Αρχείο κατηγορίας Φιλοσοφία και Πολιτική

Για τους νεκρούς της Marfin

Για τους νεκρούς της Marfin

 

Κείμενο 4 μελών της ομάδας Αυτονομία ή Βαρβαρότητα*

 

«Οι φασίστες, εκατό εναντίον ενός, δολοφονούν, ξυλοκοπούν, βασανίζουν, προσβάλλουν γυναίκες, παιδιά, αδύναμους και ανυπεράσπιστους ανθρώπους, πυρπολούν, καταστρέφουν περιουσίες που υπήρξαν προϊόν μεγάλων θυσιών των εργαζομένων, σκλαβώνουν ολόκληρους πληθυσμούς (…) και παρόλα αυτά, τα χείριστα, θεωρούνται πολιτικά όντα, αγωνιστές ενός σκοπού και πολλοί έντιμοι άνθρωποι, που σίγουρα δεν θα διέπρατταν αυτά τα εγκλήματα, δεν αποστρέφονται να τους σφίγγουν το χέρι και να διατηρούν επαφές μαζί τους. Μιλούν πολύ για τη βία και λίγο για την ηθική και το φυσικό αποτέλεσμα ήταν πως όταν μετήλθαν βίαιων πράξεων με περισσή ιταμότητα, δεν συνάντησαν ούτε φυσική αντίσταση, ούτε ηθική καταδίκη.» (…)

«Αν, προκειμένου να νικήσουμε, θα έπρεπε να στήσουμε κρεμάλες στις πλατείες, θα προτιμούσα να χάσουμε»

Ερρίκο Μαλατέστα

Προχθές, κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης διαδήλωσης ενάντια στα νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης, μερικοί διαδηλωτές έκαψαν τρεις εργαζόμενους σε μια τράπεζα. Απείλησαν να κάψουν και όσους βρίσκονταν μέσα στο (κλειστό λόγω της απεργίας) βιβλιοπωλείο Ιανός περιλούζοντας τρεις απ' αυτούς με βενζίνη. Δε θέλουμε να σταθούμε πολύ στις ευθύνες των άλλων, όπως επιτάσσει η κυριαρχούσα ανευθυνότητα που φτάνει μέχρι τα όρια της συνέργειας στη δολοφονία αυτών των ανθρώπων. Εμείς προτιμάμε να σταθούμε στις δικές μας ευθύνες. Γιατί πρώτα διαπιστώνουμε μια ασυμμετρία ανάμεσα στις αντιδράσεις για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου το Δεκέμβρη του 2008 και στις αντιδράσεις για τη δολοφονία των τριών υπαλλήλων της Marfin από τους αναρχικούς. Γι' αυτούς τους τρεις δε θα γίνουν πιθανότατα διαδηλώσεις, δε θα καεί η Αθήνα, δε θα φωνάξουμε «αναρχικοί, γουρούνια, δολοφόνοι». Γι' αυτό το γεγονός είμαστε βέβαιοι από τη στιγμή που το απόγευμα της Τετάρτης, το συγκεντρωμένο πλήθος των διαδηλωτών στη Σταδίου προτίμησε να πιστέψει πως δεν υπάρχουν νεκροί και πρόκειται για προπαγάνδα του «Κράτους» και να φωνάξει «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» ενώ δεν τόλμησε και ούτε θα τολμήσει ποτέ να φωνάξει «αλήτες, δολοφόνοι, αναρχικοί». Κι αυτό γιατί ο κόσμος είναι χωρισμένος σε μανιχαϊκά ιδεολογικά στρατόπεδα. Η βία της μιας μεριάς είναι ηθικά απονομιμοποιημένη ενώ η βία της άλλης είναι νόμιμη «αντιβία» καθαγιασμένη από τον ιερό αγώνα ενάντια στο κράτος και στον καπιταλισμό και από την κατοχή της απόλυτης Αλήθειας.

Ας διευκρινίσουμε, πως όλα τα παραπάνω συνθήματα είναι απαράδεκτα επειδή βασίζονται στη λογική της συλλογικής ευθύνης που βρίσκεται στον πυρήνα της μανιχαϊκής ιδεολογίας. Δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι ρουφιάνοι, δεν είναι όλοι οι αναρχικοί και οι αστυνομικοί δολοφόνοι. Αλλά ας εξετάσουμε πόσο λίγο δολοφόνοι είμαστε όλοι μας.

Όσοι από μας ανεβαίναμε τη Σταδίου γύρω στις 2, είδαμε αυτό το κτίριο να φλέγεται και τους ανθρώπους απεγνωσμένους στα μπαλκόνια. Μερικοί δίπλα μας είπαν «καλά να πάθουν, αφού δούλευαν σε μέρα απεργίας», άλλοι τους κορόιδευαν, άλλοι έβγαζαν φωτογραφίες με τα κινητά τους, κάποιος έπαιρνε τηλέφωνο την πυροσβεστική. Οι περισσότεροι ήμασταν απαθείς, απλά κοιτούσαμε πιστεύοντας πιθανόν ότι τους χρειαζόταν ένα μάθημα και πως τελικά ένας από μηχανής θεός -και όχι εμείς- θα τους σώσει. Μερικά λεπτά αργότερα, κοιτάζοντας πίσω διαπιστώναμε ότι η φωτιά είχε επεκταθεί και πως οι άνθρωποι δύσκολα θα γλίτωναν. Λίγο παραπάνω, Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου, ένας εξαγριωμένος νεαρός απαγόρευε στην κρατική εξουσία, δηλαδή στην Πυροσβεστική, να περάσει στο άβατο της Πανεπιστημίου για να προσεγγίσει -πιθανότατα- το σημείο.

Όλο αυτό ήταν το χρονικό μερικών προαναγγελθέντων θανάτων, η συνέχεια του Δεκέμβρη του 2008, όπου μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων της Opel, στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας στην Αλεξάνδρας, είχε πυρποληθεί και οι ένοικοι της πολυκατοικίας φώναζαν έντρομοι από τα μπαλκόνια να κάνει κάποιος κάτι. Κανένας δεν έκανε τίποτα όμως. Κανένας από όσους συμμετέχουμε στις διαδηλώσεις δεν ανέλαβε το βάρος να διαχωρίσει τη θέση του με αυστηρότητα, όλοι πορευόμαστε μαζί με αυτούς τους μικρούς ναζί γιατί θεωρούμε ότι βρισκόμαστε στο ίδιο στρατόπεδο, πως είναι «παραστρατημένοι σύντροφοι», πως δεν πρέπει «να κάνουμε δήλωση νομιμοφροσύνης στο κράτος», πως «το κράτος είναι ο μόνος τρομοκράτης», πως οι ρίζες του Κακού βρίσκονται αλλού, πως «φταίει ο Βγενόπουλος που δεν είχε βάλει ρολά» και άλλες μπούρδες που κρύβουν κάτω από το χαλί τις δικές μας ευθύνες.

Κανένας και καμία δεν αναρωτήθηκε ποτέ πόση ευθύνη έχει η βία των «εξεγερμένων» για το θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου και του Μιχάλη Καλτεζά. Κανένας και καμία δεν αναρωτήθηκε αν τα παιδιά αυτά θα ζούσαν αν οι ίδιοι δεν είχαν επιλέξει τη στρατηγική της βίας. Κανένας και καμία δεν αναρωτήθηκε αν η στρατηγική της έντασης δημιουργεί Κορκονείς και Μελίστες. Κανένας και καμία δεν αναρωτήθηκε αν αυτή η στείρα λογική της αντιπαράθεσης μπορεί και θέλει πραγματικά να αλλάξει την κοινωνία και να την κάνει ανθρωπινότερη. Κανένας και καμία δεν αναρωτήθηκε αν το δίπολο «αναρχικός» και «μπάτσος» πάει μαζί, όπως μαζί πάει και το γενικότερο δίπολο που τους οπλίζει τα χέρια και τους «στέλνει» στην αρένα εξ ονόματός μας, το δίπολο της «αθώας κοινωνίας» που πολεμά το «διεφθαρμένο κράτος».

Τώρα, για όσους από εμάς αισθανόμαστε ακόμα άνθρωποι, η διαχωριστική γραμμή έχει χαραχτεί, δυστυχώς με αίμα, από τα γεγονότα τα ίδια, και χαράχτηκε έξω από αυτά τα δίπολα. Πρέπει απλά αλλά επιτακτικά να μπορέσουμε να την διακρίνουμε: χρειάζεται να αποφασίσουμε αν είμαστε με τη βία ή αν είμαστε εναντίον της. Αν το πρόβλημά μας είναι να «καεί το μπουρδέλο η βουλή» ή αν θέλουμε να φτιάξουμε μια κοινωνία που κανένας δε θα καίγεται ζωντανός. Αν θέλουμε να κρεμάσουμε τους βουλευτές και να κάψουμε τις τράπεζες ή να φτιάξουμε έναν κόσμο χωρίς κρεμάλες. Πρέπει, για να σταματήσουμε να θρηνούμε θύματα, να σταματήσουμε να τροφοδοτούμε με παρακλήσεις μίσους και οργής την ατμόσφαιρα, πρέπει να αποφασίσουμε αν θα έρθουμε σε ρήξη με το κομμάτι αυτό του εαυτού μας που ζητάει αίμα, φωτιές, κρεμάλες, και που όταν τα καταφέρνει στέκει αμήχανα και καταδικάζει υποκριτικά τη βία. Πρέπει να βρούμε το θάρρος (κυρίως απέναντι στους εαυτούς μας) και να τολμήσουμε να διαδηλώσουμε ενάντια στην αριστερή και την αναρχική τρομοκρατία, στη μνήμη όλων των θυμάτων της. Γιατί, ναι, πρόκειται για τρομοκρατία. Πρόκειται για πτώματα, για αίμα και πόνο. Πτώματα που δεν πάψαμε να ζητάμε, τραυλίζοντας ύμνους οργής, δημιουργώντας αντίπαλα στρατόπεδα εκεί που θα έπρεπε να υπάρχουν απλά άνθρωποι, δίνοντας δικαιολογίες στο ακρο-αριστερό και αναρχικό φασισταριό να δολοφονεί. Πρέπει να διαδηλώσουμε ενάντια σε αυτήν την τρομοκρατία για να καταλάβουν κάποιοι ότι δεν δεχόμαστε να δικαιολογούν τις μακάβριες πρακτικές τους στο όνομά μας, ότι ονειρευόμαστε έναν κόσμο διαφορετικό, όχι απλά από αυτόν που υπάρχει, αλλά και διαφορετικό από αυτούς τους ίδιους. Υπάρχει και άλλη τρομοκρατία; Υπάρχει. Υπάρχουν τα τουμπανιασμένα πτώματα των μεταναστών στο Αιγαίο. Υπάρχει όμως και το ακρωτηριασμένο σώμα του Χαμίντ Νατζαφί.

 

* Γιάννης Κορομηλάς,

   Κώστας Μπακόπουλος,

  Θανάσης Πολλάτος,

  Παναγιώτης Σιαβελής

(μέλη της ομάδας Αυτονομία ή Βαρβαρότητα)

 

ΠΗΓΗ: 7 Μαΐου 2010, http://autonomyorbarbarism.blogspot.com/2010/05/marfin.html

Για μια νέα αρχή

Για μια νέα αρχή 

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

Η προσφυγή μας στο διεθνές νομισματικό ταμείο είναι πλέον γεγονός, παρά τις φρούδες ελπίδες μας, ότι τελικά θα ήταν δυνατό να αποτραπεί αυτή. Βέβαια είναι ακόμη ενωρίς να συνειδητοποιήσουμε το τί ακριβώς μας περιμένει, αφού ελάχιστα γνωρίζουμε από τα όσα συνέβησαν σε άλλες χώρες, οι οποίες εξαναγκάστηκαν πριν από μας να προσφύγουν στον ίδιο οργανισμό των ισχυρών του χρήματος. Αλλά και να γνωρίζαμε, η ελπίδα θα μας εμπόδιζε να δεχθούμε ότι θα υποστούμε και εμείς τα ίδια.

Εν όψει των εξελίξεων καλό είναι να κάνουμε ανασκόπηση των γεγονότων της τελευταίας τριακονταετίας των σχετικών με την οικονομική κρίση που μας μαστίζει.

Στις 28 Ιουνίου του 1979 υπογράφεται η Πράξη προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η οποία τίθεται σε ισχύ από την 1 Ιανουαρίου του 1981. Πιστευόταν τότε από πολλούς ότι με την ένταξη της χώρας μας στην Κοινότητα θα επιτυγχανόταν η σταθεροποίηση του δημοκρατικού του πολιτεύματος και των θεσμών της, θα ενισχυόταν η θέση μας έναντι της Τουρκίας, η οποία συνιστούσε διαρκή απειλή, η Κοινότητα θα στήριζε τις προσπάθειες του ελληνικού κράτους για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της κοινωνίας του και η χώρα μας θα επιτύγχανε την ανεξαρτοποίησή της στο διεθνές και περιφερειακό σύστημα και την ενεργό συμμετοχή της στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης (από κείμενο εκ του διαδικτύου). 

Οι μύθοι πρώτος και δεύτερος καταρρίπτονται από την διαπίστωση ότι το δημοκρατικό πολίτευμα κατέλυαν επίορκοι αξιωματικοί κατ' εντολήν έξωθεν. Το τελευταίο πραξικόπημα σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε υπό την επίβλεψη των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ και συνιστά αφέλεια να διακρίνουμε τον κακό από την καλή και δημοκρατική Ευρώπη. Η χούντα ανέλαβε τον άχαρο ρόλο της προδοσίας της Κύπρου. Η Ευρώπη ουδέν έπραξε τόσο για την αποκατάσταση της ακεραιότητας κράτους μέλους της, της Κύπρου, όσο και για τον περιορισμό των τουρκικών προκλήσεων κατά της χώρας μας και γιατί δεν έχει τη δύναμη και γιατί τα συμφέροντά της αντίκεινται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα.

Στον τομέα του «εκσυγχρονισμού» της κοινωνίας διαδραματίστηκαν πολλά συμβάντα, τα οποία δεν αναλύσαμε ποτέ σε βάθος. Πληθώρα τα νομοσχέδια, τα οποία κατέστησαν νόμοι, μέσω των οποίων επιδιώχθηκε η απεμπόληση της παράδοσης και η υιοθέτηση κοινωνικών κανόνων της Δύσης. Η οικογένεια δέχθηκε απανωτά πλήγματα (Μετακύλιση του γάμου στην τέταρτη δεκαετία, καθώς επίκεντρο του βίου αποτελούν πλέον οι σπουδές και η επαγγελματική ανέλιξη και όχι η οικογένεια. Πληθώρα νομίμων πλέον εκτρώσεων προ αλλά και μετά τον γάμο. Διευκολύνσεις στη διάλυση της οικογένειας με την απλούστευση της διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου. Προβολή της μονογονεϊκής οικογένειας ως φυσιολογικής υπό τις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες.

Εντατικοποίηση της εργασίας προς κάλυψη επιπλάστων αναγκών στα πλαίσια του καταναλωτικού τρόπου ζωής, με αποτέλεσμα τα μέλη της οικογένειας σπάνια να συναντώνται. Προβολή της ομοφυλοφιλίας ως φυσιολογικής σεξουαλικής σχέσεως). Στον τομέα αυτό όντως έχουμε εξευρωπαϊστεί!

Στον τομέα του εκσυγχρονισμού της οικονομίας, του μόνου που ενδιαφέρει τον μονοδιάστατο δυτικότροπο homo economicus, πολλοί προβάλλουν ως επιτεύγματα την οικονομική στήριξη της Κοινότητας προς τη χώρα μας και την απόκτηση ισχυρού νομίσματος, με αποτέλεσμα να απαλλαγούμε από τις συχνότατες υποτιμήσεις της δραχμής κατά το παρελθόν. Όμως η πραγματικότητα είναι σκληρή. Κατ' αρχήν έχει επιμελώς αποκρυβεί από τον λαό μας ότι σημαντικό μέρος των χορηγηθέντων ποσών επανήλθαν στη χώρα μας, η οποία τα είχε προκαταβάλει στα πλαίσια των συμφωνιών, δεν αποτελούν δηλαδή τα ποσά αυτά εξ ολοκλήρου βοήθεια των εταίρων μας με στόχο την οικονομική σύγκληση. Απεναντίας είναι εύκολο να δειχθεί ότι σε πλείστες όσες περιπτώσεις αυτοί καθόριζαν τον τρόπο διάθεσης των ποσών.

Έτσι εκτελέστηκαν μεγάλα έργα "βιτρίνας" προς εξυπηρέτηση της βιομηχανίας και των εργολάβων των ισχυρών χωρών της ΕΕ (νέο αεροδρόμιο, ζεύξη Ρίου-Αντιρρίου, αυτοκινητόδρομοι στη θέση των σιδηροδρόμων, εξοπλισμοί). Σημαντικό μέρος των ποσών διασπαθίστηκε από τους υπερμάχους της ΕΕ τόσο σε κυβερνητικό όσο και φιλοκυβερνητικό επίπεδο. Παράγοντες της πολιτικής, της οικονομίας, της εκτέλεσης έργων, της δημοσιογραφίας απέκτησαν σημαντική περιουσία μέσω των έργων των ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Και οι κομματικοί ημέτεροι "επιμόρφωσαν" μέχρι εξαντλήσεως τις στρατιές των ημετέρων ανέργων σε επιδοτούμενα σεμινάρια Και επειδή αυτά δεν αρκούσαν για την αύξηση της κατανάλωσης εισαγομένων προϊόντων, έπρεπε και ο κοινωνικά εκμαυλισμένος λαός να αυξήσει την αγοραστική του δύναμη. Αυτό επετεύχθη μέσω του εξωτερικού δανεισμού. Ουδείς πολιτικός στάθηκε υπεύθυνα ενώπιον του προβλήματος που μακροπρόθεσμα θα εκαλείτο να αντιμετωπίσει η χώρα με την αύξηση του δημοσίου χρέους της προς εξωτερικούς προς αυτήν παράγοντες. Ουδείς πολίτης διερωτήθη πώς απέκτησε τόση αγοραστική δύναμη, αφού η εγχώρια παραγωγή κατρακυλούσε συνεχώς, μετά την ένταξή μας, καθώς ήμασταν ανήμποροι να αντέξουμε στον θεμιτό και αθέμιτο ανταγωνισμό της παγοσμιοποιημένης αγοράς, γιατί είχαμε υπογράψει την κατάργηση των δασμών και "εκτελέσαμε" την εγχώρια βιομηχανία, ενώ οι εταίροι μας δεν είχαν δεσμευθεί με την υποχρέωση να προτιμούν τα κοινοτικά αγροτικά προϊόντα. Και ενώ εμείς διαρκώς αγοράζαμε εξοπλισμό των βιομηχανικά ισχυρών, μειώναμε την παραγωγή μας, τόσο βιομηχανική, όσο και αγροτική. Σήμερα εισάγουμε σχεδόν τα πάντα!

Τώρα που οι δανειστές μας ζητούν πίσω τα δανεισθέντα, συνερχόμαστε από τον λήθαργο με αποτέλεσμα να συνειδητοποιούμε τον αρρωστημένο μεγαλοϊδεατισμό που μας διακατείχε από την ανάληψη των Ολυμπιακών αγώνων ως την τέλεση αυτών στην  χώρα μας, μεγαλοϊδεατισμό που κορυφώθηκε με την τυχαία ποδοσφαιρική επιτυχία μας (απόδειξη ότι δεν επαναλήφθηκε), μέσω του οποίου φθάσαμε στο κατάντημα να επικρίνουμε ως μεγαλοϊδεατισμό τη λαχτάρα των προγόνων μας για σύνδεση με τον εθνικό κορμό των αλυτρώτων αδελφών μας! Κατά τη τριακονταετία που διέρρευσε αμβλύνθηκε όσο ποτέ κατά το παρελθόν πέρα από το θρησκευτικό αίσθημα και το εθνικό, ώστε να ακούμε απαθείς από επίσημα χείλη, ότι πρέπει να αποδεχθούμε τη μείωση της εθνικής μας κυριαρχίας. Να που ήρθε κι' αυτό, το οποίο οι ιθύνοντες ασφαλώς εγνώριζαν και ο λαός αποδεχόταν με αντάλλαγμα την οικονομική ευμάρεια. Τώρα αντιλαμβάνονται οι πολλοί (κάποιοι θα παραμείνουν αδιόρθωτοι) την κρισιμότητα της κατάστασης. Όχι μόνο θα αντιμετωπίσουν οξύ το σύνδρομο της στέρησης με θεριεμένο το καταναλωτικό πάθος, αλλά θα βλέπουν ολοένα και πιο προκλητική την παρουσία των επιτηρητών του παγκοσμίου κεφαλαίου, οι οποίοι θα αποφασίζουν όχι μόνο για θέματα εργασίας, αλλά και παιδείας, ακόμη και εθνικά. Και απέναντί τους θα ορθώνονται πελώρια τα ερωτηματικά της νέας γενιάς: Γονείς, γιατί φάγατε το ψωμί μας;

Ας σπεύσουμε να διορθώσουμε το τραγικό λάθος μας, έστω και τώρα. Στρέψαμε την πλάτη μας στον Θεό, καταφρονήσαμε την παράδοσή μας και πιστέψαμε στα όμορφα λόγια ανθρώπων, που ακόμη εμφανίζονται με τον ρόλο των σωτήρων μας, ενώ είναι πασιφανές ότι είναι εντολοδόχοι ξένων συμφερόντων. Πίσω ολοταχώς στις ρίζες μας. Όσοι "καλοπεράσαμε" αυτά τα χρόνια ας θυμηθούμε τη σκληρή ζωή της νιότης μας, τη ζωή τη γεμάτη στερήσεις. Ας επιστρέψουμε στη γη που περιφρονήσαμε. Ας αρκεστούμε στα όσα αυτή μας δίνει, μειώνοντας δραστικά την κατανάλωση και καταπολεμώντας τα εισαγόμενα προϊόντα. Μπόρα είναι κι αυτή και θα περάσει, όπως και τόσες άλλες. Κάποτε θα ξαναφράξουμε το "αμπελάκι" μας (κρατικός προστατευτισμός) και θα το καλλιεργήσουμε με αγάπη και πνεύμα κοινωτικό που τόσο μας έλλειψε, καθώς προσβληθήκαμε βαρειά από τον εγωπαθή ατομοκεντρισμό της Δύσης.

 

                                                                        "ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ", 3-5-2010                   

 

 

Η πορεία της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ παγώνει το 1967 λόγω της επιβολής της δικτατορίας. Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974, η Ελλάδα συνέχισε τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό και στις  12 Ιουνίου 1975 καταθέτει αίτηση για πλήρη ένταξη στην Ε.Ο.Κ.  Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις της Επιτροπής, η οποία είχε εκφραστεί θετικά για την ένταξη της Ελλάδας αλλά θεωρούσε απαραίτητη μια προενταξιακή περίοδο, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις ξεκινούν ένα χρόνο αργότερα έπειτα από απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών. Οι διαπραγματεύσεις λήγουν επιτυχώς και στις 28 Ιουνίου του 1979 υπογράφεται η Πράξη Προσχώρησης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. , η οποία τίθεται σε ισχύ από την 1 Ιανουαρίου του 1981. 

Οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα θεωρούσε σημαντική την συμμετοχή της στην Ε.Ο.Κ. ποικίλουν. Πρώτα από όλα, η συμμετοχή στην Κοινότητα θα βοηθούσε το ελληνικό κράτος στην σταθεροποίηση του δημοκρατικού του πολιτεύματος και των θεσμών του. Ήταν επίσης βέβαιο ότι η Κοινότητα θα στήριζε τις προσπάθειες του ελληνικού κράτους για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της κοινωνίας του, πράγμα που συνέβη μέσω των Ολοκληρωμένων Μεσογειακών Προγραμμάτων και των ΚΠΣ.

Επιπλέον, η Ελλάδα θέλησε μέσα από την συμμετοχή της στην Κοινότητα να ενισχύσει την θέση της έναντι της Τουρκίας, η οποία αποτελούσε την μεγαλύτερη απειλή μετά μάλιστα την εισβολή και κατάληψη του βόρειου εδάφους της Κύπρου. Τέλος, επιθυμούσε Τέλος, επιθυμούσε την περαιτέρω ανεξαρτητοποίησή της στο διεθνές και περιφερειακό σύστημα καθώς και την ενεργό συμμετοχή της στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Η τρομοκρατία της κατσαρόλας…

Η τρομοκρατία της κατσαρόλας…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή

 

 


Σ' αυτό εδώ το καφενείο δεν έχει τηλεόραση. Γιατί, όπως λένε, λέει τα πράγματα ανάποδα και τους αναποδογυρίζει τα σωθικά. Όμως κάποιος νεοεισερχόμενος πετάει τη μπόμπα:

-Χαράς ευαγγέλια!

-Για ποιο πράγμα; Τον ρωτούν.

-Πιάσανε τους τρομοκράτες!

-Ποιους τρομοκράτες;

-Αυτούς, που έφκιαναν βόμβες με τις κατσαρόλες…

-Χαρά στο πράμα! Απάντησε κάποιος.

-Και σαν ποιους ήθελες να πιάσουν; Τον Μπιν Λάντεν!

-Να πιάσουν αυτούς, που έβαλαν στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας τη βόμβα των τριακοσίων (300) και…δισεκατομμυρίων κι έκαμαν την ελληνική οικονομία Χιροσίμα και Ναγκασάκι!

Που τα «ραδιενεργά» κατάλοιπα της λεηλασίας τους θα δηλητηριάζουν τη ζωή των Ελλήνων τις οίδε για πόσες γενιές. Κι, εντούτοις οι συνένοχοί τους, ενώ τους λύκους τους ξέρουν και τους βλέπουν, καμώνονται πως ψάχνουν για το ντορό τους….

-Εδώ μιλάμε για τρομοκράτες και όχι για κλέφτες και απατεώνες!

-Για μένα, είπε κάποιος άλλος, οι μεγαλοκλέφτες και μεγαλοαπατεώνες είναι οι χειρότεροι τρομοκράτες. Γιατί αυτοί φκιάνουν την βραδυφλεγή βόμβα της άδειας κατσαρόλας. Και τρομοκρατούν εκατομμύρια ανθρώπων…

Ή μήπως δεν τρομοκρατούνται οι φτωχοϋπάλληλοι, που βλέπουν να τους κόβουν το 14ο μισθό. Και δεν ξέρουν, αν αύριο θα τους κόψουν και τον 13ο και τους λοιπούς, τον ένα μετά τον άλλο. Τη στιγμή, που η ΔΕΗ και το νερό και τα σούπερ μάρκετ, ανεβάζουν τις τιμές με την ίδια μαυραγορίτικη διάθεση, που και οι τοκογλύφοι ανεβάζουν τα σπρεντς. …

Ή μήπως δεν δολοφονούνται, στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι απ' αυτούς, που αυτοκτονούν για οικονομικούς λόγους;

-Έχεις δίκιο άνθρωπέ μου! Είπε κάποιος τρίτος. Αλλά πού να το βρεις! Κι εσύ κι εμείς οι άλλοι…Βλέπεις οι αρχιτρομοκράτες, όχι μόνο δεν διώκονται, αλλά και προστατεύονται και περιφρουρούνται από νόμους κι αστυνόμους και μυριάδες υπονόμους…

-Εμένα να με συμπαθάτε, είπε κάποιος τέταρτος, αλλά δεν μου δώσατε να καταλάβω ποιους τρομοκράτες πρέπει να προτιμάω; Αυτούς της άδειας κατσαρόλας ή τους άλλους, που τις γεμίζουν με εκρηκτικές ύλες!

-Οι κατσαρόλες οι άδειες από φαγητό, είπε ένας άλλος, είναι γεμάτες απ' την αδικία και τη συνακόλουθη πείνα. Και, ειλικρινά, πιστέψτε με δεν υπάρχει κανένα άλλο υλικό περισσότερο εύφλεκτο και εκρηκτικό απ' την πείνα. Αφού προκαλεί ανύσταχτη αγωνία και εκρηκτική αγανάχτηση. Κι ακόμη πιο πέρα καίει και τσουρουφλίζει τις συνειδήσεις. Και τότε κάποιοι, απέναντι στις γεμάτες αδικία και πείνα κατσαρόλες, αντιπαραθέτουν τις γεμάτες με εκρηκτικές ύλες κατσαρόλες.

-Και δεν υπάρχει καμιά διέξοδος, ανάμεσα στις κατσαρόλες τις γεμάτες αδικία και πείνα και τις άλλες τις γεμάτες εκρηκτικές ύλες; Είμαστε, δηλαδή, καταδικασμένοι να ζούμε στην ατέρμονη διαλεκτική και το φαύλο κύκλο της βίας!

-Υπάρχει και παραϋπάρχει! Αλλά οι άνθρωποι δεν τη θέλουν. Κι όταν ακόμη μιλούν για ειρήνη, εννοούν να μπορούν να λεηλατούν «ειρηνικά» τους συνανθρώπους τους. Και βέβαια οι συνάνθρωποί τους να φυτοζωούν και να πεθαίνουν «ειρηνικά» απ' τη δυστυχία και την πείνα.

Όπως απαιτούσε κάποτε η pax romana και σήμερα η pax americana. Ή όπως συνέβαινε στην εποχή του Βυζαντίου. Οπότε τα 8/10 των ανθρώπων πεινούσαν και ζητιάνευαν και τα 2/10 σπαταλούσαν και ασώτευαν.

-Με συμπαθάς, αλλά ούτε και πάλι δεν απάντησες!

-Και τι νόημα έχει να απαντήσω! «Φωνή βοώντος εν τη ερήμω»! Όλοι καταλαβαίνουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική ειρήνη, χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη. Κι όμως η συντριπτική πλειονότητα, μπορεί να μιλάει για ειρήνη, αλλά για δικαιοσύνη ούτε που θέλει ν' ακούσει! Και είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα ότι, κατά κανόνα, η αδικία ταυτίζεται με την εθνικοφροσύνη.

Κι όσοι τολμήσουν να μιλήσουν και να παλέψουν για τη δικαιοσύνη, το καλύτερο, που έχουν να κερδίσουν είναι οι διωγμοί και οι κατατρεγμοί. Θα συκοφαντηθούν, ως αντεθνικώς δρώντες, θα φυλακιστούν, θα εξοριστούν, και κάποιοι θα στηθούν και μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα..

Κι έτσι ο φαύλος κύκλος της αδικίας και της βίας συνεχίζεται και διαιωνίζεται…

 

Παπα-Ηλίας, 14-04-2010

 

http://papailiuasyfantis.blogspot.com

http://papailiasyfantis.wordpress.com

e-mail: papailiasyfantis@gmail।com

 

Υ.Γ. Το θαυμάσιο σκίτσο είναι του θαυμάσιου Αρκά!…

Εδώ Αριστερά, εκεί Αριστερά, που είναι η …

Εδώ Αριστερά, εκεί Αριστερά, (πού είναι η Αριστερά;)

 

Του Περικλή Κοροβέση*

 

Η Αριστερά σήμερα στην Ελλάδα, στο σύνολό της, κατά πόσο είναι μια ζώσα πραγματικότητα, αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας αυτής της κοινωνίας, και κατά πόσο είναι ένα ιστορικό κατάλοιπο του πάλαι ποτέ ένδοξου εαυτού της και απλά καταναλώνει από τα «έτοιμα», χωρίς να παράγει τίποτα καινούργιο; Ή εν πάση περιπτώσει, στο σημείο που παράγεται κάτι καινούργιο από την κοινωνία, αυτό κατά κανόνα ή είναι αδιάφορο ή ακόμα «εχθρικό» για την κλασική Αριστερά.

Το ερώτημα θα μπορούσε να έμπαινε και για την ευρωπαϊκή Αριστερά, που έχει τις ρίζες της στη Σοσιαλδημοκρατία ή στα Κομμουνιστικά Κόμματα της Γ' Διεθνούς.

Αν η Χιλή, για να εφαρμόσει την οικονομική πολιτική του νεοφιλελευθερισμού, όπως αυτή υπαγορεύτηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, χρειάστηκε έναν αιμοσταγή δικτάτορα, τον Πινοσέτ, εμείς στην Ελλάδα, για να εφαρμόσουμε την ίδια πολιτική, δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε καμιά δικτατορία. Απλά ψηφίζουμε την κυβέρνηση που θα την πραγματοποιήσει, άσχετα από το τι έλεγε προεκλογικά. Η ιστορική Σοσιαλδημοκρατία, εδώ και καιρό, είναι το πτώμα του παλιού εαυτού της που έθαψε μαζί της και τα όσα σημαντικά είχε προσφέρει.

Η σημερινή κυβερνητική Σοσιαλδημοκρατία είναι ένας επικίνδυνος «Φρανκενστάιν». Από τα κόμματα της Γ' Διεθνούς απομένουν δύο που έχουν κρατήσει το προφίλ του παρελθόντος και έχουν μια μικρή, αλλά σταθερή παρουσία. Αυτά της Ελλάδας και της Πορτογαλίας. (Τα υπόλοιπα έχουν πάρει αποστάσεις από το τριτοδιεθνιστικό μοντέλο, χωρίς εντούτοις να έχουν βρει μια καινούργια φυσιογνωμία, και κινούνται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας). Η πολιτική των εναπομεινάντων Κ.Κ. είναι αυτοσκοπός και συνίσταται στο να ενισχυθεί ο «υποκειμενικός φορέας». Δηλαδή η ισχύς του κομματικού μηχανισμού. Επιλέγουν εκείνες τις παρεμβάσεις που θα ενισχύσουν τον μηχανισμό, αποφεύγοντας όλες τις ενέργειες που δεν φέρνουν οφέλη. Και εδώ μπορούμε να διαπιστώσουμε μια «επιχειρηματική» λογική. Το σύνθημα «ΚΚΕ ισχυρό» τα αποσαφηνίζει όλα.

Αν πάμε τώρα πέραν αυτών των δύο σχημάτων της Αριστεράς, Σοσιαλδημοκρατικά ή Κομμουνιστικά, και αναζητήσουμε την άλλη Αριστερά, θα την ψάχνουμε για καιρό. Μπορεί να υπάρχει ως υπόσχεση και ως δυνατότητα, αλλά αυτό απέχει πολύ από την παρουσία μιας συγκροτημένης πολιτικής δύναμης, που μπορεί να πάρει πρωτοβουλίες που θα μετρήσουν. Τι μένει λοιπόν; Το κίνημα που ξεσπά αυθόρμητα και από το πουθενά, παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, όπως π.χ. ο Δεκέμβρης του 2008. Αλλά αυτό δεν προβλέπεται με ακρίβεια. Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε και το συνδικαλιστικό κίνημα, που δεν έχει πια καμιά αυτονομία και ασκεί κατά κανόνα κυβερνητική πολιτική.

Αυτά τα ξέρουν καλά οι κυβερνώντες. Και λειτουργούν σαν ολιγάρχες με τη συμμαχία των ΜΜΕ. Και γι' αυτό παίζουν μονότερμα. Οι καναπέδες δεν βγαίνουν ποτέ από το σπίτι τους. Αλήθεια, τι θα γινόταν αν ο Μανώλης Γλέζος υπέκυπτε στη δολοφονική επίθεση της Αστυνομίας με τα τοξικά αέρια;

Σίγουρα μια μεγαλειώδης κηδεία, επικήδειοι και στεφάνια όλων των κομμάτων, διάφορα άρθρα με τη ζωή και το έργο του. Την άλλη μέρα η ζωή θα κυλούσε κανονικά. Όπως έγινε και την επομένη της απόπειρας. Πουθενά δεν είδαμε συγκεντρώσεις, συλλαλητήρια, διαμαρτυρίες ενάντια στη χρήση των τοξικών αερίων. Όπως σωστά επισημαίνει ο Θανάσης Τεγόπουλος («Κ.Ε.» 7.3.10), το πιο σημαντικό εκείνη την ώρα δεν ήταν η ιστορία της ζωής του, αλλά η δήλωση του ίδιου του Μανώλη από το φορείο που τον μετέφερε στον «Ευαγγελισμό»:

 «Στο πρόσωπό μου χτύπησαν έναν πολίτη». Τι έκαναν αλήθεια οι άλλοι πολίτες, που, στο κάτω – κάτω της γραφής, δεν τους ζητήθηκε τίποτα άλλο από το να προστατέψουν τον εαυτό τους από τα επικίνδυνα τοξικά και να επιβάλουν την απαγόρευσή τους.

 

* perkor29@gmail.com

 

ΠΗΓΗ: Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 9 Απριλίου 2010, Στο ψευδοκράτος των Αθηνών, http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=2010-04-09&s=sto-yeydokratos-twn-a8hnwn

Κοινωνία των Πολιτών (Κ. τ. Π) και Μ.Κ.Ο.

Κοινωνία των Πολιτών (Κ. τ. Π) και Μη Κρατικές Περιβαλλοντικές  Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο)*


Των Τάκη Νικολόπουλου, Δημήτρη Καπογιάννη και Δημήτρη Nτόβα**
           

                                                    

A. Εισαγωγικές – εννοιολογικές  επισημάνσεις και συσχετίσεις


H σημαντική έκταση της συζήτησης για την κοινωνία των πολιτών (κ.τ.π.) και στην Ελλάδα, έφερε στο προσκήνιο ένα προβληματισμό, ο οποίος σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχε, δεκαετίες πριν, απασχολήσει ζωηρά την επιστήμη και την κοινωνία (και εξακολουθεί να προσελκύει το ενδιαφέρον).

Ορισμένοι έσπευσαν να συνδέσουν το γεγονός αυτό με το ότι αρκετοί   ενεργοί πολίτες, που πλαισίωναν την κομματική δράση κατά τη δεκαετία που ακολούθησε τη μεταπολίτευση, απογοητευμένοι από τα κόμματα,  ενεργοποιήθηκαν σε νέα πεδία συλλογικής ή δημόσιας δράσης. Μια τέτοια, όμως, εξήγηση μερικώς μόνο επαληθεύτηκε από ερευνητικά ευρήματα.[1]

Πέρα από την αναζήτηση ερμηνειών που αναφέρονται στις υποκειμενικές συνθήκες, εκείνο που καταγράφεται σαφώς είναι η συνύπαρξη, όπως ακριβώς είχε συμβεί και σε αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κατά τις φάσεις ανάδυσης και ισχυροποίησης των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, ταυτόχρονων πολλαπλών ωθήσεων, προερχόμενων από δημογραφικές, οικονομικές, οικολογικές, ταξικές, κοινωνικές κλπ. πιέσεις που, και εκείνες, είχαν ρευστοποιήσει, αν δεν είχαν διαταράξει, παγιωμένες ισορροπίες.[2]

Για να έχουμε, επομένως, επαρκείς απαντήσεις στον προβληματισμό περί ζητημάτων αιχμής που «κινητοποιούν τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας» [3] χρειάζεται να γίνεται συνεκτίμηση των συνθηκών που δίνουν το προβάδισμα στις κοινωνικές πτυχές τούτων των ζητημάτων. Είναι τότε ακριβώς που η κοινωνία των πολιτών «διακηρύσσει την αυτονομία της απέναντι στο Κράτος». [4] Τότε δηλαδή αποκτά πραγματικό περιεχόμενο η συζήτηση και η διευκρίνιση ορίων «κράτους» και «κοινωνίας πολιτών», όταν αυτή δεν έχει απλά μεθοδολογικό χαρακτήρα [5],  αλλά προσλαμβάνει και πρακτική χρησιμότητα.

Συνακόλουθα όταν πολλαπλασιάζονται οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και όσο αυτές περιβάλλονται συγκεκριμένο τυπικό σχήμα [6] τόσο αναδεικνύεται η ανάγκη [7] να εκλείψουν οι λειτουργικές συγχύσεις μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών. [8] Ακόμα περισσότερο, μάλιστα, καθώς αναφύονται ζητήματα συναφή προς τον προσδιορισμό του μεριδίου που αναλογεί στην κ.τ.π. όσον αφορά στο δημόσιο διάλογο, τη δημιουργία συναίνεσης  και κοινωνικού κεφαλαίου, κ.λ.π..  Όπως  επίσης και άλλα άμεσα συνδεόμενα προς το ρόλο που πρέπει να διεκδικήσουν (και να κατακτήσουν) οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στη λήψη αποφάσεων και ειδικότερα στη διαμόρφωση, το σχεδιασμό και την εφαρμογή της δημόσιας πολιτικής σε τομείς όπως το περιβάλλον. [9]

Ας σημειωθεί επιπρόσθετα, εδώ,  ότι είναι ακριβώς,  μέσω της έννοιας της δημόσιας πολιτικής,  που υπογραμμίζεται εντονότερα και η αναγκαιότητα διερεύνησης, της συμβολής και του ρόλου της κοινωνίας των πολιτών στο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι. Τούτο στο μέτρο που,  στην ευρύτητα της έννοιας «Δημόσια Πολιτική», εμπεριέχεται και η άσκηση πολιτικής και από άλλους (πλην του Κράτους) «κοινωνικώς» δρώντες. Αναφέρεται, δηλαδή η Δημόσια Πολιτική, όπως έχει και ο P. Muller δείξει [10], σε μια σφαιρική διαδικασία όπου συνυπάρχουν πολιτική ρύθμιση και νομιμοποίηση μέσα στην κοινωνία. Τούτα δε ευθέως μας παραπέμπουν στην επιτακτικότητα της ανάγκης για συντονισμένη και ενεργητική συμμετοχή των «κοινωνικώς και συλλογικώς» δρώντων στη διαμόρφωση και υλοποίηση μιας τέτοιας συμμετοχής [11].


B. Δημόσια  περιβαλλοντική πολιτική,  Μη Κρατικές Περιβαλλοντικές Οργανώσεις και  συμμετοχή

 


Μετά τις προκαταρκτικές επισημάνσεις που προηγήθηκαν,  είναι ευεξήγητο το γιατί και πώς είναι συνυφασμένες οι εξελίξεις στο οικολογικό κίνημα και τις λοιπές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών,  ιδιαίτερα μάλιστα εκείνες  που ήσαν προσανατολισμένες στη διαμόρφωση δημόσιων πολιτικών σχετιζόμενων με την προστασία του περιβάλλοντος.

Η     ανάπτυξη    της κοινωνίας   των πολιτών (κ.τ.π.), ως μια νέας  δύναμης  στη παγκόσμια  σκηνή,  απόρροια της κρίσης (απονομιμοποίησης) της πολιτικής και συγκεκριμένα της έμμεσης – αντιπροσωπευτικής  κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (ήδη από την δεκαετία του 80),   είναι  στενά συνδεδεμένη  με το οικολογικό  κίνημα (και τις σχετικές με αυτό πολυάριθμες  Μη Κυβερνητικές (-Κρατικές) Οργανώσεις-ΜΚΟ [12]),   που εμφανίσθηκε   διεθνώς και σε ευρωπαϊκό επίπεδο ουσιαστικά  τις αρχές της δεκαετίας του 70, και ειδικότερα  με την προστασία του περιβάλλοντος.

Το περιβάλλον,  ως  κοινό και συλλογικό αγαθό  αποτελεί προνομιακό χώρο ανάδειξης νέων μορφών (συμμετοχικής-συνεργατικής) διακυβέρνησης και εναλλακτικών μορφών (συμμετοχικής) οικονομίας (μη κερδοσκοπικής – κοινωνικής ή αλληλέγγυας). Αρχικά [13] η κριτική της βιομηχανικής κοινωνίας την δεκαετία του 60 που έθετε θέματα συμμετοχικής δημοκρατίας, αυτοδιαχείρισης, κοινωνικής αυτονομίας,  διανεμητικής δικαιοσύνης,  δεν συνδέονταν,  άμεσα τουλάχιστον, με το οικολογικό πρόβλημα το οποίο δεν είχε αναδειχθεί και «κοινοποιηθεί», ούτε έθεσε σε αμφισβήτηση την ιδεολογία της ανάπτυξης και τον ανθρωποκεντρισμό. Από την δεκαετία του 70 η οικολογική σκέψη και η πολιτική αμφισβήτηση άλλαξαν κατεύθυνση και συνέκλιναν,  πέραν των προηγούμενων προταγμάτων, προς την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας και της βιόσφαιρας. Τότε γεννήθηκαν τα οικολογικά κινήματα αλλά και μια νέα  «εμπλουτισμένη» αντίληψη για την ουσιαστική συμμετοχική δημοκρατία και την ανάδειξη της κ.τ.π.  Πράγματι από τις αρχές της δεκαετίας του 70 αρχίζει να γίνεται εμφανής και, όπως θα δούμε και στη συνέχεια,  να καθιερώνεται θεσμικά  σε διεθνές επίπεδο η συμμετοχική δημοκρατία ως ουσιαστικό στοιχείο και αναγκαίος όρος  διαβούλευσης και  άσκησης της (δημοκρατικής) περιβαλλοντικής  πολιτικής  ως αντίποδας μιας  πολιτικής περιβαλλοντικού αυταρχισμού. [14]

Η ανάπτυξη  κινημάτων πολιτών ή  περιβαλλοντικών ΜΚΟ  σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο,  αποτυπώνει την αντίληψη ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα  ως  σύνθετα  και πολύπλοκα πολιτικο-οικονομικά και κοινωνικά  προβλήματα δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνο από τα επίσημα θεσμικά – κρατικά όργανα  (κυβέρνηση, κόμματα), αλλά  ούτε  και από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ή άλλου είδους κερδοσκοπικές  οργανώσεις,   παράγοντες με τους οποίους   λογικά-δεοντολογικά,  τα  παραπάνω περιβαλλοντικά κινήματα και οργανώσεις  ούτε συνδέονται,  και από τους οποίους ούτε και ελέγχονται [15]. Μάλιστα, όπως γράφει ο Καζάκος [16], το κράτος και οι επιχειρήσεις παραβλέπουν ζητήματα εξωτερικοτήτων (externalities), οι επιπτώσεις των οποίων αποτελούν προνομιακό χώρο δράσης των ΜΚΟ. Επί πλέον,  η ανάπτυξη  περιβαλλοντικών κινημάτων και οργανώσεων αποτυπώνει την αντίληψη ότι τα οικολογικά προβλήματα δεν είναι μόνο υπόθεση των ειδικών αλλά υπόθεση όλων των πολιτών. Ένα νέο, συνεπώς, «οικολογικό ήθος» δημιουργείται και μια νέα (οικολογική) διάσταση-ιδιότητα του πολίτη («οικοπολίτης») [17]. Αυτό σημαίνει [18] ότι ο νέος πολίτης συμμετέχει ενεργά και άμεσα στην αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης όχι μόνο χάριν της φύσης αλλά και της ίδιας της ποιότητας της ζωής του και  της αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων, πράγμα (και ιδιότητα) που προυποθέτει ότι  θα πρέπει να συνειδητοποιήσει την περιβαλλοντική του ευθύνη (περιβαλλοντική συνείδηση ) και ως μέσο πίεσης προς την πολιτική [19].

Ενώ  τα οικολογικά κινήματα οδήγησαν στην δημιουργία οικολογικών ή πράσινων κομμάτων, οι οικολογικές ή περιβαλλοντικές οργανώσεις – κινήσεις δημιουργούνταν για την επίλυση συγκεκριμένων τοπικών ιδίως προβλημάτων, μερικά από τα οποία εξελίσσονταν και σε εθνικά (π.χ. Αχελώος, γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί). Σε  εθνικό δίκτυο οι περιβαλλοντικές οργανώσεις  παίρνουν  θέση σε γενικότερα,  ακόμα και διεθνή θέματα,  περιβαλλοντικά ή και υγείας, όπως  οι γ.τ.ο,  ή/και επεξεργάζονται  θέσεις  που άπτονται της περιβαλλοντικής διαχείρισης, όπως η εταιρική κοινωνική ευθύνη, απασχόληση και περιβάλλον, κ.λπ.

Στη ριζοσπαστικότερη μορφή τους οι περιβαλλοντικές οργανώσεις  αμφισβητούν το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς -ανάπτυξης και τον «οικονομισμό», με παράλληλη αδιαφορία για τα κοινοβουλευτικά μέσα επιδίωξης των στόχων τους, αλλά με νομιμοποίηση στην κοινή γνώμη και στις τοπικές κοινωνίες,  ενώ άλλες,  που είναι και  οι περισσότερες,  διεκδικώντας τον ρεαλισμό και την αποτελεσματικότητα, πορεύονται σ' ένα τεχνο-διαχειριστικό περιβαλλοντισμό, αποδεχόμενες  το παραπάνω σύστημα και τα  ισχύοντα θεσμικά-νομικά  μέσα δράσης (της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας), αποτελώντας «τμήμα μιας παγκόσμιας δραστήριας τάξης διαχειριστών» [20]. Ίσως μάλιστα  η αύξηση των τελευταίων  να αποτελεί αντίδραση στην παρακμή των πρώτων.  Πάντως και οι δύο τάσεις, ιδίως η πρώτη, σε  μια πολιτική διάσταση της ιδεολογίας και της φιλοσοφίας τους (πολιτική οικολογία) έθεταν θέμα γενικότερης (εναλλακτικής) οργάνωσης της κοινωνίας, της οικονομίας  και της δημοκρατίας με αφορμή και αφετηρία  το περιβάλλον. Έτσι, ως  παράδειγμα της πρώτης τάσης,  για την κοινωνική οικολογία του Μπούκτσιν και την περιεκτική δημοκρατία του Φωτόπουλου, η ενεργός και άμεση συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων είναι προϋπόθεση για τη μετάβαση σε μια οικολογική κοινωνία, όπως επίσης και η ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Από την άλλη η δεύτερη τάση προβάλλει ένα νέο λόγο ύπαρξης  της ΕΕ [21] μιλώντας για να νέα Ευρωπαϊκή διακυβέρνηση  μέσω του περιβάλλοντος,  και ειδικότερα μέσω των τεχνολογιών της ενέργειας [22], αφού αυτό μπορεί να ενώσει καλύτερα τους πολίτες  και να νομιμοποιήσει στα μάτια τους τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Στο πλαίσιο αυτών των διεκδικήσεων, ειδικότερα, θεσπίσθηκαν   και  κατοχυρώθηκαν  σε διεθνές  (σύμβαση του Άαρχους  του 1998 [23]) και ευρωπαϊκό κοινοτικό επίπεδο (οδηγία  2003/4/ΕΚ [24], και κανονισμός  1367/2006 [25], αλλά και τομεακές οδηγίες όπως π. χ. η οδηγία  2001/18/ΕΚ  για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον, η οδηγία 2003/35 σχετικά με την συμμετοχή  του κοινού στην κατάρτιση σχεδίων και προγραμμάτων σχετικών με το περιβάλλον,  η οδηγία 2000/60 για τα ύδατα, κ.α.), αλλά  και ενσωματώθηκαν στην  εσωτερική νομοθεσία   των κρατών μελών  (και της  Ελλάδας),    η συμμετοχή των πολιτών, μέσω της έκφρασης γνώμης   στη λήψη  των περιβαλλοντικών αποφάσεων  και η πληροφόρηση  αυτών πάνω στα περιβαλλοντικά προβλήματα, ως ατομικών δικαιωμάτων. Κατ' αυτό τον τρόπο, και παρά τις εξειδικευμένες – τεχνοκρατικές γνώσεις που μπορεί να  απαιτούνται πολλές φορές, διάφοροι κοινωνικοί φορείς  ή ομάδες πολιτών  ενισχύουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση στη λήψη των περιβαλλοντικών αποφάσεων. Ας μη ξεχνάμε ότι οι ΜΚΟ, πέραν του αναγνωρισμένου ρόλου επαγρύπνησης  και παρακολούθησης,  ασκούν εξουσία και επιρροή (ιδίως στην κοινή γνώμη) μέσω της  αντίληψης και της γνώσης  που κατέχουν (και δεν κατέχουν οι κρατικοί γραφειοκράτες) [26], αλλά και  της διάχυσης της πληροφορίας και της ενημέρωσης και εκπαίδευσης του κοινού στα περιβαλλοντικά θέματα.  Παράλληλα, έχουν άμεση εικόνα (αναγνώριση και προσδιορισμό) των περιβαλλοντικών – κοινωνικών προβλημάτων και απειλών. Έτσι εμπλέκονται στην ατζέντα των πολιτικών διαπραγματεύσεων και στη λήψη των   σχετικών αποφάσεων. [27] Όμως, η έκφραση γνώμης του «κοινού» («δημοκρατία της κοινής γνώμης») που προβλέπεται στις προαναφερθείσες κοινοτικές οδηγίες δεν μπορεί  να θεωρηθεί ως ουσιαστική (αμεσοδημοκρατική) συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των περιβαλλοντικών αποφάσεων [28]. Η τελευταία στο πλαίσιο της  αρχής της επικουρικότητας εξακολουθεί να υφίσταται  ως  αίτημα και στο πλαίσιο της Λευκής Βίβλου για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση [29].

Η κ.τ.π. μέσω ιδίως των Μη Κυβερνητικών περιβαλλοντικών οργανώσεων, συλλόγων,  αντιπροσωπευτικών φορέων συμφερόντων και ενώσεων  πολιτών,   συμβάλλει κατ' αρχήν στην (νομική) ενσωμάτωση,  και κυρίως.,  στην ουσιαστική (πολιτικο/διοικητική) εφαρμογή-υλοποίηση  και παρακολούθηση της εφαρμογής  της κοινοτικής περιβαλλοντικής  νομοθεσίας [30],  μέσω άσκησης πάσης φύσεως πιέσεων  (κινητοποιήσεις, καμπάνιες  δημοσιότητας,  ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης αλλά και  καταγγελίες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αναφορές στην επιτροπή αναφορών του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, όπως επίσης και  προσφυγές στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα).  Από την άλλη,   συμμετέχοντας σε διαδικασίες διαβούλευσης, συρρύθμισης,  αυτορρύθμισης [31], η κ.τ.π. συμβάλλει στην δημιουργία νέων μορφών   περιβαλλοντικής διακυβέρνησης.

Στο  πλαίσιο της ενημέρωσης και της ενθάρρυνσης των πολιτών να κινητοποιηθούν και να αναλάβουν ρόλο στη τοπική περιβαλλοντική διακυβέρνηση,  ο ρόλος ιδίως της τοπικής αυτοδιοίκησης  πρώτου και δεύτερου βαθμού είναι κρίσιμος, σύμφωνα και με την Ατζέντα 21 για την τοπική ανάπτυξη (κεφ.  28). Πολλοί τομείς, όπως η διαχείριση απορριμμάτων,  οι μεταφορές, η διαχείριση προστατευόμενων περιοχών [32], ή ατμοσφαιρική ρύπανση, η ηχορύπανση,  αποτελούν πεδία τοπικής περιβαλλοντικής διαβούλευσης  με τους πολίτες και, ιδίως, με τις Μ.ΚΟ. Η συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις που σχετίζονται με θέματα της κοινότητάς τους, στο πλαίσιο της εφαρμογής τοπικών Ατζέντα 21,  αποτελεί εχέγγυο δημοκρατικής διακυβέρνησης. Βέβαια όσο πιο άμεση – ουσιαστική  και όχι προσχηματική  είναι η συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, τόσο πιο περιεκτική  και αληθινή είναι η δημοκρατία. Από την άλλη επίσης όσο διευρύνεται υποκειμενικά το πεδίο συμμετοχής στη διαδικασία λήψης μιας απόφασης, το σύστημα μάλλον τείνει να  πολυπλοκοποιείται και να γραφειοκρατικοποιείται, μέσω των διαφόρων επιπέδων συμμετοχής, η  δε πολυπλοκοποίηση  αυτή μπορεί να οδηγήσει σε αδιαφάνεια και αποθάρρυνση των πολιτών για συμμετοχή. Μπορεί δηλαδή, ενδεχομένως,  η  παραπάνω διαδικασία  να καταλήξει   σε  φαύλο κύκλο.


Γ.  Κ.τ.Π  και περιβαλλοντικές οργανώσεις στην Ελλάδα

 


 Ειδικότερα  στην  Ελλάδα [33],  όπου ως γνωστόν από τη μια  η κοινωνία των πολιτών είναι ατροφική ή ταυτίζεται τελικά με ομάδες πίεσης – προώθησης  ιδιοτελών συμφερόντων [34],  από την άλλη κυριαρχεί  ένα  γραφειοκρατικό, υπερσυγκεντρωτικό – ιεραρχικό διοικητικό σύστημα [35],  τις περισσότερες φορές οι ΜΚΟ και οι τοπικές κοινωνίες παραμένουν ανενεργές ή αποδυναμωμένες. Όπως έδειξε μάλιστα  ο Σωτηρόπουλος,  προβαίνοντας, πιο συγκεκριμένα, σε μια συνοπτική αποτίμηση της παρουσίας των περιβαλλοντικών οργανώσεων στην Ελλάδα, ο αριθμός τους αν και αυξανόμενος (μετά το '80) θεωρείται πολύ μικρός σε σύγκριση με το συνολικό αριθμό νέων οργανώσεων. Εκτιμά,  εν τούτοις,  ο ίδιος πως ο ρυθμός ιδρύσεων νέων περιβαλλοντικών οργανώσεων «… μπορεί να αντανακλά την αυξανόμενη ευαισθησία των πολιτών απέναντι  στην επιδεινούμενη ποιότητα ζωής…» [36].

Παρ' όλον όμως τον αρχικό ενθουσιασμό των ιδρυτικών τους μελών δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως οι περιβαλλοντικές οργανώσεις είναι συνήθως  απούσες από μια διαβουλευτική διαδικασία στάθμισης των συμφερόντων,  με αποτέλεσμα να υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ αυτών και του κράτους κατά την υλοποίηση μιας συγκεκριμένης  περιβαλλοντικής πολιτικής (π.χ. τοπική εφαρμογή μιας οδηγίας – π.χ. απόβλητα, προστατευόμενες περιοχές, ύδατα) ένεκα μιας δημιουργίας κλίματος δυσπιστίας και έλλειψης  εμπιστοσύνης [37] και  δημιουργίας κοινωνικού κεφαλαίου,  αλλά και παραπέρα,  γενικότερα,  στην ουσιαστική εμπέδωση  και αφομοίωση του «περιβαλλοντικού κοινοτικού κεκτημένου».  Με λίγα λόγια φαίνεται να απουσιάζουν στην Ελλάδα ή να παραμένουν ανενεργοί,  μηχανισμοί  απόσβεσης ή άμβλυνσης  της δημιουργούμενης αδράνειας, κατά την υλοποίηση των παραπάνω πολιτικών.

Με επίγνωση των περιορισμών που απορρέουν από ένα πλαίσιο, όπως αυτό που περιγράφηκε, μπορούμε γενικότερα να διακρίνουμε μια αναντιστοιχία ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα της τοπικής κοινωνίας των πολιτών και των οργανώσεών της σε σύγκριση με την προϊούσα επιδείνωση των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Οι ρυθμοί, δηλαδή, ενεργοποίησης και κινητοποίησης των πολιτών για περιβαλλοντικά θέματα εμφανίζονται βραδύτεροι εκείνων με τους οποίους διογκώνονται τα προβλήματα. Συνακόλουθα, η ασκούμενη πίεση για την αντιμετώπιση τούτων αποδεικνύεται υποδεέστερη της απαιτούμενης, εκείνης δηλαδή που θα υποχρέωνε  τους ιθύνοντες να αναδιατάξουν την ιεράρχηση στις στοχεύσεις τους και να αλλάξουν τις προτεραιότητες στην πολιτική τους.

 

* Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο, και αποτελεί μέρος,  ευρύτερης  έρευνας  με τίτλο «οι τοπικές πολιτικές περιβάλλοντος και η εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας  στην Αιτωλοακαρνανία», η  οποία χρηματοδοτείται   κατά  75%  από το ΕΚΤ  και  25%  από εθνικούς πόρους στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ-Αρχιμήδης-ΕΕΟΤ, Μέτρο 2.6-Ενέργεια 2.6.1.-Υποενότητα 2.6.1.ια. Οι συγγραφείς είναι μέλη της ερευνητικής ομάδας,  η οποία έχει ως επιστημονικό υπεύθυνο  τον πρώτο.



[1] Δ. Σωτηρόπουλος, Η κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα: ατροφική ή αφανής;, in Δ. Σωτηρόπουλου, Η άγνωστη κοινωνία των πολιτών[σσ.117-162], Αθήνα: Ποταμός, 2004, ιδίως, σσ. 153-156.

[2]  Βλ. σχετικά:Edg. Morin. Penser  l' Europe, Paris: Gallimard, 1987, p. 56.

[3] Serge Moscovici. Τεχνική και Φύση στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό, ελλ. μετ. Δ. Κοσμίδης, Αθήνα: Νεφέλη 1998, σ. 17.

[4]  Στο ίδιο, σ. 17.

[5] Είναι ο Gramsci που είχε αντιδιαστείλει αυτού του τύπου τη διάκριση από την οργανική διάκριση ανάμεσα σε société civile (sociétà ciivile) και société politique (sociétà politica). Βλέπε και σχετικά: Α. Gramsci, Textes, (γαλλ. μετάφρ.: J. Bramont, G. Morget, A. Monjo κ.ά.), Paris: Éditions sociales, 1983, σ. 280. Ωστόσο πιο εκλεπτυσμένες σύγχρονες αναλύσεις θεωρούν την άποψη που εκλαμβάνει την κοινωνία των πολιτών ως το αντίθετο του Κράτους, ως μια μόνο από τις υφιστάμενες, επί του θέματος, θεωρητικές εκδοχές. Ο Μουζέλης υποδεικνύει, σχετικά, δύο ακόμα εκδοχές:

α) Εκείνη που εκλαμβάνει την Κ.τ.Π., ως τα ενδιάμεσα στρώματα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων και

β) Εκείνη που θέλει την Κ.τ.Π., ως ενδιάμεσο χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς. Τονίζει, μάλιστα,  ειδικότερα, ως προς αυτήν την τελευταία πως «…οι πιο πρόσφατες θεωρίες γύρω από την Κ.τ.Π. και τις συνθήκες ισχυροποίησής της εστιάζονται σε ένα "ενδιάμεσο" χώρο μεταξύ Κράτους και Αγοράς: σε ένα αυτοκυβερνώμενο κοινωνικό χώρο, αποτελούμενο από θεσμούς, ομάδες, οργανώσεις, οι οποίες λειτουργούν και κατά του άκρατου ατομικισμού της αγοράς και κατά του κρατικού αυταρχισμού».  Βλέπε Ν. Μουζέλη, «Το νόημα της κοινωνίας των πολιτών»  in Α. Μακρυδημήτρη (επιμ.) , Κράτος και Κοινωνία των πολιτών [σσ. 11-17], Αθήνα: Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις, 2002, ιδίως σσ. 13-14.

Πρβλ. επίσης ως προς τις σχέσεις κράτους – κοινωνίας των πολιτών και την πρόσφατη μελέτη: Α. Μακρυδημήτρη, Κράτος των Πολιτών, Πρόλογος Δ. Δημητράκου, Αθήνα,: Α. Α. Λιβάνη, 2006, ιδίως σ.σ. 49-64.

[6] Όπως παρατηρεί η Τσιβάκου: «Σε προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς ήταν ασθενής η παρουσία των τυπικών οργανώσεων, αφού η κοινωνία δεν είχε τεθεί δραματικά ενώπιον του προβλήματος της συστηματικής πολυπλοκότητας…». Ι. Τσιβάκου, Υπό το βλέμμα του παρατηρητή – περιγραφή και σχεδίαση κοινωνικών οργανώσεων., Αθήνα: Θεμέλιο, 1997, σ. 135.

Βλέπε, επίσης, διεξοδικότερα ως προς τη διάκριση τυπικών και ατύπων ομάδων στα πλαίσια της κοινωνίας των πολιτών στο: Γκ. Φότεφ, Κοινωνία των πολιτών (ελλ. μετάφρ. Γ. Σιακαντάρης), Αθήνα: Φιλίστωρ, 1996, ιδίως σ.σ. 61-67.

[7] Όπως έχει επισημανθεί, στην πρώιμη νεωτερικότητα η αρχική χρήση της έννοιας «sοciété civile» φαίνεται να: «προσλαμβάνεται ως μια πολιτική οργάνωση, αναπόσπαστα συνδεδεμένη και "εναλλαγμένη" με το κράτος». Βλ. σχετικά: Βασιλική Γεωργιάδου, «Η Κοινωνία πολιτών στην Νεωτερικότητα»,  Eισαγωγικό σημείωμα στο βιβλίο του Ernest Gellner, Η Κοινωνία των πολιτών και οι αντίπαλοί της, μετάφρ.: Ηρακλεία Στάϊκου, Επιμέλ. Ηλ. Κουσκουβέλη, Αθήνα: Παπαζήσης, 1996, σ. 20, υποσημ. 5.  Αναφορικά με τη θεμελιώδους σημασίας παρατήρηση του Gellner, o οποίος θεωρεί ότι στην Κ.τ.Π. είναι «μεταλλάξιμες» οι μορφές συνεργασίας και πως εκείνο που έχει ουσιαστική σημασία είναι η διατήρηση αυτής της δυνατότητας. Βλέπε και Δ. Δημητράκου, «Η ιδέα της Κοινωνίας των πολιτών» στο Α. Μακρυδημήτρη, Κράτος και Κοινωνία των πολιτών, όπ., σ. 27.

[8]  Ο Gramsci σε αρκετά γραπτά του υποδεικνύει τους κινδύνους από τέτοιες συγχύσεις και επιχειρεί, αν και όχι πάντοτε επιτυχώς, να τις ξεδιαλύνει. Ανάμεσα σε άλλα, βλ. ενδεικτικά: Α. Gramsci  Textes, ό.π., σσ. 289-291.

[9] Βλ. σχετικά,  Δ.  Σωτηρόπουλος, «Τρέχουσες αντιλήψεις και ερωτήματα για την κοινωνία των πολιτών», που περιέχεται [σ.σ. 17-34] στο: Δ. Α. Σωτηρόπουλου (επιμέλ.) Η άγνωστη κοινωνία των πολιτών, Αθήνα: Ποταμός, 2004, ιδίως  σ.σ. 18-19.

[10] Βλ. P. Muller «L' analyse cognitive des politiques, vers une sociologie politique de l' action publique» in Revue Française de Science Politique, No 50, avril 2000, ιδίως pp. 210-213.

[11] Μερικοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι μια «συνταγματοποίηση» της κ.τ.π.  και των μη κρατικών οργανώσεων μέσω περίληψης στο σύνταγμα  σχετικής   εγγυητικής ρήτρας,  ως επιπλέον πυλώνα της δημόσιας ζωής,  θα ανήγαγε την κ.τ.π.  από μια απλή ατομική ή ιδιωτική υπόθεση σε επίπεδο κοινωνικής δράσης και λειτουργίας δημόσιου ενδιαφέροντος και σημασίας, Α. Μακρυδημήτρης, οπ.παρ., 2006, σ. 60-61.

[12]  Υποστηρίζεται (Γ. Χίρς, Τα καινούργια ρούχα του κράτους, in  Γ. Παπαμηχαήλ, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και κυρίαρχη πολιτική, Monthly Review imprint, Αθήνα, 2005, σ. 74, ειδ.  σ. 93) ότι η αύξηση των ΜΚΟ αποτελεί αντίδραση στην παρακμή των ριζοσπαστικών πολιτικών κινημάτων. Είναι ερώτημα εάν οι ΜΚΟ είναι πράγματι οργανώσεις της «Κοινωνίας  των πολιτών» ή κρατικές οργανώσεις -τμήματα του, κατά Γκράμσι,  «διευρυμένου κράτους». Σύμφωνα με τον Γ. Χίρς (οπ. παρ., σ. 76), μια ΜΚΟ ορίζεται ως οποιαδήποτε τυπικά ιδιωτική οργάνωση που δραστηριοποιείται στην πολιτική, σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, και εμφανίζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: έχει  κερδοσκοπικό χαρακτήρα, ασχολείται με την προώθηση ή την υπεράσπιση στόχων (π.χ. περιβαλλοντικών) και όχι  τα ίδια υλικά συμφέροντα της, είναι οργανωτικά και οικονομικά ανεξάρτητη από το κράτος  και τις επιχειρήσεις, έχει επαγγελματική επάρκεια και διάρκεια ως οργανισμός.

[13] Ευρ. Παπαδημητρίου, Περιβαλλοντική συνείδηση  και παρεμβάσεις στον τοπικό χώρο, in Γ. Ζαιμάκης – Α. Κανδυλάκη (επιμ.)  Δίκτυα κοινωνικής προστασίας. Μορφές παρέμβασης σε ευπαθείς ομάδες και σε πολυπολιτισμικές  κοινότητες,  Αθήνα:Εκδ. κριτική, 2005,σ 158-159.

[14] Κ. Σοφούλης, Περιβαλλοντική πολιτική και ισχυρή δημοκρατία : ένα νέο θεωρητικό παράδειγμα  (Απρίλιος 2006), www.nomosphysis.gr.

[15] Βλ. Η.Κατσούλης, Πράσινα κινήματα και κοινωνία των πολιτών, in Μ. Μοδινός,  Η. Ευθυμιόπουλος (επιμ.), Οικολογία και επιστήμες του περιβάλλοντος, ΔΙΠΕ,  1998, σ.201, ειδικ. σ. 209-210.

[16] Μεταρρυθμίσεις παντού: στο κράτος, στην  αγορά, στην κοινωνία των πολιτών, in Θ. Πελαγίδης (επιμ) Η εμπλοκή των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα. Μια αποτίμηση του εκσυγχρονισμού, Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση, 2005, σ. 37, ειδ. σ. 42.

[17] Ε. Γκιζάρη-Ξανθοπούλου, Η οικολογική διάσταση του πολίτη και κοινοτικό δίκαιο περιβάλλοντος, ΠερΔικ 4/2006, σ. 577, ειδικ. σ. 580.

[18] Ευρ. Παπαδημητρίου, οπ.παρ. σ. 169-170 (όπου η κ.τ.π και τα περιβαλλοντικά προβλήματα εξετάζονται από την σκοπιά του κοινοτισμού (κοινοτικής οργάνωσης)  και της κοινωνικής εργασίας).

[19] Ibid. σ. 170.

[20] Γ. Χίρς, οπ.παρ. σ., 86.

[21] D. Miliband, Προς μια περιβαλλοντική Ευρωπαϊκή Ένωση, δαίμων της οικολογίας, τεύχ. 62, Νοέμβριος  2006.

[22] Έτσι και ο Ζ.-Π. Φιτουσί, σε άρθρο του στην εφημ. «Le monde  diplomatique"(7/11/2006) όπου προτείνει την ίδρυση Ευρωπαϊκής  Κοινότητας περιβάλλοντος (βλ. Ε. Παπαδάκη , Διέξοδος για την Ευρωπαϊκή πολιτική ενέργειας, εφημ. «Η κυριακάτική Αυγή», 12/12/2006).

[23] Κύρωση  με το ν.  3422/2005 (ΦΕΚ Α 303).

[24] Του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28 Ιανουαρίου 2003 για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές  πληροφορίες και για τη κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

[25] Για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του  Άαρχους  σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, (ΕΕΕΚ νο L 264).

[26] Γ. Χιρς ., οπ. παρ,  σ. 84.

[27] Ibid.

[28] Ε. Γκιζάρη-Ξανθοπούλου, οπ. παρ.

[29] COM(2001) 428,, 25-7-2001.

[30] Χ. Κουταλάκης, Ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών στη διαδικασία συμμόρφωσης των κρατών μελών  προς το περιβαλλοντικό δίκαιο της  ΕΕ, Nόμος και Φύση, www.nomosphysis.org.gr, (Οκτώβριος 2003).

[31] Χ .Κουταλάκης, Κράτος, κοινωνία των πολιτών και συμφέροντα. Σύγκρουση, διαπραγμάτευση και συμμετοχή σε νέες μορφές περιβαλλοντικής διακυβέρνησης, Διεθνής και Ευρωπαϊκή πολιτική, 3/2006, σ. 210, ειδ. σ. 212.

[32] Δ. Καραβέλλας Γ. Κατσαδωράκης, Π. Μαραγκού, Θ. Νάντσου, και Ε. Σβορώνου, Διαχείριση προστατευόμενων περιοχών: οδηγός ορθής πρακτικής, Αθήνα: WWF-ΥΠΕΧΩΔΕ, 2003, σ. 103.

[33] Γενικότερα, στα κράτη μέλη  του  ευρωπαϊκό νότου,  σε κοινωνικο-πολιτικο θεσμικό επίπεδο, έχει υπογραμμισθεί στην βιβλιογραφία ότι  κατά την εφαρμογή, δηλαδή την πολιτικο-διοικητική υλοποίηση της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, εμφανίζονται ως ενδημικά χαρακτηριστικά αυτών («Μεσογειακό Σύνδρομο»),  η αποδυναμωμένη λειτουργία θεσμών κ.τ.π. συγκριτικά με τις χώρες της βόρειας  και δυτικής Ευρώπης, όπως επίσης η αναποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης  και η έλλειψη ισχυρών ελεγκτικών μηχανισμών, βλ.  Χ. Κουταλάκης,, οπ.παρ. in Nόμος και Φύση, www.nomosphysis.org.gr, (Οκτώβριος 2003)(και την εκεί σχετική βιβλιογραφία).

[34] Α. Μακρυδημήτρης, οπ.παρ., 2006,  σ. 59.

[35] Είναι γνωστό ότι όσο πιο ισχυρό και συγκεντρωτικό είναι το κράτος,  τόσο πιο ατροφική γίνεται η κ.τ.π., με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται ο «φαύλος κύκλος», Α. Μακρυδημήτρης, οπ. παρ., 2006, σ. 49-50. Το σύστημα αυτό   αντανακλά, στο πλαίσιο των αρχών του κλασσικού διοικητικού δικαίου, την κυριαρχική θέση του κράτους και της κεντρικής διοίκησης απέναντι στους πολίτες και τις τοπικές κοινωνίες. Όπως παρατηρείται όμως το περιβαλλοντικό πρόβλημα οδηγεί στη συμμετοχή/συναίνεση των πολιτών και των φορέων τους με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διαφορετικού χαρακτήρα σχέσεις κράτους-πολιτών και ένα νέο (διοικητικό) περιβαλλοντικό δίκαιο, Γ. Μανούρης, Κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο προστασίας του περιβάλλοντος, Αρχείο Νομολογίας, 2006, σ. 441, ειδ. σ. 442.  Έτσι,  ταυτόχρονα όσο πιο αυτόνομη και ισχυρή είναι η κ.τ.π. τόσο λιγότερο συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό γίνεται  το κράτος, A. Μακρυδημήτρης, ibid.

[36] Βλ.Δημ. Σωτηρόπουλου, «Η κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα: ατροφική ή αφανής» που περιέχεται [σσ. 117-162]στο Δ. Σωτηρόπουλος, Η άγνωστη κοινωνία των πολιτών, ό.π., σ. 142.

[37] Βλ και Χ. Κουταλάκης, οπ. παρ., in  Διεθνής  και Ευρωπαϊκή Πολιτική,  σ. 215-216.

 

** Ο Τάκης Νικολόπουλος είναι Καθηγητής ΤΕΙ  Μεσολογγίου, ο Δημήτρης Καπογιάννης είναι Επικ. Καθηγητής ΤΕΙ  Μεσολογγίου και ο Δημήτρης Nτόβας είναι   Εργαστηριακός συνεργάτης ΤΕΙ Μεσολογγίου.

 

ΠΗΓΗ: http://perivallon.teimes.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=17&Itemid=1

Το τέλος του καθεστώτος της μεταπολίτευσης

Το τέλος του καθεστώτος της μεταπολίτευσης*

 

Του Γιώργου Καραμπελιά

 

Το σύστημα ΠΑΣΟΚ που εγκαθιδρύθηκε από τον «μεγάλο τιμονιέρη» και συνεχίστηκε από τον εκσυγχρονιστή διάδοχό του, Σημίτη, και τον δήθεν αντίπαλό του… Καραμανλή, έλαβε τέλος. Το σύστημα αυτό στηριζόταν στην απάτη και την αυταπάτη. Την αυταπάτη του «μικρομεσαίου σοσιαλισμού», ότι είναι δυνατόν εσαεί να βολεύουμε τους πάντες, και τα αφεντικά και τους εργάτες, και τα «νέα τζάκια» και τα συνδικάτα.

Και όλα αυτά χωρίς να αυξάνεται η παραγωγή πλούτου στη χώρα, που θα μπορούσε να κατανέμεται σύμφωνα με την παλιά καλή αρχή της σοσιαλδημοκρατίας, που λειτουργούσε μέχρι τη δεκαετία του 1970 και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Δηλαδή από την αύξηση του πλούτου και της παραγωγής, να έπαιρναν ένα ποσοστό οι εργαζόμενοι και ένα άλλο το κεφάλαιο. Αυτό υπήρξε το περιβόητο σοσιαλδημοκρατικό κοινωνικό συμβόλαιο στην Ευρώπη, από το 1945 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Το ΠΑΣΟΚ πέτυχε μια νέα κοινωνική ρύθμιση, στηριγμένη στην απάτη! Στήριξε τον «σοσιαλισμό» στον δανεισμό και την παρασιτοποίηση των Ελλήνων. Στην πρώτη δεκαετία της ηγεμονίας του, την δεκαετία του 1980, η παραγωγή της χώρας κατάρρευσε, αλλά τα εισοδήματα ανέβηκαν! Το «θαύμα» το πέτυχε ο «μάγος» της απάτης και της οφθαλμαπάτης με τον δανεισμό και τις εισαγωγές. Το χρέος ανέβηκε σε μια δεκαετία από το 20% του ΑΕΠ στο 100% με 110%, ενώ οι εισαγωγές από το 20% της εσωτερικής κατανάλωσης στη δεκαετία του 1970 έφτασαν στο 35% το 1988.Το σύστημα άρχισε να καταρρέει από το 1988.

Και όμως, μετά το 1993 και την παρένθεση Μητσοτάκη, θα διαιωνιστεί για άλλα δεκαπέντε χρόνια, με τον Σημίτη και τον… Καραμανλή. Η παραγωγή, στη βιομηχανία και τη γεωργία έμενε στάσιμη ή μειωνόταν, ενώ το εισόδημα και η κατανάλωση αυξάνονταν! Νέο θαύμα. Και βέβαια, πλέον, δεν αρκούσε ο δανεισμός που συνεχιζόταν.

Βρέθηκε ένα νέο κόλπο. Η «παγκοσμιοποίηση». Δηλαδή η απόλυτη παρασιτοποίηση των Ελλήνων. Τα εισοδήματα για την κατανάλωση θα έρχονται από έξω: τουρισμός 17 δις. ευρώ το 2008, ναυτιλία 18 δις. ευρώ, χρηματιστήριο και δάνεια. Αλλά και οι εργάτες θα έρχονταν απ' έξω. Στα χωράφια, τις οικοδομές, τα εργοστάσια, τον τουρισμό, όλο και περισσότερο, θα δουλεύουν οι μετανάστες αντί για τους Έλληνες. Έτσι θα πέσουν τα μεροκάματα και ο πληθωρισμός. Την ίδια στιγμή η εσωτερική παραγωγή θα συνεχίσει να καταρρέει. Το 2008 οι εισαγωγές θα φτάσουν τα 60 δις. και οι εξαγωγές μόλις 16!

Η κρίση του συστήματος άρχισε με την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου. Δισεκατομμύρια ευρώ έγιναν καπνός μέσα σε λίγους μήνες. Και η μόνη συνέπεια ήταν πως οι Έλληνες μετά από μερικά χρόνια έφεραν τον Καραμανλή για να συνεχίσει την πολιτική ΠΑΣΟΚ! Και πάλι Ολυμπιάδες και ευρωπαϊκοί «θρίαμβοι» στο ποδόσφαιρο θα αποτελούν το παραπέτασμα καπνού για να συνεχίζεται απρόσκοπτα η καταναλωτική τύφλωση και αποχαύνωση των Ελλήνων.

Και θα έπρεπε να έρθει η κρίση της παγκοσμιοποίησης και το τέλος της δυτικής οικονομικής κυριαρχίας το 2008, για να καταρρεύσει αμετάκλητα το Πασοκικό σύστημα.

Ο Γεώργιος ο δόλιος, ο μικρός, που η μοίρα τον έφερε για να κλείσει το σύστημα που άνοιξε ο πατέρας του, πίστευε πως θα μπορούσε να συνεχίσει με τα ίδια ψέματα. Πως θα συνεχίζει να φέρνει λαθρομετανάστες να δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί, πως θα εξακολουθεί να δανείζεται και να διαιωνίζει το ίδιο σύστημα. Γι' αυτό και αντικατέστησε τον τελευταίο των Πασόκων, τον… Κωνσταντίνο Καραμανλή, με ψέματα και υποσχέσεις. Και γι' αυτό, μέσα σε μερικούς μήνες επιδείνωσε την κρίση. Τώρα όλα έρχονται αντίστροφα απ' ότι προσδοκούσαν  οι γελοίοι. Το σύστημα τινάζεται στον αέρα. Οι μικρομεσαίοι και ιδιαίτερα οι μισθωτοί θα χάσουν τουλάχιστον το 20% του εισοδήματός τους, η ανεργία θα εκτιναχθεί, οι μισθοί και τα μεροκάματα θα συρρικνωθούν, η απασχόληση θα γίνει «ελαστική», η ύφεση θα είναι γενικευμένη. Τώρα οι ταξικές και κοινωνικές αντιθέσεις, που για τριάντα χρόνια κουκούλωνε το σύστημα ΠΑΣΟΚ, θα εκραγούν. Και μάλιστα με άναρχο τρόπο, διότι δεν υπάρχουν κοινωνικές τάξεις και πολιτικά κόμματα ικανά να εκφράσουν με συνεκτικό τρόπο ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό σχέδιο. Φτωχοί εναντίον πλουσίων, μισθωτοί εναντίον των εμπόρων και των αφεντικών, αγρότες ενάντια στην «πόλη», Έλληνες εναντίον μεταναστών και παλιοί και σχετικά ενσωματωμένοι μετανάστες εναντίον πρόσφατων λαθρομεταναστών. Και αυτή η νέα ταξική και κοινωνική πάλη θα εκφραστεί σε όλα τα πεδία, με οξύτερες κοινωνικές συγκρούσεις, με άνοδο της εγκληματικότητας και καταστολή.

Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε την όξυνση των εθνικών ζητημάτων, από τα Σκόπια έως το Κυπριακό και από τη Θράκη έως το Αιγαίο, τότε κατανοούμε ότι η οικονομική και κοινωνική κρίση θα μεταβληθεί σε γενικευμένη κρίση του πολιτικού συστήματος.

Κατά τον ίδιο τρόπο που το τέλος της μετεμφυλιακής δεξιάς ηγεμονίας πραγματοποιήθηκε με την κατάρρευση της χούντας και την εθνική καταστροφή στην Κύπρο, η οριστική αποσύνθεση της μεταπολίτευσης και του συστήματος ΠΑΣΟΚ την οποία βιώνουμε, θα συνοδευτεί από κοινωνικές και εθνικές συγκρούσεις και καταρρεύσεις. Βαδίζουμε, ίσως χωρίς να το συνειδητοποιούμε, προς ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό μοντέλο που θα αναδειχθεί μέσα από τους σπασμούς της κατάρρευσης του συστήματος ΠΑΣΟΚ που μόλις αρχίζει. Και πάντα με τον κίνδυνο μιας παραπέρα ανέκκλητης συρρίκνωσης της ήδη απομειωμένης εθνικής μας κυριαρχίας.

Προφανώς δεν μπορούμε και δεν πρέπει να μείνουμε με σταυρωμένα χέρια. Πρέπει να πασχίσουμε ακόμα πιο συστηματικά, ακόμα πιο σύντονα, για τη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής ιδεολογική και πολιτικής πρότασης, έτσι ώστε να συμμετάσχουμε δημιουργικά στη νέα εποχή που έρχεται. Και βέβαια να αντισταθούμε εδώ και τώρα  στη συρρίκνωση του λαϊκού εισοδήματος και της ανεξαρτησίας της χώρας.

Όσο για μια «ελάχιστη ατζέντα» που θα υπερβαίνει την κρίση από την λαϊκή σκοπιά  και θα ανατρέπει τις παρασιτικών ελίτ που μας έχουν οδηγήσει σε τούτο το τέλμα, πέρα από τα αυτονόητα για κάθε πρωθυπουργό, όπως το να αναζητήσει δανειστές από την Κίνα, που προσφέρουν πολύ καλύτερους όρους, η χώρα μας θα πρέπει να διαμορφώσει μια συμμαχία των απειλούμενων από το χρέος χωρών (των λεγόμενων PIGS -Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία)∙ να φτιάξει ένα διεθνές μέτωπο ενάντια στους κερδοσκόπους, που να καταγγέλλει τους μηχανισμούς των spread και τα άλλα πολύπλοκα χρηματο-οικονομικά ως κλεπτοκρατικά και να απαιτεί ρύθμιση στους κρατικούς δανεισμούς∙ να εκπονήσει ένα άμεσο σχέδιο ενίσχυσης της παραγωγής με προσανατολισμό στην ικανοποίηση των αναγκών της χώρας, με δασμούς, κρατικές επενδύσεις, στήριξη της μικροϊδιοκτησίας κ.ο.κ.∙ και, βέβαια, να εκπονήσει ένα άμεσο πρόγραμμα αναγέννησης του κοινωνικού κράτους που θα το σώσει από το τέλμα στο οποίο το έχουν βυθίσει οι ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και από την διαφθορά, τις συντεχνίες και τις κλίκες των τρωκτικών που ιδιοποιούνται τον δημόσιο πλούτο.

H κρίση είναι μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία να συγκροτήσει ο ελληνικός λαός ξανά τις διάχυτες κοινωνικές του αντιστάσεις, και να ανανεώσει το ισοπεδωμένο από την αφασία της ύστερης μεταπολίτευσης πολιτικό οπλοστάσιό του. Κι αυτό πρώτα και κύρια δεν είναι ζήτημα άμεσης πολιτικής τοποθέτησης. Είναι ζήτημα ταυτότητας και τρόπου ζωής.

Κοντολογίς, για να υπάρξουμε ξανά πολιτική δύναμη, μ' εκείνον τον τρόπο που ήμασταν το '41-'44, τον Ιούλη του '65, ή τον Νοέμβρη του '73, θα πρέπει να εφεύρουμε ξανά το κοινόν των Ελλήνων. Να θέσουμε ξανά σε προτεραιότητα τις σχέσεις με τους συναδέλφους μας, τους συντρόφους μας, τους φίλους μας, την οικογένειά μας αφήνοντας πίσω μας την κυριαρχία της χρήσης και της κατάχρησης.  Να φτιάξουμε στέκια, χώρους συνεύρεσης, συνεργατικές δομές.

Να επινοήσουμε τον ελληνικό δρόμο προς τα λαϊκά, κοινοτικά περιβόλια της Αβάνας, προς τις λαϊκές συνεργατικές τράπεζες του Μπουένος Άιρες, το κοινωνικό ανταλλακτικό νόμισμα που ανθεί στην Γαλλία, τους συνεταιρισμούς της Ινδίας και τις κομμούνες της Κίνας.

Να κατέβουμε από τις Μερσέντες και τα Όπελ, να ξαναβρούμε τους αδερφούς μας τους Σέρβους που τους αφήσαμε βομβαρδισμένους πριν από 11 χρόνια για το χρηματιστήριο και την «ισχυρή Ελλάδα» του Σημίτη. Μόνον εκεί εξάλλου, στις βαλκανικές μας γεωγραφίες, μπορούμε να βρούμε πρόθυμους συντρόφους να παλέψουμε για την αυτοδιάθεσή μας, ενάντια σε Τεύτονες, Αγγλοσάξονες και Νεο-Οθωμανούς.

 

ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΟΙ ΠΑΡΑΣΙΤΙΚΕΣ ΑΡΧΟΥΣΕΣ ΤΑΞΕΙΣ

 

ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΩΝ – ΤΖΑΚΙΩΝ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ – ΕΚΔΟΤΩΝ

 

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ, ΤΗΝ ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ

 

ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΣΑ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ

 

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΕΘΝΟΜΗΔΕΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

 

ΜΕΤΩΠΟ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΗΔΕΜΟΝΕΣ

 

ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΟ – ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ

 

* Φυλλάδιο του Άρδην και της Ρήξης

 

ΠΗΓΗ: http://www.ardin.gr/node/2909

Εκλογές Ν.Δ. και ιδεολογία.

Περί εκλογών Ν.Δ., ποικίλων ενημερωτάδων του Τύπου, ιδεολογίας και φιλοπατρίας

 

  Του φιλαλήθη/philalethe00
 

 

Η – άνευ …συστάσεων – εφημερίδα “Τα Νέα” προχθες μας ωμίλησε (βλ. παραπομπή α’) στην κεντρική φράση της εφημερίδας για δεξιά στροφή που συνέδεσε με την εκλογή του νέου προέδρου του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Βέβαια, οι “παροικούντες την Ιερουσαλήμ”  γνωρίζουν πάντες την σκανδαλωδέστατη, όντως στήριξη στην εκ της “λεβεντογέννας Κρήτης” υποψήφια από τα γνωστά εκείνα πρόσωπα, λάτρες, πράγματι, του υπαρκτού εκσυγχρονισμού.

Αλλά, βέβαια, είναι απαράδεκτη και άρα απορριπτέα ορθολογικά (είπαμε, άλλο ο ελληνικός Λόγος, άλλο η λατινική Ratio) η υποστήριξη μίας τέτοιας θέσης. Από ό,τι ως τώρα, τουλάχιστο, μάθαμε, η ιδεολογική διαφορά των δύο υποψηφίων ήταν, ότι ο εκλεγείς “εμφορείται” από τον κάποιον κοινωνικό φιλελευθερισμό μαζί με κάποια, στοιχειώδη έστω, πολυπολικότητα (να δήτε ποιον μου θυμίζει αυτό…) και αντιγκλομπαλιστικότητα, ενώ η δεύτερη είναι προσδεδεμένη στην …βιτόρια (Τ. Άγρας, αν αναρωτιέστε) των πανηθικότατων φίλων και συμμάχων μας πέραν του Ατλαντικού και υποστήριξε ξεκάθαρα δεξιότερη ακόμη στροφή στην κοινωνική και οικονομική πολιτική, μιλώντας για περισσότερη τόλμη στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων (μεταρρυθμίσεις ακριβώς, νομίζω, με την έννοια του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ και άλλων χριστιανικότατων και ελεημονέστατων κοινωνικά “νεοφιλελεύθερων”/ μονεταριστικών καθιδρυμάτων). Κάποιος θα θυμόταν εδώ την Μάγκι Θάτσερ και την στάση της απέναντι στα συνδικάτα, αν δεν ήταν ελάχιστα και προπέτεια αυτό, δηλ. ερμηνεία.

Αλλά το πλέον θλιβερό είναι, ότι οι Ανανεωτικοί “Αριστεροί” (;) της εφημερίδας Αυγής ή μάλλον αριστεροί ευρωπαϊστές της συνθήκης του Μάαστριχτ (όχι, δεν είναι ανορθολογικό αυτό) μας έγραψαν κι’ αυτοί (βλ. παραπομπές) για στροφή “επί Δεξιά!” (δεν ομοιάζει καταπληκτικά με αντιγραφή;). Ειλικρινά, έχουν αντιστρέψη τα πράγματα. Δεν ξέρω κάποια αριστερή παράδοση – εκτός, ίσως, της σχολής σκέψης Δραγώνα-Φραγκουδάκη-Κουλούρη – που να έχη την αντίληψη, ότι η όντως εθνική ανεξαρτησία και η όντως υπεράσπιση του εθνισμού, δηλαδή της εγχώριας παράδοσης, είναι δεξιά ή συντηρητική, ενώ η αυτοπαράδοση στον επεκτατισμό, στην ομοιογενοποίηση, στην απάλειψη κάθε – ιδιαίτερα – αληθούς εθνικού στοιχείου είναι …προοδευτική. (Ακόμη και ο Μπακούνιν διακήρυσσε “Οι προλετάριοι έχουν πατρίδα![…] Είμαι πατριώτης και διεθνιστής ταυτόχρονα.“, ενώ θυμόμαστε και τα αντίστοιχα – συνδυασμό πατριωτισμού-διεθνισμού για τον πασιφιστή απελευθερωτή Μ. Γκάντι. ). Το έχουμε ξαναπή κάπου, ότι, όπως παραθέτει και ο Σ. Καργάκος σε βιβλίο του σχετικό, αυτή η συμπεριφορά θυμίζει πάρα πολύ την καρνεαδική σχολή επί Ρωμαϊκής κυριαρχίας. Οι καρνεαδικοί (=η “εκλεκτική αντιδραστικοί, διότι επεδίωκαν, όντες Έλληνες, την συμπάθεια του “μεγάλου αφεντικού”, των Ρωμαίων, κατά τον Γ. Κορδάτο για υλικά οφέλη (πρβλ. “επιδοτήσεις”). καρνεαδική σχολή”) ήσαν, όπως λέει κι ο Κορδάτος, ένθερμοι κοσμοπολίτες, και ήσαν

“Δεξιά”, “Αριστερά” και υβρίδια

Ξέρετε, όλη αυτή η υπόθεση με την πολιτικοιδεολογική ονοματολογία θυμίζει μεταξύ άλλων πάρα πολύ την ψευδοεπιστημονική κοσμική “ψυχοθεραπευτική” τοιαύτη – την συναφή, δηλαδή, δαιμονολογία, όπως έλεγε και ο Szasz, πλην χωρίς… αναφορά σε δαίμονες. Εν ετέροις λόγοις, εφευρίσκουμε μία φαινομενολογία -χωρίς, βέβαια, “οντολογική βάση” – βάσει της οποίας κάποιος χαρακτηρίζεται και κατηγορείται ως δεξιός, ακροδεξιός, φασίστας, ρατσιστής κατά το “κουμουνιστής”(sic), “συνοδοιπόρος”, αντεθνικώς δρων κτλ. του γνωστού εκείνου εθνικού φαρισαϊσμού προδικτατορικώς. Το πρόβλημα, όμως, είναι, ότι “δεν κάνουν τα ράσα τον πάπα” ούτε το… καπέλο τον επίσκοπο. Δηλαδή, για να είσαι δεξιός, τουλάχιστο κατά την δυσφημισμένη έννοια, απαιτούνται εξ ορισμού (επειδή έτσι το ορίσαμε), ταυτολογικά, ορισμένα θεμελιώδη χαρακτηριστικά, όπως 1)να είσαι καπιταλιστής και 2) να επιθυμής αυταρχικό(τερο) Κράτος – με άλλα λόγια πολιτικά μη-φιλελεύθερος και κοινωνικοοικονομικά φιλελεύθερος. Η φιλοπατρία και η υπεράσπιση του εθνισμού δεν συμπεριλαμβάνεται, δεν θα μπορούσε λογικά, κατ’αρχή στα χαρακτηριστικά αυτά που ορίζουν τον αριστερό και τον δεξιό. Μάλλον θα μπορούσε να περιληφθή ως επί πλέον στοιχείο εν είδει επιθετικού προσδιορισμού (πατριωτική αριστερά/δεξιά/κεντροδεξιά/ριζοσπαστική φιλελεύθερη παράταξη/κεντροαριστερά κτλ.).

Με βάση αυτήν την κατηγοριοποίηση (και δεν είναι δική μας, βέβαια), την διδιάστατη (αυταρχισμός και καπιταλισμός), νομίζω, ότι είναι σαφές, ότι ο/η επιθυμητός/ή υπό των εκσυγχρονιστών υποψήφιος/α του θώκου προκύπτει σαφέστατα πολύ δεξιότερος/η. Το ίδιο, βέβαια, θα μπορούσαμε να πούμε και για τον ίδιο τον υπαρκτό εκσυγχρονισμό, που – παρεμπίπτον –  απέκτησε υποστηρικτές και επαινετές γνήσιους σε παλαιούς Δεξιούς δημοσιολόγους και δημοσιογράφους (θυμάμαι την ιστορική εφημερίδα Εστία, ας πούμε).

Όσο για την υπεράσπιση του έθνους – και όχι, δεν είναι το natio των αστών, σήμερα αντεθνιστών (πρβλ. την “μεταμόρφωση του αστού” του Ζακ Ελλύλ) – οι ιδέες που έχω τουλάχιστο, ως τώρα, διαβάση να υποστηρίζονται (από τον εκλεγέντα) είναι οπωσδήποτε εναλλακτικές, δεύτερο δε θυμίζουν πάρα πολύ αυτές του σαμπκομμαντάντε Μάρκος – που βλέπει το έθνος ως το (ιδανικό) ανάχωμα στην παγκοσμιοποίηση και τον γκλομπαλισμό των “ελίτ”.

Ποιος ξέρει μην οι εθνικόφρονες – με τις μεζούρες τους – εισέδυσαν και στους Ζαπατίστας…;!

Από την άλλη, ο ενδοτισμός, η εθνική μειοδοσία (δείτε και σχόλιο στον πυθμένα), η θανάτωση της παράδοσης στην πράξη, είναι η παραμόνιμη ιδεολογία των ακροδεξιών της Λατινικής Αμερικής, της Γεωργίας, της Βουλγαρίας, της Δικτατορίας της δικής μας κτλ., κτλ. Για αυτό, άλλωστε, και ο “ριζοσπαστικός εθνικισμός” , τύπου Λατινικής Αμερικής, είναι κατά τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που παρουσιάζει ο Νόαμ Τσόμσκι κάπου (αν δεν απατώμαι, είναι στο “Κέρδος και πολίτης”) ο βασικότερος εχθρός των Ηνωμένων Πολιτειών.

********************************************************************

Και μην νομίσετε, ότι προωθούν την φιλία των λαών:-)

Παραπομπές:

α. Εφ. “Τα Νέα” 30/11

β. Εφ. “Η Αυγή”, 1/12

Υ.Γ Ο όλος …σαματάς εξεκίνησε από ένα σχόλιό μου στον αγαπητό συνιστολόγο voici : H Βάση της ΝΔ βράζει.

Περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων … σύγχυση και …

Περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων

 

Εννοιολογική σύγχυση και πολιτική εκμετάλλευση*

 

(+) Του Παναγιώτη Κονδύλη**

 

Δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα. Για να το πούμε ακριβέστερα: εν έτει 1998 δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν θα υπάρξουν στο μέλλον. Η διαπίστωση αυτή είναι αναπόδραστη αν επιθυμούμε να ορίσουμε την έννοια του «δικαιώματος» και του «ανθρώπινου δικαιώματος» αυστηρά και αδιαφορώντας απέναντι σε πολιτικές – ιδεολογικές σκοπιμότητες.

«Δικαίωμα» δεν είναι κάτι που απλώς διάγει βίο φαντάσματος μέσα στα κεφάλια των φιλοσόφων ή που ευδοκιμεί στα χείλη των προπαγανδιστών. Στην ουσία του δικαιώματος ανήκει εξ ορισμού η δυνατότητα να απαιτείται και να επιβάλλεται. Και ως «ανθρώπινο δικαίωμα» επιτρέπεται να θεωρείται μονάχα ένα δικαίωμα το οποίο απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωποι, δηλαδή χωρίς τη διαμεσολάβηση εξουσιαστικών αρχών και συλλογικών υποκειμένων (π.χ. εθνών και κρατών) που, από εννοιολογική και φυσική άποψη, είναι στενότερα από την ανθρωπότητα ως σύνολο.

Επιπλέον, ένα γνήσιο ανθρώπινο δικαίωμα θα πρέπει να ισχύει και να απολαμβάνεται παντού όπου υπάρχουν άνθρωποι, δηλαδή παντού όπου επιθυμεί να εγκατασταθεί καθένας. Ώστε σε τελευταία ανάλυση δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα δίχως απεριόριστη ελευθερία κίνησης και εγκατάστασης και δίχως αυτόματη νομική εξίσωση όλων των ατόμων με όλα τα άτομα χάρη στην οικουμενική ισχύ μιας ενιαίας νομοθεσίας. Όσο ο Αλβανός, π.χ., δεν έχει στην Ιταλία τα ίδια δικαιώματα με τον Ιταλό, μπορούμε stricto sensu να μιλάμε για πολιτικά και αστικά, όχι για ανθρώπινα δικαιώματα.

Βεβαίως, τα κράτη μπορούν να βαφτίζουν ορισμένα τουλάχιστον από τα δικαιώματα, τα οποία δίνουν στους πολίτες τους, «ανθρώπινα δικαιώματα», όμως η έκφραση αυτή θα είχε νόημα μόνον εάν το κράτος επεφύλασσε αποκλειστικά στους δικούς του υπηκόους τον χαρακτηρισμό «άνθρωπος», όπως κάνουν μερικές πρωτόγονες φυλές. Γιατί σε ενάντια περίπτωση κανένα κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δικαιώματα τα οποία θεωρούνται κατ\' εξοχήν ανθρώπινα δικαιώματα, όπως π.χ. το δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας ή της ελευθερίας του λόγου, είναι δυνατό να τα απολαύσουν άτομα που βρίσκονται έξω από τα σύνορά του. Και αντίστροφα: κανένα κράτος δεν μπορεί, χωρίς να αυτοδιαλυθεί, να αναγνωρίσει σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως ορισμένα δικαιώματα που θεωρούνται πολιτικά ή αστικά δικαιώματα, π.χ. το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι ή το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης.

 

Εγκαθίδρυση ενός παγκόσμιου κράτους

 

Η κατάσταση στον σημερινό κόσμο είναι σαφής: δεν επιτρέπεται σε όλους τους ανθρώπους, υπό μόνη την ιδιότητά τους ως ανθρώπων, να κατέχουν όλα τα δικαιώματα (είτε αυτά λέγονται πολιτικά και αστικά είτε λέγονται ανθρώπινα) ανεξάρτητα από το πού γεννιούνται ή το πού βρίσκονται. Ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία θα άξιζαν πράγματι αυτό το όνομα, θα μπορούσε να χορηγήσει μονάχα ένα παγκόσμιο κράτος, προς το οποίο όλα τα άτομα θα βρίσκονταν σε ίση και άμεση σχέση, δηλαδή θα αποκτούσαν άμεσα όλα τους τα δικαιώματα απ' αυτό ως τον εκπρόσωπο ολόκληρης της ανθρωπότητας. Μόνο όποιος εκπροσωπεί ολόκληρη την ανθρωπότητα μπορεί και να θεωρήσει τον κάθε άνθρωπο υπό μόνη την ιδιότητά του ως άνθρωπο, ανεξάρτητα από φυλετικά ή εθνικά κατηγορήματα, και να του χορηγήσει ανθρώπινα δικαιώματα.

Η εγκαθίδρυση ενός παγκόσμιου κράτους στο μέλλον, και επομένως η καθιέρωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν μπορεί να αποκλεισθεί, έτσι όμως δεν θα επιτυγχανόταν αυτόματα η εναρμόνιση ανάμεσα στην ηθική – κανονιστική και στη νομική έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και μάλιστα υπό την αιγίδα της πρώτης. Γιατί το παγκόσμιο κράτος θα μπορούσε, π.χ., να καθιερώσει τα ανθρώπινα δικαιώματα υπό συνθήκες μεγάλης πληθυσμιακής πυκνότητας και σπάνης αγαθών, έτσι ώστε τα δικαιώματα αυτά πολύ λίγο θα αντιστοιχούσαν στις σημερινές δυτικές ηθικές – κανονιστικές αντιλήψεις. Όποιος λοιπόν είναι σε θέση να κάνει εννοιολογικές διακρίσεις, δεν μπορεί να θεωρήσει αναγκαία τη σχέση ανάμεσα στην εγκαθίδρυση ενός παγκόσμιου κράτους και στην ηθικοποίηση της παγκόσμιας κοινωνίας, όπως αρέσκονται να πράττουν οι οπαδοί του ηθικού οικουμενισμού.

Η διαφορά όμως ανάμεσα στις δύο παραπάνω έννοιες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταφαίνεται και αν κάνουμε μιαν αισιόδοξη υπόθεση. Εννοούμε το εξής: είναι δυνατό να μην εγκαθιδρυθεί ένα παγκόσμιο κράτος, αλλά παρ' όλα αυτά να επικρατήσει καθολικά το ηθικό – κανονιστικό περιεχόμενο εκείνου που ονομάζουμε σήμερα «ανθρώπινα δικαιώματα», γιατί όλα τα κράτη ανεξαιρέτως θα το καθιστούσαν γνώμονα και οδηγό προκειμένου να διατυπώσουν τα πολιτικά και αστικά δικαιώματα που παραχωρούν στους υπηκόους τους. Αυτό σημαίνει: τα ηθικά αιτήματα μπορούν να ικανοποιηθούν και χωρίς να καταφύγει κανείς στη ρητορική των πανανθρώπινων δικαιωμάτων, και όποιος θεωρεί τούτην εδώ κενή δεν ανήκει σώνει και καλά σε όσους χαίρονται όταν γίνονται αυθαίρετες συλλήψεις και βασανιστήρια, όπως αφήνουν συχνά να εννοηθεί οι οπαδοί της οικουμενικής ηθικής.

Συμπέρασμα: η πρόταση «δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα» είναι αυτονόητη αν δεν τη συγχέουμε με κανέναν τρόπο και σε κανένα επίπεδο με τις προτάσεις «δεν είναι ορθό να υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα (με την ηθική – κανονιστική έννοια)» και «δεν θα υπάρξουν ποτέ ανθρώπινα δικαιώματα». Η πρόταση «δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα» επιβεβαιώνεται άλλωστε καθημερινά από την πολιτική, νομική και αστυνομική πρακτική της ίδιας της «Δύσης», η οποία προσπαθεί να παρακάμψει τις οδυνηρές έσχατες συνέπειες της δικής της προπαγάνδας περί «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» εμμένοντας στην κρίσιμη διάκριση ανάμεσα σε ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα και δίδοντας το προβάδισμα στα δεύτερα, δηλαδή αρνούμενη να αναγνωρίσει όλα τα δικαιώματα σε όλους τους ανθρώπους υπό μόνη την ιδιότητά τους ως ανθρώπων.

 

Η συνταγή της Δύσης για το «κράτος δικαίου»

 

Τα «ανθρώπινα δικαιώματα» ασκούνται πάντοτε υπό την επιφύλαξη των (εθνικών, «ευρωπαϊκών» κτλ.) κυριαρχικών δικαιωμάτων. Το κάθε κυρίαρχο κράτος ή η κάθε κυρίαρχη εξουσία έχει το δικαίωμα να συλλαμβάνει ανθρώπους από άλλες χώρες μόνο και μόνο επειδή αυτοί εισέρχονται ή παρεπιδημούν, δίχως άδεια, στην επικράτειά της, όμως δεν έχει, π.χ., το δικαίωμα να τους ξυλοκοπήσει, γιατί η ίδια διακηρύσσει το ανθρώπινο δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας ­ λες και η σύλληψη καθ' εαυτήν δεν αποτελεί eo ipso άρση του δικαιώματος του ατόμου να διαθέτει το σώμα του όπως θέλει! Με αυτή τη συνταγή η Δύση νομίζει ότι «δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν», όμως το κάνει με αντίτιμο τη λαθραία εισαγωγή των αρχών και της πρακτικής του «κράτους δικαίου» μέσα στον χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Οι παράνομοι μετανάστες, οι οποίοι απελαύνονται, υφίστανται βέβαια τη μοίρα τους σύμφωνα με τις (μεταβλητές) διατάξεις του «κράτους δικαίου», όμως δεν την υφίστανται επειδή δεν είναι άνθρωποι, παρά επειδή δεν είναι Γάλλοι, Ελληνες, Γερμανοί κτλ. Στην κρίσιμη αυτή περίπτωση αποφασιστικό αποδεικνύεται το κριτήριο της εθνικότητας, όσα και αν ισχυρίζεται η ρητορική της Δύσης περί «αξιοπρέπειας του ανθρώπου» κ.τ.τ. Το «κράτος δικαίου» εμφανίζεται εδώ καταχρηστικά ως φύλακας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συμπεριφέρεται εξίσου ανακόλουθα όσο και ένας οπαδός του ηθικού οικουμενισμού, ο οποίος, όταν βρίσκεται σε μια ξένη χώρα και αντιμετωπίζει δυσκολίες, προκειμένου να διευκολυνθεί δεν τηλεφωνεί στην… ανθρωπότητα, αλλά στην πρεσβεία της χώρας εκείνης που έχει εκδώσει το διαβατήριό του.

 

Επιλεκτική επίκληση και χρήση

 

Η εννοιολογική σύγχυση συχνότατα βολεύει εξαιρετικά τα άτομα και τα κράτη, επειδή συγκαλύπτει κραυγαλέες αντιφάσεις ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη. Ωστόσο η δική μας πρόθεση εδώ δεν είναι να εξαναγκάσουμε κατά κάποιο τρόπο τα δρώντα υποκείμενα να υιοθετήσουν ηθικά «ορθολογική» συμπεριφορά, αποσαφηνίζοντας τις έννοιες και ξεσκεπάζοντας ασυνέπειες και υποκρισίες. Τέτοιες δουλειές μπορεί να τις αφήσει κανείς στους πολλούς υψηλόφρονες φιλοσόφους, οι οποίοι περιμένουν την ώρα της πανηγυρικής τους εμφάνισης. Η εννοιολογική σύγχυση και η αμφιλογία θα επικρατούν στην παγκόσμια σκηνή όσο επικρατούν και τα συμφέροντα που κρύβονται πίσω τους. Και η πολιτική εκμετάλλευση των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» θα καταφαίνεται πρώτα – πρώτα στην επιλεκτική τους επίκληση και χρήση με βάση εξωηθικά κριτήρια.

Ήδη την εποχή του Ψυχρού Πολέμου η προγραμματική επιστράτευση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» εναντίον του «ολοκληρωτισμού» δεν εμπόδισε τις στενές συμμαχίες του δυτικού στρατοπέδου με ωμές δικτατορίες. Η πολύ διαφορετική συμπεριφορά των Ηνωμένων Πολιτειών, π.χ., έναντι της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν, μολονότι και οι δύο αυτές χώρες αντιμετωπίζουν κατά τον ίδιο τρόπο τα «ανθρώπινα δικαιώματα», μαρτυρεί ότι η Δύση δεν εννοεί να ξεκόψει από τις παραδόσεις της στο σημείο αυτό. Βεβαίως, τα διδακτικά παραδείγματα είναι πολυάριθμα. Ας περιοριστούμε λοιπόν σε μια γενική παρατήρηση. Η πολιτική εκμετάλλευση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», δηλαδή η χρήση τους ως μέσου πίεσης και επέμβασης, είναι αναπόδραστη ήδη λόγω του γεγονότος ότι τα τέτοια «δικαιώματα» μπορούν να επιβληθούν μονάχα από τους ισχυρότερους πάνω στους ασθενέστερους, το αντίστροφο όμως είναι αδύνατο να γίνει, ούτε είναι δυνατό στην περίπτωση αυτή να υπάρξουν οποιεσδήποτε θεσμικές ρυθμίσεις.

Επαναλαμβάνουμε: εδώ δεν καυτηριάζουμε ηθικά παραπτώματα, αλλά περιγράφουμε μια κατάσταση μέσα στην οποία τα ηθικά παραπτώματα είναι αναπόδραστα. Αναπόσπαστο στοιχείο της περιγραφής αυτής είναι βέβαια και η επισήμανση της αντίφασης ανάμεσα στην εξιδανικευμένη εικόνα των δρώντων υποκειμένων για τον εαυτό τους και στην πραγματική τους ιδιοσυστασία και πρακτική. Πριν από λίγα χρόνια ακόμη παρόμοιες επισημάνσεις προέρχονταν συχνά από τα αναλυτικά εργαστήρια της μαρξιστικής «Αριστεράς», στο μεταξύ όμως η πηγή αυτή έχει στερέψει. Μετά την κατάρρευση της ουτοπίας της Ανατολής η εξημερωμένη πλέον δυτική «Αριστερά» έχει εγκολπωθεί την ουτοπία της Δύσης, δηλαδή την ουτοπία μιας παγκόσμιας κοινωνίας που τείνει προς την αρμονία πάνω στη βάση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

 

Ψευδαισθήσεις «αριστερών»

 

Διάφοροι «αριστεροί», και μάλιστα πρώην κομμουνιστές ή φιλοκομμουνιστές, επιστρατεύουν σήμερα ποικίλες εκλογικευτικές ακροβασίες προκειμένου να προσαρμόσουν την «προοδευτική» τους συνείδηση στην πραγματικότητα όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την αμερικανική νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο. Η παθιασμένη ομολογία πίστεως στα «ανθρώπινα δικαιώματα» τους προσφέρει τη δυνατότητα να στήσουν γέφυρες συμβιβασμού ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν χωρίς να εξευτελισθούν φανερά, γιατί αυτήν την ομολογία πίστεως στην ιδεολογία του πρώην εχθρού την καλύπτουν πίσω από την δήθεν εμμονή στο αρχικό «ανθρωπιστικό ιδεώδες» της «δυτικής Αριστεράς». Έτσι, η ίδια εκείνη «Αριστερά», η οποία χθες ακόμη έπαιζε τον ρόλο του «χρήσιμου ηλίθιου» (Λένιν) στις διάφορες εκστρατείες ειρήνης του Κρεμλίνου και δεν υπέφερε την έκφραση «ανθρώπινα δικαιώματα», όταν αυτή έβγαινε από τα χείλη του Ρίγκαν και της Θάτσερ ­ η ίδια εκείνη «Αριστερά» αποτελεί σήμερα τον «χρήσιμο ηλίθιο» των πολυεθνικών εταιρειών και του οικουμενιστικού αμερικανισμού. Κίνητρά της είναι η πολιτική αφέλεια και τα χειροπιαστά κοινωνικά οφέλη, αν και σε πολύ διαφορετικές δόσεις και μείξεις εκάστοτε.

Βέβαια, πολλοί «αριστεροί» τρέφουν ακόμη την ψευδαίσθηση ότι εκπροσωπούν την αντίθεση προς το «σύστημα», μόνο και μόνο επειδή ενίοτε επικαλούνται την ιδεολογία του συστήματος ενάντια στην πραγματικότητά του. Έτσι πορίζονται τον άσπιλο μανδύα, τον οποίο κατόπιν φορούν επιδεικτικά. Η ιδεολογία όμως του συστήματος, δηλαδή η συνείδησή του, αποτελεί εξίσου μέρος του όσο αποτελεί και η πρακτική του, δηλαδή η κοιλιά του. Και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι εδώ η κοιλιά κοιμάται λιγότερο από τη συνείδηση και την κατευθύνει.

Τα «ανθρώπινα δικαιώματα» είναι πολιτικό εργαλείο μέσα σε μια πλανητική κατάσταση, η πυκνότητα της οποίας καθιστά βέβαια απαραίτητη τη χρήση οικουμενιστικών ιδεολογημάτων, μέσα στην οποία όμως η δεσμευτική ερμηνεία των ιδεολογημάτων αυτών συνεχίζει να εναπόκειται στις διαθέσεις και στα συμφέροντα των ισχυρότερων εθνών.

Τα «ανθρώπινα δικαιώματα» υπόκεινται στην επαμφοτερίζουσα λογική αυτής της κατάστασης και αντικατοπτρίζουν τις αντιφάσεις και τις εντάσεις που σημαδεύουν κατά τρόπο δραματικό την παγκόσμια κοινωνία. Γι' αυτό ο αγώνας για την ερμηνεία τους αναγκαστικά θα μετατραπεί σ' έναν αγώνα μεταξύ ανθρώπων γύρω από ό,τι θεωρεί εκάστοτε ο καθένας τους δικό του αναφαίρετο δικαίωμα. Αυτός ο αγώνας περί ερμηνείας έχει αρχίσει από καιρό ανάμεσα σε «Βορρά» και «Νότο» ή «Δύση» και «Ανατολή» και οξύνεται στον βαθμό όπου τα δισεκατομμύρια του «Νότου» ή της «Ανατολής» ερμηνεύουν όχι τυπικά, παρά υλικά τα «ανθρώπινα δικαιώματα», απαιτώντας μια ουσιαστική ανακατανομή του παγκόσμιου πλούτου χωρίς να τους ενδιαφέρει η ηθική των χορτασμένων. Όπως η εσωτερική λογική του «ελεύθερου εμπορίου», έτσι και η εσωτερική λογική των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» θα στραφεί σύντομα εναντίον της Δύσης, και τότε αυτή θα εγκαταλείψει τις σημερινές ιδεολογικές της θέσεις. Είναι βέβαια πολύ αμφίβολο αν κι έτσι ακόμη θα μπορέσει να κερδίσει τους τρομακτικούς αγώνες κατανομής, οι οποίοι θα συγκλονίσουν τον 21ο αιώνα.

 

** «Συμπληρώνονται φέτος 50 χρόνια από την Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ταυτοχρόνως αναπτύσσεται ένας προβληματισμός σε διεθνές επίπεδο για την υπόσταση και τη φύση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Την περασμένη Κυριακή «Το Βήμα» προδημοσίευσε απόσπασμα από τη μελέτη του μεγάλου γερμανού φιλοσόφου Jürgen Habermas με τίτλο «Νομιμοποίηση μέσω των δικαιωμάτων του ανθρώπου» της οποίας επίκειται ταυτόχρονη έκδοση στη γερμανική και στην ελληνική γλώσσα. Σε συνέχεια του διαλόγου οι «Νέες Εποχές» φιλοξενούν σήμερα τις αντικρουόμενες απόψεις περί «ανθρώπινων δικαιωμάτων» του συγγραφέα κ. Παναγιώτη Κονδύλη και του καθηγητή κ. Παύλου Σούρλα».

 

** Ο κ. Παναγιώτης Κονδύλης είναι συγγραφέας.

 

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ, Π. ΚΟΝΔΥΛΗΣ | Κυριακή 3 Μαΐου 1998,  http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=80&artid=98870&dt=03/05/1998

 

Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τον admin

Ο σοσιαλισμός μετά το 1989

Ο σοσιαλισμός μετά το 1989

                  Του Μάρτιν Τζέικς

 

Κολ - Γκορμπατσόφ - Γκένσερ - Σεβαρντνάντζε συνάντηση για την ενοποίηση της Γερμανία

 Κολ-Γκορμπατσόφ-Σεβαρνάτζε για την ενοποίηση της Γερμανίας

Το περιοδικό «Marxism Today» ήταν η επίσημη μηνιαία επιθεώρ η ση του Βρετανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Οποιος ξεφύλλιζε ωστόσο τις σελίδες του διαπίστωνε με έκπληξη ότι το περιοδικό αυτό, με την τολμηρή και πρωτότυπη θεματολογία του, με τις «αιρετικές» θεωρητικές του αναζητήσεις και με την εικονοκλαστική πολιτική γραμμή του, ξεχώριζε και διέφερε από τα περισσότερα αντίστοιχα έντυπα που εξέδιδαν τα διάφορα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα.

Διόλου τυχαία άλλωστε, η διανοητική και πολιτική επιρροή του υπερέβαινε κατά πολύ τον κύκλο των οπαδών του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε αυτή την επιτυχία του «Marxism Today» καθοριστική ήταν η συμβολή του Μάρτιν Τζέικς (Martin Jacques), ο οποίος υπήρξε ο διευθυντής του περιοδικού από το 1977 μέχρι τον τερματισμό της έκδοσής του, το 1991. Το κείμενο του Μάρτιν Τζέικς, που παρουσιάζουμε εδώ, γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 1990, στον απόηχο των μεγάλων «σεισμικών» δονήσεων και των ιστορικών αλλαγών που έφερε το 1989.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι τα γεγονότα του 1989 αντιπροσωπεύουν μια ιστορική στιγμή στην ιστορία του σοσιαλισμού. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Κατέρρευσαν σχεδόν ταυτόχρονα όλα τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης που διακήρυσσαν ότι είναι σοσιαλιστικά και που εμπνέονταν επίσημα από τη μαρξιστική παράδοση. Και στην περίπτωση που θα υπήρχε ακόμα κάποια αμφιβολία, αρκεί να θυμηθούμε τα γεγονότα που αντιπροσωπεύουν το άνοιγμα μιας εξαιρετικής χρονιάς. Αναφέρομαι φυσικά στα γεγονότα της πλατείας Τιανανμέν, που έγιναν σε μια χώρα όπου, διαφορετικά από την Ανατολική Ευρώπη, το κομμουνιστικό καθεστώς διέθετε ιστορικά μεγάλο εθνικό κύρος. Ακόμα και στην Κίνα υπάρχουν επιγραφές πάνω στους τοίχους που σηματοδοτούν το τέλος του παλαιού καθεστώτος.

Και έπειτα, φυσικά, υπάρχει η Σοβιετική Ενωση. Με μιαν ορισμένη έννοια, όλα άρχισαν σε αυτή τη χώρα με την εκλογή του Γκορμπατσόφ ως γενικού γραμματέα του ΚΚΣΕ το 1985. Στην αρχή φαινόταν ότι αυτός θα μπορούσε να μεταρρυθμίσει με επιτυχία τη χώρα του, αλλά τώρα τα πράγματα φαίνεται να άλλαξαν. Ο Γκορμπατσόφ θα περάσει πιθανόν στην Ιστορία ως μία από εκείνες τις μορφές που προκάλεσαν τη ρήξη ενός παλαιού συστήματος μάλλον, παρά συνέβαλαν στη δημιουργία ενός νέου. Ο παλαιός κόσμος πεθαίνει ακόμα και στη Σοβιετική Ενωση, την έδρα και τον γενέθλιο τόπο του κομμουνιστικού συστήματος. Αυτό που παρατηρούμε είναι αναμφίβολα το τέλος μιας εποχής, το τέλος της εποχής του 1917, της ρωσικής επανάστασης, η οποία συνέβαλε τόσο πολύ στη διαμόρφωση της πολιτικής και της κουλτούρας μας στον εικοστό αιώνα.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για τη σοσιαλιστική παράδοση; Πρώτα απ' όλα διαφαίνεται το τέλος της γεωγραφικής διαίρεσης της Αριστεράς.

Στο μεγαλύτερο μέρος τους η Αριστερά της Δύσης και η Αριστερά της Ανατολής έχουν πολύ λίγα κοινά στοιχεία. Η κατά το μεγαλύτερο μέρος της σοσιαλδημοκρατική Αριστερά της Δυτικής Ευρώπης έχει μιαν όψη βαθιά διαφορετική από τα κομμουνιστικά κόμματα που κυριαρχούσαν στην Ανατολή. Οι δύο πραγματικότητες μιλούν μιαν εντελώς διαφορετική γλώσσα. Τώρα παρακολουθούμε όμως την επανενοποίηση της Αριστεράς στη Δύση και στην Ανατολή. Για πρώτη φορά αρχίζει να εμφανίζεται μια νέα γλώσσα, το λεξιλόγιο της οποίας περιλαμβάνει λέξεις όπως δημοκρατία, κοινωνία πολιτών, δικαιώματα του πολίτη, αγορά, κοινωνική δικαιοσύνη και οικολογία.

Δεν θα 'πρεπε να υποτιμήσουμε τη σημασία όλων αυτών. Για πάνω από 70 χρόνια, και ιδιαίτερα από το 1945, η δυτική Αριστερά έζησε στη σκιά της υποθήκης της Ανατολής, όπου ο σοσιαλισμός και η δημοκρατία ήταν ξένες μεταξύ τους έννοιες. Αυτό το διαζύγιο φτάνει τώρα στο τέλος του.

 

Κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες

 

Η διαίρεση της Αριστεράς ωστόσο δεν ήταν μόνο γεωγραφικό ζήτημα, αλλά ήταν και πολιτικό. Η Οκτωβριανή Επανάσταση γέννησε τα κομμουνιστικά κόμματα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και εκείνες της Δυτικής Ευρώπης. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και έπειτα το 1917 συνέβαλαν στη διαίρεση της Δεύτερης Διεθνούς και των σοσιαλιστικών της κομμάτων. Από εκείνη την περίοδο κι έπειτα, σε πολλές χώρες υπήρχε τόσο ένα σοσιαλιστικό κόμμα όσο και ένα κομμουνιστικό κόμμα. Και για πολύ καιρό -σίγουρα για το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου του Μεσοπολέμου- υπήρξε μια οξεία ιδεολογική ρήξη ανάμεσα στις δύο παραδόσεις. Αυτό που άρχισε να επικρατεί στην ευρωπαϊκή σκηνή στη δεκαετία του 1970 (και ακόμα νωρίτερα στην περίπτωση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος) με τη γέννηση του ευρωκομμουνισμού, δυνητικά είχε ήδη καταργήσει τις θεμελιώδεις ιστορικές διαφορές μεταξύ κομμουνισμού και σοσιαλδημοκρατίας: ο σκοπός της επανάστασης αντικαταστάθηκε από εκείνον της μεταρρύθμισης, η δυτική δημοκρατία προτιμήθηκε από το σοβιετικό σύστημα, στη δημοκρατία αποδόθηκε υπερήφανα η προτεραιότητα σε σχέση με την ταξική λογική.

Το 1989 σηματοδοτεί το τέλος της πολιτικής διαίρεσης της Αριστεράς που γεννήθηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Είναι το τέλος της εποχής των κομμουνιστικών κομμάτων. Δεν υπάρχει τώρα κανένας θεμελιώδης ιστορικός λόγος για την ύπαρξή τους. Ισως σε ορισμένες χώρες αυτά θα συνεχίσουν να υπάρχουν για ειδικούς εθνικούς ή συγκυριακούς λόγους, αλλά θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να μεταμορφωθούν σε κάτι αρκετά διαφορετικό. Γενικά επομένως θα συμβούν δύο πράγματα: ή αυτά θα σοσιαλδημοκρατικοποιηθούν (η περίπτωση του ιταλικού Κ.Κ. είναι η πιο φανερή: στην πραγματικότητα, από πολλές απόψεις, αυτό είναι ήδη ένα σοδιαλδημοκρατικό κόμμα) ή προορίζονται να χαθούν (όπως, για παράδειγμα, στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γερμανία).

Ισως όμως το πιο σημαντικό γεγονός είναι ότι το 1989 αντιπροσωπεύει το τέλος μιας ορισμένης αντίληψης του σοσιαλισμού και του τρόπου με τον οποίο αυτός μπορεί να επιτευχθεί.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση βασιζόταν στην πεποίθηση ότι τα στάδια της ανάπτυξης μπορούσαν να υπερπηδηθούν, ότι η Ιστορία μπορούσε να επιταχυνθεί μέσα από σύντομους δρόμους, ότι αν η εργατική τάξη -δηλαδή ο παράγοντας της αλλαγής- ήταν πολύ αδύναμη, αυτή θα μπορούσε να αντικατασταθεί από το κράτος και η υστέρηση θα μπορούσε να εξαλειφθεί με αναγκαστική εκβιομηχάνιση. Το κόστος που προέκυψε ήταν τρομερό.

Η επανάσταση βασιζόταν και στην ιδέα του βολονταρισμού. Ενα επαναστατικό κόμμα, που κατέχει τους νόμους της Ιστορίας, ήταν εξουσιοδοτημένο να κάνει στην πράξη ό,τι ήθελε. Ηταν η αλαζονεία της παντογνωσίας. Ολα ήταν δυνατά, κανένα οχυρό δεν θα μπορούσε να μείνει απόρθητο.

Η επανάσταση βασιζόταν και στην έννοια της ουτοπίας, στην ιδέα ότι θα μπορούσε να καταστραφεί η παλιά κοινωνία, για να οικοδομηθεί στη θέση της κάτι εντελώς διαφορετικό. Ηταν η κοινωνική μηχανική σε μαζική κλίμακα. Υπήρχε και η πεποίθηση ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να οικοδομηθεί σε μία μόνο χώρα, αν και μόνο με τον Στάλιν αυτό έγινε ρητή δέσμευση. Και τονίζοντας την έννοια του σοσιαλισμού σε μια χώρα και συνεπώς σε ένα συνασπισμό χωρών, δημιουργήθηκε η ιδέα ότι ο σοσιαλισμός μπορούσε να είναι ένα είδος απελευθερωμένης περιοχής, που υπάρχει σε μια περισσότερο ή λιγότερο λαμπρή απομόνωση, έξω από τον εχθρικό καπιταλιστικό κόσμο, σε ανταγωνισμό προς αυτόν ώς το σημείο να τον κάνει να υποχωρεί σιγά σιγά. Ηταν ο κόσμος των αντιθέτων, των ασυμφιλίωτων αξιών, της αυτάρκειας που αντιπαρατίθεται στην αλληλεξάρτηση. Η υπερπήδηση των σταδίων, ο βολονταρισμός, η ιδέα της ολικής ουτοπίας έχασαν την αξιοπιστία τους εξαιτίας της αποτυχίας του 1917. Αυτές οι ιδέες αναμφίβολα συνδέθηκαν κυρίως με την κομμουνιστική παράδοση, αλλά αυτές διατηρούν μιαν ορισμένη αξία ακόμα και σε άλλα ρεύματα της σοσιαλιστικής παράδοσης, συμπεριλαμβανομένης της σοσιαλδημοκρατίας.

Ισως όμως, πέρα από αυτά, η πιο σημαντική ιδεολογική συνέπεια που πρέπει να αντληθεί στρέφεται γύρω από την ιδέα του σοσιαλισμού ως διαχωρισμένου συστήματος, που βρίσκεται σε αντίθεση προς τον καπιταλισμό. Η κατάρρευση της μπολσεβίκικης παράδοσης σηματοδοτεί το τέλος της σοσιαλιστικής ουτοπίας ως εναλλακτικής λύσης. Η έμφαση τώρα θα δίνεται στην αλληλεξάρτηση μάλλον παρά στην αυτάρκεια, σε έναν κόσμο με όρια, στον οποίο η κοινωνική πρόοδος σε μια χώρα θα εξαρτάται πάντα από το επίπεδο της προόδου σε άλλες χώρες. Ο βολονταρισμός παλαιού τύπου θα αντικατασταθεί από την αλληλεξάρτηση και την αμοιβαία επίδραση. Ωστόσο η ιδέα του σοσιαλισμού ως ριζικής αντίθεσης στον καπιταλισμό και ως ουσιωδώς εθνικού μορφώματος εκτείνεται πολύ πέρα από την κομμουνιστική παράδοση. Το θυμίζω αυτό για να δείξω πόσο η ιδεολογική κατάρρευση του 1989 και όλα όσα ακολουθούν προχωρούν πολύ πέρα από την κομμουνιστική παράδοση. Με αυτό δεν θέλω να πω ότι η σοσιαλδημοκρατία και ο κομμουνισμός είναι όμοια. Αντιπροσωπεύουν πολύ διαφορετικές παραδόσεις, αλλά περιέχουν και κοινές ιδέες και επιρροές.

 

Το μέλλον του μαρξισμού

 

Ισως σε αυτό το σημείο μπορεί να είναι χρήσιμο να πούμε κάτι για την απόκλιση ανάμεσα στο 1989 και στη μαρξιστική παράδοση. Θα ήταν λάθος να υπαινισσόμαστε, όπως έκαναν ορισμένοι, ότι το γκουλάγκ ενυπήρχε ήδη στον Μαρξ.

Φυσικά είναι δυνατό να διακρίνουμε στα γραφτά του Μαρξ ένα συνδυασμό βολονταρισμού και ντετερμινισμού, που καταλήγει τελικά σε ελιτισμό και αυταρχισμό. Αυτά τα γραφτά ωστόσο σκιαγραφούν έναν ορισμένο αριθμό πιθανών πολιτικών διαδρομών. Τα κυριότερα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς, χωρίς εξαιρέσεις, θεωρούσαν πάντοτε τον Μαρξ το θεμέλιο της έμπνευσής τους. Στην εποχή της ιστορικής ρήξης μέσα στη Δεύτερη Διεθνή, όλοι οι κύριοι πρωταγωνιστές της σύγκρουσης δήλωναν ότι είναι μαρξιστές. Οι μενσεβίκοι στη Ρωσία ήταν εξίσου μαρξιστές όσο και οι μπολσεβίκοι. Ο Λένιν, ο Κάουτσκι, ο Πλεχάνοφ και ο Μπερνστάιν, όλοι τους θεωρούσαν τους εαυτούς τους μαρξιστές. Αλλά μετά τη ρωσική επανάσταση, η λενινιστική παράδοση οικειοποιήθηκε τη μαρξιστική παράδοση.

 

Τα κομμουνιστικά κόμματα έγιναν οι θεματοφύλακες του μαρξισμού ως πολιτικής θεωρίας.

 

Ακόμα και μετά το 1956 (όταν μαρξισμός και κομμουνιστικά κόμματα έπαψαν να είναι συνώνυμα), εκείνοι που αυτοπροσδιορίζονταν μαρξιστές κατέληξαν να προσχωρούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην παράδοση του 1917. Μιλώ φυσικά για τη Δύση. Στις κομμουνιστικές χώρες ο μαρξισμός – ή ο μαρξισμός-λενινισμός, όπως καθιερώθηκε – έγινε απλώς η επίσημη ιδεολογία του κράτους και επομένως έχασε τη διανοητική του ενέργεια και τη δύναμή του. Επρόκειτο μόνο για προπαγάνδα διατυπωμένη με μια ψευδοθεωρητική γλώσσα.

Το 1989 έκοψε τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε τον μαρξισμό με το 1917. Ξαφνικά η μαρξιστική παράδοση απελευθερώθηκε από την παρατεταμένη σύνδεσή της με μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Αυτό, ωστόσο, συνεπαγόταν και μιαν άλλη επίπτωση. Αν και ο μαρξισμός στη Δύση εκφράζεται για πολλά χρόνια με πολλαπλά ρεύματα σκέψης (με το 1956 ως αφετηρία), αυτός φέρνει ακόμα τα σημάδια του παρελθόντος του, ως κάτι που έγινε μυθολογικό και τοποθετήθηκε πάνω σε ένα βάθρο. Ενώ η αυθεντική σκέψη του Μαρξ αναπτύχθηκε παράλληλα και σε αλληλεπίδραση με τη σκέψη άλλων στοχαστών, η λενινιστική παράδοση και ιδιαίτερα η σταλινική συνέβαλαν στην πραγματικότητα στην απομόνωση του μαρξισμού από άλλα συστήματα σκέψης.

Κατά συνέπεια, παρά την εποχή του πλουραλισμού, μια ορισμένη θρησκευτικότητα παρέμεινε συνδεδεμένη με τη μαρξιστική παράδοση. Αυτή η συνθήκη εμφανίζεται τώρα σίγουρα αποδυναμωμένη και ένα από τα αποτελέσματα θα μπορούσε να είναι μια απομάκρυνση από τη μαρξιστική ιδέα, ακριβώς ως αντίδραση στις ιδέες του Μαρξ, του Γκράμσι ή άλλων. Υπάρχει όμως και μια ακόμα περιπλοκή. Αν η Οκτωβριανή Επανάσταση έχασε τη σχέση αποκλειστικότητας που είχε με τη μαρξιστική παράδοση, τότε και οι ιδέες αυτής της παράδοσης δεν «ανήκουν» πλέον στην κομμουνιστική παράδοση. Δεν ανήκουν πλέον με την έννοια εκείνη που τους απέδιδαν προηγούμενα. Από δω προκύπτει το ότι ο Μαρξ μπορεί να επανενταχθεί στο κύριο ρεύμα της σοσιαλιστικής παράδοσης ως μία από τις τόσες επιδράσεις και πηγές ιδεών.

 

Η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία

 

Αν εξετάσουμε την ιστορία του σοσιαλισμού στον εικοστό αιώνα, δεν υπάρχουν αμφιβολίες για το γεγονός ότι η παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας θριάμβευσε επί εκείνης του κομμουνισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι η σοσιαλδημοκρατία, ως κυρίαρχη τώρα παράδοση του σοσιαλισμού, δεν έχει προβλήματα. Αντίθετα, και αυτή περνάει μιαν ορισμένη κρίση, αν και όχι όμοια με το ιστορικό δράμα και το τέλος του κομμουνισμού. Η λαμπρή περίοδος της σοσιαλδημοκρατίας υπήρξε αναμφίβολα η περίοδος ανάμεσα στο 1945 και στη δεκαετία 1970. Η κοινωνική της συνιστώσα, που εστιαζόταν στη βιομηχανική εργατική τάξη, ήταν πολύ σαφής, ακέραιη και, για μεγάλο μέρος εκείνης της περιόδου, ακόμα αναπτυσσόμενη. Παρουσίαζε μια πολιτική προοπτική που αναδείχτηκε ηγεμονική, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στις περισσότερες δημοκρατίες των άλλων αναπτυγμένων χωρών. Η κεϊνσιανή κοινωνία της κοινωνικής ευημερίας αποτελούσε σίγουρα το πιο ριζοσπαστικό και επιτυχημένο μοντέλο που γέννησε ποτέ η σοσιαλδημοκρατία. Η χρήση του κράτους ως εργαλείου για την εξασφάλιση της επίτευξης των στόχων της – πλήρης απασχόληση, κράτος της ευημερίας, αναδιανομή, σχεδιοποίηση κ.ο.κ. – λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό.

Αυτή η κατάσταση άρχισε φανερά να εξαντλείται στα τέλη της δεκαετίας 1970, όχι μόνο στη Μεγάλη Βρετανία αλλά και σε άλλες αναπτυγμένες δημοκρατίες. Εκείνη την εποχή, η παλιά κοινωνική βάση της σοσιαλδημοκρατίας φαινόταν καθαρά ότι παρακμάζει. Η βιομηχανική εργατική τάξη μειωνόταν αριθμητικά και έχανε τη συνοχή της. Ταυτόχρονα, το παλιό μοντέλο του 1945 άρχισε να αποδιαρθρώνεται, απειλούμενο από ένα συνδυασμό δημοσιονομικής κρίσης, διεθνοποίησης της οικονομίας, μεταβαλλόμενων προσδοκιών και επιθέσεων της νεοσυντηρητικής Δεξιάς.

Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κατέκτησαν σημαντικές κυβερνητικές θέσεις σε πολλές χώρες στη δεκαετία 1980, αλλά, με εξαίρεση τη Σουηδία, όπου το μοντέλο της συνεργατικής ευημερίας επιβίωσε, αυτά δεν είχαν ένα συγκεκριμένο πολιτικό στόχο. Στην οικονομική τους πολιτική, αυτά έδρασαν συχνά πάνω στις ίδιες βάσεις της νεοσυντηρητικής Δεξιάς, ακολουθώντας μια λιγότερο ή περισσότερο θατσερική στρατηγική. Ενώ στην περίοδο από το 1945 ώς τα μέσα της δεκαετίας 1970 η σοσιαλδημοκρατία ήταν ηγεμονική, προσδιορίζοντας το ευρύτερο πλαίσιο και τις προτεραιότητες της πολιτικής, ακόμα και όταν δεν βρισκόταν στην κυβέρνηση, στη δεκαετία του 1980 συνέβαινε το αντίθετο. Η νεοσυντηρητική Δεξιά ήταν εκείνη που καθόριζε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την πολιτική ατζέντα (…).

Τέλος εποχής

Τι μπορούμε να πούμε σχετικά με την κατάσταση του σοσιαλισμού; Πρώτα απ' όλα η ιδέα ότι αυτός αντιπροσωπεύει μια σφαιρική εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό έχει ήδη ξεπεραστεί, τουλάχιστον για το προβλέψιμο μέλλον.

Το τμήμα του κόσμου που είχε παραμείνει έξω από το σύστημα της αγοράς προχωράει τώρα, λιγότερο ή περισσότερο γρήγορα, ανάλογα με την περίπτωση, για να ενσωματωθεί στη διεθνή οικονομία (δηλαδή στη δυτική οικονομία).

Δεύτερον, η σοσιαλδημοκρατική παράδοση δεν έχει πλέον ένα σαφές πολιτικό σχέδιο, ούτε εκφράζει πλέον τις προσδοκίες της κοινωνίας με τον τρόπο που το έκανε στους καιρούς των παχιών αγελάδων, από το 1945 ώς τη δεκαετία 1970. Γενικότερα επιβεβαιώθηκε μια προφανής υποχώρηση ορισμένων από τους θεσμούς και από τις πολιτικές που συνδέονταν με τον σοσιαλισμό.

Η πιο φανερή έκφραση αυτού του πράγματος είναι η υποχώρηση του κράτους απέναντι στην αγορά.

Αναδύονται επομένως με τρόπο επίμονο πολλά ερωτήματα. Πού βαδίζει ο σοσιαλισμός στα τέλη του εικοστού αιώνα και, ίσως πιο θεμελιακά, τι σημαίνει σοσιαλισμός; Υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι η σοσιαλιστική παράδοση βρίσκεται κοντά στο να ανανεώσει το οικονομικό της πρόγραμμα. Αντίθετα μάλιστα ακριβώς σε αυτό το πεδίο αυτή στερείται σήμερα αξιοπιστίας και πρωτοτυπίας. Ο κομμουνιστικός κόσμος απομακρύνεται πολύ γρήγορα από τις παλιές του αρχές, που απέτυχαν δραματικά, ενώ οι δυτικές σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στη δεκαετία του 1980 υιοθέτησαν μια νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. Στις ρίζες της παρακμής του παλιού κεϊνσιανού μοντέλου, κατά την άποψή μου, βρίσκεται η διεθνοποίηση των εθνικών οικονομιών. Οι παλιές ρυθμιστικές δομές σαρώθηκαν από τη διαδικασία της διεθνοποίησης.

Στην πραγματικότητα, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που υπονόμευσε το σοσιαλδημοκρατικό οικονομικό πρόγραμμα δεν ήταν ο θατσερισμός ή ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά η υλική μεταβολή της οικονομίας.

Αν είναι αλήθεια ότι ζούμε κάποια μορφή αλλαγής εποχής, με τη μετάβαση από τον φορντισμό στον μεταφορντισμό, από τον οργανωμένο καπιταλισμό στον απορρυθμισμένο, από μια κοινωνία των συλλογικών ενώσεων σε μιαν ευέλικτη κοινωνία, τότε προκειμένου η σοσιαλιστική παράδοση να μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτή τη μετάβαση με επιτυχία, θα πρέπει να προχωρήσει σε μεγάλες αλλαγές (…).

 

 

Εθνικισμός και αντιεθνικισμός

Εθνικισμός και αντιεθνικισμός

 

(+) Του Παναγιώτη Κονδύλη

 

Ο Π. Κονδύλης έγινε γνωστός στο ελληνικό ευρύ κοινό όταν στα μέσα της δεκαετίας του '90 αναπτύχθηκε έντονη πολεμική πάνω στις θέσεις του για το ενδεχόμενο ελληνο-τουρκικού πολέμου και τη στρατηγική της Ελλάδας. Οι αντίπαλοί του τον αντιμετώπισαν ως πολεμοχαρή εθνικιστή.

Για να αξιολογήσει ο βιαστικός αναγνώστης την εγκυρότητας του παραπάνω χαρακτηρισμού, παραθέτω μία συρραφή σύντομων αποσπασμάτων από έργα του όπου γίνονται αναφορές στο σύγχρονο ελληνικό εθνικισμό και αντι-εθνικισμό. Να σημειωθεί ότι ο Κονδύλης βασίζεται στην "πολιτική έννοια" του έθνους:

 

"Το πολιτικά φλέγον ερώτημα είναι αν συγκεκριμένα σύνολα έχουν την ανάγκη και τη διάθεση, έστω και επιστρατεύοντας μύθους, να ορίσουν τον εαυτό τους ως έθνος και να ενεργήσουν στο όνομα αυτού του έθνους." [Βλ. Το έθνος στην πλανητική εποχή (Καθημερινή, 07/04/1996) και σχετική κριτική Ζιάκα: http://www.ardin.gr/node/839]

 

Ι. Εθνικιστές

 

Οι εθνικιστικές συμπάθειες και αντιπάθειες μου είναι τόσο ξένες ώστε δεν διστάζω να πω καθαρά ότι οι ρόλοι του επιτιθεμένου και του αμυνομένου θα αντιστρέφονταν αν ο ισχυρότερος και συνεχώς ισχυροποιούμενος δεν ήταν η Τουρκία παρά η Ελλάδα

[Πηγή: http://kondylis.wordpress.com/2008/11/24/someritis/]

Η φυλετική και πολιτισμική υποτίμηση της Τουρκίας ενέχει τον κίνδυνο της στρατηγικής της υποτίμησης, αφού συνεπάγεται ότι η δήθεν ανώτερη ελληνική ποιότητα μπορεί να εξουδετερώσει την τουρκική ποσότητα είναι βέβαια γνωστό πώς τιμωρείται η στρατηγική υποτίμηση του αντιπάλου όταν, π.χ., παρασύρει στην κήρυξη ενός πολέμου.

[Πηγή: http://kondylis.wordpress.com/2009/01/06/nationalstrategy/]

Έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενοι γαλανόλευκα ράκη, οπότε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν μόνιμα με παντοειδείς τρόπους

[Πηγή: http://library.antibaro.gr/text/Kondylhs/_Kondylhs.pdf ]

Οι εθνικιστές όμως, οι πατριώτες κτλ. διέπραξαν για λόγους κομματικής ψηφοθηρίας κάτι εξαιρετικά επιζήμιο: ενίσχυσαν επί δύο δεκαετίες την οικονομική πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού, με αποτέλεσμα τη γενικότερη εξάρτηση της δανειοτραφούς χώρας.

[Πηγή: http://kondylis.wordpress.com/2009/01/06/nationalstrategy/ ]

Η σύγχρονη Ελλάδα είναι ένα αποχωρητήριο χτισμένο από Φιλέλληνες πάνω στα ερείπια ενός αρχαίου ναού.

[Πηγή:

http://koutsourelis.gr/index1.php?subaction=showfull&id=1175587458&archive=&start_from=&ucat=5& ]

 

ΙΙ. Αντιεθνικιστές

 

Οι ειρηνιστές και οικουμενιστές ή «ευρωπαϊστές» έχουν τον δικό τους τρόπο για να παρακάμπτουν τις οδυνηρές πραγματικότητες Φαντάζονται ότι είναι πιο ρεαλιστές, αφού ξεπέρασαν τους «εθνικούς αταβισμούς» και συμπορεύονται με τη νέα παγκόσμια κατάσταση, όπου τάχα το εμπόριο και ο διάλογος θα αντικαταστήσουν τον πόλεμο. Οι θέσεις όμως αυτές διόλου δεν είναι ρεαλιστικότερες από τις πομφόλυγες του εθνικισμού, συνιστούν απλώς την αντίστροφη ιδεολογία, και μάλιστα μιαν ιδεολογία διόλου πρωτότυπη, αφού δεν περιέχει παρά κοινοτοπίες του καπιταλιστικού φιλελευθερισμού διατυπωμένες πριν από 300 χρόνια και διαψευσμένες επανειλημμένα έκτοτε.

Όντας ιδεολογία, εκπληρώνουν και τις ψυχολογικές λειτουργίες της ιδεολογίας, δηλαδή επιτρέπουν σε «προοδευτικούς» διανοούμενους ελαφρών βαρών και σε αστείους δημοσιογραφίσκους να αναβαθμίζουν το μικρό τους εγώ εμφανιζόμενοι ως εκπρόσωποι υψηλών ιδεωδών συνάμα υποθάλπουν σε μικρομεσαίους πολιτικούς την ανακουφιστική ψευδαίσθηση ότι μπορούν να συρρικνώσουν την πολιτική σε διαχείριση και διάλογο, αποτινάζοντας από τους ισχνούς ώμους τους το βάρος έσχατων ιστορικών ευθυνών.

[Πηγή: http://kondylis.wordpress.com/2009/01/06/nationalstrategy/ ]

O,τι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισμού» και «εξευρωπαϊσμό».

[Πηγή: http://library.antibaro.gr/text/Kondylhs/_Kondylhs_.pdf ]

 

ΙΙΙ. Κοινά στοιχεία εθνικιστών – αντιεθνικιστών

 

Η ανικανότητα ενός έθνους…θέτει σε κίνηση ένα διπλό υπεραναπληρωτικό μηχανισμό: τον πιθηκισμό, ως προσπάθεια να υποκαταστήσει με επιφάσεις ό,τι δεν κατέχεις και την παραδοσιολατρεία ως αντιστάθμισμα του πιθηκισμού. Απ'αυτήν την άποψη ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολιτικός πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους.

[Πηγή: http://www.newsociology.gr/teyxh/pdfs/25.pdf ]

Όπως ο εθνικισμός, έτσι και ο αντίπαλός του οικουμενισμός και οικονομισμός έχει συγκεκριμένους φορείς, εμπνευστές και προπαγανδιστές, τόσο ιδιοτελείς όσο και αφελείς. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις όχι μόνον η ιδιοτέλεια, αλλά και η αφέλεια των δεύτερων ξεπερνά εκείνη των πρώτων. Έτσι συμβαίνει λ.χ. και ως προς την αποτίμηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Βρίσκονται πιο κοντά στην πραγματικότητα οι εθνικιστές που πιστεύουν ότι η αντίθεση Τουρκίας και Ελλάδας είναι αγεφύρωτη παρά όσοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε και να τελειώσει με την «ευρωπαϊκή» και οικονομιστική λύση – έστω κι αν οι πρώτοι οδηγούνται στη διάγνωσή τους από ψευδείς προϋποθέσεις.

[Πηγή: http://library.antibaro.gr/text/Kondylhs/_Kondylhs_.pdf ]

 

IV. Υπέρβαση εθνικισμού, αντιεθνικισμού

 

Δεν είμαι "εθνικιστής" και δεν θα στενοχωριόμουν καθόλου αν με τη συναίνεση όλων καταλύονταν τα εθνικά σύνορα και οι εθνικοί στρατοί. Όμως είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα η κατάργηση ενός εθνικού κράτους μαζί με όλα τα άλλα και η διάλυση ή ο ακρωτηριασμός του, γιατί ένα γειτονικό κράτος είναι ισχυρότερο και επιθετικότερο.

[Πηγή: http://www.newsociology.gr/teyxh/pdfs/25.pdf ]

Καμία ουσιαστική στρατηγική συζήτηση δεν είναι δυνατή αν δεν αφήσει στην άκρη τόσο τα εθνικιστικά όσο και τα ειρηνιστικά ιδεολογήματα στόχος της είναι ακριβώς η υπέρβασή τους. Η εθνική στρατηγική δεν είναι ούτε «δεξιά», ούτε «αριστερή», ούτε «εθνικιστική», ούτε «διεθνιστική». Είναι τα πάντα, ανάλογα με τις επιταγές της συγκεκριμένης κατάστασης.

Όπως διάφοροι «ελληνοκεντρικοί» οφείλουν να μάθουν ότι η «Δύση» δεν είναι μόνον η «τεχνική» και η «λατρεία της ύλης», στην οποία αυτή αντιτάσσουν με υπεραπλουστευτική ευκολία το «πνεύμα» και την «ψυχή» της «ορθόδοξης Ανατολής», έτσι και όσοι επείγονται να «εξευρωπαϊσθούν» καλά θα έκαναν να μην αυταπατώνται ταυτίζοντας τη Δύση με τη δυτική προπαγάνδα («ορθολογισμός», «διάλογος», «ανθρώπινα δικαιώματα» κτλ. κτλ.).

Το χειρότερο που θα μπορούσε να πάθει σήμερα ο τόπος θα ήταν να υποκαταστήσει τη σοβαρή στρατηγική συζήτηση με αντεγκλήσεις μεταξύ εθνικιστών και ειρηνιστών ή «ευρωπαϊστών», με κυνήγι μαγισσών και με πνευματική τρομοκρατία προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Φοβούμαι όμως εντονότατα ότι αυτό ακριβώς θα συμβεί. Γιατί όπως ο Κύριος μωραίνει ον βούλεται απολέσαι, έτσι και ένας λαός χάνει την ικανότητα της στρατηγικής σκέψης ακριβώς όταν τη χρειάζεται περισσότερο.

[Πηγή: http://kondylis.wordpress.com/2009/01/06/nationalstrategy/ ]

(Για μια εκτενέστερη ιστορική αναδρομή στον ελληνοκεντρισμό, βλ. "Η καχεξία του ελληνικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία", περίληψη της οποίας είναι αναρτημένη εδώ:

http://panosz.wordpress.com/2009/02/28/kondylis/#more-5738).

 

ΠΗΓΗ: http://kondylis.wordpress.com/2009/11/18/antiethnikismos/