Αρχείο κατηγορίας Διαχριστιανικοί διάλογοι και αντίλογοι

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

ΗΜΕΡΙΔΑ  «Θεολογικς κα θικς διαστροφς το Παπισμο» 
Πάφος, 22 Μαΐου 2010 

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ  ΤΟΥ  ΠΑΠΑ   ΣΤΗΝ  ΚΥΠΡΟ  ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΠΛΗΓΜΑ  ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 

Εἰσήγηση τοῦ θεολόγου Σημάτη Παναγιώτη

 

Πς ντιμετωπίσθηκε πίσκεψη το Πάπα στν θήνα

 

Ὅσα πειστικότατα, ἁγιογραφικῶς καὶ πατερικῶς κατοχυρωμένα, θὰ λεχθοῦν στὴν Ἡμερίδα μας, ἂς ἐκληφθοῦν ὡς μιὰ μικρὴ ὁμολογία καὶ μιὰ μεγάλη φωνὴ διαμαρτυρίας, ἔστω κι ἂν «ἐμεῖς ὡς ταπεινοὶ καὶ καταφρονεμένοι», δὲν ἔχουμε τὶς δυνατότητες τῶν ἀπόντων πνευματικῶν καὶ πανεπιστημιακῶν δασκάλων.

Ἡ εὐχή μας, ὅμως, εἶναι καὶ μὲ τὴν παροῦσα Ἡμερίδα, νὰ προβληματισθοῦν, ὅσοι μᾶς κάνουν τὴν τιμὴ καὶ παρευρίσκονται ἐδῶ σήμερα, νὰ κρίνουν νηφάλια τὰ αὐτοαναιρούμενα ἐπιχειρήματα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τῶν Ἐπισκόπων, ποὺ ψήφισαν ὑπὲρ τῆς ἐπισκέψεως καὶ ὑποδοχῆς τοῦ Πάπα, προβαλλόμενα στὸ φῶς τῆς πατερικῆς διδασκαλίας, τὴν ὁποία ἐπικαλούμαστε ὅσοι ἐναντιωνόμαστε στὴν ἐπίσκεψη αὐτή. Καὶ ἡ διαχρονικὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπαγορεύει τὴν ὑποδοχὴ αἱρετικῶν καὶ ἀσφαλῶς τὶς φιέστες ὑπὲρ τοῦ αἱρεσιάρχη Πάπα. Οἱ Ἅγιοι οὔτε στὸ χειρότερό τους ἐφιάλτη, δὲν εἶδαν ἢ σκέφτηκαν, ὅτι ἦταν δυνατὸν νὰ ὑποδεχθοῦν τιμητικὰ κάποιον ἀμετανόητο αἱρεσιάρχη.

Κι ἄν λοιπόν, ὅπως πιστεύουμε, καταστῆ  ὁλοφάνερη ἡ θέση τῶν Ἁγίων Πατέρων, τότε ὁλοφάνερο εἶναι καὶ τὸ καθῆκον μας: διαμαρτυρία κατ' ἐκείνων ποὺ ἀγνόησαν καὶ παρέβησαν τὶς Ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ποχ ἀπὸ τὶς φιέστες ὑποδοχῆς τοῦ Πάπα.

Καὶ εἶναι νόμιμη καὶ ἀναγκαία αὐτὴ ἡ διαμαρτυρία, γιατὶ οἱ σύγχρονοι ποιμένες, ἀντὶ νὰ διώξουν τὸν αἱρετικὸ λύκο γιὰ νὰ μὴ κατασπαράξει τὰ πρόβατα, αὐτοὶ «θεωροῦν τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα» στὴν διάθεση τοῦ προβατόσχημου λύκου. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ «κάνουν καὶ κάτι χειρότερο τὸν ὑποδέχονται, τὸν καλωσορίζουν καὶ τὸν μπάζουν στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων» ὅπως λέγει ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης1.

Ὁμολογία καὶ διαμαρτυρία, λοιπόν ἀλλὰ καὶ προσευχὴ ἐντονότερη καὶ θερμότερη ἐν πίστει στὸ Θεό, ὥστε, ἂν Αὐτὸς κρίνει, ἂν οἱ ἁμαρτίες μας καὶ ἡ ἀδιαφορία μας γιὰ τὰ θέματα τῆς Πίστεως δὲν ἔχουν φτάσει στὸ ἀπροχώρητο, ἂν ὑπάρχει κάποιο περιθώριο ἀκόμα, νὰ ἐπέμβει καὶ νὰ ματαιώσει τὴν τελευταία στιγμὴ τὴν ἐναντίον τοῦ θελήματός Του ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα, διασκεδάζων βουλὰς ἐθνῶν καὶ βουλὰς πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, ὥστε νὰ λογαρισθεῖ εἰς τὸ ἥμισυ ἡ ἀνομία μας καὶ ἡ χρόνια ἀδιαφορία μας εἰς τὰ περὶ τὴν πίστην θέματα.

Μέσα σ' αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἀκραία ἐκκοσμίκευση συμπλέκεται μὲ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ὑστερία ἢ τὴν ὑπερβαίνει ἐκκλησιαστικῶς ὡς ἐσχατολογικὴ προσδοκία, καὶ κάτω ἀπὸ ἀντίξοες συνθῆκες, ἀποφασίσαμε νὰ συνδιοργανώσουμε αὐτὴν τὴν Ἡμερίδα σὲ συνενόηση μὲ τοὺς γνωστοὺς συλλόγους τῆς Κύπρου.

Δὲν παραλείψαμε νὰ ζητήσουμε τὴν εὐλογία κάποιου Ἐπισκόπου. Θεωρήσαμε ὅτι ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ, τοῦ ὁποίου οἱ ὁμιλίες ἀπηχοῦσαν πιστὰ τὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς φιλοξενήσει καὶ νὰ δώσει τὴν εὐλογία του, ἀφοῦ ἦταν γνωστό, ὅτι κανένα Κυπριακὸ σωματεῖο ἢ ἐκκλησιαστικὸς φορέας δὲν εἶχε προγραμματίσει τὴν ἐλάχιστη εἰρηνικὴ ἀντίδραση κατὰ τῆς ἐπισκέψεως, στὴν μορφὴ μάλιστα μιᾶς θεολογικῆς Ἡμερίδας. Ἀντίθετα οἱ πληροφορίες ἔλεγαν ὅτι κάποιοι ἑτοιμάζονταν γιὰ ἀντιδράσεις τὴν ἡμέρα ἐλεύσεως τοῦ Πάπα, κάτι ποὺ μὲ ἐπιστολή μας προσπαθήσαμε νὰ ἀποτρέψουμε, ἐπισημαίνοντας ὅτι εὔκολα μποροῦσαν κάποιοι «πράκτορες» νὰ τὸ ἐκμεταλλευτοῦν ἐναντίον τους.

Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ Πανιερώτατος, ἀντὶ νὰ χαρεῖ, γιατὶ κάποιοι ἐπώνυμοι καθηγητὲς Πανεπιστημίου, ἐγνωσμένου ὀρθόδοξου ἤθους καὶ ἀγωνιστὲς πνευματικοὶ Πατέρες, ἀποδέχτηκαν τὴν πρόσκλησή μας νὰ μεταβοῦν στὴν Κύπρο, δὲν ἀποδέχθηκε τὴν παράκληση ποὺ τοῦ ἀπευθύναμε, νὰ καλέσει δηλαδὴ ὡς ὁμιλητὲς τῆς Ἡμερίδας τὸν π. Θεόδωρο Ζήση, τὸν π. Γεώργιο Μεταλληνὸ καὶ τὸν κ. Τσελεγγίδης, γιὰ νὰ μᾶς μεταδώσουν ἄμεσα τὶς πατερικὲς γνώσεις ποὺ κατέχουν, παρόλο ποὺ ἅπαντες δήλωσαν πὼς θὰ ἔρχονταν, ἐὰν ἐπροσκαλοῦντο ἀπὸ Ἐπίσκοπο. Καὶ μὲ ποιά δικαιολογία τὸ ἀρνήθηκε; Ὅτι ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες θὰ ὑποβάλετο σὲ μιὰ ἐγχείρηση στὸ γόνατο!

Ἐπιχειρήσαμε νὰ ἔρθουμε σὲ ἐπαφὴ καὶ μὲ ἄλλο Κύπριο Μητροπολίτη, ἀλλὰ δὲν τὰ καταφέραμε.

Ἀλλὰ ἂν δὲν ἦρθαν οἱ παραπάνω σεβαστοὶ ὁμιλητὲς στὴν Κύπρο, φροντίσαμε νὰ μεταφέρουμε καὶ τὶς δικές τους τοποθετήσεις, τὰ κυριότερα σημεῖα ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὶς ὁμιλίες ποὺ ἔκαναν στὴν Ἑλλάδα, ὅταν ἦρθε ἐκεῖ ὁ Πάπας. Γιατὶ τὸ πρόβλημα, τότε καὶ τώρα, εἶναι τὸ ἴδιο.

Τότε δηλαδή, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μᾶς ἔλεγε ὅτι «ὁ Πάπας ἔρχεται  ὡς προσκυνητής… Ὅταν τελειώσει ἡ προσκύνησίς του, τὰ πάντα λήγουν, καὶ ἡμεῖς εἴμεθα κερδισμένοι, διότι οἱ Εὐρωπαῖοι δὲν θὰ μᾶς κατηγορήσουν ὡς φανατικούς. Καμιὰ συνέχεια» δὲν θὰ ὑπάρξει. Καὶ ἀλλοῦ ἔλεγε: «ὁ Πάπας ἦλθε γιὰ ἕνα εἰκοσετράωρο στὴν Ἀθήνα καὶ ἔφυγε, χωρὶς νὰ προκαλέσει κάποια ζημιά».

Καὶ τώρα, παρόμοια ἀκούγονται ἀπὸ Ἐπισκόπους μάλιστα, νοήμονες καὶ γνῶστες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, συσκοτίζουν τὴν ἀλήθεια χάριν σκοπιμοτήτων καὶ ἐσωτερικῶν ἰσορροπιῶν. Καὶ ἂν ἐπρόκειτο γιὰ Ἐπισκόπους ποὺ θεωροῦν ὅτι ὁ Παπισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση, γράφει ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης, «δικαιολογοῦνται νὰ ὑποδέχονται τὸν Πάπα καὶ νὰ μὴ τὸν θεωροῦν "λύκο βαρύ"». Ἐφ' ὅσον, «ὅμως, ἀποδέχονται τὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι αἱρεση», συνεχίζει ὁ π. Θεόδωρος, τότε οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι ὑποδεχόμενοι τὸν Πάπα, ἂν καὶ γνωρίζουν ὅτι εἶναι αἱρετικός, εἶναι σὰν νὰ δέχονται «ὅτι εἶναι μὲν ἐπικίνδυνος ὁ Παπισμὸς ὡς αἵρεση, ἀλλὰ ἂς ἀφήσουμε τὸ λύκο γιὰ λίγο, γιὰ εἰκοσιτέσσερις ὧρες, νὰ ρημάξει τὸ κοπάδι… Δὲν πειράζει, θὰ μολύνει» μὲ τὸ μολυσματικὸ ἰὸ τῆς αἱρέσεως «λίγους καὶ γιὰ λίγο»2.

Ἀλλὰ στὴν τωρινὴ πρόσκληση τοῦ Πάπα ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, ἔχει γίνει κι ἕνα βῆμα παραπάνω, σὲ σχέση μὲ τὸ 2001.

Τότε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἐδικαιολογεῖτο λέγοντας, ὅτι ὁ Πάπας προσκλήθηκε μόνο ἀπὸ τὴν πολιτεία. Τώρα, ὅμως, ὁ ἠθικὸς αὐτουργὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Πάπα στὴν Κύπρο, δὲν εἶναι μόνο ἡ πολιτεία, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κύπρου, ἢ μᾶλλον εἶχε προηγηθεῖ ἡ πρόσκληση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου πρὸς τὸν Πάπα ἀπὸ τὸ 2007 καὶ ἀκολούθησε ἐκείνη ἀπὸ τὴν πολιτεία μετὰ παρέλευση δύο περίπου ἐτῶν! Καὶ ποιός ξέρει ἂν δὲν ἐξήσκησε καὶ πιέσεις ὁ Ἀρχιεπίσκοπος πρὸς τὴν πολιτικὴ ἐξουσία γιὰ νὰ προσκαλέσει τὸν Πάπα; Τουλάχιστον ἡ λογικὴ σειρὰ τῶν γεγονότων καὶ οἱ ἀνακολουθίες του μᾶς ὁδηγοῦν σὲ αὐτὴν τὴν ὑπόθεση. Καὶ ντρεπόμαστε ὡς χριστιανοὶ γιὰ τοιούτου εἴδους Ἀρχιεπισκοπικὲς συμπεριφορές.

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, λοιπόν, -δυστυχῶς- καὶ προσπάθησε νὰ θολώσει τὰ νερὰ -περὶ τοῦ ποιός προσκάλεσε τὸν Πάπα- καὶ ἰσχυρίστηκε ἀνερυθριάστως, ὁμιλῶν μὲ τὸν ἀέρα πολιτικοῦ παράγοντα, ὅτι καὶ κάλεσε ὁ ἴδιος καὶ συγκατατέθηκε στὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα, μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι «ἡ ἐπιρροὴ τοῦ Ποντίφηκα στοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς εἶναι γνωστὴ καὶ ἀναμένουμε, μέσῳ τῶν πρέσβεων τοῦ Βατικανοῦ σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ὤθηση στὶς δίκαιες ἐπιδιώξεις μας». Ἔχει ἄραγε ἐπίγνωση, ὅτι ἔτσι ἐπικύρωσε πανηγυρικὰ τὴν αἱρετικὴ καισαροπαπικὴ ὑπόσταση τοῦ Βατικανοῦ; Νά, λοιπόν, ἡ πρώτη ὑποχώρηση, ἡ πρώτη ἧττα, κι ἂς προσπαθεῖ νὰ διαβεβαιώσει ὅτι σὲ τίποτα δὲν θὰ ὑποχωρήσουμε.

Κι ἀκόμα ἡ πολιτική του παιδεία -ποὺ ἀσφαλῶς θὰ νομίζει πὼς διαθέτει- βρίσκεται σὲ τέτοιο στάδιο «ἀφελείας», ὥστε νὰ πιστεύει πὼς ὁ Πάπας, ἂν ἤθελε νὰ βοηθήσει γιὰ τὴν λύση πτυχῶν τοῦ Κυπριακοῦ προβλήματος, ἔπρεπε νὰ μεταβεῖ στὴν Κύπρο αὐτοπροσώπως; Δὲν γνωρίζει ὅτι τὸ Βατικανὸ δὲν βοηθᾶ ἀπὸ χριστιανικὴ ἀγάπη, ἀλλὰ μόνο κατόπιν σκληρῶν διαπραγματεύσεων καὶ κάτω ἀπὸ δυσμενεῖς ὅρους καὶ μὲ ἀσύμμετρα ἀνταλλάγματα;

Καὶ ἡ συνέχεια: Πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας Ἀρχιεπίσκοπος, ποὺ ἔχει λάβει σαφῆ ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ ἐκδιώκει τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ προφυλάσσει τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν αἵρεση, νὰ προσκαλεῖ ἕνα ἀρχιαιρεσιάρχη καὶ νὰ παρίσταται στὴν τιμητικὴ ὑποδοχή του;

Γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτὸ τὸ τραγελαφικὸ τῆς περιπτώσεως, ἂς φανταστοῦμε τὸν Μ. Ἀθανάσιο νὰ ἐκλειπαρεῖ τὸν Ἄρειο γιὰ νὰ μεσολαβήσει στοὺς βασιλιᾶδες τῆς ἐποχῆς, ὥστε νὰ λυθοῦν τὰ κοινωνικο-φυλετικὰ προβλήματα τῆς Ἀλεξάνδρειας! Κάτι τέτοιο ἀσφαλῶς ἦταν ἀδιανόητο γιὰ τοὺς Ἁγίους. Σὲ ὁλόκληρη τὴν περίοδο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, δὲν συναντᾶται τέτοιο γεγονός. Κανένας Ἅγιος Ποιμένας, δὲν ἔφτασε σὲ τέτοιο σημεῖο μειοδοσίας πίστεως, ὥστε νὰ παραβεῖ καὶ νὰ ποδοπατήσει Ἱεροὺς Κανόνες, γιὰ νὰ ἐπιτύχει λύσεις σὲ προσωπικὰ ἢ ἐθνικὰ προβλήματα. Ποτὲ δὲν χρησιμοποίησαν καταχρηστικὰ τὴν Πίστη καὶ τὸ Χριστὸ οἱ Ἅγιοι ὡς μέσον. Πάντα ὁ Χριστὸς ἦταν ἡ ἀρχή, τὸ κέντρο καὶ τὸ τέλος τῶν ἐνεργειῶν τους. Κι ἂν θυσίαζαν κάτι, αὐτὸ ἦταν οἱ καλὲς σχέσεις μὲ τὴν πολιτεία, οἱ θρόνοι τους, ἡ καλοπέρασή τους καὶ ἀκόμα, τέλος, καὶ αὐτὴ ἡ ζωή τους.

Καὶ γιὰ νὰ ἀναφέρω ἕνα-δυὸ παραδείγματα: Μήπως ἀποδέχτηκε ἡ Ἐκκλησία τὴν ψευδένωση ποὺ ἀποφασίστηκε στὶς Συνόδους τῆς Λυὼν καὶ τῆς Φερράρας, οἱ ὁποῖες ἔγιναν ἀκριβῶς γιὰ νὰ λάβουμε βοήθεια στρατιωτικὴ ἀπὸ τὴ Δύση; Μήπως ἀποδέχτηκαν οἱ Ἅγιοι τῆς Καντάρας καὶ οἱ Ἅγιοι Ἐπίσκοποι τῆς Κύπρου, ἐπὶ λατινοκρατίας τῆς νήσου, κοσμικὰ ὀφέλη εἰς βάρος τῆς Πίστεως; Ὄχι ἀσφαλῶς, γιατὶ ἤξεραν καλά, πὼς κάθε φορὰ ποὺ συμβαίνει κάτι τέτοιο, ἀποσύρει ὁ Θεὸς τὴ χάρη Του ἀπὸ τὸ λαό Του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔρχονται καταστροφὲς ἀντὶ γιὰ βοήθεια.

Καὶ καλὰ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ποὺ ἐνασχολεῖται συχνὰ-πυκνὰ μὲ τὰ πολιτικά. Μήπως, ὅμως, δὲν τὰ γνωρίζουν αὐτὰ οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Κύπρου; Πῶς τότε ἀποδέχτηκαν ἐν σιωπῇ τὶς εἰσηγήσεις τοῦ Πρώτου καὶ ἐπέτρεψαν μὲ τὴ μοιρολατρικὴ σιωπή τους νὰ καταστῆ μὴ νατρέψιμο καὶ τετελεσμένο γεγονὸς ἡ πίσκεψη τοῦ Πάπα; Ἀσφαλῶς καὶ τὰ γνωρίζουν καὶ στὸ παρελθὸν τὰ ἔγραψαν. Π.χ. ὁ Μητροπολίτης Κυρηνείας κ. Παῦλος τὸ 2001, ἔγραφε: «Οἱ ἐναγκαλισμοὶ μὲ τὸν Πάπα δὲν θὰ φέρουν τὴν ποθητή, ὡς ἐλπίζετε, βοήθειά του στὸ ἐθνικὸ θέμα, ἀλλὰ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στὶς κεφαλές μας, ὡς μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία τοῦ μαρτυρικοῦ ἡμῶν Γένους». Ἄραγε ὁ Πανιερώτατος σήμερα, ποὺ ὑπέγραψε τὴν ἔλευση τοῦ Πάπα, ἐπιθυμεῖ νὰ πέσει ἡ «ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στὶς κεφαλές μας»; Ἢ μήπως θὰ ἰσχυρισθεῖ, ὅτι ἡ ἀναλλοίωτη βούληση τοῦ Θεοῦ σήμερα ἄλλαξε;

Ὁ Θεὸς δὲν ἀλλάζει γνῶμες. Ἡ ἀλλαγὴ ὀφείλεται σὲ μᾶς. Μᾶς ἄλλαξε ὁ συμφυρμὸς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ Παπικούς. Ὑποκύψαμε στὶς πολυποίκιλες πιέσεις τους. Καὶ δυστυχῶς, κάποιοι ἀκόμα δὲν θέλουν νὰ καταλάβουν ἢ δὲν θέλουν νὰ παραδεχθοῦν, ὅτι ἂν ἡ «κοινωνία» μὲ τοὺς αἱρετικοὺς διαστρέφει τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια, ἀκόμα καὶ τῶν Ἐπισκόπων, πόσο μᾶλλον τῶν ἁπλῶν πιστῶν!

Παραδείγματά μας, λοιπόν, εἶναι οἱ Ἅγιοι ποὺ ἔμειναν πιστοὶ στὸ πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ὄχι μόνο δὲν ὑποδέχθηκαν τιμητικὰ ἢ θριαμβευτικὰ κάποιον αἱρετικό, οὔτε ἐπεφύλαξαν πρὸς αὐτὸν ἐμμετικοὺς ἐπαίνους κοσμικῆς εὐγενείας ποὺ ἐνίσχυε τὸ αἱρετικό του φρόνημα, ἀλλὰ ἀντιδροῦσαν καὶ πολεμοῦσαν διὰ λόγων καὶ ἔργων κάθε αἱρετικὴ διείσδυση. Ὅσες συναντήσεις καὶ διαλόγους ἔκαναν ἀπὸ ἀγάπη οἱ Ἅγιοι, στόχευαν στὴν νουθεσία τοῦ αἱρετικοῦ, στὴν προσπάθεια νὰ ἀποδείξουν τὸ λάθος του, ὥστε νὰ ἐπανέλθει στὴν Ἀλήθεια.

Ἀναφέραμε πιὸ πάνω, ὅτι στὴν Ἑλλάδα οἱ ἀντιδράσεις ἦταν ἔντονες στὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα. Ἀντίθετοι ἦσαν Καθηγούμενοι καὶ μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἄλλων Ἱερῶν Μονῶν, θεολόγοι καὶ ἱερεῖς, ὁ ἁπλὸς λαός. «Ἀκόμα καὶ τὰ μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἂν καὶ ψήφισαν γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Πάπα, φοβούμενοι καὶ τρέμοντες τὴν κατακραυγὴ τοῦ ποιμνίου τους, δὲν τόλμησαν νὰ παραστοῦν στὴν ὑποδοχή του, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν»3. Ὅταν δὲ ἀνῆλθε «στὸν Ἄρειο Πάγο (ἔντρομος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καὶ οἱ σύμβουλοί του) ἀπαγόρευσαν τὴν προσέλευση κόσμου, φοβούμενοι τὶς τυχὸν ἀποδοκιμασίες πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο καὶ τὸν Πάπα…»4. Τὸ ἴδιο ἄραγε δὲν φοβᾶται καὶ ὁ Κύπρου Χρυσόστομος καὶ ἡ  Ἱ. Σύνοδος γιὰ τὶς 4 Ἰουνίου; Γι' αὐτὸ καὶ προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπο νὰ ἐμποδίσουν τὶς ἀντιδράσεις ποὺ ὡς ἐλεύθεροι πολῖτες ἔχουν δικαίωμα νὰ κάμουν οἱ Κύπριοι5.

Καί, τραγικὴ εἰρωνεία! Ἑτοιμαζόταν νὰ γίνει ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα καὶ στὴν Κύπρο τὸ 2001, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ τότε προέδρου τῆς Κύπρου, ἀλλὰ τελικά δὲν πραγματοποιήθηκε.

Ἕνας, λοιπόν, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀντέδρασαν στὴν ἑτοιμαζόμενη ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα καὶ εἶπε ΟΧΙ  τότε, ἦταν ὁ Μητροπολίτης κ. Παῦλος, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε. Τώρα, ὅμως, ποὺ ἡ πρόσκληση ἔγινε ὄχι μόνο ἀπὸ πολιτικὸ πρόσωπο, τὸν Πρόεδρο τῆς Κύπρου, ὁ ὁποῖος βλέπει μὲ πολιτικὰ καὶ ὄχι ἐκκλησιαστικὰ κριτήρια τὰ πράγματα, τώρα λοιπόν, ποὺ ἡ πρόσκληση ἔγινε καὶ ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ πρόσωπο, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο δηλαδὴ Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος πῆγε ὡς ὑποτελὴς τοῦ Πάπα στὴν Ρώμη γιὰ νὰ τὸν προσκαλέσει, τώρα ὁ Πανιερώτατος Κυρηνείας, ἔδωσε τὴν εὐλογία του, εἶπε τὸ ΝΑΙ. Κι ἂς προσφώνησε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τὸν Πάπα «Ἁγιώτατο Ἐπίσκοπο Ρώμης», ἀναγνωρίζοντάς του ἔτσι Ἀρχιερωσύνη, ποὺ ὡς αἱρετικὸς δὲν ἔχει6.

Γιατί, λοιπόν, Πανιερώτατε, τότε μέν, ποὺ δὲν ὑπῆρχε εὐθύνη γιὰ τὴν πρόσκληση -ἀφοῦ τὸν Πάπα προσεκάλεσε ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας- ἀντιδράσατε, τώρα δέ, ποὺ ἡ πρόσκληση ἀποτελεῖ προσβολὴ στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἔγινε ἀπὸ τὸν πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τὴν προσυπογράψατε; «Τίς Ὑμᾶς ἐβάσκανε», γιὰ νὰ ἐπικαλεσθοῦμε φράση τοῦ π. Ἐπιφάνιου, τὸν ὁποῖο εὐλαβεῖσθε;

Δυστυχῶς καὶ τότε στὴν ὑποδοχὴ τοῦ Πάπα στὴν Ἀθήνα, καὶ τώρα στὴν Κύπρο, τὴν ὅλη ὑπόθεση τῆς ἐπισκέψεως τοῦ αἱρεσιάρχη Πάπα, οἱ ἐκκλησιαστικοί μας ἡγέτες τὴν ἀντιμετώπισαν ὡς πολιτικὸ γεγονὸς καὶ τὸ διαχειρίστηκαν διπλωματικά, ἀφήνοντες κατὰ μέρος τὶς εὐαγγελικὲς ἀπαγορευτικὲς Ἐντολές, διαγράφοντας προκλητικὰ τὶς ἐπιταγὲς τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀρνούμενοι νὰ ψελίσουν κάποιο οὐσιαστικὸ θεολογικὸ λόγο, φοβούμενοι καὶ νὰ ἀναλογισθοῦν τὶς ὀλέθριες συνέπειες τῆς ἐπισκέψεως, ποὺ ὅμως, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων, ἔχει ἀπὸ αἰώνων ἐπισημάνει καὶ ἀποθησαυρίσει στὰ Πατερικὰ ἔργα, ὥστε νὰ ἐφαρμόζουν οἱ Ποιμένες καὶ νὰ διαβάζουν οἱ πιστοί, καὶ ἔτσι νὰ μὴ παραπλανῶνται. Καὶ ὅλα αὐτὰ οἱ Ἀρχιερεῖς τὰ κάνουν, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν πιστῶν, τὶς ὁποῖες ἀπαξιοῦν νὰ λάβουν ὑπ' ὄψιν τους καὶ νὰ τὶς συζητήσουν, θυμίζοντες τοὺς Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι λοιδωροῦσαν τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς ἀντιμετώπιζαν ὑποτιμητικὰ ὡς ὄχλο.

Ποιά μηνύματα λοιπόν, θὰ ἀναζητήσουμε στὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα, ἀσχέτως ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μυστικὰ ἔχουν συμφωνηθεῖ;

Ἀσφαλῶς, τὸ τί ἀκριβῶς προσδοκᾶ νὰ κερδίσει τὸ Βατικανὸ ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη αὐτὴ καὶ ποιά ἄλλα νεοταξικὰ παγκοσμοποιητικὰ κέντρα καὶ σχεδιασμοὶ ἐμπλέκονται, δὲν γνωρίζουμε. Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ γνωρίζουμε καλά, εἶναι οἱ πάγιες ἐπιδιώξεις τοῦ Πάπα. Ἡ μανιώδη δίψα του νὰ γίνει ὁ παγκόσμιος θρησκευτικὸς ἡγέτης μὲ ἐπιρροὴ στὰ κέντρα ἐξουσίας τοῦ κόσμου. Καὶ σ' αὐτὸ του τὸ σχέδιο, ὁ κυριότερος ἀντίπαλος εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτήν, λοιπόν, ἐπιθυμεῖ νὰ ὑποτάξει. Καὶ περὶ αὐτοῦ, ἡ καταγεγραμμένη μὲ λεπτομέρειες ἱστορικὴ πραγματικότητα, δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἔχουμε τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία. Ἔχει, ὡς ἐκ τούτου τεράστια σημασία γιὰ τὸ Βατικανὸ ἡ Ἐπίσκεψη αὐτή, γι' αὐτὸ καὶ ἀπὸ μῆνες ἑτοιμάζεται μὲ προσοχὴ τὸ σκηνικὸ τῆς ὑποδοχῆς του, ἀφοῦ ἐκεῖ βρίσκεται ὅλη ἡ οὐσία τῆς Ἐπισκέψεως τοῦ Πάπα.

Εἶναι γνωστὸ πὼς σὲ κάθε ἐπίσημη ὲπίσκεψη πολιτικῶν καὶ θρησκευτικῶν προσωπικοτήτων σὲ κάποια χώρα, οἱ δημοσιογράφοι, οἱ ἐπικοινωνιολόγοι καὶ οἱ διεθνολόγοι ἀναζητοῦν τὰ μηνύματα ποὺ ἐκπέμπονται ἀπὸ αὐτή, εἴτε τὰ μηνύματα ἀπορρέουν ἀπὸ τὰ κείμενα, τὶς ὁμιλίες καὶ τὶς συνεντεύξεις ποὺ ἑκατέρωθεν δίδονται, εἴτε τὰ μηνύματα ἀπορρέουν ἀπὸ ἄλλες λεπτομέρειες, ὅπως τὰ δῶρα ποὺ ἀνταλλάσσονται, οἱ ἐκφράσεις τῶν προσώπων, ἀκόμα καὶ τὴν ἐνδυμασία καὶ τὰ χρώματα τῶν ἐνδυμάτων. Πολλά, λοιπόν, παίζονται στὸ ἐπικοινωνιακὸ ἐπίπεδο, στὸν ἐντυπωσιασμό, στοὺς συμβολισμοὺς καὶ τὰ ἄμεσα ἢ ἔμμεσα μηνύματα ποὺ αὐτοὶ ἐκπέμπουν.

Καὶ τὸ ρόλο τοῦ κομπάρσου σ' αὐτὸ τὸ ἐπικοινωνιακὸ παιχνίδι τοῦ Πάπα, ἀνέχεται νὰ παίξει, τῇ εἰσηγήσει τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἡ Ἱ. Σύνοδος. Θὰ συναντηθοῦν, δηλαδή, θρησκευτικοὶ ἡγέτες, χωρὶς καμιὰ περὶ Πίστεως ἀναφορά. Εἶναι, ὅμως, ποτὲ δυνατὸν οἱ λεγόμενοι Ἐπίσκοποι τοῦ Χριστοῦ νὰ συναντῶνται καὶ νὰ μὴ μιλᾶνε γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ περὶ τῆς Πίστεως;!

«Δὲν θὰ ὑπάρξουν συνομιλίες, ἢ συζητήσεις, γιὰ θεολογικὰ θέματα», δήλωσε τὴν περασμένη ἑβδομάδα ὁ κ. Χρυσόστομος, «ἀφοῦ αὐτά, ὕστερα ἀπὸ Πανορθόδοξη ἀπόφαση, τὰ χειρίζεται μεικτὴ Θεολογικὴ Ἐπιτροπὴ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν».

Δηλαδή, Μακαριώτατε καὶ Πανιερώτατοι, ἐμπιστεύεστε τὸν συμπρόεδρο καὶ τὸ μέλος τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, τοὺς Μητροπολίτες δηλ. Περγάμου καὶ Μεσσηνίας, νὰ συνομιλήσουν γιὰ θέματα Πίστεως; Δὲν πληροφορηθήκατε ὅτι αὐτοὶ ἔχουν εἰσαγάγει τὴν αἵρεση τῆς Βαπτισματικῆς θεολογίας, ἔχουν λυσάξει νὰ περάσουν μὲ τρόπο τὸ Πρωτεῖο τοῦ Πάπα καὶ δὲν πιστεύουν στὸ ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ποὺ λέγει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ; Ἐσεῖς, γιατὶ ἀπαγορεύσατε στὸν ἑαυτό σας νὰ ὁμιλήσει περὶ Πίστεως στὸν Πάπα; Δὲν ἔχετε ὑποχρέωση νὰ καλεῖτε τοὺς αἱρετικοὺς ἀπὸ ἀγάπη, νὰ ἐπιστρέψουν καὶ πάλι στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ὁποία κακῶς ἔφυγαν;

Ἀλλά, αὐτὰ εἶναι τὰ ἁπτὰ ἀποτελέσματα τῆς διαβρώσεως ποὺ ἐπιφέρει ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Φανερὰ καὶ ὀδυνηρά. Ὅσοι Ποιμένες «ἔχουν ὦτα τοῦ ἀκούειν, ἀκουέτωσαν». Ὅσοι ἔχουν νεῦρα νὰ ἀντιδράσουν, ἂς ἀντιδράσουν. Ὑπάρχει ἀκόμα χρόνος γιὰ κάποια ὁμολογιακὴ διαμαρτυρία.

Γιατί, ἀλήθεια! Πῶς νὰ δικαιολογήσει κανείς, μετὰ τὰ ὅσα ἔγιναν στὴν Ἀθήνα τὸ 2001, τὴ σημερινὴ στάση στὴν ἐπικείμενη ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στὴν Κύπρο; Ἂν τότε, οἱ ἐν Ἀθήναις πράκτορες τοῦ Πάπα εἶχαν καταφέρει νὰ θολώσουν τὰ νερά, ἐπειδὴ στὴν Ἑλλάδα δὲν ὑπῆρχε σαφὴς εἰκόνα γιὰ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Πάπα, τώρα τὰ πράγματα ἔχουν ξεκαθαρίσει. Ὅλα εἶναι διαφανῆ, γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα. Καὶ ἂν τότε ἐπροβάλλετο τὸ ἀφελὲς ἐπιχείρημα ὅτι ὁ Πάπας θὰ μείνει στὴν Ἀθήνα ἕνα εἰκοσιτετράωρο, τώρα στὴν Κύπρο θὰ παραμείνει διπλάσιο χρόνο. Καὶ ἐπὶ πλέον ἡ Κύπρος θὰ ἀποτελέσει τόπο συναντήσεως τῶν Παπικῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς, ὡς νὰ εἶναι ἕνα προτεκτορᾶτο τοῦ Βατικανοῦ καὶ ὁρμητήριο τοῦ Πάπα γιὰ τὴ μέση Ἀνατολή. Καὶ ἡ συνάντηση θὰ ἔχει τὴν «εὐλογία» τοῦ Μακαριώτατου καὶ τοῦ Μητροπολίτη Πάφου τουλάχιστον.

Ἔτσι, οἱ τηλεθεατὲς ὅλου τοῦ κόσμου θὰ δοῦν τὴν Κύπρο τῶν ὁσιομαρτύρων ποὺ βασανίστηκαν ἀπὸ τοὺς Παπικοὺς μὲ ἐντολὴ τοῦ Λατίνου ἀρχιεπισκόπου τῆς Κύπρου, θὰ δοῦν ἐκεῖ νὰ συνεδριάζουν ὑπὸ τὸν Πάπα οἱ Παπικοὶ Ἐπίσκοποι. Κι ἀνάμεσά τους, ἢ καλύτερα πίσω τους, πίσω ἀπὸ τὰ ποικιλόχρωμα ἄμφια τῶν Λατίνων, θὰ δοῦμε νὰ παίζουν τὸν ρόλο τῶν κομπάρσων, μέσα στὸ διακοσμητικὸ μαῦρο φόντο τους ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, ὁ Πάφου Γεώργιος καὶ ὅποιος ἄλλος, μεταφέροντας στὴν ὑφήλιο τὸ εὔγλωττο μήνυμα, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στηρίζει τὴν παραπαίουσα παποσύνη, τὸν Πάπα τοῦ Πρωτείου καὶ τοῦ Ἀλαθήτου, τὸν Πάπα ποὺ ἐπὶ δεκαετίες συγκαλύπτει τοὺς παιδεραστές. Ἡ Οἰκουμένη θὰ προσλαμβάνει τὸ μήνυμα τῆς συναδέλφωσης Παπικῶν καὶ Ὀρθοδόξων θὰ δοθεῖ τὸ μήνυμα πὼς ξεπεράστηκαν οἱ ἀγκυλώσεις τοῦ παρελθόντος, πὼς ἡ «ἀγάπη» τῶν συγχρόνων Κυπρίων Ἱεραρχῶν, προόδευσε ἐν σχέσει μὲ ἐκείνη τῶν προηγουμένων χριστιανικῶν αἰώνων καὶ ἀποδεικνύεται ὑπερτέρα τῶν προφητῶν, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῶν Ἁγίων Πατέρων. Μπροστὰ στὸν γεμᾶτο «ἀγάπη» Ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, ὅλοι οἱ Ἅγιοι θὰ φαντάζουν φανατικοὶ καὶ φονταμενταλιστές. Βλέπετε ὁ Χριστὸς δὲν τόλμησε νὰ φωτογραφηθεῖ, μετὰ ποιμαντικῆς ράβδου καὶ εὔχαρις δίπλα στὸν Πιλάτο καὶ δίπλα στοὺς Ἀρχιερεῖς Ἄννα καὶ Καϊάφα, παρὰ μόνο δεδεμένος τὰς χεῖρας, ἀκανθοφορῶν καὶ φέρων τὴν αἱμάτινη δόξα τοῦ στεφάνου καὶ τῆς μαστιγώσεως.

Γιὰ τὸν θεάνθρωπο Κύριο, τοὺς Ἁγίους: Παῦλο, Πολύκαρπο, Ἀθανάσιο, Μάξιμο, Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό, Νεόφυτο τὸν Ἔγκλειστο, τοὺς 13 ὁσιομάρτυρες τῆς Καντάρας καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους, ὁ κάθε αἱρεσιάρχης ὀνομάζετο «πρωτότοκος τοῦ σατανᾶ» ἢ ἐχθρὸς ἐπικίνδυνος τῆς πίστεως καὶ τῶν ψυχῶν τῶν πιστῶν γιὰ τοὺς Κυπρίους Ἱεράρχες, οἱ αἱρετικοὶ ἀναγνωρίζονται εἰκονικὰ ὡς Ἐπίσκοποι, εἶναι «ἁγιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ» καὶ ἄξιοι τιμῶν καὶ ὑποδοχῆς καὶ ἀστυνομικῆς προστασίας. Ἐμεῖς, ὅμως, καὶ ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων, δεχόμαστε τὶς περιποιήσεις τῆς ἀστυνομίας, κατὰ διαταγὴ τοῦ προστάτη τοῦ Πάπα Ἀρχιεπισκόπου, γιὰ τὸ καλό μας, βέβαια, γιατὶ ποιός ξέρει, ἴσως ἔτσι συχωρεθοῦν κάποια ἀπὸ τὰ πολλὰ μας ἁμαρτήματα.

Δὲν εἶναι, ὅμως, μόνο τὸ μήνυμα ποὺ θὰ ἐκπέμψει σ' ὁλόκληρο τὸν κόσμο ἡ συνύπαρξη καὶ ὁ συναγελασμὸς αἱρετικῶν καὶ ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, μήνυμα καταλυτικὸ τῶν ὁρίων τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐνισχυτικὸ τῆς αἱρετικῆς οἰκουμενιστικῆς προπαγάνδας. Αὐτὸ θὰ ἀποτελέσει ἀφετηρία ἐντονότερης ἐπιθετικῆς πολιτικῆς τοῦ Βατικανοῦ ἐναντίον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, θὰ κάνει εὐκολότερη τὴν διείσδυση τῶν Παπικῶν καὶ οἰκουμενιστικῶν ἰδεῶν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τὰ ἕως τώρα σχέδια τοῦ Βατικανοῦ ἐφαρμόζονται μὲ κάποιες καθυστερήσεις, ἀλλὰ ἐφαρμόζονται. Πρῶτα σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο, μετὰ διὰ τῶν Διαλόγων, τῶν συμπροσευχῶν κυρίως Πατριαρχῶν καὶ Ἐπισκόπων, τῆς ἐπιστροφῆς ἀνεξιχνίαστης ταυτότητας λειψάνων καὶ τόσων ἄλλων μεθοδεύσεων τῆς Ρώμης. Τὰ τελευταῖα χρόνια δέ, ἡ πανέξυπνα στημένη ἐπιθετικὴ πολιτικὴ τοῦ Βατικανοῦ, ἐπιτυγχάνεται διὰ τῶν Παπικῶν ἐπισκέψεων σὲ ὀρθόδοξες χῶρες καὶ τὴ θερμὴ ὑποδοχή τους ἀπὸ τοὺς Ἀρχιεπισκόπους, ὅπως τοῦτο φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀκολουθήσαντα τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στὴν Ἀθήνα καὶ στὶς ἄλλες βαλκανικὲς χῶρες.

Πόσο δίκιο, λοιπόν, εἶχε ὁ π. Θ. Ζήσης, ὅταν ἔλεγε: «Σὲ θέματα πίστεως καὶ ὀρθοδόξου παραδόσεως ἀκολουθοῦμε ὄχι τοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ  τοὺς Ἁγίους… Θὰ θέλαμε πολὺ καὶ θὰ ἦταν καλὸ νὰ ὑπακούουμε στοὺς ἐπισκόπους καὶ νὰ τοὺς ἀφήνουμε νὰ οἰκονομοῦν τὰ τῆς σωτηρίας μας. Ἐπειδὴ ὅμως ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους… προέκυψαν οἱ ἐχθροὶ τῆς ἀληθείας, [δηλ.] οἱ αἱρετικοί, εἶναι ἀπολύτως δικαιολογημένο… ἀπὸ τοὺς καρποὺς νὰ κρίνουμε ἂν πρέπει νὰ προστρέχουμε στοὺς ἐπισκόπους ἢ νὰ χωριζόμεθα ἀπὸ τοὺς ἀνίερους7, ὅταν τέμνουν διαφορετικοὺς δρόμους ἀπὸ αὐτοὺς τῶν Ἁγίων… Θὰ ἐσκέπτοντο ποτὲ οἱ Ἀπόστολοι νὰ τιμήσουν τὸν Ἰούδα, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τοὺς αἱρετικούς;… Δὲν δόθηκε ἐξουσία στοὺς ἐπισκόπους καὶ σὲ κανέναν ἄλλον, νὰ διδάξουν ἢ νὰ πράξουν διαφορετικὰ ἀπ' ὅσα ἐκεῖνοι» ἔπραξαν.

Κάθε τι ἄλλο ἀποτελεῖ ἐκκοσμίκευση. Κι αὐτὴ ἡ ἐκκοσμίκευση ἐπιβάλλεται προοδευτικὰ ἐκ τῶν ἄνω, ἐπιχειρεῖ (συνεχίζει ὁ π. Θεόδωρος) «νὰ ὑποκαταστήσει τὴ συνοδικότητα καὶ τὸ διάλογο μὲ τὴν ἀξίωση ὑπακοῆς σὲ δῆθεν ἀλάθητες ἀποφάσεις συλλογικῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων», ἐκμεταλλευόμενη τὴν αὐτονόητη ὑποχρέωση ὑπακοῆς τῶν πιστῶν πρὸς τοὺς Ποιμένες τους. Ἡ ὑπακοή, ὅμως, στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη. Προϋποθέτει ὅτι καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ «κάνουν ὑπακοὴ στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας»8.

Παραθέτω ἕνα ἀκόμα κείμενο τοῦ π. Θεοδώρου, ποὺ κι αὐτὸ ἐγράφη γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Παύλου στὴν Ἀθήνα, ὅμως, εἶναι σὰν νὰ ἐγράφη γιὰ τὴν τωρινὴ ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Βενέδικτου καὶ γιὰ τὴ στάση τῶν Κυπρίων Ἱεραρχῶν. Γράφει: Ἐνῶ οἱ Ἐπίσκοποι ὀλιγωροῦν, «τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ συζήτησε καὶ συζητᾶ καὶ θὰ ἐξακολουθήσει νὰ συζητᾶ γιὰ τὸν Παπισμό, ἀποδεικνύεται ἄξιο τῶν Πατέρων… Βλέπει τοὺς φύλακες νὰ νυστάζουν, τοὺς ποιμένες νὰ ἀδιαφοροῦν μπροστὰ στοὺς λύκους, νὰ μετακινοῦνται καὶ νὰ καταστρέφονται τὰ ὅρια, "ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν". Ἦταν μεγάλη, μοναδικὴ εὐκαιρία γιὰ τὴν Ἱεραρχία νὰ συμφωνήσει μὲ αὐτὴν τὴν διαχρονικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ τὴν ἐκφράσει. Ἀποδείχτηκε κατώτερη τῶν περιστάσεων… Ἔπραξε ὄχι τὰ θεάρεστα, ἀλλὰ τὰ εὐάρεστα… Ἤδη ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ» προχωρεῖ σὲ ἐκφοβισμούς9. Ὁποιαδήποτε ὁμοιότητα μὲ τὰ ἐν Κύπρῳ συμβαίνοντα, φαίνεται πὼς εἶναι τυχαία.

Θὰ ἀναφέρω δυὸ ἀκόμα παραδείγματα τῆς πρόσφατης ἱστορίας, γιὰ νὰ φανεῖ εὐκρινέστερα, α) ὅτι τὸ Βατικανὸ καὶ ὁ Πάπας δὲν διαπνέοντα ἀπὸ φιλάδελφα αἰσθήματα ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὅ,τι κάνουν, στόχο ἔχει τὰ δικά τους συμφέροντα καὶ β) ὅτι ἡ διείσδυση τοῦ Παπισμοῦ στὶς ὀρθόδοξες χῶρες ἐν πολλοῖς ὀφείλεται στὸν οἰκουμενισμὸ καὶ τοὺς ὀρθοδόξου προελεύσεως οἰκουμενιστὲς ἡγέτες, τὴν ζωντανὴ αὐτὴ κερκόπορτα στὰ σπλάχνα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκλησίας.

Πάντα  τὸ Βατικανὸ ὑπέβλεπε τὰ ὀρθόδοξα κράτη, τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Κύπρο. Τὸ 1956 ποὺ καὶ πάλι τὸ Κυπριακὸ ζήτημα ἀπασχολοῦσε τὴν ἑλληνικὴ καὶ κυπριακὴ πλευρά, ἡ Βατικάνεια διπλωματία ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία νὰ ὑλοποιήσει ἕνα μέρος τῶν σχεδίων της γιὰ τὴν ἅλωση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκμεταλλευόμενη τὸ ἐθνικὸ πρόβλημα τῆς Κύπρου.

Ὡς γνωστόν,  τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, δὲν δεχόταν οὔτε ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ οὔτε ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση νὰ συνάψει διπλωματικὲς σχέσεις μὲ τὸ Βατικανὸ σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο, παρὰ τὸ ἔντονο παρασκήνιο καὶ τὶς πιέσεις τοῦ Πάπα. Μὲ τὴν κρίση ὅμως στὸ Κυπριακό, οἱ μυστικὲς ὑπηρεσίες τοῦ Πάπα, ὑπόσχοντο τὴν βοήθεια τοῦ Βατικανοῦ στὸ Κυπριακό, μὲ τὴν ἐκβιαστικὴ προϋπόθεση, ὅτι καὶ ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση θὰ ἀπεδέχετο σύναψη διπλωματικῶν σχέσεων μὲ τὸ κρατίδιο τοῦ Βατικανοῦ. Ὁ ἁρμόδιος ὑπουργὸς ἐπισκέφθηκε τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Δωρόθεο καὶ τοῦ ἐζήτησε, ὄχι νὰ συμφωνήσει, ἀλλ΄ ἁπλῶς νὰ μὴν ἀντιδράσει ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὴ σύναψη διπλωματικῶν σχέσεων.

Καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δωρόθεος, δὲν ἐδείχθη «ψοφίμι», ἀλλ' ἀπάντησε ὡς ὀρθόδοξος Ἱεράρχης πρόβαλε βέτο, ὄχι σὲ τυχὸν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα -πρᾶγμα ἀδιανόητο γιὰ τότε-, ἀλλὰ μόνο καὶ μόνο στὴν σύναψη διπλωματικῶν σχέσεων τῆς πολιτείας μὲ τὸ Βατικανό. Βλέπετε, ὅταν ὑπάρχουν Ἐπίσκοποι ἄξιοι τοῦ λειτουργήματός τους, τοὺς σέβεται ὁ λαὸς καὶ ἡ πολιτεία, καὶ οἱ ὀρθόδοξες ρίζες διατηροῦνται. Ἔτσι, μετὰ τὴ γενναία αὐτὴ στάση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἡ πολιτεία «ἐπεδείξατο τὴν ὀφειλομένην κατανόησιν καὶ υἱοθέτησεν τὴν σύμφωνον πρὸς τὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ἐθνικὰς ἡμῶν παραδόσεις εἰσήγησιν καὶ ἀπορριπτικὴν στάσιν τῆς Ἐκκλησίας»10. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲ δήλωσε, πὼς «δὲν εἶναι δυνατόν, νὰ ὑπάρξῃ Ἀρχιερεὺς ἢ ἄλλος τις κληρικός, ὅστις θὰ ἀπεδέχετο μίαν τοιαύτην πρᾶξιν, ἀντιβαίνουσαν εἰς τὰ δόγματα, τὴν ἱστορίαν, τὴν πρᾶξιν καὶ παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας». Καὶ συνεκάλεσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σύνοδον, ἡ ὁποία «ἀπεφάσισε ὅπως ἐμμείνῃ εἰς τὴν πιστὴν τήρησιν τῶν Ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους Παραδόσεων, ἀποκρούουσα πᾶσαν σύναψιν οἱασδήποτε μορφῆς διπλωματικῶν σχέσεων τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μετὰ τοῦ Βατικανοῦ»11.

Νά, ποιά εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θέση, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ μιμηθοῦν οἱ Κύπριοι Ἱεράρχες. Τότε, ἀρνοῦνταν ἀκόμα καὶ τὴ σύναψη διπλωματικῶν σχέσεων τῆς πολιτείας μὲ τὸ Βατικανό. Τώρα, δέχονται -παρὰ πάντας τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνες- ὄχι μόνο τὴν σὲ διακρατικὸ ἐπίπεδο ἐπικοινωνία Βατικανοῦ καὶ Ἑλληνικῆς κυβερνήσεως, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς σχέσεις καὶ ὀνομάζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος «Ἁγιώτατο Ἐπίσκοπο Ρώμης» τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα.

Τὸ παραπάνω παράδειγμα, ὅμως, δείχνει καὶ τὴν πάγια ἐκβιαστικὴ καὶ δόλια πολιτικὴ τοῦ Βατικανοῦ, γιὰ τὴν ὑποδούλωση τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας. Ἄρα τὸ Βατικανὸ ἐνεργεῖ, ὄχι ὡς Ἐκκλησία τῆς ἀγάπης, ἀλλ΄ ὡς Κράτος ποὺ ἐξυπηρετεῖ μόνο τὰ συμφέροντά του. Χρησιμοποιεῖ ὡς πρόσχημα τὸ θρησκευτικό-ἐκκλησιαστικὸ μανδύα, γιὰ νὰ προωθείσει καὶ ἐπιτύχει τὰ μακροπρόθεσμα κατακτητικά του σχέδια. Καὶ ὅπως ὁ π. Γεώργιος Καψάνης ἔχει γράψει, σχεδιάζει μὲ προοπτικὴ 100 καὶ 200 ἐτῶν καὶ ὑπομονετικά, μὲ τὴν προπαγάνδα, μὲ πολιτικὲς καὶ διπλωματικὲς ἐνέργειες καὶ ἑλιγμοὺς προσπαθεῖ νὰ ἐπιτύχει τῶν σκοπῶν του.

Τὸ ὀρθόδοξο δὲ αὐτὸ φρόνημα τῶν Ἑλλήνων, φαίνεται καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις. Τὶς τελευταῖες δεκαετίες, ὅμως, αὐτὸ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα ἀλλοιώθηκε μὲ τὶς ἄοκνες προσπάθειες τῶν Πατριαρχῶν Ἀθηναγόρα καὶ Βαρθολομαίου, οἱ ὁποῖοι εἶναι Οἰκουμενιστὲς καὶ ἄρα αἱρετικοί, ἀφοῦ ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι παναίρεση, ὅπως ἔχει διδάξει καὶ ὁ νεοκαταταγὴς στὸν κατάλογο τῶν Ἁγίων Γέρων Ἰουστῖνος Πόποβιτς. Δι΄ αὐτῶν, λοιπόν, τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν ὁμοφρόνων τους,  καταφέρνουν οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες διὰ τῆς σατανοκίνητου αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ ἀλλοιώσουν τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα, ἔχοντες ὡς συμμάχους ψευδεπισκόπους καὶ ψευδοπατριάρχες.

Ἄλλο ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα εἶναι ἡ ἔντονη διαμαρτυρία τοῦ Φώτη Κόντογλου τὸ 1963. Καὶ ὁ Κόντογλου διαμαρτυρήθηκε, ὄχι γιατὶ ἔγινε κάποια συζήτηση, τότε, νὰ ἔρθει ὁ Πάπας στὴν Ἑλλάδα ἢ στὴν Κύπρο, ἀλλὰ μόνο καὶ μόνο, «γιατὶ στὸ ἐπίσημο ἔντυπο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου …δημοσιεύτηκε φωτογραφία τοῦ Πάπα». Καὶ σημειώνει, πάλι ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης, τότε, «οὔτε φωτογραφία τοῦ ποντίφηκος σὲ ὀρθόδοξα ἔντυπα δικαιολογοῦσαν. Τώρα μὲ ἀστεῖες καὶ ἀστήριχτες δικαιολογίες, προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, δικαιολογοῦμε τοὺς ἐναγκαλισμούς, τὶς ὑποδοχές, τὶς συμπροσευχές, τὰ συλλείτουργα. Τὸ γκρέμισμα τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας προχωρεῖ μὲ ταχύτατους ρυθμούς»12.

Θὰ ἀρκοῦσαν αὐτὰ γιὰ νὰ καταδείξουν πῶς ἔχει τὸ ὅλο θέμα. Πρέπει, ὅμως, νὰ παρουσιάσουμε ἐν ὀλίγοις τὴν ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μέσα ἀπὸ ἐπιλεγμένα κείμενα Ἁγίων Πατέρων, γιὰ νὰ μὴν πεῖ κάποιος, ὅτι οἱ ἐκτιμήσεις καὶ οἱ γνῶμες συγχρόνων θεολόγων καὶ Πατέρων, εἶναι μὲν σεβαστές, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ἄλλοι, ποὺ ἀντιμετωπίζουν διαφορετικὰ τὸ θέμα.

Ἀσφαλῶς, ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἀκολουθήσει ὅποια γνώμη αὐτὸς ὡς ἐλευθέρα προσωπικότητα κρίνει ὅτι εἶναι ἡ πιὸ σωστή. Γιὰ ἐκεῖνον, ὅμως, ποὺ ἀποδέχεται τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐντάσσεται στὴν Ἐκκλησία Του συνειδητά, προκύπτει μιὰ ὑποχρέωση. Νὰ προσπαθεῖ νὰ ἀκολουθεῖ κατὰ πάντα τὸν Χριστὸ καὶ τὶς Ἐντολές Του.

Κι ἂν τὸ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἔχει αὐτὴ τὴν ὑποχρέωση, πόσο περισσότερο ἔχουν ὑποχρέωση νὰ τηροῦν τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ οἱ ἱερεῖς καὶ κυρίως οἱ Ἐπίσκοποι, ποὺ ἔδωσαν φρικτοὺς ὅρκους, ὄχι μόνο νὰ τηροῦν οἱ ἴδιοι τὰ παραδεδομένα, ἀλλὰ καὶ νὰ φροντίζουν γιὰ τὴν τήρηση τῶν Εὐαγγελικῶν Ἐντολῶν καὶ τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀπὸ τὸ ἐμπεπιστευμένο σὲ αὐτοὺς ποίμνιο. Ἂν δὲν τοὺς ἀρέσει, ἕνας εἶναι ὁ ἔντιμος δρόμος, δρόμος ἐλευθερίας: ἡ παραίτηση. Γιὰ νὰ δοῦμε, λοιπόν, τί λέγει ἡ Ἐκκλησία καὶ τί κάνουν αὐτοί.

Ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης Ἰωάννης προτρέπει νὰ μὴ λέμε οὔτε «χαίρετε», ἐν ἐκκλησιαστικῇ ἐννοίᾳ, στοὺς αἱρετικούς. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει νὰ παραιτούμεθα καὶ νὰ ἀπομακρυνόμεθα ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ὄχι μετὰ ἀπὸ ἄπειρες παραινέσεις, ἀλλὰ «μετ μαν κα δευτραν νουθεσαν», (δηλαδὴ μετὰ κάποιο εὔλογο, ἀλλὰ βραχὺ χρονικὸ διάστημα). Γιατὶ γνώριζε ὁ Ἀπόστολος, ὅτι οἱ ἀνθιστάμενοι στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχουν εἰλικρινῆ διάθεση, ἀλλὰ ὑποκρίνονται, ἔχουν διεστραμμένη διάθεση. Τοῦτο φαίνεται στὸ συνέχεια τοῦ χωρίου: «αἱρετικόν…παραιτοῦ, εδς τι ξστραπται τοιοτος κα μαρτνει ν ατοκατκριτος»13.

Τὰ ἴδια ἐπαναλαμβάνονται στὸ βιβλίο «Διαταγαὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων». Διαβάζουμε: «Εὐσεβὴς μετὰ αἱρετικοῦ μήτε κατ' οἶκον συμπροσευχέσθω· "Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;"»14.

Τὴν ἴδια Παράδοση ἔλαβε καὶ παρέδωσε, κατ' ἐξοχὴν βέβαια στοὺς Ἐπισκόπους, καὶ ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος γράφει: Γιὰ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι βέβαια δὲν ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία, ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὡς ἀμετανόητους νὰ τοὺς ἐγκαταλείπουμε»15.

Καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐξηγεῖ ἀναλυτικότερα τὸ θέμα: μὲ τὴν αἵρεση, λέγει, βλασφημεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος καταδικάζει τὴν αἵρεση καὶ μᾶς δίδαξε νὰ μὴ ἔχουμε ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ ἀφοῦ -ἐρωτᾶ- ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς κατακρίνει τὴν αἵρεση, ποιός ἄνθρωπος θὰ τολμήσει νὰ τὴν ἀναγνωρίσει ἀποδεχόμενος τοὺς αἱρετικούς; Ἄρα λοιπόν, δὲν εἶναι «χριστομάχος» ὅποιος ἐπικοινωνεῖ μαζί τους, ὡσὰν νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ οἰκείους τῆς πίστεως;16.

Ἂς τὸ μάθουν αὐτοὶ ποὺ κάλεσαν καὶ θὰ ὑποδεχθοῦν τὸν Πάπα: ὁ Ἅγιος ἀποκαλεῖ χριστομάχο, ὅποιον ἐπικοινωνεῖ μὲ ἀμετανόητους αἱρετικούς, τῶν ὁποίων ἡ δολιότητα, ὡς χαρακτηριστικὸ τῶν αἱρετικῶν ὅλων τῶν αἰώνων, «ξεχειλίζει ἀπὸ τὰ μπατζάκια» τους καὶ δὲν κρύβεται μὲ τίποτα. Μόνο οἱ προσκαλέσαντες τὸν Πάπα καὶ οἱ σιωπῶντες δὲν τὸ βλέπουν αὐτὸ καὶ τὰ ἐκπαιδευόμενα ἀπὸ αὐτοὺς σὲ ἀντίχριστη ὑπακοή, ὥστε νὰ μὴ ἀντιδράσουν, πνευματικά τους τέκνα.

Καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διδάσκει ὅτι ἀπαγορεύεται αὐστηρὰ ἡ ἐπικοινωνία μὲ αἱρετικούς ἀπαγορεύεται ἀκόμα καὶ να συντρώγομαι μαζί τους. Καὶ γιὰ ὅποιον παραβαίνει αὐτὲς τὶς Διαταγὲς τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἅγιοι ἔχουν προβλέψει μεγάλες τιμωρίες17.

Καὶ ἂν κάποιος (συνεχίζει) τολμήσει νὰ πράξει διαφορετικὰ καὶ μᾶς πεῖ ὅτι ἐπιτρέπεται νὰ μιλᾶμε καὶ νὰ ὑποδεχόμαστε τοὺς αἱρετικούς, μὴν τὸν ἀκούσετε, ἀκόμα καὶ ἂν εἶναι Ἀρχιεπίσκοπος, ἢ Πατριάρχης, ἢ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἢ καὶ ἂν ἔρθει Ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιατὶ μὲ αὐτὲς τὶς μικρές, ὅπως φαίνονται παραβάσεις, ἀνατρέπεται ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο18, καταλήγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος.

Ὁ Μ. Ἀθανάσιο, ἐπίσης, σὲ ἄλλο κείμενό του, χαρακτηρίζει τοὺς αἱρετικοὺς πανούργους καὶ εὐέλικτους στὶς πανουργίες, τῶν ὁποίων οἱ πράξεις εἶναι πλήρεις ἀπὸ φόνου καὶ ἀσεβείας. Καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει καὶ ποιά εἶναι ἡ στρατηγικὴ τῶν αἱρετικῶν; τακτική τους εἶναι, λέγει, νὰ ἐξαπατοῦν ὅσους μπορέσουν, ὑποσχόμενοι βοήθεια καὶ προστασία καὶ δίνοντας χρήματα. Καὶ γεμᾶτος ἀγανάκτηση καὶ ἀηδία ἀναφωνεῖ: Ὦ καινούργια αἵρεση, ποὺ ἔχεις ντυθεῖ διαβολικὴ ἀσέβεια, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ διάβολο!19

Βλέπεται πόσο «φανατικοὶ» φαντάζουν οἱ Ἅγιοί μας, μπροστὰ στοὺς σύγχρονους Ἐπισκόπους τῆς οἰκουμενιστικῆς ἀγάπης, ποὺ βάλθηκαν νὰ διαλύσουν ἐκ βάθρων τὴν Ὀρθοδοξία;

Καὶ ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ γράφει, πὼς οὐδέποτε πρέπει νὰ γίνει φίλος μὲ τοὺς αἱρετικούς, οὔτε νὰ «συμφγς» καὶ νὰ πιεῖς μαζί τους· …πάντα γὰρ ὅσα εἰσὶν [αὐτοῖς], ἀκάθαρτα εἰσίν», ἀφοῦ ἔχει μολυνθεῖ «αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ». Μ συνάπτεις φιλίες μ αρετικούς, «ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι»20.

Καὶ στὴ συνέχεια ὁ ἴδιος Ἅγιος τονίζει, πὼς μεγαλύτερη βλάβη προέρχεται χι τόσο ἀπὸ κάποιες μαρτίες θικς ὑφῆς, σο ἀπὸ τὴν μαρτία τς αρέσεως, τῆς κατὰ πρόσωπον δηλαδὴ ἐναντιώσεως πρὸς τὸν Θεὸν τῶν κακοδοξούντων21.

Μὲ αὐτὴ τὴν γλῶσσα μιλοῦσαν οἱ Ἅγιοι γιὰ τοὺς αἱρετικούς. Γλῶσσα πολλὲς φορὲς σκληρή. Γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἡ αἵρεση ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν σωτηρία, ποὺ εἶναι ὁ Θεός καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ προτιμᾶ ὁ πιστὸς νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ παρὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ ἀπομάκρυνση, ὅμως, καὶ ὁ ἔλεγχος τοῦ αἱρετικοῦ, γίνεται πάλι ἀπὸ ἀγάπη, μήπως ὁ αἱρετικὸς ἐγερθεῖ ἐκ τῆς νεκρότητος τῆς αἱρέσεως καὶ περιπατήσει τὴν ὁδὸ τῆς ὀρθοδοξίας καὶ ἔτσι σωθεῖ.

Γι' αὐτὸ εἶναι ἀθεολόγητο τὸ ἐπιχείρημα ὅσων ἰσχυρίζονται ὅτι, αὐτοὶ ποὺ ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικὰ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ὑποδέχονται τὸν Πάπα τὸ κάνουν ἀπὸ ἀγάπη. Γιατὶ θεολογικὰ ὑπάρχει «ἀδιάρρηκτη ἕνωση μεταξὺ ἀγάπης καὶ ἀληθείας, μεταξὺ ἀγάπης καὶ δόγματος. Καὶ ἀναπόφευκτα ἡ νόθευση τοῦ δόγματος συνεπάγεται καὶ τὴν παραχάραξη τῆς ἀγάπης. Τὸ αἱρετικὸ δόγμα προσφέρει ὅ,τι διαθέτει: προσχηματικὴ ἀγάπη» καὶ κάλπικη ἀγάπη.

Ἂν οἱ αἱρετικοὶ προβάλλουν «πολυτρόπως τὴν οἰκείαν νόσον» καὶ μιὰ κάλπικη ἀγάπη, καὶ ἂν διαφθείρουν «τὸ πλεῖστον τῆς Ἐκκλησίας» (ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες), γιατί σήμερα ἐκλαμβάνονται ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο ὡς ἀθῶες περιστερὲς μὲ κλάδο εἰρήνης στὸ ράμφος τους, ἕτοιμοι τάχα νὰ σπεύσουν πρὸς βοήθεια τῶν ἀναξιοπαθούντων; Γιατί οἱ Οἰκουμενιστὲς ὀνομάζουν «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» τοὺς αἱρετικούς συλλόγους τῶν Δυτικῶν; Ἐφεῦραν μήπως κάποιο τρόπο νὰ μὴ μᾶς μολύνουν; Ἢ ἀντίθετα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς σήμερα ὄχι μόνο δὲν ἐλέγχονται οἱ αἱρέσεις τους, ἀλλ' ἀντίθετα ἐπαινοῦνται στὰ συνέδρια καὶ τὶς ἄλλες διαχριστιανικὲς συναντήσεις, καὶ κάθονται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν ἄλλων Ἱεραρχῶν, καὶ τιμοῦνται μὲ λαμπρότητα σὲ ὅποια ὀρθόδοξη χώρα ἐπισκέπτονται, μήπως σήμερα ἐξαπατοῦν περισσότερο καὶ μεταδίδουν εὐκολότερα τὸν μολυσμὸ στοὺς ἀγνοοῦντες ὀρθόδοξους πιστούς; Μήπως ἐπίσης αὐτὴ ἡ σύγχυση εἶναι αἰτία, ὥστε νὰ ἐπαναπαύονται καὶ οἱ ἑτεροδόξοι καὶ νὰ στρέφονται στὰ ἀνατολικὰ θρησκεύματα, στὴν ἀθεΐα καὶ τὴν ἀδιαφορία;

Ὁ σύγχρονος Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, εἶναι γνωστὸ ὅτι στὴ σειρὰ τῶν αἱρετικῶν, μετὰ τὸν Ἄρειο, τοποθετεῖ τὸν Πάπα, ὡς ἐκφράζοντα τὴ χειρότερη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων. Στὴν ἴδια θέση τὸν τοποθετοῦν καὶ ἄλλοι Ἅγιοι, ἀλλὰ καὶ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας μας22. Τοῦτο σημαίνει, ὅτι ὅσα παραπάνω περὶ δολιότητος ἀποδίδει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος (καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι) γιὰ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Ἀρείου, ἰσχύουν γιὰ ὅλους τοὺς αἱρετικούς, κατ' ἐξοχὴν δὲ γιὰ τὸν Πάπα καὶ τὸν Παπισμό.

Καὶ δυστυχῶς ἡ ἱστορία τοῦ Παπισμοῦ ἀπέδειξε ὀδυνηρὰ καὶ ἐπιβεβαίωσε αὐτὴν τὴν πραγματικότητα. Κάθε πληροφορημένος χριστιανὸς γνωρίζει πὼς καὶ ὁ Παπισμὸς ὡς θρησκεία καὶ τὸ Βατικανὸ ὡς κρατικὴ ὑπόσταση ἐργάζονται μὲ δολιότητα καὶ διπλωματία καὶ ἐγκληματικὴ νοοτροπία, καὶ δὲν ἔχουν δώσει δείγματα εἰλικρινείας καὶ καλῆς διαθέσεως, ἀλλ' ἀντίθετα πολιτεύονται μὲ πονηροὺς ὑπολογισμοὺς καὶ σκοπιμότητες. Κάθε τόσο τορπιλίζει ἡ Ρώμη τὸν πολυδιαφημισμένο Διάλογο ἰσότητας τῶν "Ἐκκλησιῶν" μὲ τὶς ὑπαναχωρήσεις καὶ τὴν παραβίαση τῶν συμφωνηθέντων. Οἱ διαπιστώσεις τῶν Πατέρων καὶ οἱ πνευματικοὶ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας ἰσχύουν. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ αἵρεση νὰ προσφέρει κανένα καλό.

Ἂν ἐμεῖς, ποὺ ἀντλοῦμε καθημερινῶς χάρη ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, πολλὲς φορὲς σερνόμαστε πνευματικὰ καὶ ἐκλιπαροῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ἐλεήσει καὶ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ πάθη μας, πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ συνειδητὰ ἐμπαίζοντες τὸν Θεὸν διὰ τῆς αἱρέσεως νὰ ἀποφύγουν τὴν ἔκπτωση σὲ πάθη καὶ θηριωδίες, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ προσπαθοῦν διὰ δολίων τρόπων, ὡς ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν μελλῶν τῆς Ἐκκλησίας Του, νὰ ἐξαφανίσουν ἢ νὰ ὑποτάξουν τοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανούς;

Πέραν ὅμως τῶν Πατέρων καὶ οἱ σύγχρονοι πνευματικοὶ πατέρες τὴν ἴδια πεποίθηση ἔχουν. Ὁ π. Γεώργιος Καψάνης π.χ., ὅταν ὁ Πάπας ἦλθε στὴν Ἑλλάδα ἔγραψε: «Ἐπιτρέπεται νὰ θεωρήσουμε ὅτι ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Πάπα  γίνεται χωρὶς δόλο καὶ χωρὶς ἀπώτερους κινδύνους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας; Ὀρθῶς παρετηρήθη ὅτι ἡ παπικὴ διπλωματία κάνει κάποια ἐνέργεια σήμερα, γιὰ νὰ ἀποδώση καρποὺς μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ καὶ  διακόσια χρόνια… Νομίζουμε ὅτι καὶ ὁ διάλογος ἀγάπης …ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ τὴν διείσδυση τοῦ πάπα στὶς Ὀρθόδοξες χῶρες καὶ τὴν προβολή του ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ μάλιστα τῶν πολιτικῶν ὡς παγχριστιανικοῦ  καὶ  πανθρησκειακοῦ ἡγέτου. Ὡς ἐκ τούτου,  (καταλήγει ὁ π. Γεώργιος) θὰ ἦταν ἄστοχο  ν μ συσχετισθ  ἡ ἔλευσις τοῦ Πάπα στὴν Ἑλλάδα [καὶ σήμερα στὴν Κύπρο] μὲ τὶς ἱστορικὰ βεβαιωμένες ἐπιδιώξεις τοῦ Βατικανοῦ στὴν Ἀνατολή23.

Καὶ ἕνα τελευταῖο κείμενο ποὺ ἔγραψε τὸ 1980 ὁ Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Αὐγουστῖνος Καντιώτης: «Ἡ ἕνωσις, ἡ ψευδοένωσις, ἔχει ἀποφασισθῆ…εἰς μυστικὰ διαβούλια, ὧν ἐγκέφαλος ὁ πάπας. Τὸ σχέδιον πρὸς πραγματοποίησιν τοῦ σκοποῦ ἐξελίσσεται κατὰ φύσεις καὶ στάδια ἐν ἀγνοίᾳ  τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ, ὁ ὁποίος ἔκπληκτος μίαν πρωΐαν θὰ ἀκούση ὅτι ἡ ἕνωσις ἐπετεύχθη! Προοίμιον δὲ αὐτῆς εἶναι αἱ κοιναὶ προσευχαὶ Ὀρθοδόξων μετὰ δυτικῶν, τὰς ὁποίας κατὰ περίεργον τρόπον θέλουν τινὲς νὰ δικαιολογήσουν. Δὲν εἶναι ὑπερβολή, ἐὰν εἴπωμεν ὅτι εὑρισκόμεθα εἰς τὸ κύκλωμα φοβερῶν ἡμερῶν διὰ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν. Συντελεῖται εἰς βάθος καὶ ἔκταση προδοσία, τὴν ὁποία δὲν δυνάμεθα νὰ φαντασθῶμεν!»24.

 Μετὰ ἀπ' αὐτά, ποιός ὀρθόδοξος θὰ μποροῦσε νὰ μείνει ἀδιάφορος, ἀδρανὴς καὶ σιωπηλός, ἀρνούμενος νὰ συμμετάσχει στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ κατατρώγει τὰ σωθικὰ τῆς Ὀρθοδοξίας; Πῶς μποροῦν οἱ Ποιμένες νὰ ἔχουν ἥσυχο τὸ λογισμό τους, ὅταν παρακινοῦν τοὺς πιστοὺς νὰ ἀσχολοῦνται μόνο μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν πνευματική τους καλλιέργεια καὶ νὰ ἀφήνουν τὰ θέματα τῆς πίστεως σὲ ἄλλους; Καὶ σὲ ποιούς ἄλλους; Σὲ αὐτοὺς ποὺ  ξεπουλοῦν τὰ τῆς πίστεως; Πῶς θὰ ἀνεχθοῦμε, λοιπόν, ὡς διαχειριστὲς τῆς Πίστεως, ἀνθρώπους ποὺ τὴν προδίδουν ἢ Ἐπισκόπους ποὺ τὴν ἀφήνουν ἀπροστάτευτη; Ὅσοι Ἐπίσκοποι-Πατέρες δὲν εἶναι "τοῦ αὐτοῦ πνεύματος" μὲ τοὺς Ἁγίους, πόσο «Πατέρες» εἶναι;

Σχετικὰ μὲ αὐτὴν τὴν φυγομαχία ὡς πρὸς τὰ θέματα τῆς πίστεως ὑπάρχει ἕνα συγκλονιστικὸ κείμενο τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ποὺ στρέφεται κατὰ Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ὅμως, εὐνοοῦσε στοὺς αἱρετικούς. Καὶ μεταξὺ ἄλλων, λέγει ὁ Ἅγιος Κύριλλος στὸν Ἐπίσκοπο: τώρα σὲ καιρὸ πολέμου κατὰ τῆς αἱρέσεως, καὶ ἐνῶ μᾶς βλέπεις σκονισμένους καὶ «καταστάζοντας τὸν ἐκ τῆς μάχης ἱδρῶτα», ἐσὺ ποὺ ὄφειλες νὰ συστρατευθεῖς μαζί μας καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύεις κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ἐνεργεῖς ἐναντίον ἡμῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν κάνουμε τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ ὑπερασπιζόμεθα τὰ δόγματα τῆς ἀληθείας;  ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὸ ὄνομα τοῦ Ἐπισκόπου, ἀντὶ νὰ θέλεις νὰ νικήσουν οἱ ὀρθόδοξοι, ἐνδιαφέρεσαι καὶ  φροντίζεις περισσότερο γιὰ τὸν ἐχθρὸ (ὡς ὁ Πάπας καὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς σήμερα) καὶ λυπᾶσαι μὲ τὴ σκέψη μήπως προσβληθεῖ ὁ αἱρετικός; Ἔπρεπε νὰ χαίρεσαι μαζί μας καὶ μαζὶ μὲ τὸ Δαυΐδ νὰ λὲς δυνατὰ καὶ σύ: "Κύριε, αὐτοὺς ποὺ σὲ μισοῦν, τοὺς ἐμίσησα καὶ ἐγώ, καὶ ἔλιωνε ἡ καρδιά μου καθὼς ἔβλεπα τοὺς ἐχθρούς σου"25.

 Κι ἀφοῦ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, ἔρχεται αὐτονόητο τὸ ἐρώτημα: Θὰ ἀφήσουμε ἀνενόχλητο καὶ ἐλεύθερο κάθε Ἀρχιεπίσκοπο νὰ ἀνατρέψει παράδοση δυὸ χιλιάδων χρόνων; Νὰ μᾶς παρουσιάζει τὸν ἐπὶ αἰῶνες ἐπίβουλο καὶ ἐχθρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας Πάπα, ὡς εἰρηνοποιὸ καὶ ἐγγυητὴ τῶν δικαίων μας; Νὰ τὸν τιμᾶ καὶ νὰ τὸν ὑποδέχεται ὡς εὐεργέτη; Νὰ προστατεύει τὸν Ρωμαῖο ποντίφηκα ἀπὸ τὶς διαμαρτυρίες τῶν πιστῶν, καὶ ἀντίστοιχα νὰ λοιδωρεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου τοὺς πιστοὺς ποὺ ὀρθῶς διαμαρτύρονται; Δὲν σκέφτεται, ἄραγε, ὅτι ἔτσι ταυτίζεται μὲ τὸν αἱρετικὸ Πάπα; Καὶ δὲν θὰ τοῦ καταλογισθεῖ τεράστιο μερίδιο εὐθύνης γιὰ μιὰ τέτοια ἀνατροπὴ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως;

Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ ἐπιτρέψουμε νὰ τελεστεῖ αὐτὴ ἡ ἀσχήμια κατὰ τῆς ὀρθοδοξίας. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀποδεχθοῦμε ἐν σιωπῇ αὐτὲς τὶς καινοτομίες ποὺ τολμοῦν οἱ Ἐπίσκοποι, καὶ ἀσφαλῶς δὲν θὰ συγκατατεθοῦμε σὲ αὐτὴ καὶ παρόμοιες ἐνέργειες ἐνάντιες στὴν Ἱερά μας Παράδοση. Ἡ Ἐκκλησία μας, ἐφαρμόζοντας τὸ «αἱρετικόν …παραιτοῦ» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀπομακρύνθηκε ἐπὶ χίλια καὶ πλέον χρόνια ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς τῆς Ρώμης καὶ γι' αὐτὸ ἐδιώχθη ἀπ' αὐτοὺς ἀπηνῶς καὶ σκληρῶς. Τώρα, δυστυχῶς, ὁ διωγμὸς πῆρε καὶ ἄλλες, σύγχρονες μορφές. Λειτουργεῖ ὡς ὠμὸς ἐκβιασμὸς σὲ διακρατικὸ ἐπίπεδο, ὡς ἀπειλὴ οἰκονομικῶν κυρώσεων ἢ ἐδαφικῶν ἀκρωτηριασμῶν.

Καὶ θὰ ἐνταθεῖ, ὅταν ἡ προφητεία γιὰ τὸ χάραγμα, γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς προειδοποιεῖ ἡ Ἀποκάλυψη, θὰ φτάσει στὴν τελικὴ του μορφή.

Ἂν δὲν ἔχουμε τὸ θάρρος τώρα οἱ πιστοί, νὰ διαμαρτυρηθοῦμε εἰρηνικὰ σὲ μιὰ ἐπίσκεψη, πῶς θὰ ἀντέξουμε τότε, τὰ χειρότερα ποὺ ἔρχονται;

Οἱ Ἅγιοι ποὺ πρὶν λίγο ἀναφέραμε, ὁμολόγησαν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ μαρτύρησαν, μὲ δήμιους ὄχι εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ τοὺς Παπικούς(!)  ἐξ αἰτίας  τῆς ἐμμονῆς τους στὴν Πίστη, ἐμμονὴ ποὺ δὲν ἄντεχε τὸ Βατικανό.

Ὅ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς στὴν «Ἐγκύκλιον Ἐπιστολὴν» ἀποτρέπει ἀπὸ πάσης κοινωνίας, ὄχι μόνο μετὰ τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ μετὰ τῶν ἑνωτικῶν -τῶν οἰκουμενιστῶν σήμερα: «Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως», λέγει, «ὡς χριστοκαπήλους καὶ χριστεμπόρους οὗτοι γάρ εἰσι, κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον, οἱ πορισμὸν ἡγούμενοι τὴν εὐσέβειαν"»26. Ὑπῆρχαν, λοιπόν, τότε Ἐπίσκοποι ποὺ ὁ Ἅγιος ὀνόμαζε «χριστέμπορους». Μήπως ὑπάρχουν καὶ σήμερα κάποιοι Ἐπίσκοποι ποὺ τοὺς μοιάζουν καὶ τὸ δείχνουν.

Ὡς μόνη ἐλπίδα νὰ διορθωθοῦν τὰ κακὰ στὴν Ἐκκλησία, θεωρεῖ ὁ ἱ. Χρυσόστομος, τὴν μμον στὴ διακοπ τῆς κοινωνίας μὲ  τοὺς παρανομοντας πισκόπους, ποὺ εἶχαν πάρει στὰ χέρια τους τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία27.

Οἱ πιστοί, ἐπίσης, τῆς Ἀλεξάνδρειας (τὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου) δὲν πήγαιναν στὶς ἐκκλησίες ποὺ λειτουργοῦσαν οἱ αἱρετικοὶ ψευδεπίσκοποι, ἀλλὰ καὶ ἔφευγαν μακρυὰ ἀπ' αὐτούς: «Οἱ γὰρ λαοὶ πάντες εἰδότες τὴν παρανομίαν τῶν αἱρετικῶν οὔτε συνεχώρησαν αὐτοῖς εἰς τὰς ἐκκλησίας εἰσελθεῖν, ἀλλὰ μακρὰν ἀπ' αὐτῶν ἀνεχώρησαν…». Αὐτὰ τότε. Ἐνῶ τώρα;

Ὑπ' ὄψιν δέ, ὅτι κατὰ τοὺς Πατέρες ἡ αἵρεση, θὰ συμβάλει μὲ τὸν τρόπο της στοὺς ἐσχάτους καιρούς, ὥστε ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν νὰ «ψυγῇ» καὶ νὰ προκληθεῖ μεγάλη σύγχυση, ὥστε πολλοὶ πιστοὶ νὰ ἀποροῦν γιὰ τὸ τί νὰ κάνουν. Ἀκόμα καὶ πιστοὶ χριστιανοὶ θὰ σιωποῦν, μὴ ὑπερασπιζόμενοι τὴν σώζουσα ἀλήθεια, λόγω τῆς συγχύσεως, ἢ ἀπὸ ἀδιαφορία, σκοπιμότητα (μὴ χάσουν την ἡσυχία τους καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά) καὶ τέλος καὶ λόγῳ δειλίας.

Τὸ Βατικανὸ ἐπὶ τόσους αἰῶνες δὲν ἀλλάζει τακτική, ἀλλὰ ἐπιμένει στὶς αἱρέσεις του ἀμετανόητα, περιφρονεῖ τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ ἐπινοεῖ καινούργιες. Καὶ οἱ ἡγέτες μας, ἐπειδὴ δὲν ἀλλάζει τὸ Βατικανό, πείστηκαν ἀπὸ τὴ διπλωματία του καὶ ἀποφάσισαν  νὰ ἀλλάξουμε ἐμεῖς τὴν Παράδοσή μας! Καὶ στὴ συνέχεια μᾶς ζητοῦν νὰ κάνουμε ὑπακοὴ σ' αὐτοὺς καὶ μᾶς κατηγοροῦν καὶ φοβίζουν, ὅτι ἐὰν ἀντιδράσουμε, μπορεῖ νὰ δημιουργήσουμε σχίσμα.

Ἀπαντᾶ σ' αὐτὲς τὶς θέσεις ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης:

«Δὲν διχάζουν τὸν λαὸ ὅσοι ἐπισημαίνουν τὸν κίνδυνο». Γιατὶ αὐτοὶ τὸ μόνο ποὺ «ἐπιδιώκουν εἶναι ἡ ἀπομόνωση τοῦ νοσογόνου ἰοῦ τῆς αἱρέσεως, ὥστε νὰ ἐπανέλθουν ἡ ἑνότητα καὶ ἡ ὑγεία. Ὅσοι στρουθοκαμηλίζουν [ὅμως] μπροστὰ στὸν κίνδυνο, αὐτοὶ φήνουν θικτη κα νενόχλητη στ ργο της τν ατία το διχασμο, γιὰ νὰ προκαλέσει μεγαλύτερη διαίρεση, καὶ διάλυση τελικῶς τοῦ σώματος. Ἡ ἑνότητα καὶ ἡ ὑγεία ἐπανέρχονται κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, "ὅταν τὸ νενοσηκὸς ἀποτέμνηται". Ὁ παπικὸς ἰὸς ἔχει προσβάλλει σοβαρὰ τὸν ἀρχιεπίσκοπο καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν ἀρχιερεῖς… χρειάζεται ἄμεση θεραπευτικὴ ἐπέμβαση, γιὰ νὰ παύση ὁ παπικὸς ἰὸς νὰ κατατρώγει τὸ σῶμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, γιὰ νὰ σταματήσει ὁ καλπασμὸς τῆς παπικῆς νόσου»28.

Καταλαβαίνω ὅτι σᾶς κούρασα, ἀλλὰ τὸ θέμα εἶναι μεγάλο. Εἶχα πάρα πολλὰ ἐπιλέξει νὰ πῶ ἀρκέστηκα ὅμως σ' αὐτὰ τὰ σχετικῶς λίγα. Τελειώνω μὲ δυὸ ἐρωτήσεις:

Ποιοί ἔχουν τὴν εὐθύνην γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἱ. Κανόνων; Πρωτίστως οἱ Ποιμένες καὶ ἰδιαιτέρως οἱ Ἐπίσκοποι, μὲ τὴν συνεργασία ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ29.

Καὶ ὅταν οἱ Ποιμένες, ὅμως, ἀδρανοῦν ἢ προδίδουν τὴν πίστη;

Τότε, σύμφωνα μὲ τὴν ἐν Κων/πόλει Σύνοδο τοῦ 1895, «ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ὁ λαός».

Νὰ παρακαλέσουμε τὸν Κύριο, ἡ ἔλευση τοῦ Πάπα στὴν Κύπρο νὰ μὴ ἐπιφέρει τὴν ὀργή Του, ἀλλὰ νὰ δώσει ἄλλη μιὰ εὐκαιρία ἀνανήψεως σὲ κάποιους ἐκκλησιαστικούς μας ἡγέτες καὶ στοὺς Κύπριους ἀδελφούς μας ποὺ μένουν ἀπληροφόρητοι καὶ ποδηγετοῦνται στὴν χοάνη τῆς Οἰκουμενιστικῆς αἱρέσεως.

 

Πάφος, 22 Μαΐου 2010,  Σημάτης Παναγιώτης, θεολόγος

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

(1) Ζήση Θεόδωρου, πρωτοπρ., Τὰ Ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, Οἰκουμενισμὸς καὶ Παπισμός, σελ. 438.

(2) Ζήση, ὅπ. παρ., σελ. 338.

(3)  Ζήση Θ., ὅπ. παρ., σελ. 432-433.

(4) Ζήση Θ., ὅπ. παρ., σελ. 433.

(5) «Δὲν ποιμαίνεται τὸ ποίμνιο μὲ βία καὶ ἐπιβολή, ἀπαγορεύσεις, διώξεις καὶ ἐπιτίμια (Βλ. Α΄ Πέτρου 5, 2-4). Ὅταν ἡ φωνὴ τοῦ ποιμένος δὲν ἀπηχεῖ τὴν φωνὴ τοὺ ἀρχιποίμενος Χριστοῦ καὶ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν φωνὴ τῶν Ἁγίων, εἶναι φωνὴ ἀλλοτρία, δὲν ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὰ πρόβατα, τὰ ὁποῖα φεύγουν καὶ ἀπομακρύνονται.

(6) Νὰ θυμήσω ἐδῶ, ἄλλη μιὰ φορά, ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος διαβεβαίωσε στὶς πρόσφατες δηλώσεις του, ὅτι  δὲν ὑποχωροῦμε σὲ θέματα Πίστεως, ἐνῶ εἶναι πασιφανὴς ἡ ὑποχώρησή του. Καὶ δὲν εἶναι βέβαια μόνο ὁ Κύπρου Χρυσόστομος ποὺ ἀποκαλεῖ καὶ ἀποδέχεται τὸν Πάπα ὡς Ἐπίσκοπο. Τοῦτο ἔκαναν πρὸ αὐτοῦ ἄλλοι ἡγέτες, ὡς οἱ Πατριάρχες Ἀθηναγόρας καὶ  Βαρθολομαῖος. Ἁπλῶς ὁ κ. Χρυσόστομος, μὲ τὶς τελευταῖες του ἐνέργειες ἔχει ἐμπράκτως ἐνταχθεῖ στὴν ὁμάδα τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ὁ π. Γεώργιος Καψάνης ἔγραφε: «…τὰ ἀνωτέρω δηλοῦν ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον δὲν θεωρεῖ πλέον τὸν πάπαν καὶ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν ὡς αἱρετικούς, σχισματικοὺς καὶ πλανωμένους ἐφόσον  δέχεται τὴν μὲν παπικὴν Ἐκκλησίαν ὡς «ἁγίαν», τὸν δὲ ἐπικεφαλὴς αὐτῆς ὡς «ἅγιον», «μακαριστόν», ὑπὲρ οὗ τελεῖ καὶ ἐπιμνημόσυνον δέησιν. Σημαίνουν ἐπίσης ὅτι ἡ Ἕνωσις σχεδὸν ἔχει γίνει καὶ ἀπομένει ἡ μεθόδευσις τῆς τελείας μυστηριακῆς κοινωνίας, πρὸς τὴν ὁποίαν ὁλοταχῶς βαίνομεν, ἐφόσον ὁ Θεολογικὸς Διάλογος θὰ παρακάμψη τὰς δογματικὰς καὶ ἐκκλησιολογικὰς διαφορὰς καὶ θὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὸ κεφάλαιον περὶ τῶν μυστηρίων, προφανῶς διὰ τὴν ἐπιτάχυνσιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας» (Καψάνη Γεωργίου., Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, εἰς ἐφημ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», [φ. 333], 20.11. 1978).  -«Γνώριμα δὲ τὰ θλίβοντα ἡμᾶς, κἂν ἡμεῖς μὴ λέγωμεν. εἰς πᾶσαν γὰρ τὴν οἰκουμένην ἐκκέχυται. Καταπεφρόνηται τὰ τῶν Πατέρων δόγματα, ἀποστολικαὶ παραδόσεις ἐξουθένηνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρέματα ταῖς Ἐκκλησίαις ἐμπολιτεύεται· τεχνολογοῦσι λοιπόν, οὐ θεολογοῦσιν οἱ ἄνθρωποι· ἡ τοῦ κόσμου σοφία τὰ πρωτεῖα φέρεται, παρωσαμένη τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ. Ποιμένες ἀπελαύνονται, ἀντεισάγονται δὲ λύκοι βαρεῖς, διασπῶντες τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ. Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων. Οἱ πρεσβύτεροι ὀδύρονται, τὰ παλαιὰ συγκρίνοντες τοῖς παροῦσιν· οἱ νέοι ἐλεεινότεροι, μὴ εἰδότες οἵων ἐστέρηνται» (Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 90, Τοῖς Ἐπισκόποις τοῖς ἐν Δύσει).

(7) «Ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι κατὰ τοὺς ὁποίους γίνεταί τις συνένοχος εἰς ξένας παρεκτροπάς. Εἴτε ἐπιδοκιμάζει αὐτάς,…εἴτε δεικνύει ἔνοχον σιωπήν ἐκεῖ, ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ διαμαρτυρηθῆ, εἴτε παρουσιάζεται νωθρὸς εἰς τὸ νὰ ἀποδοκιμάση καὶ νὰ κολάση πρᾶξιν παράνομον, τῆς ὁποίας ἀπὸ θέσεως καὶ ἀξιώματος αὐτὸς εἶναι ὁ κριτής…, καθίσταται συνένοχος, ἴσως δὲ καὶ εἰς βαρύτερον βαθμὸν ἀξιοκατάκριτος τοῦ διαπράξαντος τὸ κακόν, ἐὰν διὰ τῆς στάσεώς του ταύτης συνετέλεσεν, ἵνα καὶ ἄλλοι παρασυρθοῦν εἰς αὐτὸ» (Τρεμπέλας Π., Ὑπόμνημα εἰς τὰς Ἐπιστολάς, τ. 3ος, σ. 534). -«Ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ ἀναζητοῦμε τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἐπισημαίνουμε αὐτές (τὶς ὅποιες) αὐθαιρεσίες (τῶν ἐπισκόπων), νὰ τὶς ἐμποδίζουμε κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ όχι νὰ συντασσόμεθα μὲ τὸ ψέμμα χάριν ἑνὸς δῆθεν σεβασμοῦ…Δὲν μᾶς φταίει μόνο ἡ δεσποτοκρατία· ἀλλὰ φταῖμε καὶ ὅλοι ἐμεῖς ποὺ τὴν ἐκτρέφουμε καὶ τὴν ὑποθάλπουμε μὲ τὴν ἀπουσία μας ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή» (π. Β. Βολουδάκη, Η φανέρωση της Ιερωσύνης, σ. 81-84). -Την ρητορική ερώτηση του απ. Παύλου "Οὐχὶ τοὺς ἔσω ὑμεῖς κρίνετε" ο άγ. Νικόδημος αναδιατυπώνει ως εξής: «"Δεν χρεωστείτε εσείς οι χριστιανοί να κρίνετε τους έσω και ομόπιστούς σας χριστιανούς; Ναι, χρεωστείτε". Είναι νομίζω, πολύ σημαντική η παρουσία της κριτικής στάσης του χριστιανού ως χρέους, ως ευθύνης την οποία δεν μπορεί να αποποιηθεί…, ως στάση φιλαδελφείας, που ευεργετεί τον κρινόμενο… Διότι "το…ἁπλῶς πάντα ἐπαινεῖν καὶ τὰ καλῶς ἔχοντα καὶ τὰ μὴ καλῶς, οὐκ ἔστιν φιλοῦντος, ἀλλ' ἀπατεῶνος καὶ εἴρωνος" [Χρυσόστομος]» (Παπαθανασίου Θ., Ανεστιότητα και Παραπεμπτικότητα, σ. 13-14).

(8) Ζήση Θ., ὅπ. παρ., σελ. 344, 345, 349.

(9)  Ζήση Θ., ὅπ. παρ., σελ.  368-369.

(10) Μπιλάλη Σπ., Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, τ. Α΄, σελ. 179.

(11) Θ. Στράγκα, Ἱστορία, τόμ. Δ΄, σελ. 2767 καὶ Μπιλάλη Σπ., Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, τ. Α΄, σελ. 179.

(12) Ζήση Θ., ὅπ. παρ., σελ. 360-361.

(13) Ἐξηγοῦν οἱ Πατέρες: «"Αἱρετικόν" γάρ φησιν "ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ", δείκνυσιν αὐτοὺς οὐκ ἀπὸ ἀγνοίας τοσοῦτον, ὅσον ἀπὸ ρᾳθυμίας, καὶ αὐτὴν τὴν ἄγνοιαν ἔχοντας· δεῖ τοίνυν τοὺς ἀδιορθώτως ἔχοντας ἐκτρέπεσθαι» (Συλλογὴ τῶν εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον Α΄ Ἐπιστολὴν Παύλου Ἐξηγητικῶν Ἐκλογῶν, Τόμ. Α΄ [e cod. Paris. Coislin. 204] p. 46, l. 33). Δὲς τὴν ἑρμηνεία τῶν περισσοτέρων Πατερικῶν κειμένων στὸ χωρίο αὐτὸ στὸ βιβλίο, «Ἡ Πατερικὴ στάση στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους καὶ ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, Ἡ διαστροφὴ τοῦ Ἀποστολικοῦ ρητοῦ «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον… μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ», "Πρότυπες Θεσσαλικὲς Ἐκδόσεις".

(14) Διαταγαὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων διὰ Κλήμεντος, b. 8, c. 34, l. 25-27.

(15) Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς Ψευδωνύμου γνώσεως, b. 1, c. 9, s. 3, l. 10.

(16) «Οὐ γὰρ ἄλλος ἀλλ' αὐτὸς ὁ βλασφημούμενος παρ' αὐτῶν Κύριος κατέκρινε τὴν κατ' αὐτοῦ συστᾶσαν αἵρεσιν… καὶ μηδεὶς προστιθέσθω τῇ αἱρέσει, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀπατηθέντες μεταγινωσκέτωσαν. ἣν γὰρ ὁ Κύριος κατέκρινε, τίς ἀποδέξεται; καὶ ἣν ἀκοινώνητον αὐτὸς πεποίηκε, πῶς ὁ προσλαμβανόμενος οὐ μεγάλως ἀσεβεῖ καὶ φανερῶς ἐστι χριστομάχος;». Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολαί, Σεραπίωνι ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ ἐν κυρίῳ χαίρειν, c. 4, s. 3, l. 2-9.

(17) Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Θεοφίλῳ ἡγουμένῳ,  ἐπιστ. 39, l. 52-56: «…ὅπως φεύγῃ τὴν αἵρεσιν, ἤγουν τοὺς αἱρετικούς, τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπὶ τῆς θείας λειτουργίας· ὅτι μέγισται ἀπειλαὶ κεῖνται παρὰ τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς μέχρι καὶ ἑστιάσεως».

(18) Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Μιχαὴλ καὶ Θεοφίλῳ βασιλεῦσιν. P.G. 99, 1332Α. «Ἐπεὶ δὲ περὶ Θεοῦ καὶ εἰς Θεὸν ὁ λόγος, οὐχ ὁ τίσδε ἢ τίσδε, ἀλλ' οὐδ' εἰ Πέτρος καὶ Παῦλος οὐδ' ἄν τις τῶν ἀγγέλων εἴη, τολμήσειεν ἂν κἂν τὸ βραχύτατον παρακινῆσαι, ὡς διὰ τούτου τοῦ παντὸς εὐαγγελίου ἀνατρεπομένου· πρός τε τὸ συνᾶραι λόγον ἀντιρρητικὸν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, ἐναντιούμενον τῇ ἀποστολικῇ παραγγελίᾳ, οὐ καθῆκον, εἰ μή τι πρὸς νουθεσίαν μόνον…» (Θ. Στουδίτου,  P.G. 99, 1332Α).

(19) «…Πάντα γὰρ αὐτῶν τὰ ἐπιχειρήματα καὶ τὰ ἀσεβήματα φόνου καὶ ἀσεβείας πεπλήρωται. καὶ οὕτως εἰσὶ πανοῦργοι τὴν γνώμην καὶ ποικίλοι τὸν τρόπον, ὡς καὶ ἐπαγγελίᾳ προστασίας καὶ δόσει χρημάτων ἐπιχειρεῖν ἀπατᾶν, ἵν', ἐπεὶ μὴ ἐξ εὐλόγων ἔχουσι τὴν σύστασιν, κἂν ἐκ τούτων δόξωσι φαντασίαν τινὰ τοῖς ἀκεραίοις ἐμποιεῖν. Ὦ καινῆς αἱρέσεως ὅλον ἐνδυσαμένης τὸν διάβολον ἐν ἀσεβείᾳ καὶ πράξει» (Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς ἁπανταχοῦ μοναχοὺς περὶ τῶν γεγενημένων παρὰ τῶν Ἀρειανῶν ἐπὶ Κωνσταντίου, Ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Ἔργα 9, σελ. 336, 340).

(20) Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ μετανοίας καὶ κατανύξεως, l. 29-36.

(21) Στὸ ἴδιο. Καὶ ἕνα κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ: «Βλαβεραὶ αἱ πρὸς τοὺς κακοὺς συνουσίαι, ἐπειδὴ νόμος αὐτὸς φιλίας, δι' ὁμοιότητος πεφυκέναι τοῖς συναπτομένοις ἐγγίνεσθαι. Ὡς γὰρ ἐν τοῖς νοσοποιοῖς χωρίοις, ὁ κατὰ μέρος ἀναπεμπόμενος ἀήρ, λανθάνουσαν νόσον τοῖς ἐνδιαιτωμένοις ἐναποτίθεται, οὕτως ἡ πρὸς τοὺς φαύλους συνήθεια μεγάλα κακὰ ταῖς ψυχαῖς ἐναφίησιν, κἂν τὴν παραυτίκα αἴσθησιν τὸ βλαβερὸν διαφεύγῃ. Φασὶ τὸν λοιμὸν οἱ περὶ ταῦτα δεινοί, ἐπειδὰν ἑνὸς ἀνθρώπου, ἢ κτήνους ἅψηται, κατανέμεσθαι ἐπὶ πάντας τοὺς ἐγγίζοντας. Φύσιν γὰρ εἶναι τῆς νόσου ταύτης, τὸ ἐξ ἀλλήλων πάντας ἀναπιμπλάναι τῆς ἀρρωστίας. Τοιοῦτοι δή τινές εἰσι καὶ οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας. Ἄλλος γὰρ ἄλλῳ τῆς νόσου μεταδιδόντες, συννοσοῦσιν ἀλλήλοις καὶ συναπόλλυνται. Φεῦγε τὰς μιμήσεις τῶν κατεγνωσμένων. Ρᾷον κακίας μεταλαβεῖν, ἢ ἀρετῆς μεταδοῦναι· ἐπεὶ καὶ νόσου μετασχεῖν μᾶλλον ἢ ὑγείαν χαρίσασθαι» (Δαμασκηνοῦ Ἰω., Εἰς τὰ ἱερὰ παράλληλα, Τίτλ. ιζʹ, P.G. 96, 353C). Ἕνα τελευταῖο κείμενο σ' αὐτὴ τὴν ἑνότητα εἶναι τοῦ ἁγίου Κύριλλου, ὁ ὁποῖος διὰ πολλῶν διδάσκει ὅτι εἶναι πνευματικὸς νόμος, πὼς οἱ ψυχικὰ ἀκάθαρτοι,  μολύνουν ὅσους τοὺς ἐγγίζουν (καὶ κυρίως τοὺς ἀσθενέστερους στὴν πίστη καὶ ὅσους τοὺς πλησιάζουν θεληματικὰ καὶ ἄφοβα). Γράφει: Οἱ συναναστροφές, λοιπόν, μὲ ἀνθρώπους κακούς, τοὺς ὁποίους χαρακτηρίζει «ἑρπετὰ πικρὰ καὶ ἰοβόλα» τῶν ὁποίων τὸ στόμα εἶναι γεμᾶτο δηλητήριο»  μολύνει «κατὰ πᾶσαν ἀκαθαρσίαν» κάθε  ψυχή, ποὺ θὰ ἐπικοινωνήσι μὲ αὐτούς. Καὶ τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι «οἱ τὰ ὀρθὰ διαστρέφοντες καὶ τοῖς ἁπλουστέροις τὸν ὀλέθρου πρόξενον ἐνηχοῦντες λόγον». «Μετὰ ὁσίου ὁσιωθήσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς ἀθώου ἀθῶος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις» Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καὶ λατρείας, v. 68, p. 797, l. 32.

(22) «Ἐσχάτη αἵρεση ἦταν τότε ὁ Ἀρειανισμός. Σήμερα ὅμως, ἐσχάτη καὶ μεγάλη αἵρεση εἶναι ὁ Παπισμός» (Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος Κων/λεως 1848).

(23) «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος», Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, 2001, ἀρ. 26, σ. 97-98.

(24) «Σπίθα», περιοδ., ΜΑΪ-ΙΟΥΝ. 1980.

(25) Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Κατὰ Ἰωάννου Ἀντιοχείας, Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Ephesenum anno 431: Tomëvolumëpart 1,1,2, page 99, line 15.

(26) Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. ΙΙ, σελ. 439-440.

(27) «Καὶ παρακαλοῦμεν ὑμᾶς, καθάπερ καὶ ἔμπροσθεν ἐποιήσατε, κοσμοῦντές τε ἑαυτοὺς καὶ τὰς Ἐκκλησίας ἀσφαλιζόμενοι, οὕτω καὶ νῦν ποιήσατε, καὶ τοὺς τοσαύτας ταραχὰς ἐμβαλόντας εἰς τὴν οἰκουμένην ἅπασαν, καὶ τὰς Ἐκκλησίας διαταράξαντας ἀποστρέφεσθε μετὰ τῆς προσηκούσης ὑμῖν ἀνδρείας. Τοῦτο γὰρ ἀρχὴ τῆς λύσεως τοῦ χειμῶνος, τοῦτο ἀσφάλεια ταῖς Ἐκκλησίαις, τοῦτο τῶν κακῶν διόρθωσις, ὅταν τοὺς τὰ τοιαῦτα πονηρευσαμένους ὑμεῖς οἱ ὑγιαίνοντες ἀποστρέφησθε καὶ μηδὲν κοινὸν ἔχητε πρὸς αὐτούς» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ἐπιστολὴ πθʹ, Θεοδοσίῳ ἐπισκόπῳ Σκυθοπόλεως, vol 52, pg 655, ln 15-ln 25).

(28) Ζήση, Τὰ Ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, Οἰκουμενισμὸς καὶ Παπισμός, σ. 333, 335.

(29) Μ. Φωτίου, Ἐπιστολὴ γ΄ἀπολογητικὴ πρὸς Πάπαν Νικόλαον. «Ἡ τῶν ἀληθῶν κανόνων φυλακὴ σπουδαίῳ μὲν ἐποφείλεται παντί, πολὺ δὲ πλέον τοῖς ἀπ' εὐθύνην τὰ τῶν ἄλλων ὑπὸ τῆς προνοίας ἠξιωμένοις καὶ τούτων ἔτι μάλιστα τοῖς ἐν αὐτοῖς τούτοις πρωτεύειν λαχοῦσιν. Ὅσῳ γὰρ ὑπερέχουσι, τοσούτῳ νομοφυλακεῖν ὀφείλουσι». Καὶ στὸν Ἐπίλογο τῶν Κανόνων τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τονίζεται: «Ταῦτα περὶ Κανόνων διατετάχθω ὑμῖν, ὦ Ἐπίσκοποι. Ὑμεῖς δὲ ἐμμένοντες αὐτοῖς σωθήσεσθε καὶ εἰρήνην ἕξετε, ἀπειθοῦντες δὲ κολασθήσεσθε καὶ πόλεμον μετ' ἀλλήλων ἀΐδιον ἕξετε, δίκην τῆς ἀνηκοΐας τὴν προσήκουσαν τιννῦντες» Πηδάλιον, σ. ιθ΄-κ΄.

Ιδιώτευση και διαχριστιανικός διάλογος

Ιδιώτευση και – διαχριστιανικός – διάλογος

 

Του π. Κωνσταντίνου Νευροκοπλή*

 
 

 

Είναι μερικές φορές που αισθανόμαστε πως κάποιοι θέλουν να μας κλειδαμπαρώσουν σε ένα δωμάτιο. Για να μην διαμαρτυρόμαστε μας διαβεβαιώνουν πως πρόκειται για "το ίδιο υπερώο" στο οποίο εμφανίστηκε ο αναστημένος Χριστός. Οι αλήθειες που μας κρύβουν είναι δύο. Πρώτη, πως οι φοβισμένοι δεν είμαστε εμείς "οι έγκλειστοι", αλλά όσοι περιτοιχίζουν την συνείδησή μας με τις δικές τους φοβίες και δεύτερη πως κρατούν για τον εαυτό τους το αποκλειστικό προνόμιο του να μπαινοβγαίνουν από τους τοίχους "των θυρών κεκλεισμένων". Βέβαια οι τοίχοι αυτοί υψώνονται μέσα τους και κατασκευάζονται είτε από φάσματα κενοδοξίας είτε από χίμαιρες ενοχών.

Θα στέκει διαχρονικό πρόβλημα για τους πιστούς η διαχείρηση των ψευδο-ομολογιών του εσωτερικού τους κόσμου. Η ανάγκη του να ονομαζόμαστε εμείς οι "ορθόδοξοι" για να καταπραΰνουμε την φοβία του μήπως δεν είμαστε. Η αδυναμία του να ψιθυρίσουμε ήσυχα στους εφιάλτες μας, πως γινόμαστε χριστιανοί και πως ακόμα δεν γινήκαμε. Είμαστε χριστιανικές κοινότητες που πορεύονται στην γεύση της Εκκλησίας σε κάθε τους σύναξη ευχαριστιακή, αλλά δεν φυλακίζεται η γεύση στην ιστορία…

Τι είναι Εκκλησία; Εαν ρωτήσουμε τον εαυτό μας θα βρούμε την απάντηση; Δεν μας ξεπερνά κατά πολύ το ερώτημα; Εάν σεβόμαστε το δικό μας ταξίδι τότε πως εκτοξεύουμε δηλητηριώδη βέλη στους συνταξιδιώτες μας;

Η τιμή στους Πατέρες προυποθέτει δύο αφανείς πραγματικότητες. Η πρώτη, να μην τους υποτάσσεις στα υστερόβουλα σχέδιά σου και η δεύτερη να μην τους επικαλείσαι από ματαιοδοξία θέλοντας να υποβάλεις στους ακροατές σου το αίσθημα πως είσαι και εσύ τόσο σπουδαίος όσο ήταν και αυτοί.

Αυτοί λοιπόν οι οδηγοί μας δεν ήταν μήτε κουτοί, μήτε αναίσθητοι όταν απέφευγαν να καταδικάσουν σε Σύνοδο τη Ρωμαϊκή Εκκλησία και τις Εκκλησίες της Μεταρρύθμισης ως αιρετικές. Ελπίζω επίσης να αποδεχόμαστε πως με την φροντίδα της Πρόνοιας του Θεού έλαβαν χώρα ως τα σήμερα όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Θα τα βάλουμε μήπως μαζί Του, γιατί αμελεί εδώ και δέκα αιώνες να τακτοποιήσει μια τόσο "σοβαρή" εκκρεμότητα; Πατέρες που αγίασαν επί δέκα αιώνες έπασχαν στην ομολογία;

Η Ρωμαϊκή Εκκλησία έχει την θεία χάρη και μόνο από το γεγονός της ύπαρξης της Ορθόδοξης Εκκλησίας που αγαπητικά περιποιείται τα τραύματά Της. Όπως και ο πρεσβύτερος υιός της ευαγγελικής παραβολής του Ασώτου ανήκει στην οικογένεια του Πατέρα Του που παρακλητικά τον θεραπεύει διαλεγόμενος μαζί του. Πιστεύει κανείς πως η άρνησή του να συμμετάσχει στο Δείπνο του στερεί την ιδιότητα του υιού; Το χάριν του ασώτου Δείπνο γίνεται αιτία να χορηγηθεί μεγαλύτερη χάρη και στο μεγάλο αδελφό. Εάν η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν γίνει χορηγός ελέους και αληθείας στην Πρεσβυτέρα αδελφή Της τότε θα καταντήσει μια Εκκλησία "ιδιωτών" και από την πίσω πόρτα θα εκπληρώσει με την πράξη Της την θεωρία του filioque.

Ο Διάλογος με την Ρωμαϊκή Εκκλησία σαν πράξη υποστηρίζει την άρνηση του filioque. Η θεολογία του filioque έχει πνευματικό καρπό ο καθένας να ενδιαφέρεται μόνον για τον εαυτό του περιφρονώντας τον άλλο. Όσοι υποστηρίζουν την διακοπή του Διαλόγου σαρκώνουν αντί της εικόνας της κοινωνίας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εκείνη της ιδιώτευσης του Πατέρα μέσω της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος και της ιδιώτευσης του Υιού μέσω του ίδιου έργου. Αυτήν την ρήξη αρνείται από την ίδια του την φύση ο Διάλογος των αδελφών Εκκλησιών.


* Ο π. Κωνσταντίνος Νευροκοπλής είναι Εφημέριος Ι. Ν. Αναλήψεως Θεσ/νικης, θεολόγος.

 

Σημείωση πηγής: Από τον πρωτοπρεσβύτερο π. Κωνσταντίνο Νευροκοπλή, θεολόγο και εφημέριο του ιερού ναού Αναλήψεως Θεσσαλονίκης, λάβαμε και ευχαρίστως δημοσιεύουμε την παρακάτω επιστολή του, η οποία αποτελεί σχόλιο στο – υπό τον τίτλο "Ο Ρωμαιοκαθολικισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί Εκκλησία..." – άρθρο που αφορά στην ομιλία του καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Δημ. Τσελεγγίδη (δημοσίευση 1η εδώ – religiousnet και δημοσίευση 2η εδώ – amen.gr), την περασμένη Κυριακή στη Λάρισα:

 

ΠΗΓΗ: Τετάρτη, 17 Μαρτίου 2010, http://religiousnet.blogspot.com/2010/03/blog-post_3179.html

Ο 34ος Αποστολικός Κανών και ο π. Γ. Τσέτσης

Ο 34ος Αποστολικός Κανών και ο π. Γεώργιος Τσέτσης

 

Του Σεβ. Αθανάσιου (Γιέφτιτς) εφησυχάζοντος Ερζεγοβίνης

 

 

Αποστολικός Κανόνας 34: «Οι Επίσκοποι εκάστου έθνους πρέπει να γνωρίζουν τον πρώτο μεταξύ αυτών και να τον θεωρούν ως την κεφαλήν και τίποτε το περιττόν να μη κάνουν άνευ της γνώμης του, αλλά έκαστος ας κάνει μόνον ότι αφορά «τη εκείνου παροικία» (=επισκοπή) και των διαμερισμάτων αυτής. Αλλά ούτε τούτος (ο Πρώτος) να μην κάνει τίποτε άνευ της πάντων γνώμης, (δηλαδή άνευ των υπολοίπων Επισκόπων), διότι έτσι θα υπάρξει ομόνοια και θα δοξαστεί ο Θεός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι, Πατήρ και Υιός και Άγιο Πνεύμα».

Να υπενθυμίσουμε πως τούτος ο 34ος Αποστολικός Κανών είναι παρόμοιος με τον 9ον κανόνα της Συνόδου της Αντιοχείας, (340-341 μ.Χ.), ο οποίος αφορά το ίδιον θέμα κάπως αναλυτικότερον από τον πρώτον, ενώ στηρίζεται και επικαλείται αυτόν τον 34ον Αποστολικό Κανόνα, ειδικά με τα λόγια: «Κατά τον αρχαιότερο κρατούντα εκ των Πατέρων ημών κανόνα». Άλλωστε, τούτος ο 34ος Αποστολικός Κανόνας είναι ένας από τους θεμελιώδης Κανόνες της Αρχαίας Εκκλησίας, ο οποίος συνδέει την συνοδική ζωή και την συνοδική οργάνωσι της Εκκλησίας με την μίμησιν και την αντανάκλασιν του υπερνούν ασυγκρίτου Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, διότι η Εκκλησία είναι δημιουργημένη και ζει και εργάζεται κατ' εικόνα της Θείας Τριάδος (Εφ. 2, 10-22, Κορινθ. Β΄ 13, 13, Μυσταγωγία Αγίου Μαξίμου).

Επαναλαμβάνοντες εν περιλήψει το περιεχόμενο του 34ου Αποστολικού Κανόνος, ο Κωνσταντινοπολίτης Κανονολόγος Ιωάννης Ζωναράς υπενθυμίζει πως ο 34ος Κανόνας εντέλλεται εις τους Επισκόπους κανείς να μην ενεργεί ανεξάρτητα εν σχέσει προς «την κοινήν της Εκκλησίας κατάστασιν», δηλαδή σε θέματα δογματικά, οικονομίας, δηλαδή διευθετήσεως γενικών λαθών, χειροτονίας Αρχιερέων και άλλα παρόμοια, αλλά γύρω από αυτά τα θέματα μαζί με τον Πρώτο να συνδιασκέπτωνται και να συναποφασίζουν το καλύτερον  δι' όλους…

Αλλά και εις τον Πρώτον Επίσκοπον δεν επιτρέπει (ο Κανών) «τη τιμή καταχρώμενον εις δυναστείαν ταύτην αμείβειν και εναυθεντείν», δηλαδή να μην κάνει κατάχρησιν της τιμής που έχει (πρωτείο τιμής) και μη την μετατρέπη σε δυναστεία (=εξουσία) καί αυθαιρεσία, άνευ της κοινής γνώμης των Συλλειτουργών του, ενεργών κάτι από τα αναφερθέντα ή άλλα παρόμοια. Διότι (ο Κανών) επιθυμεί «ομονοείν τους αρχιερείς» και να είναι συνδεδεμένοι με «τω της αγάπης δεσμώ» (Κολ. 3,14) και να γίνονται «υπόδειγμα προς αγάπην τε και ομόνοιαν» στους κληρικούς τους και στον λαό, ώστε έτσι να δοξασθή ο Θεός κατά την ευαγγελικήν διδασκαλίαν, η οποία λέγει: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών των εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5, 16). Και θα δοξασθή ο Θεός (ο Πατήρ) διά του Κυρίου, διότι αυτός εφανέρωσεν το Όνομά του εν τοις ανθρώποις και την αγάπην ενομοθέτησεν. Και θα δοξασθή εν Αγίω Πνεύματι, διότι δια μέσου Αυτού οι Απόστολοι έγιναν σοφοί και εδίδαξαν τα έθνη (Σύνταγμα Ράλλη -Ποτλή, 2. 45-46).

Λοιπόν, και η απλή σύγκρισις του 34ου Αποστολικού Κανόνος, ιδιαιτέρως κατά την πιστήν ερμηνείαν του Ζωναρά, με το κείμενο του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση, που έγραψε με αφορμή την πρόσφατη Συνεδρίασι της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στο Σαμπεζύ της Γενεύης, όπου ήτο παρών και ο π. Τσέτσης (άλλωστε γνωστός ως «πανταχού παρών» της Γενεύης), δείχνει, για να πούμε απλά, δύο κόσμους ή για να πούμε με τα τελευταία δικά του λόγια, μεταξύ των λόγων του και των του Κανόνος «χάσμα μέγα εστήρικται» (Λουκ. 16, 26).

Διότι την στιγμή ακριβώς που οι Ορθόδοξοι έτειναν και κατώρθωσαν να συμφωνήσουν στην Γενεύη και να λειτουργήση με σωστόν τρόπο ο 34ος Αποστολικός Κανόνας περί της Συνοδικότητος της ζωής, οργανώσεως και λειτουργίας των Ορθοδόξων Εκκλησίων στο επίπεδο των διαβοηθών «Αυτοκεφαλιών» – καίτοι ζήτημα είναι εάν ο Κανόνας ούτος λειτουργεί και μέσα σ' αυτά τα περιφρουρημένα «κάστρα», διότι και εκεί συχνά συμβαίνει ώστε «τη τιμή καταχρώμενος είς δυναστείαν ταύτην αμείβων και εναυθεντών», ο Πρώτος μεταξύ των ίσων γίνεται όλο και συχνότερα ο «Πρώτος» και ο «Μοναδικός», και στο φανάρι, και στο Βορρά, και στο Νότο, και στην Ανατολή και στην Δύση, όπως παλαιά έκανε και επί αιώνες κάνει η Παλαιά Ρώμη, και συχνά τον μιμούνται και η Νέα και η Τρίτη (Ρώμη), μη εμμένοντας εις αυτό πού υπαγορεύει ο Αποστολικός Κανόνας παραπέμποντάς μας όλους στο Ευαγγέλιο και την Λειτουργία; – ξαφνικά εμφανίζεται ο π. Τσέτσης ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος, με τη δική του «νότα» ή «θρήνο», το οποίο εκείνος μουσικά ονομάζει «ημιτελή συμφωνία», δηλαδή συγκρίνει αυτό πού συνέβη στη Γενεύη με την «ημιτελή συμφωνία» του Σούμπερτ. Εμείς όμως οι άμουσοι ή οι ημιμαθείς μουσικοί, ξέρουμε πώς οι ορθόδοξοι μιλάνε και μαρτυρούν περί της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος ως «πολυφωνική συμφωνία και συμφωνική πολυφωνία», και αυτό είναι εκείνο πού αρμονικά αντηχεί ο 34ος Αποστολικός Κανόνας στα αυτιά μας, στις καρδιές μας, στις διάνοιες και στις ψυχές μας, όταν συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα.

Όμως ο π. Τσέτσης σαν να μην ακούει τον Κανόνα αυτόν, και μας κάνει μάθημα περί «των λεπτών θεολογικών, εκκλησιολογικών και κανονικών ζητημάτων». Τέτοια και παρόμοια «μαθήματα», χρόνια τώρα, ακούμε από αυτόν και τους ομοίους του, και λόγω αυτής της πολυλογίας τους αυτοί οι ίδιοι δεν ακούν τήν ευαγγελική, τήν πεντηκοστιανή και την αγιοκανονική ΟΜΟΝΟΙΑ της πάντων γνώμης. Εκείνην τήν ομόνοια και εκείνην τήν γνώμη, διά τήν οποία μιλούσαν και μαρτυρούσαν ακόμα οι παλαιοί Πατέρες: ο Άγ. Ιγνάτιος Αντιοχείας και ο Άγ. Ειρηναίος Λυώνος. Ο πρώτος μαρτυρών περί της ισότητος, συμφώνου γνώμης και ενότητος όλων των στην Οικομένην Επισκόπων, στην Γνώμη του Χριστού, όπως Αυτός είναι στην ΓΝΩΜΗ του Πατρός, και ο δεύτερος γράφων περί της συμφωνίας της ΓΝΩΜΗΣ της Εκκλησίας με την Ευχαριστία και περί της Ευχαριστίας, ως βεβαίωσι της ΓΝΩΜΗΣ και Ενότητος της Εκκλησίας και Εκκλησιών Ορθοδόξων.

Από τότε που μερικοί τέτοιοι όπως ο π. Τσέτσης σταμάτησαν να διαβάζουν και να κατανοούν τι διαβάζουν, δηλαδή ν' ακούν τήν λειτουργικο-ευχαριστιακή γλώσσα των Αγίων Ευαγγελίων, και των Αγίων Κανόνων και της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας, της Μιάς, Καθολικής, Αποστολικής και Ορθοδόξου, από Ανατολή έως Δύσι, και από Νότο έως Βορρά, από τότε άρχισαν να υποκινούν τέτοια ζητήματα, όπως αυτός κάνει με το μικρό του, αλλά πικρό άρθρο, με το οποίο ουσιαστικά προκαλεί ζημία ακριβώς σ' αυτό πού θέλει να υπερασπιστή.

Το ότι έχουμε να κάνωμε με ένα πικρό κείμενο γραμμένο μετά την πανορθόδοξη συμφωνία στό Σάμπεζι, άρθρο πικρό για το Ορθόδοξο Πλήρωμα από τα Ιεροσόλυμα έως το Ιλλυρικό και μέχρι τον Ειρηνικό, είναι φανερό άλλωστε και από αυτό το ίδιο το κείμενο. Να υπενθυμίσωμε πως ο Πατήρ Γεώργιος Τσέτσης γράφει σαν να κουνάει μπροστά μας ένα μπαϊράκι (=σημαία) περί του «ορατού σημείου της ορθοδόξου ενότητος», περί «του εκφραστού της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανά τη οικουμένη», «εκφραστού εις το παγκόσμιο – οικουμενικό επίπεδο της αντιλήψεως ‘Πανορθοδοξίας' κ.λ.π.», για να καταλήξη με λόγια βλάσφημα για τήν Ορθόδοξη Εκκλησία γράφοντας: «Από σκοπιάς εκκλησιολογικής, σε τι διαφέρουμε, τελικά, από Λουθηρανούς, Κονγκρεγκασιοναλιστές καί Μεταρρυθμισμένους, όταν, βάσει εθνοφυλετικών κριτηρίων και πολιτικών υπολογισμών ….. διασπούμε την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και ενεργούμε πλέον ως δεκαπέντε ανεξάρτητες απ' αλλήλων μονάδες, ως αυτοδιάθετα «καπετανάτα»;!;

Τέτοια αυθάδεια πραγματικά δεν περιμέναμε να ακούσουν οι Ορθόδοξες Αδελφικές Εκκλησίες από τήν Γενεύη από το Σαμπεζύ και μάλιστα από ένα μέγα Πρωτοπρεσβύτερο!

Γράφει ακόμα σε αυτό το πικρό άρθρο του: «Δεν είναι δύσκολο πίσω από τη δυσχέρεια αυτή (για τήν υπογραφή του τόμου Αυτοκεφαλίας) να δει κανείς μία υποβόσκουσα τάσι ορισμένων Ορθοδόξων Εκκλησίων των βορείων και ανατολικών διαμερισμάτων της Ευρώπης, να περιορίσουν το διακόνημα του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ως Πρώτου της Ορθοδοξίας Επισκόπου και να αμφισβητήσουν τον θεσμικό του ρόλο, ως ορατού σημείου της Ορθοδόξου ενότητος …» κ.λ.π.

Τέτοιες ύποπτες, επικίνδυνα ύποπτες καταγγελίες, ακούμε προσφάτως, αλλά αυτές εκφράζουν περισσότερο την ταραχή και αβεβαιότητα τέτοιων αλλοιωμένων αντιλήψεων και ερμηνειών περί της τιμής και υπολήψεως και από αιώνων αιτιολογημένα και κανονικά παραδεκτής θέσεως και ρόλου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, εν Συνάξει των «πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν» (Α΄ Κορινθ. 14, 40) γινομένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ανά την Οικουμένη, από τα πρεσβυγενή έως και τα νεότερα και νεώτατα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και Αρχιεπισκοπές, πού αποτελούν δωρεές και θεσμούς του Ενός και του Αυτού Πνεύματος του Παρακλήτου της Εκκλησίας, της Αγίας και Ομοουσίου και Ζωοποιού και Αδιαιρέτου Τριάδος.

Δεν επιθυμούμε να σχολιάσουμε άλλο το εν λόγω και με τοιούτον λεξιλόγιον γραμμένον κείμενον του Πρωτοπρεσβυτέρου από τη Γενεύη, καθώς και την ταραχή την οποίαν κρύβουν τα λόγια του – ταραχή τήν οποία φέρει κάθε φιλαρχία, η οποία δεν δημιουργείται, και δεν μπορεί να δημιουργηθή, από μία αληθινή βίωση και πραγματοποίησι των Ευαγγελικών λογίων του Χριστού, του Πρώτου και του Θεμελίου και της Κεφαλής και του Κέντρου της Εκκλησίας, της Ορατής και Αοράτου, Επιγείου και Ουρανίου: «Ός εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται ημών δούλος, ώσπερ ο Υιός του Ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Ματθ. 20, 27-28).

Ένα είναι το βέβαιο· πως όλοι οι αληθινά Ορθόδοξοι, αληθινά Εκκλησιαστικοί (Ecclesistici, όπως ονόμαζε τους Ορθοδόξους ο Άγιος Ειρηναίος) επιθυμούμε και προσευχόμαστε να γίνη επιτέλους η Μεγάλη Ορθόδοξος Σύνοδος, όπως ήδη και υπήρξαν Οικουμενικοί Σύνοδοι μετά τήν 7η Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά θεωρούμε πως η «κατ' επιλογήν» (λίγο – πολύ ολοΐδιοι άνθρωποι)· αντιπροσώπευσι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως γίνεται στη Γενεύη, δεν αποτελεί πραγματική έκφρασι και αντανάκλασι της Καθολικότητος και Συνοδικότητος της Αποστολικής Εκκλησίας, των Ορθοδόξων Εκκλησιών ανά την Οικουμένην, ούτε ακόμη έκφρασι της πραγματικής τους χαρισματικο – λειτουργικής και κανονικής ενότητος, εκπεφρασμένης και αδιαιρέτως μετεχομένης και μεταλαμβανομένης και κοινωνουμένης εν πληρότητι εις «την ενότητα της πίστεως και την Κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος», όπως προσευχόμαστε εις τήν Θεία Λειτουργία.

Δόξα και ευχαριστία εις τον Θεόν, διότι το έργο Του είναι η ύπαρξις αληθινής και αδιαιρέτου Ενότητος και Κοινωνίας πίστεως, χάριτος και κανονικής τάξεως των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις τον Ένα Χριστό Θεάνθρωπο και εις το Ένα Σώμα Του, κι όχι σ' εκείνη την ενότητα της Ουάσιγκτον, των Βρυξελλών, της Ρώμης, της Γενεύης εις την οποίαν θα ήθελε όλοι να αποβλέπουμε ο π. Τσέτσης (του οποίου φαίνεται πως το «μέτρο» της «παγκόσμιας ενότητος» είναι τα Ηνωμένα Έθνη ή η «Ευρωπαϊκή Ένωσις», όπως και στους συγγραφείς της περιλαλήτου Εγκυκλίου του 1920, την οποία ούτε έγραψε, ούτε εξέδωσε ο Πρώτος του Φαναρίου, διότι τότε δεν υπήρχε στο θρόνο!

Το μέτρον τους, φαίνεται, ήταν ο Liga (=ομοσπονδία) των «Εθνών / λαών» και η εγκύκλιος του 1920 κηρύττει αντί «Liga» (=ομοσπονδία) των «Εκκλησιών» λανθασμένα μεταφράζοντας αυτό με μη παραδεκτή διά τήν Ορθόδοξη Εκκλησιαστικό – ευχαριστιακή αντίληψι και έκφρασι «Κοινωνία των Εκκλησιών», εννοώντας ακριβώς της Προτεσταντικές αιρέσεις τις οποίες αναφέρει ο π. Τσέτσης, καθώς και διά το σχίσμα της Δύσεως, το οποίον όλως παραδόξως στο άρθρο του δεν αναφέρει, αλλά φανερά όμως υπονοεί και διαβλέπει, αφού έτσι ερμηνεύει τη θέσι του Πρώτου μεταξύ ίσων και ομοίων στην Ορθοδοξία, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από τα γράμματα και το πνεύμα του 34ου Αποστολικού Κανόνος).

Να προσθέσουμε, τέλος, αυτό το οποίον είπαμε εδώ και μερικούς μήνες στον Σεβασμιώτατο Προεδρεύοντα στις δύο πρόσφατες Συνάξεις στην Γενεύη (Ιούνιο – Δεκέμβριο): Θεωρούμε και νομίζουμε και επιθυμούμε, όχι μόνον προσωπικώς, αλλά επαναλαμβάνοντας την αναφορά και τα συμπεράσματα πολύ μεγαλυτέρων από εμάς Ορθοδόξων: Ιδού ολόκληρη χιλιετία, το πρώτο έργο της μελλοντικής Μεγάλης Συνόδους της Ορθοδοξίας, υπό τήν Προεδρίαν του Πρώτου Πατριάρχου και Αρχιερέως της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και Συμπροεδρευόντων Ορθοδόξων Αρχιερέων – όπως γινόταν πάντοτε διά μέσου των αιώνων άχρι καί σήμερον – θα πρέπει να είναι:

κατάφασι όλων των μέχρι σήμερα Επτά Οικουμενικών Συνόδων και ταυτοχρόνως ένταξις και συναρίθμησις εις αυτάς τουλάχιστον δύο κατόπιν γινομένων Συνόδων οι οποίες ήταν πραγματικά Οικουμενικές Σύνοδοι: της Μεγάλης Συνόδου του Αγίου Φωτίου (880 μ.Χ.) και της Μεγάλης Συνόδου του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (1341 και 1351 μ.Χ.).

 

Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, ἐν έτει 2009 – 2010

+ Επ. Αθανάσιος εφησυχάζων Ερζεγοβίνης

 

ΠΗΓΗ: Σάββατο, 27 Φεβρουαρίου 2010,  http://mkka.blogspot.com/2010/02/blog-post_27.html

Προς νέα Φερράρα – Φλωρεντία

Προς νέα Φερράρα – Φλωρεντία

 

Του π. Θεόδωρου Ζήση*

 

Βαρυσήμαντη ομιλία, με παλληκαρήσιο και ομολογητικό ύφος πραγματοποίησε την Δευτέρα 25.1.10, στη κατάμεστο από πιστούς αίθουσα της Π.Ο.Ε. (Κάνιγγος 10) ο πρωτοπρεσβύτερος, Ομότιμος Καθηγητής του Α.Π.Θ. και ένας εκ των πρωτεργατών του αγώνος εναντίον του Οικουμενισμού και παπισμού, πατέρας Θεόδωρος Ζήσης. Το θέμα της ομιλίας του ήταν: "Προς νέα Φερράρα-Φλωρεντία. Αγνοείται η παρερμηνεύεται ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός". Τον ομιλητή προλόγισε ο Αντιπρόεδρος της Π.Ο.Ε., κ. Ιωάννης Καρατζένης.

Ο π. Θεόδωρος έκανε μία αναδρομή του αντιοικουμενιστικού αγώνα αναφερόμενος στην ομολογητική αντίσταση των πιστών στην Διαθρησκειακή συνάντηση της Κύπρου, με πρωτεργάτες το «Άγιον Όρος» της Κύπρου, ήτοι την ῾ Ι. Μ. Σταυροβουνίου, την κυκλοφόρηση του κειμένου της «Ομολογίας Πίστεως» και την αποδοχή του από χιλιάδες πιστούς. Εστιάζοντας στο θέμα της ομιλίας, βασίστηκε για την ανάπτυξή του, στα απομνημονεύματα του Σιλβέστρου Συροπούλου, για τα όσα έγιναν στη Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, σημειώνοντας μάλιστα ότι: «αν τα μελετούσαμε, θα κρατούσαμε στα σημερινά φιλοπαπικά ανοίγματα την ίδια θέση, που κράτησε ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός». Ξεκαθάρισε ότι τα κίνητρα της ως άνω Συνόδου ήταν πολιτικά και εξουσιαστικά και όχι θρησκευτικά, ενώ υπενθύμισε ότι το 1437 – 1439 πραγματοποιήθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας σύνοδος καρδιναλίων, που απαιτούσε από τον Πάπα μεταρρυθμίσεις, φέρνοντάς τον σε δύσκολη θέση. Αναζητούσε λοιπόν – όπως επισήμανε ο ομιλητής – ο τελευταίος, στήριγμα στους Ορθοδόξους και τότε ήταν, που διαπράχθηκε ένα σημαντικό διπλωματικό λάθος – ένα λάθος πίστεως – από την πλευρά των Ορθοδόξων. Στήριξαν, δηλαδή τον Πάπα και όχι την Σύνοδο των καρδιναλίων, που τον ήλεγχε και απαιτούσε μεταρρυθμίσεις.

Στη ροή του λόγου του, ο π. Θεόδωρος έκανε παραλληλισμό με τις σημερινές συνθήκες, όπου και σήμερα η Ελλάδα είναι σε δεινή θέση. Ο Κύπρου Χρυσόστομος καταφεύγει στον Πάπα ελπίζοντας βοήθεια στο εθνικό ζήτημα, η δυσφήμιση της Ελλάδος για τα οικονομικά της είναι παγκόσμια και οι Τούρκοι απειλούν την πατρίδα, όπως πριν από την άλωση.
Ακόμη και ο Ιωάννης Η´ Παλαιολόγος – επανερχόμενος στο θέμα – σημείωσε ο π. Θεόδωρος, προσδοκούσε ότι στη Σύνοδο οι Παπικοί θα αποκήρυσσαν τις πλάνες τους, έστω κι αν ο πατέρας του Εμμανουήλ Παλαιολόγος, του είχε αφήσει παρακαταθήκη να συζητεί μεν την ένωση – για διπλωματικούς λόγους- αλλά ποτέ να μη την κάνει. Ακόμη και ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ φρονούσε, ότι πηγαίνοντας στη Σύνοδο η θα ομολογούσαν την πίστη τους η αν πιέζονταν, θα μαρτυρούσαν γι' αυτή. Ωστόσο, όχι μόνον αυτό δεν έγινε, αλλά οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι – πλήν του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού- υπέγραψαν τα λατινικά δόγματα και άλλοι Ουνίτισαν.
 Ο π. Θεόδωρος επί τη ευκαιρία σημείωσε, πως οι Ορθόδοξοι σε μεικτή συνάντηση διαλόγου με τους Παπικούς πέτυχαν την καταδίκη της Ουνίας στο Φράϊζιν του Μονάχου (1990), και ενώ αυτήν υπέγραψαν και οι παπικοί, κατόπιν εξαφάνισαν το κείμενο και μέχρι σήμερα δεν γίνεται καμία αναφορά σε αυτό. Μάλιστα, το 1993 και αφού με παρεμβάσεις οι «άκαμπτοι» ορθόδοξοι είχαν απομακρυνθεί από την επιτροπή διαλόγου – με πρώτο τον π. Θεόδωρο Ζήση – στο Μπάλαμαντ του Λιβάνου, εκπρόσωποι των Ορθοδόξων υπέγραψαν την αθώωση της Ουνίας.

 Κατόπιν ο π. Θεόδωρος σημείωσε, πως ο Πάπας αφαίρεσε από τον τίτλο του «Πατριάρχης της Δύσεως», τον προσδιορισμό: «της Δύσεως» υποστηρίζοντας ξεκάθαρα μεν, ανιστόρητα και αναπόδεικτα δε, ότι έχει το πρωτείο παγκοσμίως. Αναρωτήθηκε δε, πως η αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτοι ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος και ο Επίσκοπος Αχαΐας Αθανάσιος ανέχονται να διαλέγονται ακόμη με τους παπικούς, όταν ο Πάπας σε ανακοίνωσή του, αποκαλεί του Ορθοδόξους «ελλειμματική εκκλησία», επειδή δεν αποδέχονται το πρωτείο του.

 Εν συνεχεία, ο ομιλητής αναφέρθηκε στα συμβάντα της Συνόδου Φερράρας –

Φλωρεντίας ήτοι την προδοσία – αποστασία του Νικαίας Βησσαρίωνος και Κιέβου Ισιδώρου, -μάλιστα ο πρώτος «αμείφτηκε» με θέση καρδιναλίου- και σημείωσε, πως και σήμερα τον διάλογο έχουν αναλάβει επαγγελματίες οικουμενιστές, κληρικοί και θεολόγοι, χωρίς η Σύνοδος της Ιεραρχίας να ενημερώνεται για την πορεία του. Επισήμανε δε, ότι στην πρόσφατη σύνοδο της Ιεραρχίας αποκαλύφθηκε ότι και ο Μητροπολίτης Περιστερίου αντικαταστάθηκε στον Θεολογικό διάλογο – κατόπιν πιέσεων – ως «δύσχρηστος».
 Στη ροή του λόγου του ο π. Θεόδωρος ανέγνωσε αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα του Σιλβέστρου Συροπούλου, που απεκάλυπταν την παρρησία και το ομολογητικό φρόνημα του Άτλαντος της Ορθοδοξίας Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, Επισκόπου Εφέσου. Αυτός ανέλαβε το βάρος της Ομολογίας, στην εν λόγω Σύνοδο και αυτός υποχρέωσε ακόμη και τον Πάπα να του «υποκλιθεί» λέγοντας «Μάρκος ουχ υπέγραψε, λοιπόν εποιήσαμεν ουδέν».

 Ζοφερή και η σημερινή κατάσταση και πολλά τα δυσοίωνα μηνύματα επεσήμανε ο ομιλητής λέγοντας, πως τότε ο λαός κρατούσε την Ορθοδοξία και δεν αποδέχτηκε επ ουδενί τους υπογράψαντες την ψευδένωση αρχιερείς, ενώ σήμερα ο λαός δεν στέκεται – στο σύνολό του – πλάι στους αγωνιζόμενους ποιμένες.
Δυσοίωνο γεγονός είναι και η «κατάληψη» των Θεολογικών Σχολών από τους Οικουμενιστές, οι οποίοι με κάθε τρόπο εμποδίζουν και την ανέλιξη νέων, με ορθόδοξο ήθος και ομολογητικό ύφος, στις υψηλές πανεπιστημιακές βαθμίδες. Μάλιστα, εξέφρασε την λύπη του, που θεολόγοι του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, οι οποίοι προτείνουν την μετατροπή του μαθήματος των Θρησκευτικών σε θρησκειολογικό μάθημα, είναι παράλληλα και συνεργάτες του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου.

Ακόμη και το Άγιον Όρος είναι διχασμένο σε επίπεδο ηγουμένων σημείωσε ο ομιλητής. Από τα 20 Μοναστήρια του Αγίου Όρους μόνον τα πέντε υπέγραψαν την «Ομολογία Πίστεως».

Ο π. Θεόδωρος έκανε αναφορά και στην υπογραφή της «Ομολογίας Πίστεως» από πολλούς Αγιοταφίτες πατέρες. Ενημέρωσε δε τους πιστούς, ότι σε συνάντηση όλης της Αγιοταφιτικής αδελφότητας, που συνεκάλεσε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, προκειμένου να καθησυχάσει τους πατέρες και δη τους Αγιοσαββίτες, ο Ομότ. Καθηγητής κ. Γ. Γαλίτης έκανε επιλεκτική χρήση χωρίων από τα όσα είπε ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. Αναφέρθηκε δηλαδή, στην ευγενική προσφώνηση του Αγίου στον Πάπα παραλείποντας τους δριμυτάτους ελέγχους, που έπονταν. Ο π. Θεόδωρος – που άκουσε μαγνητοφωνημένη την ομιλία του Καθηγητού Γαλίτη – έλεγξε με σθένος την ενέργειά του και τόνισε ότι η πράξη αυτή αποτελεί παραποίηση της αλήθειας.
 Ωστόσο στον αγώνα κατά του Οικουμενισμού και του Παπισμού υπάρχουν και ευοίωνα μηνύματα σημείωσε ο ομιλητής. Καθηγητές πανεπιστημίου όπως ο π. Γ. Μεταλληνός,  Ι. Κορναράκης, Δημ. Τσελεγγίδης, και Στέργιος Σάκκος αγωνίζονται στην πρώτη γραμμή. Πολλοί αρχιερείς, εν αντιθέσει με ότι συνέβαινε επί Χριστοδούλου, στέκονται εναντίον του Οικουμενισμού με πρώτον τον Μητροπολίτη Πειραιώς. Κάποιες ανακοινώσεις του Πειραιώς, μάλιστα, χαρακτήρισε σκληρότερες και αυτών του πρ. Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου.
 Επιπλέον, το σύνολο των Αγιορειτών μοναχών στέκεται δίπλα στους αγωνιζόμενους πατέρες και αυτό το αποδεικνύουν οι επιστολές τους και τα τηλεφωνήματά τους. Τεράστιο το έργο, που επιτελείται και στο διαδίκτυο. Δεν τολμάει οικουμενιστής – τόνισε ο π. Θεόδωρος – να κάνει σχετική ανάρτηση, διότι θα ελεγχθεί και ανασκευαστεί η τοποθέτησή του, από πλήθος αγωνιζόμενων πιστών θεολόγων. Άλλο ενθαρρυντικό η ναυαρχίδα – όπως είπε ο ομιλητής- του αντιαιρετικού και αντιοικουμενιστικού αγώνα ο «Ορθόδοξος Τύπος».

Επίσης, η σημαντική αρθρογραφία αγωνιζόμενων πιστών όπως του  Ι. Τάτση, Παν. Τελεβάντου, Αγιοταφιτών πατέρων καθώς και η έκδοση βιβλίων, όπως του π. Αν. Γκοτσοπούλου (ήταν παρών στην ομιλία) με τίτλο -«Συμπροσευχή με τους αιρετικούς»-, αποτελούν ισχυρή ελπίδα στον αντιοικουμενιστικό αγώνα. Αλλά και η άτυπη σύναξη κληρικών και μοναχών αποτελεί ισχυρή γραμμή ανάσχεσης.

Κλείνοντας την ομιλία του ο π. Θεόδωρος σημείωσε, ότι το πιο ευοίωνο και ελπιδοφόρο στον αγώνα είναι οι πιστοί, που στηρίζουν τους αγωνιζόμενους πατέρες. Παρότρυνε δε τους αδελφούς να συνεχίσουν τον αγώνα τους απτόητοι.

 

*   Βαρυσήμαντος ομιλία του π. Θεοδώρου Ζήση εις την ΠΟΕ

 

Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 29/1/2010

 

Περί της Η΄ Οικουμενικής συνόδου

Περί της Η΄Οικουμενικής συνόδου

 

Του Κώστα Νούση*

 

Με αφορμή το διενεργούμενο διάλογο για την αυτονόητη διευκρίνιση του αν είναι ο παπισμός αίρεση ή όχι, θα ήθελα να καταθέσω αρχικά ότι δεν είδα στα γραφόμενα του κ. Ανδρεόπουλου κάποιο σημείο στο οποίο να χαρακτηρίζει ο ίδιος προσωπικά ως μη αιρετική ή σχισματική τη Ρ/Κ εκκλησία (τεχνικός όρος εδώ, για να μην προτρέξουν τινές να με επαναχρίσουν οικουμενιστή).

Στην ορθόθοξη αντισχολαστική μας θεολογία δυστυχώς έχουν παλαιόθεν παρεισφρήσει πολλές εκ δύσεως σχολαστικές επιρροές – η γνωστή σχιζοφρένεια της εκκλησιαστικής μας ζωής και θεολογίας, κατά την οποία μαχόμεθα κατά δυτικών όντες εν πολλοίς πνευματικά τους μορφώματα – όπως για παράδειγμα ο κλειστός αριθμός των επτά μυστηρίων (περιλαμβανομένου του ανθρωπίνου γάμου και ουχί του μετά Θεού, που είναι η μοναχική κουρά!). Είναι σαφές ότι η θεότητα και η εκκλησιαστική ζωή δεν είναι δυνατό να περικλεισθούν σε οιαδήποτε αριθμητικά στεγανά ούτε σε συμβολικούς περιγραφικούς αριθμούς, όπως ο ανωτέρω. Μάλιστα και στον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης συναντάται η αρίθμηση σε επτά των μυστηρίων της εκκλησίας, χωρίς αυτό να μειώνει, εννοείται, τη θεοπνευστία του αγίου. Και το λέω διότι κατ' αντιστοιχίαν και στην περί ογδόης οικουμενικής ύπαρξη διίστανται οι θέσεις. Κατά την ίδια λογική δεν είναι δυνατό να περικλειστεί η οικουμενική συνοδική έκφραση της εκκλησίας σε σχολαστικιστικά αριθμητικά σχήματα ούτε να αναλωνόμεθα σε έριδες περί πραγμάτων άνευ ιδιαιτέρας σημασίας.

 Ποια όμως είναι η αλήθεια των πραγμάτων; Όπως κάθε ορθόδοξη επισκοπή και απλή ενορία συνιστά την όλη εκκλησία και δε μερίζεται η οικουμενική εκκλησία σε κατά τόπους ξέχωρες επισκοπές- εκκλησίες, και όπως επίσης σε εκάστη θεία λειτουργία είναι παρούσα η απανταχού εκκλησία παρισταμένων ιδία πάντων των τετελειωμένων αγίων και αγγέλων, κατά τον ίδιο τρόπο και εκάστη σύνοδος (συμπεριλαμβανομένων και των τοπικών) που συμπνέει με την εκκλησιαστική συνείδηση του ορθοδόξου πληρώματος έχει οικουμενικό χαρακτήρα – πράγμα που φαίνεται και στις αναφορές περί οικουμενικού χαρακτήρα της εν λόγω ογδόης. Η συμβατική αρίθμηση των οικουμενικών συνόδων σε επτά ερείδεται επί της θεολογίας των επτά ημερών των εικονιζόντων το παρόν σχήμα του κόσμου και μελλόντων αντικαταστήναι υπό της ογδόης και ανεσπέρου ημέρας.

Στις επτά οικουμενικές συνοψίζεται η καταδίκη πασών των αιρέσεων των υπό του διαβόλου εφευρεθεισών στην ιστορική επί γης πορεία της εκκλησίας, οι οποίες σαφώς και με ετέρες μορφές ενεφανίσθησαν και μετά τη σύγκληση της συνόδου αυτής και θα εμφανισθούν έως της συντελείας του αιώνος. Πρόκειται άλλωστε για την ομοουσιότητα όλων των αμαρτιών. Λέει χαρακτηριστικά το δεύτερο τροπάριο της α' ωδής του κανόνα των Αγίων Πατέρων της Ζ' οικουμενικής συνόδου (ια' Οκτωβρίου): «μείζων αρχήθεν αριθμών ο έβδομος. Δημιουργίας και γαρ, της του Θεού πάσης, πρωτοτύπως γέγονεν, η παντελής κατάπαυσις, εις εβδόμην ημέραν. Και νυν πασών των αιρέσεων, λήξις εις ισάριθμον Σύνοδον».

Εν αντιθέτω περιπτώσει δημιουργείται πρόβλημα περί του αριθμού των μετά την Ζ' συγκληθεισών συνόδων. Π.χ. δεν πρέπει να συναριθμηθούν στις οικουμενικές οι λίαν σημαντικές σύνοδοι του ιδ' αιώνος αλλά και άλλες πανορθοδόξου κύρους μεταγενέστερες; Το ζητούμενο βέβαια αναφορικά με την διά σαφούς και ρητής νομοκανονικής πράξεως καταγγελία ως σχισματικής της παπικής εκκλησίας είναι πολύ απλό έως επουσιώδες, διότι δε χρειάζεται επίσημα αναγνωρισμένη ως Οικουμενική σύνοδος για να καταδικάσει τις αιρέσεις και ποικίλες κακοδοξίες της, οι οποίες είναι εξοφθάλμως πρόδηλες. Άλλωστε μια σχισματική εκκλησία είναι και αιρετική και αντιστρόφως. Για παράδειγμα οι εν Ελλάδι παλαιοεορτολογίτες που ανήγαγαν το θέμα των δεκατριών ημερών σε μείζον δογματικό ζήτημα, πράγμα που συνιστά αίρεση. Το παιχνίδι των λέξεων μεταξύ αιρέσεως και σχίσματος καταδεικνύει το ομοούσιο των φαινομένων αυτών.

Πώς σε τελική ανάλυση είναι δυνατό να γίνει ένωση με μια «χριστιανική εκκλησία» που θεωρεί στην αυγή του αιώνα μας ένα κοινό θνητό αλάθητο προκαλώντας το παγκόσμιο μειδίαμα; Πώς είναι δυνατό να ενωθείς με ανθρώπους που είναι πνευματομάχοι (Filioque: οι πνευματομαχικές αιρέσεις είχαν καταδικαστεί ήδη πριν την Ζ' Οικουμενική – προφανώς λοιπόν και με βάση το προηγηθέν σκεπτικό δε χρειάζεται να βαπτισθεί ως η' η σύνοδος του θ' αιώνος για να καταδικάσει τον παπισμό); Πώς να θεωρήσεις ότι ενώθηκες με χριστιανούς που πιστεύουν ότι σωζόμεθα με κτιστές και όχι άκτιστες ενέργειες (αρειανισμός) ;

Ρώτησαν τον αββά Νεκτάριο, τον τελευταίο στάρετς της Όπτινα, αν είναι δυνατό να ελπίζει κανείς στην ένωση των εκκλησιών και απάντησε: «όχι! Μόνο μια οικουμενική σύνοδος ίσως μπορούσε να την πραγματοποιήσει, αλλά δε θα υπάρξουν άλλες οικουμενικές σύνοδοι. Έχουν γίνει ήδη επτά, σαν τα επτά μυστήρια. Για την εποχή μας ο αριθμός της πληρότητος είναι ο αριθμός επτά. Το οκτώ είναι ο αριθμός του μέλλοντος αιώνος. Μόνο μεμονωμένοι αιρετικοί της δύσεως θα επιστρέψουν και θα ενωθούν με την Εκκλησία μας» (από το βιβλίο Όσιος Νεκτάριος, ο τελευταίος μεγάλος στάρετς της Όπτινα, εκδ. Σταυροπηγιακής και Συνοδικής Ι. Μονής Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κάλαμος 2003).

Η στάση της Μίας (Ορθοδόξου) Εκκλησίας του Χριστού παραμένει, ως οφείλει, εκείνη της φιλοστόργου μητρός της εν αγάπη προσδοκούσης την επιστροφή των πλανεμένων υπό του διαβόλου τέκνων της. Μέχρι τότε αφήνει απλήρωτη τη θέση του επισκόπου Ρώμης σαν τον πατέρα που στέκεται στο παράθυρο καθ' ημέραν αναμένων την επιστροφή του ασώτου υιού. Οι αντίθετες αυστηρές θέσεις ενίων μαρτυρούν ίσως δικανικό αλλά όχι μητρικό ένστικτο. Η Εκκλησία όμως είναι η αναγεννώσα μητέρα των πάντων στη ζωή του Τριαδικού Θεού.

Στο μεταξύ ο προκαθήμενος της ρωμαϊκής εκκλησίας διεκδικεί ακόμα το αλάθητό του, διαπράττοντας ήδη εν τη ιδία τη γενέσει του προβλήματος αυτού το μεγάλο σφάλμα του δοκείν ως αλάθητη τη θέση του αυτή!

Λάρισα, 26/12/2009

 

*  Ο Κώστας Νούσης  είναι Φιλόλογος – θεολόγος ΑΠΘ


ΠΗΓΗ:  Σάββατο, 26 Δεκεμβρίου 2009,   http://theology-xaris.blogspot.com/2009/12/blog-post_26.html

Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΩΣ ΑΙΡΕΣΗ

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕΙ τον ΠΑΠΙΣΜΟ ΩΣ ΑΙΡΕΣΗ

ΣΥΝΟΔΙΚΑ και ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ, και

ΑΠΟΔΕΧΕΤΑΙ την ΣΥΝΟΔΟ του 879-880 ως ΟΓΔΟΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ

 

(Παρέμβαση μ φορμ διάλογο Τελεβάντου-νδρεόπουλου)

 

Του Παναγιώτη Σημάτη

 

Ὁ κ. Ἀνδρεόπουλος φαίνεται πὼς δὲν ἀποδέχεται ὅτι ὁ Παπισμός ἔχει ἀποκοπὴ μὲ ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡς αἵρεση ἀπὸ τὴν ΜΙΑ Ἐκκλησία. Αὐτὸ συμπεραίνεται ἀπὸ σχόλιό του σὲ κείμενο τοῦ κ. Π. Τελεβάντου στὸ μπόγκ  www.religiousnet.blogspot.com/2009/12/blog-post_22.html#comments. Ἐπικαλούμενος «Σημειώσεις» τοῦ καθηγητὴ Δ. Τσελεγγίδη  (ποὺ βρῆκα ὅτι ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὸ 1988), γράφει ὁ κ. Ἀνδρεόπουλος:

«…Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θεωρήθηκε από τοπικές ορθόδοξες Συνόδους, ως ετερόδοξη και αιρετική, αποκεκομμένη δηλαδή από τη Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική του Χριστού Εκκλησία … Ο καθηγητής Δογματικής, πάντως, κ. Δημ. Τσελεγγίδης («Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα, Σημειώσεις από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις. Εκδ. υπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, σελ. 38) για το θέμα αυτό επισημαίνει ότι «η απόφανση αυτή (ότι η Ρ/Κ Εκκλησία είναι αιρετική) δεν είναι οριστική και τελεσίδικη. Αφού δεν θεσπίσθηκε από Οικουμενική Σύνοδο (…) Μέχρι αποφάνσεως οικουμενικής συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι σκόπιμο να περιβάλλουμε τους πιστούς της Ρ/Κ Εκκλησίας με αγάπη και να περιμένουμε την επιστροφή τους στην Ορθοδοξία. Μ' απλά λόγια: αναμφίβολα υπάρχουν δοξασίες της Ρ/Κ Εκκλησίας (π.χ. για το Filioque, το πρωτείο του Πάπα, κ.α.) οι οποίες είναι προδήλως αιρετικές, ΔΕΝ υπάρχει, όμως, απόφαση, που να χαρακτηρίζει ως «αιρετική» την Ρ/Κ Εκκλησία».

Ἐπειδὴ ἀσχολήθηκα μὲ τὸ θέμα πρόσφατα, ἀποφάσισα νὰ παρέμβω καὶ νὰ παραθέσω τὰ στοιχεῖα ποὺ συνέλεξα, διὰ τῶν ὁποίων φαίνεται ὅτι ἡ Ἐκλησία ἔχει καταδικάσει οὐσιαστικὰ καὶ διὰ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοὺς Παπικούς.

 

Ὡς πρὸς τὶς θέσεις τοῦ κ. Τσελεγγίδη ἁρμόδιος εἶναι νὰ ἀπαντήση ὁ ἴδιος, ἂν τὸ ἀπόσπασμα ἀποδίδει τὴν ὁριστική του τοποθέτηση στὸ θέμα ἢ μὲ τὰ δεδομένα τοῦ 1988 (ἂν ἀποδίδονται στὴν ὁλότητά τους). Σὲ μιὰ πρόχειρη ἔρευνα, ὅμως, ποὺ ἔκανα σὲ πρόσφατες δημοσιεύσεις του (2009 καὶ ὄχι σὲ δημοσιεύσεις τοῦ 1988), δὲν ἀποκόμισα τὴν ἴδια ἐντύπωση. Γράφει π.χ. Πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιὰ τὸν «Διάλογο Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν»:

«Η διαφορά μας στο δόγμα, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των Οικουμενικών Συνόδων που σαφώς προκύπτει από τα Πρακτικά τους, θέτει εκτός Εκκλησίας τους Ρωμαιοκαθολικούς, πράγμα που επιβεβαιώνεται και εμπειρικώς από την επί μία χιλιετία διακοπή της μεταξύ μας διαμυστηριακής κοινωνίας… Εύλογα, λοιπόν, προκύπτει το θεολογικό ερώτημα: Πως θα μπορέσουμε να συζητήσουμε ορθολογικώς στον επικείμενο Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς για τη θεσμική-ιεραρχική θέση ενός προσώπου (δηλαδή του Πάπα) εντός Εκκλησίας, ενόσω το πρόσωπο αυτό βρίσκεται ακόμη ουσιαστικά αλλά και τυπικά εκτός της Εκκλησίας.

Καὶ σὲ ἄρθρο του στὸ περιοδ. «Ἐν Συνειδήσει» μὲ τίτλο «Είναι οι Ετερόδοξοι μέλη της Εκκλησίας;» (Ι. Μ. Μ. Μετεώρου, Ιούνιος 2009), γράφει ὁ κ. Τσελεγγίδης:

«Και όπως τα κλαδιά της αμπέλου δεν μπορούν να ζήσουν και να καρποφορήσουν, αν αποκοπούν από την άμπελο, έτσι και ο αποκομμένος από την Εκκλησία πιστός η και ολόκληρες κοινότητες πιστών- ανεξάρτητα από το αριθμητικό τους πλήθος- δεν μπορούν ούτε να υπάρξουν εν Χριστώ ούτε να συστήσουν άλλη Εκκλησία.

 Οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν εκπέσει από την Εκκλησία επισήμως τον 11ο αιώνα… Είναι λοιπόν προφανές ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί -κατ' επέκταση και οι Προτεστάντες που υιοθέτησαν το Filioque- έχουν εκπέσει από την αποστολική πίστη της Εκκλησίας…».

 

Αὐτὰ γιὰ τὴν ἀφορμή. Στὴ συνέχεια παραθέτω τὶς θέσεις τῶν Πατέρων, γιὰ τὴν Η΄ Οἰκουμενική καὶ τὴν καταδίκη τῶν Παπικῶν ἀπὸ αὐτήν καὶ ἄλλες Συνόδους. Προέρχονται ἀπὸ τὸ βιβλίο: « Παπισμός, Αἵρεση ἤ σχίσμα;» (Ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ»).

«σχυρίζονται κάποιοι, πὼς ναὶ μὲν εἶναι αἵρεση ὁ Παπισμός καὶ τὸ Filioque, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε καταδίκη τοῦ Παπισμοῦπὸ Οἰκουμενικὴ Πανορθόδοξη Σύνοδο. Ἂς γνωρίσουν, λοιπόν, ὅσοι ἀκόμα τὸγνοοῦν, ὅτι ὑπάρχουν, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐπίσημες πρῶτες ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους (κατά τὸν Ρωμανίδη αὐτές ἐξέφραζαν τὴν βούληση τοῦ αὐτοκράτορα, ποὺ καὶ τὶς συγκαλοῦσε, ἦσαν δηλαδὴ οὐσιαστικὰ αὐτοκρατορικὲς Σύνοδοι), ὑπάρχουν καὶ πολλές ἄλλες, ποὺ ρυθμίζουν ἀπὸ αἰώνων τὴν ἐκκλησιαστική μας ζωή, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ πρῶτες ἑπτά, καὶ εἶναι ὑποχρεωτικὲς γιὰ τοὺς πιστούς, ἄσχετα ἂν λέγονται τοπικές, γενικὲς ἢ Οἰκουμενικές.

Εἰδικά, ἡπὸ τὸν Μέγα Φώτιο Σύνοδος τοῦ 879-880 ἀποκαλεῖται Η΄ (ὀγδόη) Οκουμενικὴπὸ πολλοὺς Ἅγιους καὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ σύγχρονους Ἐπίσκοπους καὶ θεολόγους, ἀφοῦ πληροῖλες τὶς προϋποθέσεις καὶχει ὅλα τὰ γνωρίσματα ποὺ εἶχαν καὶ οἱπόλοιπες ἑπτά. («Κριτήριον ἐξωτερικὸν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι ἡναγνώρισις τῶν ἀποφάσεων αὐτῆς ὑπὸ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας» (Ἀνδροῦτσος Χρ., Δογματική…, σελ. 252). 

Κατὰ τὸν καθηγητὴ Βλ. Φειδᾶ:

«Ἡ μετὰ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ σύνοδον λειτουργία τῆς Ἐνδημούσης συνόδου παρουσιάζει διττὴν μορφήν, ὅτε μὲν συγκροτουμένη ἐν στενωτέρᾳννοίᾳ, ὁπότε ἐταυτίζετο πρὸς τὴν Πατριαρχικήν, ὅτε δὲν εὐρυτέρᾳννοίᾳ, ὁπότε προσελάμβανε τὸν χαρακτῆρα γενικῆς συνόδου τῶν Ἐκκλησιῶν» (Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. ΙΙ, σελ. 439-440).

Ἡ  Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν ἔχει ἀκόμη ἐπισήμως ἀνακηρυχθεῖ ὡς Οἰκουμενική, διότι δὲν ὑπῆρξε ἄλλη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος -μετὰ ἀπὸ αὐτὴ- γιὰ νὰ τὴν ἀνακηρύξη, ἀλλὰ καὶ γιὰ λόγους «οἰκονομίας» τῆς Ἐκκλησίας ποὺ θὰ ἀναφερθοῦν στὴ συνέχεια. Στὴ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων, ὅμως, ἔχει πολιτογραφηθεῖ ὡς ἡ Η΄ Οἰκουμενική, διότι συνεκλήθη κανονικὰ ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Φωτίου καὶ σὲ αὐτὴ ἔλαβεν μέρος ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα, καὶ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης διὰ τοῦ καρδινάλιου Πέτρου ὡς ἐκπροσώπου «τοῦγιωτάτου πάπα Ἰωάννου τοῦδελφοῦ καὶ πνευματικοῦ πατρὸς ἡμῶν», ὅπως εἰς τὰ Πρακτικὰ τῆς Η΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποκαλεῖται (Ρωμανίδη Ἰω., Κείμενα Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς Θεολογίας…, τόμ. Β΄, σελ. 138).

Ὅμως, στὴ συνέχεια οἱ Δυτικοί, καὶ σήμερα οἱ Λατινόφρονες, ἀρνοῦνταν νὰ τὴν δεχτοῦν ὡς Οἰκουμενική, ἀφοῦ ἀποδοκίμασε τὶς πλάνες τους, γι' αὐτὸ ὁ Γεννάδιος Σχολάριος ἔλεγε στοὺς χαρακτηρίζοντας τὴν Σύνοδον τοῦ 879 ὄχι Οἰκουμενική, ἀλλὰ "μερικήν": «Ἡ ἔλλειψις τῶν σχισματικῶν (Λατίνων) οὐχ ὑφαίρεσιν ποιεῖται τοῦ οἰκουμενικοῦ» τῆς Συνόδου ( Μπιλάλη Σπ., Ἡ Αἵρεσις τοῦ Filioque, τόμ. 1ος, σελ. 280). Ἡ Σύνοδος αὐτὴ «ἀναθεματίζει τὴν προσθήκην τοῦ Filioque στὸ Σύμβολον τῆς πίστεως, καὶ σους εἶχαν τὸ θράσος "τὴν ἀρχαιότητα τοῦ ἱεροῦ τούτου καὶ σεβασμίου ὅρου (Συμβόλου) κατακιβδηλεῦσαι" (=νὰ νοθεύσουν).

«Ἡ σύνοδος ὠνόμασεν ἑαυτὴν "οἰκουμενικὴν" πολλαχοῦν τοῖς πρακτικοῖς καὶ μάλιστα ἐν τοῖς κανόσιν αὐτῆς…πρὸς τούτοις ὁ Θεόδ. Βαλσαμών (12ος αἰ.), καὶλλοι…ὠνόμασαν «αὐτὴν "ὀγδόην Οἰκουμενική"» (Στεφανίδη Β., ὅπ. παρ., σ. 364). Ὅμως ὡς «Η΄ Οἰκουμενικὴ» τὴν μνημονεύει καὶ ἡ Σύνοδος τεσσάρων Πατριαρχῶν τοῦ 1484 μὲ εἴκοσι παρόντες Μητροπολίτες» (Μπούμη Π., Τὰ Ἀναθέματα Ρώμης-Κων/πόλεως…, σελ. 115).

 

Γιὰ τὴν Η΄ Οἰκουμενικὴχουμε καὶ τὶς μαρτυρίεςγίων, ὅπως:

 

α) τοῦ ἁγίου Συμεὼν Θεσ/νίκης ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖ, ὅτι: «Ἑτέρα μετὰ τὴν ἑβδόμην οἰκουμενικὴ οὐ γέγονε σύνοδος, εἰ μὴ ἡγδόη λεγομένη». Ἡ «Σύνοδος αὕτη τοὺς ἐκ τοῦ Υἱοῦ  τὸ θεῖον Πνεῦμα ἐκπορεύεσθαι τολμῶντας λέγειν ναθέματι καθυπέβαλε. Τηρεῖν τε τὰ τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου ἀμείωτα παντὶ τρόπῳ παραδέδωκεν. Ἀλλ' οὐκ οἶδ' ὅπως οἱ Λατῖνοι ταῦτα παρεῖδον… Ταῦτα οὖν καὶ τῇ τῶν λατίνων Ἐκκλησίᾳ μεγίστου πτώματος ὑπῆρξεν αἰτία» (Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 135-136).

β) τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ὁ ὁποῖος γράφει: ἡ Η΄ Οἰκουμενικὴ «κατεδίκασε διὰ συνοδικῆς ἀποφάσεως τὴν προσθήκην τοῦ Filioque, ἣν οὗτοι ἐποιήσαντο ἐν τῷ συμβόλῳ τῆς πίστεως καὶ ἔθηκεν ὑπὸ φορισμὸν τοὺς δράστας τούτου ἕνεκα συναισθάνονται ἑαυτοὺς βεβαρημένους ὑπὸ τὸ ἀνάθεμα τῆς Συνόδου ταύτης, ἧς τὸ κῦρος μάτην ἀγωνίζονται νὰ καταρρίψωσιν…Ἐὰν ὁ Φώτιος δὲν συνεκρότει τὴν Η΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἅπασα ἡ Ἀνατολὴ θὰ ὑπετάσσετο τῷ Πάπᾳ» (Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, Τίνες λόγοι τῆς μήνιδος τῶν Δυτικῶν κατὰ τοῦ Φωτίου, περ. «Θεοδρομία», τ. 20, 2001, σελ. 29-32).

Ἐπίσης, ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἁγ. Νεκταρίου  «Ὀρθόδ. Ἱ. Κατήχησις», (κεφ. Περὶ τῶν ἱ. Συνόδων) ἡ ἑξῆς σημείωση:

«Εἰς ταύτας προσθετέα καὶ ἡ ἐν ἔτει 879 μ.Χ. ἐπὶ Φωτίου, πατριάρχου Κων/λεως, συγκροτηθεῖσα ὀγδόη Σύνοδος, συμμετέχοντος διὰ τοποτηρητῶν καὶ συναινοῦντος καὶ τοῦ Πάπα Ρώμης Ἰωάννου τοῦ Η', ἔχουσα μὲν οκουμενικὸν τὸ κύρος, ἀλλ' οχὶ ἀκόμη κα τὸνομα, πρὶν ἀνακηρύξη αὐτὴν ὡς τοιαύτην, κατὰ τὸ ἐπικρατῆσαν ἔθος, ἄλλη διάδοχος οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ἴδ. Νείλ. Περὶ τῶν ἁγ. Συνόδων ἐν τῷ Συντάγματι τῶν κανόνων, ἐκδ. Ράλλη καὶ Ποτλῆ, τόμ. α'. σελ. 392. «Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀκαδημαϊκοὶ ἔχουν ἐπανειλημμένως σχολιάσει πὼς οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἔχουν συγκαλέσει -καὶ μάλιστα πὼς δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν συγκαλέσει- ἄλλες Οἰκουμενικὲς Συνόδους πέραν τῆς Ἑβδόμης, μετὰ ἀπὸ τὸν χωρισμό τους ἀπὸ τὴν Ἕδρα τῆς Ρώμης τὸ 1054. Αὐτὸ τὸ σχόλιο εἶναι ἐντελῶς ἀδικαιολόγητο καὶ παραπλανητικό. Ἡ ἔλλειψη ἀρίθμησης δὲν συνεπάγεται καὶ ἔλλειψη πραγματοποίησης. Ἡ Ὀρθόδοξη ἱστορικὴ διαδρομὴ τῶν Συνόδων, καθὼς καὶ τὰ σχετικὰ συνοδικὰ ἔγγραφα, ἀποδεικνύουν ξεκάθαρα τὴν παρξη ὁρισμένων Οκουμενικῶν Συνόδων μετ ἀπὸ τς πρῶτες Ἑπτὰ Συνόδους…» (π. Γεωργίου Δραγᾶ, Ἡ Ὀγδόη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος … καὶ ἡ Καταδίκη τῆς Προσθήκης καὶ τοῦ Δόγματος τοῦ «Filioque»). Καὶ δυστυχῶς, αὐτὴ τὴν ἄποψη τῶν Δυτικῶν τὴν ἐνισχύουν καὶ ἡμέτεροι «Ὀρθόδοξοι» Ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι!

Μαρτυρία γιὰ τὴν συναρίθμηση τῆς Ὀγδόης Συνόδου στὶς Οἰκουμενικές δίδουν οἱ:

Νικ. Καβάσιλας καὶ τὸν τότε Μητρ. Ρόδου Νεῖλος, Συμεὼν Θεσ/νίκης, Νεῖλος Θεσ/νίκης, Ἰωσὴφ Βρυέννιος, Μακάριος Ἀγκύρας, Ζωναρᾶς, Βαλσαμών, Ἀριστηνός, Μᾶρκος Εὐγενικός, Γεννάδιος Σχολάριος, Δοσίθεος Ἱεροσολύμων, Κων/νος Οἰκονόμου, Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, Ἅγιος Νεκτάριος, Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος (Ἀρχιμ.), Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν), Σπυρ. Μπιλάλης (Ἀρχιμ.) κ.ἄ. Ἀπὸ τοὺς σύγχρονους Ἐπισκόπους, Καθηγητὲς Δογματικῆς καὶ θεολόγους ἀναφέρω: Ἰω. Καρμίρη, π. Ἰω. Ρωμανίδη, Νικ. Ματσούκα, Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱερόθεο, π. Θεόδ. Ζήση, π. Γεώργιο Μεταλληνό, π. Ἐμμαν. Καλύβα, τὴν καθηγήτρια Α.Π.Θ. Δέσποινα Κοντοστεργίου κ.ἄ.

Ἂν ἀπαιτεῖται ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς ἢ Πανορθοδόξου Συνόδου γιὰ νὰ χαρακτηρίσουμε ὅτι κάποιος εἶναι αἱρετικός, τότε: ποιά Πανορθόδοξος Σύνοδος, ἀλήθεια, ἀποφάσισε ὅτι οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ καὶ οἱ διάφορες Προτεσταντικὲς παραφυάδες εἶναι αἱρετικοί; Ποιά Πανορθόδοξος Σύνοδος ἔδωσε τὸ δικαίωμα στὴν Ἀντιαιρετικὴ Ἐπιτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ χαρακτηρίσει ἑκατοντάδες καὶ πλέον ὁμάδες ὡς αἱρετικές; Ἐπίσης: ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 ἀποφάσισε γιὰ τὸ ἂν εἶναι κτιστὲς ἢ ἄκτιστες οἱ θεῖες ἐνέργειες: Ἰσχύουν οἱ ἀποφάσεις της ἢ θὰ περιμένουμε κάποια μελλοντικὴ Πανορθόδοξο Σύνοδο γιὰ νὰ τὶς ἐπικυρώσει; Στὸ ἐν λειτουργικῇ χρήσει «Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας» καταδικάζονται καὶ ἀναθεματίζονται οἱ παπικὲς διδασκαλίες τοῦ Βαρλαὰμ ὡς αἱρετικές: Ποιά Πανορθόδοξος Σύνοδος τὸ ἀποφάσισε;

Νεκρώθηκε ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὸ 787, χρόνο τῆς συγκλήσεως καὶ τῶν ἐργασιῶν τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Δὲν ἔχουν ἰσχὺ ὅλες αὐτὲς οἱ Σύνοδοι ἀπὸ τὸ 787 ὣς τὶς μέρες μας, ποὺ ἀποφάσισαν γιὰ πλῆθος θεμάτων καὶ καθόρισαν τὸ πρακτέο γιὰ τὴν ζωὴ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας; Μάταια οἱ ἅγιοι βασανίστηκαν ἀγωνιζόμενοι ὄχι μόνο ἐναντίον τῶν λατίνων,  ἀλλὰ καὶ τῶν λατινοφρόνων; Γιὰ νὰ ὑπερασπίσουν μιὰ  θεολογούμενη  ἄποψη  θυσιάστηκαν  οἱ ἅγιοι  ἢ  τὴν ἀλήθεια  τῆς Πίστεως;  Καὶ ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε, χωρὶς νὰ περιμένει τὴν ἔγκριση μιᾶς Πανορθόδοξης Συνόδου, μήπως πρέπει νὰ θεωρηθεῖ καὶ ἠθικὴ αὐτουργὸς τῶν εἰς μάτην θυσιασθέντων;

Ὅλες αὐτὲς οἱ Σύνοδοι, ἐφ' ὅσον ἔγιναν ποδεκτὲς ἀπὸ τὴ Συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ρυθμίζουν ἐπὶ αἰῶνες τὴ ζωή της καὶ δὲν χρειάζονται ἄλλη ἐπικύρωση ἀπὸ μιὰ Πανορθόδοξη Σύνοδο. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμ. Συνόδων «ὑπόκεινται εἰς τὸν ἔλεγχον τῆς "κκλησιαστικῆς Συνειδήσεως", τῆς ὁμοθύμου δηλ. κοινῆς γνώμης κλήρου καὶ λαοῦ, ἡ ὁποία…ἀποτελεῖ τὴν ὑψίστην δύναμιν ὑπὲρ τὰς Οἰκουμ. Συνόδους, ὁ τελικὸς χαρακτηρισμὸς τῶν ὁποίων ὡς Οἰκουμενικῶν δὲν ἐξαρτᾶται τόσον ἐκ τῆς συγκλήσεως αὐτῶν ὡς τοιούτων, ὅσων ἐκ τῆς ἀναγνωρίσεως αὐτῶν ὡς Οἰκουμενικῶν ὑπὸ τῆς Συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας» (Μουρατίδου Κ., Καν. Δίκαιον, τ. Β΄, σ. 303). Παρατηρεῖ σχετικὰ ὁ Μητροπολίτης Πρεβέζης Μελέτιος:

«Κατά τινας Δυτικος θεολόγους ἡ καταχώρησις  (εἰς μίαν Σύνοδον Κειμένων προηγουμένων Συνόδων) γίνεται διὰ νὰ δηλωθῇτι διατηροῦνται ἐν ἰσχύι καὶ διὰ νὰ προσδοθῇ εἰς αὐτὰ κῦρος. Ἡρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ τὴν ποψιν αὐτὴν βλάσφημον διὰ δύο λόγους: α) διότι εἰς οὐδεμιᾶς Συνόδου τὸ Πρακτικὸν εὑρίσκει ἔρεισμα ἡποψις αὐτή, καὶ β) διότι αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ὡς ἅγιαι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ διασκεψάμεναι, δὲν ὑπόκεινται εἰς ἀναθεώρησιν. Τὰ κείμενά τους εἶναι ἀσάλευτα» (Μελετίου, Μητροπ. Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, σελ. 436). 

Εἰς τὴν «Ἐγκύκλιον Φωτίου πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους» διαβάζουμε γιὰ τὸ Filioque καὶ γιὰ τὴν καταδίκη τῶν Φράγκων (καὶ ὅσων ἀκολούθησαν τὶς κακοδοξίες τους):

«Τίς ὅλως ἀνάσχοιτο τῶν ἐν χριστιανοῖς τελούντων ἐπὶ τῆς ἁγίας Τριάδος δύο εἰσάγει αἴτια, Υἱοῦ μὲν καὶ Πνεύματος τὸν Πατέρα, τοῦ Πνεύματος δὲ πάλιν τὸν Υἱόν…; Ταύτην τὴν ἀσέβειαν οἱ τοῦ σκότους ἐκεῖνοι ἐπίσκοποι…ἐνέσπειραν, …τούτους τοὺς ἀπατεῶνας συνοδικ …κατεκρίναμεν ψήφῳ οὐ νῦν αὐτῶν τὴν ἀπόφασιν καθορίζοντες, ἀλλ' κ τῶν δη Συνόδων καὶ Ἀποστολικῶν θεσμῶν τὴν προωρισμένην αὐτοῖς καταδίκην πεκφαίνοντες καὶ πᾶσι ποιοῦντες πάλιν ἐπίδηλον» (Ρωμανίδη Ἰω., Κείμενα Δογματικῆς…, ὅπ. παρ., σ. 145-149). Δηλαδή, « Μ. Φώτιος λέγει ὅτι τοὺς παπικούς, ἐπειδὴ δὲν μετανοοῦν, τοὺς κατεδίκασαν. Ἐφήρμοσαν δι' αὐτοὺς τὴν διαχρονικὴν Συνοδικὴν καταδίκην, "συνοδικῇ καὶ θείᾳ κατεκρίναμεν ψήφῳ… ἐκ τῶν ἤδη Συνόδων" καὶ τοὺς πεκόψαμεν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν» (Καλύβα Ἐμμ., ἀρχιμ., ὅπ. παρ., σελ. 5).

Καὶ σὲ ἄλλο βιβλίο του γράφει ὁ Ρωμανίδης:

«Σημειωτέον τι ἡ Η' Οἰκουμ. Σύνοδος ναθεματίζει

1) τοὺς μὴποδεχομένους τὴν Ζ' Οἰκουμ. Σύνοδον καὶ

2) τοὺς προσθέσαντας ἢφαιρέσαντάς τι εἰς τὸ Σύμβολον, χωρὶς ὅμως νὰ κατονομάζωνται οἱν λόγῳ αἱρετικοί, πράγμα πρωτοφανὲς ἐν τοῖς πρακτικοῖς καὶροις Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Τὸ φαινόμενον τοῦτο ἐξηγεῖται μόνον βάσει τῆς ἀνωτέρω περιγραφείσης γενικῆς καταστάσεως τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Κάτω Ἰταλίας καὶ τῆς ἰσχύος τοῦ Πάπα μεταξὺ τῶν ἡγεμόνων καὶ τοῦ κλήρου τῆς Εὐρώπης. Φαίνεται ὅτι πράγματι ὑπῆρχεν, ἢωάννης ἐνόμιζεν ὅτι ὑπῆρχε, δυνατότης ἀφαιρέσεως τοῦ Filioque ἀπὸ τὸ Σύμβολον τῶν Φράγκων καὶ τῶν Λογγοβάρδων» (Ρωμανίδη Ἰω., Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τόμ. Α΄, σελ. 372-373.).

Ἡ Οἰκουμενικῆς σημασίας ἀξία τῆς Συνόδου τοῦ 879-880 εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε ὁ καθηγητὴς Φειδς ἔχει προτείνει τν ἀναγνώρισή της ὡς Οἰκουμενικῆς καὶπὸ τοὺς Παπικούς, θεωρώντας ὅτι τοῦτο θὰ ἐπιτάχυνε θεαματικὰ τὴν ἕνωση Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν. Γράφει συγκεκριμένα:

«...ἀνυπολογίστου ἐκκλησιαστικῆς, ἐκκλησιολογικῆς καὶ θεολογικῆς σημασίας καὶ σπουδαιότητος πρωτοβουλία θὰ ἠδύνατο νὰ θεωρηθῇ ἡ ὑπὸ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν κοινὴ ἀναγνώρισις τῆς ἐν Κων/πόλει συνόδου (879-880) ὡς Οἰκουμενικῆς» διότι διὰ τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου αὐτῆς, αἱ ὁποῖαι ἐγένοντο δεκταὶ τότε καὶ ὑπὸ τῶν ἐκπροσώπων τοῦ παπικοῦ θρόνου, ἤρθησαν οἱ ὀξύταται ἀντιθέσεις αὐτῶν καὶ ἐθεμελιώθησαν ὀρθαὶ θεολογικαὶ καὶ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος.  Ἡ κοινὴ ἀνακήρυξις τῆς συνόδου αὐτῆς  ὡς Οἰκουμενικῆς  θὰ ἀπετέλει …τὴν μεγίστην προσφορὰν διὰ τὴν κατ' οὐσίαν ἐπιτυχίαν τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου καὶ τὴν ταχύτατην ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας» (Φειδᾶ Βλ., Θεολογικὸς Διάλογος Ὀρθοδόξου καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας…, σελ. 62).

Καὶ κάποιες ἄλλες τοποθετήσεις Πατέρων στὸ θέμα: Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, «ποκρούει τὸπιχείρημα τῶν νωτικῶν», οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν ὅτι δὲν ἔχουμε δὰ καὶ μεγάλες διαφορὲς μὲ τοὺς Λατίνους, «ὅτι ἡ ἕνωσις ἐγένετο ἁπλῶς μετὰ σχισματικῶν καὶ οχὶ μεθ' αἱρετικῶν», καὶ διακηρύττει «ὅτι οἱ λατνοι εἶναι αἱρετικοὶ ὡς νοθεύσαντες τὸ Τριαδικὸν δόγμα, διὸ καὶ ἀποτρέπει ἀπὸ πάσης κοινωνίας μετὰ τῶν ἑνωτικῶν».

Ἐπίσης, «ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ μετὰ τῆς περὶ αὐτὸν συνόδου» γράφει: «ἐπεὶ γὰρ ρώτησις προέβη ἀπαιτοῦσα ἡμᾶς εἰπεῖν ἐν ποί τάξει χομεν τοὺς ταλούς», στὴν τάξη «τῶν αρετικῶν», στὴν τάξη «τῶν σχισματικν» «ἐν τῇ τῶν παρασυναγωγὰς ποιούντων» ἀπαντᾶ: «Οἴδαμεν γὰρ τοῦτο καὶ προδιαγγέλλομεν ὅτι ἐν τῇ πρώτῃ τάξει (τῶν αρετικῶν)» τοποθετοῦμε τοὺς Παπικούς».

Καὶ ὁ ὅσιος Μακάριος γραφε:

«Ἀπὸ τὰς τόσας Συνόδους τοπικς καὶ Οἰκουμενικὰς ἀφωρίσθησαν καὶναθεματίσθησαν οἱ Λατῖνοι, καὶ ἀκόμη μφιβάλλεις…, ἀκόμη δὲν τὸ πιστεύεις πῶς εἶναι αἱρετικοί;… Αὐτοὶ «ἔλυσαν σχεδὸν τὰς περισσοτέρας ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ», ἀνάστησαν «τὴν εἰδωλολατρείαν τοῦ Πάπα».

Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὴ θέση ὅλων τῶν Ἁγίων, ὅπως καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συνοψίζει,  οἱ Παπικο  ὡς  αρετικοί,   δὲν ἔχουν  μυστήρια καὶ ὁ Πάπας ἱερωσύνη (ΠΗΔΑΛΙΟΝ, Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, σελ. 91,92).

Αὐτὸ ἀποδεικνύει πόσο ἐπικίνδυνη καὶ ὑπηρετικὴ τῶν Παπικῶν σχεδίων γιὰ τὴν ἀπορρόφηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὸν Πάπα, εἶναι ἡ θέση ἐκείνων τῶν Ὀρθοδόξων – κυρίως τῶν Ἱεραρχῶν -, ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ὀνομάσουν τοὺς Παπικοὺς αἱρετικούς. Ἐπικίνδυνη καὶ γιὰ ὅσους τὸ κάνουν σκόπιμα καὶ συνειδητά, προδοτικὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἀπαντώντας στὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η΄ ἡ Σύνοδος καὶ ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ

μᾶς παραδίδουν τὶς τοποθετήσεις γιὰ τὸ θέμα τῶν Ὀρθοδόξων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς (1273 μ.Χ.): «Ὅλοι σχεδὸν οἱ Πατέρες… συνιστοῦν τὴν παντελῆποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν αρετικῶν, ἄρα καὶ τῶν Λατίνων, καὶ τὴν πνευματική τους ἀπομόνωση, γιὰ νὰ μὴ μολυνθεῖ καὶ τὸ ὑπόλοιπο μέρος τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς κακοδοξίες τους. Στὴν περίπτωση ὅμως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης οἱ Πατέρες καὶ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία "προοικονομήσαντες μετὰ τοῦ Πνεύματος χαρίσαντο, ἀποδιαστάντες αὐτῶν ὡς λοιμῶν, οχ ὑποβάλλοντες δὲ τούτους τναθέματι καὶ μετριάσαντες μὲν τὴν τιμωρίαν αὐτοῖς δι' οἰκονομίαν, ἑαυτοῖς δὲ τὸ ἀσφαλὲς ἐκ τούτων διὰ τῆς ἀποβολῆς περιποιησάμενοι"» (Ἀραμπατζῆ Χρ., Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντιρρητικὴ Γραμματεία τὸν 13ο  αἰῶνα, τ. Β΄, σελ. 202).

Ἡ "Οἰκονομία" λοιπὸν τῆς «Ἐκκλησίας  στὴν περίπτωση τῶν λατίνων, κατὰ τὴν Σύνοδο καὶ τὸν Πατριάρχη, ἀσκεῖται ἐδῶ καὶ αἰῶνες μὲ τὴν ἀποκοπή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. "Πρὸς πρόσωπον γὰρ τοῦτον τὸν ἀναθεματισμὸ οὐκ ἐκφωνῶ, τῇ οἰκονομίᾳ τῶν πατέρων ἀρκούμενος… Καὶ τὸ τῶν Ἰταλῶν γένος οὔτε ἀναθεματισθῆναι ὡρισμένως μὴ μεθιέμενον τῆς σφετέρας κακοδοξίας παρ' ἐμοί γε κριθείη διαιτητῇ, δι' ἅπερ εἴρηται, εἰ καὶ ἀναθεματίζεσθαι ἄξιον"». Στὸν ἐπίλογο καθορίζεται ἡ πρὸς τοὺς λατίνους στάση τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας: «Μὴ μέντοι ὡς ἐχθροὺς αὐτοὺς ἡγητέον, μηδὲ μισητέον, εἰ καὶ αὐτοὶ καθ' ἡμῶν ἀεὶ λυσσῶσι καὶ μαίνονται» (Ἀραμπατζῆ Χρ., ὅπ. παρ., σελ. 202-203). 

Ἀργότερα παρόμοια στάση κράτησε καὶ ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός.

Δέχεται ἀπὸ ἀγάπη καὶ πόθο γιὰ τὴν Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν νὰ συμμετάσχει στὴν Σύνοδο Φερράρας, καὶ μιλάει κολακευτικὰ στὴν ἀρχὴ γιὰ τὸν Πάπα, ὅταν ὅμως ἀντιλαμβάνεται τὸ ἀμετανόητο τῶν Παπικῶν καὶ τὴν ἐμμονή τους στὴν αἵρεση, συνιστᾶ νὰ τοὺς ἀποφεύγουμε. Ἔλεγαν στὸν ἅγιο Μᾶρκο: «Οὐκ ἔστιν αἵρεσις (ὁ Παπισμός) οὐδὲ δύνασαι εἰπεῖν αὐτὴν αἵρεσιν οὐδὲ γάρ τινες τῶν πρὸ σοῦ ἐλλογίμων καὶ ἁγίων ἀνδρῶν ἐκάλεσαν αὐτὴν αἵρεσιν. Ἔφη οὖν ὁ Ἐφέσου, ὅτι Αἵρεσίς ἐστι καὶ οὕτω εἶχον αὐτὴν καὶ οἱ πρὸ ἡμῶν, πλὴν οκ ἠθέλησαν θριαμβεύειν (=δημοσιεύειν) τος Λατίνους ὡς αἱρετικούς, τὴν ἐπιστροφὴν αὐτῶν ἐκδεχόμενοι» (=ἀναμένοντες).

Καὶ ὁ Ἱεροσολύμων Δοσίθεος γράφει:

«Ονατολικοί οἰκονομικῶς, σεσιγήκασιν ἐπὶ πολὺν καιρόν, οἰόμενοι τοὺς Ἰταλοὺς πρὸς τὰ κρείττω μετακινῆσαι τὰς καινοτομίας αὐτῶν, μείναντας δὲν τῇ οἰκείᾳ πεισμονή, ἀπέβαλον αὐτοὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως» (Δωδεκάβιβλος, βιβλ. στ΄, κεφ. ζ΄).

Τέλος θὰ ἀναφέρω καὶ τὴ γνώμη τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου: Δέχεται ὁ Ἅγιος Νικόδημος

«τι καλῶς οἱ πρὸμῶν Πατέρες οἰκονόμησαν καὶποδέχθησαν μὲ Θεῖο Μῦρο τοὺς Λατίνους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, διότι ὁ παπισμός τότε ἤκμαζε καὶ κατεῖχε ὅλες τὶς δυνάμεις τῶν Βασιλείων τῆς Εὐρώπης, τὸ δὲ δικό μας Βασίλειο ἔπνεε τὰ λοίσθια. Ἦταν τότε ἀνάγκη νὰ γίνη αὐτὴ οἰκονομία, γιὰ νὰ μὴξεγείρη ὁ πάπας τὰ λατινικὰ γένη ἐναντίον τῶν Ἀνατολικῶν, ὥστε νὰ αἰχμαλωτίζουν καὶ νὰ φονεύουν καὶ μύρια ἄλλα κακὰ καὶ δεινὰ νὰ πράττουν. Τώρα ὅμως (συνεχίζει) ποὺ λύσσα τοῦ παπισμοῦ δὲν ἰσχύει καὶ Θεία Πρόνοια κατέβαλε τὴν ἐπηρμένην ὀφρὺν τῶν παπικῶν, τί χρειάζεται πλέον ἡ οἰκονομία; Ἡ οἰκονομία ἔχει μέτρα καὶρια, καὶ δὲν εἶναι παντοτινὴ καὶόριστη. Ὥστε τώρα "τῆς οἰκονομίας παρελθούσης, ἡ κρίβεια καὶ οἱποστολικοὶ κανόνες πρέπει νχωσιν τὸν τόπον τους"» (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς 46ονποστολικὸν κανόνα).

Μετὰ λοιπὸν τόσους αἰῶνες «ποὺ στὸν παπισμὸ συνεχίζει νὰπάρχει ἀνυποχώρητη καὶ σατανικὴπιμονὴ στὴν αἵρεση» (ἡ μετάφρ. ἀπὸ τὸν π. Μάξιμο, Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Ἁγ. Διονυσίου) εἶναι ἄμεση καὶπιτακτικὴνάγκη νὰ προβληθεῖ «ἀκρίβεια», τώρα μάλιστα ποὺλοκάθαρα φαίνεται, ὅτι ὄχι μόνο καλό δὲν ἀπέφερε ἡποια οἰκονομία, ἀλλὰ αὔξησε τὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, ἀλλὰ καὶδήγησε στὴν παναίρεση ποὺ λέγεται Οἰκουμενισμός: Ἅπαξ καὶ εἰσαχθεῖ στὰ τῆς πίστεως κάποια καινοτομία, γεννᾶ συνεχῶς νέες αἱρεσεις  καὶ δὲ σταματᾶ πουθενά, ὅπως διδάσκει καὶγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ αἵρεση εἶναι μεταδοτικὴσθένεια καὶ οἱ συνειδητὰ αἱρετικοὶδιόρθωτοι: «Ὅταν γάρ τι καινὸν ἐπεισενεχθῇ, ἀεὶ καινοτομίας τίκτει· καὶπειρος ἡ πλάνη τοῦξελθόντος τὸν λιμένα τὸν εὔδιον, καὶ οὐδαμοῦ στήσεται. Ἐπὶ πλεῖον γὰρ προκόψουσιν ἀσεβείας, φησί, καὶ λόγος αὐτῶν, ὡς γάγγραινα, νομὴν ἕξει. Ἀκάθεκτον κακόν, οὐκέτι ἰατρείᾳ κατασχεθῆναι δυνάμενον, ἀλλὰ τὸ πᾶν λυμαίνεται. Δείκνυσιν ὅτι νόσος ἐστὶν ἡ καινοφωνία, μᾶλλον δὲ νόσου χαλεπωτέρα. Ἐνταῦθα τὸδιόρθωτον αὐτῶν δηλοῖ, καὶτι οὐχ ἁπλῶς, ἀλλ' ἑκόντες ἀπεπλανήθησαν· ὅθεν καὶ μάλιστα οὗτοί εἰσιν ἀδιόρθωτοι».

Ορθοδόξη Εκκλησία και παπισμός

Συμμετοχή της Εκκλησίας μας εις τον διάλογον μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και παπισμού

 

Του Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου Ιεροθέου*


 ΤΟ ΘΕΜΑ της συμμετοχής της Εκκλησίας μας στον διάλογο μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και «Ρωμαιοκαθολικής», αλλά κυρίως του τρόπου με τον οποίον συμμετέχει είναι μεγάλο, όμως εδώ θα αρκεσθώ να παρουσιάσω συνοπτικά μερικές απόψεις.

1. Ο διάλογος είναι αναγκαίος να γίνεται, αλλά με τις αναγκαίες θεολογικές, εκκλησιολογικές και κανονικές προϋποθέσεις. Δηλαδή, η Εκκλησία δεν πρέπει εν ονόματι του διαλόγου να αρνείται την θεολογία της, την εκκλησιολογία της και το κανονικό της δίκαιο.

2. Καίτοι υπάρχουν εκκρεμή θέματα, όπως το θέμα της Ουνίας, καθώς επίσης και άλλα βασικά θεολογικά θέματα, όπως η διδασκαλία του actus purus, που σαφέστατα επηρεάζει την όλη θεολογία (filioque) και εκκλησιολογία του Παπισμού, εν τούτοις μπορεί να συζητηθή το θέμα της σχέσεως μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητος, δεδομένου ότι ήταν ένα βασικό θέμα, που απησχόλησε την πρώτη χιλιετία.

Θεωρώ ότι η σταδιακή απόσχιση της Παλαιάς Ρώμης από τα Πατριαρχεία της Ανατολής, άρχισε από το πρωτείο του Πάπα στην Εκκλησία, και αργότερα από τους Φράγκους επεβλήθη στην θεολογία της Παλαιάς Ρώμης το filioque. Δηλαδή, ο Πάπας ποτέ δεν μπόρεσε να συμβιβασθή με τα ίσα πρεσβεία τιμής, που απεδόθησαν από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στον Επίσκοπο της Νέας Ρώμης.

3. Καίτοι ο διάλογος για την σχέση μεταξύ συνοδικότητος και πρωτείου είναι σημαντικός και μέσα από το πρίσμα αυτό θεωρείται ότι θα προχωρήσουν και σε άλλα ζητήματα, εν τούτοις υφίστανται μερικά προβλήματα, τα οποία πρέπει να επισημανθούν.

Πρώτον. Ο τρόπος με τον οποίο συμμετέχει η Εκκλησία μας στον διάλογο δεν είναι ο κατάλληλος. Γίνεται με άκρα μυστικότητα. Τα κείμενα, που υπογράφονται από τις έως τώρα συναντήσεις (Μόναχο, Μπάρι, Νέο Βάλαμο, Ραβέννα) και από τους εκπροσώπους της Εκκλησίας μας είναι προβληματικός. Ποτέ δεν έγινε συζήτηση στην Ιεραρχία, για το ποια πρέπει να είναι η στάση των εκπροσώπων μας στις συναντήσεις αυτές και ποτέ τα κείμενα δεν συζητήθηκαν στην Ιεραρχία μετά την υπογραφή τους. Οπότε, δεν λειτουργεί το Συνοδικό πολίτευμα στο σημείο αυτό. Οι Ιεράρχες, που είμαστε εκφραστές και θεματοφύλακες της πίστεως παραμένουμε στο περιθώριο, στο «σκοτάδι».


Δεύτερον. Οι δηλώσεις, που γίνονται από Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς εκπροσώπους δείχνουν την προβληματικότητα, γιατί φανερώνουν ότι υπάρχει μια προσπάθεια να επέλθη η «ένωση των Εκκλησιών» όχι με ξεκάθαρο τρόπο. Υπάρχουν αυτές οι δηλώσεις, οι οποίες αν χρειασθή μπορεί να μνημονευθούν.

Τρίτον. Στην Α/ χιλιετία αντιμετωπίσθηκε από πλευράς Ορθοδόξου Εκκλησίας το θέμα των πρεσβείων του Πάπα της Ρώμης.
 Αυτό έγινε στην Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου (879 – 880 μ.Χ.), η οποία από πολλούς Ορθοδόξους θεωρείται ως Η΄ Οικουμενική Σύνοδος. Στην Σύνοδο αυτή παρουσιάσθηκαν τα δύο είδη εκκλησιολογίας, ήτοι της Παπικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης Φώτιος ανεγνώριζε τα πρεσβεία τιμής στον Πάπα, αλλά μέσα σε ορθόδοξα εκκλησιολογικά πλαίσια, ότι ο Πάπας έχει μόνον τα πρεσβεία τιμής μέσα στην Εκκλησία και δεν μπορεί να τεθή υπεράνω της Εκκλησίας. Επομένως, στην συζήτηση, που γίνεται για το πρωτείο του Πάπα πρέπει να ληφθή σοβαρά υπ όψη η απόφαση της Συνόδου αυτής. Βέβαια, στην Σύνοδο αυτή μαζί με το πρωτείο συζητήθηκε και το filioque, οπότε όταν συζητούμε σήμερα το θέμα του πρωτείου, πρέπει να το δούμε μέσα από τα πρεσβεία τιμής, όπως και την αίρεση του filioque.

Τέταρτον. Ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία το σύστημα της διοικήσεώς της είναι Συνοδικό, στην «Ρωμαιοκαθολική» το σύστημα της διοικήσεως είναι «παποκεντρικό». Αυτό φαίνεται σαφέστατα στις αποφάσεις της Β΄ Βατικανείου Συνόδου και σε άλλα συνοδικά κείμενα, στα οποία υποστηρίζεται ότι ο Πάπας είναι «αρχηγός του συλλόγου των Επισκόπων», είναι «η πέτρα της Εκκλησίας», είναι «η αιώνια και ορατή αρχή και θεμέλιο της ενότητας, που συνδέει τόσο τους επισκόπους μεταξύ τους, ως και το πλήθος των πιστών», είναι «αντιπρόσωπος του Χριστού και ως Ποιμένας όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπερτάτη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να ασκεί». Επίσης πρέπει να υπογραμμισθή η εκκλησιολογία του Παπισμού ότι «δεν μπορεί να υπάρξη Οικουμενική Σύνοδος αν δεν επικυρωθεί, η τουλάχιστον αν δεν γίνει δεκτή από το διάδοχο του Πέτρου».

Επομένως, η παποκεντρική αυτή αντίληψη και η υπεροχή του Πάπα και από αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους αίρει την συνοδικότητα και συνιστά μίαν άλλη εκκλησιολογία. Η άποψη των παπικών ότι οι Εκκλησίες, δηλαδή οι Ορθόδοξες, που δεν δέχονται ως αρχηγό τους τον Πάπα είναι ελλιπείς, δηλαδή έχουν ελλείψεις, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Πέμπτον. Στο σχέδιο του κειμένου, που πρόκειται να συζητηθή στην Κύπρο τον Οκτώβριο, καίτοι υπάρχουν πολλά σημαντικά σημεία, που δείχνουν το πως λειτουργούσε το πρωτείο του Πάπα στην πρώτη χιλιετία, εν τούτοις δεν θίγεται καθόλου η σχέση μεταξύ του πρωτείου του πάπα και των Οικουμενικών Συνόδων. Ένα κείμενο, που δεν έχει καθαρότητα σκέψεως δεν μπορεί να επικρατήση και να βοηθήση για την επανένταξη των αποσχισθέντων στην Καθολική Εκκλησία.

Έκτον. Είναι γεγονός ότι το βασικό πρόβλημα του Πάπα είναι ότι δεν αποδέχθηκε ουσιαστικά ποτέ τον 28ο Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που έδιδε ίσα πρεσβεία τιμής στην Εκκλησία της Νέας Ρώμης και το δικαίωμα να χειροτονή Επισκόπους στις βαρβαρικές χώρες. Αυτό αποδεικνύεται και από το ότι σε καμμία Οικουμενική Σύνοδο δεν παρέστη ο Πάπας, παρά μόνον αντιπρόσωποί του.

Έβδομον. Όταν μελετήση κανείς προσεκτικά τα κείμενα των προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών διαπιστώνει ότι ναί μεν συμφωνούν για την συνέχιση του διαλόγου, αλλά θέτουν σαφείς προϋποθέσεις, όπως για παράδειγμα να καταδικασθή απεριφράστως η Ουνία και δια του πρωτείου να προχωρήση ο διάλογος και σε άλλα ουσιαστικά θεολογικά ζητήματα.


Όγδοον. Από την συνάντηση της Ραβέννας αποχώρησε το Πατριαρχείο Μόσχας με αφορμή την παρουσία του Αρχιεπισκόπου Εσθονίας και επομένως δεν υπέγραψε το κείμενο, όπως δεν το υπέγραψε και το Πατριαρχείο Γεωργίας. Πρέπει να αναζητηθούν οι αποφάσεις των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών πάνω στο κείμενο της Ραβέννας.

Ύστερα απ όλα αυτά, προτείνω να δίδεται κατεύθυνση στους εκπροσώπους μας, μετά από συζήτηση και απόφαση στην Ιεραρχία, για το τι θα υποστηρίξουν κατά τον διάλογο και μετά την υπογραφή των κειμένων να γίνεται συζήτηση στην Ιεραρχία. Συγχρόνως να δηλωθή σαφέστατα ότι, εάν οι εκπρόσωποί μας υπογράψουν ένα κείμενο, που είναι έξω από τις κατευθυντήριες γραμμές, που θα τους δοθούν από την Εκκλησία, τότε αυτό το κείμενο δεν δεσμεύει την Εκκλησία μας.

 

* Παρέμβασις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου εις την Ιεραρχίαν της Εκκλησιας της Ελλάδος, που κατετέθη εις τα Πρακτικά της Συνόδου.

 

ΠΗΓΗ1: http://www.orthodoxostypos.gr/Photos/Pages/Page1.pdf

Αμετανόητων συγνώμη…

Αμετανόητων συγνώμη…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή

 

 

Ίσως θυμάστε την υποκριτικότατη «συγνώμη» του Πάπα για τα, πριν μια χιλιετηρίδα, εγκλήματα των σταυροφόρων της παπικής Εκκλησίας εναντίον της Κων/πουλης και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Που σημαίνει ότι κάποιος άλλος Πάπας ύστερα από μερικές χιλιάδες χρόνια μπορεί να ζητάει «συγνώμη» για τα σημερινά εγκλήματα της παπικής Δύσης. Για να μας θυμίζουν πάντοτε τα περίφημα λόγια του Χριστού. Που ακτινογραφούν κάθετα και οριζόντια τους αιώνιους Φαρισαίους:

«Αλίμονό σας, , γραμματείς  και φαρισαίοι υποκριτές», λέει ο Χριστός. Γιατί χτίζετε τους τάφους των προφητών και στολίζετε τα μνημεία των δικαίων. Και λέτε: «Αν ζούσαμε στην εποχή των προγόνων μας, δεν θα  ήμασταν συμμέτοχοι   στις δολοφονίες των προφητών». Και ομολογείτε έτσι, ότι είστε παιδιά εκείνων, που δολοφόνησαν τους προφήτες. Γεγονός που σημαίνει  ότι και σεις είστε οχιόπουλα αντάξια των προγόνων σας. Γι' αυτό κι εγώ θα στείλω ανάμεσά σας  προφήτες  και σοφούς. Που θα  τους διώξετε  και θα τους δολοφονήσετε και θα τους σταυρώσετε.  Για να έχετε έτσι την παγκόσμια αποκλειστικότητα  του δολοφονικού έργου σε βάρος των δικαίων…» (Ματθαίου, ΚΓ,29-355).

Και τα λόγια αυτά του Χριστού μας τα θυμίζει οδυνηρά, κάθε χρονιά η μνήμη του Αγίου Νεκταρίου (9 Νοεμβρίου). Και  ιδιαίτερα μας τα θυμίζει   η περίφημη  «συγνώμη»,  που  ζητήθηκε απ' τους σημερινούς δεσποτάδες  για το δολοφονικό σενάριο, που οι προκάτοχοί τους είχαν καταστρώσει  για την ηθική εξόντωσή του.

 Και βέβαια ποτέ δεν μπήκαν στον κόπο ούτε βρήκαν τη ανάλογη φιλοτιμία  να σκεφτούν ότι η συγγνώμη δεν είναι λόγος κενός στο άψυχο χαρτί.  Η συγγνώμη προϋποθέτει μετάνοια. Και μετάνοια είναι η ριζική αλλαγή μιας άθλιας πραγματικότητας.

Μιας πραγματικότητας που δεν σχετίζεται  μόνο με κάποια μεμονωμένα πρόσωπα του παρελθόντος ή κάποιες, κατά καιρούς, εξαιρέσεις. Δεν είναι προσωποπαγής. Αλλά σχετίζεται με το αντίχριστο καθεστώς της δεσποτοκρατίας. Που αποτελεί την εκ βάθρων  ανατροπή του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας του Χριστού.

Αυτό το καθεστώς και αυτή η πραγματικότητα  ήταν το πανίσχυρο όπλο των διωκτών του Αγίου Νεκταρίου: Ήταν υπόδειγμα   κληρικού και απολάμβανε της γενικής εκτίμησης. Και, για να μην επισκιάζει  την δεσποτική αυθαιρεσία και ανεπάρκεια η ακτινοβόλα  ανθρωπιά  του, τον έβαλαν στο περιθώριο. Και επειδή κι απ' το περιθώριο τους ήταν «δύσχρηστος», τον έριξαν στον Καιάδα της έσχατης ένδειας και ανυποληψίας. Μια και φρόντισαν το δολοφονικό τους έργο να το καμουφλάρουν  και να το διανθίσουν με την ρετσινιά της ατίμωσης που του φόρτωσαν στην πλάτη…

Αυτή, λοιπόν,  η πραγματικότητα, ανεξαρτήτως  των προσώπων, μήπως  έχει αλλάξει σε τίποτε  από τότε μέχρι τώρα;  Η πραγματικότητα βροντοφωνάζει πως: Όχι!

Γεγονός που σημαίνει ότι όχι ο ένας ή ο άλλος, αλλά όλοι οι δεσποτάδες, ανεξαιρέτως, είναι αλληλέγγυοι γι' αυτή την πραγματικότητα. Και συνεπώς αλληλέγγυοι για το διωγμό του Αγίου Νεκταρίου.

 Όπως ακριβώς και ο Άγιος Νεκτάριος είναι αλληλέγγυος με καθέναν κληρικό, κι ακόμη πιο πέρα με καθέναν άνθρωπο που διώκεται. Και ιδιαίτερα με καθέναν, που διώκεται στο  όνομα του Χριστού, απ' την αντίχριστη δεσποτοκρατία.

Γι' αυτό όχι μόνο δεν ευχαριστιέται, αλλά πικραίνεται  κιόλας απ' τις γιορτές που γίνονται προς τιμήν του και  τους πανηγυρικούς λόγους και τις αιτήσεις «συγγνώμης»…

Τη στιγμή που το καθεστώς, που τον υπέβαλε στο μαρτύριο του εξευτελισμού  και της εξουθένωσης  ζει και βασιλεύει   και τον χρησιμοποιεί ως άλλοθι, για να  συνεχίζει το απάνθρωπο έργο του…

Όπως ακριβώς και οι απηνείς διώκτες  του Χριστού, οι γραμματείς και οι φαρισαίοι, «έχτιζαν τους τάφους των προφητών  και στόλιζαν  τα μνημεία των δικαίων», για να εξαπατούν την κοινή γνώμη  και να εξασφαλίζουν το ανήθικο ηθικό δικαίωμα  όχι μόνο  να διώκουν τους απεσταλμένους του Θεού, αλλά να σταυρώσουν  κι Αυτόν τον ίδιο.

Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο  και ο Πακτωλός των χαρισμάτων  του Αγίου Νεκταρίου είναι το αιώνιο ΟΥΑΙ  του Χριστού  εναντίον των γραμματέων και φαρισαίων της  δεσποτοκρατίας. Και  η αμετάκλητη καταδίκη  τους.

Όχι  εκ μέρους  της ανθρώπινης δικαιοσύνης που καταδικάζει τους αθώους και επιβραβεύει τους κακούργους. Αλλά της αδέκαστης  δικαιοσύνης του Θεού!….

 

Παπα-Ηλίας, 07-11-2009

 

http://papailiasyfantis.blogspot.com

http://papailiasyfantis.wordpress.com

E-mail: papailiasyfantis@gmail.com

 

Μια απαράδεκτη δήλωση του πάπα Ρώμης

Μια απαράδεκτη δήλωση του πάπα Ρώμης στα Ιεροσόλυμα

 

ΔΕΝ ΣΥΜΦΩΝΟΥΜΕΝ!

 

Του Σεβ. Μητρ. Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιου

 

 

– Ο Αγιώτατος Πάπας Ρώμης κ. Βενέδικτος, Προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τον παρελθόντα Μάρτιο επισκέφθηκε την Αγία Γη της Ιερουσαλήμ και συναντήθηκε με τον Ορθόδοξο Πατριάρχη των Ιεροσολύμων Μακαριώτατο κ. Θεόφιλο.

– Στις περιπτώσεις αυτές ανταλλάσσονται προσφωνήσεις και γίνονται επίσημες Δηλώσεις. Καθώς λοιπόν αναγνώσαμε στην σχετική ειδησεογραφία, ο Πάπας φέρεται νά είπε, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «Προσεύχομαι η συνάντησή μας σήμερα να δώσει μια νέα ώθηση στις εργασίες για το θεολογικό διάλογο ανάμεσα στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και τις Ορθόδοξες Εκκλησίες» (16 Μαΐου 2009).

– Οφείλουμε να τεχνολογήσουμε τα λόγια αυτά. Μας ενοχλεί η αναφορά του Πάπα στις «Ορθόδοξες Εκκλησίες» και μάλιστα όταν αυτό γίνετ αι σε συσχετισμό ή και σε αντιπαράθεση με την «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία». Εάν με τον τρόπο αυτό ο Πάπας είχεν ως στόχο του να τονίσει την μοναδικότητα της Εκκλησίας της Ρώμης και να την αντιπαραβάλει με την πολλαπλότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αυτό για μας είναι απαράδεκτο. Είναι γνωστό, ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι πιστεύουν και διδάσκουν ότι η Ρωμαικαθολική είναι Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ, όλοι δε οι άλλοι χριστιανοί έχουν αποκοπεί από το Σώμα της και οφείλουν να επανέλθουν στη Ρώμη! Αυτό όμως είναι μεγάλο λάθος! Εμείς οι Ορθόδοξοι δεν μπορούμε να το χωνέψουμε με κανένα τρόπο!

 – Ώστε λοιπόν κάθε φορά που η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία προβάλλει είτε το Πρωτείο, είτε το Αλάθητο του Πάπα, είτε τη θεωρία των Κλάδων μας πληγώνει αφάνταστα.

 

– Η αναφορά του Πάπα στις «Ορθόδοξες Εκκλησίες» είναι θεολογικά απαράδεκτη. Μία είναι η Εκκλησία, η Ορθόδοξος Εκκλησία, διακρίνεται δε σε επί μέρους εθνικές ενότητες, τις ονομαζόμενες τοπικές Εκκλησίες! Δεν υπάρχουν λοιπόν πολλές Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά η ΜΙΑ ΑΓΙΑ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, την οποία ενσαρκώνει και εκφράζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία όμως εξ αφορμής της διαιρέσεως των Εθνών επιμερίζεται σε πολλές τοπικές Εκκλησίες. Έτσι λοιπόν μόλις ελευθερώθηκε η Αλβανία μέ Απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανασυστάθηκε η τοπική Εκκλησία της Αλβανίας, συμφωνα πάντοτε με τον ιερό Κανόνα, "είωθε τα εκκλησιαστικά τοις πολιτικοίς συμμεταβάλλεσθαι".

– Συνεπώς όλες οι τοπικές Εκκλησίες των Ορθοδόξων διατηρούν τήν εσωτερική τους ενότητα καί ευρίσκονται σε αρμονική "κοινωνία πίστεως" με την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και με τον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη, τον "Πρώτο της Ορθοδοξίας" αλλά ΠΡΩΤΟ ΜΕΤΑΞΥ ΙΣΩΝ (primus inter pares), τον Προκαθήμενο των απανταχού Ορθοδόξων. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έχει βεβαίως το προβάδισμα έναντι όλων των άλλων Πατριαρχών καί Ἀρχιεπισκόπων, των Προέδρων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, έχει δε επίσης και ωρισμένα προνόμια, τα οποία έχουν κατoχυρωθή με Αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων. Έχει λάβει καί διαθέτει ένα Τιμητικό Πρωτείο Τιμής, αλλά δεν παύει να είναι ισότιμος με τον Επίσκοπο της πιο μικρής εκκλησιαστικής Επαρχίας, όπως π.χ. είναι η Μητρόπολις των Κυθήρων. Με άλλα λόγια κατά την Ορθόδοξη Διδασκαλία ο Οικουμενικός Πατριάρχης καί ο Μητροπολίτης Κυθήρων είναι ίσοι και ισότιμ οι ως πρός τό εκκλησιαστικό τους αξίωμα, εν τούτοις όμως ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει ένα προβάδισμα σεβασμού και τιμής.

 

Τούτο φαίνεται καθαρά στο Συνοδικό Σύστημα τῆς Ορθοδόξου Εκκλησίας, το οποίο είναι απόλυτα Δημοκρατικό! Σε μιά Οικουμενική Σύνοδο τόσο ο Οικουμενικός Πατριάρχης όσο και ο Μητροπολίτης Κυθήρων διαθέτουν μία ψήφο! ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ! Όλοι γενικώς, Επίσκοποι, Μητροπολίτες, Αρχιεπίσκοποι, Πατριάρχες, όλοι είναι ίσοι μεταξύ τους και ισότιμοι! Κάθε κάθε Αρχιερεύς είναι η ορατή ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ! Κάθε Επίσκοπος ευρίσκεται "εις τύπον καί τόπον Χριστού!" Πάσα παρέκκλιση από τόν κανόνα αυτό αποτελεί αίρεση!
– Έπειτα από τα ολίγα αυτά γίνεται τώρα κατανοητό γιατί δεν υπάρχουν επί μέρους θεολογικοί Διάλογοι μεταξύ τῶν Ορθοδόξων καί της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά ένας και μοναδικός θεολογικός Διάλογος, στον οποίο συμμετέχουν δι' εκπροσώπων τους όλες οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Ας ελπίζουμε, ότι η συγκεκριμένη διατύπωση του Πάπα δεν υπονοού
σε κάτι κατά παρέκκλιση των παραπάνω. Ο καιρός θα το δείξει. Η σωστή διατύπωση θα ήταν: «Προσεύχομαι η συνάντησή μας σήμερα να δώσει μια νέα ώθηση στις εργασίες για το θεολογικό διάλογο ανάμεσα στη Ρωμαιοκαθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία».

– Ας συνεχίσουμε τώρα την εκκλησιολογία στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Εκεί ΜΟΝΟΝ ο Πάπας Ρώμης ευρίσκεται εις τύπον καί τόπον Χριστού! Αντιθέτως κάθε Ρωμαιοκαθολικός Επίσκοπος ή Μητροπολίτης ή Αρχιεπίσκοπος ή Καρδινάλιος είναι εκπρόσωπος του Πάπα, ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ! Του Πάπα, επαναλαμβάνω, πρός τον Οποίον και λογοδοτεί! Η αντίληψη αυτή φέρει τη σκέψη μας στο Ρωμαϊκό Iperium, έτσι δε μπορούμε να κατανοήσουμε περαιτέρω τη διδασκαλία για το ΠΡΩΤΕΙΟΝ του Πάπα, για το ΑΛΑΘΗΤΟΝ του Πάπα κλπ. Στό απόλυτα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ Πολίτευμα της Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας, αντιπαραβάλλεται τό ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΚΟ Πολίτευμα της Δυτικής Εκκλησίας. Κατά την Ορθόδοξο διδασκαλία και πίστη το Αλάθητον έχει η Εκκλησία, οσάκις αποφαίνεται διά των Οικουμενικών της Συνόδων και όχι ένας άνθρωπος. Στη Ρμαιοκαθολική Εκκλησία οι Αποφάσεις των Συνόδων τελούν υπό την έγκριση του Πάπα, οσάκις ούτος αποφαίνεται ex cathedra!

– Συνεπώς έπειτα από τα ανωτέρω, αν η διατύπωση του Πάπα "Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και Ορθόδοξες Εκκλησίες" ήταν απόρροια του παπικού Πρωτείου, εμείς διαφωνούμε και την στιγματίζουμε. Ο Θεολογικός Διάλογος μεταξύ των Ορθοδόξων καί των Ρωμαιοκαθολικών είναι διάλογος μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

– Τις παραπάνω γραμμές ε ίχαμε χαράξει ευθύς εξ αρχής, δηλ. από τον Μάϊο μήνα ε.ε., τότε ακριβώς που είχαν γίνει οι Δηλώσεις του Πάπα, αλλά δεν τις είχαμε δημοσιοποιήσει, περιμένοντας αντιδράσεις εκ μέρους ἀλλων ινων παραγόντων, οι οποίες όμως ουδέποτε έγιναν.

 

– Θεωρήσαμε αναγκαίο να καταχωρίσουμε τώρα μόλις τις ανωτέρω απόψεις μας, επειδή πολύ πρόσφατα δεχθήκαμε τρία σημαντικά ερεθίσματα. Το πρώτον είναι η κυκλοφορία ενός κειμένου μέ τίτλο "ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ". Τό δεύτερον είναι η σύγκληση της μικτής Επιτροπής Διαλόγου μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων στή μεγαλόνησο Κύπρο, (η οποία σφραγίσθηκε με έκτροπα και βίαιες εκδηλώσεις, οι οποίες πολύ έθλιψαν την ψυχή μας). Το τρίτον και σπουδαιότερον είναι η ανοικτή Πρόσκληση του Πάπα Ρώμης κ.κ. Βενεδίκτου πρός τους Αγγλικανούς Επισκόπους, τους Πρεσβυτέρους και τούς πιστούς της Αγγλικανικής Εκκλησίας, όπως επιστρέψουν στούς κόλπους της Ρώμης, η οποία θα τους δεχθεί όπως είναι και ευρίσκονται, χωρίς κυρώσεις, περιορισμούς ή δεσμεύσεις (π.χ. έστω κι αν είναι έγγαμοι, ενώ η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ΔΕΝ επιτρέπε το γάμο των κληρικών) κλπ. αρκεί να αναγνωρίσουν το ΑΛΑΘΗΤΟ και το ΠΡΩΤΕΙΟ του Πάπα!

Αν αληθεύει η πληροφορία αυτή, η οποία κυκλοφόρησεν ευρέως τόσο από το Διαδίκτυο, όσο και από τις στήλες των Εφημερίδων, τότε ο Θεολογικός Διάλογος από της πλευράς των Ορθοδόξων έχει φθάσει οριστικά και αμετάκλητα πλέον στο τέλος του και μάλιστα έχει αποτύχει παραγωδώς. Διότι όσο κι αν συσκέπτωνται και όσο κι αν συνδιαλέγωνται θεολογικά οι Εκπρόσωποι της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Εκπροσώπους των Ρωμαιοκαθολικών, εφ΄όσον ο Πάπας "γυμνή τη κεφαλή" ευκαίρως-ακαίρως διακηρύττει "urbi et orbi", (στην πόλη και στον κόσμο), τα περί του Πρωτείου του και τα περί του Αλαθήτου του ο διεξαγόμενος Θεολογικός Διάλογος ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΙΑ ΚΑΝΕΝΑ ΝΟΗΜΑ! Έχει υπονομευθή εκ των ένδον! Αν σ΄όλα αυτά προσθέσουμε και την μέχρι σήμερα μη καταδίκη της Ουνίας, τότε αφεύκτως πρέπει να ανασταλή αμέσως πάσα περαιτέρω συνομιλία, έως ότου ο Πάπας ξεκαθαρίσει με σαφήνεια τη θέση του!

– Η ευθύνη των περαιτέρω χειρισμών βαρύνει πλέον τους ώμους του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, διά τον Οποίον πρέπει τώρα να προσευχώμεθα ακόμη πιο θερμά.


+ Ο ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ & ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ


N. York, ΚΥΡΙΑΚΗ 1 Νοεμβρίου 2009

 

 

Περί την αναγνώρισιν παγκ. πρωτείου στον Πάπα

Περί την αναγνώρισιν παγκοσμίου πρωτείου στον Πάπα της Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία

 

Του Αρχιμ. Γεώργιου Καψάνη*

 

Άγιον Όρος, 22 Σεπτεμβρίου 2009

 Η Μικτή Διεθνής Επιτροπή του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών συνέρχεται στην Κύπρο τον προσεχή Οκτώβριο, για να συζητήση το θέμα: «Ο ρόλος του Πάπα της Ρώμης εν τη κοινωνία των Εκκλησιών κατά την πρώτην χιλιετίαν». Το ζήτημα το είχε θέσει η ίδια Επιτροπή στο γνωστό Κείμενο της Ραβέννας (2007) και συνοψίζεται στο ερώτημα: Ποιος είναι ο ρόλος του επισκόπου Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία, όταν υπήρχε η κοινωνία των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, και πώς πρέπει να νοήται η διδασκαλία των Α' και Β' Βατικανείων Συνόδων περί παγκοσμίου Πρωτείου του Πάπα (παραγρ. 45);

Η έκβασις της εν λόγω Συνελεύσεως προβληματίζει τον ευσεβή λαό μας, διότι η διπλωματία του Βατικανού έχει δημιουργήσει τις κατωτέρω προϋποθέσεις, οι οποίες προοιωνίζονται αντορθόδοξες εξελίξεις.

Τον Ιούλιο του 2007 ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ' με Οδηγία του Βατικανού είχε χαρακτηρίσει τις Ορθόδοξες Εκκλησίες εκκλησιολογικώς «ελλειματικές», ενώ την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ως εκείνην στην όποια «υφίσταται» η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Στην υποσημείωσι 1 του Κειμένου της Ραβέννας η ρωμαιοκαθολική αντιπροσωπεία πέρασε την γραμμή αυτή, ενώ η Ορθόδοξη αντιπροσωπεία περιορίσθηκε στο να τονίση την αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ότι αποτελεί την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Ενώ δηλαδή η ρωμαιοκαθολική πλευρά, απηχώντας την εκκλησιολογία της Β' Βατικανείου Συνόδου, ευθαρσώς εδήλωσε ότι αναγνωρίζει στην Ορθόδοξο Εκκλησία στοιχεία μόνο της αληθούς Εκκλησίας, οι Ορθόδοξοι δεν ετόλμησαν να καταθέσουν ότι η ρωμαιοκαθολική εκκλησία είναι τουλάχιστον ετερόδοξη, αν και το ορθό θα ήταν να εκφράσουν με σαφήνεια τι πιστεύουμε γι' αυτήν: ότι «η νυν Ρωμαϊκή εστιν Εκκλησία των καινοτομιών, της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των εκκλησιαστικών Πατέρων και της παρερμηνείας της τε αγίας Γραφής και των όρων των αγίων Συνόδων· διό ευλόγως και δικαίως απεκηρύχθη και αποκηρύσσεται, εφ' όσον αν εμμένη εν τη πλάνη αυτής»[i].

Στο Κείμενο της Ραβέννας συζητείται το πρωτείον και η συνοδικότης στην Εκκλησία, αφού προηγουμένως Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι «έχουν αμοιβαίως συμφωνήσει και διαβεβαιώσει για τον εκκλησιακό χαρακτήρα αμφοτέρων των εκκλησιών (με αποστολική πίστι, έγκυρα εισαγωγικά Μυστήρια, Ιερωσύνη και Ευχαριστία, και με αποστολική διαδοχή), βάσει των κοινών κειμένων του Μονάχου, του Μπάρι και του Μπαλαμάντ. «Επί τη βάσει των κοινών τούτων διαβεβαιώσεων της πίστεώς μας», σημειώνουν χαρακτηριστικά (παραγρ. 2, 3), παρ' ότι τα εν λόγω κείμενα δεν έχουν μέχρι σήμερα την συνοδική έγκρισι ουδεμιάς εκ των Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Συζητούν οι Ορθόδοξοι περί πρωτείου, ωσάν η ρωμαιοκαθολική εκκλησία να είναι μία ορθοδοξούσα τοπική Εκκλησία, χωρίς να υπολογίζουν ότι διαχρονικώς σύνοδοι και πατέρες την θεωρούν κακόδοξη και αιρετική. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει περί του Filioque και των συνεπειών του: «Τοιαύτα τα βαθέα του Σατανά, τα του πονηρού μυστήρια», και ευθύς αμέσως συμπεραίνει ως θεοφώτιστος ποιμήν της Εκκλησίας: «Αλλ' ημείς διδαχθέντες υπό της θεοσοφίας των Πατέρων αυτού τα νοήματα μη αγνοείν, αφανή την αρχήν ως επίπαν τοις πολλοίς τυγχάνοντα, ουδέποτ' αν υμάς [τους Λατίνους] κοινωνούς δεξαίμεθα μέχρις αν και εκ του Υιού το Πνεύμα λέγητε»[ii].

Ο άγιος Μάρκος Εφέσου γράφει επίσης εμφαντικώτατα: «Πόθεν ουν ημίν ανεφάνησαν εξαίφνης όντες ορθόδοξοι, οι δια τοσούτων χρόνων και υπό τοσούτων Πατέρων και διδασκάλων κριθέντες αιρετικοί;»[iii].

Μετά από τέσσερις αιώνες οι Πατριάρχαι της Ανατολής με την συνοδική Εγκύκλιο του 1848 διακηρύσσουν και πάλι: «Δια τούτο η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, επομένη τοις ίχνεσι των αγίων Πατέρων, ανατολικών τε και δυτικών, εκήρυξέ τε πάλαι επί των Πατέρων ημών και κηρύττει πάλιν σήμερον συνοδικώς, αυτήν μεν την ρηθείσαν καινοφανή δόξαν, ότι το Πνεύμα το άγιον εκπορεύεται εκ Πατρός και Υιού, είναι ουσιωδώς αίρεσιν, και τους οπαδούς αυτής, οιοιδήποτε και αν ώσιν, αιρετικούς, κατά την ρηθείσαν συνοδικήν απόφασιν του αγιωτάτου Πάπα Δαμάσου, και τας εξ αυτών συγκροτουμένας συνάξεις αιρετικάς, και πάσαν κοινωνίαν πνευματικήν και θρησκευτικήν των Ορθοδόξων τέκνων της Καθολικής Εκκλησίας προς τους τοιούτους άθεσμον, μάλιστα τη δυνάμει του ζ' κανόνος της Γ' οικουμενικής Συνόδου (παραγρ. 5)»[iv].

Και ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, την 1η Οκτωβρίου 1997, από του επισήμου βήματος του Α.Π.Θ. εδήλωσε περί του Filioque: «Δύο λέξεις μόναι ανατρέπουν την όλην δομήν του κόσμου, δικαιολογούν το αλάθητον και την αυθεντίαν του ενός επί της γης. Η αίσθησις της ελευθερίας, η Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, δεν επιτρέπει εις την Ανατολικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν να δεχθή την απόλυτον υποταγήν αυτής εις την βούλησιν του ενός και δι' αυτό αρνείται την ορθότητα των δύο τούτων λέξεων, επί των οποίων αυτός ο εις προσπαθεί να στηρίξη την εξουσίαν αυτού»[v].

Ποιος σχεδιασμός άραγε στον Θεολογικό Διάλογο υποχρεώνει τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να προβαίνουν σε συζητήσεις περί του Πρωτείου του Πάπα, παρακάμπτοντας αποφάνσεις Αγίων και Συνόδων και αυτήν ακόμη την σχετικώς πρόσφατη δήλωσι του Παναγιωτάτου, ωσάν οι Ρωμαιοκαθολικοί να συνιστούν ομόδοξη Εκκλησία;

Η Μικτή Επιτροπή (Κείμενο της Ραβέννας, παραγρ. 2) παραπέμπει στο Κείμενο του Balamand (1993), το οποίο εξισώνει την Ρωμαιοκαθολική με την Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζοντάς της έγκυρα Μυστήρια, αποστολική διαδοχή, ομολογία της αποστολικής Πίστεως, παρ' ότι εννέα (9) μόνον τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες ήσαν παρούσες και παρ' ότι επίσημα εκκλησιαστικά σώματα, όπως η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, το έχουν απορρίψει ως απαράδεκτο. Οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι προσυπογράφουν παρά ταύτα το Κείμενο της Ραβέννας.

Ενώ η Ουνία παραμένει και ενισχύεται υπό την εκκλησιολογική κάλυψι του Βατικανού, οι Ορθόδοξοι υποχωρούμε όλο και περισσότερο στο θέμα αυτό. Πρώτα αποδεχθήκαμε την παρουσία Ουνιτών στον Διάλογο παρά τις αντίθετες αποφάσεις των Πανορθοδόξων Διασκέψεων. Κατόπιν δεχθήκαμε την επανέναρξι του διαλόγου (το 2006) παρά την σκαιά παπική παρέμβασι στην Συνέλευσι της Βαλτιμόρης (2000) υπέρ της Ουνίας. Και τώρα συνεχίζουμε τον διάλογο, παρ' ότι ο Πάπας επαναβεβαιώνει την Ουνία ποικιλοτρόπως και οι Ορθόδοξοι συμβιβαζόμαστε με την παρουσία Ουνιτών σε επίσημες συναντήσεις Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.

Οι άγιοι Πατέρες θεολογούσαν και ενεργούσαν «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι». Σήμερα ακαδημαϊκοί θεολόγοι, μεταξύ των πρωτεργατών στα κλιμάκια των θεολογικών συζητήσεων, δηλώνουν δημοσίως ότι πρέπει οι Ορθόδοξοι να υπερβούμε τους Αγίους Πατέρας, προκειμένου να φθάσωμε στην ένωσι με τους Ρωμαιοκαθολικούς (Ημερίδα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., 20/5/2009).

Τα ανωτέρω δικαιώνουν τις ανησυχίες μας και δείχνουν καθαρά ότι το Βατικανό έχει σχεδιάσει άριστα την πορεία του Θεολογικού Διαλόγου και έχει δημιουργήσει με το Κείμενο της Ραβέννας τις προϋποθέσεις για να αναγνωρίσουμε οι Ορθόδοξοι ότι ο Πάπας της Ρώμης είχε κατά την πρώτη χιλιετία ένα παγκόσμιο πρωτείο.

Στο Κείμενο της Ραβέννας έχουν τεθή οι βάσεις της συζητήσεως για το ως άνω ερώτημα. Οι βάσεις αυτές θεωρούνται από την Μικτή Επιτροπή του Διαλόγου «σταθερόν έρεισμα δια μελλοντικήν συζήτησιν του ερωτήματος του πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου εν τη Εκκλησία» (παραγρ. 46). Εν τούτοις το «έρεισμα» δεν είναι καθόλου σταθερό, και αυτό προμηνύει ότι τα συμπεράσματα του Οκτωβρίου θα είναι από επισφαλή έως επικίνδυνα. Οι λόγοι είναι οι εξής:

Πρώτον. Στην Ραβέννα είχε συμφωνηθή ότι κατά την πρώτη χιλιετία υπήρχε πρωτείο και σε παγκόσμιο επίπεδο, ο δε Πάπας της Ρώμης ήταν ο πρώτος τη τάξει μεταξύ των πατριαρχών της αρχαίας πενταρχίας (παραγρ. 43). Διερωτώμεθα: Θα ερμηνευθή άραγε το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης Ορθοδόξως, δηλαδή μόνον ως πρωτείον τιμής, μνημονεύσεως πρώτου στα Δίπτυχα και πρωτοκαθεδρίας στις Οικουμενικές Συνόδους ή θα του δοθή παποκεντρικό περιεχόμενο «ενεργού ρόλου» και «προνομίων» πέραν των ανωτέρω (παραγρ. 42, 44);

Δεύτερον. Στο Κείμενο της Ραβέννας γίνεται λόγος για «εκκλησιολογία της κοινωνίας», στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να κατανοηθή ο ρόλος του επισκόπου της Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία (παραγρ. 45). Διερωτώμεθα: Θα ληφθή άραγε υπ' όψιν το γεγονός ότι η κοινωνία των εκκλησιαστικών Εδρών της Ανατολής και της Δύσεως κατά την πρώτη χιλιετία ήταν εδραιωμένη στην ακαινοτόμητη αποστολική Πίστι, παρά την κυοφορούμενη στην Δύσι αιρετική διδασκαλία του Filioque, ή μήπως ως «εκκλησιολογία της κοινωνίας» θα κατανοηθή η «ενότης εν τη ποικιλία» των δογμάτων, τα οποία θα κατανοούνται ως «διαφορετικές θεολογικές προσεγγίσεις των ιδίων αληθειών της πίστεως»;

Τρίτον. Στο Κείμενο της Ραβέννας αναφέρεται, ότι στην Ανατολή και στην Δύσι το παγκόσμιο πρωτείο κατανοήθηκε, θεμελιώθηκε αγιογραφικά και θεολογικά και εξασκήθηκε με διαφορετικό τρόπο (παραγρ. 43). Διερωτώμεθα: Θα αποτελέση άραγε η αναφορά αυτή αφορμή και ευκαιρία για τους Ορθοδόξους να αρθρώσουν στην Συνέλευσι της Κύπρου μία Ορθόδοξο πρόσκλησι προς τους Ρωμαιοκαθολικούς, να ιδούν το πρωτείο του Πάπα με τις Ορθόδοξες εκείνες ερμηνευτικές προϋποθέσεις, οι οποίες εξασφάλισαν στην Ανατολή ισορροπία συνοδικότητος και αυθεντίας, ή θα επιτραπή στην ρωμαιοκαθολική πλευρά να κρατήση τις δικές της προϋποθέσεις που ωδήγησαν στα δόγματα του Πρωτείου και του Αλαθήτου των Α' και Β' Βατικανείων Συνόδων;

Τέταρτον. Το Κείμενο της Ραβέννας διαλαμβάνει ότι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί διαφωνούν «επί της ερμηνείας των ιστορικών στοιχείων», τα οποία αφορούν και ερμηνεύουν «τας προνομίας του επισκόπου Ρώμης ως πρώτου» (παραγρ. 41).

Διερωτώμεθα: Θα τηρήσουμε οι Ορθόδοξοι την πιστότητα μας στην ερμηνευτική γραμμή των Αγίων Πατέρων, η οποία εκράτησε ακεραία την Ορθόδοξο Πίστι και το συνοδικό πολίτευμα στην Ανατολή, ή θα συμβιβασθούμε χάριν μιας αμφιλόγου «ενώσεως του διηρημένου χριστιανικού κόσμου» με κάποια ρωμαιοκεντρική επανερμηνεία των «ιστορικών στοιχείων της πρώτης χιλιετίας» και επομένως θα οδηγηθούμε με μαθηματική ακρίβεια στην «διδασκαλία της πρώτης και της δευτέρας βατικανής συνόδου επί του παγκοσμίου πρωτείου υπό το φως της [σ.σ. επανερμηνευμένης πλέον] εκκλησιακής πρακτικής κατά την πρώτην χιλιετίαν» (παραγρ. 45); Οι παπικές αγκυλώσεις στην ερμηνεία των «ιστορικών στοιχείων της πρώτης χιλιετίας» είναι πολύ καλά γνωστές (βλ. π.χ. Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος), έτσι ώστε θα είναι παρακινδυνευμένη οποιαδήποτε υποχώρησις των Ορθοδόξων θεολόγων στα επιχειρήματα των Ρωμαιοκαθολικών για κάποιες από αυτές.

 

Ενδεικτικώς θα αναφέρουμε μερικά από τα ιστορικά αυτά στοιχεία.

 

1. Οι «μαρτυρίες» της χριστιανικής γραμματείας για το «πετρίνειο λειτούργημα του επισκόπου Ρώμης». Θα ερμηνευθούν άραγε οι μαρτυρίες αυτές παποκεντρικώς, όπως διαλαμβάνουν τα παπικά Διατάγματα μέχρι σήμερα, ή Ορθοδόξως, όπως καταγράφεται στα έργα των αγίων Πατέρων και στις συνοδικές αποφάνσεις; Θα παραμείνουν οι Ορθόδοξοι με πιστότητα σε αυτές τις αποφάνσεις (π.χ. των ετών 1848 και 1895) ή θα υποχωρήσουν σε θεολογικούς νεωτερισμούς, όπως το επιχείρημα ότι η κανονική παράδοσις της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία ενσωματώνει την έννοια του «πετρινείου χαρακτήρος» του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης;

2. Οι «μαρτυρίες» για «έκκλητον» των επισκόπων όλης της Εκκλησίας προς την ρωμαϊκή Καθέδρα και τον επίσκοπό της. Θα ερμηνευθούν άραγε και αυτές οι μαρτυρίες σύμφωνα με την κανονική Παράδοσι της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία απονέμει το προνόμιο του εκκλήτου στους εξάρχους των εκκλησιαστικών διοικήσεων (πατριάρχας), για μείζονα δε θέματα στην οικουμενική σύνοδο, ή σύμφωνα με την παπική παράδοσι που θέλει το έκκλητον όλων των επισκόπων να αναφέρεται στον Πάπα της Ρώμης και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι και για τους Ανατολικούς η Καθέδρα του Πέτρου έπαιξε ισχυρό ρόλο σε ζητήματα εφέσεως;

3. Οι «μαρτυρίες» για την ρωμαϊκή αυθεντία σε ζητήματα πίστεως ή ερμηνείας των Γραφών. Θα ληφθούν άραγε υπ' όψιν οι καταμαρτυρούμενες στην Ιστορία περιπτώσεις αιρετικών παπών, οι όποιες καταρρίπτουν το Αλάθητον ή θα ευρεθή τρόπος να δικαιολογηθή το διαβόητο αυτό δόγμα της Α' Βατικανείου Συνόδου;

Ελπίζουμε ότι οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι στον Θεολογικό Διάλογο στην Κύπρο θα ορθοτομήσουν τον λόγο της Αληθείας και θα βοηθήσουν τους Ρωμαιοκαθολικούς να κατανοήσουν ότι η αληθής κοινωνία με την Ορθόδοξο Εκκλησία προϋποθέτει ταυτότητα Πίστεως και δεν επιτρέπει «διαφορετικότητα» (diversity) δογμάτων και ότι γι' αυτό οφείλουν να απαρνηθούν τα αιρετικά δόγματα του Filioque, της κτιστής Χάριτος, του Πρωτείου και του Αλάθητου, της ασπίλου Συλλήψεως, κ.λπ., να αποβάλουν το κοσμικό πνεύμα του Βατικανού και να αποδεχθούν το θεανθρώπινο ήθος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Απευχόμεθα να επιβεβαιώσουν οι Ορθόδοξοι θεολόγοι ένα παγκόσμιο παπικό Πρωτείον κατά την πρώτη χριστιανική χιλιετία, είτε εξουσίας είτε δήθεν λειτουργήματος διακονίας.

Φοβούμεθα ότι, αν αυτό συμβή, θα υπάρξουν ανεξέλεγκτες σχισματικές εκδηλώσεις στο σώμα της Εκκλησίας. Ο πιστός Ορθόδοξος λαός θα αντιληφθή ότι εξωθείται σε μία νέα ουνιτικού τύπου ένωσι με την Ρώμη. 

 

ΠΗΓΗ: Ι. Μ. Γλυφάδος, http://www.im-glyfadas.gr/03/01/03010016.asp

 

Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τον admin.

 



[i] Συνοδική πατριαρχική Εγκύκλιος του 1895 (παράγρ. 20), εν Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. ΙΙ, Graz-Austria 1968, σελ. 942 [1028].

[ii] Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, Λόγος Αποδεικτικός Α', εν: Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, έκδ. Παν. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 26.

[iii] Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, Τοις απανταχού της γης…, εν Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τομ. Ι, Αθήνα 1960, σελ. 426.

[iv] Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. ΙΙ, Graz-Austria 1968, σελ. 908 [988].

[v] Βλ. Τόμος ΕΠΕΣΚΕΨΑΤΟ ΥΜΑΣ (Πατριαρχικαί επισκέψεις εις την Συμβασιλεύουσαν, 1997-1999-2000), εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, 2000, σελ. 275.