ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Δοκίμιο του Αθανασίου Δ. Καραμπούζη**
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η δύναμη της φιλοσοφίας πάνω στις σύγχρονες επιστήμες είναι αδιαμφισβήτητη απ' όλες τις απόψεις. Αυτή είναι που καθορίζει τη μορφή τους, θέτει όρια σ' αυτές, τις εξελίσσει και εξελίσσεται μαζί τους. Ο κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με τέτοιου είδους μελέτες ονομάζεται επιστημολογία.
Εκ πρώτης όψεως, μια τέτοια συζήτηση μοιάζει να εκφυλίζεται a priori σε καθαρά θεωρητικούς στοχασμούς, αποκομμένους από την πραγματικότητα, αποκομμένους από το ίδιο το πεδίο της επιστημονικής σκέψης. Στις φυσικές επιστήμες τα πράγματα είναι λιγότερο θολά, καθώς έχουν να κάνουν λίγο ως πολύ με μια δοσμένη πραγματικότητα (αν και οι επιστημολογικές προσεγγίσεις αποτελούν κι εκεί χώρους διαμάχης). Εν τούτοις στις κοινωνικές- οικονομικές επιστήμες αποκτά τον χαρακτήρα στιβαρής άποψης- ιδεολογίας – που οικοδομεί θεωρίες, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν την καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Αυτές οι αντιθέσεις και θεωρησιακές συγκρούσεις εντός της επιστημονικής κοινότητας αποτελούν την κριτική των οικονομικών θεωριών. Επομένως η επιστημολογική μελέτη καθίσταται sine qua non προϋπόθεση για την συνεπή μελέτη της επιστήμης της οικονομίας και των ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων στο ιστορικό τους πλαίσιο.
Η ερώτηση- θεμέλιο που τίθεται στη βάση όλων αυτών των αναζητήσεων είναι η ύπαρξη αντικειμενικής αλήθειας ή όχι. Το παρόν πόνημα εξετάζει και τις δύο απόψεις με την καλύτερη δυνατή αμεροληψία, καθώς μια απλή ιστορική αναδρομή δεν είναι ο σκοπός μου. Περισσότερο μια συνοπτική παρουσίαση των θεωριών που επηρεάζουν μέχρι τις μέρες μας τις κοινωνικο- οικονομικές συζητήσεις, ανά την υφήλιο, στην ιστορική τους διάσταση και με κριτική διάθεση.
Η αρχή, «το κινούν αίτιο», γίνεται με τον Λογικό Θετικισμό και συνεχίζει με τους επιγόνους του, τον Karl Popper, Thomas Kuhn, Imre Laktos, για να κλείσει με την παράθεση των μεταμοντέρνων απόψεων, από την δεκαετία του '70, του Paul Feyerabend και άλλων «αναρχικών» μέχρι των ημερών μας, που υποστηρίζουν την μη ύπαρξη αντικειμενικότητας στην επιστήμη (εν αντιθέσει με τους προαναφερθέντες φιλοσόφους). Στη ροή του κειμένου παραθέτω αρκετές φορές, κατ' αντιδιαστολή με τις άνωθι θεωρήσεις, την μαρξιστική αντίληψη για τις κοινωνικές επιστήμες, χωρίς να αφιερώνω όμως ξεχωριστή ενότητα. Στο τέλος καταγράφω συμπεράσματα, απόσταγμα της ενασχόλησής μου με τον τομέα, ανάμικτα με προσωπικές απόψεις για την φύση των κοινωνικών επιστημών, σε σύνδεση με την παγκόσμια κρίση του 2008, καθώς και βιβλιογραφία προς βοήθεια του ενδιαφερόμενου (για πρωτογενές υλικό και αναλύσεις) αναγνώστη.
ΛΟΓΙΚΟΣ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Ο Λογικός θετικισμός είναι ένα φιλοσοφικό κίνημα, που γεννήθηκε στην καρδιά της Ευρώπης. Ο λεγόμενος «Κύκλος της Βιέννης» δραστηριοποιήθηκε στη δεκαετία 1920-30, όταν το corpus των βασικών συγγραφέων επιδόθηκε στην ενοποίηση όλων των κοινοτήτων (φιλοσοφικών) που προσιδίαζαν στο εμπειρισμό. Η ίδια η Βιέννη αποτελεί ήδη από το 1985, με τον Ernst Mach, προπύργιο της εμπειρικής φιλοσοφίας. Άλλοι πρωτοπόροι της εμπειρικής σκέψης, όπως οι Boltzmann και Adolf Stöhr αποτέλεσαν τη φιλοσοφική «μαγιά», το υπόβαθρο για το έργο του Moritz Schlick. Για πρώτη φορά συγκροτείται ρεύμα υπό την καθοδήγησή του. Το μεγαλύτερο μερίδιο στην επιρροή για τη διαμόρφωση του Κύκλου ως συμπαγές κίνημα, όμως, αποδίδεται στον Wittgenstein. Το έργο του, Tractatus logico-philosophicus , αποτέλεσε καταλύτη για τις εξελίξεις. Πλέον οι μεγάλοι του Θετικισμού έχουν σαν βάση της ερμηνείας των επιστημών (και συνεπώς της κοσμοαντίληψής των) αυτή την οπτική για τη γλώσσα που εισήγαγε ο Wittgenstein. Κατόπιν, στα 1930, εκδίδεται για πρώτη φορά από τους Carnap και Reichenbach το περιοδικό Erkenntnis, με σκοπό την προώθηση των ιδεών του ρεύματος και την συσπείρωση των οπαδών του.
Κατά τον Viktor Kraft, κοινή αφετηρία και συνισταμένη των Θετικιστών φιλοσόφων είναι η απόρριψη κάθε είδους Μεταφυσικής ως τρόπου γνώσης και η εξύψωση της επιστήμης και του ορθολογισμού. Στην πραγματικότητα ο Κύκλος της Βιέννης συνεχίζει μια μακρά παράδοση, που θέλει την λογική ως την μόνη προϋπόθεση για την κατανόηση του κόσμου, και, που ανάγεται στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Οι κλασσικοί άγγλοι εμπειρικοί (Bacon, Locke, Hume, Mill) ήταν αυτοί που επηρέασαν βαθύτατα τους Θετικιστές, οι οποίοι ονομάζονται και Νεοεμπειριστές. Η βάση της φιλοσοφίας των κλασσικών αυτών έγκειται στην αρχή της επαγωγής. Ο μόνος νόμος, η μόνη αλήθεια είναι αυτή που καθορίζεται από τα στοιχεία που συλλέγονται από την πραγματικότητα.
Παράδειγμα
Προκείμενες προτάσεις (στοιχεία): Ο ήλιος λάμπει. Ο ήλιος έλαμπε χθες. Ο ήλιος έλαμπε προχθές, κλπ. Συμπέρασμα: Ο ήλιος θα λάμπει αύριο.
Εδώ γίνεται φανερή η χρησιμότητα του επιστημονικού νόμου: η βελτίωση της ζωής του ανθρώπινου είδους μέσω της πρόβλεψης ενός ανασφαλούς μέλλοντος. Το νόημα αυτό του κάθε επιστημονικού νόμου έχει, άσχετα με την μεθοδολογία που ακολουθεί ο επιστήμονας (παραγωγική, επαγωγική), πάντα στόχο τέτοιου είδους προβλέψεις.
Στις απλοϊκές μεθόδους των άγγλων εμπειριστών προσέθεσαν πληθώρα μεθόδων, χάρη στην αλματώδη εξέλιξη της τεχνολογίας και στην πνευματική παρακαταθήκη της συμβολικής λογικής (Peano, Russell) στις παρυφές του 20ου αιώνα.
Ο θεμελιώδης φιλοσοφικός άξονας του Θετικισμού, γύρω από τον οποίο περιφέρεται η όλη φιλολογία του, είναι η εμπειρική τεκμηρίωση της επιστήμης, θεώρηση που τη διαχωρίζει από τη μεταφυσική και της προσδίδει τον χαρακτήρα της μόνης και απόλυτα ορθής γνώσης (επιστήμη που δεν τεκμαίρεται με βάση την αντικειμενική πραγματικότητα είναι μεταφυσική). Σ αυτή τη βάση, λοιπόν, μια θεωρία είναι επιστημονική εφ’ όσον επαληθεύεται εμπειρικά. Η επιστήμη έχει εδώ στατική δομή ενώ το περιεχόμενο των επιστημονικών θεωρημάτων και πορισμάτων είναι αδιάφορο. Η λογική δομή μιας επιστημονικής πρότασης είναι η πεμπτουσία του Θετικισμού.
Αυτή η λογική δομή είναι που καθορίζεται από την αντίληψή τους για τη γλώσσα. Ο νομιναλισμός τους αφορά στον καθορισμό, όχι μόνο αληθών και ψευδών προτάσεων, αλλά και προτάσεων με ή χωρίς νόημα. Έτσι όπως μια λογική, έτσι και μια επιστημονική πρόταση είναι ανάξια συζήτησης εφ’ όσον δεν περιέχει νόημα, το οποίο πηγάζει απ’ τα εμπειρικά δεδομένα. Με άλλα λόγια ο καθορισμός μιας επιστήμης είναι ο καθορισμός του συνόλου των προτάσεων με νόημα που την συνθέτουν.
Παράδειγμα
Πρόταση χωρίς νόημα: Ο χρόνος είναι μεγάλος.
Πρόταση με νόημα: Ο χρόνος είναι απόλυτο μέγεθος.
Η 2η πρόταση, ανεξαρτήτως αν είναι αληθής η ψευδής, αποτελεί επιστημονική πρόταση. Η διερεύνηση της αληθείας της αφορά το περιεχόμενο και όχι τη δομή της και θα εξαρτηθεί από τα εμπειρικά δεδομένα για την επαλήθευση ή απόρριψή της.
Περνώντας τώρα στο οικονομικό πεδίο, διαπιστώνουμε ότι η κυρίαρχη συνεισφορά του Θετικισμού είναι η συζήτηση για την θετική και την κανονιστική οικονομική, διάκριση επίκαιρη μέχρι τις μέρες μας.
Επιχειρώντας μια σύντομη προσέγγιση (καθώς έχει χυθεί άπλετο μελάνι επί του ζητήματος) μπορούμε να θεωρήσουμε ως θετική οικονομική την ανάλυση της συμπεριφοράς των οικονομούντων ατόμων στη βάση συλλεχθέντων δεδομένων. Κατ’ ουσίαν, αυτό που ενδιαφέρει είναι το αν οι προτάσεις που διατυπώνονται είναι επαληθεύσιμες από τα πραγματικά στοιχεία. Στο επίκεντρο βρίσκονται τα γεγονότα ενώ οι σχέσεις αιτίου-αιτιατού υπόκεινται σε διαρκή έλεγχο. Μπορούμε να πούμε ότι απαντά στο ερώτημα «τι είναι…»
Παραδείγματα
– Το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται όσο μειώνεται το επίπεδο τιμών των προϊόντων.
– Η τιμή του γάλακτος αυξήθηκε τα τελευταία 3 χρόνια κατά 1 €.
Είναι προφανής η δυνατότητα ελέγχου επαλήθευσης των παραπάνω οικονομικών προτάσεων.
Τον διαχωρισμό αυτό πρώτος ξεκίνησε ο John Neville Keynes το 1891 αλλά έγινε πλήρως αποδεκτός χάρη σ’ ένα δοκίμιο του Milton Friedman το 1953. Τα τελευταία χρόνια η επαληθευσιμότητα σαν βασικός όρος για την επιστημονικότητα των προτάσεων κερδίζει έδαφος, χάρη στην αλματώδη εξέλιξη της τεχνολογίας, καθώς τα οικονομετρικά μοντέλα, το κατεξοχήν πρακτικό εργαλείο στα χέρια των κοινωνικών επιστημόνων, σχεδιάζονται πλέον εύκολα και ταχύτατα και ο έλεγχος επαλήθευσης καθίσταται ρουτίνα. Φυσικά μέχρι την οικονομική κρίση των ημερών μας, όπου οι κανονικές επιστημονικές νόρμες τείνουν να αμφισβητούνται.
Κι εδώ υπεισέρχεται η κανονιστική οικονομική. Θα μπορούσαμε να την ορίσουμε, επιφανειακά ως την «ανάμιξη της ιδεολογίας στο επιστημονικό πεδίο», κάτι που απεύχονταν οι Θετικιστές (και εξακολουθεί να προκαλεί αντιδράσεις). Είναι αυτή η παραγωγική λογική που παίρνει προτεραιότητα εδώ, με το ανθρώπινο μυαλό να κανονίζει τους οικονομικούς νόμους και να «εξαναγκάζει» τα στοιχεία, αν μου συγχωρείτε την έκφραση, να αλλάξουν και να προσαρμοστούν στο καθορισμένο πλαίσιο. Είναι η επιστήμη του «πως θα έπρεπε να είναι…».
Παράδειγμα
Η τιμή του γάλακτος πρέπει να είναι στα 0,80 € για να μπορούν όλα τα στρώματα να εξασφαλίζουν τις απαραίτητες ποσότητες.
Εδώ διαφαίνεται ότι τα στοιχεία θα πρέπει να συμβιβαστούν μ’ ένα κατασκεύασμα της ανθρώπινης διάνοιας. Που φυσικά δεν θα υπόκειται σε έλεγχο επαλήθευσης επ’ ουδενί τρόπω. Η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα «χειραγωγείται» από το προϊόν του μυαλού.
Η προσέγγιση αυτή στην επιστημολογία είναι γνωστή ως κονστρουκτιβισμός. Η επιστημονική αλήθεια, δηλαδή, κυρίως η κοινωνικο-οικονομική, κατασκευάζεται (construct) από τους επιστήμονες και δεν προϋπάρχει αυτούσια. Κύριοι εκφραστές αυτής της άποψης είναι ο Karl Marx και οι επίγονοί του, αν και οι τελευταίοι τείνουν να επιδοκιμάζουν ως ένα βαθμό τη χρήση οικονομετρικών μεθόδων στην επαλήθευση των παραχθέντων πορισμάτων. Στη Δύση, ο νομπελίστας οικονομολόγος Amartya K. Sen, στο βιβλίο του Collective Choice and Social Welfare (1970), αναλύει εκτενώς τις δύο προσεγγίσεις, κάνοντας αρκετά ενδιαφέρουσες επισημάνσεις.
Χαρακτηριστικότερο απ’ όλα είναι το παράδειγμα της θεωρίας της αξίας για να καταδειχθεί η αγεφύρωτη απόκλιση των δύο απόψεων. Ενώ οι πρώτοι οικονομολόγοι και ο Marx υποστηρίζουν συγκεκριμένες (και διαφορετικές, ως γνωστόν) θέσεις για την «εσωτερική» αξία των οικονομικών αγαθών, η θεωρία της αγοράς, κυριαρχούσα σήμερα, δέχεται την ανταλλακτική αξία ως την μόνη αμιγώς επιστημονική θεωρία, καθώς οι νόμοι της ζήτησης και προσφοράς, που καθορίζουν την ανταλλακτική αξία ενός αγαθού, είναι, απλούστατα, επαληθεύσιμοι. Και επιβεβαιώνεται έτσι η βασική αρχή του Θετικισμού στην οικονομική επιστήμη.
Κλείνοντας αυτή την ενότητα, θα ήθελα να κάνω ορισμένες επισημάνσεις, σχετικά με την εφαρμογή του Λογικού Θετικισμού στην οικονομική επιστήμη. Ο Κύκλος της Βιέννης μικρή έως ελάχιστη επιρροή είχε στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία, καθώς παρέμεινε ένα περιθωριακό ρεύμα. Μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και την μετανάστευση των Γερμανών εκπροσώπων του στην Αμερική βρήκε ευήκοα ώτα στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Η αιτία μπορεί να αναζητηθεί σε μια σειρά από ιστορικά γεγονότα: 1ον η παράδοση του εμπειρισμού στην Αγγλία και η διάδοσή της ως κυρίαρχης κοσμοαντίληψης και στον Νέο Κόσμο, 2ον η οικονομοκεντρική θεώρηση της ανάπτυξης στην Αμερική του 50’, με την εκτόξευση της κατανάλωσης και την θεώρησή της ως πυλώνα της οικονομικής μεγέθυνσης, 3ον μιας μεγέθυνσης που προσλάμβανε τα χαρακτηριστικά της ισχύος και του πλούτου της αναδυόμενης αμερικανικής υπερδύναμης και 4ον η ανάγκη σαφούς ιδεολογικής διαφοροποίησης από το αντίπαλον δέος, το ανατολικό μπλοκ, με τις κονστρουκτιβιστικές του αντιλήψεις, που διέτρεχαν κάθε έκφανση της επιστήμης, της γνώσης και του ανθρώπινου γίγνεσθαι. Χάρη σε αυτές τις αιτίες, ιστορικής, περισσότερο, φύσεως, ο Λογικός Θετικισμός μεσουράνησε στην δυτική οικονομική σκέψη του 20ου αιώνα, και καθορίζει ακόμη και στις μέρες μας τις απόψεις μεγάλου τμήματος της επιστημονικής κοινότητας.
Ο KARL POPPER ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΑΨΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑΣ
Από τα πρώτα του βήματα ο Λογικός Θετικισμός συνάντησε την αμφισβήτηση από πάσα κατεύθυνση σχετικά με το εμπειρικό κριτήριο, ως απόλυτο μέγεθος. Την ίδια εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Karl Popper συνδέθηκε στενά με τον Κύκλο της Βιέννης και θεωρήθηκε αυθαίρετα από πολλούς διανοητές (π.χ. η σχολή της Φρανκφούρτης) ότι συμμερίζεται πλήρως τις απόψεις των Λογικών Εμπειριστών και ανήκει στις τάξεις τους. Στην πραγματικότητα όμως, ο ίδιος απέρριψε τη βασική τους θεώρηση για το κριτήριο της επαλήθευσης (verification), αντιπροτείνοντας το κριτήριο της διαψευσιμότητας και συνεχίζοντας σε παράλληλο δρόμο με τους προκατόχους του, ως προς την εξάρτηση της επιστήμης από τα στοιχεία.
Ο Popper, έχοντας περάσει από πολλά στάδια της ευρωπαϊκής διανόησης (κάποια περίοδο διατέλεσε σφοδρός υπέρμαχος του Μαρξισμού και μέλος της αυστριακής σοσιαλιστικής νεολαίας), ανέπτυξε ένα οξύ φιλοσοφικό κριτήριο και το ανήγαγε σε αυτοσκοπό της θεωρίας του. Εφαλτήριο για τη διαφοροποίηση του σε σχέση με τους Θετικιστές αποτέλεσε η ασυμμετρία μεταξύ επαλήθευσης και διάψευσης, που την τελευταία υποστήριξε σθεναρά στα ογκώδη έργα του. Χρησιμοποίησε τον λογικό νόμο modus tollens για να καταδείξει αυτή την ασυμμετρία:
Αν p και q είναι λογικές προτάσεις, τότε ισχύει η σχέση: (p→ q) → (-q→ -p). Δηλαδή, εφ’ όσον το q είναι άμεση απόρροια του p, τότε ενδεχόμενη άρνηση του q συνεπάγεται διάψευση του αρχικού p. Σε αντίθεση τώρα, καθώς η σχέση (p→ q) είναι μονόδρομη, η επιβεβαίωση αληθείας του q δεν συνεπάγεται απαραίτητα και αληθές p.
Συνεπώς η επαγωγή ακυρώνεται στην πράξη, καθώς δεν υφίσταται πεπερασμένος αριθμός παρατηρήσεων που να επιβεβαιώνει μια επιστημονική πρόταση. Εδώ υπεισέρχεται η έννοια της διάψευσης, η οποία εύκολα επιτυγχάνεται με μία μόνο αρνητική παρατήρηση. Έτσι το κριτήριο της διαψευσιμότητας μιας επιστημονικής θεωρίας αποκτά απόλυτη δυναμική.
Τα ερώτημα λοιπόν «τι είναι επιστήμη;» το απαντά ο Popper ως εξής: επιστημονική είναι μια θεωρία, η οποία υπόκειται συνεχώς στον έλεγχο διαψευσιμότητας. Δεν υφίσταται, κατ’ αυτό τον τρόπο, απόλυτη επιστημονική αλήθεια, καθώς κάθε θεωρία κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να διαψευσθεί. Είναι έγκυρη μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
Αυτή η επιφυλακτικότητα εξηγείται από την αγωνιώδη προσπάθεια εγκατάλειψης κάθε δογματισμού στο πεδίο της επιστήμης και την αντικατάστασή του από την κριτική δυνατότητα, εξυψώνοντας, όμως, όπως και οι Θετικιστές, τα εμπειρικά δεδομένα στη σφαίρα του απόλυτου.
Στην οικονομική, αυτή η εφαρμογή των ιδεών του Popper επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την σύγχρονη σκέψη και εξακολουθεί να καθορίζει πολιτικές ακόμη και σήμερα. Στην βιβλιογραφία, αναφέρεται ως χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η ποσοτική θεωρία του χρήματος, η βάση της μονεταριστικής θεώρησης του Milton Friedman. Μία ποσοστιαία μεταβολή της ποσότητας χρήματος συνεπάγεται και αντίστοιχη ποσοστιαία μεταβολή στο επίπεδο τιμών. Μπορούμε γενικά να πούμε ότι εκφράζεται η αιτιατή σχέση ποσότητας κυκλοφορούντος χρήματος και πληθωρισμού.
Σε μια τέτοια μαθηματική σχέση, λοιπόν, που επαληθευόταν προσωρινά από τις μετρήσεις, ο Popper θα διατεινόταν ότι η θεωρία δεν διαψεύστηκε, χωρίς να σημαίνει ότι έχει γίνει οριστικά αποδεκτή, καθώς κάποιο ενδεχόμενο οικονομετρικό υπόδειγμα με καλύτερα ποιοτικά στοιχεία (καλύτερη εξειδίκευση, χαμηλότερου βαθμού προβλήματα διαταρακτικού όρου και συντελεστών κλπ) θα μπορούσε να διαψεύσει τις αρχικές υποθέσεις της θεωρίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει δύο πράγματα: 1ον, ότι πρόκειται για αμιγώς επιστημονική θεωρία, αφού υπόκειται σε έλεγχο διαψευσιμότητας και ,2ον, ότι τη δεχόμαστε με επιφύλαξη εξαιτίας της πιθανότητας αναίρεσής της στο μέλλον.
Εξαιτίας αυτής της «ανασφάλειας» που αποπνέει η επιστημολογική θεωρία του Popper, αντιπροτείνονται ορισμένες χαρακτηριστικές τεχνικές για την ισχυροποίηση των επιστημονικών θεωριών. Συγκεκριμένα υποστηρίζει τον ανταγωνισμό μεταξύ των θεωριών, με την έννοια ότι η μέχρι στιγμής αδιάψευστη επιστημονική θεώρηση είναι και πρέπει να είναι η επικρατούσα. Επίσης δίνει μεγάλη έμφαση στις ad hoc προσθήκες στις θεωρίες, για να βελτιώσουν πτυχές τους που δεν αναιρούνται από τον έλεγχο διαψευσιμότητας. Η μόνη περίπτωση, έτσι, να παρέλθει η ισχύς μιας επικρατούσας θεωρίας είναι να μορφοποιηθεί μια γενικότερη θεωρία, που θα περιλαμβάνει την προηγούμενη σαν υποσύνολο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γενικής Θεωρίας του Keynes, η οποία μόνο γενική δεν ήταν(!), αφού περιλήφθηκε σαν υποπερίπτωση στην Νεοκλασικής Θεωρίας. Γενικά, η επιστημονική εξέλιξη και πρόοδος μέσω του ανταγωνισμού αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ποππεριανής φιλοσοφίας.
ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ THOMAS KUHN
Η θετικιστική και ποππεριανή επιστημολογία μεσουρανούσε στην περίοδο 1940-1960,με την επιστημονική επαγωγή να αποτελεί τον απόλυτο κυρίαρχο στη μεθοδολογία που χρησιμοποιούσαν οι επιστήμονες. Στις αρχές της δεκαετίας, όμως, του 60΄ επέρχεται η ρήξη με τις θέσεις αυτές, σαν πρώτη αντίδραση στη λογική του άκρατου εμπειρισμού και της μαθηματικής λογικής στην ερμηνεία του ρόλου των επιστημών. Ο Thomas Kuhn δημοσιεύει το ρηξικέλευθο έργο του Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων και ένα νέο ρεύμα είναι ήδη γεγονός *. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν την δυναμική της ίδιας της ιστορίας στη διαμόρφωση της επιστήμης, με τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά, σε αντιδιαστολή με την τυπική λογική των Θετικιστών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι σχετικιστές, όπως ονομάζονται αυθαίρετα, καθώς ουδέποτε υπήρξαν συγκροτημένη ομάδα, στις θεωρήσεις τους εμπεριέχουν την ανθρώπινη δημιουργικότητα, σε επίπεδο ατόμου και όχι κοινωνίας (μαρξιστική θεώρηση). Οι επιστημονικές θεωρίες είναι ιστορικές οντότητες με δικαίωμα τόσο στην αλήθεια όσο και στο λάθος. Αυτή είναι και η προσφορά τους, κατά τους σχετικιστές: η βελτίωση του ανθρώπου και όχι η ανακάλυψη της απόλυτης αλήθειας.
Στο έργο του ο Kuhn εισάγει μια νέα έννοια- θεμέλιο για την επιστημολογική του ανάλυση, το paradigm. Ο ίδιος το ορίζει σαν «ένα τρόπο να βλέπει κανείς τον κόσμο και να ασκεί επιστήμη σ’ αυτόν». Στην ουσία, πρόκειται για ένα σύνολο αξιωμάτων το οποίο γίνεται αποδεκτό από το μεγαλύτερο κομμάτι της επιστημονικής κοινότητας. Η όποια έρευνα εστιάζει στη δημιουργία νέων πορισμάτων, στην επέκταση του οικοδομήματος, χωρίς να αμφισβητούνται οι βασικές υποθέσεις. Ο λόγος, κατά τον Kuhn, για τον οποίο επιβάλλεται να υπάρχει ενιαίο υπόδειγμα, είναι ότι αποτελεί τον μόνο οργανωμένο τρόπο μια θεωρία να προσελκύσει οπαδούς. Το πώς ανατρέπεται η καθεστηκυία τάξη στην επιστήμη περιγράφεται λίγο παρακάτω.
Ο Kuhn εισάγει ένα νέο ολόκληρο μοντέλο ανάπτυξης μιας επιστημονικής θεωρίας, στη βάση της έννοιας paradigm. Από το προεπιστημονικό στάδιο, και με τη βοήθεια ενός νέου paradigm και της επιστημονικής κοινότητας που το προωθεί, οδηγούμαστε στη φυσιολογική επιστήμη. Εδώ αναπτύσσεται η επιστημονική έρευνα στις δεδομένες βάσεις του υποδείγματος. Η έρευνα παίρνει και εμπειρική μορφή για την καλύτερη τεκμηρίωση των προϊόντων της (βλέπουμε ότι ο Kuhn συμμερίζεται τη χρησιμότητα του εμπειρισμού, χωρίς να τον ανάγει σε απόλυτο κριτήριο).
Σ’ αυτό το σημείο όμως υπεισέρχεται η έννοια της ανωμαλίας. Όταν αυτή εμπειρική έρευνα φέρει μη αναμενόμενα συμπεράσματα, με βάση τις a priori υποθέσεις, τότε είναι ένα πρώτο σημάδι περαιτέρω ελέγχου. Πολλές ανωμαλίες μπορεί να οδηγήσουν σε αμφισβήτηση του αρχικού υποδείγματος. Αυτό και πάλι είναι σχετικό όμως, καθώς το πλήθος των ανωμαλιών που οδηγεί στη ανατροπή είναι θολά καθορισμένο και εξαρτάται από τις κρίσεις των ερευνητών. (Στην πραγματικότητα η σχετικότητα μιας επιστημονικής θεωρίας έγκειται στην υπερβολική αξία που προσδίδεται στην επιστημονική κοινότητα, που είναι το νέο κριτήριο ελέγχου της επιστήμης, κατά τον Kuhn.) Η συσσώρευση πολλών τέτοιων νεφών, πάντως, οδηγεί σε περίοδο κρίσης, με χαρακτηριστικό την ύπαρξη της ιδιόρρυθμης επιστήμης. Ο όρος αυτός υποδηλώνει τη συγκρουσιακή συνύπαρξη περισσότερων του ενός paradigm, σε μια ιστορική περίοδο που χαρακτηρίζεται από ρωγμές σε θεμελιώδεις δομές και πλήρη αμφισβήτηση.
Εδώ υπεισέρχεται η κεντρική έννοια του έργου που είναι η επιστημονική επανάσταση. Υπάρχουν κάποια αόρατα «στεγανά», όπως προανέφερα, ένα άγνωστο πλήθος ρωγμών στη παραδοσιακή αντίληψη, που όταν ξεπεραστεί έχουμε οριστική ρήξη. Η περίοδος, κατά την οποία η επιστημονική επανάσταση λαμβάνει χώρα, χαρακτηρίζεται από αναρχία στην κοινότητα των επιστημόνων και τη δημιουργία πολλών και διαφορετικών τάσεων, με αξιωματικές διαφορές. Καμία επιστημονική επιχειρηματολογία δεν ευδοκιμεί εδώ. Η κριτική σκέψη παραχωρεί τη θέση της στην πειθώ (με όποια μέσα, πολλές φορές) και κατά συνέπεια στην απλή πεποίθηση- πίστη- ότι μια θεωρία είναι σωστότερη από μια άλλη, χωρίς ίχνος ερευνητικής διεργασίας, χωρίς κριτήρια επαλήθευσης, που τις περισσότερες φορές είναι προϊόν απλής δημαγωγίας της επιστημονικής κοινής γνώμης. Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα σφυρηλατείται η νέα θεώρηση των πραγμάτων, που δεν αποκλείεται να είναι λανθασμένη σε σχέση με κάποια άλλη αντιπρόταση, καθώς είναι πολύ πιθανόν να κυριάρχησε με πλάγιους τρόπους, λίγο ως πολύ.
Ο κύκλος συνεχίζεται αέναα με τη δημιουργία της νέας επιστημονικής κοινότητας, που οικοδομεί τα θεωρήματα και πορίσματα της καινής φυσιολογικής επιστήμης κ.ο.κ.
Στην οικονομική επιστήμη, οι ανωμαλίες στη βασική θεωρία, που προανέφερα, τείνουν να ονομάζονται παράδοξα. Ένα παράδοξο οξύνει την αμφισβήτηση στην καθιερωμένη θεωρία, αλλά δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για την ανατροπή της. Το πιο πιθανόν είναι ο ερευνητής (που ενστερνίζεται, φυσικά, πλήρως την φυσιολογική θεώρηση) να καταλήξει στην ανεπάρκεια των εκτιμητικών μεθόδων σαν αιτιολογία για την εμφάνιση ενός παραδόξου, παρά σε αδυναμία ερμηνείας από το ισχύον υπόδειγμα.
Το πιο γνωστό παράδοξο είναι αυτό του W. Leontief, το οποίο διαψεύδει τις υποθέσεις του κλασικού υποδείγματος της Θεωρίας του Διεθνούς Εμπορίου, των σουηδών οικονομολόγων Heckscher- Ohlin. Η εν λόγω θεωρία (ισχύουσα, σε γενικές γραμμές, μέχρι και τις μέρες μας) υποστηρίζει ότι μια χώρα, όπου αφθονεί ο συντελεστής παραγωγής «εργασία» , εξάγει εργασία και εισάγει αυτό που της λείπει, δηλαδή κεφάλαιο, και αντιστρόφως. Ο Leontief, με τη μήτρα εισροών- εκροών, απέδειξε ότι οι ΗΠΑ εξάγουν εργασία και εισάγουν κεφάλαιο, παρόλο που η οικονομία τους είναι εντάσεως κεφαλαίου. Φυσικά μία μόνο τέτοια ανωμαλία στο αρχικό υπόδειγμα δεν στάθηκε ικανή να το ανατρέψει. Έτσι η βασική θεώρηση του υποδείγματος παραμένει κυρίαρχο δόγμα, που καθορίζει το διεθνές εμπόριο μέχρι σήμερα. Ίσως η κρίση του 2009 οδηγήσει αυτή τη φορά σε πληθώρα παραδοξοτήτων και εισέλθουμε σε φάση γενικευμένης αμφισβήτησης των κανόνων του εμπορίου, το οποίο ενισχύει πολλές στρεβλώσεις, ενώ οι βασικές υποσχέσεις του στον Τρίτο Κόσμο, περί πλουτισμού του κάθε έθνους, έχουν μείνει μέχρι σήμερα μετέωρες, χωρίς ιδιαίτερα σημαντικά βήματα προς την εξάλειψη της φτώχειας, της πείνας και των άλλων «παραδόξων», που ταλαιπωρούν απ’ αρχής την ανθρωπότητα.
____________________________________________________________
* Αν και ουδέποτε υπήρξε συγκροτημένο ρεύμα. Τα «μέλη» προέρχονται από διαφορετικές φιλοσοφικές παραδόσεις και από το 70’ ακολουθούν διαφορετικούς διανοητικούς δρόμους. Οι απόψεις τους έχουν απλά μια κοινή συνισταμένη, που αφορά 1) στην ιστορική ιδιότητα και,
2) στην υποκειμενικότητα της επιστήμης, αφού υπεισέρχεται ο ατομικός παράγων.
ΤΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ LAKATOS
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 60’, δύο βασικές θεωρήσεις της επιστήμης είχαν αποκρυσταλλωθεί: η διαψευσιμότητα (γνήσιο τέκνο του εμπειρισμού) του sir Karl Popper και η ιστορική και επαναστατική πτυχή των επιστημών (πάντα σε επίπεδο ατομικό, σε αντίθεση ,με την μαρξιστική αντίληψη της εξέλιξης της επιστήμης) του Thomas Kuhn. Τα πράγματα δείχνουν άλλη μια φορά να ανατρέπονται στο επιστημολογικό πεδίο χάρη στον Ούγγρο μαθηματικό και φιλόσοφο Imre Lakatos, στα τέλη του 60’ και στις αρχές του 70’.
Ήταν αυτός που προσπάθησε να συγκεράσει τις δύο αντίπαλες τάσεις, ενώ θεωρείται και θεμελιωτής της Οικονομικής σαν επιστήμης, με όρους φιλοσοφικούς, που εισάγει στο επιστημολογικό του υπόδειγμα.
Αυτό που ονόμαζε «επιστημονική θεωρία» ο Popper ή «παράδειγμα» ο Kuhn, είναι στην ουσία διακλαδώσεις που ανάγονται σ’ ένα κοινό κορμό, ένα σκληρό πυρήνα που λέγεται ερευνητικό πρόγραμμα. Μια επιστημονική κοινότητα ενώνεται κάτω από αυτό το κοινό σύστημα αξιών και αξιωμάτων και αποκτά πίστη σ’ αυτές τις «αρχέγονες» υποθέσεις. Η περαιτέρω επιστημονική διεργασία (έλεγχοι, θεωρήματα, πορίσματα) ονομάζεται ευρετική. Αρνητική ευρετική είναι το σύνολο των προς αποφυγήν δρόμων της επιστημονικής έρευνας, ενώ θετική χαρακτηρίζονται οι αποδεκτοί (με βάση την προκαθορισμένη από την κοινότητα μεθοδολογία, κάτι που επιβάλλει η θεώρηση του Lakatos) μέθοδοι κτίσης του ευρύτερου οικοδομήματος της επιστημονικής θεωρίας. Αυτό το οικοδόμημα χαρακτηρίζεται ως το σύνολο των βοηθητικών υποθέσεων, το οποίο στόχο έχει (όπως και η επιστημονική κοινότητα που το αναπτύσσει) την προστασία του ερευνητικού προγράμματος από ενδεχόμενους καταστροφικούς γι’ αυτό ελέγχους. Και εξηγούμαι.
Το υπέρτατο καθήκον των επιστημόνων είναι η προάσπιση των υποθέσεων που ασπάζονται. Έτσι εφευρίσκουν, βάσει αυτών, νέα πορίσματα και θεωρήματα, επεκτείνοντας την προστατευτική ζώνη, όσο δύνανται περισσότερο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, πιθανές απορρίψεις των υποθεωρήσεων αυτών δεν συνεπάγονται οπωσδήποτε αδυναμία του αρχικού υποδείγματος. Έτσι, αναπτύσσονται καινούργια ad hoc βοηθητικά θεωρήματα που επαληθεύονται πλέον από τα εμπειρικά δεδομένα, που έκαναν τη «ζημιά». Εδώ διαφαίνεται και μια βασική διαφορά με την ποππεριανή φιλοσοφία, που απέρριπτε κάθε σκέψη για υιοθέτηση ad hoc υποθέσεων.
Η διάφορα, σε σχέση με τον Kuhn τώρα, έγκειται στην έννοια του «παραδείγματος». Κατά τον Lakatos, μπορούν την ίδια ιστορική περίοδο να κυριαρχούνε πάνω από ένα ερευνητικά προγράμματα, με τους δικούς τους πιστούς οπαδούς, ενώ ακόμη και στο ίδιο πρόγραμμα, στην προστατευτική του ζώνη, ενδέχεται να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις. Σε αντίθεση με τον Kuhn, που πρεσβεύει το ότι ένα «παράδειγμα» είναι ο απόλυτος κυρίαρχος μιας χρονικής περιόδου.
Επίσης, όταν αναφερόμαστε σ’ αυτή την προστατευτική ζώνη ενός προγράμματος, πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτή καθορίζει την βιωσιμότητα και την κυριαρχία του. Ένα πρόγραμμα με επιτυχημένη ανάπτυξη της ζώνης χαρακτηρίζεται ως προοδευτικό και είναι πολύ πιθανόν να μπορεί επί μακρόν να ανταπεξέρχεται στην «απειλή» των εμπειρικών δεδομένων. Σε αντίθετη περίπτωση, λέμε ότι είναι εκφυλισμένο. Η επιστημονική επανάσταση συντελείται ακριβώς όταν ένα ερευνητικό πρόγραμμα ερμηνεύει καλύτερα την πραγματικότητα από ένα άλλο. Σύντομα το τελευταίο εγκαταλείπεται, ίσως όμως μόνο προσωρινά, καθώς πολλές θεωρίες ξαναέρχονται στο προσκήνιο κάποια χρόνια αργότερα, όταν βελτιώνονται από τους εναπομείναντες οπαδούς και, φυσικά, οι συνθήκες ευνοήσουν την επανεμφάνισή τους.
Στην πραγματικότητα, ενώ η λογική του Popper επιτάσσει να απορρίπτουμε ένα πρόγραμμα που έχει διαψευστεί ή να το υπερασπίζεται η πιστή του επιστημονική κοινότητα (σε περιόδους φυσιολογικής επιστήμης), κατά τον Kuhn, το ερευνητικό πρόγραμμα «θυσιάζει» κομμάτια της προστατευτικής ζώνης του, προκειμένου να «επιβιώσει» και φυσικά όσο πιο προοδευτικό είναι, τόσο πιο αποτελεσματικά ανθίσταται. Αν δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί επαρκώς σε κάποιο νέο πρόγραμμα, τότε προσθέτει διαρκώς ad hoc υποθέσεις στην ζώνη του, οι οποίες μόνο πρόσκαιρα επεξηγούν και προβλέπουν τα εμπειρικά δεδομένα. Το πρόγραμμα σταθερά πλέον εκφυλίζεται.
Ο Σπύρος Λάτσης, γόνος της γνωστής οικογένειας ελλήνων εφοπλιστών, υπήρξε στενός φίλος του Lakatos και ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε τη μεθοδολογία του στον οικονομικό τομέα με το κλασικό άρθρο του (case study, συγκεκριμένα) στο περιοδικό The British Journal for the Philosophy of Science, στο οποίο καταφερόταν εναντίον της μεθοδολογίας του Milton Friedman, αποδεικνύοντας, στη βάση των αρχών του Lakatos, ότι επρόκειτο περί ψευδοεπιστήμης. Ποτέ δεν κατόρθωσε η μεθοδολογία που ακολούθησε ο Friedman να προβλέψει κάποια από τα νέα δεδομένα που ήρθαν στην επιφάνεια, μέχρι τον Αύγουστο του 72’, οπότε και εξεδόθη το άρθρο.
Παρ’ ολ’ αυτά, ο μονεταρισμός εξελίχθηκε σε κυρίαρχο δόγμα, με την αυτορρύθμιση των αγορών σαν βασική πολιτική έκφρασή του στη δεκαετία του 80’ (Ρέιγκαν στην Αμερική, Θάτσερ στην Αγγλία), ενώ ο κεϋνσιανισμός εκφυλίστηκε. Το σίγουρο είναι ότι η κατεύθυνση προς την αυτορρυθμιζόμενη αγορά και τη μικρότερη κρατική παρέμβαση συνεχίστηκε και στη δεκαετία του 90’, ακόμη και από τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις του βορείου ημισφαιρίου, ενώ τα αποτελέσματα είναι εμφανή μέχρι τη σημερινή κρίση, όπου η αντίληψη των ηγετών στρέφεται προς περισσότερο κεϋνσιανές πολιτικές, ενώ η επιστημονική κοινότητα βρίσκεται σε αναταραχή, σε περίοδο «επαναστατική» (για να μην ξεχνάμε τον Kuhn!). Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι το νόμπελ οικονομίας για το 2008 δόθηκε στον Paul Krugman, πολέμιο της μη εποπτευόμενης αγοράς και υπέρμαχο περισσότερο κρατικών δράσεων (γενικεύοντας λίγο παραπάνω)…
Ρούμπενς: Οι τέσσερις φιλόσοφοι.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ Ή ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Το 1975 εξεδόθη ένα βιβλίο το οποίο αποτέλεσε τομή στον τομέα της φιλοσοφίας της επιστήμης, με συνακόλουθες απορρίψεις και επιδοκιμασίες στην νέα οπτική (όπως και η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, άλλωστε): το Against Method του Paul Feyerabend.
Κι ενώ μέχρι πρότινος οι μεγάλοι επιστημολόγοι, λίγο ως πολύ αποδέχονταν την παντοδυναμία των εμπειρικών μεθόδων του Λογικού Θετικισμού, ο Feyerabend μοιάζει να απομακρύνεται περαιτέρω, ασπαζόμενος ένα ιδιότυπο είδος φιλοσοφικού αναρχισμού.
Αυτό που κάνει, επί της ουσίας, είναι να απορρίπτει κάθε μορφή μεθοδολογίας (επαλήθευση, ανάλυση υπό το πρίσμα παρελθουσών θεωριών- ιστορικός παράγοντας κλπ) και να αντιπροτείνει σαν μόνο εργαλείο επιστημονικής προόδου την ανθρώπινη δημιουργικότητα και φαντασία των ερευνητών. Θεωρεί εμπόδιο στα ανθρώπινα αυτά χαρακτηριστικά κάθε είδους συστημική προσέγγιση και παροτρύνει τους επιστήμονες να χρησιμοποιούν όποια μέθοδο τους εξυπηρετεί, έστω και μακράν ξεπερασμένη (“anything goes”).
Στη συνέχεια, επηρεασμένος εμφανώς από την εσωτερική φιλοσοφία του Kierkegaard και την άρνηση της απόλυτης αλήθειας από τους αρχαίους έλληνες σοφιστές, ο Feyerabend εισάγει την ρητορική και κοινωνιολογική θεώρηση της επιστήμης. Διατείνεται ότι καμία αντικειμενικότητα δεν υπάρχει κι ότι όλα στηρίζονται στην ρητορική δεινότητα του επιστήμονα, στο πόσο πειστικά είναι τα επιχειρήματα του ακόμη, ίσως, και σε πιο ανορθόδοξες μεθόδους πειθούς (επίθεση στο ήθος του αντιπάλου, λχ…).
Στο οικονομικό πεδίο, που η επιστημονική έρευνα διεξάγεται με άλλους όρους, λιγότερο ποσοτικούς, σαφώς έχουμε ποικίλα παραδείγματα «ιστορικής αναλήθειας» θεωριών. Παροιμιώδης είναι η διαμάχη μεταξύ των Ricardo-Malthus για την ύπαρξη ή μη των κρίσεων υπερπαραγωγής. Ο πρώτος υποστήριζε ότι υπερπαραγωγή υπάρχει μόνο σε μερικούς κλάδους κι όχι συνολικά σε μια οικονομία ενώ οι δυνάμεις της αγοράς τείνουν να εξαλείψουν τέτοιες τάσεις. Ο Malthus προσέδωσε σημαντικό κοινωνικό ρόλο στους γαιοκτήμονες, θεωρώντας ότι οι υπερπροσφορά αγαθών απορροφάται από τους τελευταίους μέσω της μη παραγωγικής κατανάλωσης που κάνουν κι έτσι το σύστημα ισορροπεί. Καθώς ο Ricardo υπήρξε πειστικότερος, με πιο αληθοφανή επιχειρήματα, επικράτησε η άποψή του εκείνη την περίοδο. Ένα αιώνα αργότερα ο Keynes, με τη θεωρία της ενεργού ζήτησης, επανέφερε το θέμα στο προσκήνιο, με νέα επιχειρηματολογία, υποστηρίζοντας τις θέσεις του Malthus, με αποτέλεσμα (μέχρι και σήμερα) να θεωρείται αληθέστερη η άποψη αυτή.
Γενικά ο Paul Feyerabend αμφισβήτησε την ίδια την ύπαρξη αντικειμενικής αλήθειας, γεγονός που τον κατέστησε πιο ακραίο από τους Λογικούς Θετικιστές στην πολεμική του εναντίον του ρόλου της ιδεολογίας στην επιστήμη, ιδιαίτερα στο κοινωνικο-οικονομικό πεδίο που τα όρια είναι εμφανώς δυσδιάκριτα. Και φυσικά, αρνείται κατηγορηματικά την ύπαρξη μιας κοινότητας των επιστημόνων, εξαίροντας το άτομο σαν αυθύπαρκτη οντότητα (κατά Kierkegaard) με τις μεγαλειώδεις νοητικές του ικανότητες, αλλά απορρίπτοντας την κοινωνία σαν δημιουργό της ανθρώπινης εξέλιξης, μέσω των επιστημών.
Η φυγή αυτή προς τον επιστημονικό αναρχισμό από την δεκαετία του ’70 έως και τις μέρες μας διατηρείται σε λανθάνουσα θέση, στο περιθώριο των επιστημονικών και φιλοσοφικών συζητήσεων, καθώς την πλειονότητα των φιλοσόφων και επιστημόνων, από καταβολής της ανθρώπινης σκέψης, απασχολεί η αναζήτηση των αιτίων πίσω από τη βιτρίνα της πραγματικότητας, του αιτιατού, κάτι το οποίο απορρίπτουν οι αναρχιστές θεωρητικοί.
Στη σύγχρονη εποχή, πάραυτα, τους έχει δοθεί ένα σημαντικό όπλο που ονομάζεται θεωρία του χάους, των παιγνίων, των φρακτάλ κλπ, μαθηματικής και σεβαστής (στον ποσοτικό μας κόσμο) υπόστασης. Κορυφαίοι μαθηματικοί, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Benoit Mandelbrot, έχουν παρεισφρήσει στην οικονομικό- κοινωνικό διάλογο, επιδιώκοντας την εφαρμογή των άναρχων μοντέλων με τη χρήση ποσοτικών μεθόδων (με ομολογουμένως εντυπωσιακά αποτελέσματα…). Η εφαρμογή αυτή αφορά κυρίως στο χρηματοοικονομικό πεδίο, αυτό το οποίο χαρακτηρίζεται ως το ζωντανό εργαστήρι της οικονομικής. Η ρευστότητα του τομέα άλλωστε αποτελεί από μόνη της έδαφος πρόσφορο για ανάπτυξη χαοτικών μοντέλων. Το ζητούμενο είναι αν μπορούν τέτοια μοντέλα να μεταφερθούν στην πραγματική οικονομία. Αυτό που τους λείπει είναι, προφανώς η φιλοσοφική βάση, καθώς η οικονομική δραστηριότητα είναι στοχαστική- περιλαμβάνει μη ποσοτικούς παράγοντες όπως την ψυχολογία των καταναλωτών τις αντιδράσεις των συνδικάτων, κλπ, παράγοντες αφ ‘ενός μη μετρήσιμους, αφ ’ετέρου ερευνήσιμους. Δεν μπορούμε απλά να απορρίπτουμε την έρευνα σε τέτοιους τομείς, δεχόμενοι ένα χαοτικό μαθηματικό μοντέλο, απλά και μόνο διότι είναι στοχαστικές μεταβλητές.
Αυτό το φιλοσοφικό- θεωρητικό υπόβαθρο επιχειρεί να κτίσει ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής, πρόεδρος του Soros Fund Management και συγγραφέας George Soros. Και προτείνει την έννοια της ανακλαστικότητας.
Η οικονομική δραστηριότητα, υποστηρίζει, επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις προσδοκίες των ανθρώπων, αλλά και αντιστρόφως: οι ίδιες οι οικονομικές πράξεις μας επιδρούν στον τρόπο σκέψης μας, στους πόθους και τις ανάγκες μας. Απόλυτη γνώση κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν δύναται να υπάρξει στις κοινωνικές επιστήμες, οπότε και η ίδια η ευημερία του ανθρώπινου γένους αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός.
Αυτή η ανακλαστικότητα, λοιπόν, είναι ο ανασταλτικός παράγων στην μελέτη οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων, καθώς δεν μπορούμε να απεκδυθούμε τον ανθρώπινό μας μανδύα, τις προσδοκίες μας, τις ανάγκες μας και να μελετήσουμε αμερόληπτα. Είναι αδύνατον κάτι τέτοιο για ανθρώπινα όντα.
Στην εποχή μας, με τη βοήθεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, μερίδα του επιστημονικού κόσμου, μεγαλύτερη από ποτέ, έχει στραφεί σε τέτοιες μεταμοντέρνες αναρχιστικές απόψεις, εμφανώς απογοητευμένοι από την ανεπάρκεια των καθεστώτων οικονομικών μοντέλων. Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι πρέπει να κρατάμε ορισμένα points από τέτοιες θεωρήσεις αλλά να τις απορρίπτουμε στο σύνολο τους. Δεν είναι υγειές να παραδεχόμαστε ότι η ζωή μας δεν επιδέχεται βελτίωση, στον τομέα της ικανοποίησης των αναγκών μας τουλάχιστον, ασπαζόμενοι ένα δόγμα άρνησης της προόδου. Τα αίτια για όλα τα οικονομικά φαινόμενα υφίστανται κάπου εκεί έξω και είναι αρκετά πολύπλοκα να τα συλλάβει ο ανθρώπινος νους, αλλά με επιμονή και εργασία περιμένουν να αποκαλυφθούν. Ας απορρίψουμε την εύκολη λύση της απόρριψης, λοιπόν.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΚΡΙΣΕΙΣ
Καλή η ιστορική αναδρομή αλλά ποία η απότοκος;
Η αντίληψη του ανθρώπινου έλλογου όντος σήμερα έχει αληθώς, κατά την ταπεινή μου γνώμη, αναγάγει την ιστορική κριτική σε αλάνθαστο έλεγχο των προϊόντων του ανθρώπινου νου. Είναι μέσα από την ιστορία που ξεπροβάλλουν οι κρούσεις και οι συγκρούσεις ιδεολογιών (αξιωματικών δογμάτων) και καθορίζεται ο βαθμός αληθείας τους.
Φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει κάτι τέτοιο από τις κοινωνικές επιστήμες.
Η κρίση που βιώνουμε επί των ημερών συγγραφής της παρούσας μελέτης είναι χαρακτηριστική της νεφελώδους κατάστασης που επικρατεί. Αντιλήψεις, χθονίως ριζωμένες στα μυαλά των ιθυνόντων πολιτικών, ιντελεκτουαλιστών και ποικίλων άλλων κομβικών στην ιστορία προσώπων, κλονίζονται συθέμελα, νέες έρχονται στο προσκήνιο, παλιές αναμοχλεύονται, με αποτέλεσμα την χαώδη κατάσταση στον χώρο των οικονομικών ιδεών. Ιδεών που παίρνουν σάρκα και οστά στη καθημερινότητα των συναλλαγών μας.
Για ποια σταθερότητα και ποια αλήθεια μπορούμε να κάνουμε λόγο σήμερα λοιπόν;
Το μεγάλο ζητούμενο δεν είναι η άρνηση της αλήθειας, κατά το δοκούν των αναρχιστών διανοητών. Δεν είναι σοβαρή λογική να σταυρώσουμε τα χέρια μας και να περιμένουμε την εξέλιξη των πραγμάτων, ένα αιτιατό χωρίς ανθρώπινο αίτιο, κατά την άποψή των. Η ανθρώπινη συμπεριφορά, κοινωνική και οικονομική πρέπει και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης. Και το αίτιο, όπως και το αποτέλεσμα, είναι ανθρώπινης προέλευσης, άρα υπό μελέτη.
Το μεγάλο ζητούμενο είναι κατά πόσο είναι ανιδιοτελής η αναζήτηση της αλήθειας. Θα επανέλθω εδώ στους Kuhn και Lakatos και θα επισημάνω τον ρόλο που έπαιξαν στην ανάδειξη των επιστημονικών κοινοτήτων ως κινητήριας δύναμης στον χώρο των ιδεών, δίπλα στις έννοιες της παραγωγικής σκέψης και του εμπειρικού ελέγχου. Αυτό που δεν ομολόγησαν ποτέ, αν και προσωπικά έχω λόγους να πιστεύω ότι το σκεφτόντουσαν σοβαρά (…), είναι ποια κίνητρα μπορεί να έχουν οι κοινωνικοί επιστήμονες για να υποστηρίξουν το τάδε ή το δείνα δόγμα. Γιατί τείνω να θεωρώ ότι η πρόοδος του ανθρωπίνου είδους αυτό καθ’ αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει ισχυρό κίνητρο.
Εδώ εισάγονται τα όπου γης συμφέροντα με δυναμικό τρόπο στη επιστημονική κοινότητα. Εξ’ άλλου η ίδια η καπιταλιστική οικονομική λογική επιτάσσει το ίδιον συμφέρον υπέρ πάντων. Γιατί οι επιστήμονες, πολίτες του κοινού μας κόσμου, να απέχουν από τέτοιες ιδιοτέλειες;
Ο Paul Krugman έθεσε πολύ εύστοχα ορισμένα θέματα, σχετικά με το πόσο η δημοσιότητα που μπορεί να πάρει μια επίθεση κερδοσκοπίας σ’ ένα νόμισμα, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την τιμή του, πιο πολύ απ’ ότι φανταζόμαστε (αναφέρει ενδεικτικά την επίθεση του Soros στην στερλίνα, αρχές του ’90). Ακόμη γράφει για τους οίκους αξιολόγησης και την παντοδυναμία που διαθέτουν στις αγορές. Δράσεις των οποίων την αμεροληψία ουδείς δύναται να διασφαλίσει.
Παρόμοια κατάσταση επικρατεί στην Λίστα των Οικονομολόγων με τη Μεγαλύτερη Επιρροή. Καμία διασφάλιση. Κανένας έλεγχος.
Κι εδώ είναι το σημείο που η κατάσταση ξέφυγε απ’ τον έλεγχο. Ανεξέλεγκτη εξουσία επί της αγοράς και του συστήματος γενικότερα. Εξουσία που διαθέτουν λίγα και λαμπρά μυαλά, αλλά που πολλές φορές διακατέχονται από ιδιοτελή κίνητρα. Δεν μπορεί όλη η παγκόσμια να τους υποδέχεται σαν γκουρού στα τραπέζια των συζητήσεων και να επαφίεται στον δικό τους αυτοέλεγχο. Φυσικά αυτά, τα οποία ισχυρίζομαι, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αποδειχθούν. Παρ’ ολ’ αυτά μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την κρίση αποδίδεται σε τέτοια περιστατικά.
Τι πρέπει να κάνουμε;
Η τετριμμένη έννοια της δημοκρατίας καλείται να δώσει τη λύση και πάλι. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να χαλιναγωγηθεί η ακόρεστη επιθυμία των αγορών για πληροφόρηση μέσω ελεγκτικών μηχανισμών, η λειτουργία των οποίων θα διέπεται από το κατάλληλο νομικό πλαίσιο και θα απαιτείται ενισχυμένη πλειοψηφία στη βουλή για ανατροπή του. Έτσι θα έχουμε την ελπίδα ότι τέτοια φαινόμενα θα εκλείψουν.
Συνοψίζοντας και για να μην εκφυλιστεί το άρθρο σε απλή περιγραφή της κρίσης του 2008-09, θέλω να τονίσω την συμβολή του ελέγχου (δημοκρατικού) και στην επιστημονική κοινότητα. Η υπεραξία των λόγων ορισμένων ειδημόνων σε σχέση με άλλους δεν μπορεί παρά να είναι πρόσκαιρη και να ανατραπεί από άλλους γκουρού κλπ. Ενδεχομένως αυτή η βαρύτητα να αφορά ομάδα επιστημόνων κι όχι μεμονωμένα άτομα, ή ακόμη και σχολές σκέψης. Σε βάρος της οικονομίας, όπως αποδεικνύεται. Εάν αυτοί οι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζονται σαν μεσσίες, λόγω μείωσης της «ζήτησής» τους από την αγορά, χάριν των δημοκρατικών ελεγκτικών μέτρων, τότε θα μειωθεί το ίδιον όφελος από την υποστήριξη της μιας ή της άλλης άποψης. Αυτό με τη σειρά του θα τους οδηγήσει σε ορθότερες κρίσεις και απόψεις, προς την μόνη δέουσα κατεύθυνση της επιστήμης: την πρόοδο των ανθρώπων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Blaug, M. (1980): The Methodology of Economics, or How Economists Explain. Cambridge: Cambridge University Press.
Bledin, J., & Shewmake, S. (2004): Research programs, model-building and actor-network- theory: Reassessing the case of the Leontief Paradox, Journal of Economic Methodology 11:4, 455-476.
Carnap, R. (e-form): Testability and meaning, Philosophy of Science.
Feyerabend, P. (1975): Against Method. London: Verso Books.
Friedman, M. (1970): Essays in Positive Economics. Chicago: University of Chicago Press.
Giere, R. (1977): History and Philosophy of Science: Intimate Relationship or Marriage of Convenience, British Journal of the Philosophy of Science.
Habermas, J. (1968): Erkenntnis und Interesse. Frankfurt am Main: Suhrkamp Verlag.
Keuth, H. (2004): Karl Popper, Logik der Forschung. Berlin: Akademie Verlag.
Kraft, V. (1950): Der Wiener Kreis. Der Ursprung des Neopositivismus. Wien: Springer Verlag.
Lakatos, I. & Musgrave, A. (1970): Criticism and the Growth of Knowledge. Cambridge: Cambridge University Press.
Latsis, S. (1976): Method and Appraisal in Economics. Cambridge: Cambridge University Press.
Polanyi, M. (1958): Personal Knowledge. Chicago: Chicago University Press.
Popper, K. (1959): The Logic of Scientific Discovery. London: Hutchinson Education.
Popper, K. (1972): Objective Knowledge. Oxford: Clarendon Press.
ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Κουν, Τ., Σ. (1981): Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων. Μετάφραση: Γεωργακόπουλος, Γ. & Κάλφας, Β. Θεσσαλονίκη: Σύγχρονα Θέματα.
Κρούγκμαν, Π. (2009): Η κρίση του 2008 και η επιστροφή των οικονομικών της ύφεσης. Μετάφραση: Αλαβάνου Α. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
Μαντελμπρό, Μπ. (2006): Ο Πίνακας του Χάους. Μετάφραση: Πισσία, Ε. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος ΤΡΑΥΛΟΣ.
Μάρδας, Δ. (2006): Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζυγός.
Μπιτσάκης, Ε. (1981): Η Φύση στη Διαλεκτική Φιλοσοφία. Μετάφραση: Μπιτσάκης, Ε. Αθήνα: Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
Μπιτσάκης, Ε. (1983): Καρλ Μαρξ: ο Θεωρητικός του Προλεταριάτου. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.
Πόππερ, Κ. (2003): Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της. Μετάφραση: Παπαδάκη, Ει. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
Σόρος, Τζ. (2008): Η οικονομική κρίση του 2008 και η σημασία της. Μετάφραση: Φιλιππάτος, Α. Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη.
Τσουλφίδης, Λ. (2004): Ιστορία οικονομικής θεωρίας και πολιτικής. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Σημ.φ.: Το παρόν είναι το Β' μέρος μίας τριμερούς σειράς δοκιμίων που θα περατωθή με ένα επί πλέον.Το πρώτο μέρος που συνιστά το τρίτο στην σειρά δοκίμιο μπορεί να βρεθή εδώ.
**Ο δοκιμιογράφος είναι φοιτητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.