Αρχείο κατηγορίας Σχολείο και Πανεπιστήμιο των ΕΕ- ΔΝΤ- Καλλικράτη

Που έρχονται από τη … Λισαβώνα και φτάνουν στην Αθήνα των τοκογλύφων,χορηγών και πατρώνων τους

Σχετικά με το ΠΔ 152/2013 για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών

Σχετικά με το ΠΔ 152/2013 για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών

Του Γιώργου Γρόλλιου*

grolios_giorgos_www.kozani.tv

Η ιεραρχική («από τα πάνω προς τα κάτω») αξιολόγηση των εκπαιδευτικών αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά στοιχεία των διαφόρων μειγμάτων των νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών πολιτικών για την εκπαίδευση οι οποίες σταδιακά κυριάρχησαν διεθνώς από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Δεν θα ασχοληθούμε εδώ αναλυτικά με τα γενικά πολιτικά δόγματα του νεοφιλελευθερισμού (όπως η πολυθρύλητη «σοφία της αγοράς»). Θα περιοριστούμε σε μια απαρίθμηση ορισμένων σημαντικών συστατικών των νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών πολιτικών στην εκπαίδευση.

Τέτοια συστατικά, τα οποία συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την ιεραρχική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι

Συνέχεια

Ομάδες εργασίας και δείκτες. Μία κριτική απόρριψή τους

Ομάδες εργασίας και δείκτες. Μία κριτική απόρριψή τους

(Αξιολόγηση σχολείων)

Του Δημήτρη Νικολούδη

Στον 1ο τόμο του Παρατηρητηρίου της ΑΕΕ αναπτύσσεται το σκεπτικό πως οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να αποκτήσουν «κουλτούρα αξιολόγησης», η οποία, μάλιστα, θα πρέπει να στηρίζεται στη συναίνεση και στην αποδοχή τους. Ωστόσο, η εφαρμογή του συγκεκριμένου αξιολογικού εγχειρήματος, με βάση την τρίτη εγκύκλιο του Υπουργείου, βασίζεται, παρά τις διαβεβαιώσεις, στη βία αφού ουσιαστικά επιστρατεύει όλους όσους εμπλέκονται άμεσα στην εκπαιδευτική πράξη. Δεν πρέπει να διαφεύγει από την προσοχή μας πως το προηγούμενο διάστημα οι εκπαιδευτικοί με τις υπογραφές τους και τα πρακτικά των Συλλόγων Διδασκόντων απέρριψαν τη συγκεκριμένη μορφή αξιολόγησης και τους όρους εφαρμογής της. Ακόμη, όμως, κι αν παρακάμψουμε το παραπάνω επιχείρημα, υπάρχουν μια σειρά από κριτικές παρατηρήσεις που έχουν να κάνουν με την επιστημονική αξιοπιστία και την εγκυρότητα της ΑΕΕ και οφείλουμε να τις θέσουμε.

Συνέχεια

Τράπεζα θεμάτων ή τράπεζα θυμάτων;

Τράπεζα θεμάτων ή τράπεζα θυμάτων;

ΕΡΕΥΝΑ – Του Χρήστου Κάτσικα

Στις πλάτες μαθητών, γονέων και καθηγητών θα εφαρμόσει φέτος το υπουργείο Παιδείας τον νέο νόμο για το Λύκειο, που θα προβλέπει πανελλαδικού τύπου εξετάσεις στην Α΄ Λυκείου, με θέματα που δεν θα δοθούν εξ ολοκλήρου από τους διδάσκοντες καθηγητές.

Στις πλάτες μαθητών, γονέων και καθηγητών θα εφαρμόσει φέτος το υπουργείο Παιδείας τον νέο νόμο για το Λύκειο, που θα προβλέπει πανελλαδικού τύπου εξετάσεις στην Α΄ Λυκείου, με θέματα που δεν θα δοθούν εξ ολοκλήρου από τους διδάσκοντες καθηγητές, αλλά θα χρησιμοποιηθεί και η περιβόητη Τράπεζα Θεμάτων.

Συνέχεια

Το My School είναι μόνο ένα μέρος ενός σκοτεινότερου σχεδίου

Το My School είναι μόνο ένα μέρος ενός σκοτεινότερου σχεδίου

Του Δημήτρη Τσιριγώτη*

 

Το παρακάτω κείμενο δεν γράφτηκε μόνο με σκοπό να ενημερώσει τι ακριβώς είναι το σύστημα «my school» και ποιοι κίνδυνοι εγκυμονούν από την εφαρμογή του. Ο κυριότερος λόγος  είναι για να αποδείξει ότι το «my school» είναι  μια κοινή πλατφόρμα, μια μητρική πλακέτα, πάνω στην οποία ενώνονται και επικοινωνούν όλα εκείνα τα σκοτεινά σχέδια του υπουργείου Παιδείας για την εκπαίδευση στη χώρα μας.

Συνέχεια

Το Μνημόνιο στην παιδεία, τα παιδιά λάστιχα και άλλα κατορθώματα

Το Μνημόνιο στην παιδεία, τα παιδιά λάστιχα και άλλα κατορθώματα

Του Σταύρου Παναγιωτίδη

 

«Και αν το Μνημόνιο δεν είναι λάθος;». Έτσι ξεκινά προηγούμενο άρθρο του barikat και η ερώτηση αυτή εμπεριέχει την απάντηση. Η πολιτική της λιτότητας που υλοποιείται με τα Μνημόνια δεν είναι απλώς μια σειρά λογιστικών πράξεων και περικοπών, δεν είναι μόνο ένα σχέδιο εξοικονόμησης πόρων, ένα σχέδιο που τελικά “δεν βγαίνει”, γιατί το χρέος αυξάνεται. Αντιθέτως, η λιτότητα είναι ένα εξαιρετικά επιτυχημένο εργαλείο για να υλοποιηθεί μία συνολική αλλαγή του κοινωνικού οικοδομήματος και του τρόπου λειτουργίας του και να προκύψει ένα νέο σημείο ισορροπίας των κοινωνικών δυνάμεων. Μέσω των πολιτικών λιτότητας και του εκβιασμού της Τρόικας επιβάλλονται αλλαγές που και τα προηγούμενα χρόνια οι κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν να υλοποιήσουν: στις εργασιακές σχέσεις, στα ασφαλιστικά δικαιώματα, στην φορολογική πολιτική, στις πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες, στη λειτουργία του κοινοβουλίου, στη διάκριση των εξουσιών, παντού.

Συνέχεια

Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών: το ακατάλληλο όργανο

Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών: το ακατάλληλο όργανο

Του Μπάμπη Νούτσου*

 Noutsos-Charalabos

Στο Π.Δ. για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών φιλοτεχνούνται πέντε κατηγορίες (I έως V) με δεκαπέντε συνολικά κριτήρια – ορισμένα από αυτά αναλύονται σε ‘’υπό-κριτήρια – που προορίζονται να αποτελέσουν το επίσημο εργαλείο της διαδικασίας αξιολόγησης τους (άρθρο 3, 10).

Θα δείξω εδώ με συντομία για ποιους συγκεκριμένους λόγους αυτό το εργαλείο είναι προϊόν μιας εξόφθαλμης άγνοιας ή καταστρατήγησης στοιχειωδών μεθοδολογικών απαιτήσεων, που διέπουν υποχρεωτικά κάθε εγχείρημα κατασκευής – διατύπωσης ενός παρόμοιου συστήματος κατηγοριών, γιατί, με άλλα λόγια, είναι ακατάλληλο για το σκοπό που φτιάχτηκε.

Συνέχεια

Κουλτούρα αυταρχισμού και υποταγής

Κουλτούρα αυταρχισμού και υποταγής

Του Γιώργου Κ. Καββαδία*

Kavvadias-K.Giwrgos

Άλλο ένα επεισόδιο στην επιχείρηση «τρόμος και αθλιότητα» στα σχολεία με τη νέα, δεύτερη μέσα σε λίγες μέρες, εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας μέσω της οποίας επιχειρεί να υποχρεώσει τους διευθυντές των σχολείων να ορίσουν οι ίδιοι τη συγκρότηση ομάδων εργασίας για την αυτοαξιολόγηση. Μια αυθαίρετη ερμηνεία του ΦΕΚ 1340/2002 επιβάλλει στα σχολεία τη λογική του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» και αποκαλύπτει ότι οι διακηρύξεις για την  «κουλτούρα αξιολόγησης» προωθούν στην ουσία κουλτούρα «αυταρχισμού και υποταγής». Έτσι κονιορτοποιεί τα όποια απομεινάρια δημοκρατικής λειτουργίας του Συλλόγου Διδασκόντων και του Σχολείου εγκαθιδρύοντας ένα καθεστώς διοικητικού αυταρχισμού που τροφοδοτεί κλίμα τρόμου, απειλών, έντασης της εργασιακής ανασφάλειας και μολύνει την παιδαγωγική ατμόσφαιρα.

Συνέχεια

Γιατί δεν θέλουν τη νεολαία στο σχολείο

Γιατί δεν θέλουν τη νεολαία στο σχολείο: Μια σύντομη απάντηση στον υπουργό Παιδείας

 

Του Γιώργου Καλημερίδη

 

Το 1947, ο τότε καθηγητής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ιδρυτικό μέλος της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων (ΧΑΝ) και μετέπειτα πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών επί χούντας, Αμίλκας Αλιβιζάτος, έγραφε σε σχέση με τα τότε προβλήματα της "εθνικής μας παιδείας" ότι:

"Η δημοτική και μέση εκπαίδευσις απολύτως πανεπιστημιακά προσανατολισμένη προητοίμαζε τη μαθητιώσαν νεολαίαν αποκλειστικώς δια το Πανεπιστήμιον, και τούτο επέμεινεν η μόνη ελπίς (επαγγελματική ελπίς) δια την σπουδάζουσαν νεολαίαν μας επί δημιουργία αφορήτου πληθωρισμού επιστημόνων δευτέρας και τρίτης ποιότητος".[1]

Σχεδόν επτά δεκαετίες αργότερα, ο σημερινός υπουργός Παιδείας (Σημ. admin: Κων/νος) Αρβανιτόπουλος, με άρθρο του στα "Νέα" (21.12.2013) με το τίτλο "Το μεγάλο στοίχημα της εκπαίδευσης", συνεχίζει τους προβληματισμούς του Αλιβιζάτου, ενός από τους βασικούς ιδεολογικούς εκπροσώπους της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης, γράφοντας:

"Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, το όνειρο σχεδόν κάθε οικογένειας ήταν η εισαγωγή των παιδιών της στο Πανεπιστήμιο, και πολλές φορές, η μετέπειτα πρόσληψη στο δημόσιο τομέα (..) Δεν μπορούμε, όμως, να συνεχίσουμε να «παράγουμε» ανέργους πτυχιούχους, τη στιγμή που επαγγελματικοί κλάδοι ζητούν σήμερα επιτακτικά ανθρώπινο δυναμικό ή αναμένεται να ζητήσουν στα επόμενα χρόνια, στα χρόνια της ανάκαμψης".

Η υπεραπαραγωγή επιστημόνων, το υπερτροφικό Πανεπιστήμιο, η πτώση της ποιότητάς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, λόγω μαζικοποίησής της και η έλλειψη πρακτικού προσανατολισμού στη μέση εκπαίδευση είναι επιχειρήματα που καταγράφονται σε όλη την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης τουλάχιστον από τα μέσα του 19ο αιώνα και μετά [2]. Τα συγκεκριμένα ιδεολογήματα ουδέποτε ασφαλώς αθώα και ουδέτερα ήταν. Στην πραγματικότητα το διακύβευμα τους ήταν πάντα πολιτικό και σχετιζόταν άμεσα με την προσπάθεια μετασχηματισμού ή εμπέδωσης, από την πλευρά της εκάστοτε αστικής πολιτικής εξουσίας, μιας ιδιαίτερης σχέσης των κατώτερων κοινωνικών τάξεων με τη γνώση και την απασχόληση.

Πίσω από τις γενικές αναφορές στην οικονομική ανάκαμψη κρύβονταν οι ουσιαστικές πολιτικές στοχεύσεις της άρχουσας τάξης: η προώθηση μιας αριστοκρατικής αντίληψης για το σχολείο (μικρή αλλά "ποιοτική" μέση και ανώτερη εκπαίδευση), η νομιμοποίηση νέων εξεταστικών τεχνολογιών που αναπόφευκτα συνόδευαν τη σχετική συζήτηση, η επικύρωση των μορφωτικών ανισοτήτων ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των φυσικών κλίσεων και προδιαθέσεων των μεμονωμένων ατόμων και η δικαίωση του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας και του διαχωρισμού διανοητικής-χειρωνακτικής εργασίας, μέσω φαινομενικά αντικειμενικών εξεταστικών δοκιμασιών ή ατομικών επιλογών. Ο σημερινός υπουργός Παιδείας είναι σε αυτό το σημείο αποκαλυπτικός, αν και ιστορικά καθόλου πρωτότυπος: "Το νέο ΕΠΑ.Λ. καλείται να αποτελέσει μια εναλλακτική εκπαιδευτική διαδρομή του δεύτερου κύκλου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, για όσους μαθητές επιθυμούν ένα διαφορετικό τύπο σχολείου, στο οποίο θα μπορούν να αναπτύξουν τις ιδιαίτερες κλίσεις και δεξιότητές τους".

Θα ήταν χρήσιμο ασφαλώς να μας εξηγήσει ο υπουργός γιατί τα "παιδιά που δε θέλουν να συνεχίσουν την τυπική μεταγυμνασιακή εκπαίδευση" προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από την εργατική τάξη; Ή αντίστοιχα γιατί οι γόνοι της αστικής τάξης και των διάφορων μεσοαστικών στρωμάτων δεν έχουν αυτή τη φυσική κλίση προς πιο "πρακτικές" μορφές εκπαίδευσης; Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι καθόλου ρητορικά, αλλά ουσιαστικά για την τρέχουσα εκπαιδευτική αντιπαράθεση. Το ζήτημα της πρόσβασης στη μόρφωση, όπως μας διδάσκει η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, ήταν πάντα και παραμένει ασφαλώς, ένα βαθύτατα ταξικό ζήτημα. Οι κλίσεις και οι προδιαθέσεις των μεμονωμένων ατόμων διαμορφώνονται μέσα στο συγκεκριμένο, κάθε φορά, πλαίσιο των αστικών σχέσεων κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.

Ας μη γελιόμαστε, επομένως, η πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής και η μετατροπή της ελληνικής οικονομίας σε μια ατελείωτη ειδική οικονομική ζώνη απαιτούν και προϋποθέτουν την ενδυνάμωση της ταξικής επιλογής στην εκπαίδευση και την επανεπικύρωση, με δυσμενέστερους για την εργατική τάξη όρους, των κοινωνικών ιεραρχήσεων στο πεδίο του σχολείου. Οι ιδεολογίες της "κοινωνίας της γνώσης" και η καθολική πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση λόγω "πληροφορικής επανάστασης" δυστυχώς μας τελείωσαν, λόγω καπιταλιστικής κρίσης, άρα πρέπει να επιστρέψουμε στην παλιά αριστοκρατική αντίληψη για την δημόσια εκπαίδευση: "κάθε κοινωνική τάξη, το σχολείο της". Εδώ συναντιέται αναπόφευκτα ο κύριος Αρβανιτόπουλος με τον Αμίλκα Αλιβιζάτο.

 Θα περίμενε κάποιος ότι ένας υπουργός που πριν μερικούς μήνες διάλυσε ουσιαστικά το υπάρχον τεχνικό-επαγγελματικό δίκτυο εκπαίδευσης, στέλνοντας στη διαθεσιμότητα 2.500 εκπαιδευτικούς να είναι πιο προσεκτικός στις διατυπώσεις του. Η νέα ωστόσο μνημονιακή ηγεσία του υπουργείο Παιδείας δεν έχει τέτοιους ενδοιασμούς και δηλώνει με τρομερή άνεση ότι υπάρχουν "επαγγελματικοί κλάδοι που ζητούν σήμερα επιτακτικά ανθρώπινο δυναμικό ή αναμένεται να ζητήσουν στα επόμενα χρόνια, στα χρόνια της ανάκαμψης".

Ζητούν τώρα επιτακτικά ή αναμένουμε να ζητήσουν; Αφήνουμε στην άκρη τους λεκτικούς ακροβατισμούς και την έλλειψη σαφήνειας στη διατύπωση, απαράδεκτο ελάττωμα προφανώς για πρώην πανεπιστημιακό που θέλει να αξιολογήσει το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας και πληροφορούμε τον υπουργό Παιδείας ότι το ποσοστό της νεανικής ανεργίας στην Ελλάδα πλησιάζει, αν δεν έχει ξεπεράσει το 60% και ότι σύμφωνα με την έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ το 16,9% των νέων έως 24 ετών δε βρίσκεται ούτε στην απασχόληση, ούτε στην εκπαίδευση ή κατάρτιση. H Ελλάδα τοποθετείται στις πρώτες θέσεις εντός της «ΕΕ των 28» αναφορικά με τους NEETs (young people not in education, employment or training), όπου με τον όρο NEETs, περιγράφεται ο νεανικός πληθυσμός μίας χώρας, ηλικίας 15 έως 24 ετών, που απέχει από κάθε διαδικασία εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης, δηλαδή είναι «απών» από κάθε μείζονα θεσμική μέριμνα του κοινωνικού κράτους. Η ελληνική νεολαία βιώνει συνεπώς τον καιάδα του μορφωτικού και εργασιακού αποκλεισμού.

Με αυτή την εκρηκτική κοινωνική πραγματικότητα θέλει, ουσιαστικά, να "παίξει" ο υπουργός Παιδείας, καλλιεργώντας τη ψευδαίσθηση ότι η νεανική ανεργία οφείλεται στην έλλειψη σύνδεσης της εκπαίδευσης με τον κόσμο της αγοράς εργασίας και του κεφαλαίου. Διαφορετικά διατυπωμένο, η νεανική ανεργία είναι για την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, όχι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης και των συγκεκριμένων κυβερνητικών πολιτικών, αλλά της έλλειψης κατάλληλων δεξιοτήτων από την πλευρά των ανέργων. Μόλις αποκατασταθεί αυτή η αναντιστοιχία εκπαίδευσης – καπιταλιστικής οικονομίας, η αναπτυξιακή δυναμική θα επανέλθει στο φυσικό της δυναμισμό. Το δάχτυλο της εξουσίας στοχοποιεί τα θύματα και δικαιώνει ιδεολογικά τους θύτες.

Η σημερινή προώθηση της μαθητείας δεν σχετίζεται, όμως, με το δικαίωμα στην απασχόληση. Επιδιώκει να καθυποτάξει ολοκληρωτικά τη νέα γενιά των αποκλεισμένων δεκαεξάχρονων στις απαιτήσεις του κεφαλαίου, χωρίς κανένα σοβαρό παιδαγωγικό πρόσχημα, τροφοδοτώντας την αγορά εργασίας με φτηνό εργατικό δυναμικό και αποσταθεροποιώντας ακόμη περισσότερο τις εργασιακές σχέσεις στην κατεύθυνση της ελαστικοποίησης και της κατάργησης των εργασιακών δικαιωμάτων. Ο ιδεολογικός έλεγχος της νέας εργατικής δύναμης είναι ο στόχος και όχι η αποκατάσταση των προ κρίσης επιπέδων απασχόλησης. Χωρίς ασφαλώς να ξεχνάμε ότι η κατάρτιση είναι πάντα και μια αξιόλογη αγορά για τις διάφορες ιδιωτικές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις. Ο κύριος υπουργός γνωρίζει πολύ καλά τον εκπαιδευτικό όμιλο "Ακμή" και όχι μόνο .

Η ηγεσία του υπουργείο Παιδείας θέλει να πιστεύει ότι τόσο εύκολα θα τελειώσει με τη νέα γενιά της εργατικής τάξης. Εμείς εκτιμούμε ότι από εδώ θα ξεπηδήσουν οι "νεκροθάφτες της αστικής αθλιότητας" που θα ανοίξουν ένα μεγάλο παράθυρο ελπίδας για όλη την ελληνική κοινωνία. Ας μη βιάζονται επομένως, το μέλλον διαρκεί πολύ…

Παραπομπές

[1] Αλέξης Δημαράς (2005) "Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε" τόμος β. Εκδ. Εστία.

[2] Ενδεικτικά οι εξαιρετικές εργασίες του Χ. Νούτσου "Προτείνω την απόλυσιν" εκδ. Βιβλιόραμα και "Ιδεολογία και Εκπαιδευτική Πολιτική" εκδ. Θεμέλιο.

 

ΠΗΓΗ: 2013-12-24, http://aristeroblog.gr/node/2190

Η μικρή Σάρα & η αξιολόγηση στην εκπαίδευση

Η μικρή Σάρα και η αξιολόγηση στην εκπαίδευση

 

Tου Γιώργου Καλημερίδη

 

Εδώ και ενάμιση μήνα η ελληνική εκπαίδευση περιστρέφεται γύρω από την έννοια της αξιολόγησης των σχολείων και των εκπαιδευτικών. Σεμινάρια επιμόρφωσης οργανώνονται από το Υπουργείο Παιδείας, προκειμένου να καθοριστούν τα κριτήρια διασφάλισης της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου και οι "αντικειμενικοί δείκτες" κοινωνικής ανταποδοτικότητας των εκπαιδευτικών. Ο στόχος είναι ένα  "σύγχρονο αποτελεσματικό και ποιοτικό σχολείο".

Σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, ο εκπαιδευτικός φέρει την κύρια ευθύνη για όλα τα εκπαιδευτικά δεινά και γι' αυτό το λόγο θα πρέπει να αξιολογηθεί, να αποτιμηθεί ποσοτικά το έργο του και ενδεχόμενα, αν πιστοποιηθεί η ανεπάρκειά του, να απολυθεί .

Αντίστοιχα, ο ΟΟΣΑ, μέσα στο Δεκέμβρη, δημοσίευσε τα αποτελέσματα του PISA, κατατάσσοντας στις τελευταίες θέσεις διεθνώς το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Σοκ στους αστικούς κύκλους, πρώτο θέμα στην Καθημερινή. Για ακόμη μια φορά πιστοποιείται αντικειμενικά η ελληνική εκπαιδευτική κρίση. Καμιά συζήτηση ασφαλώς για το ποιος είναι ο ΟΟΣΑ, το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα και οι πολιτικές του προτεραιότητες για το σχολείο. Ούτε ασφαλώς σκέφτηκε να ρωτήσει κανείς για το αν η Σιγκαπούρη που πρωτεύει συνεχώς στον εν λόγω διαγωνισμό είναι το πρότυπο κοινωνίας και εκπαίδευσης που πρέπει να ακολουθήσουμε. Ή μήπως είναι τελικά;

 Με μια εκπαιδευτική λογική που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τη αντίστοιχη μέτρηση της ανταγωνιστικότητας στο πεδίο της οικονομίας, ο ΟΟΣΑ δημιουργεί ακατάπαυστα αξιολογικές ιεραρχίες εκπαιδευτικών συστημάτων, με μια σοβαροφανή και επιστημονικοφανή μεθοδολογία που νομιμοποιεί σε τελική ανάλυση ένα ανταγωνιστικό, αγοραίο και εξετασιοκεντρικό πρότυπο εκπαίδευσης. Το θεωρητικό μοτίβο είναι απλοϊκό, αλλά ηγεμονικό ταυτόχρονα: υιοθετήστε ότι "αποδίδει", αξιολογήστε σωστά τα σχολεία σας, μετρήστε με ακρίβεια, εξασκήσετε σωστά τους μαθητές σας στις "βασικές δεξιότητες" και θα βελτιωθεί συνολικά η εθνική απόδοσή σας, άρα και η ευημερία. Αυτός είναι  πολύ συνοπτικά, ο πλασματικός κόσμος της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής σε εθνικό και διεθνές επίπεδο: κριτήρια, δείκτες, εκθέσεις αξιολόγησης, μέτρηση, ανταγωνισμός και ασφαλώς επιχειρηματικότητα.

Η πραγματικότητα του δημόσιου σχολείου, όπως τη βιώνουν οι εκπαιδευτικοί, οι εργαζόμενοι γονείς και κυρίως τα παιδιά είναι ωστόσο πολύ πιο διαφορετική από την εικονικότητα της εκπαιδευτικής τεχνοκρατίας. Αναφέρω δύο περιστατικά των τελευταίων ημερών που νομίζω ότι περιγράφουν με τον πλέον γλαφυρό αλλά και τραγικό τρόπο, αυτή την αθέατη, για την άρχουσα τάξη, πλευρά του δημόσιου σχολείου.

Μέσα στο Δεκέμβρη καταρρέουν οι σοβάδες ενός σχολείου στη Σύρο και παρ' ολίγον να πέσουν πάνω στο κεφάλι ενός δύστυχου παιδιού δημοτικού που βρισκόταν από κάτω. Δεν είχαν γίνει εργασίες συντήρησης σ" ένα κτήριο ήδη παλιό και επιβαρυμένο. Η υποχρηματοδότηση των σχολικών επιτροπών, αλλά και η συναίνεση των κάθε λογής τοπικών παραγοντίσκων στη μνημονιακή διαχείριση κρύβονται πίσω από το περιστατικό. Ήμασταν τυχεροί. Το αυτονόητο ωστόσο ερώτημα που προκύπτει είναι : πόσο άραγε θα βοηθηθεί η συγκεκριμένη σχολική μονάδα από την αξιολόγησή της, όταν δεν έχουν εξασφαλιστεί καν τα αυτονόητα, δηλαδή ένα σχολικό κτήριο απλώς ασφαλές (και όχι απαραίτητα παιδαγωγικά κατάλληλο) για τα παιδιά;

Το δεύτερο είναι περισσότερο δραματικό και αποτυπώνει όλες τις πτυχές της  κοινωνικής βαρβαρότητας της καπιταλιστικής κρίσης, όπως τη βιώνει η εργατική τάξη. Μια δεκατριάχρονη μαθήτρια στη Ξηροκρήνη της Θεσσαλονίκης βρέθηκε νεκρή από τις αναθυμιάσεις του μαγκαλιού που είχε ανάψει η μητέρα της, σε ένα σπίτι δίχως ηλεκτρικό ρεύμα. Πέρα από την εύκολη συγκίνηση των 2-3 ημερών τηλεοπτικού χρόνου που κέρδισε η μικρή Σάρα από Σερβία, οφείλουμε εμείς τουλάχιστον να αναστοχαστούμε λίγο πιο κριτικά την τραγωδία.

Εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στην απόλυτη ανέχεια και δολοφονούνται σε τελική ανάλυση από την πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής και της βίαιης υποτίμησης της εργασίας. Το κεφάλαιο επιβάλλει με δεσποτικό και ολοκληρωτικό τρόπο την εξουσία του, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συνέπειες των πολιτικών επιλογών του, ακόμη και αν πρόκειται απλώς για παιδιά. Καμιά αστική υποκρισία δεν μπορεί να κρύψει το βάρος αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας.

Έχει όμως το συγκεκριμένο δραματικό περιστατικό σχέση με την δημόσια εκπαίδευση; Για την κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική ασφαλώς και όχι. Το θεωρητικό σύμπαν εδώ ορίζεται από τις έννοιες και τις πρακτικές του εκπαιδευτικού μάνατζμεντ, τα ανθρώπινα δράματα είναι υποκειμενικά και ανορθολογικά, αλλά εξ ορισμού μη επιστημονικά. Δε μπορούν να τεθούν καν ως ερωτήματα. Για μας όμως ;

Για μας, η βαρβαρότητα που βιώνουν τα παιδιά της εργατικής τάξης πρέπει να είναι ο θεωρητικός και πολιτικός μας ορίζοντας για τη διαμόρφωση μιας ευρύτερης μορφωτικής πολιτικής που θα στοχεύει στην πολιτιστική ενδυνάμωση και τη μορφωτική χειραφέτηση αυτών ακριβώς των παιδιών. Μας δείχνει χειροπιαστά πως η εκπαίδευση δε μπορεί και δεν πρέπει να είναι απλά ένας μηχανισμός κατανομής των  παιδιών σε μια προκαθορισμένη, ταξικά ιεραρχημένη, κοινωνική δομή, αλλά ένα πεδίο δημόσιας αντιπαράθεσης που θα πρέπει να συμβάλλει στο μετασχηματισμό της κοινωνίας σε δημοκρατικότερες και κοινωνικά πιο δίκαιες κοινωνικές ρυθμίσεις, πέρα από το καταπιεστικό πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Άρα η συζήτηση για την εκπαίδευση και το σχολείο, από την άποψη της εργαζόμενης πλειοψηφίας, θα πρέπει να ξεκινάει από παιδιά σαν τη Σάρα και το καθημερινό τους μαρτύριο, προχωρώντας, στη συνέχεια, στη διερεύνηση των πολιτικών όρων για την άρση όλων εκείνων των εκμεταλλευτικών, εξουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων που οδηγούν τα συγκεκριμένα παιδιά στη φτώχεια, το μορφωτικό αποκλεισμό και τελικά ακόμη και στο θάνατο.

Αν δεχτούμε αυτές τις θέσεις μια σειρά από διαφορετικού τύπου παιδαγωγικά ερωτήματα προκύπτουν. Τι δυνατότητες  ισότιμης πρόσβασης στην εκπαίδευση μπορούν να έχουν τα χιλιάδες παιδιά που υποσιτίζονται και ζουν σε σπίτια δίχως ηλεκτρικό ρεύμα; Ποιος μπορεί να είναι ο ορισμός της ποιοτικής  εκπαίδευσης, πάνω στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης και της υποτίμησης της εργασίας; Τι μπορεί να σημαίνει για αυτά τα παιδιά "ποιοτική εκπαίδευση" με δεδομένη την κοινωνική εξαθλίωση τους; Σε ποια αξιολογικά κριτήρια του ΟΟΣΑ και των εγχώριων εκφραστών του στο ΙΕΠ μπορούν να αποτυπωθούν τα όνειρα, οι προσδοκίες και τα μορφωτικά δικαιώματα της Σάρας και των υπόλοιπων παιδιών που βρίσκονται στην ίδια μοίρα; Τι έκανε και τι κάνει η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας για όλα αυτά τα παιδιά;

Στην περίπτωση πάντως της Σάρας αποφάσισε να συγχωνεύσει το σχολείο της για να λόγους εξοικονόμησης και εξορθολογισμού του δημόσιου τομέα (παρεμπιπτόντως το σχολείο της Σάρας ήταν το σχολείο που φοίτησε πριν 20 χρόνια και ο υποφαινόμενος). Και λίγο αργότερα αποφάσισε να ελέγξει αν η μητέρα της είχε άδεια παραμονής, σε μια χυδαία προσπάθεια ένταξης της τραγωδίας στην ακροδεξιά ατζέντα της συγκυβέρνησης. Αυτοί οι μετανάστες (ακόμη και αν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, όπως οι Σέρβοι) δεν προσέχουν ούτε τα παιδιά τους. Λαμπρά, αστικός βούρκος.

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η συζήτηση για το σχολείο δεν μπορεί να γίνει πάνω στο πολιτικό, θεωρητικό και αξιακό πλαίσιο που ορίζει η αστική τάξη. Το πρόβλημα δεν είναι απλά ζήτημα διαφορετικών αξιολογικών τεχνολογιών ή εποικοδομητικών προτάσεων μέσα σε μια δεδομένη εκπαιδευτική και κοινωνική πραγματικότητα, αλλά ριζικής ανατροπής του κυρίαρχου θεωρητικού πλαισίου, άρα και των κοινωνικών προτεραιοτήτων και των ερωτημάτων που μπορούν να τεθούν ή αντίστοιχα να αποκλειστούν στο εσωτερικό του. Θέση που αδυνατεί να κατανοήσει η διαχειριστική αριστερά που μας προτρέπει σε μια αξιολόγηση για το "δημοκρατικό δημόσιο σχολείο".

Ως εδώ οριοθετήσαμε το μέτωπο και τις διαχωριστικές γραμμές με την κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική. Πρέπει να δούμε όμως και τις γραμμές τις δικές μας, ως εκπαιδευτικών και εργαζομένων. Δεν φτάνει να λυπάσαι και να ασκείς κριτική, πρέπει και να στρατεύεσαι σε ένα συνολικό αγώνα για το σχολείο, τη μόρφωση, την εργασία. Το δίλημμα είναι απλό αλλά και δύσκολο ταυτόχρονα : με τα παιδιά σαν τη Σάρα για μια παιδαγωγική της κριτικής χειραφέτησης και των μορφωτικών δικαιωμάτων ή με τα διάφορα "καινοτόμα προγράμματα" του ιδρύματος Λάτση για να γεμίσει ο φάκελος μας και να εξασφαλιστεί η θετική  αξιολόγησή μας ; Δύσκολο ερώτημα, αλλά πρέπει να απαντήσουμε. Θα συμβάλλουμε, ως κλάδος, να ανοίξει ένα παράθυρο ελπίδας για αυτά τα παιδιά πράγμα που σημαίνει σκληρός πολιτικός αγώνας σε όλα τα επίπεδα για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας ή θα χρησιμοποιήσουμε τα παιδιά και τελικά θα τα εμπορευματοποιήσουμε, μέσω μιας χρησιμοθηρικής εργαλειοποίησης της εκπαιδευτικής μας πρακτικής, με τη ψευδαίσθηση ότι έτσι θα επιβιώσουμε στο σύγχρονο σχολείο του επιθεωρητισμού; Λυπάμαι, μέση οδός δεν υπάρχει.

Κλείνω λίγο προκλητικά, λαϊκίστικα, όπως θα έλεγαν οι κέρβεροι της αστικής ιδεολογίας. Η Σάρα πέθανε από ένα μαγκάλι στα 13 της, ο γιος του Σαμαρά, συνομήλικός της, επιβραβεύτηκε γιατί έκλεβε στις εξετάσεις με την απόλυση της καθηγήτριας του. Δύο τελείως διαφορετικοί κόσμοι ασφαλώς. Μόνο που δεν είναι δύο κόσμοι παράλληλοι που απλώς συνυπάρχουν, αλλά η ενιαία έκφραση της αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας.   Και στη βάση αυτής της αντίθεσης και της δέσμευσης για την υπέρβασή της, από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, οφείλουμε να αρχίσουμε να συζητάμε  σοβαρά για το σχολείο, τη νέα γενιά, το μέλλον. Το χρωστάμε σε παιδιά σαν τη Σάρα.

ΠΗΓΗ: 09-12-2013, http://paremvaseisde.gr/?p=3986#more-3986

Η Σάρα “έφυγε” …μας έμεινε η εκπαίδευση

Η Σάρα "έφυγε" …μας έμεινε η εκπαίδευση

 

Του Χρήστου Δ. Τουρτούρα

 

Η νεαρή κοπέλα ήταν μαθήτρια του 12ου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης, η περίπτωση του οποίου με είχε ιδιαίτερα απασχολήσει στο πρόσφατο παρελθόν. Με είχε απασχολήσει, γιατί δέχθηκε τα αποτελέσματα της, τόσο προσφιλούς για την απελθούσα υπουργό Παιδείας κ. Διαμαντοπούλου, πολιτικής συγχώνευσης σχολείων.

Έτσι, το συγκεκριμένο σχολείο συγχωνεύθηκε με το 16ο Γυμνάσιο, με το οποίο και συστεγάζονταν, προκειμένου να αυξήσουν αμφότερα την αποτελεσματικότητά τους, όπως διατεινόταν την περίοδο εκείνη το Υπουργείο.

Ο προβληματισμός μου με οδήγησε σε συνεργασία με τους δύο προηγούμενους διευθυντές των συγκεκριμένων σχολείων, που κατέληξε σε κοινή εισήγηση σε επιστημονικό συνέδριο στον Πειραιά, τον Σεπτέμβρη που μας πέρασε. Εκεί είχαμε αναλύσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δύο σχολείων και τις ιδιαίτερες ανάγκες τους, δεδομένης της σύνθεσης του μαθητικού τους πληθυσμού (το 46% των μαθητών τους, κατά μ. ό. κάθε χρονιά την τελευταία δεκαετία, ήταν παιδιά από άλλες χώρες και τα υπόλοιπα ντόπια παιδιά εργατικών οικογενειών με σοβαρά οικονομικά προβλήματα) αλλά και των ελλειμμάτων τους σε θέματα υποδομής (μη λειτουργία Τάξεων Υποδοχής ή Τμημάτων Ενισχυτικής Διδασκαλίας, καμία πρόνοια για διδασκαλία ή υποστήριξη των αλλοδαπών μαθητών στη μητρική τους γλώσσα, μη μετατροπή τέλος των δύο σχολείων σε Γυμνάσια Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, ως όφειλε η Πολιτεία να πράξει με βάση τα όσα προβλέπει ο σχετικός νόμος).  Στην εισήγησή μας είχαμε σταθεί ιδιαίτερα στην οικονομική επιβάρυνση των μαθητών των δύο σχολείων και των οικογενειών τους και είχαμε αποδείξει με μια σειρά αναλύσεων σε ποσοτικά δεδομένα που αφορούσαν στα δύο σχολεία, ότι κάθε άλλο παρά αντικείμενο συγχώνευσης θα έπρεπε να γίνουν αυτά, αν απέβλεπε αληθινά η ηγεσία του Υπουργείου στην αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους.

Πολύ συνοπτικά θα έλεγα πως καταλήξαμε να θεωρούμε απολύτως σημαντικό το να μπορεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα να απαντά πρωτίστως στις καθημερινές ανάγκες των μαθητών και των μαθητριών του, να συναισθάνεται τα καθημερινά προβλήματα αυτών και των οικογενειών τους, να αγωνίζεται εν τέλει να κρατήσει ζωντανή την αρχική υπόσχεση που δίνει σε όλα τα παιδιά για μια ίση και ανεμπόδιστη εκπαίδευση, αντίστοιχη στα ιδεώδη του ανθρωπισμού και προσβλέπουσα σε μια κοινωνία ισότιμης και δημοκρατικής προοπτικής.

Θεωρούσαμε προφανώς, ότι το σχολείο πετυχαίνει τους στόχους του, όταν λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τις ιδιαίτερες συνθήκες διαβίωσης των μαθητών και μαθητριών του, όταν λειτουργεί μετασχηματιστικά ως προς τις ανισότιμες σχέσεις που λανθάνουν ή κυριαρχούν στην καθημερινότητά τους. Με άλλα λόγια, για εμάς εκπαίδευση και πολιτική και κοινωνία και οικονομία συμπλέκονται, συνυπάρχουν μες στην ιστορία και όχι έξω από αυτήν, ενώ μέσα από τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις την κινούν και την εξελίσσουν.  Χαρακτηριστικά, είχαμε αναφερθεί στην ανάγκη για «κριτική κατανόηση, αμφισβήτηση και μετασχηματισμό της υπάρχουσας κατάστασης, μέσα από το στοχασμό και τη δράση και με εργαλείο την κριτική, ριζοσπαστική Παιδαγωγική της αντίστασης, στη βάση της οποίας η σχολική αποτυχία και οι αντιθετικές συμπεριφορές αντίδρασης εξετάζονται μέσα από ένα πρίσμα πολιτικής ανάλυσης και όχι στα περιοριστικά θεωρητικά πλαίσια του δομολειτουργισμού και της παραδοσιακής παιδαγωγικής ψυχολογίας(…)». Είχαμε αναφέρει ακόμη πως «(…)θεωρούμε ζωτικής σημασίας την ανάδειξη της κεντρικής αντίφασης που ενυπάρχει στην πολιτική κατάργησης ή συγχώνευσης σχολείων με σκοπό την αναβάθμιση της αποτελεσματικότητάς τους. Αντίφασης που εδραιώνεται στη βελτίωση της λειτουργίας τους μέσα από την άγνοια των ιδιαιτεροτήτων τους γενικά και, πιο συγκεκριμένα, της ιδιαίτερης σύνθεσης του μαθητικού τους πληθυσμού, στη βάση της οποίας άλλωστε διαφοροποιούνται και οι ευρύτερες ανάγκες και τα ενδιαφέροντα στα οποία θα πρέπει πρώτιστα να απαντά ένα εκπαιδευτικό σύστημα που αξιώνει να θεωρείται αποτελεσματικό». 

Αυτά και άλλα πολλά – και εμπειρικά τεκμηριωμένα – είχαμε πει τότε, προκειμένου να πείσουμε ότι η αποτελεσματικότητα ενός σχολείου δεν εξαντλείται σε κάποιους δείκτες επίδοσης ούτε και μεθοδεύεται στη βάση οικονομικίστικων κομπογιαννιτισμών νεοφιλελεύθερης απόχρωσης. Αντιθέτως, υπηρετείται με συνέπεια, όταν αποσκοπεί στην εκπαίδευση των μαθητών και μαθητριών για κριτική ανάγνωση του κόσμου τους και στο μετασχηματισμό των ανισότιμων σχέσεων που τον διέπουν.

 Σαν τη μικρή Σάρα είναι πολλά άλλα παιδιά του 12ου Γυμνασίου. Οι οικογένειές τους πλήττονται από σωρούς προβλημάτων άμεσης επιβίωσης, που βέβαια έχουν και άμεσο αντίκτυπο στη δική τους σχολική σταδιοδρομία. Συγχωνεύοντας τα δύο σχολεία και αυξάνοντας τον αριθμό των μαθητών ανά τμήμα, προφανώς δε λύσαμε το πρόβλημα, παρά το μεγεθύναμε ακόμη περισσότερο. Τα παιδιά και οι οικογένειές τους παρέμειναν σε συνθήκες οικονομικής ανέχειας ή και ακραίας φτώχειας, ενώ και οι συνθήκες εκπαίδευσής τους παιδαγωγικά κρίνονται πως χειροτέρευσαν. Τότε, η επίσημη Πολιτεία απάντησε με αλαζονεία στις κραυγές διαμαρτυρίας των μαθητών, δασκάλων και γονιών για τη συγχώνευση των σχολείων, λέγοντας ότι για το καλό των παιδιών και της τοπικής κοινωνίας η απόφαση συγχώνευσης ήταν αναπόφευκτη. Σήμερα, η ίδια Πολιτεία σκύβει υποκριτικά το κεφάλι, δήθεν θρηνώντας για τον άδικο χαμό της μικρής μαθήτριας. Η υποκρισία της φαίνεται και από τη «γενναιόδωρη» παραχώρηση του κ. Δένδια να παρατείνει την απόφαση απέλασης από τη χώρα της άμοιρης μάνας του παιδιού για ένα εξάμηνο, την οποία μάνα εγκαλεί επιπλέον για πλημμελή άσκηση των γονεϊκών της καθηκόντων. Σε σημειολογικό επίπεδο, διαφαίνεται η πρόθεση να δειχθεί ότι ούτε ο θάνατος ενός παιδιού δεν υπερβαίνει το νόμο σε αυτήν τη χώρα. Βέβαια, ο νόμος δεν εφαρμόστηκε όσο η μαθήτρια ήτανε ζωντανή. Έτσι, στον ελληνικό «παράδεισο» αφαίρεσαν από τη Σάρα όσο ζούσε τη δυνατότητα ισότιμης εκπαίδευσης με τα γηγενή παιδιά της μεσαίας και ανώτερης κοινωνικής τάξης της πόλης μας, των οποίων θεωρείται αυτονόητο το δικαίωμα να φοιτούν σε «καλά», αστικά και μικρά δημόσια σχολεία του κέντρου της πόλης ή σε επίσης «καλά» και μικρά ιδιωτικά σχολεία. Αλλά της αφαίρεσαν και τη χαρά συνύπαρξης με τη μητέρα της, εξαναγκάζοντας τη μητέρα αυτή, που τώρα εγκαλούν, σε βαριά και λαθραία – άρα και απλήρωτη στο μεγαλύτερο μέρος της και ανασφάλιστη – εργασία και πολύωρη απουσία από το σπίτι. Τέλος, αφαίρεσαν από τη Σάρα ακόμη και τη δυνατότητα να ζήσει αφού, αν άλλες ήταν οι συνθήκες διαβίωσής της ή αν ήτανε γνωστές οι συνθήκες αυτές στο περιβάλλον του σχολείου και ήταν αυτό προσανατολισμένο στη βελτίωσή τους ή αν έστω η νεαρή μαθήτρια είχε απελαθεί, σήμερα δε θα ήτανε νεκρή.

Θεωρώ, λοιπόν, εκ των ων ουκ άνευ την ευαισθητοποίηση της εκπαιδευτικής κοινότητας σε θέματα πολιτικής οικονομίας, την κριτική κατανόηση από τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων της υφιστάμενης κοινωνικής πραγματικότητας, τόσο της δικής τους όσο και των μαθητών τους, με απώτερο σκοπό την αμφισβήτηση και την τελική ανατροπή της. Αλλιώτικα, ούτε εκπαιδευτικά αποτελέσματα νομιμοποιούμαστε να προσμένουμε ούτε Κράτη με ανθρώπινο πρόσωπο και κοινωνικό προσανατολισμό μπορούμε να ονειρευόμαστε. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πάντα θύματα θα συναντούμε, που το χαμό τους θα θρηνούμε γοερά, συνάμα κι επιπόλαια, αφού τίποτε δε θα 'χουμε αντιληφθεί από τις πραγματικές διαστάσεις του δράματος που επιτελείται… Αντ' αυτού, θα καταδικάζουμε τους εαυτούς μας σε λογικές ατομικίστικου ωφελιμισμού, όπως εκείνου του συναδέλφου που διατύπωσε στα πλαίσια ενός μαθήματός μου την απορία σε ποιο σημείο επιτυχίας θα είχε φτάσει ο ίδιος -όντας επιτυχημένος σχολικά και κοινωνικά καταξιωμένος- στην περίπτωση που σε μια άλλη κοινωνία ισότιμης διαχείρισης και ισόποσης κατανομής του δημόσιου και κοινωνικού πλούτου σε όλα τα μέλη της, ο ίδιος δε θα είχε τη δυνατότητα να κερδίσει προσωπικά όσα κέρδισε έναντι όλων των άλλων στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία του έντονου ανταγωνισμού. Θα μας διαφεύγει έτσι, όπως διέφευγε και από το συνάδελφο, ότι η διαχείριση της επιτυχίας είναι κατασκευασμένη και η ουσία της επίπλαστη και παντελώς αυθαίρετη, μιας και προκύπτει από την προσπάθεια ιδιοποίησης των ψίχουλων που διατίθενται στους καταπιεσμένους από τους καταπιεστές τους.[1]  Βαρύ το γεγονός του θανάτου της μαθήτριας, βαριά και η διαπίστωση ότι η αλήθεια αναδεικνύεται μέσα από θλιβερά περιστατικά…Ο προβληματισμός προκύπτει μέσα από την απώλεια…Είθε, λοιπόν, να στοιχειώσει τα όνειρα και τις ζωές όλων μας, ώστε να μην πάει χαμένη άλλη μια θυσία.          

 

* Ο Χρήστος Δ. Τουρτούρας είναι Λέκτορας Παιδαγωγικής Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης/Α.Π.Θ.

 

Παραπομπές

 

[1] Διαφωτιστικό είναι το παράδειγμα της πίτας που μοιράζεται σε 10 άτομα, όταν αυθαίρετα και πραξικοπηματικά το ένα από τα δέκα αυτά άτομα κρατά για τον εαυτό του τα 9/10 της πίτας και υποχρεώνει τα υπόλοιπα εννέα να διεκδικούν ό,τι μπορούν περισσότερο από το 1/10 που απόμεινε. Εκεί λοιπόν, μπορεί να έχουμε μια επίφαση επιτυχίας από το ένα από τα εννέα άτομα που θα καταφέρει, στην καλύτερη περίπτωση, να εξασφαλίσει για τον εαυτό του ολόκληρο το ένα κομμάτι που απόμεινε να αναλογεί και στους εννιά μαζί.

Έτσι, βρίσκεται να κατέχει το 1/10 της πίτας – ό,τι θα είχε εξαρχής, αν δεν υπήρχε η αυθαίρετη βία του καταπιεστή – έχοντας αφήσει όμως τους υπόλοιπους 8 συνανθρώπους του νηστικούς και τον καταπιεστή του στο απυρόβλητο, ατιμώρητο να έχει «σκάσει» από το φαΐ. Ωστόσο, σημαντικότερο αυτής της ίδιας της πραγματικότητας της εκμετάλλευσης μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός της ενσωμάτωσης της λογικής της ανθρωποφαγίας που τη διέπει, της εσωτερίκευσης της πρακτικής της βίας, από τα ίδια τα θύματά της και στη συνέχεια της οριζόντιας έκφρασης κι εκδήλωσής της μεταξύ τους, μετατρέποντας τους συνανθρώπους και συντρόφους σε συνδιεκδικητές και αντιπάλους. Το μεγαλύτερο κακό που κάνει επομένως ο καταπιεστής σε αυτούς που καταπιέζει, δεν είναι η ανέχεια στην οποία τους υποβάλλει, αλλά η αλλοτριωτική του νοοτροπία που τους κληροδοτεί.

ΠΗΓΗ: 07 Δεκ 2013, http://tvxs.gr/news/paideia/%C2%ABi-sara-%E2%80%9Cefyge%E2%80%9Dmas-emeine-i-ekpaideysi%C2%BB-toy-xristoy-d-toyrtoyra