Αρχείο κατηγορίας Φιλοσοφία και Πολιτική

Ο διεθνισμός ως αμηχανία

Ο διεθνισμός ως αμηχανία

 

Του Δημήτρη Μπελαντή

 

Στα προηγούμενα φύλλα της «Εποχής» διεξήχθη μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για τα όρια ανάμεσα στον εθνικισμό, το διεθνισμό και τον ευρωπαϊσμό (θα προσέθετα λανθανόντως και τον κοσμοπολιτισμό) ανάμεσα στο σ. Στάθη Κουβελάκη και το σ. Τάκη Μαστρογιαννόπουλο. Στη συνέχεια παρενέβη ο σ. Χρήστος Λάσκος (στο φύλλο της 28/11/2010 ) και εμπλούτισε το διάλογο.

Επίσης, ο σ. Μηλιός έχει θέσει άκρως ενδιαφέροντα ζητήματα για τη σχέση ευρώ και εργατικών συμφερόντων αλλού. Ορισμένα ζητήματα παραμένουν, κατά την άποψή μου, ανοιχτά προς περαιτέρω συζήτηση. Ως προς αυτά θα ήθελα να κάνω κάποιες παρατηρήσεις μην κρύβοντας διόλου και προς αποφυγή επαναλήψεων ότι επί της αρχής τάσσομαι με τις απόψεις του σ. Κουβελάκη (και, άρα, ενδεχομένως και με τον «σοσιαλισμό σε μια μόνη χώρα», τον «αριστερό εθνικισμό» κ.λπ.).

Η εργατική τάξη, «εθνική» ή διεθνής τάξη;

 

O αναγκαίος και αξιακά ισχυρός διεθνισμός των εργατικών αγώνων δεν αναιρεί το γεγονός ότι α) η εργατική τάξη συγκροτείται ιδεολογικά και πολιτιστικά στην αστική κοινωνία ως μια «εθνική» τάξη με εθνικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ιστορικότητα και μορφές πάλης (βλ. και τις περίφημες αναλύσεις του Ε.Π. Τόμπσον για τη Βρετανία). Όπως έχει επισημάνει και ο Πουλαντζάς στο τελευταίο του βιβλίο (σελ. 169) «η χωρότητα και η ιστορικότητα κάθε εργατικής τάξης είναι μια παραλλαγή του δικού της έθνους, τόσο διότι είναι σφηνωμένες μέσα στη χωρική και στη χρονική μήτρα , όσο και διότι είναι συστατικό μέρος αυτού του έθνους ως συνιστώσα του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στην εργατική τάξη και στην αστική τάξη» β) η ταξική πάλη και ιδίως η πολιτική ταξική πάλη αναπτύσσεται κατ’ αρχήν σε έναν εθνικό κοινωνικό σχηματισμό και επιφέρει αποτελέσματα εντός αυτού. Το τελικό διεθνές άνοιγμα της ταξικής πάλης και η διαμόρφωση μιας διεθνούς συγκυρίας και ατζέντας της ταξικής πάλης με τη μορφή του ντόμινο ή αλλιώς δεν αναιρούν αυτή την πραγματικότητα. Επιπλέον, είναι αντιφατικό να αρνούμαστε την ύπαρξη μιας υπερεθνικής ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης (η «πολυεθνική ελίτ» του Τ. Φωτόπουλου) και να εναποθέτουμε ταυτόχρονα όλα τα καθήκοντα σε μια μυθική «διεθνή εργατική τάξη».

 

Το ηγεμονικό σχέδιο

 

Η εργατική τάξη, αν δεν θέλει να είναι απλώς μια « συνδικαλιστική τάξη», οφείλει να έχει ένα (αντι-) ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο για τον εθνικό κοινωνικό σχηματισμό. Ακόμη και σε συνθήκες ακραίας διεθνοποίησης του κεφαλαίου (τάση πάντως που μπορεί και να αντιστραφεί ), δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό το ιστορικό της καθήκον. Άρα, δεν μπορεί μόνο να αμύνεται κατά του κυρίαρχου σχεδίου – όσο και αν αυτή η άμυνα είναι πολύτιμη. Πρέπει να επεξεργασθεί ως σχέδιο μια στρατηγική κοινωνικών συμμαχιών και θεματικών, η οποία θα αποδιαρθρώνει τον αντίπαλο και θα ανοίγει το δρόμο στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από αυτήν («μεταβατικό πρόγραμμα», στη συνέχεια «πρόγραμμα της επαναστατικής κρίσης» κ.λπ.). Ακόμη και η «ανασύνθεση της ΕΕ» – αν και προσωπικά κλίνω πολύ περισσότερο προς την «έξοδο από την ευρωζώνη» – θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο σχέδιο, παρά τα προβλήματα που η ασυμμετρία και ασυγχρονία των αγώνων από χώρα σε χώρα αντικειμενικά προκαλούν. Όχι, όμως, η σκέτη «άμυνα» χωρίς σχέδιο. Άλλωστε, η σημαντική νίκη του κεφαλαίου στα τελευταία τριάντα χρόνια έγκειται ακριβώς στην αποδυνάμωση της συζήτησης για το εθνικό ηγεμονικό σχέδιο της εργασίας.

Επίσης, είναι αυτονόητο ότι αν έχεις τέτοιο σχέδιο δεν φοβάσαι να μιλήσεις και στο όνομα του «έθνους»: είναι φανερό ιδίως στις συνθήκες κρίσης (βλ. και 1941-1944 στην Ελλάδα) και όσο δεν μπαίνεις σε σχήματα «εθνικής ενότητας» ότι το δικό σου «έθνος» είναι ριζικά διαφορετικό από εκείνο της αστικής τάξης.

 

Έξοδος από το ευρώ: προς την εύρυθμη καπιταλιστική ανάπτυξη;

 

Δεν είναι καθόλου προφανές ότι μια πρόταση σε εθνική κλίμακα απεμπλοκής από το ευρώ πρέπει να καταλήγει σε σχέδια «καπιταλιστικής ανάπτυξης», σαν αυτά που μας έχει συνηθίσει η διαχειριστική Αριστερά. Ακόμη και παρά το γεγονός ότι μεταβατικά και με το καθαρότερο ακόμη σοσιαλιστικό σχέδιο ή σχέδιο εργατικού ελέγχου κάθε ανάπτυξη είναι ακόμη «καπιταλιστική», μια πρόταση εξόδου από την ευρωζώνη μπορεί κάλλιστα να συνιστά μια μεγάλη ρωγμή με την αστική εξουσία. Εφόσον κάτι τέτοιο γίνει με την πρωτοβουλία της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος και δεν είναι η λύση απελπισίας του αστισμού. Αλήθεια, μπορούμε να φανταστούμε το άνοιγμα μιας διαδικασίας ανατρεπτικής του καπιταλισμού με δεδομένο όλο το μηχανισμό της ευρωζώνης, την ΕΚΤ, το Συμβούλιο της ΕΕ και το Σύμφωνο Σταθερότητας; Γιατί, βεβαίως, το ευρώ δεν νοείται χωρίς αυτούς τους όρους και μηχανισμούς. Αν αυτοί κατέρρεαν, καμία κυρίαρχη δύναμη δεν θα ενδιαφερόταν για το ευρώ. Επιπλέον, ας θυμηθούμε ότι καμία επαναστατική διαδικασία δεν προχώρησε χωρίς να «σπάσει» το ιμπεριαλιστικό πλαίσιο όπου η χώρα ήταν προσδεδεμένη είτε ισότιμα είτε ανισότιμα. Ή πάντως απέτυχε και γιατί δεν μπορούσε να το «σπάσει». Η Ρωσία και η Αντάντ το 1917. Το ενδιαφέρον του ΝΑΤΟ για την έκρυθμη ιταλική συγκυρία στα 1970.

Άρα, το ζήτημα δεν είναι ακριβώς το αν το ευρώ έβλαψε ή ωφέλησε την καπιταλιστική ανάπτυξη – θα μπορούσαν να έχουν συμβεί με αντιφατικό τρόπο και τα δύο – αλλά το αν οι ειδικοί θεσμικοί μηχανισμοί του ευρώ είναι πρόσφοροι α) για την αντικαπιταλιστική διέξοδο από την κρίση ή και β) απλώς για μια φιλολαϊκή μεταρρύθμιση. Διότι η ιστορική τραγωδία του μεταφορντικού ευρωπαϊκού καπιταλισμού έγκειται ακριβώς στο ότι έχει οικοδομήσει την τελευταία εικοσαετία έναν τέτοιο θεσμικό μηχανισμό που φαίνεται να αποκλείει απολύτως ακόμη και γνήσιες εναλλακτικές σοσιαλδημοκρατικές λύσεις. Εκτός, αν πιστεύουμε, ότι η φύση του ευρώ στη σημερινή σκληρυμένη φάση του νεοφιλελευθερισμού είναι επίδικο πιέσεων, πολιτικών ανασυμφωνιών κ.λπ. προς τα Αριστερά. Εμείς, αντιθέτως, πιστεύουμε ότι η συζήτηση περί του Μνημονίου και της αντίστασης σε αυτό είναι άρρηκτα συνδεμένη με τους μηχανισμούς του ευρώ και του νεοφιλελεύθερου Συμφώνου Σταθερότητας και ότι αυτοί οι μηχανισμοί συνέβαλαν άλλωστε σημαντικά και στη δανειακή υπερχρέωση και αναξιοπιστία της Ελλάδας.

 

Η θεωρία του «αδύνατου κρίκου» – Στάλιν και Τρότσκι

 

Η θεωρία του «αδύνατου κρίκου» δεν είναι ενταγμένη στην πάγια σταλινική στρατηγική – αν και σε αυτήν συνέβαλε θεωρητικά ο Ι.Β. Στάλιν- αλλά αναγκαίο στοιχείο μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Η θεωρία αυτή πρεσβεύει ότι η συγκέντρωση αντιφάσεων οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών της διεθνούς συγκυρίας του καπιταλισμού σε μια ειδική καπιταλιστική χώρα και σε μια ορισμένη / ειδική συγκυρία οδηγεί αντικειμενικά και υποκειμενικά σε όρους επαναστατικής κατάστασης και κρίσης και σε έξοδο από την ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Ότι δεν υπάρχει μια γραμμική συγχρονία και συμμετρία των κοινωνικών αγώνων, η οποία θα οδηγούσε στη «γενική και διεθνή ανατροπή». Ρεύματα αναμφισβήτητα διεθνιστικά, που αναφέρονται στη «διαρκή επανάσταση», κατήγγειλαν τη λογική τής «αυτοοχύρωσης του σοσιαλισμού» από τον Στάλιν σε βάρος της διεθνούς επανάστασης και όχι τον «αδύνατο κρίκο». Ο Τρότσκι στη δεκαετία του ’30 κατέληγε πάντοτε σε αποφάνσεις για τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία και όχι σε ένα σχήμα «διεθνούς συγχώνευσης» της ταξικής πάλης και συνδύαζε ικανοποιητικά τη διεθνή συγκυρία με τις «εθνικές ανάγκες» κάθε κινήματος. Έψαχνε με αγωνία τον εκάστοτε «αδύνατο κρίκο» δυστυχώς ακόμη και εκεί που δεν υπήρχε (βλ. και Τ. Κλιφ «Τρότσκι 4 -όσο πιο σκοτεινή η νύχτα τόσο πιο φωτεινό το αστέρι», Αθήνα 2010).

Το «επαναστατικό» και το «ρεφορμιστικό»

 

Η θέση υπέρ της παραμονής στο ευρώ στην «αριστερή» της εκδοχή επιχειρηματολογεί υπέρ μιας κοινής πίεσης για μια Νέα Συνθήκη και μια Νέα Ευρωζώνη. Η θέση αυτή , ακόμη και όταν προβάλλεται ως υπερδιεθνιστική, έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα. Προϋποθέτει συνομιλητή και κοινωνικό συμβόλαιο εντός της καπιταλιστικής κυριαρχίας – εκτός και αν εννοεί ότι η Νέα Ευρωζώνη θα αντιστοιχεί στις Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης και στο κοινό σοσιαλιστικό νόμισμα. Με όρους σοβαρότητας, πιστεύουμε ότι δεν είναι αυτή η κυρίαρχη εκδοχή της συζήτησης. Η κυρίαρχη εκδοχή είναι η ώθηση προς ένα πιο φιλοκεϊνσιανό ευρωπαϊκό πλαίσιο (βλ. και Θ. Παρασκευόπουλο, στην «Εποχή» της 28/11/2010).

Μια νέα συμφωνία απαιτεί ενδιαφερόμενους παίκτες να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού. Ο βασικός παίκτης, η Γερμανία, προσανατολίζεται σαφώς τόσο στην ένταση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης κατά της εργασίας όσο και στην κατά το δυνατόν απεμπλοκή από υποχρεώσεις της και στυγνή πίεση πάνω στους πιο «αδύναμους» σχηματισμούς της ευρωζώνης. Πώς θα μπορούσαμε να τον πείσουμε να αλλάξει τους όρους της ευρωζώνης, όταν α) δεν ενδιαφέρεται και τόσο τραγικά για την πορεία της ευρωζώνης β) έχει ένα δυστυχώς αρκετά ισορροπημένο και πειθαρχημένο κοινωνικό τοπίο και γ) δεν θα μετείχε ούτως ή άλλως σε ένα αναθεωρημένο προς τα αριστερά Ευρωσύμφωνο;
Άρα, πού κατατείνει η πρόταση για μια νέα συμφωνία ευρωζώνης; Από τη μια πλευρά μάλλον κατατείνει στο κενό μέσα σε συνθήκες κατάρρευσης της ευρωζώνης.
Από την άλλη πλευρά καλλιεργεί όχι μια αναζωπύρωση των κοινωνικών αγώνων στην Ευρώπη, αλλά περισσότερο έναν «αττεντισμό» (όρος κριτικής του Όττο Μπάουερ για την πολιτική του Κάουτσκι πριν από το 1914), μια παθητική αναμονή εξελίξεων που θα έλθουν κυρίως από τα πάνω.

 

Το πλεονέκτημα των άμεσων και μεταβατικών πολιτικών αιτημάτων

 

Καμία ριζοσπαστική και πολύ περισσότερο επαναστατική ανατροπή δεν μπορεί να γίνει με απλή ιδεολογική παράθεση του επαναστατικού στόχου (ο οποίος πάντως είναι ο κομμουνισμός και όχι απλώς ο «σοσιαλισμός», δηλαδή η μετάβαση προς τον κομμουνισμό). Η σύνδεση των συγκεκριμένων αγώνων όχι μόνο με την άμυνα κατά του μνημονίου, αλλά και με επιθετικές πολιτικές, που, όμως, διαθέτουν το προσόν της σαφήνειας, της απτότητας και της αμεσότητας (όπως μπορεί να είναι μια αριστερή εκδοχή της «εξόδου από την ευρωζώνη») μπορεί να στρέψει τον διάχυτο πια στην Ελλάδα αντιμνημονιακό – αντιΕΕ λόγο και διάθεση, που εκφράσθηκε και με την ευρύτατη αποχή, προς μια αριστερή/ κινηματική κατεύθυνση και μάλιστα πιο συγκεκριμένη από τον στεγανό λόγο του «κόμματος-φρουρίου», του ΚΚΕ. Διαφορετικά, άλλες λύσεις συναινετικές ή και ακροδεξιές ακόμη καραδοκούν.

Ο κίνδυνος τελικά δεν είναι «ο σοσιαλισμός σε μια μόνη χώρα». Είναι η αποσύνδεση της «χώρας» (αυτής που μας ενδιαφέρει και όχι του συλλογικού κεφαλαιοκράτη) από τη ριζοσπαστική/σοσιαλιστική προοπτική.

 

ΠΗΓΗ: Δευτέρα, 20 Δεκεμβρίου 2010, ΕΠΟΧΗ, Το είδα: http://anasyn.wordpress.com/2010/12/21/%CE%BF-%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CF%89%CF%82-%CE%B1%CE%BC%CE%B7%CF%87%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1/

Ανάγκη πολιτικοποίησής των αγώνων

Η σημασία των αγώνων και η ανάγκη πολιτικοποίησής τους

 

Του Ρούντι Ρινάλντι


 

Σε ολόκληρη την χώρα απλώνονται μια σειρά από κινητοποιήσεις και αγώνες που επίκεντρο έχουν την ανέχεια και τη φτώχεια που φέρνει η μνημονιακή πολιτική, καθώς και η γενικότερη επιβολή αυταρχισμού στη δημόσια ζωή. Η εξάπλωση του κινήματος «Δεν πληρώνω», ο ξεσηκωμός των κατοίκων της Κερατέας για το ΧΥΤΑ, οι συνεχιζόμενες απεργίες στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (ΜΜΜ), η απεργία των γιατρών και η κατάληψη του υπουργείου Υγείας, οι κινητοποιήσεις των αγροτών είναι ορισμένες από τις εκδηλώσεις αυτού του φουντώματος.

Τα ιδιαίτερα στοιχεία των αγώνων είναι η μαζική συμμετοχή απλών ανθρώπων στο κίνημα «Δεν πληρώνω», η συνάντηση εργαζομένων διαφορετικών κλάδων μέσα στον αγώνα (π.χ. ο συντονισμός των σωματείων στα ΜΜΜ ή τα κοινά συνθήματα ανάμεσα σε γιατρούς και οδηγούς λεωφορείων στις πορείες), η γενική αποδοχή των αγώνων αυτών ως αναγκαίων και δίκαιων από την κοινωνία.

Οι αγώνες χτυπούν το καμπανάκι για πολλούς. Η μεν συνδικαλιστική γραφειοκρατία αναγκάζεται να προκηρύξει νέα γενική απεργία για τις 23/2, χωρίς να παίρνει καμιά χρήσιμη πρωτοβουλία, ενόσω στη Βουλή ψηφίζονται σωρηδόν τροπολογίες και ποινικοποιούνται οι αγώνες. Η δε κυβέρνηση οδηγείται σε πρωτοφανή μέτρα καταστολής και αυταρχισμού που θυμίζουν χούντα, για να συγκρατήσει τη λαϊκή οργή και τους αγώνες. Χτυπά αδίστακτα στην Κερατέα, απαγορεύει τις συγκεντρώσεις επιβάλλοντας στρατιωτικό νόμο στις Σέρρες, κάνει ασκήσεις στο στρατό (άσκηση Καλλίμαχος) για την αντιμετώπιση διαδηλωτών, που φωνάζουν «ελευθερία» και «ειρήνη», φέρνει απαράδεκτες ρυθμίσεις για να ποινικοποιήσει το κίνημα «Δεν πληρώνω».

Με μια έννοια, οι αγώνες είναι παρόντες στο γενικό πλαίσιο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Ωστόσο, η ανάγκη δεν είναι απλώς να εκδηλωθούν αγώνες και αντιστάσεις. Υπάρχει απαίτηση να πολιτικοποιηθούν οι αγώνες αυτοί, να συνδεθούν μεταξύ τους μέσα από εμφανείς κοινούς πολιτικούς στόχους, να απαιτηθεί αξιόπιστα και αποφασιστικά μια αλλαγή πορείας στην κατεύθυνση της πολιτικής, οικονομικής και οικονομικής διεξόδου. Οι αγώνες, το λαϊκό κίνημα, πρέπει να θέσουν ανοικτά και καθαρά την καταγγελία της κυβέρνησης και του Μνημονίου, να άρουν κάθε νομιμοποίηση προς αυτούς, ότι τάχα μπορούν να οδηγήσουν σε διέξοδο τη χώρα, αντίθετα να τους ονοματίσουν σαν βασικούς υπεύθυνους μιας χρεοκοπίας σε όλους τους τομείς. Μεθοδευμένη χρεοκοπία που βοήθησε την ντόπια ολιγαρχία να τσεπώσει και να φυγαδεύει 600 δισ. ευρώ (τεράστιο ποσό) στις ελβετικές τράπεζες. Ας αναλογιστούμε τις διάφορες Siemens, τα διάφορα πολυκλαδικά μονοπώλια, πόσα έχουν τσεπώσει και κερδίσει από τις μπίζνες τους στην Ελλάδα και την πιο επικερδή για αυτά καταστροφή του παραγωγικού της ιστού και θα έχουμε μια απλή εικόνα του πλιάτσικου που έχει στηθεί. Οι δανειστές της χώρας δεν τη βοηθούν να ορθοποδήσει, αλλά αντίθετα την δένουν χειροπόδαρα, επιβάλλοντας την πιο άγρια αφαίμαξη ζωντανών πόρων και πλουτοπαραγωγικού πλούτου.

Η πολιτικοποίηση των αγώνων και των κινημάτων δεν μπορεί να γίνει χωρίς ιδέες, συνθήματα, διεργασίες, κέρδισμα των φυσικών πρωτοποριών σε κάθε χώρο, χωρίς γενική ζύμωση και πρωτοβουλίες που να ενώνουν και να εκφράζονται από κοινά πλαίσια. Κι όμως, δεν είναι υπόθεση προβολής ενός πλαισίου και προσπάθειας καλουπώματος των αγώνων μέσα στο πλαίσιο αυτό. Ο «πλατφορμισμός» αυτός, που εκδηλώνεται και ως «καθαρότητα» βλέπει από μακριά και αφ’ υψηλού τη νέα διαθεσιμότητα και το ριζοσπαστισμό που αναπτύσσεται σε ένα τμήμα της κοινωνίας, δεν συγγενεύει με αυτόν, δεν του έχει εμπιστοσύνη.

Μια μεγάλη αντιπαράθεση θα ανοίξει, και γύρω από αυτήν κινούνται όλες οι πολιτικές που εκφράζουν κοινωνικές δυνάμεις και ταξικά συμφέροντα: Ποια κατεύθυνση και με ποια περιεχόμενα μπορεί να οδηγήσει σε μια πολιτική, κοινωνική, οικονομική διέξοδο για το λαό; Ποια τάξη, ποια κοινωνική συμμαχία, ποιο πολιτικό μπλοκ δυνάμεων μπορεί να το πραγματοποιήσει; Η αντιπαράθεση γύρω από αυτά τα επίδικα θα δημιουργήσει μία νέα συνείδηση στις φυσικές πρωτοπορίες και στον κόσμο που μετέχει των διεργασιών και των κινημάτων.

Τα θέματα έχουν ανοίξει και γενικευτεί. Οι «οικονομολόγοι» έδωσαν ένα ορισμένο υλικό, ο Μίκης Θεοδωράκης έθεσε ορισμένα σημαντικά ζητήματα, η αστική πλευρά συνεχίζει το βιολί της. Η Αριστερά μπορεί να υπάρξει, και να είναι σύγχρονη, μόνο μέσα από την απάντηση των γενικών ζητημάτων και όχι μέσα από την συστηματική αγνόησή τους, συνεπαρμένη από τον κοσμοπολίτικο δικαιωματικό ακτιβισμό.


Ρούντι Ρινάλντι

 

ΠΗΓΗ: Τρίτη, 15 Φεβρουάριος 2011, http://edromos.gr/index.php?option=com_k2&…..&Itemid=51

 

Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τον admin.

Επισημάνσεις για τη συνεισφορά του Τρότσκι

Μερικές επισημάνσεις για τη συνεισφορά του Τρότσκι

στην σκέψη και την δράση του επαναστατικού εργατικού κινήματος*

 

Του Δημήτρη Καζάκη


 

Ο Τρότσκι, η σκέψη και η δράση του, ανήκουν οργανικά στην λενινιστική κληρονομιά του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος. Ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές, αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες που μπορεί να επισημάνει κανείς ανάμεσα στον Τρότσκι και στον Λένιν.

* Εισήγηση στην παρουσίαση του 4ου τόμου της βιογραφίας του Τρότσκι από τον Τόνι Κλιφ, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, ΕΣΥΕΑ, 10/12/2010.

Και οι δυο τους, ο καθένας τους μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που έδρασε και αναδείχθηκε, συνθέτουν την διαλεκτική ενότητα της κληρονομιάς του μεγάλου Οχτώβρη και του κινήματος που άντλησε την καταγωγή του από αυτόν. Πρόκειται για μια κληρονομιά η οποία στις μέρες μας είναι επίκαιρη παρά ποτέ. Αρκεί να ξέρουμε πώς να την μελετήσουμε και πώς να διδαχθούμε από αυτή.

Το δυστύχημα με τον Τρότσκι, όπως και με τον Λένιν, ήταν ότι είχε πολύ περισσότερους οπαδούς από άξιους συνεχιστές και επιγόνους. Κι ο οπαδός, όπως πάντα, αυτό που θέλει και χρειάζεται είναι να προσκυνά ένα άγιο εικόνισμα, ένα ιδεατό σύμβολο. Έτσι συνέβη και με τον Τρότσκι. Πολλοί από τους οπαδούς του ούτε καν αντιλήφθηκαν ότι ο ίδιος ο Τρότσκι, ακόμη και την εποχή που ίδρυσε την λεγόμενη 4η Διεθνή, δεν θεμελίωσε ένα ξεχωριστό ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα, αλλά διεκδίκησε τη συνέχεια – άσχετα με το αν και κατά πόσο το κατάφερε – της λενινιστικής, μπολσεβίκικης γραμμής του κομμουνιστικού κινήματος. Με άλλα λόγια ο Τρότσκι δεν υπήρξε ποτέ τροτσκιστής, αλλά λενινιστής, μπολσεβίκος, κομμουνιστής. Και μ’ αυτή την έννοια η εμμονή ορισμένων ακόμη και σήμερα που οι παλιές ιστορικές διαμάχες στο πάλαι ποτέ κομμουνιστικό κίνημα έχουν ξεθωριάσει, να επιμένουν στον αυτοπροσδιορισμό τους ως τροτσκιστές λέει πολλά για την μεταφυσική, σχεδόν θεολογική προσέγγιση του ίδιου του Τρότσκι.

Αν και κατά τη γνώμη μου θα έλεγα ότι σε πολλές περιπτώσεις, πρόκειται για μια καθυστερημένη προσπάθεια να δικαιωθεί εκ των υστέρων μια πολιτική γραμμή, η οποία παρέμεινε στο περιθώριο του κινήματος όλη την περίοδο που αυτό βρισκόταν στα «πάνω του». Τώρα που το κομμουνιστικό κίνημα ηττήθηκε και διαλύθηκε, ή βιώνει με τον πιο ταπεινωτικό τρόπο την χρεοκοπία του, κάποιοι νιώθουν την ανάγκη να δικαιώσουν εκ των υστέρων ένα σύστημα ιδεολογίας και πρακτικής, που ελάχιστα κοινά είχε με τις απόψεις και τις θέσεις του ίδιου του Τρότσκι, αλλά και συνεισέφερε ελάχιστα, αν συνεισέφερε καθόλου, στο οργανωμένο κίνημα της εργατικής τάξης και στην επαναστατική πάλη των μαζών, την οποία δεν μπόρεσε ποτέ να εκφράσει, ούτε καν να κατανοήσει. Ιδίως στις πιο κρίσιμες στιγμές της, στις κορυφώσεις της. Δεν ξέρω βέβαια πόσο τιμά όσους επιχειρούν κάτι τέτοιο σήμερα, χωρίς να κάνουν τον κόπο να μας εξηγήσουν το γιατί δεν μπόρεσαν να εκφράσουν το κίνημα ούτε όταν βρισκόταν σε άνοδο, αλλά ούτε κι όταν βρέθηκε ηττημένο και αυτοί «δικαιωμένοι». Εκτός βέβαια κι αν για όλα φταίει πάντα ο κακός εχθρός και η άτιμη κοινωνία.

Έτσι αντί να κατανοηθεί στην ουσία της η «θεωρία της διαρκούς επανάστασης», που αν αξίζει κάτι αυτό έχει να κάνει με το πώς μια δημοκρατική επανάσταση συνδέεται οργανικά στην πορεία της με την σοσιαλιστική, ή διαφορετικά με το πώς η πάλη για τις δημοκρατικές διεκδικήσεις σήμερα ανοίγει τον δρόμο για την επαναστατική αλλαγή και τον σοσιαλισμό αύριο, ερμηνεύθηκε όχι σπάνια σαν μια θεωρία προσπεράσματος της πάλης για την κατάκτηση της δημοκρατίας, σαν μια συνταγή για το απευθείας πέρασμα στο σοσιαλισμό. Το ίδιο συνέβη επίσης και με την θεωρία για την «άνιση και συνδυασμένη ανάπτυξη» του παγκόσμιου καπιταλισμού, που στην καλύτερη περίπτωση η ταυτολογία του προφανούς υποκατέστησε την συγκεκριμένη ανάλυση των σχέσεων εκμετάλλευσης, εξάρτησης και υποδούλωσης που υπάρχουν ανάμεσα στις χώρες του ιμπεριαλισμού και στην πληθώρα των χωρών υπό καθεστώς υποτέλειας.

 

Ο ορθόδοξος μαρξισμός του Τρότσκι

 

Ο Τρότσκι σε όλο του το έργο ήταν και παρέμεινε ορθόδοξος μαρξιστής και μάλιστα πολύ περισσότερο από τον ίδιο τον Λένιν. Νομίζω ότι είχε απόλυτο δίκιο ο Α. Λουνατσάρσκι όταν έγραφε για τον Τρότσκι τα εξής: «Κατά τη γνώμη μου ο Τρότσκι είναι ασύγκριτα πιο ορθόδοξος από τον Λένιν, αν και πολλοί ίσως να βρουν κάτι τέτοιο πολύ παράξενο. Η πολιτική καριέρα του Τρότσκι υπήρξε κάπως βασανιστική: δεν ήταν ούτε Μενσεβίκος, ούτε και Μπολσεβίκος, αναζήτησε τη μέση οδό πριν το δικό του ρυάκι συγχωνευθεί με τον ποταμό των Μπολσεβίκων. Κι όμως ο Τρότσκι στη πραγματικότητα είχε πάντα σαν γνώμονα του, τους ακριβής κανόνες του επαναστατικού Μαρξισμού. Ο Λένιν είναι ταυτόχρονα δεσποτικός και δημιουργικός στο βασίλειο της πολιτικής σκέψης και έχει πολύ συχνά διαμορφώσει παντελώς καινούργιες γραμμές πολιτικής, που κατοπινά αποδείχτηκαν εξαιρετικά ικανές να οδηγούν σε αποτελέσματα. Ο Τρότσκι δεν χαρακτηρίζεται από μια τέτοια τόλμη της σκέψης: παίρνει τον επαναστατικό Μαρξισμό και βγάζει από αυτόν τα συμπεράσματα που είναι εφαρμόσιμα σε μια δοσμένη κατάσταση. Είναι όσο τολμηρός χρειάζεται να είναι όταν αντιπαρατίθεται με τον φιλελευθερισμό και τον μεσοβέζικο σοσιαλισμό, αλλά δεν είναι καινοτόμος.»[1]

Ο Λουνατσάρσκι μιλά για την ορθοδοξία της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, της οποίας οι κύριοι θεωρητικοί εκπρόσωποι, όσο ιδιοφυείς κι αν ήταν, είχαν μετατρέψει τον μαρξισμό σ’ ένα σύστημα έτοιμων συμπερασμάτων, σιδερένιων νομοτελειών, απ’ όπου το κίνημα αντλούσε κάθε φορά αυτό που χρειαζόταν. Ο Τρότσκι ήξερε πώς να πάρει αυτό που χρειαζόταν από την ιστορική παράδοση του μαρξισμού, ώστε να ερμηνεύσει τις μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία και την πολιτική που το εκπληκτικό επαναστατικό του ένστικτο αντιλαμβανόταν με αλάνθαστο τρόπο, αλλά ως εκεί. Απέδειξε στην πράξη ότι ήταν ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς που γέννησε από τα σπλάχνα του το επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης, αλλά δεν υπήρξε αντίστοιχα και μεγάλος θεωρητικός του. Φυσικά με μέτρο τον ίδιο τον Λένιν και τις άλλες πολύ μεγάλες φυσιογνωμίες που γνώρισε το κίνημα. Κι όχι βέβαια σε σύγκριση με όλους τους κατοπινούς άξεστους και ανεκδιήγητους γραφειοκράτες της κομματικής μετριότητας που κληρονόμησαν ελέω μηχανισμού το «αλάθητο» των μεγάλων δασκάλων.

Η αλήθεια αυτή φαίνεται και στο γεγονός ότι ο Τρότσκι ήταν από τους πρώτους που διαχωρίστηκε στον τρόπο που κατανοούσε εκείνη την εποχή η ιστορική σοσιαλδημοκρατία τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Ωστόσο, η κυριαρχία της επίσημης προσέγγισης των θεωρητικών ταγών της μαρξιστικής ορθοδοξίας ήταν τέτοια, που δεν άφησε τον Τρότσκι να βαθύνει στις διαφορές ανάμεσα στην «εθνική» οπτική της σοσιαλδημοκρατίας και την «διεθνική» οπτική του νέου επαναστατικού ρεύματος που γεννιόταν στα σπλάχνα της. Στην πραγματικότητα, η βασική συνεισφορά του Τρότσκι έμεινε ακριβώς σ’ αυτό, δηλαδή στο ότι ανακάλυψε ξανά τον καπιταλισμό ως παγκόσμιο σύστημα και απέρριψε την εθνοκεντρική λογική της ηγεσίας της σοσιαλδημοκρατίας. Επομένως, γι’ αυτόν ο ιμπεριαλισμός δεν ήταν απλά η επεκτατική πολιτική των ισχυρών κρατών, αλλά η κορύφωση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Κι έτσι, το να απαλλαγεί η εργατική τάξη από τον ιμπεριαλισμό σήμαινε ότι πρέπει να απαλλαγεί όχι μόνο από μια μορφή «εθνικού καπιταλισμού», αλλά από τον παγκόσμιο καπιταλισμό στο σύνολό του. Με άλλα λόγια, η μόνη απάντηση στον ιμπεριαλισμό, η μόνη διέξοδος από αυτόν, δεν ήταν άλλη από την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση.

Με αυτή την έννοια η άποψη του Λ. Τρότσκι, παρά το γεγονός ότι είχε αποβάλει την εθνοκεντρική οπτική της ηγετικής σοσιαλδημοκρατίας, διέφερε ουσιαστικά μόνο ως προς τα πολιτικά της συμπεράσματα από την κυρίαρχη σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση του ιμπεριαλισμού. Δεν μπόρεσε να βαθύνει στην ουσία της νέας περιόδου, στην ταυτότητα του ιμπεριαλισμού και του καπιταλιστικού μονοπωλίου, όπως επεχείρησε ο Μπουχάριν και φυσικά ολοκλήρωσε σε μεγάλο βαθμό ο Λένιν.

Ο Τρότσκι αντιλαμβανόταν τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο όχι ως οργανική εκδήλωση μιας νέας ποιοτικά ανώτερης φάσης μετεξέλιξης του παγκόσμιου καπιταλισμού, αλλά κυρίως ως κορύφωση μιας διαδικασίας καταστροφικής «υπέρβασης» του εθνικού κράτους, που είχε καταστεί πλέον αναγκαία από την ίδια την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ο Τρότσκι όριζε την εποχή του παγκόσμιου πολέμου ως εξής: «Οι παραγωγικές δυνάμεις που ο καπιταλισμός δημιούργησε, έχουν υπερβεί τα όρια του έθνους και του κράτους. Το εθνικό κράτος, η παρούσα πολιτική μορφή, είναι πολύ στενή για την εκμετάλλευση αυτών των παραγωγικών δυνάμεων. Επομένως, η φυσική τάση του οικονομικού μας συστήματος είναι η επιδίωξη να ξεπεραστούν τα κρατικά σύνορα. Ολόκληρος ο πλανήτης, η γη και η θάλασσα, η επιφάνεια, όπως και το υπέδαφος, έχουν μεταβληθεί σ’ ένα οικονομικό εργαστήριο, όπου τα ξεχωριστά μέρη συνδέονται αδιάρρηκτα μεταξύ τους. Αυτό το έργο κατορθώθηκε από τον καπιταλισμό. Όμως, στην προσπάθειά τους να επιτευχθεί αυτό, τα καπιταλιστικά κράτη κατέληξαν σε μια πάλη για την υποταγή του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος στα κερδοσκοπικά συμφέροντα της αστικής τάξης κάθε ξεχωριστής χώρας. Αυτό που η πολιτική του ιμπεριαλισμού έχει αποδείξει περισσότερο από κάθε τι άλλο, είναι ότι το παλιό εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε στις επαναστάσεις και τους πολέμους του 1789-1815, 1848-1859, 1864-1866 και 1870 έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο και τώρα αποτελεί ένα αφόρητο εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη.» [2]

Η άποψη αυτή που έβλεπε στη νέα εποχή του ιμπεριαλισμού και του παγκόσμιου πολέμου τη μετατόπιση του «ειδικού βάρους» της ιστορικής εξέλιξης από την «εθνική οικονομία», το εθνικό κράτος, στην παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου, αντικατόπτριζε περισσότερο τις βαθύτερες πολιτικές ανάγκες μετεξέλιξης των φορέων της, την ίδια στιγμή που η θεωρητική εμβάθυνση στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα παρέμενε αιχμάλωτη των ανελαστικών παραδοσιακών σχημάτων της μαρξιστικής ορθοδοξίας. Έτσι πολλοί ήταν εκείνοι, ακόμη και από τους πιο προικισμένους, που στην προσπάθειά τους να διαφοροποιηθούν πολιτικά από την παλιά «εθνικο-κρατική» οπτική της ηγετικής σοσιαλδημοκρατίας – η οποία όλο και περισσότερο ανέδυε τη δυσοσμία της καθολικής παραίτησης από τα ταξικά καθήκοντα και της ανοιχτής προσχώρησης στην ιμπεριαλιστική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων – έβρισκαν πιο απλή την αντιστροφή των παραδοσιακών σχημάτων της καθιερωμένης μαρξιστικής ορθοδοξίας της εποχής τους.

Από τις κυρίαρχες ιδέες που είχαν αλυσοδέσει τη συνείδηση του κινήματος την εποχή της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, δεν είχαν απαλλαγεί οι θεωρητικές αναλύσεις ακόμη και κορυφαίων προσωπικοτήτων των διεθνιστών επαναστατών, όπως ήταν ο Λ. Τρότσκι. Απλά προσπαθούσε να κατανοήσει τη νέα ιστορική κατάσταση, τα νέα καθήκοντα, που το ιδιαίτερα οξύ ταξικό και πολιτικό του αισθητήριο αντιλαμβανόταν, αντλώντας θεωρητικό υλικό και επιχειρήματα από την κατεστημένη ιδεολογική συγκρότηση του κινήματος. Εδώ βρίσκεται και η θεμελιώδης διαφορά της οπτικής του Τρότσκι με εκείνη του Λένιν και της δικής του ανάλυσης του ιμπεριαλισμού, η οποία πήγαινε πολύ πιο πέρα και πολύ πιο βαθιά από την απλή διαπίστωση της «άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης» που όπως κι αν την αντιλαμβάνεται κανείς χαρακτήριζε τον παγκόσμιο καπιταλισμό εξαρχής, από τη γέννησή του. Κι επομένως δεν μπορεί με κανένα τρόπο να εξηγήσει την νέα εποχή.

 

Η μεγάλη στροφή στην θεωρία

 

Ωστόσο δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι ο Τρότσκι ήταν από τους πρώτους που έσπασαν τα κυρίαρχα θέσφατα της κατεστημένης μαρξιστικής ορθοδοξίας σχετικά με τον τρόπο που αυτή κατανοούσε τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Μέχρι τότε η κυρίαρχη λογική της σοσιαλδημοκρατίας έβλεπε την παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου σαν ένα άθροισμα εθνικών οικονομιών σε διαδικασία «αλληλεξάρτησης», κυρίως εμπορικής, ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων κάθε χώρας. Στην πράξη έβλεπαν οικονομίες ίδιου τύπου, όπου το επίπεδό τους διαφοροποιόταν ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες γέννησης του καπιταλισμού σε κάθε συγκεκριμένη χώρα και «εισόδου» της στην παγκόσμια οικονομία. Από εκεί και πέρα ο ιστορικός δρόμος και τρόπος ανάπτυξης του καπιταλισμού που ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει κάθε χώρα ήταν πανομοιότυπος με όλους τους άλλους και κυρίως με εκείνον που ακολούθησαν οι πιο ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού.

Γι’ αυτό και ο μόνος διαχωρισμός που αναγνώριζε επίσημα η σοσιαλδημοκρατία της εποχής εκείνης ανάμεσα στις χώρες του παγκόσμιου καπιταλισμού ήταν ανάλογα με το επίπεδο και τον τύπο των παραγωγικών δυνάμεων που κυριαρχούσαν σ’ αυτές. Έτσι κάποιες από αυτές ήταν πρωτίστως βιομηχανικές και άλλες πρωτίστως αγροτικές. Όμως κι αυτός ο διαχωρισμός ήταν προσωρινός, μιας και το τράβηγμα μιας χώρας στην παγκόσμια οικονομία την έσπρωχνε αναγκαστικά σε μια καπιταλιστική ανάπτυξη «κατ’ εικόνα και ομοίωση» των ήδη ανεπτυγμένων χωρών. Η θεωρία αυτή την συναντάμε ακόμη και σήμερα μέσα από τη λογική του «εθνικού κοινωνικού σχηματισμού», να διεκδικεί τα εχέγγυα του πιο συνεπούς και μάλιστα επαναστατικού μαρξισμού ισχυριζόμενη ότι η παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού δεν είναι παρά ένα άθροισμα εθνικών μερών του ίδιου τύπου υπό καθεστώς αλληλεξάρτησης. [3]

Η άποψη αυτή, πέρα από το γεγονός ότι δεν ήταν η άποψη του Μαρξ, μιας και κατάγεται ουσιαστικά από την αντίληψη του μερκαντιλισμού για την εθνική οικονομία, ήταν αδύνατο να κατανοήσει την αποικιοκρατία παρά μόνο ως ένα λογικό και προοδευτικό φαινόμενο επέκτασης των ανώτερων παραγωγικών δυνάμεων που διέθεταν οι ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού. Έτσι, οι ηγεσίες της σοσιαλδημοκρατίας δεν έβλεπαν τίποτε κακό στην αποικιοκρατική εξόρμηση των μεγάλων δυνάμεων του καπιταλισμού, πέρα από το αναγκαστικό, βίαιο τράβηγμα των καθυστερημένων πληθυσμών και περιοχών του πλανήτη στην τροχιά της παγκόσμιας οικονομίας. Γι’ αυτούς ήταν ένα αναγκαίο ξύπνημα στον σύγχρονο πολιτισμό των βαρβάρων αυτού του πλανήτη και ως εκ τούτου η μόνη διαφωνία τους με την αποικιοκρατική πολιτική των κυρίαρχων δυνάμεων επικεντρωνόταν στις απάνθρωπες μεθόδους που αυτές χρησιμοποιούσαν. Ολόκληρη αυτή η λογική αποτυπώθηκε στις συζητήσεις και τις αποφάσεις του Παγκόσμιου Συνεδρίου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στην Στουτγκάρδη το 1907, όπου για πρώτη φορά η διεθνής σοσιαλδημοκρατία διασπάστηκε γύρω από το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Η μάχη τα κατοπινά χρόνια γύρω από τον τρόπο κατανόησης του ιμπεριαλισμού και της παγκόσμιας οικονομίας, έκρινε όχι μόνο την τύχη της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και την έκβαση των επαναστατικών αναμετρήσεων του κινήματος διεθνώς.

Ο Τρότσκι είχε εντελώς διαφορετική γνώμη: «Είναι λάθος να νομίζει κανείς ότι η παγκόσμια οικονομία είναι ένα σύνολο από εθνικά μέρη ίδιου τύπου. Είναι λάθος να νομίζει κανείς ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι απλά συμπληρωματικά στα γενικά χαρακτηριστικά, όπως οι κρεατοελιές πάνω σ’ ένα πρόσωπο. Στην πραγματικότητα, οι εθνικές ιδιαιτερότητες αντιπροσωπεύουν έναν πρωτότυπο συνδυασμό των βασικών γνωρισμάτων της παγκόσμιας διαδικασίας.»[4] Με αυτόν τον τρόπο ο Τρότσκι επανατοποθέτησε το ζήτημα της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού στην ορθή του βάση, δηλαδή στη βάση που το είχε τοποθετήσει και ο Μαρξ. Όμως δεν κατόρθωσε να κατανοήσει ότι οι ανισότητες και οι ιστορικές καθυστερήσεις ανάμεσα στις διαφορετικές χώρες, όχι μόνο δεν έπαψαν να αναπαράγονται μέσα στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά άρχισαν να διευρύνονται στο έδαφος του καπιταλιστικού μονοπωλίου και της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης των εξαρτημένων χωρών. Ο ιμπεριαλισμός και το μονοπώλιο μετασχηματίζουν όλες τις χώρες κατά το πρότυπό τους, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουν τις αποστάσεις ανάμεσά τους, οδηγούν αναγκαστικά σε μια όλο και πιο οξεία πόλωση. Μόνο έτσι μπορεί το καπιταλιστικό μονοπώλιο να αντλήσει υπερκέρδη από την παγκόσμια οικονομία.

 

Η άποψη του Μαρξ για τον παγκόσμιο καπιταλισμό

 

Για τον Μαρξ, η παγκόσμια αγορά, η παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού, δεν είναι ένα απλό άθροισμα, μια συνηθισμένη εμπορική αλληλεξάρτηση των «εθνικών οικονομιών», ή κάποιων «εθνικών καπιταλισμών». Οικονομικό υποκείμενο της παγκόσμιας αγοράς δεν ήταν τα έθνη, τα «έθνη-κράτη», ή οι «εθνικές οικονομίες», αλλά αυτό καθαυτό το κεφάλαιο. Αντίθετα, τα έθνη, οι εθνικές οικονομίες και οι εθνικές ιδιαιτερότητες των διαφόρων κρατών, αποτελούσαν και εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο ανελέητης εκμετάλλευσης, πολύτιμο εξάρτημα του παγκόσμιου κυνηγητού για «πρόσθετο κέρδος», που χαρακτηρίζει τον επεκτατισμό του κεφαλαίου από την εποχή της εμφάνισής του έως σήμερα.

Η διαδικασία της συσσώρευσης κεφαλαίου δεν μπορεί να περιοριστεί από κανένα φυσικό, κοινωνικό, οικονομικό και εθνικό όριο. Για το κεφάλαιο όλα τα όρια, μαζί και τα σύνορα των εθνικών κρατών, των «εθνικών οικονομιών», είναι μόνο εξωτερικά, προσωρινά, ιστορικώς παροδικά, τυχαία εμπόδια, που πρέπει να ξεπεραστούν. Γι’ αυτό και το κεφάλαιο και κατά συνέπεια ολόκληρος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, είναι αδιανόητος, είναι αδύνατον να υπάρξει δίχως την παγκόσμια αγορά. «Η τάση δημιουργίας – τόνιζε ο Μαρξ – της παγκόσμιας αγοράς ενυπάρχει απευθείας στην ίδια την έννοια του κεφαλαίου. Κάθε όριο εμφανίζεται ως εμπόδιο, το οποίο οφείλει να ξεπεραστεί[5] Ο Μαρξ μιλά για μια παγκόσμια αγορά που δεν αποτελεί μια απλή «προέκταση», ούτε μια απλή αλληλεξάρτηση εθνικών οικονομιών, αλλά για απόσπαση του εθνικού εδάφους κάτω από τα πόδια του κεφαλαίου, της παραγωγής και του εμπορίου. ΜΕ αυτήν την έννοια η παγκόσμια αγορά σαν προνομιακό πεδίο δράσης του κεφαλαίου γίνεται αδυσώπητος «πολιορκητικός κριός» ενάντια στις εθνικές οικονομίες.

Έτσι, για τον Μαρξ το πραγματικό περιεχόμενο της «αλληλεξάρτησης των εθνών», που φέρνει στο ιστορικό προσκήνιο ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, είναι μια ανελέητη διαδικασία απαλλοτρίωσής τους από την παγκόσμια αγορά, με όρους που καθορίζονται πρωταρχικά, όχι από «ιστορικές ιδιαιτερότητες και καταγωγές», αλλά από τον κεφαλαιοκρατικό ανταγωνισμό και τις συγκρούσεις σε διεθνές επίπεδο για μερίδια αγοράς, εμπορικά και παραγωγικά «συγκριτικά πλεονεκτήματα» και προπάντων για σφαίρες τοποθέτησης κεφαλαίων. Γι’ αυτό και ήταν ο πρώτος που μπόρεσε να εξιχνιάσει το μυστικό των «εθνικών ανταγωνισμών», αναζητώντας το όχι στους όρους «εθνικής ανάπτυξης» κάθε κράτους, όπως έκαναν πολλοί πριν και μετά από αυτόν, αλλά πρωταρχικά στις αδήριτες αναγκαιότητες και τις αντιθέσεις διεθνοποίησης του κεφαλαίου.

Τι είναι, όμως, εκείνο που ωθεί ακατάπαυστα το κεφάλαιο να επεκτείνεται, να διεθνοποιείται και να καθολικοποιεί τους ιστορικούς όρους της συσσώρευσής του μέσα από την παγκόσμια αγορά; Η απάντηση που έδιναν παραδοσιακά οι οικονομικοί στοχαστές, εντοπιζόταν στη δυνατότητα μιας «εθνικής οικονομίας» να παράγει «περίσσευμα» αγαθών γενικά, ή ειδικά εκείνων που με όρους αγοράς διέθετε «συγκριτικό πλεονέκτημα» απέναντι στις υπόλοιπες. Γι’ αυτό και επέμεναν να αντιμετωπίζουν τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις πρωταρχικά και κυρίως στο επίπεδο της ανταλλαγής με τη μορφή του εξωτερικού εμπορίου και κατ’ επέκταση αντιλαμβάνονταν ως βάση της παγκόσμιας αγοράς, τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές.    

Για τον Μαρξ, αντίθετα, κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας αγοράς και συνολικά της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού, δεν ήταν το εμπόριο, αλλά η εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό. Αυτή η οργανική ανάγκη για εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό – με όλες τις μορφές του, χρηματική και εμπορευματική – δεν γίνεται γιατί τα κεφάλαια αυτά γενικά «περισσεύουν» από την εγχώρια αγορά, αλλά γιατί μπορούν να εξασφαλιστούν μεγαλύτερα ποσοστά κέρδους αλλού, σ’ άλλες χώρες, σ’ άλλες αγορές. «Αν στέλνεται κεφάλαιο στο εξωτερικό – έλεγε ο Μαρξ – αυτό γίνεται όχι γιατί δεν θα μπορούσε απολύτως καθόλου να χρησιμοποιηθεί στο εσωτερικό. Αυτό γίνεται γιατί μπορεί να απασχοληθεί στο εξωτερικό με μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους [6]

Το κυνήγι αυτού του μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους είναι που οι έως τότε κλασσικοί οικονομολόγοι θεωρούσαν ότι μπορεί να γίνει μόνο μέσα από ανισότιμες ανταλλαγές, μέσα από δυσμενείς εμπορικούς όρους με τις πιο φτωχές χώρες. Κι ως εκ τούτου αργά η γρήγορα η αγορά – απελευθερωμένη από τις «στρεβλώσεις» της – θα μπορούσε να επαναφέρει την ισορροπία. Αντίθετα, για τον Μαρξ αυτό το πρόσθετο κέρδος μπορεί να το καρπωθεί η πλούσια χώρα, ακόμη κι όταν η φτωχή δεν χάνει, αλλά κερδίζει από τις εμπορικές της δοσοληψίες: «Κέρδος μπορεί να βγει και με την απάτη, με το ότι ο ένας κερδίζει τόσα όσα χάνει ο άλλος. Η ζημιά και το κέρδος εξισώνονται στα πλαίσια μιας χώρας. Δεν γίνεται το ίδιο ανάμεσα σε διάφορες χώρες. Ακόμα και σύμφωνα με την θεωρία του Ρικάρντο… μπορούν 3 ημέρες εργασίας μιας χώρας να ανταλλαχθούν με μια ημέρα εργασίας μιας άλλης χώρας. Ο νόμος της αξίας υφίσταται εδώ ουσιαστική τροποποίηση… Στην περίπτωση αυτή η πλουσιότερη χώρα εκμεταλλεύεται τη φτωχότερη, ακόμη κι όταν η δεύτερη χώρα κερδίζει από την ανταλλαγή…»[7]

Ο Μαρξ, λοιπόν, θεωρούσε ότι με την καθολικοποίηση των όρων συσσώρευσης του κεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά, η εκμετάλλευση μιας φτωχής από μια πλούσια χώρα, μπορεί να υπάρξει ακόμη και στην περίπτωση που υπάρχουν τυπικά και εμπορικά ισότιμες ανταλλαγές. Κι αυτό συμβαίνει γιατί το μονοπώλιο του κεφαλαίου μεταφράζεται πάντα σε μονοπώλιο των πιο ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων, της υψηλότερης παραγωγικότητας. Μάλιστα εκτιμούσε ότι ακριβώς επειδή το κεφάλαιο τείνει στην επιδίωξη όλο και μεγαλύτερου πρόσθετου κέρδους με βάση την μονοπώληση των πιο ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων, τη μονοπώληση της υψηλότερης παραγωγικότητας, χρειάζεται όλο και μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης και διευρυμένης αναπαραγωγής διεθνώς, χωρίς τα τεχνητά όρια που θέτουν τα αποικιακά προνόμια και τα εθνικά σύνορα. Γι’ αυτό και προέβλεπε ότι θα φτάσει η στιγμή που ο ίδιος ο καπιταλισμός θα κάνει αναγκαία την εξαφάνιση των αποικιών. Πράγμα που συνέβη, αλλά πολύ αργότερα και με αρκετά πιο διαφορετικούς όρους, από ότι προέβλεπε ο Μαρξ.

Επομένως, η εκμετάλλευση μιας χώρας από μια άλλη – και άρα της οικονομικής εξάρτησης των φτωχών από μια χούφτα πλούσιων χωρών – είναι εσωτερικό οργανικό στοιχείο της ανάπτυξης της παγκόσμιας αγοράς του κεφαλαίου από την εποχή ακόμη του «ελεύθερου ανταγωνισμού». Το κυνήγι του πρόσθετου κέρδους στην παγκόσμια αγορά ήταν εκείνο που, από τη μια, μετέτρεπε ακόμη και «πολιτισμένα έθνη» σε αντικείμενο ανελέητης εκμετάλλευσης, από εκείνα που κατείχαν το μονοπώλιο της πιο προηγμένης παραγωγής και, από την άλλη, πυροδοτούσε τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε κεφάλαια και κράτη για να αποκτήσουν τα δικά τους «συγκριτικά πλεονεκτήματα», που θα τους επιτρέψουν την απόσπαση πρόσθετου κέρδους από την εκμετάλλευση των ανταγωνιστών τους στην παγκόσμια αγορά, όπως και των λιγότερο ανεπτυγμένων, ή καθυστερημένων εθνών.

Επομένως, η παγκόσμια αγορά, η παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου δεν είναι μόνο προνομιακό πεδίο διεθνοποίησης των εσωτερικών νομοτελειών του καπιταλισμού, αλλά και «τροποποίησής» τους, έτσι ώστε η ανισομέρεια και η απόκλιση ανάμεσα στα επίπεδα χωρών και περιοχών, να προσφέρουν ικανά περιθώρια «πρόσθετου κέρδους» και διαρκώς νέες δυνατότητες εξαγωγής κεφαλαίου. Έτσι, στο έδαφος της παγκόσμιας αγοράς, το κεφάλαιο δεν απορροφά μόνο, ούτε μεταπλάθει απλά «κατ’ εικόνα» του το σύνολο του πλανήτη, αλλά ταυτόχρονα αναπαράγει την ιστορική καθυστέρηση και οπισθοδρόμηση στο εσωτερικό των περισσοτέρων χωρών, που με καταναγκαστικό τρόπο τραβά στην τροχιά της παγκόσμιας οικονομίας.

Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να μιλάμε, ιδίως την εποχή του ιμπεριαλισμού, για αλληλεξάρτηση αν δεν τονίζουμε ταυτόχρονα όχι μόνο την ανισότητα και την ανισομέρεια, αλλά και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, εκμετάλλευση, υποταγή και υποτέλεια της πλειοψηφίας των λιγότερων ανεπτυγμένων χωρών από τις κυρίαρχες δυνάμεις του ιμπεριαλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να «δεθούν» οι χώρες αναμεταξύ τους μέσα στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλισμού. Κι αν δεν είμαστε αιχμάλωτοι μιας τυπικής αστικής ή μικροαστικής ερμηνείας του ιμπεριαλισμού, που παραδοσιακά τον αντιλαμβάνεται μόνο ή κυρίαρχα στο επίπεδο της στρατιωτικοπολιτικής ισχύος και κατάκτησης, τότε οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε την ιμπεριαλιστική υποταγή και υποτέλεια πρώτα και κύρια με οικονομικούς όρους, με όρους επικυριαρχίας των παγκόσμιων αγορών, των υπερεθνικών μονοπωλίων και κεφαλαίων και φυσικά των οργάνων τους διεθνώς, όπως είναι το Δ.Ν.Τ. και η Ε.Ε.

Αυτό όπως είναι φυσικό μας αναγκάζει να διαχωρίζουμε τις εκμεταλλεύτριες από τι εκμεταλλευόμενες χώρες, να προσεγγίζουμε διαφορετικά το πρόβλημα της επανάστασης και της προετοιμασίας της σε μια ιμπεριαλιστική και σε μια εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό χώρα. Στην δεύτερη περίπτωση το εθνικοαπελευθερωτικό ζήτημα είναι στενά δεμένο με το ταξικό. Με άλλα λόγια το ταξικό ζήτημα δεν μπορεί να τεθεί – τουλάχιστον στην αρχή – ξεχωριστά από το εθνικοαπελευθερωτικό ζήτημα. Και ζήτημα εθνικής απελευθέρωσης δεν τίθεται μόνο υπό καθεστώς στρατιωτικοπολιτικής κατοχής, αλλά κάθε φορά που ο ιμπεριαλιστικός ζυγός γίνεται αφόρητος για τον λαό μιας εκμεταλλευόμενης χώρας. Όπως συμβαίνει σήμερα με την Ελλάδα. Μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση το εθνικοαπελευθερωτικό ζήτημα δεν είναι υπόθεση της αστικής τάξης, αλλά κατεξοχήν της ίδιας της εργατικής τάξης, που πρέπει να το σηκώσει, να το αναδείξει και να συσπειρώσει γύρω της τα υπόλοιπα καταπιεσμένα τμήματα του έθνους της έτσι ώστε να αποδείξει αυτό που ο ίδιος ο Τρότσκι έλεγε: «Η διαρκής επανάσταση δεν είναι ένα ‘άλμα’ για το προλεταριάτο, αλλά η ανοικοδόμηση του έθνους κάτω από την ηγεσία του προλεταριάτου.» [8]

Αλήθεια, τι σημαίνει αυτή η αποστροφή του Τρότσκι, την οποία είχε αφιερώσει σε όλους εκείνους που τον κατηγορούσαν ότι με τη «διαρκή επανάσταση» προσπαθούσε να αποφύγει, να «υπερπηδήσει» τις δημοκρατικές διεκδικήσεις του προλεταριάτου στο όνομα του σοσιαλισμού; Μήπως σημαίνει ότι το προλεταριάτο δεν πρέπει να αναδείξει στην πάλη του για το σοσιαλισμό όλα εκείνα τα ενδιάμεσα και μεταβατικά αιτήματα που του χρειάζονται για να αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη του έθνους; Για το ακριβώς αντίθετο μιλούσε ο Τρότσκι. Όπως άλλωστε έκανε ανέκαθεν κάθε αληθινός μαρξιστής, λενινιστής, κομμουνιστής.

Ο ίδιος ο Τρότσκι με αφορμή τον Σινο-Ιαπωνικό πόλεμο είχε γράψει σε όλους εκείνους που δεν αποδέχονταν τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα του αγώνα ενός λαού και κατηγορούσαν ως “σοσιαλπατριώτες” όσους επαναστάτες καλούσαν το προλεταριάτο να σηκώσει τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας, τα εξής: «Δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ όλους του πολέμους με τον ίδιο τρόπο. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς υποστήριξαν την επαναστατική πάλη των Ιρλανδών εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας, των Πολωνών εναντίον του τσάρου, παρά το γεγονός ότι σ’ αυτούς τους δύο εθνικούς πολέμους οι ηγέτες ήταν, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους, μέλη της αστικής τάξης και σε ορισμένες περιπτώσεις της φεουδαρχικής αριστοκρατίας… σε κάθε περίπτωση, αντιδραστικοί καθολικοί. Όταν ο Αμπέλ Καρίμ εξεγέρθηκε εναντίον της Γαλλίας, οι δημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες μίλησαν με μίσος για τον αγώνα του «βάρβαρου τύραννου» εναντίον της «δημοκρατίας». Το κόμμα του Λέοντα Μπλουμ υποστήριξε αυτή την άποψη. Όμως εμείς, οι Μαρξιστές και Μπολσεβίκοι θεωρήσαμε την πάλη των ανθρώπων του Ριφ ενάντια στην επικυριαρχία του ιμπεριαλισμού ως έναν προοδευτικό πόλεμο. Ο Λένιν έγραψε εκατοντάδες σελίδες αποδεικνύοντας την πρωταρχική σημασία του να ξεχωρίζει κανείς ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά έθνη και στα έθνη των αποικιών ή ημιαποικιών που συνιστούν την πλειοψηφία της ανθρωπότητας. Το να μιλά κανείς για «επαναστατικό ντεφετισμό» γενικά, χωρίς να διακρίνει ανάμεσα σε χώρες εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενες, είναι σαν να μετατρέπει τον Μπολσεβικισμό σε μια άθλια καρικατούρα και να θέτει αυτή την καρικατούρα στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστών.» [9]

Το ίδιο ισχύει σήμερα και για την Ελλάδα. Το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας της, της εθνικής ανεξαρτησίας της, τίθεται εκ των πραγμάτων από το καθεστώς κατοχής που έχει θεσμοθετήσει το Δ.Ν.Τ. και η Ε.Ε.. Το καινούργιο στοιχείο που υπάρχει είναι ότι το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να το σηκώσει σήμερα η αστική τάξη, η οποία ένα κομμάτι της έχει ταυτιστεί με καθεστώς κατοχής, ενώ ένα άλλο κομμάτι της – ιδίως το μη μονοπωλιακό – διαλύεται μαζί με την αποσύνθεση της εσωτερικής αγοράς. Η μόνη δύναμη που μπορεί και οφείλει να το αναδείξει ως κυρίαρχο ζήτημα είναι η εργατική τάξη. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να συσπειρώσει γύρω της και όλα τα άλλα κοινωνικά στρώματα του λαού και να θέσει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα εξουσίας. Χωρίς να αναδείξει το ζήτημα εθνικής απελευθέρωσης από την σύγχρονη ιμπεριαλιστική κατοχή, δεν είναι σε θέση να θέσει ή να αναδείξει το ταξικό της ζήτημα. Χωρίς να ηγηθεί της σωτηρίας της χώρας, της ανόρθωσης του έθνους, της κατάχτησης της εθνικής ανεξαρτησίας δεν μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την δική της εξουσία. Το να αγνοούν αυτό το γεγονός σήμερα ορισμένοι στην κατάσταση που βρίσκεται η Ελλάδα, υπερασπιζόμενοι υποτίθεται την καθαρότητα των ταξικών στόχων του κινήματος, τότε να με συγχωρείτε αλλά ισχύει αυτό που σε μια ανάλογη περίπτωση είχε πει με τον δικό του πολύ ιδιαίτερο τρόπο ο ίδιος ο Τρότσκι:

«Εδώ πρόκειται είτε για πραγματικούς προδότες, είτε για παντελώς ηλίθιους. Όμως η ηλιθιότητα, ανεβασμένη σ’ αυτό το επίπεδο, ισοδυναμεί με προδοσία.» [10]

 

10/12/2010, Δημήτρης Καζάκης

 

Παραπομπές

 

[1] A. V. Lunacharsky, Revolutionary Silhouettes, New York: Hill and Wang, 1968, σ. 66-67.

[2] Leon Trotzky, The Bolsheviki and World Peace, New York: Boni & Liveright, 1918, σ. 20-21.

[3] Αν και σήμερα αυτή η παλιά σοσιαλδημοκρατική διαστροφή του μαρξισμού κυριαρχεί στην ιδεολογία της λεγόμενης αντικαπιταλιστικής αριστεράς, συμπεριλαμβανομένης και της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο πιο συνεπής εκπρόσωπός της στην χώρα μας είναι ο Γ. Μηλιός, ο οποίος αποδίδει στον Μαρξ την άποψη ότι «συνέδεε πάντοτε την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με το εθνικό κράτος» και κατανοούσε την παγκόσμια οικονομία μόνο στο επίπεδο της «αλληλεξάρτησης» των «εθνικών οικονομιών» (Βλέπε χαρακτηριστικά Γ. Μηλιός, Θεωρίες για τον Παγκόσμιο Καπιταλισμό. Αθήνα: Κριτική, 1997, σ. 20, κ. ά.)

[4] L. Trotsky, Permanent Revolution, Calcutta: Gupta Rahman & Gupta, 1947, σ. 4.

[5] Κ. Μαρξ, Grundrisse. K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 28. Moscow: Progress Publishers, 1986, σ. 335

[6] Κ. Μάρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή,1978, σ. 324.

[7] Κ. Μαρξ, Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος τρίτο. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1985, σ. 120.

[8] L. Trotsky, Permanent Revolution, Calcutta, Gupta Rahman & Gupta, 1947, σ. 58.

[9] L. Trotsky, On the SinoJapanese War, International Bulletin, Organizing Committee for the Socialist Party Convention (New York), no. 1, October 1937.

[10]  Στο ίδιο.

Νίκος Τεμπονέρας: 20 χρόνια μετά

Νίκος Τεμπονέρας: 20 χρόνια μετά

 

Του Μιχάλη Βασιλάκη* (Ομιλία)


 

Συναγωνιστές, φίλοι και σύντροφοι

Θέλω κατ΄ αρχήν να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μας στην ΟΛΜΕ-ΔΟΕ, τους φοιτητές και σπουδαστές που μας παραχώρησαν βήμα χαιρετισμού σ’ αυτή  την αγωνιστική συγκέντρωση. Αυτές οι ευχαριστίες δεν έχουν να κάνουν με κάποια τυπική ευγένεια, αλλά με ουσιαστικούς πολιτικούς λόγους.

Γιατί αποδείχνεται πως μπορεί να υπάρχει δημιουργική επικοινωνία ανάμεσα σε κοινωνικές μαζικές συλλογικότητες και πολιτικές συλλογικότητες, ανεξάρτητα από διαφορές απόψεων, αντιθέσεων ακόμη και συγκρούσεων. Γιατί επιβεβαιώνεται μέσα από’ αυτή την επικοινωνία κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Ότι η ταξική πάλη είναι και αναγνωρίζεται σαν η δημιουργική δύναμη της κοινωνικής εξέλιξης. Γιατί επιβεβαιώνεται πως η δημιουργικά ολοκληρωμένη εξέλιξη της ταξικής πάλης μπορεί να συντελείται μέσα στις μαζικές κοινωνικές οργανώσεις σε όλα τα επίπεδα. Αυτό μάλιστα είναι βασική υποχρέωση και καθήκον των πολιτικών συλλογικοτήτων.

Ο στενός κομματισμός το ίδιο με τον απολíτικo και αποιδεολογικοποιημένο κεντρισμό με όλους και με όλα, όχι μόνο δημιουργεί προβλήματα στην κοινωνική κινητικότητα αλλά ουσιαστικά οδηγεί στην απαγόρευση της ταξικής πάλης, δηλαδή της κοινωνικής εξέλιξης.

Γι’ αυτό, δύο χρόνια πριν ζητήσαμε, παρακαλέσαμε τους εκπαιδευτικούς φορείς  ΟΛΜΕ-ΔΟΕ, φοιτητές και σπουδαστές ν’ αναλάβουν την ευθύνη αυτής της συγκέντρωσης μνήμης και τιμής σ΄ ένα αγωνιστικό σύμβολο της γνώσης και της εργασίας, το Νίκο Τεμπονέρα όχι τυχαία.

Τα πρώτα ιδιαίτερα χρόνια από τη θυσία του Νίκου, γίναμε αποδέκτες μιας έντονης και μάλλον όχι αθώας κριτικής.  Πως και γιατί έναν αφοσιωμένο κομμουνιστή τον παρουσιάζαμε απλά σαν έναν προοδευτικό, δημοκρατικό άνθρωπο. Στην κριτική αυτή απαντήσαμε με την πιο πάνω θέση μας και με το σκεπτικό ότι ο σοσιαλισμός  – το ιδανικό της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, θα μπορέσει να υλοποιηθεί τότε μόνο όταν οι φορείς αυτών των ιδεών και σαν ατομικές προσωπικότητες εμπνεύσουν, τις πιο πλατιές προοδευτικές δημοκρατικές μάζες της κοινωνίας, δηλαδή την πλειοψηφία ων δυνάμεων της εργασίας.

Αν ήταν εδώ ο Τεμπονέρας, αν μπορούσε να μας μιλήσει με την γλώσσα των ζωντανών ν’ απευθυνθεί σε μας τώρα, θα μας έλεγε:

«Δεν θέλω να με τιμάτε  σαν θύμα, γιατί τέτοιο δεν υπήρξα. Ήξερα το κόστος των ιδεών μου, των αξιών της εργασίας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και κατέθεσα αγόγγυστα τη ζωή μου σ’αυτά. Γιατί δεν ήθελα να υστερήσω από κανέναν από σας, γιατί στη θέση μου μπορεί νάταν ο καθένας από σας.»

Και είναι αυτό η βαθειά συνείδηση του λαού και της νεολαίας που είκοσι χρόνια μετά συνομήλικοι του Νίκου αλλά και αγέννητοι το ’91 ενώνονται στο σύνθημα:

«ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΓΩΝΕΣ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ, ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΔΕΙΧΝΕΙ Ο ΝΙΚΟΣ ΤΕΜΠΟΝΕΡΑΣ»

Εκφράζει αυτό την ακλόνητη  και συνειδητή πεποίθηση λαού και νεολαίας, ότι αυτός ο δρόμος του ΝΙΚΟΥ ΤΕΜΠΟΝΕΡΑ, είναι ο δρόμος της δικής τους νίκης.

Γι’ αυτό και μόνο η λέξη ΤΕΜΠΟΝΕΡΑΣ σκορπά τον τρόμο στους στρατηγούς των ανέμων του Πολύδωρα. Γι αυτό ο κ. Μητσοτάκης θεώρησε τον Τεμπονέρα αρχή του τέλους της εξουσίας του.

Αγαπητοί φίλοι και συναγωνιστές.

Όσο κι αν το ’91 απέχει πολύ από το 2011 οι αναλογίες τους δυστυχώς είναι έκδηλες, τόσο στο οικονομικό, κοινωνικό και ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο όσο και στους συνασπισμούς εξουσίας του τότε και του σήμερα.

Το φαινόμενο Κοσκωτά εκείνης της περιόδου έμεινε ουσιαστικά πολιτικά και κοινωνικά αδιερεύνητο γιατί συσκοτίστηκε από την ποινικολαγνεία των αρχαγγέλων της κάθαρσης που οδήγησε τον τότε Πρωθυπουργό στο ειδικό δικαστήριο!

Από όποια άποψη αν το δει κανείς σήμερα, αυτό το φαινόμενο, δεν ήταν παρά μια εξαιρετικά πρώιμη επιχείρηση χρηματιστηριακής δόμησης και λειτουργίας της οικονομίας και κοινωνίας. Βρήκε απέναντί της όλα τα παλιά εξουσιαστικά τζάκια που πανικοβλήθηκαν από τον κίνδυνο παραγκωνισμού τους στην νομή της εξουσίας από τους καινούργιους νονούς του χρήματος, του χρηματιστηριακού κεφαλαίου που αναδυόταν με τους πιο επιθετικούς όρους στο πρόσωπο του Κοσκωτά. Όμως πριν ακόμη καταδικαστεί ο Κοσκωτάς γιατί παράγαγε και διέθετε αξίες από το μηδέν ως ιδιωτικό Χρηματιστήριο, ο δρόμος που άνοιξε, απόκτησε τα θεσμικά του θεμέλια από την διαχείριση του ’90-93 για να ολοκληρωθεί σαν οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό οικοδόμημα μέχρι το 2004 και να οδηγηθεί στην κατάρρευση το 2009-2011.

Το   ’92 για όσους μπορούν να παρακολουθήσουν την πολιτική ιστορία του τόπου χωρίς να χάνονται σε λεπτομέρειες και σκοπιμότητες της συγκυρίας, ήταν χρονιά ορόσημο για τις εξελίξεις στο νεοελληνικό, κοινωνικό σχηματισμό. Ήταν χρονιά ορόσημο για την ΕΥΡΩΠΟΙΗΣΗ του εθνικού νομίσματος, της δραχμής, μέσα στο πρόπλασμα του ΕΥΡΩ, το νομισματικό ευρωκαλάθι. Η με τεχνοκρατικούς  δημοσιονομικούς όρους διατήρηση της δραχμής  σ’αυτό το ευρωκαλάθι για την τελική μετάλλαξή του σε  ευρώ το 2000, απαιτούσε εξαιρετικά βίαιες, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές προσαρμογές, ανάλογες των σημερινών της κατοχικής διεθνούς αρμοστείας.

Η εθνική εξυγίανση τότε, ίδια με τη σημερινή.

Ξεπούλημα του δημόσιου παραγωγικού ιστού, λουκέτα στη βιομηχανία, ξεθεμελίωμα της κοινωνικής ασφάλισης, μετατροπή της δημόσιας διοίκησης σε ομάδες μεσιτών, μετατροπή της εκπαίδευσης σε προνόμιο από δικαίωμα, πυρ ομαδόν στις εργατικές κατακτήσεις, τις εργασιακές σχέσεις, σε κάθε πραγματική κοινωνική αξία της εργασίας.

Ο Πρωθυπουργός του τότε συνασπισμού εξουσίας, ο κ. Μητσοτάκης, δήλωσε μόλις χθες, ότι σήμερα αισθάνεται απόλυτα δικαιωμένος για την πολιτική του ’90-93καθώς έχει πλήρως υιοθετηθεί σήμερα. Σ΄αυτή βέβαια περιλαμβάνεται και η δολοφονία Τεμπονέρα.

Συμφωνούμε. Γιατί οι δυνάμεις του σημερινού συνασπισμού εξουσίας της ηγετικής ομάδας Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ με στήριγμα τον Καρατζαφέρη, είναι ίδιος με τον συνασπισμό εξουσίας της δικής του Πρωθυπουργίας που διαλύθηκε από τα ορμητικά κύματα του μαθητικού κινήματος που πλήρωσε το κόστος των αγώνων του με το αίμα του Ν. Τεμπονέρα. Βέβαια ο σημερινός συνασπισμός εξουσίας είναι πιο στέρεος με διεθνικά πολιτικά στηρίγματα τους κατοχικού χαρακτήρα εξουσιαστικούς μηχανισμούς του μνημονίου, πιο επιθετικός, πιο αδηφάγος, με πολυπλόκαμους μηχανισμούς πολιτικής τρομοκρατίας του λαού και μανιπουλαρίσματος της λαϊκής αγανάκτησης. Η ελλειμματικότητα της βοναπαρτικής εξουσίας καλύπτεται από τις στρατιές των εκατοντάδων πρωθυπουργικών συμβούλων, μάναντζερ διακυβέρνησης όπως τους ονομάζουν, που υποκαθιστούν κυβέρνηση εμφανίζοντας την ως ανδρείκελα  και εθνικό κοινοβούλιο, το οποίο εκθέτουν συνειδητά, βάναυσα και σκόπιμα στα μάτια του λαού.

Στον ίδιο ρόλο και ο καταιγισμός μιας εξοργιστικά χυδαίας και χοντροκομμένης προπαγάνδας από τους καλοπληρωμένους αλλά άξεστους εκπροσώπους του παρασιτισμού στα Μ.Μ.Ε.

Κεντρικός τους στόχος να μας κάνουν να νοιώθουμε ντροπή επειδή είμαστε εργαζόμενοι, επειδή θέλουμε μόρφωση.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, το Αλαφουζέϊκο, το Ψυχαρέϊκό και οι άλλοι βαρόνοι της αποπληροφόρησης έχουν βάλει την εργασία και την εργατική τάξη στη θέση των Εβραίων στην περίοδο του ναζισμού και του ολοκαυτώματος. Οι εργαζόμενοι με σταθερές σχέσεις εργασίας, οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ, το δημόσιο, πρέπει να νιώθουν το λιγότερο εθνικοί προδότες, επειδή αρνούνται ν’ αποδεχτούν τον νεοφεουδαρχισμό στις εργασιακές σχέσεις τύπου Κούνεβα, υπονομεύοντας έτσι τον σύγχρονο  παπανδρεϊκό πατριωτισμό του ΕΡΖΕΡΟΥΜ που κατάκλυσε τις τηλεοπτικές οθόνες για τρείς μέχρι σήμερα μέρες.

Όμως ας δούμε αυτό τον  πατριωτισμό όχι σαν καλοπληρωμένη προπαγάνδα των ΜΜΕ με συγκεκριμένους στόχους την κλιμάκωση της επίθεσης στα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα, αλλά από τι έγινε στην πραγματικότητα.

Ο Ερντογάν στο πιο κρίσιμο ζήτημα που συνδέεται και με συγκρούσεις  συμφερόντων στην ανατολική Μεσόγειο, το Κυπριακό, έθεσε ορθά κοφτά ζήτημα αποδιεθνοποίησής του. Να φύγει από τα πλαίσια του ΟΗΕ και να συζητηθεί  στα πλαίσια τετραμερούς διάσκεψης Τουρκία – Ελλάδα, Ελληνοκύπριοι – Τουρκοκύπριοι με τον εγγυητικό ρόλο της Αγγλίας!. Το τί σημαίνει αυτό  είναι σ’ όλους φανερό. Ο Παπανδρέου στην δημόσια τοποθέτησή του δεν απάντησε αν και από τα διπλωματικά θέσμια ήταν η έπρεπε να ήταν από τα πριν ενημερωμένος γι αυτή τη θέση του Ερτογάν.. Το ερώτημα είναι αν συζητήθηκε και αν συμφωνήθηκε κιόλας  ένα τέτοιο πλαίσιο στην τρίωρη μεταξύ τους συνάντηση. Ο Παπανδρέου οφείλει ν’ απαντήσει. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο!!! Αν δεν απαντήσει του επιστρέφεται ο ρόλος του «εθνικού» μειοδότη που απεύθυνε πρόσφατα στους αντιπάλους του.

Κλείνω με μια αναφορά στην εκπαίδευση που εργάτης της ήταν  ο Νίκος Τεμπονέρας, βάζοντας ένα ερώτημα.

Ένας πολύ καλός, άριστος  μαθητής ακόμη και του καλύτερου γενικού Λυκείου της χώρας, χωρίς να περάσει από το σαδιστικό κλίβανο της φροντιστηριακής προπόνησης  πριν ακόμη και από την Γ΄ Γυμνασίου. Ποιός θά΄ναι ο άριστος βαθμός που μπορεί να πετύχει στις  Πανελλαδικές εξετάσεις!. Μετά λόγου γνώσεως το άριστα του θάναι το 15.

Το backround δηλαδή η βάση του γνωσιολογικού περιεχομένου του απολυτηρίου του λυκείου με δυσκολία κάτω απο αυτά τα δεδομένα προσεγγίζει το 6½.

Άρα ή σχολείο δεν υπάρχει, ή οι πανελλαδικές εξετάσεις είναι διαστροφικά σαδιστικές και ταξικός Προκρούστης για τη νεολαία. Πιο από τα δυο ισχύει; Ισχύουν και τα δύο.

Το γνωσιολογικό περιεχόμενο για τις ανάγκες της επιχειρηματικοποιημένης Ανώτατης εκπαίδευσης  του απολυτηρίου του Γενικού Λυκείου καταχτιέται και προσδιορίζεται έξω από το σχολείο και μάλιστα εχθρικά προς το σχολείο , ενώ το γνωσιολογικό περιεχόμενο στην Τεχνική Επαγγελματική εκπαίδευση είναι ανύπαρκτο.

Αν μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την κατάσταση του σχολείου με τη γενική έννοια του εκπαιδευτικού συστήματος θα λέγαμε ότι συνειδητά οδηγήθηκε στην  αναρχοαυτόνομη μορφή από  τη μια και στο ακραία αυταρχικό, συγκεντρωτικό και ταξικό περιεχόμενο από την άλλη. Αυτή είναι η κρίση του που χρησιμοποιείται για  να ισοπεδωθεί και το εκπαιδευτικό σύστημα και η εκπαίδευση σαν δημόσιο αγαθό και σαν έννοια. Να μπουν στη θέση των τίτλων σπουδών των πτυχίων, των διπλωμάτων του αυτοτελούς εκπαιδευτικού συστήματος -κατάκτηση της κοινωνίας εκατοντάδων χρόνων- , οι πιστωτικές μονάδες των εφήμερων και αναλώσιμών εξειδικεύσεων, για να φτηνύνει ακόμη περισσότερο η εργατική δύναμη, η εργασία, να κοντύνουν οι διεκδικήσεις μας , να εξαφανιστούν τα όνειρά μας.

Αγαπητοί φίλοι,

Κανείς σήμερα δεν δικαιούται να επικαλείται  άλλοθι για την κρίση που δέρνει το λαό και τη χώρα.

Η ξενική κατοχική αρμοστεία και κατάρρευση-χρεοκοπία αλληλοσυμπληρώνονται, είναι φαινόμενα αλληλοτροφοδοτούμενα. Όταν δεν θάναι δυνατόν να γδάρουν άλλο το λαό, θα κηρύξουν τη χώρα σε πτώχευση για να χορτάσουν με το αίμα του.

Η εργατική τάξη, ο λαός, η νεολαία, έχουν τη δύναμη να την αντιμετωπίσουν αρκεί να τα αρνηθούν και τα δύο.

Να στηριχτούμε στις δικές μας δυνάμεις, στις δυνάμεις της εργατικής τάξης του λαού, της νεολαίας και όχι στις πολιτικές επιταγές κα τα πολιτικά δεκανίκια των Στρός-Καν, Τρισέ- Ζιμπάο – Ομπάμα – Σαρκοζί – Μέρκελ.

Η ανεξάρτητη ισότιμη συμμετοχή στο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας του επαναπροσδιορίζεται, μπορεί να μην είναι δορυφόρος κανενός.

Οι αντινεοφιλελεύθερες, προοδευτικές, δημοκρατικές εθνικοανεξαρτησιακές δυνάμεις, και οι δυνάμεις της αριστεράς που γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν στην αγωνιστική ιστορία του λαού από την αντίσταση μέχρι σήμερα έχουν το πρώτο λόγο και τις πρώτες ευθύνες.

 

* Ο Μιχάλης Βασιλάκης είναι γραμματέας του ΕΑΜ.

 

Σημείωση από το ΜτΒ: Ο δολοφονημένος ήρωας καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας ήταν μέλος του ΕΑΜ. Έτσι οι ΟΛΜΕ και ΔΟΕ που παρέλαβαν πριν δύο χρόνια την διοργάνωση του πολιτικού μνημόσυνου  από το ΕΑΜ, δίνουν ως πολιτικά αυτονόητο το πολιτικό δικαίωμα και για ομιλία εκ μέρους του ΕΑΜ.

 

Τόσα χρόνια αγώνα λαού και νεολαίας, τον δρόμο τον δείχνει ο Νίκος Τεμπονέρας”, το σύνθημα αυτό δόνησε την ατμόσφαιρα και κυριάρχησε στις εκδηλώσεις μνήμης για τον Νίκο Τεμπονέρα, το απόγευμα της Κυριακής (Σ. Σ. 9-1-2011 και ώρα 18.00),  που διοργάνωσε για δεύτερη χρονιά η ΟΛΜΕ και ΔΟΕ.

Φορείς, συλλογικότητες, σωματεία, φοιτητικοί σύλλογοι  εκπαιδευτικοί και πλήθος εργαζομένων και νεολαίας, συγκεντρώθηκαν για να αποτίσουν φόρο τιμής στον Νίκο Τεμπονέρα, καθώς συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από τη δολοφονία του.

Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν με ομιλίες του Δημήτρη Μπράτη  (ΔΟΕ) και του Ηλία Παπαχατζή (ΟΛΜΕ). Ακολούθησε ομιλία του γραμματέα του ΕΑΜ Μιχάλη Βασιλάκη, και χαιρετισμός εκ μέρους φοιτητικών Συλλόγων του Πανεπιστημίου.

Στη συνέχεια επακολούθησε πορεία μέχρι το παράρτημα του πανεπιστήμιου.

 

ΠΗΓΗ: Posted by eamgr στο 12 Ιανουαρίου, 2011, http://eamgr.wordpress.com/2011/01/12…..B1/

ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΕ ΕΠΟΧΗ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗΣ…

ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ *

 

Γιώτα Ιωαννίδου**

 

 

Μιλώντας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οφείλουμε να έχουμε κατά νου κάποια βασικά κριτήρια. Κατ’ αρχάς τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αποτελούν θέσφατα, δεν έχουν παγιωμένο νόημα αλλά είναι ιστορικά μεταβαλλόμενες έννοιες. Δηλαδή δεν αποτελούν κάτι που δόθηκε στην ανθρωπότητα σαν τις εντολές του Μωυσή, αλλά που προέκυψε και προκύπτει από την παρέμβαση των ιστορικών υποκειμένων, δηλ. των ανθρώπων, των συλλογικοτήτων και της δράσης τους. Η συνεχής, ουσιαστική διεύρυνσή τους, αποτελεί ένα μέτρο συνολικής προόδου της ανθρωπότητας.

Για να μην είναι το δικαίωμα κάτι «που διάγει βίο φαντάσματος στα κεφάλια των φιλοσόφων» ή που ευδοκιμεί στα χείλη των πολιτικών της εξουσίας, ως άλλοθι, οφείλει να εμπεριέχει την δυνατότητα να διεκδικείται, να απαιτείται, να επιβάλλεται.

Η έννοια «ανθρώπινα» δικαιώματα, δηλ. δικαιώματα που πρέπει να τα κατέχουν όλοι οι άνθρωποι, με μόνη, αυτή την ιδιότητά τους, ανεξάρτητα άλλων χαρακτηριστικών τους, χρώματος, φυλής, φύλου, τόπου προέλευσης ή διαμονής κλπ. γίνεται αντιληπτή από δύο σκοπιές:

– βλέποντας τα, σαν δικαιώματα του ατόμου, ξεκομμένου από την κοινωνία και το σύνολο των σχέσεών του σε αυτή, (μιας δηλ. καπιταλιστικής κοινωνίας σήμερα, που από τη φύση της παράγει ανισότητες αφού στηρίζεται στην εκμετάλλευση, αφού αποκλείει την πλειοψηφία των ανθρώπων της, από την νομή του παραγωγικού πλούτου που οι ίδιοι παράγουν και που ακόμη οι  εξουσιαστικές δομές της, επιτείνουν αυτές τις κοινωνικές ανισότητες και τις αναπαράγουν)

– βλέποντας τα δικαιώματα, όχι στα «όρια του ανθρώπινου ιδιωτικού συμφέροντος, του κέρδους και της ιδιωτικής αυθαιρεσίας», αλλά του ατόμου μέσα στην κοινωνία, στον αντίποδα των προνομίων που αυτή γεννά σήμερα για το κεφάλαιο, συνυφασμένα με τις κοινωνικές ανάγκες

Εμείς οφείλουμε να μιλήσουμε από τη δεύτερη σκοπιά, να μην συγκαλύπτουμε την πηγή γέννησης των κοινωνικών αντιθέσεων, ανισοτήτων και προνομίων, να αμφισβητήσουμε όχι μόνο την αδικία αλλά και το πλαίσιο που την αναπαράγει, να διεκδικήσουμε κοινωνικές ανάγκες, έχοντας κατά νου ότι «το πιο θεμελιακό δικαίωμα της ανθρωπότητας είναι να γίνει επιτέλους, ανθρώπινη».

Είναι φανερό, ότι μια τέτοια σκοπιά αντιμετώπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν μπορεί παρά να συγκρούεται με τις δομημένες σχέσεις εξουσίας. Η ισότητα απέναντι στο νόμο, χάνεται «γιατί η εξουσία έχει την κακή συνήθεια να στρογγυλοκάθεται πάνω σε ένα από τα δύο τάσια της ζυγαριάς, που κρατάει η δικαιοσύνη». Η ιστορική εξέλιξη εξάλλου, δείχνει ότι τα δικαιώματα υπήρξαν αποτέλεσμα των συσχετισμών που προέκυπταν από κοινωνικές συγκρούσεις – και δη επαναστατικές – κι όχι από συναινετικές διαδικασίες. Γαλλική επανάσταση, Οκτωβριανή επανάσταση, 2ος παγκόσμιος πόλεμος. Κι ακόμη περισσότερο, αυτές οι συγκρούσεις δεν αμφισβήτησαν μόνο τις κοινωνικές ανισότητες, αλλά έθεσαν στο στόχαστρο και τις αιτίες και τις σχέσεις, που τις γεννούν και τις αναπαράγουν.

Υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα σε μια εποχή κατεδάφισης δικαιωμάτων;

Για να περιγράψουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα στη σημερινή εποχή, ας δανειστούμε τα «Βασικά μαθήματα αδικίας», όπως τα ανέπτυξε ο ουρουγουανός συγγραφέας  Εντουάρντο Γκαλεάνο, στο βιβλίο του «Ένας κόσμος ανάποδα».

«Ο κόσμος μας είναι ταυτόχρονα ισοπεδωτικός και άνισος», γράφει. «Ισοπεδωτικός με τις ιδέες και τις συνήθειες που επιβάλλει και άνισος στις ευκαιρίες που προσφέρει».

Η οικονομική ανισότητα είναι σκανδαλώδης: το 1960 το πλουσιότερο 20% της ανθρωπότητας κατείχε 30 φορές περισσότερο πλούτο από το φτωχότερο 20%. Το 2000, αυτό έγινε 90 φορές και σήμερα γίνονται όλο και λιγότεροι αυτοί που κατέχουν τα πάντα και όλο και περισσότεροι αυτοί που δεν κατέχουν τίποτε.

Η κοινωνική δικαιοσύνη έχει αναχθεί σε ποινική. Το κράτος επαγρυπνά για την δημόσια ασφάλεια, και μαζεύει φόρους, ενώ τις υπόλοιπες υπηρεσίες έχει αναλάβει η αγορά. Τα δικαιώματα του πολίτη είναι τα ρουσφέτια της εξουσίας.

Η φτώχεια σκοτώνει κάθε χρόνο περισσότερους από το Β παγκόσμιο πόλεμο.

Η παγκόσμια ειρήνη βρίσκεται στα χέρια των πέντε δυνάμεων, που έχουν τα μεγαλύτερα κέρδη από το εμπόριο του πολέμου.

Η δημόσια υγεία και εκπαίδευση μετατρέπονται με γοργά βήματα σε μορφή δημόσιας ελεημοσύνης. Εν μέσω πλατειών διακηρύξεων για καινοτομίες και δικαιώματα και ταυτόχρονα την πιο βαθιά απαξίωση τους.

Τα «ανθρωπιστικά» φράγματα στη μετανάστευση, ορατά, όπως στα σύνορα ΗΠΑ – Μεξικού και αόρατα, όπως στη χώρα μας, φρονηματίζουν τους εργαζόμενους που δεν εννοούν να καταλάβουν ότι η ελευθερία να περνάς, από τη μια χώρα στην άλλη, είναι προνόμιο του χρήματος και των πολυεθνικών και όχι δικαίωμα δικό τους.

Η μνήμη της εξουσίας, η μοναδική που διαδίδεται ως αληθινή από τα εκπαιδευτικά κέντρα και τα ΜΜΕ, δεν ακούει παρά τις φωνές που επαναλαμβάνουν, μονότονα την καθοσίωσή της. Για όσους δεν πείθονται υπάρχει η καταστολή και η μοντέρνα δικαιοσύνη. «Αυτή η δικαιοσύνη που είναι σαν τα φίδια. Δαγκώνει μόνο τους ξυπόλυτους» (Ο. Α. Ρομέρο. αρχιεπίσκοπος Σαν Σαλβαδόρ, δολοφονήθηκε το 1980)

Ο ηθικός κώδικας του τέλους της χιλιετίας, δεν καταδικάζει την αδικία αλλά την αποτυχία. Η φτώχεια θεωρείται δίκαιη τιμωρία της ανικανότητας.

Κατά τα άλλα, ορισμένα πράγματα δεν είναι σωστό να λέγονται δημόσια. Έτσι:

Ο καπιταλισμός λέγεται οικονομία της αγοράς και οι ανάγκες του κεφαλαίου ανάγκες του ανταγωνισμού και της αγοράς εργασίας. Ο ιμπεριαλισμός, παγκοσμιοποίηση. Η απομάκρυνση των φτωχών παιδιών από το εκπαιδευτικό σύστημα, σχολική λιποταξία, το δικαίωμα του αφεντικού να απολύει χωρίς αποζημιώσεις και εξηγήσεις, ευελιξία της αγοράς εργασίας

Και παντού πλανιέται ο φόβος, χωρίς ελπίδα.. όσοι δουλεύουν φοβούνται ότι θα χάσουν τη δουλειά τους και όσοι είναι άνεργοι ότι δε θα δουλέψουν ποτέ.

 Αν έτσι περιέγραφε την κατάσταση ο Γκαλεάνο, την προηγούμενη δεκαετία, τώρα η όξυνση της κρίσης και οι επιλογές για το ξεπέρασμά της, αποκαλύπτουν το βασιλιά της καπιταλιστικής ανισότητας, γυμνό. Το μνημόνιο και οι πολιτικές στήριξης των τραπεζών και του κεφαλαίου με τη λεηλασία όλων ανεξαιρέτως των κοινωνικών δικαιωμάτων, από όλους ΕΕ, ΔΝΤ, κυβερνήσεις, κόμματα, έδειξε πόσο ιεραρχούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα, στις επιλογές της εξουσίας. Τι κι αν η Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην Ελλάδα, απεφάνθη ότι το μνημόνιο  παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τι κι αν το άρθρο 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος, αναφέρει ότι τα μέτρα δεν πρέπει να είναι μονομερή, άνισα και δυσανάλογα επαχθή, ιδίως σε βάρος των πιο ευάλωτων ομάδων, με σοβαρό και μόνιμο αντίκτυπο στα δικαιώματά τους .

Μιλάμε για μια ιστορικού χαρακτήρα αποδιάρθρωση της κοινωνίας που οικοδομήθηκε μετά τον πόλεμο, πάνω στα δικαιώματα της σταθερής εργασίας, με αξιοπρεπή μισθό, ωράριο, εργασιακές σχέσεις ασφάλιση και της μαζικής, εκπαίδευσης με ισότητα ευκαιριών για όλους, τουλάχιστον ως προτάγματα. Στα συντρίμμια αυτής της κοινωνίας, οικοδομείται μια βαθύτερα ταξική κοινωνία, απείρως πιο εκμεταλλευτική αφού στηρίζεται σε εργασιακές σχέσεις 19ου αιώνα με παραγωγικό πλούτο και ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων 21ου.

Είναι βέβαιο ότι μιλάμε για μια πολεμική κατάσταση. Σ΄ αυτήν φαίνεται όσο ποτέ αναγκαίο να μην μείνουμε στο προνόμιο της συζήτησης των δικαιωμάτων της τρίτης και τέταρτης  γενιάς (περιβαλλοντικά, πολιτισμικού αυτοπροσδιορισμού, ρατσισμού, πληροφορίας, επικοινωνίας) αλλά να τα εξετάσουμε στο έδαφος του επαναορισμού και της επανακατάκτησης των δικαιωμάτων των προηγούμενων γενιών, και κυρίως αυτών της εργασίας, παιδείας, δημοκρατίας.

Δικαιώματα υπάρχουν, όσο οι άνθρωποι με τα κινήματά τους, τις συνδικαλιστικές, πολιτικές και άλλες συλλογικότητες κάθε εποχής, τα ιστορικά υποκείμενα, τα διεκδικούν.

Αρκετές νέες μορφές ξεπηδούν σε γειτονιές, μπλογκ, εδώ στο Θριάσιο, με την επιτροπή ενάντια στην περιβαλλοντική καταστροφή της περιοχής με  την επέκταση της Πετρόλα κλπ. Δεν φτάνουν. Σήμερα αυτό είναι όσο ποτέ άλλοτε φανερό, όσο η επίθεση οξύνεται. Σίγουρα η κρίση και η αναζήτηση των ανθρώπων πρέπει να γεννήσει νέες μορφές και εργαλεία διεκδίκησης και όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ταυτόχρονα, όμως αποδεικνύεται και η υστέρηση των μορφών ή των υποκατάστατων της κοινωνικής, πολιτικής, συλλογικής δράσης που κυρίως η επίσημη πολιτική πρότεινε όλη την προηγούμενη περίοδο.

Θεσμών απεύθυνσης του πολίτη, κατάθεσης καταγγελιών, εθελοντικής δράσης κλπ Αρκετοί από αυτούς τους θεσμούς ανέδειξαν θέματα, ευαισθητοποίησαν γύρω από αυτά. Όπου όμως αυτές οι μορφές τοποθετήθηκαν σε αντιπαράθεση με τις μορφές μαζικής διεκδίκησης, ή σαν υποκατάστατα της, τελικά πήραν το μέρος της εξουσίας, αποκαλύπτοντας ότι άλλος ήταν ο σκοπός της δημιουργίας τους. Μιλάμε για αρκετές ΜΚΟ, χρηματοδοτούμενες πολλές φορές απευθείας από την ΕΕ, ή τις κρατικές κυβερνήσεις (137 στην Ελλάδα το 2005) Για παράδειγμα ο Μπερνάρ Κουσνέρ, από τους ιδρυτές των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, έγινε κατοπινός απολογητής των «ανθρωπιστικών πολέμων» εναντίον της Γιουγκοσλαβίας και … πολιτικός διοικητής του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο ή η Green Peace, μετά την Διάσκεψη του Ρίο ντε Ζανέιρο (1992) και την ανάληψη της ηγεσίας της, από τον Β. Χομόλκα, εξελίχθηκε σε στρατηγικό σύμμαχο των «πράσινων» πολυεθνικών (Mobil, Texaco, BP, Fiat, Toyota κλπ).

Από αυτή τη σκοπιά:

Ο Συνήγορος του Πολίτη δεν μπορεί να ασκήσει ουσιαστικό ρόλο, χωρίς ενεργούς πολίτες που θα διεκδικούν και θα επιβάλλουν την τήρηση των δικαιωμάτων τους.

Οι έννοιες της συλλογικότητας, της πρωτοβουλίας και της αλληλεγγύης πρέπει να είναι οι οδηγοί για την υπεράσπιση των ανθρώπων από την αδικία.

Οι εθελοντές για την ανάδειξη ενός θέματος, δεν μπορεί να υπομένουν τις αδικίες στην εκπαίδευση, την εργασία, την καταστολή. Γιατί το μπλουζάκι της εθελοντικής δράσης, που στο πίσω μέρος διαφημίζει το χορηγό της, την αναιρεί πριν καν την υπηρετήσει.

Οφείλαμε να γίνουμε «δεθελοντές» στην Ολυμπιάδα του 2004, που τα δάνεια και τις ρεμούλες της πληρώνουμε σήμερα,  όπως τώρα οφείλουμε να γίνουμε δεθελοντές στην ανεργία και το σχολείο της αγοράς, αν δεν θέλουμε η περιβαλλοντική δράση, τα μουσικά σχολεία, τα αθλητικά, το αξιοπρεπές μάθημα σε αξιοπρεπή τάξη, τα ενισχυτικά μέτρα για τα παιδιά των υποβαθμισμένων περιοχών μας, να είναι ότι περισσεύει για κόψιμο στην προκρούστεια κλίνη των μνημονιακών πολιτικών.

Οι πιο μεγάλες στιγμές εθελοντικής δράσης, είναι οι στιγμές που οι άνθρωποι με την έμπνευση ενός δίκαιου οράματος, συνειδητοποίησαν πως αυτοί είναι τα υποκείμενα της ιστορίας και άλλαξαν τη ροή της.

Στην αρχή του καλοκαιριού η ΕΛΜΕ συμμετείχε στην αντιπροσωπεία, «ένα σχολείο για τη Γάζα» που βρέθηκε εκεί, προκειμένου να παραδώσει τα πρώτα χρήματα που μαζεύτηκαν από εκπαιδευτικούς, μαθητές και εργαζόμενους για το ξανακτίσιμο ενός σχολείου που βομβάρδισαν οι Ισραηλινοί. Η κυβέρνηση, το ΥΠΕΠΘ και τα ΜΜΕ, δεν είδαν, δεν άκουσαν. Εξ άλλου δεν ήθελαν να χαλάσουν το κλίμα της επίσκεψης Ντετανιάχου, που ακολούθησε. Οι δολοφονίες των μελών του στόλου της ελευθερίας είχαν ήδη παραπεμφθεί στις αρμόδιες επιτροπές ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι παλαιστίνιοι μας υποδέχθηκαν με μια διαπίστωση ελπίδας και ένα μήνυμα γραμμένο στους τοίχους των σχολείων που είχαν απομείνει όρθιοι.

Η διαπίστωση ελπίδας: «Η συνείδηση της ανθρωπότητας δεν είναι λοιπόν νεκρή».

Το μήνυμα: «Αν θέλεις να ζεις με αξιοπρέπεια, πρέπει να αλλάξεις τη μοίρα σου».

Αυτό το μάθημα δικαιωμάτων οφείλουμε να διδάξουμε στους μαθητές μας.

* Το παραπάνω κείμενο αποτελεί παρέμβαση της Α΄ΕΛΜΕ Δυτικής Αττικής (Ελευσίνας), στο σεμινάριο «Περιβαλλοντική Εκπαίδευση και Αγωγή Υγείας: Μιλώντας για τα ανθρώπινα δικαιώματα», για εκπαιδευτικούς, που πραγματοποιήθηκε από το αντίστοιχο τμήμα της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δυτικής Αττικής, στις 2 Δεκέμβρη 2010, στο 1ο ΓΕΛ Ελευσίνας.

 

** Η Γιώτα Ιωαννίδου είναι μέλος στο ΔΣ Α ΕΛΜΕ Δυτικής Αττικής (Ελευσίνας) 

Χουντοποίηση κοινοβουλευτικής «Δημοκρατίας»

Η χουντοποίηση της κοινοβουλευτικής «Δημοκρατίας»

 

Του Τάκη Φωτόπουλου*



Οι μαζικές κινητοποιήσεις της 15/12 σηματοδοτούν ένα νέο στάδιο στον αγώνα κατά της κοινοβουλευτικής Χούντας που αποθρασυμένη, με τη βοήθεια της διεθνούς αγυρτείας τύπου Ντομινικ Στρος-Καν,
προχωρά τώρα στη κατεδάφιση κάθε εργασιακής κοινωνικής κατάκτησης. Είναι βέβαια σαφές ότι η ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων δεν έχει καμιά σχέση με τη κρίση του χρέους – όπως δεν είχε καμιά σχέση και η καθοριστική υπονόμευση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, η μετατροπή δημοσίων αγαθών σε ιδιωτικά κ.λπ..

Προφανώς, το μόνο για το οποίο οι δανειστές μας θα μπορούσαν να είχαν απαίτηση θα ήταν η αποπληρωμή του χρέους και όχι να επιβάλλουν και κανόνες για το πως θα ζούμε και θα εργαζόμαστε, κάτι που ούτε όταν χρεοκοπήσαμε και επίσημα στα τέλη του 19ου αιώνα δεν τόλμησαν να επιβάλλουν οι τότε δανειστές μας. Και αυτό αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι είναι η συμμετοχή μας στην ΟΝΕ και την ΕΕ που μας υποχρεώνει να γίνουμε κυριολεκτικά δούλοι των ξένων και ντόπιων ελίτ [1], τις οποίες εκπροσωπεί επάξια η χειρότερη και πιο επικίνδυνη κυβέρνηση στην μεταπολεμική Ελλάδα: η κυβέρνηση των απατεώνων «σοσιαλιστών» πολιτικάντηδων του ΠΑΣΟΚ.

Από την άλλη όμως μεριά, η χoυντοποίηση της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» προχωρά ακάθεκτη, και όχι μόνο στην Ελλάδα. Έτσι, τις τελευταίες εβδομάδες… γίνεται φανερό ότι η νέα μορφή «δημοκρατίας» που ανατέλλει σε ολόκληρη την ΕΕ δεν είναι απλά «ημι-ολοκληρωτική» [2], όπως είχα αναφέρει στην αρχή της κρίσης, αλλά ένα σαφές δείγμα χουντο-κοινοβουλευτισμού, ο οποίος θεμελιώνεται σε δύο βασικά στοιχεία: πρώτον, στη κατάφωρη εξαπάτηση και, δεύτερον, στη φυσική βία. Είναι μάλιστα η καθοριστική θεμελίωσή της στο πρώτο στοιχείο που την διαφοροποιεί από μια καθαρή χούντα, εφόσον έχει απόλυτη ανάγκη την απάτη για τη «νομιμοποίησή» της από το εκλογικό σώμα, ενώ όσον αφορά στο δεύτερο στοιχείο οι διαφορές μεταξύ των δυο ειδών χούντας καθημερινά γίνονται και λιγότερες.

Όσον αφορά στο πρώτο στοιχείο, τα ΜΜΕ και κυρίως τα τηλεοπτικά που ελέγχουν τη σκέψη των περισσότερων πολιτών και ελέγχονται απόλυτα από τις ντόπιες και ξένες ελίτ, παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην εξαπάτηση του εκλογικού σώματος εξοστρακίζοντας συστηματικά κάθε εναλλακτική άποψη για τα πραγματικά αίτια της κρίσης και προβάλλοντας μόνο ανώδυνες παραλλαγές των καθεστωτικών απόψεων, ενισχυμένες από τους συστημικούς «κομισάριους»: ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους που ξέρουν πολύ καλά τι πρέπει να λένε για να διατηρήσουν το κοινωνικο-οικονομικό στάτους τους. Παρ' όλη όμως τη καθοριστική ισχύ των ΜΜΕ, η απάτη γίνεται όλο και πιο φανερή στα λαϊκά στρώματα.

Στη Βρετανία, για παράδειγμα, η λαϊκή οργή δεν στρέφεται τόσο κατά των Συντηρητικών, οι οποίοι άλλωστε δεν έκρυψαν προεκλογικά τις προθέσεις τους να επιβάλλουν άγρια μέτρα που θα κτυπούσαν τα λαϊκά στρώματα, ώστε να «σωθούν» οι ιδιωτικές Τράπεζες από την αναπόφευκτη χρεοκοπία που προκάλεσαν οι χρηματοπιστωτικές φούσκες, με τις οποίες θησαύρισαν οι ελίτ τα τελευταία χρόνια. Η οργή στρέφεται βασικά κατά των δήθεν «προοδευτικών» φιλελευθέρων στη συμμαχική κυβέρνηση, οι οποίοι υποσχόντουσαν εντελώς αντίθετα μέτρα, όσον αφορά συγκεκριμένα στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας, από αυτά που επιβάλλουν σήμερα. Στην Ελλάδα, βέβαια, οι απατεώνες του ΠΑΣΟΚ δεν δίστασαν προεκλογικά να υποσχεθούν ένα γενικό πρόγραμμα που δεν είχε καμιά σχέση με τα ληστρικά μέτρα που εφαρμόζουν σήμερα και δεν διανοήθηκαν ποτέ, ακόμη και όταν προκληθήκαν γι' αυτό, να ζητήσουν τη λαϊκή έγκρισή τους μέσα από δημοψήφισμα.

Όσον αφορά στη φυσική βία, αυτή αυξάνει ανάλογα με τον βαθμό που η εξαπάτηση γίνεται αναποτελεσματική. Έτσι, στην Ισπανία και την Ελλάδα οι κοινοβουλευτικές χούντες καταφεύγουν σε επιστρατεύσεις των απεργών, με τους Ισπανούς στρατιωτικούς να μη διστάζουν να εξαναγκάζουν, με τα πιστόλια στα χέρια, τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας να εργαστούν [3]. Στη μητέρα του κοινοβουλευτισμού, τη Βρετανία, έφιπποι αστυνομικοί τσαλαπατούν τους φοιτητές επειδή τολμούν να μην κάνουν πια «κόσμιες» διαδηλώσεις, όπως συνήθως, ενώ δημοσιεύουν τις φωτογραφίες τους ως καταζητούμενους εγκληματίες και, στη συνέχεια, προβαίνουν σε μαζικές συλλήψεις. Τώρα, μάλιστα, συζητούν την απαγόρευση των διαδηλώσεων στο μέλλον! [4]

Σήμερα, σε αντίθεση για παράδειγμα με τον Μάη του '68, δεν έχουμε μια επιθετική δράση «από τα κάτω», με στόχο την ριζοσπαστική αλλαγή της κοινωνίας, αλλά την πιο αντιδραστική επίθεση των ελίτ «από τα πάνω» που έχουμε δει στη σύγχρονη Ιστορία, με στόχο την ανατροπή των κοινωνικών κατακτήσεων πολλών δεκαετιών, η οποία μάλιστα παρουσιάζεται από τους απατεώνες πολιτικούς και τα παπαγαλάκια τους ως «σωτηρία της Πατρίδος»! Αυτό είναι και το κύριο χαρακτηριστικό του χουντο-κοινοβουλευτισμού, ο οποίος αν δεν ανατραπεί «ομαλά» με την ανάπτυξη ενός μαζικού απεργιακού κινήματος από κάτω, οδηγεί αναπόφευκτα σε μορφές βίας που έχουμε να δούμε από τον καιρό του μεσοπολέμου στην Ευρώπη…

 

[1] Βλ. Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, (Γορδιος Νοεμβρης 2010)
[2] "H ημι-ολοκληρωτική «δημοκρατία» στη Νέα Τάξη», «Ε», 9/5/2009
[3] http://www.rtve.es/mediateca/videos/20101204/este-estado-ansiedad-imposible-dirigir-aviones/952905.shtml 
[4] "More than 180 arrests over fees protests", Independent, 15/12/2010


http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/


* Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία, 18.12.2010

 

ΠΗΓΗ: http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1853:-lr&catid=54:anpolitiki&Itemid=284


 Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τον admin.

 

Χρυσός είναι ο τόπος μας και τα νερά μας

Χρυσός είναι ο τόπος μας και τα νερά μας – Χρυσοί οι αγώνες και η διαμαρτυρία του πόνου των ανθρώπων

 

Της Στεφανίας Λυγερού

 

 

Ένας φίλος, συναγωνιστής με ενημέρωσε για το θέμα της Χαλκιδικής με σκοπό να στηρίξουμε την προσπάθειά τους. Όταν διάβασα το κείμενο (http://antigoldgreece.wordpress..com/2010/12/01/sarris/) μπερδεύτηκα. Ξέρω ότι η Ελλάδα έχει ορυκτό πλούτο, τον οποίο κατ' εμέ πρέπει να εκμεταλλευτούμε για να καταφέρουμε να γίνουμε μια αυτάρκης, ανεξάρτητη, δυνατή χώρα. Πώς θα μπορούσα να είμαι αρνητική σε τέτοιου είδους επένδυση;

Μου ήρθε στο μυαλό η Cosco, είναι μία θετική επένδυση ή αρνητική; Θα βοηθήσει την οικονομία της χώρας ή αφορά στο ξεπούλημά της;
Η Cosco με βοήθησε να βρω την απάντηση για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων χρυσού στη Χαλκιδική.. Φίλε μου ΑΥΤΟΙ την κάνουν αρνητική την κάθε επένδυση!! Επειδή η εκμετάλλευση γίνεται ασύδωτα, τα κέρδη δεν τα καρπώνεται η χώρα, με προχειροδουλειά, χωρίς μελέτες, που αναγκαστικά θα έχει κακή (κάκιστη) επίδραση στο περιβάλλον.

Με το υπάρχον πολιτικό σύστημα, στο οποίο δεν υπάρχει διαφάνεια (δεν ξέρουμε ποιος θα καρπωθεί τα κέρδη), που τα κάνουν όλα στα μουλωχτά (για να μην τους πάρει είδηση κανείς), τελικά δεν κερδίζει ούτε η χώρα, χάνει και το περιβάλλον. Ποιος πολίτης θα το δεχτεί; Πρέπει να σταματήσουν ΑΜΕΣΑ!!

Πρώτα θα φύγουν οι βάρβαροι, θα φτιαχτεί εκ νέου το πολιτικό σύστημα και μετά θα προβεί η χώρα σε ενέργειες εκμετάλλευσης του πλούτου της…..
 

Υ.Γ. Για να εντρυφήσω στο ζήτημα είδα το βιντεάκι που έχουν αναρτήσει στη σελίδα τους: http://video.google.com/videoplay?docid=2826516547295546024#
Όλο έχει μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά.. μετά το πρώτο μισάωρο (00.30.00) και για μισή περίπου ώρα (01.10.00) είδα αυτό που πρόκειται να ζήσουμε!!! Βρήκα καταγεγραμμένο το αύριο!

Έχει την αντίδραση του κόσμου (η οποία είναι σίγουρη), την μαζικότητα (κι αυτή σίγουρη), την απάντηση της πολιτείας (η χούντα κι αν είναι σίγουρη), την αποφασιστικότητα, τον ηρωισμό των ανθρώπων (φημιζόμαστε άλλωστε), με ποιους τρόπους μπορούμε να αντέξουμε στην πίεσή τους και πώς θα "γεννηθεί" η αλληλεγγύη (το πρόβλημα σου αύριο θα είναι δικό μου). Τα έχει όλα, πολύ διαφωτιστικό το βιντεάκι, καλό θα ήταν να τα γνωρίζουμε πριν τα ζήσουμε.

Επίσης ακόμα καλύτερο θα ήταν, να το αρχίζαμε συνειδητά ΠΡΙΝ αρχίσει από μόνο του. Προσπαθώντας να αποφύγουμε το αναπόφευκτο (να διατηρήσουμε την "ήρεμη" κατάσταση όσο γίνεται περισσότερο), το μόνο που καταφέρνουμε είναι να το καθυστερήσουμε (καθυστερεί όμως και η ανάκαμψη), αλλά ΚΑΙ (το σπουδαιότερο) αν το αφήσουμε να βγει από μόνο του (όταν μας γυρίσει το κεφάλι),  θα βγει ανεξέλεκτα..


Στεφανία Λυγερού

Ο Αγώνας της Αριστεράς

Ο Αγώνας της Αριστεράς

 

Του Σπύρου Μαρκέτου


 

Η κυβέρνηση στήριξε τη στρατηγική της στην ελπίδα ότι ο ελληνικός λαός θα πίστευε πως το μνημόνιο είναι μονόδρομος. Το δημόσιο χρέος, λέει, πρέπει να πληρωθεί, επομένως θα ματώσετε και η χώρα θα ξεπουληθεί. Η ηθική ένσταση, ότι είναι άδικο να πληρώσουν ξανά οι αδύνατοι, απαντήθηκε με τον γνωστό τρόπο από τον πιο παχύσαρκο και παχύδερμο υπουργό. Η λογική ένσταση ότι με μειώσεις μισθών και κρατικών δαπανών δεν ξεπληρώνεται κανένα χρέος, αλλά βυθίζεται η οικονομία σ’ έναν φαύλο κύκλο ύφεσης, απλώς έμεινε αναπάντητη. 

Το ίδιο και η νομική και πολιτική ένσταση, ότι το δημόσιο χρέος μας είναι σχεδόν όλο απεχθές κι επομένως δεν πρέπει να το πληρώσουμε, ακόμη και αν θα μπορούσαμε, που έτσι και αλλιώς δεν μπορούμε. Ωστόσο, κυρίως χάρη στη δική μας κινητοποίηση, το ψέμα δεν πέρασε. Οι δημοσκοπήσεις συμφωνούν ότι, παρ’ όλη την ασταμάτητη προπαγάνδα, τα δυο τρίτα του πληθυσμού διαφωνούν με την πολιτική του μνημονίου. Επισημαίνεται επίσης ότι αν η αριστερά είχε πειστική πρόταση, ιδίως αν έβρισκε τρόπο να δράσει ενωμένα, θα καρπωνόταν μεγάλο μέρος της αμφισβήτησης και θ’ άλλαζε το πολιτικό σκηνικό. Η άνοδος της φασιστικής άκρας δεξιάς στην Αθήνα ίσως μας ξυπνήσει τώρα από τον λήθαργό μας.

Εντέλει τα μεγάλα αριστερά κόμματα ασχολούνται με δευτερεύοντα και αδιαφορούν για το μείζον, δηλαδή το πρόβλημα του δημόσιου χρέους, αποφεύγοντας να πιέσουν για τη διαγραφή του, που είναι και η μόνη φιλολαϊκή λύση. Αν πού και πού ψελλίζουν περί αναδιάρθρωσης, ολόιδιες ατάκες πετούν πλέον και ο Πάγκαλος και η Κατσέλη. Η ηγεσία τηρεί σιγή ιχθύος όταν οι κυβερνητικοί επαναλαμβάνουν πως, αν δέχεσαι το χρέος, δεν μπορείς παρά να υποστείς και το μνημόνιο ή κάτι αντίστοιχο, πράγμα που άλλωστε όλος ο κόσμος καταλαβαίνει. Φοβάται να πει ότι δεν είναι λύση ν’ αφαιμάξεις μέχρι τελευταίας σταγόνας την ελληνική οικονομία για να γεμίζεις τρύπια θησαυροφυλάκια τραπεζιτών. Ότι οι λεγόμενες ‘αγορές’ μας έριξαν αυτό που πριν από χρόνια ο Υποδιοικητής Μάρκος είχε ονομάσει ‘χρηματοπιστωτική βόμβα’, και μόνος τρόπος για να προστατευτούμε είναι να την απενεργοποιήσουμε. Μόνο με τη διαγραφή του χρέους γίνεται αυτό.

Όσο όμως τα κρύβει αυτά η αριστερά, ο πολύς κόσμος δεν ασχολείται μαζί της και οι ιστορικές ευκαιρίες χάνονται η μια μετά την άλλη. Όσο η οργανωμένη αριστερά αδρανεί, η λαϊκή αγανάκτηση μένει άσφαιρη και άλλοι δρέπουν τους καρπούς της αποτυχίας του Πασόκ. Η ανεπάρκεια των ηγεσιών έχει απογοητεύσει κι εξοργίσει μεγάλο κομμάτι της αγωνιστικής βάσης. Ο πολλαπλασιασμός ψήφων της Ανταρσίας δίνει μεγάλες ελπίδες, αλλά βέβαια δεν αρκεί· απαραίτητο για ν’ αντισταθούμε στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα είναι να κινητοποιηθούν οι απλοί άνθρωποι, και για να γίνει αυτό σε σωστή κατεύθυνση πρέπει να εξηγηθεί απλά και πειστικά η εναλλακτική πρόταση, ότι η οικονομία δεν ανατάσσεται χωρίς στάση πληρωμών προς τους τραπεζίτες. Πώς όμως να γίνει αυτό όταν η ηγεσία της αριστεράς στρουθοκαμηλίζει; Πολιτικά, το χειρότερο θα είναι αν τυχόν μεθαύριο προχωρήσει σε μια τέτοια στάση πληρωμών, μη μπορώντας ν’ αντιμετωπίσει αλλιώς τη λαϊκή πίεση, μια ενδεχόμενη κυβέρνηση Σαμαρά. Τότε αυτή θα πιστωθεί την επανεκκίνηση της οικονομίας, και θα ελπίζει να εδραιώσει την ηγεμονία της για άγνωστο πόσα χρόνια. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε όσοι από την ηγεσία της αριστεράς διατηρούν έστω κι ελάχιστη αξιοπρέπεια θα πρέπει να κάνουν χαρακίρι.

Όσο κρίσιμη και αν είναι η σημερινή κατάσταση, υπάρχουν πολλά ιστορικά παραδείγματα όπου ένας λαός υπερνικά δυσκολίες που αρχικά έδειχναν να τον ξεπερνούν. Λόγου χάρη, λίγα χρόνια μετά το ξέσπασμά της η Γαλλική Επανάσταση φαινόταν καταδικασμένη. Οι εχθροί, οι μοναρχικοί στρατοί όλης της Ευρώπης, την είχαν περικυκλώσει κι ετοιμάζονταν να προελάσουν ενάντια στην καρδιά της, στο Παρίσι. Αλλά το χειρότερο ήταν ότι είχε μείνει ανυπεράσπιστη, χωρίς στρατιωτική ηγεσία. Οι αξιωματικοί ήταν αριστοκράτες και είχαν οι περισσότεροι περάσει στο αντίπαλο στρατόπεδο, ενώ κανείς δεν ήξερε ποιοί απ’ όσους είχαν μείνει πίσω ήταν αξιόπιστοι. Κοινή πεποίθηση ήταν ότι ο στρατός των δημοκρατικών, βιαστικά φτιαγμένος από ανεκπαίδευτους τεχνίτες, μαγαζάτορες και χωρικούς, θα διαλυόταν στην πρώτη του σύγκρουση με τους σκληροτράχηλους μισθοφόρους των βασιλιάδων, που οδηγούνταν από τους πιο περίφημους στρατηγούς της Ευρώπης. Ξέρουμε τη συνέχεια. Οι χωρικοί και οι μαγαζάτορες, που αγωνίζονταν υπέρ βωμών κι εστιών, πολέμησαν με μαχητικότητα και αυτοθυσία αρκετή για ν’ αναπληρωθεί η έλλειψη πείρας τους. Ήταν πολλοί και αποφασισμένοι, οι αντίπαλοι λίγοι και σχετικά αδιάφοροι. Όταν κερδήθηκε η πρώτη, ασήμαντη, σύγκρουση, η φορά των γεγονότων άλλαξε. Οι νέοι στρατηγοί φτιάχτηκαν μέσα στον ίδιο τον πόλεμο, ξεδιαλέχτηκαν με βάση όχι τα δαχτυλίδια που είχαν πάρει απ’ τον μπαμπά τους, αλλά τη γενναιότητα και την οξυδέρκεια που έδειχναν στη μάχη. Από αυτούς τους άσημους ξεπήδησαν ο Ναπολέοντας και οι θρυλικοί συνεργάτες του που, ανατρέποντας όλα τα προγνωστικά, συνέτριψαν τη μια μετά την άλλη τις στρατιές των ευγενών, έδιωξαν τον εχθρό από τα γαλλικά χώματα και κατέκτησαν την Ευρώπη. Και όλα αυτά τα έκαναν με τον ‘ερασιτεχνικό’ τους στρατό, δείχνοντας την κενότητα των δήθεν συνετών συντηρητικών και ξαναγράφοντας στο μεταξύ την τέχνη του πολέμου.

Η μαζική κινητοποίηση και η ανάδειξη ηγεσιών που αντιλαμβάνονταν την αξία της νίκησαν εκείνους που, ενώ απλώς αναμασούσαν κοινοτοπίες της εποχής, νόμιζαν πως τα ήξεραν όλα. Οι σημερινοί γάλλοι και οι γαλλίδες την θυμούνται καλά αυτή την ιστορία, και είναι κι αυτός ένας λόγος που δεν κάθονται φρόνιμα. Αντίστοιχες εικόνες συναντούμε και σε πολλές άλλες στιγμές όπου η πόλωση της σύγκρουσης και η μαζική κινητοποίηση άλλαξαν τους κανόνες του παιχνιδιού. Κάτι τέτοιο έγινε και στη Ρωσική Επανάσταση, όπου φτιάχτηκε από το τίποτα ο νικηφόρος Κόκκινος Στρατός, αλλά και στην ιστορική εμπειρία του ΕΛΑΣ και άλλων εθνικοαπελευθερωτικών στρατών που αντιμετώπισαν πανίσχυρους κατακτητές. Όπως πολύ παραστατικά δείχνει ο Γιώργος Μαργαρίτης στο τελευταίο του βιβλίο για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και την Κατοχή (Προαγγελία θυελλωδών ανέμων, Βιβλιόραμα 2010), νικητές της Αλβανίας ήταν οι ερασιτέχνες έφεδροι. Αυτοί έμαθαν να πολεμούν αυτοσχεδιάζοντας, και στη συνέχεια, ακριβώς χάρη στο σχολείο των βουνών, έστησαν τον εκπληκτικό λαϊκό στρατό.

Τέτοιο σχολείο είναι σήμερα τα μαζικά κινήματα που αναδύονται στην πόλη, αρκετές φορές και χωρίς βοήθεια από την επίσημη αριστερά. Πολύτιμος χρόνος έχει χαθεί, αλλά όχι ο πόλεμος. Οι βουλευτικές εκλογές που έρχονται αναπόφευκτα, γιατί ο Παπανδρέου δεν μπορεί να συνεχίσει την πολιτική των αλλεπάλληλων μνημονίων, θ’ αναγκάσουν την αριστερά να πάρει θέση. Αν δεν κάνει προμετωπίδα της τη διαγραφή του χρέους, το μόνο σύνθημα που μπορεί να στηρίξει μια εναλλακτική πρόταση, η δημόσια αξιοπιστία της θα καταρρακωθεί. Περίοδος μεγάλων αγώνων αρχίζει, η νομιμοποίηση των κυβερνητικών μέτρων θα κριθεί τελικά στο δρόμο. Η φυγή του Παπανδρέου θα είναι μεγάλη νίκη· ο λαός βρίσκεται πια σ’ επιφυλακή, και μια κυβέρνηση της δεξιάς, ή και συνεργασίας των μνημονιακών δυνάμεων, θα είναι πιο αδύναμη από την τωρινή.

Απατεώνες πολιτικοί, μαφιόζοι τραπεζίτες, κυνικοί καναλάρχες κι εξωνημένοι δημοσιογράφοι που έκαναν πάρτυ όλα αυτά τα χρόνια, στέλνουν το λογαριασμό σε μας. Είναι όμως πανικόβλητοι και διαιρεμένοι, το ίδιο και οι συνεργοί τους σε Βρυξέλλες, Φραγκφούρτη και Ουάσιγκτον. Ούτε και αυτοί δεν έχουν σχέδιο, και πάντως δεν θα τους περάσει. Ποτέ στην ιστορία δεν επιβλήθηκε τέτοια καταρράκωση του βιοτικού επιπέδου ενός λαού χωρίς να έχει προηγηθεί στρατιωτική ήττα ή αντιδημοκρατική εκτροπή, που όμως για διάφορους λόγους (όπως υποστήριξα συνοπτικά αλλού: http://tinyurl.com/22umh39 ) δεν φαίνεται στις σημερινές συνθήκες εύκολη.

Ο ελληνικός λαός ξυπνά, δείχνει την οργή του στην κάλπη και στους δρόμους. Διαγραφή του χρέους. Εξέταση της νομιμότητας όλων των δανειακών συμβάσεων, και του ποιοι έφαγαν τα λεφτά. Κοινωνικοποίηση των ουσιαστικά χρεωκοπημένων τραπεζών. Απαλλαγή απ’ το ευρώ. Επανεκκίνηση της οικονομίας, με μια εθνική αναπτυξιακή πολιτική κινητοποίησης των πόρων που σήμερα αχρηστεύονται –που θα δώσει δουλειά στους άνεργους και θα ξαναζωντανέψει την αγορά. Όλα αυτά μπορούν να γίνουν με εθνικούς πόρους, αν πάψουμε να πληρώνουμε κάθε βδομάδα ένα δις φόρο υποτέλειας στους τραπεζίτες. Αλλά πρέπει επιτέλους η αριστερά να τα ζητήσει, και οργανώνοντας τον κόσμο να τα επιβάλει στην όποια κυβέρνηση. Βοηθώντας επίσης να ενωθεί στη βάση το λαϊκό στρατόπεδο, στις σκληρές μάχες που έτσι και αλλιώς θα δοθούν μέσα στην κοινωνία, και θα γεννήσουν τη νέα συνείδηση και τα νέα στελέχη. Στελέχη που θα είναι απαραίτητα στις επόμενες συγκρούσεις, γιατί βέβαια ο τωρινός πόλεμος θα κρατήσει καιρό, ώσπου να σταθεροποιηθεί ένα άλλο σύστημα που θα είναι είτε πολύ χειρότερο απ’ το σημερινό είτε αρκετά καλύτερο. Η αριστερά που, επιμένοντας να σκέφτεται με όρους εποχών κοινωνικής συναίνεσης, σωπαίνει για όλα αυτά, δεν είναι πια αριστερά.

 

ΠΗΓΗ: ΠΡΙΝ (21 Νοεμβρίου 2010)

 

Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τον admin.

ΠΡΟΣ τον τρίτο ΓΥΡΟ

ΠΡΟΣ τον τρίτο ΓΥΡΟ

 

Του Μιχάλη Βασιλάκη*


 

Τα αποτελέσματα του 2ου γύρου των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, έγιναν όχι αναπάντεχα, αντικείμενο εξαιρετικού πολιτικού ενδιαφέροντος, όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και διεθνώς. Ο κ. Παπανδρέου στην σύνοδο της σοσιαλιστικής διεθνούς «επεδείκνυε» την φωτογράφισή του με  τον κ. Καμίνη στο εκλογικό του κέντρο, ο δε επικεφαλής του Δ.Ν.Τ., σοσιαλιστής Στρός-Καν αποφαινόταν για την φιλομνημονιακή ψήφο του Ελληνικού λαού!!

Στο ίδιο μήκος κύματος συντονίστηκαν όλα σχεδόν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Η επιχείρηση διαστροφής της πραγματικότητας είναι προφανής, όμως στηρίζεται  σε πραγματικά γεγονότα και παραμέτρους που θα συνεχίζουν να σημαδεύουν τις εξελίξεις που πυροδοτούν και πυροδοτούνται από την κρίση, στη δίνη της οποίας βρίσκεται ο λαός και η χώρα.

Η κωδικοποίηση των συμπερασμάτων από πολύπλοκα κοινωνικά φαινόμενα, περιέχει φυσικά πάντα τον κίνδυνο απλουστευτικής ερμηνείας των αντιθέσεων και των αντιφάσεων της κοινωνικής πραγματικότητας. Η εκλογική διαδικασία όμως αυτή καθ’αυτή, είναι και η ίδια κωδικοποιητική διαδικασία της πολύπλοκης πραγματικότητας των κοινωνικών σχέσεων μέσα στις οποίες ο «ψηφοφόρος» ως λειτουργικό τους στοιχείο – συγκροτεί το συνειδησιακό περιεχόμενο της ψήφου του.

Παρά τον κίνδυνο λοιπόν ενός απλουστευτικού αποτελέσματος, θα επιχειρήσουμε αναγκαστικά με δημοσιογραφικούς και όχι αναλυτικούς όρους, μια συνόψιση των πολιτικών συμπερασμάτων του 2ου γύρου των εκλογών.

Ο Παπανδρέου και η κυβέρνησή του απόφυγε την άμεση κατάρρευσή της και πέτυχε προσωρινή πολιτική διάσωση της διαχείρισης του.

Το πολιτικό σύστημα και ειδικά η δικομματική εξουσιαστική του μορφή των μηχανισμών, βρίσκεται σε πλήρη κοινωνική και πολιτική απονομιμοποίηση.

Ανυπαρξία φερέγγυας κοινωνικά και πολιτικά εναλλακτικής πρότασης διεξόδου απέναντι στο μνημόνιο και τη διεθνή αρμοστεία.

Το τελευταίο όχι μόνο καταγράφεται σαν βασικό πολιτικό συμπέρασμα της συγκεκριμένης εκλογικής καταγραφής, αλλά και κύρια αίτια της.

Το ΠΑΣΟΚ του μνημονίου και του Παπανδρέου απόφυγε την πλήρη και άμεση κατάρρευση του στο πρόσωπο του Σγουρού στην περιφέρεια Αττικής, ελλείψει αντιπάλου!

Η αντιμνημονιακή Ν.Δ. του Σαμαρά επίσης, απόφυγε την άμεση και πλήρη κατάρρευση της στα πρόσωπα των Μιχαλολιάκου, Ψωμιάδη και πάλι ελλείψει αντιπάλου!

Όμως ούτε το ένα, ούτε το άλλο μπορούν να επισκιάσουν το φάντασμα του 50% του πρώτου και το 60% του δεύτερου γύρου, που αρνήθηκε την οποιαδήποτε συμβολή του στη πολιτική νομιμοποίηση του μνημονίου και του πολιτικού συστήματος.

Το Μνημόνιο μπορούσε να είχε ανασχεθεί τουλάχιστον σε βασικές πλευρές του από το Δεκέμβρη του 2009 και να καταλήξει σε συγκροτημένη ανατροπή του διαμέσου και των εκλογών στις 7 Νοέμβρη. Αντί για αυτό επελαύνει ένα νέο μνημόνιο ακραία επιθετικό, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, μέσα μάλιστα σε συνθήκες επικίνδυνων διεθνών εξελίξεων, με την κοινωνία και το πολιτικό της σύστημα σε διαδικασίες αποσάθρωσης.

Τα ρήγματα στο στρατόπεδο της άρχουσας τάξης και της παρασιτικής της ηγεμονίας, όχι μόνο δεν έκλεισαν αλλά διευρύνθηκαν με ανάλογες επιπτώσεις στο πολιτικό της στρατόπεδο που επιχειρεί μια ανασυγκρότηση του, με επιδιαιτητή τον νεοφασιστικό πόλο.

Στο χώρο της αριστεράς σαν αποτέλεσμα και των εκλογών, θα ενταθούν οι χωρίς περιεχόμενο ανταγωνιστικές σχέσεις για ηγεμονία, με διαλυτικού χαρακτήρα συνέπειες σε κάθε συγκροτημένη έκφραση του μαζικού λαϊκού και εργατικού κινήματος και στο κίνημα της νεολαίας.

Σε κάθε περίπτωση θα παράγεται μια διαλυτική αποσταθεροποίηση προς ακραίες αντιδραστικές κατευθύνσεις, που θα αναπαράγει και θα επεκτείνει την ξένη ιμπεριαλιστική επικυριαρχία με άγνωστες συνέπειες!

Η κήρυξη του νέου ελληνογερμανικού πολέμου από τον Παπανδρέου ως Πρόεδρου της σοσιαλιστικής διεθνούς, αντανακλά την αποσταθεροποίηση των Αμερικανογερμανικών ισορροπιών μετά τις τελευταίες Αμερικανικές εκλογές και την επικράτηση ακραίων (στα όρια του φασισμού) αντιδραστικών κύκλων στο Αμερικανικό κογκρέσο.

Ουσιαστικά εν όψει και μιας νέας φάσης της παγκόσμιας κρίσης, επανέρχονται στο προσκήνιο οι Αμερικανικοί εκβιασμοί στο γερμανικό ιμπεριαλισμό στο μαλακό του υπογάστριο, για να στηρίξει την Αμερικάνικη ηγεμονία που αναζητά μια αναπροσαρμοσμένη στρατηγική στη θέση της γοργά αναλώσιμης στρατηγικής του Ομπάμα. Η Ελλάδα αντί να αναζητήσει νέους όρους ένταξης της στον παγκόσμιο και ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας στηριγμένη στο λαό της και στις δικές της δυνάμεις, παραδίδεται έρμαιο στους αδυσώπητους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, ως αναλώσιμο υπομόχλιο τους.

Το μέλλον είναι σκοτεινό όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει ήδη συγκροτημένη πρόταση εξουσίας-διεξόδου από τη κρίση, αλλά κύρια γιατί όλες οι συνιστώσες του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, έχουν συνειδητά ή ασυνείδητα στόχευση την καταστροφή κάθε δυνατότητας συγκρότησης μιας τέτοιας προοπτικής.

Σε τέτοιες συνθήκες και με τέτοια αντίληψη το συμπέρασμα Αλαβάνου ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε την πτώχευση είναι φυσιολογικό.

«Αδύνατο να αντιπαρατεθούμε στη πτώχευση στρατηγική του μαυραγοριτισμού. Ελπίζουμε στην δική μας αναγέννηση μέσα από την πτώχευση!!!»

Και όμως τα αποτελέσματα των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, αποτύπωσαν μια εξαιρετικά σημαντική κοινωνική και πολιτική δυναμική στο χώρο του κοινωνικού ΠΑΣΟΚ, που απορρίπτει την θέση του ΛΑΦΥΡΟΥ τόσο του Παπανδρέου και του μνημονίου όσο και της μανιοκαταθλιπτικής φονταμενταλιστικής και αναρχοαυτόνομης αριστεράς.

Τα πολιτικά αποτελέσματα που μπορούσε να παραγάγει αυτή η δυναμική σε στρατηγική συμμαχία με μια πραγματικά επαναστατική και ριζοσπαστική αριστερά ήταν και είναι ικανά να συγκροτήσουν μια ριζοσπαστική δημοκρατική διέξοδο.

Σε αυτή τη κατεύθυνση αγωνιστήκαμε και σε αυτήν τη κατεύθυνση θα επιμένουμε, για να συγκροτηθεί το αντίπαλο δέος στο μνημόνιο, στην αναποτελεσματικότητα, στη κοινωνική διαλυτικότητα, στη πτώχευση, στην αντίδραση και τον ολοκληρωτισμό.

 

* Ο Μιχάλης Βασιλάκης είναι γραμματέας του ΕΑΜ, hhttp://eamgr.wordpress.com

 

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύτηκε στον πατρινό «Ρεπόρτερ», 18-11-2010, σελ. 23.

Η επιβεβαίωση της απαξίωσης της «πολιτικής»

Η επιβεβαίωση της απαξίωσης της «πολιτικής»

 

Του Τάκη Φωτόπουλου


 

Οι ντόπιες και ξένες ελίτ πανηγυρίζουν για τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών, ενώ ο γνωστός «σοσια-ληστής» ηγέτης του ΔΝΤ, όσο και ο δηλώνων «σοσιαλιστής με πατέντα», Γιωργάκης και η Κοινοβουλευτική «Χούντα» του, διακηρύσσουν ότι τα αποτελέσματα των εκλογών νομιμοποίησαν τα ληστρικά μέτρα. Ο θρασύτατος μάλιστα Ντομινίκ Στρος Καν θριαμβολόγησε για τη νίκη της «αριστεράς» στην Ελλάδα (δηλαδή της Χούντας και των «αριστερών» δεκανικιών της στην Δημοκρατική Αριστερά, τους Οικολόγους-Πράσινους και τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ) δηλώνοντας με θαυμασμό:

«Δεν έχει ποτέ συμβεί, παρά το τόσο σκληρό πρόγραμμα που οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να υποστηρίξουν, το να γίνει κατανοητό στον πληθυσμό ότι ήταν αναγκαίο και αυτός τελικά να υποστηρίξει στην πλειοψηφία του την υπάρχουσα κυβέρνηση». Και, πράγματι, από όπου πέρασε το ΔΝΤ και εφάρμοσε ακόμη και ηπιότερα μέτρα από αυτά της δικής μας Χούντας, οι λαοί τελικά τους «πήραν με τις πέτρες»: από την Ουγγαρία που μαύρισε τους αντίστοιχους «σοσιαλιστές», μέχρι την Αργεντινή όπου η Χούντα και το ΔΝΤ φυγαδεύονταν με ελικόπτερα [1].

Όσοι λοιπόν ισχυρίζονται ότι ο Ελληνικός λαός ενέκρινε τα μέτρα και τη κατεδάφιση ιστορικών κοινωνικών κατακτήσεων, πρέπει επίσης να δεχθούν ότι ζούμε σε μια παρωδία «δημοκρατίας» όπου αυτό που περνά για πολιτική όχι μόνο δεν έχει καμιά σχέση με την κλασική έννοια της Πολιτικής ως της συλλογικής αυτο-διεύθυνσης των πολιτών, αλλά ούτε καν πληροί τα κριτήρια μιας αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» (που δεν έχει βέβαια σχέση με πραγματική δημοκρατία). Και αυτό, διότι η όλη διαδικασία για να περάσουν τα  κτηνώδη μέτρα που θα γονατίσουν τα λαϊκά στρώματα για δεκαετίες, στηρίχθηκε σε μια σειρά από απάτες. Δηλαδή:

α) Στην αρχική κατάφωρη εξαπάτηση του εκλογικού σώματος, όπου ένα «σοσιαλιστικό» κόμμα εκλέχθηκε για να εφαρμόσει πρόγραμμα που ήταν εντελώς αντίθετο αυτού που εφάρμοσε μετεκλογικά.

β) Στη συνακόλουθη απάτη ότι η κυβέρνηση, (η οποία επάξια απέκτησε τον τίτλο της Χούντας όταν δεν τόλμησε να φέρει σε δημοψήφισμα μέτρα που αλλάζουν δραματικά το κοινωνικό-οικονομικό τοπίο) δήθεν δεν ήξερε το μέγεθος της κρίσης και των απαιτούμενων μέτρων.

γ) Στο χοντρό ψέμα που υιοθέτησε όλο το κατεστημένο ότι το Μνημόνιο (ή κάποια παραλλαγή του) αποτελούσε μονόδρομο «για να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις», όταν ακόμη και η Πορτογαλέζικη ελίτ συζητά την πιθανότητα εξόδου από την Ευρωζώνη, ακριβώς για να αποφύγει τον Ελληνικό «μονόδρομο», ενώ οι Ιρλανδοί, με διπλάσιο έλλειμμα απο εμάς, αγωνίζονται μέχρι την τελευταία στιγμή να μην εκχωρήσουν κυριαρχία, δηλώνοντας για τους δικούς μας ξεδιάντροπους πολιτικάντηδες «εμείς δεν είμαστε Ελλάδα»! Φυσικά, όλα αυτά δεν εμπόδισαν συγγραφείς μας να δηλώνουν, με τον τουπέ «σοφού», ότι, αφού…δεν διακυβευόντουσαν κρίσιμα ζητήματα, θα ψήφιζαν «πρόσωπα»[2] («κατά σύμπτωση» υποστηριζόμενα απο τη Χούντα), ενώ «κομουνιστές» μουσικοσυνθέτες δεν έχουν πρόβλημα να «τιμώνται» απο μέλη της Χούντας με επί κεφαλής τον θρασύτατο υπαρχηγό της, ενισχύοντας την εικόνα της «κανονικότητας» που καλλιεργούν τα ημι-ολοκληρωτικά κρατικά κανάλια![3]

δ) Στην ολοκλήρωση της απάτης με τους αρχηγούς της Χούντας και του ΔΝΤ να ισχυρίζονται ότι τα κτηνώδη μέτρα εγκρίθηκαν από τον λαό, όταν στην πραγματικότητα, αν υπολογιστεί η αποχή/άκυρο/λευκό, οι εκλεκτοί της Χούντας εκλέχθηκαν από το 15% με 20% των πολιτών. Με άλλα λόγια, το Μνημόνιο της τρόικας και των υποτελών της  εγκρίθηκε άμεσα από λιγότερο από το 1/5 του  λαού ή, έμμεσα (αν συνυπολογίσουμε τις ψήφους των Ευρωπαϊστών στα κόμματα εξουσίας και τα δεκανίκια τους) απο κάτι παραπάνω απο το 1/3 των πολιτών. Το γεγονός επομένως ότι, όπως έδειξε σχετική δημοσκόπηση,[4] το 75% των πολιτών είναι εναντίον του Μνημονίου, φανερώνει πως το μεγαλύτερο τμήμα της αποχής/άκυρου  εκφράζει συνειδητή απαξίωση όχι μόνο του Μνημονίου αλλά και αυτού που περνά για «πολιτική». Tο ίδιο έδειξαν και οι μεγαλειώδεις διαδηλώσεις για την επέτειο του Πολυτεχνείου  που πήραν σαφώς αντι-Χουντικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και η Χούντα προσπάθησε να τις συντρίψει με χημικά και δακρυγόνα.

 Συμπερασματικά, μόνο ένα δημοψήφισμα, (όχι βέβαια Χουντικό!), θα μπορούσε να νομιμοποιήσει τα μέτρα ― ούτε καν οι εκλογές που θα στόχευαν απλά να παγιδεύσουν πάλι το εκλογικό σώμα σε ψευτο-επιλογές μεταξύ Μανολιών με διαφορετικά ρούχα…

 

ΥΓ. Σε άρθρο μέλους του ΚΣ της ΚΝΕ (Ριζοσπάστης, 14/11/2010) η ανάλυσή μου για την κρίση και την εναλλακτική λύση «τσουβαλιάζεται» μαζί με άσχετες ή και σαφώς ρεφορμιστικές αναλύσεις με τις οποίες κονταροχτυπιέται. Εάν η άποψη αυτή εκφράζει τη γραμμή του κόμματος, τότε, θα πρόκειται για σαφή (και θλιβερή) διαστρέβλωση των απόψεών μου. Όσον αφορά στο ερώτημα αν είναι δυνατόν συνεργάτες αστικών εφημερίδων να εκφράζουν μια συνεπή αντικαπιταλιστική γραμμή θα έπρεπε ο συντάκτης καλύτερα να ρωτήσει τον … Μαρξ για αυτό!

 

ΠΗΓΗ: Ελευθεροτυπία (20 Νοέμβρη 2010)


[1] Βλ. Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, (Γόρδιος, Νοέμ.2010), κεφ.10.

[2]  Βλ. «αυτο-συνέντευξη» Γ. Γραμματικάκη, Κυριακάτικη «Ε» (7/11/2010).

[3]  Βλ. τρέιλερ για την αποψινή εκπομπή της ΕΡΤ, «Στην υγειά μας».

[4]  Βλ. δημοσκόπηση Γιάννη Μαυρή για το κανάλι «ΣΚΑΪ».