Το χέρι που δίνει
Του π. Δημητρίου Μπόκου*
Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπό σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν’ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,
κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μιὰ φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγὴ
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;
Ἕνα αἰχμηρότατο βέλος ρίχνει κατευθείαν στὴν καρδιὰ τῆς βολικῆς μας ἐπανάπαυσης ὁ ποιητὴς Ντίνος Χριστιανόπουλος μὲ τοὺς στίχους αὐτούς. Ποιὸς κάθεται νὰ σκεφθεῖ τὸν ἄλλο, τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμεῖς εἴμαστε μιὰ χαρά;
Κι ὅμως αὐτὴ θά ’πρεπε νὰ εἶναι ἡ μόνιμη ἀγωνία καὶ ἀνησυχία μας. Πῶς γίνεται νὰ χαιρόμαστε τὴ ζωή μας ἀνέμελα, ὅταν ἄλλοι παραδίπλα ὑποφέρουν; Ἡ ἀδιαφορία δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει θέση στὴ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ. Χριστιανὸς σημαίνει νὰ εἶσαι τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Χριστὸς ἔζησε μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους. Καθόλου γιὰ τὸν ἑαυτό του. «Ἑαυτὸν ἐκένωσεν» (Φιλ. 2, 7). Τὸν σταύρωσε γιὰ μᾶς.
Συνέχεια →