιπα που απασχολούν αυτή την περίοδο τη χώρα μας και τη διεθνή πολιτική και κοινωνική σκηνή. Τα επισημαίνω, ώστε να είμαι βέβαιος ότι δεν θα διαφύγουν της προσοχής σας, αλλά θα αξιοποιηθούν κατά το δέον, ανάλογα με την περίσταση. Σας ευχαριστώ που με συγχωρείτε γι’ αυτή τη μακρά εισαγωγή.

Το θέμα αυτό δεν είναι η οικονομία, ούτε η παιδεία, αν και θα μπορούσα, όπως κάθε πολίτης, να προβώ σε πολλές επισημάνσεις γι’ αυτά. Είναι η Ορθοδοξία.

Δεν υπαινίσσομαι κάτι για τον επικείμενο πλάγιο εξοβελισμό του μαθήματος των Θρησκευτικών από το νέο Λύκειο, κατά τους δυτικοευρωπαϊκούς ανέμους που πνέουν πλέον ελεύθερα στη χώρα μας. Η κυβέρνηση κυβερνά και δεν είμαι παρά υπήκοός της. Ο δε λαός ψηφίζει και, στο μέσο της τετραετίας, προτείνει. Εγώ «είμαι ο λαός» – το ένα δεκάκις εκατομμυριοστό του – και υψώνω τη φωνή μου από τη μυρμηγκοφωλιά μου για να ακουστώ μέσα στο σάλαγο της ποικιλόμορφης πανευρωπαϊκής δραστηριότητας. Συγχωρήστε το αμάρτημά μου και θυμηθείτε το διάλογο του Θεμιστοκλή με τον Ευρυβιάδη. Ευχαριστώ.

Τα στοιχεία που λαμβάνω το θάρρος να υπενθυμίσω, ως απλός πολίτης, είναι τα κάτωθι:

α. Η Ορθοδοξία συνιστά την πνευματική παράδοση αυτού του τόπου. Όχι μόνο τη «θρησκευτική» μας παράδοση, αλλά ακριβώς την πνευματική μας παράδοση. Χρησιμοποιώ τον όρο με ελαφρώς διαφορετική σημασία από την τρέχουσα. Δεν υπαινίσσομαι μόνο το ορθόδοξο χριστιανικό υπόβαθρο όλων ή σχεδόν όλων των πνευματικών δημιουργών της πατρίδας μας, σε κάθε τομέα, κατά τους τελευταίους δεκαπέντε αιώνες (από τους Καππαδόκες και εντεύθεν, 4ος αι., αν και θα μπορούσαμε να αναχθούμε και πιο πίσω), υπόβαθρο που, ως γνωστόν, δε μπορεί να αγνοηθεί κατά τη μελέτη της ιστορίας μας και του πνευματικού πολιτισμού μας (λόγιου και λαϊκού), αλλά αναφέρομαι συγκεκριμένα στον ανώτερο τομέα πνευματικής προόδου, που είναι η ορθόδοξη αγιότητα.

Ένα πανόραμα της «πνευματικής παραγωγής» του λαού μας σε αγίους, ήδη από τον 1ο αιώνα, με προσωπικότητες όπως η αγία Λυδία η Φιλιππισία (η «πρώτη Ευρωπαία χριστιανή») και ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, μέχρι τις μέρες μας, με πλήθος αγίων κάθε δεκαετίας κάθε αιώνα, προερχόμενους από όλες τις ηλικίες, τις κοινωνικές και επαγγελματικές τάξεις, τα μορφωτικά επίπεδα και τις γεωγραφικές περιοχές, μπορεί να αποκαλύψει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα εντός της ελληνικής κοινωνίας, πραγματικότητα που υπερβαίνει τα συνήθη μέτρα σε αγάπη και αυτοθυσία και «μεταμορφώνει» (κατά τον ορθόδοξο ανθρωπολογικό όρο) τον άνθρωπο και την κοινωνία στην οποία ζει και εργάζεται.

Η αγιότητα αυτή – ιδεώδες αγνοημένο στην τεχνοκρατική εποχή μας – φέρνει τον άνθρωπο σε ενότητα αγάπης και ελευθερίας με τον εαυτό του, το συνάνθρωπο, τα άλλα πλάσματα της φύσης και το Θεό, προσφέροντας σοφία και ειρήνη. Χωρίς να αντιστρατεύεται την επιστημονική γνώση, όπως θα δούμε παρακάτω, την καθαγιάζει μπολιάζοντάς την με την αγάπη προς το συνάνθρωπο και τον κόσμο, δηλαδή παρέχει αυτό ακριβώς που αναζητούμε και δε γνωρίζουμε από πού θα το αντλήσουμε. Φυσικά, αποτελεί και αστείρευτη πηγή έμπνευσης για δράση και δημιουργία στον τομέα που διακονεί έκαστος, είτε χειρώναξ είτε διανοούμενος.

Σήμερα, συνήθως αναζητούμε την αγάπη, την ειρήνη, την αρμονία και τη σοφία στις προχριστιανικές παραδόσεις και τις μυστικιστικές πρακτικές (όπως η γιόγκα) των ανατολικών και δυτικών πολιτισμών, από τους αυτόχθονες της Αμερικής έως τους βουδιστές του Θιβέτ, αγνοώντας ότι στην καρδιά του πολιτισμού μας πάλλει ακριβώς αυτή η πηγή της ζωής, γνωστή στη γιαγιά μας, που περιμένει κι εμάς να την ανακαλύψουμε.

 

"Ασκητές μέσα στον κόσμο" (εδώ): μια Βίβλος της πνευματικότητας του ελληνικού λαού. Αυτή την πνευματικότητα μάλλον την περιφρονούν οι διανοούμενοι που καθορίζουν τις τύχες μας. Υψώνουν έτσι ένα τείχος ανάμεσα στην ελληνική κουλτούρα και σ' εκείνους, με την ξένη κουλτούρα που μας επιβάλλεται με κάθε τρόπο ως "ανώτερη" (όπως τον καιρό της αποικιοκρατίας).

 

β. Η Ορθοδοξία ταυτίζεται με την «ορθόδοξη Εκκλησία», όχι όμως με το Ν.Π.Δ.Δ. που ονομάζεται «Εκκλησία της Ελλάδος» ή με άλλο Ν.Π.Δ.Δ.

Κάπως ελεύθερα, θα λέγαμε ότι Εκκλησία είναι το σύνολο των ανθρώπων που αγαπούν το Θεό και πορεύονται προς Αυτόν διά του Χριστού. Κατ’ επέκτασιν, Εκκλησία είναι το σύνολο των όντων όλων των κόσμων (ο χριστιανισμός γνωρίζει και άλλους κόσμους, που τους ονομάζουμε συνοπτικά κόσμους των αγγέλων) που επιλέγουν να έχουν σχέση αγάπης με τον Τριαδικό Θεό και, μέσω αυτής της σχέσης, τείνουν προς την ένωση με Αυτόν. Όλες οι άλλες έννοιες του όρου, ιδιαίτερα η θεσμική (ότι Εκκλησία είναι ένας θρησκευτικός κοινωνικός και οικονομικός οργανισμός με ιδιαίτερα στελέχη, διαχωρισμένος από το λαό και από το σύνολο της ανθρωπότητας), είναι δευτερεύουσες ή και ψευδείς έννοιες, που διαμορφώθηκαν ιστορικά, αλλά δεν εξαντλούν την ουσία του πράγματος.

Ο ορθόδοξος χριστιανός είναι πάντα ενταγμένος στην Εκκλησία, γιατί εκεί συναντά όχι απλώς «το Θεό» (που μπορεί να Τον συναντήσει και κατ’ ιδίαν προσευχόμενος), αλλά «το Θεό μέσω των συνανθρώπων μας». Η ένταξη αυτή δεν είναι εγγραφή σε κάποια λέσχη ή σωματείο, αλλά μπορεί να παραμείνει και άτυπη ή να λάβει ασυνήθιστη μορφή κ.τ.λ. Συνεπώς, ακόμη κι αν πάψει να υπάρχει στην ελληνική ή την ευρωπαϊκή επικράτεια Ν.Π.Δ.Δ. εκκλησιαστικού χαρακτήρα, η Ορθόδοξη Εκκλησία (το «Σώμα Χριστού», δηλ. η κοινωνία των χριστιανών), θα εξακολουθεί να υπάρχει, όπως συνέβη κατά τόπους πολλές φορές στο παρελθόν.

Αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται πως η «εκκλησιαστική πολιτική» μιας κυβέρνησης, καθόσον αφορά τη σχέση του Ν.Π.Δ.Δ. με το κράτος, δε θίγει απαραίτητα τη σχέση του κράτους προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Μια πολιτική πράξη μπορεί να αποτελεί θετική ή αρνητική «παρέμβαση» του κράτους στο εσωτερικό της Εκκλησίας ανάλογα με το κίνητρο του πράττοντος. Μια κυβέρνηση στελεχωμένη στην πλειοψηφία των μελών της από ορθόδοξους χριστιανούς π.χ. μπορεί να περιστείλει τυχόν «προνόμια» της ορθόδοξης ιεραρχίας προς όφελος της Εκκλησίας (του λαού), ενώ μια κυβέρνηση ιδεολογικά αντίθετη προς το χριστιανισμό μπορεί να το κάνει ως πράξη επίθεσης εναντίον της.

Θα ήταν ευχής έργο να γνωρίζαμε σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκει η σημερινή κυβέρνησή μας. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός, αλλά, ως ορθόδοξος χριστιανός, δηλαδή αθεράπευτα καλοπροαίρετος και ρομαντικός, διατηρώ το δικαίωμα να ονειρεύομαι. Πάντως νομίζω ότι σας έδωσα το κριτήριο, με το οποίο οι χριστιανοί αξιολογούμε την «εκκλησιαστική πολιτική» της εκάστοτε κυβέρνησης, από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα.

Αντίθετα, έχει τεράστιο αντίκτυπο στην Ορθόδοξη Εκκλησία (το λαό των χριστιανών) η στάση της κυβέρνησης σε άλλους τομείς. Συχνά οι μεγάλοι εμπορικοί όμιλοι υποδαυλίζουν πάθη όπως η απληστία, ο ατομισμός ή η λαγνεία (καθαρό σεξ, χωρίς αγάπη) ή ακόμη η ανασφάλεια ή κάποιο αίσθημα μειονεξίας, για να αυξήσουν την καταναλωτική δίψα των αδύναμων και ανοχύρωτων ανθρώπων, όπως εγώ. Αυτό μας εμποδίζει να καλλιεργήσουμε τις ορθόδοξες αξίες της ανιδιοτελούς αγάπης, της ταπεινότητας και της ανόδου προς το Θεό και, δεδομένου ότι οι σοφοί και συνεπείς πνευματικοί μας διδάσκαλοι (ιερείς, αρχιερείς και θεολόγοι) δε διαθέτουν τα μέσα να απευθυνθούν αποτελεσματικά στο λαό, το κράτος – το οποίο «μας ανήκει», κάθε εξουσία σ’ αυτό «πηγάζει από εμάς και υπάρχει για εμάς» – πρέπει να μας προστατεύσει. 

Οι ορθόδοξοι χριστιανοί άλλωστε είμαστε πολίτες του, οι πολίτες του, έστω και χωρίς να μετρήσουμε αν αποτελούμε την πλειοψηφία ή αν η κουλτούρα μας είναι θεμελιώδης για τον ελληνικό πολιτισμό γενικά κ.τ.λ. Όμως, για να είμαι ειλικρινής, δε βλέπω κάποια διάθεση του κράτους να μας προστατεύσει από τους κερδοσκόπους, τους χειραγωγούς των συνειδήσεων και τους εκμεταλλευτές των αδυναμιών και των συνηθειών μας.

Η τακτική αυτή, από πλευράς του σημερινού ελληνικού κράτους (όχι μόνο της σημερινής κυβέρνησης), προκαλεί εύλογες απορίες, αλλά και ένα οδυνηρό αίσθημα ρατσισμού σε βάρος μας: η πατρίδα δεν προστατεύει εμάς και τα παιδιά μας από την αλλοτρίωση και την εκμετάλλευση.

Θα πρέπει εδώ να διευκρινίσω ότι η Ορθοδοξία συνεχίζει να αποτελεί την πνευματική παράδοση όλων των Ελλήνων, ακόμη και εκείνων που δεν αισθάνονται ορθόδοξοι ή που, ενώ «είναι πιστοί», δεν αισθάνονται μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι δύο αυτές ομάδες απλώς αγνοούν την αληθινή φύση της Εκκλησίας· στην πραγματικότητα, την Εκκλησία αναζητούν, αλλά δεν το γνωρίζουν. Και αποκόπτονται από αυτήν, επειδή οι σοφοί και συνεπείς ορθόδοξοι διδάσκαλοι, που προανέφερα, μένουν αφανείς. Άραγε το κράτος θα ωφελούσε το λαό του, αν τους αναζητούσε και τους βοηθούσε στο έργο τους ή έστω αναδείκνυε την προσφορά τους; Αν ναι, ίσως θα πρέπει να συζητηθεί αυτό, γιατί το κράτος υπάρχει προς όφελος του λαού του.

γ. Η Ορθοδοξία δεν αντιτίθεται στην επιστημονική, τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας.

Αν και στο σύγχρονο κόσμο (εξαιτίας των τραυμάτων που προκάλεσε ο δυτικός μεσαίωνας) θεωρήθηκε πως η επιστημονική πρόοδος οδηγεί σε αναίρεση του χριστιανισμού, στην Ορθοδοξία (αρχίζοντας από την αρχαία Εκκλησία) δεν τέθηκε ποτέ θέμα αντίθεσης ή αντιπαράθεσης της επιστήμης, της έρευνας, της γνώσης κ.τ.λ. με τη χριστιανική εμπειρία της αγιότητας. Ήδη τον 4ο αι. μ.Χ. ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας, γιατρός, μαθηματικός και φιλόλογος ο ίδιος, έγραφε: «Ου γαρ ελαττούται η επί τοις μεγίστοις έκπληξις επειδάν ο τρόπος καθ’ ον γίνεται τι των παραδόξων εξευρεθή» (δεν ελαττώνεται ο θαυμασμός μας για τα μεγαλεία της δημιουργίας όταν ανακαλυφθεί ο τρόπος με τον οποίο έγιναν, Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Α΄, 10).

Τόνιζε επίσης ότι η βιβλική Γένεσις (το πεδίο μάχης «άθεων» επιστημόνων και πιστών χριστιανών) όχι μόνον δεν περιγράφει λεπτομερώς τη δημιουργία του κόσμου, αλλά και λειτουργεί ως προτροπή για επιστημονική έρευνα: «Ειπών, Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην, πολλά απεσιώπησεν, ύδωρ, αέρα, πυρ, τα εκ τούτων απογεννώμενα πάθη× … παρέλιπε δε η ιστορία, τον ημέτερον νουν γυμνάζουσα προς εντρέχειαν, εξ ολίγων αφορμών παρεχομένη επιλογίζεσθαι τα λειπόμενα» (Γράφοντας “Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη”, πολλά αποσιώπησε, το νερό, τον αέρα, τη φωτιά [τα στοιχεία της φύσεως κατά τους αρχαίους] και τις ενώσεις που προέρχονται απ’ αυτά… τα παρέλειψε δε η διήγηση, για να γυμνάσει το δικό μας νου, κάνοντάς μας από μικρές αφορμές να ανακαλύψουμε τα υπόλοιπα), βλ. Μ. Βασιλείου, Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Β΄, 3.

Οι σύγχρονες εξελίξεις στη φυσική και τη βιολογία δεν αντιτίθενται καθόλου στο χριστιανισμό, όπως αυτός κατανοήθηκε από τους Ορθόδοξους Πατέρες της Εκκλησίας άλλοτε και τώρα, αρκεί να αποσυνδεθούν από τις αθεϊστικές αντιλήψεις που ατυχώς επικράτησαν ως κυρίαρχο ιδεολογικό μοντέλο σε μεγάλο μέρος του επιστημονικού χώρου από το Διαφωτισμό μέχρι σήμερα.

Στο Βυζάντιο επιστήμες όπως η ιατρική και τα μαθηματικά καλλιεργήθηκαν ιδιαίτερα, όπως φαίνεται από τις εφαρμογές τους (βλ. π.χ. Timothy Miller, Η Γέννησις του Νοσοκομείου στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις, Αθήνα 1998, και Πουλάκου-Ρεμπελάκου Ε., Η παιδιατρική στο Βυζάντιο, διδακτ. διατριβή, Ε.Κ.Π.Α. 1992). Ομοίως, η τεχνογνωσία του λαού μας αναπτύχθηκε στο έπακρο κάθε φορά, ανάλογα με τις ανάγκες της καθημερινότητας. Επιπλέον, πολλοί άγιοι υπήρξαν επιστήμονες, όχι μόνο στους αρχαίους και μέσους χρόνους (γιατροί π.χ. υπήρξαν οι άγιοι Ανάργυροι, ο άγιος Ραφαήλ, οι αγίες Ερμιόνη, Ζηναΐδα, Νεονίλλα κ.τ.λ., μαθηματικός και πλήρης γνώστρια της αρχαίας γραμματείας η αγία Αικατερίνα, ενώ πολλοί άγιοι υπηρέτησαν τις θεωρητικές επιστήμες, όπως οι πρωτοπόροι δυτικοί ιστοριογράφοι Γρηγόριος της Τουρ και Βέδας ο Αιδέσιμος, οι κορυφαίοι φιλόλογοι Μ. Φώτιος και Ευστάθιος Θεσσαλονίκης κ.ά., ο πανεπιστήμων άγιος Ισίδωρος Σεβίλλης κ.ά.), αλλά και στα νεώτερα χρόνια, όπως ο μεγάλος εθνολόγος και γλωσσολόγος του 19ου αι. άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ (θ. 1879), ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Τασκένδης και πρωτοπόρος χειρούργος άγιος Λουκάς ο Ιατρός (1877-1961), ο καθηγητής του πανεπιστημίου Βελιγραδίου άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (1894-1979) κ.π.ά., ενώ θα πρέπει να αναφέρουμε και τον π. Σεραφείμ Ρόουζ (1931-1982), master των ανατολικών γλωσσών στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, ο οποίος αρνήθηκε να ακολουθήσει ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, μη βρίσκοντας απάντηση στο χώρο του πανεπιστημίου για τις εναγώνιες φιλοσοφικές και ηθικές αναζητήσεις του.

 

Ο άγιος Λουκάς ο Ιατρός, καθηγητής πανεπιστημίου, πρωτοπόρος χειρούργος και εξόριστος για την πίστη του στην ΕΣΣΔ (αναλυτικά εδώ)

 

Ο θεσμός των νοσοκομείων οφείλει την ίδρυσή του, τον 6ο αι., στον άγιο Σαμψών τον Ξενοδόχο («Ξενών»= νοσοκομείο), ενώ ο άγιος Κάθμπερτ της αρχαίας ορθόδοξης Βρετανίας ήταν ο πρώτος που έλαβε μέτρα προστασίας ενός απειλούμενου είδους ζώου (της αγριόπαπιας του νησιού της Εσώτερης Φαρν).

Το έργο σύγχρονων ορθόδοξων καθηγητών πανεπιστημίου (αλλά και ορισμένων ετερόδοξων), που αναφέρεται στους ορθόδοξους αγίους, φανερώνει επίσης την αρμονία πανεπιστημίου και αγιότητας, όπως οι αναφορές του καθηγητή της Ιατρικής Αθηνών Γεωργίου Παπαζάχου στον άγιο γέροντα Πορφύριο («γέροντας» = ορθόδοξος πνευματικός διδάσκαλος, ανεξαρτήτως ηλικίας), του καθηγητή της παιδαγωγικής στο παν/μιο Αθηνών Γεωργίου Κρουσταλλάκη στον ίδιο άγιο, του καθηγητή του πανεπιστημίου του Μέην Κυριάκου Μαρκίδη στον άγιο γέροντα Παΐσιο, η μονογραφία του καθηγητή της ποιμαντικής ψυχολογίας στο παν/μιο Αθηνών Ιωάννη Κορναράκη (πτυχιούχου της Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής του Innsbruck στην ψυχοπαθολογία και τις θεραπευτικές κλινικές εφαρμογές, με σπουδές στην ψυχολογία του βάθους και την ποιμαντική φροντίδα των ψυχασθενών στο πανεπιστήμιο του Munster κ.λ.π.) για την αγία Ταρασία (Ταρσώ) της Κερατέας Αττικής (1910-1989) κ.π.ά.

Η Ορθοδοξία ωστόσο είναι κάθετα αντίθετη στην κατάχρηση της επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών εφαρμογών της προς όφελος ολίγων, στην αποστράγγιση του φυσικού πλούτου, την κατάρρευση του περιβάλλοντος και την καταστροφή των κοινωνιών του τρίτου κόσμου από τις αυτοκρατορίες της παγκόσμιας οικονομίας (όλοι ξέρουμε τους αυτουργούς, χάρη στο ζήλο και την αυτοθυσία ανθρώπων του πνεύματος, κυρίως δημοσιογράφων και ακτιβιστών), καθώς και στον υποβιβασμό των λαών του «ανεπτυγμένου κόσμου» σε στρατιές πειθήνιων εργαζόμενων και μάζες καταναλωτών, πράγμα που οδηγεί όχι μόνο στον  εξευτελισμό τους και στην παρακμή του ποικιλόμορφου πολιτισμού τους, αλλά και σε σωρεία ψυχικών, σωματικών και κοινωνικών παθών.

Η τροπή που έχει λάβει η τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη του δυτικού κόσμου –που συνιστά το κυρίαρχο πρότυπο παγκόσμια– από τη βιομηχανική επανάσταση και εντεύθεν, μόνο ως εφιαλτική παρένθεση στην ιστορία της ανθρωπότητας μπορεί να εκληφθεί από την ταπεινότητά μου, δηλαδή από έναν ορθόδοξο χριστιανό μελετητή της ιστορίας του πολιτισμού. Δυστυχώς η αλαζονεία και η απληστία των ισχυρών, που καλλιεργούν τα ίδια πάθη και στους ασθενείς, δεν επιτρέπει αισιοδοξία για θεραπεία των τραυμάτων, που ίσως είναι ήδη ανήκεστα. 

Όχι, Κυρία Υπουργέ, η Ορθοδοξία δε μπορεί να συναινέσει σε αυτή την πραγματικότητα – και έχει ήδη προτάσεις να υποβάλει, ή μάλλον τις υποβάλλει συνεχώς μέσα από τους βίους και τη διδασκαλία των αγίων μας και μέσα από τη σοφία των λαών μας, δηλαδή των παραγόντων που προήγαν την αγάπη και την αρμονία στη ζωή και την κοινωνία (πάντα με αγώνες, θυσίες και σκαμπανεβάσματα), αλλά που, όπως όλοι ξέρουν, υποτιμήθηκαν και λησμονήθηκαν.

Ο δυτικός κόσμος, αγωνιώντας για τις συνέπειες των πράξεών του (που δεν τις αναγνωρίζει ως τέτοιες, γιατί τιμά με θρησκευτική ευλάβεια τα ίδια του τα λάθη) υποκλίνεται σήμερα μπροστά στη σοφία των ιθαγενών της Αμερικής και των σοφών της Άπω Ανατολής. Κείμενα όπως η επιστολή του Ινδιάνου αρχηγού Σηατλ στον πρόεδρο των ΗΠΑ Φρανκλίνο Πηρς (1854) ή το «Μήνυμα των Ιροκέζων στο Σύγχρονο Κόσμο» (1977) κάνουν το γύρω του κόσμου, και δικαίως. Όμως την ίδια εποχή με το Σηατλ μιλούσε για το ίδιο θέμα (τις συνέπειες που θα είχε στο μέλλον η φιλοσοφία του δυτικού μοντέλου ανάπτυξης) ο Έλληνας φτωχός άγιος Χριστοφόρος ο Παππουλάκος, ενώ περίπου τριάντα πέντε χρόνια πριν τους Ιροκέζους ο αιχμάλωτος στο Νταχάου Σέρβος άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (188-1956, διδάκτορας των πανεπιστημίων της Βέρνης και της Οξφόρδης, επίτιμος διδάκτορας των πανεπιστημίων Κέιμπριτζ, Γλασκόβης και Κολούμπια) απεύθυνε την επιστολή του προς τους λαούς της δύσης αναλύοντας την πνευματική πορεία τους και τις συνέπειές της.

Αυτή η σοφία των ορθόδοξων χριστιανών, η δική μας σοφία, η δική σας, η σοφία του λαού σας (που όμως ο ίδιος ο λαός σας πλέον την αγνοεί, γιατί οι πολιτικοί και πνευματικοί ταγοί δεν του την παρέχουν), έχει κάτι να πει στο λαό μας και γενικά στο σύγχρονο άνθρωπο πριν είναι πολύ αργά. Μόνο που πρόκειται για μια σοφία επικίνδυνη για τους ισχυρούς, και ίσως γι’ αυτό μένει στην αφάνεια, συνιστώντας «το πιο καλά κρυμμένο μυστικό του κόσμου» (άγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς), που το ανακαλύπτουν σταδιακά μόνο οι πρωτοπόροι εξερευνητές του πνεύματος.

δ. Η Ορθοδοξία δεν αντιστρατεύεται την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας μας. Και τούτο, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι ορθόδοξα χριστιανικά. Όχι τα θεμέλια του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού των αγορών και της αγωνίας, αλλά του πραγματικού, προμεσαιωνικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, που ήταν ένας πολιτισμός των αγίων και της αγιότητας. Με όλους τους λαούς της δυτικής Ευρώπης μας συνδέει η κοινή πνευματική κληρονομιά αγίων, μαρτύρων, ασκητών και χριστιανών διδασκάλων, ανδρών και γυναικών, Πατέρων και Μητέρων της Εκκλησίας, που αναδείχθηκαν από αυτούς τους λαούς τα πρώτα χίλια χρόνια της χριστιανικής ιστορίας, πριν το χριστιανικό μήνυμα διαστρεβλωθεί από τους παράγοντες που οδήγησαν στη γένεση του παπισμού και στην αποκοπή της δυτικής χριστιανοσύνης από την αρχαία Εκκλησία.

Ήδη οι ορθόδοξοι άγιοι της δυτικής Ευρώπης (κοινοί για όλους τους Ευρωπαίους) έχουν αρχίσει να ανακαλύπτονται και να τιμώνται ξανά από τους ορθόδοξους χριστιανούς, ενώ οι πρωτοπόροι αυτής της ανακάλυψης (όπως ο ορθόδοξος επίσκοπος στο Παρίσι άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς και ο Αμερικανός ιερομόναχος Σεραφείμ Ρόουζ) αγωνίστηκαν με σθένος, συχνά ενάντια σε στερεότυπα, προκειμένου να ανοίξουν το δρόμο για την ενοποιό αυτή αντίληψη. Έτσι προκύπτει ότι υπάρχουν δεσμοί πνευματικοί ανάμεσα σε μας και τους δυτικοευρωπαίους αδελφούς μας, δηλαδή ισχυρότεροι από τους οικονομικούς. Δεσμοί ελευθερίας, ας μου επιτραπεί να το θέσω έτσι, όχι ιδιοτέλειας.


 Ορθόδοξοι άγιοι της αρχαίας Γαλλίας (λεπτομέρειες εδώ)

 

Δεύτερον, η νεότερη και σύγχρονη Ευρώπη αποζητά την Ορθοδοξία στην αγωνία της για αγάπη, ελευθερία, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια. Ολόκληρη η πορεία του ευρωπαϊκού πνεύματος από την εποχή του Διαφωτισμού ώς τις μέρες μας είναι μια πορεία αναζήτησης, που απλώς πήρε άλλη τροπή και, αντί να οδηγήσει στην Εκκλησία (την αυθεντική αρχαία Εκκλησία, δηλαδή την Ορθοδοξία – το λέω χωρίς σοβινισμό, αφού η Ορθοδοξία δεν ανήκει αποκλειστικά σε κανένα, δεν αποτελεί δικό μας πολιτισμικό προϊόν, είναι οι ίδιες οι δικές τους πνευματικές ρίζες), οδήγησε στον αγνωστικισμό και την αθεΐα. Αντί να εκτοξεύσει τον άνθρωπο προς το Θεό, τον οδήγησε στην αυτοαπομόνωση. 

Στις πνευματικές κορυφώσεις του, ο Ευρωπαίος αδελφός μας αντικατέστησε το όντως αγαθό, την αγιότητα, με τον κοινωνικό και ανθρωπιστικό ακτιβισμό, και την απερίγραπτη χαρά της ενότητας εν Αγίω Πνεύματι με την ευδαιμονία που προσφέρει η ενασχόληση με την τέχνη και τη λογοτεχνία. Τα λοιπά τα υποβίβασε σε μύθους και καταστάσεις ψυχογενείς, χωρίς όμως να έρθει σε πραγματικό διάλογο με τους φορείς τους.

Ατυχώς, την ίδια αυτοαπομόνωση υφίσταται και ο λαός μας, στο βαθμό που έχει εγκολπωθεί το δυτικό μοντέλο ανάπτυξης. «Στο βαθμό» είπα, γιατί υπάρχουν ακόμη φορείς της δικής μας (αγιο)πνευματικής κληρονομιάς, κυρίως στο περιθώριο της κοινωνίας των αγορών. Δίπλα μας, αλλά ως επί το πλείστον αθέατοι. Γνωστοί στους γνώστες.

Ενώ όμως η Ορθοδοξία δεν αντιτίθεται στη δυτική μας προοπτική, όπως είπα, τουναντίον αντιτίθεται κάθετα στον αθεϊσμό καθώς και στον καπιταλισμό, που αποτελούν δύο κύρια χαρακτηριστικά της σημερινής δύσης και που παρασιτούν σε βάρος του ανθρώπου και ολόκληρου του πλανήτη, αποκόπτοντας τον άνθρωπο από την ίδια τη ζωή –τόσο την πρόσκαιρη όσο και την αιώνια. 

Η σύγχρονη αποικιοκρατία κάθε μορφής, που επιτίθεται ενάντια στον «ανεπτυγμένο» όσο και στον «αναπτυσσόμενο» κόσμο, εμφωλεύοντας στη δύση, δεν έχει κανένα δεσμό με τους ορθόδοξους χριστιανούς και θα ήταν ευχής έργο να μην είχε και κανένα δεσμό με τη χώρα μας. Το τελευταίο βέβαια προϋποθέτει κυβερνήσεις ορθόδοξων χριστιανών (όχι άχρωμων και άοσμων αγνωστικιστών) και μάλιστα εμφορούμενων από το πνεύμα του μάρτυρα. Σταματώ εδώ, ενώ τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.

ε. Η Ορθοδοξία μας συνδέει επίσης με τους λαούς της ανατολικής Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και ώς ένα βαθμό του υπόλοιπου πλανήτη.

Αν ο ελληνισμός παρήγαγε αγίους μάρτυρες, ασκητές, διδασκάλους και φιλανθρώπους, το ίδιο συμβαίνει με τους λαούς της ανατολικής Ευρώπης, παραδοσιακά ορθόδοξους, οι οποίοι μάλιστα (με κυριότερους ίσως τους Ρώσους, του Ουκρανούς, τους Σέρβους και τους Ρουμάνους) εξακολουθούν να αναδεικνύουν μεγάλους ορθόδοξους αγίους μέχρι τις μέρες μας, ενώ κατά τον εικοστό αιώνα δοξάστηκαν με το αίμα εκατομμυρίων αγίων νεομαρτύρων, που βασανίστηκαν από καθεστώτα αθεϊστικά ή παπικά (το τελευταίο υπονοεί τις εκατοντάδες χιλιάδες Σέρβων μαρτύρων που θανατώθηκαν για θρησκευτικούς λόγους από τους ρωμαιοκαθολικούς Ουστάσι τα έτη 1941-45). Οι δεσμοί με αυτούς τους λαούς είναι λοιπόν δεσμοί αίματος και πνεύματος, δηλ. Αγίου Πνεύματος. Πολύ ισχυρότεροι από τους πλαστούς και αμφίβολης ωφέλειας οικονομικούς δεσμούς. Δυστυχώς, δεν καλλιεργούνται.

 

 Μαύροι ορθόδοξοι άγιοι (από εδώ)

 

Αλλά πνευματικούς δεσμούς έχουμε και με όλους τους αραβικούς λαούς, με τους Πέρσες, τους Παλαιστίνιους, τους Αιθίοπες και γενικά όλους τους λαούς που υπήρξαν στο παρελθόν ορθόδοξοι χριστιανοί, έστω κι αν σήμερα είναι μουσουλμάνοι ή αντιχαλκηδόνιοι χριστιανοί (μονοφυσίτες). Οι κοινοί άγιοι του ορθόδοξου παρελθόντος τους στηρίζουν ακόμη και σήμερα τους δεσμούς αυτούς. Χωρίς την Ορθοδοξία, ας μου επιτραπεί να το πω, το μόνο που μας «συνδέει» με τους περισσότερους είναι η αποικιοκρατική εκμετάλλευση από τις δυτικές πολυεθνικές και οι «έξυπνες βόμβες» των ΝΑΤΟϊκών επιθέσεων.

Ορθόδοξους αγίους έχουν φυσικά και οι Τούρκοι (άγιος Αχμέτ ο Κάλφας, άγιοι 23 Μάρτυρες των Θυατείρων κ.ά.), οι Αλβανοί (άγιοι Νικόδημος του Ελβασάν, Χρήστος ο Κηπουρός, Νήφων ο Αθωνίτης κ.π.ά.), αλλά και οι Ινδοί (άγιοι Βαρλαάμ, Ιωάσαφ, Αβενήρ κ.λ.π.), οι Κινέζοι (άγιοι νεομάρτυρες του Πεκίνου, 1900, άγιος νεομάρτυρας Στέφανος Γου, Χαρμπίν 1970, κ.ά.), οι Σκανδιναβοί (οι ορθόδοξοι Βάραγγοι της ΚΠολης εκκλησιάζονταν στο παρεκκλήσι του αγίου Όλαφ, βασιλιά των Νορβηγών), οι ιθαγενείς της Αμερικής (άγιοι Πέτρος και Ιάκωβος οι Αλεούτοι, αγία Όλγα της φυλής Γιουπίκ κ.λ.π.), και γενικά ένα πανόραμα της αγιότητας θα φανέρωνε το μεταξένιο πέπλο της θείας χάριτος να συνδέει ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Κάποτε κάποιος Έλληνας πολιτικός είχε μιλήσει για «ορθόδοξο τόξο». Αυτό σήμερα λησμονήθηκε στην παραζάλη της οικονομικής εξάρτησης. Ωστόσο η Ορθοδοξία δεν είναι τόξο, αλλά γέφυρα, «μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν». Και η πρόσκληση γι’ αυτή τη μετάβαση (που δεν αφαιρεί από τον άνθρωπο τη σχέση του με το παρόν, αντίθετα τον ενώνει με το συνάνθρωπο και με όλα τα όντα) παραμένει διαρκής και επίκαιρη.

στ. Η Ορθοδοξία δεν είναι ένα πολιτισμικό και κοινωνικό προϊόν, αλλά η εμπειρικά διαπιστωμένη και επιστημονικά ελεγμένη αλήθεια για την ένωση με τον Τριαδικό Θεώ εν Χριστώ.

Ο νεότερος άνθρωπος είναι πεπεισμένος ότι «το θρησκευτικό φαινόμενο» αποτελεί προϊόν της ανθρώπινης ανάγκης, ένα κατασκεύασμα του πολιτισμού και της ψυχής, ο δε Θεός ένα μυθικό δημιούργημα του ανθρώπου κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του δημιουργού του.

Έχω χρέος ως ορθόδοξος χριστιανός και επιστήμονας (ξέρω πως πολλοί δε θεωρούν συμβατές αυτές τις δύο έννοιες) να επισημάνω ότι το παραπάνω ερμηνευτικό μοντέλο προέρχεται από τις ήδη διαμορφωμένες φιλοσοφικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις που ήταν απαραίτητες στους δυτικούς διανοητές για την έξοδο από το μεσαίωνα. Όμως δεν είναι ορθό.

Όπως σε κάθε πεδίο, αφετηρία της γνώσης του Θεού είναι η εμπειρία· εν προκειμένω, η εμπειρία της μεταμόρφωσης του ανθρώπου και του κόσμου, που συντελείται διά της θείας χάριτος και την ονομάζουμε «αγιότητα». Η εμπειρία αυτή έχει μελετηθεί, επαληθευτεί, συγκριθεί με ψευδή πανομοιότυπα και ερμηνευτεί αμέτρητες φορές μέσα στους αιώνες και μπορούμε πλέον να πούμε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι είναι αληθής. Δυστυχώς αποτελεί άγνωστη χώρα για το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης διανόησης, που χωρίς έρευνα υποβιβάζει τις περιπτώσεις των αγίων σε πλάνες και μύθους.

Ευτυχώς στην εποχή μας υπάρχει άφθονη βιβλιογραφία για το μέγα αυτό ζήτημα, μονογραφίες για αγίους (όπως του αρχιμανδρίτη Νεκτάριου Αντωνόπουλου για τον άγιο Λουκά τον Ιατρό και τον άγιο Σεραφείμ της Βύριτσα ή του γέροντα Σωφρόνιου Σαχάρωφ για τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη), αυτοβιογραφίες αγίων, όπως των Σωφρόνιου Σαχάρωφ και Πορφύριου, και εμπεριστατωμένα σχετικά κείμενα, όπως των πανεπιστημιακών διδασκάλων και ιερέων Ιωάννη Ρωμανίδη και Γεωργίου Μεταλληνού και των εξαίρετων θεολόγων και επιστημόνων επισκόπων Ναυπάκτου Ιερόθεου και Μεσογαίας Νικολάου, αλλά και καταγεγραμμένες μαρτυρίες ανθρώπων που μεταστράφηκαν στην Ορθοδοξία από την αθεΐα (όπως ο Σεραφείμ Ρόουζ και ο γιατρός Αντώνιος Μπλουμ, μετέπειτα επίσκοπος Σουρόζ στη Μ. Βρετανία), από τις ανατολικές θρησκείες, όπως ο πρώην βουδιστής ιερέας Νείλος Στράικερ, ή μετά από θητεία σε πολλές θρησκείες και μύηση σε πολλές λατρείες, όπως ο Κλάους Κένεθ.

Θα ήταν ευχής έργο να εγκαινιαζόταν ένας διάλογος για την αγιότητα ανάμεσα στη θεολογία και τη λοιπή διανόηση, όπως έχει ήδη εγκαινιαστεί παρόμοιος διάλογος για την ίδια την ορθόδοξη θεολογία και τις κοινωνικές, φιλοσοφικές και λοιπές προεκτάσεις της με την καθοριστική συμβολή σημαντικών εκπροσώπων της ορθόδοξης θεολογίας, όπως ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, ο Χρήστος Γιανναράς, ο Θεόδωρος Ζιάκας, το περιοδικό «Σύναξη» και καθηγητές των πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών του Βόλου κ.ά. – διάλογος που οι βάσεις του είχαν τεθεί, όπως γνωρίζουν οι ενδιαφερόμενοι, από την περίφημη γενιά ορθόδοξων στοχαστών που θεμελίωσαν τη λεγόμενη «θεολογία του 60».

Κλείνω εδώ. Δεν αυταπατώμαι ότι δήθεν η επιστολή αυτή έχει κάποια σημασία για την κοινωνία και τον πολιτισμό του τόπου μου ή ότι θα λάβει κάποια σημασία στο μέλλον. Όφειλα όμως να τη γράψω, απέναντι σε σας, στον εαυτό μου, τους συνανθρώπους μου και τα παιδιά μου.

Αν αυτό σας φαίνεται κάπως μελοδραματικό, συγχωρήστε με. Ο χριστιανισμός κατά κάποιο τρόπο συνιστά ένα μείγμα ρεαλισμού και ρομαντισμού, καθώς «ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει» (ευαγγελιστής Ιωάννης, στην Α΄ επιστολή του, εντός της Καινής Διαθήκης). Αυτό νομίζω πως είναι και το αίτημα των καιρών: το μένειν εν τη αγάπη, ήτοι εν τω Θεώ. Και, αν αυτό συνιστά το μέγιστο όφελος για τον άνθρωπο, πρέπει να υπηρετηθεί και από την πολιτική, η οποία αποτελεί, κατά τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, τη μία αρχή φροντίδας και προστασίας του ανθρώπου, ενώ η άλλη (διακριτή από την πρώτη) είναι η ιεροσύνη.

Ο άγιος Ιωάννης δεν κάνει διάκριση «πολιτείας και Εκκλησίας», αλλά «βασιλείας και ιεροσύνης», γιατί θεωρούσε αυτονόητο ότι οι βασιλείς («οι κυβερνώντες» θα λέγαμε στη σημερινή δημοκρατία) είναι μέλη της Εκκλησίας, με την ουσιαστική της έννοια και όχι την καινοφανή νομική.

Σας ευχαριστώ.

 

 

ΠΗΓΗ: Αναρτήθηκε από ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ στις 10:24 μ.μ.,  Κυριακή, 3 Οκτωβρίου 2010,  http://o-nekros.blogspot.com/2010/10/blog-post_3195.html.

Δημοσιεύεται και με την ευγενή καλοσύνη του φίλου ιστολόγου…

Θρησκευτικά… στο Μανταμάδο Λέσβου

Επιμορφωτική Ημερίδα Θεολόγων Καθηγητών στο Μανταμάδο Λέσβου

 

Του Αθανάσιου Ι. Καλαμάτα*

 

Ο Νίκος Καζαντζάκης σ’ ένα από τα πολλά λογοτεχνήματά του, στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται με εκπληκτικό τρόπο, νομίζω ότι καταδεικνύει όχι μόνο τη καλή γνώση της Ορθόδοξης Παράδοσης που ο ίδιος είχε, αλλά και ότι ο θεολογικός λόγος δεν είναι κάτι το άπιαστο και μεταφυσικό. Γράφει: «ο Μανολιός σήκωσε τα μάτια, κοίταξε τον παπα-Φώτη, του φάνηκε άστραφτε το πρόσωπό του μέσα στο σκοτάδι, λιωμένο, διάφανο και τα χέρια του, ως τα ‘χε σηκώσει στο ουρανό, κουνιούνταν σα φλόγες.

Συνέχεια

Τρεις Ιεράρχες και σχολείο σήμερα…

Τρεις Ιεράρχες και σχολείο σήμερα…

Του Γώργου Μάλφα *

 

Βασίλειος ο Μέγας, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Γρηγόριος ο Θεολόγος: συμπιέζουμε την αγιότητα σε βιβλία και ομιλίες, σε αργίες και επετείους. Πάντα μας διαφεύγει…