Το τέλος των Θρησκευτικών στο σχολείο-εικόνες από ένα ζοφερό μέλλον
Του Μάριου Κουκουνάρα – Λιάγκη*
…Μη με διαβάζετε όταν έχετε δίκιο…
Ν. Καρούζος
Παρακολουθούμε τον τελευταίο καιρό μία έντονη συζήτηση για το νέο Πρόγραμμα Σπουδών (ΠΣ) του μαθήματος των Θρησκευτικών στην υποχρεωτική εκπαίδευση, που γίνεται ανάμεσα σε άμεσα και έμμεσα ενδιαφερομένους. Διαβάζουμε απόψεις των ενώσεων των θεολόγων, θεολόγων, από αυτούς άλλοι εκπαιδευτικοί και άλλοι όχι, δασκάλων, κάποιων καθηγητών των θεολογικών σχολών και άλλων σχολών και τμημάτων Πανεπιστημίων, λίγων εκπροσώπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας κ.ά.
Μέρος αυτών των επικριτικών, βέβαια, βρίσκουν πρόσφορο έντυπο, τηλεοπτικό και ηλεκτρονικό βήμα και εκφράζουν συχνότερα την προσωπική – συνήθως ματιά τους. Αυτή πολλάκις αναπαράγεται από άλλους που είτε τη δημοσιοποιούν άκριτα είτε τη χρησιμοποιούν ως «έγκυρη» πηγή, για να εκφράσουν τις απόψεις τους. Δυστυχώς χωρίς να έχουν ασχοληθεί βασικά με το ΠΣ, το οποίο κρίνουν. Ομολογούν στα κείμενά τους ότι «κάπου πληροφορηθήκαμε για το νέο Πρόγραμμα…» ή «σύμφωνα με τον κ. τάδε ή τον π. τάδε καταστρέφεται το μάθημα» και άλλα παρόμοια. Ενίοτε αναφέρονται σε ονόματα και προβαίνουν σε χαρακτηρισμούς που δεν τιμούν ούτε τους ίδιους ούτε όλους όσοι τους αναπαράγουν στα επί της γης blogs.
Σε αυτό το τοπίο διακρίνουμε δύο ουσιαστικά απόψεις: Υπάρχουν αυτοί που θεωρούν ότι το νέο ΠΣ πρέπει να αποσυρθεί, διότι μεταλλάσσει το μάθημα των Θρησκευτικών από Ορθόδοξο σε θρησκειολογικό. Υπάρχουν και αυτοί που θεωρούν ότι το νέο ΠΣ πρέπει να εφαρμοσθεί, αφού αξιολογηθεί κατά την πιλοτική του εφαρμογή. Για τους δεύτερους το μάθημα με το νέο ΠΣ γίνεται γνωσιακό, ανοιχτό στους άλλους, χωρίς όμως να χάνει το Χριστιανικό-Ορθόδοξο χαρακτήρα του. Είναι σαφές ότι, εφόσον το αντικείμενο κριτικής είναι κοινό, μεταξύ τους υπάρχει διαφορά στην οπτική τους για το ρόλο του μαθήματος στο σχολείο και στην κοινωνία. Οπωσδήποτε διαφορετικές είναι και οι επιστημονικές προϋποθέσεις στις αιτιάσεις τους για την απόρριψη ή μη του συγκεκριμένου ΠΣ, αλλά και των προτάσεων που διατυπώνουν για το μάθημα. Τέλος, μερίδα αυτών αντιλαμβάνονται διαφορετικά τον αγώνα για τις απόψεις τους, αφού η κριτική γίνεται στο στόμα τους επίθεση, κάποιες φορές προσωπικά στοχοποιημένη και ανήθικη.
Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι το ευρύτερο περιβάλλον, όσοι δε σχετίζονται άμεσα με τη Θρησκευτική Εκπαίδευση (ΘΕ), παρατηρεί μόνο τον καπνό της «μάχης», αφού δεν ενδιαφέρεται για τα όπλα – και το είδος τους – της μίας ή της άλλης πλευράς. Αντίθετα, είναι σε κάποιο βαθμό εχθρικό με την παρουσία και μόνο της ΘΕ στο σχολείο και αναμένει για να επιχειρηματολογήσει, όχι προς υπεράσπιση της μίας από τις δύο πλευρές, αλλά για να διατρανώσει την αντίθεσή του και με τις δύο. Παράλληλα, στους παρατηρητές της διαμάχης για την ευρεία εφαρμογή ή μη του νέου ΠΣ βρίσκουμε τους πολιτικούς που σχετίζονται με την απόφαση της εφαρμογής ή όχι (Υπουργός και Υφυπουργοί παιδείας, βουλευτές κ.ά.) και άλλες ομάδες, θρησκευτικές ή πολιτιστικές, οι οποίες ενδιαφέρονται, άλλες πολύ και άλλες λίγο ακόμη, να εισέλθουν στο σχολείο προσφέροντας εκείνες, και όχι η επίσημη Πολιτεία, τη ΘΕ στα παιδιά μας.
Όσοι γνωρίζουν τι συμβαίνει τα τελευταία είκοσι χρόνια στον κόσμο και στην Ευρώπη, έχουν υπόψη τους την ιστορία και την εμπειρία του μαθήματος στο ελληνικό σχολείο και μελετούν τις πτυχές της σύγχρονης πραγματικότητας ίσως να συμφωνήσουν ότι μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον της ΘΕ στην Ελλάδα και το τέλος της διαμάχης. Πρόκειται για το τέλος του μαθήματος των Θρησκευτικών. Ή θα εξοβελιστεί από το κανονικό πρόγραμμα του σχολείου και ουσιαστικά θα καταργηθεί ως μάθημα ή θα παραδοθεί στις θρησκευτικές ομάδες και θα μετατραπεί σε κατήχηση. Φυσικά δε θεωρούμε καμία από τις δύο εξελίξεις επιστημονικά, παιδαγωγικά, θεολογικά και εκπαιδευτικά βιώσιμη και κυρίως ζητούμενη για τη ΘΕ στο ελληνικό σχολείο.
Η απόσυρση του ΠΣ ή η εκ θεμελίων αναδιαμόρφωσή του αποτελεί ήττα της ΘΕ για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Θα προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις των «προοδευτικών», που θα δικαιωθούν πλήρως. Έτσι, θα οδηγηθούμε, σε επόμενο στάδιο, στην κατάργησή του ή στην παράδοσή του στις θρησκευτικές κοινότητες, στο πνεύμα δήθεν της ισοτιμίας. Στην πρώτη περίπτωση η εξέλιξη είναι ζοφερή, αν και ξέρουμε καλά ότι υπάρχουν χριστιανοί με φόβο Θεού που ομολογούν μέσα τους ότι, αν είναι να γίνουν τα Θρησκευτικά «Παν-Θρησκευτικά», σύμφωνα με την κριτική τους, καλύτερα να καταργηθούν. Στη δεύτερη περίπτωση, το μάθημα θα μετατραπεί σε προαιρετικό, διαχωρίζοντας ουσιαστικά τα παιδιά σε ομάδες άθεων ή πιστών και μη πιστών, με πιθανότητες να γίνουν βορά διαφόρων φονταμενταλιστών ή δασκάλων με πιστοποιητικά και υπογραφές υψηλής πίστης. Μάλιστα κάποιοι ανεύθυνα, ακόμη και στους κόλπους ενώσεων θεολόγων, εργάζονται με αυτό το σκοπό, ξεχνώντας ότι στο ομολογιακό μάθημα που ανήκει στις θρησκείες, εισέρχονται στο σχολείο όλες οι γνωστές θρησκείες και επιλέγει ο γονέας και, μετά την εφηβεία, ο ίδιος ο μαθητής αν θα παρακολουθήσει και ποιας θρησκευτικής κοινότητας μάθημα θα παρακολουθήσει, ανεξάρτητα από την ένταξη του παιδιού σε μία θρησκεία. Έχουμε αναρωτηθεί στο «εχθρικό» για την Ορθόδοξη Εκκλησία περιβάλλον, που ζούμε, πόσοι έφηβοι θα επιλέξουν να έρθουν στο μάθημα της Ορθοδοξίας και πόσοι απόφοιτοι του σχολείου, έλληνες πολίτες, αν επιλέξουν να μην κάνουν καθόλου Θρησκευτικά, θα γνωρίζουν στα αλήθεια τι πρεσβεύει η θρησκεία του Ισλάμ και πώς ερμηνεύονται σύγχρονα φαινόμενα που την αφορούν;
Το τέλος του μαθήματος των Θρησκευτικών δεν θα οφείλεται μόνο στους «προοδευτικούς» πολέμιους του. Αυτοί λαθεμένα το θεωρούν τόσα χρόνια, εξαιτίας κυρίως κακών προσωπικών εμπειριών, παράσιτο στη φιλελεύθερη και δημοκρατική εκπαίδευση των Ελλήνων. Εκτιμούμε το ίδιο καταστροφική τη στάση αυτών που, ενώ φαινομενικά είναι υπερασπιστές του μαθήματος, στην πραγματικότητα γοητεύονται από τις λύσεις, που σας παρουσιάσαμε, και χρησιμοποιούν τα όπλα τους προς λάθος κατεύθυνση. Οι ίδιοι από το παρελθόν προετοιμάζουν το τέλος των Θρησκευτικών στην κανονική σχολική εκπαίδευση. Πολέμησαν την εφαρμογή των προηγούμενων Αναλυτικών Προγραμμάτων (2003) και τα βιβλία που προέκυψαν, με αποτέλεσμα να μην αποδώσει όσα στόχευε η αλλαγή, και τώρα αντιπαλεύουν ό,τι καινούριο ενστερνίζεται το νέο ΠΣ, επιχειρηματολογώντας θετικά για το προηγούμενο Α.Π., που πρότινος πολεμούσαν. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι οι ίδιοι μάχονται εναντίον των ίδιων των σκοπών που επιδιώκουν. Εξηγείται μόνο από τυφλό και υπερβάλλοντα ζήλο. Αποτελειώνουν ένα από τα πιο σημαντικά και ιστορικά μαθήματα της ελληνικής εκπαίδευσης. Ένα μάθημα που ακολούθησε το δικό του εθνικό δρόμο, αφομοιώνοντας τις τελευταίες δεκαετίες επιρροές από τις εμπειρίες των υπόλοιπων χωρών. Και το οποίο κατάφερε, τέλος, να διατηρήσει την συνολική λειτουργία του, τον καθορισμό του περιεχομένου του και αντίστοιχα τον διορισμό των εκπαιδευτικών, που το υπηρετούν, στην ευθύνη αποκλειστικά του κράτους. Οι κατακτήσεις αυτές θα μείνουν στην ιστορία της εκπαίδευσης και τα Θρησκευτικά στο παρελθόν.
Αυτό είναι το ζοφερό μέλλον. Τελικά, όταν θα κοπάσει ο καπνός της μάχης δε θα υπάρχουν σίγουρα θριαμβευτές ανάμεσα στις δύο πλευρές, αφού το θύμα θα είναι η ΘΕ και οι νέοι της Ελλάδας. Δάφνες θα δρέψουν οι παρατηρητές, που κατονομάστηκαν παραπάνω.
♦
Είναι όμως δυνατόν οι θεολόγοι να επιθυμούν το τέλος του μαθήματος των Θρησκευτικών στο σχολείο;
Δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι πολλοί θεολόγοι επιδιώκουν να καταργηθεί το μάθημα ή να παραδοθεί στις θρησκευτικές κοινότητες και να αποσπασθεί από το κανονικό πρόγραμμα του σχολείου. Μπορούμε όμως να πούμε με βεβαιότητα ότι πολλοί θεολόγοι, παρόλο που οι προθέσεις τους είναι αγαθές είτε από ζήλο είτε από ελλιπή πληροφόρηση είτε από περιορισμένη ή παλαιωμένη επιστημονικότητα είτε από έλλειψη εκπαιδευτικής εμπειρίας, υποσκάπτουν ουσιαστικά την ύπαρξη του σχολικού μαθήματος των Θρησκευτικών.
Ακτινογραφώντας αυτήν την ομάδα διακρίνουμε αρχικά αυτούς που απορρίπτουν την αλλαγή του μαθήματος, γιατί υποθάλπουν ιδέες και οράματα, που βρίσκονται πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Αυτά συνήθως έχουν την αναφορά τους στο παρελθόν, το βυζαντινό ή του κρυφού σχολειού -στην χειρότερη περίπτωση. Η λέξη «παράδοση» γι' αυτούς περιλαμβάνει τα πάντα και, αντίθετα, η λέξη «νεωτερικότητα» αποτελεί εχθρό ολκής. Δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτή είναι η ιστορική πραγματικότητα και μέσα στον ρου της οφείλουμε όλοι να βρούμε την πορεία μας. Αντίθετα, βρίσκουν βράχους και κρατιούνται με όνειρο να πάνε αντίθετα στο ρεύμα. Το μόνο που καταφέρνουν, βέβαια, είναι να καθυστερούν. Μάλιστα, αγρεύουν και άλλους, για τους παραπάνω λόγους και ονειρεύονται όλοι μαζί κάτι που δεν υπάρχει. Αυτοί οι θεολόγοι προτείνουν αλλαγές, περιεχόμενα και στόχους, για το μάθημα που απλά δεν υπάρχουν πουθενά στον κόσμο, δεν έχουν εφαρμοσθεί ποτέ και δε στηρίζονται συνήθως σε καμία σοβαρή επιστημονική θεωρία. Δεν υπάρχει όμως τόπος στις επιστήμες της αγωγής για θεωρίες που δεν δοκιμάζονται και υφίστανται μόνο σε ένα φανταστικό χωροχρόνο. Έτσι, αυτό που πετυχαίνουν είναι σύγχυση, προσωπική και ομαδική, καθολική αντίθεση και τελικά περιθωριοποίηση και μαρασμό της θρησκευτικής αγωγής.
Υπάρχουν, ακόμη, θεολόγοι που στον αγώνα τους κατά της αλλαγής βρίσκουν δυνατούς συμπαραστάτες και αδελφούς, ιεράρχες συνήθως, που αντιστέκονται σθεναρά στο ρεύμα. Σε αυτούς είναι έτοιμοι να χαρίσουν τα πάντα και, γιατί όχι, να τους αφήσουν να εισέλθουν οι ίδιοι στο σχολείο. Κι αν ακόμη αυτοί δεν μπορούν να διδάξουν, τους παραχωρούν το δικαίωμα να επιλέγουν εκείνοι τους θεολόγους του σχολείου, που θα είναι «τα δικά μας πιστά παιδιά». Βέβαια, αγνοούν ότι υπάρχουν επίσημα κι άλλοι δυνατοί. Άλλοι με ξυρισμένο κεφάλι ή άλλοι με φέσι, που έχουν κι αυτοί έτοιμους πιστούς φίλους να λάβουν υπογραφή, για να μπουν στο σχολείο να κατηχήσουν τα δικά τους παιδιά. Πρόκειται γι' αυτούς που ομολογήσαμε από την αρχή ότι ενδιαφέρονται άμεσα να αναλάβουν την κατήχηση των πιστών τους μέσα στους τέσσερις τοίχους του σχολείου. Δηλαδή, άλλες γνωστές θρησκείες, αιρέσεις και ομάδες. Αυτοί οι θεολόγοι που είναι έτοιμοι να εκχωρήσουν το μάθημα των Θρησκευτικών στις θρησκευτικές ομάδες δεν αντιλαμβάνονται τι σημαίνει η είσοδος των θρησκευτικών κοινοτήτων στο ελληνικό σχολείο. Πρώτον, οι μαθητές θα διαχωρίζονται στις τάξεις ανάλογα με τη θρησκεία, που θα διαλέγουν. Δεύτερον το μάθημα θα μετατραπεί σε κατήχηση της κάθε θρησκείας, συνήθως στο παρα-πρόγραμμα του σχολείου. Και τέλος, οι θεολόγοι θα πάψουν να είναι επαγγελματίες διορισμένοι εκπαιδευτικοί του ελληνικού κράτους.
Υπάρχουν, σήμερα, κι αυτοί οι θεολόγοι που δεν τους ενδιαφέρει τίποτα σχετικό με το μάθημά τους. Βασικό θέμα τους είναι η συνταξιοδότηση ή η διεκδίκηση κάποιας θέσης διευθυντή. Είναι συνήθως οι κατά λάθος θεολόγοι, οι οποίοι αντιδρούν σε ο,τιδήποτε τους προκαλεί να σκεφτούν ή να εργαστούν. Υπάρχουν, τέλος, κι αυτοί που κραυγάζουν άκριτα, οι «επαναστάτες» θεολόγοι, που σηκώνουν το λάβαρο σε οποιαδήποτε αλλαγή γενικά και κυρίως σε αυτές που δεν τους θυμίζουν κάτι από το παρελθόν, το πρόσφατο βέβαια της δεκαετίας του 1970 ή προηγούμενων νοσταλγικών ετών. Αυτοί, βέβαια, δεν προτείνουν τίποτε, απλά αντιδρούν.
Δεν υπάρχουν, όμως, θεολόγοι που αντιλαμβάνονται το ρόλο του μαθήματος των Θρησκευτικών και επιθυμούν τη διατήρηση του μαθήματος στο σχολείο;
Όλα αυτά τα χρόνια το μάθημα διατηρείται ζωντανό και πετυχαίνει παιδαγωγικά πολλά και σημαντικά ακριβώς γιατί υπάρχουν και θεολόγοι που βλέπουν μπροστά στον ορίζοντα. Αυτοί σκέφτονται και εργάζονται περισσότερο επιστημονικά και σαφώς κατά βάσει παιδαγωγικά. Και οι μεν και οι δε τα ίδια Πανεπιστήμια τέλειωσαν, αλλά φαίνεται ότι κάποιοι φωτισμένοι δάσκαλοι τους προκάλεσαν περισσότερο και τους έμαθαν να μελετούν, να αναζητούν την ποικιλία απόψεων, να μην πείθονται εύκολα και να σκέφτονται πρώτα από όλα τους μαθητές τους, τι θα μάθουν αυτοί και πώς θα ανοίξει το μυαλό τους. Έμαθαν ότι τα κριτικά πνεύματα γίνονται καλοί πολίτες, ηθικοί άνθρωποι και ίσως πραγματικά καλοί πιστοί. Ευτυχώς τρεις δεκαετίες τώρα στο, διαλυμένο πια, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο επικράτησε -όχι εύκολα- αυτή η θεολογία.
Η άλλη πλευρά, βέβαια, έκανε και κάνει περισσότερη φασαρία. Βρίσκει ισχυρούς συμμάχους και μπαίνει με ερωτήσεις στη βουλή ή με κηρύγματα στους ναούς. Παρόμοια βρίσκει συμμάχους στην δημοσιογραφία, στον Τύπο ή στο διαδίκτυο και δημοσιοποιεί επανειλημμένα την αντίθεσή της. Δημιουργεί ομάδες με διάθεση αντίδρασης και καλλιεργεί παρασκηνιακά, με ραντεβού και επισκέψεις σε επίσημα γραφεία, φήμες και κατηγορίες, πολλές φορές επί προσωπικού.
Όμως, στην εποχή που ζούμε, ευτυχώς ακόμη, επικρατεί – όχι χωρίς κριτική οπωσδήποτε – η λογική. Αυτή η κυρίαρχη, σήμερα, τάση στους θεολόγους είναι φανερή και στην κρατική μηχανή και στα περισσότερα πανεπιστημιακά τμήματα και στους εκπαιδευτικούς κύκλους. Από αυτούς, προφανώς, προήλθε και η ομάδα εμπειρογνωμόνων που σχεδίασε το νέο ΠΣ της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Γι' αυτό και το νέο ΠΣ δεν είναι κατηχητικό, αλλά παραμένει Χριστιανικό και Ορθόδοξο, ενώ εμπνέεται από σύγχρονες παιδαγωγικές προσεγγίσεις της ΘΕ, δοκιμασμένες σε άλλες χώρες και προσαρμοσμένες σε κάποιο βαθμό στην εμπειρία του ελληνικού σχολείου και στην παράδοση του τόπου. Δεν είναι θρησκειολογικό-ενώ κατηγορείται άκριτα ότι είναι, αλλά περιέχει σε κάποιο περιορισμένο ποσοστό μόνο γνώσεις για τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου. Είναι πρωτοποριακό, γιατί είναι ένα πρόγραμμα διαδικασίας, αφήνει, δηλαδή, στους θεολόγους την ευθύνη να διαμορφώσουν, ανάλογα με τους μαθητές τους, το περιεχόμενο του μαθήματος, κάνοντας προτάσεις για θέματα και δραστηριότητες, που δεν είναι δεσμευτικές
Η άλλη πλευρά, όμως, που ζητά με πάθος την απόσυρση ή την εκ θεμελίων αναδιαμόρφωση εμμένει μόνο σε επιμέρους στοιχεία του ΠΣ και δεν κατανοεί ότι η παιδαγωγική γενικά του Νέου Σχολείου ξεπερνά το περιεχόμενο όλων των μαθημάτων και επιδιώκει όλα τα μαθήματα-και τα Θρησκευτικά- να προσφέρουν αγωγή κριτικής, διαλόγου και κατανόησης. Αυτή η πλευρά κρίνει το Πρόγραμμα όχι από την φιλοσοφία και το περιεχόμενό του, αλλά απομονώνοντας φράσεις, λέξεις, δραστηριότητες ή θέματα και βλέποντας σε αυτά τα επιμέρους, που δεν τα εγκρίνουν, γιατί είναι «βλάσφημα» ή «αντιχριστιανοπαιδαγωγικά» ή «ετερόθρησκα και αλλόδοξα», βράχους για να κρατηθούν να μην παρασυρθούν από το ρεύμα. Να σώσουν τι; Κάτι αποτελεσματικό και επιτυχημένο; Όχι βέβαια. Ακολουθούν απλά και παραδοσιακά τις τακτικές που αναφέραμε παραπάνω που οδηγούν αναπόδραστα στο τέλος.
Στο Νέο Σχολείο, ευτυχώς, με το νέο ΠΣ το μάθημα των Θρησκευτικών εντάσσεται στο γενικό πλαίσιο της εκπαίδευσης. Αν ισχύσει αυτό υπάρχει πολύ σοβαρός λόγος να γίνονται τα Θρησκευτικά μέσα στο κανονικό πρόγραμμα του σχολείου και να αποτελεί κανονικό μάθημα, όπως όλα τα άλλα. Μπορεί μάλιστα να προσφέρει πολλά στη θρησκευτική, κοινωνική και ηθική μόρφωση όλων ανεξαιρέτως των πολιτών της Ελλάδας, ανεξάρτητα αν πιστεύουν, ακολουθούν μία θρησκεία ή καμία θρησκεία. Βέβαια, το νέο ΠΣ παρόλες τις μεγαλόστομες εξαγγελίες των σχεδιαστών και συγγραφέων του Οδηγού του εκπαιδευτικού-αυτές φόβισαν πιο πολύ τους επικριτές-παραμένει χριστιανικό και δεν αφήνει πολλά περιθώρια, αν εμμείνει ο θεολόγος στο περιεχόμενό του και μόνο, να γίνει ένα μάθημα για όλους ανεξαιρέτως. Επιπλέον, πιστεύουμε πως το ΠΣ επιδέχεται βελτιώσεων (περιεχομένου, παιδαγωγικών επιλογών, υλικού), αλλά αυτές θεωρούμε ότι θα γίνουν, αφού εφαρμόζεται πιλοτικά, θα αξιολογηθεί και θα μελετηθεί ξανά από τους εμπειρογνώμονες, οι οποίοι διαβεβαιώνουν ότι θα λάβουν σοβαρά υπόψη τους όλες τις εμπεριστατωμένες κριτικές.
Έφτασε το τέλος;
Διατυπώσαμε δραματικά τις απόψεις μας ακριβώς γιατί ως χριστιανοί με φόβο Θεού διατηρούμε την ελπίδα ακόμα ζωντανή. Παρόλο που οι δύο πλευρές διαφωνούν δε φαίνονται ότι είναι και οι δύο στα άκρα. Τουλάχιστον οι θιασώτες της αλλαγής, όπως εξηγήσαμε, δεν έφτασαν στα άκρα με αυτό το ΠΣ και στη ριζική αλλαγή του μαθήματος των Θρησκευτικών, αν και κατηγορούνται – άδικα – για αυτό. Αν αυτό γίνει κατανοητό από τους επικριτές τους θα βρεθούν πολλά περιθώρια προόδου που μπορούν να σημειώσουν και οι δύο.
Αν και δεν φαίνεται φως στον ορίζοντα, ελπίζουμε ότι είναι δυνατόν οι θεολόγοι να αποφασίσουν να αφήσουν τους βράχους και να κάνουν ένα βήμα μπροστά. Με κριτική, με άποψη, αλλά και με διαλλακτικότητα, χωρίς φανατισμό και μεγαλοστομίες. Η πόλωση οδηγεί σε ήττα όλων και κυρίως σε ήττα του ίδιου του μαθήματος στο σχολείο. Άμεσα πρέπει να σταματήσουν οι παρασκηνιακές ενέργειες που σχετίζονται με πολιτικούς και πνευματικούς ανθρώπους. Να προχωρήσουμε σε εποικοδομητική κριτική και συνεννόηση. Να αποδεχτούμε, τελικά, όλοι ότι το νέο ΠΣ είναι ένα βήμα αναβάθμισης του μαθήματος και ότι θα ενσκήψουμε στα προβλήματά του, με σκοπό την αξιολόγηση και την διόρθωσή του.
Θεολόγοι το νέο ΠΣ είναι η ευκαιρία μας και πρέπει να εφαρμοσθεί, αφού αξιολογηθεί. Η μάχη για την απόσυρσή του μας οδηγεί στο τέλμα και στο τέλος από την κανονική σχολική εκπαίδευση. Θα βρεθούμε στο μέλλον σε ένα σημείο που ποτέ άλλοτε δεν ήμασταν οι θεολόγοι και το μάθημα μας στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης.
… Ώρα να πηγαίνω δεν έχω άλλο στήθος.
Ν. Καρούζος
7-11-2012
* Ο Μάριος Κουκουνάρας-Λιάγκης είναι υ.δ. Λέκτορας Διδακτικής Θρησκευτικών Τμ. Θεολογίας ΕΚΠΑ.
Σημείωση: Ευχαριστώ τον συγγραφέα για την αποστολή του άρθρου για δημοσίευση στην Αποικία μας.