Αρχείο κατηγορίας Ουράνια Κβαντομηχανική

Το ανέσπερο φως…

Το ανέσπερο φως…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή

 

Αναπόφευκτα υστερόχρονο: Γιατί αναφέρεται στην τελευταία μέρα του «Χριστός Ανέστη». Στην Απόδοση, δηλαδή,  του Πάσχα.

Ο παπάς εύχεται στο εκκλησίασμα, ν' αξιωθούν ν' ακούσουν και πάλι, ύστερα από ένα χρόνο, το «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός…».

Ποιο είναι το ανέσπερο φως; ρώτησε.

Και απάντησε ο ίδι ος:

Εμείς οι κοινοί θνητοί δεν θ' αναφερθούμε στο άκτιστο φως, για το οποίο μας μιλούν οι θεόπτες και οι άγιοι. Εμείς θα περιοριστούμε στο φως, που μας προσφέρουν οι αισθήσεις μας και η προσωπική μας εμπειρία.

 

Ξεκινώντας απ' το φως, που αποκαλύπτει μπροστά μας την ομορφιά του κόσμου. Που, όπως λέει ο ψαλμωδός, διηγείται τη δόξα του Θεού. Και, όπως λέει ο Αριστοτέλης, προκαλεί το θαυμασμό και αποτελεί το έναυσμα του φιλοσοφικού στοχασμού…

Κι ακόμη να θυμηθούμε το φως της υγείας. Γιατί όλοι μας-λιγότερο ή περισσότερο- έχουμε δοκιμάσει το σκοτάδι της αρρώστιας και του πόνου.

Και βέβαια και το φως της ζωής. Που για άλλους μπορεί να είναι καλοκαιριάτικο και για άλλους χειμωνιάτικο. Και μπορεί και για κάποιους να είναι ακόμη και πολικό: Σύντομο, δηλαδή, και παγερό.

Βέβαια εσείς θα μου πείτε-είπε ο παπάς- ότι, απέναντι στο φως της ζωής, υπάρχει η ατέλειωτη νύχτα του θανάτου. Όμως…

Στην τελευταία αυτή περίπτωση το Ευαγγέλιο έχει να μας προσφέρει, ως αντίδοτο, το φως της Ανάστασης. Παρότι και εδώ κάποιοι θα μας θυμίσουν ότι, εκτός απ' την «ανάσταση ζωής», που αφορά τους καλούς και τους δίκαιους, υπάρχει και η «ανάσταση κρίσεως», που αφορά τους αμαρτωλούς.

Αλλά και πάλι το ανέσπερο φως ούτε και στην περίπτωση αυτή, δεν λέει να δύσει και να μας εγκαταλείψει. Γιατί ακόμη και τότε μας προσφέρει το φως της μακροθυμίας και της συγγνώμης.

Και θυμάμαι τώρα-είπε- την περίπτωση εκείνης της αμαρτωλής γυναίκας, που πήγε στο σπίτι του φαρισαίου και έλουσε με μύρο όχι μόνο το κεφάλι, αλλά και τα πόδια του Χριστού. Για να τα σκουπίσει στη συνέχεια με τα μαλλιά της και να τα φιλάει ασταμάτητα….

Γεγονός, που σκανδάλισε τους συνδαιτυμόνες. Και προπαντός τον ίδιο το φαρισαίο. Που σκεπτόταν πως, αν ήταν προφήτης ο Χριστός, θα καταλάβαινε το ποιον της πασίγνωστης αυτής αμαρτωλής και δεν θα δεχόταν τη λατρευτική της προσφορά.

Και ο Χριστός, που διάβασε τη σκέψη του φαρισαίου, του είπε:

«Κάποτε, Σίμωνα, ήταν δυο χρεοφειλέτες, που χρωστούσαν στον ίδιο δανειστή ο ένας 500 και ο άλλος πεντακόσιες χιλιάδες δηνάρια. Και δεν είχαν να τα επιστρέψουν. Αλλά ο δανειστής αυτός, που δεν ήταν σαν τους τραπεζίτες και τους τόσους άλλους άσπλαχνους δανειστές, τους συμπόνεσε. Και χάρισε και στους δυο τους το δάνειο. Σε ρωτάω, λοιπόν, είπε ο Χριστός στο φαρισαίο: Ποιος από τους δυο χρεοφειλέτες θα χρωστάει περισσότερη ευγνωμοσύνη στο δανειστή τους;

-Φυσικά, αποκρίθηκε ο φαρισαίος, εκείνος, που του χαρίστηκαν τα περισσότερα.

 

-Ε, λοιπόν, αυτό ισχύει και στην περίπτωση αυτής της γυναίκας: Με προσκάλεσες στο σπίτι σου. Αλλά δεν μου άλειψες το κεφάλι με λάδι κι ούτε έπλυνες με νερό τα πόδια μου ούτε μου έδωσες ασπασμό, όπως συνηθίζεται σ' αυτές τις περιπτώσεις. Γιατί προφανώς πιστεύεις ότι είσαι δίκαιος και ότι δεν έχεις κάποιον ιδιαίτερο λόγο να μου χρωστάς ευγνωμοσύνη. Ενώ εκείνη εκδήλωσε με τον τρόπο, που εκδήλωσε τη μεγάλη της αγάπη, γιατί της συχωρέθηκαν πολλές αμαρτίες…

Αυτό ισχύει για όλους μας, είπε ο παπάς. Μπορεί η φαρισαϊκή κοινωνία, που χειροκροτεί τους μεγαλοαπατεώνες, να εξουθενώνει και να εξαποστέλλει τους αμαρτωλούς στο σκότος το εξώτερο. Αλλά το ανέσπερο φως της θεϊκής συγνώμης ακολουθεί τον καθένα μας παντού. Και το μόνο, που περιμένει από μας, είναι ν' ανοίξουμε τα μάτια μας, για να το δούμε. Και να το ακολουθήσουμε…

Για να μη συμβεί αυτό, που ο Χριστός είπε για τους φαρισαίους και άλλους ανθρώπους της εποχής του: Ότι, δηλαδή, το φως ήρθε στον κόσμο, αλλά πολλοί άνθρωποι προτιμούν το σκοτάδι!

Κι αυτό, γιατί τα σκοτεινά έργα τους, τους κάνουν να εχθρεύονται το φως…

 

Παπα-Ηλίας, 29-05-2009

 

 

Αρχιεπ. Ιερώνυμος προς μαθητές – μαθήτριες 2009

Μήνυμα του Μακαριωτάτου προς τους μαθητές και τις μαθήτριες που θα διαγωνισθούν στις σχολικές εξετάσεις (Μάιος – Ιούνιος 2009)

 

Αγαπητά μου παιδιά, Χριστός Ανέστη!

«Ήρθε ο καιρός του επόμενου βλέμματος»[i] . Καιρός που οι λέξεις δέχονται το αποτέλεσμα της πρώτης ωρίμανσης. Της αρχικής αναζήτησης. Κανένα εξεταστικό σύστημα δεν έχει τη δυνατότητα να αξιολογήσει την ομορφιά αυτής της περιπέτειας.


[i] Ν. Καρούζου Τα ποιήματα τ. Α΄ (1961-1978).

Άρα θα πρέπει να αντιλαμβάνεσθε ότι οι οποιεσδήποτε εξετάσεις δεν αγγίζουν το όραμά σας, τις ελπίδες σας, το μέλλον και τη δημιουργικότητά σας. Κάθε εξεταστικό σύστημα προσπαθεί «αντικειμενικά» να μετρήσει επίπεδα γνώσης. Έχουν αποτύχει όμως. Ο άνθρωπος και οι δυνατότητές του τα ξεπερνούν.

Επομένως μην παγιδευτείτε στη λογική της «αποτυχίας» ή της «επιτυχίας». Κάθε αποτέλεσμα αντιμετωπίστε το ως πρόκληση. Ως κάλεσμα για νέα αρχή, για αλλαγή πορείας.

Ακόμα και πρόχειρα αν διατρέξετε την Αγ. Γραφή θα διαπιστώσετε πολλούς «αποτυχημένους» που κοσμούν τις σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας. Θα διαπιστώσετε επίσης ότι τίποτε δεν κρίνεται από το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας, αλλά από την αγάπη. Από τη φλόγα που πληρώνει την καρδιά μας. Από την αφοσίωση και την πίστη στο όραμά μας.

Στα σύνορα του τέλους της σχολικής σας ζωής και της αρχής μιας νέας προσεύχομαι, να συνοδοιπορείτε με τον Αναστάντα Κύριο μας, να νοιώσετε, όπως οι μαθητές Του στο δρόμο προς την Εμμαούς, την Χαρά και τη Φλόγα της Συνάντησης να καίει την καρδιά σας.

 15/5/2009

ΠΗΓΗ: http://www.ecclesia.gr/greek/archbishop/default.asp?cat_id=&id=705&what_main=1&what_sub=21&lang=gr&archbishop_who=2&archbishop_heading=%CC%E7%ED%FD%EC%E1%F4%E1

4 είδη κοινωνίας με το Θεό

Περί των τεσσάρων ειδών κοινωνίας με τον Θεό στην Ορθόδοξη Εκκλησία

 

Του στάρετς Κλεόπα Ήλιε

 

Πατέρες και αδελφοί,

Η ένωση και κοινωνία μας με τον Θεό σε γενικότερες γραμμές γίνεται με δύο τρόπους. Με την μυστική κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου και με την πνευματική κοινωνία. Ο δεύτερος τρόπος διαιρείται εν συνεχεία σε τρεις άλλους τρόπους. Γι' αυτό, στον παρόντα λόγο θα σας ομιλήσω γι' αυτούς τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να κοινωνήσουμε και να ενωθούμε με τον Θεό, φέροντας μαρτυρίες από την Θεία Γραφή και τις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων.

Ι. Η πρώτη και σπουδαιότερη κοινωνία μας με τον Χριστό γίνεται με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος Του. Ένας χριστιανός που δεν πιστεύει ότι το φαινόμενο ψωμί και κρασί είναι αληθώς το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας, είναι ένας αιρετικός και ξένος προς την αληθινή πίστη του Χριστού, ο Οποίος λέγει στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (6,55) «Η γάρ σαρξ μου αληθώς εστί βρώσις, και το αίμα μου αληθώς εστί πόσις». Ενώ ο Απόστολος Παύλος μας λέγει τα έξης: «Το ποτήριον της ευλογίας ό ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού εστί; τον άρτον ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού εστίν;» (Α' Κορ. 10,16).

Όποιος λοιπόν κοινωνεί αναξίως, γίνεται ένοχος, όπως λέγει ο ίδιος ο Απόστολος «Ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου» (Α' Κορ. 11,27). Ο χριστιανός όμως που κοινωνεί με φόβο, ευλάβεια και προετοιμασία, αξιώνεται αναρίθμητων δωρεών, στις οποίες οι σπουδαιότερες είναι οι εξής:

α) Ενώνεται με τον Χριστό κατά χάριν, διότι όπως λέγει το χωρίο: «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ» (Ίωάν. 6,56) β) Συμμετέχει στην αιώνιο ζωή, όπως λέγει το χωρίο: «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον (Ίωάν. 6,54).

γ) Θα αναστηθεί την ημέρα της κρίσεως, όπως λέγει το χωρίο: «Και εγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα» (Ενθ' ανωτ.).

δ) Δημιουργεί κατοικία ο Χριστός μέσα στην καρδιά μας, όπως λέγουν τα χωρία: «κατοικήσαι τον Χριστόν διά της πίστεως εν ταις καρδίαις υμών» (Έφεσ. 3,17) και «εν εκείνη τη ημέρα γνώσεσθε υμείς ότι εγώ εν τω πατρί μου και υμείς εν εμοί καγώ εν υμίν» (Ιωάν. 14,20) και αλλά.

ε) Όποιος κοινωνεί τον Χριστό έχει Αυτόν ζώντα μέσα του «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20), και «τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, μέχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν!» (Ενθ. ανωτ. 4,19).

στ) Προοδεύει και αυξάνεται στα πνευματικά έργα, κατά το χωρίο: «αληθεύοντες δε εν αγάπη αύξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα, ος έστιν η κεφαλή, ο Χριστός» (Εφεσ. 4,15).

ζ) Καθαρίζει από αμαρτίες, αγιάζει, φωτίζει και χαρίζει την αιώνια ζωή. (Από την ευχή της Θ. Μεταλήψεως του αγίου Ιωάννου Δαμάσκηνου).


η) Επιφέρει τον αγιασμό σώματος και ψυχής, εκδιώκει τις φαντασίες και καθαρίζει από τα πάθη, δίνει παρρησία προς τον Θεό, φωτισμό και ενίσχυση για την αύξηση των αρετών και την τελειότητα (6η ευχή Θ. Μεταλήψεως του αγίου Βασιλείου).

θ) Επιφέρει πνευματική χαρά, υγεία σώματος και ψυχής, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας.

Αυτοί και άλλοι πολλοί ακόμη είναι οι πνευματικοί καρποί τους οποίους αποκτά ο πιστός που προσέρχεται συχνά και με καλή προετοιμασία στην Θεία Ευχαριστία. Αυτός που δεν προσέρχεται σ' αυτό το Μυστήριο, ποτέ δεν θα μπορέσει να προοδεύσει στην εργασία των αρετών, διότι δεν παραμένει μέσα στον Χριστό και Εκείνος μέσα του, καθώς λέγει και ο Ίδιος: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. 15,4).


ΙΙ. Ο δεύτερος τρόπος κοινωνίας και ενώσεως με τον Χριστό γίνεται με την προσευχή του Ιησού, κατά την οποία ο νους βυθίζεται στην καρδιά και εκεί λέγει συνεχώς το: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλό».

α) Η προσευχή που γίνεται με τον νου στην καρδιά έχει μεγάλη σημασία, διότι ενώνεται η ψυχή μας με τον Ιησού Χριστό και δι' Αυτού με τον Πατέρα, διότι η μόνη οδός που οδηγεί στην ένωση με τον Πατέρα είναι ο Χριστός, όπως λέγει ο Ίδιος: «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ειμή δι' εμού» (Ιωάν. 14,6).

β) Η καρδιακή προσευχή προσφέρει την δυνατότητα στο Άγιο Πνεύμα να κατοικήσει και εργασθεί στην καρδιά μας και να ενωθούμε εμείς με το Πνεύμα. Αυτή η ένωση με την ακατάπαυστη προσευχή ομοιάζει με την νύμφη που αγαπά πάρα πολύ τον Νυμφίο Χριστό και δεν θέλει ποτέ να αποχωρισθεί απ' Αυτόν.


III. Ο τρίτος τρόπος κοινωνίας με τον Δημιουργό Θεό μας γίνεται με την εφαρμογή των εντολών Του και την απόκτηση των αρετών.

α) Αυτή η συγκατοίκηση με τον Ιησού φανερώνεται στην Γραφή από τον Ίδιο, όταν λέγει: «Εάν τις αγαπά με τον λόγον μου τηρήσει και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρά αυτώ ποιήσωμεν» (Ιωάν. 14, 23), ενώ σε άλλο κεφάλαιο λέγει: «εάν τας εντολάς μου τηρήσητε μενείτε εν τη αγάπη μου, καθώς εγώ τας εντολάς του πατρός μου τετήρηκα και μένω αυτού εν τη αγάπη» (Ιωάν: 15,10).

β) Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης λέγει ότι η ομοιότητα και ένωση μας με τον Θεό επιτελείται μόνο με την εφαρμογή των θείων εντολών (Λόγος περί σωτηριώδους γνώσεως).

γ) Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όσον αφορά την ένωση μας με τον Θεό, λέγει: «Ο λόγος του Θεού και Πατρός ευρίσκεται μυστικά σε κάθε μία από τις εντολές Του, οπότε αυτός που δέχεται τον λόγο του Θεού δέχεται τον Θεό.

δ) Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ομιλώντας για την θέωση του ανθρώπου με την εφαρμογή των εντολών του Θεού, λέγει: «Οι εντολές του Θεού παρέχουν όχι μόνο την γνώσι, αλλά και την θέωση».


ΙV. Ο τέταρτος τρόπος κοινωνίας με τον Χριστό γίνεται με την ακρόαση των λόγων του Θεού.

α) Περί αυτού μας ομιλεί η Καινή Διαθήκη: «πολλοί δε των ακουσάντων τον λόγον επίστευσαν, και εγενήθη ο αριθμός των ανδρών ωσεί χιλιάδες πέντε» (Πράξ. 4,4).

β) Ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι: «η πίστις εξ ακοής, η δε ακοή διά ρήματος Θεού» (Ρωμ. 10,17).

γ) Εάν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου είναι η αληθινή βρώσις και πόσις, τότε ο λόγος του Κυρίου γενόμενος δεκτός από τους πιστούς γίνεται σ' αυτούς «πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον (Ιωάν. 4,14) και «άρτος ζωής ο εκ του ουρανού καταβάς» (Ιωάν. 6,58), ενώ κατά τον άγιο Δαμασκηνό λέγεται μάννα της αφθαρσίας και μάννα το μυστικό.

Ο Απόστολος Παύλος διά της ακοής δέχθηκε τον λόγο του Θεού, όταν προσκλήθηκε με το θείο φως στον δρόμο προς Δαμασκό και φωνή άκουσε εξ ουρανού. Η Σαμαρείτιδα διά της ακοής λαμβάνει τον λόγο του Θεού, ενώ πάλι οι Σαμαρείτες πιστεύουν και βαπτίζονται από το κήρυγμα του Αποστόλου Φιλίππου (Πράξ. 8,5 6,12) και λαμβάνουν το Άγιο Πνεύμα (Πράξ. 8,14,18).
Πατέρες και αδελφοί, σας έφερα μερικές από τις σπουδαιότερες μαρτυρίες της Γραφής και των Αγίων Πατέρων, οι οποίες θα μας βοηθούν στην πορεία μας για μία ακατάπαυστη ένωση με τον Νυμφίο Χριστό.

Ο ιδιαίτερος και αγιότερος τόπος, όπου επιτυγχάνεται αυτή η πολύτροπος κοινωνία μας με τον Χριστό είναι η Εκκλησία μας. Εκεί όλοι οι πιστοί μας, ερχόμενοι με ευλάβεια και πίστη στις ιερές ακολουθίες, ευρίσκονται σε μία ατμόσφαιρα μυστική και κοινωνούν με τον νου, την καρδιά, την προσευχή και την συμμετοχή στην Θεία Κοινωνία των δωρεών του Αγίου Πνεύματος. Προπαντός η λειτουργική Θυσία είναι η τέλεια έκφραση της ενώσεως με τον Κύριο μας. Η μνημόνευση ονομάτων των χριστιανών στην Προσκομιδή, και όταν αυτοί είναι μεν αμαρτωλοί αλλά μετανοημένοι, δίνει την ευλογία της κοινωνίας αοράτως των ψυχών με τον Σαρκωθέντα και Αναστάντα Κύριο, ο Οποίος παρέχει ενίοτε και την σωματική των θεραπεία.

Είθε το έλεος και οι οικτιρμοί του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος είναι ο Λόγος του Θεού να έλθει και κατασκηνώσει μέσα μας με τους ανωτέρω τέσσερις τρόπους που συνοπτικά αναφέραμε.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ, Ιερομ. ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ, Εκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ

 

 

H λανθασμένη κατανόηση της αγιότητας

Προειδοποιήσεις προς τους ορθοδόξους χριστιανούς από την «λανθασμένη κατανόηση της αγιότητας»

 

Του  Ηγούμενου Πέτρου (Μεσσερίνοφ) 

 

Ένα σοβαρό πρόβλημα που υπάρχει σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι μια διαστρεβλωμένη αντίληψη της αγιότητας από τους πιστούς, δήλωσε ο ηγούμενος Πέτρος (Μεσσερίνοφ) αναπληρωτής του επικεφαλής του Πατριαρχικού Κέντρου για την πνευματική ανάπτυξη των παιδιών και της νεολαίας, στη Μονή του Αγίου Δανιήλ της Μόσχας.

«Η αγιότητα, μάλιστα, μετατράπηκε σε ηρωισμό για μερικά άτομα, και σε μια περίεργη, στην πραγματικότητα, λανθασμένη θέση των περισοτέρων οι οποίοι μετανοούν για το ότι δεν είναι ικανοί γι' αυτόν τον ηρωισμό», – τόνισε ο ιερέας σε σεμινάριο, που πραγματοποιήθηκε στον Ρωσικό Οίκο εξωτερικού, Αλέξανδρος Σολζενίτσιν.

Σύμφωνα με τον πατέρα Πέτρο, πολλοί άνθρωποι, κάτω από την επιρροή της εκκλησιαστικής διδακτικής, σχηματίζουν μια εσφαλμένη αντίληψη της αγιότητας και προσπαθούν να την εφαρμόσουν.

«Φυσικά, δεν βγαίνει τίποτα, και οι άνθρωποι μετανοούν γι' αυτό. Νομίζω ότι πολλοί ιερείς γνωρίζουν ότι μερικοί άνθρωποι έρχονται στην εξομολόγηση, και αρχίζουν να μιλάνε γι' αυτό που δεν έχουν: δεν έχουν την προσευχή, την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού, και φτερά πίσω από την πλάτη τους επίσης δεν έχουν. Το γεγονός ότι ο Θεός στον Λόγο του δεν απαιτεί τέτοιο ηρωισμό για μας δεν έχει καμία σημασία, διότι οι απαιτήσεις αυτές, έτσι συνέβη ιστορικά, διεκδικούνται εκ μέρους της Εκκλησίας, και με τέτοιο τρόπο ώστε, αν δεν τις λάβει κανείς, αυτό σημαίνει αμαρτία κατά της Εκκλησίας», – σημείωσε ο ιερέας.

Κατά την άποψή του, ένα εξαιρετικό παράδειγμα της διαστρεβλωμένης κατανόησης της αγιότητας και των μέσων για την επίτευξή της, σήμερα, σχετίζεται με το μυστήριο της Κοινωνίας, που, «από καθημερινό, αναγκαιότατο Μυστήριο της Εκκλησίας, γίνεται ένα είδος αθλητισμού με εντατική προετοιμασία, μετά από την οποία ακολουθεί μια ορμή, και στη συνέχεια απομακρυνόμαστε από αυτό, συσσωρεύουμε νέες αμαρτίες, χαλαρώνουμε και προετοιμαζόμαστε για την επόμενη ορμή».

Μια τέτοια υποκατάσταση των εννοιών, σύμφωνα με τον ορθόδοξο ιερέα, έγινε «γιατί για τον άνθρωπο δεν είναι εύκολο να ζει μια εσωτερική,αφανή στους άλλους, ευαγγελική ζωή».

Να μιλήσουμε για την ευρεία θρησκευτική αναγέννηση στη Ρωσία, όπως πιστεύει ο πατέρας Πέτρος, δεν είναι ορθό.

«Υπάρχει η χριστιανική πίστη, και υπάρχει μια κοινή ανθρώπινη θρησκευτικότητα, και μου φαίνεται ότι στη δεκαετία του ενενήντα αναγεννήθηκε ακριβώς αυτή. Η αναβίωση του χριστιανισμού, όπως η ηθική, πνευματική ευθύνη του ατόμου στην κοινωνία, δεν έχει συμβεί. Έγινε μια αναβίωση της φυσικής θρησκευτικότητας. Κάποιοι ελπίζουν ότι μέσα από αυτή μπορούμε να έρθουμε στη πραγματική χριστιανική πίστη. Δεν συμφωνώ μ' αυτό, γιατί η εμπειρία δείχνει ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει», – είπε ο ιερέας.

Στην κοινωνία εξακολουθεί να συνειδητοποιείται ανεπαρκώς η σημασία της καθημερινής πνευματικής και ηθικής πορείας της χριστιανικής ζωής – «αντ' αυτής μας προτείνουν ένα ηρωικό κατόρθωμα, ασκητικό κατόρθωμα ή κατόρθωμα της διατήρησης των βάσεων της Ορθοδοξίας από το μοντερνισμό».

Ο ιερέας τόνισε μιλώντας γι' αυτό, ότι «η σύγχρονη εποχή μας χρειάζεται , τους ζωντανούς, να είμαστε Χριστιανοί, και να παρουσιάζουμε στην πραγματική καθημερινή ζωή μας την εικόνα της πραγματικής χριστιανικής αγιότητας».

 

ΠΗΓΗ:  http://www.bogoslov.ru/greek/text/393524/index.html,  25 Μαρτίου 2009.

 

Το πρόβλημα του κακού Ι

Το πρόβλημα του κακού από τον Αυγουστίνο στη σύγχρονη Γενετική

 (Ένα ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ άρθρο)

του π. Ν. Λουδοβίκου

 

 Ι  Πριν καλά – καλά τελειώσει ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο σημαντικός Άγγλος συγγραφέας C. S. Lewis εξέδωσε, το 1944, το μυθιστόρημα του Perelandra, θέλοντας να διηγηθεί ξανά την ιστορία του Κήπου της Εδέμ. 

Η Perelandra είναι ένας άλλος πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος, αυτός που οι γήινοι αποκαλούν Αφροδίτη, και είναι όμως απολύτως κατοικημένος από λογικά όντα τα οποία, όμως, μαζί με τον πλανήτη τους ζουν -ω του θαύματος- μέσα στον παράδεισο, όπως ακριβώς μας περιέγραψε τον τελευταίο ένας Αυγουστίνος ή ένας Μ. Βασίλειος: πλήρης αρμονία, γαλήνη και αφθαρσία παντού, απόλυτη απουσία πόνου, ασθένειας, θλίψεων και αγωνιών, ευτυχία απερίσταλτη και αδιατάρακτη. Ο Θεός (τον οποίο στον πλανήτη αυτό αποκαλούν Maledi ) θα αποστείλει εκεί έναν γήινο σοφό (ο οποίος στο μυθιστόρημα είναι μάλιστα πανεπιστημιακός καθηγητής) ονόματι Ransom (λέξη που στα αγγλικά σημαίνει την απολύτρωση), για να πληροφορήσει τους αθώους κατοίκους για τον κίνδυνο του κακού τον οποίο στο βιβλίο αντιπροσωπεύει ο Weston, ένας δαιμόνιος γήινος, που οπλισμένος αντιμετωπίζει τους κατοίκους του πλανήτη όπως ένας άποικος τους αγαθούς ιθαγενείς, θέλοντας να τους διαφθείρει και στη συνέχεια να τους υποτάξει (δεν είναι τυχαίο δε πως το όνομά του προέρχεται από την λέξη West – την Δύση). 

Ο Ransom, μόλις βρίσκεται στην Perelandra, συγκλονίζεται: διαπιστώνει αμέσως πως οι αισθήσεις του λειτουργούν διαφορετικά, πολύ βαθύτερα και καθαρότερα, ο νους του γαληνεύει απροσδόκητα, το σώμα του ελαφρώνει. Ποτέ δεν ένοιωσε τη γεύση, την ακοή του και την όρασή του τόσο ζωντανές, ενώ πλήρης αφοβία τον καταλαμβάνει τα άγρια ζώα είναι φίλοι παιγνιώδεις. Κατάπληκτος και συγκλονισμένος συναντά την Εύα της Perelandra, την Κυρία (Lady), όπως αποκαλείται στο βιβλίο, χωρίς διόλου να σοκάρεται με την γυμνότητα της. «Έρχομαι εν ειρήνη», την χαιρετά τραυλίζοντας. «Και τι θα πει ειρήνη;», του απαντά εκείνη. Μη έχοντας ποτέ γνωρίσει το κακό, δεν φοβάται κανέναν και τίποτα. Όπως τα πολύ μικρά παιδιά, όλη η ζωή της είναι αυτή η «ειρήνη» – τίποτε άλλο δεν γνωρίζει…

    Θ' αφήσω κατά μέρος την εξέλιξη της πάλης μεταξύ καλού και κακού, που συνιστούν την συνέχεια του μυθιστορήματος (όχι φυσικά προτού σας διαβεβαιώσω, για να μην αγωνιάτε, πως η έκβασή της υπήρξε αίσια), για να σχολιάσω αυτόν τον μικρό διάλογο λίγο περισσότερο και να εισέλθουμε έτσι στο θέμα μας.

    Παρά την αναμφισβήτητη λοιπόν ευτυχία των κατοίκων της Perelandra, ο Ransom – Λυτρωτής γήινος φαίνεται να ξέρει πολύ περισσότερα από αυτούς, μ' όλα τα βάσανα και την αλλοτρίωσή του. Οι ευτυχισμένοι αυτόχθονες του διαπλανητικού Παραδείσου είναι πράγματι εντελώς ανυπεράσπιστοι μπροστά στην άλλη όψη του Είναι – Αγαθού, απέναντι, εννοώ, στο Μηδέν – Κακό, το οποίο ωστόσο, παρ' όλο που δεν «είναι», είναι απολύτως πραγματικό, δρα υποδόρια και αποτελεσματικά, απειλώντας να καταστρέψει -στ' αλήθεια!- το παν. Γι' αυτό ακριβώς άλλωστε ο Θεός αποστέλλει τον Λυτρωτή – Προφήτη Ransom σ' αυτούς (και δεν διαλέγει προς τούτο έναν από δαύτους): είναι η γνώση του Μηδενός ή του Κακού, αν θέλετε, που καθιστά ικανό τον γήινο σοφό να διαφυλάξει το Είναι – Αγαθό. Αυτό σημαίνει όμως πως το κακό είναι υπαρξιακά και οντολογικά αναπόφευκτο; Πως είναι μια προϋπόθεση του Αγαθού κατ' ανάγκην; Πως ανήκει, θα λέγαμε τολμηρά, στο είναι του Αγαθού (επομένως και του Θεού!); Τελικά το κακό ανήκει στο Είναι των όντων, κι αν όχι που ανήκει;

    Στα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια πρώτη απάντηση, διατρέχοντας την φιλοσοφική και την θεολογική παράδοση και καταλήγοντας στη μοντέρνα Γενετική, της οποίας οι αναζητήσεις συνδέονται παράδοξα με τις παραπάνω παραδόσεις.

    ΙΙ Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η διάκριση Καλού και Κακού διατρέχει με πολλές μορφές την αρχαία ελληνική σκέψη. Ο φόβος του χάους, της αμετρίας, της Ύβρεως, του μη-όντος κατατρέχει βαθιά τον αρχαίο Έλληνα, γι' αυτό και ήδη στους Προσωκρατικούς όλες oι οντολογικές έννοιες περί του Όντος -και τέτοιες είναι όχι μόνον ο ηρακλείτειος Λόγος ή ο αναξαγόρειος Νους ή ο πυθαγόρειος αριθμός ή το παρμενίδειο Όν, αλλά και το Άπειρο του Αναξίμανδρου και η Φιλότης του Εμπεδοκλή και το αντίθετο του κενού φυσικό άτομο του Λεύκιππου και του Δημόκριτου (Βλ. π. Ν. Λουδοβίκου, θεολογική Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, Βιβλίο 1, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2003, σ.σ. 31-138) – αντιπαραθέτοντας σ' αυτό ακριβώς το μη Όν το οποίο με διάφορες μορφές, όπως είπαμε παραπάνω, εκφράζει στο ηθικό πεδίο το Κακό. Πολύ περισσότερο στον Πλάτωνα, στου οποίου το έργο το Κακό συνδέεται [είτε ως άγνοια και απουσία φρονήσεως (Πρωτ. 355 e ), είτε ως νόσος της ψυχής (Σοφιστ. 228 e ), είτε ως πτώση της ψυχής απ' τον υπερουράνιο τόπο (Φαίδρος 246 e ), είτε ως κατά φύση κακότητα της ύλης στον Τίμαιο (42 e )] με την απάτη και το ξεγέλασμα αυτού του ψεύτικου κόσμου. Ο οποίος, όπως το βλέπουμε στο μύθο του Σπηλαίου «της Πολιτείας», αδυνατεί να στραφεί προς τον επουράνιο Ήλιο του Αγαθού, και τον κόσμο των Ιδεών (ό.π. σ.σ. 159-177).

    Μη ον το Κακό και στον Αριστοτέλη (Μετ. VIII, 9,1051α), αφού δεν ανήκει στον κόσμο των πραγματικοτήτων, ενώ στον Πλωτίνο το Κακό ταυτίζεται εν τέλει με την ύλη (Ενν. 1,8,3), αφού αυτή είναι τόσο απομακρυσμένη από το Εν/Αγαθό, το οποίο είναι ωστόσο η μακρινή πηγή της. Ως οντολογική αρχή το Κακό θα εμφανισθεί κατ' ουσίαν μόνον στον Μανιχαϊσμό, την ιουδαιοχριστιανίζουσα αυτή ανατολική διαρχική αίρεση, η οποία θέτει δύο ακριβώς αρχές στο Σύμπαν, αντιμαχόμενες μεταξύ τους. Εδώ κομμάτια ολόκληρα του κόσμου είναι κακά, φτιαγμένα από το Κακό, ενώ άλλα -τα πιο πνευματικά- είναι φτιαγμένα από το Καλό και η μεταξύ τους συμφιλίωση είναι αδύνατη.

III Όσον αφορά τώρα στη χριστιανική θεολογία, η θέση τόσο της ανατολικής – ελληνικής όσο και της δυτικής – λατινικής παράδοσης φαίνεται κατ' αρχήν ταυτόσημη και προς αυτήν της αρχαίας φιλοσοφίας. Έτσι ο Ωριγένης από τη μια μας βεβαιώνει (De Princ. II, 9, 2 In Joh. 4, II, 17) πως ο Θεός δεν είναι ο Δημιουργός του κακού (με κ μικρό πλέον, αφού μόνον ο Θεός συνιστά το όντως Είναι) και πως αυτό δεν διαθέτει μια δική του υπόσταση ή ζωή ή ουσία -υφίσταται ως άρνηση του αγαθού, μία ιδέα που θα συναντήσουμε πολλές φορές στη Δυτική σκέψη μέχρι τον Έγελο. Ο Αυγουστίνος από την άλλη (π.χ. Conf. Ill, 7,12) μας βεβαιώνει παρομοίως ότι το κακό δεν υπάρχει ως ένα μεταξύ των όντων, αλλά συνίσταται ως άρνηση του αγαθού, privatio boni. Είναι μια απλή απουσία του αγαθού, της οποίας φυσικά δεν είναι δημιουργός ο Θεός (De quaest. 83, 24).

Με τον Αυγουστίνο ωστόσο αρχίζει μια σειρά μεγάλων προβλημάτων περί το κακό, τα οποία ταλανίζουν Δύση και Ανατολή μέχρι σήμερα. Θα καταλάβετε τι εννοώ όταν σας αναφέρω πως ο Αυγουστίνος είναι αφενός εκείνος ο οποίος συνέδεσε το κακό με το περίφημο, όπως ονομάσθηκε από τον ίδιο κατά το έτος 396, «Προπατορικό Αμάρτημα», το οποίο γι' αυτόν είναι ένα ιστορικό γεγονός, όπως η άλωση της Τροίας ή oι Περσικοί πόλεμοι – πράγμα διόλου αυτονόητο για την ελληνική πατερική παράδοση ωστόσο. Τώρα λοιπόν είναι η αμαρτία που «γεννά» το κακό και όχι αντίστροφα. Για να καταλάβετε τη διαφορά, θα πω πως για τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, για παράδειγμα, αιτία του κακού είναι η εκ του μηδενός δημιουργία του κόσμου -υφίσταται, δηλαδή, όχι μόνον μια φορά προς το Είναι αλλά επίσης και μία άλλη προς «απογένεσιν», όπως λέγει, των όντων- το κακό είναι θεμελιωδώς μια φθορά του είναι και όχι ένα «ηθικό» γεγονός. Έτσι, ενώ για τον Αγ. Μάξιμο (ή τον Μ. Αθανάσιο) είναι ακριβώς ο πρωταρχικός σπόρος του μηδενός μέσα στα σπλάγχνα του όντος που γεννά την δυνατότητα της αμαρτίας και συνεπώς του κακού, εάν και εφόσον ενεργοποιηθεί απ' την ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου, στον Αυγουστίνο είναι, αντίστροφα, η ηθική απόφαση δύο ανθρώπων (του Αδάμ και της Εύας) που γεννάει το κακό (μ' όλη την ένοχη του – ο Αυγουστίνος είναι ο πατέρας της ενοχής στη Δύση).

Αυτό έχει μια πελώρια συνέπεια στο επίπεδο της οντολογίας. Θεωρήθηκε απ' τον Αυγουστίνο, μ' όλα αυτά, πως το κακό «εφευρέθηκε» απ' τον άνθρωπο (με την συνδρομή βεβαίως του διαβόλου, του οποίου η θέση ωστόσο δεν είναι αρκετά ισχυρή, διόλου παράδοξα στο αυγουστίνειο έργο), η δε εφεύρεση αυτή φανερώνει μια πλήρη και ηθελημένη καταστροφή της φύσης του. Με την εφεύρεση δηλαδή αυτή ο άνθρωπος έδειξε πως η φύση του, ενώ πλάστηκε αθώα και καλή απ' τον Θεό, έγινε ηθελημένα κατ' ουσίαν κακή -και μάλιστα η γυναικεία φύση. Διότι η γυναίκα, προτού ήδη συναντήσει το Φίδι – Διάβολο, είχε ήδη εντός της την δίψα της δύναμης και την αυθάδεια της εύκολης ισοθεΐας, στις οποίες παρασύρει δόλια και τον Αδάμ, αποδεικνύοντάς τον όμοιό της. Μ' απλά λόγια, κατά την αυγουστίνεια θεολογία, ο άνθρωπος δεν είναι κακός επειδή ηθελημένα ή κατόπιν απάτης μετέχει και αφήνεται στην ενεργούμενη ήδη κοσμική φθορά, αλλά εφευρίσκει αυτός ο ίδιος την φθορά στην φύση του την ίδια. (Δεν αγνοώ πως είναι δυνατόν και στους Έλληνες Πατέρες να βρούμε παρεμφερείς θέσεις, θεωρώ όμως πως αυτές δεν κυριαρχούν θεωρητικά στην πατερική παράδοση, όντας μάλλον κηρυγματικού χαρακτήρα). Έτσι γεννιέται η ιδέα της κληρονομικής ενοχής, καθώς και αυτή του απολύτου προορισμού. Καθώς η φύση του ανθρώπου είναι απολύτως πλέον διεστραμμένη, ο άνθρωπος αδυνατεί ν' αναζητήσει πράγματι τον θεό και τη Χάρη Του -αυτή η τελευταία μπορεί να είναι μόνον ένα αναγκαστικό και αναντίστατο (ο Αυγουστίνος χρησιμοποιεί εδώ, χαρακτηριστικά τη λέξη irresistible) δώρο του Θεού σ' αυτούς που Εκείνος, για άγνωστους λόγους, επιθυμεί. Οι υπόλοιποι είναι καταδικασμένη μάζα – massa damnata. Με τον τρόπο όμως αυτό ελάχιστα γίνεται λόγος περί ελευθερίας στον άνθρωπο. Πράγματι, η ανθρώπινη ελευθερία έχει ελάχιστη σημασία εδώ. Ή μάλλον δεν υπάρχει καν ελευθερία ως εκλογή αλλά ως αναγκαστική αποδοχή της αναντίστατης χάρης του Θεού.

    IV Ανακεφαλαιώνω: ενώ όλη η αρχαία φιλοσοφία και η χριστιανική θεολογία (πλην του Μανιχαϊσμού) συμφωνούν κατ' ουσίαν για το ότι το Κακό είναι απλώς άρνηση του Αγαθού, με τον Αυγουστίνο ο άνθρωπος γίνεται αιτία του κακού, γινόμενος έκτοτε κακός στην ίδια την φύση του -τώρα η κακότητα και η ενοχή της κληρονομούνται, μαζί φυσικά με την καταδίκη τους. Έτσι, ενώ για τον άγιο Ειρηναίο Λυώνος, για παράδειγμα, οι πρωτόπλαστοι αμαρτάνουν άθελά τους και λόγω πνευματικής ανωριμότητας, στον Αυγουστίνο η αμαρτία είναι έκφραση προϋπάρχουσας συνειδητής φυσικής διαστροφής (pervertio). Και είναι αδύνατον φυσικά στο σημείο αυτό να περιγράψω τον φόβο και την ενοχή που δημιούργησαν στους αιώνες θέσεις σαν κι αυτές, μαζί με τον συνεχή πειρασμό της κατηγορίας κατά του Θεού του ίδιου, ο Οποίος δημιούργησε μια ανθρώπινη φύση τόσο εύκολα και τόσο βαθιά και μόνιμα διαστρεφόμενη. Ο άνθρωπος λοιπόν είναι ένα «αμαρτωλό αυτόματο», είναι αδύνατον να μην αμαρτήσει, διότι η αμαρτία και το κακό έχουν γίνει μέρος της φύσης του. Μόνο η ανεξιχνίαστη επέμβαση του Θεού μπορεί να σταματήσει το δράμα αυτό και καμιά απολύτως αγαθή ανθρώπινη προαίρεση ή προσπάθεια. Ο Θεός συνεργάζεται ίσως με την ανθρώπινη ελευθερία, αλλά αποφασίζει μόνος Του, ανεξάρτητα απ' αυτήν.

Oι θέσεις αυτές παρέμειναν στην Δυτική θεολογία ισχυρές, παρά την μεγάλη στροφή την οποία επεχείρησε ο άλλος μεγάλος της Δύσης, ο Θωμάς Ακινάτης, αποδίδοντας, όπως οι Έλληνες Πατέρες, και αυτός την αιτία του κακού στην κτιστότητα και την τρεπτότητα των όντων και όχι στο Προπατορικό Αμάρτημα. Την ίδια εποχή η Ελληνική Πατερική θεολογία έχει αποκρυσταλλώσει τις θέσεις της για την αιτιολόγηση του κακού, μ' έναν τρόπο τον οποίο θα μπορούσαμε σχηματικά ν' αποδώσουμε ως έξης, με βάση τα όσα ήδη είπαμε. Οι αιτίες λοιπόν του κακού είναι εδώ κυρίως τρεις:

Πρώτη είναι το ίδιο το γεγονός της κτιστότητας και της εκ του μηδενός δημιουργίας, γεγονός που καθιστά τη φύση των όντων «ευόλισθον» προς το απόλυτο Μηδέν απ' το οποίο προήλθαν, ειδικά αν ο άνθρωπος θεωρεί την ύπαρξή του αυτάρκη και μη δεομένη θείας Βοηθείας και χάριτος.

Δεύτερη αιτία του κακού είναι η ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου, ο οποίος, ως πρόσωπο, αμαρτάνει ή σφάλλει σηκώνοντας ταυτόχρονα την ευθύνη των επιλογών του: η διαστροφή ή καταστροφή της φύσης του ανθρώπου και του κόσμου είναι ένα απλό επιφαινόμενο της λαθεμένης του επιλογής, είναι ένα γεγονός συνεπώς μη μόνιμο αλλά θεραπευόμενο (ήδη σιγά-σιγά από τώρα και τελείως, στα έσχατα) με την αλλαγή και μόνο της θέλησης του ανθρώπου.

Και τρίτη αιτία του κακού, συνδεόμενη μάλιστα αρκετά με τις δύο πρώτες, είναι το γεγονός πως ο κόσμος δεν συγκροτείται ως «μονόλογος» του Θεού αλλά ως «διάλογός» Του με τον άνθρωπο. Για κάθε αγαθή βούληση του Θεού, λοιπόν, χρειάζεται μια εξίσου «αγαθή» απάντηση του ανθρώπου. Αν η τελευταία λείπει, η πρώτη ακυρώνεται. Ο Θεός αδυνατεί να κάνει άμεσα το καλό αν ο άνθρωπος το αρνείται. Το κάνει τότε ακριβώς έμμεσα κι αυτό σημαίνει αξιοποιώντας το παραγόμενο κακό προς υπεράσπιση και άμυνα του αγαθού, όπως ακριβώς με τον Ransom, τον μυθιστορηματικό ήρωα με τον οποίο ξεκινήσαμε. Ο Ransom παραχωρήθηκε να περάσει, αρκετά επώδυνα, απ' το κακό, είναι όμως ο καλύτερος τώρα πλέον υπερασπιστής του αγαθού -αυτός και όχι οι πανευτυχείς και ακακοποίητοι κάτοικοι της Perelandra, οι οποίοι, ακριβώς λόγω της παραδείσιας ευτυχίας τους, αδυνατούν παραδόξως να διακρίνουν το κακό πίσω απ' τη δολιότητα του πανούργου Weston, όπως ακριβώς άλλοτε συνέβη με τον Όφη και την Εύα της διήγησης της βιβλικής Γενέσεως. Το ότι ο Ransom παρά τη γνώση του Κακού επιθυμεί το Αγαθό και το υπερασπίζεται μέχρι θανάτου, σημαίνει ακριβώς πως, αντίθετα απ' τον Αυγουστίνο, το κακό δεν ανήκει στη φύση του ανθρώπου, δεν διαστρέφεται ο άνθρωπος καθ' ολοκληρίαν, αλλά ανάλογα με την ελεύθερη κλίση της προαίρεσής του μπορεί να αναδείξει όλη την έμφυτη αγαθότητα της φύσης του, η οποία εικονίζει άλλωστε την αγαθότητα του θεού του ίδιου. Για την πατερική άλλωστε παράδοση, το κακό είναι κάτι στο οποίο υπόκειται ο άνθρωπος, ακόμη και όταν το πράττει -δεν το εφευρίσκει εξ ου και η απουσία ηθικισμού ή νομικισμού στους Έλληνες Πατέρες. Ο άνθρωπος πάσχει το προκτισιακό μηδέν, όταν δεν μετέχει στη Χάρη του Θεού: αυτό είναι το μυστήριο του κακού. 

    Είναι λάθος, εξάλλου, το να θεωρείται πως η βιβλική περί του κόσμου έκφραση του Θεού, ως «καλού λίαν», αναφέρεται στην «αρχή» του κόσμου. Πρόκειται για έκφραση εσχατολογική, αναφερόμενη στην εσχατολογική τελείωση του κόσμου, κατά την πατερική τουλάχιστον παράδοση, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού (βλ. η Ευχαριστιακή Οντολογία, Δόμος, Αθήνα 1992). Η έκφραση αυτή σημαίνει οπωσδήποτε και την τελική υπέρβαση του θανάτου, ο οποίος σαφώς φυσικά προϋπήρχε της δημιουργίας του ανθρώπου – διαφορετικά ο κόσμος και ο άνθρωπος θα ήταν, κατά φύση και αναγκαστικά, απ' την αρχή τους θεοί. Ο θάνατος προϋπήρχε, ως συνέπεια ακριβώς, όπως είπαμε, της εκ του μηδενός δημιουργίας, χωρίς φυσικά ν' ακυρώνεται η προοπτική υπέρβασης του κατά χάριν και όχι κατά φύσιν – διαφορετικά (αν ο Αδάμ δηλαδή δεν γνώριζε τίποτε περί θανάτου) δεν θα είχε νόημα η προειδοποίηση του Θεού προς αυτόν πως «θανάτω αποθανείσθε», μετά την τυχόν βρώση του απαγορευμένου καρπού. 

Στον Αδάμ γίνεται η οντολογική πρόταση για υπέρβαση του θανάτου από μέρους του Θεού (και όχι μια πρόταση για ηθική επιλογή) είναι ο Αδάμ το ον το οποίο ορίζεται θα λέγαμε υπαρξιακά απ' την πρόταση ακριβώς αυτή του Θεού προς αυτό να γίνει, εν ελευθερία, δι' αυτού η είσοδος αυτή του Ακτίστου στο κτιστό. Στα όρια του νεώτερου υποκειμενισμού η οντολογική αυτή υφή του διαλόγου ανθρώπου και Θεού κινδυνεύει, καθώς το κακό, είτε ηθικολογικά είτε ορθολογικά, τοποθετείται είτε εντός του ανθρώπου, ως μέρος της φύσης του, είτε εκτός του, ως «αντικειμενικό» εξωτερικό γεγονός. Εκτός του ότι καταλήγουν υποχρεωτικά σε διάφορες μορφές θεοδικίας, τα παραπάνω αποκρύπτουν το γεγονός πως το κακό δεν υφίσταται ως αυγουστίνεια φυσική διαστροφή (pervertio) λόγω της αμαρτίας, αλλά ως διακοπή, μερική ή πλήρης, του διαλόγου αυτού μεταξύ ανθρώπου και Θεού, ο οποίος ελεύθερα συνάπτει τον θάνατο με τη ζωή, το κτιστό με το άκτιστο. Και μάλιστα, αν τα παραπάνω είναι σωστά, είναι αυτός ακριβώς ο διάλογος που αποτελεί ακριβώς την διαδικασία μέσω της οποίας η εσχατολογική εξάλειψη του κακού γίνεται πιθανή, ως ενσωμάτωση δηλαδή του κτιστού Είναι στο Αναστημένο Σώμα του Χριστού εν προαιρέσει, ως «κοινωνία γνώμης», κατά την έκφραση του Αγ. Νικολάου Καβάσιλα και όχι απλώς ως υποχρεωτική ανάσταση των νεκρών. Με τον διάλογο, λοιπόν, αυτό ο άνθρωπος εξαλείφει απ' την κτίση κάποια κομμάτια του προκτισιακού μηδενός, κατά την προαίρεση του, μεταβάλλοντάς την σε κατά χάριν άκτιστο Σώμα Χριστού. Μια τέτοια στάση επιτρέπει στον Θεό να επεμβαίνει περισσότερο στον κόσμο, περιορίζοντας το κακό ακόμη και όταν ο άνθρωπος δεν επαρκεί προς τούτο – ουδέποτε όμως, ούτε στα έσχατα, το κακό, ως άρνηση του διαλόγου μετά του Θεού, θ' αφανιστεί εντελώς, παρά την υποχρεωτική αφθαρσία των όντων. Αυτό το οποίο τότε θα φανεί, όμως, είναι το ότι το κακό δεν αποτελεί μέρος της Δημιουργίας, του Είναι, της Ζωής, αλλά προαιρετική τους άρνηση.

Σε αντίθεση με τον Αυγουστίνο, ο Μάξιμος ο Ομολογητής, επιπλέον, θεωρεί μόνον την «πτώση της προαίρεσης» διαβλητή, ενώ αυτήν της φύσεως αδιάβλητη. Δεν υπάρχει «κακή φύση» λοιπόν στην πατερική παράδοση το ίδιο το γεγονός που περιγράφεται στη διήγηση της Γενέσεως ως πτώση του ανθρώπου είναι μια προαιρετική κίνηση αναχώρησης απ' την βιωματικά αφθαρτοποιό άκτιστη Πρόνοια του Θεού και δεν μας ενδιαφέρει ως ιστορικό γεγονός.

    V Αλλά ας επιστρέψουμε και πάλι στη Δύση για να δούμε δι' ολίγων την συνέχεια και να φθάσουμε και ως τη σύγχρονη Γενετική. Οι εκτιμήσεις μου είναι φυσικά υποκειμενικές και είναι δυνατόν να συζητηθούν και διαφορετικά κάποια σημεία της σχετικής ιστορίας. Τα δύο μεγάλα προβλήματα τα οποία ανέκυψαν στη Δύση εξαιτίας της διάδοσης των θέσεων του Αυγουστίνου, που ήδη εξετάσαμε, νομίζω πως υπήρξαν το πρόβλημα καταρχήν της υπεράσπισης του Θεού και αυτό της υπεράσπισης της φύσης (του ανθρώπου και του κόσμου) στη συνέχεια. Το πρώτο έργο το ανέλαβε ο Γερμανός φιλόσοφος Leibniz και το δεύτερο ο Γάλλος φιλόσοφος Rousseau. Και ο μεν Leibniz (1646 – 1716) επιχείρησε μια ολόκληρη «θεοδικία», λέξη πλασμένη απ' τον ίδιο και τίτλος ομώνυμου βιβλίου του (1710). Ο φιλόσοφος προσπαθεί να δικαιώσει τον Θεό, υποθέτοντας πως αυτός ανέχεται το κακό με σκοπό να βγει τελικά κάποιο καλό απ' αυτό, μέσα σ' έναν κόσμο δημιουργημένο απ' τον Ίδιο, κόσμο που είναι «ο καλύτερος δυνατός απ' όσους θα μπορούσαν να δημιουργηθούν», κατά την πασίγνωστη φράση του. Το ότι οι άνθρωποι μπορούν να σκεφθούν καλύτερους κόσμους, τούτο δεν σημαίνει πως αυτοί οι κόσμοι είναι πράγματι καλύτεροι, αφού η ανθρώπινη κρίση σφάλλει, περιοριζόμενη από πάθη υποκειμενικά και την άγνοια. Ο Θεός δημιούργησε τον καλύτερο δυνατό κόσμο, λοιπόν, υπό την προϋπόθεση πως αυτό θα το δούμε στο φως των δικών του επιλογών, οι οποίες είναι κατά πολύ ανώτερες και σοφότερες των δικών μας.

    Οι θέσεις αυτές αποτέλεσαν προσφιλή στόχο πλήθους επιθέσεων από πλευράς των αθεϊστών, μ' όλο που δεν διαφέρουν ουσιαστικά από την πιο παρωχημένη τους επεξεργασία, αυτή του Hegel, ο οποίος στο κακό είδε, όπως ήδη είπαμε, μια αναγκαία «αρνητικότητα», την οποία το Πνεύμα-Θεός χρησιμοποιεί για μια ανώτερη σύνθεση που περιλαμβάνει μια σύντηξη των δύο (Καλού και Κακού ή Είναι και Μηδενός) μέσα στο Είναι. Νομίζω όμως πως πολύ μεγαλύτερη επίδραση στη Δύση είχε ο άλλος φιλόσοφος, ο υπερασπιστής της ανθρώπινης και κοσμικής φύσης, ο Rousseau (1712 – 1778). Η θέση του Γάλλου φιλοσόφου έχει το προσόν της εξαιρετικής απλότητας: η φύση του ανθρώπου και του κόσμου, λέγει, είναι βαθύτατα καλή και αγαθή. Ενάντια στον Αυγουστίνο (ή τον Καλβίνο) θεωρεί πως η φύση είναι ο καλύτερος δάσκαλος του καλού και η συμφωνία μαζί της κανόνας ζωής και αλήθειας. Ο θάνατος δεν είναι προϊόν συνεπώς αμαρτήματος ή πτώσης και η πολιτική ανισότητα, επιπλέον, είναι εντελώς αστήρικτη. 

Με τον Rousseau η Δύση ξαναβρίσκει την θεμελιώδη χριστιανική θέση πως η φύση ανθρώπου και κόσμου είναι έργο του Θεού αγαθό – μόνο που ξαναβρίσκει τη θέση αυτή ως εναντίωση στην επίσημη εκκλησιαστική διδασκαλία, η οποία, είτε στην καλβινική Γενεύη όπου μεγάλωσε ο Rousseau είτε στη ρωμαιοκαθολική ή λουθηρανική υπόλοιπη Ευρώπη, θέλει συνήθως με αυγουστίνειο τρόπο τη φύση πεσμένη και διεστραμμένη. Οι Ευρωπαίοι, με τον Rousseau και στη συνέχεια με τον Διαφωτισμό, ξαναβρίσκουν λοιπόν μια θεμελιώδη πατερική θέση, αλλά ως διαμαρτυρία ενάντια στην Εκκλησία ή τη θεολογία της, διαμορφώνοντας μια ανθρωπολογία την οποία θεωρούν αθεϊστική (και η Εκκλησία επίσης την θεωρεί τέτοια), ενώ είναι χριστιανικότερη της εκκλησιαστικής. Το κακό δεν σταματά εδώ όμως. Χωρίς θεολογική αναφορά, η ανατίμηση αυτή της φύσης είδε μπροστά της ν' ανοίγεται ο θεωρητικός δρόμος του De Sade. Πράγματι ο τελευταίος δεν είναι παρά ένας βίαια αντιχριστιανός μαθητής του Rousseau, που αποκαλύπτει πως η φύση δεν διδάσκει μόνον την αρμονία αλλά και τη βία και τον φόνο. Η φυσική ζωή θα σήμαινε έτσι την δεξίωση και αυτών λοιπόν των «φυσικών» επιδόσεων, «πέρα απ' το καλό και το κακό», όπως θα ‘λέγε ο Nietzsche, ο οποίος αποτελεί και την κορύφωση του δρόμου που πήρε η Δύση με τον Rousseau, αντιπαλεύοντας τον Αυγουστίνο. Η φύση υπαγορεύει εν τέλει τη θέληση για δύναμη ως ύψιστο κριτήριο ζωής έχω δείξει σε παλαιότερο βιβλίο μου (π. Ν. Λ., Η Κλειστή Πνευματικότητα και το Νόημα του Εαυτού. Ο Μυστικισμός της ισχύος και η αλήθεια φύσεως και προσώπου, β΄ έκδ., Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999) πως με τον τρόπο αυτό ο Nietzsche όχι μόνον δεν απομακρύνεται από τον Αυγουστίνο, αλλά υιοθετεί το βαθύτερο σχήμα σκέψης του τελευταίου: στη θέση της πεσμένης φύσης, που στον Αυγουστίνο κυριαρχείται απ' την αθάνατη και πνευματική ψυχή, τίθεται τώρα όλη αυτή η ανυπόστατη «πνευματικότητα», κυριαρχούμενη απ' τα ζωτικά φυσικά ένστικτα.

    VI Αυτή είναι εν συντομία η πνευματική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία γεννιέται ο νεώτερος θεωρητικός προβληματισμός περί του κακού στο χώρο της Γενετικής. Στα νεώτερα χρόνια η ανάπτυξη της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας προχώρησαν σημαντικά περισσότερο όλη αυτή την ορθολογική αναζήτηση του αιτίου του κακού μέσα στα όρια τα ίδια της ανθρώπινης φύσης και ποτέ έξω της. Ακολουθεί η αποδοχή του κακού ως στοιχείου της φύσης με την κατάλληλη «επιστημονική εξήγηση», ή τουλάχιστον η μερική απενοχοποίησή του. Απ' την πλήρη εξουδένωση της φύσης ως την υπό όρους αποδοχή της όμως το οντολογικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο: καμιά ουσιαστική προοπτική δεν υφίσταται για την ελευθερία ως δυνατότητα μεταμόρφωσης αυτής της φύσης και όχι απλώς ως αποδοχής ή απόρριψης της.

    Θέλω στο σημείο αυτό να εξετάσουμε σύντομα τρία πρόσφατα βιβλία τα οποία θέτουν το πρόβλημα του κακού στην προοπτική της Γενετικής του εξήγησης. Το πρώτο απ' αυτά είναι το βιβλίο του Robert Wright, The Moral Animal (1994). Στο βιβλίο του ο Wright θέτει υπό συζήτηση αυτό που αποκαλεί «ψυχολογία της εξέλιξης» με βιολογικούς όρους: τα πάντα εξηγούνται ως προερχόμενα από μια επιθυμία επιβίωσης των ανθρώπων που προσδιορίζεται ούτως ή άλλως από τη φυσική επιλογή. Συνεπώς, ελάχιστη γενετική βάση έχει η διάκριση καλού και κακού, ηθικού ή μη ηθικού: όσον αφορά στη σεξουαλική συμπεριφορά των γυναικών, λόγου χάρη, «συγκρατημένες» και πιο «ηθικές» είναι απλώς οι πιο σίγουρες για τον εαυτό τους, ενώ επιθετικές οι πιο ανασφαλείς. Ο στόχος όμως παραμένει ο ίδιος. Για όλες τις συμπεριφορές ισχύει το ίδιο. Η ηθικότητα έρχεται σε αντίθεση στην πραγματικότητα με την εξελικτική λογική, η οποία προσδιορίζεται αποτελεσματικά απ' τα γονίδια και το περιβάλλον. Αν ήμασταν σε θέση να το αποδεχθούμε αυτό, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, θα διαθέταμε πολλή περισσότερη ανοχή και συγχωρητικότητα προς αλλήλους. Βεβαίως κάθε είδους αλτρουισμός ή ανιδιοτέλεια θα έπρεπε επίσης ν' αποδοθεί σε γενετικά προσδιορισμένη ανώτερη εξελικτική ιδιοτέλεια. 

    Το δεύτερο βιβλίο που θα εξετάσουμε είναι αυτό του Lyall Watson, Dark Nature : a Natural History of Evil (1996). Ο Watson υποστηρίζει πως η φύση είναι βαθύτατα μη ηθική, βρίσκεται πέραν του καλού και του κακού. Αυτό ακριβώς διαφαίνεται μέσα στον κόσμο των γονιδίων, τα οποία απλώς κάνουν οτιδήποτε για επιβίωση, ακολουθώντας κυρίως τις εξής μεθόδους: 1) Είναι εχθρικά προς τους ξένους, 2) Φιλικά προς τους φίλους και 3) Εξαπατούν όσο είναι δυνατόν. Όλη η ανθρώπινη συμπεριφορά κτίζεται στην πραγματικότητα με βάση τις αρχές αυτές, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, αν και υπάρχουν και άλλες, μη εμφανώς βιολογικές αρχές, όπως ο αλτρουισμός, το μαρτύριο, η ασκητικότητα, οι οποίες δρουν και αυτές όμως με βουλητικούς κατά βάση σκοπούς, επιτρέποντας μια μικρή απλώς ανάδυση απ' το πέλαγος της φυσικής επιλογής, μια μικρή μα ουσιώδη διαφορά του ανθρώπου απ' τα ζώα. Τελευταίο είναι το βιβλίο του Β. Appleyard, In Brave New Worlds. Staying Human in the Genetic Future (1998). Στο βιβλίο του αυτό ο συγγραφέας αναμετράται μ' αυτό που αποκαλεί «γονοκεντρισμό» (genocentrism) και τολμά να θέσει το ερώτημα της ανθρώπινης ελευθερίας και ευθύνης αν τα πάντα σχεδόν στη συμπεριφορά προσδιορίζονται από γονίδια. Το πραγματικό ασυνείδητο, σημειώνει, έχει να κάνει μ' αυτήν την κρυφή εσώτερη δράση των γονιδίων εντός μας, τα οποία ακολουθούν τους δικούς τους βιολογικούς δρόμους, άσχετα προς τα ήθη και τις συνειδητές μας δήθεν επιλογές. Ο Appleyard θρηνεί για την πιθανότητα μιας πλήρους επικράτησης του «γονοκεντρισμού», πράγμα που θα επέτρεπε σαφώς ολοκληρωτικές λύσεις στο μέλλον, αλλά ταυτόχρονα δεν έχει να αντιπαραθέσει τίποτε σ' αυτόν.

    VII  Είναι φανερό πως μια σειρά οντολογικών και κυρίως θεολογικών ερωτημάτων εγείρονται πλέον ακόμη. Η Δύση βεβαίως παραπαίει ανάμεσα στην σύγχρονη πλήρη αποδοχή και την αρχαία της αυγουστίνεια και καλβινική πλήρη απόρριψη της φύσης, αλλά το ερώτημα στο οποίο η θεολογία δεν απαντά ακόμη είναι αυτό που αναφέρεται στην δυνατότητα μιας πραγματικής σχέσης της φύσης αυτής με τον άκτιστο Θεό. Αν ο Θεός διαθέτει άκτιστες ενέργειες δρων ως πρόσωπο και αν ο άνθρωπος επίσης ως πρόσωπο μπορεί με τις δικές του ενέργειες να δεξιωθεί τον Θεό, τότε η φύση μεταμορφώνεται, χωρίς να χάνεται, εξαφανιζόμενης κάθε αναγκαστικής φυσικής νομοτέλειας.

    Τι είναι όμως το πρόσωπο; Και τι είναι η ελευθερία; Υπάρχει μια βιοχημεία της ελευθερίας; (Αν υπάρχει, δεν υπάρχει ελευθερία…). Που εδράζεται το πρόσωπο ή η ελευθερία μέσα στον άνθρωπο; Στην ψυχή του; Και τι είναι η ψυχή, όταν μάλιστα η ελληνική πατερική παράδοση έχει απορρίψει κάθε μεταφυσική έννοια της ψυχής, θεωρώντας την κατ' ουσίαν υλική; Έχουμε ακόμη πάρα πολλά πράγματι να μάθουμε για τον άνθρωπο, ακριβώς διότι κατά την πατερική θεολογία ο άνθρωπος δεν είναι ένα δεδομένο ον αλλά ένα ον εν τω γίγνεσθαι, που δημιουργείται συνέχεια, και μόνον στα έσχατα θα μάθουμε τι τέλος πάντων είναι. Η μεγάλη συμβολή της Ορθόδοξης θεολογίας στην ανθρωπολογική αυτή απορία είναι ωστόσο πως μας έμαθε πως είναι αδύνατο να χωρίσουμε το περί ανθρώπου ερώτημα απ' το ερώτημα περί Θεού και πως μόνον η απάντηση σ' αυτό το τελευταίο προοιωνίζεται και την απάντηση στο πρώτο.

 

Των θυρών κεκλεισμένων…

«Των θυρών κεκλεισμένων…» 

Του Παπα Ηλία Υφαντή

 -Εντάξει, μου είπε κάποιος, να παραδεχτούμε ότι ο Χριστός, ως Θεός, αναστήθηκε και ότι μετά την ανάστασή του εμφανιζόταν στους μαθητές του. Αλλά κάποιοι μιλούν για παρόμοιες εμφανίσεις και κάποιων κοινών θνητών και μάλιστα «κεκλεισμένων των θυρών».

-Ο Χριστός, του είπα, δεν ήρθε στον κόσμο, για να κάμει επίδειξη δυνάμεως. Ήρθε, για να μας δείξει ότι κι εμείς μπορούμε να κάνουμε ο, τι κι Εκείνος έκανε. Ήρθε να μας δείξει ότι ο Θεός μας έχει προικίσει με δυνατότητες, που εμείς δεν τις χρησιμοποιούμε, γιατί δεν τις γνωρίζουμε. Αφού τις έχουμε θάψει κάτω από βουνά προκαταλήψεων και δεισιδαιμονιών και ιδεοληψιών…

Συνέχεια

Συμφωνίες Αθεϊσμού – Δημιουργισμού

12 εσφαλμένα σημεία συμφωνίας Αθεϊσμού και Δημιουργισμού

Του exeldim*

 

Όλη η σύγκρουση Αθεϊστών και Δημιουργιστών, ξεκινάει από μια σειρά εσφαλμένων αξιωμάτων, στα οποία οι δύο αυτές ακραίες πλευρές ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ, και οδηγούνται σε λάθος συμπεράσματα και ενέργειες. Πρόκειται για λάθος αξιώματα, η διόρθωση των οποίων θα βοηθούσε πολύ στη συμφιλίωση.

Στη συνέχεια θα δούμε ποια είναι τα 12 βασικά σημεία συμφωνίας του Δημιουργισμού και του Αθεϊσμού, στα οποία κάνουν και οι δύο τα ίδια σοβαρότατα λάθη, και οδηγούνται σε σύγκρουση. Γιατί οι δύο αυτές ακραίες πλευρές, δεν είναι τόσο διαφορετικές απ’ ό,τι νομίζουν ότι είναι!