Αρχείο κατηγορίας Θεολογικές Μελέτες

Επίπονες δικυβεύσεις θνητών στα όρια ανθρωπίνου και Ακτίστου

Ο πάσχων Θεός, ο σύντροφος Θεός

Ο πάσχων Θεός, ο σύντροφος Θεός

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου*

Ο Ελιέζερ Βίζελ επέζησε. Επέζησε της φρίκης στο Άουσβιτς και στο Μπούχενβαλτ, όπου βρέθηκε κρατούμενος σε ηλικία δεκαπέντε με δεκάξι ετών. Χρόνια αργότερα, μετά από πολύπλοκες διαδρομές, μίλησε συγκλονιστικά μέσα από το βιβλίο του υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο «Νύχτα». Στέκομαι σε ένα σημείο του:

Μια μέρα τα Ες-Ες απαγχόνισαν τρεις εβραίους, δυο άντρες κι ένα αγόρι, μπροστά σ’ όλους τους φυλακισμένους. Ιδίως η μοίρα του αγοριού πάγωσε τους παραταγμένους θεατές.

«Πού είναι ο φιλεύσπλαχνος Θεός; Πού είναι;», ρώτησε κάποιος πίσω μου […]. Μετά από λίγο ήρθε η ώρα να παρελάσουμε μπροστά από τα θύματα. Οι δυο άντρες είχαν πεθάνει. Οι γλώσσες τους κρέμονταν έξω, πρησμένες και μαβιές. Όμως η τρίτη κρεμάλα ακόμη κουνιόταν: το παιδί […] ακόμα ανέπνεε. Κι αυτό συνεχίστηκε για πάνω από μισή ώρα, με το παιδί σε ρόγχο μεταξύ ζωής και θανάτου, να σπαρταράει μπροστά στα μάτια μας […]. Ακόμη ζούσε όταν πέρασα από μπρος του.  Η γλώσσα του ήταν ακόμη κόκκινη και τα μάτια του δεν είχαν σβήσει ακόμη. Από πίσω μου άκουσα τον ίδιο άντρα να ρωτά: «Για τ’ όνομα του Θεού, πού είναι ο Θεός;»[1].

Συνέχεια

Περί του Αγίου Φωτός και της μεταχείρισής του…

Περί του Αγίου Φωτός και της μεταχείρισής του…

Από το «Θρήσκευε και επαναστάτησε»*

 cropped-kursk

Μέρες που είναι (είμαστε εντός της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδας) έπεσε στην αντίληψη μου άρθρο του Νίκου Δήμου με τίτλο “Αντικληρικισμός και αντικομμουνισμός” στον ιστότοπο Protagon το οποίο κλείνει με την εξής παράγραφο:

Όσο πλησιάζει το Πάσχα και σκέπτομαι πως πάλι θα ξοδέψουμε χρήματα για να φέρουμε το (δήθεν) Άγιο Φως και να το υποδεχθούμε με τιμές αρχηγού κράτους, γίνομαι εμμανής αντικληρικός. Και υποθέτω πως το ίδιο θα γινόταν και ο Ιησούς, που από ότι ξέρουμε, δεν πίστευε σε ειδωλολατρικά σύμβολα – και μάλλον θα μοίραζε τα χρήματα στους φτωχούς.”

Συνέχεια

Γολγοθάς: η ρήξη με το μηδέν

Γολγοθάς: η ρήξη με το μηδέν

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου*

 Γολγοθάς σημαίνει ανηφόρα προς το μηδέν. Σημαίνει ότι μαζεύεις όλη σου τη δύναμη για να σηκώσεις το ένα σου γόνατο, κατόπιν το άλλο γόνατο, ξανά το πρώτο, και πάει λέγοντας, αλλά προς τι; Μαρτυρικός δρόμος, προς μαρτυρικό εκμηδενισμό.

Συνέχεια

Προσκυνώντας την ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΠΡΟΣΚΥΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Του Δημήτρη Χρυσικόπουλου*

 

Σε ελάχιστες ημέρες θα γιορτάσουμε το σωτήριο γεγονός της Γέννησης του Χριστού, τη σοβαρότητα του οποίου, απειλεί να επισκιάσει μια συνηθισμένη τάση ρομαντικής προσέγγισης. Δεν είναι μια τάση αθώα, αλλά αποτελεί παρέκκλιση από την ορθόδοξη παράδοση (ας παραβλέψουμε εδώ τον άκρατο καταναλωτισμό των ημερών). Κάτω από τα πιο ψηλά χριστουγεννιάτικα δένδρα και τις πιο φαντασμαγορικά στολισμένες και φωτισμένες πλατείες κρύβεται η απουσία μιας αυθεντικής ζωής.

Συνέχεια

Τα Εισόδια της Θεοτόκου στην Αγία Γραφή

Τα Εισόδια της Θεοτόκου στην Αγία Γραφή

 

Του Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη*

 

Είναι γνωστό πως η Καινή Διαθήκη παρέχει ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή της Παναγίας. Αυτό γίνεται αιτία να την υποτιμούν οι προτεστάντες όλων των αποχρώσεων, που θεωρούν ότι ο χριστιανισμός πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι αναφέρεται μέσα στην Αγία Γραφή.

Βέβαια στην Αγία Γραφή υπάρχουν αρκετές αναφορές στη δόξα που έλαβε η Παναγία από το Θεό (π.χ. Λουκ. 1, 28 και 41-55) και στη δυνατότητά της να παρέμβει προς το Χριστό υπέρ των ανθρώπων (Ιω 2, 3-7). Όμως υπάρχουν κι άλλες πληροφορίες, που προκύπτουν από τις προφητείες και τις προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης, που αναφέρονται στη Θεοτόκο (δείτε αρκετά στοιχεία και εδώ: Η τιμή της Θεοτόκου στη Βίβλο – Η Θεοτόκος στην Αγία Γραφή).

Τα βιογραφικά στοιχεία της Παναγίας, που σχετίζονται με τη γέννηση και την παιδική ηλικία της, καθώς και με την κοίμησή της, είναι καταγεγραμμένα σε αρχαία βιβλία, που κινήθηκαν παράλληλα με την Καινή Διαθήκη, χωρίς να γίνουν ποτέ μέρος της. Τέτοια βιβλία υπήρξαν αρκετά, που κατέγραψαν πληροφορίες για το Χριστό, την Παναγία και άλλα πρόσωπα (π.χ. αποστόλους), επιθυμώντας να συμπληρώσουν τις αντίστοιχες πληροφορίες που βρίσκονται στην Καινή Διαθήκη. Σήμερα, αυτά τα βιβλία τα συμπεριλαμβάνουμε στα «απόκρυφα κείμενα», αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν απόκρυφα. 

«Απόκρυφα» ήταν τα ευαγγέλια και τα λοιπά βιβλία της θρησκείας του Γνωστικισμού (που οι γνωστικοί τα κρατούσαν κρυφά από τους αμύητους). Τα αρχαία ορθόδοξα βιβλία που διάβαζαν οι χριστιανοί και που ποτέ δεν ήταν κρυμμένα ή απαγορευμένα, σήμερα ονομάζονται κι αυτά «απόκρυφα» μόνο για φιλολογικούς λόγους, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι απόκρυφα, αλλά ψευδώνυμα ή ανώνυμα έργα. Πολλά απ' αυτά αποδίδονται σε αποστόλους, ενώ δεν είναι δικά τους έργα, αλλά έργα ανωνύμων (και αυτός είναι κι ο λόγος που δεν μπήκαν στην Καινή Διαθήκη, στην οποία μπήκαν μόνο τα διασωθέντα κείμενα των μαθητών του Χριστού**).

Το περιεχόμενο κάποιων από τα βιβλία αυτά (π.χ. του «κατά Θωμάν ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας του Χριστού») η Εκκλησία το απέρριψε ως φανταστικό. Όμως σε άλλες περιπτώσεις ήδη οι αρχαίοι χριστιανοί αναγνώρισαν αληθινές πληροφορίες, που προέρχονται από την ιστορική μνήμη της πρώτης χριστιανικής κοινότητας. 

Τέτοια είναι τα βιβλία που μιλάνε για την παιδική ηλικία της Παναγίας (κυριότερο το «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου») και την κοίμησή της («Διήγησις του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου περί της κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου»). Το «Πρωτευαγγέλιο» ανάγεται στο 2ο αιώνα, με πιθανό χαμένο πρωτότυπο του τέλους του 1ου αιώνα, ενώ το 2ο είναι κάπως μεταγενέστερο, ίσως και του 5ου αιώνα, αναγνωρίστηκε όμως ως αρχαία παράδοση (η ύπαρξη της εσθήτας, του χιτώνα και της ζώνης της Παναγίας, και φυσικά του κενού τάφου της, αποτελούν τεκμήρια της ιστορικότητάς του – άσχετα από το αν θα τα αμφισβητήσει ένας προτεστάντης, λόγω των πεποιθήσεών του και όχι μετά από έρευνα).

Ο Ψαλμός 44

Όμως τα Εισόδια της Θεοτόκου, δηλαδή η είσοδός της στο Ναό των Ιεροσολύμων σε ηλικία τριών ετών και η ανάθεση της ανατροφής της στον άγιο ιερέα και προφήτη Ζαχαρία (αργότερα πατέρα του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου) φαίνεται να προεικονίζονται στην Παλαιά Διαθήκη, και συγκεκριμένα στον Ψαλμό 44 (στο εβραϊκό κείμενο έχει αριθμό 45). Είναι ο ψαλμός που περιέχει τους περίφημους στίχους «ο θρόνος σου, ο Θεός, εις τον αιώνα του αιώνος, ράβδος ευθύτητος η ράβδος της βασιλείας σου. ηγάπησας δικαιοσύνην και εμίσησας ανομίαν δια τούτο έχρισέ σε, ο Θεός, ο Θεός σου έλαιον αγαλλιάσεως παρά τους μετόχους σου», τους οποίος ο απόστολος Παύλος παραθέτει ως αναφορά στη θεότητα του Χριστού (προς Εβραίους, 1, 8-9).
 
Παρακάτω, στο στίχο 10, συνεχίζοντας να αναφέρεται στο Χριστό, λέει: «θυγατέρας βασιλέων εν τη τιμή σου παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμω διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη».
 
Κατόπιν, από το στίχο 11, αλλάζει απότομα και απευθύνεται τώρα σε κάποια «θυγατέρα» (κορίτσι), που ασφαλώς πρέπει να θεωρήσουμε ότι ταυτίζεται με τη «βασίλισσα» του αμέσως προηγούμενου στίχου. Και της λέει: «άκουσον, θύγατερ, και ίδε και κλίνον το ους σου και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου και επιθυμήσει ο βασιλεύς του κάλλους σου, ότι αυτός εστι Κύριός σου, και προσκυνήσεις αυτω. και θυγάτηρ Τύρου εν δώροις το πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν οι πλούσιοι του λαού».Τέλος, σε τρίτο πρόσωπο, καταλήγει: «πάσα η δόξα της θυγατρός του βασιλέως έσωθεν, εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. απενεχθήσονται τω βασιλεί παρθένοι οπίσω αυτής, αι πλησίον αυτής απενεχθήσονταί σοι απενεχθήσονται εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει, αχθήσονται εις ναόν βασιλέως». Ο ψαλμός κλείνει με τους στίχους 17-18, που απευθύνονται πάλι στο Χριστό και λένε: «αντί των πατέρων σου εγενήθησαν υιοί σου καταστήσεις αυτούς άρχοντας επί πάσαν την γην. μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά δια τούτο λαοί εξομολογήσονταί σοι εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος».
 
Το θεομητορικό περιεχόμενο του Ψαλμού

Κάποιοι Πατέρες της Εκκλησίας, π.χ. ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ερμήνευσαν τον Ψαλμό ως αναφερόμενο μεταφορικά στην Εκκλησία (δηλ. στο πανανθρώπινο σώμα του Χριστού), η οποία εγκαταλείπει την ειδωλολατρία, προσέρχεται προς το Χριστό και αναδεικνύεται σε βασίλισσα εκ δεξιών του. Ωστόσο, η ερμηνεία ενός βιβλικού χωρίου μπορεί να κινείται σε πολλά επίπεδα, και η λειτουργική πράξη της Εκκλησίας είδε στον Ψαλμό αυτό μια ευθεία αναφορά στη Θεοτόκο, γι' αυτό και στις ακολουθίες που τελούνται προς τιμήν της ψάλλονται στίχοι από αυτόν.

Τοιχογραφία 1318-1320 από το καθολικό της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου Αγίου Όρους

Επίσης, η εικονογράφηση των Εισοδίων της Θεοτόκου συμπίπτει με το περιεχόμενο του Ψαλμού και είναι φανερό ότι το ίδιο συμβαίνει και με τη διήγηση του γεγονότος στο «Πρωτευαγγέλιο»:

«Και εγένετο τριετής η παις, και είπεν Ιωακείμ Καλέσατε τας θυγατέρας των Εβραίων τας αμιάντους και λαβέτωσαν ανά λαμπάδα, και έστωσαν καιόμεναι, ίνα μη στραφή η παις εις τα οπίσω και αιχμαλωτισθή η καρδία αυτής εκ του ναού Κυρίου. Και εποίησαν ούτως έως ανέβησαν εν τω ναώ Κυρίου. Και εδέξατο αυτήν ο ιερεύς, και φιλήσας ευλόγησεν αυτήν και είπεν Εμεγάλυνεν Κύριος το όνομά σου εν πάσαις ταις γενεαίς επί σοι επ' εσχάτου των ημερών φανερώσει Κύριος το λύτρον αυτού τοις υιοίς Ισραήλ. Και εκάθησεν αυτήν επί τρίτου βαθμού του θυσιαστηρίου, και επέβαλεν Κύριος ο Θεός χάριν επ' αυτήν, και κατεχόρευσεν τοις ποσίν αυτής και ηγάπησεν αυτήν πας οίκος Ισραήλ… Ην δε Μαρία εν τω ναώ Κυρίου ως περιστερά νεμομένη και ελάμβανε τροφήν εκ χειρός αγγέλου».

Σε απλά νέα ελληνικά, ας επισημάνουμε τα εξής:

Το κορίτσι, που συγχρόνως είναι και βασίλισσα, δε μπορεί να είναι παρά η Θεοτόκος, όπως φανερώνει η πείρα των αιώνων, με τις εκπληκτικές εμφανίσεις της ως βασίλισσας των ουρανών στους αγίους και σε πολλούς απλούς ανθρώπους, χριστιανούς και μη. Η βασίλισσα αυτή παρέστη εκ δεξιών του βασιλέως και Υιού της κατά την κοίμηση και μετάστασή της στους ουρανούς. Ο στίχος αυτός λοιπόν, που έκλεισε μια ενότητα αναφερόμενη στη βασιλική εξουσία του Χριστού, είναι και μια βιβλική προεικόνιση της μετάστασης (ανάληψης) της Θεοτόκου και της τιμητικής θέσης της στη βασιλεία του Θεού.

Ο Ψαλμός αναφέρει ότι η «θυγάτηρ» πρέπει «να ξεχάσει το λαό της και το σπίτι του πατέρα της, γιατί ο βασιλιάς θα επιθυμήσει την ομορφιά της» («επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου και επιθυμήσει ο βασιλεύς του κάλλους σου»). Έτσι, γίνεται θυγατέρα του βασιλέως («πάσα η δόξα της θυγατρός του βασιλέως έσωθεν»), γι' αυτό και προφανώς θα μένει πλέον στο σπίτι του βασιλέως, δηλαδή στο ναό («εις ναόν βασιλέως», εκεί θα πάει με τις συνοδούς της, και θα παραμείνει, αφού έχει ξεχάσει το λαό της -δηλαδή τους ανθρώπους της πόλης της- και το σπίτι του πατέρα της και είναι πλέον θυγατέρα του βασιλέως).

Ο Ψαλμός επίσης αναφέρει ότι θα τη συνοδεύσουν παρθένες και όλες μαζί θα έρθουν στο ναό του βασιλέως («απενεχθήσονται τω βασιλεί παρθένοι οπίσω αυτής… απενεχθήσονται εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει, αχθήσονται εις ναόν βασιλέως»). 

Αυτό ακριβώς περιγράφει και η διήγηση των Εισοδίων και απεικονίζει η εικόνα τους: «Καλέσατε τας θυγατέρας των Εβραίων τας αμιάντους και λαβέτωσαν ανά λαμπάδα, και έστωσαν καιόμεναι, ίνα μη στραφή η παις εις τα οπίσω και αιχμαλωτισθή η καρδία αυτής εκ του ναού Κυρίου… Και εποίησαν ούτως».

Βιβλική προεικόνιση της αειπαρθενίας της Θεοτόκου

Με την ευκαιρία, ας αναφέρουμε και μια σημαντική προφητεία, που υποστηρίζει ότι η Παναγία δεν ήταν παρθένος μόνο όταν γέννησε το Χριστό, αλλά και μετά τη γέννησή Του. Η προφητεία αυτή στηρίζει τη σχετική διδασκαλία της Ορθοδοξίας, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι αυθαίρετη, ούτε και προέρχεται από τη φαντασία κάποιων θρησκόληπτων που ήθελαν να εξιδανικεύσουν τη Θεοτόκο.

Πρόκειται για την προφητεία του Ιεζεκιήλ, από το κεφάλαιο 44 (συμπτωματικά έχει τον ίδιο αριθμό με τον Ψαλμό), στίχ. 1-2. Εκεί ο Θεός παρουσιάζει στον προφήτη το όραμα ενός ναού, που περιέχει διάφορους συμβολισμούς.

Και λέει: «Και με γύρισε προς το δρόμο της εξωτερικής πύλης των αγίων, που βλέπει προς την ανατολή. Και ήταν κλειστή. Και μου είπε ο Κύριος: αυτή η πύλη θα είναι κλειστή, δε θα ανοίξει και κανείς δε θα περάσει απ' αυτήν, γιατί ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ θα μπει απ' αυτήν και θα είναι κλειστή».

Στο αρχαίο: «Και επέστρεψέ με κατά την οδόν της πύλης των αγίων της εξωτέρας της βλεπούσης κατά ανατολάς, και αύτη ην κεκλεισμένη. και είπε Κύριος προς με η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, και ουδείς μη διέλθη δι' αυτής, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι' αυτής, και έσται κεκλεισμένη».

Η πύλη των αγίων λοιπόν, που «βλέπει προς την ανατολή» (επειδή ο Χριστός είναι «ο Ήλιος της Δικαιοσύνης» – γι' αυτό και τα ιερά των ναών μας βλέπουν προς την ανατολή και συνήθως κάνουμε την προσευχή μας συμβολικά στραμμένοι προς τα εκεί), είναι και θα παραμείνει κλειστή, γιατί μόνο ο Θεός θα περάσει από εκεί. Και, αφού περάσει ο Θεός, θα παραμείνει κλειστή και κανείς άλλος δε θα περάσει.

Υπάρχει μία πύλη, από την οποία πέρασε ο Κύριος και Θεός και η πύλη αυτή παρέμεινε κλειστή: η Θεοτόκος.

Ας αναφέρουμε εδώ ότι, στις ορθόδοξες εκκλησίες, η Ωραία Πύλη συμβολίζει την Παναγία, ενώ ο ιερέας, κατά την ώρα της λειτουργίας, συμβολίζει το Χριστό. Όλα όσα συμβαίνουν στη λειτουργία συμβολίζουν γεγονότα από τη ζωή και το έργο του Χριστού, όπως και από τη μελλοντική βασιλεία του Θεού. Γι' αυτό μόνο ο ιερέας μπορεί να μπει από την Ωραία Πύλη (και μόνο φορώντας την ιερατική του στολή), όπως μόνο ο Χριστός πέρασε και γεννήθηκε από την Παναγία.


** Ο Λουκάς και ο Μάρκος πιθανόν ήταν άμεσοι μαθητές του Χριστού: ο Λουκάς ένας από τους δύο που Τον συνάντησαν πηγαίνοντας προς Εμμαούς (Λουκ. 24, 13-35), ενώ ο Μάρκος ο νεανίας ο ντυμένος με το σεντόνι, που είχε ακολουθήσει κρυφά τον Ιησού από το μυστικό δείπνο στη Γεθσημανή (Μάρκ. 14, 51-52). Ο μυστικός δείπνος, όπως και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος την πεντηκοστή, πιθανόν είχαν συμβεί στο σπίτι της μητέρας του Μάρκου, για την οποία βλ. στις Πράξεις των αποστόλων, 12, 12.

Ακόμη όμως κι αν οι δύο αυτοί ευαγγελιστές δεν ήταν άμεσοι μαθητές του Χριστού, αλλά μαθητές των αποστόλων, τα έργα τους περιελήφθησαν στην Καινή Διαθήκη, γιατί απηχούν δύο μεγάλες αποστολικές παραδόσεις, του Πέτρου και του Παύλου. Ο Μάρκος γράφει το ευαγγέλιό του ως «ερμηνευτής Πέτρου», ο δε Λουκάς απηχεί την παράδοση του Παύλου, του οποίου ήταν στενός συνεργάτης, πέρα από τα προσωπικά στοιχεία που εντάσσει κατόπιν δικής του έρευνας.


* Ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης είναι Θεολόγος.

O Ιησούς της φαντασίας & o Χριστός της Εκκλησίας

Ο Ιησούς της φαντασίας και ο Χριστός της Εκκλησίας

 

Του Μιχαήλ Χούλη*

 

Ο γέροντας Συμεών, κρατώντας στην αγκαλιά του τον μικρό Χριστό, τον χαρακτήρισε για τις μελλοντικές γενιές "σημείον αντιλεγόμενον" (Λουκ. 2,35), δηλαδή σημείο διαφωνίας ή και σύγκρουσης. Αυτό επαληθεύτηκε πλήρως. Παρά τα θαύματά Του και την μοναδική διδασκαλία Του άλλοι τον αμφισβητούν ή απορρίπτουν μέχρι και σήμερα και άλλοι τον παραδέχονται ως Θεό και ζουν κατά το θέλημά Του. Μέσα στην ιστορία προσέγγισαν πολλοί άνθρωποι τον Ιησού δια της φαντασίας τους και με μόνη τη λογική-φιλοσοφική τους ικανότητα.

Αν και μέσα στα Ευαγγέλια η εικόνα του Χριστού ξεπροβάλει τέλεια και μεγαλειώδης και παρουσιάζεται ως αληθινός Θεάνθρωπος, εν τούτοις, ήδη από το 150 περίπου μ.Χ. κ.ε., εμφανίζονται οι πρώτες οργανωμένες γνωστικές προσπάθειες αλλοίωσης του προσώπου Του. Οι ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ αρνήθηκαν πράγματι την ενσάρκωση, την αξία του σώματος και την πραγματική ανάσταση του Χριστού (βλ. και Darrell L. Bock, Κώδικας Ντα Βίντσι: Λογοτεχνική Φαντασία και Χριστιανική Θρησκεία, εκδ. Περίπλους, Αθ. 2005). Δοκητικής και γνωστικής μορφής ήταν και το σύστημα του ΜΑΡΚΙΩΝΑ. Δίδασκε ότι ο Χριστός δεν σαρκώθηκε πραγματικά παρά φαινομενικά, και δεν έπαθε, ούτε σταυρώθηκε, όπως ισχυρίζονταν οι ευαγγελιστές. Στις Ιουδαΐζουσες αιρέσεις ανήκαν και οι ΕΒΙΩΝΙΤΕΣ ή Εβιωναίοι. Οι οπαδοί της αίρεσης θεωρούσαν τον Χριστό είτε σαν ένα απλό άνθρωπο που δικαιώθηκε στη συνέχεια από τον Θεό και προέκοψε ηθικά, είτε απέρριπταν τη θεϊκή Του υπόσταση, δεχόμενοι όμως την συνέργεια Αγίου Πνεύματος και Παναγίας για τη γέννησή του (βλ. www.antiairetikos.blogspot.com/2008/06/blog-post.html).

 Φανταστική εικόνα περί του Ιησού σχημάτισαν ακόμη και διέδωσαν οι αιρέσεις που εμφανίστηκαν τον 4ο αι 5ο αιώνα. Ο ΑΡΕΙΟΣ π.χ., ένας πρεσβύτερος στην Αλεξάνδρεια, υποστήριξε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά το πρώτο κτίσμα, το πρώτο τέλειο δημιούργημα του Θεού, που πλάσθηκε προτού γίνει ο κόσμος (αναιρέθηκε επισήμως και συλλογικά από την 1η Οικουμενική Σύνοδο, το 325 μ.Χ.). Άλλη ομάδα ‘πιστών' υποστήριξε, με αρχηγέτη τον ΝΕΣΤΟΡΙΟ, αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, ότι η Παναγία γέννησε τον άνθρωπο Χριστό, με τον οποίον ενώθηκε αργότερα ο Θεός Λόγος (η θέση αυτή καταδικάστηκε στην 3η Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε στην Έφεσο το 431). Πολέμιος του Νεστόριου υπήρξε ο αρχιμανδρίτης ΕΥΤΥΧΗΣ, που έφτασε στο άλλο άκρο. Κατέληξε ότι ο Χριστός ήταν μόνο Θεός, γιατί κατά τη γνώμη του η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφήθηκε από την θεϊκή Του φύση. Αυτό ονομάστηκε Μονοφυσιτισμός και καταπολεμήθηκε από την 4η Οικουμενική Σύνοδο (Χαλκηδόνα 451). Μια άλλη μερίδα πιστών, με μπροστάρη τον ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟ, επίσκοπο Λαοδικείας, δίδασκαν ότι ο Χριστός διέθετε ψυχή και σώμα μόνο, ενώ τη θέση του πνεύματος κατέλαβε ο Θείος Λόγος (η πλανεμένη αυτή διδασκαλία καταδικάστηκε από την 2η Οικουμενική Σύνοδο, το 381). Ο ΜΟΝΟΘΕΛΗΤΙΣΜΟΣ, στη συνέχεια, απορρίφθηκε δια Συνόδου από την Εκκλησία (6η Οικουμενική, Κωνσταντινούπολη, 680/1), αφού υποστήριζε (η αίρεση) ότι ο Χριστός είχε μια μόνο θέληση, τη θεϊκή, η οποία και τελικά απορρόφησε την ανθρώπινη. Η ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ επίσης, που ταλαιπώρησε αφάνταστα (για πάνω από 100 χρόνια) την Εκκλησία και την Πολιτεία, αρνιόταν στην ουσία την αξία της σάρκωσης του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Εικονίζοντας τον Θεάνθρωπο, δηλώνουμε ορθοδόξως ότι δεν διαχωρίζουμε τις δύο φύσεις Του, αφού και οι δύο είναι αδιάσπαστα και αρμονικά ενωμένες στο ένα του πρόσωπο. Η τιμή προς τις εκκλησιαστικές εικόνες αποκαταστάθηκε με την 7η Οικουμενική Σύνοδο, το 787 μ.Χ. (βλ. Βικιπαίδεια & Ανδρέα Θεοδώρου: "Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά – συμβολικά – ιστορικοδογματικά", εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθ. 1999).

 Από την πλευρά τών μετά Χριστόν εμφανισθέντων θρησκειών, ο ΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ απορρίπτει τα κυριότερα δόγματα του Χριστιανισμού, ήτοι την αλήθεια της Αγίας Τριάδος, την Θεότητα του Χριστού, τη σταύρωση και ανάστασή Του. Στην αποκρυφιστική ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ο Χριστός εμφανίζεται ως ‘χριστική συνείδηση' μέσα μας, ως εσωτερική αρμονία και ‘υπερσυνειδητότητα', που ποτέ φυσικά (για τους οπαδούς της) δεν ενσαρκώθηκε ιστορικά. Διάφορες ΘΕΟΣΟΦΙΚΕΣ ομάδες είτε περιμένουν την έλευση ενός αποκρυφιστή μεσσία, είτε διδάσκουν ότι ο ίδιος μας ο εαυτός είναι ο ξεχασμένος ‘Χριστός', που πρέπει κατ' αυτούς να ενεργοποιηθεί. Σε διάφορες δυτικών εκδοχών σχολές ΓΙΟΓΚΑ, ισχυρίζονται ότι διαλογισμός και προσευχή είναι το ίδιο και το αυτό και πως ενώνονται με τη ‘συνείδηση του Χριστού', επιτυγχάνοντας ‘διεύρυνση συνείδησης' και ένωσης με το απόλυτο Ένα. Πολλές ομάδες της Ν.Ε. δεν δέχονται ύπαρξη προσωπικού Θεού, ενώ άλλες διδάσκουν τον ερχομό του ΑΒΑΤΑΡΑ της Ν.Ε., του ‘Υδροχοϊκού Χριστού' ως μεσσία τους. Ακόμη, πνευματιστές και υπνωτιζόμενα ΜΕΝΤΙΟΥΜ κηρύττουν πως ο Χριστός υπήρξε η μετεμψύχωση ενός αρχικού πνεύματος που εμφανίστηκε πρωτύτερα στην Π.Δ. με διάφορες προφητικές μορφές. Στο χώρο των εσχατολογικών κινημάτων, οι ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ απορρίπτουν την Αγία Τριάδα, τη θεότητα Χριστού και Αγίου Πνεύματος. Η ονομαζόμενη ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ αρνείται τη μοναδικότητα του Θεανθρώπου Χριστού στην ιστορία, εφόσον δέχεται ‘χριστική κατάσταση' μέσα στον άνθρωπο, εσωτερική δύναμη θεραπείας. Ο κορεάτης Μουν, που ίδρυσε το 1960 την ΕΝΩΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ισχυριζόταν ότι ο ιστορικός Ιησούς απέτυχε να οδηγήσει την ανθρωπότητα στην ένωση με τον Θεό, ενώ ο ίδιος ο Μουν αυτοονομαζόταν ‘Κύριος της δεύτερης παρουσίας', ‘δεύτερος Μεσσίας', ‘ενσάρκωση του Θεού' (βλ. π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου: (α) ‘Εγχειρίδιο αιρέσεων και παραχριστιανικών ομάδων', (β) ‘Αποκρυφισμός, Γκουρουισμός, Νέα Εποχή' & Μιχαήλ Γ. Χούλη: ‘Η Ψευδώνυμος Γνώσις', εκδ. Στερέωμα, Θεσσαλονίκη).

Συγγραφείς, φιλόσοφοι και διανοούμενοι συνέγραψαν στη Δύση αρκετούς ΒΙΟΥΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ, αναμεμειγμένους με πραγματικά και φανταστικά στοιχεία. Κάποιοι αρνήθηκαν την ιστορική του ύπαρξη (Μπρούνο Μπάουερ και Λουί Κουσού). Σοσιαλιστές διανοούμενοι είδαν τον Ιησού σαν έναν επαναστάτη κατά του κατεστημένου (Κάουτσκυ). Κοινωνικοί επαναστάτες είδαν σ' αυτόν τον ανατροπέα της καθεστηκυίας τάξεως και έναν αγωνιστή που αργότερα οι οπαδοί του αναγόρευσαν σε Θεό. Ο Βολταίρος αρνήθηκε την θεότητα του Χριστού, ενώ θαύμαζε απεριόριστα τη διδασκαλία του. Ο πρώιμος Νίτσε καταπολέμησε τη διδασκαλία της αγάπης του Θεανθρώπου, αλλά αργότερα δέχθηκε την μοναδική ποιότητα της αγάπης των Ευαγγελίων ως κύριο μοχλό αλλαγής των πεπαλαιωμένων αξιών. Ο Ερνέστος Ρενάν, ενώ δεν δεχόταν τη θεότητα του Ιησού, έγραψε πολύ επαινετικά λόγια για την προσωπικότητά του. Ο Στράους, αμφισβητεί μεν την ιστορικότητα του Χριστού, ενθουσιάζεται δε από το περιεχόμενο των Ευαγγελίων και από το πυρ της αγάπης που διακατείχε και επεδείκνυε στη ζωή του ο Ιησούς. Ένα από τα σύγχρονα πορτραίτα που αποδόθηκαν στον Ιησού απ' τη μεριά των Ρομαντικών ήταν και ο ‘γλυκύς Ιησούς', ο καλοσυνάτος ανθρωπιστής και σύντροφος των ανθρώπων. Τέλος, από το χώρο της ψυχιατρικής, ο Φρόϋντ είδε τον Ιησού ως απελευθερωτή της ανθρωπότητας από την έννοια του Θεού Πατέρα-φόβητρου, που είχαν σχηματίσει περί αυτού οι Ιουδαίοι, και ο Έριχ Φρομ θεωρεί ότι η ιδέα περί Μεσσίου-Χριστού είναι αποτέλεσμα περισσότερο ιστορικής διαμόρφωσης (βλ. Νικολάου Γ. Νευράκη: "Χριστιανισμός και Θρησκεύματα", Αθ. 1999). Παρομοίως φανταστικό και από απόκρυφες πηγές περιεχόμενο έχουν και τα διάφορα, άγευστα από εκκλησιαστική ζωή, ορθολογιστικά ντοκιμαντέρ – κόπτονται πως δήθεν πληροφορούν σχετικά με άγνωστες πτυχές της ζωής του Ιησού – που είτε με τη μορφή cd είτε δια του διαδικτύου προσφέρονται προς κατανάλωση σε ένα μη ενημερωμένο κατά την πλειοψηφία του κοινό. Στα ντοκιμαντέρ αυτά, ή σε βιβλία αγνωστικιστών και αθέων, ο Ιησούς προσεγγίζεται σαν απλός άνθρωπος με πάθη και αδυναμίες, σαν λαϊκός προφήτης που δίδαξε και έπραξε θαυμάσια, πλην όμως όχι ως Θεός επί της γης, όπως η Εκκλησία διακηρύσσει επί 2.000 χρόνια μέχρι σήμερα και θα κηρύττει φυσικά για πάντα.

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ; Ο Χριστός, τόσο σύμφωνα με την πίστη της Εκκλησίας όσο και σύμφωνα με την ιστορία και τις Γραφές, είναι ομοούσιος με τον Θεό Πατέρα Υιός Του. Ταυτόχρονα είναι και τέλειος άνθρωπος, ακολούθως προς τα λόγια του Ευαγγελιστή Ιωάννη, που στην αρχή του Ευαγγελίου Του ξεκαθαρίζει: «Απ' όλα πριν υπήρχε ο Λόγος κι ο Λόγος ήτανε με το Θεό, ΚΙ ΗΤΑΝ ΘΕΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ….. Ο ΛΟΓΟΣ ΕΓΙΝΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ……. και είδαμε τη θεϊκή του δόξα, τη δόξα που ο μοναχογιός την έχει από τον Πατέρα…» (Ιω. 1,1-14). Ο μεγάλος άλλωστε προφήτης Ιωάννης ο Βαπτιστής, ενώ βρισκόταν μέσα στη φυλακή του Ηρώδη, έστειλε μαθητές του για να ρωτήσουν τον Χριστό αν πράγματι είναι ο Μεσσίας. Ο Ιησούς τότε τους αποκρίθηκε: «Να πάτε και να πείτε στον Ιωάννη αυτά που ακούτε και βλέπετε: Τυφλοί ξαναβλέπουν και κουτσοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται και κουφοί ακούν, νεκροί ανασταίνονται και φτωχοί ακούνε το χαρμόσυνο άγγελμα και μακάριος είναι όποιος δεν χάσει την εμπιστοσύνη του σε μένα» (βλ. Μτθ. 11,2-6/ Λουκ. 7,18-23). Ο Χριστός ενηνθρώπισεν επί αυτοκράτορος Οκταβιανού Αυγούστου σε έναν κόσμο κατάπτωσης και παρακμής, όχι για να ιδρύσει ξεχωριστή θρησκεία, αλλά για να αφήσει το σώμα Του και το αίμα Του υπέρ της ζωής του κόσμου (Εκκλησία). Φανέρωσε την αλήθεια του Τριαδικού Θεού και αποκάλυψε ότι εκείνος είναι "Η ΟΔΟΣ, Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ Η ΖΩΗ" (Ιω. 14,6), ο Δρόμος αλλά και το Τέρμα της πνευματικής πορείας. Πληροφορίες για το πρόσωπο και το έργο Του έχουμε: Εκτός από τα τέσσερα Ευαγγέλια, από τους ιστορικούς Ιώσηπο (περιγράφει τον Χριστό ως μοναδικό θαυματουργό) και Φίλωνα, Τάκιτο και Σουετώνιο, Πλίνιο τον νεώτερο (που αναφέρει μάλιστα ότι οι χριστιανοί λάτρευαν τον Ιησού ως Θεό, ήδη από το 110 μ.Χ.), τον ειδωλολάτρη Θαλλό (55 μ.Χ.), τους πρώτους γνωστικούς κι αιρετικούς της μεταποστολικής εποχής, τους αποστολικούς Πατέρες, το εβραϊκό βιβλίο Ταλμούδ κ.λπ.

 Η μεγάλη αξία της Παλαιάς Διαθήκης (Π.Δ.) βρίσκεται στη μοναδικότητα των προφητειών που περιέχει. Όλες συγκλίνουν στον Θεάνθρωπο Κύριο, που επισκέφθηκε τον πλανήτη μας για να οδηγήσει τον άνθρωπο στον Ουρανό, να μας ενώσει κατά χάριν με τον άγιο Θεό. Εναγωνίως περίμενε η ανθρωπότητα τη λύτρωσή της. Και αυτό είναι φανερό όχι μόνο στην Π.Δ. αλλά και στα προχριστιανικά κείμενα όλων των λαών, που ανέμεναν με ελπίδα το ουράνιο παιδί του θεϊκού Πατρός, για να εγκαινιάσει μια νέα εποχή πνεύματος και αληθείας, που ονομάζεται πλέον χριστιανική εποχή της Εκκλησίας, της αγιότητας και της θέωσης. Αναζητούσαν άνωθεν δηλαδή οι λαοί της γης τον Σοφό, τον Δίκαιο, τον Θεάνθρωπο, τον Λυτρωτή του κόσμου. Η θεοπνευστία και αλήθεια της Αγίας Γραφής αποδεικνύεται από την εκπλήρωση όλων των προφητειών στο πρόσωπο του Χριστού, από την μοναδική ποιότητα της διδασκαλίας Του (ο Θεός Τριαδικός και Ένας στην ουσία του, αγάπη προς τους εχθρούς κ.α.) και από το ανθρωπιστικά και αγιαστικά ανυπέρβλητο ανακαινιστικό μήνυμά Του, αφού και τις καρδιές των ανθρώπων ιστορικά μαλάκωσε και τις νομοθεσίες των κρατών θετικά επηρέασε.

 Είναι γνωστή η προφητεία του Ησαΐα, όταν ολοκάθαρα είπε: "Νά, η Παρθένος θα συλλάβει, θα γεννήσει Υιόν και θα καλέσουν το όνομά Του Εμμανουήλ" (σημαίνει ο Θεός μαζί μας και είναι το θεολογικό όνομα του Ιησού) (7,14). Όχι μόνο δηλαδή, μας λέει ο Ησαΐας, θα εγκυμονήσει μια Ιουδαία παρθένος, αλλά θα γεννήσει και γιο και θα είναι και ο Θεός επί της γης. Άλλωστε ‘Ιησούς' σημαίνει "ο Γιαχβέ σώζει", που δείχνει και πάλι την θεότητά Του. Για την θαυμαστή ευκρίνεια των προφητειών του ο Ησαΐας χαρακτηρίζεται εύστοχα "πέμπτος ευαγγελιστής". Ο πατριάρχης βέβαια Ιακώβ είχε πολύ πιο πριν αποκαλύψει: "Δεν θα χαθεί η εξουσία από τον Ιούδα …μέχρις ότου εμφανιστεί ο Σηλώ (ο Μεσσίας). Σ' αυτόν οι λαοί θα υπακούσουν" (Γέν. 49,10). Και είναι αλήθεια πως, όταν εμφανίσθηκε ο Ιησούς, στον θρόνο βρισκόταν ο Ηρώδης, που ήταν όχι Ιουδαίος βασιλίσκος αλλά Ιδουμαίος. Ακόμη, ο προφήτης Ιερεμίας προανήγγειλε την σφαγή των νηπίων από τον αιμοσταγή Ηρώδη (είχε σκοτώσει και αρκετούς από την ίδια του την οικογένεια) (38,15) και την Θεοτόκο ονόμασε ανατολική πύλη του ναού, από την οποία μόνο ο Κύριος θα περάσει (αειπαρθενία της Θεοτόκου) (44,2). Ο δε θαυμαστός εν πνεύματι Δανιήλ ονομάζει τον Μεσσία βασιλέα εις τον αιώνα, και "αποκοπέντα λίθον ΑΝΕΥ ΧΕΙΡΩΝ", εννοώντας την θεϊκή Του γέννηση (7,14/2,45). Τέλος, ο Μαλαχίας μίλησε για την εμφάνιση του Προδρόμου Ιωάννη του Βαπτιστή: "Να εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου, που θα επιβλέψει το δρόμο ΠΡΙΝ ΕΓΩ ΝΑ ΚΑΤΕΒΩ" (3,1) και ο Μιχαίας αναφέρεται στη Βηθλεέμ ως τόπο γεννήσεως του ευλογημένου παιδιού: Από τη Βηθλεέμ λέγει θα εξέλθει άρχοντας στον Ισραήλ, του οποίου όμως η γέννηση, η εμφάνιση, θα είναι "απ' αρχής, ΕΞ ΗΜΕΡΩΝ ΑΙΩΝΟΣ", δηλαδή χάνεται στην αιωνιότητα, ήτοι δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος (5,1).

 Στις πάμπολλες προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης αναγγέλλεται η θεϊκή Του φύση: «Παιδί γεννήθηκε σε μας. Γιος μάς δόθηκε. Και η εξουσία του θα είναι πάνω στον ώμο Του (δηλώνει τη θεότητά του Χριστού). Και θα του δώσουν το όνομα: Μεγάλης Βουλής άγγελος, Θαυμαστός Σύμβουλος, ΘΕΟΣ ΙΣΧΥΡΟΣ, Πατέρας του Μελλοντικού Αιώνα, Άρχοντας της ειρήνης» (Ησαΐας 9,5). Από μαθηματικής και μόνο πλευράς, η πιθανότητα να έχει εκπληρώσει από καθαρή τύχη ένας άνθρωπος 48 προφητείες στο πρόσωπό του είναι 1 προς 10157 (ο αριθμός 10 ακολουθούμενος από 157 μηδενικά) (βλ. Peter Stoner, «Μιλάει η Επιστήμη», εκδ. Πέργαμος, 1990, σελ. 52). Αυτός είναι ένας ασύλληπτα μεγάλος αριθμός και είναι εντελώς αδύνατον, τη στιγμή που έχουν εκπληρωθεί στον Ιησού Χριστό πολύ περισσότερες προφητείες, αυτός να μην είναι ο υπεσχημένος Λυτρωτής του κόσμου. Η Παλαιά Διαθήκη λοιπόν προετοιμάζει τον κόσμο για την έλευση του Χριστού, γι' αυτό και θεωρείται "παιδαγωγός εις Χριστόν". Εκτός βέβαια από τις παλαιοδιαθηκικές προφητείες έχουν καταγραφτεί πλήθος άλλες προφητείες εξωβιβλικών λαών, που νοσταλγούν έναν ουράνιο σωτήρα της ανθρωπότητας. Ελάχιστα παραδείγματα: Ο Σωκράτης στην Απολογία του (Πλάτωνος 18 31Α) αναφέρθηκε σε απεσταλμένο του Θεού, που θα ξυπνούσε από πνευματικό ύπνο τους Αθηναίους. Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του, περιγράφει κάποιον Δίκαιο, που θα πάθει, θα φυλακιστεί, θα μαστιγωθεί και θα καρφωθεί σε ψηλό ξύλο (Πολιτεία Β΄, IV-V, 361). Στον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, ο Ερμής προφητεύει πως ο Προμηθέας θα σωζόταν μόνο από έναν ΘΕΟ και ταυτόχρονα ΓΙΟ ΠΑΡΘΕΝΟΥ (δηλαδή Θεάνθρωπο), που θα κατέβαινε εκούσια στον Άδη, σηκώνοντας τις συμφορές των ανθρώπων (στίχ. 772 κ.ε., 834 κ.ε., 848 κ.ε., 1026 κ.ε.). Ο Βούδας, τον ε΄ αιώνα π.Χ., προείπε: "μετά από 500 χρόνια η διδασκαλία μου θα χρεωκοπήσει" (Cullavaga X,1 του Βουδιστικού Κανόνος). Αλλά και ο Κομφούκιος (Κίνα, 6ος π.Χ. αι.) αποκάλυψε: "Δεν μου δόθηκε η ικανοποίηση να δω έναν Θεάνθρωπο" (Lun-yϋ 7,25) (βλ. Λ. Ι. Φιλιππίδου, "Η παγκόσμιος προσδοκία Θεανθρώπου Λυτρωτού", Πανελλήνιος Ένωσις Γονέων…, Αθ. 2003, σελ. 16,23,36,37,38).

 Είχε όμως συνείδηση ο Χριστός για το ποιος ήταν; Οπωσδήποτε ΝΑΙ! 12ετής ήδη στο ναό, ενημέρωσε τους γονείς Του ότι στο σπίτι του Πατέρα Του οφείλει να είναι (Λουκ. 2,48-49). Ακόμη, αποκαλύπτει στους ομοεθνείς του ότι «Πριν γεννηθεί ο Αβραάμ εγώ ΥΠΑΡΧΩ» (όχι υπήρχα, αλλά υπάρχω αιωνίως) (Ιω. 8,58) και «Εγώ και ο Πατέρας μου είμαστε ΕΝΑ» (Ιω. 10,30). Όταν μάλιστα ο Φίλιππος ζήτησε από τον Ιησού να τους δείξει τον Πατέρα Του, ο Ιησούς του απάντησε: «ΤΟΣΟ ΚΑΙΡΟ ΕΙΜΑΙ ΜΑΖΙ ΣΑΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΕ ΓΝΩΡΙΣΕΣ ΦΙΛΙΠΠΕ;» (Ιω. 14,9). Αυτό επισημαίνει την πλήρη ταύτιση ουσίας μεταξύ Πατρός και Υιού και την ενότητα του Τριαδικού Θεού. Ο απόστολος Πέτρος, απαντώντας στο ερώτημα του Χριστού «Ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι» -το οποίο ο Χριστός τόσο έντεχνα προκάλεσε μπροστά στους δύο ναούς: του Πάνα (παγανιστικός) και του Αυγούστου (θεοποιημένος αυτοκράτορας) στην πόλη Καισάρεια Φιλίππου- τού λέει: "Εσύ είσαι ο Χριστός, ο γιος του ζωντανού Θεού". Αν ο Πέτρος εκείνη τη στιγμή εξέφραζε την άποψη ότι ο Ιησούς είναι παιδί του Θεού όπως όλοι μας, με ηθική έννοια, προς τι η έκπληξη και ο έπαινος σε αυτόν του Χριστού; Διότι του απαντά ο Χριστός: «Μακάριος είσαι Σίμωνα, γιε του Ιωνά, γιατί ΣΑΡΚΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ ΔΕΝ ΣΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ, αλλά ο Πατέρας μου, που είναι στους ουρανούς» (Ματθ. 16,13-17). Και συνεχίζει λέγοντας ότι την Εκκλησία Του θα κτίσει πάνω στην πέτρα της πίστεως στην θεότητά Του και όχι πάνω στο βράχο ψευδούς ειδωλολατρικής πίστεως, που συμβόλιζε το ιερό του Πάνα. Μια τέτοια παγανιστική πίστη δεν θα νικούσε την Εκκλησία του, καταλήγει ο Χριστός (Ματθ. 16,18) (βλ. Dr. Carsten Peter Thiede, "Ο Ιησούς: Μύθος ή πραγματικότητα;" εκδ. Πέργαμος, Αθ. 1999, σελ. 39-40).

 Ήταν τόσο ανόητοι οι απόστολοι και οι μαθητές του Χριστού για να πιστεύουν σαν τυφλοί οτιδήποτε ενδεχομένως τους παρουσίαζε κάποιος ως θαύμα, τη στιγμή που η ζωή και η εργασία τους ήταν δύσκολη, κοπιαστική, προσγειωμένη και μη φανταστική; Ο απόστολος Πέτρος προβλέπει τέτοιες ανεδαφικές ενστάσεις, γι' αυτό και λέγει: «Δεν βασιστήκαμε σε περίτεχνους μύθους ….. ΕΧΟΥΜΕ ΔΕΙ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ» (Β΄ Πέτρου 1,16). Έχει το δικαίωμα ο ερευνητής να αρνηθεί τις ιστορικές μαρτυρίες για την αρχική χριστιανική πίστη που βασίζονται στα πρωτοχριστιανικά μνημεία, στα σύμβολα των Κατακομβών, τις επιγραφές, τα χιλιάδες τμήματα παπύρων που ανακαλύφθηκαν, τη μαρτυρία των βαπτισματικών Συμβόλων πίστεως που χρησιμοποιούσαν οι αρχικές κοινότητες των χριστιανών, τα λειτουργικά κείμενα που συντάχθηκαν, τις ασήμαντες διαφορές ανάμεσα σε πολλές χιλιάδες χειρόγραφα της Κ.Δ. που βρέθηκαν ανά τον κόσμο, τις χιλιάδες παραπομπές στην Κ.Δ. που παραθέτουν οι αποστολικοί και μετέπειτα εκκλησιαστικοί συγγραφείς; Πόσο αντικειμενικός μπορεί να είναι κάποιος ιστορικός όταν αρνείται τέτοιου είδους ντοκουμέντα; Θα δεχόντουσαν αλήθεια να υποστούν οι απόστολοι διώξεις, μαστιγώσεις, φυλακίσεις και τέλος μαρτυρικό θάνατο για μια αόριστη φήμη περί αναστάσεως του Ιησού; Όχι βέβαια! Αντίθετα, ήσαν απολύτως πεπεισμένοι, εξ ιδίων οφθαλμών, ιδίας ακοής και ψηλαφήσεως για τη θεότητα του Χριστού (Α΄ Ιω. 1,1). Άλλωστε, δεν θυσιάζεται κάποιος για ένα ψέμα, αλλά για μια ατράνταχτη αλήθεια που γίνεται εμπειρία ζωής, που του αλλάζει τη ζωή και τη σκέψη του. Τέλος, υπάρχει και η μαρτυρία του αποστόλου Παύλου, που υπήρξε αρχικά ως Σαούλ σκληρός διώκτης των χριστιανών, ενώ όταν έγινε χριστιανός μετά από προσωπική αγιοπνευματική συνάντηση με τον ίδιο τον αναστημένο Χριστό, υπέστη ραβδισμούς, εξορίες, φυλακίσεις, ναυάγια, μεγάλες ταλαιπωρίες και αυτόν τον θάνατο χάριν του Χριστού.

 Όλα όσα ειπώθηκαν φανερώνουν ότι το μυστήριο του προσώπου του Ιησού Χριστού προσεγγίζεται όταν δια πίστεως αποδεχθούμε την διπλή γέννησή Του: Στον Ουρανό προαιωνίως μόνο από τον Θεό Πατέρα του και εν χρόνω στη γη μας μόνο από την υπεραγία μητέρα του, χωρίς την συνεργεία ανδρός, δια του Πνεύματος του Αγίου, όπως αναφέρει και η Καινή Διαθήκη (Γαλ. 4,4/ Ματθ. 1,20/ Λουκ. 1,35). Πρόκειται δηλαδή για το προαιώνιο μυστήριο της εν χρόνω γεννήσεως του Υιού του Θεού, και μάλιστα σε ένα φτωχικό στάβλο, σε μια κρύα νύχτα, γεγονός που συμβολίζει την πνευματική αλογία και κατάπτωση της ανθρωπότητας και την μεγάλη ανάγκη που είχε η τελευταία για πνευματικό φίλημα ζωής, αφού ήδη υπαρξιακά χαροπάλευε.

 Η ζωή και το έργο του Χριστού, δια των οποίων έφερε την ‘καλήν αλλοίωσιν' στους ανθρώπους και την άνωθεν ειρήνη για τους εθνικούς και τους Ιουδαίους (Εφ. 2,17), οδηγεί πλέον στην αληθή θεογνωσία και την αγιότητα εκείνους που εκλαμβάνουν υπεύθυνα την πίστη τους και επιθυμούν όντως να σωθούν. Το μήνυμα ως εκ τούτου των Χριστουγέννων είναι διπλό: Αφορά την πορεία μας προς τον Θεό και την σωστή σχέση με τους συνανθρώπους μας. Όσον το δυνατόν κοντά στο Θεό βρισκόμαστε όταν εκκλησιαζόμαστε, είμαστε ταπεινοί, δίκαιοι και αληθινοί, μετανοούμε για τα λάθη μας, προσευχόμαστε και κοινωνάμε τα υπερφυή άγια Μυστήρια. Πραγματικά άνθρωποι είμαστε όταν νοιαζόμαστε για τους διπλανούς μας, παρηγορούμε τους αναγκεμένους και εξασκούμε φιλανθρωπία. Γίνεται επομένως κατανοητό πως η αγάπη στη ζωή των ανθρώπων είναι το παν, αφού ενώνει όχι μόνο τους ανθρώπους με το Θεό, αλλά και τους ανθρώπους μεταξύ τους. Το κάθετο και οριζόντιο σχήμα του σταυρού αυτό εξάλλου υπονοεί και άνευ μιας τέτοιας ποιότητας ζωής η σωτηρία καθίσταται ανέφικτος. 

 

 * Ο Μιχαήλ Χούλης είναι Θεολόγος

 

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

 

Ανδρέα Θεοδώρου: "Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά – συμβολικά – ιστορικοδογματικά", εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθ. 1999

– Carsten Peter Thiede, "Ο Ιησούς: Μύθος ή πραγματικότητα;" εκδ. Πέργαμος, Αθ. 1999

– Darrell L. Bock, "Κώδικας Ντα Βίντσι: Λογοτεχνική Φαντασία και Χριστιανική Θρησκεία", εκδ. Περίπλους, Αθ. 2005

– Λ. Ι. Φιλιππίδου, "Η παγκόσμιος προσδοκία Θεανθρώπου Λυτρωτού", Πανελλήνιος Ένωσις Γονέων…, Αθ. 2003

– Νικολάου Γ. Νευράκη: "Χριστιανισμός και Θρησκεύματα", Αθ. 1999

– Peter Stoner, "Μιλάει η Επιστήμη", εκδ. Πέργαμος, 1990

 

ΠΗΓΗ: Τελευταία ενημέρωση: 23-12-2012, http://www.oodegr.com/oode/theos/yios/iisous_fantasias_1.htm

 

Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τον admin.

Περί της ορθότητας της χρήσης των ιερών εικόνων

Περί της ορθότητας της χρήσης των ιερών εικόνων

 

Τού Στέλιου Μπαφίτη – Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου

 

«…επαγωνίζεσθαι τη άπαξ παραδοθείση τοις αγίοις πίστει…»

(Ιούδας 3)

 

Σε αυτήν την μικρή μελέτη, θα προσπαθήσουμε να δούμε το θέμα της χρήσης των ιερών εικόνων συνοπτικά. Θα προσπαθήσουμε: 

α) να δούμε τι είναι εικόνα, τι είδωλο, και ποια η διαφορά, …

β) θα αναφέρουμε ορισμένες μαρτυρίες από τους αγίους Πατέρες και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς για να δείξουμε ότι η εικονογραφία δεν είναι καινοτομία στην αρχαία Εκκλησία, 

γ) αρχαιολογικά στοιχεία που κονιορτοποιούν τους αιρετικούς ισχυρισμούς περί μιας Εκκλησίας χωρίς εικόνες ως και τον τέταρτο αιώνα, 

δ) απαντήσεις σε ψευδείς αιρετικούς ισχυρισμούς ότι δήθεν αποδίδουμε στο υλικό των εικόνων λατρεία και τιμή, 

ε) την προσκύνηση των αγίων εικόνων, και 

στ) περιληπτικά την χρησιμότητά τους.

Ο σκοπός του άρθρου στοχεύει σε δύο πράγματα κυρίως αφ ενός να δούμε διαχρονικά την πίστη της Εκκλησίας όπως την εκφράζουν οι άγιοί της και αφ ετέρου να δούμε πως οι αιρετικοί κατασκευάζουν δικές τους θέσεις ως δήθεν ορθόδοξες για να τις καταρρίψουν, μιας και δεν έχουν ούτε ένα αληθινό επιχείρημα εναντίον της Εκκλησίας.

Α) Τι είναι εικόνα, τι είδωλο, και ποια η διαφορά τους

Οι αιρετικοί, σχεδόν κατά κανόνα, αποκαλούν τους Ορθόδοξους Χριστιανούς «ειδωλολάτρες». Λέγοντας αυτό πιστεύουν, είτε από άγνοια περί της Ορθόδοξης πίστης είτε από σκόπιμη διαστρέβλωση, δύο πράγματα τα οποία εμείς ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν πιστεύουμε, όπως θα αποδείξουμε και παρακάτω. Ότι δήθεν η «εικόνα» είναι «είδωλο», και ότι δήθεν τα λατρεύουμε.

 – Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας και ταυτόχρονα μεγάλος δογματολόγος (μην λησμονούμε ότι έγραψε το δογματικό έργο «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως» στο οποίο οριοθετεί την πίστη μας), ορίζει στον τρίτο του λόγο ‘'Προς τους αποβαλλομένους τας σεπτάς και άγιας εικόνας'' τι είναι η εικόνα και ποια τα είδη της:

«Εικόνα λοιπόν είναι ομοίωμα κάποιου και δείγμα και αποτύπωμα, που δείχνει στον εαυτό του το εικονιζόμενο, οπωσδήποτε όμως δεν μοιάζει εξ ολοκλήρου η εικόνα με το πρωτότυπο..» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 227).

Για τον λόγο ύπαρξης της εικόνας, αναφέρει στο ίδιο έργο «...για αυτό επινοήθηκε η εικόνα για να τον οδηγεί στη γνώση και να του φανερώνει και να του ανακοινώνει εκείνα που είναι κρυμμένα…» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 227). Ενώ, διακρίνει έξι είδη εικόνων: η φυσική εικόνα όπως για παράδειγμα ο Υιός που είναι εικόνα του Πατρός, ο σχεδιασμός και η προαιώνια βούληση του Θεού, ο άνθρωπος ο οποίος είναι εικόνα του Θεού, η ζωγραφική εικόνα «η οποία αναπλάθει σχήματα και μορφές και τύπους των αοράτων και ασωμάτων, τα οποία παριστάνονται σωματικά, ώστε να κατανοούνται αμυδρά ο Θεός και οι άγγελοι» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 231), οι προεικονίσεις στην Παλαιά Διαθήκη όπως για παράδειγμα η βάτος που προεικονίζει κατά τους Πατέρες την Θεοτόκο, και το έκτο είδος εικόνας που διακρίνει ο άγιος είναι εκείνη «που γίνεται για την ανάμνηση των γεγονότων ή ενός θαύματος ή μιας αρετής» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 233), και γίνεται είτε δια του γραπτού λόγου είτε με την αισθητή θεωρία (βλέποντας δηλαδή κάποιος ένα αντικείμενο να οδηγηθεί η μνήμη του σε κάποιο γεγονός σημαντικό, όπως για παράδειγμα όταν οι Ισραηλίτες έβλεπαν την στάμνα με το μάννα να θυμούνται πως ο Θεός τους έτρεφε στην έρημο).

Αντιθέτως, είδωλο κατά την Αγία Γραφή είναι η απεικόνιση του αόρατου Θεού, καθώς και οτιδήποτε κατασκευάζεται με σκοπό να λατρευτεί ως θεός.  Αυτό, φαίνεται από την ίδια την Αγία Γραφή: «Αισχύνθητε αισχύνην, οι πεποιθότες επί τοις γλυπτοίς, οι λέγοντες τοις χωνευτοίς υμείς εστέ θεοί ημών» (Ησαίας, ΜΒ 17).

«Με τίνα λοιπόν θέλετε εξομοιώσει τον Θεόν; Ή τι ομοίωμα θέλετε προσαρμόσει εις Αυτόν; Ο τεχνίτης χωνεύει εικόνα γλυπτήν, και ο χρυσοχόος εκτείνει χρυσόν επ' αυτήν, και χύνει αργυράς αλύσεις. Ο πτωχός, κάμνων προσφορά, εκλέγει ξύλον άσηπτον, και ζητεί εις εαυτόν επιδέξιον τεχνίτην, δια να κατασκευάσει εικόνα γλυπτήν μη σαλευομένην» (Ησαίας, Μ 18-20).

«Και ελάλησε Κύριος προς εσάς… αλλά δεν είδετε ουδέν ομοίωμα. Μόνον φωνήν ηκούσατε. Και εφανέρωσεν εις εσάς …τας δέκα εντολάς… Φυλάττετε λοιπόν καλώς τας ψυχάς σας, (διότι δεν είδετε ουδέν ομοίωμα εν τη ημέρα καθ' ην ο Κύριος ελάλησε προς εσάς εν Χωρήβ εκ μέσου τού πυρός.) Μήπως διαφθαρείτε, και κάμητε εις εαυτούς είδωλον, εικόνα τινός μορφής, ομοίωμα αρσενικού ή θηλυκού, …κτήνους, …ορνέου,… έρποντος,… ιχθύος… και μήπως υψώσεις τους οφθαλμούς σου εις τον ουρανόν, και ιδών τον ήλιον, και την σελήνην και τα άστρα, και πάσαν την στρατιάν τού ουρανού, πλανηθείς και προσκυνήσεις αυτά, και λατρέψεις αυτά» (Δευτερονόμιο, Δ 12-19).

Εδώ μάλιστα, φανερώνεται και η αιτία που δεν πρέπει να κατασκευάζουμε ομοίωμα του άυλου και αόρατου Θεού «διότι δεν είδετε ουδέν ομοίωμα εν τη ημέρα καθ' ην ο Κύριος ελάλησε προς εσάς εν Χωρήβ εκ μέσου τού πυρός».

Κατά τον ίδιο τρόπο ερμηνεύονται όλα τα χωρία της Αγίας Γραφής που μιλούν απαγορευτικά για τις απεικονίσεις. Υπάρχουν όμως και χωρία που επιτρέπουν την απεικόνιση κτισμάτων που δεν θα λατρευτούν, και μάλιστα είναι εντολή του Θεού! Στα Άγια των Αγίων, με εντολή του Θεού, υπήρχαν δύο τορνευτά Χερουβίμ. Ο αρχιερέας όταν εισερχόταν μία φορά το χρόνο και εκτελούσε τις λατρείες του νόμου, θύμιαζε μπροστά σε αυτά.

«Και θέλεις κάμει ιλαστήριον εκ χρυσίου καθαρού δύο πηχών και ημίσειας το μήκος αυτού, και μιας πήχης και ημισείας το πλάτος αυτού.Και θέλεις κάμει δύο χερουβίμ εκ χρυσίου σφυρήλατα θέλεις κάμει αυτά, εκ των δύο άκρων του ιλαστηρίουκαι κάμε εν χερούβ εκ του ενός άκρου, και εν χερούβ εκ του άλλου άκρου εκ του ιλαστηρίου θέλεις κάμει τα χερουβείμ επί των δύο άκρων αυτού και θέλουσιν εκτείνει τα χερουβείμ επάνωθεν τας πτέρυγας, επικαλύπτοντα με τας πτέρυγας αυτών το ιλαστήριον και τα πρόσωπα αυτών θέλουσι βλέπει το εν προς το άλλο προς το ιλαστήριον θέλουσιν είσθαι τα πρόσωπα των χερουβείμ» (Έξοδος, κε 17- 20).

Επίσης, με εντολή του Θεού, τα παραπετάσματα της σκηνής είχαν κεντημένες μορφές Χερουβίμ (Έξοδος, κστ 1-3). 

Άλλο παράδειγμα, είναι η κατασκευή χερουβίμ στους τοίχους του Ναού των Εβραίων. Στο Α' Βασιλέων, κεφάλαιο στ, εδάφια 27-29 και 34-35 αναφέρεται: «Και έθεσε τα χερουβείμ εν μέσω του ενδοτάτου οίκου και είχον τα χερουβείμ τας πτέρυγας αυτών εξηπλωμένας, ώστε η πτέρυξ του ενός ήγγιζε τον ένα τοίχον και η πτέρυξ του άλλου χερούβ ήγγιζε τον άλλον τοίχον και αι πτέρυγες αυτών ήγγιζον, η μία την άλλην, εν τω μέσω του οίκου. Και εσκέπασε τα χερουβείμ με χρυσίον.Καιπάντας τους τοίχουςτου οίκου κύκλω ενέγλυψε με γλυπτά σχήματα χερουβείμ και φοινίκων και ανοικτών ανθέων, έσωθεν και έξωθεν…. Ούτως έκαμε και εις την πύλην του ναού παραστάτας εκ ξύλου ελαίας, εν τετράγωνον. Και αι δύο θύραι ήσαν εκ ξύλου πευκίνου τα δύο φύλλα της μιας θύρας εδιπλόνοντο, και τα δύο φύλλα της άλλης θύρας εδιπλόνοντο. Και ενέγλυψεν επ' αυτάς χερουβείμ και φοίνικας και ανοικτά άνθη...».

Ο άγιος Νικόδημος, στο Πηδάλιο, αναφέρει παρομοίως, την διαφορά εικόνας και ειδώλου. «Άλλο είναι είδωλον, άλλο άγαλμα, και άλλο εικών. Το γαρ είδωλον διαφέρει από την εικόνα, καθ' ο η μεν εικών αληθούς πράγματος και είναι ομοιότης, το δε είδωλον, ψευδούς και ανυπάρκτου πράγματος, και πρωτοτύπου ομοίοσις εστί, κατά τον Ωριγένην και Θεοδώρητον, καθώς ήτο τα είδωλα των ψευδών και ανύπαρκτων θεών» (σελ 314-315)

– Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, λέει συμπερασματικά: «Άκουσε όμως τι απαντά σε σένα ο λειτουργός του Θεού Μωυσής με τα πράγματα. Τυφλοί και ανόητοι, κατανοήστε τη δύναμη των λεγομένων "και φυλάξετε καλά τις ψυχές σας". Είπα "ότι δεν είδατε κανένα ομοίωμα την ημέρα που σας μίλησε ο Κύριος στο όρος Χωρήβ μέσα από την φωτιά, για να μην παρανομήσετε και κατασκευάσετε για τον εαυτό σας γλυπτό ομοίωμα και οποιαδήποτε εικόνα" και "να μην κατασκευάσετε θεούς χυτούς για τον εαυτό σας". Δεν είπα, "Δεν θα κάνεις εικόνα των χερουβίμ που ως υπηρέτες παραστέκουν στο ιλαστήριο" αλλά "δεν θα κάνεις κανένα ομοίωμα" ως θεό, ούτε θα λατρεύσης "την κτίση αντί του κτίστη". Εγώ δεν έκανα κανένα ομοίωμα Θεού, ούτε κανενός άλλου, σαν να ήταν θεός, ούτε λάτρευσα την κτίση αντί του κτίστη». (Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 122-123).

«Οι ρήσεις λοιπόν της Γραφής και των πατέρων, που αναφέρεις, δεν καταδικάζουν την προσκύνηση των δικών μας εικόνων, αλλά των ειδωλολατρών, που τις θεοποιούν. Δεν πρέπει λοιπόν, εξαιτίας της καταχρήσεως των εθνικών, να καταργήσουμε και την προσκύνηση που γίνεται με ευσέβεια στην Εκκλησία». (Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 140-141).

– Ο π. Α. Αλεβιζόπουλοςαναφέρει: «Όλα αυτά διασαφηνίζουν τη θέση της Παλαιάς Διαθήκης. Η απαγόρευση κατασκευής ειδώλων ή εικόνων ψευδών θεών, η προσκύνησή των και η λατρεία των είναι απόλυτη». (Η Ορθοδοξία μας, σελ. 425).

Β) Μαρτυρίες από τους αγίους Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς για την ύπαρξη ιερών εικόνων στην Εκκλησία

Ανατρέχοντας στην μελέτη του αγίου Νεκταρίου ‘'Περί των αγίων εικόνων'', στις σελίδες 20-22 διαβάζουμε για τον ανδριάντα που έστησε η αιμορροούσα των ευαγγελίων προς τιμή του Σωτήρα της, και ο οποίος μνημονεύεται από αρχαίους ιστορικούς, όπως τον Ευσέβιο και τον Σωζομενός.

– Ο Ευσέβιοςγράφει: «Την γαρ αιμορρούσαν, ην εκ των ιερών Ευαγγελίων προς του Σωτήρος ημών του πάθους απαλλαγήν εύρασθαι μεμαθήκαμεν, ενθένδεν έλεγον ορμάσθαι τον τε οίκον αυτής επι της πόλεως δείκνυσθαι, και της υπό του Σωτήρος εις αυτήν ευεργεσίας θαυμαστά τρόπαια παραμένειν. Εστάναι γαρ εφ' υψηλού λίθου προς μεν τας πύλας του αυτού οίκου, γυναικός εκτύπωμα χάλκινον επί γόνυ κεκλιμένον, και τεταμένας επι το πρόσθεν ταις χερσίν, ικετεύουση εοικός. Τούτου δε αντίκρυς άλλο της αυτής ύλης ανδρός όρθιον σχήμα, διπλοίδα κοσμίως περιβεβλημένον, και την χείρατη γυναικί προτείνον ου παρά τοις ποσίν επι της στήλης αυτής ξένον τι βοτάνης είδος φυείν ο μέχρι του κρασπέδου της του χαλκού διπλοίδος ανιόν, αλεξιφάρμακον τι παντοίων νοσημάτων τυγχάνει. Τούτον δε τον ανδριάντα, εικόνα του Ιησού φέρειν έλεγον» (Εκκλησιαστική Ιστορία Ευσεβίου, βιβλίο 7ο, ΙΗ).

Ακόμα και εικόνες των αποστόλων υπήρχαν. «Οτε και Αποστόλων Αυτού τας εικόνας Παύλου και Πέτρου, και αυτού δη του Χριστού, δια χρωμάτων εν γραφαίς σωζομένας ιστορήσαμεν».

– Ο Σωζομενόςαναφέρει: «Επεί γαρ έγνω εν Καισαρεία του Φιλίππου, φοίνισσα δε αύτη πόλις, ην Πανεάδα ονομάζουσιν, επίσημον είναι Χριστού άγαλμα, ο του πάθους απαλλαγείσα ανέθηκεν η αιμορρούσα, καθελών τούτο, ίδιον ανέστησε» (Εκκλησιαστική Ιστορία Σωζομενού, 5ο βιβλίο, ΚΑ). Μάλιστα, αναφέρει ότι ενώ καταστράφηκε από κεραυνό, οι Χριστιανοί συνέλεξαν τα κομμάτια και τα απέθεσαν στην Εκκλησία.

Άλλες μαρτυρίες είναι οι εξής:

Κλήμης Αλεξανδρείας (Δεύτερος/ τρίτος αιώνας μ Χ)

Στρωματεύς έβδομος κεφ. ΙΒ': «Επειδή λοιπόν βιάζεται να φτάσει στην κορυφή της γνώσης, με ήθος στολισμένο από κοσμιότητα και συμπεριφορά σεμνή, έχοντας όλα εκείνα που είναι πλεονεκτήματα του αληθινού γνωστικού, αποβλέποντας στις ωραίες εικόνες, σκεπτόμενους τους πολλούς πριν από αυτόν πατριάρχες που έζησαν τέλεια, τους πάμπολους προφήτες, και τους μύριους όσους στον αριθμό αγγέλους, και πάνω από όλους τον Κύριο που δίδαξε και παρουσίασε πως είναι δυνατόν ν' αποκτηθεί ο κορυφαίος εκείνος βίος, γι' αυτό δεν αγαπά κανένα από τα καλά του κόσμου που έχει μέσα στα χέρια του, για να μη μείνει οριστικά εδώ κάτω, αλλά αγαπά τα αγαθά που ελπίζουμε ή καλύτερα αυτά που γνωρίζομε ήδη και που ελπίζομε ν' αποχτήσομε». (Ε.Π.Ε., Κλήμεντος Αλεξανδρέως, τόμος 4, σελ. 416-417).

Τερτυλλιανός (150/60- 225/40 μ Χ).

Ο Τερτυλλιανός, στο έργο του ‘'De Pudicitia'' (Περί αγνείας) – γραμμένο περίπου το 210/ 211-  αναφέρει για εικόνες και για Άγια ποτήρια στα οποία ζωγράφιζαν ποιμένα  φέροντα στους ώμους πρόβατο. [Πρβ με την ‘'Μελέτη του αγίου Νεκταρίου περί των εικόνων, σελ. 11].

– Επί εποχής επισκοπήςτου Αστερίου Αμασείας, στο μαρτύριο της αγίας Ευφημίας (μαρτύρησε επί Διοκλητιανού το 282 μ Χ), αναφέρεται η συνήθεια της απεικόνισης των μαρτύρων «Ο δε δη ζωγράφος ευσεβών και αυτός δια της τέχνης τα κατά δύναμιν, πάσαν την ιστορίαν εν σινδόνι χαράξας, αυτού που περί την θήκην, ιερόν ανέθηκε θέαμα» [Πρβ με την ‘'Μελέτη του αγίου Νεκταρίου περί των εικόνων, σελ. 24-27].

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (329- 390 μ Χ).

Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικός Α': «Διότι εκείνα που ούτε ο Διοκλητιανός, ο πρώτος ο οποίος προσέβαλε τους Χριστιανούς, ούτε ο Μαξιμιανός, που τον διεδέχθη και τον εξεπέρασε, ανελογίσθη ποτέ, ούτε ο Μαξιμίνος, ο μετά από εκείνους και περισσότερον από εκείνους διώκτης του οποίου τα σημάδια της επί της εποχής του πληγής φέρουν ακόμη αι εικόνες εκτεθειμέναι δημοσίως και στηγματίζουν την κακοποίηση του σώματος...» (Ε.Π.Ε., Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Έργα, τόμος 5, σελ. 138-139)

Άγιος Γρηγόριος Νύσσης (335-394 μ Χ).

Λόγος περί θεότητος Υιού και Πνεύματος: «Είδα πολλές φορές ζωγραφική απεικόνιση της θυσίας και δεν προσπέρασα το θέαμα χωρίς να δακρύσω, αφού η τέχνη φέρνει μπροστά μας το περιστατικό με τόση σαφήνεια». (Ε.Π.Ε. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, τόμος 10, σελ. 58-61).

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (344/354- 407 μ Χ).

Λόγος εγκωμιαστικός εις τον Μελέτιον Αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας: «Και εκείνο που γινόταν τότε ήταν διδασκαλεία ευλάβειας. Διότι αναγκαζόμενοι συνεχώς να θυμούνται το όνομα εκείνο και να έχουν τον άγιον εκείνον μέσα στην ψυχή τους, είχαν το όνομα σαν φυγαδευτήριο κάθε αλόγου πάθους και λογισμού. Και έλαβε το πράγμα τόση μεγάλη έκταση, ώστε παντού, και στην αγορά και στους αγρούς και στους δρόμους ν' ακούεται παντού το όνομα αυτό. Και δεν σας κυρίεψε το πάθος αυτό μόνο για το όνομα, αλλά και για την απεικόνιση του σώματός του. Εκείνο δηλαδή που κάματε ως προς τα ονόματα, αυτό κάμετε και για την εικόνα εκείνου. Διότι εκείνη την αγία εικόνα τη χάραξαν πολλοί και στις σφενδόνες των δακτυλιδίων, και στα εκτυπώματα, και στις φυάλες, και στους τοίχους των θαλάμων, και παντού, ώστε, όχι μόνο ν' ακούν εκείνο το άγιο όνομα, αλλά και να βλέπουν παντού την εικόνα του σώματός του, και να έχουν έτσι διπλή παρηγοριά για την αποδημία του». (Ε.Π.Ε. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Έργα, τόμος 37, σελ. 23-25).

Ψευδό- αρεοπαγιτικό σύγγραμμα «Προς Τίτω τον Ιεράρχη» (5ος αιώνας), Επιστολή 9η, 2: «Πρέπει λοιπόν κι εμείς παραμερίζοντας την δημώδη γι' αυτά αντίληψι, να περάσωμε ιεροπρεπώς στην καρδιά των ιερών συμβόλων και να μη τα υποτιμούμε, διότι είναι γεννήματα και αποτυπώματα των θείων χαρακτήρων, εμφανείς εικόνες των απορρήτων και υπερφυών θεαμάτων». (Ε.Π.Ε., Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, τόμος 3, σελ. 545).

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στους τρείς θαυμάσιους λόγους του περί των αγίων εικόνων οι οποίοι κονιορτοποιούν τους αιρετικούς ισχυρισμούς τόσο των παλαιών εικονομάχων όσο και των σύγχρονων, παραθέτει ορισμένες μαρτυρίες από τους προγενέστερους άγιους Πατέρες, από τις οποίες θα εκθέσουμε κάποιες επιλεκτικά.

– Μ. Βασίλειος, από τον λόγο του, ‘'Εις τους αγίους Τεσσαράκοντα'': «Επειδή πολλές φορές και τα ανδραγαθήματα των πολέμων τα παριστάνουν και οι λογογράφοι και οι ζωγράφοι, οι πρώτοι εγκωμιάζοντάς τα με το λόγο, και οι άλλοι παριστάνοντας τα σε εικόνες, παρακινούν πολλούς και οι δύο στην ανδρεία γιατί εκείνα που ο λόγος τα παριστάνει με όσα ακούονται, τα ίδια η ζωγραφική σιωπώντας τα δείχνει με την απομίμηση». (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 263).

Από τον βίο του ιερού Χρυσοστόμου: «Είχε και την μορφή του ίδιου του αποστόλου Παύλου σε εικόνα, εκεί όπου ξεκουραζόταν για λίγο εξ αιτίας της αδυναμίας του σώματός του». (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 271).

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος από τα Έπη του: «Ο ζωγράφος διδάσκει περισσότερα με τις εικόνες». (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 327).

Άγιος Μεθόδιος Πατάρων, από τον δεύτερο λόγο για την Ανάσταση: «Τις εικόνες λοιπόν των αγγέλων του που είναι κατασκευασμένες από χρυσό, τις αρχές και τις εξουσίες, τις κάνουμε για την τιμή και τη δόξα Εκείνου» . (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 357).

O καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, αναφέρει: «Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει ότι οι υπήρχαν σε ορισμένες εκκλησίες εικόνες του Ιησού Χριστού και των αποστόλων ‘'εθνική συνηθεία'' (Εκκλ. Ιστορία, VII, 18). …ο πατριάρχης Κων/λεως Νικηφόρος προσπάθησε να εξουδετερώσει τη μαρτυρία αυτή με την ειδικότερη αναφορά στα αιρετικά φρονήματα του Ευσεβίου, τα οποία υποδηλώνονται ακόμη και στη διατύπωση της ανωτέρω θέσεως ( PG 100,848)… Ο Μ. Βασίλειος ομολογεί στην επιστολή του προς τον Ιουλιανό τον Παραβάτη (361-163) ότι τις εικόνες (‘'χαρακτήρες'') των αποστόλων, των προφητών και των αγίων ‘'τιμώ και προσκυνώ, κατ' εξαίρετον τούτων παραδεδομένων εκ των αγίων αποστόλων και ουκ απαγορευμένων, αλλ' εν πάσαις εκκλησίαις ημων του των ανιστορουμένων'' (PG32,1100). Είναι σαφές ότι εικόνες αγίων κοσμούσαν πλέον τους ναούς και τους αποδίδονταν ιδιαίτερη τιμή. Ο αναντίρρητος διδακτικός χαρακτήρας των εικόνων τονίσθηκε κατά τον Ε αιώνα από τον άγιο Νείλο, ο οποίος θεωρούσε ως αναγκαία την εξεικόνηση σκηνών από την Π. και την Κ. Διαθήκη στους ναούς, ‘'όπως αν οι μη ειδότες γράμματα, μηδέ δυνάμενοι τας θείας αναγινώσκειν γραφάς, τη θεωρία της ζωγραφίας μνήμην τε λαμβάνωσι της των γνησίως τω αληθινώ θεώ δεδουλευκότων και προς άμμιλαν διεγείρονται των ευκλέων και αοιδίμων αριστευμάτων, δι' ων της γης τον ουρανόν αντηλλάξαντο, των βλεπομένων τα μη ορώμενα προτιμήσαντες'' (PG 79,577). Tην έναντι των ι. εικόνων θέση της Εκκλησίας ανέπτυξε και ο επίσκοπος Νεαπόλεως της Κύπρου Λεόντιος σε λόγο του ‘'Υπέρ της χριστιανών απολογίας, κατά Ιουδαίων και περί των αγίων εικόνων (PG 94,1597-1609). O Λεόντιος αντικρούει τις κατηγορίες των Ιουδαίων, ότι δηλαδή οι εικόνες απαγορεύονται από την Αγία Γραφή και ότι οδηγούν τους χριστιανούς στην ειδωλολατρία. Τις θέσεις του Λεοντίου αξιοποίησε ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο οποίος αναδείχτηκε υπέρμαχος της τιμής των ι. εικόνων…η οποιαδήποτε εκτροπή από την εκκλησιαστική ερμηνεία του μυστηρίου της εν Χριστώ θείας οικονομίας, ειδικότερα δε στο χριστολογικό δόγμα, συνεπαγόταν την αρνητική στάση και έναντι της τιμής των ι. εικόνων.Υπο την έννοια αυτή εικονομάχοι υπήρξαν εκπρόσωποι των μεγάλων αιρέσεων (Αρειανισμού, Απολιναρισμού, Νεστοριανισμού, και Μονοφυσιτισμού». (Εκκλησιαστική Ιστορία, ‘Α Τόμος, σελ. 765-766).

Γ) Αρχαιολογικά στοιχεία

Πολλές εικόνες στις Κατακόμβες, χρονολογούνται μεταξύ τέλη του πρώτου αιώνα και αρχές του τρίτου. [Labus, V. Anal. de philosoph. Chretienne, τομ. ΧΧΙ, σελ. 357]. Τα ίδια υποστηρίζονται  και στο ‘'Dictionnaire des antiquites chretiennes'' (λήμμα images, σελ. 348), και στο ‘'Elements d' archeologie Cretienne'' (Paris tom. Premier).  [Τα στοιχεία ελήφθησαν από την μελέτη του αγίου Νεκταρίου περί των αγίων εικόνων, σελ. 30-46].

– Ο καθηγητής Β. Φειδάςπαρατηρεί: «Η Χριστιανική ζωγραφική στους τρείς πρώτους αιώνεςαναπτύχθηκε κυρίως στους χριστιανικούς τάφους και ιδιαίτερα στις κατακόμβες, στις οποίες διασώθηκαν αξιόλογες τοιχογραφίες» (Εκκλησιαστική Ιστορία, Α' Τόμος, σελ. 928).

«Με το θρίαμβο του Χριστιανισμού κατά τον Δ' αιώνα η πρωτοχριστιανική τέχνη των κατακομβών πέρασε πλέον σε μεγαλοπρεπείς ναούς, αλλά έχασε τον έντονο συμβολικό χαρακτήρα. Απέκτησε προοδευτικά το νόημα της ιστορικής απεικονίσεως των βιβλικών γεγονότων στο πλαίσιο της ιερής ιστορίας της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους» (σελ. 929, ίδιο έργο).

«Με τα ορώμενα ο χριστιανός ανάγεται στην εμπειρική γνώση και στην κατανόηση των νοητών και αποκεκαλυμμένων πραγματικοτήτων, οι οποίες εκφράζονται στη διδασκαλία και στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας». (σελ. 930, ίδιο έργο).

«Δια των ορωμένων και αισθητών χειραγωγίαν τω νω παρεχόμενος προς την θεωρίαν των αοράτων», δηλαδή «δια των ορατών και των αισθητών χειραγωγεί τον νου προς την θεωρίαν των αοράτων».  (Μ. Βασίλειος, Εις την εξαήμερον, Α΄ λόγος, ΕΠΕ, 4).

 Δ) Τι πιστεύει η Εκκλησία για τις εικόνες και που αποδίδει τελικά την τιμή;

Κατά την ορθόδοξη πίστη, η Λατρεία αποδίδεται μόνο στον Τριαδικό Θεό, ενώ τιμάμε το εικονιζόμενο πρόσωπο του αγίου, στο οποίο και μεταβαίνει η τιμή.

Ας δούμε από επίσημα κείμενα.

– «Η μεν εν Πνεύματι και αληθεία λατρεία τη μακαρία Τριάδι παρά των Ορθοδόξων απονενέμηται ταις δε αγίαις εικόσι ου λατρεία πάντως, αλλά προσκύνησις, και ασπασμός, και τιμή. Ει γαρ και η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει, αλλ' η λατρεία της μακαρίας μόνης εστί Τριάδος, και ου των σεπτών εικόνων, ίνα μη κτισματολάτραι και υλολάτραι δόξωμεν». (Ράλλη και Ποτλή, Σύνταγμα Ιερών Κανόνων, τόμος 6, σελ. 246- 248).

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αναφέρει την Ορθόδοξη πίστη:

 «…μία ουσία υπερούσια, υπέρθεη θεότητα, σε τρείς υποστάσεις, σε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, και αυτόν μόνο λατρεύω και σε αυτόν μόνο προσφέρω τη λατρευτική προσκύνηση. Ένα Θεό προσκυνώ, μία θεότητα αλλά λατρεύω και τρείς υποστάσεις, Θεό Πατέρα και Θεό Υιό σαρκωμένο και Θεό άγιο Πνεύμα, ένα Θεό. Δεν προσκυνώ την κτίση αντί τον κτίστη, αλλά προσκυνώ τον κτίστη που κτίστηκε κατά την ανθρώπινη φύση και κατέβηκε στην κτίση χωρίς να μειωθεί και να αλλοιωθεί, για να δοξάσει τη δική μου φύση και να με κάνει κοινωνό της θείας φύσεως» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, Α' Λόγος απολογητικός υπέρ εικόνων, τόμος 3).

Άγιος Λεόντιος Κύπρου, 5ος λόγος Προς Ιουδαίους: «Ούτε από εμάς προσκυνούνται ως θεοί οι μορφές και οι εικόνες και οι τύποι των αγίων…έτσι και εμείς, τα παιδιά των Χριστιανών, προσκυνώντας τον τύπο του σταυρού, δεν προσκυνούμε την φύση του ξύλου...». (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 299)

Του ιδίου: « Όταν λοιπόν δεις Χριστιανό να προσκυνά το σταυρό, να ξέρεις ότι δεν προσκυνά την φύση του ξύλου, αλλά για το Χριστό που σταυρώθηκε. Γιατί αλλιώς θα προσκυνούσαμε όλα τα δέντρα του αγρού…» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 305)

Ιερώνυμος, πρεσβύτερος Ιεροσολύμων: «...οι Χριστιανοί, δεν ασπαζόμαστε το σταυρό ως Θεό, αλλά το κάνουμε δείχνοντας την ειλικρινή διάθεση της ψυχής μας προς Εκείνον που σταυρώθηκε»  (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 341)

– Ο άγιος Νικόδημος«Λέγει δε και ο Αθανάσιος. «Ο γουν προσκυνών την εικόνα, εν αυτή προσκυνεί τον βασιλέα». Ομοίως δε και ο Χρυσόστομος«ουκ οίδας εάν μεν εικόνα υβρίσης, εις το πρωτότυπον της αξίας φέρεις την ύβριν;».Και το λέει ο άγιος Νικοδημος σχολιάζοντας το όρο της Ζ οικουμενικής στο σημείο που λέει«…Η γαρ της εικόνος τιμή επι το πρωτότυπο διαβαίνει, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν...». (Πηδάλιο, σελ. 317)

Από την Ομολογία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεου, Ερώτησις δ'.

– «Ημείς γαρμόνω τω εν Τριάδι Θεώ λατρεύομεν και ουδενί ετέρω τους δε αγίους τιμώμεν διττώς πρώτον μεν κατά την προς τον Θεόν αναφοράν, επειδή εκείνου ένεκα τιμώμεν αυτούς, και καθ' εαυτούς, ότι ζώσαι εισίν εικόνες του Θεού το δε καθ' εαυτούς, διώρισται ότι δουλικόν.Τας δε αγίας εικόνας σχετικώς, ως της προς εκείνας τιμής επί τα πρωτότυπα αναφερομένης.Ο γαρ εις την εικόνα προσκυνών, δια της εικόνος το πρωτότυπον προσκυνεί, και η δόξα ου μερίζεται, ουδ' όλως σχετίζεται της τε εικόνος και του εικονιζομένου, και εν ταυτώ γίνεται, ως η εις τον βασιλικόν πρέσβυν γενομένη».

Από την Ομολογία του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μητροφάνη Κριτόπουλου.

– «Ων γαρ τα πρωτότυπα άγια, τούτων και αι εικόνες άγιαι, και ων τα πρωτότυπα τιμητέα, τούτων και αι εικόνες τιμητέαι…Αις αγίαις εικόσι και τιμήν την προσήσκουσαν απένεμενου λατρευτικήν ή δουλικήν, άπαγε αύται γαρ Θεώ μόνω προσήκουσιν, αλλά σχετικήν και φιλικήν, αναφέρουσα μεν τοι και ταυτήν επί τα εκείνων πρωτότυπα, ως φησίν ο εν αγίοις Βασίλειος ο Μέγας Η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει».

[Τα στοιχεία των ομολογιών, ελήφθησαν επίσης από την μελέτη περί των αγίων εικόνων του αγίου Νεκταρίου.]

Η δήθεν λατρεία των εικόνων, δεν ήταν ποτέ μέρος της παράδοσης της Εκκλησίας.

– Ο άγιος Νικόδημος, στο Πηδάλιο, αναφέρει σχετικά:

«...την δε αγίαν εικόνα του Χριστού,ου λατρευτικώς προσκυνούμεν, απαραλλάκτως δηλονότι την εικόνα με το εικονιζόμενο πρόσωπον πρωτότυπον ούτε ως θεούς τας αγίας εικόνας λατρεύομεν, καθώς κατηγορούσι ημάς οι εικονομάχοι, άπα γε αλλότριον γαρ τούτο της εκκλησιαστικής εστί παραδόσεως. Διο και η Σύνοδος αύτη εν τω όρω αυτής είπε και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησιν απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρεία, ή πρέπει μόνη τη Θεία φύσει. Και ο ίδιος Θεός είπε, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις, και αυτώ μόνω λατρεύσεις. Βλέπεις ότι την μεν προσκύνησιν αφήκεν και εις άλλον να δίδεται, την δε λατρεία δεν συγχώρεσεν εις άλλον τινά, ειμή μόνον εις εαυτόν του.» (σελ. 318)

«Επί δε της εικόνος του Χριστού, σχετική η προσκύνησις και ομώνυμος ο προσκυνών γαρ αυτήν, ου συμπροσκυνεί τον Πατέρα και τον Υιό, αλλά μόνον τον εν αυτή Χριστόν, τον δια το σαρκωθήναι εικονιζόμενον κατά την σωματοειδή θέαν αυτού, όπερ εστί σχετική προσκύνησις και υποστατική».

«Ουχ ως θεούς τας εικόνας προσκυνούμεν, ουδέ τας ελπίδας της σωτηρίας εν αυταίς έχομεν, ουδέ το θείον σέβας αυταίς απονέμομεν, ως οι των Ελλήνων παίδες (ειδωλολάτραι), αλλά μόνον την σχέσιν και την αγάπην της ημών ψυχής, ην έχομεν προς τα πρωτότυπα δια της τοιαύτης προσκυνήσεως εμφανίζομεν. Όθεν του χαρακτήρος λυθέντος, ως ξύλον αργόν, την ποτέ κατακαίομεν εικόνα».

Επίσης, «Αι άγιαι εικόνες δεν προσκυνούνται δια την ύλην, αλλά δια την ομοίωσιν όπου έχουν εις το εικονιζόμενον. Όθεν οι πατέρες της παρούσης Συνόδου εις μερικάς διαλαλιάς είπον ότι όταν τα ξύλα διαλυθούν από του τύπου του Σταυρού, καίεται, και ο χρωματισμός και ο χαρακτήρ των εικόνων διαφθαρή παντελώς, καίεται το σανίδι ως ξύλον αργόν». (Σελ 319)

– Ο π. Α. Αλεβιζόπουλος,αναφέρει: «…οι χριστιανοί που βλέπουν τις άγιες εικόνες φέρουν στην μνήμη τους και επιποθούν το ‘'πρωτότυπον'', δεν μένουν στην θέα της εικόνοςδεν ταυτίζουν την εικόνα με το πρωτότυπο. Έτσι ο ασπασμός, η προσκύνηση των αγίων εικόνων αποτελεί πράξητιμής και σεβασμού, όχι λατρεία η λατρεία αρμόζει μόνο στην Θεία φύση. Η τιμή των αγίων εικόνων μεταβαίνει στο πρωτότυπο, αυτός που προσκυνεί την εικόνα, προσκυνεί την υπόσταση του εικονιζόμενου» (Η Ορθοδοξία μας, σελ. 435-436).

Ε) Προσκύνηση εικόνων

Η τιμητική προσκύνηση (όχι η λατρεία), μεταβαίνει στο πρωτότυπο.

– Του αγίου Συμεών: «Ίσως κάποιος από τους απίστους, όντας φιλόνικος, διατυπώνει αμφιβολίες ισχυριζόμενος ότι και εμείς, προσκυνώντας στις εκκλησίες εικόνες, θα θεωρηθεί ότι προσευχόμαστε σε άψυχα είδωλα. Μη γένοιτο να κάνουμε κάτι τέτοιο γιατί τα των Χριστιανών είναι πίστη και ο ανενδεής Θεός μας κάνει θαύματα. Γιατί φυσικά δεν δοξάζουμε τα χρώματα, αλλά με την υπόμνηση της αντιτύπου ζωγραφικής βλέποντας τον αόρατο Κύριο μέσω της ορατής παραστάσεως τον δοξάζουμε σαν να είναι παρών ,και τον πιστεύουμε όχι ως ανύπαρκτο Θεό, αλλά ως υπάρχοντα αληθινά, ούτε και τους αγίους ως ανύπαρκτους, αλλά ως κάποιους που υπάρχουν και ζουν κοντά στο Θεό, και τα πνεύματά τους, που κι αυτά είναι άγια και με τη δύναμη του Θεού βοηθούν τους αξίους που τα επικαλούνται» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 341-342).

Τιμητική προσκύνηση έχουμε σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής. Ο Ναός στον οποίο προσκυνούσαν οι Ιουδαίοι τον Θεό, ήταν υλικός φυσικά και είχε ανάγλυφα Χερουβίμ. (Α' Βασιλέων, κεφάλαιο στ, εδάφια 27-29 και 34-35).

– «Επειδή δε τινές ημίν καταμέμφονται προσκυνούσι τε και τιμώσι την του Σωτήρος και της Δεσποίνης ημών εικόνα, έτι δε και των λοιπών Αγίων και θεραπόντων Χριστού, ακουέτωσαν, ωςεξ αρχής ο Θεός τον άνθρωπον κατ' εικόνα εποίησε. Τίνος ουν ένεκεν αλλήλοις προσκυνούμεν, ει μη κατ' εικόνα Θεού πεποιημένοιςΩς γαρ φησίν ο θεογόρος και πολύς τα θεία Βασίλειος,η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνειπρωτότυπον δε εστί το εικονιζόμενον, εξ ου το παράγωγον γίνεται.Τίνος ένεκεν ο Μωσαϊκός λαός,τη σκηνή κυκλώθεν προσεκύνει, εικόνα και τύπον φερούση των επουρανίων, μάλλον δε της όλης κτίσεως Φησίν γουν ο Θεός τω Μωυσή, Όρα ποιήσεις πάντα κατά τον τύπον τον δειχθέντα σοι εν τω όρει.Και τα Χερουβίμ δε τα σκιάζοντα το υλαστήριον, ουχί έργα χειρών ανθρώπων ην;Τι δε ο εν Ιεροσολύμοις περιώνυμος ναόςΟυχί χειροποίητος και ανθρώπων τέχνη κατασκευασμένοςΗ δε Θεία Γραφή κατηγορεί των προσκυνούντων τοις γλυπτοίς και των θυόντων τοις δαιμονίοις…''». (Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, κεφάλαιο 89)

Ο άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων (337/339- 397 μ Χ), αναφέρεται στην προσκύνηση των αγίων εικόνων. «Αμβρόσιος δε ο των Μεδιολάνων, προς τον Γρατιανόν τον Βασιλέα, λέγει ‘'Τι γαρ; Μη ποτε την θεότητα και την σάρκα αυτού προσκυνούντες μερίζομεν τον Χριστόν; Ή ότε εν αυτώ την θεία εικόνα και τον σταυρόν προσκυνούμεν, μερίζομεν αυτόν; Μή γένοιτο» (Προς Γρατιανό, Γ βιβλίο της συλλογής των επιστολών του, κεφάλαιο 9).

Ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, είχε δώσει εντολή να θυμιάζεται το θυσιαστήριο, πράγμα που δείχνει ότι ο ίδιος ο Θεός τιμά τα αντικείμενα που βρίσκονται στον λατρευτικό χώρο. (Έξοδος, λ 1-10). Δεν λατρεύονταν αυτά. Το ίδιο και σήμερα με τις αγίες εικόνες.

ΣΤ) Χρησιμότητα των εικόνων

Ο άγιος Νικόδημος, απαριθμεί έξι λόγους για τους οποίους οι άγιες εικόνες είναι χρήσιμες:

«Δια εξ τινά εικονίζονται και προσκυνούνται αι άγιαις εικόνες:

α. ότι κοσμούσι και στολίζουσι τους ναούς,

β. ότι διδάσκουσι τους μη οιδότες γράμματα…

γ. ότι ενθυμίζουσι τους γραμματισμένους εκείνα όπου τυχών ελησμονήθησαν. Όθεν βιβλία λέγονται αι εικόνες των σοφών και αμαθών…

δ. ότι αυξάνουσι τον πόθον των ορώντων αυτάς χριστιανών…

ε. ότι παρακινούσι τους ορώντας προς μίμησιν των αγίων έργων…

στ. διατί παρακινούσι τους ορώντας αυτάς να επικαλούνται μετά πίστεως και ελπίδος, τον μεν Θεόν ως ΣΩΤΗΡΑ, τους δε αγίους ως μεσίτας εις Θεόν...». (Πηδάλιο, σελ 320).

Επίλογος

«Ας γνωρίζει λοιπόν κάθε άνθρωπος, ότι εκείνος που επιχειρεί να καταστρέψει την εικόνα που έγινε από το θείο πόθο και ζήλο για τη δόξα και ανάμνηση του Χριστού, ή της μητέρας του της αγίας Θεοτόκου, ή κάποιου από τους αγίους, και για την καταισχύνη του Διαβόλου και για την εξουδετέρωση αυτού και των δαιμόνων του, και δεν την προσκυνά, ούτε την τιμά και την ασπάζεται ως τίμια εικόνα, και όχι ως Θεό, είναι εχθρός του Χριστού και της Αγίας Θεοτόκου και των αγίων, και υπερασπιστής του Διαβόλου και των δαιμόνων του δείχνοντας έμπρακτα τη λύπη του επειδή ο Θεός και οι άγιοί του τιμώνται και δοξάζονται, ενώ ο διάβολος καταισχύνεται˙ γιατί η εικόνα είναι θρίαμβος και φανέρωση και στηλογραφία για την ανάμνηση της νίκης εκείνων που αρίστευσαν και διέπρεψαν, και για καταισχύνη εκείνων που νικήθηκαν και κατατροπώθηκαν». (Ε.Π.Ε., αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 126-129).

Πηγές

– Αγία Γραφή σε μετάφραση Ν. Βάμβα

– Α. Αλεβιζόπουλος, ‘'Η Ορθοδοξία μας'', Εκδόσεις Διάλογος, 1994

– Βασίλειος ο Μέγας, ΕΠΕ τόμος 4, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

– Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Ά τόμος, Εκδόσεις Διήγηση, 2002

– Γρηγόριος Θεολόγος, ΕΠΕ τόμος 5, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

– Γρηγόριος Νύσσης, ΕΠΕ τόμος 10, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

– Ιωάννης Δαμασκηνός, ΕΠΕ τόμος 3, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

– Ιωάννης Χρυσόστομος, ΕΠΕ τόμος 37, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

– Κλήμης Αλεξανδρείας, ΕΠΕ τόμος 4, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

– Νεκτάριος (άγιος), ‘'Μελέτη περί των αγίων εικόνων'',

– Νικόδημος ο Αγιορείτης, Πηδάλιο, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, έκδοση δέκατη τρίτη, 2003

– Φιλοκαλία νηπτικών και ασκητικών, τόμος 3

 

ΠΗΓΗ: Τρίτη, 27 Νοεμβρίου 2012,   http://exprotestant.blogspot.gr/2012/11/blog-post_5963.html. Το είδα: Τελευταία ενημέρωση: 28-11-2012, http://www.oodegr.com/oode/orthod/ag_eikones/orthotita_xrisis_1.htm

Η ομορφιά θα καταστρέψει την Εκκλησία;

Η ομορφιά θα καταστρέψει την Εκκλησία;

 

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου

 

Aυτό που θα επιχειρήσω να ψηλαφίσω1, είναι τα τερτίπια ενός τονισμού. Όταν ο τόνος της λέξης "στοιχείο" κατεβαίνει στη λήγουσα, αναδύεται η λέξη "στοιχειό". Ίδια γράμματα, ίδια η σειρά τους, κι όμως, ο τόνος δίνει τον τόνο! Αν το "στοιχείο" σημαίνει κάτι ουδέτερο (απλώς το συστατικό), το "στοιχειό" παραπέμπει σε μια παρουσία ιδιαίτατα φορτισμένη.

Το στοιχειό σφιχταγκαλιάζει έναν χώρο και επιβάλλει τον ρυθμό του στα στοιχεία του χώρου. Το κείμενό μου αυτό, λοιπόν, ζητάει να δούμε μαζί στοιχεία και στοιχειά. Επιχειρεί να θέσει έναν προβληματισμό για κάποια ζητήματα, που, κατά την ταπεινή μου άποψη, στοιχειώνουν τη ναοδομία, την εκλησιαστική τέχνη και την εκκλησιαστική ζωή.

Στοιχειό πρώτο: Ομορφιά εναντίον ομορφιάς;

Εδώ και δέκα περίπου αιώνες μια ρωσική ομολογία μάς γεμίζει καμάρι. Είναι ένα κείμενο που ισχυρίζεται ότι ξέρει ποιος παράγοντας έδρασε καταλυτικά ώστε να εγκολπωθούν οι Ρώσοι την Ορθόδοξη πίστη και δη στην ελληνική έκφρασή της. Πρόκειται για το λεγόμενο "Πρώιμο Χρονικό" (ή "Χρονικό του Νέστορος") το οποίο γράφτηκε στο Κίεβο κατά τα τέλη του 11ου με αρχές του 12ου αι., και αφηγείται την επίσκεψη απεσταλμένων του Ρώσου ηγεμόνα Βλαδίμηρου στην Κωνσταντινούπολη, στο πλαίσιο μεγάλου ταξιδιού τους σε διάφορα έθνη, ακριβώς για να δουν και να αποφασίσουν ποια πίστη θα εγκολπωθούν. Σύμφωνα με το "Χρονικό", ο βυζαντινός αυτοκράτορας ευθύς κανόνισε ώστε οι επισκέπτες του να παρευρεθούν σε λειτουργία στην Αγία Σοφία. Ο ίδιος τους συνόδευσε και τους επέστησε την προσοχή στην ομορφιά τόσο του οικοδομήματος όσο και των λειτουργικών δρωμένων. Οι απεσταλμένοι -λέει το "Χρονικό"- συγκλονίστηκαν τόσο πολύ, ώστε κατόπιν ανέφεραν στον ηγεμόνα τους: «Μας οδήγησαν σε κτίρια όπου λάτρευαν το Θεό τους και δεν γνωρίζαμε αν βρισκόμασταν στον ουρανό ή στη γη […]. Στη γη δεν υπάρχει τέτοια λαμπρότητα και τέτοια ομορφιά, και είμαστε σε αμηχανία πώς να την περιγράψουμε. Γνωρίζουμε μόνο ότι εκεί ο Θεός κατοικεί ανάμεσα στους ανθρώπους»2.

Όποιος αντέχει να αναδιφήσει τα ποικίλα εκκλησιαστικά έντυπα και θεολογικά κείμενα που παράγονται στον τόπο μας στις τελευταίες δεκαετίες, δεν θα δυσκολευτεί να διαπιστώσει ότι γίνεται επίκληση της μαρτυρίας αυτής κατά κόρον, προς επίρρωση της πεποίθησης ότι η λαμπρότητα και η ομορφιά είναι το στόμα της αληθείας. Προς επίρρωση, δηλαδή, της ανενδοίαστης βεβαιότητας ότι καθαυτήν η ωραιότητα παραπέμπει στον Θεό και φανερώνει στο παρόν τη δόξα των μελλούμενων Εσχάτων. Παράλληλα, πλημμυρηδόν γίνεται και η επίκληση της αποδιδόμενης στον Ντοστογιέφσκι ρήσης "η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο".

Έχω, ωστόσο, την εντύπωση ότι στις πλείστες των περιπτώσεων οι επικλήσεις αυτές γίνονται με την ένταση και την ευτυχισμένη πρεσβυωπία κάθε παπαγαλίας. Η παπαγαλία γαρ εξατμίζει αυτά που πολλοί θεωρούν μπελά: την κρίση και τη λογοδοσία. Η παπαγαλία δεν βλέπει να αναδύονται ερωτήματα, δεν σπαζοκεφαλιάζει για διλήμματα, δεν αναστοχάζεται αυτό που ξεστομίζει.

Το λέω ρητά ότι εδώ δεν προτίθεμαι να αμφισβητήσω τη θαυμασιότητα της ομορφιάς, ούτε την εκφραστική δύναμή της. Το ερώτημα που επιθυμώ να θέσω, αφορά κάτι άλλο: Τη μονοσήμαντη ανάγνωσή της, δηλαδή τη σιγουριά ότι από τη μια ίσταται η ομορφιά, έχοντας ένα κι μόνο νόημα, και από την άλλη το κιτς, ομοίως έχοντας ένα και μόνο νόημα. Σύμφωνα μ' αυτή τη μονοσήμαντη ανάγνωση, η απειλή είναι, σε κάθε περίπτωση, μία και μοναδική: το κιτς. Η επίτευξη του αισθητικώς ωραίου θεωρείται αυτοδικαίως ομίληση της γλώσσας της αληθείας. Έτσι, όμως, υποθάλπεται μια νοηματική θολούρα και αντιφατικότητα. Η εν λόγω ανάγνωση ούτε καν αγγίζει τα απλούστα ερωτήματα, πώς μπορεί κάποιος πάγκακος και αρνητής του αληθούς να αποδέχεται το αισθητικώς ωραίο, πώς είναι δυνατό να επιτυγχάνεται το αισθητικώς ωραίο μέσω απανθρωπιάς και αδικίας, ή πώς μπορεί να είναι πανέμορφος ψυχικά ένας βρώμικος καμπούρης!

Πλέον δεν είναι σύνηθες φαινόμενο, το εκκλησιαστικό συμβούλιο να επελαύνει κατά του πανέμορφου ναΐσκου κραδαίνοντας λαδομπογιά. Δεν βρισκόμαστε στην εποχή που ο Κόντογλου θρηνωδούσε τον εξοστρακισμό της βυζαντινής φιλοκαλίας. Η σπουδαιότητα της παράδοσης έχει αναγνωριστεί και, μέσα στα τελευταία τριάντα ίσως χρόνια, αριστουργηματικά ξυλόγλυπτα τέμπλα έχουν αντικαταστήσει βροχηδόν πολλά κιτς της δεκαετίας του '50. Συχνά, ωστόσο, πρόκειται για μια νέα επέλαση! Για την επέλαση αυτών που εξοστρακίζουν μεν τη λαδομπογιά, αλλά τα αριστουργηματικά τέμπλα τα μπάζουν στην ενορία όπως τη φορμόλη στο πτώμα. Και δεν μιλώ για κουτοπόνηρες απομιμήσεις παραδοσιακότητας3 και για ντενεκέδες στη θέση του χρυσού, αλλά για τις περιπτώσεις όπου πράγματι τηρούνται τα κριτήρια της καλαισθησίας και της βυζαντινής αισθητικής. Και το ερώτημά μου είναι: αρκεί η τήρηση των κριτηρίων της καλαισθησίας καθαυτήν, δηλαδή χωρίς την όσμωσή τους με άλλα κριτήρια, που αφορούν τις στάσεις ζωής; Για παράδειγμα: Ποια μπορεί να είναι η εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία στις περιπτώσεις όπου πράγματι έχουμε ναοδομία δίχως παρέκκλιση από τις επιταγές της ωραιότητας – της παραδοσιακώς επικυρωμένης ωραιότητας; Τι θα σήμαινε αν από παντού το κιτς εξέλιπε, αν το μπετόν περιοριζόταν, αν οι πλίνθοι καλωσορίζονταν και ο χρυσός εξοστράκιζε το ντενεκέ; Θα σήμαινε άραγε αναπόδραστα ένα και μόνο πράγμα, δηλαδή την κατόρθωση ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας; Αποκλείεται μήπως μια στρεβλή αυτοσυνειδησία να στεγάζεται σε όντως περικαλλή ναό ή η πολυτέλεια να παραπέμπει τελικά σε κάτι ουσιαστικά ανιεκκλησιαστικό;

Ερωτήματα σαν αυτά αντιμετωπίζονται συχνά με την καχυποψία ότι έρχονται έξω από τα παραδεδομένα, ότι στην καθ' ημάς παράδοση ουδέποτε ετέθησαν, ότι αχρεώστητα αναπολούν μια πρωτοχριστιανική απλότητα, ότι εισάγουν προτεσταντικές ευαισθησίες, κλπ. κλπ. Αν, ωστόσο, μετριαστεί η ορμή προς σαρωτικές γενικεύσεις και αφοριστικές απορρίψεις, μπορεί να καταφανεί ότι στην πραγματικότητα τα ερωτήματα αυτά ουδόλως άσχετα προς το εκκλησιαστικό γεγονός και την ιστορική εκκλησιαστική εμπειρία μας είναι!

Το πρώτο ίσως που μπορεί να ανακόψει την ορμή προς απολυτοποιήσεις, είναι το γεγονός ότι η κωνσταντινουπολίτικη έκσταση των Ρώσων, που προμνημονεύσαμε, δεν είναι η μόνη! Απέναντί της ίσταται η έκπληξη των τριών Μάγων, όπως την αφηγείται ο ύμνος στη θεία λειτουργία των Χριστουγέννων: "Την απαρχήν των εθνών ο ουρανός σοι προσεκόμισε, τω κειμένω νηπίω εν φάτνη, δι' αστέρος τους μάγους καλέσας. Ους και κατέπληττεν, ου σκήπτρα και θρόνοι, αλλ' εσχάτη πτωχεία. Τι γαρ ευτελέστερον σπηλαίου; τι δε ταπεινότερον σπαργάνων; εν οις διέλαμψεν ο της θεότητός σου πλούτος"4 (μετάφραση: "Σε σένα, Χριστέ, που βρισκόσουν ως νήπιο στη φάτνη, ο ουρανός σού προσκόμισε την απαρχή των εθνών, προσκαλώντας με τον αστέρα τούς μάγους, οι οποίοι κατεπλάγησαν όχι από σκήπτρα και θρόνους, αλλά από έσχατη φτώχεια. Υπάρχει τίποτα ευτελέστερο από σπήλαιο; Υπάρχει τίποτα ταπεινότερο από τις φασκιές; Όμως ο πλούτος τής θεότητάς σου έλαμψε τρανά μέσα απ' αυτά").

Να, λοιπόν, και μια λαμπρότητα ("διέλαμψεν ο της θεότητός σου πλούτος") η οποία δεν εκφράζεται με το βαρύτιμο, όπως η Αγία Σοφία, αλλά με την πτωχεία, η οποία εδώ φανερώνει την θεμελιώδη αλήθεια ότι η ενανθρώπιση, για να είναι ενανθρώπιση Χριστού, πρέπει να είναι κένωση. Και μάλιστα στο πρκείμενο δεν πρόκειται καν για καλαίσθητη πτωχεία (για το πεντακάθαρο, ασβεστωμένο σπιτάκι με τα όμορφα γεράνια), αλλά για εκείνη την έσχατη ανεστιότητα, η οποία αναγκάζει να γίνει τοκετός μέσα στην ασχήμια, δίπλα δηλαδή σε κοπριές. Ή μήπως η ευαγγελική αφήγηση δεν μάς δίνει το δικαίωμα να το πούμε αυτό; Μπορεί στις μέρες μας ο περί στάβλου θεολογικός στοχασμός να λοιδορείται από ορισμένους λόγιους του εκκλησιαστικού οργανισμού ως ρομαντισμός, όμως είναι καίρια παράμετρος τής Σάρκωσης, αν όντως η Σάρκωση δεν ήταν απλώς τουρισμός στον κόσμο, αλλά πρόσληψη των οδυνών του.

Αυτό που πρέπει να δούμε στη διελκυστίνδα Ρώσων και Μάγων δεν είναι, προφανώς, η κήρυξη πολέμου στην ωραιότητα, είναι όμως σίγουρα η κήρυξη πολέμου σε κάθε ειδωλοποίηση. Θα χρειαζόταν να γίνουμε απελπιστικά πλατωνιστές, για να αντιστοιχήσουμε αμφιμονοσήμαντα μια κοσμική πραγματικότητα (την ωραιότητα) με μια αιώνια ιδέα (τον πάγκαλλο θεό). Ο βιβλικός Θεός δεν είναι μόνο το ύψιστο κάλλος είναι και ο πέρα από την ωραιότητα, ο "ακαλλής" στην αποφατική γλώσσα. "Πανέμορφος και πανωραίος είναι, συνάμα χωρίς ωραιότητα και χωρίς ομορφιά"5. Χρειαζόμαστε, συνεπώς, μεγαλύτερη συγκράτηση και διάκριση όσον αφορά την έννοια της παραπομπής, δηλαδή τι παραπέμπει πού, και αν παραπέμπει σε αυτό και μόνο. Και βέβαια δεν κάνω καμμία ανακάλυψη εδώ! Mιλώ απλώς για τα όρια και τη δυναμική της γλώσσας! Στην Αποκάλυψη ένας άγγελος καλεί τον συγγραφέα της για να του δείξει τη νύμφη του αρνίου στολισμένη με άφταστη λαμπρότητα, με πολύτιμους λίθους και διαφανή υλικά (21: 9, 15-21). Ιδού το κάλλος ως παραπομπή στην αλήθεια! Όμως ο ίδιος άγγελος είχε, λίγο πριν, καλέσει τον συγγραφέα για να του δείξει την Βαβυλώνα, την πόρνη τη μεγάλη, επίσης στολισμένη με πορφύρα, χρυσό και τίμιους λίθους (17: 1)6. Ιδού το κάλλος ως παραπομπή στην απώλεια! Το κάλλος δεν ήταν στολίδι μόνο της Ιουδήθ και της Εσθήρ (Ιουδ. 8: 7, Εσθ. 2: 7), αλλά και της Σαλώμης (Ματθ. 14: 6). Μπορεί να είναι αφορμή δοξολογίας, αλλά και αιτία πτώσης: "Επειδή ήσουν όμορφος περηφανεύτηκες επειδή ήσουν δοξασμένος η σοφία σου διαφθάρηκε. Γι' αυτό σε πέταξα στη γη και σε παρέδωσα στη κοινή θέα των άλλων βασιλιάδων" (Ιεζ. 28: 17)7. Ο ίδιος ο Χριστός μάς έχει διαβεβαιώσει ότι η σαπίλα δεν εκφράζεται μόνο με την ασχήμια, αλλά και με περιποιημένους τάφους (Ματθ. 23: 27), οι οποίοι αρχαιολογικώς μπορεί να είναι υψηλότατα δείγματα πολιτισμού κι αισθητικής!

Τελικά, ο πρίγκηπας Μίσκιν, ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκυ, ήταν περισσότερο υποψιασμένος από πολλούς σημερινούς, άκοπους χρήστες της φράσης του, "η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο". Πρώτα απ' όλα, η φράση δεν είναι διόλου μονότροπη, αλλά, αντιθέτως, είναι αινιγματική. Σε κανένα σημείο του έργου δεν δηλώνεται η στιγμή και οι συνθήκες υπό τις οποίες την ξεστόμισε ο Μίσκιν. Ότι κάποτε, κάπου την είχε πει, το αναφέρει εν παρόδω ένας άλλος ήρωας του έργου, ο Ιππόλυτος8. Και ουδαμώς εμφανίζεται να εκτοξεύτηκε άκοπα και ανενδοίαστα! Αν παρακολουθήσουμε το κείμενο, θα δούμε ότι ο Ιππόλυτος συνέχισε διατυπώνοντας όχι συμπέρασμα, αλλά ερώτημα – το κρίσμο ερώτημα: "Ποια ομορφιά θα σώσει τον κόσμο;". Είναι ακριβώς το ερώτημα που λείπει από τη θεολογική ουσιοκρατία μας. "Την ομορφιά είναι δύσκολο να την κρίνει κανείς […]. Η ομορφιά είναι αίνιγμα", είχε πει νωρίτερα ο Μίσκιν. Κοιτώντας τη φωτογραφία της Ναστάσιας Φιλίπποβνας, ο μεν Μίσκιν ομολόγησε ότι του άρεσε η ομορφιά της διότι το πρόσωπό της φαινόταν να έχει υποφέρει πολύ, η δε Αδελαΐδα δήλωσε ότι μια τέτοια ομορφιά είναι δύναμη κι ότι μ' αυτήν μπορεί κανείς να αναποδογυρίσει τον κόσμο!9 Εδώ η ομορφιά βρίσκεται σε όσμωση με άλλης τάξης κριτήρια, που έχουν να κάνουν με την υπαρξιακή οδύνη και την απανθρωπιά. Είναι, λοιπόν, εντυπωσιακή η αντιστροφή που λαμβάνει σήμερα χώρα, ώστε το ντοστογιεφσκικό κείμενο, το οποίο δυναμιτίζει κάθε αφελή μονοσημαντότητα, να γίνεται λάβαρο των θιασωτών του αντίθετου, δηλαδή της αποκλειστικής και αμφιμονοσήμαντης σχέσης αλήθειας και αισθητικώς ωραίου!

Στο πεδίο της ναοδομίας υπάρχουν πάμπολλοι λόγοι για τους οποίους μπορεί κανείς να ποθήσει την ομορφιά υπό την έννοια της ισορροπίας με το περιβάλλον, της ανταπόκρισης σε αυτά που μάς υπαγορεύουν τα υλικά10 και της αντιστοίχισης του οικοδομείν με το θεολογείν, ώστε το κτίριο να αποτελεί μια εμπράγματη συμβολική θεολογική γλώσσα, αλλά και να είναι αληθινά λειτουργικό, δηλαδή να στεγάζει και να διακονεί τα δρώμενα της ύψωσης του κόσμου σε Εκκλησία. Τα λέω αυτά για να μην υπάρξει παρεξήγηση, ότι τάχα προσπερνώ αυτά τα καίρια ζητήματα. Απλώς θα επιμείνω ότι, σε κάθε περίπτωση, η έννοια του αυτοματισμού αποτελεί τον αντίποδα της εκκλησιαστικότητας. Για παράδειγμα, θεωρώ πολύ σημαντική τη λειτουργική ανανέωση, αλλά έχω από καιρό εκφράσει την πεποίθηση ότι, δίχως μια εγρηγορούσα θεολογική συνείδηση, η τάση για ανανέωση μπορεί να οδηγήσει σε άλλου είδους στρεβλώσεις, αν νοείται ως αυτοματισμός11. Ένας εφημέριος, για παράδειγμα, ενδέχεται να εισαγάγει στην εκκλησιά του ορθότερους λειτουργικούς τύπους, αλλά να το κάνει με ένα ήθος που αναπαράγει τη θεαματικότητα ή καλλιεργεί τη σεκταριστική συνείδηση ότι "εμείς εδώ με τον δικό μας παππούλη τα κάνουμε σωστά και ουκ εσμέν ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων"12. Παρόμοια, μια εκκλησιά μπορεί να χτιστεί αληθινά υπέροχη, με πέτρα και ξύλο και αρμονία, κι όμως να ανατρέφει πιστούς λιγωμένους από μιαν αρτιότητα που κάνει την εκκλησία τους πασαρέλα. Ή μπορεί ο προϊστάμενος του ναού να αναθέτει σε επαγγελματίες ανθοπώλες τον στολισμό του επιταφίου, έτσι ώστε να προκύπτει ένα όντως άψογο αισθητικώς αποτέλεσμα, αλλά με το εκκλησίασμα αμέτοχο από τη διαδικασία του στολισμού και τον σπουδαίο ευχαριστιακό συμβολισμό του13. Μπορεί στη Βίβλο η Βασιλεία να εικονίζεται με πόλη (τη νέα Ιερουσαλήμ), όμως με πόλη εικονίζεται και ο αντίποδάς της! Δείτε πόσο γκυ-ντεμποριανά14 περιγράφει ο προφήτης Ναούμ τη Νινευή: "Η πόρνη και η μάγισσα, που σαγηνεύει με τα κάλλη της και τις μαγείες της τα έθνη" (3: 4).

Με μια κουβέντα, το πρόβλημά μας στο προκείμενο είναι πως συχνά δεν βλέπουμε ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο το κιτς, δεν είναι μόνο η περιφρόνηση της αισθητικής παράδοσης, δεν είναι μόνο η αποσύνδεση από τη θεολογία, αλλά και το ότι η ίδια η ωραιότητα, η ίδια η στοίχιση με την παράδοση, η ίδια η σχέτιση με τη θεολογία μπορεί να λειτουργήσουν ναρκισσιστικά. Είπε κανείς ότι ο Νάρκισσος ήταν στην πραγματικότητα άσχημος ή ασύμμετρος; Το πρόβλημα δεν ήταν τα συστατικά του. Ήταν ο προσανατολισμός τους αυτό το στοιχειό, το οποίο έχει αποφασιστική σημασία, αλλά δεν πρόκειται να βρεθεί ανάμεσα στα συστατικά. Η ομορφιά του Νάρκισσου ήταν μια ομορφιά που επέστρεφε στον εαυτό του. Η μη-παραπεμπτικότητα, η αγκυροβόληση, δηλαδή, στην αγαλλίαση από καθαυτή την ωραιότητα, είναι εγγενής κίνδυνος της ομορφιάς. Κίνδυνος όχι αναπόδραστος μεν, αεί παρών δε. Ο ναρκισσισμός και η ειδωλοποίηση, λοιπόν, ήταν το πρώτο στοιχειό της εισήγησής μου. Περνάω στο δεύτερο: τη σχέση του κτιριακού ναού με τους έμψυχους ναούς και με το ανθρωπολογικό περιβάλλον. Ως ανθρωπολογικό περιβάλλον δεν εννοώ απλώς τη λειτουργία της κοινότητας εντός του ναού της, ούτε απλώς τη σχέση του ναού με το οικιστικό περιβάλλον, αλλά την περί κοινωνίας και ανθρωπίνων σχέσεων αντίληψη την οποία μαρτυρά η ύπαρξη και η αισθητική του ναού.

Στοιχειό δεύτερο: Ομορφιά εναντίον αλληλεγγύης;

Είναι ολισθηρή η ουσιοκρατική χρήση λέξεων και εννοιών. Για παράδειγμα, οι λέξεις "φιλοκαλία" και "φιλοκαλικός" συνήθως χρησιμοποιούνται σαν να έχουν ένα και μόνο, υπέροχο περιεχόμενο. Αλλά καθαυτήν η λέξη δεν εξασφαλίζει και τον προσανατολισμό της έννοιας! Δείτε, λ.χ., την καταπληκτική φράση, που απηύθυνε σαρκαστικά ο Νείλος ο ασκητής σε κάποιον καλοζωισμένο αρχιμανδρίτη: "Φιλοκαλείς", του είπε, "ογκώδες θυλάκιο"15 – είτε το θυλάκιο αυτό ήταν το πουγγί, είτε η γαστέρα του!

Αυτή η αμφισημία του ωραίου αφορά ιδιαιτέρως μιαν ιδιαίτερη ευλογία των ημερών μας, στο θεολογικό πεδίο. Στις τελευταίες δεκαετίες το ζείδωρο νερό της εσχατολογίας ξανακύλισε άφθονο στα χωράφια της θεολογίας μας. Στο πλαίσιο αυτό, τονίζεται, συν τοις άλλοις, ότι η θεία Λειτουργία οφείλει να έχει λαμπρότητα, ώστε έτσι να φανερώνει τη δόξα των Εσχάτων. Αυτό είναι σωστό, και γι' αυτό καλούμαστε να βρίσκουμε τους τρόπους για να δηλωθεί η δόξα αυτή. Κατά τη γνώμη μου, ωστόσο, θα βοηθηθούμε αποφασιστικά να τους βρούμε, αν παραδεχτούμε ότι η λαμπρότητα δεν είναι μονοσήμαντη. Μια λαμπρότητα πολύχρυση και υπερπολυτελής (ακόμη κι αν πρόκειται για χρυσά άφταστης τέχνης και για πολυτέλεια ανέγγιχτη από το κιτς) μπορεί να παραπέμεπει και σε ό,τι πιο αντιεσχατολογικό: στην πιο έντονη ενθαδικότητα, στη μεταφυσική επευλόγηση του πλουτισμού, της ισχύος, του πνεύματος του αιώνος τούτου. Μια ομορφιά που θα παραπέμπει σε αυτά, ναι, είναι μια ομορφιά που καταστρέφει την Εκκλησία.

Στο πλαίσιο αυτό, του εσχατολογικού νεύρου της θείας λατρείας, υποστηρίζεται συχνά ότι δεν είναι δουλειά της θείας Λειτουργίας να μιλά για την πτωχεία της φάτνης, αφού αυτό που δηλώνει η Λειτουργία είναι η αναστάσιμη εσχατολογική δόξα – όχι η προαναστάσιμη φάση της ιστορικής ταπείνωσης. Το συμπέρασμα στο οποίο απολήγει αυτή η τοποθέτηση είναι ότι ο πλούσιος διάκοσμος έχει θεολογικό λόγο ύπαρξης, ενώ ο λιτός όχι. Νομίζω ότι εδώ χρειάζεται περισσότερη περίσκεψη. Φρονώ ότι το πρώτο σκέλος (ο αναστάσιμος προσανατολισμός της Λειτουργίας) δεν οδηγεί αναπόδραστα στο δεύτερο (στην προσπέραση της φάτνης). Η ανάσταση δεν είναι γενικά κι αφηρημένα νίκη. Είναι νίκη της κορυφαίας, της θυσιαστικής αγάπης. Είναι νίκη της κένωσης, της απύθμενης αγάπης για τους άλλους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αναστημένος Χριστός συνέχισε να φέρει τα σημάδια της σταύρωσής του. Όχι μόνο αυτά δεν είχαν απαλειφθεί, αλλά, πολύ περισσότερο, ο ίδιος τα τόνισε ως σημεία της αναγνώρισής του (Λουκ. 24: 39, Ιω. 20: 20), δηλαδή ως σημεία της ταυτότητάς του: αναστάς είναι ο σταυρωθείς, ο καταδεξάμενος θάνατο χάριν των ανθρώπων – όχι οιοσδήποτε νικητής Μεγαλέξανδρος. Ούτε είναι τυχαίο ότι, κατά την εκκλησιαστική παράδοση, τη δευτέρα παρουσία θα την σημάνει η εμφάνιση του σταυρού σε όλη την οικουμένη, ως πιστοποίηση του ερχομένου16. Η κένωση, κοντολογής, δεν είναι απλώς ένα πρόσκαιρο στοιχείο. Ας μου συγχωρεθεί η διατύπωση: Είναι μάλλον στοιχειό! Αν η αγάπη είναι το μένον, όπως μας έχει διαβεβαιώσει ο Παύλος (Α ́ Κορ. 13: 8), μπορεί άραγε αυτή να μη συνδέεται πάντα με κάποιου είδους κένωση, με την υπακοή στο θέλημα του Πατρός, με τη διακονία των αγαπωμένων; Όπως μου είχε δοθεί άλλοτε ευκαιρία να επισημάνω, είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, σημείον της Βασιλείας στο παρόν δεν αποτελεί μόνο η τέλεση της Ευχαριστίας (όπως σήμερα μονομερώς τονίζεται), αλλά και η αλληλεγγύη (την οποία σήμερα ορισμένοι θεολόγοι υποτιμούν ως κάτι δευτερεύον, αν όχι ηθικιστικό). Η Βασιλεία εικονίζεται -λέει ο Καβάσιλας- στις πράξεις φιλανθρωπίας, ο δε Χριστός στη Βασιλεία του θα είναι ο διακονών οικοδεσπότης17. Η εικόνα του εσχατολογικού Χριστού ως βασιλέως δεν αποκλείει την εικόνα του εσχατολογικού Χριστού ως διακόνου, και τούμπαλιν! Η αλληλεγγύη, συνεπώς, ως ιστορικό σημείον του μόνου που θα μείνει αιώνια (δηλαδή της αγάπης), δεν είναι ένα φευγαλέο και προσπεραστέο στοιχείο της ιστορίας, αλλά εικών και πρόγευση του μέλλοντος αιώνος.

Αν, λοιπόν, είναι ρόλος της θείας Λειτουργίας και, συνεκδοχικά, της ναοδόμησης η φανέρωση της Βασιλείας, τότε χρειάζεται να βρίσκονται τρόποι ώστε, στο φως της αναστάσεως να μαρτυρείται η κένωση, ο δε ναός να λέει με την ίδια του την ύπαρξη ότι δεν συνηγορεί υπέρ της κοινωνικής αδικίας του αιώνος τούτου, αλλά διακονεί το πρωτείο της αγάπης. Να βρίσκονται, λ.χ., τρόποι ώστε ο ναός να αποπνέει φιλόξενη διάθεση. Μια αισθητικώς άψογη ωραιότητα που καλλιεργεί τον θαυμασμό της απόστασης, κι όχι τη ζεστασιά του σπιτικού, είναι μια ωραιότητα που ροκανίζει την Εκκλησία. Οι κίνδυνοι από την αμφισημία της ωραιότητας ελλοχεύουν σε κάθε έκφραση, κι όχι απλώς στη "νόθευση" της βυζαντινής φιλοκαλίας από τη δυτική αισθητική. Μια περιδιάβαση στην ιστορία δύναται να καταδείξει ότι αυτή η επισήμανση έχει τα ριζώματά της στην ίδια την εκκλησιαστική παράδοση.

Ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης (7ον αι.) ρωτήθηκε κάποτε, πού είναι συμφερότερο να προσφέρουν χρήματα οι πιστοί: στις εκκλησίες ή στους φτωχούς; Φαντάζομαι ότι η απάντηση που αναδύεται στα χείλη των περισσοτέρων είναι αυτή που μοιάζει η πιό ισορροπημένη: και στις εκκλησίες και στους φτωχούς. Η απάντηση, ωστόσο, του αγίου Αναστασίου, δείχνει ότι σοφοί γινόμαστε όταν μαθαίνουμε να διακρίνουμε και να ιεραρχούμε. Και ότι υπάρχουν κριτήρια που υπέρκεινται της ωραιότητας καθεαυτήν. Για να κληρονομήσουμε τη Βασιλεία – απάντησε ο Αναστάσιος – ο Χριστός δεν ζήτησε τίποτα άλλο, παρά αλληλεγγύη στους φτωχούς, τους ξένους, τους γυμνούς και τους φυλακισμένους (Ματθ. 25: 34). Ωστόσο – συνεχίζει – είναι αλήθεια ότι υπάρχουν και εκκλησίες που στερούνται απαραίτητα σκεύη. Σ' αυτές πρέπει όντως να προσφέρουμε. Αν, αντιθέτως, προσφέρει κανείς σε εύπορες εκκλησίες, δεν γνωρίζει τι απογίνονται όσα πρόσφερε. Πολλές εκκλησίες – καταλήγει – που σύναξαν τα αγαθά με απληστία και τα διαχειρίστηκαν άσχημα, τελικά μαράζωσαν ή λεηλατήθηκαν από ληστές και βαρβάρους18. Το πνεύμα του Αναστασίου θυμίζει τον κατά τρεις αιώνες προηγηθέντα Χρυσόστομο. Στη Γραφή, λέει ο άγιος, κανείς ποτέ δεν κατηγορήθηκε επειδή δεν καλλώπισε εκκλησίες. Όσοι όμως δεν ελεούν τους φτωχούς, απειλούνται με τη γέενα, το άσβεστο πυρ και την τιμωρία στο χώρο των δαιμόνων. Στολίζοντας, λοιπόν, το ναό, μην παραβλέπεις τον αδελφό που βρίσκεται σε ανάγκη19. Ζωντανό θυσιαστήριο είναι ο πάσχων άνθρωπος και αποτελεί δευτερεύουσα υπόθεση ο καλλωπισμός των ναών20. "Η Εκκλησία δεν είναι ούτε χρυσοχοείο, ούτε αργυροκοπείο, αλλά πανηγύρι αγγέλων […]. Εκείνη η τράπεζα [του μυστικού δείπνου] δεν ήταν ασημένια, ούτε ήταν χρυσό το ποτήρι από το οποίο ο Χριστός έδωσε στους μαθητές το αίμα του, αλλά όλα αυτά ήταν πολύτιμα και συγκλονιστικά, επειδή ήταν γεμάτα από το Άγιο Πνεύμα […]. Δεν χρειάζεται χρυσά σκεύη ο Θεός, αλλά χρυσές ψυχές" 21.

– Στα ερείπια των άπληστα πλουτισμένων εκκλησιών, που μνημονεύει ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης, οι πλείστοι των λογίων της Ορθοδοξίας σήμερα πιθανότατα θα θρηνωδήσουν για την ωραιότητα της πλινθοδομής που έγινε μπάζα, για τα άφθαστα ψηφιδωτά που σκάφτηκαν, για τα σκεύη πουαρπάχτηκαν. Θα ελεεινολογήσουν την επέλαση της βαρβαρότητας σε βάρος της ωραιότητας. Και όντως δεν μπορεί κανείς να μην κατανυγεί συλλογιζόμενος την δήωση. Γιατί, όμως, την ίδια στιγμή να λησμονούμε τα κριτήρια του αγίου Αναστασίου, τα οποία δεν αρνούνται μεν την ωραιότητα, αλλά σίγουρα υπέρκεινται και την κρίνουν; Ο Αναστάσιος δεν περιορίζεται στο πόσο ωραίο θα είναι αυτό που θα φτιαχτεί, αλλά θέτει το ερώτημα τι θα εκπροσωπεί αυτό μέσα στον ανθρωποχώρο, στον κοινωνικό χώρο. Αν προσέξουμε τα λόγια του, θα δούμε ότι διατυπώνει δύο κριτήρια: την έμπρακτη αγάπη και τη διαφάνεια την αξίωση για λογοδοσία των ποιμένων στο εκκλησιαστικό σώμα, θα λέγαμε σήμερα. Και προσοχή! Τα κριτήριά του εδράζονται σε άξονα εξόχως εσχατολογικό: στην έσχατη κρίση!

– Αν σεβόμαστε την παράδοση, δηλαδή τον τρόπο όδευσης και αλήθευσης της Εκκλησίας μέσα από τα πολύμορφα εποχιακά και πολιτισμικά τοπία, θα πρέπει να κρατήσουμε ως τζοβαϊρικό πολύτιμο τη σοφία αυτής της διαδρομής. Έχουμε να κάνουμε με λεωφόρους, αλλά και με παράδρομους με ευρυχωρίες, αλλά και με κατολισθήσεις με καλοτιμονιές, αλλά και στραβοτιμονιές. Τον 2ον αιώνα ο Κέλσος κατηγορούσε τους Χριστιανούς ότι δεν είχαν ναούς. Και βάλτε κατά νου τι συντριπτικούς για τους Χριστιανούς συσχετισμούς θα πρέπει να δημιουργούσε μια τέτοια μομφή! Αναμέτρηση της Εκκλησίας με το κάλλος του Παρθενώνα, του Σουνίου, των Δελφών! Ο Ωριγένης τότε του απαντούσε ότι οι Χριστιανοί όντως δεν επεδίωκαν να φτιάχνουν ναούς, διότι για την Εκκλησία ναός του Θεού είναι οι ίδιοι οι πιστοί που αγωνίζονται να αγιάσουν τον εαυτό τους και να καταστούν θυσιαστήρια του Θεού22. Ωστόσο δεν χρειάστηκαν παραπάνω από δύο αιώνες για να αποδεχτεί η χριστιανική συνείδηση το αυτοκρατορικό ιδεώδες. Αρκεί να διαβάσει κανείς τα σχετικά κεφάλαια του Ευσεβίου Καισαρείας για να δει με ποια λαμπρότητα, χλιδή και ωραιότητα υλοποιήθηκε το αυτοκρατορικό ναοδομικό πρόγραμμα23. Κι ας προσπάθησε ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης τον 5ον αι. να διευκρινίσει στους επισκόπους ότι άλλο πράγμα είναι η εκκλησία (οι πιστοί) και άλλο το εκκλησιαστήριον (ο ναός), και να υπενθυμίσει ότι στην εποχή των αποστόλων η Εκκλησία έγεμε αρετών ενώ στερούνταν ναών. Είναι ό,τι πιο άτοπο -έλεγε- και εξαιρετικά επικίνδυνο, να θέλει να είναι κληρικός αυτός που αγνοεί τι είναι η Εκκλησία. Όταν δεν γνωρίζει ότι Εκκλησία είναι οι πιστοί που φρονούν ορθά και πολιτεύονται χρηστά, την μεν Εκκλησία την γκρεμίζει, το δε εκκλησιαστήριο το οικοδομεί. Και την μεν αληθινή Εκκλησία -καταλήγει ο Ισίδωρος- την ξεγυμνώνει από τα αληθνά στολίδια της, διώχνοντας τα αξιόλογα μέλη της, το εκκλησιαστήριο όμως το στολίζει με πολυτελή μάρμαρα24.

Στο διάβα της ιστορίας το πολιτισμικό κριτήριο κραταιώθηκε σε βάρος άλλων, όπως το ταξικό. Απολυτοποιήθηκε, δηλαδή, το πόσο λαμπρά προϊόντα τέχνης μπορεί να δώσει ένας πολιτισμός, και περίπου λησμονήθηκε η διερώτηση αν η παραγωγή τους προϋποθέτει την αδικία ή την αναλγησία. Η οξεία αντιδιαστολή που έκανε ο Χριστός μεταξύ του ασκητικού Ιωάννου Προδρόμου αφ' ενός, και των τα μαλακά και λαμπρά φορούντων αφ' ετέρου (Ματθ. 11: 8, Λουκ. 7: 25), αμβλύνθηκε. Έχουμε φτάσει στο σημείο να ακούμε από χείλη εκκλησιαστικών ανδρών ότι οι τρίχες καμήλου που φορούσε ο Βαπτιστής δεν ήταν στην πραγματικότητα ρούχο λιτό, αλλά, αντιθέτως, ένα ακριβό ένδυμα, αντίστοιχο των σημερινών καμηλό παλτώ! Στα δε σύγχρονα θεολογικά μελετήματα περί κάλλους και αισθητικής, αυτή η ταξική παράμετρος απουσιάζει εκκωφαντικά.

Κάποτε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έβαλε στο στόμα ενός στοχαστικού εργάτη μια ερώτηση: Ποιων αφανών εργατών η ταλαιπωρία βρίσκεται στην πραγματικότητα πίσω από τα θαυμαστά έργα της ανθρωπότητας;

 

Ποιος έκτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;

Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα. Οι βασιλιάδες κουβάλησαν τ' αγκωνάρια; [..]

Το Βυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο

μόνο παλάτια είχε για τους κατοίκους του; 25.

 

Μπορεί σήμερα να μην υπάρχει η δουλεία με την κλασσική της μορφή, ωστόσο το ερώτημα ποιες κοινωνικές σχέσεις ενσωματώνονται σε μια οικοδομική δραστηριότητα, παραμένει. Ο Χρυσόστομος πάσχισε να δείξει αυτό που υπαινισσόταν ο Μπρεχτ, ότι σημαντικοί συντελεστές των λαμπρών επιτευγμάτων είναι οι φτωχοί χειρώνακτες: "Αν πρέπει να χτίσουμε κάτι, αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι χρυσάφι και ασήμι και πολύτιμα πετράδια, αλλά μαστοριά και χέρια, και μάλιστα όχι χέρια όχι τα τυχόντα, αλλά χέρια με κάλους, δάχτυλα που τα σκλήρυνε η δουλειά, δύναμη μεγάλη και [ευτελή υλικά όπως] ξύλα και πέτρες"26. Μα, με μεγαλύτερη ένταση έθεσε το θέμα πάλι ο άγιος Ισίδωρος ο Πλουσιώτης. Του Ισίδωρου προφανώς δεν του αρκούσε το κάλλος των αρχιτεκτονημάτων του Θεόφιλου, του πατριάρχη Αλεξανδρείας που δίωξε τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Υπό την διαποίμανση του Θεόφιλου – λέει ο Ισίδωρος – η Αίγυπτος απέκτησε φαραωνικό ήθος, "τυραννώντας τους αδύναμους, καταπιέζοντας τους εργαζόμενους, χτίζοντας πόλεις και αποστερώντας τα μεροκάματα". Και πώς χαρακτηρίζει ο Ισίδωρος τον πατριάρχη; "Λιθομανή […] και χρυσολάτρην"27. Και σε μια επιστολή του λέει στον εκκλησιαστικό προεστώτα: "Λένε ότι κτίζεις στο Πηλούσιο εκκλησία, λαμπρή μεν [σ.σ.: λαμπρή! Όχι κιτς!] όσον αφορά τα οικοδομικά, αλλά με ελεεινά μέσα: με χρηματισμούς από χειροτονίες, με αδικίες, με αγριότητα, με εξουθένωση των φτωχών και με υπεξαίρεση των χρημάτων που προορίζονται για τους φτωχούς, πράγμα που δεν είναι τίποτα διαφορετικό από το να οικοδομείς τη Σιών με άιματα και την Ιερουσαήμ με αδικίες28. Δεν χρειάζεται ο Θεός θυσίες που προέρχονται από αδικία. Αντιθέτως, τις σιχαίνεται σαν να πρόκειται για θυσία σκυλιού. Σταμάτα, λοιπόν, και να κτίζεις και να αδικείς, ώστε να μη βρεθεί στην κατάκριση του Θεού το οικοδόμημα αυτό. Αιώνια θα στέκει μετέωρο και θα σου καταμαρτυρεί με ποια κακά κτίστηκε, θα σου γυρεύει πίσω τα μερκάματα που στέρησες και θα συνηγορεί υπέρ όσων έβλαψες"29.

Ένα από τα συγκλονιστικά στοιχεία αυτών των λόγων του Ισιδώρου είναι ότι τον εξ αδικιών οικοδομηθέντα περικαλλή ναό τον βλέπει όντως ως σημείον, όχι όμως ως σημείον της Βασιλείας, αλλά αιώνιας καταδίκης! Αμφιβάλλω, ωστόσο, πόσο εύκολα θα βρούμε σήμερα σε μελετήματα λειτουργικής θεολογίας ή χριστιανικής τέχνης να αναγνωρίζεται η έμπρακτη αγάπη ως στοιχειό των λειτουργικών δρωμένων και των καλλιτεχνικών κατορθωμάτων – ως όρος τους και ως συστατικό τους. Επί πλέον, ο Ισίδωρος φέρνει στο προσκήνιο την ευθύνη που έχει κάθε βαπτισμένος, να διακρίνει και να αξιολογεί τα τεκταινόμενα στην Εκκλησία του. Χαρακτηριστικό και συναφές είναι το περιστατικό που διασώζει ο Παλλάδιος. Μια εύπορη χήρα έδωσε στον πρεσβύτερο Ισίδωρο χρήματα για να ντύσει τις φτωχές Αλεξανδρινές και τον όρκισε στην αγία τράπεζα να μην ενημερώσει τον πατριάρχη Θεόφιλο, "για να μην τα πάρει και τα ξοδέψει σε πέτρες διότι τον κατέχει μια φαραωνική λιθομανία, για οικοδομήματα τα οποία καθόλου δεν χρειάζεται η Εκκλησία"30.

Το βαρύ πυροβολικό όσων, αντίθετα προς τα παραπάνω, δίνουν προτεραιότητα στη λαμπρή αισθητική, είναι, βέβαια, το ευαγγελικό περιστατικό της γυναίκας που περιέλουσε τον Χριστό με πανάκριβο μύρο. Με βάση αυτό υποστηρίζουν ότι η πολυτέλεια στον εκκλησιαστικό διάκοσμο είναι αναγκαία, για να δηλώνει τη λαμπρότητα της ουράνιας Βασιλείας. Για να αντικρούσουν, μάλιστα, τους διαφωνούντες, μερικές φορές τους εκτοξεύουν μια βαρύτατη μομφή: ότι η πρόταξη της φιλανθρωπίας θυμίζει τη διαμαρτυρία του Ιούδα, όταν αυτός είδε τη γυναίκα να χέει το πολύτιμο μύρο στα κεφάλι και τα πόδια του Χριστού. Αξίζει, λοιπόν, να σταθούμε στο περιστατικό και στην ερμηνεία του από την εκκλησιαστική συνείδηση31.

Το περιστατικό το καταγράφουν, ως γνωστόν, τρεις ευαγγελιστές: ο Ματθαίος (26: 6-13), ο Μάρκος (14: 3-9) και ο Ιωάννης (12: 1-8). Εξ αυτών, οι δύο πρώτοι αφήνουν ανώνυμη τη γυναίκα, μιλούν για χρίση της κεφαλής του Ιησού και εμφανίζουν διαμαρτυρόμενους ανωνύμως τους μαθητές ή κάποιους από τους παρόντες. Ο Ιωάννης, από την άλλη, κατονομάζει τη γυναίκα ως Μαρία, μιλά για άλειψη των ποδιών του Ιησού και εμφανίζει ως διαμαρτυρόμενο μόνο τον Ιούδα. Όποιοι, πάντως, κι αν παρουσιάζονται ως διαμαρτυρόμενοι, το περιεχόμενο της διαμαρτυρίας είναι και στα τρία ευαγγέλια το ίδιο: «Προς τι αυτή η σπατάλη; Θα μπορούσε αυτό το μύρο να πουληθεί ακριβά και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς».

Το περιστατικό κλείνει με την αντίδραση του Χριστού, ο οποίος και επέπληξε τους διαμαρτυρόμενους. «Γιατί δημιουργείτε προβλήματα στη γυναίκα; Έκανε μια καλή πράξη για μένα. Όσο για τους φτωχούς, αυτούς πάντοτε θα τους έχετε μαζί σας, εμένα όμως δεν θα μ' έχετε πάντοτε. Το μύρο που έριξε στο σώμα μου αυτή η γυναίκα ήταν προετοιμασία για την ταφή μου» (Ματθ. 26: 10-12).

Το πρώτο που θα μπορούσε να επισημάνει κανείς εδώ, είναι μια αντίφαση των επικαλουμένων το περιστατικό. Ενώ χάριν του τονισμού της δοξας των Εσχάτων αντιτίθενται στην έκφραση της πτωχείας της φάτνης (υπό την έννοια, όπως είπαμε, ότι αυτή ήταν προ-αναστάσιμη), εδώ πρόθυμα επικαλούνται την άλειψη, παρ' όλο που κι αυτή αφορούσε προ-αναστάσιμη φάση (την ταφή του Χριστού, κατά δήλωση του ίδιου)!

Αλλά το σημαντικό βρίσκεται στην ανάκριση του ίδιου του περιστατικού. Είναι αλήθεια ότι με μια πρώτη ανάγνωσή του μπορεί άνετα κανείς να επαναπαυτεί στο συμπέρασμα ότι η πολυτελής προσφορά υπέρκειται της φιλανθρωπίας. Αν, όμως, επιχειρήσει να βαθύνει σε ερμηνεία του, ίσως συναντήσει κάποιες ανατροπές.

Πρώτα απ' όλα, ο ίδιος Ιωάννης (ο οποίος, όπως είπαμε, παρουσιάζει ως διαμαρτυρόμενο μόνο τον Ιούδα) δυναμιτίζει το εύκολο συμπέρασμα κατά της φιλανθρωπίας. Σπεύδει να διευκρινίσει ότι δεν επρόκειτο γι' αυτό που φαινόταν. Δεν επρόκειτο πραγματικά για διελκυστίνδα πολυτέλειας και φιλανθρωπίας, διότι απλούστατα ο Ιούδας δεν νοιαζόταν για τους φτωχούς! Ο μαθητής δυσανασχέτησε "όχι γιατί νοιαζόταν για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και, καθώς διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, συχνά κρατούσε για τον εαυτό του από τα χρήματα που έβαζαν σ' αυτό" (Ιω. 12: 6). Ως μιμητές του Ιούδα, συνεπώς, δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι ειλικρινώς προτάσσοντες τη φιλανθρωπία! Πλήθος άλλοι, που υπεξαιρούν εκκλησιαστικό χρήμα και αμαυρώνουν την εκκλησιαστική ζωή, ναί!

Πέρα, όμως, από την περίπτωση του Ιούδα, ας εξετάσουμε καθαυτή τη διαμαρτυρία ως δυσανασχέτηση γενικά των μαθητών και άλλων καλοπροαίρετων. Στην εκκλησιαστική μας παράδοση βρίσκουμε κάποιους Πατερικούς σχολιασμούς, οι οποίοι καταδεικνύουν ότι το να κραδαίνεις το γράμμα του Ευαγγελίου μπορεί να είναι εξαιρετικά στείρα πράξη, που εν τέλει σε κάνει να χάσει το πνεύμα του! Κάποιοι Πατέρες, δηλαδή, διέκριναν ότι το εν λόγω περιστατικό μπορεί να εισπραχθεί από κάποιους κατά τρόπον ώστε να υποβαθμίζει κάτι που δεν πρέπει να υποβαθμιστεί ποτέ: την έμπρακτη αγάπη και την αλληλεγγύη. Έτσι, λοιπόν, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει ότι, μέσα στην ποικιλία της ζωής, οι πιστοί μπορούν να πράττουν και τα δύο: και αναθήματα να προσφέρουν στους ναούς, και για τη φιλανθρωπία να νοιάζονται. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρόκειται για δύο ισοβαρείς επιλογές. Χρειάζεται (συνεχίζει πάντα ο Χρυσόστομος) να μη λησμονούμε τι είναι πρωτεύον και τι δευτερεύον. Πρωτεύον είναι πάντα η έμπρακτη αγάπη προς τον αδελφό, διότι αυτός αποτελεί ναό σημαντικότερο από το κτήριο-ναό ("ούτος γαρ εκείνου ναός κυριώτερος"). Στο εν λόγω ευαγγελικό περιστατικό ο Χριστός φαίνεται μεν να απευθύνεται στους μαθητές του, αλλά στην πραγματικότητα ήθελε να παρηγορήσει τη γυναίκα! Έβλεπε ότι η πίστη της ήταν νεόφυτη και ατελής, και έσπευδε να την ενισχύσει, όχι επειδή η πράξη της καθ' αυτήν ήταν σωστή, αλλά για να μη μαραθεί η προκοπή της υπό την αποδοκιμασία των μαθητών. Η στάση, δηλαδή, του Χριστού στο προκείμενο δείχνει την άμετρη έγνοια του για κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο, όμως δεν αποτελεί γενική νομοθέτηση για τη σχέση προσφορών και φιλανθρωπίας. Απευθυνόμενος ο Χρυσόστομος σε ανθρώπους που ήδη στην εποχή του επικαλούνταν το περιστατικό για να υποβαθμίσουν τη φιλανθρωπία, τούς ζητά να μην παρουσιάζουν τώρα ως πρόταγμα εκείνα που λέχθηκαν τότε για συγκεκριμένο λόγο και κατ' οικονομία. "Μη τοίνυν ταύτα εις μέσον φέρομεν νυν, α διά τινα οικονομίαν είρηται". Ας κοιτάξουμε, άλλωστε, λέει, την προτεραιότητα που δίνει ο ίδιος ο Θεός στην έμπρακτη αγάπη, σε ολόκληρη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη32.

Στο εν λόγω περιστατικό, σχολιάζει ο άγιος Iσίδωρος ο Πηλουσιώτης, ο Χριστός δεν έρχεται σε αντίφαση προς όσα ο ίδιος λέει αλλού ("Έλεον θέλω, και ου θυσίαν", "Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται", "Εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε"33). Απλώς έκανε συγκατάβαση στην αδυναμία της γυναίκας. Δεν διατύπωσε εντολή για όλους. Και γι' αυτό (συνεχίζει ο Ισίδωρος) δεν είπε "έγινε μια καλή πράξη" (σαν, δηλαδή, αυτή η πράξη να έχει καθολική ισχύ), αλλά "έκανε μια καλή πράξη" (πράξη, δηλαδή, η οποία γίνεται δεκτή μόνο σε σχέση με τη συγκεκριμένη γυναίκα)! Και προχωρεί ο Ισίδωρος κι άλλο. Η γυναίκα, λέει, έπραξε αυτόβουλα, καθ' όσον ουδέποτε είχε ζητήσει κάτι τέτοιο ο Χριστός. Αν τον ρωτούσε πριν το κάνει, ο ίδιος θα της ζητούσε να πωλήσει το πολύτιμο μύρο και να δώσει τα χρήματα στους φτωχούς! Ο άγιος, δηλαδή, υποστηρίζει ότι ο Χριστός συμφωνούσε στην πραγματικότητα με την άποψη των διαμαρτυρομένων, διέθετε όμως και την έγνοια, να μην τσακιστεί στην άγουρη πνευματική της κατάσταση η συγκεκριμένη γυναίκα. Έτσι -λέει ο άγιος- ενεργούν σήμερα και οι πνευματικότεροι εκ των κληρικών: δεν εξουθενώνουν μεν τους ασθενείς, καθιστούν όμως σαφές ποιο είναι το πρωτεύον και, αν κάποιος πιστός τούς ρωτήσει πού να διαθέσει τα χρήματά του (σε αναθήματα ή στους φτωχούς), τον προτρέπουν σαφώς να επιλέξει την αλληλεγγύη, διότι ο Χριστός δεν ενανθρώπησε για να γεμίσει τις εκκλησίες με χρυσάφι και ασήμι ("ουδέ γάρ διά τούτο επεδήμησεν ο Χριστός, ίνα χρυσού καί αργύρου τάς εκκλησίας εμπλήση"). Όπως και ο Χρυσόστομος, έτσι και ο Ισίδωρος, απευθύνει έκκληση στους επιδερμικούς αναγνώστες του ευαγγελικού μας περιστατικού: "Ας μη μετατρέπουν σε νόμο τη συγκατάβαση" ("μη εις νόμον αναγέτωσαν την συγκατάβασιν")!34

Τι δείχνουν αυτές οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις; Την αγαπητική τόλμη, την τόλμη της αγιοσύνης, η οποία σπάει την κρούστα της θρησκευτικότητας για να φανερώσει τα ουσιώδη. Να φανερώσει, δηλαδή, τα κριτήρια διατυπώνοντας αντίλογο, μα δίχως να φυγαδεύει την αγάπη.

Ότι η ναοδομία και γενικά η εκκλησιστική τέχνη δεν μπορεί να έχει μόνο αισθητικά κριτήρια, φαίνεται και από πλήθος άλλων Πατερικών υποδείξεων (Γρηγορίου Νύσσης, Συμεών Νέου Θεολόγου, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Μ. Βασιλείου, Νικοδήμου Αγιορείτη κ.ά), οι οποίες θεωρούν απαράδεκτες τις δωρεές που προέρχονται από αδικία και εκμετάλλευση του συνανθρώπου35.

Ανασύρω ενδεικτικά τις Αποστολικές Διαταγές του 4ου αιώνα, οι οποίες, ούτε λίγο ούτε πολύ, ζητούν από τον επίσκοπο να αφήσει την εκκλησία να καταρρεύσει, παρά να τη στηρίξει με χρήματα από τέτοιες δωρεές. "Να αποφεύγεις, επίσκοπε, όσους συντρίβουν τις χήρες, τυραννούν τα ορφανά και γεμίζουν τις φυλακές με αθώους ή κακομεταχειρίζονται τους δούλους τους χτυπώντας τους, αφήνοντάς τους πεινασμένους ή σπρώχνοντάς τους στη διαφθορά, ή ρημάζουν ολόκληρες πόλεις. Και να σιχαίνεσαι τις προσφορές τους […]. Ακόμα κι αν βρίσκονται σε ένδεια οι εκκλησίες, είναι ωφελιμότερο να καταστραφούν, παρά να δεχτούν κάτι από εχθρούς του Θεού, πράγμα το οποίο αποτελεί προσβολή και χλευασμό των φίλων Του […]. Να τα εξετάζετε, λοιπόν, όλα αυτά"36.

Δείτε στο απόσπασμα αυτό ποιοι αποκαλούνται εχθροί του Θεού! Όχι αιρετικοί, όχι πόρνοι, όχι άθεοι, αλλά δωρητές και ευεργέτες, και δη πιθανότατα φιλακόλουθοι! Και φίλοι του Θεού, κατά πάγια βιβλική ευισθησία,37 οι αδύναμοι και οι αναγκεμένοι.

Επίλογος

Το πρωταρχικό ερώτημα δεν είναι "τι προσφέρει η ομορφιά;", αλλά "ποια ομορφιά;". Kαι η διελκυστίνδα δεν είναι μόνο μεταξύ ομορφιάς και ασχήμιας, αλλά μεταξύ ομορφιάς και ομορφιάς. Όμορφη ομορφιά είναι αυτή που εκφράζει και διακονεί την αγάπη. Άσχημη ομορφιά είναι αυτή που γεμίζει τον χώρο με ωραιότητα και μεγαλείο, έτσι ώστε στην πραγματικότητα να μη χωρά τίποτα και κανείς άλλος. Αυτή είναι η ομορφιά που δύναται να καταστρέψει την Εκκλησία! Η όμορφη ομορφιά είναι άλλη. Αυτή που με τρόπο ταπεινό φτιάχνει ευρυχωρία, γίνεται οικοδέσποινα και προοικονομεί την έσχατη ωραιότητα, τον θρίαμβο της φιλόξενης χαράς. Ο βαθμός που θα πάρουμε στις εξετάσεις καλλιτεχνίας είναι εν τέλει ο βαθμός ανταπόκρισής μας σε μια πρόσκληση πανηγυριού. "Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου!".

 

Σημειώσεις

1 Ανάπτυξη εισήγησης η οποία έγινε στο συνέδριο "Παράδοση και νεωτερικότητα στη σύγχρονη ναοδομία" (διοργάνωση: Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Ακαδημίας Εκκλησιαστικών Τεχνών), Αθήνα, Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008 (βλ. σχετικά Ζ. Διαβατηνού, "Η ομορφιά θα καταστρέψει την Εκκλησία;", εφημερίδα Χριστιανική 775, 22-6-2008, σ. 5). Βασικές θέσεις τις είχα διατυπώσει νωρίτερα, στο άρθρο μου "Τα Χριστούγεννα τα άβολα", Χριστιανική 695, 16-12-2004, σ. 4, καθώς και στο βιβλίο μου Ανεστιότητα και παραπεμπτικότητα. Κριτικές προσεγγίσεις στα θεολογικά δρώμενα, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1998, σ. 69.

2 The Russian Primary Chronicle; Laurentian Text (μτφρ. – επιμ. Samuel Hazzard Cross και Olgerd P. Sherbowitz – Wetzor), εκδ. The Medieval Academy of America (no 60), Cambridge, Massachusetts 1953, σσ. 110-111. Βλ. και Ιωάννης Μέγεντορφ, Βυζάντιο και Ρωσία. Μελέτη των Βυζαντινο-Ρωσικών σχέσεων κατά το 14ο αιώνα (μτφρ. Νίκος Φωκάς), εκδ. Δόμος, Αθήνα 1988, σσ. 27-28. Κατά την παράδοση ο Βλαδίμηρος έστειλε πρεσβεία από δέκα ευγενείς στους μητροπολιτικούς τόπους διαφόρων πίστεων. Το Ισλάμ τους αποθάρρυνε με τα φτωχικά τεμένη και τους σκυθρωπούς ανθρώπους. Παρόμοια αισθάνθηκαν με τον Ιουδαϊσμό στη Χαζαρία, ενώ στη Γερμανία βρήκαν άσχημες τις τελετές της λατινικής Χριστιανοσύνης.

3 Εξαιρετικά στην καυτηρίαση αυτών των κουτοπόνηρων απομιμήσεων είναι κείμενα όπως του Ιωσήφ Ροηλίδη, "Λόγος για τη  ναοδομία", Σύναξη 81 (2002), σσ. 27-31, "Αναστηλωτική φιλοσοφία και αρχές συχτήρησης στη διατήρηση της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς", Σύναξη 120 (2011), σσ. 73-81, και "Ανθρωπογενές περιβάλλον: από την έκπτωση στον αφανισμό", Manifesto 30-31 (2011), σσ. 31- 36, και Σταύρος Μαμαλούκος, "Η ιστορία της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής συγχρονη ορθόδοξη ναοδομία", Σύναξη 118 (2011), σσ. 53-59.

4 Όρθρος Χριστουγέννων, Ωδή γ΄.

5 Μετάφραση από το: Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Περί θείων ονομάτων (μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978, σ. 101. Βλ. ΨΔιονύσιος Αρεοπαγίτης, Περί θείων ονομάτων 5, 8, PG 3, 821B.

6 Για το ότι επρόκειτο για τον ίδιο άγγελο, εκφράζει τη βεβαιότητά του ο Σάββας Αγουρίδης, Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 475.

7 Μετάφραση: Η Παλαιά Διαθήκη. Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, εκδ. Ελληική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 1997.

8 Φ. Ντοστογιέφσκη, Ο ηλίθιος (μτφ. Άρης Αλεξάνδρου), εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 1991, τ. Β΄, σ. 94.

9 Ντοστογιέφσκη, ό.π., τ. Α΄, σσ. 120 και 126.

10 Ο Πικιώνης επεσήμαινε ότι "το πρώτο πράγμα στην τέχνη είναι ο σεβασμός του υλικού" [Δημήτρης Πικιώνης, "Η λαϊκή μας τέχνη κ' εμείς", Φιλική Εταιρεία 1.4 (1925), σσ. 146-147]. Παρόμοια ο Λεβί Στρως διέκρινε ανάμεσα σε πολιτισμούς της μαστορικής (αυτούς δηλαδή που αφήνουν το υλικό, όπως η πέτρα ή το ξύλο, να υπαγορεύσει τρόπους δόμησης, και σε πολιτισμούς της τεχνικής, αυτούς δηλαδή που φτιάχουν έναν πολτό, το τσιμέντο, στο οποίο δίνεται οιαδήποτε μορφή [Claude Lévi-Strauss, Άγρια Σκέψη (μτφρ. Εύα Καλπουρτζή), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1977, σ. 114-130]. Πρβλ. την επισήμανση του Παναγιώτη Κονδύλη, ότι η μοντέρνα αρχιτεκτονική επιδιώκει να διεισδύσουν ο εσωτερικός και ο εξωτερικός χώρος ο ένας στον άλλο, σαν το οικοδόμημα να είναι ένα κομμάτι χώρος, το οποίο επιδέξια αποκόπηκε από τον χώρο ως σύνολο (Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού. Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 20003, σ. 159).

11 Βλ. την παρέμβασή μου στη συζήτηση για τη λειτουργική αναγέννηση, Σύναξη 71 (1999), σσ. 44-45, το κείμενό μου "Η τρομοκρατία των αντιτρομοκρατών ή η απελευθέρωση ως εργολαβία", Σύναξη 82 (2002), σσ. 57-65 και την παρέμβασή μου στη συζήτηση που ακολούθησε, ό.π., σσ. 76-78.

12 Ομολογουμένως εντυπωσιάστηκα όταν είδα ότι αυτήν περίπου τη φράση (την οποία προσωπικά ερανίστηκα από ενοριακούς κύκλους των Αθηνών) την έχει χρησιμοποιήσει ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν ακριβώς για να καταδείξει ότι μια "ονομαστική ορθότητα" δεν οδηγεί αυτομάτως σε επίγνωση, αλλά μπορεί, αντιθέτως, να καταλήξει σε "αυτοδικαιωτική ικανοποίηση". Βλ. π. Γεώργιος Μπασιούδης, Η δύναμη της λατρείας. Η συμβολή του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν στη λειτουργική θεολογία, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2008, σσ. 104-105.

13 Βλ. το ημέτερο "Μεθεόρτιος απολογισμός αθλιοτήτων", Σύναξη 102 (2007), σσ. 82-83.

14 Πρβλ. το πολυσυζητημένο έργο του Γκυ Ντεμπόρ, Η κοινωνία του θεάματος (μτφρ. Σύλβια), εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2000, όπου τονίστηκε η σύνθλιψη της κοινωνικής ζωής μεταξύ μαζικής παραγωγής και μαζικής κατανάλωσης, με την καταλυτική διαμεσολάβηση της εικόνας.

15 Νείλος Αββάς, Επιστολαί, Βιβλίον Β΄, PG 79, 245. Όπου δεν δηλώνεται αλλιώς, οι μεταφράσεις είναι του γράφοντος.

16 Ματθ. 24: 30. Βλ. Κύριλλος Ιεροσολύμων, Κατήχησις φωτιζομένων, ιε', PG 33, 900B. Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις τον σταυρόν και εις τον ληστήν, α΄, PG 49, 404-405. Γρηγόριος Παλαμάς, Δεκάλογος της κατά Xριστόν νομοθεσίας, PG 150, 1092D-1093A.

17 Βλ. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, "Οι εικόνες της Βασιλείας. Κάποια αθέατα του Καβάσιλα και κάποιοι πειρασμοί της Ευχαριστιακής μας θεολογίας",  Σύναξη 114 (2010), σσ. 13-21.

18 Αναστάσιος Σιναΐτης, Ερωτήσεις και αποκρίσεις, ιδ΄, PG 89, 464A.

19 Ιωάννης Χρυσόστομος, παρατιθέμενος από τον Αναστάσιο, ό.π., 464B: "Υπέρ μεν γαρ του μη εκκλησίας καλλωπίσαι, ουδείς ενεκλήθη ποτέ υπέρ δε του πένητος μη ελεήσαι και γέενα ηπείληται, και πυρ άσβεστον, και η μετά δαιμόνων τιμωρία. Μη τοίνυν τον οίκον κοσμών, τον αδελφόν θλιβόμενον περιόρα".

20 Ιωάννης Χρυσόστομος, Περί ελεημοσύνης, PG 61, 540. Πρβλ. Υπόμνημα εις τον Ματθαίον, 86 , PG 58, 762.

21 "Ου γαρ χρυσοχοείον, ουδέ αγυροκοπείον εστιν η Εκκλησία, αλλά πανήγυρις αγγέλων […]. Ουκ ην η τράπεζα εξ αργύρου τότε εκείνη, ουδέ το ποτήριον χρυσούν, εξ ου έδωκε τοις μαθηταίς ο Χριστός το αίμα το εαυτού, αλλά τίμια ην πάντα εκείνα και φρικτά, επειδή Πνεύματος έγεμε […]. Ουδέ γαρ σκευών χρείαν έχει χρυσών ο Θεός, αλλά ψυχών χρυσών". Ιωάννης Χρυσόστομος, Υπόμνημα εις τον Ματθαίον, 50, PG 58, 508-509. Χρήση του πρώτου τμήματος αυτού του παραθέματος κάνει και ο Ανέστης Κεσελόπουλος, "Η τέχνη στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη", Θεολογία και Τέχνη (επιμ. Χρυσόστομος Α. Σταμούλης), εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 7, σε ένα μελέτημα από τα λιγοστά που, πολύ σωστά, αντιδιαστέλλουν τη φιλοκαλία από την πολυτέλεια.

22 Ωριγένης, Κατά Κέλσου 8, 17, PG 11, 1540C-1544A.

23 Ευσέβιος, Εις τον βίον Κωνσταντίνου, Γ΄, κε΄- να΄, PG 20, 1092A-1100B.

24 Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Επιστολή 146, Θεοδοσίω επισκόπω, PG 78, 684D-685C. "Τούτο μη γινώσκων εκείνος, την μεν όντως Εκκλησίαν καθαιρεί σκανδαλίζων πολλούς, το δε εκκλησιαστήριον οικοδομεί και την μεν αποκοσμεί, τους σπουδαίους εξοστρακίζων, το δε πολυτελέσι μαράροις κοσμεί" (685Α).

25 Μπέρτολτ Μπρεχτ, "Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει", Ποιήματα (μτφρ. Μάριου Πλωρίτη), εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1983, σ. 50.

26 "Αν τε γαρ οικοδομείν δέῃ, ου χρυσού και αργύρου δει και μαργαριτών, αλλά τέχνης και χειρών, χειρών δε ουχ απλώς, αλλά τετυλωμένων, και δακτύλων απεσκληκότων, και ισχύος πολλής, και ξύλων και λίθων". Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις τη Α΄προς Κορινθίους, 55, PG 61, 292.

27 "Τους ταπεινούς μαστίζουσα, τους κοπουμένους θλίβουσα, πόλεις οικοδομούσα και τους μισθούς αποστερούσα". Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Επιστολαί, ρνβ΄, Συμμάχῳ, PG 78, 283C-285A (το δεύτερο παράθεμα, από το 285Α).   Το επίθετο "λιθομανής" το βρήκα και στον Θεοφάνη, Χρονογραφία, PG 108, 916A, πάλι ως μομφή, αλλά με την έννοια του άπληστου που λατρεύει τους πολύτιμους λίθους.

28 Ο Ισίδωρος εδώ αναφέρεται στον προφητικό ταλανισμό των ηγετών του Ισραήλ, Μιχ. 3: 10.

29 Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Επιστολαί, 37, PG 78, 205A. "Κτίζεις, ως φασιν, εκκλησίαν εν Πηλουσίω, λαμπράν μεν τοις μηχανήμασι [σσ.: προσέχετε: λαμπράν!], πονηροίς δε τοις επιτηδεύμασι, χειροτονιών τιμήμασι και αδικίαις και ύβρεσι και πενήτων εκπιεσμοίς και πτωχικοίς δαπανήμασιν, όπερ ουδέν εστιν έτερον, ή οικοδομείν Σιών εν αίμασι, και Ιερουσαλήμ εν αδικίαις. Ου χρῄζει δε ο Θεός εξ αλλοτρίων θυσίας, αλλά ταύτην ως θυόμενον κύνα μυσάττεται παύσαι τοίνυν και κτίζων και αδικών, ίνα μη εις έλεγχόν σοι υπό Θεού ο οίκος εκείνος ευρεθή μετέωρος μεν ιστάμενος, καταβοών δε σου αιώνια, εξ οίων εκτίσθη κακών, και τους εστερημένους μισθούς απαιτών, και την άμυναν των βλαβέντων ζητών".

30 Παλλάδιος, Διάλογος περί βίου και πολιτείας Ιωάννου του Χρυσοστόμου, 6, PG 47, 22. "Ίνα μη λαβών αυτά, τοις λίθοις προσαναλώση λιθομανία γαρ τις αυτόν Φαραώνιος έχει εις οικοδομήματα, ων ουδαμώς χρήζει η Εκκλησία".

31 Θέσεις που ακολουθούν δημοσίευσα στο κείμενό μου "Εκκλησιαστική πολυτέλεια και φιλανθρωπία", Πειραϊκή Εκκλησία 217 (2010), σσ. 8-9.

32 Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις το κατά Ματθαίον ομιλία 52, δ΄, PG 58, 510 και Oμιλία 80, β΄, PG 58, 726. Βλ. και το μελέτημά μου "Λόγος περι-ουσίας. Σημειώσεις για την εκκλησιαστική περιουσία", Σύναξη 23 (1987), σ. 61.

33 Ματθ. 9: 13, 5: 7 και 25:40, αντίστοιχα.

34 Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Επιστολών βιβλίον β΄, 88, Aσκληπηίω επισκόπω, PG 78, 532A-C.

35 Βλ. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Κοινωνική δικαιοσύνη και Ορθόδοξη θεολογία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 20052, ιδίως σσ. 22-24.

36 Διαταγαί Αγίων Αποστόλων, 4, 6, PG 1, 812B και 820B. "Και οι εκθλίβοντες χήραν και ορφανόν καταδυναστεύοντες και τας φυλακάς πληρούντες αναιτίων ή και τοις εαυτών οικέταις πονηρώς χρώμενοι, πληγαίς φημι και λιμώ και κακοδουλία, ή και πόλεις όλας λυμαινόμενοι φευκτέοι εστωσάν σοι, ω επίσκοπε, και αι τούτων προσφοραί μυσαραί […]. Ει […] ούτως απορούσιν αι εκκλησίαι, λυσιτελεί διαφθαρήναι, ή παρ' εχθρών του Θεού λαβείν τι εφ' ύβρει και χλεύη των αυτού φίλων […]. Δοκιμασταί ουν γίνεσθε των τοιούτων"

37 Γ. Γρατσέας, Η περί πτωχείας διδασκαλία της Αγίας Γραφής, Εν Αθήναις 1962.

 

ΠΗΓΗ: Κυριακή, 21 Οκτώβριος 2012. Aντίφωνο, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θεολογία τόμος 83 τεύχος 2 (2012), σσ. 199-219.

Τοπική Σύνοδος Ορθοδόξων 1872: Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ του ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ

Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΤΟΠΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ 1872 ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΥΛΕΤΙΣΜΟ

Του  Μητροπ. Ναυπάκτου  και Αγ. Βλασίου  Ιεροθέου (Βλάχου)*

Ο εθνικισμός  συνιστά μια διαίρεση, που καταστρατηγεί την ενότητα των ανθρώπων, ακριβώς γιατί προτάσσεται ο φυλετισμός σε βάρος της ενότητος του ανθρωπίνου γένους.

Όμως πρέπει να παρατηρηθή κάτι που δυστυχώς ξεφεύγει από την προ­σοχή εκείνων που αναφέρονται στον κίνδυνο του εθνικισμού. Και αυτό είναι ότι ο εθνικισμός, το να κλείνεται κανείς στον χώρο και τον χρόνο, να περικλείε­ται ατά φυλετικά όρια είναι στην πραγ­ματικότητα μια φυσική κατάσταση στην αφύσικη μεταπτωτική ζωή.

Συνέχεια

Ὁ Μηδενισμὸς τοῦ Ἀνθρώπου

Μηδενισμς το νθρώπου

 

Του Σεβ. Αθανάσιου (Γιέφτιτς) εφησυχάζοντος Ερζεγοβίνης*

 

Ἀπὸ ὁμιλία στὴν Ἀθήνα τὸ 1968 μὲ τίτλο « νθρωπος το Θεανθρώπου κα μηδενισμς το νθρώπου» ἀπὸ τὸ Χριστός, ρχ κα τέλος, ἔκδοση τοῦ Ἱδρύματος Γουλανδρῆ-Χόρν, Ἀθήνα 1983, σελ. 40-44.

Τὸ ὅλο πρόβλημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: νὰ εὑρεθεῖ ἐν τῷ Χριστῷ καὶ νὰ μὴ ἐκπέσει Αὐτοῦ, ἢ ἀφοῦ ἐξέπεσε (ὁ Ἀδὰμ καὶ ἐμεῖς) νὰ εὑρεθεῖ καὶ πάλι ἐν Αὐτῷ ὡς Θεῷ του καὶ ἀνθρώπῳ του, διότι ὁ Λόγος Χριστὸς διὰ τοῦτο ἀκριβῶς καὶ ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, διὰ νὰ τὸν ἐνώσει μεθ' Ἑαυτοῦ, νὰ τὸν «ἐνυποστήσει» ἐν Ἐαυτῷ, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, καὶ ἔτσι νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν πληρότητά του ὡς ἀνθρώπου καὶ νὰ τὸν θεώσει, δηλαδὴ μὲ μία λέξη νὰ τὸν θε-ανθρωποποιήσει.

Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, δημιουργηθεὶς ἔβλεπε τὸν Θεὸ καὶ εἶχε κοινωνία μαζί Του, καὶ ἔπρεπε ἐν συνεχείᾳ ἐλευθέρως καὶ ἀγαπητικῶς νὰ φθάσει ἐν τῷ Θεῷ Λόγω στὴν πλήρη ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ θέωσή του. Διότι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ὁ σκοπὸς ὁλόκληρης τῆς θείας δημιουργίας, καὶ ἡ θέωση εἶναι ἡ τελικὴ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θέωση δὲ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δυνατὴ καὶ κατορθωτὴ μόνον ἐν τῷ Θεῷ Λόγῳ, ἐν τῷ Θεανθρώπῳ Χριστῷ, δυναμικὴ εἰκὼν τοῦ Ὁποίου εἶναι δημιουργικῶς ἐναποτεθειμένη στὸν ἄνθρωπο καὶ βάσει αὐτῆς καὶ μόνο πραγματοποιεῖται ἡ αὐθεντικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ κατὰ χάριν θέωσή του. Ἡ πρὸς θέωσιν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ δεδομένη δυνατότης καὶ δυναμικότης τῆς θεώσεως δὲν εἶναι ἕνας «εὐσεβὴς πόθος» τοῦ «θρησκευτικοῦ» ἀνθρώπου, ἀλλὰ μία ἀνθρωπολογικὴ (=χριστολογική, θεανθρώπινη) ἀλήθεια, ἡ ὁποία μαρτυρεῖται ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴν ταύτη τὴν τραγωδία τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅταν ὁ πατὴρ τοῦ ψεύδους, ὁ διάβολος, ἦλθε καὶ εἶπε στοὺς πρώτους ἀνθρώπους νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ θὰ γίνουν καὶ χωρὶς τὸν Θεὸ «θεοί», αὐτὸ ἦταν ἕνα μεγάλο ψεῦδος. Ἕνα ψεῦδος ὅμως προϋποθέτει πάντοτε μία ἀλήθεια, τῆς ὁποίας τὸ ψεῦδος αὐτὸ τυγχάνει ἡ κατάχρηση, ἢ διαστρέβλωση, ἢ «λήθη», ἢ ἀναίρεση, ἢ στέρηση. Ὁ διάβολος ἐψεύδετο συμβουλεύων τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἄνευ Θεοῦ «θέωση» (τὴν ψευδῆ, ἐπειδὴ ἀ-θεο «θέωση»), καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι «ψευδος ρεχθέντες θεώσεως» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, P.G. 725) δεχθήκαμε καὶ ἀκολουθήσαμε τὴν προτροπὴ τοῦ διαβόλου, ἡ ὁποία μας ὁδηγοῦσε πρὸς μία κατάχρηση τῆς θεοσδότου, ἐν ἡμῖν, δυναμικῆς ἐφέσεως πρὸς ἀληθινὴ θέωση. Ἀλλὰ διὰ τῆς καταχρήσεως αὐτῆς ὄχι μόνο δὲν ἐπιτύχαμε τὴν θέωση, ἀλλὰ καὶ καταστρέψαμε τὴν ὕπαρξή μας τὴν αὐθεντικὴ καὶ «τοῖς ἀνοήτοις συμπαρεβλήθημεν κτήνεσιν» (Ψαλμ. 68, 2).

Ἡ «ὄρεξις» τῆς θεώσεως μποροῦσε νὰ ὑπάρχει, ἐπειδὴ προϋπῆρχε ἡ πρὸς τὴν ἀληθινὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἡ προδεδωρημένη ἔφεση ἢ δυνατότης ἢ δυναμικότης μέσα στὸν ἄνθρωπο πρὸς αὐτὴ τὴν θέωση, τὴν ὁποία ἔφεση δύναται μὲν ὁ ἄνθρωπος ἐλευθέρως νὰ καταχρᾶται καὶ νὰ διαστρεβλώνει, δὲν δύναται ὅμως νὰ τὴν ἀποβάλλει ἐντελῶς.
Ἡ δημιουργικὴ αὐτὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἡ δοσμένη στὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου κτιστῆ «εἰκών» (ἢ «ἐνέργημα») Του μὲ τὶς δυνάμεις καὶ ἐφέσεις της ἀποτελοῦν ἀκριβῶς τὸν «λόγο» τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τὸ τελικὸ βάθος τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως καὶ ἐδῶ καὶ στὴν αἰώνιο ζωή. Ὁ ἅγιος τοῦ Χριστοῦ Ὁμολογητής, ὁ θεῖος Μάξιμος, ὅταν ὁμιλεῖ περὶ τοῦ ἀνθρώπου ὁμιλεῖ γιὰ τὸν «λόγο» (ἢ τοὺς «λόγους») τῆς φύσεώς του, τὸν ὁποῖο ὀνομάζει καὶ «λογιότητα». Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ «λογιότης» αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου (ἢ «ὁ λόγος», ἢ «τὸ λογικόν») καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο, ποὺ εἶναι ἡ Αὐτολογιότης, καὶ τὸν συνδέει πάλι μὲ τὸν Θεάνθρωπο Λόγο. Δὲν σημαίνει ἐδῶ ὁ «λόγος» τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου (ἢ «τὸ λογικόν», ἢ «ἡ λογιότης») κάτι τὸ μόνο «διανοητικόν» (ratio) ἐντὸς τοῦ ἄνθρωπου, οὔτε πάλι σημαίνει κάτι τὸ «αὐτόνομον» τοῦ ἀνθρώπου, τὴν «αὐτονομία» ἢ τὴν «αὐτάρκειά» του, ἀλλὰ σημαίνει τὴν καθολικὴ (ἄρα καὶ «λογική» καὶ «ὑπαρξιακή») ἐν ἀγάπῃ σχέση καὶ μετοχὴ καὶ κοινωνία αὐτοῦ μετὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἐν τῷ Ὁποίῳ εὑρίσκεται ὁ θεῖος «λόγος» τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ θεῖος προορισμός του, ἡ «ἀρχή» καὶ τὸ «τέλος» του, τὸ Α καὶ τὸ Ω του, ὅπως καὶ «οἱ λόγοι» πάντων τῶν ὄντων, διότι ὁ Θεάνθρωπος Λόγος εἶναι «ἡ ἀλήθεια πάντων τῶν ὄντων», κατὰ τοὺς Ἁγίους (πρβλ. Κολ. 1, 15-20, Ἀποκ. 1, 8, 20, 5-6. Ἁγίου Μαξίμου, P.G. 91, 1081).

Χωρὶς αὐτὴ τὴν ἐν ἀγάπῃ καὶ ἐλευθερίᾳ «λόγιον» ἢ «λογικήν» (logosni) σχέση καὶ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Λόγο Χριστὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνο «γῆ καὶ σποδός», «γῆ πάσχουσα», εἶναι μία πτῶσις καὶ μία ἁμαρτία, «ἀποτυχία», ἀποτυχία δὲ διότι ἀποτυγχάνει τοῦ σκοποῦ του, καὶ ὑπάρχει μὲν τραγικῶς, ἀλλὰ δὲν ζεῖ, μὴ ἔχων οὔτε κἂν σωστὴ ἀνθρώπινη «φύση» καὶ «ὑπόσταση», οὔτε κἂν σωστὸ «σχέδιο» ἀνθρώπου, ἀλλ᾿ εἶναι μία «ἔκπτωσις» καὶ ἐκ τῶν δυό. Καὶ εἶναι «πτῶσις» καὶ «ἔκπτωσις» καὶ «ἀποτυχία» ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Χριστό, διότι ἡ ψυχή του καὶ ὅλη ἡ ὕπαρξή του εἶναι κατὰ φύσιν χριστιανὴ (ὅπως ἔλεγαν οἱ Ἀπολογητές), χριστοκεντρικὴ καὶ χριστολογική, διότι δημιουργήθηκε κατ' εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ ἡ κατ' εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὕπαρξή του ὑπάρχει καὶ ζεῖ τὴν ἀληθινὴ ζωή της μόνο ἐν τῇ συνεχεῖ καὶ ἀδιακόπῳ ἀγαπητικῇ σχέσει μὲ τὸν Χριστό, Αὐτὸν ποὺ εἶναι «ἀρχή, μεσότης καὶ τέλος» τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅταν τὴν εἰκόνα αὐτὴ ἐν τῇ σχέσει της μὲ τὸν Χριστὸ ἀρνεῖται ὁ ἄνθρωπος, αὐτὴ καὶ τότε δὲν ἐξαφανίζεται ἐντελῶς (ἀλλ' εἶναι ὡς «λίνον τυφόμενος») (Ματθ. 12, 20), ὅμως ὁ ἄνθρωπος τότε ἀρνεῖται τὸν ἑαυτό του ὡς ἄνθρωπο καὶ ἐρημώνει τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τὴν «λογιότητά» του, ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ «ἀνθρωπότητά» του, βλάπτει καίρια καὶ ζημιώνει τὸν ἑαυτό του, πάσχει ὁ ἴδιος ὡς ἄνθρωπος, γίνεται «πάθος», γίνεται ἕνα «αὐτοείδωλον», ὅπως τὸ διαπιστώνουν στὴν ἐμπειρία τοὺς οἱ ἄνθρωποι ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ὅταν ἐπιστραφοῦν πρὸς τὸν Σωτήρα Χριστό: «Ατοείδωλον γενόμην τος πάθεσι τν ψυχήν μου βλάπτων, Οκτίρμων· λλ' ν μετανοί με παράλαβε κα ν πιγνώσει νακάλεσαι· μ γένωμαι κτμα, μ βρμα το λλοτρίου (το διαβόλου), Σωτήρ, ατός με οκτειρον» Μέγας Κανών, Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, ᾠδὴ δ΄).

Ἡ ἐμπειρία τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ συνεχίζεται ὡς βαθειὰ ἀνθρώπινη καὶ βαθειὰ τοῦ ἀνθρώπου ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διὰ τῶν αἰώνων, μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γίνει καὶ νὰ ὑφίσταται «αὐτόνομος», δηλαδὴ μόνος του καὶ ἀνεξαρτήτως τοῦ Θεοῦ Λόγου, μὲ τὴν «αὐτάρκειά» του, τὴν δῆθεν ἀνεξάρτητη ἀπὸ ὁποιονδήποτε «ἐλευθερία» του. Διότι ἡ διεκδίκηση ἑνὸς «αὐτόνομου» ἀνθρώπου, ἑνὸς «χωρὶς Χριστοῦ» ἀνθρώπου (Ἐφ, 2, 12, 4, 18), χάριν μίας «ἐλευθερίας» (σφετερισμένης καὶ αὐτῆς), καταντᾶ ἀναπόφευκτα στὸ ἀντίθετο: στὴν τραγικὴ ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἀλύτους καὶ παρα-λόγους καὶ παρα-νόμους «νόμους» (ἢ ἀπρόσωπα «στοιχεῖα» καὶ «δυνάμεις») τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου, μὲ ἀποτέλεσμα τὸν ἀπ-ανθρωπισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ὑπαρξιακὸς «οἶκος» τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν χάρη τοῦ Πνεύματός Του μὲ τοὺς καρπούς της δὲν δύναται νὰ παραμείνει ἐπὶ πολὺ ἢ καὶ καθόλου ἄδειος («σχολάζων κα σεσαρωμένος», Ματθ. 12, 44), διότι, ἐπειδὴ δὲν «συνάγει» καὶ δὲν συνάγεται μετὰ τοῦ Χριστοῦ, ἕνεκα τούτου «σκορπίζεται» (Λουκ. 11, 23) καὶ διασκορπίζεται ἀπὸ τὸ «ἀκάθαρτον πνεῦμα» καὶ τὰ «ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα αὐτοῦ», καὶ γίνονται «τ σχατα το νθρώπου κείνου χείρονα τν πρώτων» (Λουκ. 11, 26).

Ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὴν συνεκτικὴ καὶ ἐνοποιὸ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, φθείρεται καὶ ἀποσυντίθεται καὶ «λεγεωνοποιεῖται», ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιο (Μαρκ. 5, 9, 15), καὶ ὅπως ἀναγκάζεται ἀπὸ τὴν τραγικὴ πραγματικότητα νὰ τὸ ὁμολογήσει ἀκουσίως ἡ ψυχανάλυση καὶ ὁ σύγχρονος ὑπαρξισμός. Ἡ διεκδίκηση τῆς «αὐτονομίας» καὶ τῆς «ἐλευθερίας» τοῦ ἀνθρώπου ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ (καὶ συχνὰ ἡ ἀναζήτηση τῆς «ἐλευθερίας» στὸ «Μηδέν») καταντᾶ νὰ εἶναι πλέον ἐλευθερία ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο (καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἄνθρωπο), ἐκφυλισμὸς δηλαδή, ἢ μᾶλλον ἀνθρωποκτονία καὶ αὐτοκτονία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καὶ ὁ διάβολος ὑποσχεθεὶς στοὺς ἀνθρώπους τὴν «θέωση» ἀπέβη ἀνθρωποκτόνος ἐξ ἀρχῆς (Ἰω. 8, 44).

* Ο Αθανάσιος Γιέφτιτς είναι εφησυχάζων Μητροπολίτης του Πατριαρχείου Σερβίας, πρώην Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης)


ΠΗΓΗ: http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/jevtic_midenismos.html