Αρχείο κατηγορίας Θεολογικές Μελέτες

Επίπονες δικυβεύσεις θνητών στα όρια ανθρωπίνου και Ακτίστου

Ο Θάνατος του Θεού – η Ανάσταση του ανθρώπου

Ο Θάνατος του Θεού και η Ανάσταση του ανθρώπου

 

+ Του Παναγιώτη Νέλλα*

 

 

 

θάνατος το Θεο εναι να πό τά κεντρικά θέματα χι μόνο τς σύγχρονης δυτικς φιλοσοφίας καί λογοτεχνίας, λλά καί τς διας τς θεολογίας. Τά τελευταα χρόνια γράφτηκαν χιλιάδες σελίδες σχετικές μ ατό, νέβηκαν ργα στό θέατρο, γυρίσθηκαν ταινίες, τό θέμα ξέφυγε πό τά μελετητήρια τν εδικν καί πασχολε τό ερύτερο κοινό. Τό σύντομο ατό δοκίμιο χει σκοπό νά δώσει, στήν ρχή μιά γενική νημέρωση καί μιά ρμηνεία γιά τό φαινόμενο, καί νά προσπαθήσει στή συνέχεια, φο τό τοποθετήσει μέ βάση τά ρθόδοξα κριτήρια, νά σκιαγραφήσει τή συμβολή, πού θά μποροσε νά προσφέρει ρθοδοξία συμμετέχοντας στή σχετική συζήτηση.

Στό χρο τς φιλοσοφίας τό θέμα ρχίζει μέ τό Nietzsche, γιά τόν ποο, πως εναι γνωστό, θάνατος το Θεο ποκαλύπτεται καί ταυτόχρονα εναι ταυτόσημος μέ τήν νατροπή λων τν ξιν, λόκληρης τς περαισθητς περιοχς σύμπαντος το κόσμου τν δεν καί τν δανικν. Μοναδική καί ψιστη ξία μένει γιά τό Nietzsche νθρωπος, περάνθρωπος″: «Πο εναι Θεός;» Γράφει δη στά 1882. «Θά σς τό π γώ. Τόν σκοτώσαμε. μες λοι εμαστε ο φονιάδες του… Θεός εναι νεκρός… Θεός θά μείνει νεκρός. Τί λλο εναι ο κκλησίες παρά ο τάφοι καί τά μνήματα το Θεο

Nietzsche στήν ποχή του ναγκάζεται νά βάλει τά λόγια ατά στό στόμα νός τρελο νθρώπου. λλά Sartre παναλαμβάνει μέ πλήρη νεση τό διο κήρυγμα κατά τήν ναρξη το Β’ παγκοσμίου πολέμου, μιλώντας σέ μιά δημόσια συγκέντρωση στή Γενεύη: «Κύριοι, Θεός πέθανε. Σς ναγγέλλω, κύριοι, τό θάνατο το Θεο.»

Τό τί σημαίνει γιά τήν θεη παρξιακή φιλοσοφία θάνατος το Θεο, μς τό ποκαλύπτει μέ νάργεια ντίστοιχη λογοτεχνία. φο δέν πάρχει Θεός, ρα δέν πάρχει παρά βιολογική ζωή. Μέ διονυσιακή γαλλίαση Camus μνε στά πρτα του ργα τό μεγαλεο καί τή χαρά ατς τς ζως τήν μορφιά πού κλείνει μέσα της μιά ζεστή μέρα στήν κροθαλασσιά, μιά χειμωνιάτικη νύχτα, πού οκογένεια εναι μαζεμένη γύρω στή φωτιά. λλά βιολογική ζωή εναι ν φθορ ζωή″ καί διος Camus σο προχωρε, νακαλύπτει μέσα στή ζωή τό σαράκι ατό τς φθορς, πού κλέβει τή χαρά, πού πομυζ τήν οσία καί φήνει νούσια καί νόητη τή ζωή, πού δημιουργε μέσα στόν νθρωπο τήν ασθηση το χάους καί το κενο, πράγμα πού τόσο ντονα περιγράφεται στόν «Ξένο», καί πού Sartre μέ τόση πιτυχία νομάζει στό μόνυμο ργο του «Ναυτία».

παρξιστής νθρωπος νοιώθει τό θάνατο χι σάν κάτι μακρινό, κάτι πού τόν περιμένει στό τέλος τς ζως του, λλά σάν κάτι πού βρίσκεται μέσα του. δαμόκλεια σπάθη το θανάτου κρέμεται διάκοπα πάνω του καί μέσα του, κρωτηριάζει τά νειρά του, κόβει στή μέση τίς πιό εγενικές προσπάθειές του, περιορίζει σφυκτικά τά ρια τς παρξής του, εναι, πως λέει Camus, νας Σίσυφος, πού γωνίζεται νά νεβάσει ς τήν κορυφή το βουνο τήν πολύτιμη πέτρα τς ζως του καί, μόλις κοντεύει νά φτάσει στό τέρμα, πέτρα το φεύγει καί κατρακυλάει πάλι στό βυθό. Ασθάνεται γκαταλειμμένος καί ρημος. Καταδικασμένος νά βλέπει, καταλαβαίνει καί συνειδητοποιε τι ζε τό παράλογο. Heidegger μολογε τι βρίσκεται, χωρίς νά τό πιδιώξει, ριγμένος καί γκαταλειμμένος σ να καντόνι το σύμπαντος, ποχρεωμένος νά ζε.

Μέ τή γεύση ατή το κενο στήν ψυχή, σύγχρονος νθρωπος βρίσκεται μπροστά στό καθιερωμένο πό αἰῶνες κήρυγμα το μεταγενεστέρου δυτικο Χριστιανισμο, πού προσφέρει ς λύση στήν ταλαιπωρία τς πίγειας ζως τήν πόσχεση γιά τή μακαριότητα τς μετά θάνατο ζως, πού θεωρε ατή δ τή ζωή σχεδόν ποκλειστικά σάν τό χρο, στόν ποο μέ τά ργα (Ρωμαιοκαθολικοί) τήν πίστη (Προτεστάντες), γίνεται δέ γίνεται κανείς ξιος νά κληρονομήσει τήν αωνιότητα.

Μπροστά μως στήν ποψη ατή, πού διακρίνει περβολικά τό χρόνο πό τήν αωνιότητα, τή γήινη πό τήν οράνια ζωή, καί σχετικοποιε πελπιστικά τή σημασία τς πρώτης, σύγχρονος νθρωπος στέκεται μέ ποτροπιασμό. «ν πάρχει μιά μαρτία κατά τς ζως», γράφει Camus, «δέν εναι τόσο τό νά πελπιστομε, πό ατή, σο τό νά λπίσουμε σέ μιάν λλη ζωή, τό νά φήσουμε νά ξεκλέψει τήν γάπη μας γιά τή συγκεκριμένη ζωή τό νελέητο μεγαλεο μις δθεν αώνιας ζως». Καί στό νομα τς καθημερινς, χειροπιαστς ζως, Camus ρνεται νά πιστέψει σέ μιάν λλη, ραία στω καί αώνια, λλά πάντως λλη ζωή.

Sartre εναι στό σημεο ατό περισσότερο πόλυτος. πίστη σέ μιά λλη ζωή, λέει, εναι κριβς κείνη πού φέρνει τό θάνατο σ ατήν δ καί σοδυναμε μέ ατοκτονία. Καί, προωθώντας τήν μφισβήτησή του ς τόν διο τό Θεό, ποστηρίζει τι νας Θεός, πού δέν παίρνει στά σοβαρά ατήν δ τή ζωή το νθρώπου, πού δέν νδιαφέρεται γιά τά συγκεκριμένα στορικά προβλήματά του, λλά πού ποβιβάζει τόν νθρώπινο βίο σέ μιά περίοδο ξιλασμο καί κανοποιήσεως τς θείας δικαιοσύνης, μπορε βέβαια νά εναι δίκαιος, λλά δέν εναι σφαλς φιλάνθρωπος Θεός. Εναι νας πατέρας γωιστής καί σαδιστής, πού ρέσκεται νά βλέπει τό τέκνο του νά βασανίζεται καί νά κλιπαρε γιά νά χει διος τή χαρά νά το προσφέρει, ποτε ατός θελήσει, τή σωτηρία. λλά μιά τέτοια σωτηρία εναι γιά τό σύγχρονο, νήλικο πως ατοχαρακτηρίζεται νθρωπο, παράδεκτη καί νας τέτοιος πατέρας εναι χρηστος. Εναι προτιμότερο, κατά τήν ποψη ατή, γιά τό παιδί, νά κόψει κάθε σχέση μέ τόν πατέρα καί νά προσπαθήσει νά σωθε μόνο του. Γι ατό καί Sartre πού δέν χει γνωρίσει τή διδασκαλία τς ρθόδοξης νατολικς κκλησίας, γιά τή θεανθρώπινη συνεργία, σύμφωνα μέ τήν ποία πίστη δέν καταπιέζει, λλά ναπτύσσει καί λοκληρώνει τόν νθρωπο, τονίζει κατηγορηματικά τι πίστη στό δίκαιο λλά σαδιστή Θεό ποβιβάζει, ξευτελίζει καί ψευτίζει τόν νθρωπο.

Συνέπεια λογική τς τοποθέτησης ατς εναι τι γιά νά πάρξει λεύθερος καί γνήσιος νθρωπος πρέπει νά μήν πάρχει Θεός. Στό φοβερό ργο του πού χει τόν ερωνικό τίτλο « διάβολος καί θεούλης», κεντρικός ρωας, μετά πό μιά ναγώνια ναζήτηση τς ετυχίας κοντά στό διάβολο καί κοντά στό Θεό παρουσιάζεται νά συμπεραίνει: «γώ πάρχω… μόνος γώ. κέτευα λον ατό τόν καιρό γιά να σημεο, λλά δέν πρα καμία πάντηση. Ορανός γνοε κόμα καί τό νομά μου. Διερωτόμουνα κάθε στιγμή τί μποροσα νά εμαι γώ στά μάτια το Θεο. Τώρα τό ξέρω: Τίποτε. Θεός δέν μέ βλέπει, Θεός δέν μέ κούει. Θεός δέν μέ ξέρει. Βλέπεις ατό τό κενό πάνω πό τά κεφάλια μας; εναι Θεός. Ατό τό φάγωμα στήν πόρτα; εναι Θεός. Ατή τήν τρύπα στή γ; εναι Θεός. σιωπή, εναι Θεός. πουσία, εναι Θεός. μοναξιά τν νθρώπων, ατό εναι Θεός. λον ατό τόν καιρό δέν πρχα παρά γώ. γώ ποφάσισα τό κακό. γώ μόνος μου βρκα τό καλό. γώ μάρτησα. γώ κανα τίς καλοσύνες πού κανα. γώ σήμερα κατηγορ τόν αυτό μου καί γώ μόνος μου μπορ νά τόν συγχωρήσω. γώ νθρωπος. ν Θεός πάρχει νθρωπος εναι μηδέν. λλά δέν πάρχει Θεός. Χαρά. Δάκρυα χαρς. λληλούια. Δέν πάρχει Θεός.» Καί βλέποντας τή Χίλντα, μιά γυναίκα, πού πιό πρίν δέν τολμοσε οτε ν τενίσει γιά τό φόβο τς μαρτίας, νά μπαίνει στή σκηνή, τήν πιάνει πό τά χέρια φωνάζοντάς της: « Θεός πέθανε. Δέν χουμε πλέον μάρτυρα. Μόνος μπορ νά βλέπω τά μαλλιά καί τό μέτωπό σου. ! πς εσαι μπροστά μου ληθινή, πό τή στιγμή πού δέν πάρχει Θεός. πί τέλους εμαστε μόνοι».

Τά κείμενα ατά δείχνουν μέ σαφήνεια πώς τό μεγαλύτερο τμμα τς σύγχρονης παρξιακς φιλοσοφίας καί λογοτεχνίας προσπαθε νά καταξιώσει τόν νθρωπο νεξάρτητα καί νάντια στό Θεό, πράγμα πού φείλεται, πως εδαμε, στή λαθεμένη ντίληψη τι Θεός δέν νδιαφέρεται καί δέν γαπ, λλά τιμωρε καί ξουθενώνει τόν νθρωπο. Καί δέν εναι χωρίς σημασία τό γεγονός τι τά κείμενα ατά εναι κριβς κενα, πού θρεψαν τή νέα ερωπαϊκή γενιά. Στήν μερική πάλι, δια ντίδραση κατά το Θεο τν σημερινν χριστιανν καί τς σύγχρονης συμβατικς θρησκευτικς ζως παρουσιάστηκε, κυρίως κατά τήν προηγούμενη δεκαετία, κατά τρόπο πολύ πιό, θά λέγαμε, βιολογικό, μέ τήν παναστατημένη νεολαία πού φωνάζει: «Κύριοι, Θεός γιά τόν ποο μς μιλτε δέν ζε. Καί δια ζωή σας εναι νεκρή. νας Θεός πού δέν γγίζει τήν παρξή μας, πού δέν χει σχέση μέ τό σμα μας, μς εναι χρηστος. μες θά μπορούσαμε νά παραδεχθομε τόν ησο, πού μίλησε γιά τήν γάπη. δικός σας Θεός εναι πλς χρήσιμος, γιατί σς βολεύει. Τόν χρησιμοποιετε που θέλετε. πως μες χρησιμοποιομε τή μαριχουάνα. ν πάρχει Θεός ς ρθει νά μς βρε δ πού εμαστε. λλοις δέν πάρχει Θεός

πρόκληση ατή το συγχρόνου νθρώπου φερε, πως ταν φυσικό, ναστάτωση στήν Καθολική καί Προτεσταντική κκλησία. Καί δυτική θεολογία προσπάθησε νά παντήσει. Τό λπιδοφόρο μως κίνημα μερικν Γάλλων κυρίως θεολόγων νά ξαναγυρίσουν στίς πηγές καί, τοποθετώντας στό κέντρο τν θεολογικν τους ναζητήσεων τήν ννοια τς ερς στορίας, νά δημιουργήσουν μιά βιβλική, λειτουργική καί πατερική νανέωση βάθους, δέν μπόρεσε νά πιβληθε. κίνηση ατή φαίνεται τι μάλλον ξεπεράστηκε πό τούς μοντερνιστές, πού, παρασυρμένοι πό τά σύγχρονα ρεύματα, προσκολλήθηκαν στήν πιφάνεια καί δημιούργησαν, ντίστοιχη πρός τή φιλοσοφία καί τή λογοτεχνία, τή λεγόμενη ″θεολογία το θανάτου το Θεο″.

Δυό εναι ο βασικές κατευθύνσεις τς σχολς ατς: Πρώτη γραμμή το Bultmann οποος, πηρεασμένος βασικά πό τόν Heidegger βλέπει τήν οσία το Χριστιανισμο στή σχέση το Θεο μέ τόν νθρωπο, σχέση ποία καί φέρνει , καλύτερα, ποία εναι σωτηρία. στορική διάσταση το Χριστιανισμο ρχεται, στήν τοποθέτηση ατή, σέ ντελς δεύτερη μοίρα, στορικός ησος, ζωή, τά θαύματα, δια νάσταση το Χριστο εναι μύθος, μιά δηλαδή πό τίς πολλές κφράσεις πού μπορον νά περιβάλλουν τήν οσία, καί φο σήμερα κφραση, γλώσσα το κόσμου, πολιτισμός, χει λλάξει, εναι νάγκη νά λλάξει καί κφραση τς οσίας το Χριστιανισμο. Πρόκειται γιά τήν περίφημη θεωρία τς ″πομυθεύσεως″.

Τίς κραες συνέπειες τς γραμμς ατς ποκαλύπτει καί ποστηρίζει δεύτερη κατεύθυνση, σύμφωνα μέ τήν ποία γιά νά μπορέσει κκλησία νά προσεγγίσει τόν κκοσμικευμένο νθρωπο τς σημερινς ποχς, εναι νάγκη νά θέσει μερικά θεμελιώδη ρωτήματα πάνω στή ννοια το Θεο, νά φθάσει νά διερωτηθε σοβαρά γιά τήν πραγματικότητα τν μυστηρίων καί τς κκλησίας, νά ντιμετωπίσει τό θεμελιακό ρώτημα, μήπως Θεός δέν βρίσκεται πλέον στίς σκέψεις καί τίς περιγραφές πού δίνει τό Εαγγέλιο, καί στίς δέες-δόγματα τς κκλησίας, λλά στήν πραγματικότητα το κόσμου, μήπως δηλαδή τό πραγματικότερο μυστήριο σήμερα, τό ληθινό ργο το λαο, σύγχρονη χριστιανική λειτουργία (λαοργον) πρέπει νά εναι χι θεία Εχαριστία, λλά πρός τόν πλησίον γάπη, πολιτική καί συνδικαλισμός. Γύρω πό ατή τήν προβληματική γράφτηκαν βιβλία μέ τούς χαρακτηριστικούς τίτλους «Θεός χωρίς Θεό», «Τό Εαγγέλιο το θεου Χριστιανισμο», « νέα οσία το Χριστιανισμο», « θάνατος το Θεο καί πολιτισμός τς μεταχριστιανικς ποχς» κ. .

Πρός στό πολύπλευρο καί πολυσήμαντο ατό φαινόμενο το ″θανάτου το Θεο″ ποιά μπορε ραγε νά εναι στάση τς ρθόδοξης κκλησίας τς νατολς; πως σέ κάθε θέμα, δέν μπορε παρά νά εναι καί δ ταυτόχρονα κριτική καί οκοδομητική.

Προσπαθώντας νά ρμηνεύσει ρθόδοξος μελετητής τό φαινόμενο το θεου ομανισμο, διαπιστώνει τι πρόκειται στήν οσία γιά τό μάρτημα το δάμ καί τι διαδικασία νάπτυξης το σύγχρονου θεϊσμο παναλαμβάνει, πως ποκαλύπτουν τά δια τά κείμενά του, στίς κεντρικές γραμμές τή διαδικασία τς πτώσεως.

γία Γραφή διδάσκει πράγματι τι Θεός πλασε τόν δάμ καί το δωσε τόν προορισμό νά νωθε μαζί Του. σκοπός το νθρώπου ταν νά ψωθε σέ Θεάνθρωπο. Γιά νά γίνει ατό, πρεπε δάμ νά προσανατολισθε σωστά, νά τοποθετηθε θετικά μπροστά στό Θεό καί νά βαδίσει τό δρόμο πού δηγοσε σ Ατόν. λλά διάβολος κατόρθωσε νά τόν πείσει τι Θεός τόν ζηλεύει καί θέλει νά τόν κρατ δολο Του καί τσι τόν κίνησε σέ νταρσία, τόν παρέσυρε σ ναν λλο δρόμο, πού θά τόν δηγοσε δθεν μέσως καί θά τόν κανε τόν διο καί κατά τρόπο ατόνομο Θεό. δρόμος μως ατός ταν οσιαστικά νύπαρκτος καί τσι λλαγή πορείας το δάμ δέν ταν στήν πραγματικότητα παρά νας κτροχιασμός, μιά συντριβή στό κενό. Μακριά πό τό χρο στόν ποο κούγεται ζωηφόρος Λόγος το Θεο, στή χώρα τς ν-πακος, νθρωπος βρέθηκε πλέον καί μακριά πό τήν ληθινή ζωή. χασε τήν ″πνοή τς ζως″, πού το δωσε κατά τή δημιουργία Θεός. Ξανάγινε πάλι ″χος πό τς γς″, ξέπεσε στήν πλή βιολογική, τήν ν φθορ ζωή, πού εναι θάνατος. ζόφος καί τό σκοτάδι, κυριαρχία τν νστίκτων, τό γχος τς ατοσυντηρήσεως κάνει στό ξς, μακριά πό τό Θεό, τόν νθρωπο ποκρουστικό καί χθρό τόν να γιά τόν λλο. Κάϊν σκοτώνει τόν βελ καί νθρωπιστής Sartre νακαλύπτει μέ φρίκη τι «ο λλοι εναι κόλασή του».

παγγελία το ατονόμου νθρωπισμο ποδεικνύεται μέ τόν τρόπο ατό πώς εναι διαβολική πρόκληση πού κάνει τόν νθρωπο νά ξορίσει πό τόν κόσμο του τό Θεό: «Θέλω νθρώπους παντο, γύρω μου, πάνω μου, νθρώπους πού νά μο κρύβουν τόν ορανό» (Sartre). Τό διώξιμο μως το Θεο φήνει ναπόφευκτα στόν κόσμο να φρικαλέο κενό: «Σκότωσα τό Θεό, γιατί μέ χώριζε πό τούς νθρώπους, λλά νά πού θάνατός του κάνει τελεσίδικο τό χωρισμό» (Sartre).

φιλάνθρωπη διάθεση το γιατρο τς «Πανούκλας» (Camus) παραχωρε τσι γρήγορα τή θέση της στόν διάφορο γιά λους καί λα «Ξένο». περιγραφή το μακάβριου κενο το θανάτου λοκληρώνεται στό «Νεκροί χωρίς τάφο». ν ποσύνθεση τς ζως ποκαλύπτεται σ λη της τήν τραγικότητα σέ ργα σάν τόν «Τεχο» καί τό «Περιμένοντας τόν Γκοντό».

«Τί μέρα εναι σήμερα;» ρωτάει νας λήτης στό ργο ατό.

– «Πέμπτη.

– Πέμπτη επε τι θά ρθει.

– Κι ν σήμερα εναι Παρασκευή;

– Μπορε νά ναι καί Τρίτη.

– Τί λές, ξαναρχόμαστε αριο;

– Ναί, λλά νά φέρουμε καί τό σχοινί.

– Κι ν δέν ρθει;

– Θά κρεμαστομε.

ν ρθει;

– Θά σωθομε».

Καί σέ λίγο:

– «Εμαστε νεξάντλητοι», λέει νας.

– «Γιά νά μή σκεφτόμαστε», ποκρίνεται λλος.

– «λο καί βρίσκουμε κάτι πού μς δίνει τήν ντύπωση πώς πάρχουμε»!

– «πάρχουμε, πάλι πάρχουμε, ατή προαιώνια δυστυχία»!…

«Καί λο λένε νά φύγουν», σημειώνει κριτικός, «καί λο κάθονται κε, στό δειο μέρος. λλωστε καί νά φύγουν καί πού μένουν δέν χει νόημα. Εναι τό διο. Γιατί τίποτε δέν πρόκειται νά λλάξει. Κι λλο δέν πάρχει παρά κίνητος θάνατος, κι δ δέν πάρχει παρά θανάσιμη κινησία».

τσι γίνεται φανερό τι στήν προσπάθειά τους νά σκοτώσουν τό Θεό, δάμ καί ο σύγχρονοι θεϊστές δέν κατορθώνουν παρά νά σκοτώσουν τόν νθρωπο. πομακρύνοντας πό τήν κοινωνία τους τό Θεό, χάνουν τό κέντρο τς ζως τους, μένουν νέστιοι, ρημοι καί νεκροί. Τά δια τά κείμενά τους, ν μιλνε γιά τό θάνατο το Θεο δέν ποδεικνύουν στήν πραγματικότητα παρά τό θάνατο το νθρώπου. Φαίνεται πώς τό ρώτημα «νά ζε κανείς νά μή ζε» βρκε πάντηση στήν ποχή μας: Νά ζε κανείς καί νά μή ζε.

Σέ ,τι φορ τώρα τήν προσπάθεια τς δυτικς θεολογίας νά λύσει τό ξύ περί Θεο πρόβλημα, ρθόδοξος μελετητής βρίσκεται στήν νάγκη νά μολογήσει μέ ελικρίνεια πόσο συμπαθής το εναι προσπάθεια ατή λλά καί πόσο νεπιτυχής καί πικίνδυνη ποκαλύπτεται, στό φς τς ρθόδοξης παράδοσης, λύση πού δίνεται.

Τό νά μιλήσει πράγματι θεολόγος τή γλώσσα τς ποχς του εναι καθκον πρωταρχικό. μεταγλώττιση το κηρύγματος εναι δικαίωμα ναφαίρετο πού τό χάρισε μέ τόν Παλο Χριστός στήν κάθε ποχή καί πού τό πιβεβαίωσε πράξη τν Πατέρων το Δ’ καί το ΙΔ’ αώνα. λλά καί πιστότητα στήν στορικότητα το Χριστο, στό γεγονός δηλαδή τι Λόγος το Θεο γινε ληθινά καί πραγματικά νθρωπος τόν καιρό το Καίσαρος Αγούστου καί τι σταυρώθηκε, πέθανε καί ναστήθηκε καί, μολονότι ναλήφθηκε, συνεχίζει νά βρίσκεται ληθινά καί πραγματικά, στορικά, μέ τά μυστήρια μέσα στήν κκλησία, ποία ποτελε στούς αἰῶνες τό στορικό σμα του, ποτελε τόν πυρήνα το χριστιανισμο. Καί ατόν τόν πυρήνα κινδυνεύουν νά ρνηθον ο δυτικοί θεολόγοι τς σχολς το θανάτου το Θεο. Στήν καλοπροαίρετη καί εγενική προσπάθειά τους νά προσεγγίσουν τόν θρησκο σημερινό νθρωπο, ντί νά κατέβουν στήν οσία καί νά προσφέρουν στόν νθρωπο τόν ληθινό Θεό, βγαίνουν στήν πιφάνεια, γκαταλείπουν διαδοχικά καί ο διοι τή θρησκεία, τήν κκλησία, τό Χριστό, φθάνουν σ να Θεό χωρίς Χριστό, σ να Θεό σαρκο , σέ μιάν δέα, πού μπορε βέβαια νά εναι νας κάποιος φιλοσοφικός Θεός, λλά δέν εναι Θεός το βραάμ, το σαάκ καί το ακώβ, Θεός πού σώζει. τσι θεολογία ατή μπορε νά εναι πίκαιρη, λλά δέν εναι κήρυγμα σωτηρίας καί παρόλη τή συμπάθεια πού μπορε νά τρέφει νας ρθόδοξος γιά τίς προθέσεις της, δέν μπορε παρά νά τονίσει τι, ν τελικά πικρατήσει στή Δύση, θά σημάνει ναπόφευκτα τό στορικό τέλος το δυτικο χριστιανισμο.

κτός μως πό ατό τό βασικό κίνδυνο πρέπει νά τονισθε πώς θεολογία τς σχολς ατς εναι νίκανη νά συζητήσει στήν οσία μέ τόν θεϊσμό. Καί τοτο, πειδή λύση τήν ποία προσφέρει εναι πιφανειακή καί θεωρητική, δέν γγίζει τήν οσία τν πραγμάτων καί δέν αρει οτε στό παραμικρό τίς οσιώδεις περί Θεο καί νθρώπου παρεξηγήσεις, πού δήγησαν στήν κατά το Θεο πανάσταση το ομανισμο.

Τό σύγχρονο παρξιακό κίνημα ζητάει κατά τρόπο πίμονο καί πόλυτο να ξιοπρεπές νόημα γιά τή ζωή καί ναν ξιοπρεπή προορισμό γιά τόν νθρωπο. λλά θεολογία το θανάτου το Θεο, ντί νά νεβάζει τόν νθρωπο, κκοσμικεύει τό Θεό καί τσι ναπόφευκτα ποβιβάζει κόμα περισσότερο τόν νθρωπο. Στό φαλο κύκλο πού δημιουργεται, κίνηση εναι φυγόκεντρη καί πομακρύνει λο καί περισσότερο τή δυτική σκέψη, φιλοσοφική καί θεολογική, πό τήν πραγματικότητα τς σωτηρίας πού εναι στορική νασυγκρότηση καί νάσταση το νθρώπου, δηλαδή νοηματοποίηση, νοποίηση καί θανατοποίηση τς μις καί μοναδικς πίγειας μαζί καί οράνιας ζως του.

Στό σημεο ατό ποκαλύπτεται κεντρική δυναμία τς δυτικς σκέψης, δηλαδή χωρισμός καί ντίθεση νάμεσα στό στορικό καί τό περβατικό, τό πίγειο καί τό οράνιο, τό χρονικό καί τό αώνιο. σα επαμε ς δ δειξαν τι μεταγενέστερη δυτική θεολογία ποτίμησε τό στορικό γιά χάρη το περβατικο, τι ομανισμός, φθάνοντας στό λλο κρο πέρριψε τό περβατικό γιά νά διασώσει τό στορικό, καί τι μοντέρνα δυτική θεολογία, γιά νά πλησιάσει τόν ομανισμό, κηρύττει να νέο σχεδόν ξ λοκλήρου κκοσμικευμένο Θεό. λλά τσι πομάκρυνση εναι μεγάλη καί νάγκη γιά τήν παρέμβαση τς ρθοδοξίας ποκαλύπτεται μεση.

Ποιά μως θά μποροσε νά εναι συμβολή τς ρθοδοξίας στή λύση το προβλήματος ατο; Τά ρια νός δοκιμίου δέν πιτρέπουν νά δοθε στό ρώτημα πλήρης καί διεξοδική πάντηση. Μετά τήν παρουσίαση καί τήν ρμηνεία το φαινομένου, κενο πού μπορε νά γίνει στή συνέχεια εναι νά προσδιορίσουμε μιά νέα κατεύθυνση λύσεως, μιά νέα προοπτική μέσα στήν ποία τό πρόβλημα εναι νά κατανοηθε πληρέστερα καί νά λυθε νετότερα, νά πογραμμίσουμε δηλαδή μερικές βασικές καί ναγκαες γιά τή λύση το προβλήματος προϋποθέσεις.

νέα ατή προοπτική πού προτείνει ρθοδοξία, μπορε πό τήν ρχή νά χαρακτηριστε χι σάν κλασματική καί ποσπασματική, λλά ς συνθετική καί καθολική. Στήν προοπτική ατή τά πράγματα ντί νά χωρίζονται νά ντιδιαστέλλονται, λληλοσυμπληρώνονται καί νώνονται. Ατό φαίνεται καθαρά καί στά τρία ντιθετικά ζεύγη, αωνιότης χρόνος, μέλλουσα παρούσα ζωή, Θεός νθρωπος, πού πως εδαμε βρίσκονται στή ρίζα το προβλήματος το θανάτου το Θεο καί ταλαιπωρον τίς τελευταες δεκαετίες τή Δύση. Γιά τή Δύσι ταλαιπωρία ατή εναι φυσική καί ναπόφευκτη, γιατί πό τή στιγμή πού ο πραγματικότητες πού ποτελον τά παραπάνω ζεύγη χωριστον καί τοποθετηθον μπροστά στόν νθρωπο ντιθετικά, χάνουν τή γνησιότητά τους, μετατρέπονται σέ δυό φοβερές χοάνες, τσι στε σέ ποιαδήποτε κι ν προτιμήσει νά πέσει νθρωπος, καταποντίζεται.

ν στήν ρθόδοξη προοπτική ο πραγματικότητες ατές συνυπάρχουν, μιά προσδιορίζει τήν λλη καί ταυτόχρονα λοκληρώνεται πό τήν λλη.

Γιάννης Ξενάκης λεγε πρό καιρο τι να πό τά μεγαλύτερα προβλήματα πού ντιμετωπίζει στή σύνθεση τς μουσικς του εναι μονοδιάστατη ντίληψη το χρόνου πού διαθέτουμε, εθύγραμμος χωρισμός το χρόνου σέ παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Καί διαλογιζόταν ποιές καινούργιες προοπτικές θά νοίγονταν στή μουσική, λλά καί στίς πόλοιπες δημιουργίες το νθρώπου, ν μποροσε νά πάρξει μιά λλη ντίληψη το χρόνου πού θά ξεπερνοσε ατό τό γνωστό μας σχμα. λλά λλη ατή ντίληψη πάρχει. χρόνος στόν ποο τελεται θεία Λειτουργία χει μέσα του πραγματικά νεργό τόσο τό παρελθόν, σο τό παρόν καί τό μέλλον. Μέσα στήν ρθόδοξη παράδοση τό νόημα το χρόνου βρίσκεται κριβς στό τι προσδιορίζει, κάνει συγκεκριμένη καί ποκαλύπτει τήν αωνιότητα, ν πό τό λλο μέρος αωνιότης λοκληρώνει τό χρόνο, ποτελε τό τέλος του, δηλαδή τό σκοπό καί τό περιεχόμενό του.

σχέση ατή ποκαλύπτεται μέ μεγαλύτερη σαφήνεια στό δεύτερο ζεγος, σέ ,τι δηλαδή φορ τή μέλλουσα καί τήν παρούσα ζωή το νθρώπου. Γιά τήν ρθοδοξία ζωή το νθρώπου εναι μία καί νιαία, εναι ζωή νός καί το ατο προσώπου, τό ποο ρχίζει νά πάρχει δ καί συνεχίζει νά πάρχει χωρίς καμιά διακοπή στόν ορανό. τσι μέλλουσα ζωή δέν συνθλίβει οτε σχετικοποιε τήν παρούσα, λλά ντίθετα, τς δίνει νόημα καί συνέχεια, φο ,τι κάνουμε σ ατή τή ζωή δέν εναι τυχαο καί ποσπασματικό, λλά εναι κάτι πού προορίζεται νά μείνει καί στήν λλη. Ατή εναι καί ποψη τς γίας Γραφς, κατά τήν ποία νθρωπος δέν εναι μιά ψυχή φυλακισμένη σ να σμα, δηλαδή μιά ψυχή πού θά ρχίσει νά ζε ταν λευθερωθε πό τό σμα, λλά να πρόσωπο πού ρχίζει νά ζε μιά χρονική στιγμή καί καλεται νά μήν πεθάνει, λλά νά ζήσει αώνια. Ψυχή, πως εναι γνωστό, σημαίνει στή γλώσσα τς γίας Γραφς, ζωή ληθινή καί αώνια καί τό «τί φεληθήσεται νθρωπος άν τόν κόσμον λον κερδίσ τήν δέ ψυχήν ατο ζημιωθ» σημαίνει κριβς «τί θά φεληθε νας νθρωπος ν κερδίσει λο τόν κόσμο καί χάσει τή ζωή του;» «τί ντάλλαγμα μπορε νά δώσει κανείς σ ναν νθρωπο γιά νά πάρει τή ζωή του

τσι ντίδραση το Camus στό νά δεχθε τή μέλλουσα ζωή, πού εδαμε τι φείλεται στό γεγονός πώς δέν βλέπει νά πάρχει καμιά σχέση νάμεσα σ ατή καί σέ τούτη δ τή ζωή, γίνεται φανερό τι στήν προοπτική ατή αρεται. Εναι μάλιστα πό τήν ποψη ατή χαρακτηριστική ναφώνησή του ταν διάβασε τό βιβλίο το Λόσσκυ, « μυστική θεολογία τς κκλησίας τς νατολς»: «πί τέλους τώρα μπορομε νά συζητήσουμε μέ τό Χριστιανισμό».

ποτελεσματικότητα τς καθολικς ατς ρθόδοξης προοπτικς εναι φανερή καί στήν ρση το τρίτου ντιθετικο ζεύγους, στήν κατάργηση τς ντιδικίας νάμεσα στό Θεό καί τόν νθρωπο. σχετική διδασκαλία τν ρθόδοξων Πατέρων τς νατολς θεωρε τόν νθρωπο ς τήν «δόξα», δηλαδή τή φανέρωση καί τήν εκόνα το Θεο, πράγμα πού σημαίνει τι νθρωπος εναι γιά τήν ρθοδοξία ληθινά καί πραγματικά ν χρόν ποκάλυψη το Θεο, λλά ταυτόχρονα καί τι νθρωπος δέ βρίσκει τήν λοκλήρωση καί τήν πληρότητά του παρά μόνο στό Θεό. Τό τι Θεός πλασε τόν νθρωπο «κατ εκόνα Του» σημαίνει γιά τούς ρθόδοξους Πατέρες τι τόν πλασε μέ τόν προορισμό νά νωθε μαζί Του. νθρωπος, λέει Μ. Βασίλειος, εναι «Θεός κεκελευσμένος». Τείνει πρός τό Θεό, καλεται νά ψωθε ς τό Θεό, νά γίνει θεάνθρωπος. «Καί γάρ διά τόν καινόν νθρωπον» (τόν Θεάνθρωπο), γράφει Νικόλαος Καβάσιλας, συζητώντας τόν ΙΔ’ αώνα μέ τούς νθρωπιστές, «νθρώπου φύσις συνέστη τό ξ ρχς.καί νος καί πιθυμία πρός κενον κατεσκευάσθη. Καί λογισμόν λάβομεν, να τόν Χριστόν γινώσκωμεν.πιθυμίαν, να πρός κενον τρέχωμεν. Μνήμην σχομεν ν κενον φέρωμεν, πεί καί δημιουργημένοις Ατός ρχέτυπον ν». Ατός εναι λόγος γιά τόν ποο κατά τόν διο Πατέρα, Θεάνθρωπος εναι τό ψιστο «κατάλυμα τν νθρωπίνων ρώτων», τό σχατο καί τό κρότατο τν φετν. τσι Θεάνθρωπος, πού, ντί νά χωρίζει νώνει ποστατικά, σύγχυτα, καί διαίρετα, τό Θεό καί τόν νθρωπο, εναι καλύτερη ποκάλυψη καί το νθρώπου καί το Θεο, τό κλειδί γιά τήν κατανόηση λοκλήρου το ρθόδοξου Χριστιανισμο. Θεάνθρωπος Χριστός λοκληρώνει τόν νθρωπο, ποκαλύπτει τό Θεό, εναι τελείωση τς στορίας. Γι ατό καί ποτελε τό ψιστο καί σχατο κριτήριο τς ρθοδοξίας.

Θεός καί νθρωπος Χριστός εναι, πρτα, ποκάλυψη τς ληθινς φύσεως το νθρώπου, γιατί εναι τελειότατος Υός το νθρώπου, τό ψιστο γέννημα τς νθρωπίνης φύσεως, νθρωπος κενος πού ναδύεται, μφανίζεται στήν στορία, τή στιγμή πού νθρώπινη φύση φθάνει στόν σχατο προορισμό της, πού νώνεται ποστατικά μέ τή θεία. πρξαν πολλοί θεοι μέσα στούς αἰῶνες πού ποστήριξαν τι νθρωπος μπορε νά γίνει Θεός νεξάρτητα πό τό Θεό. λλά αρεση ποτέ δέν εναι τόσο τολμηρή σο λήθεια. Καί κανένας ποτέ αρετικός δέν φθασε στήν τόλμη τν ρθόδοξων Πατέρων, ο ποοι, πως τούς ρμηνεύει μέ σαφήνεια παράμιλλη στίς Θεομητορικές μιλίες του Καβάσιλας, τονίζουν τι μέ τή χάρη το Θεο νθρωπος χι πλς μπορε νά γίνει Θεός, λλά καί νά γεννήσει μέσα στήν στορία τό Θεό. Γιά τήν ρθοδοξία τό μεγαλεο τς νθρώπινης φύσης εναι κριβς τό τι ξιώνεται νά γίνει Θεοτόκος. Καί ατό τό μεγαλεο ποκαλύπτει, διασφαλίζει καί πιστοποιε Μονογενής Υός τς Θεοτόκου.

λλά Θεός καί νθρωπος Χριστός ποκαλύπτει καί τήν πραγματική φύση το Θεο, γιατί ποκαλύπτει τήν γάπη το Θεο γιά τόν νθρωπο, καί εναι γνωστό τι τό γιο Πνεμα βεβαιώνει μέ τόν Εαγγελιστή ωάννη τι « Θεός γάπη στίν». Πρόκειται γιά μιά γάπη πού δέν εναι οκτος λεημοσύνη, λλά πραγματική φιλία, βαθύς δηλαδή σεβασμός καί κτίμηση, φιλανθρωπία. Γιατί Θεός, παρόλο πού μπορε, δέ νικ διος μέ τή δύναμή Του τό θάνατο καί τό διάβολο, δέν χαρίζει συγκαταβατικά στόν νθρωπο τή σωτηρία, λλά γίνεται ληθινός καί πραγματικός νθρωπος, τσι στε νας νθρωπος νά νικήσει τό θάνατο, γιά νά μπορον στή συνέχεια λοι ο νθρωποι νά τόν νικήσουν. πομένει Θεός, ς νθρωπος πού ταν, τούς μπτυσμούς καί τούς κολαφισμούς, γιά νά καθαρισθε καί νά λάμψει στό ρχέγονο κάλλος του νθρωπος. Εναι χαρακτηριστικό τι Πιλάτος τή Μ. Παρασκευή, δείχνοντας τόν ταπεινωμένο Θεό, ναφωνε τό ποκαλυπτικό: «δε νθρωπος».

κόμα περισσότερο, Θεός συγκαταβαίνει, πεθαίνει ληθινά καί πραγματικά ς νθρωπος πραγματικός πού ταν, καί φο ταν Θεός, νασταίνεται. Καί τσι μέσα στό Χριστό νασταίνεται νθρωπος. «Χριστός νέστη κ νεκρν… τος ν τος μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». σκοπός συνεπς γιά τόν ποο πεθαίνει Θεός, γίνεται τσι φανερό, τι εναι νάσταση το νθρώπου. Καί ατό κριβς τό σκοπό θέλει νά κάνει φανερό καί νά πιστοποιήσει Κύριος, ταν λίγες μέρες πρίν πό τό θάνατό Του περνάει πό τή Βηθανία κι νασταίνει τό Λάζαρο. «Τήν κοινήν νάστασιν πρό το Σο πάθους πιστούμενος, κ νεκρν γειρας τόν Λάζαρον, Χριστέ Θεός», τονίζει τό πολυτίκιο τς ορτς.

λλά δη γίνεται φανερό πώς ρθόδοξη προοπτική, στήν ποα προσπαθήσαμε νά τοποθετήσουμε τό θέμα μας, μς δηγε στόν πυρήνα το προβλήματος, τόν στορικό δηλαδή καί πραγματικό θάνατο το ησο Χριστο. Καί φθάνοντας στόν πυρήνα βλέπουμε νά ξεπηδάει μπροστά μας καί λύση. Γιατί δια φύση τν πραγμάτων μς παρουσιάζει μέ σαφήνεια ς ρθόδοξη πάντηση στό κήρυγμα το θανάτου το Θεο τό Εαγγέλιο τς ναστάσεως το νθρώπου.

Τό σημεο ατό εναι να πό τά κεντρικά θέματα τς χαρμόσυνης γγελίας τς σωτηρίας. κριβέστερα, εναι δια σωτηρία. «Ε γάρ νεκροί οκ γείρονται», διακηρύττει π. Παλος, «μάταια πίστις μν». «Νυνί δέ Χριστός γήγερται κ νεκρν, παρχή τν κεκοιμημένων». Καί ερός Χρυσόστομος καλε τούς νθρώπους σέ πανηγυρισμό: Κανείς πλέον ς μή θρηνε γιά μαρτίες καί πταίσματα, «συγγνώμη γάρ κ το τάφου νέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον λευθέρωσε γάρ μς το Σωτρος θάνατος». Πλέον «νέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες. νέστη Χριστός καί χαίρουσιν γγελοι. νέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται. νέστη Χριστός καί νεκρός οδείς ν τ μνήματι».

πό τό ψος ατό τς ληθινς καί πραγματικς ναστάσεως το νθρώπου λόκληρη προβληματική τν φιλοσόφων καί τν θεολόγων το θανάτου το Θεο γίνεται φανερό πώς βρίσκεται σέ δεύτερη μοίρα. Εδαμε πράγματι, τι ο κπρόσωποι τς σχολς ατς μιλον χι γιά τόν στορικό θάνατο το Θεο, λλά γιά τό θάνατο μις δέας περί το Θεο. θάνατος το Θεο εναι γι ατούς να λεκτικό τέχνασμα, πού χρησιμοποιεται γιά νά καλύψει τήν ζουσα πραγματικότητα, πού, πως μς δειξε σύντομη μελέτη τν κειμένων τους, εναι καί γι ατούς τούς δίους θάνατος το νθρώπου. λλά τό κήρυγμα τς ρθοδοξίας, πού δέν εναι μιά δεολογία μιά φιλοσοφία, λλά μιά πραγματική στορία, εναι πραγματικός καί στορικός θάνατος το Θεο, πού φέρνει κριβς τήν πραγματική καί στορική νάσταση το νθρώπου. « δέ ησος… κράξας φων μεγάλ φκε τό πνεμα. Καί δού τό καταπέτασμα το ναο σχίσθη ες δύο, καί γ σχίσθη καί α πέτραι σχίσθησαν καί τά μνημεα νεχθησαν καί πολλά σώματα τν κεκοιμημένων γίων γέρθη καί ξελθόντα κ τν μνημείων εσλθον ες τήν γίαν πόλιν καί νεφανίσθησαν πολλος».

τσι γίνεται φανερό πώς ρθόδοξη θεολογία μπορε νά κηρύξει πολύ πιό πραγματικά πό τούς θέους τό θάνατο το Θεο. Τήν Μ. Παρασκευή στόν πιτάφιο ο ρθόδοξοι πιστοί γιορτάζουν ληθινά καί πραγματικά ατό τό θάνατο. λλά τό θαμα τς Μ. Παρασκευς εναι τι ο πιστοί κηδεύοντας τό Θεό πανηγυρίζουν τή νέκρωση το θανάτου καί τήν νάσταση τν νεκρν. «Τέτρωται δης ν τ καρδί δεξάμενος τόν τρωθέντα λόγχ τήν πλευράν. Καί στένει πυρί θεί δαπανώμενος, ες σωτηρίαν μν τν μελδούντων, Λυτρωτά, Θεός ελογητός ε». «Σύ γάρ τεθείς ν τάφ κραταιέ, ζωαρχική παλάμ τά το θανάτου κλεθρα διεσπάραξας καί κήρυξας τος π αἰῶνος κε καθεύδουσι λύτρωσιν ψευδ, Στερ, γεγονώς νεκρν πρωτότοκος». Χριστός λοιπόν πέθανε πραγματικά, λλά πέθανε γιά νά συναντήσει τόν νθρωπο κε πού βρίσκεται, μέσα στή φθορά καί τό θάνατο, μέσα στήν δύνη καί τήν πογοήτευση, μέσα στό νόητο καί τό παράλογο, καί νά τόν ναστήσει.

ν δέν πέθαινε, σάρκωσή του δέν θά ταν πλήρης, θά ταν φαινομενική. λλά πέθανε πραγματικά, γιατί πρε στά σοβαρά τή θνητή κατάστασή μας. Γιατί γινε σέ λα τά σημεα, κτός πό τήν μαρτία, ,τι εμαστε κι μες. νθρωπος γκατέλειψε τό Θεό, κτροχιάστηκε στό κενό καί ξαφανίστηκε μέσα στήν μαρτία. Καί Θεός κενώνεται μέσα στό χρο τς μαρτίας, φοράει ναμάρτητα ς σάρκα του τή σάρκα τς μαρτίας καί τήν γιάζει. Χύνεται σάν μύρο στό βόρβορο τς δυσωδίας καί μετατρέπει τή δυσωδία σέ εωδία. Ζε τήν πλή καθημερινή ζωή το νθρώπου καί τς δίνει νόημα, τή γεμίζει πό τήν αωνιότητα. ργάζεται χειρωνακτικά γιά νά φανερώσει τι καί πιό μονότονη καθημερινή δουλειά χει αώνιο σκοπό καί περιεχόμενο. ποφέρει, θλίβεται, γωνι γιά νά μή μείνει κανένα τμμα καί καμιά μορφή τς νθρώπινης ζως, πού νά μή τήν χει διος ζήσει. Καί, λοκληρώνοντας ατή τή συμμετοχή στά νθρώπινα, φθάνει ς τό θάνατο. Γιατί θέλει νά εναι κοντά μας πουδήποτε κι ν βρισκόμαστε. τσι, ν βρεθομε στή χειρότερη πελπισία, πρέπει νά ξέρουμε τι Χριστός εναι δίπλα μας, γιατί ζησε τήν πελπισία. ν βρεθομε στήν γωνία, Χριστός εναι πάλι δίπλα μας, γιατί ζησε τήν γωνία. ν βρεθομε σέ γκατάλειψη καί μοναξιά, μπορομε νά ξέρουμε πώς κανείς δέν πρξε περισσότερο μόνος πό Ατόν πού νιωσε πάνω στό Σταυρό νά τόν γκαταλείπει διος Πατέρας του. σο χαμηλά καί νά κατεβομε, σο καί νά ξεπέσουμε, Χριστός εναι κάτω πό μς, φο βρίσκεται στόν δη. κόμα κι ν πεθάνουμε, μέσα στό χάος το θανάτου μς περιμένει Χριστός.

Γι ατόν κριβς τόν λόγο θάνατος το Θεο δέν εναι πογοήτευση, λλά παρηγοριά καί λπίδα τν πιστν. « Σταυρός Σου, Κύριε, ζωή καί νάστασις πάρχει τ λα σου». Καί τό κήρυγμα το θανάτου το Θεο ποδεικνύεται τσι τό καύχημα, νίκη καί δόξα χι τν πίστων, λλά τς κκλησίας. θάνατος το Θεο εναι ταυτόσημος μέ τήν νάσταση το Χριστο. Θεός πέθανε, λλά Χριστός νέστη. Μιά Κυριακή πρωί στήν ερουσαλήμ πί Ποντίου Πιλάτου νέστη ληθινά καί πραγματικά Χριστός. Πράγμα πού σημαίνει τι νέστη ληθινά καί πραγματικά νθρωπος. Γιατί Χριστός ναστάς συνέτριψε τά δεσμά τς φθορς καί λευθέρωσε τόν ατοδεσμώτη νθρωπο, νέκρωσε τό κεντρί το θανάτου καί χάρισε στόν νθρωπο τή ζωή. Γκρέμισε τό μεσότοιχο το φραγμο, «νωσε τά τό πρίν διεσττα», φερε στό θάνατο τή ζωή, στό χρόνο τήν αωνιότητα, στή γ τόν ορανό, στόν νθρωπο τό Θεό, «πάντα ναμίξ γέγονε».

φο μως νάσταση ατή το νθρώπου εναι νάσταση χι μονάχα τς ψυχς, μά καί το σώματός του, εναι φυσικό νά κολουθεται καί πό τήν νάσταση τν ργων το νθρώπου, το πολιτισμο, καί μαζί καί τς κτίσης, πού εναι προέκταση το σώματος το νθρώπου. Μετά τήν νάσταση το ησο Χριστο, τό γιο Πνεμα ξεχύνεται σέ λόκληρη τήν κτίση, τό ψωμί καί τό κρασί μετατρέπονται σέ Σμα καί σέ Αμα Χριστο. Σπάζουν ο περιορισμοί το τόπου καί το χρόνου, ρχίζει καινούργιος λειτουργικός χρόνος καί καινούργιος λειτουργικός χρος, γκαινιάζονται ο καιροί τν σχάτων.

«Νν πάντα πεπλήρωται φωτός, ορανός τε καί γ καί τά καταχθόνια. ορταζέτω γον πσα κτίσις τήν γερσιν Χριστο, ν στερέωται».

«Φωτίζου, φωτίζου, νέα ερουσαλήμ. γάρ δόξα Κυρίου πί σέ νέτειλε. Χόρευε νν καί γάλλου Σιών. Σύ δέ γνή τέρπου Θεοτόκε, ν τ γέρσει το τόκου σου».

Τό τι πέθανε λοιπόν Θεός γινε φανερό πώς σημαίνει γιά τήν ρθοδοξία τι νέστη νθρωπος καί καθετί πού δημιουργε νθρωπος, τι, σέ τελευταία νάλυση, χει νόημα καί νδιαφέρον, τι γίνεται ραία καί θάνατη ζωή.


******************************************************
Πηγή 1: Αγία Ζώνη

 

* Ο Παναγιώτης Νέλλας κοιμήθηκε την Άνοιξη του 1986

 

ΠΗΓΗ 2: Τρίτη, 14 Σεπτεμβρίου 2010,   http://paterikakeimena.blogspot.com/2010/09/blog-post_14.html

Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια

Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια

 

Του παπα – Γιώργη  Δ. Μεταλληνού

 

Η σωστή χρήση των πηγών

 

Είναι γεγονός ότι η στάση των ιστορικών απέναντι στο Μέγα Κωνσταντίνο είναι αντιφατική. Για άλλους υπήρξε μέγα αίνιγμα ή στυγνός δολοφόνος και καιροσκόπος, για άλλους δε, το μέγα θαύμα της ιστορίας. Αυτό συμβαίνει διότι επικρατούν συνήθως ιδεολογικά κριτήρια και παραταξιακές εκτιμήσεις ερήμην των πηγών. Ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στο χώρο της ιστορίας, που οδηγεί αυτόχρημα στην αυτοκατάργηση του ιστορικού και των ερευνών του, είναι η χρησιμοποίηση της ιστορίας με οποιεσδήποτε διασκευές της κατά το δοκούν, ώστε να χρησιμοποιείται για να αποδειχθούν πράγματα που ιστορικά δεν θεμελιώνονται.

Ένα άλλο επίσης πρόβλημα είναι όχι μόνον η ιδεολογική χρήση της ιστορίας και των πηγών ακόμη, αλλά είναι και ο ιστορικός αναχρονισμός. Να επιχειρούνται δηλαδή ερμηνευτικές προσβάσεις στα ιστορικά γεγονότα και στα ιστορικά πρόσωπα μέσα από κρίσεις και προϋποθέσεις του παρόντος, του οποιουδήποτε παρόντος. Γνωρίζετε ασφαλώς όλοι ότι όταν συντάσσει κανείς μια ιστορική διατριβή και μάλιστα αν είναι διδακτορική διατριβή που είναι η σημαντικότερη εργασία ενός επιστήμονος, παραθέτει ένα εισαγωγικό ή πρώτο κεφάλαιο που αναφέρεται στην εποχή μέσα στην οποία τοποθετούνται τα θέματα με τα οποία ασχολείται. Αυτή η τοποθέτησις είναι απολύτως αναγκαία, σφαιρική από πάσης πλευράς τοποθέτηση, για να μπορεί κανείς τα συμπεράσματα τα οποία θα συναγάγει, να τα τεκμηριώνει και μάλιστα κατά τρόπον αναμφισβήτητον. Ο ιστορικός αναχρονισμός και η ιδεολογική χρήση της ιστορίας, επαναλαμβάνω, είναι από τις μεγαλύτερες αρρώστιες των ασχολουμένων με την ιστορία, στην εποχή μας περισσότερο. Επίσης, είναι δυνατόν, να στοχάζεται κανείς εις τα ιστορικά γεγονότα ερήμην των πηγών. Αυτό είναι μυθιστόρημα, δεν είναι ιστορία. Μυθιστόρημα σημαίνει, ή ιστορικό ρομάντσο ακόμη, σημαίνει ότι χρησιμοποιεί κανείς κάποια γεγονότα τα οποία έστω, στηρίζονται στις πηγές και τα συνδέει με έναν αυθαίρετο τρόπο. Αυτό ακριβώς είναι πάλι άλλη νόσος της ιστορικής επιστήμης. Ο μακαρίτης, ο μέχρι του θανάτου του πατριάρχης των εκκλησιαστικών ιστορικών στον τόπο μας, ο Απόστολος Βακαλόπουλος, μ' ένα κλασικό έργο που μας έδωσε για την ιστορία, πολύτομο, του νέου ελληνισμού, αναγκάζεται να απολογηθεί στην επανέκδοση του πρώτου και δευτέρου τόμου και να πει το εξής, ότι «με κατηγορείτε διότι δεν στοχάζομαι επί των γεγονότων, αλλά νομίζω ότι επιστήμη είναι πρώτον η έρευνα και η παρουσίαση των πηγών αναλυτικά, κριτικά, και εν συνεχεία ο στοχασμός. Αφήστε με λοιπόν εγώ να ασχοληθώ με τις πηγές», έλεγε ο Βακαλόπουλος, «και εν συνεχεία σεις, κάμνετε τους στοχασμούς σας».

Επαναλαμβάνω λοιπόν,  ιδεολογική χρήση της ιστορίας, ιστορικός αναχρονισμός, παραταξιακή νοοτροπία, και εν συνεχεία ανέρειστος, αθεμελίωτος στοχασμός, καταργούν τον ιστορικό και την έρευνά του.

 

Οι πηγές

 

Μιλώντας για τον Μέγα Κωνσταντίνο, ποιες είναι οι πηγές από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες; Ο σύγχρονος ιστορικός, ο πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας, είναι ο ιστορικός Ευσέβιος, ο οποίος συνεδέετο με φιλικούς δεσμούς με τον Μέγα Κωνσταντίνο και γι' αυτό το λόγο και οι δικές του πληροφορίες πρέπει να κρίνονται και να διασταυρώνονται με άλλες πηγές. Αν δεν μπορούν να διασταυρωθούν παραμένουν ως μαρτυρίες αλλά που δε μπορεί να τις επικαλείται κανείς και να υποστηρίξει αυτό το οποίον θέλει.

Ένας άλλος σύγχρονος ιστορικός, φίλος του γιου του Κωνσταντίνου, του Κρίσπου, ήταν ο Λακτάντιος. «Περί του θανάτου των διωκτών», του Χριστιανισμού προφανώς, έχει γράψει. Είναι όμως και ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος ο οποίος εις τα έπη του ασχολείται με τις δύο Ρώμες, την Παλαιά και τη Νέα Ρώμη. Θεωρεί την δευτέρα, Νέα Ρώμη, ως σύνδεσμο Ανατολής και Δύσεως, θα επανέλθω σ' αυτό. Αυτές είναι οι ασφαλέστερες, σύγχρονες πηγές.

 

Ζώσιμος

 

Από την άλλη πλευρά, πηγή που περιέχει όποιο αρνητικό στοιχείο επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα για τον Μέγα Κωνσταντίνο, είναι ο ειδωλολάτρης, ο εθνικός και φανατικός μάλιστα ειδωλολάτρης ιστορικός, ο Ζώσιμος. 425 περίπου με 518. Γράφει δηλαδή ένα, ενάμιση αιώνα μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο.

Ο Ευσέβιος όπως είπαμε είναι ο πατέρας της Εκκλησιαστικής ιστορίας και κοιμάται, αποθνήσκει, περί το 339, 340. Το 337 πεθαίνει ο Μέγας Κωνσταντίνος, άρα είναι σύγχρονος. Ο Zώσιμος ήταν φανατικός οπαδός της αρχαίας θρησκείας και έγραψε το έργο «Ιστορία Νέα» που αρχίζει από τον Αύγουστο και τελειώνει το 410, σε έξι βιβλία. Οι πηγές του είναι παγανιστικές. Οι πληροφορίες τις οποίες δίδει δεν διασταυρώνονται. Αλλά εκείνοι που θέλουν να εκμεταλλευτούν την περίπτωση εναντίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αντλούν συνεχώς από αναπόδεικτα στοιχεία τα οποία παραδίδει ο Ζώσιμος. Βλέπετε πως προσπαθώ να μείνω αντικειμενικός, δεν είναι αν εμάς μας ενδιαφέρει  ο Κωνσταντίνος να φανεί καλός ή κακός. Το πρόβλημα στην έρευνα είναι τι λέγουν οι πηγές. Επομένως, και ο Ευσέβιος σε πολλά σημεία πρέπει να δεχθεί αυτή τη διασταύρωση για το έγκυρο των πληροφοριών του, αλλά πολύ περισσότερο ο Ζώσιμος που είναι και μεταγενέστερος. Είναι απορριπτικός έναντι του Μεγάλου Κωνσταντίνου και είναι συγχρόνως λιβελογράφος. Η επιστήμη σήμερα δέχεται, κριτικά, ότι ο Ζώσιμος πραγματικά δεν υπήρξε ιστορικός επιστήμων. Γράφει συναισθηματικά πολλές φορές, είναι ηθικολόγος περισσότερο παρά επιστήμων. Υπάρχει ένα καταπληκτικό άρθρο, του Ντίντλεϋ, σε ένα περίφημο γερμανικό περιοδικό του 1972. Όπως επίσης ένα σπουδαίο άρθρο, που έχει τον Ντίντλεϋ υπόψιν, εις το παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό της Εκδοτικής Αθηνών, του κυρίου Τσακανίκα. Ο φανατισμός του Ζωσίμου και η λιβελογραφική επίθεση εναντίον του Κωνσταντίνου, φαίνεται στο ότι του αποδίδει την παρακμή της αρχαίας θρησκείας και της αυτοκρατορίας σε στιγμή όπου στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία, της Ρώμης, αποκτά τη μεγαλύτερη έκταση και τη μεγαλύτερη ενότητα και αίγλη. Εντελώς διαφορετικά δηλαδή είναι τα πράγματα απ' ό,τι τα παρουσιάζει ο Ζώσιμος.

Σημασία έχει ότι άκριτα αναπαράγονται από τους μεταγενεστέρους, και μάλιστα από τους συγχρόνους μας νεοπαγανιστές ή νεοειδωλολάτρες, οι απόψεις του Ζωσίμου. Σκόπιμα για να στιγματιστεί και απορριφθεί ο Μέγας Κωνσταντίνος και το έργο του. Να σπιλωθεί και να υποτιμηθεί το πρόσωπό του. Η κορύφωση είναι η ύπουλη πραγματικά και αδίωκτη, ακαταδίωκτη δικαστικά, μετά, τι να κάνεις, που να προσφύγεις σε ποια δικαιοσύνη σ' αυτό το χώρο, είναι τα όσα δημοσιεύονται, ανώνυμα τις περισσότερες φορές. Πόσες φορές μου στέλνουν κείμενα, από το ίντερνετ, άλλοι με επαινούν αλλά οι περισσότεροι, κυρίως οι νεοειδωλολάτρες, με κατηγορούν και μου αποδίδουν απόψεις που ποτέ δεν τις σκέφτηκα. Άλλοι το κάνουν ίσως για να αποκτήσουν κύρος, να μην τους αδικήσω. Έ, γεράσαμε τώρα στην έρευνα, σου λέει το λέει και ο Μεταλληνός. Κι αυτό είναι τιμή μου. Αλλά δε με τιμά το ότι μου αποδίδουν απόψεις που δεν τις γνωρίζω εγώ ο ίδιος. Δε θέλω τώρα να φέρω… έτσι δουλεύει και ο… θα πω το όνομα διότι είναι δημόσια πράγματα, ο κύριος Γεωργαλάς, ο παλαιός συνεργάτης του Παπαδοπούλου, είναι ανέντιμο διότι αποδίδει σε κάποιο βιβλίο ανθελληνικές θέσεις τις οποίες ποτέ δε σκέφτηκα. … (απάντηση σε ακροατή: Ο Γεωργαλάς… ζει… και να 'ναι καλά ο άνθρωπος και να ζήσει και να μετανοήσει πριν φύγει από τον κόσμο για τα ψέματα τα οποία λέει.) Μένει όμως το κείμενο και το παίρνουν φοιτητές. Αυτό γίνεται γενικά και με τον Ζώσιμο. Ο Βολταίρος επί παραδείγματι, τοποθετείται αρνητικά απέναντι στον Κωνσταντίνο. Ο Γίββων τοποθετείται αρνητικά και θα το δούμε αυτό στη συνέχεια. Αμέσως τώρα, ποιοι είναι εκείνοι οι οποίοι διαχρονικά και συγχρονικά στην εποχή μας, κατηγορούν και απορρίπτουν τον Μέγα Κωνσταντίνο.

Ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, τον 19ο αιώνα, ο πρώτος μεγάλος ιστορικός μας, πολλά πράγματα πρέπει να ανανεωθούν σήμερα, αλλά βασικά το έργο του παραμένει πολύτιμη πηγή διότι, το λέγω γι' αυτούς που ίσως δεν το γνωρίζουν, ο Παπαρηγόπουλος έχει ένα προσόν: δε στοχάζεται κυρίως αλλά ακολουθεί τις ιστορικές πηγές. Το έργο του είναι ανάπτυξη των ιστορικών πηγών. Άρα και να μη βρει κανείς όλες τις πηγές, μπορεί πιστότατα να τις μελετήσει όπως αποδίδονται από τον Κωνσταντίνο Παπαρηγόπουλο. Λέγει λοιπόν.  Πρώτη ομάδα, που εμίσησε τον Μέγα Κωνσταντίνο, ως πρόμαχο του νέου θρησκεύματος, είναι οι του αρχαίου θρησκεύματος οπαδοί. Οι ειδωλολάτρες της εποχής, όπως ο Ζώσιμος. Ο Ζώσιμος του αποδίδει όλες τις συμφορές, κατά τον Ζώσιμο, συμφορές του κράτους. Και σήμερα λοιπόν αποδίδονται στον Κωνσταντίνο, αναπόδεικτα, όλα αυτά τα οπαία επικαλείται ο Ζώσιμος και οι νεοειδωλολάτρες. Κατά πόσον έχουν δίκιο, θα το δούμε στη συνέχεια. Δεύτερο, επιτίθενται στον Μέγα Κωνσταντίνο, από τον 18ο κυρίως αιώνα, οι οπαδοί του Διαφωτισμού. Μια γνώμη του Ζωσίμου, που διέφυγε, την υπογραμμίζω: «εγκατέλειπε το πάτριον δόγμα και ησπάσθη την ασέβεια». Βλέπετε πόσο σχετικά είναι τα πράγματα. Ασέβεια είναι ο Χριστιανισμός. Και η πάτρια θρησκεία τιμάται! Βέβαια ένας ερευνητής της ιστορίας όπως ο ομιλών, δεν ασχολείται με συναισθηματικά πράγματα. Αλλά καταλαβαίνετε, πώς ανατρέπεται η προοπτική και πως περιμένεις να επαινέσει κάποιος τον Κωνσταντίνο όταν έχει αυτή τη βασική προοπτική στην προσέγγισή του. Παρόλα αυτά, σπεύδω να πω ότι πολλές φορές ο Ζώσιμος ή αποσιωπά σημαντικά έργα του Κωνσταντίνου ή τον επαινεί για τις αρετές τις οποίες διέθετε. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μιλώντας για τον Μέγα Βασίλειο χρησιμοποιεί την εξής παροιμία που ίσως είναι δική του: «θαυμάζει ανδρός αρετήν και πολέμιος». Τη λεβεντιά ενός ανθρώπου τη θαυμάζει και ο αντίπαλός του. Όταν σε επαινεί ο αντίπαλός σου σημαίνει ότι κάτι αξίζεις. Και δεν είναι λίγες οι φορές που αναγκάζεται ο Ζώσιμος να επαινέσει τον Κωνσταντίνο.

 

Διαφωτιστές

 

Οι Διαφωτιστές λοιπόν, ο Γίββων, ο Βολταίρος. Ο Βολταίρος συνεχώς απορρίπτει το Βυζάντιο ο δε Γίββων ακόμη και στον τίτλο του βιβλίου του, ναι μεν δεν αρνείται ότι το όνομα της αυτοκρατορίας δεν είναι Βυζάντιο αλλά είναι Νέα Ρώμη, είναι συνέχεια από πλευράς πολιτικής και εδαφικής αλλά όχι και πολιτιστικής και πνευματικής, της παλαιάς Ρώμης, μιλεί για την Decline and Fall of the Roman Empire. Δηλαδή είναι το κατρακύλισμα και η πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κι αυτό οφείλεται κατ' αυτόν, κατά τον Γίββωνα, στον Χριστιανισμό. Το έργο του είναι σπουδαίο, αλλά όταν έχει συγκεκριμένη προοπτική, καταλαβαίνετε το βασικό μειονέκτημά του. Στη διαστροφή των πνευμάτων κατά τον Παπαρηγόπουλο, ουκ ολίγον συνετέλεσε και η παπική αρχή. Μπορεί να είναι ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγεγραμμένος εις το αγιολόγιο του παπισμού (σημ. ΟΟΔΕ: τουλάχιστον στους Ουνίτες), αλλά δεν παύει να μισείται ή να τον αποστρέφονται οι ρωμαιοκαθολικοί επειδή μετέφερε την πρωτεύουσα στη Νέα Ρώμη και οδήγησε στην αφάνεια την Παλαιά Ρώμη. Αν γινότανε κάτι τώρα σε μας, λέγω τώρα μια σκέψη, η πρωτεύουσα να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη, τι θα κάναμε κύριε δήμαρχε εμείς, οι χαμουτζήδες, όπως μας λένε οι βόρειοι, σ' αυτή τη μεταβολή; Σημασία τώρα ουσιαστικότερη έχει το εξής: το όνομα Κωνσταντίνος μολονότι εννοιολογικά προέρχεται από την ελληνική γλώσσα. Κώνστας είναι η constantia είναι η σταθερότης, η δύναμη του χαρακτήρος, και τα δύο από το ρήμα ίσταμαι και ίστημι, επομένως η προέλευση εννοιολογικά είναι αρχαιοελληνική, ελληνική, αλλά το όνομα Κωνσταντίνος επεκράτησε στη Δύση. Από το σχίσμα και μετά, ουδείς πάπας και ουδείς ηγεμόνας της Δύσεως, έλαβε το όνομα Κωνσταντίνος. Έγινε το μισητότερο όνομα εις την Δύση εν αντιθέσει με την Ανατολή που φθάσαμε πριν από κάποια χρόνια από τον ανώτατο άρχοντα και όχι μόνο τον πρώην, τον τέως βασιλέα, αλλά και πρόεδρο δημοκρατίας μέχρι τους αρχηγούς των κομμάτων, να έχουν όλοι το όνομα Κωνσταντίνος. Και η μακαρίτισσα η Μαλβίνα η Κάραλη, είπε κάποτε με κάποια αγανάκτηση, καλά βρε παιδιά, δεν υπάρχει κανένας Βρασσίδας, Επαμεινώνδας, μόνο Κωνσταντίνοι υπάρχουν. Έγινε το αγαπητότερο όνομα, κι επειδή έχω και τον γαμπρό μου Κωνσταντίνο, συγνώμη γι' αυτό που λέγω, το έζησα και προχτές, οι Κωνσταντίνοι έγιναν, δόξα τω Θεώ, περισσότεροι από τους Γιώργηδες και τους Γιάννηδες. Αυτό σημαίνει πόσο αγαπήθηκε, λαογραφικά μιλώ αυτή τη στιγμή, πόσο αγαπήθηκε αυτό το όνομα.

Και τέταρτη ομάδα που στρέφεται εναντίον του είναι οι δυτικόφρονες οι οποίοι, ακρίτως, ακολουθούν πάντοτε κάποιαν Ευρώπη, κάποια Δύση, χωρίς να ενδιαφέρονται αν αυτά που λέγονται είναι ορθά ή όχι.

 

Βιογραφικά στοιχεία

 

Δύο τρία βιογραφικά στοιχεία πριν προχωρήσω σε κάποιες απολογητικές θέσεις. Το όνομα του ήταν Imperator Ceasar Clavdius Valerius Constantinus Augustus – το πλήρες όνομα όταν από το 324 έγινε μονοκράτωρ. Γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου περί το 280. Κατ' άλλους λίγο ενωρίτερα, κατ' άλλους λίγο αργότερα. Στη Ναϊσό, εις την Νίσσα της Σερβίας. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε ως όμηρος εις την αυλή του αυτοκράτωρος Διοκλητιανού ή στην αυλή του συναυτοκράτωρος Γαλερίου. Όμηρος ώστε να εμποδιστεί ο πατέρας του που ήταν Καίσαρ, ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, να επαναστατήσει εναντίον του αυτοκράτωρος. Ίσως γνώρισε το μαρτύριο του αγίου Γεωργίου και τα θαύματά του στην Ανατολή, γιατί η αγάπη του προς τους μάρτυρες πρέπει να έχει κάποιο ουσιαστικό έρεισμα. Υπήρξε γενναίος πολεμιστής με πολλά προσόντα, με ηρωικό φρόνημα. Στην αρχή ενυμφεύφθει τη σεμνή Νινευίνα και απέκτησε τον Κρίσπο, το πρώτο παιδί του. Για πολιτικούς λόγους, όπως και ο πατέρας του, αναγκάστηκε να χωρίσει τη Νινευίνα και να νυμφευθεί την κόρη του συναυτοκράτωρος Μαξιμιανού, την Φαύστα. Η Φαύστα προφέρεται λατινιστί Φάουστα και πραγματικά ήταν η Φάουστα της οικογενείας. Ο Βοσταντζόγλου έχει γράψει ο μακαρίτης σχετικά με την Φαύστα. Απέκτησε από την Φαύστα τρεις γιους. Τον Κωνσταντίνο, τον Κωνστάντιο και τον Κώνσταντα που βασίλευσαν και οι τρεις. Βλέπετε, όλα τα ονόματα στρέφονται γύρω από την ίδια ρίζα. Ο Διοκλητιανός εφήρμοσε ένα νέο σύστημα διοικήσεως, την Renovatio Imperius, την ανανέωση της αυτοκρατορίας από το 285, την τετραρχία.

Ο Διοκλητιανός ήταν ο πρώτος Αύγουστος και Καίσαρ, δεύτερος Αύγουστος θα λέγαμε, ο Γαλέριος. Βοηθός του στην Ανατολή. Ο Μαξιμιανός επίσης συναύγουστος, είχε καίσαρα τον Κωνστάντιο Χλωρό, τον πατέρα του Κωνσταντίνου στη Νίσσα. Το 305, την 1η Μαΐου, παραιτήθηκε ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός και ο Χλωρός ανακυρήχθηκε Αύγουστος στην Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Ο Κωνσταντίνος τότε εκλήθη στη Δύση, κοντά στον πατέρα του. Το 306 επέρχεται ο θάνατος του Κωνσταντίου Χλωρού και στις 25 Ιουλίου του 306, ο στρατός ανεκύρηξε τον Κωνσταντίνο αυτοκράτορα. Πρέπει να λάβουμε υπ' όψη κάτι εδώ. Δεν υπήρχε κληρονομικότητα της βασιλείας, όπως όλη την περίοδο του Βυζαντίου, της Νέας Ρώμης δηλαδή, της Ρωμανίας, όπως δεν υπήρχε και στην αρχαία Ελλάδα. Κληρονομικοί θεσμοί δεν υπήρχαν, θεσμοθετημένη κληρονομική διαδοχή. Απλούστατα, ο στρατός η σύγκλητος και ο λαός μπορούσαν να δεχθούν το γιο κάποιου να τους διαδεχθεί, αλλά όχι κληρονομικώ δικαιώματι. Αυτή είναι η δημοκρατία του ελληνισμού και όχι το όνομα βασιλεύς. Έχω πει και άλλες φορές σ' αυτή την αίθουσα, ας λέγεται όπως θέλει να λέγεται, αρκεί να εκλέγεται. Αυτή είναι η δημοκρατία. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν ανακηρύχθηκε από τον στρατό και την σύγκλητο αυτοκράτωρ. Αλλά και ο Μαξέντιος, ο γιος του Μαξιμιανού, το ίδιο έτος στις 28 Οκτωβρίου, ανακηρύχθηκε και αυτός αυτοκράτορας. Το 311 αποθνήσκει ο Γαλάριος και τον διαδέχεται ο Λικίνιος που έλαβε ως σύζυγο την Κωνσταντία – Κωνσταντία και αυτή – θετή αδερφή του Κωνσταντίνου. 28 Οκτωβρίου του 312 ο Κωνσταντίνος ενίκησε τον Μαξέντιο – θα το δούμε γιατί – στη Μιλβία, κατ' άλλους Μουλβία, γέφυρα. Η σύγκλητος ανακήρυξε τότε πρώτον Αύγουστο τον Κωνσταντίνο. Το 313 ο Λικίνιος ενίκησε τον Μαξιμίνο. Και μένουν τώρα δύο Αύγουστοι. Ο Κωνσταντίνος ο πρώτος Αύγουστος και ο Λικίνιος δεύτερος Αύγουστος. Έτσι το 313 εκδίδεται το περιβόητο διάταγμα των Μεδιολάνων, που θα δούμε πια είναι η σημασία του. Το 321 ο Λικίνιος επαναφέρει τους διωγμούς με νέο διάταγμα εναντίον των χριστιανών ενώ το 313 είχε αποφασιστεί, με πρώτον τον Κωνσταντίνο, να πάψουν οι διωγμοί. Επέρχεται η σύγκρουση μεταξύ των δύο και η ήττα του Λικινίου. Το 324 ο Κωνσταντίνος γίνεται μονοκράτορας, η αυτοκρατορία αποκτά ενότητα σε μία αχανή έκταση. Από την Θούλην, που μπορεί να ήταν η σημερινή  Ισλανδία, ή τουλάχιστον η Ιρλανδία, μέχρι την Περσία και την Ινδία. Επομένως γίνεται ένα ενιαίο κράτος, με μία κεντρική εξουσία, έναν κεντρικό αυτοκράτορα. Το 325 συγκαλεί την Α' Οικουμενική Σύνοδο και το 330 εγκαινιάζει τη νέα πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη. Στις 22 Μαΐου του 337 πεθαίνει στο Δρέπανο της Βιθυνίας – Μικρασία – που ήταν η πόλις καταγωγής της Αγίας Ελένης και γι' αυτό ονόμασε την πόλην αυτήν Ελενούπολη. Βαπτίστηκε από τον φίλο του, Ευσέβιο Νικομηδείας, με λευκή εσθήτα, ως κατηχούμενος και μετά από λίγο αρρώστησε και πέθανε σε ηλικία περίπου εξήντα ετών. Η σωρός του μεταφέρθηκε και ετάφη στη νέα πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη.

 

Κατηγορίες από τον Ζώσιμο

 

Αυτά είναι τα τυπικά ιστορικά. Ο Κωνσταντίνος κατηγορήθηκε από τον Ζώσιμο για τη δολοφονία και εξόντωση των αντιπάλων του.

Τι μαρτυρούν οι πηγές; Κάποια πράγματα τα οποία λέγονται από τους αντιπάλους του, και μάλιστα το Ζώσιμο που είναι η πηγή των συκοφαντιών κατά του Κωνσταντίνου, μένουν στο χώρο του θρύλου. Όταν είναι κάτι αναπόδεικτο το αναφέρει μεν ο ιστορικός όπως κάνω και 'γω τώρα, χωρίς όμως να μπορεί να στηρίξει οποιαδήποτε συμπεράσματα σε αμέριστες υποθέσεις ή σκέψεις.

 

Η περίπτωση του Μαξιμιανού

 

Η περίπτωση του Μαξιμιανού, για να μείνω σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο Μαξιμιανός ήθελε να γίνει αύγουστος, αυτοκράτορας και διώχθηκε από τον γιο του Μαξέντιο. Έτσι κατέφυγε στην κόρη του, ήταν πεθερός του Κωνσταντίνου, στην κόρη του Φαύστα και ζήτησε προστασία από τον Κωνσταντίνο. Το 310 όμως οργάνωσε συνωμοσία και κίνημα για ανατροπή του Κωνσταντίνου. Αυτή ήταν η κατάσταση της εποχής. Ξέρετε, κανείς, όσο μεγάλος κι αν είναι, δε μπορεί να πάψει να είναι τέκνο της εποχής του. Γι' αυτό σας είπα ότι όταν εφαρμόζεται ο λεγόμενος ιστορικός αναχρονισμός, είναι αποτυχία της ιστορικής έρευνας. Εμείς θα ερμηνεύσουμε τα πράγματα της εποχής εκείνης, μεθιστάμενοι σ' αυτή την εποχή κι όχι μεταφέροντας την εποχή στις δικές μας συνθήκες σήμερα. Ο Μαξιμιανός διέδωσε ότι ο Κωνσταντίνος φονεύθηκε στον πόλεμο κατά των Φραγκογερμανών στα βόρεια σύνορα, και πήρε ένα μέρος του στρατού με το μέρος του και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος επέστρεψε και ο Μαξιμιανός κλείστηκε στο φρούριο της Μασσαλίας. Ο Κωνσταντίνος τον αιχμαλωτίζει, τον συγχωρεί όμως, με τη μεσολάβηση και της γυναίκας του της Φαύστας. Νέα συνωμοσία του Μαξιμιανού και της Φαύστας τώρα, για να δολοφονηθεί ο Κωνσταντίνος. Αποτυγχάνει η προσπάθεια. Η Φαύστα τότε, η Φάουστα όπως είπα της οικογένειας, ενοχοποιεί τον πατέρα της. Ο Μαξιμιανός αναγκάστηκε να αυτοαπαγχονιστεί, κρεμάστηκε δηλαδή, γιατί κατάλαβε ότι τα πράγματα έγιναν σκληρότερα γι' αυτόν. Κατηγορούν γι' αυτό τον Κωνσταντίνο. Κοιτάξτε, όταν κάποιος είναι ανώτατος άρχων, και δεν είναι απλώς πολιτικά και διοικητικά ανώτατος άρχων, αλλά συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες ονομάζετο Rectus Totius Omnis, δηλαδή ο κυβερνήτης, ο διοικητής ολοκλήρου του κόσμου. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν είναι εκείνος ο οποίος ήταν ο Ανώτατος Δικαστής. Ήταν Pontifex maximus, ο ανώτατος αρχιερεύς. Αυτά δεν τα μετέφερε ο ίδιος στον εαυτό του, τα βρήκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επομένως, πάσα πράξις έπρεπε να δικαστεί από τον ανώτατο δικαστή. Ο οποίος βέβαια περιεστοιχίζετο από τον στρατό αλλά στα πολιτικά πράγματα από την σύγκλητο. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να αποδίδουμε μονομερώς την ευθύνη, όπως όταν κανείς είναι πρόεδρος της δημοκρατίας και υπογράψει θανατική ποινή η οποία ορίζεται από το δικαστήριο, είναι υποχρεωμένος να το πράξει. Αν αρνηθεί ο ανώτατος άρχων, βασιλιάς παλαιότερα, πρόεδρος της δημοκρατίας, να δεχθεί αυτό που προτείνει η δικαστική εξουσία καταλαβαίνετε ποιες επιπτώσεις θα γίνουν.

 

 Η περίπτωση του Βασσιανού

 

Δεύτερο, η περίπτωση του Βασσιανού. Θ' αποφύγω τις λεπτομέρειες, διότι, εις την στάση του Βασσιανού, κι εδώ ο Κωνσταντίνος έδειξε μεγαθυμία κι όταν αποκαλύφθηκε η συνωμοσία – πάλι συνωμοσία – εναντίον του ανωτάτου άρχοντος, ο Βασσιανός εξετελέσθη με την εφαρμογή των νόμων του κράτους. Είναι δυνατόν λοιπόν, εν ψυχρώ, να αποδοθεί η κατηγορία στον Κωνσταντίνο και να θεωρηθεί δολοφόνος; Κάθε ανώτατος άρχων τότε θα έπρεπε να ονομάζεται δολοφόνος, εκτός και αν ο ανώτατος άρχων χρησιμοποιεί τους νόμους. Αλλά η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γι' αυτό κατόρθωσε τόσα χρόνια να επιβιώσει ' δεν ενεργούσε κατ' αυτόν τον τρόπο.

 

«Τούτω Νίκα» περίπτωση του Μαξεντίου

 

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μαξεντίου, του κουνιάδου του Κωνσταντίνου. Ο Μαξέντιος επεθύμησε να γίνει ο μόνος αυτοκράτορας και εστράφη κατά του Κωνσταντίνου επικαλούμενος τον θάνατο – την δολοφονία κατ' αυτόν – του πατέρα του, του Μαξιμιανού. Διατάζει την καταστροφή των αγαλμάτων του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος μέσω των Άλπεων έρχεται στην Ιταλία και συναντώνται οι δύο στρατοί στην ιδία γέφυρα του Τίβερη, δύο χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη. Εδώ εμφανίζεται η γνωστή θεοσημία, όπως το περιγράφει ο ιστορικός Ευσέβιος, κατά το απομεσήμερο. Βλέπει δηλαδή στον ουρανό τον Σταυρό και τα γράμματα που έλεγαν «Τούτω Νίκα», όχι δηλαδή «Εν Τούτω Νίκα». Με αυτό το σύμβολο θα μπορείς να νικάς, ας νικάς. Ο Λακτάντιος παραθέτει το κείμενο εις τα Λατινικά. Και λέει πάλι ότι ήταν Σταυρός, ότι το είδε σε ενύπνιον ο Κωνσταντίνος, βλέπετε  υπάρχουν διάφορες εκδοχές, και είπε ότι τα γράμματα ήσαν In Hoc Vincas, Εν τούτω, εδώ δηλαδή υπάρχει το In. Εν αυτώ, δηλαδή να νικάς. Ο Άγιος Αρτέμιος και ο στρατός, υπάρχουν σχετικές πηγές, εβεβαίωσαν πως το είδαν και αυτοί το σύμβολο, άρα το είδε ολόκληρος ο στρατός και όχι μόνον ο Κωνσταντίνος. Γεγονός είναι ένα. Είτε ως ενύπνιον το είδε, είτε μέρα μεσημέρι στον ουρανό, σημασία έχει ότι από τότε ο Κωνσταντίνος κατασκευάζει το λάβαρο του Σταυρού με το μονόγραμμα, το Χριστόγραμμα ΧΡ, Χριστός. Σε ένα στεφάνι. Και εις τις ασπίδες των στρατιωτών εμφανίζεται το μονόγραμμα.

Ο Ζώσιμος αποσιωπά το γεγονός, ενώ θα μπορούσε να το διαψεύσει, αλλά δε μπορεί. Αποσιωπά το γεγονός όπως και άλλοι παγανιστές συγγραφείς. Το επιβεβαιώνουν όμως μεταγενέστεροι ιστορικοί, ο Φιλοστόργιος, ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, ο ησυχαστής του 14ου αιώνος. Ο δε Σωζομενός, ιστορικός του 5ου αιώνος, έναν αιώνα μετά τον Κωνσταντίνο μαζί με τον Σωκράτη τον σχολαστικό, λέγει ότι οι λέξεις «Τούτω Νίκα» ήσαν άγγελοι. Όπως το αστέρι της Βηθλεέμ, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, ήταν υπερφυές θαύμα, δηλαδή άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού, το ίδιο και ο Σωζομενός, το ερμηνεύει με το δικό του τρόπο. Στις 28 Οκτωβρίου του 312 γίνεται η μάχη. Ο Κωνσταντίνος είχε 25.000 στρατό, ο Μαξέντιος 100.000 και κυριολεκτικά συνετρίβη ο στρατός του Μαξεντίου. Σπάζει μια γέφυρα του Τιβέριου ποταμού και πολλοί στρατιώτες πέφτουν στο ποτάμι και πνίγονται και μαζί τους και ο Μαξέντιος. Πάλι κατηγορούν τον Κωνσταντίνο. Εμένα με ενδιαφέρει στην έρευνά μου ο όρος που χρησιμοποιείται: «δολοφόνος ο Κωνσταντίνος». Ξέρετε τι σημαίνει δολοφόνος. Να πείτε ότι με τον τρόπο που επετέθη κατόρθωσε κλπ να πέσει ο Μαξέντιος στο ποτάμι και να πνιγεί, εντάξει το δέχομαι. Αλλά δολοφόνος από πού ως που; Όταν είναι μία μάχη κατά την οποία αντιμετωπίζεται στάσις, επανάσταση εναντίον του ανωτάτου άρχοντος. Τρία χρόνια μετά ο Κωνσταντίνος έχτισε τη Θριαμβική Αψίδα η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα στη Ρώμη. Τώρα μια αντίφαση, στους αντιπάλους του Κωνσταντίνου είναι ότι δεν κατεδίκασε κανένα στρατιώτη του αντιπάλου στρατεύματος. Δεν εφήρμοσε κανένα μέτρο εναντίον τους. Καταλαβαίνετε λοιπόν ποιες αντιφάσεις υπάρχουν εις την κρίση του Κωνσταντίνου.

 

Κρίσπος – Φαύστα

 

 Χαρακτηριστικότερες από αυτές – να ολοκληρώσω αυτές τις αναφορές – είναι η περίπτωση του γιου του του Κρίσπου και η περίπτωση της Φαύστας, της δεύτερης συζύγου του. Το 316 γιόρταζε τα δέκα χρόνια της ανόδου του εις τον θρόνο, στα ανάκτορα. Και εξαπλώνεται αυτόματα η είδηση ότι συνελήφθη ο Κρίσπος και εφυλακίσθη εις την φυλακήν της Πόλας εις την Ίστρια – από εκεί κατήγετο ο Ιωάννης Καποδίστριας και η οικογένειά του, την Ίστρια. Ο Κρίσπος ήταν ένας σοβαρός και αξιοπρεπής νέος με πολλά ηγετικά χαρίσματα. Δεκαεπτάχρονος, είχε περιβληθεί ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα και ήταν μάλιστα και αρχηγός του στόλου της αυτοκρατορίας. Μη σας φαίνεται περίεργο, ο Γκουαρνέ της Ιωσηφίνας, ο θετός γιος του Ναπολέοντος, δεκαέξι χρονών ηύρε να καταλάβει τα Επτάνησα με τους δημοκρατικούς Γάλλους. Εδώ φαίνεται το μίσος της Φαύστας. Ο Κρίστπος υπερτερούσε έναντι των τριών δικών της γιων. Ετίθετο θέμα διαδοχής. Επίσης η αγία Ελένη, αγαπούσε τον Κρίσπο για τα προσόντα, της θύμιζε τον γιο της στα νεανικά του χρόνια. Γίνεται μια σατανική ενέργεια. Ένα μήνα πριν από τον θάνατο του Κρίσπου ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε εκδώσει ένα νόμο εναντίον της μοιχείας. Μοιχεία με έγγαμη γυναίκα, όχι απλώς πορνεία. Η τιμωρία ήταν ο θάνατος. Με ψευδομάρτυρες κατηγορήθηκε από την Φαύστα ο Κρίσπος, πρώτον για συνωμοσία εναντίον του Κωνσταντίνου και δεύτερον ότι της επετέθη, στη μητριά του δηλαδή, με ανήθικους σκοπούς. Ο Ζώσιμος, προσέξτε, ο ειδωλολάτρης ιστορικός, και ο Ιωάννης Ζωναράς τον δωδέκατο αιώνα δέχονται ως αβάσιμες τις πληροφορίες και όλοι οι σοβαροί ερευνητές δέχονται ότι αυτά μένουν στο χώρο του θρύλου. Δεν μπορεί να συναγάγει κανείς σοβαρά συμπεράσματα. Το δίλημμα που είχε ο Κωνσταντίνος σε αυτή την περίπτωση ήταν ανάλογο εκείνο ενός μεγάλου νομοθέτη του ελληνισμού. Τον έβδομο αιώνα ο Ζάλευκος – Ζάλευκος σημαίνει Πάλευκος, όμως λέμε ζάπλουτος (παρακαλώ όσους δεν το ξέρουν να μη λένε ζάμπλουτος – ζα σημαίνει πάρα πολύ, ζάπλουτος και ζάλευκος). Ο Ζάλευκος είναι σύγχρονος του Χαμουραμπί, ή Χαμουράμπι και εκδίδει την πρώτη ελληνική νομοθεσία – είναι αρχαιότερος του Σόλωνος. Είχε λοιπόν ένα νόμο που έλεγε: ο κατηγορούμενος και συλλαμβανόμενος για μοιχεία καταδικάζεται με την εξόρυξη των δύο οφθαλμών. Ο πρώτος που συνελήφθη για μοιχεία ήταν ο γιος του Ζαλεύκου. Έρχεται λοιπόν ο βασιλεύς, όπως ο Κωνσταντίνος ανώτατος δικαστής, να δικάσει. Τι να κάνει; Να τυφλώσει το γιο του που ο στρατός τον ήθελε ως διάδοχό του και η εκκλησία του δήμου; Ρωτάει λοιπόν σοφότατα ο Ζάλευκος την σύναξη: πόσα μάτια απαιτεί ο νόμος στην περίπτωση αυτή ως τιμωρία; Και του είπαν δύο. Ε, λέει, ένα μάτι του γιου μου και ένα μάτι δικό μου. Τυφλώθηκε και αυτός κατά το ένα μάτι για να μην καταδικάσει με την εξόρυξη των δύο οφθαλμών το γιο του.

Αυτό το επικαλούμεθα συνήθως, ο Δημινιάτης και ο Κωνσταντίνος Καλλίνικος για να δικαιώσουν την περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης θεολογική, δυτική, παπική δηλαδή θεωρία – αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο και άλλο θέμα.

Δεν εκτελεί τον Κρίσπο, απλώς τον φυλακίζει ο Κωνσταντίνος. Ο νέος εκτελέστηκε με άγνωστο τρόπο και δεν βρέθηκε διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου που να καταδικάζει τον Κρίσπο σε θάνατο, όπως έπρεπε να υπάρχει. Οι ιστορικοί μας λέγουν ότι η μόνη που μπορούσε να χρησιμοποιήσει την σφραγίδα του αυτοκράτορος ήταν η γυναίκα του η Φαύστα και σ' αυτήν αποδίδεται η δολοφονία. Η απάντηση λοιπόν είναι αδύνατη και ανεύθυνη και προς πάσα κατεύθυνση. Η Ελένη επέστρεψε από τη Ρώμη και πληροφορήθηκε τη συνωμοσία της Φαύστας και απεκάλυψε τα πράγματα στον Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος τότε διέταξε την σύλληψη της Φαύστας. Ο Ζώσιμος αυθαίρετα λέει ότι ο Κωνσταντίνος διέταξε να πνιγεί η Φαύστα στο λουτρό με καυτό νερό. Προχθές μου έστειλαν ένα άρθρο – θα το επικαλεστώ για ολίγο στη συνέχεια – που επαναλαμβάνει ένας εχθρός του Χριστιανισμού, τα όσα γράφει ο Ζώσιμος. Χωρίς καμία άλλη πηγή, χωρίς διασταύρωση της πληροφορίας. Αναπαράγεται λοιπόν αυτή η κρίση αναπόδεικτα. Αλλά το μύθο του Ζωσίμου καταρρίπτει ο Ιερώνυμος. Εκκλησιαστικός συγγραφέας (366 – 419 μ.Χ). Άριστος ελληνιστής, είχε ζήσει κοντά σε πατέρες στην ανατολή και μάλιστα κοντά  στον Ιωάννη το Χρυσόστομο – ανατολικός, Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος, ανήκουν στην ίδια ομάδα από πλευράς Ορθοδοξίας – έζησε ο Ιερώνυμος τα γεγονότα, και αυτός παρέχει την πληροφορία ότι ο θάνατος της Φαύστας επήλθε τρία ή τέσσερα έτη μετά το θάνατο του Κρίσπου. Πως είναι δυνατόν λοιπόν να συνδέονται, και μάλιστα άμεσα, τα δύο γεγονότα; Ακόμη και ο ιστορικός Γίββων εις την ιστορία του καταθέτει την αμφισβήτησή του για ένα τέτοιο θάνατο της Φαύστας. Και ο Παπαρηγόπουλος επίσης απορρίπτει μια τέτοια θεωρία. Τις περιπτώσεις λοιπόν, κυρίως, του Κρίσπου και της Φαύστας, καλύπτει θρύλος.

 

Η στάση του Μ. Κωνσταντίνου έναντι της ειδωλολατρείας

 

Ποια ήταν η στάση τώρα του Κωνσταντίνου έναντι της ειδωλολατρίας. Ένα χρόνο μετά τη Σύνοδο της Νικαίας το 326, ο Κωνσταντίνος έρχεται στη Ρώμη για να γιορτάσει τα εικοσάχρονα της Βασιλείας του, τα δεύτερα δεκενάλια. Κλήθηκε στο Καπιτώλιο να συμμετάσχει σε μια στρατιωτική, ειδωλολατρική γιορτή και να προσφέρει τις νενομισμένες θυσίες. Αρνήθηκε. Καταλαβαίνετε, έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία η άρνηση του αυτοκράτορος να τελέσει τα καθήκοντά του ως εθνικός, ως ειδωλολάτρης αυτοκράτορας. Μάλιστα πρέπει να ξέρουμε, θα το πω παρενθετικά, γιατί εδιώκετο ο Χριστιανισμός, κυρίως τους τρεις πρώτους αιώνες; Αλλά δεν σταμάτησαν ποτέ οι διωγμοί αυτοί, μέχρι σήμερα. Εδιώκετο διότι δεν απεδέχετο άλλες θεότητες. Η φράσις της λειτουργίας: «εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός», κατά τους μεγάλους λειτουργιολόγους, εισήλθε εις την θεία λειτουργία ήδη από τον πρώτο αιώνα. «Εις Άγιος», ήταν απάντηση στους Εβραίους' ένας είναι ο Άγιος που αγιάζει, ο Τριαδικός Θεός. «Εις Κύριος», ένας βασιλιάς, ένας αυτοκράτορας, απευθύνεται στους Ρωμαίους. Ένας είναι εκείνος ο οποίος είναι ο βασιλιάς ο δικός μας. Κι αυτό το επαναλαμβάνει το 160 περίπου στη δίκη του, ο άγιος Πολύκαρπος, επίσκοπος Σμύρνης. Τι του είπε ο Στάτιος ο Κονδράτιος, ο διοικητής της Σμύρνης; «Ώμοσον του Καίσαρος Τίτου». Θυσίασε στο άγαλμα του Καίσαρα. Διότι ο Καίσαρ ήταν Θεός επί της γης.

Τιμούσαν το πνεύμα του Καίσαρος και το πνεύμα της Ρώμης, με αγάλματα με θυσίες, ετιμώντο ως θεότητα. Άρα δεν θα είχε αντίρρηση η Ρώμη οι Χριστιανοί να εισαγάγουν μια νέα θεότητα εις την πανσπερμία των θεοτήτων – ο Οράτιος έλεγε την εποχή αυτή «υπάρχουν περισσότεροι θεοί απ' όσον άνθρωποι» – οπότε δε θα ηρνείτο η Ρώμη εάν πρώτα εδέχοντο τη θεότητα του Καίσαρος και της Ρώμης. Γι' αυτό εδιώκοντο οι Χριστιανοί. Ήταν απηγορευμένη εταιρεία – ομάδα διότι δεν εδέχετο «ους η πόλις», για να επαναλάβω το Σωκράτη, «ους η πόλις ενόμιζε θεούς», κατά νόμον εδέχετο ως θεότητες. Αυτό λοιπόν λειτουργεί μ' έναν τρόπο περίεργο στη συνείδηση των ειδωλολατρών όταν ο αυτοκράτωρ που ετιμάτο ως θεός – και ο Κωνσταντίνος μέχρι τότε ετιμάτο – αρνείται να προσφέρει τα νενομισμένα όπως επέβαλε η θρησκεία της Ρώμης. Ύστερα απ' όσα είχε βιώσει εις την Σύνοδο της Νικαίας, δεν μπορούσε να δεχθεί όλα αυτά.

Επίσης κατά τον Ζώσιμο, προκάλεσε το μίσος των ειδωλολατρών, οι οποίοι για να τον εκδικηθούν και να τον προσβάλουν, εβεβήλωσαν τα αγάλματά του. Δηλαδή χρησιμοποίησαν κάθε μέσο κατά του προσώπου στα αγάλματα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά εκείνος, ειρηνικότατα, όταν του είπαν τι είχε γίνει, έπιασε το πρόσωπό του και είπε «ευτυχώς εγώ δε βλέπω κανένα τραύμα στο πρόσωπό μου». Δεν καταδίωξε τους ειδωλολάτρες, αλλά ούτε και τήρησε ιδιαίτερα φιλική στάση απέναντί τους. Με επιστολές του συμβούλευε τους κατοίκους της χώρας και των περιοχών που υπήρχαν ειδωλολάτρες να στραφούν προς τη χριστιανική πίστη. Πως είναι δυνατόν να τον αγαπήσουν οι εθνικοί; Αυστηρότητα έδειξε μόνον προς τους αιρετικούς. Γι' αυτό πότε εξόριζε το Μέγα Αθανάσιο, πότε εξόριζε τον Άρειο. Διότι ένας άρχοντας, για να καταλαβαίνουν οι διοικούντες, ενδιαφέρεται σε κάθε εποχή γι' αυτό που λέει η λαϊκή φράση: ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Ήθελε δηλαδή να αποφύγει τις άκαιρες διενέξεις και τις συγκρούσεις. Γι' αυτό και ο Μέγας Αθανάσιος, για να προφυλαχθεί κατά πολλούς ιστορικούς, επειδή τον απειλούσαν με δολοφονία οι Αρειανοί, εστάλη εις την Δύση. Εξόριστος στη Ρώμη, 335-36, και στα Ρέμιδα το σημερινό Πριρ, τη γενέτειρα του Μαρξ. Εκεί ακριβώς εστάλη ο Μέγας Αθανάσιος και  μετέφερε το μοναχισμό του αγίου Αντωνίου και του αγίου Παχωμίου, το κοινοβιακό μοναστήρι. Δεν αδίκησε την εθνική θρησκεία. Κατά τον Ζώσιμο επέβλεψε την ανοικοδόμηση εθνικών ναών.

Η συνάδελφος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στη Φιλοσοφική, η κυρία Πολύμνια Αθανασιάδη, έχει μια σπουδαία εργασία εις την οποία λέει ότι αμέσως μετά τη Νίκαια ο Κωνσταντίνος χρηματοδότησε, ως αρχηγός του κράτους, τέσσερις ναούς. Δύο ειδωλολατρικούς και δύο χριστιανικούς. Δηλαδή προσπαθούσε να τηρήσει την ισορροπία και να εξασφαλίσει την ισότητα και ενότητα των πολιτών. Επίσης χρηματοδότησε τους ναούς της αγίας Ελένης, την Εκατονταπυλιανή της Πάρου, τους ναούς εκεί που βρίσκονται και σήμερα στα Ιεροσόλυμα, στη Βηθλεέμ, στο Σταυροβούνι, στη σκήτη που μετέφερε η αγία Ελένη μεγάλο τμήμα του Τιμίου Σταυρού και ούτω καθεξής. Συγχωρήστε με, βλέπω σ' αυτό το άρθρο, και δε θα το διαβάσω ολόκληρο, και πολλοί νεοπαγανιστές μας κατηγορούν λέγοντας «δεν είναι Τίμιος Σταυρός αυτό, αλλά δάσος ολόκληρο». Μη νομίσητε ότι όποιος έχει Τίμιο Ξύλο είναι απευθείας από το Σταυρό του Χριστού. Έχουμε τα λεγόμενα κατασκευαζόμενα φυλαχτά, με το άγγιγμα του αίματος των μαρτύρων και με το άγγιγμα του Σταυρού του Χριστού, το ξύλο αγιάζεται και λέγεται και αυτό Τίμιο Ξύλο αλλά δεν ανήκει στο Σταυρό του Χριστού. Προσέξτε τώρα. Άλλο στη Μονή Ξηροποτάμου και στη Μονή Σταυροβουνίου στην Κύπρο που υπάρχει μεγάλο τμήμα του Σταυρού. Δεν είναι λοιπόν πολλοί σταυροί που κόπτονται, αλλά με αυτόν τον τρόπο παράγονται φυλαχτά που έχουν άμεση σχέση εξ επαφής με τον Σταυρό του Χριστού. Αλλά και ο πατέρας του Κωνσταντίνου είχε ευνοήσει τους Χριστιανούς με την έννοια ότι δεν εφήρμοζε τα διωκτικά διατάγματα του Διοκλητιανού απέναντί τους. Την ίδια πολιτική ακολούθησε και ο Κωνσταντίνος.

Ο Κωνσταντίνος συνέβαλε στη νίκη του Χριστιανισμού. Ένα τεράστιο εγκληματικό λάθος – μακάρι να οφείλεται σε άγνοια – είναι το διαθρυλούμενο και επαναλαμβανόμενο πολλάκις ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ανεκήρυξε επίσημη θρησκεία το Χριστιανισμό – άπαγε της βλασφημίας! Αυτό θα γίνει στις 28 Φεβρουαρίου του 380 από τον Ισπανικής προελεύσεως και θερμόαιμο αυτοκράτορα τον Θεοδόσιο τον Α', αλλά όχι από τον Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος εξησφάλισε ελευθερία σε κάθε θρήσκευμα, οπότε και οι Χριστιανοί απέκτησαν το δικαίωμα να λατρεύουν ελεύθερα το Θεό τους. Όχι ότι ο Χριστιανισμός ανακηρύχθηκε επίσημη θρησκεία του Κράτους. Αυτό είναι τεράστιο ιστορικό λάθος και ψέμα συγχρόνως. Ο Κωνσταντίνος ο Παπαρηγόπουλος λέγει ότι «προς τον Χριστιανισμό ο Κωνσταντίνος ηδύνατο να πολιτευτεί και άλλως ή όπως επολιτεύθη, ηδύνατο να μην προστατεύσει και να τον καταδιώξει». Άρα μόνο σε μεταφυσικές, κυρίως υπερφυσικές παρεμβάσεις μέσα στην καρδιά του Κωνσταντίνου βλέπει ο Παπαρηγόπουλος την στάση του έναντι των Χριστιανών. Και κάτι σημαντικό. Κανείς πολιτικός δεν στηρίζεται ποτέ εις την μειοψηφία αλλά πάντα στην πλειοψηφία. Είτε για να επιτύχει στις εκλογές είτε για να επιτύχει τους δικούς του στόχους. Και η εποχή που ο Μέγας Κωνσταντίνος μέχρι την Α' Οικουμενική Σύνοδο που δείχνει το ενδιαφέρον του για τον Χριστιανισμό, ποιος ήταν ο αριθμός των Χριστιανών στην Αυτοκρατορία; Οκτώ με δέκα τοις εκατό. Αυτό το μαρτυρεί σε μια σπουδαιότατη εργασία του ο Άντολφ φον Χάρμερ, ένας μεγάλος ιστορικός φιλευθέρας ιδεολογίας εις την Ευρώπη, εις την Γερμανία «Η εξάπλωσις του Χριστιανισμού κατά τους πρώτους αιώνες». Οκτώ με δέκα τοις εκατό. Μειοψηφία ήσαν αυτή την εποχή οι Χριστιανοί.

Επίσης ο Κωνσταντίνος, ο Μέγας Κωνσταντίνος, για μένα, και μόνο γι' αυτό είναι Μέγας και άγιος της εκκλησίας. Άγιος σημαίνει ότι έχει τη Χάρη του Θεού μέσα του, αυτό σημαίνει, όχι αλάθητος. Έχει τη Χάρη του Θεού, ζωντανή και αισθητή. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αυτοκαταργήθηκε σε κάποια στιγμή ως αυτοκράτωρ, δεχόμενος τον δημοκρατικότερο θεσμό της Ιστορίας που είναι η Σύνοδος, το Συνοδικό σύστημα. Το 311 και εν συνεχεία 313 – 14 ξέσπασε μια μεγάλη διένεξις, για το σχίσμα των Δονατιστών. Μάλωναν μεταξύ τους οι Χριστιανοί που ανήκαν στον Δονάτο και οι άλλοι στον νόμιμο επίσκοπο σε ποιον ανήκουν οι ναοί και οι περί τους ναούς τίτλοι και τα αγροτεμάχια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος που έπρεπε να δικάσει την υπόθεση, αυτοκαταργείται από «Ύψιστος Δικαστής» και λέγει εις τον Μιλτιάδη – Έλληνα – επίσκοπο Ρώμης, της Παλαιάς Ρώμης : «έχετε σύλλογο, δικάστε με τον συνοδικό σύλλογο». Έτσι φθάσαμε στην Α' Οικουμενική Σύνοδο. Όταν λέμε δε ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν πρόεδρος της Συνόδου – με συγχωρείτε αλλά δεν ξέρω γράμματα, να διαβάσω τα κείμενα – ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, συνάδελφός μας έχει δημοσιεύσει ένα βιβλίο για την προεδρία της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Οι πηγές μας λένε, αναλυόμενες κριτικά από τον κύριο Φειδά και από άλλους επιστήμονες, τελευταίος είναι αυτός που γράφει ο κύριος Φειδάς, ότι πρόεδρος υπήρξε ο Αντιοχείας Ευστάθιος.

Άλλο ο πρόεδρος που συντονίζει τις συζητήσεις και άλλο ο συγκαλέσας τη Σύνοδο. Μόνο ο αυτοκράτωρ είχε δικαίωμα να δώσει άδεια στους επισκόπους από όλο το μήκος και πλάτος της αυτοκρατορίας να κινηθούν προς την πρωτεύουσα και μάλιστα εδώ προς τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ξέρετε αυτό και επί Ιουστινιανού ισχύει και επί Παλαιάς Ρώμης ίσχυε και επί Κατοχής. Μπορούσε να κυκλοφορήσει κανείς αν δεν είχε άδεια της γερμανικής διοικήσεως και στη Σοβιετική Ένωση μπορούσε να πει κανείς «πετάγομαι μέχρι τη Ρώμη για ψώνια» αν δεν είχε άδεια της αστυνομίας; Διότι εφοβούντο στάση, εξεγέρσεις. Αυτό ίσχυε πολύ περισσότερο στην αχανή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο Κωνσταντίνος όμως και οι μετέπειτα αυτοκράτορες δίνει την άδεια να συγκληθεί η Σύνοδος. Προσφωνεί τους Πατέρες της Συνόδου σε άπταιστα ελληνικά, ήταν εγκρατέστατος της ελληνικής γλώσσης, και εν συνεχεία αποσύρεται και το έργο της Συνόδου διεξάγεται από τους αγίους Πατέρες μεταξύ των οποίων ο άγιος Νικόλαος, ο άγιος Σπυρίδων, ο Αλέξανδρος Θεσσαλονίκης, ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας, διάκονος ακόμη ο Μέγας Αθανάσιος – καταλαβαίνετε για ποια πρόσωπα μιλούμε. Αλλά δεν υπήρξε πρόεδρος της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Όπως θα συμβεί και στη μετέπειτα ιστορία της Εκκλησίας. Θα μου πει κανείς, συζητήσεις, επηρεασμοί εις τα μετόπισθεν μπορούσαν να υπάρχουν πάντοτε. Αλλά όταν στις Οικουμενικές Συνόδους μπορούσαν να υπάρχουν άγιοι, έτοιμοι να θυσιαστούν για την πίστη του Θεού, ουδεμία επιρροή είναι δυνατή. Αυτό είναι το πρόβλημα σήμερα. Μπορεί να συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος; Αν δεν έχουμε θεουμένους, δε μπορούμε να έχουμε Οικουμενική Σύνοδο. Ή, αν δεν έχουμε επισκόπους που αγωνίζονται για την πίστη του Χριστού και ακολουθούν τους αγίους τους θεουμένους, διαφορετικά όποια Σύνοδος που θα γίνει στο μέλλον που θα διεκδικήσει τον τίτλο Πανορθοδόξου και Οικουμενικής Συνόδου και θα εναντιώνεται εις τον λόγο και την πολιτεία και την πράξη των θεουμένων, δηλαδή των αγίων, θα αποδειχθεί και εύχομαι να μη γίνει αυτό, ψευδοσύνοδος, ληστρική σύνοδος. Επίσης, από ελληνολάτρης ο Μέγας Κωνσταντίνος έγινε πραγματικά πιστός εις τον Ήλιον της δικαιοσύνης, τον Ιησού Χριστό. Έγινε υπέρμαχος της χριστιανικής θρησκείας όπως αποδεικνύει ήδη το 313 με το διάταγμα των Μεδιολάνων, χωρίς, όπως είπα, να διακηρύξει επίσημη και μοναδική θρησκεία τον Χριστιανισμό.

 

Το διάταγμα των Μεδιολάνων

 

Το διάταγμα των Μεδιολάνων, ο Λακτάντιος το περιέχει στο έργο του και ο Ευσέβιος εις την Ιστορία του. Τι περιείχε το διάταγμα. Παρείχε ελευθερία λατρείας. Γενικά, σε κάθε θρησκεία. Κατήργησε τους νόμους οι οποίοι ίσχυαν εναντίον των Χριστιανών και οι τόποι λατρείας – που τους είχαν αρπάξει οι ειδωλολάτρες – επεστράφησαν στους Χριστιανούς. Ή, όπου δεν ήταν δυνατό αυτό, οι Χριστιανοί έπαιρναν αποζημίωση για τους τόπους λατρείας που είχαν αρπαγεί. Είπαμε για την Α' Οικουμενική Σύνοδο. Ανύψωσε συγχρόνως τον ελληνισμό σε πολιτική και εκπολιτιστική δύναμη. Τεράστια προβλήματα. Ο Κωνσταντίνος χρησιμοποιεί τη γλώσσα της Ρωμανίας, της αυτοκρατορίας, της Ελληνικής δηλαδή αυτοκρατορίας η οποία εκτεινόταν απ' τη Δύση μέχρι το βάθος της Ανατολής. Οι γλώσσες ήταν δύο, λατινικά και ελληνικά. Ο Κωνσταντίνος μιλεί ελληνικά στη Σύνοδο όπως και στη Σύνοδο το 324, στην Αντιόχεια. Εκεί ακριβώς ολοκληρώνει την αυτοταπείνωσή του και την αποδοχή της Συνόδου, του Συνοδικού θεσμού, όταν λέγει στους επισκόπους το περίφημο εκείνο: «Εσείς είστε επίσκοποι των εντός, μέσα δηλαδή στα πνευματικά, στα sacra interna της Εκκλησίας. Εγώ, ο αυτοκράτωρ, υπό του Θεού καθιστάμενος επίσκοπος των εκτός αν είη». Όσοι είστε φιλόλογοι ξέρετε τι σημαίνει αυτό το «αν είη». Θα μπορούσα να είμαι εφόσον μου το αναγνωρίζετε, επίσκοπος, που θα επιβλέπω δηλαδή τα εκτός της Εκκλησίας, τα εκτός του αγίου βήματος. Μπορούμε να συναγάγουμε τα συμπεράσματα από τις μετέπειτα επιδρομές κυριολεκτικά όχι μόνο στην Ελλάδα, εις τα sacra interna της Εκκλησίας. Το πρόβλημα των σχέσεων εκκλησίας – πολιτείας σήμερα, ξανατοποθετεί την στάση του Μεγάλου Κωνσταντίνου και πολλών άλλων αυτοκρατόρων μας στην αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Δύο τρία πραγματάκια για να κλείσω.

 

Έργα του Μ. Κωνσταντίνου

 

Ανέτρεψε την πορεία της ιστορίας, με τις θρησκευτικές και αστικές αλλαγές τις οποίες επέφερε. Μια απ' αυτές ήταν η απελευθέρωση, η δυνατότητα στους δούλους να γίνουν απελεύθεροι. Δεν καταργεί τη δουλεία, δηλαδή δεν ήταν δυνατόν να καταργηθεί, αλλά όπως ο απόστολος Παύλος με την προς Φιλήμονα επιστολή, αλλάζει το περιεχόμενο της δουλείας. Γίνεται αδελφός ο δούλος. Γίνεται δηλαδή συνεργάτης κι όπως εμείς οι δημόσιοι υπάλληλοι κύριε πρόεδρε δεν είμαστε δούλοι κανενός – όποια στιγμή θέλουμε λέμε τα βροντάω και φεύγω – κατά τον ίδιο τρόπο, όταν ο δούλος ανεγνωρίζετο ως άνθρωπος, ως ανθρώπινον πρόσωπον, δεν ήταν πλέον δούλος αλλά συνεργάτης προς τους πρώην κυρίους του. Είναι ο πρώτος έπειτα Ρωμιός αυτοκράτορας, δηλαδή ορθόδοξος αυτοκράτορας στην Ιστορία, με ποιαν έννοια: είναι αυτός ο οποίος χτίζει τη Νέα Ρώμη, τη νέα πρωτεύουσα. Από το 326 αρχίζει η αναζήτηση πόλεως – δεν ικανοποιείτο με το λατινόφωνο περιβάλλον της Δύσεως και κατάλαβε ότι η τύχη της αυτοκρατορίας μετεφέρετο πλέον στην ανατολή. Εκεί θα έτρεχε το μεγάλο παιχνίδι που το έπαιξε για χίλια εκατό χρόνια και περισσότερο – μέχρι σήμερα το παίζει, οικουμενικά. Ο Ελληνισμός διατηρεί την οικουμενικότητά του συνδεδεμένος πνευματικά με τη Νέα Ρώμη, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Κωνσταντίνος είχε επιλέξει, τόσο ανθέλληνας ήταν, είχε επιλέξει στην αρχή την Τροία. Εκεί ήθελε να χτίσει την πρωτεύουσα. Τα λέει ο ιστορικός Σωζομενός. Εν συνεχεία όμως κατάλαβε τη σημασία της περιοχής του παλαιού Βυζαντίου, που ήταν ερείπια τώρα, που έλεγχε το πέρασμα προς τη Μαύρη θάλασσα, τα στενά δηλαδή του Βοσπόρου. Ο Παπαρηγόπουλος το είχε επιχειρήσει, ο Γίββων το είχε επιχειρήσει και πολλοί άλλοι ιστορικοί, μέτρησαν την απόσταση από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Θούλη της Ισλανδίας και από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Κίνα. Είναι περίπου τα ίδια χιλιόμετρα. Αντελήφθη ο Κωνσταντίνος ότι το κέντρο του κόσμου ήταν αυτή η νέα πόλη. Μάλιστα όταν εχάρασε την πόλη, τον ρωτούσαν οι αξιωματικοί: «που μας πας, πολύ μακριά χαράσσεις τα όρια της πόλης». Έχουμε δεύτερη χάραξη με τον Θεοδόσιο και τρίτη χάραξη με τον Ιουστινιανό και μετέπειτα. Ο Κωνσταντίνος είπε : «δεν μπορώ να σταματήσω γιατί με οδηγεί αυτός μπροστά». Δηλαδή επεκαλέσθει υπερφυσικές παρεμβάσεις, κάποιος άγγελος, που οδηγούσε τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αυτό ή είναι αλήθεια ή είναι ψέμα δεν είναι το πρόβλημά μας. Το πρόβλημα είναι η διορατικότητα και η οξυδέρκεια αυτού του πολιτικού να αναγνωρίσει τον ρόλο που επρόκειτο να παίξει η Κωνσταντινούπολη, η Νέα Ρώμη δηλαδή, στην περιοχή αυτή.

Έγινε ο αυτοκράτωρ ο οποίος δεν έχασε κανένα πόλεμο. Δε νικήθηκε ποτέ ούτε εσωτερικά, ούτε εξωτερικά. Κατήργησε το σώμα των πραιτοριανών, που είχαν φτάσει στο σημείο να θεωρούνται οι κύριοι των αυτοκρατόρων, κατήργησε την ποινή του σταυρικού θανάτου, ανανέωσε το οικογενειακό δίκαιο, κατεδίκασε τη μοιχεία όπως είδαμε, με νόμους ανύψωσε τη θέση της μητέρας, προστάτεψε την οικογένεια και τα παιδιά απ' την κατάχρηση της πατρικής εξουσίας και τα κορίτσια απ' την απαγωγή. Ρύθμισε τα ζητήματα διαζυγίου, κληρονομίας, προίκας, κοκ. Όλη η πολιτεία του δείχνει ότι ενεργούσε ως χριστιανός. Με νόμο τιμωρούσε εκείνους που προξενούσαν τον θάνατο των σκλάβων και περιόρισε τη βία και τη σωματική τιμωρία. Μάλιστα κάτι σημαντικότατο για τον 4ο αιώνα: απαγορεύει τον στιγματισμό στα πρόσωπα των σκλάβων. Είχαν τη συνήθεια δηλαδή να στιγματίζουν με σπαθί, καμένο σπαθί, τα πρόσωπα των σκλάβων. Και έλεγε ότι το πρόσωπο είναι εκείνο που μας φέρει εις τον Θεόν. Το κατ' εικόνα Θεού, αφού πλαστήκαμε έτσι. Πως είναι δυνατόν λοιπόν να αχρειώνεται η εικόνα του Θεού στους σκλάβους; Δεν ξέρω πόσοι χριστιανοί ενεργούν κατ' αυτόν τον τρόπο. Επέφερε την ειρήνευση και το τελευταίο ερώτημα:

 

Ποια η σχέση του με τον Χριστιανισμό

 

Ποια η σχέση του με τον Χριστιανισμό. Έχουν γραφεί πολλά. Εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες βιβλία και άρθρα. Μιλούν για σκοπιμότητα, και σας μίλησα ήδη για τον Χριστιανισμό ως μειοψηφία. Ο δάσκαλός μας, ο μακαρίτης Ανδρέας Φυτράκης, το 1945 κατέθεσε τη διδακτορική του διατριβή με τον τίτλο «Η πίστις του Μεγάλου Κωνσταντίνου κατά τα τελευταία έτη της ζωής του» Μελετώντας όλες τις αρχαίες και τις νεότερες πηγές, υπογραμμίζει την τιμή του Μεγάλου Κωνσταντίνου προς τους μάρτυρες. Απεδέχετο πληρέστατα την περί μαρτυρείν και μαρτύρων θεολογία της Εκκλησίας και του απλού λαού του Θεού. Μάλιστα γονυπετής προσήυχετο μπροστά στους μάρτυρες, κατεσκεύασε δε μαρτύριον, τόπον συναγωγής λειψάνων – ήθελε να συναγάγει, να συγκεντρώσει τα λείψανα των αποστόλων – σ' αυτό θα προχωρήσει ο Κωνστάντιος ο γιος του, δεν ετελεσφόρησε: έξι αποστόλων βρήκαν τα λείψανα – δεν είναι ανάγκη να σας απασχολήσω τώρα με αυτό, για να ταφεί μεταξύ των μαρτύρων. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι εξέφρασε την επιθυμία να βαπτισθεί στον Ιορδάνη διότι έμαθε ότι ο Ιορδάνης έχει αγιαστικά ύδατα λόγω της εκεί Βαπτίσεως του Ιησού Χριστού. Προσέξτε: κι αν βαπτίστηκε περί το τέλος της ζωής του, που δεν ήξερε ο Κωνσταντίνος πότε θα έρθει – όπως κανείς μας δεν ξέρει, εγώ δεν ξέρω αν θα βγω έξω από τη θύρα ζωντανός όρθιος και αν δεν πάω για να κηδευθώ στην Αθήνα. Κανείς δεν ξέρει την τελευταία στιγμή της ζωής του.

Ο Κωνσταντίνος εφήρμοζε την πρακτική των Χριστιανών της εποχής του. Είναι παιδί της εποχής του. Θέτω ερώτημα σεβαστοί πατέρες και θεολόγοι, θέτω ερώτημα πολλές φορές στη σχολή, χάριν λογοπαιγνίου, που κοινωνούσαν στην Αθήνα ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος; Πουθενά δεν κοινωνούσαν. Εκκλησιάζοντο εις τους αγίους Ισιδώρους που λέμε σήμερα, στο εκκλησάκι εκεί στο Λυκαβηττό, αλλά εβαπτίστηκαν γύρω στα τριανταδύο τους χρόνια. Εάν δεν γύριζαν από όλους τους πνευματικούς να αισθανθούν ότι προχωρούν στην κάθαρση της καρδιάς, δεν εβαπτίζοντο. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι ήταν κοινή συνήθεια. Ποιος ήταν ο πνευματικός του Κωνσταντίνου. Δεν ήταν ο Ευσέβιος Νικομηδείας. Ήσαν φίλοι, γνωρίζωντο από την ειδωλολατρική του περίοδο. Γι' αυτό το λόγο ζήτησε στις τελευταίες στιγμές από τον επίσκοπο Νικομηδείας –  που ήταν διάμεσος πρωτεύουσα μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης – να βαπτιστεί. Και λένε, μα πήρε βάπτισμα ειδωλολάτρη. Αφήστε τον Θεόν να κάνει αυτό που θέλει. Και θα σας πω γιατί ο Θεός κάνει αυτό που θέλει. Όταν ο ένας δεν έχει συνείδηση ότι ο άλλος είναι ειδωλολάτρης τότε κανείς λόγος δε μπορεί να γίνει γι' αυτό το θέμα. Απλούστατα, ο Μέγας Κωνσταντίνος πνευματικό σύμβουλο είχε μια μεγάλη ασκητική μορφή της εποχής, τον όσιο Κορδούη. Με αυτόν συνελέγετο, με έναν μεγάλο άγιο της Εκκλησίας, της Κόρδοβας της Ισπανίας, όσιος Κορδούης. Η Εκκλησία τον τιμά όχι γι' αυτά τα οποία λέγουν συνήθως, όχι γιατί προσέφερε ευεργεσίες και λοιπά.

Για να καταλάβετε γιατί τον τιμάμε ως ορθόδοξο, ανοίξτε το μηναίο της 21ης Μαΐου για να δείτε τις ακολουθίες, τα τροπάρια που αναφέρονται στον άγιο Κωνσταντίνο και στην αγία Ελένη. Πρώτος λόγος: «ως ο Παύλος ουρανόθεν την κλήσην εδέξατο.» Όταν ο απόστολος Πέτρος επήγενε εις τον Κορνήλιον, έλεγεν εις τον Χριστόν :«μα που να πάω;»  που του εμφανήσθη σε όραμα. Και του έλεγε « α ο Θεός εκαθάρισε, συ μη κοίνου » – μη μολύνεις τα πράγματα που ο Θεός εκαθάρισε. Και όταν πήγε στον Κορνήλιο τον εκατόνταρχο τον Ρωμαίο, τον βρήκε να έχει θεοπτικές εμπειρίες. Οπότε, τα είχε ετοιμάσει όλα ο ίδιος ο Θεός! Και τότε ο Πέτρος υποχώρησε και έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, να βαπτίσει τον Κορνήλιο, που είχε χρόνο μπροστά του ζωής για να βαπτιστεί. Επομένως, και στην περίπτωση αυτή, ο Μέγας Κωνσταντίνος, «ουρανόθεν την κλήσην εδέξατο», όπως ο απόστολος Παύλος. Αυτό είναι σημαντικότατο. Βέβαια, κάποιος μου έλεγε, μα είναι βέβαιο; Αφού φτάνει στα όρια του θρύλου, κι αυτό μολονότι έχουμε αρχαίες πηγές που μαρτυρούν το όραμα ή το θεοπτικό βίωμα που έζησε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Εμένα με ενδιαφέρουν, σεβαστοί πατέρες, τα αγιολογικά κριτήρια της Εκκλησίας. Που στηριζόμαστε. Όχι βοήθησε, έδωσε,  έχτισε καμπαναριά και ναούς και άλλα. Ξέρετε, η Ορθοδοξία σε αντίθεση με τον παπισμό, το λέγω γι' αυτούς που δεν το ξέρουν, δεν αγιοποιεί κανέναν. Αγιοποίηση, παρακαλώ να ξεχαστεί ο όρος. Είναι βλασφημία. Δεν υπάρχει αγιο-ποίηση στην Ορθόδοξη, στους αγίου Πατέρες. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία τι υπάρχει: αναγνώριση της αγιότητος. Ο Θεός με έκτατες επεμβάσεις, με λείψανα που ευωδιάζουν, που θαυματουργούν, με τα λείψανα και με τις θεοσημείες αυτές αποδεικνύει την επέμβασή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τότε τιμάμε τον υπό του Θεού διατηρηθέντα και αναγνωρισθέντα άγιο.

Το δεύτερο είναι, στην Κωνσταντινούπολη, οι ντόπιοι εκεί, έλεγαν και έψαλαν ότι η λάρνακά του Μεγάλου Κωνσταντίνου βρύει ιάματα. Εάν πάει κανείς στην Κέρκυρα, συγχωρήστε μου αυτή την αναφορά, και πει ότι η λάρναξ του Μεταλληνού βρύει ιάματα θα γελάσει ο κάθε ένας. Διότι όχι δεν πέθανα ακόμη αλλά διότι δεν είμαι άξιος να θεραπεύει το αγίασμα που βγαίνει από τον τάφο. Για να το λένε για τον Κωνσταντίνο δεν ξεγελιώνται οι ντόπιοι τουλάχιστον. Ο ιστορικός Σωζομενός λέγει πάλι για τον άγιο Σπυρίδωνα «τα δε θαυμάσια αυτού ίσασι… τα θαύματα του αγίου Σπυρίδωνα. Και το τρίτον είναι ότι ο Κωνσταντίνος «εκράτηνε την πίστην της Νικαίας» Με το να επιτρέψει να συγκληθεί η Σύνοδος και να αποφασίζει η Σύνοδος, με τη Χάρη του Θεού ανεδείχθη εκείνος ο οποίος εκράτηνε, ισχυροποίησε πραγματικά την πίστην των Ορθοδόξων Πατέρων της Εκκλησίας. Για τον άγιο Σπυρίδωνα ενθυμείσθε, λέγεται χαρακτηριστικά, και το σύμβολον επήρωσε. Ο άγιος Σπυρίδων επικυρώνει με το θαύμα της κεράμου το σύμβολο. Ο Κωνσταντίνος απλώς κρατύνει την ορθόδοξον πίστιν, επειδή είχε την έμπνευσιν να αυτοκαταργηθεί από κύριος του κόσμου και να δεχθεί τον Συνοδικόν θεσμόν. Μια τελική κρίση, δυο λόγια του Κωνσταντίνου Παπαρηγοπούλου. Έχω κάνει μια σχετική μελέτη στον Παπαρηγόπουλο και γι' αυτό το λόγο αναφέρομαι συχνά σ' αυτόν. Λέει ο Παπαρηγόπουλος: «και αν ακόμα διέπραξε και κάποια ανομήματα ο Κωνσταντίνος, αυτό δεν οφείλεται – απλουστεύω τη γλώσσα – σε αγριότητα της ψυχής, αλλά γιατί ο ίδιος γεννήθηκε και έζησε μέσα σε καθιερωμένες από αιώνες ολέθριες έξεις και παραδόσεις. Οι προκάτοχοι και οι συνάρχοντές του, κανένα δε σεβάσθησαν θείο ή ανθρώπινο νόμο. Είναι απορίας άξιο όμως και θαυμασμού, ότι κατανικώντας τόσο μεγάλους πειρασμούς, κατόρθωσε να κατανοήσει και να ομολογήσει τις αρχές του Ευαγγελίου.» Αυτά λέει ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος.

Ευχαριστώ.

 

* Ο π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός είναι τ. Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπ. Αθηνών.

 

Πηγή: Απομαγνητοφωνημένη ομιλία: Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια

 

ΠΗΓΗ: Δημιουργία αρχείου:27-2-2008. Τελευταία ενημέρωση: 30-7-2008. http://www.oodegr.com/neopaganismos/sykofanties/kwnst2.htm

Το «έκκλητον», οι Κανόνες και οι Νόμοι

Το «έκκλητον», οι Κανόνες και οι Νόμοι

 

του Χάρη Ανδρεόπουλου *

 

 

Στηριγμένη «εις την αρχαία συνήθειαν και την σχετικήν κανονικήν παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας» η θεσμοθέτησή του στο Καταστατικό Χάρτη, σύμφωνα και με τον πολιτειακό νομοθέτη – Πως εφαρμόσθηκε από την ελλαδική Εκκλησία τη τελευταία 50ετία.

Είναι δυνατόν άνθρωποι (λειτουργοί: επίσκοποι και πρεσβύτεροι) της καθ' ημάς Εκκλησίας προς επίρρωσιν των αρνητικών επιχειρημάτων τους για το «έκκλητο» (εξ αφορμής της υπόθεσης του πρώην μητροπολίτου Αττικής και νυν μοναχού Παντελεήμονος Μπεζενίτη) να επικαλούνται τους νόμους της πολιτείας, ενώ  ο ίδιος ο πολιτειακός νομοθέτης του «εκκλήτου» για να το θεσμοθετήσει επικαλέσθηκε τους κανόνες της Εκκλησίας;

Kι' όμως: ενώ τις τελευταίες ημέρες τινές (ελάχιστοι, αλλά θορυβούντες) επίσκοποι και λοιποί κληρικοί δεν προλαβαίνουν ν' αραδιάζουν νόμους και διατάξεις της πολιτειακής νομοθεσίας αποσκοπώντας να στερήσουν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το κανονικό δικαίωμά του να δέχεται «έκκλητες» προσφυγές καταδικασθέντων αρχιερέων, την ίδια ώρα, αν ρίξει κάποιος μια ματιά στην εισηγητική έκθεση για τον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977) και ιδίως εις την παράγραφο 5, αρθ. 11 αυτής, δεν θα νιώσει παρά θαυμασμό για τον σεβασμό που τρέφει προς τον εκκλησιαστικό θεσμό ο νομοθέτης καθιερώνοντας εν προκειμένω (στο αρθ. 44, παρ. 2 του Κ.Χ.) το έκκλητο, βασιζόμενος, όχι σε νόμους και διατάξεις του Καίσαρα, αλλά «εις την αρχαία συνήθειαν και την σχετικήν κανονικήν παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας» (1).

Είναι φανερό ότι οι αντιρρήσεις των ενισταμένων δεν αφορούν μόνο, ούτε περιορίζονται στο θέμα του «εκκλήτου», αλλά επεκτείνονται στο ευρύτερο πλαίσιο  των νομοκανονικών σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Θα πίστευε κανείς ότι το «τραύμα» της περιόδου 2000 – 2004 θεραπεύθηκε με την απόφαση της Ιεραρχίας τον Μάιο του 2004, όταν εν σώματι ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και οι ιεράρχες (μειοψηφίσαντος – επί 80 αρχιερέων – ενός και μόνου, του Καλαβρύτων κ. Αμβροσίου) υπερψήφισαν την θέση ότι η Εκκλησία της Ελλάδος «εν αγάπη Χριστού και σταθερώ πόθω ενότητος μετά της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας διακηρύσσει τον σεβασμόν και την τήρησιν του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και όλων των διατάξεων της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928».  Αμ δε…

Τι κι' αν ψήφισε τα παραπάνω η Εκκλησία της Ελλάδος με συντριπτική πλειονοψηφία των αρχιερέων – των 79 εκ των 80 – που απαρτίζουν την Ιεραρχία της; Έρχονται σήμερα τινές κληρικοί (ένιοι εξ αυτών φέροντες και τον επισκοπικό βαθμό) και λαϊκοί περί τα εκκλησιαστικά διατρίβοντες, σχολιαστές, κ.λ.π., για να ζητήσουν από τον Πατριάρχη «να μη επεμβαίνει στα εσωτερικά άλλης Εκκλησίας», «να μην επιχειρεί να επεκτείνει τα λεγόμενα κυριαρχικά του δικαιώματα εις βάρος της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος», «ν' αφήσει ήσυχη την αυτοδιοίκητη και αυτόνομη Εκκλησία της Ελλάδος» κ.ο.κ., αμφισβητώντας ευθέως τις δικαιοδοσίες και κανονικά δικαιώματα που προβλέπονται, βάσει του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και της Συνοδικής Πράξης του 1928, για το Πατριαρχείο, ως προς τη σχέση του με την Εκκλησία της Ελλάδος, μεταξύ των οποίων και το «έκκλητο».

Ας δούμε, λοιπόν, πως ταλαιπωρήθηκε τη τελευταία 50ετία στην ελλαδική Εκκλησία ο θεσμός του «εκκλήτου», αλλά και πως, όχι απλά επιβίωσε ο σημαντικός για τη ζωή της Εκκλησίας μας αυτός θεσμός, αλλά αναβαθμίσθηκε, λαμβάνοντας την πολιτειακή νομοθετική επικύρωση από την πρώτη μεταπολιτευτική (1974-77) κυβέρνηση του αειμνήστου Κωνσταντίνου Καραμανλή (2),  ψηφισθείσης στο νόμο περί Καταστατικού Χάρτου (ν. 590/1977) της διατάξεως (αρθ. 44, παρ. 2) βάσει της οποίας «Το δικαίωμα εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τελεσιδίκων αποφάσεων επιβαλλουσών ποινήν αργίας, εκπτώσεως από του θρόνου ή καθαιρέσεως, το οποίον παρέχεται δια του ΣΤ' όρου της από 4.9.1928 Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως εις τους Μητροπολίτας των Νέων Χωρών, έχουν και οι Μητροπολίται της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος».

 

ΑΠΟ ΤΟ '65  ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ…

 

Ας κάνουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή για την ταλαιπωρία που γνώρισε το «έκκλητο»:

 

1965: Ο Μητροπολίτης πρώην Δράμας Φίλιππος μετά από καταδίκη του σε έκπτωση από το θρόνο, επικαλούμενος τη σχετική διάταξη (ΣΤ' όρο) της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης του 1928 προσφεύγει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όμως, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος (με αρχιεπίσκοπο τον από Φιλίππων (Καβάλας), Χρυσόστομο Χατζησταύρου),  κατακρατά και δεν διαβιβάζει τη προσφυγή στο Φανάρι, για τον λόγο ότι δήθεν «έπαυσε να υφίσταται δια το Οικουμενικό Πατριαρχείον το προνόμιον του «εκκαλείν» της μνημονευομένης Πράξεως του 1928 μη ούσης κεκυρωμένης δια νόμου». Εν άλλοις λόγοις, «ναί, υπάρχει η Πατριαρχική Πράξη του' 28 που προβλέπει όντως το «έκκλητο», αλλά ο ν. 3615/1928 που την κυρώνει ουδέν διαλαμβάνει περί «εκκλήτου», άρα για μας «έκκλητο» δεν υφίσταται, άρα δεν δεχόμαστε ότι έχει δικαίωμα το Πατριαρχείο να επανακρίνει προσφυγή του Φιλίππου και κάθε ιεράρχη της Εκκλησίας της Ελλάδος…».

Αυτή ήταν, τότε, η (άκρως – και χωρίς κάν προσχήματα – πολιτειοκρατική) επίσημη θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος για το «έκκλητο», εκφρασθείσα μάλιστα και υπό συσταθείσης προς τούτο Συνοδικής Επιτροπής, υπό την προεδρία του τότε μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος (Παπαγεωργίου). Την ίδια και σκληρότερη θέση απέναντι όχι μόνο στο «έκκλητο», αλλά σ' όλα τα κανονικά δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου διετήρησε η Εκκλησία της Ελλάδος κατά τη επταετή περίοδο (1967 – 1973) της αρχιεπισκοπείας του μακαριστού Ιερωνύμου (Κοτσώνη). Ειδικά μάλιστα για το θέμα του «εκκλήτου» αυτό καταργήθηκε δια του αναγκαστικού νόμου 214/1967, του θεσμοθετήσαντος τα λεγόμενα «ιεροδικεία» και αφαιρέσαντος το δικαίωμα της εφέσεως («εκκλήτου») για όποιον καταδικαζόταν. Τελικώς, με  την ανάρρηση (1974) του Σεραφείμ (Τίκα) στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο φάκελλος με την έφεση που είχε ασκήσει ο πρώην Δράμας διεβιβάσθη αρμοδίως υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Πατριαρχείο, αναγνωριζομένου κατ' αυτόν τον τρόπο (βάσει της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 – ακόμη δεν είχε ψηφισθεί ο Καταστατικός Χάρτης (ν. 590/77) που προβλέπει σε άρθρο του το «έκκλητο») του δικαιώματος του Πατριαρχείου περί του «εκκαλείν» (3).     

 

1967: Η χρονιά της ανατροπής…. Ποιος καταθέτει προσφυγή στο Πατριαρχείο επικαλούμενος το «έκκλητο»; O Mητροπολίτης Θεσσαλονίκης επειδή τώρα γίνεται αυτός πρώην, δηλαδή κηρύσσεται υπό της «Αριστίνδην», προεδρευομένης υπό του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου (Κοτσώνη), Συνόδου έκπτωτος από το θρόνο του επειδή με βάση τον ν. 214/67 (με τον οποίο συστήθηκαν τα λεγόμενα «ιεροδικεία») κρίθηκε ότι «έχει απωλέσει την έξωθεν καλή μαρτυρία». Πρόκειται αναμφιβόλως για αντιφατική συμπεριφορά έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς:    

* Ο Παντελεήμων το 1965, υπό την ιδιότητα  του προέδρου ad hoc Επιτροπής για το έκκλητο στο Πατριαρχείο, εισηγήθηκε ότι αφ' ης στιγμής ουδεμία αναφορά περί εκκλήτου γίνεται στο ν. 3615/1928 δεν μπορεί να ισχύει η  σχετική διάταξη ΣΤ' της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης (ΠΣΠ) του 1928 περί της δυνατότητος προσφυγής ιεραρχών των Νέων Χωρών ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και έτσι εισηγήθηκε αρνητικά στη διαβίβαση προς το Φανάρι της προσφυγής που είχε καταθέσει ο καταδικασθείς σε έκπτωση Μητροπολίτης πρώην Δράμας Φίλιππος.

* Όταν, όμως, καταδικάσθηκε ο ίδιος σε έκπτωση υπό του συνοδικού δικαστηρίου («ιεροδικείου») της «αριστίνδην» Συνόδου στις 28 Φεβρουαρίου του 1968, σε λιγότερο από μια …εβδομάδα (4.3.1968) προσέφυγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ποιούμενος χρήση του υπό της ΠΣΠ του 1928 δικαιώματος, το οποίον προ διετίας είχε αρνηθεί στον πρώην Δράμας Φίλιππο (4). Το Πατριαρχείο ζήτησε αναψηλάφιση της δίκης από την Εκκλησία της Ελλάδος, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό το 1974 από τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, διενεργήθηκε αναψηλάφιση με την οποία αποκαταστάθηκε ηθικά ο Παντελεήμων, χωρίς, όμως να επανέλθει στη Μητρόπολη που κατείχε.  

         

1974: Προσέφυγαν στο Πατριαρχείο οι οκτώ εκ των δώδεκα «ιερωνυμικών» λεγομένων Μητροπολιτών, οι οποίοι είχαν κηρυχθεί έκπτωτοι, κατόπιν αποφάσεως της υπό τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ Ιεραρχίας, με την Συντακτική Πράξη 7/1974. Πρόκειται για τους τότε Μητροπολίτες, εκ μέν των Νέων Χωρών  Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος Κωνσταντίνου (Πούλου), Αλεξανδρουπόλεως Κωνσταντίου (Χρόνη), Θεσσαλονίκης Λεωνίδα (Παρασκευόπουλου) και Παραμυθίας Παύλου (Καρβέλη), εκ δε της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος τους Ζακύνθου Αποστόλου (Παπακωνσταντίνου), Δημητριάδος Ηλία (Τσακογιάννη), Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνου (Σακελλαρόπουλου) και Τρίκκης Σεραφείμ (Στεφάνου) (5). Οι εν λόγω, δια κοινής εκκλήτου αναφοράς τους, ζητούσαν «να τεθή φραγμός εις τα αντικανονικάς πράξεις και αποκατασταθή εν τη σπαρασσομένη Εκκλησία της Ελλάδος η ποθητή ειρήνη…», επιδιώκοντας την αποκατάστασή τους στους θρόνους από τους οποίους είχαν, εν τω μεταξύ, κηρυχθεί έκπτωτοι.  

Το Πατριαρχείο καίτοι παρατήρησε ότι «ούτοι εν καιρώ ήσαν πρωτεργάται και συντελεσταί διαγραφής του δικαιώματος της εκκλήτου του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκ του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», υπέδειξε στους προσφυγόντες να υποβάλλουν το αίτημά τους, «κατά την τάξιν» μέσω της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπερ και εγένετο. Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ «ομοφών αποφάσει» της περί αυτόν Δ.Ι.Σ. παρέπεμψε το θέμα «εις το αδιάβλητον κριτήριον του Οικουμενικού Πατριαρχείου», επκαλούμενος τους καθιερούντες το έκκλητον προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη ιερούς κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων γ' της Β', θ', ιζ' και κη' της Δ' και λστ'της Πενθέκτης, τις διατάξεις του Τόμου του 1850, «δια των οποίων προσδιορίζονται οι κανονικοί όροι ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου (της Εκκλησίας της Ελλάδος) και αι έναντι της Μητρός Εκκλησίας υποχρεώσεις αυτής», τον όρον Ζ' της Πράξεως του 1928 και το άρθρο 3, παρ. 1 του ισχύοντος τότε Συντάγματος, και τούτο έτσι,  ώστε η Εκκλησία της Ελλάδος να «τηρήση και επι του προκειμένου θέματος την υπό των ιερών κανόνων και των ιερών παραδόσεων επιβαλλομένην κανονικήν εκκλησιαστικήν διαδικασίαν» (6). Τοιουτοτρόπως η έκκλητος αναφορά έφθασε στον αποδέκτη της (Οικουμενικό Πατριαρχείο) ακολουθηθείσης της οδού της νομοκανονικής- εκκλησιαστικής διαδικασίας.

 

1980: Ο Μητροπολίτης Ιερισσού Παύλος (Σοφός) καταδικασθείς σε έκπτωση προσέφυγε εις την «έκκλητον ψήφον» του Οικουμενικού Πατριάρχου, ο δε Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ διεβίβασε τον όλο φάκελλο στο Φανάρι, του οποίου η Κανονική Επιτροπή εισηγήθηκε την επικύρωση της αποφάσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος για την έκπτωση του μητροπολίτου Ιερισσού, πράγμα που ενέκρινε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος και η περί αυτόν Ιερά Σύνοδος, κοινοποιώντας την απόφασή τους με επίσημο Πατριαρχικό Γράμμα στην Εκκλησία της Ελλάδος.

To «έκκλητο» – η δυνατότητα που παρέχεται στους ανά την οικουμένη Επισκόπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας να προσφεύγουν στον Οικουμενικό Πατριάρχη για να διεκδικήσουν επανάκριση τυχόν καταδικαστικής γι' αυτούς αποφάσεως της τοπικής Εκκλησία στην οποία ανήκουν –  αποτελεί ένα από τα κορυφαία αρχαία κανονικά δικαιώματα του Πατριαρχείου, στο οποίο θεμελιώνεται η οικουμενικότητά του και αλλοίμονον, όπως επισημαίνει ο πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Τσέτσης, αν αυτή την οικουμενικότητα του συντονιστικού κέντρου της Ορθοδοξίας  την υπονομεύουν εν έτει 2010 άνθρωποι από την όμαιμη και ομογενή Ελλάδα.

 

«ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΗΜΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»

 

Και όπως επισημαίνει ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου της Εκκλησίας της Κρήτης και καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Α.Π.Θ., σεβασμιώτατος κ. Ανδρέας Νανάκης «στον 21ο αιώνα της πολυπολιτισμικότητας και της μετανάστευσης των λαών η εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ελληνική επικράτεια και η επιτροπική παραχώρηση των «Νέων Χωρών» στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, προπάντων, όμως, το πολιτιστικά όμαιμον και ομόγλωττον της αυτοκέφαλης εθνικής Εκκλησίας της Ελλάδος μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θεσμού διεθνούς και διαχρονικού, συνιστούν το μεγάλο προνόμιο ημών των Ελλήνων. Στη κρίση των σχημάτων και των ιδεολογιών της μετανεωτερικής εποχής ή της δεύτερης νεωτερικότητας, ο υπερεθνικός διεθνής και διαχρονικός θεσμός του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σε συνάρτηση με την ελληνική πολιτιστική του παράδοση θα αποτελέσει και πάλι τη μήτρα που θα διαφυλάξει και θα διασώσει και πάλι την πνευματική μας παρακαταθήκη και την ιδιαιτερή μας παράδοση».

Αυτό το «προνόμιο ημών των Ελλήνων», είναι και η ευλογία που πρέπει να διαφυλάξουμε στη πνευματική μας σχέση με το Φανάρι. Μια σχέση αναφορικά με το «έκκλητο» η οποία και δικαστικά, θα λέγαμε, είναι κατοχυρωμένη, καθώς μπορεί να υπάρχουν επίσκοποι που το αμφισβητούν, αλλά υπάρχουν – δόξα τω Θεώ! – και δικαστές που, όχι μόνο το αναγνωρίζουν, αλλά το θεωρούν ως «ένα από τα μέσα με τα οποία εξασφαλίζεται και η συνταγματικά κατοχυρωμένη πνευματική ένωση της ελλαδικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο» (7).


Παραπομπές:


(1)  Κ ο ν ι δ ά ρ η, Ιωαν. «Θεμελιώδεις διατάξεις σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1999, σελ. 115


(2) Η Εκκλησία της Ελλάδος με την ψήφιση του Καταστατικού Χάρτη του 1977 – με πρωθυπουργό της χώρας τον Κων/νο Καραμανλή και Αρχιεπίσκοπο τον από Ιωαννίνων Σεραφείμ – και την κατάργηση, πλέον, του κυβερνητικού επιτρόπου κατέστη ελεύθερη με την Ιεραρχία της να δύναται πλέον αυτοβούλως να συνέρχεται, να αποφασίζει και να εκλέγει τους αρχιερείς της, παρατηρεί ο καθηγητής της Νεώτερης Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο ΑΠΘ, μητρ/της Αρκαλοχωρίου Κρήτης κ. Ανδρέας Νανάκης. Βλ. σχετ. Ν α ν ά κ η, Ανδρέα, Μητρ/του Αρκαλοχωρίου, «Εκκλησία εθναρχούσα και εθνική», εκδ. Βάνιας,Θεσ/νίκη, 2002, σελ. 214. Παρακολουθώντας κανείς την εκκλησιαστική πολιτική του Κων/νου Καραμανλή εκείνα τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια διακρίνει τη προσπάθειά του, για την αποκατάσταση τόσο της ενότητας στους κόλπους της ελλαδικής Εκκλησίας, όσο και της σχέσης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η οποία είχε σοβαρά διαταραχθεί κατά τη διάρκεια της αρχιεπισκοπείας του μακαριστού αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου (Κοτσώνη).

 

(3) Βλ. σχετικώς την λίαν ενδιαφέρουσα στορική μελέτη του αρχιμ. (νυν Μητροπολίτου Φιλαδελφείας) κ. Μελίτωνος Κ α ρ ρ ά «Η περί της διοικήσεως των εν ταις Νέαις Χώραις Επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις του 1928 και η εφαρμογή αυτής», εκδ. Ι. Μητροπόλις Ελβετίας / Ίδρυμα για την Χριστιανική Ενότητα ATEF DANIAL, Γενεύη, 1989.

 

(4) Βλ. «Κανονικήν εν Χριστώ έκκλησιν» Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος (Παπαγεωργίου) προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Αθηναγόρα, από 4.3.1968.

 

(5) Βλ. Εκκλητον 7σέλιδον αναφοράν αυτών από 23.7.1974. Σημειωτέον ότι δεν προσέφυγαν στο Πατριαρχείο οι Αττικής Νικόδημος (Γκατζηρούλης), Λαρίσης  Θεολόγος (Πασχαλίδης), Χαλκίδος Νικόλαος (Σελέντης) και Κιλκισίου Χαρίτων (Συμεωνίδης).

 

(6) Βλ. Γράμμα Αθηνών Σεραφείμ προς τον Οικουμενικό Πατριάρχην Δημήτριον, 1791/9.4.1976

 

(7) Βλ. την υπ' αριθ. 825/1988 ιστορική απόφαση της ολομελείας του ΣτΕ, με πρόεδρο τον Θ. Κουρουσόπουλο και εισηγητή τον Γ. Κουβελάκη, δημοσιευμένη στη σειρά «Δίκαιο κα Πολιτική», τ. 15 (με αφιέρωμα στις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας), εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/νίκη, 1988, σελ. 293 – 296. 


* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), συνεργάτης της εφημερίδας «Ελευθερία» της Λάρισας, της Πύλης Εκκλησιαστικών Ειδήσεων «amen.gr» και καθηγητής Β'/θμιας Εκπαίδευσης (Γυμνάσιο και Λύκειο Αρμενίου ν. Λάρισας).

Η εξατομίκευση του θανάτου και η ευθανασία

Η εξατομίκευση του θανάτου και η ευθανασία: Αναζητώντας το θεολογικό μίτο

 

π. Νικόλαου Λουδοβίκου*

 

 

 

Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί συνάδελφοι, Χριστός Ανέστη! Παρ' ότι είμαι τελευταίος στη μακρά ομήγυρη των εκλεκτών ομιλητών θα τολμήσω να μεταβάλω το πλαίσιο, λίγο, για να μπορέσουμε να προβληματιστούμε πάνω στο θέμα μας ακόμη καλύτερα.

Σκεφτόμουνα έντονα αυτές τις λίγες μέρες που μπόρεσα να ασχοληθώ με το ζήτημα, το γιατί να είναι τόσο δύσκολο να συνεννοηθούμε, εννοώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πάνω σε ένα θέμα το οποίο φαινομενικά φαίνεται πολύ εύκολο και αυτονόητο. Χριστιανοί είμαστε, στις καταβολές του πολιτισμού μας (όχι, για παράδειγμα, Γνωστικοί, οπότε η Δημιουργία θα ήταν κακή στη φύση της) η ανθρώπινη ζωή είναι έτσι δώρο Θεού, άρα δεν αφαιρείται ουδέποτε με κανένα πρόσχημα.

Γιατί το πρόβλημα αυτό είναι τόσο περίπλοκο; Και οι νομοθεσίες, όπως μαθαίνουμε, και θα γίνουν πιθανώς και άλλες και πιθανώς θα έρθουν και σε εμάς, δεν φαίνεται να αγνοούν πως αυτού του είδους τα διλήμματα προκαλούν συγκρούσεις. Όμως, γιατί άραγε να μην είναι πράγματι αυτονόητο αυτό το τόσο φαινομενικά αυτονόητο θέμα; Αυτό με απασχόλησε και ίσως σε αυτό μπορώ να καταθέσω μια συμβολή στο να δούμε δηλαδή γιατί δεν είναι τόσο αυτονόητο το ζήτημα της ευθανασίας. Αν μπορούσα, λοιπόν, να απαντήσω μονολεκτικά στο ερώτημα αυτό, θα απαντούσα ως εξής: Προέρχεται το γεγονός αυτής της αντίφασης από το ότι η σύγχρονη mentalité, η σύγχρονη νοοτροπία, έχει διαμορφωθεί από χριστιανικές αλήθειες, όπως έλεγε ο Chesterton, "που τρελάθηκαν". Και έτσι με τον τρόπο αυτό έχουμε αντικρουόμενες γνώμες μέσα σε μια και την αυτή χριστιανική μήτρα. Είναι παράξενο αυτό. Και αυτό είναι που κάνει τη συνεννόηση ακριβώς δύσκολη.

 Θα προσπαθήσω να το δείξω αυτό κατ' αρχήν σε ένα φιλοσοφικό και θεολογικό ταυτόχρονα πλαίσιο, μιλώντας για ένα θέμα το οποίο θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε, νομίζω, εξατομίκευση του θανάτου στη Δύση και στη σύγχρονη κοινωνία. Η εξατομίκευση του θανάτου είναι ένα φαινόμενο το οποίο στη χριστιανική Δύση αρχίζει νομίζω από την Αναγέννηση και μετά και μάλιστα από το 15ο-16ο αιώνα. Προηγουμένως υπάρχει ένας κοινοτικός θάνατος. Ο θάνατος συμβαίνει μέσα σε μια κοινωνική ομάδα, στην ενορία, κατ' αρχήν, στη γειτονιά και στην οικογένεια του νεκρού στη συνέχεια, εκτίθεται ο νεκρός, είναι δημόσιος ο θάνατος, δεν κρύβεται, το μυστήριο του θανάτου είναι αντικείμενο μυήσεως για τους νέους, για τα παιδιά, απ' τα παιδικά τους ακόμα χρόνια, δεν υπάρχει κανένα ταμπού δηλαδή για το θάνατο. Και διατηρεί ο θάνατος έτσι αυτά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά τα οποία είχε και στην πρώιμη θα λέγαμε Μεσαιωνική περίοδο.

Φυσικά, δεν ξέρω αν πρέπει να αναφέρω κάτι περισσότερο για το μακάριο θάνατο της Αρχαιότητας, όπως είναι γνωστός απ' την πλατωνική παράδοση. Αναφέρθηκε ήδη νομίζω αυτό. Είδαμε το Σωκράτη να πεθαίνει μακαρίως στο Φαίδωνα του Πλάτωνα, να ετοιμάζεται να προσφέρει μάλιστα και θυσία στον Ασκληπιό, γιατί ο θάνατος φαίνεται να πραγματώνει εδώ έργο της φιλοσοφίας. Επομένως, λέγει ο Σωκράτης, αγωνιζόμουν μια ζωή για να πεθάνω, έφτασε η ώρα να πεθάνω και πρέπει να χαίρομαι. Ήρθε η ώρα της φιλοσοφίας, η ώρα της εκπληρώσεως της φιλοσοφίας. Στο νεοπλατωνισμό θα ακολουθήσει αυτού του είδους η, θα το έλεγα, "θανατοφιλία". Όχι τόσο στον Πλωτίνο ίσως, γιατί ο Πλωτίνος δίνει μεγάλη σημασία και στη θέα του Ενός ήδη στη ζωή αυτή, αλλά στον Πορφύριο, το μαθητή του Πλωτίνου, ο οποίος μας έκανε να πιστεύουμε ότι όλος ο νεοπλατωνισμός είναι μια μακάρια "θανατοφιλία" σε μεγάλο βαθμό. Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στο Μεσαίωνα. Ο θάνατος είπαμε είναι δημόσιος, κοινός κ.λ.π. και φτάνει κάποια στιγμή ο 15ος-16ος αιώνας όπου έχουμε την πρώτη φάση της εξατομίκευσης του θανάτου. Είναι πέντε αυτές οι φάσεις, όπως τις έχω εγώ, τουλάχιστον κατατάξει.


Η πρώτη φάση λοιπόν είναι η φάση του ανθρωπισμού. Δέκατος πέμπτος, δέκατος έκτος αιώνας και βλέπουμε εκεί (θα έπρεπε να είχα λογοτεχνικά κείμενα να σας διαβάσω, τα οποία θα επιμήκυναν φοβερά, όμως, την εισήγηση αυτή) πως ο θάνατος είναι για πρώτη φορά όχι απλώς ένα φυσιολογικό γεγονός, πνευματικά φυσιολογικό, αλλά είναι και μια οδύνη πολύ προσωπική, η οδύνη της απόλυτης φθοράς. Χάνεται η απτή ομορφιά, χάνεται η μοναδικά πραγματική γήινη ύπαρξή μου. Το γεγονός αυτό προξενεί μια βαθύτατη λυρική ατομική οδύνη, μαζί με τα νεκρώσιμα, συλλογικά ξενυχτίσματα, τα οποία βεβαίως συνεχίζονται: Τα δείπνα, η μεταθανάτια συμφιλίωση, οι οικιακές νεκρώσιμες τελετές, όπως τις ονόμασαν οι κοινωνιολόγοι.


Η αποφασιστική τροπή που θα πάρει, ωστόσο, η εξατομίκευση του θανάτου, νομίζω είναι στο 18ο αιώνα με το Διαφωτισμό. Με το Διαφωτισμό έχουμε, νομίζω για πρώτη φορά, μια αντίθεση ριζική προς το θάνατο και προς την τρομοκρατία του (συνήθως εκκλησιαστικού) λόγου περί του θανάτου. Ας μην ξεχνούμε ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ασκεί ένα είδος τρομοκρατίας στο θέμα αυτό, τρομοκρατίας λόγω της θεολογίας της, μια θεολογία η οποία σε μεγάλο βαθμό είναι δικανική θεολογία. Είναι μια θεολογία ενοχική. Επομένως, ο θάνατος είναι και η παράσταση προ του Κριτού και μάλιστα με έναν τρόπο ο οποίος στο συλλογικό υποσυνείδητο δρα τρομοκρατικά. Έχουμε μια επίθεση ιατρική κατά του θανάτου για πρώτη φορά, με τα ασθενή μέσα της εποχής, στο δέκατο-έβδομο αιώνα με ιδεολογικό, επίσης, περιεχόμενο για πρώτη φορά. Ο θάνατος πλέον σοκάρει, είναι ανυπόφορος, πρέπει, αν θέλετε, να τον ορθολογικοποιήσουμε. Η ορθολογικοποίηση του θανάτου είναι ένα πνευματικό φαινόμενο τελικά που δρα αρνητικά κατά του μυστικισμού του θανάτου ο οποίος στο Μεσαίωνα δεν είναι πάντοτε υγιής αλλά είναι και πολύ άρρωστος πολλές φορές. Να θυμηθούμε τώρα τα περί μαγείας, τα περί ξωτικών, τα περί θρύλων; Όλοι οι θρύλοι και όλη αυτή η κουλτούρα η μυθική του θανάτου είναι κάτι που ο διαφωτιστής χρειάζεται να το απωθήσει, για να βρει τον ατομικό του θάνατο.

Την ίδια εποχή και λίγο νωρίτερα γεννιέται το λεγόμενο αποσυνδεδεμένο "εγώ" με τον Ντεκάρτ, τον Λοκ και τον Καντ. Πρόκειται για το αποσυνδεδεμένο υποκείμενο, detached self το ονόμασαν οι Άγγλοι ιστορικοί της φιλοσοφίας, το καθαρό πνευματικό, ψυχικό "εγώ" το οποίο εξαίρεται από παραδόσεις, από θρησκείες, από το ίδιο το σώμα και τα κρύβει όλα αυτά από την ομάδα, ζει υποκειμενικά ολόκληρο το "είναι". Όσοι έχουν διαβάσει Καρτέσιο ξέρουν τη νοοτροπία του. Η αλήθεια δεν είναι πλέον η μετοχή στην έξω μου αλήθεια του Θεού και του κόσμου, αλλά η αλήθεια είναι ό,τι σκέπτομαι εγώ ο ίδιος, η αλήθεια είναι δεδομένο του νου, δεν είναι κάτι στο οποίο μετέχω υπαρξιακά αλλά κάτι το οποίο παράγω νοητικά. Πολύ περισσότερο προχωρούμε με τον Τζον Λοκ ο οποίος μιλά για ένα υποκείμενο αποσυνδεδεμένο επίσης από την κοινότητα και τις παραδόσεις της, στο οποίο ανήκει η ιστορία. Μεγάλος ιστορικός δυναμισμός απελευθερώνεται έτσι και φυσικά προκαλείται τώρα και ένας νέος προσδιορισμός του θανάτου. Δεν είναι δυνατόν ένα τέτοιο υποκείμενο να πεθαίνει μέσα στην κοινότητα. Είναι ένα υποκείμενο που πεθαίνει όπως θέλει και κυρίως μόνο του. Ναι μεν στον Καντ, δεν υπάρχει πράγματι η λέξη ευθανασία, αλλά υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την ελεύθερη ηθική βούληση, η οποία δρα σαν να μην υπήρχε τίποτα πριν απ' αυτήν. Δηλαδή, σαν να μην υπάρχει η ομάδα, η κοινότητα, η οποία προσδιορίζει την απόφασή μου. Η απόφαση και η αλήθεια κρίνεται μόνο από το ότι εγώ ο ίδιος τη βρίσκω αληθινή και σωστή, την ηθική μου δηλαδή αυτόνομη στάση. Θα ξαναγυρίσω σ' αυτό. Πρόκειται πάντως για τη γέννηση του υποκειμένου στην νεώτερη περίοδο, κατεξοχήν στο 18ο αιώνα ή και λίγο πριν.

Στη συνέχεια έχουμε το Ρομαντικό θάνατο, την τρίτη φάση της εξατομίκευσης του θανάτου. Ας θυμηθούμε τον Σατοβριάνδο, τον Μπαϊρον, τον Γκαίτε, τον Χεντερλίν. Τραγικός και σαγηνευτικός μαζί, ο μυθικός αυτός θάνατος για όσους έχουν διαβάσει τη λογοτεχνία, και την ελληνική ακόμα (θυμάστε κάτι Κλέωνες Παράσχους, οι οποίοι ηδονίζονταν να σκέφτονται νεκρή την αγαπημένη τους, γιατί τότε ήταν η μεγάλη της ομορφιά, τότε που ήταν απολύτως ανυπεράσπιστη και παραδομένη στο πεπρωμένο της μ'έναν τρόπο). Πρόκειται για τη ρομαντική φάση εξατομίκευσης του θανάτου.

Υπάρχει, επίσης, μια τέταρτη φάση εξατομίκευσης του θανάτου, είναι πιο κοντινή μας πια, θα έλεγα είμαστε στον 20ο αιώνα πλέον και είναι η υπαρξικοποίηση του θανάτου. Εδώ μπαίνει στη μέση όλη η μεγάλη φιλοσοφία του υπαρξισμού η οποία όπως και όλα όσα είπαμε προηγουμένως έχει ένα χαρακτηριστικό πολύ σημαντικό στο οποίο θέλω να επιστήσω την προσοχή σας: Είναι ένα χριστιανικό ανάβλυσμα. Εμείς οι θεολόγοι πάρα πολύ εύκολα σήμερα μιλούμε για το άτομο ή το πρόσωπο, διακρίνοντάς τα και καταδικάζοντας το πρώτο για χάρη του δεύτερου. Είναι κάτι που ξεκίνησε κάποια στιγμή και εγκαθιδρύθηκε έκτοτε σχεδόν σαν αυτονόητο. Μα το άτομο είναι κατεξοχήν θα έλεγα χριστιανικό γεγονός. Η εξατομίκευση για την οποία μιλάμε και για την οποία έχουμε σήμερα εύκολες κατάρες είναι κατεξοχήν χριστιανική. Η εξατομίκευση για την οποία σας μιλώ τώρα δεν είναι ένα γεγονός το οποίο παρήχθη απ' την αρχαία φιλοσοφία, ούτε ένα γεγονός το οποίο προήλθε από την ασιατική Ανατολή. Δεν θα βρείτε πουθενά, παρ' ότι θα βρείτε ίχνη εδώ κι εκεί, αυτό το "εγώ" ει μη μόνο στη χριστιανική παράδοση. Τόσο τη δυτική, ξέρετε όλοι για τον Αυγουστίνο, όπου κατεξοχήν, παρέλειψα να το πω, διότι θα μας πήγαινε και θα μας πάει μακριά, γεννιέται το πνευματικό αυτό "εγώ", το άτομο, το πλάσμα αυτό που κοιτάει μέσα του, ενδοσκοπείται, αυτογνωρίζεται, αυτοδιατίθεται όπως θέλει, έχει ένα ασυνείδητο, όπως θα μάθουμε αρκετά αργότερα, έχει μια ενδοχώρα, έχει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα του ιδεών και πραγμάτων, είναι αυτόνομο και είναι και "πνευματικό" επιπλέον, δηλαδή, δεν ταυτίζεται με το σώμα του απλώς είναι μια αυτοσυνείδηση, είναι δηλαδή, ένας ολόκληρος ελεύθερος κόσμος. Χριστιανικό το άτομο λοιπόν. Και στην Ανατολή θα δούμε τα σπέρματα της έννοιας του εαυτού, ήδη στους απολογητές πατέρες, της ψυχοσωματικής υπάρξεως, δηλαδή, στην πληρότητά της. Το "εγώ ειμί" έχει βιβλικές τελικά ρίζες. "Εγώ ειμί" λέει ο Θεός, "εγώ ειμί" απαντά ο άνθρωπος. Λοιπόν, η εξατομίκευση, λοιπόν, αυτή έχει χριστιανικές ρίζες. Ας το κρατήσουμε αυτό, γιατί είναι πολύ σημαντικό.

Φτάνουμε λοιπόν στην υπαρξικοποίηση του θανάτου. Είμαστε τώρα στην τέταρτη φάση. Θα ανέφερα πρώτα τον Μαξ Σέλερ, τον πολύ σημαντικό αυτό φιλόσοφο, ο οποίος μιλάει για μια ενορατική σύλληψη του θανάτου. Δεν είναι ο θάνατος, λέει, ένα γεγονός το οποίο το πληροφορούμαι αλλά υπάρχει μέσα μου κυρίως ενορατικά. Ακόμα και σε ένα νησί να βρεθώ, μόνος κι έρημος, θα διαπιστώσω μετά από λίγο ότι ο θάνατος με αφορά προσωπικά. Έχει προηγηθεί βεβαίως ο Κίρκεγκωρ. Υποφέροντας για τον τελειωμό της η ανθρώπινη ύπαρξη βεβαιώνεται για τον εαυτό της. Πεθαίνω άρα υπάρχω. Είναι ο προσωπικός μου θάνατος ο οποίος μου ανήκει και μου προσφέρεται ως δώρο εξατομικεύσεως. Επειδή πεθαίνω μόνος, εξατομικεύομαι ως ύπαρξη. Είναι αυτή η υπαρξικοποίηση του θανάτου ακριβώς. Ο Χάιντεγκερ, θα έλεγα εγώ, είναι η κορυφή αυτής της προοπτικής. Ο άνθρωπος είναι ένα "είναι προς θάνατον", πρόκειται να πεθάνει και είναι μια αυθεντική ύπαρξη μόνον όταν σκέφτεται ότι θα πεθάνει. Όλα τα πράγματα αυτά λοιπόν, σας είπα, έχουν θεολογικές ρίζες και είναι αυτό που θέλω γενικά να δείξω, τις θεολογικές ρίζες αυτών των πραγμάτων.

Να μην ξεχάσω να αναφέρω τον Σαρτρ, επειδή ήδη αναφέρθηκε προηγουμένως και ο οποίος επέκρινε τον Χάιντεγκερ στο σημείο αυτό για μια ιδεαλιστικοποίηση του θανάτου. Δηλαδή, λέγει ο Χάιντεγκερ πως με έναν αυθεντικό θάνατο είμαι κι εγώ αυθεντικός. Κάθε αφορμή αυθεντικού θανάτου με τον τρόπο αυτό καθαγιάζεται, αντιλέγει ο Σαρτρ, επειδή προμηθεύει ευκαιρίες δήθεν να γίνω εγώ αυθεντικός ως ύπαρξη. Με τον τρόπο αυτό, όμως, δεν καθαγιάζεται όλη η βία και όλη η κουλτούρα του θανάτου στην Ευρώπη; Ο θάνατος, λέει ο Σαρτρ, ο "άθεος" Σαρτρ, είναι ελεεινός, πρόστυχος και απαράδεκτος: Πρόκειται για μια χριστιανικής προέλευσης θέση, από έναν άθεο. Δεν ξέρω, αν σας δίνω να καταλάβετε ακριβώς αυτό το οποίο θέλω να σας δείξω. Άθεος είναι υποτίθεται ο Σαρτρ, εκφράζει, όμως, μια χριστιανική εκδοχή του θανάτου επίσης. Όπως, επίσης, ο Χάιντεγκερ, ο οποίος είναι και δεν είναι άθεος, αλλά ταυτόχρονα εκφράζει μια "χριστιανική" επίσης άποψη την οποία ακούσαμε από εκλεκτούς ομιλητές προηγουμένως, ότι ο θάνατος δηλαδή είναι μέρος της ζωής. Ότι ο άνθρωπος είναι επίσης αυθεντικός μέσω του θανάτου. Ακριβώς η αντίθετη δηλαδή άποψη παρά το ότι είναι και οι δύο χριστιανικές στην προέλευσή τους. Για τον Σέλερ ο οποίος είναι χριστιανός στην αρχή και στα τέλη της ζωής του άθεος, ο θάνατος είναι περιεχόμενο της συνείδησης. Όπως είδαμε υπάρχει μια, θα λέγαμε, "κατάσταση θανάτου" η οποία είναι δεδομένη ασχέτως του βιολογικού θανάτου. Καθαρά βιβλικό κι αυτό. Βλέπουμε λοιπόν αντικρουόμενες απόψεις με βιβλική όμως προέλευση.

Και περνάμε, βέβαια, στην πέμπτη φάση (την οποία εγώ θα την ονόμαζα ουσιαστικά τέλος αλλά και κορύφωση της εξατομίκευσης του θανάτου) που είναι η άρνηση του θανάτου. Ο θάνατος γίνεται ταμπού. Είναι η πλήρης εκκοσμίκευση του θανάτου. Ο θάνατος είναι, θα λέγαμε, απλώς και μόνο κάτι το οποίο επιδιώκω να αποφύγω, μη μιλώντας ίσως καν γι' αυτόν. Όλοι αυτοί οι τρόποι του θανάτου που περιγράψαμε σε πέντε φάσεις ενεργούνται βαθμιαίως μέσα σε μια κοινωνία την οποία ένας μεγάλος κοινωνιολόγος, ο Νόρμπερτ Ελάιας, ονομάζει κοινότητα των "χωρίς εμείς εγώ". Είναι ένας τρόπος θανάτου μέσα σε μια κοινότητα η οποία έχει μεν θεσμούς χάνει όμως σιγά-σιγά την υπαρξιακή κοινωνικότητα. (Μακροπρόθεσμα άλλωστε θα λέγαμε ότι αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο πρόβλημα της Δύσης στο κοινωνικό επίπεδο. Το ότι δηλαδή οι κοινότητες ενώ είναι και οφείλουν να είναι και υπάρχει ειδική μέριμνα να είναι θεσμικά κατοχυρωμένες, υπαρξιακά μένουν μετέωρες). Έτσι, πώς τα εξατομικευμένα "εγώ" ενώνονται μεταξύ τους; Με το κοινωνικό συμβόλαιο γίνεται η σύνδεση αυτή και λειτουργεί η κοινότητα έτσι σε ένα θεσμικό κυρίως επίπεδο αλλά υπαρξιακά επικρατεί χάος. Σε αντίθεση με τη βυζαντινή κοινωνία, για παράδειγμα, η οποία παρά το ότι έχει θεσμικά προβλήματα δημιουργεί τρόπους ανορθολογικούς, (εξαιτίας ίσως των οποίων και κατέρρευσε) υπαρξιακών σχέσεων των υποκειμένων και όχι θεσμικών. Αυτού του είδους η προτίμηση απ' τη μια πλευρά, στη Δύση, της θεσμικής μορφής της κοινωνικότητας, ενώ απ' την άλλη στην Ανατολή της, θα έλεγα, υπαρξιακής μορφής, κατά τη γνώμη μου μπορεί να είναι αποφασιστική, στηρίζεται δε στον τρόπο με τον οποίο κατενόησαν στη Δύση και την Ανατολή την Τριαδολογία.

Ειδικά στον Αυγουστίνο μάλιστα, ο τρόπος με τον οποίο κατανοείται η ενότητα του Θεού διαφέρει από τον τρόπο με τον οποίο κατανοείται η ενότητα του Θεού στους Καππαδόκες και στην ανατολική παράδοση. Περιληπτικά θα πω ότι στον Αυγουστίνο βλέπουμε να επιχειρείται μια ταύτιση ουσίας και βουλήσεως του Θεού, οπότε η ενότητα είναι κάτι στο οποίο ο Θεός τείνει με έναν τρόπο. Αυτό δίνει ένα σκοπό στη Θεία ύπαρξη, το να είναι ενωμένος ο Θεός. Στους Καππαδόκες, το ομοούσιο είναι διακοινωνία ή περιχώρηση ελευθερίας. Δεν υπάρχει κάτι το οποίο να μεσολαβεί μεταξύ του σκοπού και της πραγματώσεως της κοινωνίας. Δεν θέλω να επιμείνω σε αυτό. Στη μια περίπτωση μετά από πολλήν εξέλιξη, σε κοινωνικό επίπεδο, παράγεται θεσμική κοινωνικότητα αλλά έλλειμμα υπαρξιακής, ενώ στην άλλη έχουμε υπαρξιακή κοινωνικότητα αλλά έλλειμμα θεσμικότητας. Λοιπόν, εκείνο που θέλω απλά να πω είναι ότι η υπαρξικοποίηση του θανάτου είναι θάνατος απομονωμένων "εγώ" και είναι ένας μη διαλογικός θάνατος, να το πω έτσι. Ένας θάνατος ο οποίος δεν διαλέγεται πλέον. Ο άνθρωπος δε διαλέγεται μόνο με τη ζωή του αλλά και με το θάνατό του, ως γεγονός της ζωής. Ένας λοιπόν μη διαλογικός θάνατος.

Στην τελευταία φάση αυτής της εξατομικεύσεως του θανάτου, την άρνηση του θανάτου, απομένει μόνο μια πλέον χριστιανική ιδέα. Ποια είναι η ιδέα αυτή; Η ιδέα της τυφλής παράτασης της ζωής. Μάθαμε δηλαδή από τη βιβλική παράδοση ότι συναντούμε το Θεό όχι μόνο διανοητικά αλλά στην κυριολεξία ψυχοσωματικά. Αυτό το γεγονός δίνει μια αξία για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης στην ψυχοβιολογική ζωή καθαυτή. Διότι λόγω της ενσάρκωσης, βαφτίζομαι ψυχοσωματικά, χρίομαι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Πνεύματος με αγιασμένο έλαιο και κοινωνώ τί; Σώματος και αίματος Χριστού, όχι ιδεών του Χριστού. Δεν κοινωνώ εξωτερικά της βουλήσεως του Χριστού, δεν κοινωνώ των συναισθημάτων του Χριστού, δεν κοινωνώ των προτροπών και των εντολών του Χριστού αλλά κοινωνώ καταρχήν σώματος και αίματος του Χριστού. Κοινωνώ μετά του Χριστού συνεπώς ψυχοσωματικά. Σε χριστιανικό, επομένως, καθαρά πλαίσιο έχει σημασία μεγάλη το γεγονός ότι ζω ψυχοσωματικά την πληρότητα του "είναι" μου, μπορώ δηλαδή να τη ζήσω ψυχοσωματικά. Δεν χρειάζεται να δραπετεύσω όπως ο Πλωτίνος από το σώμα μου και να φτάσω στην έκσταση, στην έξοδο από τα συναισθήματα και από το σώμα για να βρω την αλήθεια. Τη ζω ψυχοσωματικά. Βαφτίζομαι στο νερό, κοινωνώ του Θεού ψυχοσωματικά. Τώρα, ας επιστρέψουμε στην προοπτική που συζητούμε της εξατομικεύσεως του θανάτου. Τί συμβαίνει; Θα λέγαμε πως, ως συνέπεια των παραπάνω θέσεων, ακόμα και μετά την εκκοσμίκευσή τους, θεωρείται αυτονότητο, ακόμη και χωρίς πλέον αναφορά στο Θεό, να έχει αξία η ψυχοσωματική ζωή καθαυτή. Δεν ήταν καθόλου αυτονόητο πριν από 2.000 χρόνια ότι η ανθρώπινη ζωή, η ψυχοβιολογική ζωή καθαυτή, έχει σημασία να παρατείνεται. Έχουμε, όμως στα νεότερα χρόνια μια, ανεξαρτήτως ενεργού σχέσεως με την Εκκλησία, χριστιανικής προέλευσης εκκοσμικευμένη πίστη στην παράταση της ανθρώπινης ζωής ψυχοβιολογικά, η οποία γίνεται αυτονόητος αυτοσκοπός και σας είπα ότι είναι κι αυτό μια χριστιανική αλήθεια που τρελλάθηκε όπως και η εξατομίκευση, είναι μια χριστιανική αλήθεια που διαστρεβλώθηκε.


Τί είναι λοιπόν η ευθανασία; Με τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε η ευθανασία είναι η φοβερή υποψία, χριστιανικής, επίσης, και αυτή καταγωγής, ότι αυτή η ψυχοσωματική επιβίωση, αν είναι χωρίς νόημα, ακριβώς επειδή δεν είναι ψυχοσωματικά πλήρης και ακέραιη, μπορεί και να τελειώσει. Δεν έχει νόημα να συνεχίζεται επ' άπειρον. Καταλάβατε τί λέω; Είναι χριστιανική η ευθανασία και είναι χριστιανικό και το αντίθετό της. Και γι' αυτό ακριβώς δυσκολευόμαστε να επικοινωνήσουμε οι Ευρωπαίοι μεταξύ μας, σε επίπεδο νομοθεσίας κυρίως αλλά και σε υπαρξιακό επίπεδο. Η ευθανασία προέρχεται από μια εκκοσμικευμένη χριστιανική υποψία πως μια λειψή ζωή χωρίς νόημα, μια ανάπηρη επιβίωση που είναι αυτοσκοπός μπορεί και να διακοπεί, μπορεί και να τελειώσει. Και είπα υποψία, γιατί είναι πολύ σημαντικό αυτό να το τονίσουμε. Δηλαδή, θέλω να πω ότι μπορεί μεν να υπάρξει μια καθαρά άθεη, δηλαδή εκκοσμικευμένα χριστιανική, υποστήριξη της ευθανασίας, μπορεί, όμως, εδώ είναι το σημαντικό, χωρίς να αντιστρέψουμε τίποτα ουσιαστικά, να έχουμε και μιαν άθεη, δηλαδή εκκοσμικευμένα χριστιανική, υποστήριξη της μη ευθανασίας. Και οι δυο δηλαδή αντιπαρατιθέμενοι προς την ευθανασία μπορούν να είναι άθεοι. Απλώς ο ένας ζη την εκκοσμικευμένη του εξατομίκευση του θανάτου, με τη χριστιανικής προέλευσης πίστη στη δυνατότητα αέναης παράτασης της ψυχοσωματικής ζωής καθαυτής, ενώ ο άλλος ζη την ίδια εξατομίκευση, με τη χριστιανικής επίσης προέλευσης πίστη πως μια ψυχοσωματική επιβίωση που δεν δύναται να εξασφαλίσει την πληρότητα της ανθρώπινης φύσεως μπορεί, για λόγους που αφορούν στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια (ακόμη μια χριστιανική ιδέα αυτή!) να διακόπτεται. Κι έτσι μπορεί η υποστήριξη της ευθανασίας να είναι η αποθέωση της εξατομίκευσης αλλά και η υποστήριξη της μη ευθανασίας να είναι πάλι η αποθέωση αυτού του εξατομικευμένου θανάτου που είναι κλεισμένος στον εαυτό του, που δεν επικοινωνεί με την κοινότητα, που δεν επικοινωνεί με τον άλλο άνθρωπο και που δεν επικοινωνεί με το Θεό.

Ας έρθουμε, τώρα, λίγο στην πατερική έννοια του θανάτου. Ποια είναι η χριστιανική έννοια του θανάτου, η πατερική έννοια του θανάτου; Νομίζω ότι στην πατερική έννοια του θανάτου, ο θάνατος είναι ένα πνευματικό γεγονός κατ' αρχήν και στη συνέχεια ψυχοβιολογικό. Είναι ένα πνευματικό μόρφωμα. Εγώ το λέω "θανατικότητα" αυτό το πράγμα. Είναι δηλαδή μια κατάσταση πνευματικής αυτονόμησης σε μεγάλο βαθμό, η οποία έχει μέσα της τα σπέρματα ακριβώς της οντολογικής καταστροφής και εκδηλώνεται και ψυχοβιολογικά. Αντίθετα, αίρεται πάλι πνευματικά. Όσες φορές στοχαζόμαστε το γεγονός του θανάτου και της Αναστάσεως του Χριστού δεν πρέπει να το σκεφτόμαστε αυτονόητα ως ένα γεγονός μιας μαγικής εγέρσεως, η οποία γίνεται, μόνο και μόνο γιατί ο τεθνηκώς έτυχε να είναι ο Υιός του Θεού. Όχι, δεν γίνεται έτσι η έγερση του Χριστού. Η έγερση του Χριστού γίνεται με πνευματικό πρώτα τρόπο. Ο Χριστός μας διδάσκει έναν τρόπο ζωής ο οποίος καταλύει τη θανατικότητα και στη συνέχεια ανίσταται δικαίως, διότι βαδίζει και ως άνθρωπος πλέον, όπως και ως Θεός, στο δρόμο της άρσης της θανατικότητας, δηλαδή το δρόμο της συν-χωρήσεως, το δρόμο της περιχωρήσεως, στο δρόμο του Ομοουσίου. Περιχωρεί δηλαδή όλα τα όντα μέσα του και, με τον τρόπο αυτό, αρνούμενος να βγάλει οποιονδήποτε έξω του μέχρι την ώρα του θανάτου, γίνεται ο Θεός και σαν άνθρωπος πλέον, πως να το πω, τόπος όλης της κτίσεως και διδάσκει έναν αναστάσιμο τρόπο ζωής, ο οποίος βέβαια στη συνέχεια, δικαιούται να αναστηθεί και δικαίως ανίσταται. Έτσι, με τον τρόπο αυτό μας γλιτώνει, θα έλεγα, ο Χριστός μια για πάντα από την μεταφυσικοποίηση του θανάτου. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί συνδέεται μια ολόκληρη έννοια της ψυχής με το θέμα αυτό, δεν θα μπούμε όμως στο ζήτημα. Μας γλιτώνει από το να είναι ο θάνατος για μας ένα απόλυτο γεγονός, ένα εντελώς απόλυτο γεγονός, ένας γεγονός το οποίο είναι ο Καιάδας των προσώπων. Ο θάνατος για μας είναι ένα μόνον ψυχοβιολογικό τώρα πλέον γεγονός. Είναι κοίμηση. Δεν είναι ο θάνατος το τέλος, είναι κοίμηση. Είναι κοίμηση, ακριβώς διότι μπορεί πνευματικά να υπερβούμε το θάνατο. Αυτό το πράγμα έχει μεταξύ άλλων δύο σημαντικές συνέπειες και πλησιάζουμε ήδη έτσι στο τέλος της εισήγησης αυτής.

Το πρώτο είναι, όπως είπαμε, ότι η ψυχοβιολογική, η ψυχοσωματική ζωή έχει αξία και αξίζει να παρατείνεται, μόνον όμως διότι αποτελεί τρόπο κοινωνίας ψυχοσωματικής τώρα πια μετά του Θεού. Το δεύτερο είναι ότι ο ψυχοβιολογικός θάνατος δεν είναι απόλυτο γεγονός, οντολογικά και μεταφυσικά απόλυτο, αλλά παρόλον ότι συνιστά πρόσκαιρη καταστροφή του ανθρώπινου υποκειμένου "ουδείς δύναται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Χριστού" και αποτελεί έτσι ο θάνατος απλώς ένα επεισόδιο βαθύτερης κοινωνίας μετά του Θεού εν Πνεύματι. Αυτό ακριβώς βέβαια υπηρετεί και η χριστιανική κατανόηση της έννοιας της ψυχής. Δεν είναι μια μεταφυσική ψυχή ως η ουσία του ανθρώπου, αλλά είναι ένα ίχνος του ανθρώπου, το οποίο προσφέρεται για την επανασύνδεση του με το σώμα, ως σταθερό εκμαγείο του, στη Βασιλεία, στα έσχατα.

Τί θα λέγαμε για να φτάσουμε σε μια πρόχειρη συμπερασματική κατάληξη, για να μην προχωρήσω περισσότερο στην κατάχρηση του χρόνου; Θα έλεγα το εξής: Ότι το ίδιο το πρόβλημα της ευθανασίας είναι ένα χριστιανικό πρόβλημα, είναι το πρόβλημα της οντολογικής αξίας της ψυχοσωματικής αυτής ζωής, αλλά και της πληρότητας και του νοήματός της. Είναι ταυτόχρονα η εκδίκηση της εκκοσμικεύσεως την οποία εμείς οι ίδιοι, ο δυτικός κόσμος, έχουμε προχωρήσει σε ένα πολύ σημαντικό σημείο. Στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το πρόβλημα της ευθανασίας, είναι πάρα πολύ δύσκολο συλλογικά να υπάρξει κάποια συναίνεση. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι θα βρίσκουν ανόητη τη συνέχιση της ζωής, αξιώνοντας έναν "αξιοπρεπή θάνατο", όταν η χριστιανική και εκκοσμικευμένα καταφασκόμενη ψυχοσωματική ζωή τους χάσει την πληρότητα και το "νόημά" της. Ιδεολογικά είναι αδύνατον να τους πείσουμε για το αντίθετο. Μόνον, θα έλεγα, μια αυθεντική επαναβίωση της αποκαλύψεως θα μπορούσε να προσφέρει νέους ορίζοντες, αλλά αυτοί οι νέοι ορίζοντες δεν νομίζω ότι είναι τόσο πολύ προβλέψιμοι όσο νομίζουμε. Δεν είναι πάρα πολύ προβλέψιμοι, γιατί; Γιατί ακριβώς η πτώση μας επιβάλλει, σας είπα, λύσεις τέτοιες οι οποίες είναι προφανώς λογικές εδώ κι εκεί, αλλά πνευματικά δεν είναι πάντα οι καλύτερες. Είχα στενή σχέση με τον πατέρα Παΐσιο και έζησα το θάνατό του. Συγνώμη που το λέω αυτό, αλλά το λέω για την ωφέλειά μου.

Ο πατήρ Παΐσιος, λοιπόν, όταν έφτασε στο τέλος της ζωής του και ζούσε στο μοναστήρι της Σουρωτής, κάποια στιγμή εδέχθη την επίσκεψη ενός άλλου μεγάλου αγιορείτου γέροντος ο οποίος ζει ακόμα, δεν θα το πω το όνομά του και ο οποίος τον ρώτησε "γέροντα πώς είσαι;". "Είμαι καλά πολύ καλά". "Γέροντα πεθαίνεις. Πώς το βλέπεις αυτό;" "Μου έρχεται", απαντά εκείνος, "να σηκωθώ και να χορέψω ένα τσάμικο". Για το ότι πεθαίνει. Φυσικά, αυτό το πράγμα που λέω δεν αποτελεί δικαιολόγηση της ευθανασίας, δεν χρειάζεται καν να το πω. Σκεφτείτε όμως λίγο και θα δείτε ότι ανάμεσα στις αλήθειες τις χριστιανικές οι οποίες αντιπαλεύουν μέσα στα προβλήματα αυτά και δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε οι Ευρωπαίοι μεταξύ μας, θα μας περιμένουν πιθανώς και θέσεις οι οποίες ήδη υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη νομίζω, όπως λόγου χάρη είναι η μη ορθολογική αυτή δήλωση του Παύλου πως, "ήθελον αναλύσαι και συν Χριστώ είναι", οι οποίες θα διαταράξουν πιθανώς την απόλυτη ισορροπία μεταξύ καλού και κακού, όπως τα έχουμε σχηματικά αρκετά μέσα μας. Θέλω να πω πως ο χριστιανός θεολόγος που υπερασπίζεται αυτονόητα τη ζωή, πρέπει να προσέξει να μην καταλήξει να την υπερασπίζεται εντελώς νατουραλιστικά. Η ζωή είναι σταθερή αναφορικότητα στο Θεό, ο οποίος είναι, Αυτός μόνον, η Αυτοζωή. Ζωή είναι λοιπόν η μετοχή σ' Αυτόν και όχι η στανική και ανάπηρη επιβίωση. Αυτό δεν είναι το θεολογικό νόημα της περιεχόμενης στο Μέγα Ευχολόγιο "ευχής εις ψυχορραγούντα;"

Μπορούμε να είμαστε λοιπόν γενικώς ενάντια στην ευθανασία, είναι καλό όμως να έχουμε κατά νου όλη αυτήν την προβληματική η οποία νομίζω ότι θα μας βοηθήσει να είμαστε πιο συγκαταβατικοί με αυτούς οι οποίοι δεν μας καταλαβαίνουν, το λιγότερο, και κυρίως πιο δίκαιοι με την αλήθεια της ιστορίας του πράγματος. Ευχαριστώ, για τη μεγάλη σας υπομονή.

 

* Ο π. Νικολάος Λουδοβίκος είναι Λέκτορας Ορθοδόξου Ινστιτούτου, Cambridge University και Καθηγ. Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Θεσ/κης

 

ΠΗΓΗ:  ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Ιωάννου Γενναδίου 14 (115 21), ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΒΙΟΗΘΙΚΗΣ,  http://www.bioethics.org.gr/03_dLoudo.html

 

Δευτερεύουσα πηγή: 19/09/2009,   http://vardavas.blogspot.com/2009/09/blog-post_435.html

Τα πολλά πρόσωπα του Μεσσία…

"Προσδοκία για Λύτρωση: Τα πολλά πρόσωπα του Μεσσία"

 

της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη,

 

 

Αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι σχεδόν σε όλες τις περιοχές του κόσμου που θεωρούνται από τη σύγχρονη επιστήμη ως κοιτίδες των μεγάλων αρχαίων πολιτισμών καταγράφεται η προσδοκία του Μεσσία. Κάθε θρησκεία αναμένει το δικό της λυτρωτή που θα κυριαρχήσει στη γη. Η Ανάσταση αποτελεί την ολοκλήρωση της πορείας και της διδασκαλίας του δασκάλου από τη Ναζαρέτ, του οποίου το όνομα στη μετάφραση των Εβδομήκοντα αποδόθηκε ως Ιησούς Χριστός.

Το «Χριστός» απέδωσε την εβραϊκή λέξη «μεσσίας», αφού αυτή η λέξη σημαίνει το «χρισμένο», εκείνον που έχει πάρει το χρίσμα από μια θεία δύναμη για να λυτρώσει πνευματικά, ηθικά, ή εθνικά (ή και όλα αυτά μαζί) μία ομάδα ανθρώπων, ένα λαό ή ένα έθνος. Είναι γνωστό ότι οι Εβραίοι περίμεναν τον ερχομό του Μεσσία, μόνο που τον ανέμεναν τελείως διαφορετικό από τον Ιησού. Αν και οι προφήτες είχαν δώσει  θολές και σε πολλές περιπτώσεις αλληλοσυγκρουόμενες περιγραφές του Μεσσία, η κοινή πεποίθηση μεταξύ των διαμορφωτών της κοινής γνώμης (Φαρισαίοι) την εποχή της έλευσης του Ιησού ήταν πως ο Μεσσίας θα ήταν ένας εθνικοθρησκευτικός ηγέτης, ο οποίος θα τους απελευθέρωνε από το ρωμαϊκό ζυγό και από τους ανεκτικούς προς το ρωμαϊκό ζυγό Εβραίους ηγεμόνες. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος, που στην ερώτηση του Ρωμαίου επάρχου Πόντιου Πιλάτου «Ιησούν ή Βαρραβά;», ο λαός απάντησε «Βαρραβά», αφού ο ληστής αυτός είχε αμφισβητήσει με τον τρόπο του το ρωμαϊκό ζυγό, ενώ ο Ιησούς  πρόσφερε αγάπη, ακόμα και για τους Ρωμαίους και δεν έχανε την ευκαιρία να στηλιτεύει τους αδιαμφισβήτητους ηγέτες τους – τους Φαρισαίους.

Ήταν όμως μόνο οι Εβραίοι ο λαός που περίμενε το Μεσσία; Όχι. Ο «μεσσιανισμός» υπήρξε μια τάση, κοινή σχεδόν σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς και υφίσταται και σήμερα, προσανατολισμένη περισσότερο προς τους κοσμικούς, εθνικούς ή πολιτικούς σωτήρες, αν και δε λείπουν οι περιπτώσεις πνευματικού προσανατολισμού, όπως π.χ. οι Χιλιαστές ή ο Όσο.  Στο κείμενο αυτό, ωστόσο, ευρύτερη αναφορά θα γίνει στο «μεσσιανισμό», όπως αυτός διαμορφώθηκε στο πέρασμα των αιώνων.

Επειδή τα πειστήρια για τις μεσσιανικές προσδοκίες, μάς τα δίνουν τα ιερά κείμενα του κάθε λαού, δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί ποια είναι η αρχαιότερη πίστη σχετικά με την έλευση του Μεσσία, αφού αρχαίοι πολιτισμοί, των οποίων ιερά κείμενα δε διασώθηκαν ή που βασίζονταν στην προφορική παράδοση, δεν μπορούν να συμπεριληφθούν. Πάντως, σε  όλες τις περιοχές του κόσμου, που θεωρούνται από τη σύγχρονη επιστήμη ως κοιτίδες των μεγάλων αρχαίων πολιτισμών, καταγράφεται η προσδοκία.

Ξεκινάμε από την αρχαιότερη κοιτίδα πολιτισμών, την Ασία. Μεγάλοι πολιτισμοί άνθισαν στην Κίνα, την Ινδία, την Ασσυρία, τη Βαβυλωνία και την Περσία. Αρχίζοντας από την Κίνα, ο Μεσσίας έχει πολλά ονόματα και διαφορετικά χαρακτηριστικά σε κάθε ιστορική περίοδο. Σε κάποια αρχαία κείμενα, από τα οποία διασώζονται μόνο αποσπάσματα, αναφέρεται ότι ο Μεσσίας θα είναι ένας άγιος άνθρωπος που θα έρθει από τη Δύση και θα φέρει στην ανθρωπότητα την αρμονία. Αργότερα, ο άγιος άνθρωπος γίνεται Θεάνθρωπος και οι Κινέζοι σοφοί  συμφωνούν μεταξύ τους γι' αυτό το χαρακτήρα του. Μεταφέρουμε την άποψη του Κομφούκιου, ως «πρώτου μεταξύ ίσων» ανάμεσά τους, ο οποίος πίστευε ότι ο Θεάνθρωπος θα έχει τη γνώση πριν τη γέννησή του και ότι θα χρησιμοποιήσει αυτή τη γνώση για να λυτρώσει την ανθρωπότητα στρέφοντάς την προς το αγαθό. Η χρονική περίοδος έλευσης του  Θεανθρώπου δεν ορίζεται από τον Κομφούκιο αλλά από τα αρχαία κινέζικα ιερατικά βιβλία, τα οποία την τοποθετούν κάπου προς το τέλος της μέτρησης του γήινου χρόνου. Τότε, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, θα εμφανιστεί ο «ποιμένας» ή ο «άρχοντας», ο οποίος θα αποκαταστήσει στον κόσμο την πληρότητα, τη λαμπρότητα και τη μακαριότητά του.

Περίπου αντίστοιχη με των Κινέζων είναι και η πίστη των αρχαίων Ινδών για την έλευση του Μεσσία. Κατ' αυτούς, στην αρχή του κόσμου, όπως τον γνωρίζουμε, υπήρξε η Χρυσή Εποχή, μια εποχή στην οποία οι άνθρωποι ήταν τέλειοι και ζούσαν ευτυχισμένοι γνωρίζοντας τον ένα και μοναδικό πανανθρώπινο Θεό. Η επαφή τους όμως με την αμαρτία έφερε την πτώση και από εκεί και πέρα, τόσο ο κόσμος όσο και οι άνθρωποι  γίνονται όλο και χειρότεροι, μέχρι που καταστροφές δίχως προηγούμενο θα φτάσουν τον κόσμο στο έσχατο σημείο. Τότε θα εμφανιστεί ο Λυτρωτής, που θα ξαναφέρει στον κόσμο τη Χρυσή Εποχή. Αν αυτό θυμίζει την ιστορία του Παραδείσου, της εκδίωξης των Πρωτοπλάστων και της επιστροφής του ανθρώπου στην αιώνια ζωή μετά τη Δευτέρα Παρουσία, αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι σύμφωνα με τις Βέδες, τα αρχαία θρησκευτικά βιβλία των Ινδών, ο Λυτρωτής θα είναι ο Θεός της φωτιάς και του ήλιου που θα ενσαρκωθεί μέσω της γέννησής του από μια παρθένα, σταλμένος από τον ουράνιο πατέρα.

Ο Ινδουισμός που επικράτησε αργότερα στην Ινδία δέχεται ως κεντρικό Θεό το Βισνού, ο οποίος ενσαρκώνεται στη Γη με εννιά μορφές (οι πιο γνωστές στη Δύση είναι ο Ράμα, ο Κρίσνα και ο Βούδας, δηλαδή ο Φωτισμένος). Αν και δεν είναι πολύ γνωστή, υπάρχει όμως και η δέκατη ενσάρκωση του Βισνού σε Μεσσία που θα αποκτήσει σαρκική, γήινη υπόσταση από τη γέννησή του από μια παρθένα, κατά την τέταρτη και κοσμική περίοδο του κόσμου, η οποία θα χαρακτηρίζεται από τη μέγιστη έκπτωση των αξιών, τη διαφθορά και την εξαθλίωση. Παίρνοντας τη μορφή έφιππου πολεμιστή με πύρινη ρομφαία, ο Βισνού θα νικήσει τους εχθρούς του και θα αποκαταστήσει τη θεία τάξη στον κόσμο.

Ο Βουδισμός συμφωνεί μεν ότι ο άνθρωπος με δική του ευθύνη εγκατέλειψε την υπέρτατη γαλήνη για να ξεπέσει στην εξαθλίωση, αλλά πιστεύει ότι απαραίτητος όρος για την έλευση του Μεσσία είναι η συνειδητοποίηση από πλευράς ανθρώπων της κατάστασής τους. Όταν οι άνθρωποι συνειδητοποιηθούν, τότε θα εμφανιστεί ένας όμοιός τους και όχι κάποια ενσαρκωμένη θεϊκή υπόσταση, που θα αποκαλύψει την υπερβατική αλήθεια και μέσω αυτής θα φέρει τη βασιλεία της δικαιοσύνης στον κόσμο.

Κεντρική μορφή της αρχαίας περσικής θρησκείας ήταν ο προφήτης Ζωροάστρης ή Ζαρατούστρα, όπως τον γνωρίζουμε περισσότερο στη Δύση από το φιλοσοφικό έργο του Νίτσε «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» και από το ομότιτλο μουσικό έργο του Στράους. Ο Ζαρατούστρα έζησε, σύμφωνα με τα πιστεύω των Ζωροαστρών, στην αρχή του τελευταίου από τους κοσμικούς κύκλους, ο καθένας από τους οποίους κρατάει 3.000 χρόνια. Το σπέρμα του διατηρείται σε μια λίμνη και κάθε χίλια χρόνια μια παρθένα που θα κολυμπάει εκεί θα γονιμοποιείται και θα γεννάει από ένα σωτήρα. Ο τρίτος και ο τελευταίος θα είναι ο Λυτρωτής, ο οποίος θα πραγματοποιήσει τις προφητείες του Ζαρατούστρα.

Καθόλου απίθανο δεν είναι οι αρχαίοι Πέρσες να πήραν την ιδέα του Λυτρωτή από τον αρχαίο ασσυροβαβυλωνιακό πολιτισμό, αφού και άλλα στοιχεία του πολιτισμού αυτού ενσωματώθηκαν στον περσικό πριν, αλλά κυρίως μετά από την κατάκτηση της Βαβυλώνας από τους Πέρσες. Οι Βαβυλώνιοι πάντως πίστευαν σε ένα Θεό Λυτρωτή που θα πάρει τη μορφή ανθρώπου και θα απλώσει την πνευματική κυριαρχία του σε όλη τη Γη. Πολλοί μελετητές των θρησκειών πιστεύουν ότι οι μεσσιανικές δοξασίες των Ασσυροβαβυλωνίων έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση των αντίστοιχων εβραϊκών, αφού οι τελευταίοι έζησαν πολλά χρόνια υπό την κατοχή των πρώτων και τα σημαντικότερα προφητικά τους κείμενα γράφτηκαν στη Βαβυλώνα.

Περνώντας στην Ευρώπη, θα σταθούμε στον πιο σημαντικό πολιτισμό της ηπείρου, τον ελληνορωμαϊκό. Όσον αφορά τους αρχαίους Έλληνες, είχαν αποστασιοποιηθεί σχεδόν πλήρως από την ιδέα του Μεσσία, αφού οι θεοί τους ήταν καθημερινοί, με τα πάθη και τις αδυναμίες τους, με τους οποίους μάλιστα έκαναν και έρωτα και γεννούσαν ημίθεους. Να έρθει δηλαδή ποιος Μεσσίας και να λυτρώσει ποιον από ποιον; Ο Διόνυσος και ο Ορφέας είναι μεν θεάνθρωποι αλλά όχι Μεσσίες και -ας το πούμε κι αυτό- αποτελούν ανατολικές επιδράσεις στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Στο επίπεδο της φιλοσοφίας μόνο γίνονται κάποιες συγκρίσεις μεταξύ του πλατωνισμού και του χριστιανισμού, αλλά δεν καμιά σχέση με μεσσιανικό πνεύμα. Η Ρώμη, με λιγότερο συγκροτημένο και ισχυρό πολιτισμικό και πολιτιστικό υπόβαθρο, ήταν πιο δεκτική σε αντίστοιχες απόψεις. Αλλά και εκεί, αν εξαιρεθούν οι δεκάδες ανατολίτικες λατρείες που είχαν πλημμυρίσει την κοσμοκράτειρα πόλη, οι «παραδοσιακές» ρωμαϊκές πηγές δε μας δίνουν μαρτυρίες έντονου μεσσιανικού πνεύματος. Ανάμεσα στις περιορισμένες όμως αναφορές βρίσκεται και αυτή του μεγαλύτερου Ρωμαίου λογοτέχνη, του «Ρωμαίου Ομήρου», του ποιητή Βιργίλιου που έχει γράψει έναν ύμνο στον αναμενόμενο σωτήρα, από τον οποίο περιμένει «να γεννήσει τη μεγάλη τάξη των αιώνων από την αρχή».

Απ΄ όλα όσα αναφέρθηκαν, συμπεραίνουμε ότι η προσδοκία για την έλευση του Μεσσία αλλά και η πολυπόθητη «Λύτρωση» ήταν και είναι βαθιά ριζωμένες στις καρδιές, στη μνήμη και στις αναζητήσεις της ανθρώπινης φυλής σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας.

 

* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι Φιλόλογος-Ιστορικός, ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας/Υπεύθυνης Σχολικής Βιβλιοθήκης 2ου Ε.Π.Α.Λ. Τρικάλων,

ailiadi@sch.gr,          http://users.sch.gr/ailiadi,     http://blogs.sch.gr/ailiadi,      http://www.matia.gr,

Ο Μέγας Αγιασμός των Θεοφανείων

Ο Μέγας Αγιασμός των Θεοφανείων

 

Του Αλέξανδρου Φ. Καραμπάτσου

 

Μία από τις πιο γνωστές και λαοφιλείς ακολουθίες της Εκκλησίας μας είναι αυτή του αγιασμού των υδάτων. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η ακολουθία αυτή παρουσιάζεται σε δύο τύπους, τον μεγάλο και τον μικρό αγιασμό, ανήκει δε στην κατηγορία των μυστηρίων.

Μυστήρια καλούνται οι ακολουθίες μέσω των οποίων παρέχεται αοράτως η θεία χάρη με αισθητούς χειρισμούς και σημεία, δεν έχουν συσταθεί όμως από τον Κύριο ούτε είναι αναγκαίες προς σωτηρία όπως τα μυστήρια.

Είναι γνωστές σε όλους οι διάφορες ευλαβείς παρανοήσεις που υφίστανται σε σχέση με τον αγιασμό γενικώς, ιδίως δε με τον μεγάλο. Για τον λόγο αυτό κρίνεται σκόπιμο προς άρση των παρεξηγήσεων να παρουσιαστούν ακροθιγώς τα όσα σχετικά ισχύουν.

 

1. Διάκριση μεταξύ μεγάλου και μικρού αγιασμού

 

Μέγας αγιασμός ονομάζεται η ακολουθία που τελείται στο ναό δύο φορές το έτος (5 και 6 Ιανουαρίου) σε ανάμνηση της βαπτίσεως του Χριστού στον Ιορδάνη. Μικρός Αγιασμός είναι ο συνήθως τελούμενος στους ναούς κατά την 1η εκάστου μηνός και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις (θεμελιώσεις οίκων, εγκαίνια καταστημάτων, δημοσίων έργων κτλ.).

Γίνεται σαφές λοιπόν ότι κακώς νομίζεται ότι ο αγιασμός της παραμονής των Θεοφανείων είναι ο μικρός αγιασμός και της κυρίας ημέρας ο μέγας. Κατά τις δύο αυτές ημέρες τελείται η ακολουθία του μεγάλου αγιασμού. Η τέλεση του μεγάλου αγιασμού την παραμονή της μεγάλης εορτής είναι συνήθεια που επικράτησε κατά τους νεότερους χρόνους χάριν εξυπηρέτησης των πιστών. Η όποια διάκριση μεταξύ της αγιαστικής χάριτος του αγιασμού της παραμονής και της ημέρας των Θεοφανείων είναι λανθασμένη αν όχι απαράδεκτη.

 

2. Φύλαξη αγιασμού κατ' οίκον

 

Ο μέγας αγιασμός δύναται να φυλάσσεται κατ' οίκον προς εξυπηρέτηση των αναγκών των πιστών. Αυτό αναφέρεται ρητώς στο κείμενο της ακολουθίας: «ίνα πάντες οι αρυόμενοι και μεταλαμβάνοντες έχοιεν αυτό προς ιατρείαν παθών, προς αγιασμόν οίκον, προς πάσαν ωφέλειαν επιτήδειον» καθώς επίσης και στον λόγο του Ι. Χρυσοστόμου ο οποίος γράφει σχετικά: «κατά την εορτήν ταύτην άπαντες υδρεύονται, οίκαδε τα νάματα φέροντες και εις ενιαυτόν φυλάττουσιν».

Απαραίτητη βεβαίως προϋπόθεση για την κατ' οίκον διατήρηση του καθαγιασμένου ύδατος είναι η ευλαβής και μετά μεγίστης προσοχής φύλαξή του.

 

3. Μέγας αγιασμός και νηστεία

 

Επικρατεί η αντίληψη ότι η νηστεία της 5ης Ιανουαρίου έχει οριστεί λόγω της επικείμενης μετάληψης του μεγάλου αγιασμού της επομένης. Μία τέτοια εκδοχή όμως δεν μαρτυρείται από την παράδοση της Εκκλησίας μας, αλλά προέρχεται από παρανόηση μιας άλλης αρχαιότατης πράξης.

 

Από τους πρωτοχριστιανικούς ήδη χρόνους, της μεγάλης Δεσποτικής εορτής των Θεοφανείων προηγούνταν προπαρασκευαστική νηστεία που αφορούσε το ομαδικό βάπτισμα των κατηχουμένων που γινόταν κατά την ημέρα αυτή. Τότε νήστευαν όχι μόνον ο βαπτιζόμενος και ο βαπτίζων αλλά και σύμπασα η Εκκλησία. Την αιτιολόγηση της νηστείας της παραμονής λόγω της λήψης αγιασμού δεν δικαιολογεί ούτε η σύγχρονη πράξη κατά την οποία τελείται μέγας αγιασμός και κατά την παραμονή.

Ο λαός μεταλαμβάνει του μεγάλου αγιασμού της παραμονής χωρίς να νηστεύει την προηγουμένη (4η Ιανουαρίου), αλλά ούτε καταλύει την νηστεία της παραμονής των Θεοφανείων (5ης Ιανουαρίου) μετά την λήψη του. Μολαταύτα η νηστεία της παραμονής, αν και δεν συνδέεται όπως αναφέραμε παραπάνω, με την μετάληψη του αγιασμού, πρέπει σε κάθε περίπτωση να τηρηθεί ως προπαρασκευή για την μεγάλη Δεσποτική εορτή των Θεοφανείων που ακολουθεί.

Αυτό άλλωστε συμβαίνει με όλες τις μεγάλες εορτές του εκκλησιαστικού έτους. Για την μετάληψη του μεγάλου αγιασμού απαιτείται τέλεια αποχή τροφής και ποτού από του δείπνου ή του μεσονυκτίου της προηγούμενης ημέρας μέχρι της μεταλήψεως. Εξαίρεση αποτελεί η έκτακτη μετάληψη αγιασμού σε περιπτώσεις ασθενειών, κινδύνων κτλ.. Και εκεί όμως η πνευματική νηστεία όπως ορίζεται από τον απόστολο Παύλο (Β΄ Κορ. 7,1) είναι απαραίτητη.


4. Μέγας Αγιασμός και Θ. Κοινωνία

 

 

Μέγας αγιασμός φυλάσσεται στον ναό καθ' όλο το έτος σε ειδική φιάλη. Σκοπός της πράξης αυτής είναι η διευκόλυνση των πιστών και η εξυπηρέτηση των αναγκών τους.

Πιο συγκεκριμένα ο μέγας αγιασμός δίδεται συνήθως ως ευλογία σε πιστούς που βρίσκονται υπό επιτίμιο του πνευματικού και δεν επιτρέπεται να κοινωνήσουν. Η πράξη αυτή όμως εάν δεν κατανοηθεί ορθά γεννά ακραίες παρεξηγήσεις. Μια όμοια παρανόηση έγκειται στην αντίληψη ότι η Θ. Κοινωνία κατά τα Θεοφάνεια δεν είναι απαραίτητη αφού υποκαθίσταται από την λήψη αγιασμού.

Ο μέγας αγιασμός σε καμία περίπτωση δεν δύναται να υποκαταστήσει τη μετάληψη του Κυριακού σώματος και αίματος. Δεν θεωρείται υποκατάστατο ούτε όμοιο και ισότιμο. Ο αγιασμός είναι το δεύτερο μετά από την Θ. Κοινωνία ιερό μυστηριακό είδος.

 

5. Διαφορά αγιαστικής χάριτος μεγάλου και μικρού αγιασμού

 

Ένα θέμα το οποίο απασχολεί τους πιστούς είναι η διαφορά της παρεχόμενης δια των δύο τύπων του αγιασμού χάριτος. Σε κάθε περίπτωση το ερώτημα για την ορθόδοξη παράδοση και θεολογία θεωρείται σχολαστικό.

Στην συνείδηση της Εκκλησίας τόσο ο μέγας όσο και ο μικρός αγιασμός είναι ύδωρ καθαγιασμένο δια της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος παρεχόμενο στους πιστούς «πρός πάσαν ωφέλειαν». Η όποια διαφορά δεν έγκειται στην παρεχόμενη χάρη αλλά στην χρήση του καθαγιασμένου ύδατος, η οποία αποκαλύπτεται μέσω των κειμένων των ακολουθιών του αγιασμού.

Η έμφαση στον μικρό αγιασμό δίδεται στην ίαση των σωματικών και ψυχικών ασθενειών και στην θεραπεία των παθών και των αλγηδόνων ενώ στον μεγάλο αγιασμό στα αιτήματα τούτα προστίθενται και άλλα παρόμοια και ποικίλα.

Εάν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι κατά τα πρωτοχριστιανικά χρόνια ο καθαγιασμός του ύδατος των Θεοφανείων ήταν ο καθαγιασμός του ύδατος του αγίου βαπτίσματος εντός του οποίου βαπτίζονταν οι κατηχούμενοι μετά την άντληση ενός μέρους του από τους πιστούς για ευλογία, ίσως έχουμε την απάντηση στο ερώτημα γιατί ο μεν ένας ονομάζεται «μέγας» ο δε άλλος «μικρός».

 

6. Άντληση του αγιασμού και διατήρησή του από τους πιστούς

 

Σε μεγάλες πόλεις και ενορίες όπου η προσέλευση των πιστών είναι μεγάλη θα ήταν σκόπιμο και εύτακτο να γίνει από τον λειτουργό ιερέα μια επισήμανση προς τους πιστούς οι οποίοι συνωστίζονται για να γεμίσουν πλήρως μεγάλα σκεύη και φιάλες με τα γνωστά σε όλους επακόλουθα.

Οι προσερχόμενοι θα μπορούσαν να παίρνουν μια μικρή ποσότητα καθαγιασμένου ύδατος και να προσθέσουν σε αυτό κοινό (μη καθαγιασμένο) ύδωρ κατ' οίκον. Αναμειγνύοντας αγιασμό με κοινό ύδωρ μετατρέπεται και το κοινό ύδωρ σε αγιασμό και έτσι οι πιστοί έχουν όση ποσότητα αγιασμού επιθυμούν. Το ίδιο μπορούν να πράξουν επίσης όταν η ποσότητα του αγιασμού που φυλάσσεται κατ' οίκον φαίνεται ότι εξαντλείται. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως είναι να μην έχει ολοτελώς εξαντληθεί το καθαγιασμένο ύδωρ. Τον μεγάλο αγιασμό που λαμβάνουν από τον ναό μπορούν οι πιστοί να τον προσθέσουν στην φιάλη του αγιασμού που τυχόν διατηρούν κατ' οίκον από προηγούμενα έτη.

Ένας άλλος τρόπος οικονομίας των πραγμάτων είναι να αδειάσουν τη φιάλη χρησιμοποιώντας τον παλαιό αγιασμό σε κάποια ιερή χρήση (ραντισμό κτλ.) και κατόπιν να γεμίσουν την φιάλη με αγιασμό που μόλις έλαβαν από τον ναό.

 

7. «Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις…»

 

Μία λιγότερο διαδεδομένη πλην όμως σοβαρή παρανόηση αφορά την λαϊκή αντίληψη ότι κατά την ημέρα των Θεοφανείων όλα αδιακρίτως τα ύδατα είναι καθαγιασμένα. Το όλο θέμα εδράζεται στην παρανόηση της έννοιας των ποιητικών εκφράσεων «Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις…» κτλ. Επ' ουδενί λόγω όμως μπορεί να υποστηριχθεί ότι όλα τα ύδατα καθαγιάζονται αυτομάτως κατά την ημέρα αυτή και ότι έχουν την δύναμη και την χάρη του μεγάλου αγιασμού.

Εξάλλου εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο η τέλεση του αγιασμού θα ήταν άνευ νοήματος. Η ως άνω υμνολογική έκφραση και όλες οι όμοιες με αυτή αναφέρονται στην φύση του ύδατος ως υλικού στοιχείου η οποία εξαγιάστηκε μέσω του βαπτίσματος του Χριστού.

Η έννοια του «σήμερον» άλλωστε αφορά την σχετικοποίηση του χρόνου εντός της θείας λατρείας και εμφανίζεται στην υμνολογία πολλών άλλων μεγάλων εορτών. Τα μέλη της Εκκλησίας πλησιάζουν τα θεία γεγονότα ως γενόμενα «σήμερον» και μη δεσμευόμενα από τον ανθρώπινο χρόνο αφού η σωστική τους χάρη «διαμένει εις τον αιώνα του αιώνος».

 

8. Λειτουργικά Θέματα

 

Τελειώνοντας την διαπραγμάτευση του ζητήματος θα αναφερθούμε σε τρία σημεία που αφορούν την λειτουργική υφή της ακολουθίας του μεγάλου αγιασμού.

Α) Ο Πρόλογος της καθαγιαστικής ευχής

Της ευχής «Μέγας εί Κύριε», που είναι η καθαγιαστική του ύδατος, προηγείται ένα κείμενο («Τριάς υπερούσιε…») που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ευχή διότι δεν περιλαμβάνει καμία επίκληση ή αίτηση. Πρόκειται για ένα εγκώμιο πομπώδους ύφους που γράφτηκε με σκοπό να εκφωνηθεί ως ένα είδος εγκωμιαστικού ή κηρυγματικού λόγου. Σε κάποια χειρόγραφα υπάρχει, σε άλλα όμως όχι. Σήμερα έχει επικρατήσει να διαβάζεται μόνον κατά τον αγιασμό της ημέρας των Θεοφανείων και όχι κατ' αυτόν της παραμονής. Σε κάθε περίπτωση δεν ανήκει στον οργανικό άξονα της ακολουθίας.

Β) Η επίκληση του Αγίου Πνεύματος

Η ευχή «Μέγας εί Κύριε», που κατά μία εκδοχή είναι έργο του Μεγ. Βασιλείου, ως έχει σήμερα στα έντυπα λειτουργικά βιβλία περιλαμβάνει δύο επικλήσεις του Αγίου Πνεύματος («αυτός ούν φιλάνθρωπε βασιλέυ…» και «Αυτός και νυν, δέσποτα, αγίασον το ύδωρ τούτο…»). Κάτι τέτοιο όμως φαίνεται λογικά και λειτουργικά άτοπο αφού ο καθαγιασμός θα γίνει μόνον μια φορά και σε συγκεκριμένη στιγμή.

Η πιθανότερη εξήγηση του παραδόξου αυτού θέματος είναι η πιθανότητα αντιγραφικού σφάλματος σε κάποιο χειρόγραφο που μετέπειτα χρησιμοποιήθηκε για την έντυπη έκδοση. Η επίκληση γινόταν μόνον μία φορά κατά την φράση «αυτός ούν φιλάνθρωπε βασιλεύ…» ενώ όπως φαίνεται σε πολλά παλαιά χειρόγραφα η δεύτερη φράση δεν ήταν επίκληση αφού η ορθή μορφή της είναι «Αυτός και νυν, δέσποτα, αγιάσας το ύδωρ τούτο… δος πάσι…».

Γ) Η εμβάπτιση του Τιμίου Σταυρού

Η εμβάπτιση του Τιμίου Σταυρού στο ύδωρ του μεγάλου αγιασμού είναι μεταγενέστερη και εισήχθη για να εικονιστεί παραστατικότερα η βάπτιση του Κυρίου στον Ιορδάνη. Σε καμία περίπτωση δεν καθαγιάζει το ύδωρ το οποίο είναι ήδη καθαγιασμένο από την ευχή «Μέγας εί Κύριε» που προηγήθηκε. Από επίδραση του μεγάλου αγιασμού εισήχθη προοδευτικά και στον μικρό αγιασμό.

 

Επίλογος

 

Ο αγιασμός είναι πράγματι ένα πολύτιμο και ιερότατο μυστηριακό είδος το οποίο με πολύ σοφία προσφέρει η Εκκλησία στον λαό της. Μέσω αυτού ο πιστός εξαγιάζεται, χαριτώνεται και ενδυναμώνεται στον πνευματικό αγώνα του. Σε κάθε περίπτωση όμως απαιτείται από όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς, μεγάλη προσοχή στην συντήρηση των ορθών παραδόσεων που συνοδεύουν αυτό το θείο δώρο, το πλήρες χάριτος και θεϊκής ευλογίας, ώστε να αποφεύγονται παρερμηνείες και παρεξηγήσεις που όσο ευλαβείς και αν είναι δεν συνάδουν με τα παραδεδομένα.

 

ΠΗΓΗ: http://www.enoriaka.gr/index.php?option=content&task=view&id=1097&Itemid=58,

 

Σημείωση: Την ενημέρωση μας έδωσε – και γι' αυτό ευχαριστούμε,  ο + πρεσβύτερος Παναγιώτης Βούρκος, 5-01-2010

Συναντήσεις στον Ιορδάνη ποταμό της ιστορίας

Η συνάντηση Ανθρώπου, Νερού και Πνεύματος στον Ιορδάνη ποταμό της ιστορίας

 Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα *

 

Στη μετανεωτερική εποχή που πορευόμαστε και ανεξάρτητα από το πώς τοποθετείται κανείς στα κοινωνικά ζητήματα «εφ’ όλης της ύλης», δεν μπορεί παρά να δεχτεί ότι πολιτισμός, τα κοινωνικά ζητήματα και οι οικολογικές καταστροφές συνδέονται πια άρρηκτα σε ένα ενιαίο και παγκόσμιο πρόβλημα. Θα τολμούσα να ισχυριστώ πως τρία υγρά της ανθρώπινης βιολογικής ζωής συμπλέκουν άρρηκτα τον συνεκτικό ιστό πολλαπλής ενότητας και των τριών ζητημάτων, πραγματικά και συμβολικά.

Πρόκειται για τον ιδρώτα, τα δάκρυα και το αίμα [1]. Ο πολιτισμός χωρίς τον ιδρώτα των δημιουργών δεν παράγεται, τα κοινωνικά ζητήματα δεν επιλύονται χωρίς το αίμα των αδικουμένων, η οικολογική διάρρηξη των οικοσυστημάτων δεν πρόκειται να αντιστραφεί, εάν τα δάκρυά μας για το σημερινό παγκόσμιο υπόδειγμα δεν συγκινήσουν και σχίσουν κατάβαθα τις καρδιές μας.

 Ι. Το νερό

Συνέχεια

Το ολοκαύτωμα ως πνευματική ολοκλήρωση

Το ολοκαύτωμα ως πνευματική ολοκλήρωση[i].

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα

α. Εισαγωγή.

Εμείς οι Καλαβρυτινοί, γενιά μάλιστα οι περισσότεροι μετακατοχική, μεγαλώσαμε ως μαθητές του Γυμνασίου Καλαβρύτων, με τα μνήματα των θυμάτων απέναντι απ’ τα παράθυρα του σχολείου μας. Και πίσω από τα κυπαρίσσια είχαμε ως φόντο, το λόφο του Καπή, το θυσιαστήριο…

Δεν ζήσαμε το γεγονός της θυσίας, αλλά έμειναν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη μας τα μνήματα, ο λόφος με τις στήλες των ονομάτων και πολλά επετειακά γεγονότα, διηγήσεις και αναφορές. Εντυπώθηκε έτσι καλά στο υποσυνείδητό μας η θυσία.   

Συνέχεια

Κριτικό ξανακοίταγμα λειτουργικής θεολογίας π. Αλέξανδρου Σμέμαν

Η Εκκλησία ως αποστολή.

Ένα κριτικό ξανακοίταγμα της λειτουργικής θεολογίας του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν.

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου*

 «Δεν υπάρχει χριστιανική ζωή χωρίς μαρτυρία»[i].

«Ένας ιεραποστολικός προσανατολισμός πρέπει να προστεθεί στην όλη θεολογική δομή της Εκκλησίας και να γίνει οργανικό μέρος του θεολογικού μας προγράμματος»[ii].

[i] Alexander Schmemann, «The Problem of Orthodoxy in America: III. The Spiritual Problem», St Vladimir’s Theological Quarterly 9.4 (1965), p. 179. Στη συνέχεια, όταν θα πρόκειται για έργο του π. Αλεξάνδρου, δεν θα επαναλαμβάνεται το όνομα του συγγραφέα –  θα τίθεται μόνο ο τίτλος του έργου. Για όσα έργα του δεν έχουμε στη διάθεσή μας δημοσιευμένη ελληνική μετάφραση, ή δεν μας εκφράζει εντελώς η υπάρχουσα, παραπέμπουμε στις αγγλικές δημοσιεύσεις τους, τη δε μετάφρασή τους  κάνει ο γράφων.

[ii] Church, World, Mission. Reflections on Orthodoxy in the West, εκδ. St Vladimir’s Seminary Press, Crestwood, New York 1979, σ. 124. Πρβλ. Η αποστολή της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο (μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης), εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1983, σ. 153.

1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Συνέχεια

Ο ιερός αριθμός «12» – Σύναξη των 12 Αποστόλων

Ο ιερός αριθμός «12» ως  σύμβολο ιεραποστολής της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας με αφορμή την σύναξη των 12 Αποστόλων  

 Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*

 

 Ι. Εισαγωγή

Σε μια εποχή που στο δυτικό κόσμο κυριαρχεί μια ατομικιστική αντίληψη του ανθρώπινου υποκειμένου, ειδικά στη νέα γενιά, ίσως ηχεί παράξενα η εκκλησιαστική εορτή 12 ανθρώπων μαζί: Των αγίων Αποστόλων στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού υπάρχει και ξεχωριστή εορτή για το καθένα ξεχωριστά, πλην των δυο πρωτοκορυφαίων Πέτρου και Παύλου (εορτάζουν την αμέσως προηγούμενη).

Τα ερωτήματα που θα προσεγγίσουμε με την παρούσα σύντομη μελέτη είναι τρία: Γιατί ειδική εορτή για δώδεκα (12), ενώ οι απόστολοι ήταν πάνω από εβδομήντα; Έχει σχέση με το ότι ο Ιησούς κάλεσε 12; Για

τί ο Πέτρος στη σύναξη των περίπου 120 φίλων του Ιησού, λίγο πριν τη Πεντηκοστή «επί το αυτό», ζήτησε να συμπληρωθεί ο δωδέκατος, αφού ο Ιούδας ήταν ήδη «ο γενόμενος οδηγός της σύλληψης» και «κατηριθμημένος ήν εν ημίν» [1];  

Ταυτίζεται ο αριθμός των 12 που εορτάζομε στη εν λόγω λατρευτική σύναξη με τους δώδεκα που κάλεσε ο Ιησούς [2];  Και τέλος τι σημαίνουν οι εορτές – συνάξεις που συνηθίζονται στην ορθόδοξη χριστιανική λατρεία;

Ι. Η ιστορία του ιερού αριθμού «12»