Αρχείο κατηγορίας Φιλοσοφία και Πολιτική

Μέτωπο και γεωπολιτικοί συσχετισμοί (1)

Μέτωπο και γεωπολιτικοί συσχετισμοί (1)

 

Του Τάκη Φωτόπουλου*

 

Όπως προσπάθησα να δείξω στα προηγούμενα άρθρα, μόνο ριζικές αλλαγές στην οικονομική και πολιτική δομή μπορούν να μας οδηγήσουν έξω από την πρωτόγνωρη καταστροφή που κτυπά αλύπητα τα θύματα της παγκοσμιοποίησης μέσα στα λαϊκά στρώματα, τα οποία αποτελούν την μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού. Από την άλλη μεριά, οι βολεμένοι και μισό-βολεμένοι μέσα στην παγκοσμιοποίηση (λιγότεροι από το 1/3 του λαού) προφανώς δεν θέλουν να ακούσουν για παρόμοιες αλλαγές και είναι αυτοί που στηρίζουν βασικά τα κόμματα εξουσίας στα οποία, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, σύντομα θα προσθέσουν και τον ΣΥΡΙΖΑ που αναγκαστικά θα ακολουθήσει τις ίδιες πολιτικές -αλλά με κάποιο  ροζ περικάλυμμα

Και αυτό, διότι κανένα από τα υπάρχοντα κόμματα, οργανώσεις και Μέτωπα (εκτός ΚΚΕ -αλλά μετά την σοσιαλιστική επανάσταση!) δεν δεσμεύεται για άμεση και μονομερή έξοδο από την ΕΕ (και όχι απλά από το Ευρώ που είναι εξίσου απάτη) και, φυσικά, για αποδέσμευση από την παγκοσμιοποιημένη οικονομία της αγοράς. Όμως, χωρίς αυτές τις ριζικές αλλαγές, κανένα κόμμα δεν μπορεί να υιοθετήσει τις θεμελιακά διαφορετικές πολιτικές που απαιτούνται:

√  βραχυπρόθεσμα, για την επαναφορά των πραγμάτων στην προμνημονιακή περίοδο, με μεταρρυθμίσεις που θα επιβάλλει το κοινωνικό σύνολο και όχι οι αγορές, και

√ μακροπρόθεσμα, για την επαναθεμελίωση της παραγωγικής μας δομής, μέσα από μια στρατηγική αυτοδυναμίας (όχι αυτάρκειας), ώστε να καλύπτονται τουλάχιστον οι βασικές ανάγκες όλων των πολιτών.

Οι πολιτικές αυτές προϋποθέτουν τον κοινωνικό έλεγχο των αγορών κεφαλαίου, εργασίας και εμπορευμάτων, στη θέση της σημερινής «απελευθέρωσής» τους – δηλαδή τον έλεγχό τους από τις πολυεθνικές, όπως επιβάλλει η Υ/Ε που διαχειρίζεται τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, μέσω της ΕΕ, του ΔΝΤ, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και του ΝΑΤΟ. Ο οικονομικός και πολιτικός αυτοπροσδιορισμός μας σαν λαού προϋποθέτει οικονομική και εθνική κυριαρχία, η οποία είναι αδύνατη μέσα στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση γενικά, και την ΕΕ ειδικότερα. Αυτό δεν σημαίνει επιστροφή σε εθνικισμούς και «εθνικές περιχαρακώσεις, όπως προσπαθεί να δυσφημήσει παρόμοιες πολιτικές μια εκφυλισμένη «Αριστερά», σαν αυτή που εκπροσωπεί η Ευρωπαϊκή Αριστερά και το εδώ παρακλάδι της στον ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπως η σημερινή, είναι αδύνατοι οι εθνικισμοί του παρελθόντος, όπως και ο μπαμπούλας του φασισμού, ενάντια στον οποίο υποτίθεται αγωνίζεται η ίδια «Αριστερά». Το αίτημα για αυτοκαθορισμό σήμερα είναι μόνο αμυντικό και στοχεύει στην προστασία της οικονομικής και εθνικής κυριαρχίας από τις πολυεθνικές και τα όργανά της στην Υ/Ε και τις ντόπιες ελίτ που έχουν οδηγήσει στη σημερινή αθλιότητα και δυστυχία την συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού, για χάρη της ευμάρειας μιας μικρής μειοψηφίας.  Στην πραγματικότητα, η αυτοδυναμία αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα πραγματικό διεθνισμό μεταξύ λαών όπου, αφού αποκτούσαν την εθνική κυριαρχία τους, θα μπορούσαν στη συνέχεια να αποφασίσουν την μορφή κοινωνικό-οικονομικού συστήματος που θα ήθελαν να υιοθετήσουν (Περιεκτική Δημοκρατία, κρατικιστικός σοσιαλισμός, κάποια ριζοσπαστική μορφή σοσιαλδημοκρατίας κ.λπ.).

Είναι επομένως φανερό ότι η  άμεση και μονομερής έξοδος από την ΕΕ, αλλά και η αποδέσμευση από την Υ/Ε και τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση καθώς και από τους θεσμούς που την υλοποιούν (ΕΕ, ΔΝΤ, ΠΟΕ, ΝΑΤΟ κ.λπ.) είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη σωτηρία μας σαν λαού. Όχι μόνο την οικονομική, αλλά και την  κοινωνική, διότι σήμερα η παγκοσμιοποίηση έχει αποσυνθέσει τον κοινωνικό ιστό που θεμελιωνόταν στις κοινότητες, καθώς και την πολιτισμική, αφού η παγκοσμιοποίηση σταδιακά εξαφανίζει και την ίδια την κουλτούρα μας, (ή διατηρεί μόνο κάποια διαστρεβλωμένα απομεινάρια της σαν φολκλόρ για την προσέλκυση τουριστών που αποτελούν την «βαρειά βιομηχανία» μας, κατά τις προδιαγραφές της Υ/Ε και της ΕΕ) αλλά και καταστρέφει το περιβάλλον μας, δημιουργώντας αξεπέραστες αντιφάσεις μεταξύ απασχόλησης και περιβάλλοντος (π.χ. Σκουριές).

Όμως, το εύλογο ερώτημα είναι: μπορούμε σαν λαός, σε μια μικρή χώρα στην Ευρωπαϊκή περιφέρεια, να προσπαθήσουμε παρόμοιες ριζικές αλλαγές, ιδιαίτερα όταν έχουμε δει πόσο αδίστακτες είναι οι ελίτ (ντόπιες και ξένες) που ξέρουν ότι παρόμοιες αλλαγές θα τους στερούσαν τη χλιδή και τα άλλα προνόμια μέσα  στα οποία ζούνε; Το παράδειγμα άλλωστε της Χιλής, όπου ένα Λαϊκό Μέτωπο της Αριστεράς πνίγηκε στo αίμα, είναι ακόμη νωπό. Όμως, οι συνθήκες σήμερα είναι εντελώς διαφορετικές από το 1973. Αρχικά, έχει αρχίσει και γίνεται συνείδηση  ότι το παλλαϊκό μέτωπο που απαιτείται σήμερα είναι μέτωπο πολιτών «από κάτω» και όχι μέτωπο πολιτικών παρατάξεων «από πάνω», όπως τα παραδοσιακά μέτωπα -πράγμα που εγγυάται την λαϊκή υποστήριξη για ένα πρόγραμμα ριζικών μεταρρυθμίσεων για την έξοδο από την καταστροφή. Το ερώτημα όμως παραμένει: είναι δυνατό μια εκλεγμένη κυβέρνηση με παρόμοιο πρόγραμμα να επιβιώσει μιας λυσσασμένης επίθεσης της Υ/Ε μέσα από μια «πορτοκαλί επανάσταση», σαν αυτές στις οποίες έχει ειδικευθεί τα τελευταία χρόνια, με αξιοσημείωτη επιτυχία (Γεωργία 2003, Ουκρανία 2004 κλπ);

H απάντηση στο ερώτημα αυτό δόθηκε μόλις προχθές, πάλι στην Ουκρανία, όπου η πιο αδίστακτη επιχείρηση υπονόμευσης της εθνικής κυριαρχίας μιας χώρας από την Υ/Ε, με τους εκπροσώπους της να φθάνουν μέχρι στην πρωτοφανή αθλιότητα να μετέχουν σε διαδηλώσεις με συνθήματα υπέρ της ΕΕ, ενάντια στην απόφαση της εκλεγμένης κυβέρνησης, απέτυχε οικτρά. Αυτό που ουσιαστικά επιχείρησε η Υ/Ε στην Ουκρανία, (αναγκαστικά πολύ πιο «χοντρά» από ό,τι στην Ελλάδα, όπου διέθετε την κατάλληλη πολιτική και πνευματική ηγεσία), ήταν αυτό που επέτυχε στην χώρα μας πριν τριάμισι χρόνια, όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία καταστροφής της παραγωγικής δομής της που είχε αρχίσει βασικά με την ένταξη μας στην ΕΟΚ, σχεδόν 30 χρόνια νωρίτερα. Το 2010 ξεκίνησε η διαδικασία μετατροπής της χώρας σε πλήρες προτεκτοράτο της Υ/Ε, μέσα από την αδίστακτη εξαπάτηση του λαού ότι οι ακολουθούμενες πολιτικές ήταν μονόδρομος, παραλείποντας να προσθέσουν το αυτονόητο: μονόδρομος μέσα στην ΕΕ!

​​* http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/

ΠΗΓΗ: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (22 Δεκεμβρίου 2013). Το είδα: http://inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2013/2013_12_22.html

Από πότε το κόμμα είναι πάνω από τον λαό & την πατρίδα;

Από πότε το κόμμα είναι πάνω από τον λαό και την πατρίδα;

 

Του Δημήτρη Καζάκη

 

Το βασικό  ερώτημα που προσωπικά μας απασχολεί είναι το εξής: Γιατί οι ηγεσίες και οι μηχανισμοί των κομμάτων μπορούν με τέτοια άνεση να παίζουν παιχνίδια κορυφής και να ασκούνται στην πολιτική του παρασκηνίου με δούναι-λαβείν βουλευτών και άλλων, αλλά τους πιάνει σύγκρυο μόλις τεθεί θέμα ανοιχτής διάσπασης του κόμματος;

Γιατί στα σημερινά κόμματα του κοινοβουλίου, μηδενός εξαιρουμένου, υπάρχει τέτοια θεοσέβεια; Γιατί όταν υπάρχουν κορυφαία ζητήματα που διχάζουν την κοινωνία και το ίδιο το κόμμα, ζητήματα ζωής ή θανάτου για τον λαό και την χώρα, δεν πρέπει να αποτελέσουν casus belli ακόμη κι αν οδηγήσουν σε διάσπαση και διάλυση το ίδιο το κόμμα; Γιατί το κόμμα να είναι πάνω από την κοινωνία και τα προβλήματά της; Γιατί ο διχασμός μέσα στην κοινωνία να φέρει και τον διχασμό μέσα στα κόμματα; Τι σόι τερατώδης διαστροφή είναι αυτή;

Αυτή η τερατώδης διαστροφή δεν κυριαρχεί μόνο στα κόμματα υβρίδια που κρατιούνται στην κυβέρνηση με νύχια και με δόντια, απειλώντας θεούς και δαίμονες μην τυχόν και χάσουν την εξουσία, αλλά και στα κόμματα της αριστεράς. Το Führerprinzip δεν ήταν επινόηση ούτε του Χίλτερ, ούτε αφορούσε μόνο τα ναζιστικά κόμματα, όπως θεωρούν ορισμένοι ανεκδιήγητοι τύποι, αλλά αντλεί την καταγωγή του από εκείνους τους θεωρητικούς που έτρεμαν την δημοκρατία σαν πεδίο ανοιχτής αναμέτρησης με όρους κοινωνικής και πολιτικής διαπάλης.

Ήθελαν λοιπόν μια εξουσία που να στέκεται πάνω και πέρα από αυτές τις διαμάχες και να εξασφαλίζει την ενότητα της πολιτείας. Ο συντηρητικός Ντισραέλι διαπίστωνε τον βαθύ διχασμό της Βρετανίας της εποχής του σε τέτοιο βαθμό που μιλούσε για «δυο έθνη»: «Δύο έθνη ανάμεσα στα οποία δεν υπάρχει καμία επαφή και καμία συμπάθεια… Οι πλούσιοι και οι φτωχοί».[1] Ο τρόμος ότι η δημοκρατία είναι το προνομιακό πεδίο της ανειρήνευτης αναμέτρησης αυτών των «δυο εθνών», τον έκαναν να πιστεύει ότι η «ελεύθερη Μοναρχία», ήταν η ιδανικότερη να εκφράσει την ενότητα του έθνους, του λαού και της πολιτείας.

Αργότερα, όταν οι αγώνες των λαών για δημοκρατία δεν επέτρεπαν πια την ύπαρξη μονάρχη, τη θέση αυτής της «πολιτικά ουδέτερης» εξουσίας πήρε ο Πρόεδρος, ο οποίος υποτίθεται ότι εκφράζει στο πρόσωπό του την ενότητα που πριν εξέφραζε ο μονάρχης. Και μάλιστα για να του δοθεί το ανάλογο κύρος που κάποτε είχε η μοναρχία, τον έβαλαν να εκλέγεται απευθείας από τον λαό ώστε να στέκεται πάνω από τις διαμάχες ανάμεσα σε κόμματα, σχήματα και δυνάμεις που πυροδοτεί η ίδια η κατάσταση μιας βαθιά διχασμένης κοινωνίας.

Στο σύνταγμα της Βαϊμάρης του 1918, που επέβαλλε η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, βασιζόταν στην «πολιτική ουδετερότητα» του Προέδρου, ο οποίος με το άρθρο 48 είχε την δυνατότητα να αναστέλλει βασικές διατάξεις του συντάγματος, ακόμη και να επεμβαίνει επικεφαλής του στρατού «αν η δημόσια ασφάλεια και τάξη στο Γερμανικό Ράιχ έχει διαταραχθεί σε σημαντικό βαθμό ή κινδυνεύει». Με τον τρόπο αυτό θεσπιζόταν επίσημα και συνταγματικά η Führerprinzip, η οποία τελικά οδήγησε στο ναζισμό.

Ο συνταγματολόγος Δημ. Τσάτσος, όταν ακόμη τιμούσε τις δημοκρατικές περγαμηνές της επιστήμης του, έγραφε σχετικά: «Η εξέλιξη και η πτώση της Βαϊμάρης ρίχνει φως στις συνέπειες που έχει στην πολιτική πραγματικότητα η σχετικοποίηση της Δημοκρατίας, με βάση την αρχή της «πολιτικής ουδετερότητας». Η πολιτική ουδετερότητα του προέδρου του Reich, δηλαδή η πολιτική του νομιμοποίηση με βάση αρχή εξωδημοκρατική, ήταν μια πρώτη συμβολή στη δημιουργία του πολιτικού συνθήματος του «Führerprinzip». Η ουδετερότητα της υπαλληλίας όλων των κλάδων βρήκε τους φορείς της άτομα με «ουδέτερη» πολιτική συνείδηση, έτοιμα να δεχτούν μέσα σε μια νύχτα το «νέο κράτος» του εθνικοσοσιαλισμού. Για τον «πολιτικά ουδέτερο» υπάλληλο η πίστη και η υποταγή του προς το «κράτος» δεν είχε καμιά εξάρτηση από το βασικά ηθικά θεμέλια του πολιτεύματος. Η μετάβαση από τη Βαϊμάρη στον εθνικοσοσιαλιστικό ολοκληρωτισμό έδειξε ποια είναι η συνέπεια της πολιτικής ουδετερότητας. Με βάση τη θεωρία αυτή διευκολύνθηκε ο ολοκληρωτισμός και επομένως ενισχύθηκε η ιδέα πώς δεν είναι οι αξίες εκείνες που νομιμοποιούν το κράτος, αλλά το κράτος εκείνο που νομιμοποιεί τις αξίες.»[2]

Το κόμμα ως ιερατική πολιτεία

Βάλτε όπου «κράτος», το «κόμμα» και θα βρείτε την κατάσταση μέσα στην οποία έχουν βυθιστεί όλοι οι κομματικοί σχηματισμοί του επίσημου πολιτικού συστήματος. Η Führerprinzip υπάρχει και διαφεντεύει όλα τα επίσημα κόμματα. Ιδίως εκεί όπου ο Πρόεδρος, ο ηγέτης του κόμματος, ψηφίζεται απευθείας από την «βάση». Να γιατί σε όλα τα κόμματα η έμπρακτη αμφισβήτηση του ηγέτη και η ανοιχτή αναμέτρηση με την ηγεσία, συνιστά μοιραίο αμάρτημα. Ενώ η κομματική υπαλληλία, δηλαδή η γραφειοκρατία του κόμματος, τηρεί «πολιτικά ουδέτερη» στάση απέναντι σε κάθε ακανθώδες ζήτημα που εκ των πραγμάτων διχάζει το κομματικό σώμα. Ακολουθεί πάντα πιστά τον εκάστοτε ηγέτη. Ενώ η διαπάλη για τις αρχές υποβιβάζεται σε μια αντιπαράθεση αυστηρά εντός των οργάνων και τηρουμένων των τυπικών διαδικασιών υπό τον διαρκή φόβο της διάσπασης της επίπλαστης ενότητας.

Από τότε που τα κόμματα μεταλλάχθηκαν από συνασπισμός «ισχυρών ανδρών» του κοινοβουλίου και της πολιτικής – όπου ο καθένας εύκολα μεταπηδούσε σε άλλο κόμμα, ή άλλαζε συνασπισμό συμφερόντων προκειμένου να έχει καλύτερη τύχη – σε μηχανισμούς κομματικών γραφειοκρατών εξαρτημένων από τον κρατικό κορβανά και τη νομή της εξουσίας, η «ενότητα του κόμματος» και το αλάθητο, το αδιαφιλονίκητο της ηγεσίας αποτέλεσαν τους δυο βασικούς πυλώνες της νέας κομματικής πραγματικότητας.

Ο λόγος είναι απλός. «Η γραφειοκρατία είναι η république prêtre,»[3] έγραφε εύστοχα ο Μαρξ. Δηλαδή μια ιερατική πολιτεία σαν των Ιησουιτών, των μυημένων, του κλειστού κύκλου που έξω απ' αυτόν δεν υπάρχει ζωή, ή αλήθεια. Ένα είδος μεσαιωνικής μασονικής στοάς. Η δουλειά της είναι να αντικαθιστά την ουσία με τον τύπο. Να δημιουργεί μια φανταστική πραγματικότητα δίπλα και πάνω στην αληθινή.

Κι όπως στο κράτος έτσι και στο κόμμα, η γραφειοκρατία αντιπροσωπεύει το φανταστικό κόμμα δίπλα και πάνω στο πραγματικό κόμμα. Κάθε πράγμα λοιπόν έχει διπλή σημασία, μια σημασία πραγματική και μια σημασία γραφειοκρατική, όπως και κάθε γνώση είναι γνώση διπλή, γνώση πραγματική και γνώση γραφειοκρατική. Το καθολικό πνεύμα της γραφειοκρατίας είναι το μυστικό, το μυστήριο που φυλάγεται από την ιεραρχία προς τα μέσα κι από τον χαρακτήρα της σαν κλειστής συντεχνίας προς τα έξω. Η ιεραρχία ξέρει. Όσοι βρίσκονται εκτός δεν ξέρουν και δεν πρέπει να ξέρουν. Οφείλουν απλά να συμμορφώνονται και να ακολουθούν. Δεν έχουν δικαίωμα ούτε αυτόβουλης δράσης, ούτε απόφασης για μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα.

Ο Μαρξ έγραφε για την γραφειοκρατία: «Η Αρχή είναι η αρχή της γνώσης της και η ειδωλολατρία της Αρχής η πεποίθησή της. Στο εσωτερικό της όμως ο σπιριτουαλισμός μετατρέπεται σε χυδαίο υλισμό, στον υλισμό της παθητικής υποταγής, της τυφλής πίστης στην εξουσία, του μηχανισμού μιας καθορισμένης τυπικής δραστηριότητας, καθορισμένων αρχών, απόψεων και παραδόσεων.»[4] Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιβεβαίωση αυτής της διατύπωσης από την αναγωγή του κόμματος σε κάτι το μεταφυσικό, πάνω από την κοινωνία, τον λαό και τους πολίτες. Το κόμμα, σύμφωνα πάντα με το γραφειοκρατικό πνεύμα, είναι ο φορέας της κοινωνικής και πολιτικής δράσης κι όχι η ίδια η κοινωνία, ο ίδιος ο λαός.

Δεν υπάρχει ζωή έξω από το κόμμα, γι' αυτό και η «ενότητα του κόμματος» υπήρξε για την κομματική γραφειοκρατία το raison d'etre της ίδιας της ύπαρξής της και άρα της ύπαρξης ολόκληρης της ζωής. Γι' αυτό και είναι αδιανόητο να μιλήσεις σε κόμματα όπου κυριαρχεί η γραφειοκρατία, για διασπάσεις. Ιδίως όταν αυτό το κόμμα βρίσκεται μπροστά στην εξουσία. Φαντάζει ιεροσυλία μεγαλύτερη από την ασέλγεια σε ιερό χώρο. Μόνο η ηγεσία έχει δικαίωμα να αποπέμπει. Όπως ακριβώς το ιερατείο αποπέμπει τους αιρετικούς, δηλαδή τους διασπαστές.

Πρώτα ο λαός, ή το κόμμα;

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κανένα αληθινά επαναστατικό ή ριζοσπαστικό κόμμα δεν αναδείχθηκε ποτέ σ' αληθινά μάχιμη δύναμη για τον λαό, αν το ίδιο πρώτα δεν ανέδειξε την εσωκομματική ανοικτή και «οξεία πάλη των τάσεων»[5] ως κορυφαίο «ανάχωμα» ενάντια στο βάλτωμα, τον εφησυχασμό, την αποσυνθετική ατμόσφαιρα της ρουτίνας, τον εσωτερικό διχασμό σε γραφειοκράτες και οπαδούς.

Αντίθετα, όποτε η τυπολατρική «κομματική ενότητα» επέβαλλε το στρογγύλεμα των διαφορών και την εκπαραθύρωση της εσωκομματικής ιδεολογικοπολιτικής ζύμωσης, είτε με την σιδερένια πυγμή του ηγετικού μηχανισμού, είτε στο όνομα μιας τυπικής και ανούσιας δημοκρατίας, τότε η διαφθορά ακόμη και πραγματικών αγωνιστών – μέσα απ' τον εθισμό τους στην ίντριγκα και το παρασκήνιο – συνιστούσε ανέκαθεν γενικό κανόνα.

Αυτό τον κανόνα εξέφραζε κι ο Φερντινάντ Λασσάλ όταν στα 1852 έγραφε στον Κάρλ Μάρξ: «Η εσωκομματική πάλη δίνει στο κόμμα δύναμη και ζωτικότητα. Η μεγαλύτερη απόδειξη της αδυναμίας ενός κόμματος είναι η πλαδαρότητα του και η άμβλυνση των διαφορών που έχουν διαγραφεί με σαφήνεια. Το κόμμα δυναμώνει όταν ξεκαθαρίζει τις γραμμές του[6]

Με την σειρά του ο Ένγκελς ήταν αμείλικτος μ' όλους εκείνους τους δυστυχείς που αδυνατούσαν να κατανοήσουν την σημασία της ιδεολογικοπολιτικής αναμέτρησης στο εσωτερικό του κινήματος και καλούσαν κάθε φορά σ' «ενότητα» ξεχνώντας τις βαθιές διαφορές σκοπού και μέσων: «Κανείς – έγραφε ο Ένγκελς εκ μέρους του ίδιου και του Μάρξ – δεν πρέπει ν' αφήνει τον εαυτό του να παραπλανάται από τις φωνές για «ενότητα».Αυτοί που έχουν συχνότερα στα χείλια τους αυτή την λέξη, είναι οι ίδιοι που προκαλούν την περισσότερη φασαρία,… είναι εκείνοι που προκαλούν όλες τις διασπάσεις, την οχλοβοή για το τίποτα,… Αυτοί οι φανατικοί με την ενότητα είναι είτε στενόμυαλοι άνθρωποι που θέλουν ν' ανακατέψουν τα πάντα σ' έναν ακαθόριστο χυλό, ο οποίος την στιγμή που θ' αφεθεί να κατακαθίσει, ξαναφέρνει στην επιφάνεια τις διαφορές αλλά μ' ακόμη πιο οξεία αντίθεση γιατί αυτή την φορά θα βρίσκονται όλες στο ίδιο τσουκάλι… είτε είναι άνθρωποι που ασυνείδητα (…) ή συνειδητά θέλουν να ευνουχίσουν το κίνημα. Αυτός είναι ο λόγος που οι χειρότεροι σεχταριστές, οι μεγαλύτεροι καβγατζήδες και οι παλιάνθρωποι φωνάζουν κατά καιρούς δυνατότερα απ' όλους για την ενότητα. Κανένας καθ' όλη την διάρκεια της ζωής μας δεν μας έφερε χειρότερους μπελάδες και περισσότερους καυγάδες απ' αυτούς που φωνάζουν για ενότητα.»[7]

Κι ο Ένγκελς κατέληγε: «Επιπλέον, ακόμη κι ο γέρο-Χέγκελ έλεγε: ένα κόμμα αναδεικνύεται θριαμβευτής μόνο μέσα απ' την διάσπαση κι επιπλέον κατορθώνοντας ν' αντέξει αυτή την διάσπαση. Το κίνημα του προλεταριάτου είναι υποχρεωμένο να περάσει μέσα από ποικίλα στάδια ανάπτυξης. Σε κάθε στάδιο ένα μέρος του κόσμου κολλά και δεν μπορεί ν' ακολουθήσει την πορεία προς τα μπρος. Και μόνο αυτό είναι αρκετό για να εξηγήσει γιατί η «αλληλεγγύη του προλεταριάτου» υλοποιείται στην πραγματικότητα παντού μέσα από διαφορετικές κομματικές ομαδοποιήσεις, οι οποίες επιδίδονται σε βεντέτες ζωής και θανάτου μεταξύ τους, όπως γινόταν κι ανάμεσα στις Χριστιανικές σέχτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ακόμη και την εποχή των χειρότερων διωγμών»[8].

Κι αυτό ισχύει στην πολιτική γενικά και στο κίνημα ειδικά, με την ίδια αναγκαιότητα που στο βασίλειο των ζώων και των φυτών λειτουργεί η «φυσική επιλογή»! Όποιος ξεχνά αυτή την θεμελιώδη αλήθεια, είτε είναι πολιτικά αγράμματος κι άρα άχρηστος για το κίνημα, είτε τυπικός πολιτικάντης κι άρα επικίνδυνος για το κίνημα. Δεν υπάρχει άλλωστε κι άλλος τρόπος για να γλυτώσει κανείς από την γραφειοκρατία και το πνεύμα της, το οποίο ανθεί όπου κυριαρχεί η λιτανεία του κόμματος.

Όποιος θέτει πάνω απ' όλα την ενότητα του ίδιου του λαού, του προλεταριάτου όπως έλεγε ο Ένγκελς, στον αγώνα του για τα δικαιώματα και την χειραφέτησή του, δεν τον τρομάζει η διάσπαση. Ξέρει πολύ καλά ότι το κόμμα, η συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης δεν ήταν ποτέ και ούτε μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Δεν υπάρχει πάνω από την κοινωνία παρά μόνο σαν γραφειοκρατική διαστροφή. Γνωρίζει ότι το κόμμα και γενικά η οργάνωση οφείλει να είναι το πολιτικό μέσο έκφρασης και ο αναγκαίος καταλύτης για την συγκρότηση του ίδιου λαού σε μάχιμη δύναμη για τον εαυτό του.

Αν δεν μπορεί να το κάνει, αν έχει μεταβληθεί σ' ένα γραφειοκρατικό ξόανο, τότε στο διάολο με το κόμμα, στα τσακίδια κι ακόμη παραπέρα. Όχι απλά η διάσπαση οφείλει να τεθεί στην ημερήσια διάταξη του κόμματος, αλλά η κήρυξη ανοιχτού πολέμου είναι κάτι παραπάνω από αναπόφευκτη – όπως ακριβώς στο ζωικό βασίλειο ανάμεσα σε διαφορετικά είδη για την επιβίωση – με όλα τα όπλα της ανελέητης κριτικής να στοχεύουν στην ολοκληρωτική συντριβή και εξάλειψη εκείνου του μορφώματος που έχασε κάθε νόημα ύπαρξης για τον λαό και στέκει εμπόδιο στην δράση του. Πρώτα και πάνω απ' όλα προέχει το συμφέρον του λαού και η ανάγκη αυτός ο ίδιος, όχι κάποιος κομματικός μηχανισμός στο όνομά του, να πάρει την υπόθεση στα χέρια του.

Ανελέητη κριτική χωρίς να χαριζόμαστε σε κανέναν

Όπου βλέπετε κόμματα και πολιτικούς σχηματισμούς να φοβούνται την διάσπαση, να κλείνουν ερμητικά τις πόρτες για να μην ακουστούν οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις, να τα βρίσκουν για την «ενότητα του κόμματος» τάσεις, ή απόψεις, που φαινομενικά είναι ριζικά διαφορετικές στο πολιτικό δια ταύτα, τότε να είστε σίγουροι ότι εκεί βασιλεύει η ίντριγκα και η ύποπτη σκοπιμότητα κάθε είδους. Να είστε σίγουροι ότι έχει εκλείψει προ πολλού η πολιτική ακεραιότητα και αξιοπρέπεια, ενώ κυριαρχεί η προσωπική ιδιοτέλεια, η καθηλωτική αμηχανία και η απαξίωση κάθε αληθινού νοήματος της πραγματικής ζωής, που έτσι ή αλλιώς είναι γι' αυτούς νεκρή.

Υπάρχει μόνο η μεταφυσική μετουσίωση της ζωής στο κόμμα που απαιτεί από όλα τα μέλη και τους οπαδούς του να του συμπεριφέρονται με τρόπο ιησουίτικο, είτε έχουν, είτε δεν έχουν επίγνωση του ιησουιτισμού τους. Να γιατί το κόμμα στέκεται πέρα και πάνω απ' όλα. Ενώ ακόμη και η αληθινή ζωή θα πρέπει να βρει την δικαίωσή της μέσα από το κόμμα. Δεν είναι ο λαός και οι τάξεις που οφείλουν να δημιουργήσουν αφεαυτού τους τα κόμματα, τους σχηματισμούς και τις συλλογικότητες που χρειάζονται στην δράση τους, αλλά αντίθετα τα κόμματα είναι εκείνα που πρέπει να δημιουργήσουν τον λαό και τις τάξεις.

Κι όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις τα κόμματα δημιουργούν το εικόνισμα του λαού και των κοινωνικών τάξεων που τους βολεύει, στη θέση του αληθινού λαού και των κοινωνικών του τάξεων που υπάρχουν στην αληθινή ζωή. Ένα εικόνισμα που αποβλακώνει τους πιστούς οπαδούς και αποχαυνώνει όλους τους υπόλοιπους, ώστε να υποκύψουν στον «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας», όπως τον διατύπωσε ο Ρόμπερτ Μίχελς μελετώντας στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα την γραφειοκρατική μετάλλαξη της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας – το αρχέτυπο της οργάνωσης για όλα τα μαζικά κόμματα της αριστεράς, ακόμη και των κομμουνιστών.

Όποιος λοιπόν τρέμει την διάσπαση και την αναμέτρηση μέχρις τελικής πτώσης. Όταν κι όποτε το επιβάλλουν τα πιο ζωτικά και άμεσα συμφέροντα του λαού. Όταν και όποτε κρίνεται η τύχη της χώρας και του λαού. Όποιος δεν καταλαβαίνει γιατί η ενότητα του λαού, ή του προλεταριάτου κατά τον Ένγκελς, περνά αναγκαστικά «μέσα από διαφορετικές κομματικές ομαδοποιήσεις, οι οποίες επιδίδονται σε βεντέτες ζωής και θανάτου μεταξύ τους, όπως γινόταν κι ανάμεσα στις Χριστιανικές σέχτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ακόμη και την εποχή των χειρότερων διωγμών,» τότε είναι αιχμάλωτος μιας βαθιάς γραφειοκρατικής αντίληψης που θέλει τον λαό υποχείριο των κομμάτων και των μηχανισμών τους. Δεν βλέπει έξω από τον κύκλο της γραφειοκρατίας και δεν αντιλαμβάνεται την αληθινή ζωή παρά μόνο στην φανταστική της απεικόνιση μέσα από τους μηχανισμούς του κόμματος.

Αντί για την αληθινή δημοκρατία όπου οι αντιπαραθέσεις διεξάγονται ελεύθερα και δημόσια με όλη τους την δυναμική έως την τελική λύση τους, έως ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο, η γραφειοκρατία προτιμά μια καρικατούρα κοινοβουλευτισμού με όλα τα κουσούρια του, την ίντριγκα, το παρασκήνιο, τις ισορροπίες του μηχανισμού, τα πισώπλατα μαχαιρώματα, την εξαγορά και την εξάρτηση από την δοσμένη ηγεσία που ελέγχει πάντα το ταμείο και την χρηματοδότηση του κόμματος. Ο εσωτερικός μικρόκοσμος του κόμματος αντικαθιστά τον αληθινό κόσμο, οι διαμάχες για την καρέκλα και τον έλεγχο του μηχανισμού αντικαθιστούν την αναμέτρηση πάνω σε προγράμματα και αρχές.

Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!

Για τον γραφειοκράτη δεν υπάρχει κοινωνικό υποκείμενο, δεν υπάρχει λαός ικανός να αυτενεργήσει, να δράσει αυτόβουλα μέσα από τις ξεχωριστές τάξεις που τον απαρτίζουν, αλλά και μέσα από τις δικές του συλλογικότητες που τον ωθεί η ίδια η ζωή του να δημιουργήσει. Για τον γραφειοκράτη υπάρχουν μόνο μηχανισμοί που επιδρούν πάνω στον λαό, ή τον εκφράζουν με όρους οπαδού. Η σκέψη και η ιδεολογία του αναπαράγει τις λογικές της απολυταρχίας που αντιμετώπιζε τον λαό πάντα σαν αντικείμενο χειραγώγησης. Όπως για τους παλιούς εκπροσώπους της απολυταρχίας η θέληση του λαού δεν μπορούσε να εκδηλωθεί με κανέναν άλλο τρόπο παρά στο πρόσωπο του απόλυτου εξουσιαστή του, στο πρόσωπο του μονάρχη, έτσι και οι γραφειοκράτες της πολιτικής αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο την έκφραση του λαού από το κόμμα, ή το κράτος και τους θεσμούς του.

Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει από αυτό το σκυλολόι της κομματικής γραφειοκρατίας ότι ο λαός φταίει, ότι ο λαός δεν είναι έτοιμος, ότι ο λαός δεν είναι ώριμος, ότι ο λαός δεν ξεσηκώνεται και γενικά για το πόσο ξεπουλημένη και πόσο καθεστωτική είναι η δεξιά, η αριστερά και τα κόμματά της στην Ελλάδα, φταίει πάντα ο λαός. Όπως και γι' αυτούς που κυβερνάνε. Πόσες και πόσες φορές δεν άκουσες να σου χρεώνουν τις συμμορίες που κυβέρνησαν και κυβερνούν αυτόν τον τόπο επαναλαμβάνοντας με ύφος εκατό Μπουργκράφων ότι «ο λαός έχει τους ηγέτες που του αρμόζουν…»

Και το επαναλαμβάνουν με την ίδια απελπιστική και αντιδραστική ηλιθιότητα με την οποία ο κόμης Ζοζέφ ντε Μεστρ – ένας από τους πιο σκληροπυρηνικούς υπερασπιστές της «ελέω θεού» μοναρχίας – επινόησε το 1811 την γνωστή φράση: Toutenationalegouvernementqu‘ellemérite. «Κάθε έθνος έχει την κυβέρνηση που του αξίζει. Πολύ σκέψη και εμπειρία που πλήρωσα ακριβά, με έπεισαν γι' αυτήν την αλήθεια ως μαθηματική πρόταση. Κάθε νόμος είναι περιττός ακόμα και θανατηφόρος (όσο εξαιρετικός κι αν είναι από μόνος του), αν το έθνος δεν είναι αντάξιο του νόμου και δεν είναι προϊόν του νόμου.»[9] Και ποιος καθορίζει το νόμο; Μα μόνο αυτός που έχει ορίσει ο Θεός, δηλαδή η ανωτέρα δύναμη που στην ιστορία πάντα είχε και έχει κοσμικά χαρακτηριστικά! Αυτή είναι η πεμπτουσία της απολυταρχίας.

Με τον ίδιο στόμφο αυτού του παλιού σκοταδιστή που λάτρευε τον δήμιο ως βάθρο εκ Θεού όλου του επίγειου μεγαλείου, όλης της εξουσίας, όλης της υποταγής, μιας και είναι «ταυτόχρονα η φρίκη και ο δεσμός της ανθρώπινης οργάνωσης[10] εμφανίζονται όλοι οι ηλίθιοι και τα κομματικά στελέχη να ρίχνουν πάντα το φταίξιμο στο λαό γι' αυτούς που του έχουν κατσικωθεί στο σβέρκο λες και του έδωσαν ποτέ την δυνατότητα να κρίνει με βάση το αληθινό συμφέρον του.

Αφενός τα παχύδερμα της κυβερνητικής εναλλαγής για να του πουν με περίσσια θράσους, «μαζί τα φάγαμε» και αφετέρου η αριστερά της ήττας για να πάρει την εκδίκησή της για την απέχθεια που έχουν γεννήσει στον ελληνικό λαό τα κόμματα και οι επίσημες ιδεολογίες της. Έτσι είναι. Πρέπει να φορτωθεί την ευθύνη ο λαός γενικά, να απαξιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να χαθεί η ατομική ευθύνη, το ατομικό χρέος προς τον λαό και προπαντός να μετακυλήσει η ευθύνη από την κομματική οπαδοποίηση που εφαρμόζουν όλοι οι επίσημοι μηχανισμοί δεξιάς και αριστεράς προκειμένου να επιβιώνουν σε βάρος της κοινωνίας.

Κι επειδή ο λαός φταίει, τότε πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Πρέπει σώνει και καλά να διαλέξει: ή την δεξιά της προδοσίας, ή την αριστερά του ξεπουλήματος. Την Σκύλα, ή την Χάρυβδη. Άλλη επιλογή δεν έχει. Μόνο αυτή που έχει προκαθορίσει το επίσημο πολιτικό και κομματικό σύστημα. Υπάρχει χειρότερος ολοκληρωτισμός από αυτή τη λογική;

 

Παραπομπές

 

[1] B. Disraeli, Sybil or, the two Nations, vol. I, London: Henry Colburn, 1845, σ. 149.

[2] Δ. Τσάτσου, Προβλήματα Δημοκρατίας, Αθήνα: Ίκαρος, 1975, σ. 41.

[3] Καρλ Μαρξ, Η Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Αθήνα: Παπαζήση, 1978, σ. 84.

[4] Ό. π., σ. 85.

[5] Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 48ος Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1984, σ. 81.

[6] Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο Λένιν ξεκινούσε το Τι να Κάνουμε; Τα φλέγοντα ζητήματα του κινήματός μας, μ' αυτό ακριβώς το απόσπασμα απ' την επιστολή του Λασσάλ στον Μάρξ, της 24ης Ιουνίου 1852. Εκείνη την εποχή ήταν αδιανόητο ακόμη και για τα ηγετικά κόμματα της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, να επιτρέψουν στην ανοικτή εσωκομματική ιδεολογικο-πολιτική ζύμωση και την οξεία πάλη των τάσεων, ν' απειλήσει την πολύτιμη «ενότητα του κόμματος». Μια απ' τις καθοριστικές προϋποθέσεις του εκφυλισμού της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας ήταν η αναγωγή της κομματικής ενότητας σε αξία καθαυτή, πάνω κι απ' την οξεία πάλη των τάσεων, που ήταν και η μόνη ικανή να ξεκαθαρίζει τις γραμμές της από συγκαταβατικές αντιλήψεις και πρακτικές. Ακριβώς το ίδιο συνέβη χρόνια αργότερα και με τα κομμουνιστικά κόμματα.

[7] Επιστολή του Φρ. Ένγκελς στον Αύγουστο Μπέμπελ, 20 Ιουνίου 1873. K. Marx & Fr. Engels, Selected Correspondence, Moscow: Progress Publishers, 1982, p. 266.

[8] Ό. Π., σ. 268

[9] Lettres et Opuscules Inédits du Comte Joseph De Maistre, Tome Premier, Paris: A. Vaton, 1853, σ. 264.

[10] Joseph de Maistre, St Petersburg Dialogues or Conversations on the Temporal Government of Providence, London: McGill-Queen University, 1993, σ. 20.

ΠΗΓΗ: Δεκεμβρίου 16, 2013, http://seisaxthia.wordpress.com/2013/12/16/…8C/

Έθνος, πατρίδα, τάξη…

Έθνος, πατρίδα, τάξη…

 

Του Δημήτρη Καζάκη*

 

To σύγχρονο έθνος που γεννήθηκε μέσα από τους αγώνες των λαών εναντίον της τυραννίας τον 18ο και 19ο αιώνα, αποτέλεσε και αποτελεί μέχρι και σήμερα το ιστορικό λίκνο των κοινωνικών τάξεων. Δεν μπορούν να υπάρξουν τάξεις χωρίς τόπο, χωρίς έθνος, χωρίς πατρίδα. Γι' αυτό και οι μετανάστες δεν έχουν ταξικό προσδιορισμό, είναι ξεριζωμένοι πληθυσμοί που μετακινούνται με τους δουλικούς όρους που επιβάλουν οι αγορές και το κεφάλαιο. Είναι δουλοπάροικοι του κεφαλαίου κι όχι εργάτες.

Οι εργάτες συγκροτούν τάξη μόνο και εφόσον διεκδικούν την πανεθνική ενότητά τους μέσα από τον αγώνα τους για κοινωνικά δικαιώματα και δημοκρατία, διεκδικώντας δηλαδή την πολιτική ηγεμονία στο ήδη συγκροτημένο έθνος τους, το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο αν ασκεί κυριαρχία σ' έναν συγκεκριμένο τόπο όπου έχει καταγραφεί η ιστορική διαδρομή των αγώνων ενός λαού για το δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή του. Διαφορετικά δεν γίνεται.

Να γιατί ο ιμπεριαλισμός, δηλαδή ο αγώνας για την παγκόσμια κυριαρχία, που σηματοδοτεί την εξόρμηση του κεφαλαίου για αποικίες, προσαρτήσεις και επενδυτικές ευκαιρίες παγκόσμια, δεν μπορεί να ανεχθεί το έθνος ως υλική δύναμη. Δηλαδή ως κυρίαρχο έθνος που συγκροτείται και διεκδικεί το δικαίωμα στην αυθυπαρξία του, στην αυτονομία του, στην αυτοδιάθεσή του σ' έναν συγκεκριμένο τόπο. Κι αυτό γιατί χωρίς συγκροτημένα έθνη δεν υπάρχουν, ούτε μπορούν να υπάρξουν λαοί και τάξεις που μάχονται συγκροτημένα και οργανωμένα την εξουσία του κεφαλαίου σε κάθε τόπο, αλλά και διεθνώς.

Να γιατί για τους εκπροσώπους του παγκόσμιου κεφαλαίου το έθνος δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια φαντασίωση, ένα είδος φολκλορικής ανάμνησης του δουλοπάροικου που χωρίς πατρίδα, χωρίς ρίζες, χωρίς δικαιώματα και χωρίς ούτε καν τη δυνατότητα να διεκδικήσει τα πιο αυτονόητα, μετακινείται από τόπο σε τόπο, από χώρα σε χώρα σε αναζήτηση του επιούσιου. Ένα αμάλγαμα σύγχρονων νομάδων που έχουν χάσει τις ρίζες τους στη σύγχρονη ιστορία και αναζητούν την ταυτότητά τους απλά στην ανάμνηση της γλώσσας – που έχει χάσει την ζωντάνια και τη δυναμική που προσδίδει η ζωή ενός κυρίαρχου έθνους – στην θρησκεία και στην προγονολατρία, όπως παλιά έκαναν οι φυλές. Στους μετανάστες το έθνος έχει χάσει το υλικό του περιεχόμενο κι έχει υποβαθμιστεί σε προγονική καταγωγή, ενώ η πατρίδα έχει καταντήσει ανάμνηση.

Μ' αυτή την έννοια μπορεί ο μετανάστης να είναι ο ιδανικός άνθρωπος του φυσικού δικαίου όπως τον ονειρευόταν ο διαφωτισμός των μεγάλων αστών διανοητών του 17ου και 18ου αιώνα με μόνο προσόν την ελευθερία του ατόμου στην πιο ακραία κατάληξή της, αλλά έχει χάσει κάθε αληθινά ανθρώπινο περιεχόμενο. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος δεν είναι μια αφηρημένη έννοια που προσδιορίζεται από το δίκαιο της φύσης, αλλά διαθέτει συγκεκριμένη ιστορική ταυτότητα. Μια ταυτότητα που τον κάνει ξεχωριστό και δίνει μια τεράστια ποικιλία στον τρόπο πραγμάτωσης του κοινωνικού ανθρώπου από την εποχή που απελευθερώθηκε οριστικά από τα ζωώδη ένστικτα και την νομαδική ζωή με την μόνιμη εγκατάστασή του σε έναν τόπο. Δίχως την μόνιμη εγκατάσταση δεν θα υπήρχε ιστορία για τον άνθρωπο, ούτε για την κοινωνία. Κι επομένως απάτριδες άνθρωποι δεν μπορούν να υπάρξουν, παρά μόνο επιστρέφοντας στην κατάσταση των νομάδων που σήμερα είναι δούλοι του πλούτου.

Σήμερα μάλιστα το παγκόσμιο κεφάλαιο κατόρθωσε μέσα από τις αγορές και τους υπερεθνικούς σχηματισμούς να διεθνοποιήσει την παλιά μεγαλοκρατική πολιτική του ιμπεριαλισμού, δηλαδή του παγκόσμιου επεκτατισμού. Σήμερα ζούμε έναν ιμπεριαλισμό που δεν εκπορεύεται απλά από κάποια μεγάλα κράτη εναντίον όλων των άλλων, αλλά έναν παγκόσμιο επεκτατισμό όπου όλοι στρέφονται εναντίον όλων ακόμη και στο εσωτερικό των μεγάλων δυνάμεων, χωρίς όρια, κανόνες και σύνορα.

Σε μια εποχή λοιπόν όπου κυριαρχεί όσο ποτέ άλλοτε το δόγμα του Χομπς, bellum omnium contra omnes, ακόμη και τα συγκροτημένα κράτη με την παλιά Ναπολεόντια έννοια είναι πρόβλημα, εμπόδιο, ανάχωμα. Κι έτσι τα κράτη αποστεώνονται, αποκόβονται από τους λαούς και τα έθνη που την πολιτική τους συγκρότηση εξέφρασαν ιστορικά. Στη θέση του δημόσιου συμφέροντος – ακόμη και με την μορφή που υπήρχε στο παραδοσιακό αστικό κράτος όπου το δημόσιο συμφέρον δεν ήταν παρά η μετάλλαξη του ιδιαίτερου ταξικού συμφέροντος της κυρίαρχης τάξης σε γενικό συμφέρον του λαού και του έθνους – τίθεται το συμφέρον των διεθνών αγορών και του παγκόσμιου εποικοδομήματος που αντιστοιχεί σ' αυτές.

Τα έθνη εξαϋλώνονται, οι λαοί ξεριζώνονται με την βία του πολέμου, ή της οικονομίας των αγορών και μετατρέπονται σε πληθυσμούς δουλοπάροικων. Μεγάλα τμήματα αυτών των πληθυσμών μετατρέπονται σε σύγχρονους νομάδες, σε σύγχρονους τροφοσυλλέκτες, όπως οι παλιοί προϊστορικοί πρόγονοι του ανθρώπου. Η μόνη διαφορά με τους δούλους που κατά εκατομμύρια μετακίνησε ο μερκαντιλισμός τον 18ο αιώνα για να πυροδοτήσει την βιομηχανική επανάσταση, είναι ότι σήμερα, οι σημερινοί δούλοι που έχουν ονομαστεί μετανάστες, μετακινούνται με ίδια έξοδα αλλά από τους ίδιους δρόμους του δουλεμπορίου.

Όποιος λοιπόν σήμερα δεν σηκώνει τη σημαία της πατρίδας ενάντια στις δυνάμεις του παγκόσμιου κεφαλαίου και των δομών παγκόσμιας διακυβέρνησης που το ίδιο και το πολιτικό του προσωπικό οικοδομεί, τότε όχι μόνο είναι ανίκανος να μιλήσει, ή να ασκήσει ταξική πολιτική υπέρ των καταπιεσμένων και της εργατικής τάξης, αλλά είναι όργανο, μαριονέτα, ακόμη κι αν δεν το έχει αντιληφθεί, του ταξικού εχθρού. Την μόνη ταξική αντίληψη που μπορεί να υπηρετήσει είναι εκείνη του παγκόσμιου κεφαλαίου, το μόνο σήμερα που δεν θέλει και δεν χρειάζεται σύνορα.

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2013, http://dimitriskazakis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_21.html

Η απορρύθμιση της κοινωνίας και η θρησκεία

Η απορρύθμιση της κοινωνίας και η θρησκεία

 

του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη*

 

Ένα μεγάλο δίδαγμα του 20ου αιώνα είναι πως τα ιδεολογικά μορφώματα έρχονται και παρέρχονται, αλλά οι θρησκείες παραμένουν ακλόνητες. Ο Κάρολος Μαρξ, μιλώντας για την θρησκεία χωρίς καμμιά απαξιωτική πρόθεση, σε αντίθεση με τους περισσότερους «μαρξιστές» στη συνέχεια, έλεγε τα παρακάτω:

«Η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ' όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». (Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, εκδ. Παπαζήση, 1978).

Ο εμπνευστής του κομμουνισμού θεωρούσε πρέπον ότι αυτή η «απατηλή ευτυχία» πρέπει να αντικατασταθεί από μια ορθολογικά δομημένη ρεαλιστική ευτυχία, εκφράζοντας έτσι το πνεύμα του διαφωτισμού της εποχής του.

Κι όμως, διαψεύσθηκε με την επανεμφάνιση της θρησκείας στην καρδιά της κοινωνικής και πολιτικής σφαίρας.

Μετά την Γαλλική Επανάσταση, οι νεωτερικοί άνθρωποι πίστεψαν ότι μπορεί να εκδιώξουν την θρησκεία από την δημόσια σφαίρα, αλλά αυτή είχε την τελευταία λέξη. Οι Ροβεσπιέροι και οι Κομισσάριοι που την προόριζαν για το μουσείο της ιστορίας εκτίθενται σήμερα οι ίδιοι ως κέρινα ομοιώματα στις αίθουσές του.

Η Γαλλία δεν έπαψε ποτέ να παραμένει πολιτισμικά καθολική, όπως η Ρωσσία του Λένιν έμεινε ορθόδοξη και η Τουρκία του Ατατούρκ επιστρέφει ραγδαία στην μουσουλμανική της ταυτότητα.

Ο Στάλιν το κατάλαβε καλά αυτό τον 20ο αιώνα, όταν, μετά την αρχική υποχώρηση των σοβιετικών στο ανατολικό μέτωπο, απευθύνθηκε στο ορθόδοξο αίσθημα των Ρώσσων για να ανεβάσει το φρόνημα των μαχητών και του λαού, ως άλλος Ιβάν ο Τρομερός.

Στις αρχές του 21ου αιώνα, ήταν ο Ούγκο Τσάβες που σφράγισε την ολοκλήρωση ενός ασταθούς κύκλου επαναστατικών κινημάτων στην ήπειρό του. Γνήσιο τέκνο της «Θεολογίας της Απελευθέρωσης» και των διδαχών του Καμίλιο Τόρες, ο Τσάβεζ αναβάθμισε την μπολιβαριανή παράδοση και την εθνοδημοκρατική εικόνα της Λατινικής Αμερικής διεθνώς. Δίπλα του στάθηκαν και πολέμησαν πολύ πιο αποτελεσματικά τον «αμερικανικό ιμπεριαλισμό» χθεσινοί μαοϊκοί, λενινιστές και οπαδοί του Τσε Γκεβάρα, κάνοντας πράξη αυτό που έλεγε ο Μάο, ότι ο επαναστάτης μέσα στον λαό του πρέπει να κινείται «σαν το ψάρι στο νερό».

Ιδιαίτερα στον ισλαμικό κόσμο, από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, το πολιτικό Ισλάμ εκτόπισε τα κοσμικά εθνικοαπελευθερωτικά και μπααθικά κινήματα, καθώς και την μαρξιστική ιδεολογία, από τους κόλπους των αραβικών και μουσουλμανικών κοινωνιών.

Η συνένωση αυτών των τριών πόλων – του εθνικού, του κοινωνικού και του θρησκευτικού – είχε επιχειρηθεί πολλές φορές στο παρελθόν από Μουσουλμάνους πολιτικούς ηγέτες. Όμως, η σύντηξη δεν ήταν εφικτή γιατί επρόκειτο για μια τεχνητή συρραφή που ξέφτιζε εύκολα, ακόμα κι όταν ο όρος «κομμουνισμός» αντικαθίστατο από τον «σοσιαλισμό» προκειμένου να ξεπεραστεί η αντίφαση με το Ισλάμ. Πουθενά στον μουσουλμανικό κόσμο ο εθνικισμός δεν κατάφερε να αφομοιώσει την θρησκεία με τον τρόπο που τελικά το Ισλάμ αφομοίωσε τον εθνικισμό. Για όλα αυτά, και την μεγάλη περιπέτεια του αραβικού κόσμου τον 20ο αιώνα, διαπραγματεύεται με γλαφυρό τρόπο το βιβλίο του Λιβανέζου συγγραφέα Αμίν Μααλούφ, «Η Απορρύθμιση του Κόσμου» (Εκδ. Ωκεανίδα, 2010).

Για χρόνια πιστεύαμε ότι ο κομμουνισμός έχει καθιερωθεί στην Ρωσσία σε βάρος της ορθόδοξης πίστης, κι όμως, προτού συμπληρωθούν καλά-καλά 70 χρόνια, η κομμουνιστική ιδεολογία «είχε ήδη αποβληθεί σαν μόσχευμα που ξεράθηκε» (Μααλούφ) και η ορθόδοξη πίστη ξανάνθισε.

Μιλάγαμε, πριν την δεκαετία του '90, με φίλους από ανατολικές χώρες για τις θρησκευτικές παραδόσεις και αντιμετωπίζαμε μια αλαζονική απαξίωση του στυλ «αυτά έχουν ξεπεραστεί»… Κι όμως, οι ίδιοι που πίστευαν ότι αντιπροσώπευαν τον «νέο άνθρωπο» του σοσιαλισμού, σφάζονταν μετά από λίγο μεταξύ τους για θρησκευτικούς λόγους.

Το γεγονός αυτό, είτε μας αρέσει είτε όχι, ερμηνεύεται από το ότι οι θρησκευτικές καταβολές είναι πιο ανθεκτικές από τις επίκτητες ιδεολογικές πεποιθήσεις γιατί προσφέρουν στους ανθρώπους μια σταθερή και μόνιμη συνέχεια με το παρελθόν τους και την ταυτότητά τους.

Τον Ιούνιο, στην Μόσχα, γιορτάσθηκε πανηγυρικά η 1025η επέτειος του εκχριστιανισμού των Ρώσσων. Ο Ρώσσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, απευθυνόμενος στον ανώτερο ορθόδοξο κλήρο από ολόκληρο τον κόσμο, εκθείασε τους στενούς δεσμούς μεταξύ του Κρεμλίνου και της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ο Πούτιν είναι ο πρώτος Ρώσσος ηγέτης που υποδέχτηκε τόσες πολλές κεφαλές των Ορθόδοξων Εκκλησιών, οι οποίοι εκπροσωπούν πάνω από 227 εκατομμύρια πιστούς, σε μια καθαρά πολιτική κίνηση.

Ο ίδιος είχε διακηρύξει νωρίτερα ότι οι δύο πόλοι που στηρίζεται η δύναμη και η εθνική κυριαρχία της Ρωσσίας είναι οι πυρηνικές της κεφαλές και η ορθόδοξή της παράδοση.

Σε ένα ανάλογο κρεσέντο, ο Ερντογάν είχε πει πριν από χρόνια ότι οι λόγχες της σημερινής Τουρκίας είναι οι χιλιάδες μιναρέδες των τζαμιών της.

Η επιστροφή του Θεού και η αναβίωση του ρόλου των θρησκειών είναι, λοιπόν, intra muros, ακόμα και με το ενδεχόμενο της νεοεποχίτικης «πανθρησκείας», στην προσπάθεια των λαών να αντισταθούν σε ένα διεφθαρμένο παγκόσμιο οικονομικο-πολιτικό σύστημα που τους φθείρει ώς τα βάθη της ψυχής.

Οι κυρίαρχες προτεσταντικές χώρες και ιδίως οι WASP Αγγλοσάξονες των ΗΠΑ είναι αυτοί που μετέτρεψαν το χρήμα σε θεότητα και την απληστία σε ιδεολογία, ξεπερνώντας τους εβραίους συμμάχους τους και γεννήτορές τους.

Πιάνοντας τον σφυγμό της εποχής, ο νέος Πάπας Φραγκίσκος «αφόρισε» το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, την Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου, λέγοντας: «Οι άνδρες και οι γυναίκες πρέπει να είναι στο κέντρο του οικονομικού συστήματος, όπως το θέλει ο Θεός, και όχι το χρήμα», και πρόσθεσε, «Ο κόσμος έχει γίνει ειδωλολάτρης και ο θεός του αποκαλείται χρήμα».

Προφανώς, το Βατικανό έχει καλύτερα αντανακλαστικά από την ξέψυχη ευρωαριστερά, γι' αυτό ο Πάπας επευφημήθηκε έντονα όταν αναφέρθηκε στα δικαιώματα των εργατών και στον προσωπικό όλεθρο που φέρνει η ανεργία.

Ας τα έχουν όλα αυτά υπ' όψιν τους οι υπεύθυνοι θρησκευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, που συσκέπτονται για τον διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, ώστε να μην παίξουν άθελά τους το παιχνίδι των εμφυλιοπολεμικών σεναρίων.

Για να γίνει κάποιος δεκτός ως Ναΐτης, έλεγαν στον Μεσαίωνα οι εχθροί του Τάγματος, ο μυούμενος έπρεπε να φτύσει έναν σταυρό! Ελπίζουμε να μην έχει θέσει παρόμοιο όρο και η Τρόϊκα για να γίνει κάποιος πρωθυπουργός στο Ελλαδιστάν.

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Hellenic Nexus, τ.78, Οκτώβριος 2013.

Το μόνο «συνταγματικό τόξο»…

Το μόνο «συνταγματικό τόξο»…*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Καλούμενοι να διαβιώσουν σε μια επικράτεια από την ίδρυσή της ακόμα λυμαινόμενη από πολιτικές εξουσίες που προβάρουν τη νομιμότητα και την ψαλιδίζουν -αν όχι πετσοκόβουν- στα μικροκομματικά τους συμφέροντα, οι Έλληνες πολίτες έχουν πάψει να τρέφουν ιδιαίτερες προσδοκίες ως προς την τήρηση της νομιμότητας και των διατάξεων του Συντάγματος. Οι πολιτικές ρητορείες αντιμετωπίζονταν ήδη προ κρίσεως με τη συγκατάβαση μιας θυμοσοφίας που αντιλαμβανόταν άριστα την κενότητά τους.



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 378, 1/11/2013.

Όπως όμως συμβαίνει με σφοδρή ένταση ιδίως σε κάθε περίπτωση πολιτικής ανωμαλίας, οι λέξεις όχι μόνο χάνουν το νόημά τους, μα συναινούν περαιτέρω, μέσω της θρασείας διαστρέβλωσής τους, στη γελοιοποίηση κάθε θεσμού και στη συνακόλουθη εκπόρνευση της ίδιας της Δημοκρατίας. «Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πυρ!/ Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;», διαπίστωνε πικρά ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης στο ποίημά του «Από βλακεία», αναφερόμενος στο τραγικό σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων χριστιανών» της χούντας των συνταγματαρχών, η οποία προσποιούνταν πως αντιμετώπιζε σαν αξίες μια χώρα και τους ανθρώπους της, αν και στην πραγματικότητα την ίδια στιγμή τούς ακινητοποιούσε στον τυραννικό της γύψο. Η σύγχρονη συγκυβέρνηση των πάλαι ποτέ κραταιών κομμάτων του «δικομματισμού» εμφανίζει μια παρόμοια λεκτική συμπεριφορά, όταν αναιδώς επικαλείται το Σύνταγμα, παρόλο που το έχει κουρελιάσει, και μαζί του εμπαίζει γενικότερα τον θεσμό της Δικαιοσύνης.

Η λεκτική αναίδεια των κομμάτων της συγκυβέρνησης κατέκτησε μια νέα κορυφή υιοθετώντας την ορολογία περί «αντισυνταγματικού τόξου», η οποία εκκίνησε από τον χαρακτηρισμό των ενεργειών της Χρυσής Αυγής, καθώς αυτές κινούνταν πράγματι εκτός των ορίων της νομιμότητας, επεκτάθηκε ωστόσο προς κάθε πολιτική παράταξη που «τολμά» να αμφισβητεί τη νεοφιλελεύθερη «σωτηρία». Μάλιστα, η ελευθερία στην επιλογή πολιτικής απ' την κάθε παράταξη δεν αμφισβητήθηκε μόνο στη θεωρία, με τον χαρακτηρισμό όσων παρατάξεων υιοθετούν διαφορετική ιδεολογία από την κυβερνητική ως «αντισυνταγματικών», αλλά καταργήθηκε στην πράξη με το άρθρο 485Α της 24/10/2013 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα, όπου προβλέπεται ότι όποιος αμφισβητεί τις κυρώσεις που επιβάλλει η Ε.Ε. εναντίον κρατών, οργανώσεων ή προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι και δύο ετών! Η ελεύθερη διαμόρφωση πολιτικής άποψης διώκεται πλέον με τη «βούλα» του νόμου, σε μια πρωτόγνωρη για τη μεταπολίτευση αντιδημοκρατική κατρακύλα.

Δικαιούται όμως κανείς να χαρακτηρίζει την άσκηση πολιτικής από την παρούσα συγκυβέρνηση της Ν.Δ. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως «πολιτική ανωμαλία»; Δεν πρόκειται για κυβερνητικό συνασπισμό που προέκυψε μέσα από εκλογές κι εκφράζει τη βούληση της πλειοψηφίας; Κι όμως, όσο κι αν επικαλούνται τα στελέχη της συγκυβέρνησης το εκλογικό αποτέλεσμα, τίποτα, ούτε κι εκείνο, δεν δικαιώνει τον αντιδημοκρατικό τους κατήφορο. Τα μεν στελέχη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. όφειλαν, αν είχαν αφουγκραστεί το μήνυμα της κάλπης, να αποσυρθούν εντελώς από την κυβερνητική προοπτική, δεδομένου πως η πολιτική στην οποία επιμένουν αποδοκιμάστηκε εκκωφαντικά στις εκλογές, βυθίζοντας τα ποσοστά του κόμματος από το 44% στο 13%! Τα στελέχη, πάλι, της Ν.Δ. δεν δικαιούνται να επικαλούνται καμία εκλογική πρωτιά, γιατί αυτή στηρίχτηκε σε μια προεκλογική εκστρατεία η οποία επιδόθηκε τόσο στην κατασπίλωση των πολιτικών αντιπάλων της Ν.Δ. και στην τρομοκράτηση του εκλογικού σώματος, όσο και απέρριπτε τη φιλομνημονιακή πολιτική υποσχόμενη να την ακυρώσει, οδηγώντας μάλιστα στη Δικαιοσύνη τους εμπνευστές της. Εντέλει, η Ν.Δ. όχι μόνο δεν μερίμνησε ώστε να λογοδοτήσουν όσοι οδήγησαν τη χώρα στη μέγγενη του Δ.Ν.Τ. και στη συντριβή, αλλά τους προβίβασε σε συγκυβερνήτες της. Οι συγκεκριμένες ενέργειες συνιστούν τον ορισμό της πολιτικής εξαπάτησης των ψηφοφόρων, τους οποίους πλέον δεν νομιμοποιούνται να τους επικαλούνται, εφόσον αγνόησαν τη βούλησή τους.

Αν λοιπόν οι διαψεύσεις των προεκλογικών εξαγγελιών της σημερινής συγκυβέρνησης συνιστούσαν προάγγελο της κατοπινής προβληματικής πολιτικής, τούτη η μετεκλογική πολιτική διατράνωσε τον συγκυβερνητικό αντιδημοκρατικό εκτροχιασμό. Η διαστρέβλωση της λαϊκής ετυμηγορίας στις εκλογές επενδύθηκε μετέπειτα από τη θρασύτατη διαστροφή της πραγματικότητας, με τη ρετσινιά της «αντισυνταγματικότητας» να προσκολλάται στο σύνολο των πολιτικών παρατάξεων με αντιμνημονιακή ρητορική, τη στιγμή που οι ασκούντες την εξουσία επιδίδονται σε μία σειρά αλλεπάλληλων αντισυνταγματικών ενεργειών. Ο κατάλογος των νομοθετικών επιλογών της συγκυβέρνησης που ήδη έχουν κριθεί από τη Δικαιοσύνη ως αντισυνταγματικές είναι μακροσκελής, ενώ είναι άγνωστο το μέγεθος που πρόκειται στο εξής να προσλάβει. Η παράθεση των μέχρι στιγμής δικαστικών αποφάσεων μπορεί να φανεί αρκούντως διαφωτιστική.

Τον Ιούλιο του 2012 οι νόμοι του μνημονίου 3833/2012 και 3845/2012, με τους οποίους επιβαλλόταν η μείωση των αποδοχών και των επιδομάτων στον δημόσιο τομέα, κρίθηκαν από τα πολιτικά δικαστήρια ως αντισυνταγματικοί, αντίθετοι στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στις διεθνείς συμβάσεις εργασίας. Αυτή ήταν η πρώτη απόφαση πολιτικών δικαστηρίων, η οποία αμφισβητούσε την απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας περί της συμβατότητας των μισθολογικών περικοπών με το Σύνταγμα και τη διεθνή νομοθεσία. Τον Δεκέμβριο, πάλι, του 2012, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ' αριθμόν 1101/2012 απόφασή του, έκρινε αντισυνταγματική και παράνομη την είσπραξη του τέλους ακινήτων μέσω των λογαριασμών της Δ.Ε.Η.

Τον Φεβρουάριο του 2013 όλες οι διατάξεις του νόμου 3838/2012 για την ιθαγένεια («νόμος Ραγκούση») κρίθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας ως αμετακλήτως αντισυνταγματικές. Τον Απρίλιο του 2013 τέσσερα ελληνικά δικαστήρια, στη Χίο, το Ρέθυμνο, την Ξάνθη και το Μεσολόγγι, έκριναν πως η προβλεπόμενη από τον νόμο 4092/2012 διαθεσιμότητα, καθώς καθιστά αβέβαιο το μέλλον της εργασιακής σχέσης των θιγόμενων εργαζομένων, παραβιάζει τόσο το Σύνταγμα όσο και τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη. Τον Αύγουστο του 2013 το Μονομελές Πρωτοδικείο Θηβών έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο 4093/2012, ο οποίος υποχρέωνε τους εργαζομένους στην Ε.Α.Β. να ενταχθούν στο ενιαίο μισθολόγιο παραβλέποντας την ιδιαιτερότητα των όρων εργασίας των συγκεκριμένων εργαζομένων σε σχέση με τους υπαλλήλους οποιασδήποτε άλλης δημόσιας υπηρεσίας. Τον ίδιο μήνα ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών κατάγγειλε ως αντισυνταγματική και αντίθετη προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία παρέχεται στο Δημόσιο η δυνατότητα να επιβάλει κατασχέσεις σε βάρος επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της νύχτας, τα Σαββατοκύριακα, τις ημέρες που εξαιρεί ο νόμος καθώς και τον μήνα Αύγουστο.

Περνώντας στο φθινόπωρο του 2013, η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας τον Σεπτέμβριο έκρινε αντισυνταγματικές τόσο την τακτοποίηση των αυθαιρέτων νέας γενιάς με το «πάγωμα» της κατεδάφισής τους για τριάντα χρόνια, όσο και την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων τού νόμου 4014/2011, που χαρακτηρίστηκε αντίθετος με τις παραγράφους του Συντάγματος τις σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος, τον ορθολογικό πολεοδομικό σχεδιασμό και το οικιστικό περιβάλλον. Επίσης τον Σεπτέμβριο, η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική την ορισθείσα από το πρώτο μνημόνιο πρώτη εφεδρεία στον δημόσιο τομέα (νόμος 4024/2011), αφού επέβαλε την αποχώρηση υπαλλήλων από την εργασία τους χωρίς την προηγούμενη αξιολογική κρίση τους από υπηρεσιακό συμβούλιο.

Τέλος, τον Οκτώβριο του 2013 το Συμβούλιο της Επικρατείας πρότεινε την επιβολή προστίμου στον υπουργό Παιδείας, επειδή εκείνος δεν κατέθεσε στο δικαστήριο στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η απόσυρση της κρατικής εποπτείας από την ιδιωτική εκπαίδευση, που συνεπάγεται την ισοπέδωση των εργασιακών σχέσεων, ήταν «μνημονιακή υποχρέωση». Τον ίδιο μήνα ο Συνήγορος του Πολίτη επισήμανε στο υπουργείο Οικονομικών ότι δεν γίνεται να κατάσχονται οι λογαριασμοί μισθοδοσίας, σύνταξης, και οι παρεμφερείς, εφόσον έτσι παραβιάζεται ο νόμος περί ακατάσχετου στους αντίστοιχους λογαριασμούς. Στον μακροσκελή κατάλογο των αντισυνταγματικών ενεργειών της συγκυβέρνησης θα γινόταν να προστεθούν η ψήφιση όλων των μνημονιακών όρων σε ένα μόλις άρθρο ώστε να καταστεί αδύνατη η επιμέρους καταψήφισή τους, η γελοιότητα της επιστράτευσης των καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης τον Μάιο του 2013, παρόλο που δεν είχε καν προκηρυχτεί ακόμη απεργία, η απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας για την Ελλάδα με την αποδοχή του αγγλικού δικαίου και την ουσιαστική διεύθυνση των ελληνικών υπουργείων από τα ξένα κέντρα που προΐστανται της «τρόικας».

Παρά, λοιπόν, τις αποφάνσεις των δικαστηρίων ως προς την αντισυνταγματικότητα των συγκυβερνητικών κινήσεων, η ίδια πολιτική συνεχίζεται σαν να μην εκδόθηκαν ποτέ οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις: οι αποδοχές παραμένουν μειωμένες με τάση περαιτέρω περικοπών, τα επιδόματα καταργημένα, το τέλος ακινήτων συνεχίζει να εισπράττεται μέσω της Δ.Ε.Η., το κλείσιμο οργανισμών και η απόλυση εργαζομένων υπό το εύηχο όνομα της «εφεδρείας», της «κινητικότητας» και της «διαθεσιμότητας» χωρίς καμία αξιολόγηση στέκουν ακλόνητα, οι μισθοί και οι συντάξεις εξακολουθούν να κατάσχονται, παρά τον νόμο περί ακατάσχετου. Ενάντια σε δικαστικές αποφάσεις, τοποθετήσεις δικηγορικών συλλόγων και συνταγματολόγων, η συγκυβέρνηση επιμένει να επιβάλλει κάθε μνημονιακό όρο, επιδεικνύοντας την τυραννική της πυγμή απέναντι στον ελληνικό λαό, καταργώντας ακόμη και το τεκμήριο της αθωότητας προτού οδηγηθούν σε τελεσιδικία στα δικαστήρια οι όποιες εκκρεμείς υποθέσεις.

Έχοντας προωθήσει πλήθος αντισυνταγματικών μέτρων, αγνοώντας επιδεικτικά τη Δικαιοσύνη και συγκαλύπτοντας απίστευτα σκάνδαλα, όπως η απόκρυψη της λίστας Λαγκάρντ ή οι δαπάνες για την αγορά υποβρυχίων που δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους, η συγκυβέρνηση εμπαίζει την ελληνική κοινωνία επικαλούμενη το Σύνταγμα(!) κι εντάσσοντας τα κόμματα που τη συναπαρτίζουν στο λεγόμενο «συνταγματικό τόξο»! Η πλήρης ασυμβατότητα έργων και λόγων στους εταίρους της συγκυβέρνησης και η απροσχημάτιστη λοιδορία των πολιτών δημιουργεί την απαίτηση προς αποκατάσταση της Δικαιοσύνης. Λειτουργώντας σαν μνηστήρες της εξουσίας, που στην προοπτική της κάρπωσής της κατέλυσαν τη νομιμότητα και τη συνολική υπόσταση του ελληνικού κράτους και των υπηκόων του, τα κόμματα της σημερινής συγκυβέρνησης επιβάλλεται να λογοδοτήσουν για την ολέθρια πολιτική τους. Για να κατορθώσει όμως η Δικαιοσύνη να αδράξει το μόνο συνταγματικό τόξο, το τόξο του Οδυσσέα, και να αποκαταστήσει τη νομιμότητα, επαναφέροντας τους μνηστήρες στην τάξη, χρειάζεται απαραιτήτως τη συνδρομή του εκλογικού σώματος, το οποίο, στις επόμενες εκλογές, θα πρέπει να αποτινάξει τον φόβο, τη συστημική προπαγάνδα, τις αυτοκτονικές του τάσεις, και να αρθεί στο ύψος των κρισιμότατων για την υπόσταση της Ελλάδας περιστάσεων.

Η γενναία "μοναξιά" του Πέτρου Τατσόπουλου

Η γενναία "μοναξιά" του Πέτρου Τατσόπουλου

 

Του Χρίστου Κατσούλα

 

Ο Π. Τατσοπουλος μπορεί τους τελευταίους μήνες να διεκδικήσει τον τίτλο ενός γενναίου ανθρώπου. Ενός βουλευτή που όταν μιλά κάνει τη βάση (και στελέχη) του κόμματος να ανατριχιάζει.

Τη μια προτείνει μέτωπο με τη ΝΔ απέναντι στον κίνδυνο της Χρυσής Αυγής. Την άλλη αποφαίνεται ότι η κίνηση των 58 της κεντροαριστεράς του ΠΑΣΟΚ είναι ο αυριανός σύμμαχος της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Τι κι αν μέλη και στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης λούζουν με απίθανους χαρακτηρισμούς τον βουλευτή-συγγραφέα; Απτόητος εξακολουθεί να "προκαλεί". Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για έναν ατρόμητο άνθρωπο.

Η άλλη ανάγνωση είναι σαφώς λιγότερο ηρωική.

Ότι δηλαδή στην περίπτωση των δηλώσεων Τατσόπουλου η μόνη ιδιαιτερότητα είναι η ένταση και η προκλητικότητά τους. Δεν είναι η πολιτική τους πρωτοτυπία. Καθώς ότι έχει πει, είναι ψιλοκομμένη (ή χοντροκομμένη – ανάλογα από πού το βλέπει κανείς) εξήγηση κινήσεων, συμβολισμών, υπονοούμενων και αφαιρετικών διατυπώσεων που άλλα στελέχη και ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχουν κάνει.

Για παράδειγμα κορυφαίο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ έχει δηλώσει ευθαρσώς ότι "όλες οι δυνάμεις πλην της σαμαρικής Δεξιάς και της Χρυσής Αυγής εν δυνάμει θα μπορούσαν να είναι σύμμαχοί μας". Η καραμανλική δεξιά (που αποτελεί και την ψυχή της ΝΔ) προφανώς εξαιρείται του αποκλεισμού, όπως και η ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ.

Εκεί παραπέμπει άλλωστε το έντονο φλερτ της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ με τον καραμανλισμό. Δεν πέρασαν πολλοί μήνες από τότε που ο Α.Τσίπρας έπλεκε το εγκώμιο του εθνάρχη Καραμανλή, χωρίζοντας την προδικτατορική από τη μεταδικτατορική του δράση και διακρίνοντας την δεξιά σε πολιτισμένη και απολίτιστη. Οι κατέχοντες την πολιτική επιστήμη και οι παίζοντες στα δάκτυλα την τακτική θα υποστηρίξουν ότι πρόκειται για ένα σχέδιο αποδυνάμωσης της ακροδεξιάς δράκας που κυβερνά τη χώρα.

Μπορεί φυσικά τα πράγματα να είναι απλούστερα.

Να ετοιμάζεται δηλαδή μια επόμενη ημέρα οικουμενικής λύσης, δοσμένου του πολιτικού αδιεξόδου. Μια επόμενη μέρα συναίνεσης και ευρωπαϊκής υπευθυνότητας, επιμονής στη δημοκρατική ομαλότητα που αποκλείει ακροδεξιές εκτροπές από τη μια, αλλά αποκλείει επίσης έξαλλες τομές και ρήξεις με τα κεκτημένα της μνημονιακής πορείας της χώρας από την άλλη.

Τι διαφορετικό είναι οι επικλήσεις στο πεφωτισμένο και ευρωπαϊκό τμήμα της δεξιάς, το κλείσιμο του ματιού στον Σπηλιωτόπουλο, στον Αντώναρο, στον Αβραμόπουλο, στη Γιαννάκου;

Τι άλλο είναι οι μονότονα επαναλαμβανόμενες θετικές επισημάνσεις στην καλή δεξιά της μεταπολίτευσης; Τι άλλο είναι οι αναφορές βασικών στελεχών του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ σε πεδία ελάχιστης συναίνεσης; Τι άλλο είναι οι ύμνοι για το δρόμο που χάραξαν Τρικούπης, Βενιζέλος και Καραμανλής;

Τι άλλο είναι οι αναφορές στη σαμαρική δεξιά και τον σαμαρισμό, που όπως και ο μερκελισμός (σε ευρωπαϊκό επίπεδο) αποτελούν τον καλύτερο δρόμο γεφύρωσης των πολιτικών διαφορών; Όταν η κυβερνητική πολιτική υποβιβάζεται σε σαμαρισμό και η ευρωπαϊκή πολιτική σε μερκελισμό, τότε βαθιές και αγεφύρωτες διαφορές μετατρέπονται σε συγκυριακές διαφωνίες με πρόσωπα και ομάδες της εξουσίας.

Βεβαίως αλλιώς ξέρουν να εκφράζονται πολύπειρα στελέχη της Αριστεράς και αλλιώς εκφράζεται (εκτιθέμενος) ένας βουλευτής που κυρίως έτυχε παρά επέλεξε να συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Μπορεί τελικά η μοναξιά του Π.Τατσόπουλου να μην είναι -επί της ουσίας- μοναξιά, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι χρήσιμη. Αποτελεί μέσο εκτόνωσης μιας ολοένα διαψευδόμενης αντισυστημικότητας, που ζει το ζωτικό της ψεύδος στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά άμα λάχει τα χώνει αγρίως στον Τατσόπουλο, θεωρώντας τον ντροπή του κόμματος, όνειδος της κοινοβουλευτικής ομάδας, παραχαράκτη των συλλογικών αποφάσεων και άλλα πολλά.

Και φυσικά δεν προκαλεί πλέον εντύπωση ότι οι "κύκλοι της ηγεσίας" πολύ περισσότερο αποδοκιμάζουν τον Γλέζο ή τον Κουράκη, παρά τον Τατσόπουλο. Όπως για τη ΝΔ φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ για τη χρεοκοπία της χώρας (αν και δεν αποφάσισε ποτέ για τη χώρα), έτσι και για την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης φταίει η εσωκομματική αντιπολίτευση για το μπλοκάρισμα του ΣΥΡΙΖΑ (αν και δεν αποφάσισε ποτέ για τον ΣΥΡΙΖΑ).

Λαμπρά.

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 31 Οκτωβρίου 2013, http://www.sxedio-b.gr/index.php/articles/item/438-katsoulas

Η ΕΡΗΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ

Η ΕΡΗΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ

Του Γιώργου Κ. Καββαδία*

Σε περιόδους κρίσης δίνεται η δυνατότητα να ξεχωρίζει «η ήρα από το στάρι», να γίνεται πιο καθαρός ο ρόλος των διανοουμένων απομυθοποιώντας τον μύθο περί «σιωπής» τους. Γιατί η αλήθεια είναι ότι οι διανοούμενοι – όσο δύσκολα και αν ορίζονται ως ανομοιογενής κοινωνική κατηγορία – δε σιωπούν. Αντίθετα πολυμιλούν, αρθρογραφούν, υπογράφουν διακηρύξεις, «στολίζουν» τα ψηφοδέλτια των κομμάτων εξουσίας.

Συνέχεια

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

( Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα)

 

Του Χρήστου Τσουκαλά

 

Στο Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 1, ορίζεται: Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.

Δηλαδή  το Ελληνικό κράτος, όπως και κάθε εθνικό κράτος, έχει κτιστεί πάνω στην ΙΔΕΑ της λαϊκής κυριαρχίας ή στην ιδέα ότι: πηγή εξουσίας είναι το έθνος. Αυτή η ΙΔΕΑ ή ιδεολογία, αρχή, δόγμα ή αξίωμα δεν είναι ελληνική ιδιοτροπία αλλά μάλλον παγκόσμια κυρίαρχη αντίληψη, η οποία διακηρύχθηκε επίσημα για πρώτη φορά  από τη Γαλλική Επανάσταση στη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη: …. Άρθρο 3- Το Έθνος είναι η αποκλειστική πηγή κάθε εξουσίας. Καμία ομάδα ανθρώπων και κανένα άτομο δεν μπορεί να ασκεί εξουσία που δεν απορρέει από το Έθνος….». Δηλαδή ΠΗΓΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ είναι το ΕΘΝΟΣ. 

Σε πιο ειδική περίπτωση μάλιστα, σύμφωνα με τη Δημοκρατική Αρχή: Δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο κυρίαρχος είναι ο λαός: πηγή και φορέας της κρατικής εξουσίας – ανώτατο όργανο του κράτους που εκφράζει την υπέρτατη βούληση μέσα σε αυτό είναι ο λαός.

Αλλά και όταν ακόμα παραβιάζεται η Δημοκρατική Αρχή εναλλακτικά επικρατεί  η εθνική αρχή, οπότε πηγή εξουσίας θεωρείται  το έθνος.

Ακόμα, η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας συνδέεται άμεσα και στενά με την έννοια της δημοκρατίας, όπως επίσης και με «τα φυσικά, αναπαλλοτρίωτα και ιερά δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη…  τα οποία υπάρχουν μόνο όταν: ισχύει και τηρείται το Σύνταγμα και η Δημοκρατική Αρχή αλλά και αντίστροφα: χωρίς πολιτικά κυρίαρχο το λαό δεν υπάρχουν ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, δεν υπάρχει δημοκρατία.

Από το 19ο αιώνα και ύστερα ένα κράτος δεν θεωρείται νόμιμο, δίκαιο, αποδεκτό, (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) αν δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξή του  στη βάση των παραπάνω αρχών. Δεν θεωρείται νόμιμο, δίκαιο, ηθικό, αποδεκτό τόσο από το δικό του λαό, όσο και από τους άλλους λαούς, τα άλλα κράτη, τη λεγόμενη διεθνή κοινότητα, το διεθνές δίκαιο κλπ. Όλα αυτά πήγαζαν από την κυρίαρχη ιδεολογία, που προωθούσε η αστική τάξη αλλά γίνονταν αποδεκτά σε μεγάλο βαθμό από την πλειοψηφία των ανθρώπων ή των πολιτών. Και έχει μεγάλη  βαρύτητα  τι πιστεύουν μέσα στη συνείδησή τους οι λαοί.  Μιλάμε για τη νομιμοποίηση των κρατών στη συνείδηση των πολιτών.

Αυτή ήταν η συλλογιστική του διαφωτισμού  και της αστικής ιδεολογίας.  Μια προσέγγιση, μια θεωρία, μια ιδεολογία ιδεαλιστική φιλοσοφικά. (Με την έννοια ότι αφετηρία της ήταν μια ιδέα, μια ανθρώπινη εγκεφαλική κατασκευή). Η  υλιστική φιλοσοφία και  η ταξική ιδεολογία προσεγγίζει το ζήτημα διαφορετικά.

Ο Φρ. Ένγκελς: στο έργο του: "Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους", υποστηρίζει: "Επειδή το κράτος γεννήθηκε από την ανάγκη να χα­λιναγωγούνται οι ταξικές αντιθέσεις, επειδή όμως ταυτόχρονα γεννήθηκε μέσα στη σύγκρουση των τάξεων αυτών, είναι κατά κανόνα κράτος της πιο ισχυρής, οικονομικά κυρίαρχης τάξης, που με τη βοήθεια του κράτους γίνεται και πολιτικά κυρίαρχη τάξη και αποχτάει έτσι νέα μέσα για την καθυπόταξη και εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης»…  Δεν ήταν μόνο το αρχαίο και το φεουδαρχικό κράτος όργανα εκμετάλλευσης των δούλων και των δουλοπάροικων, μα και το «σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος είναι όργανο εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο.

Στην υλιστική φιλοσοφία δίνεται προτεραιότητα στην ύλη ενώ  το πνεύμα ή οι ιδέες θεωρούνται ως η ανώτερη μορφή ύπαρξης της ύλης. Ο κόσμος δεν κατασκευάζεται καταρχήν από ιδέες αλλά από  τα υλικά πράγματα. Ούτε οι κοινωνίες  κατασκευάζονται από ιδέες αλλά από τις συνθήκες της υλικής παραγωγής, από την οικονομική βάση της κοινωνίας. Από την οποία πηγάζουν και οι ιδέες ως εποικοδόμημα. Αυτές είναι αναγκαίες και απαραίτητες, μάλιστα χωρίς αυτές δεν μπορούν να υπάρξουν ανθρώπινες κοινωνίες και παίζουν με τη σειρά τους πολύ σπουδαίο ρόλο και επηρεάζουν την οικονομική βάση.

Συνεπώς  το δημοκρατικό κράτος, το εθνικό κράτος  είναι και αυτό ένα ταξικό κράτος, όπου κυρίαρχη τάξη είναι η αστική. Την πραγματική, την αληθινή εξουσία δεν την έχει ο λαός αλλά η αστική τάξη. Αυτή κατορθώνει να εξουσιάζει με μια σειρά μέσα, όπλα και μηχανισμούς: με το χρήμα, το κεφάλαιο, διοικώντας και οργανώνοντας την παραγωγή και τη διανομή των αγαθών και υπηρεσιών, κυριαρχώντας στην πολιτική, στα κόμματα, στην κρατική διοίκηση, στα ΜΜΕ, στα σχολεία, στην εκκλησία, στην ιδεολογία, στην επιστήμη, στη γνώση, στην έρευνα, κλπ.

Παρότι λοιπόν την ουσιαστική εξουσία την έχει το κεφάλαιο, αυτή συγκαλυπτόταν από μια σειρά θεσμούς και μηχανισμούς που φαίνονταν να προκύπτουν από ‘‘δημοκρατικές'' τάχα διαδικασίες  με τη  συμμετοχή,   με τη συναίνεση ή έστω την αποδοχή των απλών πολιτών. Συχνά βέβαια η συμμετοχή των πολιτών εξαντλούνταν στις ψηφοφορίες ανάδειξης των προσώπων που στελέχωναν  τους μηχανισμούς εξουσίας. 

Εκτός της συμμετοχής των πολιτών στις εκλογικές διαδικασίες, η συναίνεσή τους εξασφαλιζόταν με μια σειρά μέτρα, κανόνες, θεσμούς, μηχανισμούς: τη συνταγματική κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας, των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, με την εξασφάλιση κοινωνικής ειρήνης, με το κράτος πρόνοιας, με την  καλλιέργεια αισθήματος απόδοσης δικαίου, με την ιδεολογία και την πρακτική του κράτους που φαινόταν να στηρίζει την άποψη ότι το ΚΡΑΤΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΑΡΙΝ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ και του λαού δευτερευόντως.

Αν θεωρήσουμε ότι το ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ, η ουσία, η βάση, αυτού του κράτους ήταν  η κυριαρχία της αστικής τάξης  στη βάση της αστικής λογικής, η ΜΟΡΦΗ του ήταν  αυτή του συνταγματικού εθνικού κράτους.  Στις μέρες μας αυτή η μορφή απογυμνώνεται και άλλοτε ρητά άλλοτε σιωπηλά καταλύεται. 

Αν και στην οικονομική βάση παραμένει κυρίαρχη  η αστική τάξη και η λογική του κεφαλαίου, αν και η ταξική φύση του κράτους παραμένει και μάλιστα ενισχυμένη, στη μορφή του,  στη δικαιολόγησή  του  αλλάζουν πάρα πολλά.

1. Απώλεια ισχύος. Μικρά, πολύ μικρά κράτη,  μεγάλος αριθμός πολύ μικρών κρατών στον πλανήτη, (μικρά και σε πληθυσμό και σε έκταση και σε οικονομική δύναμη.)

2. Διαμελισμός κρατών και εμφάνιση στη θέση τους πολλών μικρών κρατών. Π.χ  με τον διαμελισμό της Σοβιετική Ένωσης προέκυψαν 15 κράτη, με της Γιουγκοσλαβίας (7) εφτά, με του Σουδάν (2) δύο… Αυξάνονται και πληθύνονται  τα κράτη και τα κρατίδια…

3. Το έθνος συχνά ορίζεται με πιο στενή έννοια και διακριτικά γνωρίσματά του όπως: γλώσσα, γλωσσική διάλεκτος, θρησκεία και άλλα που παλιότερα θεωρούνταν ότι βρίσκονται εντός του ευρύτερου έθνους τώρα πια θεωρούνται αιτία διαχωρισμού. Έτσι προκύπτουν κινήματα ανεξαρτησίας ή αυτονομίας σε πάμπολλες περιοχές του πλανήτη. Θα λέγαμε ότι το έθνος υποβιβάζεται σε τοπικισμό. Τα κράτη και τα κρατίδια που προκύπτουν από τέτοιες  διαδικασίες είναι κατά κανόνα εξαιρετικά αδύναμα, δεν μπορούν να  διεκδικήσουν ουσιαστική ανεξαρτησία και είναι αναγκασμένα να ενταχθούν σε περιφερειακές ιμπεριαλιστικές ενώσεις κρατών. Η ευρωπαϊκή ήπειρος και ειδικότερα η ΕΕ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων διαδικασιών. Η ΕΕ μάλιστα  υποστήριξε τέτοιες διαδικασίες, διάσπασης κρατών και ένταξης σε αυτήν των τεμαχισμένων κρατών, π.χ. Τσεχία και Σλοβακία. Το πολυεθνικό κεφάλαιο επίσης συνηγορεί.                                                                            

4. «Καθώς η εξωτερική πολιτική – η πολιτική πέραν των συνόρων του κράτους- προσλαμβάνεται ως δύναμη, οι διακρατικές σχέσεις είναι σχέσεις δύναμης και δεν υπόκεινται σε ένα κανονιστικό πλαίσιο. Η βούληση του ισχυρού συγκροτεί βασικά τη νομιμότητα». Και επειδή: «Οι ιμπεριαλιστές μοιράζουν τον κόσμο «ανάλογα με τα κεφάλαιά τους», «ανάλογα με τη δύναμή τους»…, σύμφωνα με τον Λένιν,  ο ιμπεριαλισμός αποδυναμώνει και… στερεί τα αδύναμα κράτη από την κυριαρχία τους και την ανεξαρτησία τους. Πρόκειται για την ανισότητα στις διακρατικές σχέσεις η οποία διαμορφώνει όρους και συνθήκες εκμετάλλευσης των αδύναμων από τους ισχυρούς. Ο ιμπεριαλισμός ως: εκμεταλλευτική ανισότητα των διακρατικών σχέσεων.  Ακόμα ως άρνηση της εθνικής ανεξαρτησίας.

5. Τα κράτη του πλανήτη έχουν πολλαπλασιαστεί και είναι πια (σήμερα, έτος 2013 μ. χ.) πάνω  από 200. Από αυτά 193 είναι μέλη του ΟΗΕ. Από αυτά  τώρα  πέντε (5) είναι τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ: οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η Ρωσική Ομοσπονδία, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλική Δημοκρατία. Στο G8 συμμετέχουν οι ίδιες αυτές χώρες (πλην Κίνας)  με τη συμμετοχή επιπλέον της Ιαπωνίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και του Καναδά. Στη πιο διευρυμένη εκδοχή των ισχυρών χωρών έχουμε το G20 στην οποία  προστίθενται στις  εννέα (9) πιο πάνω  άλλες δέκα χώρες και η ΕΕ. (Αργεντινή, Αυστραλία, Βραζιλία, Ινδία, Ινδονησία, Δημοκρατία της Κορέας, Μεξικό, Σαουδική Αραβία, Νότια Αφρική και Τουρκία). Εξυπακούεται πως οι υπόλοιπες 180 και περισσότερες  χώρες θεωρούνται μειωμένης έως ασήμαντης βαρύτητας  και προφανώς βρίσκονται σε ολοφάνερη αδυναμία να ρυθμίζουν τις τύχες τους. Μα και ανάμεσα στις ισχυρές 19  χώρες του G20 οι περισσότερες δεν είναι αρκούντως ισχυρές, δεν έχουν πληρότητα ισχύος και είναι δέσμιες εξαρτήσεων, έτσι είναι αναγκασμένες να ενταχθούν σε συμμαχίες. Μα και οι πιο ισχυρές, οι κορυφαίες, οι πρώην υπερδυνάμεις,  δεν μπορούν μόνες τους οπότε συμπήσουν συμμαχίες και μπλοκ… Βρισκόμαστε στην εποχή των ανταγωνιζόμενων ιμπεριαλιστικών συνασπισμών. Και αφού έτσι έχουν τα πράγματα για τις μικρές χώρες ισχύει η παροιμία «το μοναχό το αρνί το τρώει ο λύκος». Μα και η ένταξη σε κάποιον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό συχνά  ισοδυναμεί με εκούσια καταφυγή στο στόμα του λύκου.

6. «Ο νεοαποικισμός είναι επίσης η χειρότερη μορφή ιμπεριαλισμού. Για εκείνους που τον ασκούν, σημαίνει δύναμη χωρίς ευθύνη και για εκείνους που πάσχουν από αυτόν, σημαίνει εκμετάλλευση χωρίς επανόρθωση. Στις ημέρες της παλαιομοδίτικης αποικιοκρατίας, η αυτοκρατορική δύναμη έπρεπε τουλάχιστον να εξηγήσει και να δικαιολογήσει στο εσωτερικό της, τις ενέργειες της στο εξωτερικό. Στην αποικία εκείνοι που εξυπηρετούσαν την αυτοκρατορική δύναμη μπορούσαν τουλάχιστον να εξασφαλίσουν την προστασία τους ενάντια σε οποιαδήποτε βίαια κίνηση από τους αντιπάλους τους. Με τον νεοαποικισμό τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει. […]Kwame Nkrumah

7. Η παγκοσμιοποίηση με τη σύγχρονή της μορφή θέτει στον πυρήνα  της την αμφισβήτηση του κράτους-έθνους – ήδη από τις αρχές του 1980 θεριεύει ο μύθος (για τον όρο πβ.  Barthes, 1977; Φισκ, 1989) της υπέρβασης των εθνικών κρατών και της ανάδειξης του ενοποιημένου παγκόσμιου συνόλου (Βεργόπουλος, 1999:19) – και γενικότερα της εθνικής κοινωνίας. Κι αυτό διότι οι ροές της κοινωνικής διάδρασης εξαπλώνονται πλέον σε χώρους και χρόνους που υπερβαίνουν το εθνικό κράτος, ενώ τα σύνορά του διαπερνώνται όλο και πιο πολύ από την κίνηση της παραγωγής των κεφαλαίων, των αγαθών, των ανθρώπων, των ιδεών, της παγκόσμιας μαζικής κουλτούρας και των υπερεθνικών μοντέλων κατανάλωσης και παράλληλα, η παραγωγική διαδικασία, η πολιτική-διοικητική εξουσία αλλά και οι πολιτισμικές ταυτότητες δεν συμπλέκονται πια στο χώρο και χρόνο του κράτους-έθνους (Βούλγαρης, 2008 :372-374).

8. Οι πολυεθνικοί σχηματισμοί Ε.Ε, ΝΑFTA, NATO, Ο.Ο.Σ.Α, O.H.E.,ΔΝΤ, ΠΟΕ, G7, G8, G20, ΑΣΕΑΝ, Παγκόσμια Τράπεζα κ.τ.λ., είναι όργανα του χρηματιστικού κεφαλαίου, όπου αποτυπώνεται ο εκάστοτε συσχετισμός ισχύος των ανταγωνιζόμενων ιμπεριαλιστικών κρατών και συνασπισμών και μάλιστα σε μια μεταβλητή γεωμετρία.

9. Τα υπερ-κρατικά μορφώματα τύπου (ΕΕ), Ευρωπαϊκή Ένωση, γνωστή παλιότερα και ως «κοινή αγορά», προδίδοντας ότι είναι κατεξοχήν ΑΓΟΡΑ (το κατ' ευφημισμόν όνομα του ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ). Στα όργανα εξουσίας της οποίας μεταφέρονται, μεταβιβάζονται όλες οι σημαντικές εξουσίες των πρώην εθνικών κρατών. Όργανα λήψης αποφάσεων ΕΕ: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ, κλπ.. «Το δημοκρατικό έλλειμμα είναι μια έννοια που χρησιμοποιείται κυρίως για να τονιστεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα όργανά της στερούνται δημοκρατικής νομιμότητας και ότι φαίνονται απρόσιτα στον πολίτη, εξαιτίας της περίπλοκης λειτουργίας τους. Παραδέχεται η ΕΕ». Ενώ συχνά γίνεται λόγος για τα λόμπι τραπεζιτών και άλλων που ασκούν σε αυτά τα όργανα υπέρμετρη επιρροή.  

10. «Η κυριαρχία διακρίνεται συνήθως από τη θεωρία σε «εσωτερική» και «εξωτερική». Ως εσωτερική κυριαρχία νοείται η νομική ικανότητα του κράτους να μη περιορίζεται μέσα στα όρια της εξουσίας του παρά μόνον εφόσον και καθόσον το επιθυμεί. Από την άλλη, η εξωτερική κυριαρχία δηλώνει τη νομική ανεξαρτησία ενός κράτους, δηλαδή την απουσία κάθε δεσμού εξάρτησης από άλλη δύναμη έξω από αυτό καθώς και την έλλειψη υποταγής σε δύναμη ιεραρχικά υπέρτερη. Οι νομικοί περιορισμοί που δέχεται το κράτος από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου αποτελούν ουσιαστικά προϊόν αυτοδέσμευσής του και όχι ετεροκαθορισμού του». Ο κανόνας αυτός προφανώς και δεν ισχύει για τα κράτη μέλη της ΕΕ. Αυτά, με εξαίρεση τη Γερμανία πιθανόν (και ίσως τη Γαλλία), εφαρμόζουν ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ τους κανόνες, τους νόμους και τις αποφάσεις που λαμβάνονται από τα κοινοτικά όργανα, οπότε δεν αυτοδεσμεύονται απλώς αλλά  ετεροκαθορίζονται.

11. Το ίδιο ζήτημα διατυπωμένο διαφορετικά: «Προϋπόθεση είναι η συλλογική οντότητα να είναι προικισμένη με πολιτική κυριαρχία που την διασφαλίζει κατά των έξωθεν αλλότριων δυναστικών (κατά της ετερότητάς της), αναγκαιοτήτων. Με όρους θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου των Νέων Χρόνων, αυτό αναφέρεται ως αρχή της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας και με πολιτικούς όρους ως εθνική ανεξαρτησία [26]». Εννοείται πως χωρίς ανεξαρτησία, εξωτερική κυριαρχία, δεν υπάρχει ούτε εσωτερική κυριαρχία, ούτε λαϊκή κυριαρχία, ούτε δημοκρατία.

12. Για την αποδοχή  και τη νομιμοποίηση στη συνείδηση των πολιτών των ευρωπαϊκών κρατών της ΕΕ  καλλιεργήθηκε και διαδόθηκε «Το ευρωπαϊκό ιδεώδες». Η ιδέα ότι η Ευρώπη είναι η πηγή και ο θεματοφύλακας: της ειρήνης, του ανθρωπισμού, της αλληλεγγύης,  της δημοκρατίας,  της προόδου, της επιστημονικής γνώσης. Αυτή υποτίθεται ότι ερχόταν να υπερβεί, τους εθνικισμούς, τους πολέμους, τους ρατσισμούς, τους θρησκευτικούς φανατισμούς, τις εθνοκαθάρσεις κλπ, κλπ. Οι λαοί της Ενωμένης Ευρώπης θα αποκτούσαν την ευρωπαϊκή τους ταυτότητα, που θα συμπλήρωνε την ευρωπαϊκή συνείδηση και μια μεγάλη πατρίδα. Όλα αυτά αποδεικνύονται μια πολλαπλή απάτη. Η ΕΕ δεν ήταν των λαών, ήταν και είναι   ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ.

13. Περνώντας  από τον μεσαιωνικό υπήκοο στον  πολίτη των αστικών δημοκρατιών συνέβησαν  μια ολόκληρη σειρά μεταβολών. Ο πολίτης στην αστική δημοκρατία προικίζεται με σειρά δικαιωμάτων τα οποία συνοδεύονται από ανάλογες και αντίστοιχες υποχρεώσεις. Υποχρεώσεις και δικαιώματα δεν μπορούν να διαχωριστούν, αποτελούν αδιάσπαστο σύνολο αντίρροπων  τάσεων. Πολίτες και κράτος συνδέθηκαν μ' ένα πλέγμα σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (π.χ. πολιτικά δικαιώματα-υποχρέωση στρατιωτικής θητείας).  Άλλαξαν καταφανώς οι σχέσεις κράτους -πληθυσμού. Στο γερασμένο καπιταλισμό η αφαίρεση τόσων δικαιωμάτων από τους πολίτες  αναγκαστικά και λογικά σημαίνει  αφαίρεση των αντίστοιχων υποχρεώσεων των πολιτών. Οι σχέσεις κράτους- πολιτών ή μάλλον υπηκόων αλλάζουν ξανά. Στο βαθμό μάλιστα που το σύστημα συνεχίζει να απαιτεί από τον πληθυσμό να ενστερνίζεται και να τηρεί αυτές τις υποχρεώσεις θα καταφεύγει συχνότερα στη βία, στην απάτη, στον παραλογισμό. «Όταν δεν μπορεί η λογική να ερμηνεύσει  καταστάσεις και ενέργειες, επιστρατεύεται ο παραλογισμός και η μεταφυσική. Γ. Καραμπέρης»

14. Κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας..

15. Αρπαγή του δημόσιου πλούτου…

16. Η αστική ιδεολογία ταύτισε αυθαίρετα,  αντιεπιστημονικά  και παράλογα το κράτος με το έθνος και αυτά με την πατρίδα, έννοιες σαφέστατα διακριτές μεταξύ τους. Αυτή η ταύτιση, η τόσο βολική για το σύστημα, προξένησε απέραντη φρίκη στους λαούς. Καθώς τώρα πια το μεγάλο κεφάλαιο επιλέγει να οργανώνεται σε υπερκρατικές και υπερεθνικές δομές (π.χ. ΕΕ) εγκαταλείπει και την  ιδεολογία του εθνο-κράτους. Επειδή όμως δεν μπορεί να την αντικαταστήσει με μια  ιδεολογία  πειστική και ταιριαστή  με τις νέες δομές οργάνωσης  της εξουσίας του, αναπτύσσονται και υποδαυλίζονται από το ίδιο: κάθε είδους ρατσισμοί, ο πιο πρωτόγονος φυλετισμός, η συνομωσιολογία, τα θρησκευτικά πάθη, ο κυνισμός,  η ανθρωποφαγία κλπ. Παρ' όλα αυτά  το σίγουρο είναι η ψυχική αποξένωση των ανθρώπινων πληθυσμών και με τα απομεινάρια των εθνικών κρατών αλλά και με τις υπερκρατικές και με τις παγκοσμιοποιημένες δομές εξουσίας. Και, όπως έλεγε ο Μαρξ, δεν υπάρχει πιο θρησκευτικό – με την αποξενωτική, αλλοτριωτική  έννοια – κράτος από το σύγχρονο λαϊκό ή άθεο κράτος.   

17. Αποσύνδεση του κράτους από το έθνος: α) η αστική τάξη δεν θέλει ούτε μπορεί ούτε τη συμφέρει να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του έθνους, β) το χρηματιστικό κεφάλαιο οργανώνεται σε υπερεθνικές, υπερκρατικές δομές, γ) η  ταξική καταπίεση αυξάνεται, το ίδιο και η εξαθλίωση του προλεταριάτου, δ) οι μεταναστευτικές ροές, οι μετακινήσεις πληθυσμών, οι δημογραφικές τάσεις και ανισορροπίες διαμορφώνουν καταστάσεις, (ιδιαίτερα για τις ανεπτυγμένες ή γερασμένες, αν προτιμάτε,  καπιταλιστικές χώρες (κράτη)) όπου: οι κάτοικοι-φορείς της κυρίαρχης εθνικής συνείδησης, (την οποία και το δοσμένο κράτος καλλιεργεί) μειώνονται ως ποσοστό του γενικού πληθυσμού και μάλιστα  σε απροσδιόριστο βάθος χρόνου. Αντίθετα αυξάνεται το ποσοστό των κατοίκων που προέρχονται από άλλες εθνικότητες και παίρνουν την υπηκοότητα του κράτους εγκατάστασής τους. Επίσης αυξάνεται ο αριθμός των κατοίκων ξένης υπηκοότητας με άδεια προσωρινής παραμονής, όπως επίσης και ο αριθμός του «μη νόμιμου», σύμφωνα με το κράτος, πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που φεύγουν από τη χώρα και μεταναστεύουν αλλού, αποτελώντας  πια τμήμα του αποδήμου έθνους. Έτσι η εθνική ομοιογένεια, η σύμπτωση του κράτους με το έθνος,  που επιδιώχθηκε με ειρηνικά όπως και βίαια μέσα, ηθικά μα και ανήθικα, απελευθερωτικά μα και κτηνώδη υπονομεύεται. Αναπότρεπτα. Στα τέλη του περασμένου αιώνα οι χώρες υποδοχείς μεταναστών, αναγνωρίζοντας αυτή την πραγματικότητα, μιλούσαν για πολυπολιτισμικές κοινωνίες, τώρα εγκαταλείπουν αυτή τη θεωρία και σκληραίνουν, συχνά ακραία και βάρβαρα, τη στάση τους απέναντι στους μετανάστες. Τους οποίους ωστόσο έχουν ανάγκη αλλά τους προτιμούν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας μειωμένων ή ελάχιστων δικαιωμάτων. Ακραία περίπτωση κράτους με αλλοεθνή πληθυσμό το Κατάρ στο οποίο το 87% των κατοίκων του έχει γεννηθεί εκτός της χώρας αυτής.

18. Ιδεολογική σύγχυση. Κυκλοφορούν οι πιο απίθανες και παράλογες θεωρίες και γνώμες  για το έθνος  όπως και για τη σχέση που έχει αυτό με το κράτος. Η ψύχραιμη, η αντικειμενική, η σε βάθος επιστημονική προσέγγιση του ζητήματος, προσκρούει σε θεωρητικές ανεπάρκειες, σε προκαταλήψεις, σε ταξικές, σε εθνικιστικές, σε πολιτικές, σε μικροκομματικές και ιδιοτελείς σκοπιμότητες. Προσκρούει ακόμα στη δυσκολία των ανθρώπων να παρακολουθήσουν και να προσαρμοστούν στις  αλλαγές της οικονομικής ζωής, στις αλλαγές των κρατών, των εθνών, των ίδιων των ανθρώπινων σχέσεων.

19.  Μοναξιά, αποξένωση, αλλοτρίωση. Ο άνθρωπος της σύγχρονης  αστικής κοινωνίας, κατά γενική ομολογία, υποφέρει από έντονα συναισθήματα μοναξιάς. Αυτά πηγάζουν βέβαια από τη μοναχική ζωή των μαζών, έτσι που ο άνθρωπος νιώθει πια μόνος του ακόμα και μέσα στο πλήθος. Χαρακτηριστικοί δείκτες ο αυξανόμενος αριθμός των μονογονεϊκών οικογενειών όπως και των νοικοκυριών του ενός ατόμου. Οι ανθρώπινες σχέσεις από τις πιο πλατιές έως τις πιο στενές, ως τις σχέσεις των ζευγαριών κλονίζονται και αλλάζουν μορφή. Αυτές όλο και περισσότερο παίρνουν εμπορευματικό, ατομικιστικό και ωφελιμιστικό χαρακτήρα. (Την αποξένωση, την αλλοτρίωση των ανθρώπων ο Μαρξ την απέδιδε στην «αλλοτριωμένη εργασία, που χωρίζει τον άνθρωπο από τον καρπό της δραστηριότητάς του, που μεταβάλλει πραγματικά τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους σε σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα (αντικείμενα). Με τη διαδικασία αυτή της αντικειμενοποίησης, όπου το ανθρώπινο στοιχείο μετατρέπεται σε υλικό αντικείμενο, ξένο προς τον άνθρωπο, δηλαδή σε εμπόρευμα, όλες οι σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους καταντούν λειτουργία του χρήματος.» (Δεληολάνης Ευάγγελος)). Ο άνθρωπος είναι πια ξένος με τον εαυτό του, ξένος με τη φύση του. Αντίθετα, εξιδανικεύοντας,  σε παλιότερες προκαπιταλιστικές εποχές: («Ζούσε ο άνθρωπος τη ζωή ως μετοχή και ένταξη, καταγωγή και συνέχεια, είχε αμεσότητα σχέσης με τους προγόνους και τα μνημεία των προγόνων: είχε Ιστορία» Χ. Γιανναράς). Επίσης στις παραδοσιακές κοινότητες  «συνεργάζονταν και ανέπτυσσαν κοινωνικές σχέσεις, με αποτέλεσμα η κοινότητα να παίρνει οντολογική διάσταση «ως σύστημα αξιών, κανόνων, προσδοκιών». Αντίθετα το κεφάλαιο μετατρέπει όλες σχεδόν τις ανθρώπινες σχέσεις σε εμπορευματικές  και το αστικό κράτος καλλιεργεί μεθοδευμένα, συστηματικά, σε βάθος χρόνου, σταδιακά και προοδευτικά τον ατομικισμό διαλύοντας όλες τις συλλογικότητες και ομαδοποιήσεις είτε αυτές βασίζονταν στις συγγενικές σχέσεις, είτε στον τόπο κατοικίας, είτε της εργασίας, είτε της θρησκείας, είτε του εθνικών μειονοτήτων. Το αστικό κράτος δεν θέλει απέναντί του ομάδες αλλά άτομα.

20. Η αποδυνάμωση όλων των πιο πάνω δεσμών παρουσιάστηκε ως απελευθέρωση του ατόμου αλλά το κράτος δεν ήταν ο απελευθερωτής μα ο αφέντης που ζητούσε αποκλειστικότητα. Στην Ελλάδα του 2013 οι απεργοί δηλώνουν: «ξενιτεμένοι στη χώρα που γεννηθήκαμε βιώνουμε τον αποκλεισμό που γενικεύεται και βλέπουμε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες μας να έχουν μετατραπεί σε κενό γράμμα του νόμου». Για τους σκλάβους κανένας τόπος δεν ήταν πατρίδα ούτε για τους προλετάριους του 21ου αιώνα. Αφού λοιπόν η αναζήτηση της πατρίδας στο χώρο στερείται νοήματος, ο άνθρωπος αναζητεί για εγκατάστασή του το κράτος εκείνο που θα του προσφέρει τους καλύτερους όρους εργασίας, κατοικίας, υπηρεσιών. Πρόκειται για σχέση κράτους – κατοίκου βασισμένη σε οικονομικούς και ωφελιμιστικούς  λόγους, πρόκειται για συμβόλαιο συμφερόντων. Ο κάτοικος μιας τυχαίας  χώρας δεν είναι πια πολίτης αλλά μάλλον υπήκοος. 

21. Έτσι περνάμε από τα παραδοσιακά  εθνικά κράτη στο έθνος-κράτος χωνευτήρι, στο πολυσυλλεκτικό, αμερικάνικου τύπου, και από εκεί στο  κράτος σαλατιέρα. Επειδή μάλιστα τα κράτη αυτού του τύπου  είναι πιο ελκυστικά  με οικονομικούς όρους  και προσελκύουν πολλούς παραγωγικούς και δραστήριους νέους-υπηκόους και έχουν οικονομική και πολιτική υπεροχή, υπερισχύουν των παραδοσιακών τα οποία και είναι καταδικασμένα να παραμερίσουν και να συρρικνωθούν. Παλιότερα ήταν τα έθνη που επαναστατούσαν και ίδρυαν τα δικά τους κράτη, τώρα πια τα κράτη θα διαμορφώνουν τα όποια «έθνη» τους. Περνάμε λοιπόν από το εθνικό κράτος στο κράτος σαλατιέρα. Στο έδαφος κυριαρχίας του καπιταλισμού στενεύουν τα περιθώρια για πατρίδες και πολύ περισσότερο στο έδαφος κυριαρχίας του γερασμένου, του παρηκμασμένου ιμπεριαλιστικού δεν υπάρχουν πια περιθώρια για πατρίδες.

Εξυπακούεται πως όλες οι προαναφερθείσες μεταβολές στις μορφές οργάνωσης των κρατών, στα έθνη, στις ανθρώπινες σχέσεις και όσες άλλες παραλείφθηκαν πηγάζουν και αντιστοιχούν σε μεταβολές της οικονομικής βάσης, σε αλλαγές των παραγωγικών διαδικασιών, σε αλλαγές του συνόλου και κάθε τμήματος των παραγωγικών σχέσεων, σε αλλαγές στη διανομή του πλούτου, στην οργάνωση της ιδιοκτησίας, στους μηχανισμούς ελέγχου της οικονομίας, στη σύζευξη οικονομικής και πολιτικής ισχύος, στη όλη δόμηση της αστικής  εξουσίας.  

Συντάκτης: Τσουκαλάς Χρήστος.

29-9-2013

Τα άκρα και τα μέσα της καθεστηκυίας πολιτικής

Τα άκρα και τα μέσα της καθεστηκυίας πολιτικής

 

Του Νίκου Ηλιόπουλου


 

Πολλών λεπτών σιγή, για να σκεφτόμαστε

Προσφέρω λίγες επίκαιρες γραμμές

 

Δεν υπάρχουν άκρα ούτε μέσα, υπάρχουν λόγοι και πράξεις, σε βάθος χρόνου και σε όλα τα ζητήματα. Με βάση μια κατά το δυνατό καλή και σφαιρική ενημέρωση.

Επιμένω στις προϋποθέσεις της σκέψης μας, κυρίως όταν πρόκειται για πολιτική σκέψη. Τι σημαίνει προϋποθέσεις της σκέψης; Όλοι, όταν σκεφτόμαστε, προϋποθέτουμε κάποια πράγματα, που θεωρούμε δεδομένα. Και πάνω σε αυτά οικοδομούμε τη σκέψη μας και την έκφρασή της με λόγια ή γραπτά.

Παράδειγμα απλό, απλούστατο, και επικαιρικό για την τωρινή συζήτησή μας. Για να πω ότι κάποιος είναι δεξιός, προϋποθέτω πως ξέρω τι είναι δεξιά, προϋποθέτω ακόμα πιο πριν ότι υπάρχει η διαίρεση δεξιάς-αριστεράς, προϋποθέτω ότι αυτά τα ξέρει και τα δέχεται ο συνομιλητής μου. Συμπληρώνω εδώ ότι, τι μπορεί να σκέφτεται ο καθένας για το τι είναι δεξιά, ή αριστερά, αποτελεί συζήτηση χωρίς τέλος. Γίνεται έτσι φανερό ότι αυτές οι προϋποθέσεις είναι πολλές φορές αίολες, γελοίες, αστήρικτες, αυθαίρετες. Υποκειμενικές και μεροληπτικές. Το οικοδόμημα της ρητορείας είναι σαθρό, καταρρέει όταν αποκαλυφθούν τα ανύπαρκτα θεμέλια.

Η γεωγραφική λογική άκρων και μέσου καταργεί την κοινή λογική, τον κοινό νου. Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και λογική θέσης, χώρου. Κάποιος είναι στο άκρο, και κάποιος στη μέση, στο κέντρο. Ερώτημα: ποιος κρίνει ότι μια θέση, πολιτική θέση τώρα, είναι ακραία; Και με ποια κριτήρια; Αδιέξοδο. Είμαστε πάντα στο χώρο, που κλείνει σε κουτάκια τους συλλογισμούς. Είμαστε μέσα στην καθεστηκυία πολιτική. 

Μια άποψη, η κάθε άποψη, είναι ορθή ή όχι με βάση διακηρυγμένα κριτήρια. Και μια πράξη υπακούει ή όχι σε αρχές. Τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων δεδομένο, αποδεκτό και ανομολόγητο, όταν θα συζητήσουμε για την ορθότητα μιας άποψης. Και η πράξη θα δοκιμάζεται, θα κρίνεται, με βάση τις αρχές που επικαλείται.

Παράδειγμα απλό, απλούστατο, επίτηδες διαλεγμένο, για να φανεί η πολυπλοκότητα των πραγμάτων. Ισότητα των γυναικών. Αρχίζουμε τη συζήτηση και ο καθείς καταθέτει τα επιχειρήματά του. Εν προκειμένω, συζήτηση αιώνων. Ομολογώ σαφέστατα, όπως ο καθένας είναι υποχρεωμένος, την προϋπόθεση της επιχειρηματολογίας μου: οι γυναίκες είναι ανθρώπινες υπάρξεις. Τυχαίνει να είναι όχι μόνο ολοκάθαρη αλλά και ολοφάνερη. Ο καθείς και τα όπλα του. Ο συνομιλητής που είναι αντίθετος στην πολιτική θέση της ισότητας των γυναικών, έχει επιχειρήματα. Μπορεί, π. χ., να μου αναφέρει ότι ναι μεν, αλλά η βιολογία δείχνει ότι οι γυναίκες είναι ασθενέστερα πλάσματα. Και τα παιδιά ασθενέστερα είναι, θα μπορούσα να του απαντήσω, και μερικοί άνδρες ακόμα. Ο ίδιος συνομιλητής, μετά το «επιστημονικό» επιχείρημα, που το έχουν χρησιμοποιήσει και οι πιο φωτισμένοι πολιτικοί στοχαστές, μπορεί να μου προβάλει ένα «κοινωνικό» επιχείρημα: οι γυναίκες δεν μπορούν να κάνουν μερικά πράγματα που κάνουν οι άνδρες. Το έχει δείξει και η ιστορία, θα προσθέσει. «Ιστορικό» επιχείρημα. Οι γυναίκες δεν πήγαν στον πόλεμο. Ωραία! Θα του απαντήσω. Και οι άνδρες δεν κάνουν παιδιά. Αιώνιο επιχείρημα. Δεν καταθέτω τα όπλα. Η άποψη μου είναι ορθή, διότι στην πολιτική σκέψη στηριζόμαστε σε αρχές υπό τον όρο ότι τις δηλώνουμε ολοκάθαρα, και βέβαια τις εφαρμόζουμε στην πράξη μας. (Θα έρθω σε λίγο σε αυτό.) Η ορθότητα της άποψής μου έγκειται στο γεγονός ότι η ισότητα των ανθρώπων είναι πολιτική κατάκτηση. Εν προκειμένω, απόρροια αγώνων. Η πραγματικότητα δεν είναι προϋπόθεση σκέψης, είναι το πιο ισχυρό επιχείρημα. Η πολιτική κατάκτηση δεν είναι προϋπόθεση σκέψης, την αποδεχόμαστε ή όχι. Εντούτοις, καθόλου δεν αρκούν όλα αυτά. Αφήνω το τεράστιο ζήτημα που δικαιολογημένα θα μπορούσε να θέσει κάποιος, και το θέτω κι εγώ, το ζήτημα του κατά πόσο η ισότητα των γυναικών είναι στο χαρτί και κατά πόσο έχει γίνει και πραγματικότητα. Διότι, εκτός πολλών άλλων λόγων, το ζήτημα αυτό για να τεθεί προϋποθέτει την αποδοχή της ισότητας, έστω στα λόγια. Ερχόμαστε στην πολιτική πράξη. Έγραψα ότι μια πράξη υπακούει ή όχι σε αρχές. Σε όποιον πολίτη, σε όποιον πολιτικό, διακηρύσσει την ισότητα των γυναικών, θέτουμε το πρακτικό και απλό, απλούστατο, ερώτημα: η πράξη σου, κάθε μέρα, κάθε στιγμή, σέβεται αυτή την αρχή; Ο καθείς και τα έργα του. Ούτε άκρα, ούτε μέσα. Μακρύ το παράδειγμα, αλλά χρήσιμο για τις ανάγκες αυτού του κειμένου.    

Δεν υπάρχουν άκρα ούτε μέσα. Υπάρχουν λόγοι ορθοί ή όχι, και πράξεις συνεπείς ή όχι. Αυτή η ορθότητα και αυτή η συνέπεια εξετάζονται σε βάθος χρόνου. Αφορούν όλα τα ζητήματα. Και αναλύονται με βάση μια κατά το δυνατό καλή και σφαιρική ενημέρωση. Επειδή δεν θα μιλήσω για το θέμα της ενημέρωσης, αρκούμαι να γράψω μόνο το εξής. Η ενημέρωση δεν μπορεί να είναι ποτέ πλήρης. Το αποδέχομαι. Τότε όμως, ζητώ από όλους να πάψουν να δίνουν αυτή την απολυτότητα στο λόγο τους. Το ζητώ κυρίως από όλους αυτούς που έχουν στην Ελλάδα το μονοπώλιο του δημόσιου λόγου. Φρούδα ελπίδα, να εισακουστεί το αίτημά μου αυτό ; Ίσως.   

Λόγοι (σκέψεις) ορθοί ή όχι, σε βάθος χρόνου και σε όλα τα ζητήματα. Πράξεις (έργα) συνεπείς ή όχι, σε βάθος χρόνου σε όλα τα ζητήματα. Όταν θέσουμε τα παραπάνω κριτήρια καταλύεται η λογική των άκρων και των μέσων. Αναδεικνύεται η λογική της ορθότητας και της συνέπειας. Και τότε, η συζήτηση παίρνει τελείως άλλη τροπή. Τότε συζητάμε. Τότε σκεφτόμαστε. Πολιτικά.

Και ερωτώ. Είναι ορθή η γενικευμένη λεκτική αγένεια στο δημόσιο διάλογο;  Δείχνουν ορθότητα δημοκρατικού διαλόγου οι χαρακτηρισμοί στη θέση των επιχειρημάτων; Ποια ορθότητα έχουν οι βαρύγδουπες εκφράσεις που αγνοούν τη στοιχειώδη ιστορική πραγματικότητα, επιλέγουν ό,τι βολεύει τις θέσεις των εκφωνητών τους, και αθωώνουν επιπλέον την πραγματικότητα  αυτή;

Βάθος χρόνου σημαίνει να μη ξεχνάμε την ιστορία. Η ιστορία είναι πολυποίκιλη, και κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ξέρει τα γεγονότα όπως ακριβώς έγιναν. (Όπως ακριβώς έγιναν: ουτοπικό πρόταγμα μεγάλων μάλιστα ιστορικών.) Η ιστορία διδάσκει πολλά και τίποτα, μας διδάσκει πως δεν μπορεί να μας διδάξει τίποτα. Διότι την δημιουργούν συνεχώς οι άνθρωποι. Τι δείχνει, εντούτοις, η νωπή ιστορία, για το θέμα που συζητάμε; Ένα απάνθισμα λόγων, θα μπορούσε κάλλιστα να δείξει ότι σχεδόν όλες οι πολιτικές θέσεις έχουν χαρακτηριστεί κατά καιρούς ακραίες από αυτούς που διαφωνούσαν. Μερικές το επικαλούνται μάλιστα, θέλουν να είναι ακραίες. Για τις πράξεις, δεν χρειάζεται να γίνει πολύ λόγος. Οι πιο σημαντικές πολιτικές πράξεις της περιόδου της «οικονομικής κρίσης» έχουν χαρακτηριστεί ακραίες ακόμα και από την αριστερά.           

Περιορίζομαι σε τούτο το κρίσιμο ζήτημα. Δύο, μεγάλοι, τρομεροί, ολοκληρωτισμοί, δύο και όχι ένας, είναι νωποί διότι χαρακτήρισαν τον εικοστό αιώνα. Γιατί ξεχνιέται τόσο εύκολα αυτό στις δημόσιες συζητήσεις στην Ελλάδα; Και ποια σύγκριση μπορεί να γίνει ανάμεσα στα τρομερά εγκλήματα αυτών των καθεστώτων και την αποτροπιαστική δολοφονία που προέρχεται ή εμπνέεται από μια πολιτική οργάνωση του εύρους που ξέρουμε; Γιατί αυτή η υπερβολή; Γιατί αυτές οι ακρότητες στα χείλη των περισσοτέρων; Γιατί τόσο μισητά λόγια να καταγγέλλουν… το μίσος; Εφιστώ την προσοχή, γιατί πολύ εύκολα αναποδογυρίζονται τα πράγματα στο δημόσιο διάλογο: τα δύο ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν είναι δύο άκρα. Είναι πραγματικές καταστάσεις κοινωνιών, πολιτικά καθεστώτα πρωτοφανή στην ανθρώπινη ιστορία, που εμπνεύστηκαν από συγκεκριμένες και γνωστές ιδεολογίες, επιβλήθηκαν από μαζικά κινήματα, και διατηρήθηκαν χρησιμοποιώντας τα πιο βάρβαρα μέσα καταστολής. Δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι είναι θύματα των καθεστώτων αυτών. Επιλογή δεν έχει ούτε μέσο ανάμεσά τους.        

Ας πάμε στις πράξεις. Έχω ακούσει με τα ίδια μου τα αυτιά τον Χρύσανθο Λαζαρίδη, σε τηλεοπτική συνέντευξη. Στην αρχή, ο δημοσιογράφος του έθεσε μια ιστορική ερώτηση. Για το κρυφό σχολειό. Απάντησε με ένα φτωχό – ταυτολογικό λέγεται στην επεξεργασμένη γλώσσα – επιχείρημα: δεν έχουμε στοιχεία για αυτά τα σχολεία, διότι … ήταν  κρυφά! Το ξεπερνώ. Σημασία έχει η βιαιότητα του λόγου του, όταν με βάση αυτό και μόνο το επιχείρημα, παίρνοντας ύφος έντονο, αυστηρό, αυταρχικό, περιφρονητικό, χαρακτήρισε τους υποστηρικτές της αντίθετης άποψης. «Οι ανόητοι», είπε. Γιατί αυτή η υπεροψία, η βίαιη ακρότητα, και μάλιστα σε τέτοιο ευαίσθητο, αλλά και ιστορικό θέμα, όπου η μετριοπάθεια επιβάλλεται;

Θα απαντηθούν όλες αυτές οι απορίες – πάντα εν μέρει βέβαια δεδομένου της μικρής έκτασης αυτού του κειμένου -, όταν θέσουμε την δεύτερη απαίτηση της πολιτικής συζήτησης και πρακτικής: Λόγοι (σκέψεις) ορθοί ή όχι, σε όλα τα ζητήματα. Πράξεις (έργα) συνεπείς ή όχι, σε όλα τα ζητήματα.

Η γεωγραφική «θεωρία των άκρων» θέλει να περιορίσει τη συζήτηση σε μερικά μόνο ζητήματα, για να χαράξει αυτή τις διαχωριστικές γραμμές εκεί που θέλει. Διότι, αν ανοίξουμε όλα τα ζητήματα της κοινωνίας, αυτά που επιμένω να αναφέρω, θρησκεία, οικογένεια, εκπαίδευση, εργασία, φιλία, έρωτας, επίσημη κρατική-εθνικ(ιστικ)ή ιδεολογία στην Ελλάδα, ε! τότε, θα φανεί ολοφάνερα ότι όλες, μα όλες, οι διαιρέσεις της καθεστηκυίας πολιτικής καταλύονται. Θα δούμε τους επαναστάτες να έχουν σε πολλά ζητήματα τις ίδιες απόψεις και πρακτικές με αυτούς που κατηγορούν ως αιμοσταγείς φασίστες. Θα δούμε τους μεσαίους να κατηγορούν ο ένας τον άλλον για ακρότητες. Δεν χρησιμοποίησα κατά τύχη το παράδειγμα της ισότητας των γυναικών. Ως προς τα καίρια και πραγματικά ζητήματα της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, τα άκρα και τα μέσα εντάσσονται και δρούν μέσα στην καθεστηκυία πολιτική. Την υποστηρίζουν, την τρέφουν, την αναπαράγουν. 

Το παραπάνω τηλεοπτικό, δημόσιο, συμβάν βοηθά για να γράψουμε μερικές σκέψεις. Ο παλιός μου σύντροφος στο Κεντρικό Συμβούλιο του Ρήγα Φεραίου, Χρύσανθος, του οποίου τους αγώνες κατά τη διάρκεια της δικτατορίας τιμώ, στην ίδια συνέντευξη, για να εξηγήσει τη σημερινή του πολιτική τοποθέτηση είπε ότι, στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, υπηρέτησε την πατρίδα του από κάποιες θέσεις, και τώρα την υπηρετεί από κάποιες άλλες. Αγνοώ, παραμερίζω, τη γλωσσική διατύπωση που ηχεί παράξενα και θυμίζει άλλες εποχές – αν και οι διατυπώσεις έχουν τεράστια σημασία και σε αυτή την περίπτωση απηχούν σχεδόν όλη την ουσία. Λόγος όχι μόνο εθνικιστικός αλλά και εγωιστικά υπεροπτικός. Λόγος «άκρων». Ερωτώ: όλοι οι άλλοι δεν υπηρετούν την πατρίδα; Αυτοί που έχουν διαφορετικές πολιτικές απόψεις από τον σύμβουλο του πρωθυπουργού, τι υπηρετούν; Ρωτώ.

Να και μια άλλη χαρακτηριστική πρακτική. Δεν επινοώ, ούτε εφευρίσκω τίποτα. Δεν μπορώ να έχω πλήρη ενημέρωση, αλλά χάρις επίσης στις υποδείξεις και τα ψαξίματα φίλων (ανδρών και γυναικών) μαθαίνω αρκετά. Να, λοιπόν, που όταν μπούμε σε όλα τα ζητήματα και κυρίως σε αυτά της ιδιωτικής σφαίρας, οι εκπλήξεις είναι τρομερές. Την είδηση αναφέρει η γαλλική εβδομαδιαία επιθεώρηση διεθνούς τύπου, Courrier international, τεύχος 1162, 7 Φεβρουαρίου 2013, με τον τίτλο: «Néonazi et marié à une Turque?». (Εύκολα, βρίσκει κανείς αυτή την είδηση στο Διαδίκτυο.) Πρόκειται, για να μιλήσω πάρα πολύ συνοπτικά, για «μικτό» γάμο Έλληνα και γυναίκας τουρκικής καταγωγής. Η Χρυσή Αυγή διέγραψε από τα κιτάπια της αυτόν τον Έλληνα που ήταν μέλος της. Ζήτημα πολιτικό, ένα και μόνο ένα, δεν υπάρχει δεύτερο: ποιος είναι υπέρ και ποιος είναι κατά του «μικτού» γάμου. (Δεν μπορώ να μην αναφέρω εδώ την κρίση της Χάννας Άρεντ: η θέση απέναντι σε αυτό το θέμα αποτελεί το κύριο κριτήριο ρατσισμού! Μεγάλη Χάννα Άρεντ! Ελεύθερη!)

Ας πάρουμε ένα μαγνητοφωνάκι, κι ας γυρίσουμε όλη την Ελλάδα για να ζητήσουμε την γνώμη των ανθρώπων στο θέμα αυτό. Να ακούσουμε τα λόγια, αλλά να διαπιστώσουμε και τις πράξεις. Να ακούσουμε και τα παιδιά και τους γονιούς. Από τη σκοπιά της ανάλυσής μου εδώ, δεν με ενδιαφέρουν τόσο τα ποσοστά. Σπεύδω να πω όμως, προς αποφυγήν κάθε παρανόησης, ότι ο «μικτός» γάμος υπάρχει στη σημερινή Ελλάδα, δεν είναι περιθωριακός, και είναι αποδεκτός από τους γονείς. Το παραμύθι του ρατσισμού που δήθεν κατακρατεί τα πάντα στην ελληνική κοινωνία πρέπει να πάψει. Με ενδιαφέρει να αναδειχτεί το εξής στοιχείο. Σε αυτό το συγκεκριμένο θέμα, που είναι κρίσιμο και βαθιά πολιτικό, όλες οι θεωρίες για τα άκρα και τα μέσα καταρρέουν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ακρότητα της Χρυσής Αυγής δεν έγκειται κυρίως στη θέση της, που αναντίρρητα είναι αποκρουστική, έγκειται στο ότι θέλει να επιβάλλει τη θέση αυτή στη ζωή των μελών της. Αυτό λέγεται στάση ολοκληρωτική. Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Αλλά τότε, φευ τότε, θα τα λέμε για όλους! Και για όλα! Είναι ολοκληρωτική στάση, και όχι δημοκρατική στάση ζωής, να θέλει οποιοσδήποτε να επιβάλλει στον άλλο τι θα κάνει σε ζητήματα προσωπικής ζωής, όπως η ερωτική σχέση. Τελεία και παύλα.

Τα άκρα εδώ εξαφανίζονται. Μα όταν δεν υπάρχουν άκρα, δεν υπάρχουν ούτε μέσα. Είναι το κενό της καθεστηκυίας πολιτικής. Απόλυτο, στην Ελλάδα του σήμερα. Η απαξίωσή της μεγαλώνει. Και τότε η πολιτική, που είναι συζήτηση και πράξη, αποκτά τα δικαιώματά της.

Είναι πάντα καιρός για μια πολιτική της αυτονομίας, της (άμεσης) δημοκρατίας και των πολλών νοημάτων ζωής. 

                 

                                  νίκος ηλιόπουλος

  Παρίσι 21 Σεπτεμβρίου 2013   

Έθνος, κράτος, «έθνος-κράτος» & Αριστερά

Έθνος, κράτος, «έθνος- κράτος» και Αριστερά

Μια συζήτηση που έχει ήδη ανοίξει από τη ζωή και σπάει αλλοτινές «βεβαιότητες»

 

Του Νίκου Λάιου*

 

Τον τελευταίο καιρό ξυπνάει στο εσωτερικό της Αριστεράς η συζήτηση γύρω απ' το έθνος. Υπάρχει και μια συζήτηση μέσα στη συζήτηση, σύμφωνα με την οποία το ανασκάλεμα αποδίνεται σε διαφορετικούς λόγους: από ψηφοθηρία και συστημική στροφή τμήματος της Αριστεράς, μέχρι σταυροφορία της αστικής προπαγάνδας και συντηρητικοποίηση της κοινωνίας.

Το άρθρο συντάσσεται με την άποψη ότι η συζήτηση για το έθνος ανοίγει για τους ίδιους λόγους που η Αριστερά κερδίζει δύναμη στην ελληνική κοινωνία – κι ένας βασικός λόγος γι' αυτό είναι η αποκάλυψη της πραγματικής εξάρτησης της χώρας απ' τους λογής «εταίρους», «δανειστές» και κάθε άλλης ποικιλίας κεφαλαιοκράτες των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων. Και το πιο σημαντικό μ' αυτό το φανέρωμα είναι ότι δεν έγινε απ' την Αριστερά – όχι όσο και όπως θα έπρεπε – αλλά απ' την ίδια τη ζωή. Πολλοί άνθρωποι συζητούν, πια, στην καθημερινότητά τους για την εξάρτηση της χώρας – σίγουρα με διαφορετικούς τρόπους, σίγουρα με αντιφατικές ιδεολογικές και άλλες καταβολές/αναφορές. Αλλά με το κέντρισμα ερχόμενο απ' το εξόφθαλμο γεγονός ότι οι μεγάλοι καρχαρίες βγαίνουν απ' το βυθό, να κυνηγήσουν στον αφρό, που μέχρι χτες έμοιαζε ασφαλής.

Ο Μάρξ και ο Λένιν για το έθνος

Χώρος για ανάλυση των εννοιών του «έθνους» και του «εθνικού» δεν υπάρχει εδώ. Αλλά και να υπήρχε, δεν θα 'ταν δουλειά για τις δυνάμεις του γράφοντα. Το άρθρο δεν σκοπεύει να λύσει το ζήτημα. Σκοπεύει, όμως, να δείξει ότι η μελέτη του ζητήματος από γωνιά διαφορετική απ' τη δεσπόζουσα, είναι αναγκαία για τη σημερινή ελλαδική Αριστερά. Αναφερόμαστε εδώ σε μια ειλικρινή, ριζοσπαστική Αριστερά που θέλει αληθινά να υπηρετεί τις εργαζόμενες κοινωνικές τάξεις του τόπου, βοηθώντας τις στην απελευθέρωσή τους από τις λογής σκλαβιές, πλέκοντας τις εμπειρίες τους με τις δικές της. Στην επιδίωξη αυτού του σκοπού το άρθρο θα απευθυνθεί στο βιβλίο του Λένιν Κράτος και Επανάσταση για διάφορους λόγους – και κάποιοι θα αναφέρονται στη ροή του γραψίματος.

Το υποκεφάλαιο 4 του κεφαλαίου II του βιβλίου έχει τίτλο «Η οργάνωση της ενότητας του έθνους». Ξεκινά με την παράθεση ενός αποσπάσματος του βιβλίου του Μαρξ Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία. Στο τελευταίο αυτό, ο Μαρξ συμπυκνώνει την πείρα της ένοπλης εργατικής εξέγερσης του 1871, που έμεινε στην ιστορία ως Παρισινή Κομμούνα, και εξάγει συμπεράσματα. Αντιγράφουμε εδώ το απόσπασμα με δική μας υπογράμμιση:

«… Σε ένα σύντομο πρόχειρο σχέδιο για την εθνική οργάνωση, που η Κομμούνα δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί παραπέρα, καθορίζεται ρητά ότι η κομμούνα θα αποτελούσε την πολιτική μορφή ακόμα και του πιο μικρού χωριού… Από τις κομμούνες θα εκλεγόταν και η "Εθνική αντιπροσωπεία" στο Παρίσι.

»…Οι λίγες, μα σπουδαίες λειτουργίες που θα απέμεναν για την κεντρική κυβέρνηση, δεν θα καταργούνταν, όπως σκόπιμα το παραποίησαν, αλλά θα μεταβιβάζονταν στους υπαλλήλους της Κομμούνας, δηλαδή σε αυστηρά υπεύθυνους υπαλλήλους…

»… Η ενότητα του έθνους δεν θα έσπαζε, μα αντίθετα, θα οργανωνόταν με το καθεστώς της Κομμούνας και θα γινόταν πραγματικότητα με την εκμηδένιση της κρατικής εκείνης εξουσίας, που παρουσιαζόταν σαν η ενσάρκωση αυτής της ενότητας, που ήθελε όμως να είναι ανεξάρτητη και ανώτερη από το έθνος. Στην πραγματικότητα, η κρατική εξουσία δεν ήταν παρά ένα παρασιτικό καρκίνωμα στο σώμα του έθνους. Ενώ το ζήτημα ήταν να περικόψουν απλώς τα καταπιεστικά όργανα της παλιάς κυβερνητικής εξουσίας, ν' αποσπάσουν τις δικαιολογημένες λειτουργίες της από μιαν εξουσία που είχε την αξίωση να στέκεται πάνω από την κοινωνία, και να τις ξαναδόσουν στους υπεύθυνους υπηρέτες της κοινωνίας.»

Οι λέξεις, που χρησιμοποιεί ο Μαρξ και ασπάζεται ο Λένιν στην πολεμική του απέναντι στους τοτινούς σοσιαλδημοκράτες (ανάμεσά τους τον Μπέρνσταϊν) και τους τοτινούς αναρχικούς προκαλούν αμηχανία, ίσως, σε πολλούς απ' τους σημερινούς ντόπιους κομμουνιστές και σίγουρα σ' όλους τους σημερινούς πολέμιούς τους (αρκετοί απ' αυτούς, άλλωστε, χτεσινοί κομμουνιστές). Για να χρησιμοποιήσουμε τα επίκαιρα λόγια του ίδιου του Λένιν, ξανά με δική μας υπογράμμιση: «Δεν μπορεί ούτε και να χωρέσει απλώς στο κεφάλι του Μπέρνσταϊν ότι μπορεί να υπάρξει θεληματικός συγκεντρωτισμός, θεληματική συνένωση των κοινοτήτων σε έθνος, θεληματική συγχώνευση των προλεταριακών κοινοτήτων στην υπόθεση της συντριβής της αστικής κυριαρχίας και της αστικής κρατικής μηχανής. Ο Μπέρνσταϊν, όπως και κάθε φιλισταίος, φαντάζεται το συγκεντρωτισμό σαν κάτι που μπορεί να επιβληθεί και να διατηρηθεί μόνο από τα πάνω, μόνο από την υπαλληλοκρατία και τη στρατοκρατία.»

Δυστυχώς, τα σημερινά ύψη συνταιριάσματος θεωρίας/πράξης σε μεγάλα κομμάτια της ελλαδικής Αριστεράς μάς αναγκάζουν να παρατηρήσουμε πως ο Μπέρνσταϊν είχε μάλιστα διαύγεια, φανταζόμενος αυτό. Διότι πολλοί σημερινοί αριστεροί στη χώρα μας είμαστε ικανοποιημένοι κιόλας, βάζοντας στόχο να σπάσει ο «συγκεντρωτισμός γενικά», μάλιστα «από τα πάνω» και, ακόμα χειρότερα, με την κατάληψη κρατικών θέσεων «από αριστερούς», μετά από αστικές εκλογές.

Πιο πίσω κι απ' τον Μπέρνσταϊν, λοιπόν; Και δεν ξεμπερδεύουμε απ' την υποχρέωσή μας ν' απαντήσουμε, λέγοντας ότι «αυτό είναι άσχετο» με τη συζήτηση για το έθνος. Τουλάχιστον για τους Μαρξ και Λένιν δεν ήταν.

Έθνος, κράτος και «έθνος-κράτος»

Οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, δυστυχώς για πολλούς απ' τους σημερινούς «υπερ-αριστερούς» και για όλους τους σημερινούς «αντι-αριστερούς», δεν ήταν «πολέμιοι του έθνους» ούτε στόχευαν στην «κατάργησή του». Στόχευαν στην κατάργηση του κράτους. Διότι στο κράτος – και όχι στο έθνος – έβλεπαν μια συμπύκνωση των καταπιεστικών δυνάμεων, που η κάθε φορά κυρίαρχη κοινωνική τάξη, ως μειοψηφία, εξαπολύει ενάντια στην υποτελή κοινωνική πλειοψηφία – τουλάχιστο σ' εκείνες τις κοινωνίες που και είναι εσωτερικά διαιρεμένες σε κοινωνικές τάξεις και οργανώνονται πολιτικά στη βάση κράτους.

Είναι, λοιπόν, η διάλυση κάθε τύπου ταξικής ανισότητας, άρα και κάθε μορφής κράτους, με το μεταβατικό πέρασμα από ένα εργατικό κράτος που «δεν είναι πια κράτος στην καθαυτό έννοιά του» [Ένγκελς, Γράμμα προς τον Μπέμπελ, Μάρτιος 1875], που επιδίωκαν οι τρεις. Και δικαιούμαστε μια γενίκευση: είναι αυτή η πορεία, που δίνει νόημα στο διεθνισμό των εργατικών τάξεων, τον οποίον οι τρεις πρέσβευαν και έκαναν πράξη στη ζωή τους. Και δεν είναι, λοιπόν, η «κατάργηση του έθνους» προϋπόθεση ή στόχος του εργατικού διεθνισμού.

Διεθνισμός χωρίς έθνη είναι αντίφαση στους όρους και οι Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν υπήρξαν πολύ προσεκτικοί στις διατυπώσεις τους, για να θαρρήσουμε πως γλίστρησαν σε αντίφαση, σ' αυτό το κομβικής σημασίας ζήτημα. Ο Μαρξ δείχτηκε μάλιστα περίφημα καυστικός πάνω στο ζήτημα, περιγράφοντας μια διεθνιστική συνάντηση:

«Οι αντιπρόσωποι της "νεαρής Γαλλίας" (όχι εργατικοί) διατύπωσαν την άποψη ότι όλες οι εθνότητες και το ίδιο το έθνος είναι απαρχαιωμένες προλήψεις. Προυντονικός στιρνερισμός… […] Οι Άγγλοι γέλασαν πολύ, όταν άρχισα το λόγο μου λέγοντας ότι ο φίλος μας Λαφάργκ και οι άλλοι που κατάργησαν τις εθνότητες, απευθύνονται σε εμάς στα γαλλικά, δηλαδή σε μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνουν τα 9/10 της συνέλευσης» [Μαρξ, Γράμμα προς τον Ένγκελς, Ιούνιος 1866].

Αυτοί που πραγματικά πέφτουμε σε αντίφαση είμαστε όσοι σημερινοί αριστεροί απέναντι στο νεωτερικό «έθνος-κράτος» (σε κάποιες χώρες του πλανήτη έχει δεν έχει χρόνο ζωής δέκα χρόνων, στο Νότιο Σουδάν σκάρτα δύο) – απέναντι στην ειδική αυτή μορφή κρατικής εξουσίας και καταπίεσης κάνουμε το τριπλό λάθος: Πρώτα, να θεωρούμε ότι τα δύο συστατικά, έθνος και κράτος, είναι όντως ενιαία και αδιάσπαστα. Δηλαδή, να καταπίνουμε αμάσητη την αστική προπαγάνδα, πράξη που δεν έρχεται σε αντίθεση με τη δηλωμένη ετοιμότητά μας να «μην μασήσουμε». Ύστερα, κάνουμε το επόμενο λάθος, να βλέπουμε το έθνος ως όργανο καταπίεσης – το ίδιο ή και περισσότερο απ' το κράτος. Συνδέοντας, τέλος, το έθνος μ' ένα σύγχρονο φαινόμενο νομιμοποίησης της εξουσίας της αστικής τάξης πάνω στην υπόλοιπη κοινωνία (μέσω του «έθνους-κράτους» της) – με το φαινόμενο του εθνικισμού.

Για να γίνει αυτό περισσότερο κατανοητό, χρειάζεται μια βαθειά ιστορικοπολιτισμική μελέτη της έννοιας του έθνους, την οποία κατά τη γνώμη μας δεν καλύπτει ούτε το έργο του Eric Hobsbawm ούτε το έργο του Benedict Anderson – των πιο δημοφιλών για τη σημερινή Αριστερά, πάνω στο θέμα. Αλλά αυτό δεν είναι στις δυνάμεις αυτού του άρθρου. Ενδεικτικά μόνο και για προβληματισμό, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, που θεωρείται πως γράφτηκε μεταξύ 60μ.Χ. και 110μ.Χ., δηλαδή σε μια περίοδο γιγάντωσης και σκλήρυνσης των γραφειοκρατικών μηχανισμών του ρωμαϊκού κράτους, για χάρη της αυτοκρατορικής κυριαρχίας πάνω στους υποτελείς λαούς. Η λέξη «έθνος» αναφέρεται σ' αυτό 10 φορές σε διάφορες πτώσεις και στους δυο αριθμούς. Η δε άποψη ότι με τον όρο «έθνη» στην Καινή Διαθήκη εννοούνται όλοι μαζί «οι ειδωλολάτρες», και δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις και δεν απαντά ούτως ή άλλως στο ερώτημα γιατί όλοι μαζί «οι ειδωλολάτρες» να αποτελούσαν «έθνη» και όχι «έθνος». Παραθέτουμε, λοιπόν, το απόσπασμα ακουμπώντας νοερά στο τέλος ένα θαυμαστικό, με την έννοια της ομοιότητας των θέσεων των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και των Ιησού, Ματθαίου, παρά τους 17 αιώνες που τούς χωρίζουν, ως προς το θέμα τού ποιος καταπιέζει ποιον: το έθνος ή το κράτος;

Ματθ. 20, 25. Ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς είπεν οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. [Αλλά ο Ιησούς τούς προσκάλεσε και τούς είπε: «Ξέρετε ότι οι άρχοντες των εθνών ασκούν απόλυτη κυριαρχία πάνω στα έθνη κι εκείνοι με τα μεγάλα αξιώματα εξουσιάζουν τα έθνη, σαν να 'ναι υποζύγιά τους»].

Ανακεφαλαίωση

Είπαμε πως το άρθρο δεν αποβλέπει κι ούτε μπορεί να δώσει λύση στο ζήτημα του έθνους. Στο πλαίσιο αυτό, ελπίζουμε να φάνηκε απ' την παράθεση των απόψεων των Μαρξ και Λένιν πως το ζήτημα του έθνους συνδέεται, γι' αυτούς, άρρηκτα με το ζήτημα του κράτους. Όχι, όμως, με τον τρόπο που τό 'χει κατά νου η πλειοψηφία της σημερινής ελλαδικής Αριστεράς, μα εντελώς αλλιώς. Συγκεκριμένα, για τους Μαρξ και Λένιν, είναι ακριβώς το κράτος, ως όργανο καταπίεσης των υποτελών κοινωνικών τάξεων από την κυρίαρχη – είναι ακριβώς αυτό που κρατά τα έθνη διασπασμένα εσωτερικά σε κοινωνικές τάξεις.

Το κράτος δεν συμβιβάζει ταξικά συμφέροντα. Υπάρχει ακριβώς επειδή τα ταξικά συμφέροντα είναι ασυμβίβαστα, υπάρχει για να τα συντηρεί, να τα επιβάλλει, να τα βαθαίνει. Κι έτσι, η «ενότητα του έθνους», όπως την ονομάζει ο Μαρξ, δεν πραγματοποιείται. Αντίθετα, πάλι σύμφωνα με τον Μαρξ, χρειάζεται ν' αρχίσει το ξήλωμα του κράτους με την ταυτόχρονη ανάπτυξη ενός κοινοτικού συστήματος, που θα το αντικαταστήσει. Και είναι μονάχα τότε και έτσι, που «η ενότητα του έθνους οργανώνεται» (πολιτικά/πολιτειακά), για να πραγματωθεί οριστικά με την «εκμηδένιση της κρατικής εξουσίας». Μ' άλλα λόγια, το θρυμμάτισμα του κράτους  – αυτού του «παρασιτικού καρκινώματος στο σώμα του έθνους» – όχι μόνο δεν απομακρύνει απ' το έθνος, μα είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει έθνος ουσιαστικά, ως πραγματικά ενιαίο, κοινά συμφωνημένο – από τις επιμέρους κοινότητες – κοινωνικό σώμα.

Το ότι αυτά πίστευαν οι Μαρξ και Λένιν δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι έτσι είναι τα πράγματα. Σημαίνει, όμως, ότι όσοι τους επικαλούμαστε άμεσα ή έμμεσα, όταν αναφέρονται ζητήματα γύρω απ' το έθνος πρέπει ή να ξεκινάμε απ' τις πραγματικές θέσεις τους ή να μην τους επικαλούμαστε, μάλιστα βροντερά. Διαφορετικά δεν είμαστε ειλικρινείς ούτε με τους άλλους ούτε με τον εαυτό μας.

Και, κοντά σ' αυτό, δεν είμαστε ειλικρινείς όσοι με την πρώτη ξεσπαθώνουμε ενάντια στο έθνος, την ίδια στιγμή που προβάρουμε την κρατική περικεφαλαία: του βουλευτή, του περιφερειάρχη, του δημοτικού συμβούλου, του παρατρεχάμενου στο υπουργείο. Όσοι ντυνόμαστε ιππότες, για να κατοικήσουμε τον πύργο – αυτόν που βγαίνει ψηλά πάνω απ' τα χαμόσπιτα, για να θυμίζει κι όλες τις άλλες αποστάσεις – κοιτάζοντας μην πέσουμε στο σκαρφάλωμα, αντί να βοηθάμε στο γκρέμισμά του. Κι όσοι, απ' την άλλη, στο σκαρφάλωμα ίσα-ίσα επικαλούμαστε κι από πάνω «το έθνος» εκείνο, που δεν είναι παρά το λάφυρο και το υποζύγιο του αστικού κράτους, που πάμε να «στελεχώσουμε» – «το έθνος» στα μέτρα της αστικής τάξης και του σωβινισμού.

Δυο κρατούμενα

Όσο για το αν υπάρχει σήμερα ένα και μόνο έθνος, που ζει στην Ελλάδα, ας μην βιαστούμε ν' απαντήσουμε. Ας γυρέψουμε την απάντηση εν πλω, με σταθερή ρότα σ' αυτό που ο Λένιν περιέγραψε ως «θεληματική συνένωση των κοινοτήτων σε έθνος». Κι αυτό βρίσκεται μακριά από το κράτος – μάλιστα στον αντίποδά του, αφού στη θέση της επιβολής μπαίνει η θέληση, στη θέση του ταξικού κατακερματισμού η εθνική ενότητα (που έτσι δεν είναι «μια απάτη»…), στη θέση της γραφειοκρατίας οι κοινότητες.

Και όσο, τέλος, για τον όρο «κοινότητα», ας μην αγαναχτούμε οι «πολύ αριστεροί». Η γαλλική λέξη «κομμούνα» [commune] είναι, μεταφρασμένη στα ελληνικά. Μα η μετάφραση μιας λέξης δεν είναι σκέτη μεταφορά, κούφια μεταγραφή. Η μετάφραση αμέσως συνδέει ένα σύνολο εμπειριών με ένα άλλο, εδώ τις γαλλικές με τις ελληνικές. Κι αυτό δεν είναι εθνικισμός. Είναι διεθνισμός, εφαρμοσμένος πραχτικά. Γι' αυτό ο Λένιν στο Κράτος και Επανάσταση καταγράφει τον προβληματισμό του πώς θα μεταφράσει τον όρο «κομμούνα» στα ρωσικά. Όχι για ν' αποτυπωθεί σε λεξικά, μα για να τον πραγματώσει ο ρωσικός λαός σύμφωνα με τις δικές του, ιδιαίτερες εμπειρίες.

* Ο Νίκος Λάιος είναι Κοινωνικός Ανθρωπολόγος και Μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης

ΠΗΓΗ: 02 Σεπτέμβριος 2013, http://edromos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=12643:..AC&Itemid=51