Αρχείο κατηγορίας Φιλοσοφία και Πολιτική

Σύγχρονο «κράτος έκτακτης ανάγκης» Ι

Θέσεις για το σύγχρονο «κράτος έκτακτης ανάγκης»

 

Του Δημήτρη Μπελαντή

 

* Το σύγχρονο «Κράτος Έκτακτης Ανάγκης» αποτελεί μια οξυμένη μορφή της μεταδημοκρατικής-νεοφιλελεύθερης μορφής κράτους (Κόλιν Κράουτς, 2006)  ως ειδικότερης εκδήλωσης του μονοπωλιακού αστικού κράτους. Ήδη στην μεταδημοκρατική μορφή κράτους (από το 1980 μέχρι και σήμερα), παύουν να διακρίνονται τα προγράμματα των αστικών κομμάτων εξουσίας ως καθαρές εναλλακτικές των μορφών ενσωμάτωσης των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων στον αστικό συνασπισμό εξουσίας – με την έννοια ενός πιο νεοφιλελεύθερου πόλου από τη μια, και ενός πιο φιλοκοινωνικού-σοσιαλδημοκρατικού πόλου από την άλλη.

Πρόκειται  πλέον για μια μεταηγεμονική μορφή. Στην μεταδημοκρατική μορφή κράτους παύει, επίσης, να λειτουργεί η ηγεμονία μέσα από την παραχώρηση «δικαιωμάτων» και ικανοποίηση άμεσων συμφερόντων των λαϊκών τάξεων. Η μεταδημοκρατική μορφή αρχίζει στις αρχές της δεκαετίας 1980 (στην Ελλάδα μετά το 1989). Παύουν, λοιπόν, να υφίστανται κλασικές προγραμματικές διαφορές των κομμάτων εξουσίας, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στην κλασική κεϋνσιανή-φορντιστική περίοδο.

* Παρ’όλα αυτά, στην μεταδημοκρατική περίοδο, και ως την όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης (2008), λειτουργούν ακόμη δευτερεύουσες διαφορές διαχείρισης της συναίνεσης, με την έννοια των επιμέρους παραχωρήσεων σε τμήματα των λαϊκών τάξεων και της επιβράδυνσης, σε ορισμένες φάσεις, της αναδιάρθρωσης των καπιταλιστικών σχέσεων (νεοφιλελεύθερος κορπορατισμός).

* Ήδη στην μεταδημοκρατική περίοδο, το κράτος από κράτος–διαιτητής συμφερόντων μετατρέπεται σε κράτος–επιτελείο της αναδιάρθρωσης και οργανωτή της επίθεσης στα λαικά και εργατικά κοινωνικά συμφέροντα με απαρχή τον θατσερισμό και ρηγκανισμό. Γίνεται το «ευέλικτο» κράτος που αποχωρίζεται από τον προνοιακό και επιχειρηματικό χαρακτήρα του και αποδίδει στους ιδιώτες τον δημόσιο οικονομικό τομέα του σταδιακά. Επίσης, αρχίζει να καταργεί συστηματικά τις μορφές κοινωνικής προστασίας.

* Με την επιβολή του Κράτους Έκτακτης Ανάγκης (στην Ελλάδα από το 2010 και εξής)  έχουμε μια αντιστροφή κατεύθυνσης των αυταρχικών μεθόδων που είχαν χρησιμοποιηθεί για την επιβολή του φορντιστικού παραδείγματος. Τώρα, αντίστοιχες  αυταρχικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται σε εθνικό αλλά και περιφερειακό επίπεδο (Ε.Ε.) για την πλήρη νεοφιλελεύθερη θεσμοποίηση του κράτους. Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο αντί-New Deal σε χαγιεκιανή κατεύθυνση, για έναν ολοκληρωμένο χαγιεκιανό κρατισμό. To οικονομικό κράτος έκτακτης ανάγκης του Ρούζβελτ (πρβλ. και Clinton Rossiter, 1947) βρίσκει το αντίστοιχο/αντίθετό του στο οικονομικό κράτος έκτακτης ανάγκης του Χάγιεκ. Όλη η ευθύνη για την επιβίωση μετακυλίεται από το κράτος και το κεφάλαιο στον μισθωτό εργαζόμενο.

* Ενώ στην πρώιμη μεταδημοκρατική περίοδο, παρά τις διαδοχικές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις-απαντήσεις στην κρίση του 1973, ο συνταγματικός κανόνας διατηρούσε μια ορισμένη ρυθμισιμότητα των κοινωνικών σχέσεων και, άρα, διασώζονται ορισμένες σταθερές της φορντιστικής περιόδου, τώρα ο κανόνας της έκτακτης ανάγκης απονομιμοποιεί πλήρως την νομική ρύθμιση του κοινωνικού κράτους (legalization of the delegalisation). Κανόνας γίνεται η εξαίρεση της οικονομικής και κοινωνικής ρύθμισης. Έχουμε μια ανατροπή των παλαιών αναβλητικών συνταγματικών συμβιβασμών, χάριν των οποίων θεσπίστηκαν οι μορφές του συνδικαλισμού, της εργατικής διεκδίκησης και των κοινωνικών-εργασιακών συμφερόντων. Αυτοί οι συμβιβασμοί θα ίσχυαν όσο δεν άλλαζε ριζικά ο ταξικός συσχετισμός δύναμης. Στην ουσία αλλάζει ο «κυρίαρχος» (Καρλ Σμιτ, 1928). Ο «κυρίαρχος» δεν είναι πλέον η συνισταμένη των ταξικών βουλήσεων, έστω με υπεροχή του κεφαλαίου, αλλά η καθαρή ταξική βούληση του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Με αυτήν την έννοια έχουμε μια καταστρατήγηση της συνταγματικής μορφής – εκείνες οι ρυθμίσεις/«δικαιώματα» που αφορούν την ελεύθερη επιχείρηση αποκτούν «απόλυτη» προστασία, ενώ αυτές που αφορούν την κοινωνική προστασία παύουν να έχουν ρυθμιστική δύναμη λόγω της «έκτακτης ανάγκης» της δημοσιονομικής κρίσης. Παρατηρείται λοιπόν ένας δυισμός της  συνταγματικής μορφής, ο οποίος συνιστά μια καλυμμένη μορφή του άρθρου 48 («κατάσταση πολιορκίας). Στην ουσία οι διατάξεις που αφορούν την συνδικαλιστική και κοινωνική προστασία αναστέλλονται, ωσότου γυρίσουμε σε κάποια «οικονομική ομαλότητα» και για αόριστο στην πραγματικότητα χρόνο.

* Το οικονομικό «κράτος έκτακτης ανάγκης» επιφέρει ριζικές ανακατατάξεις στη λειτουργία των κομμάτων. Τα αστικά κόμματα εξουσίας παύουν να λειτουργούν σε πολύ μεγάλο βαθμό  ως φορείς  μεταβίβασης αιτημάτων των κάτω προς τους πάνω. Παύουν να έχουν οποιαδήποτε αυτονομία από τον κρατικό εκτελεστικό μηχανισμό, εθνικό ή και διεθνή/ περιφερειακό («το υπερκράτος της ΕΕ»). Ο εκτελεστικός μηχανισμός παύει να είναι «κομματοκρατούμενος», ενώ αντίστοιχα τα αστικά κόμματα εξουσίας κρατικοποιούνται πλήρως. Βεβαίως, πάντοτε ο αστικός κρατικός μηχανισμός ως σύνολο  ήταν αυτός που χάραζε την ηγεμονική γραμμή – υπάρχει όμως τώρα μια βασική διαφορά: αφαιρούνται από τα κόμματα τα μέσα οργάνωσης της κοινωνικής ενσωμάτωσης  και διαμεσολάβησης στην κεντρική ηγεμονική γραμμή. Αυτό επιφέρει μια οξύτατη κρίση των αστικών κομμάτων εξουσίας και δημιουργεί την ανάγκη μιας κομματικής περιφέρειας που θα διατηρεί μια ορισμένη σχέση ακόμη με μη αστικά κοινωνικά συμφέροντα (π.χ. «Δημοκρατική Αριστερά» στην Ελλάδα).  Επίσης, άλλο ένα σύμπτωμα της οξύτατης κομματικής κρίσης είναι η απόλυτη εξάρτηση των κομμάτων εξουσίας από την εσωτερική και διεθνή (ιμπεριαλιστική)  εκτελεστική εξουσία. Κλασικό παράδειγμα είναι  η εξαναγκαστική τους συμμετοχή σε ένα συγκυβερνητικό μπλοκ όπως στην Ελλάδα με την κυβέρνηση Παπαδήμου. Αυτός που αποφασίζει την συγκυβέρνηση είναι το εγχώριο και ιδίως το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο και οι μηχανισμοί του εκτελεστικού στην Ελλάδα και στην Ευρωπαική  Ένωση. Μηχανισμοί του εκτελεστικού, οι οποίοι δεν διαθέτουν πια καμία δημοκρατική νομιμοποίηση.

* Ένα ακόμη σημαντικό σύμπτωμα του Κράτους Έκτακτης Ανάγκης είναι η σημαντική υποβάθμιση της όποιας  σχετικής αυτονομίας  του καπιταλιστικού κράτους έναντι  των κυρίαρχων τραπεζικών και χρηματιστικών συμφερόντων, αλλά και του κεφαλαίου συνολικά. Όπως και σε παλαιότερες κοινωνικές και πολιτικές συγκυρίες κρίσης (π.χ. στην Βαϊμάρη του 1920-1930) η ένταση της ταξικής σύγκρουσης και η μείωση των εναλλακτικών προτάσεων εξουσίας (αποβολή κάθε φιλολαικής αντιπρότασης)  συσπειρώνει τις μερίδες του κεφαλαίου στην πιο σκληρή επιθετική γραμμή και μειώνει την δυνατότητα του κράτους ως επιδιαιτητικού/κορπορατιστικού  μηχανισμού. Το «όλοι γύρω από μια γραμμή» δηλώνει  την  όλο και μεγαλύτερη ομογενοποίηση των αστικών συμφερόντων γύρω από τα επίδικα ζητήματα του κοινωνικού μετώπου  και την πλήρη ταύτιση του κρατικού μηχανισμού με αυτά, ακόμη και στην πιο βραχυπρόθεσμη και κοντόφθαλμη μορφή τους. Με αυτήν την έννοια, η σχετική αυτονομία του καπιταλιστικού κράτους έναντι των καπιταλιστών  συστέλλεται, και ακόμη περισσότερο μειώνεται η σχετική αυτονομία των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους έναντι του καταναγκαστικού διοικητικού μηχανισμού, που έχει την μπαγκέτα του κράτους – σε – κρίση.

* Η συγκρότηση του Κράτους Έκτακτης Ανάγκης στη σύγχρονή του μορφή σημαίνει και την στροφή σε «σκληρότερα» ιδεολογικά υποσύνολα, τα οποία παρεκκλίνουν από την κλασσική κοινοβουλευτική και φιλελεύθερη/ δημοκρατική  ιδεολογία. Από όλες τις πλευρές ακούμε ότι η περίσσεια δημοκρατία  βλάπτει και ότι  ήταν αυτή που μας έφερε ως εδώ.  Η περιφρόνηση προς τα λαϊκά και εργαζόμενα στρώματα και τάξεις και τις ανάγκες τους πάει μαζί με έναν ψοφοδεή εθνικισμό, αλλά και με έναν «ρεαλιστικό» κοσμοπολιτισμό, σαν να περιμένουμε όλοι μας την σωτηρία από τους δανειστές μας. Η λογική ότι η κυριαρχία πρέπει να πηγάζει από την πλειοψηφία προβοκάρεται και λοιδωρείται καθημερινά. Από τα ΜΜΕ προκύπτει ως αυτονόητο ότι η «γραμμή της τρόικας» σχηματίζει τις πλειοψηφίες και δεν οφείλει να υπακούει σε καμία εσωτερική διαφορετική πλειοψηφία. Η συλλογιστική αυτή, σύμφωνα με την οποία η «τρόικα» και τα συμφέροντα των τραπεζών θα έπρεπε να καθορίζουν την πολιτική γραμμή όλων των κομμάτων, είναι μια γραμμή πολιτικά ολοκληρωτική και θυμίζει έντονα την γραμμή του εκφασισμού στην Γερμανία του τέλους του ’20 και των αρχών του ’30.

* Ακόμη, η ομογενοποίηση της πολιτικής γύρω από τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου φέρνει και τον επιθανάτιο ρόγχο του κλασικού κοινοβουλευτισμού. Το κοινοβούλιο από χώρος διαλόγου των εκπροσώπων της άρχουσας τάξης τον 19ο αιώνα και από χώρος ρύθμισης αντικρουόμενων συμφερόντων τον 20ο αιώνα γίνεται τώρα πεδίο επικύρωσης των πιο «σκληρών» επιταγών του κεφαλαίου και μάλιστα με έναν τρόπο που φιμώνει και πετά εκτός κοινοβουλευτικής συναίνεσης όλες τις αντίθετες φωνές (βλ. διαγραφές από το ΠΑΣΟΚ το 2010-2011 κλπ). Παρατηρούμε  ότι ένα τόσο ομοιογενές και αντιδημοκρατικό κοινοβούλιο ουδέποτε λειτούργησε μετά το 1974 στην Ελλάδα παρά μόνο τώρα υπό συνθήκες «έκτακτης ανάγκης». Και ας μην μας πουν ότι και μόνη η λειτουργία του κοινοβουλίου είναι απόδειξη της λειτουργίας της δημοκρατίας. Οι ΗΠΑ επί Μπους Jr, με την κοινωνία φιμωμένη από μια υπεραυταρχική νομοθεσία όπως ο Πατριωτικός Νόμος, ήταν τυπικά ένα δημοκρατικό συνταγματικό  κράτος, ενώ την ίδια στιγμή προβλέπονταν κρατήσεις χωρίς σύλληψη και  έκτακτα στρατοδικεία για τους τρομοκράτες. Αλλά και ο ίδιος ο Μουσολίνι διατήρησε το κοινοβούλιο ως τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Τα συμπτώματα είναι σαφή: ο τρόπος που επιβλήθηκε η κυβέρνηση Παπαδήμου και η κυβέρνηση Μόντι από τους γερμανικούς, ευρω-ενωσιακούς και ντόπιους καπιταλιστικούς κύκλους δείχνει καθαρά ότι οι κυβερνήσεις αυτές τύποις απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης της Βουλής ενώ στην πραγματικότητα απολαμβάνουν κυρίως της εμπιστοσύνης των χρηματιστικών κεφαλαιακών ομίλων.

* Η υποχώρηση του κοινοβουλευτισμού θα επιφέρει σε κάθε περίπτωση σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο μια στρατιωτικοποίηση και εμβάθυνση των μεθόδων κρατικής καταστολής. Ήδη οι φήμες για εκπαίδευση  του στρατού προς την μορφή της καταστολής εσωτερικών ταραχών δείχνουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Ούτως ή άλλως, θα γίνει μια προσπάθεια να στιγματιστούν ως «ακραίες» ή φιλοτρομοκρατικές οι κοινωνικές αντιστάσεις που θα αναπτυχθούν κατά των λαμβανομένων μέτρων. Αλλά και η επιστράτευση φασιστικών και παρακρατικών στοιχείων μοιάζει να είναι ιδιαίτερα πιθανή. Εδώ δεν μιλάμε για μια ήσσοννα προσαρμογή, αλλά για μια απόπειρα  να μπουν σε βιοπολιτική συνθήκη εξαθλίωσης πλειοψηφικά τμήματα του πληθυσμού και για δεκαετίες με την διάλυση ουσιαστικά και αυτής της σχηματικά οριζόμενης ως «μεσαίας  τάξης». Άρα, ο κοινωνικός αντίκτυπος θα υπάρξει και θα είναι μακροχρόνιος. Κρίσιμο ρόλο θα παίξει η πολιτική γραμμή της Αριστεράς και των συνδικάτων προς μια μετωπική κοινωνικοπολιτική συγκρότηση κατά της επιθετικής γραμμής του κεφαλαίου.

* Αυτό που ακόμη δεν είναι προφανές είναι η τελική  μορφή που θα πάρει η ταξική πάλη των κάτω  και ο κοινωνικός ανταγωνισμός υπό το Κράτος Έκτακτης Ανάγκης. Τόσο οι περυσινές κινητοποιήσεις των «πλατειών» όσο και ακόμη περισσότερο οι ανά χώρους κινητοποιήσεις – η Χαλυβουργική, το ΑΛΤΕΡ,  οι συσπειρώσεις στις 24ωρες απεργίες που κηρύσσει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία –, δείχνουν ότι ο αγώνας θα είναι μακροχρόνιος και σκληρός.

 

ΠΗΓΗ: 3 February 2012,  Red Notebook

Δημοκρατία και δουλεία

Δημοκρατία και δουλεία

Του Νικήτα Χιωτίνη*

 
 
 
 
Θα αναφερθούμε μόνο στην Ελλάδα, αν και αυτά που θα πούμε ισχύουν παγκοσμίως. Έχει επικρατήσει λοιπόν η άποψη πως στην Αρχαία Ελλάδα υπήρχε ο θεσμός της δουλείας και ότι ο θεσμός αυτός στη σημερινή εποχή έχει καταργηθεί. Ας δούμε όμως τα πράγματα λίγο πιο προσεκτικά:

Ας πάρουμε παράδειγμα την αρχαία Αθήνα. Η Αθήνα λοιπόν κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα είχε περίπου 300.000 κατοίκους. Από αυτούς περίπου 100.000 ήταν πολίτες, οι υπόλοιποι μέτοικοι και δούλοι. Θεσμοθετημένοι δηλαδή ως μέτοικοι και δούλοι. Ας πούμε ήταν όλοι «δούλοι». Η ουσιαστική διαφορά δούλων και πολιτών, ήταν ότι οι δούλοι δεν δικαιούνται να συμμετέχουν στα κοινά, στην «πολιτική». Κατά τ’ άλλα, υπάρχουν αδιάψευστα στοιχεία ότι εργάζονταν επί πληρωμή, μάλιστα ενίοτε τεχνίτες που ήταν δούλοι,  είχαν υπό τις εντολές τους πολίτες – λ.χ. στην κατασκευή της Ακροπόλεως. Οι πολίτες ασχολούντο όλοι με την πολιτική. Ο Περικλής στον «Επιτάφιό» του αναφέρει πως θεωρούνται άχρηστοι όσοι δεν ασχολούνται με τα κοινά. Κάθε πολίτης, διά κλήρου και δι’ άλλων δημοκρατικών μεθόδων, μπορούσε να αναλάβει για ένα τουλάχιστον  έτος άρχοντας της Πόλεως. Δηλαδή ένας στους τρείς συμμετείχε ουσιαστικώς στη διοίκηση της πόλης-κράτους των Αθηνών. Στις υπόλοιπες πόλεις δεν υπήρχε τέτοιου είδους δημοκρατία, κατ’ ουσίαν όμως τα πράγματα  δεν διέφεραν δραματικώς.

● Σήμερα είναι σαφές πως στη διοίκηση των κρατών, στη διαχείριση των κοινών δηλαδή, δεν συμμετέχει ένας στους τρείς. Το ποσοστό των ασχολουμένων με την οργάνωση και διαχείριση των κοινών,  ίσως φαίνεται δύσκολο να εκτιμηθεί, δεδομένου του ισχυρισμού ότι όλοι συμμετέχουμε δι’ αντιπροσώπων, στο σύστημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αφήνω κατά μέρος τους λόγους που ψηφίζουν, όσοι ψηφίζουν, τον ένα ή τον άλλον «αντιπρόσωπο» (σε λίγο ενδεχομένως να  είναι και η Τζούλια). Αφήνω κατά μέρος και το ρόλο της προπαγάνδας και του τρόπου πληροφόρησης των «πολιτών», για να διαλέξουν τους «αντιπροσώπους» τους,  και  κάνω άλμα στην λεγόμενη μεταπολιτευτική Ελλάδα, για να μην μακρηγορήσω: ο «εθνάρχης» Κ.Καραμανλής είχε θριαμβευτικώς διαπιστώσει και ανακοινώσει, πως «στην πολιτική γίνονται πράγματα που δεν λέγονται και λέγονται πράγματα που δεν γίνονται». Αυτή δε η ρήση έγινε αποδεκτή ως διατυπωθείσα  σοφία,  που  όχι μόνο αποτελεί  αποδεκτή πραγματικότητα, αλλά και θεωρήθηκε πως έτσι πρέπει να γίνεται. Πολιτική, λοιπόν, κεκλεισμένων των θυρών. Η τάξη των πολιτικών, που υποτίθεται λειτουργεί και αποφασίζει για το λαό, δρα ερήμην του λαού  και μυστικά.
 
Ας  υπολογίσουμε λοιπόν εδώ το ποσοστό συμμετοχής των «πολιτών» στα κοινά, να δούμε πότε υπήρχαν περισσότεροι  δούλοι. Αφήστε που και αυτή η τάξη των «πολιτικών», είναι καταδήλως μικρότερη και διαφορετική από αυτή που φαίνεται. Είναι γεγονός ότι μόνο στην Ελλάδα, αν κάποιος «βουλευτής» (εκ του «βουλεύομαι») ψηφίσει εκτός «μαντριού» γίνεται θέμα. Άρα γιατί   υπάρχει και τι ρόλο παίζει με την παρουσία του; Μη ξεχνάμε άλλωστε πως έχουμε χάσει και τη διάκριση των εξουσιών, όπου εκτελεστική και νομοθετική εξουσία έχουν μπερδευτεί, η δε δικαστική εξουσία καταφανώς χωλαίνει, ιδιαιτέρως όταν έχει να κάνει με την εκτελεστικο-νομοθετική:  μόνο στην Ελλάδα «οι πολιτικοί δεν δικάζονται, πάνε σπίτι τους» (ρήση «εθνάρχη» Καραμανλή), αν και τώρα ούτε δικάζονται ούτε στο σπίτι τους πάνε. Έχουμε χάσει πλέον το νόημα των λέξεων και των λειτουργιών, της δημοκρατίας, της αντιπροσώπευσης και του πολίτη,  σχεδόν θεσμικώς. Θριαμβεύει – και αυτό παγκοσμίως – η μυστική πολιτική, μέσω λεσχών – Μπιλντεμπεργκ, τεκτονικών οργανώσεων, τραπεζών και αγορών-επενδυτών φανταστικού χρήματος, κ.λ.π.

● ως λαός παραλληλιζόμαστε με τον βάτραχο που αν τον ρίξουμε σε νερό που βράζει θα πεταχτεί έξω να γλιτώσει, αν τον βάλουμε σε κρύο νερό που σιγά-σιγά θα αρχίσουμε να ζεσταίνουμε, θα τον κάνουμε σούπα χωρίς να το καταλάβει. Αποδεχόμαστε οι πολιτικοί μας να πλουτίζουν αδιαφανώς, καταπίνοντας αδιαμαρτύρητα το δήθεν πόθεν έσχες της δήθεν Βουλής (δήθεν, διότι καταδήλως δεν βουλεύεται: άλλοι βουλεύονται γι’ αυτήν). Αποδεχόμαστε αδιαμαρτύρητα τα ψέματα των πολιτικών, όσο χονδροειδή  και αν είναι αυτά – προφανώς ανατρέχοντας στο λεχθέν υπό του «εθνάρχη» ότι «στην πολιτική γίνονται πράγματα που δεν λέγονται και λέγονται πράγματα που δεν γίνονται», αλλά και για να μη «γίνει μακελειό», όπως ελέχθη προσφάτως από υπουργό που διεκδικεί να γίνει πρωθυπουργός. Αποδεχόμαστε υπουργοί της κυβέρνησης, που επίσης θέλουν να γίνουν πρωθυπουργοί, να μη διαβάζουν τι ψηφίζουν,  γιατί είχαν άλλες δουλειές – κατά δήλωσή τους – όπως πρώην μακαριστός Αρχιεπίσκοπος έλεγε πως δεν ήξερε περί χούντας γιατί τότε διάβαζε για το Πανεπιστήμιο. Αποδεχόμαστε τον πλήρη εξευτελισμό μας, δηλαδή την εξαφάνισή μας ως άτομα με αξιοπρέπεια και ως μέρος μιας συλλογικής πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας, χωρίς να δείχνει κανείς να νοιάζεται γι’ αυτό το τελευταίο, ούτε και να κατανοεί τι σημαίνει. Και όλα αυτά σταδιακώς, σαν τον βάτραχο που γίνεται βραστός. Αυτά που συντελούνται αυτή τη στιγμή είναι απίστευτα για τους στοιχειωδώς νοήμονες:

1. έχουμε κυβέρνηση εμμέσως εκλεγμένη: ψηφίσαμε όχι κυβέρνηση, αλλά αυτούς που θα ψήφιζαν την κυβέρνηση! Δεν ξέρω αν αυτό μπορούμε, τραβώντας το από τα μαλλιά, να το χαρακτηρίσουμε νόμιμο και «συνταγματικό» (σίγουρα δεν είναι ηθικό, αν και «ότι είναι νόμιμο είναι και ηθικό», κατά δήλωση πρώην υπουργού), αλλά σε κάθε περίπτωση η παρούσα κυβέρνηση είναι  καταδήλως σε αναντιστοιχία με το λαό, ο δε Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν κάνει τίποτε γι’ αυτό (ενώ υποτίθεται πως εκ θέσεως διαφυλάττει την επιταγή του Συντάγματος περί της ανάγκης τέτοιας αντιστοιχίας).

2. όλοι κατανοούν πως το οικονομικό πρόβλημα έχει να κάνει με τον τρόπο της κερδοσκοπικής λειτουργίας των τραπεζών και της διαπλοκής τους με τους «επενδυτές». Όμως τρία κόμματα της δήθεν Βουλής,  όρισαν διαπραγματευτή με αυτούς, έναν εξ επαγγέλματος τραπεζίτη. Μπορεί όμως ο τραπεζίτης να αντιστρατευτεί τα συμφέροντα των τραπεζών; (Το ίδιο έγινε άλλωστε και στην Ιταλία).

3. Μη ξεχνάμε και κάποιες παράπλευρες ενέργειες – όπως λέμε παράπλευρες απώλειες-  της νέας μας κυβέρνησης, με συμφωνία πάντοτε τριών κομμάτων (διαφορετικών τώρα, αλλά τι μανία αυτή η τάση προς τα τρία): αποποινικοποιεί τη χρήση ναρκωτικών ουσιών – των «ελαφρών» – αγνοώντας πως όπου απελευθερώθηκαν τα «ελαφρά» αυξήθηκαν οι χρήστες των «βαρέων»  κατά 250% και αγνοώντας πως όλοι οι σημερινοί χρήστες είναι εναντίον αυτού του μέτρου. Παραπέμπω εδώ στη κριτική που κάνει το ΚΚΕ επ’ αυτού, κριτική με την οποίαν και συμφωνώ απολύτως.

4. Συνεχώς μας απειλούν περί «πτώχευσης», περί δραχμής, περί εξόδου από την «Ε».Ε.  («Ενωμένη» Ευρώπη).  Πόσοι από μας ξέρουν τι ακριβώς σημαίνουν όλα αυτά; Πόσοι γνωρίζουν πως έχει δηλωθεί από την Μέρκελ  ότι τα δάνεια που θα πάρουμε θα είναι μόνο για να ξεπληρώνουμε τα δάνειά μας , δηλαδή πως δανειζόμαστε για να πληρώνουμε τους δανειστές μας και για τίποτε άλλο; Πόσοι γνωρίζουν πως σταδιακά (σαν το βράσιμο του βατράχου) οι «πολιτικοί» μας διέλυσαν τον παραγωγικό ιστό της χώρας, γεωργία, υφαντουργία, ναυπηγικό και ναυπηγικοεπισκευαστικό κλάδο, κ.λ.π. και απαγόρευσαν κάθε άλλη βιομηχανική ανάπτυξη, π.χ. αυτοκινητοβιομηχανιών,  χάριν πρόσκαιρων και καταδήλως εκ του πονηρού επιδοτήσεων; Πόσοι γνωρίζουν πως έχουμε μπει σε μια απίστευτη περιπέτεια, που κατά δήλωση ακόμα και τραπεζιτών θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει, για να κατορθώσουμε να είμαστε σε 20 χρόνια όπως είμαστε προτού μπούμε σε αυτήν;

5. Και αν τα γνωρίζουμε όλα αυτά – που δεν τα γνωρίζει παραπάνω από το 1% του πληθυσμού (και πολλούς λέω) – τι κάνουμε; Απληροφόρητοι, θεσμικώς αδύναμοι στο να κάνουμε οτιδήποτε, ανίκανοι να αντιδράσουμε – θα βοηθήσει άλλωστε γι’ αυτό και η αποποινικοποίηση των «ελαφρών» ναρκωτικών. Ο βάτραχος  περιμένει υπομονετικά να γίνει βραστός και σούπα.

Ας αναλογιστούμε λοιπόν αν πράγματι έχει καταργηθεί ο θεσμός της δουλείας ή αν επανέρχεται δριμύτερος. Μήπως τελικώς μας αρέσει να γίνουμε βραστοί και σούπα, σαν τον καημένο το βάτραχο;  

 
29-01-2012


 
* O Dr Νικήτας Χιωτίνης είναι Αρχιτέκτων – Καθηγητής ΤΕΙ Αθήνας.

Έθνος, δημοκρατία, αντικαπιταλιστική πάλη ΙΙ

Το έθνος, η δημοκρατία και η αντικαπιταλιστική πάλη – Μέρος ΙΙ

Του Μπάμπη Συριόπουλου

 
 
 
Συνέχεια από το Μέρος Ι: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2570
5. Σε μεγάλα ιστορικά γεγονότα πάντα διαπλέκεται το εθνικό και το κοινωνικό ζήτημα. Κατ’ αρχήν η εθνική ενότητα έχει αξιοποιηθεί αποτελεσματικότατα απ’ τις κυρίαρχες τάξεις για να κατασιγάσουν ή και να ενταφιάσουν την ταξική πάλη από τα κάτω (γιατί από πάνω δε σταματάει ποτέ ). Απ την άλλη η εθνική ιδέα έχει συνδυαστεί με τους λαϊκούς αγώνες. Κι εκεί όμως που έχει φουσκώσει τα πανιά τους την ίδια στιγμή περιορίζει την αποφασιστικότητα της εργατικής τάξης με τραγικά πολλές φορές αποτελέσματα.

Όντως η παρισινή Κομμούνα ήρθε σαν επακόλουθο της εθνικής αντίστασης των Γάλλων ενάντια στους Πρώσους μετά την ήττα των πρώτων στο γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870. Αυτό όμως ήταν και η αφετηρία δισταγμών και ταλαντεύσεων των εργατών στον εμφύλιο πόλεμο απέναντι στη γαλλική αστική τάξη. Είναι αδιαμφισβήτητο επίσης ότι ο πατριωτισμός των κατώτερων τάξεων έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντίσταση του ΕΑΜ ενάντια στην τριπλή κατοχή. Είναι επίσης εύκολο ν αποδίδει κανείς τις ταλαντεύσεις και τους απαράδεκτους συμβιβασμούς της ηγεσίας του ΚΚΕ ( συμφωνίες Λιβάνου, Καζέρτας, Βάρκιζας, καθυστέρηση για το δεύτερο αντάρτικο ) σε τακτικά λάθη και παραλείψεις. Πίσω όμως απ’ αυτούς τους χειρισμούς μπορεί να δει κανείς την ατολμία της παραπάνω ηγεσίας ν’ αρχίσει και να κλιμακώσει τη σύγκρουση με τη «δική μας» αστική τάξη.

Το επίπεδο του έθνους – κράτους είναι σίγουρα το πιο ευνοϊκό για τους εργατικούς αγώνες και την πολιτικοποίησή τους. Εκεί γίνεται και η πάλη για την εξουσία. Αυτές όμως οι σωστές διαπιστώσεις δε μας λένε τίποτα για τη γραμμή που πρέπει να ακολουθηθεί. Είναι άλλο πράγμα το ότι η εργατική τάξη πρέπει να γίνει η ηγέτιδα δύναμη στη χώρα της κατ’ αρχήν και άλλο το ότι πρέπει αυτό να γίνει στο όνομα του έθνους.

6. Στη σημερινή συγκυρία στην Ελλάδα (και όχι μόνο) το εθνικό ζήτημα σαν πολιτικό ή ιδεολογικό – αξιακό υπόβαθρο για την εργατική και λαϊκή πάλη είναι ένας προβληματικός έως και επικίνδυνος δρόμος. Συσκοτίζει την πραγματικότητα, αποκρύπτει την βαθύτητα και την παγκοσμιότητα της καπιταλιστικής κρίσης. Ο αντιγερμανισμός εξαρχής υιοθετήθηκε από τις αστικές δυνάμεις. Όσο πιο φανατικά είναι υπέρ της ΕΕ και της «τήρησης των υποχρεώσεων της χώρας» άλλο τόσο λοιδορούν τη Γερμανία και την ηγεσία της σαν κατώτερες των περιστάσεων. Καθώς ο αντιγερμανισμός από τα πάνω ενώνεται μ’ αυτόν από τα κάτω εμφανίζεται ένα τόξο μέσα στο οποίο κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος. Συγκαλύπτουν έτσι τα ταξικά τους συμφέροντα που ικανοποιούνται απ’ την κατάργηση των εργατικών κατακτήσεων ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να στερήσουν το κίνημα απ’ την αναγκαία αντικαπιταλιστική προοπτική. Εστιάζοντας στον Ράιχενμπαχ σαν γκαουλάιτερ της Γερμανίας και όχι σαν «κομισάριο» του ευρωπαϊκού και ελληνικού κεφαλαίου δεν βλέπουν οι εργαζόμενοι τον Μπόμπολα, τον Μάνεση της Ελληνικής Χαλυβουργίας, τον Λαυρεντιάδη και άλλα τέτοια μπουμπούκια. Δυσκολεύεται έτσι η διεθνιστική αλληλεγγύη μεταξύ των δοκιμαζόμενων εργατικών τάξεων στην Ευρώπη και σ όλον τον κόσμο (και στη Γερμανία). Εξάλλου, και το μαύρο μέτωπο ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ διακηρύσσει με πάθος πως ό,τι κάνει το κάνει για τη σωτηρία της πατρίδας, για να βγει η χώρα από τη σημερινή της ανυποληψία, ενώ οι πλεονασματικοί προϋπολογισμοί έχουν γίνει η νέα μεγάλη ιδέα του έθνους. Ένα ακόμα ζήτημα (ίσως και το σπουδαιότερο) είναι ότι απ’ την εθνική αντίσταση ενάντια στους ξένους που έχουν βάλει στόχο τη χώρα μας είναι πολύ εύκολη η διολίσθηση σ έναν αστικό εθνικισμό κλασσικού τύπου ενάντια στην Τουρκία, στην ΠΓΔΜ και στην Αλβανία, στην αντιπαράθεση για τις ΑΟΖ (αποκλειστικές οικονομικές ζώνες) και στην αποδοχή της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ. Αυτό το ενδεχόμενο είναι και το καταστροφικότερο.

7. Αντίθετα με το έθνος, η δημοκρατία είναι το πιο πρόσφορο πεδίο ανάδειξης των εργατικών συμφερόντων. Φέρει ισχυρή την σφραγίδα των αγώνων των καταπιεζόμενων. Οι κυρίαρχες τάξεις ποτέ δεν αισθάνθηκαν άνετα μαζί της. Αποτελούσε πάντα ένα σκάνδαλο. Αυτό είναι ότι κανένας δεν είναι απ’ τη φύση πιο κατάλληλος να κυβερνήσει από κάποιον άλλο. Η οποιαδήποτε ανωτερότητα θεμελιώνεται πάνω στην απουσία ανωτερότητας. Η γνώμη ενός γαιοκτήμονα της αρχαιότητας μετρούσε το ίδιο με ενός «βάναυσου» (χειρώνακτα). Το έθνος παραπέμπει στην ενότητα ενώ η δημοκρατία στη διαπάλη, το έθνος παραπέμπει σε πολέμους ενώ η δημοκρατία σε επαναστάσεις, το έθνος συνδέεται με βασιλιάδες, στρατηγούς, εθνάρχες και πάσης φύσεως σωτήρες ενώ η δημοκρατία με αγωνιζόμενους λαούς, το έθνος απαιτεί πίστη και υποταγή ενώ η δημοκρατία δημόσιο διάλογο και ορθολογισμό.

Ιδίως σήμερα που καπιταλισμός και δημοκρατία καθίστανται όλο και περισσότερο έννοιες ασύμβατες, σήμερα που οι σύγχρονοι «επαΐοντες» (τεχνοκράτες και επίτροποι) κυβερνούν η δημοκρατία ξαναγυρνά στις ρίζες της. Με νέο τρόπο ξανασυνδέεται με τις εργατικές ανάγκες. Η αραβική άνοιξη, οι εργατικοί αγώνες στις χώρες της ΕΕ ξαναπιάνουν το κομμένο νήμα απ τους Άγγλους χαρτιστές του 1839, την «κόκκινη και όχι τρίχρωμη δημοκρατία» που ζητούσαν οι εργάτες του Παρισιού τον Ιούνη του 1848 και την «κοινωνική δημοκρατία» που διεκδικούσε το εργατικό κίνημα του 19ουαιώνα. Ακόμα και η τυπική καθολική ψηφοφορία δεν είναι απλά και μόνο τυπική. Αν ήταν έτσι δεν θα είχαν γίνει τόσα πραξικοπήματα στην ιστορία και θα γίνονταν εκλογές στη Συρία και στη Βόρεια Κορέα. Στη σημερινή συγκυρία που η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου και των μηχανισμών του είναι αναγκαία ακόμα και για την επιβίωση της εργαζόμενης πλειοψηφίας, το λαϊκό κίνημα χρειάζεται μια δημοκρατία από τα κάτω στους χώρους δουλειάς και κατοικίας, που να περιλαμβάνει συνελεύσεις και αντιπροσώπους αιρετούς και ανακλητούς, που να συνδυάζει τον αποφασιστικό ρόλο της βάσης με τον συγκεντρωτισμό που απαιτείται για όργανα μάχης. Αλλά πάνω απ’ όλα αυτά τα όργανα επιβολής της λαϊκής θέλησης πρέπει να ορθώνονται σαν αντίπαλο δέος απέναντι στους αστικούς θεσμούς. Αυτή η δημοκρατία αντιπαλεύει και θα αποτινάξει το ζυγό των υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών οργανισμών. Αυτό είναι και το επίκαιρο νόημα της λαϊκής κυριαρχίας ενάντια στη σύγχρονη δικτατορία του κεφαλαίου.

8. Παρ’ όλα αυτά παραμένει βεβαίως το ερώτημα: είναι έγκλημα καθοσιώσεως να περιγράψει κάποιος την κατάσταση της Ελλάδας σήμερα σαν αποικία, προτεκτοράτο ή κατοχή να μιλάει για εθνική ανεξαρτησία και να στιγματίζει σαν δωσίλογους τους κυβερνώντες; Εξαρτάται ποιος τα λέει όλα αυτά. Αν είναι ένας εργαζόμενος που τώρα καταλαβαίνει ποιο μέλλον του επιφυλάσσεται, κάποιος που μέχρι χθες ψήφιζε τα αστικά κόμματα, κάποιος που ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε συγκρουστεί με το αφεντικό του και δεν είχε ποτέ απεργήσει, τότε οι απόψεις του αυτές είναι ίσως ένας πλάγιος δρόμος ριζοσπαστικοποίησης ακόμα και ένδειξη διάθεσης συμμετοχής στο κίνημα. Είναι λογικό να αξιοποιεί ιδέες και αξίες που του είναι οικίες. Τα πράγματα όμως είναι διαφορετικά αν μια τέτοια γραμμή διατυπώνεται από μια πολιτική οργάνωση, έναν διανοούμενο, μια συλλογικότητα της αριστεράς. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε μιαν αντίστροφη πορεία. Στη σημερινή συγκυρία της δομικής κρίσης του καπιταλισμού δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά συνειδητή καθήλωση στην αστική ηγεμονία. Μπορεί βέβαια η αριστερά να αποκαλύπτει τις αντιφάσεις και την υποκρισία του εθνοσωτήριου έργου των ελλήνων κεφαλαιούχων που είναι όπως έλεγε και ο ποιητής «πατριώτες και θρήσκοι, πουλάνε πατρίδα και Θεό για λίγες δεκάρες». Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορεί να υπερασπίζεται κάτι που ποτέ δεν της ανήκε.


Ξαναγυρνώντας στο παράδειγμα της Κομμούνας του Παρισιού, ας δούμε τι έγραψε ο Λένιν τον Μάρτιο του 1908 αναφερόμενος στην Κομμούνα και στον ηρωικό και πασίγνωστο τότε και τώρα επαναστάτη Μπλανκί: «η ιδέα του πατριωτισμού είχε τις ρίζες της στη Μεγάλη Επανάσταση του 18ου αιώνα (1789), και αυτή η ιδέα κυριαρχούσε στο μυαλό των σοσιαλιστών της Κομμούνας, ενώ ο Μπλανκί λόγου χάριν, αναμφισβήτητος επαναστάτης και φλογερός οπαδός του σοσιαλισμού δεν βρήκε για την εφημερίδα του καταλληλότερο τίτλο από αυτή την αστική κραυγή: “η Πατρίς εν κινδύνω”. Η συνένωση αυτών των δύο αντικρουόμενων καθηκόντων του πατριωτισμού και του σοσιαλισμού, ήταν το μοιραίο λάθος των γάλλων σοσιαλιστών». Το σημερινό καθήκον επομένως της αριστερά, ιδίως της επαναστατικής δεν είναι να εκφράσει τις λαϊκές μάζες γενικά ή την εργατική τάξη γενικά αλλά την τάση χειραφέτησής της. Ο Μπρεχτ ειρωνευόμενος την ανατολικογερμανική κυβέρνηση για την περιφρόνηση της λαϊκής βούλησης του 1953, τελειώνει το ποίημά του λέγοντας «δεν θα ‘ταν τότε πιο απλό η κυβέρνηση να διαλύσει τον λαό και να εκλέξει έναν άλλο;». Αν όμως το καθήκον μιας εκλεγμένης κυβέρνησης είναι να εκφράζει το λαό, αυτό της αριστεράς είναι να τον αλλάξει ή αλλιώς (για να ειπωθεί με έναν απόλυτο και προκλητικό τρόπο) να «καταργήσει» αυτόν το λαό και να συγκροτήσει έναν άλλο.     

* Συντομευμένη μορφή του άρθρου δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ 6/1/12  

ΠΗΓΗ:
Submitted by pamav on Sat, 2012-01-07, http://aristeroblog.gr/node/353

Έθνος, δημοκρατία, αντικαπιταλιστική πάλη Ι

Το έθνος, η δημοκρατία και η αντικαπιταλιστική πάλη – Μέρος Ι

Του Μπάμπη Συριόπουλου


Σε αυτή την καπιταλιστική κρίση το κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό απαντά με δύο διαφορετικούς τρόπους. Καταρχήν εξαπολύει έναν συντριπτικό κοινωνικό πόλεμο ενάντια στη μισθωτή εργασία και στα μεσαία στρώματα.
Ταυτόχρονα όμως, και σε στενή σύνδεση μ’ αυτή την πλευρά έχουμε την κλιμάκωση του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού σ’ όλα τα επίπεδα – ανάμεσα σε διαφορετικές μερίδες του κεφαλαίου στην κάθε χώρα, ανάμεσα στα αστικά κράτη, ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Ειδικά στην ΕΕ υπάρχει ένταση των ανισομετριών και αναπτύσσεται με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο ένας «οικονομικός εθνικισμός», μ’ άλλα λόγια επικρατεί πια η λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

1. Όπως πάντα κατά τη διάρκεια και μετά από κάθε κρίση υπάρχουν ανακατατάξεις στο διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου, υποβαθμίσεις κι αναβαθμίσεις κέντρων και κρατών. Ειδικά οι χώρες του ευρωπαϊκού  νότου, και όχι μόνο, υποβιβάζονται στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία. Επίσης ακόμα περισσότερες χώρες μπαίνουν στον αυτόματο πιλότο της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ (έλεγχος των προϋπολογισμών κ.τ.λ.). Όπως φαίνεται για μια ακόμα φορά διαπλέκονται με πρωτότυπο τρόπο το κοινωνικό, το εθνικό και το δημοκρατικό ζήτημα. Για μια ακόμα φορά εκμεταλλευόμενοι σ’ όλο τον κόσμο – ειδικά στην Ελλάδα με τις διαστάσεις που έχει πάρει η επίθεση του κεφαλαίου και η ταξική πάλη – καλούνται να συγκροτήσουν το πολιτικό και ιδεολογικό τους οπλοστάσιο.

2. Για όποιον πιστεύει πως είναι εύκολο να λυθεί αυτό το κουβάρι των αλληλοσυμπληρούμενων πλευρών θα αναφερθούμε στο παράδειγμα της Κίνας. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η κινέζικη οικονομία γνωρίζει αλματώδεις ρυθμούς ανάπτυξης. Επίσης είναι μια ανερχόμενη παγκόσμια δύναμη και πολιτικά και στρατιωτικά. Ωστόσο λειτουργεί σαν πλατφόρμα συναρμολόγησης των τελικών βιομηχανικών προϊόντων των μεγάλων πολυεθνικών της Δύσης οι οποίες κρατούν την τεχνογνωσία και την κατασκευή των πιο κρίσιμων εξαρτημάτων για τον εαυτό τους, έχει το ρόλο δηλαδή ενός μεγάλου εργολάβου για τις τελευταίες. Από την τελική τιμή ενός προϊόντος, ένα πολύ μικρό μέρος μένει σε κινέζικα χέρια. Οι βιομηχανίες των πολυεθνικών είναι εγκατεστημένες σε ειδικές οικονομικές ζώνες και με ειδικό νομικό καθεστώς. Οι μισθοί είναι χαμηλοί και οι συνθήκες και τα ωράρια εργασίας θυμίζουν κάτεργο, ενώ το καθεστώς διασφαλίζει την ανυπαρξία πολιτικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων για την εργατική τάξη. Η πραγματικότητα είναι η υπερεκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού και η τεραστίων διαστάσεων εξαγωγή υπεραξίας προς τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Αυτή η υπερεκμετάλλευση γίνεται προς όφελος και του ξένου κεφαλαίου και των κινέζων κεφαλαιούχων και γραφειοκρατών. Αυτό όμως μπορεί να συμπυκνωθεί σε δύο διαφορετικές εθνικές «αφηγήσεις». Απ’ τη μια πλευρά η είσοδος του μεγάλου κινέζικου έθνους στο προσκήνιο της ιστορίας και η επιδίωξή του να γίνει παγκόσμια υπερδύναμη και απ’ την άλλη η συνέχεια με άλλα μέσα αιώνων κατάκτησης και ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης. Οι δύο αυτές πλευρές «ερμηνεύουν» στοιχεία της αντικειμενικής πραγματικότητας. Όσο συγκρούονται μεταξύ τους άλλο τόσο αλληλοσυμπληρώνονται. Θα μπορούσε να διατυπωθεί: η Κίνα όσο ξεπουλιέται τόσο δυναμώνει. Βέβαια, αυτό το παράδειγμα έχει πολύ μικρή σχέση με τη χώρα μας. Είναι ενδεικτικό όμως, για τους πολλούς και ολότελα αντιφατικούς τρόπους που μπορεί να αξιοποιηθεί το εθνικό ζήτημα.

3.  Στην περίπτωση της Ελλάδας έχουμε ραγδαία αύξηση της εκμετάλλευσης, εξαθλίωση της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων, χτύπημα των δημόσιων υπηρεσιών και των υποδομών. Ταυτόχρονα μεταφέρεται η λήψη αποφάσεων σε εθνικά και υπερεθνικά εκτελεστικά όργανα (κυβερνητικές επιτροπές και συμβούλους, τρόικα, ευρωζώνη, G20) στεγανοποιημένα από την επίδραση των λαϊκών μαζών. Η αντιπροσωπευτικότητα ακόμα και με την περιορισμένη αστική της μορφή παραμερίζεται προς όφελος της ταχύτητας και της απαρέγκλιτης εφαρμογής των μέτρων της κοινωνικής βαρβαρότητας. Αυτές οι διαδικασίες  συμβαίνουν σε όλες τις χώρες της ΕΕ, αλλά χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη δριμύτητα  στον Ευρωπαϊκό νότο. Στη χώρα μας με την ακραία μορφή που παίρνουν αυτές οι εξελίξεις ριζοσπαστικοποιούνται πλατιές εργατικές – λαϊκές μάζες. Παρά τις ασυνέχειες και τις αντιφάσεις, η διάθεση για αντίσταση μεγαλώνει και όσοι συμμετέχουν ή παρακολουθούν το κίνημα των δύο τελευταίων χρόνων αναζητούν με ενστικτώδη και πρωτόλειο πολλές φορές τρόπο τις αιτίες για τη σημερινή κατάσταση, την πολιτική και την ιδεολογία για να την αντιστρέψουν. Οι εξηγήσεις, οι ερμηνείες και οι ιδέες είναι για την ταξική πάλη εξίσου σημαντικές με την ίδια την πραγματικότητα. Η τελευταία λοιπόν μπορεί να νοηματοδοτηθεί σαν εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας ή σαν σκλήρυνση και στεγανοποίηση της αστικής δημοκρατίας, σαν γερμανική κατοχή ή σαν χούντα των «αγορών». Αυτό που πρέπει να διεκδικηθεί είναι η εθνική ανεξαρτησία ή η λαϊκή κυριαρχία με θεσμούς εργατικού ελέγχου και όργανα επιβολής της λαϊκής θέλησης. Το υποκείμενο της αντίστασης και της ανατροπής της επίθεσης μπορεί να είναι κάποια εκδοχή εθνικού μετώπου ή ένα κοινωνικό αγωνιστικό μέτωπο ανατροπής. Αυτό που θα προταχθεί είναι το εθνικό ή το κοινωνικό συμφέρον. Ακόμα και στην περίπτωση ενός ασταθούς συνδυασμού αυτών των πλευρών πάλι παραμένει το ερώτημα ποια θα κυριαρχήσει.

4. Το έθνος είναι ένα ιστορικό-κοινωνικό δημιούργημα όπως και το σύνολο των θεσμών. Αν και βασίζεται σε κοινές εμπειρίες  ενός πληθυσμού, στην (πιθανόν) κοινή γλώσσα του, στην (πιθανόν) κοινή θρησκεία του, στα (πιθανόν) κοινά ήθη, έθιμα και πολιτισμικά χαρακτηριστικά του, όλα αυτά τα στοιχεία παραχαράσσονται, υπερτονίζονται ή αποκρύπτονται, ερμηνεύονται και πολλές φορές απλά επινοούνται. Αυτή ακριβώς η «κατεργασία» της πραγματικότητας γίνεται γιατί η εθνική συνείδηση σφραγίζεται απ’ την ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων. Όπως όλοι οι θεσμοί που στηρίζουν την εκμετάλλευση και την καταπίεση έτσι και το έθνος παρουσιάζεται ως κάτι το φυσικό και συγκαλύπτει την πραγματική καταγωγή του. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε Έλληνες, Τούρκους, Αλβανούς κ.τ.λ. όπως περίπου σ’ ένα χωράφι τα οπωροφόρα δέντρα χωρίζονται σε μηλιές, αχλαδιές, πορτοκαλιές κ.τ.λ.

Κατά ένα παρόμοιο τρόπο η δουλεία ήταν επόμενο της φυσικής ανισότητας των ανθρώπων και οι βασιλιάδες ήταν τέτοιοι λόγω αίματος. Ακόμα και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία μέσων παραγωγής , εδαφών, πρώτων υλών που έχουν οι μέτοχοι μιας μεγάλης επιχείρησης με δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους σε διάφορες χώρες εμφανίζεται σαν επέκταση του φυσικού δικαιώματος ενός πρωτόγονου να κόψει ένα φρούτο από ένα δέντρο. Αυτή ακριβώς η φυσικότητα επιστρατεύεται για να ξεχαστεί το γεγονός ότι δουλεία υπάρχει μόνο αν την αποδέχονται (έστω και με μεγάλη δόση καταναγκασμού) οι δούλοι, ότι βασιλιάς είναι κάποιος μόνο αν υπάρχουν πρόθυμοι υπήκοοι κι ότι η αστική ιδιοκτησία διαιωνίζεται όσο οι μισθωτοί τη θεωρούν λογική και αναγκαία. Έτσι η φυσική τάση κάθε ανθρώπου να αγαπάει το μέρος που γεννήθηκε με το φυσικό του περιβάλλον, τη μητρική του γλώσσα, την οικογένειά του και τους γείτονές του σημαίνει ότι πρέπει να υπακούει στην εκάστοτε εξουσία, να έχει συγκεκριμένους κάθε φορά εχθρούς, να είναι πρόθυμος να πολεμήσει και να σκοτώσει ανθρώπους στην άλλη άκρη της γης την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε μέχρι τότε και πάνω απ’ όλα να προτάσσει τα –« κοινά για όλους» – εθνικά συμφέροντα. Σίγουρα στον εθνικό πολιτισμό κάθε χώρας, ανάλογα βέβαια με την ιστορική πορεία της διαμόρφωσής του, υπάρχουν δημοκρατικά, ριζοσπαστικά, εξισωτικά στοιχεία. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τη θρησκεία, κανένας θεσμός δε μένει ανεπηρέαστος απ την ταξική πάλη των κάτω. Ωστόσο παρά τη «θεολογία της απελευθέρωσης» στη Λατινική Αμερική και το ρόλο που έπαιξε στον αγγλικό εμφύλιο του 17ουαιώνα(«όταν ο Αδάμ κι η Εύα ήταν στον παράδεισο που ήταν ο αφέντης;») δεν παύει να παραμένει στην ουσία της ένας θεσμός που ευνοεί την ευπιστία, την υποταγή, την παθητικότητα και την παράλυση της κριτικής, ορθολογικής σκέψης.

Το ζήτημα βέβαια της εθνικής συνείδησης σε σχέση με τις αντιμαχόμενες τάξεις μπαίνει με ένα καινούριο τρόπο στη σημερινή πραγματικότητα της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Συχνά λέγεται ότι ιδίως σήμερα το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα ενώ αντίθετα αυτοί που είναι προσκολλημένοι στον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, στον εθνικό πολιτισμό τους και στον τόπο τους (εκτός βέβαια από τους μετανάστες οι οποίοι όμως κουβαλούν την πατρίδα τους μαζί τους) είναι οι εργαζόμενοι. Άρα η εθνική συνείδηση αλλάζει πρόσημο και γίνεται  όπλο τους και ενοποιητικό στοιχείο ταυτότητάς τους. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Όντως τα πιο δυναμικά τμήματα του κεφαλαίου και οι φορείς του (ιδιοκτήτες, στελέχη, μέτοχοι) υπερίπτανται ωκεανών και ηπείρων επιδιώκοντας να εξαλείψουν  κάθε εθνική, πολιτική, θρησκευτική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος. Η κυρίαρχη ιδεολογία κάθε εποχής όμως έχει δύο εκδοχές τουλάχιστον. Όπως οι αρετές για τους ιδιοκτήτες είναι πάντα η πρωτοβουλία, η αποφασιστικότητα και η ανεξαρτησία ενώ  αυτές για τους εκμεταλλευόμενους είναι η υποταγή, η εργατικότητα και η ταπεινοφροσύνη έτσι και η ιδεολογία του διεθνοποιημένου κεφαλαίου είναι ο αστικός κοσμοπολιτισμός ενώ η αστική ιδεολογία για τους φτωχούς είναι ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η θρησκευτική μισαλλοδοξία κ.τ.λ.

* Συντομευμένη μορφή του άρθρου δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ 6/1/12  

ΠΗΓΗ: Submitted by pamav on Sat, 2012-01-07, http://aristeroblog.gr/node/353

 
 
 
Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2572

H ιδεολογία ως καταστολή

H ιδεολογία ως καταστολή

Του Δημήτρη Γρηγορόπουλου

Στο διάστημα της όξυνσης της πολιτικής κρίσης, απ’ τα τέλη του Οκτώβρη ως την ανάληψη της διακυβέρνησης απ’ τον τραπεζίτη Παπαδήμο, ζήσαμε ημέρες «παντοδυναμίας» των ΜΜΕ. Με αιχμή του δόρατος Tα Nέα και την Καθημερινή, τα ΜΜΕ με δραματικούς τόνους και εν χορώ απαιτούσαν την απόσυρση του ΓΑΠ και το σχηματισμό κυβέρνησης «ευρύτερης αναγνώρισης», φωτογραφίζοντας Παπαδήμο. Αυτή η επέμβαση των ΜΜΕ στο πολιτικό σκηνικό, άμεση και επιτακτική, δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία.

Αποτελεί εκδήλωση του αναβαθμισμένου ρόλου των ΜΜΕ στην ιδεολογική (και πολιτική) πάλη του κεφαλαίου στις συνθήκες της κρίσης. Προς επίρρωση των παραπάνω, σημειώνουμε ότι διορίστηκε υπουργός επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος ο διευθυντής των Νέων Π. Καψής  Εξάλλου, τα ΜΜΕ συνεχίζουν αδιάπτωτα την «αγιοποίηση» Παπαδήμου, προωθώντας την άμεση διακυβέρνηση του κεφαλαίου μέσω των τεχνοκρατών του. Σε συνθήκες αντιδραστικής μετάλλαξης της αστικής δημοκρατίας, όταν κυριαρχεί ο αυταρχισμός και η καταστολή για την τιθάσευση του εργατικού λαϊκού κινήματος, θα μπορούσε κάποιος να πιστέψει ότι η ιδεολογική λειτουργία του κράτους, όπως η κοινωνική, έχει περιοριστεί. Αυτή η υπόθεση έχει αντικειμενική βάση, αλλά υπερβάλλει.

Συνέχεια

Σύγχρ. Καπιταλισμός: Μεταβιομηχανικές φαντασιώσεις

Μεταβιομηχανικές φαντασιώσεις και σύγχρονος καπιταλισμός

 

Του Άγγελου Καλοδούκα

 

Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-2009 έφερε στην επιφάνεια χρόνια προβλήματα που συσσωρεύονταν στην οικονομική βάση των ανεπτυγμένων καπιταλισμών του «δυτικού κόσμου». Διαρκώς αυξανόμενα προβλήματα ανταγωνιστικότητας των οικονομιών τους μέσα σε ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον που το χαρακτήριζε ο οξυμένος ανταγωνισμός τόσο ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες όσο και από χώρες «αναπτυσσόμενες» – Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, και όχι μόνο.

Μέχρι την κρίση του 2008-2009 τα προβλήματα εμφανιζόντουσαν ως «δευτερεύοντα» γιατί, δήθεν, ο καπιταλισμός «έχει αλλάξει». Ζούμε, υποτίθεται, (στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες) σε «μεταβιομηχανικές κοινωνίες» στις οποίες η βιομηχανική παραγωγή «παρακμάζει» και αυτό είναι «φυσιολογικό». Σύμφωνα με αυτό το ιδεολόγημα, πλέον η «κοινωνία της γνώσης» (η πληροφορική, ο τομέας των υπηρεσιών) έχει τη μεγαλύτερη σημασία και η βιομηχανία «μετακινείται» από τις αναπτυγμένες χώρες στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπως Κίνα και Ινδία.

Σε συνέντευξή του ο (συχωρεμένος πλέον…) Στιβ Τζομπς έλεγε ότι «εμείς βάζουμε το μυαλό [sic!] και αυτοί [οι Κινέζοι] τους μυς». Τα συσσωρευμένα εμπορικά και κρατικά ελλείμματα των ανεπτυγμένων χωρών κατέδειξαν την κενότητα του ιδεολογήματος περί «μεταβιομηχανικών κοινωνιών» – ένα μεγάλο μέρος της «κοινωνίας της πληροφορικής» ήταν απλώς «φούσκα». Για τη δημοσίευση που ακολουθεί αφορμή στάθηκαν δυο βιβλία. Το ένα είναι του Χα Τζουν Τσανγκ «23 Αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2011. Το ένατο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Δεν ζούμε σε μια μεταβιομηχανική εποχή» και είναι πραγματικά πολύ χρήσιμο για την αποδόμηση των «μεταβιομηχανικών» ιδεολογημάτων. Το δεύτερο βιβλίο είναι των Γιάννη Ευσταθόπουλου και Ηλία Ιωακείμογλου, Ο τομέας των υπηρεσιών, η ανταγωνιστικότητα και η εργασία, Εκδόσεις Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ–AΔΕΔΥ.

Οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες είναι οι πλέον βιομηχανοποιημένες χώρες του πλανήτη

Ο σκοπός του ιδεολογήματος «μεταβιομηχανικές κοινωνίες» (πέραν της συγκάλυψης προβλημάτων των ανεπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών) είναι να παρουσιάσει ως «ξεπερασμένη» την πάλη των τάξεων. Η εργατική τάξη δεν υφίσταται πλέον, ανήκει σε άλλες παρωχημένες εποχές (όπως αυτές του Μαρξ και του Λένιν). Σήμερα στην «εποχή της πληροφορικής και της γνώσης» οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό διαχωρίζονται σε «επιχειρηματίες» (που έχουν μια καλή «ιδέα», «γνώσεις») και σε «μισθωτούς» (που… δεν έχουν μια καλή «ιδέα»!). Στη σημερινή βέβαια συγκυρία της οικονομικής κρίσης και της ανελέητης επίθεσης του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας, το ιδεολόγημα καταρρέει ως «απόδειξη» για την «κατάργηση» της ταξικής πάλης στο σύγχρονο καπιταλισμό. Η ταξική πάλη υφίσταται και την αντιλαμβάνεται ο κάθε εργαζόμενο στο ίδιο του το πετσί. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι τα ιδεολογήματα αντιστέκονται πεισματικά σε κάθε οικονομικό στοιχείο ή ανάλυση. Όσοι λοιπόν έχουν καταπιεί αμάσητο το ιδεολόγημα της «μεταβιομηχανικής εποχής» με έκπληξη και αμηχανία (ενδεχομένως…) θα αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες του δυτικού κόσμου εξακολουθούν να είναι (μακράν!) οι πλέον βιομηχανοποιημένες χώρες του πλανήτη. Σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία του ΟΗΕ, οι χώρες με τη μεγαλύτερη βιομηχανική παραγωγή στον κόσμο είναι:

Χώρα

1990

1995

2000

2001

2002

2003

2004

2005

ΗΠΑ

1,040

1,289

1,543

1,460

1,471

1,488

1,545

1,493

Ιαπωνία

809

1,217

1,033

857

807

886

962

964

Κίνα

143

299

484

527

573

664

788

895

Γερμανία

437

517

392

389

407

490

566

594

Ηνωμένο Βασίλειο

207

221

230

218

222

239

283

δεν υπάρχουν στοιχεία

Ιταλία

240

226

206

205

218

259

295

291

Γαλλία

200

233

190

185

192

228

256

253

Νότια Κορέα

200

233

190

185

192

228

256

253

Καναδάς

92

100

129

119

120

149

170

196

Βραζιλία

117

149

120

102

95

109

130

171

Ισπανία

108

107

98

100

108

134

153

160

Μεξικό

50

55

107

110

111

104

111

122

Ρωσία

201

104

73

77

54

64

92

117

Ινδία

50

60

67

68

72

84

100

116

Η συμμετοχή στη λίστα σε υψηλές θέσεις της Κίνας και της Ινδίας (και η πράγματι εντυπωσιακή ανάπτυξη της βιομηχανίας τους τα προηγούμενα χρόνια) κάθε άλλο παρά μετριάζει την εντύπωση της κυριαρχίας των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών στη βιομηχανική παραγωγή. Οι δυο αυτές χώρες έχουν πληθυσμό πάνω από ένα δισεκατομμύριο κατοίκους η κάθε μια και η απόλυτη (σε όγκο) βιομηχανική παραγωγή τους είναι, υπό μια έννοια, «φυσιολογική». Αν ωστόσο συγκριθεί η κατά κεφαλήν βιομηχανική παραγωγή (αναλογικά προς τον πληθυσμό) τότε φαίνεται η τεράστια απόσταση (παραγωγικότητας και τεχνολογίας) που τις χωρίζει από χώρες όπως ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία, Βρετανία, Ιταλία. Το 2009 οι ΗΠΑ εξακολουθούσαν να είναι η πρώτη σε βιομηχανική παραγωγή χώρα με 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια παραγωγή, η Κίνα ακολουθούσε με 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια παραγωγή. Οι στατιστικές προβολές προβλέπουν ότι η βιομηχανική παραγωγή της Κίνας θα φτάσει αυτή των ΗΠΑ είτε το 2014 είτε το 2020-2025, ανάλογα με τις στατιστικά δεδομένα που προβάλουν στο μέλλον. Ωστόσο ακόμα και εάν αυτό πραγματοποιηθεί (και αυτό το «εάν» είναι υποθετικό) δεν θα αλλάξει με τον ίδιο ρυθμό η ποιοτική διαφορά. Η Κίνα έχει το βιομηχανικό προβάδισμα κυρίως σε χαμηλής τεχνολογίας τομείς όπως η υφαντουργία, η ένδυση, οι μικροσυσκευές. Σε αντίθεση, οι ΗΠΑ προηγούνται στην αεροναυπηγική, βιομηχανικά μηχανήματα, φαρμακευτικό και επιστημονικό εξοπλισμό. Και ασφαλώς, έχουν την πρωτοκαθεδρία στους τομείς του προγραμματισμού και του software που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην βιομηχανική παραγωγή ηλεκτρονικών προϊόντων. [1]

Η κενότητα του ιδεολογήματος «μεταβιομηχανικές κοινωνίες» στην περιγραφή των ανεπτυγμένων κρατών γίνεται αντιληπτή και στην περίπτωση χωρών που «παραδοσιακά» χαρακτηρίζονται ως «αποβιομηχανοποιημένες». Για παράδειγμα, χώρες όπως η Ελβετία και η Σιγκαπούρη θεωρείται ότι βασίζονται στις υπηρεσίες, αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται: «Πολλοί πιστεύουν, για παράδειγμα, ότι η Ελβετία ευημερεί χάρη στα κλεμμένα χρήματα που κατέθεσαν οι δικτάτορες του Τρίτου Κόσμου στις τράπεζες της ή πουλώντας κουδούνες και ρολόγια-κούκους σε Ιάπωνες και Αμερικανούς τουρίστες, αλλά στην πραγματικότητα πρό­κειται για μια από τις πλέον βιομηχανοποιημένες χώρες στον κόσμο. Δεν τυγχάνει να παρατηρούμε πολλά προϊόντα που να έχουν κατασκευαστεί στην Ελβετία, επειδή πρόκειται για μια μικρή χώρα (με πληθυσμό γύρω στα 7 εκατομμύρια), οπότε ο συνολικός αριθμός των προϊόντων είναι μικρός, και επειδή εξειδικεύεται σε προϊόντα της παραγωγικής διαδικασίας, όπως μηχανήματα και βιομηχανικά χημικά και όχι σε καταναλωτικά αγαθά που είναι πιο ορατά. Η Ελβε­τία έχει τη μεγαλύτερη βιομηχανική παραγωγή στον κόσμο (η μόνη που μπορεί να την ξεπερνά είναι η Ιαπωνία, ανάλογα με τη χρονιά και τα διαθέσιμα στοιχεία). Η Σιγκαπούρη είναι επίσης μια από τις πέντε πιο βιομηχανοποιημένες οικονομίες του κόσμου (και πάλι με βάση την προστιθέμενη βιομηχανική αξία ανά κάτοικο). Η Φινλαν­δία και η Σουηδία συμπληρώνουν την πεντάδα». [2]

Κρίση και «αποβιομηχανοποίηση»

Παρά ταύτα, είναι γεγονός ότι η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών βαίνει μειούμενη. Για παράδειγμα, η σύνθεση του ΑΕΠ των ΗΠΑ το 2010 ήταν: Γεωργία: 1.2%, Βιομηχανία: 22.2%, Υπηρεσίες: 76.7%. Πως εξηγούνται αυτά τα νούμερα την ίδια στιγμή που οι αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες παραμένουν οι πλέον βιομηχανοποιημένες; Δεν υπάρχει αμφιβολία, ο τομέας των υπηρεσιών παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ειδικότερα τις τελευταίες δυο-τρεις δεκαετίες οι λόγοι είναι πολλοί: «Σε ότι αφορά τα νοικοκυριά, πραγματοποιούν μια μετατόπιση της καταναλωτικής ζήτησής τους προς τις υπηρεσίες, για μια σειρά κοινωνικών ή δημογραφικών λόγων: πρώτον, οι οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες έχουν εισέλθει σε περίοδο δημογραφικής γήρανσης με αποτέλεσμα την αυξανόμενη ζήτηση για υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής φροντίδας, δεύτερον, οι συνθήκες παρατεταμένης ανεργίας και εργασιακής ανασφάλειας εξωθούν τα νοικοκυριά σε αυξανόμενη κατανάλωση υπηρεσιών εκπαίδευσης και κατάρτισης, τρίτον, η αλλαγή της θέσης της γυναίκας στην οικονομία και την οικογένεια οδηγεί σε αυξανόμενη εξωτερίκευση παραδοσιακών λειτουργιών της οικιακής εργασίας η οποία (εξωτερίκευση) προκαλεί ισχυρή ανάπτυξη του κλάδου της εστίασης (αλυσίδες «έτοιμου» φαγητού, fast food κ.λπ.) και της φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων, τέταρτον, η θεαματική ανάπτυξη της βιομηχανίας του θεάματος, της ψυχαγωγίας, των ταξιδιών και των τουριστικών δραστηριοτήτων». [3]

 

Η σχετική υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής ως προς το ΑΕΠ στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες δεν περιγράφει ακριβώς ολόκληρη την αλήθεια. Μέρος αυτής της υποχώρησης είναι ζήτημα στατιστικής καταγραφής. Ένα σημαντικό κομμάτι της πληροφορικής ή των τηλεπικοινωνιών θα μπορούσε να καταγραφεί ως βιομηχανία και όχι ως τομέας υπηρεσιών: «Μια μελέτη της βρετανικής κυβέρνησης ε­κτιμά ότι μέχρι και το 10% της μείωσης της βιομηχανικής απασχό­λησης στη Βρετανία μεταξύ 1998 και 2006 ενδεχομένως και να οφεί­λεται στο γεγονός ότι ορισμένες βιομηχανικές εταιρείες, όταν άρχι­σαν να δραστηριοποιούνται κυρίως στον τομέα παροχής υπηρε­σιών, ζήτησαν από τη στατιστική υπηρεσία να τις αναταξινομήσει ως εταιρείες παροχής υπηρεσιών, παρά το γεγονός ότι εξακολου­θούσαν να ασχολούνται και με ορισμένες βιομηχανικές δραστηριό­τητες». [4]

Πολλοί εργαζόμενοι που σήμερα κατατάσσονται στον τομέα των υπηρεσιών θα μπορούσαν κάλλιστα να καταταχθούν στους «παραδοσιακούς» εργάτες. Το κατώτερο προσωπικό των νοσοκομείων (νοσοκόμες, νοσοκόμοι, καθαρίστριες κ.λπ.), λιμενεργάτες, φορτηγατζήδες, οδηγοί λεωφορείων και τρένων, όλοι αυτοί θεωρούνται εργαζόμενοι στις υπηρεσίες. Υπάρχει ελάχιστη (έως καμία) διαφορά ανάμεσα σε έναν εργαζόμενο σε φαστφουντάδικο (τομέας υπηρεσιών) και έναν που δουλεύει σε μια βιομηχανική μονάδα τροφίμων (βιομηχανικός τομέας). Η μυθολογία περί «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» αποκρύπτει ότι η μείωση του βιομηχανικού τομέα στο ΑΕΠ οφείλεται στη σχετική πτώση των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων λόγω πολύ μεγαλύτερης παραγωγικότητας της εργασίας στη βιομηχανία απ’ ότι στον τομέα των υπηρεσιών: «Το μεγαλύτερο ποσοστό (αν και όχι το σύνολο) της συρρί­κνωσης του βιομηχανικού τομέα από την άποψη της συνολικής πα­ραγωγής δεν οφείλεται στη μείωση σε απόλυτους αριθμούς των παραχθέντων βιομηχανικών προϊόντων, αλλά στην πτώση της τιμής τους σε σχέση με τις τιμές της παροχής υπηρεσιών, οι οποίες διαμορ­φώνονται από την ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας (απόδο­ση ανά μονάδα παραγωγής). […] αν προσαρμόσετε τις μεταβολές σε σχετικές τιμές (ή αν, για να χρησιμοποιήσουμε τεχνικούς όρους, υπολογίσετε σε αμετάβλη­τες τιμές), η συρρίκνωση της βιομηχανίας στις πλούσιες χώρες δεν είναι τόσο έντονη όσο φαίνεται. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Βρετανίας, το ποσοστό της βιομηχανίας επί του συνόλου της παραγωγής, χωρίς να υπολογίσουμε τη σχετική επίδραση των τιμών (ήτοι τις τρέχουσες τιμές), μειώθηκε πάνω από 40% μεταξύ 1955 και 1990 (από 37% σε 21%). Αν, όμως, συνυπολογίσουμε τη σχετική επί­δραση των τιμών, η μείωση περιορίζεται σε λίγο πάνω από 10% (από 27% σε 24%)».[5]

Η κατακόρυφη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που έφερε και τη μείωση της απασχόλησης στη βιομηχανία γίνεται φανερή στην αυτοκινητοβιομηχανία. Σήμερα οι εργαζόμενοι στην αυτοκινητοβιομηχανία είναι οκτώ φορές πιο παραγωγικοί απ’ ότι οι συνάδελφού τους τριάντα χρόνια πριν. [6] Η στατιστική υποχώρηση της βιομηχανίας σε σχέση με τον τομέα των υπηρεσιών στο ΑΕΠ των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών αποκρύπτει τη σημαντική αλληλοδιαπλοκή βιομηχανικού τομέα και υπηρεσιών σε σημείο που να καθίσταται σχεδόν ανέφικτη η στατιστική κατάταξη των επιχειρήσεων: «Η μεταποιητική βιομηχανία εξαρτάται όλο και περισσότερο, για σημαντικές συνιστώσες της ανταγωνιστικότητάς της, από μια σειρά υπηρεσιών που προμηθεύεται από ένα ιδιαίτερο τμήμα του τριτογενούς, τις «υπηρεσίες για τις επιχειρήσεις» (business services). Αυτό το φαινόμενο σχετίζεται και με το γεγονός της εξωτερίκευσης μιας σειράς εργασιών (outsourcing, subcontracting) που η βιομηχανική επιχείρηση παλιότερα πραγματοποιούσε στο εσωτερικό της και τις οποίες τώρα αναθέτει όλο και περισσότερο σε επιχειρήσεις υψηλής ειδίκευσης και εξειδίκευσης του τομέα των υπηρεσιών (λογιστική, χρηματοοικονομική διαχείριση, marketing, διαχείριση ανθρώπινων πόρων κ.ά.) Η ανταγωνιστικότητα της μεταποίησης εξαρτάται έτσι από την ποιότητα αυτού του ιδιαίτερου τμήματος του τριτογενούς που είναι οι «υπηρεσίες για τις επιχειρήσεις». […] Μέσω αυτής της αυξανόμενης αλληλεξάρτησης των βιομηχανικών επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων των υπηρεσιών τείνει να δημιουργηθούν παραγωγικά συμπλέγματα στα οποία συμμετέχουν επιχειρήσεις από αμφότερους τους τομείς. Σε ότι αφορά τον τουρισμό, χαρακτηριστικό είναι ότι δεν εμφανίζεται ως κλάδος ή τομέας σε καμία καθιερωμένη κατάταξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων, και τον αποκαλούμε «τουριστικό κλάδο» ή «τουριστική βιομηχανία» μόνον καταχρηστικά, διότι περιλαμβάνει ετερογενείς παραγωγικές δραστηριότητες άλλων κλάδων (ξενοδοχεία, εστίαση, τουριστικά γραφεία, κατασκευές κλπ) που συγκροτούν το παραγωγικό σύμπλεγμα του τουρισμού. […] Η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση βιομηχανίας, αγροτικού τομέα και υπηρεσιών, θέτει σε αμφισβήτηση την παραδοσιακή διαίρεση του παραγωγικού συστήματος σε πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα». [7]

Συμπερασματικά: Η φιλολογία περί «αποβιομηχανοποίησης» αποκρύπτει άλλες αιτίες που βρίσκονται στη ρίζα των προβλημάτων των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών:

Ι) Τον αυξανόμενο διεθνώς ανταγωνισμό που συμπιέζει το ποσοστό κέρδους στη βιομηχανία και οδηγεί σε συρρίκνωση της απασχόλησης και κλεισίματα επιχειρήσεων.

ΙΙ) Την παρακμή βιομηχανικών τομέων στις ανεπτυγμένες χώρες (λόγω της ανταγωνιστικής πίεσης από άλλες καπιταλιστικές χώρες, όπως η Κίνα) με αποτέλεσμα ελλειμματικά ισοζύγια πληρωμών και διόγκωση της ανεργίας. Η διαδικασία αυτή δεν περιγράφεται σωστά με τον όρο «αποβιομηχανοποίηση». Τα κλεισίματα βιομηχανικών μονάδων προκύπτουν από το γεγονός ότι δεν είναι ανταγωνιστικές στη διεθνή αγορά (δεν προσφέρουν δηλαδή ένα επαρκές ποσοστό κέρδους στους καπιταλιστές) γεγονός που καμιά ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών δεν μπορεί να αντισταθμίσει. Πράγμα που γίνεται αντιληπτό στην παρούσα κρίση με την διόγκωση των ελλειμμάτων στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.

ΙΙΙ) Την κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης που πλήττει τον παγκόσμιο καπιταλισμό συνολικά και αναγκάζει το κεφάλαιο να στραφεί από την παραγωγική διαδικασία προς πιο κερδοφόρες δραστηριότητες όπως είναι ο χρηματοπιστωτικός τομέας και η λεγόμενη κερδοσκοπία. Ωστόσο, όπως σωστά υπογραμμίζει ο Χα Τζουν Τσανγκ, αυτό οδηγεί σε πτώση της συνολικής παραγωγικότητας της εργασίας στην οικονομία, στην τεχνολογική υστέρηση και στα αυξανόμενα εμπορικά ελλείμματα.

Σημειώσεις

[1] http://moneywatch.bnet.com/economic-news/blog/macro-view/manufacturing-surprise-the-us-still-leads-in-making-things/2134/

[2]  Χα Τζουν Τσανγκ «23 Αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2011, σελ. 144-145.

[3]  Γιάννης Ευσταθόπουλος, Ηλίας Ιωακείμογλου, Ο τομέας των υπηρεσιών, η ανταγωνιστικότητα και η εργασία, Εκδόσεις Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ – AΔΕΔΥ.

[4]  Στο ίδιο, σελ. 136.

[5]  Στο ίδιο, σελ. 132.

[6]  http://www.isj.org.uk/?id=293

[7]  Γιάννης Ευσταθόπουλος, Ηλίας Ιωακείμογλου, Ο τομέας των υπηρεσιών, η ανταγωνιστικότητα και η εργασία, Εκδόσεις Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ – AΔΕΔΥ.

ΠΗΓΗ: 19 Δεκεμβρίου 2011,  http://www.aformi.gr/2011/12/….83/

Καπιταλισμός: αγγλοσαξωνικό μοντέλο ΙΙ

Το αγγλοσαξωνικό μοντέλο του καπιταλισμού – Μέρος ΙΙ

Με αφορμή το άρθρο του Κονστάντσο Πρέβε στο «Δρόμος της Αριστεράς» [1]

 

Του Δαμιανού Βασιλειάδη*


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Η τεράστια σύγχυση των «αριστερών» διανοουμένων και οι ευθύνες της Αριστεράς.

Το μέγεθος της σύγχυσης και της άγνοιας της πραγματικότητας επιβεβαιώνει η πολιτική της. Έως προχθές τα κόμματα της Αριστεράς έπαιζαν την κολοκυθιά, διαγκωνιζόμενα μεταξύ τους ποιο θα προτείνει μεγαλύτερους μισθούς και συντάξεις και διορισμούς στο δημόσιο. Μιλούσαν  για μισθούς και συντάξεις ανάμεσα στα 1400 ή 1600 ευρώ και για διορισμούς γύρω στις 100.000 υπαλλήλους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, για να αναφέρουμε μόνο μερικά παραδείγματα της ανικανότητάς της προφανώς,  να συλλάβει τη ζοφερή κατάσταση. Αναπαρήγαγαν στη φαντασία τους μια κοινωνία η οποία δεν υπήρχε στην πραγματικότητα.

Ήδη από το 1985 ήταν φανερό με δήλωση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας ότι δεν μας φτάνουν τα χρήματα να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις και όχι το 1993, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κώστας Μπέης σε κάποιες εξομολογήσεις του. Από τότε ζούσαμε με δανεικά. Δεν γνώριζαν άραγε τα κόμματα της Αριστεράς το δραματικό αυτό γεγονός και ότι βασικά τρώγαμε το ψωμί των παιδιών μας, υποθηκεύοντας μάλιστα στους τοκογλύφους δανειστές μας την εθνική μας ανεξαρτησία και τα περιουσιακά στοιχεία της πατρίδας μας; Ήταν στραβός ο γιαλός ή στραβά αρμένιζε η Αριστερά; Σαφώς και στραβά αρμένιζε και το γεγονός αυτό δεν χρήζει αποδείξεως. Όμως κατάλαβε άραγε η Αριστερά αυτό που αναλύει ο Κονστάντσο Πρέβε τόσο γλαφυρά; Άραγε έχει συναίσθηση της καινούργιας πραγματικότητας ή ζει ακόμη στον κόσμο της; Ποια είναι όμως αυτή η πραγματικότητα που έχει φέρει τα πάνω κάτω;

Μας την περιγράφει με σαφήνεια ο ιταλός μαρξιστής, φιλόσοφος και ιστορικός με μερικές αφοριστικές προτάσεις, που είναι αποκαλυπτικές. «Θα φτάσω σύντομα», λέει ο ίδιος, αναφερόμενος στο φαινόμενο Μπερλουσκουνισμός, «στο ουσιαστικό ιστορικό πρόβλημα που κρύβεται πίσω του, δηλαδή στη μορφοποίηση και στη συνέχεια την εξαφάνιση της ευρωπαϊκής εκδοχής του καπιταλισμού στην πορεία προς την υιοθέτηση ενός ενιαίου αγγλοσαξωνικού μοντέλου ολοκληρωμένου καπιταλισμού». Όταν μιλάει για εξαφάνιση της ευρωπαϊκής εκδοχής εννοεί κατά βάση το κεϋσιανό μοντέλο ή μια μορφή ή παραλλαγή του, με το κράτος πρόνοιας κ.λπ. Και προσθέτει πιο κάτω, επεξηγώντας το φαινόμενο ακόμη πιο καταληπτά: «Ο Μπερλουσκόνι εκδιώχθηκε από το μεγάλο διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και από κανέναν άλλο, γιατί δεν κατάφερε δεν θέλησε, δεν ήξερε να συγχρονίσει όλη την Ιταλία (μάλλον την εταιρεία Ιταλία) στο ρυθμό της νέας μορφής ηγεμονίας του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου ιμπεριαλισμού». [11] «Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι σήμερα ζούμε έναν ριζοσπαστικό κατασταλτικό επαναπροσδιορισμό, μετά τις απάτες και τις φαντασμαγορίες με τις οποίες μας κατέκλυζε για μια εικοσαετία όλος ο πολιτικός, μιντιακός και διανοουμενίστικος συρφετός, που προερχόταν κύρια από την ‘αριστερά’ και όχι μόνο». Τέλος προσθέτει σ’ αυτές του τις αναλύσεις, που αναδεικνύουν το όλο πρόβλημα της ευρωπαϊκής κρίσης στην ουσία του και όχι μόνο της ελληνικής, λέγοντας ότι «Γινόμαστε μάρτυρες στην ολοκληρωτική αφομοίωση του ευρωπαϊκού μοντέλου, δηλαδή στο τέλος του, μέσα στο ενιαίο αγγλοσαξονικό-αμερικανικό μοντέλο, προϊόν ιστορικής προδοσίας των κυρίαρχων ευρωπαϊκών τάξεων, που αμερικανοποιήθηκαν από γλωσσολογική και πολιτιστική άποψη». Στο τελευταίο αυτό έχω τις επιφυλάξεις μου. Δεν νομίζω ότι αμερικανοποιήθηκαν κ.λπ, αλλά ότι τον ασπάστηκαν γιατί γι’ αυτούς το αγγλοσαξονικό μοντέλο είναι πιο αποτελεσματικό για τα συμφέροντά του.

Στο σημείο αυτό ανακύπτει και το κρίσιμο ερώτημα: Αν οι κυρίαρχες ευρωπαϊκές τάξεις, δεν ήθελαν, δεν μπορούσαν ή τελικά προσαρμόστηκαν στο ανωτέρω μοντέλο, πώς συνέλαβαν, πώς εκτίμησαν και πώς έπραξαν οι δυνάμεις της «αριστεράς», όπως θέλει να τις περιγράφει ο Κονστάντσο Πρέβε; Εδώ είναι το ερώτημα και η πρόκληση και το ζητούμενο για την Αριστερά στην Ελλάδα. Τι μας λέει ο Ιταλός στοχαστής, αλήθεια; Μας λέει να ξεχάσουμε τους επαρχιώτικους, ξεπερασμένους και στη θεωρία και την πράξη προβληματισμούς μας στον μικρόκοσμο που ζούμε και να δούμε κατάματα το παγκόσμιο τσουνάμι που δημιούργησε η ηγεμονία του μεγάλου  παγκοσμιοποημένου νεοφιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που σαρώνει την Ευρώπη και όλη την ανθρωπότητα, τελικά.

Η Ελλάδα αποτελεί πραγματικά ένα απλό πειραματόζωο σε μικροκλίμακα, ενώ στην μεγαλοκλίμακα κινδυνεύει η Ιταλία και στη συνέχεια ολόκληρη η Ευρώπη. Ο Γιώργος Παπανδρέου, ως ο πιο αμερικανός από τους Ευρωπαίους, τάχτηκε να παίξει αυτό το ρόλο του αγγλοσαξονικού ολοκληρωμένου καπιταλισμού κατ’ εντολή των ΗΠΑ. Το πρόβλημα λοιπόν έχει ασφαλώς τα ιδιαίτερα, ιδιόμορφα χαρακτηριστικά, τυπικά για την Ελλάδα, αλλά επεκτείνεται στον ευρύτερο ορίζοντα της Ευρώπης και του κόσμου όλου. Εκεί τουλάχιστον που επικρατεί η αγγλοσαξονική ηγεμονία, με τον χαρακτηριστικό της δαρβινισμό. Φτάνουμε λοιπόν, μετά την κατανόηση του προβλήματος, να αναρωτηθούμε, πώς αντιμετώπιζε και πώς αντιμετωπίζει η ελληνική Αριστερά, με ή χωρίς εισαγωγικά τα τεράστια ερωτήματα που ζητούν απάντηση και στα οποία δεν μπόρεσε επαρκώς η καθολικώς, όπως γνωρίζω, να προτείνει λύσεις. Σε τι έγκειται άραγε αυτή η αδυναμία ή ανικανότητα;

Όλοι σχεδόν οι περισπούδαστοι μαρξιστές ή εν πάση περιπτώσει «αριστεροί» οικονομολόγοι μιλούσαν για κρίση του καπιταλισμού και κατάρρευσή του. Δεν είχαν και δεν έχουν, είναι αλήθεια συνείδηση της πραγματικότητας. Το ότι καταρρέει μία ή δύο τράπεζες ή μερικές επιχειρήσεις δεν σημαίνει καθόλου ότι καταρρέει το σύστημα. Απλώς γίνεται αναδιάρθρωση σε πιο προχωρημένες και προσοδοφόρες μορφές. «Είμαστε σε φάση μετάβασης από μια μορφή του καπιταλισμού σε μια άλλη μορφή του, γενικότερη και παγκοσμιοποιημένη. Περνάμε στον απόλυτο καπιταλισμό. Η Ελλάδα είναι μόνο ένας αδύναμος κρίκος, το καλύτερο πειραματόζωο πριν από την Ιταλία και την Ισπανία». Αυτό τονίζει ο Ιταλός μαρξιστής φιλόσοφος Κονστάντσο Πρέβε.[12]

Στο ερώτημα αυτό θα προσπαθήσω να δώσω τη δική μου απάντηση που την ανέλυσα στη μελέτη μου: Ο Μαρξ, ο Έγκελς, ο Λένιν και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς, όπου αναλύω τα αίτια αυτού του προβλήματος,[13] θα αναφέρω μόνο μια σύγχυση που επεκράτησε ανέκαθεν στο χώρο της Αριστεράς σχετικά με τον Μαρξ και τη θεωρία του. Ο ίδιος ο Μαρξ, στοχαστής από τους λίγους, είναι γεμάτος αντιθέσεις. Μερικές αντιθέσεις τις κατέθεσε και ο Κονστάντσο Πρέβε. Αναφέρει ο ίδιος δύο βασικές αυταπάτες του Μαρξ: «Αδυναμία της καπιταλιστικής αστικής τάξης να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις, επαναστατική ικανότητα της εργατικής τάξης, που αμείβεται με μισθό ή ημερομίσθιο». Αυτά διακήρυττε ο Μαρξ. Και στις δύο αυτές βασικές θέσεις έπεσε έξω. Και δεν ήταν οι μόνες. Υπάρχει όμως στο χώρο της Αριστεράς και μια άλλη, μεγαλύτερη σύγχυση, που δημιουργεί προβλήματα, που δεν έχουν σχέση με τον Μαρξ. Οι περισσότεροι μαρξιστές, για να μην πω όλοι, διαπράττουν πάλι ένα εγκληματικό θεωρητικό λάθος. Ποιο δηλαδή. Απλούστατα: Συγχέουν τη φιλοσοφία του Μαρξ και τις φιλοσοφικές του απόψεις με την επιστημονική του πληρότητα, όσον αφορά την ανάλυση του καπιταλισμού και, όπως λέει ο ΄Εγκελς, «την αποκάλυψη του μυστικού της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής με την υπεραξία». [14]

Σε τι συνίσταται η σύγχυση; Ως ικανός επιστήμονας ο Μαρξ ανέλυσε τις λειτουργίες όχι του καπιταλισμού, αλλά του μηχανισμού που μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε σύστημα, καπιταλιστικό, σοσιαλιστικό, κομμουνιστικό και λοιπά, για την απόκτηση της υπεραξίας από την εργασία και της δημιουργίας της συσσώρευσης του κεφαλαίου (πρωταρχική ή προχωρημένη, δεν έχει σημασία), είτε αυτή η εργασία είναι, όπως τονίσαμε, κόκκινη, μπλε, πράσινη ή οποιουδήποτε άλλου χρώματος (βλ. Κίνα π.χ). Γι’ αυτό και οι καπιταλιστές είναι οι καλύτεροι μελετητές του μαρξισμού, τον οποίο και εφαρμόζουν κατά γράμμα, θα’ λεγα και θα προσέθετα και καθ’ υπερβολήν, όπως γίνεται σήμερα. Εφάρμοσε στις μελέτες αυτές τις μεθόδους των φυσικών επιστημών.

Επιπλέον πρέπει να καταρρίψουμε και μια άλλη σύγχυση που παρουσιάζεται πολύ συχνά και αφορά τις διάφορες θεωρίες. Η οποιαδήποτε θεωρία μεταδίδει γνώσεις, οι οποίες δεν έχουν αυταξία, δεν εκφράζουν δηλαδή κάποιο αξιακό περιεχόμενο. Είναι δηλαδή αυτές καθαυτές ουδέτερες. Π.χ. η γνώση της ατομικής ενέργειας δεν καθορίζει και την καλή ή κακή χρήση της. Αυτή είναι η φύση της γνώσης. Για να το κάνουμε πιο λιανά. Η γνώση αυτή καθαυτή δεν κάνει τον άνθρωπο καλύτερο ή χειρότερο. Ανάλογα με την αξιακή της χρήση αποκτά και την ανάλογη αξία της. Οι περισσότεροι συγχέουν αυτά τα δύο επίπεδα. Για να το κάνω ακόμα πιο κατανοητό: Όσο πιο μορφωμένος (σπουδαγμένος) είναι κανείς και αποκτά γνώσεις, δε σημαίνει καθόλου ότι είναι και καλύτερος από ηθικής πλευράς. Γιατί το θέμα της ηθικής, όχι με την τρέχουσα σημασία, αλλά με τη δυνατότητα της «ελεύθερης» επιλογής, ανάμεσα στο δρόμο της αρετής και της κακίας, για να αναφέρουμε το κλασικό παράδειγμα από την αρχαιότητα, είναι το καθοριστικό για την χρήση της γνώσης.

Το δεύτερο αφορά τη φιλοσοφία του, που δεν είναι θέμα θετικών επιστημών. Το διατυπώνει και ο ίδιος ο Μαρξ στην εισαγωγή της μελέτης του Κριτική της πολιτικής οικονομίας με τα εξής λόγια: «Το γενικό συμπέρασμα στο οποίο κατάληξα, και που, όταν πια το είχα αποχτήσει, χρησίμευε σαν οδηγός στις μελέτες μου...». Στη συνέχεια αναφέρει τα βασικές αρχές της φιλοσοφίας του, που επέχουν τη μορφή αξιωμάτων (και όχι βέβαια φυσικών νόμων).[15] Αυτή η φιλοσοφία λοιπόν έχει τεράστιες αντιφάσεις. Μία από τις αντιφάσεις αυτές περιλαμβάνεται σε μια βασική του φιλοσοφική θέση, εν είδη αξιώματος, που λέει: «Ένας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δε εξαφανίζεται, προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει και νέες, ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται, προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους μέσα στους  κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας… Σε γενικές γραμμές μπορούν ο ασιατικός ο αρχαίος, ο φεουδαρχικός και ο σύγχρονος αστικός τρόπος παραγωγής να χαρακτηριστούν ως προοδευτικές εποχές του οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού».[16] Στις γραμμές αυτές περιλαμβάνεται ένα κομμάτι της φιλοσοφικής θεωρίας του Μαρξ για την ιστορία και την ευθύγραμμη ιστορική εξέλιξη, που, όπως τονίζει ο Παναγιώτης Κονδύλης, θα οδηγούσε σε ένα ευτυχισμένο τέλος, δηλαδή την αταξική κοινωνία.

Ορισμένοι μαρξιστές, απολογητές του μαρξισμού, αμφισβητούν ότι ο Μαρξ εντάσσεται στις «εξελικτικές θεωρίες της προόδου». Όμως η εφαρμογή του μεγάλου παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου αγγλοσαξονικού μοντέλου, ανταποκρίνεται πλήρως στη θεωρία του Μαρξ, που λέει σε απλά ελληνικά ότι, για να υπάρξει μετάβαση από τον καπιταλιστικό τύπο παραγωγής στον σοσιαλιστικό, σε ένα δηλαδή, όπως λέει ανώτερο κοινωνικό σχηματισμό, πρέπει να δημιουργηθεί ο αποκλειστικός τύπος παραγωγής, δηλαδή από τη μια το κεφάλαιο και από την άλλη η εργασία (το προλεταριάτο). Όλες οι ενδιάμεσες μορφές, που μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε προκαπιταλιστικές, όπως οι αγρότες, οι μικροβιοτέχνες, οι μικροεπαγγελματίες κ.λ.π., θα έχουν λίγο πολύ αντικατασταθεί ή θα βρίσκονται στην πορεία ενσωμάτωσής τους στον αποκλειστικό τύπο παραγωγής. θα πρέπει να καταστραφούν. Κάτι που γίνεται τώρα. Σ’ αυτή τη διαδικασία βρισκόμαστε, που βιώνουμε και στην Ελλάδα με την πλήρη προλεταριοποίηση της μεσαίας, μικρομεσαίας, ακόμη και μερίδες της μεγάλης αστικής τάξης. Τότε οι εσωτερικές αντιθέσεις του καπιταλισμού και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες θα οδηγήσουν σε ρήξη και αλλαγή αυτού του μοντέλου. Αυτή είναι η θεωρία ορισμένων αφελών αριστεριστών βασικά, που δεν καταλαβαίνουν τίποτε από τη λειτουργία του καπιταλισμού και τους μηχανισμούς του. Επειδή όμως αυτές τις θεωρίες ή παρόμοιες ασπάζονται και, όπως είπα, περισπούδαστοι μαρξιστές «αριστεροί», θέλω να τονίσω ότι, εφόσον δεν υπάρχει κάποιο αντίρροπο δέος, δηλαδή ένα δυναμικό Λαϊκό Κίνημα, ο καπιταλισμός με τη μορφή που την περιέγραψε ο Πρέβε, έχει και το πεπόνι και το καρπούζι στα χέρια του, για να το πούμε λαϊκά. Δηλαδή ο ίδιος ρυθμίζει τις κρίσεις του με τις ασφαλιστικές δικλίδες που διαθέτει. Κάτι που είχε γίνει κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Αν δει δηλαδή ότι κινδυνεύει, δεν τον εμποδίζει να εφαρμόσει πάλι κάποια μορφή κεϋνσιανού μοντέλου ή κάποιου άλλου μοντέλου, έως ότου ξεπεράσει πάλι την κρίση.

Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα μας το παρουσιάζει ο Ανδρέας Παπανδρέου: «Ως σοσιαλιστής είμαι ιδιαιτέρως εξοικειωμένος με την κλασική μαρξιστική άποψη ότι ο καπιταλισμός αναπτύσσει κοινωνικές δομές, όπως η ατομική ιδιοκτησία της παραγωγής, οι οποίες ανακόπτουν την πρόοδο της τεχνολογίας και της παραγωγικότητας και καθιστούν απαραίτητη την σοσιαλιστική επανάσταση. Για τον Μαρξ αυτή ήταν η κύρια αντίφαση του καπιταλισμού και η βάση του επιχειρήματος ότι ο σοσιαλισμός ήταν ιστορικά αναπόφευκτος. Αλλά φαίνεται ότι ακριβώς το αντίθετο αληθεύει. Το καπιταλιστικό σύστημα δείχνει εντυπωσιακό δυναμισμό και μεταβάλλει τις αντιλήψεις που διακατείχαν επί μακρόν τους μαρξιστές σχετικά με το φθίνον μέλλον του καπιταλισμού».[17] Σήμερα, για την εποχή που μιλάμε, βρισκόμαστε στη διαδικασία ανάδειξης και εφαρμογής της ανώτερης μορφής του καπιταλισμού, που θα τον χαρακτήριζα σε αντιστοιχία προς τον Λένιν, όχι ιμπεριαλισμό του κεφαλαίου, αλλά κατ’ αναλογία υπέριμπεριαλισμό.

Ένας σύντομος επίλογος

Πολύ σωστά επισημαίνει ο Κονστάντσο Πρέβε, αυτό που η Αριστερά και η αριστερή διανόηση, που πασχίζει γνήσια για λύσεις διεξόδου από την κρίση, δεν έχει καταλάβει. Ποιο δηλαδή, ότι, όπως λέει και ο ίδιος, βρισκόμαστε στην ανώτατη φάση καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, σε έναν θα λέγαμε υπέριμπεριαλισμό, ο οποίος βρίσκει την έκφραση και εφαρμογή του όχι απλώς στην πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου, αλλά στην υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου σε μια ολιγαρχία (μικρή ή μεγάλη ανάλογα με τις συνθήκες) του μεγάλου παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έτσι θα υπάρχουν βασικά, όπως είπε ο Μαρξ  ο «καθαρός» κεφαλαιοκρατικός τύπος παραγωγής με μόνο δύο τάξεις, την αστική τάξη, που μπαίνει τελικά, σύμφωνα με τη θεωρία του, φρένο στην εξέλιξη και τις παραγωγικές δυνάμεις, στις οποίες συγκαταλέγεται η εργατική τάξη. Σήμερα το σχήμα αυτό παίρνει τη μορφή του παγκοσμιοποιημένου ιμπεριαλισμού που προαναφέραμε. Δηλαδή με άλλα λόγια η συγκέντρωση του παγκόσμιου πλούτου σε ελάχιστα χέρια του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που θα βασίζεται στην προλεταριοποίηση όλων των υπολοίπων τάξεων, βασικά σε ένα είδος κινεζοποίησης της εργασίας.

Για μένα η μόνη διέξοδος αποτελεί ένα γνήσιο πατριωτικό κίνημα της Αριστεράς, που αυτό και μόνο είναι σε θέση να βάλει φραγμό σ’ αυτή την πορεία και να δημιουργήσει προϋποθέσεις ανατροπής της σημερινής καθεστηκυίας τάξης. Το γιατί θα το εξηγήσουμε σε άλλη ανάλυσή μας. Προκαταβολικά όμως θα παραθέσω δύο απόψεις που έχουν σχέση με τα προηγούμενα και αναφέρονται και σ’ αυτά που θα ακολουθήσουν. Σε μια συνέντευξή του[18] ο Πορτογάλος κομμουνιστής νομπελίστας Ζοζέ Σαραμάγκου δήλωσε: Η αριστερά «πίστευε ότι θα κερδίσει τη μάχη στο παρόν με τα όπλα του παρελθόντος. Καθώς η θεωρία δεν ανανεώθηκε, η πρακτική έγινε ένα μπερδεμένο κουβάρι. Τα υπόλοιπα τ’ ανέλαβε ο ρεαλισμός και η ουτοπία αποτελειώθηκε απ’ τον οπορτουνισμό».[19] Αλήθειες, που πονούν, αλλά που αποτυπώνουν την πραγματικότητα και ο κάθε «αριστερός» τις αποκρύπτει στο υποσυνείδητο, γιατί δεν έχει το σθένος και το θάρρος να κάνει την υπέρβασή του και μ’ αυτήν την υπέρβαση την επανάσταση.

Tο δεύτερο αναφέρεται στην πατριωτική Αριστερά. Η Αριστερά ή θα είναι πατριωτική ή δεν θα υπάρξει, κατά το «Ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει» που είπε κάποτε ο Νίκος Πουλατζάς. Η μόνη διέξοδός της είναι ν’ αποκτήσει την πολιτιστική ηγεμονία της και αυτό θα καταστεί δυνατό μόνον, όταν το εθνικό συνδυαστεί με το κοινωνικό. Υπονόμευση του εθνικού κράτους απ’ την άλλη, όπως πολύ σωστά λέει ο Γάλλος οικονομολόγος Maurice Allais, συντελεί στην «υφαρπαγή απ’ τους λαούς της κυριαρχίας τους, της ελευθερίας τους, της δημοκρατίας τους και της ταυτότητάς τους και την αναγωγή τους από πολίτες σε χειραγωγούμενους καταναλωτές μιας ασύδοτης αγοράς, χωρίς σύνορα και θεσμικό πλαίσιο, χωρίς εγγυήσεις και ελέγχους». [20] Είναι άραγε τυχαίο το γεγονός ότι ο Στάλιν κήρυξε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον «πατριωτικό πόλεμο» και κανέναν ταξικό; Δεν είναι καθόλου τυχαίο, γιατί αν δεν το έπραττε η Σοβιετική Ένωση, πολύ πιθανόν από τότε θα είχε καταρρεύσει. Ποιο προλεταριάτο θα στρατεύονταν για την «ταξική πάλη;». Η απάντηση η δική μου: Κανένα. Οι Σοβιετικοί πολέμησαν για την πατρίδα και νίκησαν.

Συμπερασματικά θα τονίσω ότι: Η κατάργηση του έθνους – κράτους και των εθνικών συνόρων που προπαγανδίζουν «αριστεροί» κύκλοι, και που ταυτίζεται απόλυτα με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης, αποτελεί την πλήρη προσαρμογή στη στρατηγική της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, που πρώτιστη επιδίωξή της είναι εξυπηρέτηση των γεωστρατηγικών της συμφερόντων σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, με την μετατροπή τους σε άβουλους καταναλωτές. Και ένα τελευταίο: Στην ερώτηση στον Κονστάντσο Πρέβε, ποιο ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η σημερινή Αριστερά, έδωσε την εξής απάντηση στην ίδια συνέντευξη: «Κατά την άποψή μου η Αριστερά τώρα δεν μπορεί να μιλάει για κομμουνισμό, για επανάσταση. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει τώρα προοπτική επανάστασης και κομμουνισμού. Υπάρχει μόνο προοπτική, ίσως, εθνικής απελευθέρωσης. όπως και στην περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως όταν η Ελλάδα έλεγε όχι στον Μουσολίνι, και τώρα η Ελλάδα θα πρέπει να αντισταθεί». Συμπέρασμα: Για την εθνική απελευθέρωση από την σημερινή πολύπλευρη κατοχή, (που δεν είναι μόνο οικονομική), η εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση είναι η συγκρότηση και δράση μιας πατριωτικής Αριστεράς σ’ ένα πανεθνικό, παλλαϊκό μέτωπο, περίπου αναλογικά, στο πρότυπο μιας μοντέρνας ΕΔΑ.

Παραπομπές

[1] Το άρθρο δημοσιεύτηκε ως Α΄ μέρος στο «Δρόμος της Αριστεράς», στις 10.12.2011 με τίτλο: «Ιστορικές και πολιτικές επισημάνσεις μετά την πτώση του Μπερλουσκόνι».

………………………………………………………………………………………………………………..

[11] Μήπως, αναρωτιέμαι, το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα με τον Γιώργο Παπανδρέου ή πρόκειται να συμβεί;

[12] Συνέντευξή του στην εφημ. «Ελευθεροτυπία», 19.11.2011, με τίτλο: «Περνάμε από μία φάση του καπιταλισμού σε μία άλλη».

[13] Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει στο κεφάλαιο  του βιβλίου μου με τίτλο: «Διεθνισμός και παγκοσμιοποίηση», σ. 88 – 07.

[14] Φρίντριχ Έγκλες, Η εξέλιξη του σοσιαλισμού, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 148.

[15] Βλ. Καρλ Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, (Πρόλογος), στο Κ. Μαρξ – Φ. Έγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι. εκδ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, εκδ. «Νέα Ελλάδα» 1951. σ. 424.

[16] Καρλ Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, ό.π., σ. 424-425.

[17] Απόσπασμα από συνέντευξη του Ανδρέα Παπανδρέου στον εκδότη του NPQ Στάνλεϊ Σέινμπαουμ, εφημ. «Ελευθεροτυπία», 23.6.2003.

[18] Συνέντευξη του Σοζέ Σαραμάγκου στην εφημ. «Ελευθεροτυπία», στις 21.6.2010.

[19] Συνέντευξη του Ζοζέ Σαραμάγκου στην Ελευθεροτυπία, στις 21 Ιουνίου 2010.

[20] Βλ. εφημερίδα  «Το Παρόν», 6.9.2009, σ. 26.

Αθήνα, 13.12.2011

 

* Ο Δαμιανός Βασιλειάδης είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας.

Καπιταλισμός: αγγλοσαξωνικό μοντέλο Ι

Το αγγλοσαξωνικό μοντέλο του καπιταλισμού – Μέρος Ι

Με αφορμή το άρθρο του Κονστάντσο Πρέβε στο «Δρόμος της Αριστεράς» [1]

 

Του Δαμιανού Βασιλειάδη*


                          

Με ξάφνιασε ευχάριστα η απόφαση της εφημερίδας και των υπευθύνων της, που τόλμησαν, να δημοσιεύσουν μια ανάλυση του ιταλού μαρξιστή, ιστορικού διανοούμενου, που ούτε λίγο ούτε πολύ πετάει κυριολεκτικά την «αριστερά», με εύσχημο τρόπο, στο λεγόμενο «χρονοντούλαπο της ιστορίας» και με πιο κυνικό τρόπο, κυριολεκτικά στα «μπάζα».

Οι κριτικές του στην Αριστερά είναι τόσο αιχμηρές, που δεν θα τολμούσα ούτε κατά «διάνοιαν» να τις επικαλεστώ, πόσο μάλλον να τις εκφράσω.

Θα παραθέσω μόνο δύο αποσπάσματα, για να γίνει καταληπτό γιατί μιλάμε. Λέει σε ένα σημείο αναφερόμενος στην «αριστερά», βάζοντας πάντοτε τον όρο σε εισαγωγικά: «Το τέλος του υπαρκτού ιστορικού κομμουνισμού  1917-1991)… ήταν μια φοβερή ιστορική και γεωπολιτική καταστροφή, μια πραγματική τραγωδία, που ωστόσο έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το πιο ηλίθιο πολιτιστικό συνονθύλευμα της οικουμένης, τη λεγόμενη «αριστερά».

Και σε ένα άλλο σημείο (από τα πολλά), αναφερόμενος στον δεσποτισμό των κομμουνιστικών κομμάτων γράφει: «...ενώ είχα πάντα μια απέχθεια και διαφωνούσα για το λεγόμενο χώρο των σνομπ Ιταλών διανοουμένων που συνηθίζουμε να αποκαλούμε ‘αριστερά’». Τους διανοούμενους από την άλλη χαρακτηρίζει ως κοινωνική ομάδα, υποτελή στην κυρίαρχη τάξη. Μάλιστα αναφέρει ότι το σοβιετικό μοντέλο στον λεγόμενο «ιταλικό δρόμο προς το σοσιαλισμό» έκρυβε τη «δομική ενσωμάτωσή στους αναπαραγωγικούς μηχανισμούς του ιταλικού καπιταλισμού».

Κάτι ανάλογο έγινε και στην Ελλάδα. Ακραιφνείς μαρξιστές «αριστεροί» το καταμαρτυρούν, όπως ο Γιάννης Μηλιός που μιλά για την μετάλλαξη των αριστερών διανοουμένων με τα εξής λόγια: «Στη διαδικασία ιδεολογικού μετασχηματισμού [2] που περιγράφουμε πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε μια μεγάλη μερίδα διανοουμένων στελεχών της παραδοσιακής Αριστεράς, αρχικά της ‘ανανεωτικής’ και στη συνέχεια και της ‘ορθόδοξης’ πτέρυγάς της. Η πρόσβαση (ή η προσδοκώμενη πρόσβαση) στις ανώτερες θέσεις των κρατικών μηχανισμών (που για πρώτη φορά κατέστη δυνατή για το χώρο αυτό μετά απ’ τη μεταπολίτευση και ιδίως μετά απ’ την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981), αποτέλεσε τον μηχανισμό ενσωμάτωσής τους στους κοινούς τόπους της κυρίαρχης ιδεολογίας». [3]

Aυτό που έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου με την Αριστερά και στη συνέχεια σε μεγαλύτερη κλίμακα ο Κώστας Σημίτης, χωρίς να αποκλείουμε ακόμη και αυτόν τον Κώστα Καραμανλή, τον νεότερο, ήταν – για να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο και με τη γλώσσα της ποίησης – ένα είδος φαουστικής  συναλλαγής.[4] Όλοι αυτοί απ’ την Αριστερά οι οποίοι εντάχτηκαν στο σύστημα (ενσωματώθηκαν στο σύστημα, λέει πιο εμφαντικά ο Γιάννης Μηλιός), στο αστικό σύστημα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού φυσικά, (δεν μιλάμε για εκείνους οι οποίοι ούτως ή άλλως ήταν ενταγμένοι, όπως ο Αντώνης Λιάκος, ο Νίκος Μουζέλης, ο Θάνος Βερέμης, κ. α.), κατέληξαν στην πλειοψηφία τους να γίνουν απολογητές και διαπρύσιοι κήρυκές του. Πούλησαν την ψυχή τους στον Μαμωνά του κυρίαρχου αστικού μπλοκ εξουσίας. [5] Ο λόγος είναι απλός. Γιατί να τους διορίσει στα πνευματικά ιδρύματα και στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, αν δεν το εξυπηρετούσαν; Δεν πιστεύουμε ότι ήθελαν να υπηρετήσουν τη «σοσιαλιστική κυβέρνηση» του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη και να καταπολεμήσουν τη συντηρητική του Κώστα Μητσοτάκη και Κώστα Καραμανλή, του νεώτερου, καθώς και του υπαρκτού, αντιλαϊκού και νεοταξικού ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, που θέλει να δημιουργήσει μια πολυπολιτισμική, πολυφυλετική και πολυεθνική Ελλάδα, σύμφωνα με τα κελεύσματα της Νέας Τάξης και της παγκοσμιοποίησης.

Η κριτική τους στο σύστημα, στο καπιταλιστικό σύστημα, εάν και εφόσον γίνεται, δεν σημαίνει απαραιτήτως και αμφισβήτηση του συστήματος. Τουναντίον. Χρησιμεύει πολλές φορές ως βαλβίδα ασφαλείας του, ως εκτόνωση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής πίεσης. Αυτό ισχυριζόταν ο Τρότσκι όταν έλεγε: «Για δεκαετίες η αντιπολιτευόμενη κριτική δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια βαλβίδα ασφαλείας για τη μαζική δυσαρέσκεια, μιαν απ’ τις συνθήκες σταθερότητας της κοινωνικής δομής».[6] Η εργασιοθεραπεία της επανάστασης, προσθέτουμε εμείς, δεν συνιστά επανάσταση.[7]  Όμως η γενίκευση ασφαλώς και είναι λάθος.

Πιο αποκαλυπτικός ωστόσο είναι ένας άλλος διανοούμενος της Αριστεράς, ο Δημήτρης Μπελαντής,[8]  Γράφει σχετικά: «Με την επικράτηση του Κ. Σημίτη στην κυβέρνηση, το κυβερνητικό κόμμα και την ελληνική κοινωνία, παρατηρήθηκε ένα καινοφανές πολιτικό φαινόμενο: η μαζική προσχώρηση της αριστερής διανόησης στο στρατόπεδο του Κ. Σημίτη και του ‘αριστερού εκσυγχρονισμού’. Τα επιτελεία δεν βομβαρδίστηκαν – κατά την προσφιλή έκφραση του Μάο Τσε Τουγκ – απ’ τους αριστερούς διανοούμενους, αλλά αλώθηκαν μαζικά απ’ αυτούς. Προέκυψε η συστηματική στελέχωση των υπουργείων μ’ αριστερούς ειδικούς συμβούλους, ιδίως εκ της ανανεωτικής Αριστεράς και η δημιουργία ενός αριστερού think tank γύρω απ’ την ‘εκσυγχρονιστική’ κρατική πολιτική.

Έχουμε έτσι μία μετατόπιση των αριστερών διανοουμένων απ’ την περιφέρεια του κράτους, από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και από τους θεσμούς οργάνωσης της συναίνεσης και της κοινωνικής αναπαραγωγής, στον σκληρό πυρήνα του κρατικού σχεδιασμού και προγραμματισμού, στην ‘καρδιά’ του κράτους». Και σ’ ένα άλλο σημείο συμπληρώνει αποκαλυπτικά: «Η πλειοψηφική τοποθέτηση των αριστερών διανοουμένων ήταν μια τοποθέτηση αποδοχής του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας ως τεχνικής αναγκαιότητας, της θέσης της νέας μικροαστικής τάξης και των διανοουμένων μέσα σ’ αυτόν και ειδικότερα της ανάληψης από αυτούς διευθυντικών ρόλων στην αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας (ιδεολογική επιβουλή, ‘επιστημονική’ διεύθυνση της εργασιακής διαδικασίας, λειτουργίες διεύθυνσης του κεφαλαίου)». [9]

Πιο παραστατικά δεν μπορεί να περιγραφεί ο ρόλος αυτής της κατηγορίας αριστερών διανοούμενων, οι οποίοι είναι οι κύριοι υπαίτιοι της αναπαραγωγής των σχέσεων εξουσίας, μέσω της ιδεολογικής ηγεμονίας και κατά συνέπεια της συναίνεσης, όπως αποφαίνεται ο Γκράμσι, δηλαδή της αστικής εξουσίας που υποτίθεται ότι, λόγω της  φαινομενικά αριστερής ιδεολογίας τους, θέλουν να καταπολεμήσουν, ενώ στην πράξη συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Αυτή η κατηγορία των αριστερών διανοούμενων αποτελεί «την ιδεολογική καρδιά του κράτους», του πυρήνα της ιδεολογικής ηγεμονίας του αστικού κράτους». [10]

Παραπομπές

[1] Το άρθρο δημοσιεύτηκε ως Α΄ μέρος στο «Δρόμος της Αριστεράς», στις 10.12.2011 με τίτλο: «Ιστορικές και πολιτικές επισημάνσεις μετά την πτώση του Μπερλουσκόνι».

[2] Ο Μηλιός αναφέρεται στον μαζικό διορισμό σε θέσεις και αξιώματα του κρατικού μηχανισμού «αριστερών» διανοουμένων απ’ τον Ανδρέα Παπανδρέου, για να πετύχει τον συμβιβασμό και τον προσεταιρισμό τους στον αστικό «εκσυγχρονισμό». Μια τέχνη που ο Ανδρέας Παπανδρέου κατείχε άριστα και την εφάρμοσε με επιτυχία και ο διάδοχός του, ο Κώστας Σημίτης. Όλοι αυτοί από την Αριστερά και το κέντρο, αλλά και από όλες τις πολιτικές παρατάξεις, που ευνοήθηκαν από τον Ανδρέα Παπανδρέου ποικιλοτρόπως, είτε με διορισμούς σε θέσεις είτε σε οργανισμούς, είτε κάπου αλλού, άσχετα αν το άξιζαν ή όχι,  είναι δύσκολο να ασκήσουν κριτική στον ίδιο.

Πρέπει να κάνει κανείς μεγάλη υπέρβαση και αυτοκριτική για να μπορέσει να ασκήσει στη συνέχεια κριτική στον Ανδρέα Παπανδρέου, που τους χρησιμοποίησε, απλώς για να λεηλατεί με την μεγαλύτερη δυνατή ευκολία τις ψήφους τους, για να τον εκλέγουν, αυτοί και το περιβάλλον τους. Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί έντιμοι κατά τα άλλα αγωνιστές, δεν τολμούν να μιλήσουν και να κάνουν κριτική στον Ανδρέα Παπανδρέου και περιορίζονται μόνο στην μετά Σημίτη εποχή. Όσο θα συμβαίνει αυτό η Ελλάδα δεν πρόκειται να βγει από την κρίση, γιατί η κρίση είναι πρωταρχικά ηθική και πολιτική.

[3] Βλ,, Γιάννης Μηλιός, Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 1999, σ. 154. Βλ. σχετικά για το ίδιο θέμα και τη μελέτη μας: «Διεθνισμός και Παγκοσμιοποίηση» αναρτημένο στο ιστολόγιο: www.damonpontos.gr.

[4] Μας έκανε αλγεινή εντύπωση και μας δημιούργησε τραυματική εμπειρία η διαπίστωση, ότι ακόμη και καπετάνιοι του Ε.Λ.Α.Σ εκλιπαρούσαν παράγοντες του ΠΑΣΟΚ, που κατείχαν κάποια κατώτερα πόστα, για να διοριστούν σε μια θέση προέδρου κάποιου οργανισμού ή να τακτοποιήσουν τα παιδιά τους ή ν’ αξιοποιηθούν οι ίδιοι κάπου στον κρατικό μηχανισμό, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη «σοσιαλιστική αλλαγή», τη στιγμή κατά την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου διέγραφε κατά χιλιάδες τους άξιους αγωνιστές του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ, διορίζοντας τυχοδιώκτες και καιροσκόπους, που τους διέκρινε μόνον η ιδιοτέλεια. (Αυτό εξηγείται φυσικά κι’ απ’ την έλλειψη δημοκρατικής παράδοσης στα αριστερά κόμματα. Για την πολιτική κουλτούρα με την οποία είχαν διαμορφωθεί στα πλαίσια του Σταλινισμού, η προσωποπαγής και αυταρχική δομή του ΠΑΣΟΚ, κάτω από ένα αρχηγό–αφέντη, δεν έπαιζε κανένα ρόλο). Επί Σημίτη μάλιστα (χωρίς να είναι άμοιρος κι’ ο Γιώργος Παπανδρέου) διορίστηκαν κατά εκατοντάδες στα πανεπιστήμια (κυρίως ιστορικοί), ενάντιοι στο έθνος–κράτος, δηλαδή ορκισμένοι κοσμοπολίτες, αποδομητές της εθνικής συνείδησης, της ιστορικής μνήμης και της εθνικής κληρονομιάς.

Πολλοί μας κατηγορούν, όταν αναφερόμαστε σε συγκεκριμένα άτομα και στις ιδέες τους. Η άποψή μας είναι ότι τα ιστορικά υποκείμενα αποτελούν πάντοτε φορείς μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας, την οποία εκφράζουν. Η κριτική λοιπόν γίνεται στην ιδεολογία και στην θεωρία, την οποία διακηρύττουν και για την οποία οι ίδιοι είναι πολλές φορές υπερήφανοι. Η ανωνυμία δεν έχει κανένα νόημα και είναι επικίνδυνη, γιατί εύκολα μπορούν τα άτομα αυτά να μεταμφιεστούν από αντιδραστικά σε προοδευτικά, ανάλογα με τις περιστάσεις. Πολλές φορές εξάλλου ο όρος π.χ. «αποδομητές του έθνους –κράτους» αποτελεί γι’ αυτούς τίτλο τιμής. Η λέξη «πατριωτισμός» και όχι εθνοκεντρισμός, είναι απεναντίας τίτλος τιμής για μας. Πρόκειται γι’ αντιλήψεις που βρίσκονται σε μια συγκρουσιακή σχέση. Για μας ισχύει αυτό που διακηρύττει με σθένος ο Βάσος Λυσσαρίδης: «Αν εθνικισμός είναι να σέβεσαι την εθνότητα όλων και διαφυλάττεις τη δική σου, τότε δηλώνω αδιόρθωτος εθνικιστής».

[5] Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου μιλάει σ’ ένα άρθρο του για την κατηγορία των ανθρώπων αυτών, χαρακτηρίζοντάς τους συμβιβασμένους και προσεταιρισμένους, παρ’ όλο που κι’ ο ίδιος συνετέλεσε τα μέγιστα στην προώθησή τους, για να τους χρησιμοποιεί κατά το δοκούν. Ως συμβιβασμένους, νόμιζε (είχε την αυταπάτη, όπως και με τον Σημίτη και άλλους), ότι μπορεί να τους χρησιμοποιεί σαν μαριονέτες, για τις δικές του αρχηγικές κι’ εξουσιαστικές σκοπιμότητες, ως ταχυδακτυλουργός. Τελικά στο σημείο αυτό αποδείχτηκε, όσον αφορά τον Κ. Σημίτη, αφελής, ενώ ο διάδοχός του πανούργος.

[6] Το απόσπασμα αναφέρεται στο έργο του Κρις Χάρμαν, Μαρξισμός και ιστορία. Βάση και εποικοδόμημα, εκδ. «Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο», Αθήνα 2009, σ. 63.

[7] Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της χούντας 1967 -74 κυκλοφορούσαν πλήθος βιβλίων μαρξιστικής προέλευσης. 

[8] Ένας  από τους συνεργάτες του Μηλιού στο περιοδικό «Θέσεις», του κατ’ εξοχήν περιοδικού της μαρξιστικής σκέψης και της θεωρητικής σχολής ενάντια στο έθνος–κράτος. Από κει και πέρα υπάρχει και το περιβόητο ΕΛΙΑΜΕΠ, ορισμένες ΜΚΟ και οι εθνομηδενιστές πανεπιστημιακοί διανοούμενοι.

[9] Δημήτρης Μπελαντής, «Η ‘στροφή’ των διανοουμένων: Για την αδιάκριτη γοητεία του ‘εκσυγχρονισμού’  στους αριστερούς διανοούμενους», περιοδικό «Θέσεις» τεύχος 59, Απρίλιος – Ιούνιος 1997. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα γνωστών και μη εξαιρετέων πρώην «αριστερών» και νυν ακραιφνών νεοφιλελεύθερων, που κατέχουν διευθυντικό ρόλο στο σύστημα εξουσίας της αστικής τάξης. Θα αναφέρω παραδείγματα, όπως της Δαμανάκη, του Ανδρουλάκη, του Κοτζιά, του Μπίστη, του Πάγκαλου, του Μόσιαλου και άλλων πολλών ακραιφνών «αριστερών», που υπηρετούν στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του συστήματος, όπως στα Πανεπιστήμια, στα Πνευματικά Ιδρύματα, στα Συνδικάτα, στη Βουλή, αλλά και στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους κ.λπ. Τόσο ο Γιαννης Μηλιός όσο και ο Δημήτρης Μπελαντής αναφέρονται σε αριστερούς διανοούμενους. Τίθεται ωστόσο το ερώτημα: Γιατί να είναι σώνει και καλά «αριστεροί διανοούμενοι», αυτοί που αναφέρουν ο Μηλιός και ο Μπελαντής; Με αυτήν την έννοια αριστεροί διανοούμενοι υπήρξαν κι’ ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κώστας Σημίτης και πολλοί άλλοι, ων ουκ έστιν αριθμός.

Όποιος έχει την ταμπέλα ή αυτοαποκαλείται «αριστερός», για να το γενικεύσουμε, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι είναι και αριστερός! Ούτε επειδή κάποιος είναι στο ΚΚΕ. είναι αυτομάτως κομμουνιστής, ούτε επειδή είναι στο ΠΑΣΟΚ είναι αυτομάτως σοσιαλιστής. Ούτε προοδευτικός, όποιος χαρακτηρίζει συλλήβδην τους Έλληνες ως ρατσιστές. Είναι πασίγνωστο το: Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις! Αυτός ο παραλογισμός στην Ελλάδα έχει γίνει καθεστώς. Αυτή η σύγχυση πρέπει κάποτε να εκλείψει, για να διαχωριστεί η ήρα απ’ το στάρι.

Η διαστροφή και η μετάλλαξη των εννοιών, είναι απ’ τις γενεσιουργές αιτίες της απόλυτης σύγχυσης, του ποιος είναι αριστερός, δεξιός, προοδευτικός, συντηρητικός, αντιδραστικός κ.λπ. Τίποτε δεν είναι πια αυτονόητο! Και για να γίνουμε απόλυτα σαφείς: Είναι π.χ. αριστεροί οι ανωτέρω αναφερόμενοι, επειδή πήγαν στο μεταλλαγμένο «αριστερό», αντιλαϊκό,  ΠΑΣΟΚ της Νέας Τάξης και της παγκοσμιοποίησης; Όλοι αυτοί θα πρέπει να ξεσκεπαστούν, για να τους αφαιρεθεί το «αριστερό» φωτοστέφανο, που εξαπατά τον κόσμο. Η παρακμιακή πορεία της ελληνικής κοινωνίας που οδηγεί στην υποτέλεια και την εξάρτηση, έχει αλλοιώσει και οδηγήσει στην παρακμιακή πορεία και κακοποίηση και τη γλώσσα και τις έννοιες, που εκφράζει.

Βέβαια όλους αυτούς τους προστατεύει το σύστημα, γιατί τους χρειάζεται και τους δίνει την πλήρη δημοσιότητα και ασυδοσία, ενώ όλους όσοι ασκούν κριτική σ’ αυτό το σύστημα, προσπαθεί να τους θέσει στο περιθώριο μέσω του κοινωνικού αποκλεισμού. Όσοι φύγαμε απ’ το ΠΑΣΟΚ και ήμασταν απ’ τα ιδρυτικά στελέχη του, ήμασταν αντιδραστικοί; Γι’ αυτό το εγκαταλείψαμε; Γιατί προσχωρήσαμε στην αντίδραση; Ή συνέβη το αντίθετο; Η απάντηση: Ασφαλώς το αντίθετο. Με όλα αυτά τα κρίσιμα θέματα ασχοληθήκαμε στις μελέτες μας: «Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη» και στο: «Ο μύθος του Ανδρέα ή οι θεωρητικές βάσεις  της Ένωσης Κέντρου, του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η πρακτική τους κατάληξη», καθώς και σε σωρεία αναλύσεών μας που αναφέρονται στο ιστολόγιο: www.damonpontos.gr. Θα αναφέρουμε απλώς μία απ’ τις τελευταίες: «Απαρχές και εξέλιξη της κακοδαιμονίας στην Ελλάδα», όπου εξιστορούμε τα αίτια της παρακμιακής πορείας του τόπου έως σήμερα.

[10] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς

Αθήνα, 13.12.2011

 

* Ο Δαμιανός Βασιλειάδης είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας.

Απλή ιστορία…

Απλή ιστορία…

 

Του Νικήτα Χιωτίνη*


 

Η ζωή μας φαίνεται να εξαρτάται από κάποιους μύθους, μύθους που στηρίζονται σε έλλειψη βασικών ιστορικών γνώσεων αλλά και έλλειψη μνήμης:

1. Επικρατεί ο μύθος του πλούσιου, εργατικού και παραγωγικού ευρωπαϊκού Βορρά. Αν ανατρέξουμε όμως στην ιστορία, με μια ματιά διαπιστώνουμε πως αυτός ο Βορράς υπήρξε πλουσιότερος και – κυρίως – παραγωγικότερος από τον Νότο κατά τη διάρκεια ελάχιστου μόνο μέρους της διαδρομής του ανθρώπου στον πλανήτη αυτό: μόλις τα τελευταία χρόνια και δεν θα διαρκέσει για πολύ ακόμα. Αλλά όχι μόνο αυτό.

Όταν η οικονομία της Γερμανίας (εδώ κυρίως αναφερόμαστε) αυτά τα τελευταία χρόνια δεν πήγαινε καλά, κατέφευγε σε πολέμους. Δημιούργησε τους δύο παγκοσμίους πολέμους του ΧΧού αιώνα, όπου, ενώ ηττήθηκε και τις δύο φορές, ω του θαύματος, ξεχάστηκαν τα εκατομμύρια των νεκρών και τα φρικτά εγκλήματά της, διεσώθη οικονομικώς και βοηθήθηκε να ανακάμψει μέσα σε ταχύτατο διάστημα. Τώρα πάλι, εξαιτίας των ενεργειών και της αλαζονείας της, απειλείται σοβαρά το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά και το μέλλον της ίδιας της Γερμανίας – κάτι δηλαδή σαν τότε, όταν διαλυόταν μετά τους παγκοσμίους πολέμους που η ίδια είχε προκαλέσει.

Αυτή τη στιγμή ηγεμονεύει ως οικονομικώς πλεονασματική χώρα, εξαιτίας του ελλειμματικού Νότου, που αποτελεί και την κύρια αγορά της. Είναι όμως απολύτως βέβαιο πως εντός συντομότατου χρονικού διαστήματος θα χάσει την παραγωγική της παντοδυναμία από την ταχέως αναπτυσσόμενη Κίνα – αυτό το έχουν διαπιστώσει και ανακοινώσει και επίσημοι γερμανικοί φορείς και έγκριτοι Γερμανοί οικονομολόγοι. Ας μην ξεχνάμε το πώς ανεπτύχθη η Ιαπωνία. Ξεκίνησε αντιγράφοντας τα αμερικανικά βιομηχανικά προϊόντα και σε ταχύτατο διάστημα τα έκανε καλύτερα και φθηνότερα. Το ίδιο θα συμβεί σε δυο – τρία χρόνια και με την Κίνα, με βασικό όπλο της τον πληθυσμό της και την έκτασή της (καταφανώς με απείρως μεγαλύτερες δυνατότητες από την Ιαπωνία). Αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψιν μας και τις άλλες ασιατικές χώρες, που έχουν δυναμικώς εισέλθει στον τομέα της τεχνολογίας αιχμής, εύκολα θα συμπεράνουμε πως η γερμανική παντοδυναμία είναι πρόσκαιρη – και μιλάμε για μερικά χρόνια.

Οι σημερινοί «Γερμανοί διοικητές» καταδήλως το γνωρίζουν αυτό. Όμως, αντί να συνδράμουν προς μια πραγματική πολιτική και οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης, για να μπορεί αυτή η ήπειρος να σταθεί ανταγωνιστικώς στο παγκόσμιο οικονομικό τοπίο και να διασωθεί έτσι και η ίδια η Γερμανία, προσπαθούν να αγοράσουν τον ευρωπαϊκό Νότο, πτωχεύοντάς τον – αρχής γενομένης από την Ελλάδα. Εδώ βέβαια υπεισέρχονται και οι επιδιώξεις του αμερικανικού παράγοντα, οι ικανότητες και οι «δεσμεύσεις» των πολιτικών των νότιων ευρωπαϊκών κρατών, οι επιδιώξεις Ρωσίας και ανατολικών δυνάμεων κ.λπ. Η Ελλάδα αποτελεί κομβικό σημείο αυτής της διεθνούς σκακιέρας, με τους «πολιτικούς» της όμως καταδήλως άβουλους και δειλούς θεατές της πολιτικής και των αποφάσεων των άλλων.

2. Μεγάλη είναι και η σύγχυση όσον αφορά στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Τον τελευταίο καιρό συχνά ακούγεται πως η σημερινή Ελλάδα βρίσκεται στον χώρο της πρώην Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πέραν αυτού, ο υπουργός Εξωτερικών της γείτονος χώρας μας, ο Α. Νταβούτογλου, προσπαθεί εμμέσως να συνταυτίσει Τουρκία και Οθωμανική αυτοκρατορία. Ψευδή και τα δύο παραπάνω. Η μεγαλύτερη έκταση του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και η σημερινή Τουρκία, βρίσκονται στον χώρο της πρώην ελληνορωμαϊκής οικουμένης – παρά την ανιστόρητη προσπάθεια να χωριστεί αυτή σε ανεξάρτητη ελληνική περίοδο και σε διαφοροποιημένες ρωμαϊκή και «βυζαντινή» αυτοκρατορία.

Το «στρατηγικό βάθος» της Τουρκίας, στο ομώνυμο εγχειρίδιο της εξωτερικής πολιτικής της, είναι έτσι προφανώς… ρηχό. Μην ξεχνάμε ακόμα πως οι πολεμιστές που κατέλαβαν τη Νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη ήσαν κυρίως νομάδες. Επιπλέον, η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν ήταν αμιγώς τουρκική, ούτε και στηρίχτηκε σε κάποιου είδους αμιγώς τουρκική παράδοση. Ακόμα δηλαδή και να μπορούσαμε να μιλήσουμε για «στρατηγικό βάθος» της Τουρκίας, υποκλέπτοντας ιστορίες άλλων, δεν μπορούμε με κανέναν τρόπο να μιλήσουμε για ιστορικό βάθος του πολιτισμού και της παράδοσής της.

3. Παρά την προσπάθεια της Δύσης να εξοστρακίσει την αρχαιοελληνική της θεμελίωση, έχει κατανοήσει ότι δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτήν, τόσο ως πολιτισμική της θεμελίωση όσο όμως και ως φυσική συμμετοχή ολοκλήρου του χώρου της πρώην ελληνορωμαϊκής αυτοκρατορίας ή εν πάση περιπτώσει της εναπομείνασας σχετικής έκτασης. Η Ευρώπη συνέδραμε στην ελληνική ανασύνταξη του ’21, καθόσον η προσφυγή της στην Ελληνική Πρόταση απετέλεσε γι’ αυτήν διέξοδο, συνέπεια των οντολογικών αδιεξόδων στα οποία είχε περιπέσει από τη νεωτερική νοηματοδότηση του Κόσμου, της Ζωής και του Ανθρώπου.

Η επανάσταση όμως του ’21 κατέστη επιπροσθέτως και παράδειγμα οικουμενικής αξίας, καθόσον θεμελίωσε μία μετανεωτερική κοσμοθεωρητική πρόταση, πρόταση ιδιαιτέρως πολύτιμη σήμερα, που γίνεται ολοένα και περισσότερο εμφανής η χρεοκοπία του κοσμοθεωρητικού προτάγματος της νεωτερικότητας. Είναι φανερό, άλλωστε, πως σήμερα ο πολιτισμός έχει καταστεί κεντρικό ζητούμενο (ή κεντρική προπαγάνδα;) της πολιτικής. Είναι π.χ. εμφανής η πολιτική Νταβούτογλου, που εγκαταλείπει τον κεμαλισμό χάριν μιας στροφής στην ισλαμική παράδοση, προσπαθώντας έτσι να ηγεμονεύσει στον ισλαμικό κόσμο, είναι επίσης εμφανής η στροφή της πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών, ήδη προβλεφθείσα από τον Huntington, που λαμβάνει πλέον σοβαρά υπ’ όψιν της τις τοπικές πολιτισμικές παραδόσεις στην όποια άσκηση πολιτικής, είναι εμφανής και η πολιτική των μεγάλων τουλάχιστον ευρωπαϊκών κρατών, που έχουν θέσει τον πολιτισμό στην κύρια ατζέντα τους.

4. Είναι εμφανές πως σήμερα βρισκόμαστε σε ένα παγκοσμιοποιημένο γίγνεσθαι, όπου το θέατρο της Ιστορίας μετατοπίζει στη Ανατολή την κεντρική του σκηνή και όπου οι πολιτισμικές παραδόσεις των ασιατικών χωρών βρίσκονται στη βάση της ανάπτυξής τους – και όπου π.χ. οι διεθνείς ανακοινώσεις του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας γίνονται μόνο στα κινεζικά. Στην Ελλάδα, οι πολιτικοί είτε είναι εκτός τόπου και χρόνου, είτε δείχνουν πως είναι εκτός τόπου και χρόνου: και οι δύο παραπάνω περιπτώσεις αποδεικνύουν την ανεπάρκειά τους, τουλάχιστον αυτών που σήμερα διαχειρίζονται το μέλλον της. Η σημερινή άλλωστε θέση του ελλαδικού χώρου, πέραν της φυσικής και συμβολικής παρουσίας του ως φορέως οικουμενικής πολιτισμικής πρότασης, είναι και ιδιαίτερης γεωστρατηγικής σημασίας.

Όλοι το έχουν καταλάβει, οι σημερινοί «πολιτικοί» μας όμως – εκ του τρόπου με τον οποίον δήθεν διαπραγματεύονται το μέλλον μας με τους ηγέτες των κρατών της υπόλοιπης Ευρώπης και εκ της ολέθριας πολιτικής τους εδώ και δεκαετίες – δείχνουν πως όχι: ή είναι απολύτως ανεπαρκείς ή είναι εξαγορασμένοι ή και τα δύο μαζί. Διαλέξτε (και αναλόγως πράξτε).

 

* O Δρ. Νικήτας Χιωτίνης είναι Αρχιτέκτων, Καθηγητής ΤΕΙ, Τμήματος Εσωτερικής Αρχιτεκτονικής και Σχεδιασμού Αντικειμένων.

 

ΠΗΓΗ: ΠΕΜΠΤΗ, 15 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2011, http://topontiki.gr/article/26701

Εκμετάλλευση και Επανάσταση στον 3ο γύρο

Εκμετάλλευση και Επανάσταση στον 3ο γύρο

 

+ Του Kώστα Τζιαντζή [15/06/1997, εφημερίδα ΠΡΙΝ]


 

Το 1960 η Δυτική Ευρώπη είχε και  δεν είχε 500.000 ανέργους και βέβαια δεν γίνεται λόγος για την Ανατολική. Το 1997, στον ίδιο χώρο, οι στατιστικές μιλάνε για αναπτυσ­σόμενη δυναμική της ανεργίας και για 20 εκατομμύρια ήδη ανέργους, χωρίς να λογαριάζονται όλοι αυτοί που δεν τους καταδέχεται καν η σύγ­χρονη αριθμητική.

Στην Ελλάδα του ’97 το 45% πε­ρίπου των εργαζομένων δουλεύει περισσότερο από 8 ώρες την ημέρα, το 40% έχει με διάφορους τρόπους δεύτερη δουλειά και ο μέσος χρόνος εργασίας των μισθωτών φτάνει επί­σημα τις 45 περίπου ώρες την εβδο­μάδα. Οι κατακτήσεις του Σικάγου του περασμένου αιώνα παίρνουν ή­δη στις μέρες μας τη μορφή της «ει­κονικής πραγματικότητας». Αυτές οι διαδικασίες κυριαρχούν ήδη στις πιο «πλούσιες» περιοχές του υπεραναπτυγμένου κόσμου. Από το ’80 έως το ’97 υπερδιπλασιάστηκαν οι άνερ­γοι στις χώρες της λεγόμενης λέσχης των 7. Ένα 25% απ’ αυτούς έπαψαν σχεδόν να αναζητούν δουλειά, εξο­ρίστηκαν βίαια στον τόπο της επ’ αό­ριστον ανεργίας, σ’ αυτή την ακυβέρ­νητη πολιτεία όπου ανθίζει ένας νέ­ου τύπου απόλυτος εργατικός υπερ­πληθυσμός. Επιπλέον και πιο σημα­ντικό: ένα διαρκώς αυξανόμενο πο­σοστό των εργαζομένων στις ίδιες χώρες, ίσο και μεγαλύτερο απ’ τον αριθμό των ανέργων (πάνω από 30 εκατομμύρια) υποβιβάζεται σταθερά στη «Β’ Εθνική» της μερικής απα­σχόλησης, σ’ αυτή τη σύγχρονη ζωή του λυκόφωτος της μισθωτής εργα­σίας.

Το θεμελιακό γεγονός μέσα σ’ ό­λα αυτά είναι ότι το σύνολο της ερ­γατικής τάξης στις χώρες των μυθι­κών 7, παρόλες τις εντεινόμενες ανισομετρίες που το διαπερνούν, συ­μπιέζεται γενικά μέσα σ’ ένα νέο «ε­παναστατικό» πλαίσιο ελαστικής α­πασχόλησης, ουσιαστικής κατάργη­σης κάθε μονιμότητας, κάθε σταθε­ρότητας, με παράλληλη απογείωση της «αποδοτικότητας», της εντατικο­ποίησης, της δεύτερης δουλειάς και της παράτασης της εργάσιμης μέ­ρας. Και απ’ την άλλη μεριά, αυτή η νέα δομή της εκμετάλλευσης «ολο­κληρώνεται» ουσιαστικά με τη χωρίς προηγούμενο καθήλωση και μείωση των πραγματικών μισθών, την άγρια περικοπή των κάθε είδους κοινωνι­κών προστασιών, τον ακραίο σφετε­ρισμό του «αναγκαίου χρόνου» για την αναπαραγωγή της εργατικής δύ­ναμης. Πάνω απ’ όλα, αυτοί οι ριζικοί μετασχηματισμοί σε βάρος της εργα­τικής τάξης συγκρίνονται τελικά με τα πλαίσια μιας πρωτοφανούς έκρη­ξης της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, αν υπολογίσει κανείς ότι έχει εξαπλασιασθεί περίπου η συνο­λική παραγωγικότητα της εργασίας απ’ το ’60 ως τις μέρες μας, ένα ρε­κόρ «για όλες τις εποχές».

Τα παραπάνω αναφέρονται στην εργατική τάξη που διαθέτει κατά τεκμήριο το υψηλότερο επίπεδο σύνθετης εργασίας, τον ανώτερο συνδυασμό πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, την πιο αναπτυγμένη παραγωγικότητα της εργασίας και που λειτουργεί μέσα στο πιο καινο­τόμο περιβάλλον των νέων τεχνολο­γιών και των σύγχρονων μορφών ορ­γάνωσης της εργασίας.

Φτάνει να πάρει κανείς υπόψη αυτό το γεγονός ή την αντίστοιχη λο­γική των ρυθμίσεων που αποδέχτη­καν π.χ. οι εργαζόμενοι στο μέταλλο και στην αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας ή στην ΙΒΜ, για να διαπι­στώσει ότι αυτός ο νέος ηλεκτρονι­κός κοινωνικός χωρόχρονος της ερ­γασίας και της εκμετάλλευσης θεμε­λιώνεται πρώτα απ’ όλα μέσα στον πυρήνα της εργατικής τάξης της επο­χής μας. Και μόνο πάνω σ’ αυτή τη βάση εξαπλώνεται με ανελέητους ρυθμούς και με διάφορους συνδυα­σμούς και ιδιομορφίες και στα ευρύ­τερα εσωτερικά και διεθνή δίκτυα λεηλασίας των εργαζομένων και των καταπιεσμένων όλου του κόσμου. Τελικά , «ο Αλβανός ή ο Πορτορικανός με το κινητό» και ο αλβανοποιημένος «επιστήμονας», παρά τους νέους δραματικούς διαχωρι­σμούς τους, μακροπρόθεσμα έχουν περισσότερα κοινά από κάθε άλλη φορά.

Τα δεδομένα αυτά είναι από και­ρό γνωστά και πολυσυζητημένα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ειδικά μέσα στους εργαζόμενους που πλη­ρώνουν με την ίδια τους την ύπαρξη αυτή την πικρή γνώση. Αποτελεί α­κόμα κοινή αντίληψη (παρόλες τις δημαγωγίες και τις αυταπάτες που κυκλοφορούν ακόμα στην πολιτική αγορά κυρίως της κεντροαριστεράς) ότι τα δεδομένα αυτά δεν αποτελούν μια συγκυριακή μεταβατική κατά­σταση προς μια νέα ισορροπία ανά­πτυξης και κοινωνικής ευημερίας. Ότι, αντίθετα, συνιστούν μόνιμα και αναπτυσσόμενα χαρακτηριστικά μιας στρατηγικής περιόδου που ενώ έχει κάποια αρχή, δεν μπορεί ή δεν φαίνεται ακόμα να έχει και κάποιο τέλος. Τουλάχιστον μέσα στα πλαί­σια του συστήματος. Όπως και να το πει, όπως και να το ομολογήσει κανείς, πρόκειται για μια ποιοτική ιστορική τομή σ’ όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς συ­σχετισμούς ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία σε παγκόσμια κλί­μακα. Για μια «επανάσταση» ή αντεπανάσταση στους τρόπους και στις μορφές πραγματοποίησης των καπι­ταλιστικών κερδών και ακόμα βαθύ­τερα στους τρόπους και στις μορφές απόσπασης απλήρωτης δουλειάς απ’ τους άμεσους παραγωγούς.

Πρόκειται για ένα νέο ιστορικό πλαίσιο της πάλης των τάξεων και της ανάπτυξης των αντιθέσεων μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγω­γής, για μια ριζική αλλαγή στα πλαί­σια της συνέχειας της κυριαρχίας του καπιταλισμού, καθώς και της αμ­φισβήτησης αυτής της κυριαρχίας. Πρόκειται γενικότερα για ένα νέο στάδιο ανάπτυξης και μακροπρόθε­σμα βαθύτερης κρίσης του καπιταλι­στικού συστήματος. Το ζήτημα δεν είναι μόνο ούτε κυρίως να αναλύσει κανείς το ειδικό βάρος και το συνδυασμό των «νό­μων», των τάσεων και των παρεμβάσεων που οδήγησαν ως εδώ. Το βασικό ζήτημα είναι να βγάλει κανείς όσο μπορεί μέσα απ’ αυτή την αναγκαία διαδικασία τα κοινωνικά και πολιτικά συμπεράσματα για την ου­σία και για τη θεμελιακή τους κα­τεύθυνση. Και το κυρίως ζητούμενο είναι να βγάλει κανείς τα πολιτικά συμπεράσματα για την προοπτική ε­ξέλιξης αυτής της κατεύθυνσης στην επόμενη κρίσιμη 15ετία, που θα ση­μαδέψει έτσι κι αλλιώς τη «μοίρα» μιας κοινωνίας που βρίσκεται ανά­μεσα σε μια καταραμένη και μια κο­σμογονική τελικά εποχή.

Η βασική κατεύθυνση του νέου σταδίου

Μέσα από τη δίνη των νέων δεδο­μένων διακρίνεται όλο και πιο καθα­ρά, όλο και από πιο πολλούς ότι αυ­τή η χωρίς προηγούμενο ένταση της εκμετάλλευσης της σύγχρονης εργα­τικής τάξης αποτελεί το ουσιαστικό κίνητρο, τη θεμελιακή αφετηρία αλ­λά και τη βασική κατεύθυνση των αλλαγών που πραγματοποιούνται. Οι νέοι συνδυασμοί απόσπασης υπε­ραξίας από τους άμεσους παραγω­γούς είναι σε κάθε περίπτωση ο βα­θύτερος πυρήνας που κινεί, συνδέει και «προγραμματίζει» τελικά όλη αυτή την απογείωση των νέων μέσων και μορφών παραγωγικότητας, την ξέφρενη ανάπτυξη του ανταγωνι­σμού, τις σύγχρονες μεθόδους διε­θνοποίησης και πολιτικής-ιδεολογικής χειραγώγησης των εργαζομένων. Πρόκειται για ουσιαστική επαλή­θευση της μισοξεχασμένης απ’ την υ­ποταγμένη αριστερά μαρξιστικής α­φετηρίας ότι «η ειδική κάθε φορά οι­κονομική μορφή με την οποία α­ντλείται απλήρωτη δουλειά από τους άμεσους παραγωγούς καθορίζει τη σχέση πολιτικής κυριαρχίας και υπο­δούλωσης όπως αναφύεται άμεσα α­πό την ίδια την παραγωγή η οποία με τη σειρά της αντεπιδρά αποφασιστι­κά πάνω της».

Σ’ όλες τις ταξικές κοινωνίες, και με ιδιαίτερη ποιότητα στον καπιταλι­σμό, η πάλη των αντίπαλων τάξεων γύρω απ’ τους τρόπους αύξησης και κυρίως ιδιοποίησης του πλεονάσματος της παραγωγής, καθώς και η πολιτική συμπύκνωση-γενίκευση αυτής της πάλης αποτελεί τελικά τη θεμελιακή κινητήρια δύναμη όλων των μι­κρών και μεγάλων αλλαγών. Η απογείωση και η κρίση, η άν­θηση και η παρακμή των μορφών α­πόσπασης υπεραξίας μέσα στον κα­πιταλισμό έχει αντικειμενικά όρια, αντικειμενικές τάσεις εξέλιξης που πάνω τους στηρίζεται και αντεπιδρά η ανάπτυξη της ταξικής πάλης απ’ το αυθόρμητο ως το ανώτερο συνειδητό της επίπεδο. Αυτή η αλληλεπίδραση, που συ­ντελείται κάθε φορά μέσα σε ευρύ­τερες κληρονομημένες συνθήκες, εί­ναι που καθορίζει και μετασχηματί­ζει τελικά τις μεταβολές των ταξικών συσχετισμών, τα πλαίσια της ανάπτυ­ξης και των κρίσεων του καπιταλι­σμού, την αδιάκοπη εξέλιξη του, τις απλές ή ποιοτικές μεταμορφώσεις του.

Σήμερα πραγματοποιείται ένας ριζικός μετασχηματισμός στην έκτα­ση, την ποιότητα και τις μορφές απόσπασης απλήρωτης δουλειάς από τους άμεσους παραγωγούς, που τεί­νει να προωθεί και να απαιτεί έναν αντίστοιχο ριζικό μετασχηματισμό της ταξικής πάλης και του συνολικού εργατικού κινήματος. Αυτό που γίνεται καθαρό από πρώτη ματιά είναι ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός ενώ αναπτύσσει στο έ­πακρο τους πιο «ραφιναρισμένους» από κάθε άλλη φορά τρόπους αύξη­σης της υπεραξίας μέσω των νέων μεθόδων παραγωγικότητας, έχει πα­ράλληλη ανάγκη να χρησιμοποιεί ό­λο και μεγαλύτερες δόσεις από τις πιο βάρβαρες, τις πιο «οπισθοδρομι­κές» μορφές απόλυτης εκμετάλλευ­σης της ζωντανής εργασίας. Ο Μπιλ Γκέιτς χρειάζεται όλο και περισσό­τερο τον Όλιβερ Τουίστ. Η Κοιλάδα της Σιλικόνης αντιγράφει όλο και περισσότερο τα κάτεργα του Μά­ντσεστερ.

Η εντεινόμενη τάση του κεφαλαί­ου να ανεβάζει την παραγωγική δύ­ναμη της εργασίας για να φτηναίνει τα εμπορεύματα, και με το φτήνεμα των εμπορευμάτων να φτηναίνει τον ίδιο τον εργάτη αυξάνοντας τον κλεμμένο χρόνο του (σχετική υπεραξία) δεν μπορεί πλέον να έχει την α­παιτουμένη απόδοση χωρίς μια ρι­ζική αναβάθμιση και της απόλυτης υπεραξίας (επιμήκυνση του χρόνου εργασίας, εντατικοποίηση, δεύτερη δουλειά, χωρίς αύξηση της παραγω­γικότητας). Πρόκειται για μια νέου τύπου γεωμετρία ανάμεσα στην α­νάπτυξη των πιο προωθημένων με­θόδων απόσπασης σχετικής υπερα­ξίας και πάνω σ’ αυτή τη βάση την ενίσχυση του ειδικού βάρους μιας σειράς νέων μορφών απόλυτης υπε­ραξίας που φτάνουν ως τη στρατηγι­κή αμφισβήτηση της αξίας της εργα­τικής δύναμης μέχρι και την υποτί­μηση της κάτω κι από το προηγού­μενο φυσικό ιστορικό της όριο. Η μονιμοποίηση και η σταθερότητα της εργασίας καταργούνται για να προωθηθεί η μονιμοποίηση και η σταθερότητα της τάσης σφετερι­σμού του αναγκαίου χρόνου εργα­σίας για την αναπαραγωγή του ερ­γάτη και της οικογένειας του. Ο νέ­ος συνδυασμός σχετικής/απόλυτης υπεραξίας αλλάζει ριζικά προς όφε­λος του κεφαλαίου τη σχέση ανάμε­σα στην πληρωμένη και την απλή­ρωτη δουλειά του εργάτη ως το επί­πεδο που απειλεί άμεσα τα «φυσι­κά» ιστορικά όρια της ύπαρξης του. Πρόκειται για μια απότομη προώ­θηση των τάσεων της φυσικής ιστο­ρικής φθοράς και εξαθλίωσης της εργατικής τάξης συνολικά. Βέβαια, η τάση συνδυασμού της σχετικής με την απόλυτη υπεραξία και σφετερισμού του «αναγκαίου χρόνου» για την επιβίωση του εργά­τη είναι σύμφωνη με την ουσία του βιομηχανικού καπιταλισμού και ι­σχύει σε όλες τις φάσεις και τα στά­δια της εξέλιξης του, όσο και αν κυ­ριαρχεί και αναπτύσσεται κυρίως η σχετική υπεραξία, ως ο κατ’ εξοχήν καπιταλιστικός τρόπος εκμετάλλευ­σης. Ωστόσο η κατεύθυνση, οι μορ­φές, οι μέθοδοι, οι συσχετισμοί και οι δομές αυτών των συνδυασμών υπεραξίας εμφανίζονται με ριζικά διαφορετικούς τρόπους ανάμεσα στη μια και την άλλη φάση και ιδιαίτερα ανάμεσα στο ένα και στο άλλο στάδιο.

Η κρίση της υπεραξίας και το ξεπέρασμα της

Οι σημερινοί εντατικοί συνδυα­σμοί εκμετάλλευσης αποτελούν α­ντικειμενική τάση του κεφαλαίου προκειμένου να ξεπεράσει τα κρισιακά φαινόμενα που συσσωρεύτη­καν στο προηγούμενο στάδιο σε σχέση με το γενικότερο σύστημα α­νάπτυξης των καπιταλιστικών κερ­δών και απόσπασης υπεραξίας. Πίσω από τις κρίσεις υπερσυσσώρευσης, πίσω απ’ τα προβλήμα­τα των πτωτικών τάσεων του ποσο­στού κέρδους βρίσκεται τελικά η α­πογείωση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας που έρχεται γενικότε­ρα σε σύγκρουση με τη μορφή της υ­περαξίας, με το σύστημα του κλεμ­μένου χρόνου. Μορφή αυτής της σύ­γκρουσης αποτελεί η τάση της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής να θέτει ένα ανυπέρβλητο όριο στην αύξηση της σχετικής υπεραξίας: ό­σο αναπτύσσεται η παραγωγικότητα της εργασίας, ο ρυθμός αύξησης της σχετικής υπεραξίας, η δυναμική της σχετικής υπεραξίας έχει την τάση μακροπρόθεσμα να μειώνεται. Αυτό συμβαίνει με την προϋπόθεση ότι ο πραγματικός μισθός δεν θα μειώνε­ται κι αυτός, αλλά θα έχει την τάση να αυξάνεται κάτω βέβαια από την αύξηση της παραγωγικότητας (ό­πως, στην πραγματικότητα, συνέ­βαινε στο παρελθόν).

Η τάση μείωσης της «δυναμικής »της σχετικής υπεραξίας σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας αποτελεί θεμελιακή αντίφαση της καπιταλιστικής παραγωγής. Οφεί­λεται, σε τελευταία ανάλυση, στην εντεινόμενη τάση παραπέρα μείω­σης της ποσότητας της ζωντανής ερ­γασίας σε σχέση με την ποσότητα του σταθερού κεφαλαίου που αυτή βάζει σε κίνηση. Επομένως, το τμήμα της υπεραξίας που επενδύεται κάθε φορά σε νέα μέσα παραγωγής (και αναπτύσσει την παραγωγικότητα της εργασίας) τείνει να είναι όλο και μεγα­λύτερο απ’ το τμήμα που επενδύεται σε ζωντανή εργασία και παράγει εκ νέου υπεραξία. Γι’ αυτό η παραγω­γικότητα της εργασίας αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας λιγότερο απ’ τους ρυθμούς της δικής της αύ­ξησης. Έτσι, μακροπρόθεσμα η αύ­ξηση της παραγωγικότητας προκα­λεί κρίση στους ρυθμούς αύξησης στη «δυναμική» της σχετικής υπερα­ξίας. Αυτή η τάση αποτελεί και τη βα­θύτερη αιτία της αδυναμίας του κε­φαλαίου να εξουδετερώνει μακρο­πρόθεσμα και οριστικά την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους.

Αυτά τα αντικειμενικά όρια της δυναμικής της σχετικής υπεραξίας, μαζί με τα φυσικά ιστορικά όρια της απόλυτης υπεραξίας (που δεν μπο­ρεί να τα υπερβεί χωρίς επικίνδυνη φθορά της εργατικής δύναμης) απο­τελούν μια διπλή βάση μακροπρόθε­σμου κλονισμού των μορφών εκμε­τάλλευσης του κεφαλαίου γενικά. Αυτές οι γενικότερες τάσεις κρίσης του συστήματος υπεραξίας συσσωρεύτηκαν στα πλαίσια του κρατικού μονοπωλιακού σταδίου και οδήγη­σαν τελικά στην ανάγκη για νέους συνδυασμούς απόσπασης απλήρω­της δουλειάς και γενικότερα για ρι­ζικές ανακατατάξεις σε όλα τα πε­δία της εκμετάλλευσης του ανταγω­νισμού και της πολιτικής χειραγώγη­σης. Οι νέοι συνδυασμοί σχετικής/απόλυτης υπεραξίας αποτελούν το βαθύτερο πυρήνα του περάσματος σε ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού και προωθούνται κάτω απ’ τη γενική μορφή της ευέλικτης εργασίας.

Η «ευέλικτη εργασία» αυξάνει το ποσοστό της σχετικής υπεραξίας μέσω της αύξησης της παραγωγικό­τητας. Αναιρεί την κρίση της δυνα­μικής της σχετικής υπεραξίας μέσω της μείωσης των πραγματικών μι­σθών. Αυξάνει το ποσοστό της από­λυτης υπεραξίας. Ευνοεί τη σχετική αναχαίτιση της τάσης μείωσης της ζωντανής εργασίας. Και, τέλος, μυστικοποιεί τις νέες μορφές υπερα­ξίας κάτω από το πρόσχημα της κα­ταπολέμησης της ανεργίας που το κεφάλαιο προκαλεί. Έτσι, το κεφάλαιο κατάφερε να ξεπεράσει τα ενδογενή κρισιακά του χαρακτηριστικά, να ενισχύσει χωρίς προηγούμενο την κυριαρχία του στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Πάνω σ’ αυτά τα κρισιακά φαινόμενα η επίδραση της πάλης των τάξεων (και απ’ τις δύο πλευρές) έφερε στο προσκήνιο όχι μια επαναστατική μεταβολή αλλά μια ριζικά μεταλλαγμένη συνέχεια του παλιού συστήματος.

Ένα νέο εργατικό κίνημα

Βρισκόμαστε στην αρχή ενός νέ­ου σταδίου ανάπτυξης της μακρο­πρόθεσμης κρίσης του καπιταλιστι­κού τρόπου παραγωγής και αντί­στοιχα ενός νέου σταδίου κρίσης και εν δυνάμει ανασυγκρότησης και ανάπτυξης του εργατικού κινήμα­τος. Το νέο καπιταλιστικό στάδιο συ­νεπάγεται μια ακραία ανάπτυξη και μακροπρόθεσμα κρίση και της σχετικής και της απόλυτης υπεραξίας. Συνεπάγεται μια ανάπτυξη και κρίση της σύνδεσής τους σε ένα τέτοιο σημείο που να περιέχει σε ανώτερη ποιότητα και σε διαφορετική μορφή και τα μέγιστα οφέλη για τον καπι­ταλισμό και τις αθλιότητες και τα α­διέξοδα και των δύο αυτών αλλη­λένδετων τρόπων απόσπασης υπε­ραξίας, αδιέξοδα που είχαν εμφανι­στεί σε κατώτερο επίπεδο σ’ όλα τα προηγούμενα ιστορικά στάδια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Γι’ αυτό ο λεγόμενος νεοσυντηρητισμός, ο σύγχρονος κοινωνικός πόλε­μος του κεφαλαίου (με όλα του τα μπλε, πράσινα ή ροζ χρώματα), τα διάφορα Μάαστριχ, οι πολιτικές «σταθεροποίησης» δεν είναι απλά μια πολιτική επιλογή του κεφαλαίου ή μια πρόσκαιρη αντιδραστική εκ­στρατεία, λόγω εξαιρετικά δυσμε­νών συσχετισμών σε βάρος της ερ­γασίας. Αλλά είναι η αντικειμενική τάση της ανάπτυξης και της κρίσης του καπιταλισμού της εποχής μας, είναι ο καπιταλισμός της ανάπτυξης και μακροπρόθεσμα και της κρίσης της εκμετάλλευσης και της υπερα­ξίας στα ακραία τους όρια.

Η έκρηξη της παραγωγικότητας της εργασίας επιδρά με «παράδο­ξο» αντιφατικό τρόπο στην αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης και στην τάση υποταγής της εργασίας. Απ’ τη μια αυξάνει το ποσοστό της σχετικής υπεραξίας, απ’ την άλ­λη μακροπρόθεσμα προκαλεί κρίση στη δυναμική της και κατά προέκτα­ση διαμορφώνει συνθήκες κρίσης στην αύξηση του ποσοστού και τελι­κά στη μάζα της υπεραξίας και γενι­κότερα των κερδών. Απ’ τη μια αυξάνει την εκμετάλ­λευση απ’ την άλλη διαμορφώνει προϋποθέσεις βαθύτερης διαταρα­χής της. Έτσι, η σημερινή αντιφατι­κή ανάπτυξη των παραγωγικών δυ­νάμεων απ’ τη μια βρίσκεται σε α­ντιστοιχία με το καπιταλιστικό σύ­στημα, απ’ την άλλη μακροπρόθε­σμα τείνει να έρχεται σε βαθύτερη αναντιστοιχία και σε ανώτερο από κάθε άλλη φορά επίπεδο σύγκρου­σης μαζί του.

Τα νέα τεχνολογικά άλματα και οι ριζικές μεταβολές των παραγωγι­κών και πολιτικών σχέσεων εκμε­τάλλευσης οδηγούν σε μια νέα ανά­πτυξη του καπιταλισμού χωρίς προηγούμενο, στην εκτίναξη των κερδών του και στη συνέχιση της υ­ποταγής της εργατικής τάξης. Ενώ απ’ την άλλη τείνουν μακροπρόθε­σμα να προκαλούν νέες βαθύτερες αναστατώσεις αυτής της ανάπτυξης, νέους βαθύτερους κλονισμούς της αστικής κυριαρχίας, διαμορφώνουν προϋποθέσεις για «νέους γύρους» εργατικής αμφισβήτησης. Αυτό είναι ένα γενικότερο ιδιαί­τερο χαρακτηριστικό του καπιταλι­σμού, σε σχετική διάκριση με το πρώτο. Σήμερα οι σχέσεις αναντιστοιχίας, κρίσης και αμφισβήτησης απέναντι στην αστική κυριαρχία, οι δυνάμεις και οι μορφές που εμφανί­ζονται μέσα στην παλιά κοινωνία και τείνουν να σπάσουν το καπιτα­λιστικό περίβλημα τους έχουν την α­ντικειμενική τάση να αναπτύσσο­νται βαθύτερα, ταχύτερα και σε α­νώτερο επίπεδο απ’ τις δυνάμεις της αντιστοιχίας, της συμφωνίας και της ενίσχυσης του εκμεταλλευτικού συστήματος. Φτάνει να δει κανείς την προοπτική της παραγωγικότητας σε σχέση με την υπεραξία, τη θυελλώδη ανάπτυξη του ρόλου της επιστήμης και της διανοητικής ερ­γασίας στην παραγωγή σε σχέση με την αθλιότητα του επιχειρηματικού πανεπιστημίου, τη χωρίς προηγού­μενο τάση εξοικονόμησης του χρό­νου εργασίας σε σχέση με το σύστη­μα του κλεμμένου χρόνου και της μαζικής ανεργία και τις νέες δυνα­τότητες μετασχηματισμού της σχέ­σης της κοινωνίας με τη φύση σε σχέση με τη βάρβαρη καπιταλιστική διαχείριση των βιοτεχνολογικών ε­παναστάσεων.

Οι καταθλιπτικοί για το εργατι­κό κίνημα κοινωνικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί συσχετισμοί, σε μεγάλο βαθμό κληρονομημένοι απ’ την προηγούμενη εποχή, κρύβουν απ’ τη σύγχρονη εργατική τάξη αυτές τις νέες τάσεις και δυνατότητες. Αντί­στοιχα η αστική τάξη, διαθέτοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων και τη σχεδόν απόλυτη κυριαρχία, δια­μορφώνει ένα νέο σύστημα τακτικής -στρατηγικής απέναντι στην εκμε­ταλλευόμενη τάξη, απέναντι στις δυ­νάμεις, τις σχέσεις και τις μορφές που τείνουν να συγκρούονται με τον παλιό κόσμο.

Αν οι λεγεώνες του νεοφιλελευ­θερισμού εκπροσωπούν το σ’ ένα βαθμό ξεπερασμένο ρεύμα της προ­έλασης της «αιώνιας» ανάπτυξης και της παντοδυναμίας των νέων χα­ρακτηριστικών και των νέων σχέσε­ων του κεφαλαίου, οι απόπειρες της κεντροαριστεράς και μια σειρά άλλες κινήσεις εξασφάλισης εφεδρει­ών εκπροσωπούν την προσπάθεια θωράκισης αυτής της παντοδυνα­μίας απέναντι στις αναπτυσσόμενες τάσεις σύγκρουσης και στις νέες δυ­νατότητες χειραφέτησης της εργα­σίας. Οι νέοι συνδυασμοί εκμετάλλευ­σης της εργασίας και οι τάσεις πολύ πιο στενών αλληλοσυνδέσεων των πολιτικών ιδεολογικών σχέσεων με τις διαδικασίες της παραγωγής, με­τατρέπουν ξανά σε «κοινωνικό ζή­τημα» το θεμελιακό πολιτικό πρό­βλημα της ταξικής πάλης. Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ότι οι ειδικοί τρόποι που το κεφά­λαιο αντλεί απλήρωτη δουλειά από τους άμεσους παραγωγούς τροπο­ποιούν ριζικά την αντικειμενική βά­ση ανάπτυξης της τάσης χειραφέτη­σης της εργασίας σε βάρος της τά­σης της διαιώνισης της υποταγής της. Η πάλη για τον αναλογικό μι­σθό, για τη μείωση του ποσοστού εκμετάλλευσης, για την «υπεραξία» προκύπτει σαν αναγκαιότητα για το εργατικό κίνημα με βάση τη μόνιμη τάση σφετερισμού της αξίας της ερ­γατικής δύναμης απ’ την πλευρά της υπεραξίας (του κεφαλαίου). Ωριμά­ζουν οι συνθήκες που το εργατικό κίνημα θα διεκδικεί την αξία χρή­σης της εργατικής δύναμης, την ικα­νότητα της να παράγει πρόσθετο πλούτο για όλη την κοινωνία κι όχι μόνο τη διατήρηση της σαν το υπ’ α­ριθμόν ένα εμπόρευμα του συστή­ματος εκμετάλλευσης. Αυτή η τάση μπορεί να τροπο­ποιεί γενικότερα τους συσχετισμούς ανάμεσα στην αστική και την εργατική πολιτική, ανάμεσα στο κυρίαρχο κίνημα της εργατικής ενσωμάτωσης και σ’ ένα νέο εργατικό κίνημα.

ΠΗΓΗ: 16-12-2011, http://kokkinhshmaia.wordpress.com/2011/12/16/….mid=556