Αρχείο κατηγορίας Φιλοσοφία και Πολιτική

Η χαμένη τιμή της Αριστεράς…

Η χαμένη τιμή της Αριστεράς…

 

Του Γιώργου Καλαντζόπουλου

 

 

 

Αυτό το καιρό, μεγάλες συζητήσεις  γίνονται και πολλές αντιπαλότητες αναπτύσσονται ανάμεσα στους  ιππότες της Αριστεράς που αναζητούν το θείο δισκοπότηρο  της πολιτικής “γραμμής” μπροστά στην μάχη των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών.

Μάταιος κόπος. Η αλλαγή των σχέσεων της Αριστεράς με την κοινωνία δεν θα κριθεί από την όποια πολιτική γραμμή επιλεχθεί για αυτή την μάχη.  Όσες λίστες με αιτήματα και στόχους και αν βάλουμε, όσες αντι Ε.Ε  και αντικαπιταλιστικές κορώνες και να βγάλουμε, δεν θα αλλάξει η κατάσταση. Το πρόβλημα της Αριστεράς είναι άλλης τάξης και δεν μπορεί να λυθεί με την “ευκαιρία” των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών. Η Αριστερά είχε και άλλες “ευκαιρίες” και θα συνεχίζει να τις έχει.

Πρώτα απ’ όλα έχει χάσει την τιμή της. Και δεν την έχασε σε κάποια άτυχη στιγμή, ούτε μπορεί να την αποκαταστήσει με την πρώτη ευκαιρία που θα βρει μπροστά της. Ο κόσμος δεν εμπιστεύεται την Αριστερά. Για να την εμπιστευτεί, θα πρέπει αποδείξει ότι είναι διαφορετική από τους πολιτικούς αντιπάλους της. Μπορεί όμως αυτό να γίνει εδώ και τώρα; Είναι σίγουρο ότι για να αποκτήσει την εμπιστοσύνη του κόσμου της εργασίας δεν αρκεί  να ισχυρίζεται ότι θα διαχειριστεί τα κοινά με διαφορετικό τρόπο, όταν θα καταλάβει την εξουσία. Στη χώρα μας τα “θα” πεθάναν μαζί με τον Αντρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ του 81…

Η “σπορά” των οραμάτων και των  διακηρύξεων της γίνεται σε τούτο τον κόσμο. Και εδώ θα πρέπει να φυτρώσουν. Αλλιώς θα παραμείνουν λόγια, που τα παίρνει και τα σκορπά ο αέρας. Πώς να εμπιστευτούν οι εργαζόμενοι το ΚΚΕ όταν βλέπουν ότι σε περίοδο οικονομικής κρίσης λειτουργεί με τους ίδιους κανόνες που λειτουργούν οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις και απολύει εργαζόμενους από τις κομματικές επιχειρήσεις; Πώς να εμπιστευτούν ένα πολιτικό μηχανισμό, όπως τον ΣΥΡΙΖΑ που ισχυρίζεται ότι “ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός”, όταν μετά από δέκα χρόνια από την ίδρυσή του, δεν μπορεί να λειτουργήσει με τις στοιχειώδεις δημοκρατικές αρχές που κατοχυρώνει το αστικό κράτος για το τελευταίο μέλος ενός σωματείου: Το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι και την αρχή της πλειοψηφίας για την λήψη των αποφάσεων.

Την χαμένη τιμή της Αριστεράς επανέφερε στο προσκήνιο ο Juan Manuel Sanchez Gordillo , ο δήμαρχος της αυτόνομης κοινότητας την Μαριναλέντα, που βρίσκεται αυτές τις μέρες στην Αθήνα. Και δυστυχώς η αριστερά στο τόπο μας σε κανένα κοινωνικό χώρο δεν έχει καταγράψει ανάλογα παραδείγματα που να αποδεικνύουν ότι οι διακηρύξεις της δεν είναι μόνον “παραμύθια” για μικρά παιδιά…

Ποιά είναι τα οράματα της Αριστεράς; Ο σοσιαλισμός που επαγγέλλεται δεν εμπνέει τους φτωχούς και καταπιεσμένους τούτου του κόσμου, γιατί δεν είναι διακριτός από τον υπαρκτό σοσιαλισμό του προηγούμενου αιώνα. Αυτό το όραμα έχει ιστορικά χρεοκοπήσει και δεν μπορεί να εμπνέει τους εργαζόμενους. Εμπνέει ακόμα μόνον τους οπαδούς του κρατικού καπιταλισμού που ονειρεύονται  ότι με παρόμοια συγκεντρωτικά μοντέλα κρατικής διαχείρισης της οικονομίας και της κοινωνίας, μπορούν να βάλουν “τάξη” στην καπιταλιστική “αναρχία”…

Δυστυχώς όμως το όραμα που λείπει από την Αριστερά, δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τα διάφορα αντι, αντι αντι. Ο “ΑΝΤΙκαπιταλισμός” και ο “ΑΝΤΙευρωπαϊσμός” δεν μπορούν ούτε να συγκροτήσουν, ούτε να υποκαταστήσουν το  θετικό όραμα που λείπει από την Αριστερά. Ούτε βεβαίως τα εθνικοπατριωτικά δάνεια από τον αστισμό μπορούν να αναπληρώσουν την έλλειψη του.

Θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε – ως πολιτικά υποκείμενα που αναφερόμαστε στην Αριστερά – κάτω από το βάρος αυτών των διαπιστώσεων. Η πολιτική μας πρακτική, αν δεν λαμβάνει υπόψη της αυτά τα δεδομένα, εύκολα μπορεί να μας καταγράψει  στα μάτια του κόσμου που επιμένει ακόμα αριστερά, στην καλύτερη περίπτωση ως γραφικούς, στην χειρότεροι ως γελοίους. Και αυτόν τον κόσμο δεν πρέπει να τον υποτιμάμε: είναι ότι το καλύτερο έχει σήμερα η Αριστερά.

 

(Προδημοσίευση από την Εφ.  Ο ΔΡΟΜΟΣ της Αριστεράς 2/10/2010)

 

Γιώργος Καλαντζόπουλος.

 

 

ΠΗΓΗ: 01/10/2010, http://dosepasa.wordpress.com/2010/10/01/%CE%BF%CE%BA%CF%841-1/

Διαίρει και «δημοκράτευε» …

Διαίρει και «δημοκράτευε» – με υψηλή αισθητική…*

 

Του Γιάννη Στρούμπα


 

Οι πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων συχνά αποδεικνύονται απροσανατόλιστες κι αναποτελεσματικές, φαίνεται ωστόσο πως τουλάχιστον διαθέτουν υψηλή αισθητική αντίληψη. Γιατί, τι άλλο πέρα από την υψηλή αισθητική θα εξηγούσε την ύπαρξη τόσων διακοσμητικών στοιχείων στην πολιτική σάλα; Διακοσμητικό το δικαίωμα στην απεργία, που μονίμως χαρακτηρίζεται «παράνομη και καταχρηστική», διακοσμητικές οι δικαστικές αποφάσεις, που εκδίδονται για να μην εφαρμόζονται, διακοσμητικά τα κρατικά όργανα, όπως η αστυνομία, η οποία λαμβάνει από την πολιτική ηγεσία εντολές δράσης διαφορετικές από εκείνες που υπαγορεύουν οι δικαστικές αποφάσεις.



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 304, 1/10/2010.

Το αληθές της διακόσμησης επιβεβαιώνεται καταρχάς από την εικοσιτετράωρη απεργία των σιδηροδρομικών υπαλλήλων στις 14/9/2010: «Η απεργία πραγματοποιείται, παρότι κρίθηκε παράνομη και καταχρηστική από το Πρωτοδικείο Αθηνών», σημειώνεται στο σάιτ της Ε.Ρ.Τ. (http://www.inews.gr/23/apergia-para-tin-dikastiki-apofasi.htm).

Ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σιδηροδρομικών (Π.Ο.Σ.) κ. Νίκος Κιουτσούκης επιβεβαιώνει την είδηση, εκφράζοντας τη βούληση του κλάδου του να υπερασπιστεί τα αιτήματά του: «Παρότι η κυβέρνηση έβγαλε την απεργία παράνομη και καταχρηστική, εμείς προχωρούμε σε εικοσιτετράωρη απεργία […]» Η αγνόηση των δικαστικών αποφάσεων φαίνεται πως αποτελεί τον κανόνα, όπως προκύπτει κι από την περίπτωση των ιδιοκτητών φορτηγών. Εδώ, μάλιστα, εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ η επίταξη του Ιουλίου, που υποχρεώνει τους ιδιοκτήτες φορτηγών δημόσιας χρήσης να εργαστούν. Όμως, παρά τη σχετική κυβερνητική απόφαση, «η μοναδική εντολή που εφαρμόζεται μέχρι στιγμής από τις αστυνομικές δυνάμεις είναι να μην επιτρέψουν την είσοδο των βαρέων οχημάτων στο κέντρο της Αθήνας», πληροφορεί η ηλεκτρονική «Ζούγκλα» (18/9/2010,  http://www.zougla.gr/page.ashx?pid=2&aid=174202&cid=4)

Η διακοσμητική αντίληψη του πολιτικού συστήματος δοκιμάζεται και υπόκειται σε βελτιώσεις εδώ και μια εικοσαετία περίπου, αφότου η κυβέρνηση του κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στις αρχές της δεκαετίας του ’90, συγκρουόμενη μετωπικά με τα λαϊκά στρώματα (χαρακτηριστική η καταιγιστική εισαγωγή στα ελληνικά πολιτικά ήθη του χαρακτηρισμού των απεργιών από τα «ανεξάρτητα» δικαστήρια ως «παράνομων και καταχρηστικών»), εισέπραξε εκλογικά την κοινωνική κατακραυγή και καταβαραθρώθηκε. Για μια εικοσαετία έκτοτε, την πρακτική μιας κυβέρνησης στιγματισμένης ως αντιλαϊκής την υιοθετούν ασμένως και κατ’ επανάληψη ακόμη και οι κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., που κινούνται υποτίθεται στον ιδεολογικό αντίποδα τής Ν.Δ., φροντίζουν όμως να διακοσμούν εντέχνως το ιδεολογικό τους ξεθώριασμα με δικαστικές αποφάνσεις – μπιμπελό. Η κατευθυνόμενη δικαιοσύνη απέδειξε παράλληλα πως όταν πρόκειται να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες εκδίδει αποφάσεις καταδικάζοντας τις απεργίες σε χρόνο ρεκόρ: ούτε αναβολές, ούτε εφετεία, ούτε παραγραφές.

Τυχαία ο πρόεδρος της Π.Ο.Σ. σημειώνει πως εκείνη που κήρυξε την απεργία του κλάδου του παράνομη και καταχρηστική ήταν η κυβέρνηση κι όχι τα δικαστήρια; Βέβαια, η ειδίκευση στη διακόσμηση αρνείται την πολιτική ποδηγέτηση της δικαιοσύνης. Επικαλείται πως η ισχύς της «ανεξάρτητης» δικαιοσύνης δεν επιτρέπει στην παρούσα κυβέρνηση, ως εκπρόσωπο της πολιτείας, να εφαρμόσει, για παράδειγμα στην περίπτωση των ιδιοκτητών φορτηγών, τα όποια κατασταλτικά μέτρα απορρέουν από τη δικαστική γνωμοδότηση, εφόσον εδώ δεν πρόκειται πλέον για απεργία αλλά για «στάση εργασίας», σύμφωνα με τη μετονομασία της από τους ιδιοκτήτες φορτηγών, δεδομένης της πολιτικής επιστράτευσης που παραμένει σε ισχύ.

Τα προσχήματα δεν έχουν νόημα. Ούτε πρωτεύει να ελεγχθεί σε ποια σημεία υπερτερεί η επιχειρηματολογία των ιδιοκτητών φορτηγών έναντι της κυβέρνησης και σε ποια χωλαίνει. Το ποιος έχει δίκιο είναι μάλλον ψευδοδίλημμα. Οι ιδιοκτήτες φορτηγών απευθύνονται στο συναίσθημα των πολιτών όταν προβλέπουν πως ο νέος νόμος θα οδηγήσει στην εξόντωσή τους, καθώς οι πολυεθνικές μεταφορικές εταιρείες θα τους εκπαραθυρώσουν. Δεν έχουν άδικο, όμως δεν απαλείφεται ούτε το γεγονός πως κατά τη μονοπωλιακή λειτουργία τους υπήρξαν γρανάζι του συστήματος που εκτόξευε στα ύψη τις τιμές των προϊόντων από την παραγωγή στην κατανάλωση. Οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης, πάλι, πως οι νομοθετικές αλλαγές στον χώρο των μεταφορών αποσκοπούν στην ανταγωνιστικότερη λειτουργία του κλάδου και στην ωφέλεια του αγοραστικού κοινού από την πτώση των τιμών που θα επιφέρει ο ανταγωνισμός, αποτελούν ευσεβείς πόθους. Καμία απελευθέρωση δεν έχει αποτρέψει ως τώρα τον παρασιτισμό των καρτέλ, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις τράπεζες, την ιδιωτική τηλεόραση, τις γαλακτοβιομηχανίες, κι ακόμη χαρακτηριστικότερο την επικείμενη συγχώνευση της «Olympic Air» με την «Aegean» στις αερομεταφορές, η οποία θα σημάνει ουσιαστικά την ανασύσταση μονοπωλίου στις εναέριες μεταφορές.

Το δίλημμα «συμφέρον των απεργών ή συμφέρον του κοινωνικού συνόλου» είναι, συνεπώς, αναμφίβολα ψευδοδίλημμα. Οι κυβερνήσεις στο συμφέρον του μεγαλοεπιχειρηματικού κύκλου αποσκοπούν, καθώς αυτός τις τροφοδοτεί. Το χρόνιο νόσημα είναι ο υποκριτικός τρόπος με τον οποίο οι κυβερνήσεις προωθούν τις μεθοδεύσεις τους, διακοσμώντας τες με δημοκρατικότητα και φιλολαϊκή έγνοια. Η ύπουλη στάση τους εξοργίζει, που στερεί τη νομιμότητα του απεργιακού δικαιώματος από κάθε κλάδο εργαζομένων· η κουτοπόνηρη πρακτική τους, που αποποιείται την πολιτική αναλγησία δικαιολογώντας την πίσω από τις δήθεν δικαστικές αποφάσεις· η συμφεροντολογική τακτική, που εξαιρεί τον πολιτικό κόσμο από κάθε κανόνα. Γιατί, αν ίσχυε καθολικά η θέση της κυβέρνησης περί ανοίγματος των «κλειστών» επαγγελμάτων, πρώτο απ’ όλα θα ’πρεπε ν’ ανοίξει το επάγγελμα του πρωθυπουργού!

Η αυθάδης πολιτική υποκρισία υπερκεράζει κάθε επικοινωνιακό τέχνασμα. Οι επιστήμονες της επικοινωνίας θα πρέπει να τρέμουν μπροστά στην ευφάνταστη πολιτική επικοινωνιακή πρωτοπορία: κάθε απεργία κηρύσσεται παράνομη ώστε να αποστερηθεί οποιαδήποτε βάση νόμιμης πραγματοποίησής της. Αν και παράνομη, ωστόσο, οι κυβερνήσεις δεν κινητοποιούνται για τη διάλυσή της: δίνουν εντολή στα αστυνομικά όργανα, όπως σημειώθηκε και νωρίτερα στο ρεπορτάζ της «Ζούγκλας», να εμποδίσουν τις πορείες των απεργών, ιδίως την προσέγγισή τους στα κτίρια που στεγάζουν τις επιτελικές υπηρεσίες, όχι όμως και να καταστείλουν τις κινητοποιήσεις. Έτσι συντελείται το «θαύμα»: οι κυβερνήσεις αποδεικνύονται «δημοκρατικές», «μεγάθυμες» κι «ανεκτικές», αφού δεν καταστέλλουν τις «παράνομες» κινητοποιήσεις. Παράλληλα φροντίζουν, μέσω των προσκείμενών τους μέσων «ενημέρωσης», να διεκτραγωδούν τις «επιπτώσεις» για τους υπόλοιπους πολίτες λόγω της αποχής των «φιλοτομαριστών» απεργών από την εργασία τους. Ο ψυχολογικός πόλεμος μεγαλουργεί και η ευθύνη των όποιων επιπτώσεων αντί να βαραίνει κάθε φορά τις άκαμπτες κυβερνήσεις, βαραίνει τους εργασιακούς κλάδους! Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να επιβάλει μια κυβέρνηση την άρση της «παρανομίας» με τα κατασταλτικά της όργανα, εφόσον, πιέζοντας ψυχολογικά, σπιλώνοντας και διαιρώντας, βασιλεύει και πετυχαίνει τον πολυπόθητο στόχο της; Όλο τούτο το σκηνικό δεν εφαρμόστηκε, εξάλλου, με την πολιτική επιστράτευση των ιδιοκτητών φορτηγών τον Ιούλιο; Τα φύλλα πορείας επιδόθηκαν, όμως δεν επιβλήθηκαν σε κανέναν: η κατάσταση αφέθηκε στη νομιμοφροσύνη όσων συμμορφώθηκαν κι ανέλαβαν υπηρεσία εφοδιάζοντας εκ νέου την αγορά. Οι νομοταγείς έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης και η ατιμωρησία όσων δεν συμμορφώθηκαν κατέστησε τους νομιμόφρονες παίγνιο μιας άνισης και συμφεροντολόγας εξουσίας. Μονίμως η ίδια κουτοπόνηρη τακτική: όσοι συμμορφώνονται στην επιταγή του νόμου στιγματίζονται ως απεργοσπάστες, όσοι δεν συμμορφώνονται αφήνονται να περιαυτολογούν, οι κυβερνήσεις δίνουν ρεσιτάλ «δημοκρατικότητας», μιας και δεν καταπιέζουν κανέναν(;), και η εδραζόμενη στη φιλονομία διαίρεση ισχυροποιεί τις πολιτικές μοναρχίες.

Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονται τα μέσα ενημέρωσης τις ανισότητες, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών ιδιοκτητών τους, αβαντάρει τον εκπορευόμενο από τις κατ’ όνομα σοσιαλιστικές κυβερνήσεις διχασμό εντός κάθε επαγγελματικής ή κοινωνικής ομάδας. Η μέθοδος δοκιμασμένη κι επιτυχημένη: στήνεται ένας εκπρόσωπος των εργαζομένων απέναντι στο δημοσιογραφικό εκτελεστικό απόσπασμα, βομβαρδίζεται από ερωτήσεις στις οποίες δεν αφήνεται να απαντήσει, και χρεώνεται την «οργή» του κοινωνικού συνόλου που «δεινοπαθεί» από την απεργιακή κινητοποίηση. Η εφαρμογή της μεθόδου στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του «Mega» στις 18/9/2010 ήταν άψογη, με τον πρόεδρο των ιδιοκτητών φορτηγών κ. Γιώργο Τζωρτζάτο να μη χρεώνεται μόνο την αποκλειστικότητα της δυσκαμψίας στη διαμάχη του κλάδου του με την κυβέρνηση, μα και την ταλαιπωρία του κοινωνικού συνόλου. Η επιτυχής επίρριψη των ευθυνών στον κλάδο των ιδιοκτητών φορτηγών επισφραγίστηκε μάλιστα από ένα δικό του μέλος, τον ιδιοκτήτη μεταφορικής εταιρείας κ. Δημήτρη Κιούση, ο οποίος αποφάνθηκε: «Δεν πρέπει τα φορτηγά, κύριε Τζωρτζάτο, να κάνουν παρέλαση στον δρόμο, δεν πρέπει να πάμε κόντρα στην κοινωνία, δεν πρέπει να πάμε κόντρα στον κόσμο, και θέλω να σας πω ότι όλοι αυτοί, όλος αυτός ο κόσμος θα στραφεί στο τέλος εναντίον μας.» Κι ο διχασμός επέφερε πράγματι «ρήγμα στους κόλπους των μεταφορέων», σύμφωνα με τον ηλεκτρονικό «Σκάι» (22/9/2010, http://www.skai.gr/news/greece/article/152379/apostaseis-stis-kinitopoiiseis-apo-toys-vytioforeis). Για σίγουρα αποτελέσματα, «διαίρει και… “δημοκράτευε”»: θαυματουργό ανά τους αιώνες, δαιμονοποιεί και διαλύει.

Από κοντά, ο κεντρικός παρουσιαστής του δελτίου κ. Νίκος Στραβελάκης, με ύφος χιλίων καρδιναλίων, «δίδαξε» στον κ. Τζωρτζάτο πως εξαιτίας των μπλόκων που στήνουν οι συνάδελφοί του «δεν υπάρχει ο σεβασμός και στο δικαίωμα στην εργασία»! Αλήθεια, όταν ο δημοσιογραφικός κλάδος απεργεί, γίνεται σεβαστό το δικαίωμα στην εργασία όσων δημοσιογράφων επιθυμούν να εργαστούν; Ή μήπως οι ειδησεογραφικές εκπομπές υποχρεώνονται σε απεργιακό πάγωμα χωρίς εξαιρέσεις; Τουλάχιστον, βέβαια, οι απεργίες των δημοσιογράφων δεν πλήττουν το κοινωνικό σύνολο δυσκολεύοντας τη ζωή του, αφού το μόνο που του στερούν είναι ο σχολιασμός των… ποδοσφαιρικών αγώνων – χώρια που και η «στέρηση» τούτη είναι αμφιλεγόμενη! Κι ίσως γι’ αυτό οι δημοσιογράφοι απολαμβάνουν το – σχεδόν αποκλειστικό – προνόμιο να απεργούν χωρίς να κηρύσσονται οι κινητοποιήσεις τους παράνομες και καταχρηστικές.

Αν όμως το δικαίωμα των επαγγελματικών κλάδων να υπερασπίζονται την υπόστασή τους καταλύεται στο όνομα της «δικαιοσύνης», η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τις κυβερνήσεις που δρουν αντιλαϊκά προωθώντας τα μεγαλοεπιχειρηματικά συμφέροντα, ούτε μόνο τα φερέφωνά τους στα μέσα ενημέρωσης, που ’χουν άλλωστε για εργοδότες τους ίδιους κύκλους συμφερόντων. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης φέρει το ίδιο το κοινωνικό σύνολο που, εγωκεντρικό κι αδιάφορο, ασχολείται μόνο με την ευκολία και την ιδιώτευσή του, παραβλέποντας ότι η τακτική του «διαίρει και “δημοκράτευε”» σε λίγο θα επισκεφτεί και τη δική του πόρτα. Μόνο που τότε θα τεθεί και το ίδιο αντιμέτωπο με την αδιαφορία και την «οργή» των υπολοίπων.

 

Γιάννης Στρούμπας

Σοσιαλφιλελεύθερη και μεταμοντέρνα «Αριστερά»

Σοσιαλφιλελεύθερη και μεταμοντέρνα «Αριστερά»

 

Του Τάκη Φωτόπουλου*


 

Ενώ η κοινοβουλευτική χούντα του ΠΑΣΟΚ προχωρά αδίστακτα στο άνοιγμα κάθε αγοράς στις πολυεθνικές (με τελευταία αυτή των μεταφορών) και – όπως προανήγγειλε ο «Γιωργάκης» – απώτερος στόχος είναι το ξεπούλημα κάθε περιουσιακού στοιχείου του Δημοσίου (συμπεριλαμβανομένης της μετατροπής περιοχών όπως το Ελληνικό σε άθλια Λας Βέγκας!), οι λαϊκές αντιδράσεις εξακολουθούν να είναι αποσπασματικές.

Και αυτό, γιατί η χούντα αφήνεται ανενόχλητη από τους εργατοπατέρες να «σαλαμοποιεί» το λαϊκό κίνημα κατά των μέτρων (μια οι λιμενεργάτες, μετά οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι φορτηγατζήδες, οι σιδηροδρομικοί κ.ο.κ.), ενώ, βέβαια, αν αντιμετώπιζε κοινή δράση από τα λαϊκά στρώματα που πληρώνουν σήμερα το χρέος, πιθανώς θα είχε ήδη χρειαστεί -μαζί με την τρόικα που εκπροσωπεί τη διεθνή αγυρτεία των τραπεζιτών- τα ελικόπτερα που χρησιμοποίησαν στην αντίστοιχη περίπτωση η αργεντινέζικη ελίτ και το ΔΝΤ.

Στο μεταξύ, η κοινοβουλευτική χούντα μετατρέπεται ταχύτατα στο ημι-ολοκληρωτικό καθεστώς που έχω περιγράψει, ψηφίζοντας «εν κρυπτώ, σε τμήμα θερινών διακοπών και χωρίς καμιά ιδιαίτερη εξήγηση», τη μετατροπή των διαδηλωτών εναντίον της σε «τρομοκράτες» (με τις συνεπαγόμενες εξοντωτικές ποινικές κυρώσεις), είτε πρόκειται για τους σιδηροδρομικούς και τους φορτηγατζήδες, που «διαταράσσουν την ασφάλεια των συγκοινωνιών», είτε για φοιτητές που σπάνε τα τζάμια τραπεζών κ.λπ.

Και όλα αυτά, χωρίς η χούντα αυτή να έχει την παραμικρή νομιμοποίηση, εφόσον ποτέ δεν έθεσε στην κρίση του λαού τα συγκεκριμένα κτηνώδη μέτρα, που αλλάζουν ριζικά τη ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας, τα οποία η ίδια «αποφασίζει και διατάσσει», ενώ τα μέλη του λόχου της απλά τα ψηφίζουν για να μη χάσουν το περιπόθητο (και κερδοφόρο) «βουλευτιλίκι» ή «υπουργιλίκι». Περιττό να σημειωθεί ότι όταν αντιμετωπίζουμε παρόμοιο «σφετερισμό της λαϊκής κυριαρχίας», που παραβιάζει (έστω άτυπα) θεμελιακούς κανόνες ακόμη και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», τότε τίθεται θέμα για ποιους «νόμους» και «Συντάγματα» μιλάμε.

Αλλά το επόμενο εύλογο ερώτημα είναι «η Αριστερά τι κάνει;» Στην πραγματικότητα, όμως, δεν υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρξει ενιαία Αριστερά. Αρχικά, πρέπει να γίνει η διάκριση μεταξύ ρεφορμιστικής και αντισυστημικής Αριστεράς, που δεν γίνεται με βάση το κριτήριο τρόπου κατάκτησης της εξουσίας (το παλαιό δίλημμα «ρεφορμισμός ή επανάσταση»), αλλά με βάση τους στόχους και τη στρατηγική της. Με βάση αυτό το κριτήριο, ιστορικά, η ρεφορμιστική Αριστερά περιελάμβανε το τμήμα εκείνο της Αριστεράς που επιδίωκε την κοινωνική αλλαγή, είτε μέσα από την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας και «μεταρρυθμίσεις από τα πάνω» (π.χ. τα παλαιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα) είτε μέσα από τη δημιουργία αυτόνομων από το κράτος βάσεων εξουσίας, που θα πίεζαν τις ελίτ για «μεταρρυθμίσεις από τα κάτω» (κινήσεις της «κοινωνίας των πολιτών», τα διάφορα μονοθεματικά κινήματα π.χ. φεμινιστικά, οικολογικά, ταυτότητας κ.λπ.).

Σε αντίθεση με αυτή την Αριστερά, αναπτύχθηκε η αντισυστημική Αριστερά, που εκινείτο με βάση ένα καθολικό πολιτικό πρόταγμα και στρατηγική ανατροπής του «συστήματος», όπως αυτό εκφράζεται με τους κύριους θεσμούς της νεοτερικότητας, την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και το πολιτικό συμπλήρωμά της στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Δεδομένης, μάλιστα, της ιστορικής αποτυχίας της ρεφορμιστικής Αριστεράς, που έδειξε η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας και η ανατροπή σχεδόν όλων των σημαντικών κοινωνικών κατακτήσεων, μια νέα αντισυστημική Αριστερά ανατέλλει σήμερα, που έχει διδαχθεί τα ιστορικά μαθήματα του 20ού αιώνα. Φυσικά, διαφοροποιήσεις υπάρχουν και μέσα στη ρεφορμιστική και την αντισυστημική Αριστερά. Έτσι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ σοσιαλφιλελεύθερης «αριστεράς», που άμεσα στηρίζει τις ελίτ και τα ληστρικά μέτρα, και της υπόλοιπης ρεφορμιστικής Αριστεράς, που τα επικρίνει αλλά χωρίς συνήθως να προτείνει βάσιμη εναλλακτική λύση.

Τυπικό παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης είναι η στήριξη των εγκληματικών μέτρων ως «αναπόφευκτων», με βάση το αστήρικτο επιχείρημα ότι χωρίς τα μέτρα αυτά θα έπρεπε να γίνει άμεση στάση πληρωμών, με κατάληξη τη γνωστή καταστροφολογία, εάν βγαίναμε από την ΟΝΕ (την οποία όμως προτείνουν ακόμη και διεθνείς ορθόδοξοι οικονομολόγοι ως τη μόνη εναλλακτική λύση για την αποφυγή των ληστρικών μέτρων!) και την Ε.Ε. (που πρότεινε εμπεριστατωμένα η στήλη και ρεύματα της αντισυστημικής Αριστεράς). Και, φυσικά, δείχνει είτε ασυγχώρητη άγνοια είτε εσκεμμένη αποσιώπηση απόψεων, όπως αυτές που έχουν διατυπωθεί από τη στήλη αυτή, ο ισχυρισμός ότι δεν έχουν δοθεί απαντήσεις σε παρόμοια ερωτήματα. Μοιραίο, επομένως, το γελοίο συμπέρασμα… παγκαλικού τύπου ότι «όλοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα έχει στις τωρινές συνθήκες χάσει την αυτονομία της, δεν αντιλαμβάνονται πως η τυχόν έξοδός μας από την Ε.Ε. θα οδηγούσε στον τύπο της αυτονομίας που η Αλβανία έχει σήμερα ή, ακόμη χειρότερα, αυτή που είχε επί Χότζα»,1 όπου προφανώς ανήκουν η Ισλανδία, η Νορβηγία κ.λπ.

Όσον αφορά την υπόλοιπη ρεφορμιστική Αριστερά, ένα σημαντικό μέρος της προσπαθεί να εκμεταλλευθεί το πολιτικό κενό που άφησε η μετάλλαξη των παλαιών σοσιαλδημοκρατών σε σοσιαλφιλελεύθερους (τύπου ΠΑΣΟΚ), προτείνοντας… κεϊνσιανές λύσεις. «New Deal» «και άλλα παραμύθια», που είναι εντελώς άσχετα με τη σημερινή διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς. Ένα άλλο μέρος της μιλά γενικά και αόριστα για την «Αριστερά του 21ου αιώνα», ή την «Αριστερά των κινημάτων», επικαλούμενη και το πολύ… διαφωτιστικό σύνθημα «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Ωστόσο, είναι φανερό ότι η έλλειψη ενός κοινού αντισυστημικού στόχου που χαρακτηρίζει αυτή τη «μεταμοντέρνα Αριστερά» (πέρα βέβαια από τον ασαφή και απλά αρνητικό στόχο «ενάντια στον καπιταλισμό»), σε συνδυασμό με τη σύνθεση τέτοιων συμμαχιών, που συνήθως αποτελούνται από ετερογενή κινήματα με αντικρουόμενους στόχους, αναπόφευκτα οδηγεί στον πολυπερπατημένο δρόμο των ρεφορμιστικών πολιτικών, που είναι βέβαια εντελώς ανεπαρκείς για να αντιμετωπίσουν την πολυδιάστατη κρίση, την οποία δημιούργησε η σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.

Με άλλα λόγια, η μεταμοντέρνα ρεφορμιστική αριστερά δεν είναι σε θέση να εγείρει αιτήματα ριζοσπαστικά, όπως η έξοδος από την Ε.Ε., που απαιτούν οι συνθήκες για την έξοδο από την κρίση, εφόσον, σε τελική ανάλυση, στηρίζεται στον «ελάχιστο κοινό παρονομαστή» των συνιστωσών της. Γι’ αυτό και το «μαξιμαλιστικό» αίτημα που κάποιοι θέτουν μέσα σε αυτή (έξοδος από την ΟΝΕ και παύση πληρωμών), όπως έχω δείξει, είναι ανεφάρμοστο μέσα στην Ε.Ε.!

Αλλά και στην αντισυστημική Αριστερά υπάρχουν παρόμοιες διαφοροποιήσεις, μεταξύ, από τη μια μεριά, της κομμουνιστογενούς Αριστεράς, που εμπνέεται από το γνωστό καθολικό πρόταγμα και η οποία, γενικά, θέτει θέμα εξόδου από την Ε.Ε. (παρ’ όλο που κάποια ρεύματα σε αυτήν μιλούν για «καπιταλιστική απεξάρτηση» που την παραπέμπει στις ελληνικές καλένδες) και, από την άλλη, της ελευθεριακής.

Φυσικά, και στην τελευταία, επίσης, υπάρχουν διαφοροποιήσεις, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη εισαγωγή μεταμοντέρνων ρευμάτων, που εμφανίζονται ως «αντιεξουσιαστικά», τα οποία, αδυνατώντας να δουν την άμεση δημοκρατία σαν καθολικό πρόταγμα, την προτείνουν ουσιαστικά σαν… διαδικασία που προκύπτει μέσα στα «κινήματα» και, αναπόφευκτα, καταλήγουν στο ίδιο «μαξιμαλιστικό αίτημα» με τη μεταμοντέρνα ρεφορμιστική Αριστερά

 

* http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos  

 

 

1. Ν. Μουζέλης, «Τα διλήμματα της Αριστεράς», Το Βήμα, 12/9/2010

 

 

ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση,  Ελευθεροτυπία, Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010,  http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=206644

 

… αρχίζω να μην ανέχομαι μια Αριστερά…

Πώς σκουριάζει το ατσάλι…

 

Επειδή είμαι αριστερός και θα πεθάνω αριστερός, αρχίζω να μην ανέχομαι μια Αριστερά που αρχίζει να με πεθαίνει…

 

Του Στάθη (Σταυρόπουλου)*

 

 

 

Οταν γράφει κανείς περί Αριστεράς, αν είναι αριστερός όπως και η αφεντιά μου, γράφει ταυτοχρόνως και υπέρ Αριστεράς – ενίοτε κι αθέλητα, αλλά συνήθως εκούσια. Τουλάχιστον υπέρ της Αριστεράς έτσι όπως ο καθένας εννοεί τη δόκιμη εκδοχή της, μιας και πλέον, σκόρπιοι έτσι όπως πολλοί φθάσαμε να 'μαστε, ο καθένας μπορεί να διατηρεί την πολυτέλεια του «προσωπικού του κομμουνισμού» – αριστοκρατικό μεν, αλλά καμμιά φορά ψυχοσωτήριο…

Με έναν λόγο, πολλοί αριστεροί τα τελευταία χρόνια διάγουμε εν αναμονή. Για αυτούς ο λόγος σήμερα, για εμάς – οι οργανωμένοι στα κόμματα της Αριστεράς είναι άλλη υπόθεση, μάλλον ανώτερη, οι σύντροφοι αυτοί την αντέχουν ακόμα την καλογερική και μπράβο τους, ότι βαρειά. Τους βγάζω το καπέλο κι επικαλούμαι τη συμπάθειά τους (όπως άλλωστε και τη δική σας, όσοι είσθε αριστεροί κι όσοι δεν είσθε) για όσα θα πω παρακάτω.

Οταν, προ ετών, δημιουργήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, πολλοί αριστεροί, άλλοι διστακτικά κι άλλοι με ενθουσιασμό, έσπευσαν σε έναν «κοινό τόπο» όπου θα μπορούσαν να ζυμωθούν ιδέες, να γεννηθούν προτάσεις -κυρίως αυτό- και να βγάλουν την Αριστερά, σε μια εποχή που ο λαός και η κοινωνία την είχαν ανάγκη περισσότερο από ποτέ, από το σύνδρομο της ιστορικής πολιτικής (αλλά όχι ιδεολογικής) ήττας.


 Σιγά σιγά ο κόσμος που προσήλθε σε αυτό το φόρουμ άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι έχει να κάνει απλώς με μια νεκρανάσταση της παλιάς αριστερής παθολογίας, μάλιστα σε μορφές της -αριστερίστικες- από τις πλέον επαχθείς κι απεχθείς. Ανθρωποι συνηθισμένοι να ζουν στο πλαίσιο του μικρόκοσμου-γκρουπούσκουλου, ιδρυματικοί, που στην «εποχή τους» είχαν στείλει κόσμο στο σπίτι του (παρά τις φιλοδοξίες τους να τον στείλουν στα ψυχιατρεία), άρχισαν εκ νέου να δίνουν τον τόνο στο πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ, με

αποτέλεσμα αντί το νέο σχήμα να εξελιχθεί σε συνάντηση κι ώσμωση ανθρώπων, συλλογικοτήτων και κομμάτων, να ξεπέσει σε ένα τεραίν διαρκούς καταμέτρησης και αναμέτρησης των εσωτερικών του συσχετισμών. Μάλιστα, ούτε καν για την παραγωγή πολιτικής (πόσω μάλλον ιδεολογίας και ήθους), αλλά μόνον για τη νομή της (μικρο)εξουσίας.

Κι έτσι, οι άνθρωποι άρχισαν να φεύγουν απ' τον ΣΥΡΙΖΑ και να μένουν τα γκρουπούσκουλα. Η επιρροή του σχήματος στην κοινωνία ξεφούσκωσε και τις ελπίδες διαδέχθηκαν η κριτική και επικριτική στάση.

Προσωπικώς ομνύω στην Αριστερά του καλού, τη λαϊκή Αριστερά, με τις παραδόσεις και τον πολιτισμό της, την ταξική Αριστερά ενός δημοκρατικού κομμουνισμού, ανοιχτόκαρδου, ανοιχτόμυαλου, πειθαρχικά οργανωμένου, ανεκτικού με τα παιδιαρίσματα των ανθρώπων, ικανού να προστατεύει τα πρόσωπα απ' τη βαρβαρότητα των συλλογικοτήτων, όταν εκφυλίζονται σε θρησκευτικά τάγματα. Ουτοπίες, θα μου πείτε, μεγάλο το δίκιο σας…


Ομως μεγάλο και το άδικο. Και για τον κόσμο της Αριστεράς και για την κοινωνία που περιμένει την Αριστερά τουλάχιστον πρόμαχο στα δίκια της.

Οπως απεδείχθη, αυτό που κυρίως παράγουν τα γκρουπούσκουλα, άλλοτε συνιστώσες κι άλλοτε υποσύνολα μέσα στις συνιστώσες, είναι το ένδον μίσος. Ενα μίσος μεταξύ τους και προς όποιον άλλον στοχοποιήσουν, που βγάζει μάτια, ανυπόφορο, αδυσώπητο κι ανισόρροπο. Ατελεύτητο.

Ομως η Αριστερά που μισεί τα άλλα της μισά, δεν αγαπάει τον κόσμο. Ο κόσμος το νοιώθει αυτό, πικραίνεται στην αρχή κι ύστερα αηδιάζει και βδελύσσεται.

Λόγος, με τέτοιους όρους, για πολιτική (θέμα κομματικής δεν τίθεται) ενότητα της Αριστεράς δεν μπορεί να γίνει, χωρίς να 'ναι από χέρι απελπισμένος. Διότι όσοι προσπαθούν να διαλεχθούν, χαρακτηρίζονται συχνά από λογής ταμπέλες που αφειδώς κοτσάρουν οι πάντες στους πάντες, χωρίς αιδώ, δεύτερη σκέψη και συχνά με άκραν δολιότητα.

Οι κλασικές αρετές που οι πάντες αναγνώριζαν σε έναν αριστερό, της αλληλεγγύης, της συντροφικότητας, της ανιδιοτέλειας, έχουν γίνει για πολλούς από μας καπνός και κατά τον εξυπνακισμό, τον κυνισμό και την αποηθικοποίηση της καθημερινής μας στάσης απέναντι στα πράγματα, μοιάζουμε ήδη από καιρό σε αυτούς που κατηγορούσαμε, τους συστημικούς, τους καριερίστες και τους αριβίστες.

Κι έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται τώρα να διαλύεται στον εσωτερικό μικρόκοσμο των γκρουπούσκουλων. Δεν ξέρω αν πνέει τα λοίσθια, αλλά ξέρω ότι η ταπεινότης μου, όπως και πολλοί άλλοι αριστεροί δεν μπορούν πια να διαλέγουν απ' την Κική και τη Φωφώ ποια θα τους τη φέρει καλύτερα. Κι αν κι αυτήν τη φορά ψηφίσουμε κάποιοι από μας αυτήν την Αριστερά, θα το κάνουμε με κρύα καρδιά και χωρίς καμμιά ελπίδα.

Η μόνη ελπίδα πλέον (για πολλούς από μας) είναι οι νέες γενιές να υπερβούν τη δική μας παθογένεια, ξαναδίνοντας στην Αριστερά τα νοήματά της…

 

ΥΓ.: Υπάρχουν ακόμα και πάντα θα υπάρχουν πολλοί αγωνιστές της Αριστεράς, των οποίων τον αγώνα και την προσωπική στάση εκτιμώ και σέβομαι. Το πολιτικό όμως αποτέλεσμα της συλλογικής τους δράσης είναι δραματικά κατώτερο (κι επί μακρόν πλέον διάστημα) των απαιτήσεων της συγκυρίας. Ανήκω σε 'κείνους που εμφορούνται από «ιστορική αισιοδοξία», ξέρω ότι «η Γη θα γίνει κόκκινη», ήλπιζα όμως αυτό να συμβεί πριν να πάμε στα άστρα…

 

* ΣΤΑΘΗΣ Σ. 20.ΙΧ.2010 stathis@enet.gr  

 

ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση, Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010, http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=204741

Η Αυτογελοιοποίηση της Αριστεράς

Η Αυτογελοιοποίηση της Αριστεράς

 

Του Μιχάλη Βασιλάκη*

 

 

Για δύο και πάνω χρόνια κεντρικό πρόσωπο και θέμα των εξελίξεων στον ευρύτερο χώρο της αυτοπροσδιοριζόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς, είναι ο Α. Αλαβάνος.

Σε όλο αυτό το διάστημα υποδύθηκε όλους τους ρόλους, από την Ιφιγένεια μέχρι το Ροβινσώνα Κρούσο, ευαγγελιζόμενος την ενότητα και την αποτελεσματικότητα της αριστεράς, ως ο νέος προφήτης της.

Άρκεσε όμως μια συνέντευξη του στην ΝΕΤ στις 7/9/2010 για να αποκαλυφθεί το συνολικό ιδεολογικό, πολιτικό αλλά και ηθικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγεται ο διάλογος στους χώρους της αριστεράς!

Για να αποκαλυφθεί το συνολικό ιδεολογικό, πολιτικό και ηθικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται και διαμορφώνουν τις αναφορές τους, οι μηχανισμοί υπολείμματα και παράγωγα της ήττας του εργατικού και λαϊκού κινήματος, στην οποία το οδήγησε η ίδια η αριστερά.

Στην ερώτηση γιατί δεν αποδέχεται την πρόταση Τσίπρα να είναι υποψήφιος Δήμαρχος Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ απάντησε: «Είμαι 60 χρονών, παίρνω τα φάρμακα μου πώς να θέλω να είμαι Δήμαρχος Αθήνας!!!»

Ο εξυπνακισμός, ο στρουθοκαμηλισμός, η συνειδητή πολιτική αφέλεια, η ιδιοτελής ανιδιοτέλεια, συναγωνίζονται στο περιεχόμενο της απάντησης!

Τα πολιτικά φάρμακα όμως του κ. Αλαβάνου που τον καθιστούν άρρωστο και ανεπαρκή υποψήφιο Δήμαρχο, αλλά πλήρως υγιή αρχηγό και καθοδηγητή για περιφερειάρχη, έχουν αρκετά φανερές πολιτικές στοχεύσεις.

– Την ολοκληρωτική ανάπτυξη των διαλυτικών τάσεων και διεργασιών στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς στην οποία μάλιστα διεκδικεί το ρόλο του προφήτη.

–   Την ματαίωση των διεργασιών μιας ευρύτερης συσπείρωσης των προοδευτικών, δημοκρατικών, αντινεοφιλελεύθερων, και εθνικοανεξαρτησιακών  δυνάμεων που αναδεικνύονται στη συγκυρία.

Μέσα σε τέτοια πλαίσια πολιτεύτηκε και πολιτεύεται η αριστερά τόσο στις μεταξύ της σχέσεις, όσο και στις γραμμές του εργατικού και λαϊκού κινήματος, υποχρεώνοντας το συνεχώς και σταθερά σε ήττες.

Οι μηχανισμοί της αριστεράς σε όλες τις εκφράσεις του μικροαστικού εκφυλισμού τους έδρασαν και δρουν από χρόνια σαν δεκανίκι και πολιτικές εφεδρείες του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος.

Χωρίς αυτό το ρόλο των μηχανισμών της αριστεράς, η ακραία νεοφιλελεύθερη στρατηγική Παπανδρέου με τη κατοχικού τύπου οικονομικοπολιτική κηδεμόνευση της χώρας και του λαού, όχι μόνο δεν θα συνιστούσε πολιτική ηγεμονία όπως είναι δυστυχώς σήμερα, αλλά τόσο αυτή όσο και ο ίδιος ο Παπανδρέου θα'ταν ιστορικό παρελθόν.

Το μνημόνιο, η τρόικα, η ισοπέδωση της κοινωνικής ασφάλισης, η ανακήρυξη της εργασίας και της γνώσης σε εχθρούς της κοινωνίας είναι στρατηγική του Παπανδρέου. Γι' αυτό ο λαός δεν έχει καμιά αμφιβολία.

Το ερώτημα που απευθύνεται στη λεγόμενη αριστερά είναι αν θα μπορούσε να αποκρουστεί αυτή η στρατηγική, να υπάρξει άλλη διέξοδος η έστω να αναχαιτιστεί σε κάποιο κύριο μέτωπο της. Τι έκανε και ποια είναι η θέση της αριστεράς γι' αυτό;

Στις μεγάλες κρίσεις δοκιμάζονται ολόπλευρα όλοι!

Στη σημερινή καθολική κρίση του κεφαλαίου δοκιμάστηκε και δοκιμάζεται η αριστερά.

Αυτό που προκύπτει από αυτή τη δοκιμασία, είναι ότι η λεγόμενη αριστερά δεν μπορεί ούτε να ενωθεί, ούτε να ανασυνταχθεί, ούτε να επανιδρυθεί με θολούς ορίζοντες.

Η μετα- Οκτωβριανή αριστερά με τεράστιες θυσίες, αγώνες, μόχθο, ιδρώτα και αίμα εκατομμυρίων ανθρώπων με όραμα τη νέα κοινωνία, διέγραψε τον ιστορικό της κύκλο με όρια τη Ρωσία του Πούτιν και τη Κίνα Τένγκ Σιάο Πίνγκ.

Τα πολιτικά υποκείμενα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού απαιτούν ουσιαστικά νέα θεωρητική θεμελίωση στις αρχές του μαρξισμού και του διαλεκτικού υλισμού.

 

Πάτρα, 8/9/2010

                       

Μιχάλης Βασιλάκης,   Γραμματέας του ΕΑΜ    

Ο “Παράδεισος” των νεκρωμένων ψυχών

Ο "Παράδεισος" των νεκρωμένων ψυχών

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

 

            Έτρεφα από πολλών ετών συμπάθεια προς τους Σουηδούς και είχα τους λόγους μου. Είχαν καταφέρει κατά τη δεκαετία του 1960 να εγκαθιδρύσουν υποδειγματικό κράτος πρόνοιας εξασφαλίζοντας εργασία, στέγη, περίθαλψη και σύνταξη όχι απλώς σε επίπεδο ικανοποιητικό, αλλά αξιοθαύμαστο. Το σημαντικότερο ήταν ότι αυτό είχε επιτευχθεί χωρίς την άγρια εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών άλλων χωρών, καθώς η Σουηδία δεν υπήρξε αποικιοκτητική. Ήταν λοιπόν το κράτος πρόνοια λαμπρό επίτευγμα του λαού της χώρας.

Θα έπρεπε αυτό το κράτος να αποτελέσει πρότυπο που θα επιχειρούσαν να μιμηθούν όλες οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς το όνειρο για μια Ευρώπη ενωμένη και ειρηνική φαινόταν να συγκινεί τους καταπονημένους ευρωπαϊκούς λαούς. Πέραν αυτού η Σουηδία πρωτοστατούσε (και εξακολουθεί να πρωτοστατεί), μαζί με τις λοιπές σκανδιναβικές χώρες στη χορήγηση κρατικής ανθρωπιστικής βοήθειας προς τις φτωχές χώρες. Χωρίς να αισθάνονται οι κυβερνώντες την χώρα έστω και μικρές τύψεις για την εκμετάλλευση των φτωχών χωρών, ανταποκρίνονται πλήρως στις κατά καιρούς δεσμεύσεις τους για το ετήσιο ύψος της προσφερόμενης βοήθειας χωρίς να θέτουν όρους και μάλιστα άθλιους, όπως οι ΗΠΑ και κάποιες άλλες χώρες: Αγορά, με τη βοήθεια, προϊόντων που παράγουν οι χώρες που προσφέρουν τη βοήθεια! Τη Σουηδία δόξασε ο γ. Γραμματέας του ΟΗΕ Νταγκ Χάμμερσκελντ, ο οποίος φονεύτηκε το 1961 σε πολύ ύποπτο αεροπορικό δυστύχημα επάνω από το Κογκό. Ο υπέροχος εκείνος άνθρωπος είχε καταστεί ανεπιθύμητος στους ισχυρούς κατά το τέλος της αποικιοκρατίας. Έκτοτε οι γ.γ. του ΟΗΕ είναι his master's voice. Τη χώρα εκθέτουν κατά καιρούς τα μέλη των επιτροπών απονομής του βραβείου Nobel ειρήνης με το να επιλέγουν πολεμοχαρή ανθρωπάρια.

            Εκείνο που με έθλιβε σχετικά με τη Σουηδία ήταν το ότι το λαμπρό επίτευγμα του λαού της συνοδευόταν από τη διάλυση του οικογενειακού και, κατ' επέκταση, του κοινωνικού της ιστού. Το πρόβλημα της κατάχρησης οινοπνευματωδών ποτών εκδηλώθηκε ενωρίς συνοδευόμενο από την ελευθεριότητα περί τις γενετήσιες σχέσεις. Ήδη κατά τη δεκαετία του 1970 οι ξανθές καλλονές του Βορρά είχαν αναδείξει πολλούς άγαμους αλλά και έγγαμους σε τουριστικούς προορισμούς της χώρας μας σε "καμάκια", όπως αυτοαποκαλούνταν, με το να προσφέρονται αυτές με το υλικό αζημίωτο βέβαια, καθώς οι ερωτύλοι του Νότου κάλυπταν πλήθος δαπανών των άκρως συντηρητικών περί τις δαπάνες, σε σημείο παρεξηγήσεως από μας τους χουβαρντάδες, Σουηδών. Έγινε όμως ευρέως γνωστή περί τα μέσα της δεκαετίας του 1980 η νόσος της επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας, γνωστής με τα αρχικά εκ της αγγλικής ως AIDS, και αυτές οι σχέσεις περιορίστηκαν σημαντικά.       

Η Σουηδία εισήλθε στην ΕΕ με σημαντική καθυστέρηση (1995 έναντι 1981 της χώρας μας). Ήταν η επιθυμία να διατηρήσει την ουδετερότητα, την οποία είχε διακηρύξει ήδη κατά τις αρχές του 19ου αιώνα; Βέβαια δεν την είχε πλήρως εφαρμόσει, καθώς ενέχεται για προμήθεια σιδηρομεταλλευμάτων προς τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Πάντως η χώρα κατάφερε να αποφύγει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και διατήρησε την απόστασή της από τους αντιπάλους σχηματισμούς κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Την ένταξη της Σουηδίας στην ΕΕ εμείς οι Έλληνες τη γευθήκαμε μέσω των σουηδικών πολυκαταστημάτων ΙΚΕΑ. Οι ιδιοκτήτες αυτών διαπίστωσαν ότι η ελληνική αγορά θα μπορούσε να απορροφήσει τα προϊόντα τους σε υψηλότερες τιμές έναντι των αγορών των υπολοίπων χωρών της ΕΕ, καθώς οι Έλληνες είναι χουβαρντάδες! Μόλις προ μηνών όμως είχαμε την ικανοποίηση λόγω αναγνωρίσεως της ποντιακής γενοκτονίας από το σουηδικό κοινοβούλιο σε αντίθεση προς την επίσημη άποψη της ΕΕ ότι για τις γενοκτονίες αποφαίνονται οι ιστορικοί και όχι τα κοινοβούλια!

Κατά πρόσφατο ταξίδι μου στη χώρα αυτή του Βορρά είχα την ευκαιρία να αποκτήσω προσωπική εμπειρία αυτών, για τα οποία ως τώρα είχα ακούσει ή είχα διαβάσει. Η Σουηδία παραμένει ακόμη κράτος κοινωνικής πρόνοιας, αν και όχι του αυτού επιπέδου με εκείνο του 1970. Κάποιοι, μάλιστα μεταξύ αυτών δικοί μας μετανάστες εκεί, σπεύδουν να αποδώσουν την κατιούσα πορεία του κράτους προνοίας στην χωρίς φειδώ προσφορά παροχών στους μετανάστες κατά το παρελθόν. Χωρίς να παραβλέπω τις επιπτώσεις αυτών των παροχών στην οικονομία της χώρας, θεωρώ ότι πρωτεύουσα θέση κατέχει η υιοθέτηση από τις κυβερνήσεις της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής περί αποδόμησης του κράτους προνοίας κατά τα αμερικανικά πρότυπα. Στους τομείς πάντως των μεταφορών και της νοσηλείας οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι υψηλού επιπέδου. Οι πόλεις της είναι ανθρώπινες, η κυκλοφορία ανετότατη, τα νοσοκομεία πολύ πιο οργανωμένα και καθαρά. Από όλες τις άκρες της γης και ιδιαίτερα από την Άπω Ανατολή σπεύδουν ακόμη εκεί προς αναζήτηση εργασίας. Αν και έντονη η παρουσία των "ξένων" δεν φαίνεται να προκαλεί ιδιαίτερη όχληση στους γηγενείς. Οφείλεται αυτό στην από δεκαετιών χαλάρωση του κοινωνικού ιστού και στην έλλειψη εθνικού οράματος; Οφείλεται στο πολύ χαμηλό ακόμη επίπεδο ανεργίας; Ο χρόνος θα δείξει. Πάντως τολμώ να γράψω ότι οι Σουηδοί δεν διακατέχονται από το σύνδρομο της ανωτερότητας όπως άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί. Αν τους πλήξει κάποτε και αυτούς οικονομική κρίση, ευελπιστώ πως δεν αποκριθούν με μέσα και μεθόδους που καταρρακώνουν τον άνθρωπο.

Οι Σουηδοί είναι εξαιρετικά απλοί στην καθημερινή τους ζωή. Η διαμόρφωση του εδάφους ευνοεί στο έπακρο τη χρήση ποδηλάτου και αυτοί το αξιοποιούν στο έπακρο, καθώς παντού έχουν σχηματιστεί ποδηλατόδρομοι, ακόμη και στις μεγαλουπόλεις. Και κάποιες ελληνικές πόλεις προσφέρονται για χρήση ποδηλάτου, αλλά εδώ έχουν παραχωρηθεί όλα τα δικαιώματα στα τετράτροχα! Για τον εξοπλισμό των κατοικιών τους δεν προσφέρεται η πληθώρα των εναλλακτικών λύσεων της ελληνικής αγοράς. Οι Σουηδοί αρκούνται στα λίγα και απλά χωρίς να δαπανούν χρόνο και χρήμα για την αναζήτηση του πρωτοτύπου και ακριβού. Το ίδιο συμβαίνει σε γενικές γραμμές με τη γυναικεία μόδα. Θα έλεγες πως οι κόρες του Βορρά δεν δίνουν δεκάρα γι' αυτό που λατρεύουν, στην κυριολεξία, οι κόρες του Νότου και στο βωμό του οποίου δαπανούν σημαντικό κονδύλιο του οικογενειακού προϋπολογισμού! Κυκλοφορούν σχεδόν αμίλητοι (πού οι δικές μας φωνασκίες!), είναι αρκετά ευγενείς και ενωρίς, ακόμη και τώρα το καλοκαίρι με την ατέλειωτη ημέρα, αποσύρονται στις οικίες τους.

Οι Σουηδοί παρ' όλα αυτά δεν πείθουν ότι είναι ευτυχισμένοι. Η προσφορά μπύρας στους δημόσιους χώρους με χαμηλό βαθμό περιεκτικότητας σε οινόπνευμα μαρτυρεί την αγωνία της χώρας μπροστά στον εντεινόμενο αλκοολισμό, τον οποίο αδυνατεί να δαμάσει! Οι Σουηδοί προμηθεύονται οινοπνευματώδη ποσά σε μεγάλες ποσότητες, τα οποία καταναλώνουν συνήθως κατ' οίκον. Αρκετές φορές όμως συνεχίζουν τη "διασκέδαση" και εκτός οικίας, οπότε τα σημάδια εκ των συνεπειών, ιδιαίτερα κατά το σαββατοκύριακο, είναι έκδηλα σε ορισμένους χώρους. Οι Σουηδοί εντείνουν την ελευθεριότητα που τους διέκρινε στη γενετήσια σφαίρα, σε σημείο τέτοιο, ώστε να έχουν εν πολλοίς διαλύσει τον θεσμό της οικογένειας. Πάμπολλες οι απλές συμβιώσεις για μακρύ ή βραχύ χρονικό διάστημα, λίγοι οι γάμοι, λίγα τα παιδιά μέσα σε οικογένεια. Και στο βάθος παραμονεύει η κατάθλιψη απειλητική.

Έφυγα από τη χώρα με μια ακαθόριστη θλίψη. Τα όσα είδα και πληροφορήθηκα με έκαναν να συμπαθήσω τον λαό ακόμη περισσότερο απ' ότι πριν. Γυρνώντας στην Ελλάδα σκέφθηκα. Σε τί άραγε διαφέρουμε από τους Σουηδούς; Εξωθήσαμε στα ξενύχτια, την άσωτη ζωή και τη σπατάλη τους νέους μας. Κι αν δεν φθάσαμε ακόμη στη δική τους πτώση, δεν θα φθάσουμε και δεν θα τους ξεπεράσουμε σύντομα με τη φόρα που πήραμε; Εμείς έχουμε φοβερότερες προϋποθέσεις: Ανεργία εντεινόμενη, αναξιοκρατία στο έπακρο, ακόρεστες υλικές επιθυμίες και ένα κράτος που έχει παραδοθεί άνευ όρων στους δανειστές του! Τί απόμεινε λοιπόν στο "κουτί της Πανδώρας", απ' το οποίο ξεχύθηκαν μύρια όσα κακά; Απόμεινε η ελπίδα! Και ελπίδα για την χώρα μας είναι η οικογένεια, που, αν και τραυματισμένη, ανθίσταται ακόμη στη γενική παρακμή. Και η οικογένεια δεν είναι κρατικός θεσμός, είναι θεόσδοτος. Γι' αυτό και εμείς ζυμωμένοι με την ορθόδοξη παράδοση τον σεβαστήκαμε πολύ περισσότερο από τους δυτικούς. Αν τότε που καμαρώναμε για τα "καμάκια" μας, δείχναμε στις Σουηδές την οικογένειά μας αυτές σήμερα θα ήταν πολύ καλύτερες.

 

                                                               "ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ", 26-07-2010 

Από τον παλαιό στο νέο εκσυγχρονισμό

Από τον παλαιό στο νέο εκσυγχρονισμό

 

Του Νίκου Σεβαστάκη

 

Ζούμε μια παράδοξη επιστροφή. Ο παλιός εκσυγχρονισμός είναι νεκρός, ζήτω ο νέος και άφθαρτος! Ο παλιός τελειώνει στα δαιδαλώδη οδοιπορικά του μαύρου χρήματος, ο νέος ορκίζεται στη διαφάνεια του Καλού. Η ουσία βέβαια και των δυο μοιάζει να είναι ίδια: ολοκληρωτική καθυπόταξη του κράτους, των πολιτικών αποφάσεων, της κοινωνικής ζωής στις αξιολογήσεις των αγορών και στα δίκτυα εξουσίας και επιρροής που συγκροτούνται με τη σύμπραξη – για να μιλήσουμε στη γλώσσα που συνηθίζουν – δημόσιου τομέα και ισχυρών ιδιωτικών συμφερόντων.

Αυτή η ουσία δεν ήταν ποτέ ένα καπρίτσιο μιας παρέας ή η σκοτεινή, τάχατες, βούληση των περιβόητων «διακοσίων οικογενειών». Ούτε υπήρξε απλώς και μόνο μια ιδεολογική εμμονή και ένα αφηρημένο σχέδιο, παρά το ότι για κάποιους ήταν και είναι τέτοια. Ανταποκρίθηκε σε μια πραγματική συμμαχία των επωφελούμενων μερίδων της μεσαίας τάξης με τμήματα της πολιτικής ελίτ, του ακαδημαϊκού κόσμου, των επιτελείων της πολιτισμικής αγοράς (δημοσιογραφία, καθοδηγητές γνώμης κ.λπ.).

 

Ο μύθος του εκσυγχρονισμού

 

Οι συμμαχίες του παλιού εκσυγχρονισμού αποτέλεσαν το κέλυφος προστασίας για πρακτικές σαν και αυτές που άνθισαν την περίοδο της χρηματιστηριακής έκρηξης, της Ζίμενς, των ολυμπιακών ανδραγαθημάτων. Η «ιδέα» σφραγίστηκε με την συνάντηση λίγων ιδεολόγων και πολλών λαφυραγωγών, με τη συνδρομή ενός αναμνηστικού προοδευτικού μεγαλοϊδεατισμού ο οποίος μετατράπηκε σε εργαλείο ευφυούς κοινωνικής δικτύωσης. Στο τέλος βέβαια, η ιδέα και οι πρακτικές, ο εκσυγχρονισμός ως μύθος και οι εφαρμογές του έγιναν ένας κώδικας αναγνώρισης μεταξύ των ωφελημένων της περιόδου και των μαγεμένων ακολούθων τους.

Τώρα κατά πως φαίνεται το πράγμα επιστρέφει. Και επενδύεται, ξανά, στη ρητορική της ανανέωσης και της τομής, της ρήξης με το παρελθόν και της εγκαινίασης νέων κύκλων. Το τόξο της σύνεσης και του ρεαλισμού από τον Μπάμπη Παπαδημητρίου ως τους καθηγητές της μεταρρυθμιστικής σοφίας, από διάφορους Γεωργελέδες και άλλους κριτικούς υποστηρικτές του ΔΝΤ έρχεται για να συνετίσει όλους τους άλλους. Και ένας τέτοιος σωφρονιστικός ζήλος δεν αστειεύεται. Έχει αρχίσει να μιλά τη γλώσσα του Carl Schmitt (‘κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης',) και υποστηρίζει όχι μόνο τον αναγκαίο αλλά και τον επιθυμητό χαρακτήρα των μνημονίων της νέας απολυταρχίας. Ίσως δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει αλλά κάποιοι επιδιώκουν πλέον ανοιχτά μια «επιτροπή κοινής σωτηρίας» απαιτώντας κοινωνική σιωπή και τη συμβολική πολιτική εξουθένωση των αντίθετων φωνών. Ένα είναι βέβαιο: η νέα μεταπολίτευση εξαγγέλλεται μέσα από την επικοινωνία του φόβου και τις πληρωμένες υπηρεσίες των διαφόρων Civitas.

 

Όπλο του νεοεκσυγχρονισμού,  η ψυχολογία

 

Oι αιχμές της είναι η εμπέδωση της μέγιστης δυνατής ανασφάλειας μπροστά σε «ακόμα μεγαλύτερες» απώλειες, η άσκηση συστηματικής ψυχολογικής βίας στον πληθυσμό για παθητική αποδοχή της νέας θεολογικο-οικονομικής ορθοφροσύνης. Έξαφνα ας πούμε πληθαίνουν – τυχαία φυσικά – τα δημοσιεύματα για τις «βαριές» ψυχολογικές συνέπειες που έχει η σύνταξη στα 60 και την ευεξία την οποία αισθάνονται οι τυχεροί που εργάζονται στα 70. Την ίδια στιγμή αυξάνουν οι ευαισθησίες για τον τουρισμό/ πολιτισμό (αυτά τα δυο πάνε πλέον μαζί για τους μοντέρνους μας) με την υπενθύμιση, πάντοτε, ότι απεργίες και κινητοποιήσεις αμαυρώνουν την εικόνα της χώρας. Ενδεχομένως σε λίγο θα δούμε και κάποιες ποιοτικές έρευνες που θα βεβαιώνουν ότι η κουλτούρα των νέων εργασιακών σχέσεων προσδίδει περισσότερη ποιότητα στην ερωτική ζωή των ανθρώπων. Ή άλλες αναλύσεις που θα αποδεικνύουν ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές διευρύνουν την ποικιλία των ατομικών επιλογών λυτρώνοντας τα άτομα και τις οικογένειες από τις μιζέριες της ρουτίνας. Δεν είναι άραγε απαράδεκτη και θλιβερή ρουτίνα η σταθερή εργασία;

Το πεδίο του νεοεκσυγχρονισμού καλύπτει ένα ευρύ φάσμα λόγων: εδώ βρίσκουν στέγη οι οπαδοί ενός αυταρχικού φιλελευθερισμού (νοσταλγοί των ασιατικών δυναμισμών και εσχάτως φίλοι του… Λούλα) αλλά και όσοι σπεύδουν να κακοποιήσουν τη νέα οικολογική ευαισθησία για να πλήξουν ηθικά και τις ελάχιστες κοινωνικές αντιστάσεις για τη σύνταξη και το μισθό. Ασκήσεις ανώδυνης πολιτισμικής κριτικής στις νεοελληνικές παθογένειες συνδυάζονται πλέον με δηλητηριώδεις δόσεις ταξικής αδιαφορίας και κοινωνικής σκληρότητας. Όλα όσα οργανώνουν την ποταπότητα και τη διάχυτη μικρότητα εμφανίζονται ως υποσχέσεις μιας νέας και πληρέστερης ιδιότητας του πολίτη, ενός νέου πατριωτισμού.

Ποιοι μπορεί να είναι όμως οι κοινωνικοί υποδοχείς του κηρύγματος των «συνετών»; Η υλική και ψυχική καθίζηση σημαντικού μέρους των μεσαίων τάξεων και των νέων μορφωμένων στρωμάτων στερεί από το «όραμα» αξιόπιστα κοινωνικά ερείσματα. Με ποιους λοιπόν θα κυβερνήσουν οι σωφρονιστές; Ούτε οι «καινοτομικοί» του πανεπιστημίου, ούτε οι ανάλαφροι κοσμοπολίτες των free press, ούτε καν οι ανησυχούντες ναυτοπρόσκοποι του Σκάι διαθέτουν την ικανότητα να στηρίξουν τη νέα «οικονομική διακυβέρνηση».
Πολύ πιθανό είναι έτσι, ότι σε βάθος χρόνου – και αν δεν υπάρξει κάποια απάντηση από τη βυθισμένη στα πάθη της Αριστερά – η «έκτακτη ανάγκη» θα συσπειρωθεί στην φυσική της κοίτη: σε μια ολίγον συμπονετική, πατριωτική δεξιά η οποία και ενδέχεται να ανακάμψει όταν πλέον θα έχει ναυαγήσει άλλο ένα μέτωπο της λογικής.

 

ΠΗΓΗ: Η Εποχή, Κυριακή, 20 Ιουνίου 2010, http://www.epohi.gr/portal/politiki/7220-2010-06-20-15-13-41

 

Οι νέοι Φιλελεύθεροι

Οι νέοι Φιλελεύθεροι

 

Το πολυθρύλητο πια τέλος της μεταπολίτευσης, πριν πλησιάσει ως πραγματικότητα, έχει υπάρξει αντικείμενο πόθου από πολλές πλευρές.

 

Του Νικόλα Σεβαστάκη*

  

 

Αυτοί τους οποίους αποκαλώ εδώ νέους φιλελεύθερους, είναι από τους πιο ένθερμους θιασώτες της μετάβασης σε αυτό που ζωγραφίζουν ως μια Ελλάδα «κανονική», cool, μεταδογματική, ευπρεπισμένη. Αναφέρομαι εδώ σ' έναν χώρο που τελευταία δείχνει να διευρύνει την επιρροή του κυρίως στο δημόσιο σχολιασμό του πολιτισμού και των κοινωνικών συμπεριφορών σε μια ευαισθησία η οποία ελκύει ιδιαίτερα τους ανθρώπους του λογοτεχνικού σιναφιού και του πολιτισμικού πεδίου, συγγραφείς, καλλιτέχνες και δημοσιογράφους γνώμης. Από το Athens Review of books μέχρι το ΕΚΕΒΙ, από την «Καθημερινή» μέχρι το Protagon.gr, από τη φιλελεύθερη Αριστερά μέχρι το «φωτισμένο» συντηρητισμό διαμορφώνονται πλέον αξιοσημείωτες συγκλίσεις. Ο δρόμος χαράχτηκε ουσιαστικά ήδη από τη δεκαετία του '90 μέσα από το μετα-lifestyle έντυπο που μετεξελίχτηκε στη συνέχεια σε free press.

Προς διευκρίνιση: οι νέοι φιλελεύθεροι δεν είναι νεοφιλελεύθεροι. Ή δεν είναι κατά βάση νεοφιλελεύθεροι. Παρά το ότι αναγνωρίζουν την «ελεύθερη οικονομία» ως τον αξεπέραστο ορίζοντα της εποχής και μάλλον ως την οριστική μορφή του ανθρώπινου Λόγου, παρά το ότι γοητεύονται από τη συγκινητική φιγούρα του επιχειρηματία-δημιουργού καινοτομίας, η αιχμή των παρεμβάσεών τους είναι μια ορισμένη πολιτισμική κριτική. Κατά κάποιον τρόπο ανακαλύπτουν πράγματα που στη Γαλλία των αρχών του '80 αποτελούσαν το αντι-ολοκληρωτικό ρεύμα. Οι ιδέες και αξίες στις οποίες αναγνωρίζονται είναι ο υπεύθυνος ατομικισμός, η καταγγελία του μεγάλου κράτους, η αντίθεση στα άκρα και στους «εξτρεμισμούς».

Συχνά υιοθετούν έναν σκεπτικιστικό φιλελευθερισμό για να λοιδορήσουν τον αιώνιο αρχαϊσμό της Αριστεράς ή τη μετριότητα του πολιτικού προσωπικού της Δεξιάς. Το κοινό πεδίο στο οποίο κινούνται είναι η υπεράσπιση του «ορθολογισμού» απέναντι στη νεοελληνική «παράνοια». Άλλοι επενδύουν στους κανόνες τής – δικής τους βεβαίως – κοινής λογικής και άλλοι στην επινόηση μιας νέας πολιτικής, περισσότερο συμπονετικής και χαρούμενης, μακριά από τις κακές ουτοπίες και τις αγωνιστικές ταυτότητες. Προς Θεού, «όχι άλλοι αγώνες» γράφει αηδιασμένος ένας από τους πρωτοπόρους του χώρου στο «Κυριακάτικο Βήμα».

Οι νέοι φιλελεύθεροι θέλουν να είναι το κόμμα της κίνησης, της ανοιχτόμυαλης διαθεσιμότητας, της πρόθυμης προσαρμογής στα θαυμαστά κελεύσματα της νέας εποχής. Παρ' όλα αυτά, επειδή πιστεύουν ότι βασικός αντίπαλος του εκπολιτισμού των ηθών είναι η σκληρή πολιτική, αναζητούν όλο και συχνότερα τη φιλική συνδρομή των δυνάμεων της τάξης, των άγρυπνων φυλάκων της δημοκρατίας μας. Ο αντι-αυταρχισμός τους είναι κυρίως πολιτισμικός.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ο συγκεκριμένος χώρος πιστεύει πως αντιπροσωπεύει μια αντικομφορμιστική προσέγγιση στην παρούσα κρίση. Αλλά η ουσία των όσων διακινούν είναι η πιο κοινότοπη αντίληψη περί συλλογικής ευθύνης για τα ελληνικά δεινά. Το κακό ανάγεται στην ηθική τού νεοέλληνα, στο ότι δεν έκανε τα «αυτονόητα» όταν έπρεπε και τώρα πληρώνει τη γαϊδουριά του. Η νεοελληνική μιζέρια, οι συναισθηματικές υπερβολές, ο λαϊκισμός των διαδηλώσεων, η κοινωνική βία, η ξύλινη γλώσσα: ιδού οι αιτίες της κρίσης. Χάσαμε το μέτρο, λένε. Ωραία. Και πώς συνέβη αυτό; Ποιοι ιδεολογικοί μηχανισμοί, ποιες εικόνες πλούτου και ευημερίας, ποια life style εγχειρίδια ευφορίας συνέβαλαν στις αυταπάτες; Δεν υπάρχουν όλα αυτά τα χρόνια ηγεμονικοί μηχανισμοί διαμόρφωσης των πεποιθήσεων ή μήπως όλα τούτα ήλθαν από τον ουρανό;

Αλλά για τους νέους φιλελεύθερους ουσιαστικά δεν υφίσταται κοινωνικό πρόβλημα. Ή αν υπάρχει, αφορά μόνο τους απολύτως φτωχούς, τους αποδεδειγμένα αποκλεισμένους, τις ευπαθείς ομάδες. Οπως θα έλεγε και ο Φλομπέρ, το κοινωνικό πρόβλημα (ανισότητες, εργασιακή βία, εργοδοτικός δεσποτισμός) είναι απώθηση ενός πολύ πιο σημαντικού προβλήματος, το οποίο είναι η άνοδος της βλακείας, ο θρίαμβος της ανοησίας.

Η σημερινή μετάφραση αυτής της υποθήκης είναι ανησυχητική. Εμφανίζεται με την ανακύκλωση των συνθημάτων του αντι-λαϊκιστικού – αλλά πάντοτε υπέρ πλουσίων και ισχυρών – εκσυγχρονισμού. Εκδηλώνεται στη μορφή μιας σωφρονιστικής ηθικολογίας, η οποία αθωώνει τις πολιτικοεπιχειρηματικές ελίτ για να κατακεραυνώσει απλώς κάποιες κραυγαλέες και ασυμμάζευτες περιπτώσεις. Ως προς τούτο υπάρχει μια συνέχεια: στην άποψη ότι το όλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι το κακό γούστο, το ύφος της εξουσίας, η άσχημη αισθητική, το κιτς. Πολύ παλιά ιδέα, που επανέρχεται για να διανθίσει το έξυπνο ύφος των νέων φιλελεύθερων.

Οι νέοι φιλελεύθεροι συχνά ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται κάποιες αξίες που απειλούνται: λ.χ. την αυτονομία της λογοτεχνίας, τον ελεύθερο πλουραλισμό της γνώμης, την ανεκτικότητα. Πράγματι, όλα αυτά πρέπει να αποτελούν θεμελιώδη σημεία αναφοράς για να έχει νόημα η κριτική αντιπαράθεση στην πολιτική, στην κουλτούρα, στα κοινωνικά θέματα. Έχω, ωστόσο, την εντύπωση ότι η συγκεκριμένη ευαισθησία θα ήταν πιο πειστική – σε αυτούς τουλάχιστον που τη βρίσκουν νόστιμη – αν δεν εξαντλούνταν μόνο στο ανελέητο μαστίγωμα των «ακραίων», αλλά έθετε και το πρόβλημα των «μέσων» και των «μετριοπαθών». Αν δεν κάνω λάθος, οι συνταγές, η διακυβέρνηση, τα πρόσωπα, οι αποφάσεις, οι παρέες, τα δίκτυα της λαμογιάς που μας έφεραν ώς εδώ ανήκουν κυρίως σε αυτούς τους τελευταίους. Όσο και αν επιμένουν, δεν μας κυβέρνησε η άκρα Αριστερά αλλά το διαπαραταξιακό μπλοκ της νοικοκυροσύνης.

Οι νέοι φιλελεύθεροι θα ήταν μάλλον πιο ενδιαφέροντες στην πολιτισμική τους κριτική αν δεν διεκδικούσαν τη τωρινή τους λειτουργία: να είναι η εναλλακτική, προωθημένη, branche – θα έλεγαν οι Γάλλοι – εκδοχή του μεσαίου χώρου. Τους λείπει όμως κάτι για να γίνουν ενδιαφέροντες συντηρητικοί: η ποιότητα της απόγνωσης, η αίσθηση της πικρίας, η αυθεντική ηθική αγανάκτηση. Αλλά ούτε και αυτό είναι παράδοξο: η μελαγχολία ποτέ δεν ήταν το φόρτε του μεταμοντέρνου φιλελεύθερου Κέντρου.

 

ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Ιουνίου 2010, http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=174563

 

* Ο Νικόλας Σεβαστάκης γεννήθηκε στη Σάμο το 1964. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Πάντειο και πολιτική θεωρία στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Lyon II της Γαλλίας. Η διδακτορική του διατριβή αναφέρεται στη χαϊντεγγεριανή κριτική της τεχνικής και της νεωτερικότητας. Ασχολήθηκε με την ποίηση, το δοκίμιο, την κριτική και περιστασιακά με τη μετάφραση.

Από το 1999 διδάσκει πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία, αρχικά στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, και από το 2006 ως αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Μέσα από μια σειρά βιβλίων και άρθρων του, έχει ασχοληθεί με ζητήματα κριτικής της ιδεολογίας και της νεωτερικότητας. Ζει στη Θεσσαλονίκη. 

Πηγή βιογραφικού: http://www.perizitito.gr/authors.php?authorid=61605

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗ

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗ

 

Του Κωνσταντίνου Κατσουρού

 

 

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΛΟΓΟΥ από τον Machiavelli ως τον Hegel υπέδειξε το κράτος ως τον τόπο της χειραφέτησης του ανθρώπου. Μόνο στους κόλπους του κράτους ο άνθρωπος μπορούσε να χειραφετηθεί από την άγρια φύση του και να την αναπαράγει προς τα έξω, μέσω των θεσμών, σαν κοινωνική μορφή, σαν την ορθολογική φύση του πολίτη. Η ιστορία της σύγχρονης φιλοσοφίας τόνισε τη χρονική διάρκεια αυτής της χειραφέτησης, από την προέλευση της μέχρι την κατάληξη της. Σ' ό,τι αφορά την προέλευση, μέσω της οικοδόμησης του λόγου, το κράτος κατέγραψε την αντίθεση ανάμεσα στη φυσική κατάσταση και σ' εκείνη του λόγου σ' ό,τι αφορά την κατάληξη κατέγραψε τη σύνθεση, το μετασχηματισμό του ατόμου από φυσικό άτομο σε «υποκείμενο», σε «πρόσωπο».

Αυτά από τον Machiavelli ως τον Hegel. 'Ο,τι επακολούθησε είναι λίγο ως πολύ γνωστό. Όμως, ο μονοπωλιακός καπιταλισμός εκκαθαρίζει τον καπιταλισμό του ανεξάρτητου επιχειρηματία-εργοδότη και το προλεταριάτο, το επαναστατικό υποκείμενο, εμφανίζεται σα να εγκαταλείπει τον εαυτό του και να εντάσσεται στο «νέο» σύστημα: στη Γερμανία, την εποχή του 1930, σ' αυτή την ατμόσφαιρα γεννιέται η Κριτική Θεωρία: μια διαλεκτική φιλοσοφία που αντλεί τις εμπνεύσεις της από τους Kant, Hegel, Schopenhauer και Marx. Αυτή η φιλοσοφία δεν μπορεί να διαχωριστεί από την κρίση του ατόμου και από τις πολιτιστικές αξίες που διαμορφώθηκαν από και με το φιλελευθερισμό.

Για ένα κάποιο χρονικό διάστημα οι Max Horkheimer, Walter Benjamin, Theodor W. Adorno και άλλα μέλη του Institut für Sozialforschung («Ινστιτούτο των κοινωνικών ερευνών») του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης έλπιζαν ότι οι αξίες αυτές, των οποίων την εγκυρότητα αμφισβητούσε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, θα μπορούσε να διασωθούν, σ' ένα ανεπτυγμένο επίπεδο, από την προλεταριακή επανάσταση. Στο δοκίμιο του με τίτλο Πρόγραμμα για ένα προλεταριακό θέατρο για παιδιά (επιμέλεια Elvio Fachinelli, "Quaderni Piacentini", τ. 38), o Benjamin σχεδιάζει τις γραμμές πάνω στις οποίες θα έπρεπε να κινηθεί μια προλεταριακή παιδαγωγική. Ο Horkheimer στο Επανάσταση ή ελευθερία (Rusconi, Μιλάνο, 1972) χαρακτηρίζει μ' αυτές τις φράσεις τον τρόπο με τον οποίο κατανοεί την Κριτική Θεωρία στη δεκαετία του '30:

«Όταν ο Χίτλερ κατέκτησε την εξουσία, πάρα πολλά πρόσωπα ήλπιζαν πραγματικά στην έλευση μιας επανάστασης. Πιθανότατα η ελπίδα αυτή να ήταν μια αυταπάτη, ένα όνειρο και όμως κυριάρχησε και ενέπνευσε τις εργασίες μου, από το 1933. Αποδέχθηκα την επιστήμη του Μαρξ επειδή κυρίως διακηρύσσει ότι μια καλύτερη κοινωνία θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα μόνο με την επανάσταση».

Για τους Max Horkheimer, Walter Benjamin, Theodor W. Adorno, Herbert Marcuse, Erich Fromm, οι οποίοι, όπως και άλλα μέλη του Ινστιτούτου, για παράδειγμα οι Leo Löwenthal, Henryk Grossmann και Friedrich Pollock, ανήκαν στη μεσαία αστική τάξη, η προλεταριακή επανάσταση, και η ταύτιση θεωρίας και πράξης με την καταπιεσμένη τάξη, μπορούσε να βρει την εκπλήρωση της σε μια συγκεκριμένη λειτουργία. Όφειλε να εγγυηθεί την έλευση της σοσιαλιστικής κοινωνίας στην οποία θα πραγματοποιούντο οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις της φιλελεύθερης εποχής, τα αστικά ιδανικά. Ο Horkheimer και οι φίλοι του ερμήνευαν κατ' αυτό τον τρόπο τη μαρξιανή θεωρία:

«Μαζί με τη συνείδηση των εργοδοτών αναπτύσσονται φυσικά», υπογραμμίζει ο Horkheimer, «αν και στους κόλπους σχετικά περιορισμένων ομάδων οι ιδιότητες τις οποίες, στη συνέχεια, τόσο ο Μαρξ όσο και οι υλιστές εξέτασαν με φροντίδα, δηλαδή η εφευρετικότητα, η φαντασία και η θέληση για επιτυχία» (Επανάσταση ή ελευθερία). Όπως η σκέψη του νεαρού Μαρξ, που αρχικά εμπνεόταν από το ριζοσπαστικό γιακωβινισμό ενός Ludwig Borne («H εποχή των θεωρητικών έχει παρέλθει, και αρχίζει η εποχή της πρακτικής», υποστήριζε το 1831 ο Borne), έτσι και η Κριτική Θεωρία κατανοούσε την προλεταριακή επανάσταση σαν την εξέλιξη της αστικής επανάστασης, σαν την έξοδο του ατόμου της φιλελεύθερης εποχής προς την ελευθερία.

Κατά την περίοδο της δεκαετίας του 1920 πίστευαν ακόμη ότι τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό την είχε εγγυηθεί η επιστήμη. Τα έργα του György Lukàcs και Karl Korsch Ιστορία και ταξική συνείδηση (εκδ. Οδυσσέας, 1975) και Μαρξισμός και Φιλοσοφία (εκδ. Ύψιλον, 1981) αντίστοιχα, μαρτυρούν τη θέληση να θεμελιωθεί πάνω στη σωστή συνείδηση, στην προλεταριακή συνείδηση, μια επιστήμη για την κοινωνία. Μέχρι τη θεμελίωση του Institut für Sozialforschung, στις 3 Φεβρουαρίου του 1923 (έτος της δημοσίευσης του έργου Ιστορία και ταξική συνείδηση) η μαρξιανή ιδέα για την επικείμενη κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος κατείχε κεντρική θέση στις αναλύσεις των θεωρητικών της Φρανκφούρτης. Όταν ο πρώτος επίσημος διευθυντής του Ινστιτούτου, ο Carl Grünberg (διάδοχος του Karl Albercht Gerlach, που απεβίωσε λίγο πριν την επίσημη θεμελίωση) διαβεβαίωνε στον εναρκτήριο λόγο του, με την ευκαιρία της επίσημης ίδρυσης, ότι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνίας της εποχής ήταν η «μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό» δεν εξέφραζε μονάχα μιαν απλοϊκή όσο και άδολη αισιοδοξία που συμφωνούσε με την ορθοδοξία του Ινστιτούτου Μαρξ-Ένγκελς της Μόσχας, από την οποία εμπνεόταν, αλλά προσέγγιζε επίσης την αντίληψη του Lukàcs, σύμφωνα με την οποία τα προλεταριάτο είναι υποκείμενο και αντικείμενο της ιστορίας εξέφραζε την πεποίθηση ότι ο διαλεκτικός υλισμός, που αντανακλάται στην ιδεολογία αυτής της τάξης, και με βάση τον οποίο αυτή η τάξη διαλογίζεται, είναι η μόνη κατάλληλη θεωρία για την ερμηνεία, επομένως και το μετασχηματισμό, της κοινωνικής πραγματικότητας. Ανεξάρτητα από το μηχανιστικό υλισμό του Grünberg, οι αντιλήψεις αυτές, με διαφορετικές μορφές, υπερίσχυσαν στο περιβάλλον της Κριτικής Θεωρίας όπως αναπτυσσόταν στα έργα των άλλων μελών του Ινστιτούτου κατά τη δεκαετία του 1930.

Ο Horkheimer, που διαδέχθηκε τον Grünberg στη διεύθυνση του Ινστιτούτου τον Ιανουάριο του 1931, λίγα χρόνια νωρίτερα από την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ, γράφει στο έργο του Λυκόφως ότι «η προσπάθεια μας συνίσταται στο να βοηθήσουμε το ελεύθερο υποκείμενο, ικανό να διαμορφώσει συνειδητά την κοινωνική ζωή, να εμφανισθεί αυτό αντιπροσωπεύει η σοσιαλιστική κοινωνία, οργανωμένη σύμφωνα με ορθολογικές αρχές και ικανή να καθορίζει την ύπαρξη της». Όπως διαπιστώνουμε ο σκεπτικισμός υποβόσκει ήδη και αρχίζει να διαφαίνεται πριν τη νίκη του εθνικοσοσιαλισμού και το δοκίμιο του Horkheimer για την Αδυναμία της γερμανικής εργατικής τάξης είναι ένα σύμπτωμα της εποχής που μιλά από μόνο του. Ο σκεπτικισμός δεν θα συνεχισθεί για πολύ [4] θα τελειώσει με την επικράτηση και σταθεροποίηση των φασιστικών καθεστώτων καθώς επίσης και με το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, γεγονότα που χαρακτήρισαν και προσδιόρισαν την εξέλιξη της Σχολής στα χρόνια της εξορίας στην οποία υποχρεώθηκαν τα μέλη της.

Τα μέλη του Ινστιτούτου, που στην πλειοψηφία τους ήταν Εβραίοι, έπρεπε να εγκαταλείψουν τη Γερμανία το 1933 και να ιδρύσουν έδρες του Ινστιτούτου στη Γενεύη πρώτα και στη συνέχεια στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Το Φεβρουάριο του 1933 καθιερώθηκε σα διοικητικό κέντρο η έδρα της Γενεύης και το Ινστιτούτο για να τονίσει τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα του ξαναβαπτίστηκε σε «Διεθνή Εταιρία για τις κοινωνικές έρευνες», ενώ οι Horkheimer και Pollock έγιναν οι «πρόεδροι» του οι Löwenthal, Fromm και Sternheim τους διαδέχθηκαν τον επόμενο χρόνο. Κατά την περίοδο αυτή δημιουργήθηκαν επίσης δύο άλλες έδρες στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Στο Παρίσι, από το βιβλιοπωλείο Alcan, δημοσιεύθηκε, πριν την κατάληψη και την κατοχή, το 1940, η κύρια επιθεώρηση του Ινστιτούτου, η "Zeitschrift für Sozialforschung" («Επιθεώρηση των κοινωνικών ερευνών») την οποίαν διηύθυνε ο Horkheimer. Το 1934, αφού ναυάγησε η προσπάθεια να εγκατασταθούν στο Λονδίνο, οι Horkheimer, Adorno, Pollock, Löwenthal και Wittfogel μεταναστεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου το Ινστιτούτο παρέμεινε καθ ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, στη Νέα Υόρκη. Ο Walter Benjamin δολοφονήθηκε από τους φασίστες στην προσπάθεια του να διασχίσει τα ισπανικά σύνορα το 1940.

Η επιστροφή στη Γερμανία, μετά την ήττα του ναζισμού, δεν μπόρεσε να εξαλείψει τα ίχνη που άφησε η εξορία και που εξακολούθησαν να παραμένουν ανεξίτηλα πάνω στο σώμα της Κριτικής Θεωρίας του μεταπολέμου. Μετά την πτώση της φασιστικής βαρβαρότητας, η Σχολή όφειλε να αντιταχθεί στην καπιταλιστική κοινωνικοποίηση. Η εμπειρία την οποία απέκτησε από τη διπλή αποτυχία της προλεταριακής επανάστασης, πρώτα κατά τη διάρκεια της φασιστικής δικτατορίας και, στη συνέχεια, κατά την περίοδο του «οικονομικού θαύματος», που προκλήθηκε από έναν καπιταλισμό που είχε ανακτήσει τις βάσεις της σταθεροποίησης του, εξηγεί τη στροφή αλλά και την καμπή που σημειώνεται στους κόλπους της Κριτικής Θεωρίας, την εγκατάλειψη δηλαδή της επαναστατικής ελπίδας. Κλονίζεται οριστικά η εμπιστοσύνη με την οποία περιέβαλε την ταυτότητα θεωρίας και πράξης, την ταύτιση της σκέψης του ριζοσπάστη διανοούμενου με την πρακτική του επαναστατικού υποκειμένου. «Η διαλεκτική είναι η αυστηρή συνείδηση της μη ταυτότητας» γράφει ο Adorno στην Αρνητική Διαλεκτική (Einaudi, Τορίνο, 1970). Τον Απρίλιο του 1968, ο Horkheimer αποκαλύπτει ένα τρίτο στοιχείο που θα δικαιολογούσε στα μάτια του την εγκατάλειψη των επαναστατικών θεωριών που σαν προορισμό έχουν το σοσιαλισμό. Γράφει στο έργο του Κριτική Θεωρία (Einaudi, Τορίνο, 1974) : «Ο σοσιαλισμός, η ιδέα μιας δημοκρατίας πραγματοποιημένης σύμφωνα με τα περιεχόμενα που της προσέδωσαν στις χώρες του διαλεκτικού υλισμού, έχει παραμορφωθεί πλέον σε εργαλείο χειραγώγησης, όπως ο χριστιανικός λόγος στους αιματηρούς αγώνες της χριστιανοσύνης». Ο σοσιαλισμός που πραγματοποιήθηκε δεν ήταν αυτός που θα μπορούσε να εμπνεύσει τον Adorno και τον Horkheimer, ούτε και τον Grünberg.

Η εξορία της Κριτικής Θεωρίας δεν υπήρξε μόνο γεωγραφική. Σ' έναν κόσμο κυριαρχημένο από τα μονοπώλια και την άσχημη δημοσιότητα, σ' έναν κόσμο οικοδομημένο δίχως και ενάντια στην κριτική σκέψη, στερημένο από το «σώμα» του, που σύμφωνα με τον Μαρξ, ήταν το προλεταριάτο, η κριτική, που εμφανίζεται συγχρόνως με τη φωτισμένη φιλελεύθερη αστική τάξη, επιστρέφει, σ' ένα ανώτερο επίπεδο, διαλεκτικό, για να γίνει αυτό που υπήρξε πριν τη διαμόρφωση του μοντέρνου προλεταριάτου. Ο Habermas, μαθητής των Horkheimer και Adorno, χαρακτηρίζει με αυτόν τον τρόπο τη γνώση της κοινωνικής κριτικής της Σχολής της Φρανκφούρτης στο έργο του Πολιτική πράξη και κριτική θεωρία για την κοινωνία (II Mulino, Μπολώνια, 1973) : «παραμένει τότε μόνον η ευρύτατη διάδοση θεσμών και πρακτικών, που επιτεύχθηκαν σε ατομικό επίπεδο με το ύφος του Διαφωτισμού του δέκατου όγδοου αιώνα. Έτσι, για παράδειγμα, ο Adorno συνέλαβε την κριτική του».

Ο Adorno θεωρεί το απομονωμένο άτομο, που απειλείται από το μονοπωλιακό σύστημα, σαν εκφραστή ενός επαναστατικού υποκειμένου που έχει εξαφανιστεί: «Η ατομική συνείδηση που αναγνωρίζει την ολότητα στους κόλπους της οποίας τα άτομα χειραγωγούνται, δεν είναι, τουλάχιστον σήμερα, ειδικά ατομική αλλά φθάνει στην καθολικότητα και σταθεροποιείται με τη σκέψη». Η επιστροφή στο διαφωτισμό αποτελεί επίσης μια συνέχεια της φιλελεύθερης παράδοσης, που ανάγεται στον Borne, στο Μαρξ και στον Κάντιο.

Δεν είναι τυχαίο το ότι οι Εβραίοι, και ιδιαίτερα οι γερμανοί εβραίοι, ταυτίζονται πάντοτε με την παράδοση αυτή η οποία εμφανίζεται στα μάτια τους σαν υπόσχεση για ελευθερία, ισότητα και για μια ορθολογική οργάνωση της κοινωνίας. Η αδυναμία της γερμανικής αστικής τάξης, που εξηγεί την αδυναμία του διαφωτισμού της, εξηγεί ίσως γιατί εβραίοι φιλόσοφοι όπως ο Μαρξ, απογοητευμένοι από τα αποτελέσματα και τη δραστηριότητα που είχαν οι ορθολογιστικές και ανθρωπιστικές αξίες στη Γερμανία, εμπιστεύθηκαν το προλεταριάτο, κατηγορώντας την αστική φιλοσοφία ότι παραμένει στο επίπεδο της θεωρητικής σκέψης, διαχωρισμένη από την κοινωνική πρακτική. Όταν ο Μαρξ κατηγορεί τους γερμανούς ότι ευχαριστούνται με το να σκέπτονται αυτό που σε άλλες χώρες, όπως στη Γαλλία και στην Αγγλία συνέβη με την επαναστατική δράση, αυτός ξαναζωντανεύει, σ' ένα πιο ανεπτυγμένο πεδίο, την κριτική που κινούσε ο ριζοσπάστης ορθολογιστής Ludwig Borne ενάντια στους χριστιανούς συμπατριώτες του.

Ασκώντας κριτική, σε μια επιστολή γραμμένη από το Παρίσι το Μάρτιο του 1832, για το γεγονός ότι οι γερμανοί εβραίοι στερήθηκαν εκ νέου των αστικών δικαιωμάτων που κατέκτησαν κατά τη διάρκεια της γαλλικής κατοχής, γράφει: «Άκουσε, γερμανικέ λαέ! Και αν οι λέξεις ελευθερία, δίκαιο, ανθρωπότητα λένε κάτι στο λεξιλόγιο σου, κοκκίνισε από ντροπή επειδή μπόρεσες να στηρίξεις για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δίχως ντροπή αυτή την ατιμία που δυσφημεί ολόκληρη την πατρίδα». Εγκαταλείποντας την παιδαγωγική στάση των διαφωτιστών, που ζητούν να φωτίσουν, να διδάξουν αναφερόμενοι στον καθολικό λόγο, ο Μαρξ, κριτικός του Borne, δεν αναφέρεται πλέον στο έθνος (ο Borne ήταν ακόμη ένας πατριώτης) αλλά στο προλεταριάτο και στην παγκόσμια αλληλεγγύη του. Αναφέρεται στην τάξη αυτή όχι με την ιδιότητα του Εβραίου, αλλά σαν αστός ριζοσπάστης, θύμα ενός ανορθολογικού διαχωρισμού που δεν συμβιβάζεται με τα ορθολογικά ιδανικά της αστικής τάξης.

Σ' ένα φωτισμένο δοκίμιο του με τίτλο Ο γερμανικός ιδεαλισμός των Εβραίων φιλοσόφων, ο Jürgen Habermas εξακριβώνει ένα δεσμό ανάμεσα στη θέση που λαμβάνουν οι εβραίοι διανοούμενοι, οι οποίοι ανήκουν στη μεσαία τάξη κατά πλειοψηφία, και στο διαφωτισμό. Στο κείμενο αυτό φωτίζεται η συγγένεια που υπάρχει ανάμεσα στη θέση των Εβραίων, σαν κοινωνικής ομάδας και στους γερμανούς φιλοσόφους που ταυτίζονται με την έννοια του λόγου. Η συγγένεια αυτή θα μπορούσε να συνοψισθεί κατ' αυτόν τον τρόπο: ο εβραίος αστός του XIX αιώνα είναι ο κατ' εξοχήν φιλελεύθερος αστός. Ενδιαφέρεται για την πραγματοποίηση των ανθρωπιστικών αξιών του διαφωτισμού πολύ πιο ενεργητικά από το χριστιανό αστό. Αυτή την επιθυμία, να δει να πραγματοποιούνται τέτοιου είδους αξίες, θα τη συναντήσουμε επίσης στη φιλοσοφία του Herbert Marcuse που κατηγορεί τη φιλελεύθερη κουλτούρα ότι πρόδωσε τα ιδανικά της, με το να αρνηθεί να τα θέσει σε εφαρμογή, να εξαπλώσει δηλαδή τα περιεχόμενα του ανθρωπισμού ώστε να συμπεριλαμβάνει όλους τους ανθρώπους, τους προλετάριους και τους εβραίους. Ο Habermas αναφέρει ότι «η γοητεία την οποία ασκούσε ο Κάντιος στους εβραίους διανοούμενους εξηγείται πριν απ' όλα επειδή σ' αυτόν, όπως και στο Γκαίτε, η φιλελεύθερη στάση που χαρακτηρίζεται από την πίστη στο λόγο και από ένα κοσμοπολίτικο ανθρωπισμό, τονίστηκε με τον πιο ενεργό και ειλικρινή τρόπο». Κυρίως κατά την εποχή της κρίσης, οι γερμανοί Εβραίοι κατέφυγαν στην «εξωτερικότητα του λόγου»: ο Habermas θα γράψει ότι πρόθεση του Husserl ήταν να σταματήσει το κύμα του φασιστικού ανορθολογισμού μ' έναν ανανεωμένο ορθολογισμό.

Είναι φυσικό τα μέλη της Σχολής της Φρανκφούρτης, που στην πλειοψηφία τους ήταν Εβραίοι, να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα απέναντι σε δύο εξελίξεις: από τη μια μεριά η ένταξη, την οποία υπέθεταν, του προλεταριάτου του οποίου το καθήκον συνίστατο στο να πραγματοποιήσει τις ανθρωπιστικές αξίες τις οποίες πρόδωσε η αστική τάξη των μονοπωλίων; από την άλλη η εξαφάνιση του φιλελεύθερου υποκειμένου και των αξιών που το συνόδευαν, η οποία προσδιορίστηκε από τα πλήγματα που κατάφερε σ' αυτό ο μονοπωλιακός καπιταλισμός μεταξύ των δύο πολέμων, αρχικά με το συντεχνιακό φασισμό και τελικά με τον οργανωμένο καπιταλισμό που υπερίσχυσε της φασιστικής αντίδρασης. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που κατά την περίοδο μεταξύ των δύο πολέμων, σε μια εποχή που καθορίζεται από την κρίση του φιλελεύθερου καπιταλισμού και από την εμφάνιση του φασισμού, μια ομάδα φιλελεύθερων αστών, εβραίων, θεμελίωσε ένα Ινστιτούτο u960 που σκοπό είχε την ανάλυση της κοινωνίας. Η εμπλοκή των διανοουμένων αυτών στην κρίση είχε διπλή όψη, επειδή ήταν ταυτόχρονα φιλελεύθερα άτομα και εβραίοι.

Και πάλι από τον Habermas μαθαίνουμε ότι «Οι εβραίοι έπρεπε να πειραματιστούν με την κοινωνία σα να ήταν κάτι το οποίο επρόκειτο να δουν από μια κοινωνιολογική σκοπιά που γι' αυτούς ήταν πλέον κάτι το φυσικό». Αυτή η «φυσική» κοινωνιολογική σκοπιά και θεώρηση συναντάται στο έργο της Σχολής που διατήρησε τον ορθολογικό ανθρωπισμό του Borne, μαζί με τον επαναστατικό ανθρωπισμό του Μαρξ. Αν εξετάσουμε τις βιογραφίες των μελών του Ινστιτούτου, μας εκπλήσσει η ομοιογένεια την οποία παρατηρούμε όσον αφορά την καταγωγή τους: προέρχονταν από οικογένειες επιχειρηματιών ή ελεύθερων επαγγελματιών. Ο πατέρας του Walter Benjamin ήταν έμπορος τέχνης. Ο πατέρας του Max Horkheimer κατείχε μια βιομηχανία υφαντουργίας, διέθετε πολυτελή βίλλα στη Stuttgart-Zuffenhausen, ήταν δηλαδή ο τυπικός εργοδότης που μόνον ο φιλελευθερισμός του XIX αιώνα μπορούσε να παράγει, αυτή η «αστική εποχή» στην οποία ήταν ακόμη δυνατή η πλήρης ανάπτυξη του ατόμου. Ο πατέρας του Friedrich Pollock (φίλος του Horkheimer και σημαντικότατο μέλος του Ινστιτούτου) ήταν ένας καθαρόαιμος εργοδότης. Ο Henryk Grossmann, γεννημένος στην Κρακοβία το 1881, ανήκε σε μια οικογένεια που κατείχε ορυχεία. Ο πατέρας του Theodor Wiesengrund Adorno ήταν έμπορος κρασιών στη Φρανκφούρτη ο πατέρας του Leo Löwenthal ήταν γιατρός. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι η θεμελίωση του Institut für Sozialforschung έγινε δυνατή χάρη σε μια δωρεά του Herman Weil, πλούσιου έμπορου δημητριακών, που ήταν ο πατέρας ενός από τους θεμελιωτές, του Felix Weil.

Η κοινωνική καταγωγή των συγγραφέων αυτών εξηγεί ως ένα μέρος το ενδιαφέρον τους για τις τύχες του ανεξάρτητου επιχειρηματία, που τον ίδιο καιρό είναι ο πατέρας της οικογένειας, και η πηγή της αστικής εξουσίας και ηθικής. Η συλλογή δοκιμίων με τίτλο Μελέτες για την εξουσία και την οικογένεια, που δημοσιεύθηκε συλλογικά από τα μέλη του Ινστιτούτου το 1936, περιέχει αρκετές αναλύσεις για τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στην οικογενειακή εξουσία (πατρική) και στην ιδεαλιστική φιλοσοφία που χαρακτηρίζεται από μια κατασταλτική ηθική. Άλλες μελέτες των Horkheimer, Marcuse και Fromm αναλύουν το δεσμό που υπάρχει u945 ανάμεσα στην κρίση από την οποία διέρχεται ο φιλελεύθερος πατέρας και εργοδότης, που κάποιον καιρό ήταν ο κύριος πρωταγωνιστής της κοινωνικοποίησης, και στην εξασθένιση της ηθικής και ατομικής συνείδησης, της αυτονομίας: ο Horkheimer θα παρατηρήσει ότι και η ηθική και η συνείδηση χάνουν το θεμέλιο τους με τον πολιτιστικό μετασχηματισμό της οικογένειας.

Στο έργο του Ο φόβος μπροστά στην Ελευθερία (Comunità, Μιλάνο, 1963) ο Erich Fromm αποδεικνύει ότι η δύση της αυτονομίας του ατόμου, που θεμελιώθηκε στην ηθική σχέση μεταξύ πατέρα και γιου, καθορίζει τη φυγή προς τις κολλεκτιβιστικές εξουσίες και προς μια ανορθολογική υποταγή την οποία ο Freud θεωρεί «μαζοχιστική»: αν το άτομο συναντήσει πολιτιστικά μοντέλα που ικανοποιούν αυτές τις μαζοχιστικές τάσεις (όπως η υποταγή στον αρχηγό στη φασιστική ιδεολογία) κατακτά έναν ορισμένο βαθμό ασφάλειας με το να αισθανθεί ενωμένος με εκατομμύρια άλλων που συμμερίζονται αυτά τα αισθήματα». Με το να αποχωρισθεί από την οικογενειακή εκπαίδευση και με το να γίνει μαζική και συλλογική, η εξουσία μετασχηματίζεται σε άρνηση του αυτόνομου ατόμου που έχει συνειδητοποιήσει ποια είναι αυτά τα οποία οφείλει να πράττει καθώς και το ποιες είναι οι ευθύνες που αναλαμβάνει.

Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να διανύσουμε την παράλληλη με τους μεγάλους μυθιστοριογράφους πορεία, στις αρχές του 20ου αιώνα: οι Franz Kafka, Hermann Hesse, Marcel Proust, Robert Musil αντιπροσωπεύουν με τα έργα τους, στο επίπεδο της αισθητικής, τα προβλήματα τα οποία αναλύει η Κριτική Θεωρία στο κοινωνιολογικό, ψυχαναλυτικό και φιλοσοφικό πεδίο. Δύο θεμελιώδη θέματα, η πτώση του φιλελεύθερου ατόμου και ο διαμερισμός της πατρικής εξουσίας θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα leitmotive των έργων τους. Το ενδιαφέρον που δείχνουν οι Benjamin και Adorno για τους Kafka και Proust δεν είναι επομένως τυχαίο.

«Το τέλος της ατομικότητας λίγο ενδιαφέρει… Θα πρέπει μονάχα να περισώσουμε αυτό που αξίζει να περισωθεί». Αυτή η φράση από το έργο Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες συνοψίζει, με μιαν ορισμένη έννοια, την επίμονη στάση που χαρακτηρίζει την Κριτική Θεωρία. Μπροστά στη φανερή «ενσωμάτωση» της επαναστατικής τάξης αυτό που θα περισωθεί είναι αυτό που απομένει από το άτομο, η αυτονομία u964 της κριτικής του ικανότητας. Όπως οι Musil, Hesse και Kafka έτσι και οι εκπρόσωποι της Σχολής προέβλεπαν την έλευση μιας κολλεκτιβιστικής, γραφειοκρατικής και απολυταρχικής κοινωνικής διάταξης. Ο Musil αναφέρεται στην προοπτική ενός κολλεκτιβοποιημένου κόσμου και ο Kafka παρατηρεί σε σχέση με την ιστορία ότι οι εξωτερικές προς τον άνθρωπο και βοηθητικές γι' αυτόν κατασκευές γίνονται συντρίμμια. «Η ιστορική εξέλιξη δεν εναποτίθεται πλέον στους ώμους του ατόμου αλλά στους ώμους των μαζών. . . Εμείς υφιστάμεθα την ιστορία» (F. Kafka, Confessioni e diari, Mondadori, Μιλάνο, 1972).

Είναι εντυπωσιακή η γλωσσική ομοιότητα που παρατηρείται μεταξύ του Herbert Marcuse και του Hermann Hesse, αν και πρόκειται για διαφορετικά περιεχόμενα: στο αυτοβιογραφικό του έργο που τιτλοφορείται Eigensinn, o Hesse εκφράζει την πίστη ότι μόνον η ατομική ισχυρογνωμοσύνη (Eigensinn), η θέληση για αυτονομία, μπορεί να αντισταθεί σ' ό, τι αυτός αποκαλεί Herdensinn, ένστικτο της μάζας. Στο Κουλτούρα και κοινωνία (Einandi, Τορίνο, 1969) ο Marcuse εμφανίζει την ισχυρογνωμοσύνη σαν το απαραίτητο στοιχείο για την Κριτική Θεωρία, τη μόνη ικανή να αντιταχθεί στη ψευδοσυνείδηση του θετικισμού και σε κάθε τύπο οππορτουνισμού: «Η κριτική θεωρία παραμένει πιστή στην ισχυρογνωμοσύνη σαν αυθεντική ιδιότητα της φιλοσοφικής σκέψης» (Κουλτούρα και κοινωνία).

Το δεύτερο θεμελιώδες θέμα, η κρίση της πατρικής μορφής, και η προσκόλληση στη μητέρα, που βρίσκεται στο κέντρο των έργων των Hesse, Proust και Musil εμφανίζεται να έχει δύο όψεις στην Κριτική Θεωρία: τη μελέτη της παρακμής της πατρικής εξουσίας, που συνδέεται με την παρακμή του καπιταλιστή ανεξάρτητου επιχειρηματία-εργοδότη, και την αξιοποίηση της μητέρας όχι σαν εκπρόσωπου της μητρότητας αλλά σαν ενσάρκωση της μη παραγωγικής και αντιαυταρχικής αισθητικής αρχής.

Εκπρόσωπος της αισθησιακής και ασυμβίβαστης με τον ασκητισμό φύσης που είναι απαραίτητος για την καπιταλιστική παραγωγικότητα, η γυναίκα θα αποτελέσει για τους Marcuse, Fromm, Benjamin την κριτική στάση για την ακρωτηριασμένη από τις απαιτήσεις της παραγωγικότητας και της τεχνολογίας φύσης: ο Fromm στο Ψυχανάλυση και σύγχρονη κοινωνία (Comunità, Μιλάνο, 1971) γράφει: «Ενώ ο Freud έβλεπε στην αιμομιξία μόνο το αρνητικό και παθογενές στοιχείο, ο Bachofen βλέπει καθαρά u964 τόσο την αρνητική όσο και τη θετική πλευρά της προσκόλλησης στη μορφή της μητέρας. Η θετική πλευρά είναι η γνώση για επιβεβαίωση της ζωής, της ελευθερίας και της ισότητας που διαπερνά τη μητρική δομή».

Το αρνητικό στοιχείο συνίσταται στον κίνδυνο μιας οπισθοδρόμησης προς τη φύση που οδηγεί στην παραίτηση της ατομικότητας. Αυτός ο κίνδυνος, για τον οποίο επιμένει ο Fromm στα ψυχολογικά έργα του, βρίσκεται στο κέντρο του έργου του Η. Hesse Νάρκισσος και Χρυσόστομος: «Αυτός γνώριζε όχι με τη συνείδηση και με τα λόγια αλλά με μια βαθύτερη γνώση του αίματος, ότι η πορεία του τον οδηγούσε στη μητέρα, στην ηδονή και στο θάνατο. Η πατρική πλευρά της ζωής, το πνεύμα και η θέληση δεν ήταν η πατρίδα του. Ήταν η πατρίδα του Νάρκισσου…».

Στην ερμηνεία του για τον Knut Hamsun, o Leo Löwenthal ασκεί κριτική στον παθητικό πανθεϊσμό του νορβηγού συγγραφέα, θέτοντας επίσης το πρόβλημα της μυστικιστικής οπισθοδρόμησης προς τη φύση. Η ειρήνευση της φύσης συνεπάγεται την εξάλειψη της ατομικότητας: πρόκειται για μιαν ειρήνη η οποία έχει θεμελιωθεί στην υποταγή απέναντι σε κάθε αυθαίρετη δύναμη, για έναν πανθεϊσμό που μας καλεί να δραπετεύσουμε από μιαν ιστορικά κατασταλτική πραγματικότητα. Όπως στο Hesse και στον Kafka, έτσι και στον Knut Hamsun η φύση παρουσιάζεται σαν ασυμβίβαστη με το πνεύμα, με το ηθικό Εγώ.

Το κεντρικό πρόβλημα που συνδέει την Κριτική Θεωρία με το έργο αυτών των μεγάλων μυθιστοριογράφων και τη φροϋδική ψυχανάλυση είναι η απόπειρα να ελευθερωθεί η φύση (το ασυνείδητο) από την κυριαρχία της τεχνικής, που αντιπροσωπεύει την κυριαρχία της πατρικής διανόησης δίχως όμως να θυσιάζει τον ηθικό άνθρωπο (το υπέρ-Εγώ), το αυτόνομο άτομο. Μόνον η διαλεκτική μπορεί να μεσολαβεί ανάμεσα στον ανορθολογικό μυστικισμό και στον ασκητικό ορθολογισμό, στην τυφλή ιδιαιτερότητα και στην καταπιεστική καθολικότητα.

«ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΜΟΝΑΧΑ ΝΑ ΠΕΡΙΣΩΣΟΥΜΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΣΩΘΕΙ» παρατηρούσε ο Musil σε σχέση με ό,τι αφορούσε το άτομο που παρήκμαζε. Όλες οι πλευρές της Κριτικής Θεωρίας όπως αναπτύχθηκε από τους Horkheimer (ο πρώτος που χρησιμοποίησε την έκφραση αυτή), Adorno, Marcuse και Benjamin μαρτυρούν την προσπάθεια να εξαχθεί η ιδιαιτερότητα του ατόμου (η «εσώτερη» φύση του ανθρώπου) από την αφηρημένη κυριαρχία του ορθού λόγου και από τις μυθικές αφαιρέσεις όπως η εγελιανή ολότητα, η ουσία του Husserl και το είναι του Heidegger, δίχως όμως αυτό να συντελέσει στη διάλυση του ατόμου στα πλαίσια ενός ανορθολογικού μυστικισμού τον οποίο εκμεταλλεύτηκε τόσο καλά ο φασισμός. Μια προσπάθεια του είδους αυτού επιβάλλει μια διαλεκτική προσέγγιση: μόνον η διαλεκτική είναι σε θέση να αποκαλύψει τον ανορθολογικό χαρακτήρα του αστικού ορθολογισμού, ασκώντας κριτική στο φασιστικό μύθο που αποτελεί ανατροπή του ορθολογισμού. Σε σχέση με το φασιστικό μύθο ο Benjamin γράφει στο Angelus Novus: «H τέχνη μεγαλοποιεί έτσι τις υποβλητικές ενέργειες με τις οποίες ασκεί την επιρροή της σε βάρος των πνευματικών, κριτικών ενεργειών».

Η διαλεκτική των Benjamin, Adorno και Horkheimer προσπαθεί να φωτίσει και να καταστήσει διάφανη μια μυστικοποιημένη από τη δημοσιότητα και από τις ιδεολογίες κοινωνική πραγματικότητα, τονίζοντας τις αντιθέσεις που καλύφθηκαν από το μύθο. Έτσι στην Αρνητική Διαλεκτική διαβάζουμε ότι: «Μπορούμε να αναγνωρίσουμε την ουσία μόνον από την αντίθεση μεταξύ αυτού που υπάρχει και αυτού που βεβαιώνει ότι είναι».

Αυτοί ασκούν επίσης κριτική και στον ορθολογισμό των διαφωτιστών, προϊόν της ανθρώπινης κυριαρχίας πάνω στη φύση, και ειδικότερα στον παραγωγικό ασκητισμό και στην εμπορευματικότητα: αγνοώντας την ιδιαιτερότητα του ατόμου, τις αισθητικές ανάγκες του, συναισθηματικές και φυσικές (σεξουαλικές), αυτός ο συστηματικός και υπολογιστικός ορθολογισμός καταλήγει να γίνει η λεία κυρίως αυτού που αρνείται, της φύσης. «Ο ορθολογισμός ανατράπηκε σε μυθολογία» μας διαβεβαιώνουν οι Adorno και Horkheimer στη Διαλεκτική τον Διαφωτισμού. Κάθε σκέψη που αγνοεί τις ιδιαίτερες ανάγκες του ατόμου καταλήγει με το να τοποθετείται μπροστά στον άνθρωπο σα μια μυθική δύναμη, φυσική, λέει ο Μαρξ. Στην προσπάθεια της να επιτύχει μια νέα συμφιλίωση ανάμεσα στην ιδιαιτερότητα και στην καθολικότητα, η Κριτική Θεωρία πλήττει όλες τις φιλοσοφίες και τις Επιστήμες που θυσιάζουν το άτομο στην Ολότητα ενός συστήματος (Hegel), στο Είναι (Heidegger), στην αντικειμενική «επιστήμη» (των θετικιστών όπως ο Karl Popper και ο Hans Albert), ή στην ιστορική εξέλιξη και διαδικασία (Μαρξ και Ένγκελς). Τέτοιου είδους θεωρίες, που διαφέρουν μεταξύ τους, έχουν ένα κοινό στοιχείο: επιβάλλουν την υποταγή του υποκειμένου στο αντικείμενο, της ιδιαιτερότητας στην ολότητα.

Οι Adorno, Horkheimer και Marcuse με την κριτική τους στους Μαρξ και Ένγκελς, φωτίζουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της αντίληψης που έχουν για τη διαλεκτική. Σύμφωνα με αυτή τη διαλεκτική, ο Ένγκελς ανέλαβε να ταυτίσει υποκείμενο και αντικείμενο πιστεύοντας ότι συνείδηση και κόσμος θα μπορούσαν να φθάσουν στην ενότητα στους κόλπους της ολότητας του φιλοσοφικού συστήματος. «Με αυτήν την κατάργηση κάθε ιδιαίτερου στοιχείου και κάθε αμεσότητας που αναπτύσσονται απ' αυτή την ίδια τη θέληση, οικοδομείται η «καθολικότητα» στην οποία οδηγεί η εγελιανή γνώση περί ελευθερίας», γράφει ο Marcuse στο δοκίμιο Για μια κριτική θεωρία της κοινωνίας.

Αλλά αυτή η «καθολικότητα» την οποία αναγνωρίζει σα «δική» του το αφηρημένο υποκείμενο, σα να ταυτιζόταν με την αντικειμενική πραγματικότητα, δεν είναι τίποτε άλλο από τη σιωπηρή επικύρωση της καταπιεστικής καθολικότητας την οποία δικαιολογεί το εγελιανό σύστημα, με το να τη μυστικοποιεί. Στην Αρνητική Διαλεκτική ο Adorno διαβεβαιώνει ότι «η επίμονη κριτική… ξετινάζει τον εγελιανό ιδεαλισμό: η γνώση έχει σαν στόχο το μερικό, το ιδιαίτερο, όχι την καθολικότητα». Ο Adorno δεν καταγγέλει την ιδέα της ολότητας: προτείνει αντίθετα να «φωτίσουμε το όλο ξεκινώντας από το τμηματικό». Αυτό το οποίο αρνείται είναι η ιδέα μιας ολότητας κατασκευασμένης σε βάρος του μερικού, η ιδέα ενός «Είναι» που υπερισχύει του πραγματικού-υπαρκτού ατόμου και της μοναδικότητας του.

Ενάντια στους Husserl και Heidegger, που θέτουν την πρωταρχικότητα της Ουσίας και του Είναι έναντι του πραγματικού ατόμου, ο Adorno επιμένει ότι είναι αδύνατο να κατανοήσουμε μιαν «ουσία» ή ένα «είναι» που ντύνονται την καθολικότητα ανεξάρτητα από αυτό που υπάρχει πραγματικά, ανεξάρτητα από την ιδιαιτερότητα. «Η ουσία δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από τη σχέση της με το πραγματικό», υπογραμμίζει στη Μετακριτική της γνωσιολογίας.

Η υπεράσπιση της ιδιαιτερότητας αποτελεί u964 τον πυρήνα της κριτικής που ασκεί ο Adorno στους Μαρξ και Ένγκελς, στο μέτρο που αυτοί θα θυσίαζαν στη φιλοσοφία τους για την ιστορία, την ευτυχία του ατόμου χάρη των γενεών που έρχονται: «Επρόκειτο για τη θεοποίηση της ιστορίας, ακόμη και στην περίπτωση των αθεϊστών εγελιανών Μαρξ και Ένγκελς», γράφει στην Αρνητική Διαλεκτική.

Σύμφωνα με τους Adorno και Horkheimer η ιστορική εξέλιξη δεν μπορεί πλέον να κατανοηθεί με τον τρόπο με τον οποίο την κατανοούσαν οι Έγελος και Μαρξ, σαν πρόοδο προς την απελευθέρωση. Αν το προλεταριάτο ενσωματώνεται στη σημερινή κοινωνία, δεν είναι πλέον δυνατό να ταυτίζουμε την κριτική σκέψη με την ιστορική κίνηση. Ο Lucien Goldmann σε αρκετές περιπτώσεις κατηγόρησε τους θεωρητικούς της Φρανκφούρτης ότι επικύρωσαν μια ριζοσπαστική μη ταυτότητα, καθώς αρνήθηκαν να ταυτιστούν με μια υπάρχουσα ή υπό διαμόρφωση κοινωνική δύναμη, ενώ κράτησαν μια στάση ριζοσπαστικής κριτικής, θέτοντας υπό εξέταση όλες τις κρίσεις που διατυπώθηκαν από τη φιλοσοφία της ιστορίας και κατηγόρησαν τις θεωρίες συγγραφέων στους οποίους αναφέρονταν, προπάντων του Μαρξ και του 'Ενγκελς.

Στη θεοποίηση της ιστορίας αντιστοιχεί, στους νεοθετικιστές συγγραφείς (Karl Popper και Hans Albert), η θεοποίηση της επιστήμης που κατανοείται σα φυσική επιστήμη. Ο άνθρωπος, σαν υποκείμενο, είναι το θύμα της. Οι θετικιστές τελικά, όπως ο Luis Althusser, επιχειρούν μια επιστημολογική τομή μεταξύ ιδεολογίας και επιστήμης, μεταξύ υποκειμενικής σκοπιμότητας και αξιών από τη μια πλευρά, και αντικειμενικής «επιστημονικής» καταγραφής των «γεγονότων» από την άλλη. Αυτή η καταγραφή εκφράζει την παθητικότητα που επιβάλλεται στο άτομο σε μια κοινωνία διοικούμενη ολοκληρωτικά, την αδυναμία του να κυριαρχήσει στις φυσικές επιστήμες ελέγχοντας τις με μια αυτόνομη κριτική παρατήρηση. Στην ταυτότητα επιστήμης (φυσικής) και γνώσης, ο Horkheimer συγκεκριμενοποιεί μια από τις πλευρές της αντικειμενοποίησης, που συνίσταται στην αναπαραγωγή, στο γνωσιολογικό πεδίο, των μη ορθολογικών νόμων που κυβερνούν το κοινωνικό σύστημα. Ο θετικισμός, ταυτίζοντας τη γνώση με την επιστήμη, περιορίζει το διανοούμενο στις λειτουργίες που απαιτούνται για να οργανωθεί ένα κατάλληλο για τις ανάγκες της εμπορευματοποιημένης κουλτούρας υλικό, ενώ ο διανοούμενος θα μπορούσε να ασκήσει κριτική και να τα αμφισβητήσει όλα αυτά, υποστηρίζει ο Horkheimer. Αντί να επεμβαίνουν με την κριτική παρατήρηση, οι θετικιστές θεωρούν την κοινωνική πραγματικότητα σαν ένα γεγονός, σαν ένα φυσικό δεδομένο. Επίγονοι του διαφωτισμού, αναπαράγουν με αφέλεια τον ορθολογιστικό μύθο σύμφωνα με τον οποίο η άμεση αντίληψη είναι κιόλας ορθολογική.

Μαθητής των Adorno και Horkheimer, o Jürgen Habermas είναι, μεταξύ των διαλεκτικών συγγραφέων, ένας από τους καλύτερους κριτικούς του νεοθετικισμού. Ξεκινώντας από τις θέσεις των Adorno και Horkheimer, κατηγορεί τους θετικιστές ότι περιορίζουν το ανθρώπινο υποκείμενο (στην περίπτωση αυτή, τον θεωρητικό) σε παθητικό και ανώνυμο καταχωρητή, που στερείται οιασδήποτε ιδεολογικής ιδιαιτερότητας. Κλεισμένη στα προβλήματα της σκοπιμότητας και του νοήματος, που συνιστούν τις κύριες διαστάσεις του υποκειμενισμού, η θετικιστική επιστήμη είναι ανίκανη να θέσει ερωτήματα γύρω από το κοινωνικό νόημα, το ανθρώπινο νόημα της επιστήμης: στο Γνώση και συμφέρον (Laterza, Μπάρι, 1973), ο Habermas υποστηρίζει ότι το λογικό πρόβλημα που ξεπερνά τα υποθετικά όρια στα οποία μπορεί να φθάσει η γνώση στόχευε επίσης και στο να εξηγήσει το νόημα της γνώσης γενικά. Ο θετικισμός, συνεχίζει ο Habermas, εξαλείφει αυτό το πρόβλημα: στερείται νοήματος όταν σκεφθούμε την πραγματικότητα των σύγχρονων επιστημών. Η ταύτιση της γνώσης με τη μέθοδο των φυσικών επιστημών συμπίπτει με την αποθέωση του «εργαλειακού λόγου» που ο Horkheimer ερμηνεύει σαν την επιστήμη που επιτρέπει στον άνθρωπο να κυριαρχεί πάνω στη φύση.

Αυτή η «επιστημονική» και «τεχνολογική» δύναμη είναι τυφλή, επειδή αποκλείει την κριτική παρατήρηση, διαλεκτική που θεωρεί ως αξίωμα την ταυτότητα ανάμεσα στο σκεπτόμενο υποκείμενο και στο αντικείμενο για το οποίο σκέπτεται. Αυτή αναγνωρίζει μόνο το «γνωστικό-πρακτικό» συμφέρον αγνοώντας το «γνωστικό-χειραφετικό» που χαρακτηρίζεται από την κριτική παρατήρηση. Κατά τον Habermas και την Κριτική Θεωρία, αυτό το γνωστικό συμφέρον, που σκόπευε στην επίτευξη της απελευθέρωσης του ανθρώπου, θα πρέπει να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής κάθε επιστήμης u960 που ασχολείται με την κοινωνία.

Σύμφωνα με τον Habermas τόσο η θετικιστική επιστήμη, που χαρακτηρίζεται από το γνωστικό-πρακτικό συμφέρον, όσο και η διαλεκτική, που χαρακτηρίζεται αντίθετα από το συμφέρον για χειραφέτηση, συνυπάρχουν στη σκέψη του Μαρξ. Αυτό εξηγεί τη διαμάχη γύρω από τον αλτουσεριανό μαρξισμό. Στο Γνώση και συμφέρον ο Habermas γράφει: «Μολονότι αυτός ο ίδιος (ο Μαρξ) προσδιόρισε την επιστήμη του ανθρώπου με τη μορφή της κριτικής και όχι σα φυσική επιστήμη, είχε πάντοτε την τάση να την τοποθετεί στη μεριά των φυσικών επιστημών». Διαχωρίζοντας τη μαρξιανή «φιλοσοφία» από την «επιστήμη», την ανθρωπιστική ιδεολογία από τον ιστορικό υλισμό, με την επιστημολογική τομή, αυτός (ο L. Althusser) ταυτίζει τη μαρξιανή «επιστήμη» με το θετικιστικό ρεύμα, όπως ο Habermas το χαρακτηρίζει: ο L. Althusser στο Ο Λένιν και η φιλοσοφία (εκδ. Ηριδανός) γράφει: «Μπορούμε του λοιπού, διαθέτοντας την άνεση να κάνουμε αναδρομές, αλλά και χωρίς να προδικάζουμε ένα μέλλον που την έκβαση του δεν ορίζουμε εμείς, κι άλλο τόσο ούτε ο Μαρξ, να βελτιώσουμε τη μεταφορά μας και να πούμε ότι πριν από το Μαρξ μόνο δύο μεγάλες ήπειροι είχαν ανοιχτεί στην επιστημονική γνώση, από αλλεπάλληλες επιστημολογικές τομές: η ήπειρος των Μαθηματικών με τους Έλληνες (από το Θαλή ή αυτούς που καλύπτει ο μύθος του ονόματος του) και η ήπειρος της Φυσικής (από το Γαλιλαίο και τους διαδόχους του)… Ο Μαρξ άνοιξε στην επιστημονική γνώση μια νέα τρίτη μεγάλη ήπειρο, την ήπειρο της Ιστορίας».

Έτσι, ένα σημείο της μαρξιανής σκέψης (το γνωστικό-πρακτικό συμφέρον) ανυψώνεται στο επίπεδο της επιστήμης ενώ το κεντρικό, η διαλεκτική θεωρία, εξορίζεται στο πεδίο της ιδεολογίας, της φιλοσοφίας. Σ' αυτή τη θετικιστική προσέγγιση μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματική κριτική με βάση τις αναλύσεις της Κριτικής Θεωρίας για το θετικισμό και ειδικότερα με τις αναλύσεις του Habermas. Παρά τις μεγάλες συγγένειες που παρατηρούνται ανάμεσα στη σκέψη του και στην Κριτική Θεωρία ο Jürgen Habermas θα διαχωρίσει τη θέση του απ' αυτήν. Στο κέντρο της έρευνας του δεν βρίσκεται πλέον το ελεύθερο άτομο, που χαρακτηρίζεται από τη σπαρακτική σύγκρουση ανάμεσα u963 στον σκεπτόμενο και στη φύση, ανάμεσα στη μητέρα και στον πατέρα, αλλά το αυτόνομο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα του οποίου η λειτουργία έχει εξασφαλιστεί από αυτορρυθμιζόμενους μηχανισμούς.

Για τον Habermas το πρόβλημα της πιθανής όσο και δυνατής σωτηρίας του ανθρώπου και της αυτονομίας του φαίνεται να περνά σε δεύτερη μοίρα αυτός αναρωτιέται μάλλον για τις δυνατότητες, που μειώνονται, να υποταχθεί το μη ορθολογικό σύστημα στους νόμους του λόγου. Αυτή η ουσιαστική διαφορά σε σχέση με την Κριτική Θεωρία δεν μπορεί να εξηγηθεί απολύτως με βάση την προσωπική ιδιαιτερότητα του φιλοσόφου. Αλλά ο Jürgen Habermas αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση και ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο για τη διαμόρφωση της αριστεράς στις σύνθετες κοινωνίες, με το οποίο θα ασχοληθούμε μιαν άλλη φορά.

 

Αθήνα, Δεκέμβριος 1987.

 

ΠΗΓΗ: Περιοδικό "Λεβιάθαν" (Δεκέμβριος του 2008).

Σας ομιλεί η Αυτού Μεγαλειότης το Κεφάλαιο

Σας ομιλεί η Αυτού Μεγαλειότης το Κεφάλαιο[1]

 

Του Γιώργου Καραμπελιά

 

Ο Γεώργιος Παπανδρέου μίλησε στη Βουλή, την Τετάρτη 7 Ιουλίου, επί της αρχής του απ-«Ασφαλιστικού Νομοσχεδίου». Όπως ήταν αναμενόμενο, υπήρξε ο ολίγιστος που προσπαθούσε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ωστόσο, μέσα από τα λόγια του, ακουγόταν ξεκάθαρα η φωνή των αφεντικών, η φωνή των εντολέων του, η φωνή της Αυτού Μεγαλειότητος του Δ.Ν.Τ., και ταυτόχρονα διαγράφονταν οι νέες κοινωνικο-πολιτικές συμμαχίες προς τις οποίες κατευθύνεται το σύστημα.


[1]   Κεντρικό άρθρο στο νέο φύλλο της μηνιαίας εφημερίδας Ρήξης (τ. 65, 10-07-2010) που Κυκλοφορεί.

Αρχικά, στην ομιλία του, ο Παπανδρέου επιχείρησε να στρέψει την κοινωνία ενάντια στους «προνομιούχους» – σύμφωνα με την ντιρεκτίβα του ΔΝΤ, ότι βασικό στοιχείο για την επιτυχία των μέτρων είναι η διαίρεση της κοινωνίας. Στρέφεται κατ' εξοχήν ενάντια στους πρώην βασικούς «πελάτες» του ΠΑΣΟΚ, τους «ευνοημένους» των ΔΕΚΟ, του Δημοσίου κ.λπ. Ας τον διαβάσουμε:

Όσον αφορά το ασφαλιστικό, για δεκαετίες, κάποιοι εξασφάλιζαν προνόμια, το κόστος των οποίων αναγκαζόταν να χρηματοδοτεί συνεχώς το κράτος, ο φορολογούμενος, με αποτέλεσμα μάλιστα να μην μένει τίποτα για τους νέους εργαζόμενους, αλλά και με αποτέλεσμα όσοι κλάδοι εργαζομένων δεν είχαν ως διαπραγματευτικό εργαλείο σχέσεις με την εξουσία να υπόκεινται σε απείρως χαμηλότερες συντάξεις, δουλεύοντας πολύ περισσότερα χρόνια.

 Αν αυτά τα έλεγε μια κυβέρνηση που θα προσπαθούσε να άρει τις ανισότητες προς όφελος των χαμηλόμισθων και των χαμηλοσυνταξιούχων, ανεβάζοντας τα εισοδήματά τους, θα μπορούσε να έχει μια βάση. Όμως, την ίδια στιγμή κουτσουρεύει και τις δικές τους συντάξεις και αποδοχές!  Κατά συνέπεια, απευθύνεται απλώς στον κοινωνικό κανιβαλισμό. Εν συνεχεία δε, αποκαλύπτει το πραγματικό διακύβευμα:

Και για εμάς, κοινωνική αλληλεγγύη [ ] σημαίνει εναρμονισμός με τις σύγχρονες εργασιακές πρακτικές και την πολυπλοκότητα της σύγχρονης αγοράς εργασίας, όχι τιμωρία της διαδοχικής ασφάλισης.

Ελπίζω πως όλοι έχουμε πάρει το μήνυμα: «πολυπλοκότητα της σύγχρονης αγοράς εργασίας», «διαδοχική ασφάλιση», δηλαδή δημιουργία μιας κοινωνίας «απασχολήσιμων» και αδιάκοπης αναζήτησης νέας εργασίας, μια κοινωνία όπου ο κανόνας θα είναι η ανεργία, ή η απειλή της, και οι εργασιακές μετακινήσεις καθημερινότητα. Και συνεχίζει ανενδοίαστα να εκθέτει το πρόγραμμα του νεο-φιλελευθερισμού: 

Σημαίνει μετάβαση από ένα κράτος και μια κοινωνία παθητικής αντίληψης για την πρόνοια, την εργασία και τα δικαιώματα, σε ένα κράτος που [ ] απελευθερώνει τους πολίτες από τα ασφυκτικά πλαίσια, μέσα στα οποία ζουν εδώ και χρόνια, και ιδιαίτερα τη νέα γενιά. Πλέον, αντί να χρηματοδοτεί, το κράτος, αμφιλεγόμενες επικουρικές συντάξεις, αντί να τροφοδοτεί τις παθητικές πολιτικές πρόνοιας, πάμε σε ένα μοντέλο που διευρύνει τη δυνατότητα των εργαζομένων να κινούνται ελεύθερα στην αγορά εργασίας. Πραγματικά, ιδιαίτερα η σημερινή νέα γενιά, με τις ραγδαίες εξελίξεις που υπάρχουν στον χώρο της οικονομίας, θα έχει πολλές φορές πολλά επαγγέλματα, αν όχι και πολλές δουλειές, στη διάρκεια της ζωής της. Είναι βασικό στοιχείο και για την κινητικότητα στην α γορά εργασίας.

Για δεκαετίες ο Φρήντμαν και οι οπαδοί του άκρατου νεο-φιλελευθερισμού διαμαρτύρονταν ότι το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας είναι «παθητικό», δηλαδή προσφέρει ασφάλεια στους εργαζόμενους, ενώ αυτοί θα πρέπει να βρίσκονται σε διαρκή ανασφάλεια, «απελευθερωμένοι» από τα «ασφυκτικά πλαίσια», δηλαδή να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση για αναζήτηση νέας εργασίας.

 

Ο ΓΑΠ ως ο εκπρόσωπος του μεγάλου κεφαλαίου

 

Αυτή η ομιλία του Παπανδρέου είναι πολύ σημαντικότερη από την ασημαντότητα του εκφωνητή της. Σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια νέα περίοδο, μια περίοδο κατά την οποία το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να αναλάβει μονοπωλιακά την εκπροσώπηση του μεγάλου κεφαλαίου και να εγκαταλείψει τα κοινωνικά στρώματα τα οποία εξέφραζε προνομιακά, ιδιαίτερα τις ΔΕΚΟ, τους δημοσίους υπαλλήλους, τους εκπαιδευτικούς, τους μικρομεσαίους οι οποίοι συνέχισαν να το στηρίζουν και κατά τη σημιτική περίοδο, μια και το οικονομικό αδιέξοδο ανέλαβαν να το «λύσουν» οι μετανάστες. Έτσι, στο παρελθόν, το παραδοσιακό μεγάλο κεφάλαιο στήριζε το ΠΑΣΟΚ εν μέρει υποχρεωτικά, διότι αυτό μόνο μπορούσε να διασφαλίσει την εργασιακή ειρήνη και ταυτόχρονα να του προσφέρει τις κρατικές προμήθειες. Γι' αυτό και οι διαπλεκόμενοι, οι νταβατζήδες, τα ΜΜΕ στηριζαν ναφανδόν το ΠΑΣΟΚ ήδη από την εποχή Σημίτη. Παράλληλα όμως, εκφραζόταν ιδεολογικά περισσότερο ίσως από τη Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη, ή της Ντόρας, ή από τον Μάνο και τους καλαμοκαβαλάρηδες του νεο-φιλελευθερισμού. Εξ ου και το σύστημα του κεφαλαίου και της εξουσίας ήταν διπολικό. Γεγονός που εκφραζόταν και στο πεδίο των εθνικών θεμάτων και της εξωτερικής πολιτικής. Το παλαιό «εθνο-πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα, υποκαταστάθηκε από τον σημιτικό φιλοπαγκοσμιοποιητικό εκσυγχρονισμό, που διεκδικούσε τα πρωτεία του ατλαντισμού από τον Μητσοτάκη και τη Ν.Δ.

Από τη στιγμή της ανόδου του Γ. Παπανδρέου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, άρχισε μια κίνηση, που ολοκληρώνεται στην παρούσα φάση. Ο Γιωργάκης δεν παραμέρισε μόνο ή απλώς τους «παλαιοπασόκους», που βλακωδώς τον στήριξαν για να ανέβει στην ηγεσία του κόμματος, αλλά εγκαταλείπει βιαίως τα κοινωνικά στρώματα που τον ψήφισαν. Επιδιώκει, δηλαδή, να μονοπωλήσει πλέον την εκπροσώπηση του κεφαλαίου και της ξένης προστασίας και να περιθωριοποιήσει τη Νέα Δημοκρατία, ακόμα και από τον ίδιο τον παραδοσιακό αστικό κόσμο και τις πρεσβείες.  

Γι' αυτό και, υποχρεωτικά, η Νέα Δημοκρατία αναγκάζεται να έρθει σε όλο και μεγαλύτερη αντιπαράθεση με τη λογική ΠΑΣΟΚ, έστω και πρόσκαιρα, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει. Είναι όμως δυνατόν να επιχειρήσει η Νέα Δημοκρατία μια πλήρη ανατροπή των πολιτικών στρατοπέδων, να έλθει «αριστερότερα» από το ΠΑΣΟΚ και να επιχειρήσει να εκφράσει εν μέρει αυτό που εξέφραζε κάποτε το ΠΑΣΟΚ; Δηλαδή, μια πολιτική περισσότερο πατριωτική και κοινωνική από το ΠΑΣΟΚ;

Για την ώρα, σπρώχνεται από τη φο ρά των πραγμάτων προς τα εκεί. Εκπαραθύρωσε τη Ντόρα, εξέλεξε τον Σαμαρά, καταψήφισε το Μνημόνιο και το Ασφαλιστικό, αναβάθμισε τον Μανώλη και τους συνδικαλιστές του κόμματος. Μπορεί όμως να ανατρέψει ολοκληρωτικά το βάρος της ιστορίας, των ανθρώπων, των πολιτισμικών επικαθορισμών και να θελήσει να αναλάβει έναν βενιζελικό ρόλο, παρότι έρχεται από τα δεξιά; Πρόκειται για έργο υπεράνθρωπο, και οι αναφορές του Σαμαρά «στη δεξιά ιδεολογία» -σε μια χώρα με «αριστερόστροφη» ή βενιζελογενή πλειοψηφία- δείχνουν πως η ηγεσία της Ν.Δ. δεν έχει κατανοήσει το ζήτημα, πόσο μάλλον και να επιχειρήσει μια βενιζελικού τύπου «έξοδο».

 Ακόμα και η Ντόρα, που προσπαθεί αυτή να εκπροσωπήσει πιο αυθεντικά το κεφάλαιο και τις πρεσβείες, ανησυχεί ιδιαίτερα από αυτή τη στροφή του ΠΑΣΟΚ, διότι την αφήνει χωρίς ρόλο. Πράγματι, τι βρήκε να πει στη συζήτηση για το Ασφαλιστικό;

Η κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ, στο θέμα του ασφαλιστικού, όπως και σε όλα τα μεγάλα θέματα των αναγκαίων αλλαγών, είναι παγιδευμένη σε μια θεμελιώδη αντίφαση: Δηλώνει ότι οι πολιτικές που υλοποιεί είναι οι μόνες που μας βγάζουν από την κρίση, αλλά ταυτόχρονα ότι αυτές είναι αντίθετες με την ιδεολογία του.

Όμως αυτά ίσχυαν την εποχή Σημίτη, όταν το ΠΑΣΟΚ στηριζόταν υποχρεωτικά (παράδειγμα, η απόσυρση του νομοσχεδίου Γιαννίτση) στη μεταλλαγμένη, έστω, αλλά υπαρκτή κοινωνική του βάση. Σήμερα, η Ντόρα μόνο ως «τσόντα» μπορεί να λειτουργήσει, κάτι σαν θηλυκός Μάνος, παρά τη σκανδαλώδη στήριξη που απολαμβάνει.

Διότι, πλέον, το κεφάλαιο, το ΔΝΤ, οι πρεσβείες, μέχρι τουλάχιστον να ολοκληρωθούν οι μεσαιωνικές «μεταρρυθμίσεις» που προωθούν, και μέχρι να περάσει η Ελλάδα σε μια νέα κατώτερη κοινωνική και γεωπολιτική «κατηγορία», στηρίζονται σε μία βασική φωνή, εκείνη του δόλιου ολίγιστου.

 

ΠΗΓΗ: http://www.ardin.gr/node/3483