Αρχείο κατηγορίας Εκκλησία, Πολιτεία ή και οι δυό;

Εκκλησία, Πολιτεία ή και οι δυό;

Το κοσμικό – ανθρωπιστικό μοντέλο μη μοναδικό

Το κοσμικό – ανθρωπιστικό μοντέλο της κοινωνίας είναι ένα από τα μοντέλα

 

Του πρωθιερέα π. Βσέβολοντ Τσάπλιν

    

Το κοσμικό ανθρωπιστικό μοντέλο της κοινωνίας δεν πρέπει να επιβάλλεται σ' όλο τον κόσμο ως  το μόνο σωστό και προοδευτικό, – πιστεύει ο πρωθιερεύς Βσέβολοντ Τσάπλιν.

«Το κοσμικό σχέδιο, μου φαίνεται, έχει εξαντλήσει τον εαυτό του. Δεν δίνει στο λαό τη ζωτική δύναμη, δεν είναι σε θέση να παρακινήσει τους ανθρώπους στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης, δεν είναι σε θέση να διδάξει τους ανθρώπους αυταπάρνηση, αυτοθυσία», – δήλωσε ο επικεφαλής του Συνοδικού Τμήματος για την αλληλεπίδραση  Εκκλησίας και  Κοινωνίας, πρωθιερεύς Βσέβολοντ Τσάπλιν στη διάσκεψη της Μόσχας, αφιερωμένης στο θέμα των σχέσεων της θρησκείας και του κράτους.

Σύμφωνα μ' αυτόν, τα δημογραφικά δεδομένα των ψυχολογικών και κοινωνιολογικών ερευνών «επιβεβαιώνουν πειστικά ότι η κοσμική ιδεολογία δεν επιτρέπει στην κοινωνία να έχει πολλά πλεονεκτήματα που έχει η κοινωνία με υψηλό βαθμό  θρησκευτικού κινήτρου».

«Σήμερα, υπάρχουν αρκετά παραδείγματα σύμφωνα με τα οποία μια κοινωνία στην οποία υπάρχουν  θρησκευτικά κίνητρα, αποδείχνεται όχι λιγότερο, αλλά περισσότερο αποτελεσματική από μια κοινωνία βασισμένη στην κοσμική ταυτότητα (το σύστημα αξιών – Σύνταξη)», – σημείωσε.

«Επιπλέον, συνέχισε ο π. Βσέβολοντ,- σήμερα βλέπουμε ότι το έργο των «πολιτικών θρησκειών»,των «πανανθρώπινων αξιών»,η  υποστήριξη της προτεραιότητας των αξιών της επίγειας ζωής πάνω από τις αξίες που συνδέονται με τους τελικούς στόχους της ύπαρξης, το πιθανότερο, έμεινε χωρίς επιτυχία για τους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων και της Δύσης».

 Ο πατέρας Βσέβολοντ είπε ότι «η ύπαρξη διαφορετικών ιδεολογικών ομάδων, διάφορων μοντέλων της κοινωνίας, της οικογένειας, της τοπικής κοινότητας, που βασίζονται σε διαφορετικές κοσμοθεωρίες και για τα οποία η κοσμοθεωρία είναι σημαντικότατη, είναι επίσης μια πραγματικότητα».

Είναι πεπεισμένος ότι  είναι ανάγκη να στρέφουμε την προσοχή μας σε μια  τέτοια  εξέλιξη της κοινωνίας, αλλά και το «να την αγνοήσουμε θα ήταν αρκετά απερίσκεπτο τόσο για τους πολιτικούς όσο και για την πνευματική ελίτ».
Κατά την άποψή του, σήμερα πρέπει  «να ξεφύγουμε  από τις προσπάθειες ενοποίησης της ανθρωπότητας», από τον καθορισμό  ενός  από τα μοντέλα της κοινωνίας, του κράτους, των σχέσεων του κράτους,  της κοινωνίας και της θρησκείας ως μόνο ορθό, να ξεφύγουμε από όλα αυτά προς μια κατάσταση στην οποία τα διαφορετικά μοντέλα της κοινωνίας, της οικογένειας και των τοπικών κοινοτήτων «αναγνωρίζονται εξίσου σημαντικά».

«Σε όλο τον κόσμο, και εδώ, στη Ρωσία, υπάρχουν κοινότητες που ζουν σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, ο οποίος, γι' αυτούς, είναι ο υπέρτατος νόμος. Για τον ορθόδοξο άνθρωπο η νόρμα του θρησκευτικού δικαίου  είναι πάνω απ' όλα, και αυτός δεν πρέπει να αρνιέται  την εκτέλεση αυτής της νόρμας, ακόμη και υπό την απειλή του θανάτου. Περί αυτού  συνηγορεί και η εμπειρία των νεομαρτύρων και ομολογητών της Ρωσίας, και η εμπειρία των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού. Για τους οπαδούς του ιουδαϊκου  νόμου, αυτός ο νόμος είναι σημαντικότατος», – σημείωσε ο πατέρας Βσεβολοντ.

Ταυτόχρονα, συνέχισε, μόνο για τη «μειοψηφία του πληθυσμού του πλανήτη, το κυριότατο είναι οι προτεραιότητες της παρούσας επίγειας ζωής, υλικής ύπαρξης, καθημερινής ψυχολογικής άνεσης και όλων εκείνων που  είναι στο επίκεντρο των ανθρωπιστικών ιδεολογιών».

«Το κοσμικό-ανθρωπιστικό μοντέλο της κοινωνίας είναι ένα από τα μοντέλα, είναι ένα από τα συστήματα του δικαίου, και δεν μπορούν πλέον οι οπαδοί αυτού του συστήματος να εξηγήσουν με σαφήνεια για ποιο λόγο ακριβώς αυτό πρέπει να είναι γενικό», – θεωρεί ο ιερέας. Σύμφωνα μ' αυτόν, η σημερινή οικονομική κρίση  προκάλεσε αμφιβολίες για το τελευταίο επιχείρημα των υποστηρικτών της κοσμικότητας, την αιώνια, δήθεν, οικονομική αποτελεσματικότητα του.

Εν κατακλείδι, ο πρωθιερεύς Βσέβολοντ  Τσάπλιν έκφρασε την άποψη ότι ούτε ένα από τα μοντέλα της κοινωνικής οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένης της Ορθόδοξης ή της Ισλαμικής, δεν πρέπει να είναι πλατφόρμα για διάλογο.

«Η πλατφόρμα για το διάλογο σήμερα είναι η προθυμία των αντιπροσώπων διαφόρων μοντέλων για να συζητήσουν το μέλλον χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς να «κολλάνε ρετσινιές»  σύμφωνα με περισσότερη ή λιγότερη προοδευτικότητα, και ούτω καθεξής», –  συνόψισε ο εκπρόσωπος της Ρωσικής Εκκλησίας.

 

ΠΗΓΗ: http://www.bogoslov.ru/greek/text/414158/index.html

Εκκλησία – Κράτος στο Λίβανο

 Σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους, μια διαφορετική εμπειρία

Στον πολυθρησκευτικό Λίβανο η μόνη λύση για το Κράτος είναι να διατηρεί σχέσεις ίσων αποστάσεων με όλους

 

του Roni Bou Saba*

 

Η σχέση Εκκλησίας και Κράτους, ή γενικώς θρησκείας και Κράτους αποτελεί ένα δίλημμα που ταλανίζει όλες τις θρησκείες όπως και τα Κράτη. Για την ελληνική ορθόδοξη πραγματικότητα ίσως να είναι διαφορετικό το θέμα, γιατί εμπλέκεται η παρακαταθήκη του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας που έχω την εντύπωση ότι δεν αφομοιώθηκε αρμονικά στην Ελλάδα.

Ίσως αυτό αποτελεί και μια από τις αιτίες σκανδάλων που εκθέτουν και την Εκκλησία  και το Κράτος. Αυτά τα σκάνδαλα έδωσαν την ευκαιρία να ακουστούν κα ι πάλι, εντονότερα, φωνές που ζητάνε το χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος. Το εντυπωσιακό είναι πως κάποιες από αυτές τις φωνές προέρχονται και από τους κόλπους της Εκκλησίας.

 Εγώ όμως έχω μεγαλώσει σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, σε μια άλλη εκκλησιαστική πραγματικότητα, όπου η Εκκλησία είναι χωρισμένη από το Κράτος και δεν έχει καμία ιδιαίτερη ή προνομιακή σχέση με την πολιτική ηγεσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι καλύτερα, μα ούτε και χειρότερα τα πράγματα. Ας παραθέσω λοιπόν κάποιες πτυχές από την περίπτωση του Πατριαρχείου Αντιοχείας, κυρίως δε από το Λίβανο.

Η δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αντιοχείας απλώνεται μεταξύ άλλων και στο Λίβανο, όπου συνυπάρχουν 17 αναγνωρισμένα θρησκεύματα Χριστιανών, Μουσουλμάνων και Ιουδαίων. Και διεκδικούν πνευματική καθοδήγηση ο Πατριάρχης Αντιοχείας των Ορθοδόξων, ο Πατριάρχης Αντιοχείας των Μαρωνιτών, ο Πατριάρχης Αντιοχείας των Ουνίτων και άλλοι πατριάρχες. Αυτό καθιστά ανέφικτο να ταυτιστεί το Κράτος με κάποια Εκκλησία γιατί θα δυσανασχετήσουν άλλες.

Η μόνη λύση είναι το Κράτος, από τη δική του μεριά, να καλλιεργήσει σχέσεις ίσης απόστασης με όλα τα δόγματα, όπου τους παρέχει την ελευθερία τους και εγγυάται την ισότητα όλ ων απέναντι στις υποχρεώσεις τους και τα δικαιώματα. Αυτό το καθεστώς επιβάλλει και στην Εκκλησία μια διαφορετική στάση απέναντι στο Κράτος, που χαρακτηρίζεται από διακριτικότητα. Εδώ χρειάζεται να επισημάνω ότι μιλώ κυρίως για την Ορθόδοξη Εκκλησία που για γεωπολιτικούς και ανθρωπολογικούς λόγους ήταν προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει την δημιουργία των «εθνικών» κρατών που προέκυψαν από την πτώση της Τουρκοκρατίας χωρίς εθνοφυλετισμούς.

Η επισήμανση αυτή είναι απαραίτητη για να μην ταυτιστεί η περίπτωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Μαρωνίτικη. Γιατί η τελευταία έχει μια εθνική χροιά, σχετική με το Λίβανο που σε μεγάλο βαθμό συνέβαλε η Μαρωνίτικη Εκκλησία στο να υπάρξει ως χώρα. Ως εδώ πιστεύω φαίνεται πόσο περίπλοκη είναι η κατάσταση και οποιαδήποτε ανισορροπία μπορεί να έχει ακριβές επιπτώσεις.

Γι' αυτό το λόγο το Κράτος αναγνωρίζει στο κάθε δόγμα το δικαίωμα της αυτοδιαχείρισης των πνευματικών ζητημάτων. Με την έννοια ότι κάθε δόγμα έχει δικό του δικαστήριο για θέματα διαζυγίου, κληρονομιάς, κηδεμονίας παιδιών κλπ. και τα δόγματα ρυθμίζουν μόνα τους τις σχέσεις μεταξύ των πιστών τους για την επίλυση των προβλημάτων που μπορεί να προκύψουν από τους συνηθισμένους μεικτούς γάμους. Έτσι το κράτος αναγνωρίζει στον επίσκοπο, π.χ. την εξουσία δικαστή πρωτοδικείου στην επισκοπή του για τα παραπάνω μόνο ζητήματα. Δεν έχει όμως ο επίσκοπος ή ο κληρικός άλλα προνόμια, ούτε αμείβεται από το κράτος.

 Το θέμα της αμοιβής του κληρικού είναι επίσης προβληματικό. Αρκετοί επίσκοποι δεν καταφέρνουν να παρέχουν ένα αξιοπρε πές μισθό στον κληρικό, και αναθέτουν στους επίτροπους των ενοριών να λύσουν το πρόβλημα μαζί με τους εφημέριους. Αυτό το γεγονός οδήγησε τους κληρικούς, σε γενικές γραμμές, να φροντίσουν να τελειώσουν -και- άλλη σχολή εκτός από τη θεολογική και να αποκατασταθούν επαγγελματικά, αλλιώς ξέρουν ότι θα αντιμετωπίσουν μεγάλες δυσκολίες. Δεν θα παραβλέψω να τονίσω ότι οι περισσότεροι κληρικοί είναι παντρεμένοι, όχι όμως πολύτεκνοι.

 Αυτή η κατάσταση οδηγεί τους κληρικούς και τους πιστούς να δείξουν ευθύνη ο ένας προς τον άλλο. Ο κληρικός θα φροντίσει να μην επιβαρύνει την ενορία του και η ενορία θα κοιτάξει πως να στηρίξει τον κληρικό. Συνέπεια είναι η σύσφιξη της σχέσης ενορίας- κληρικού, χάριν στο αμοιβαίο ενδιαφέρον και φροντίδα. Ταυτόχρονα όταν ο κληρικός δουλεύει -αντί να κάθεται στο ενοριακό γραφείο- κρατάει, όπως φαίνεται, στενότερη επαφή με τη πραγματικότητα του σύγχρονου βίου, είναι δηλαδή πιο κοντά στους ανθρώπους και στα προβλήματά τους.

Αυτό τον καθιστά περισσότερo παρηγορητικό και δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση στους ανθρώπους. Ο λόγος του παραμένει μεστός. Tα πλεονεκτήματα αυτά δεν σημαίνουν ότι η πραγματικότητα είναι τόσο ρόδινη, εφ' όσον ο κληρικός ως άνθρωπος υποκύπτει μπροστά στον πειρασμό του χρήματος, είτε λόγω ανάγκης είτε λόγω πλεονεξίας. Ούτε σημαίνει ότι οι ενορίτες για παράδειγμα δεν παραμελούν τις βασικές ανάγκες του κληρικού που τους διακονεί, και δεν υποχωρούν στον πειρασμό της κατάκρισης του κληρικού για την μεταχείριση των οικονομικών του, κατηγορώντας του πολλές φορές αδίκως για απληστία. Αυτό το ζήτημα είναι τόσο λεπτό σε σημείο που κάνει μια ενορία να "πετά", να έχει μια δυναμική μέσα στην Κοινωνία ή τη στέλνει στην "καταστροφή", την εσωστρέφεια, την μιζέρια.

Παρά ταύτα όσα προανέφερα αποτελούν πολλές εκφάνσεις και συνέπειες του χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος. Ωστόσο έχω την εντύπωση ότι το κύριο μέλημα πρέπει να είναι στον ουσιαστικό χωρισμό, αν είναι να γίνει, και όχι στον τυπικό χωρισμό που θα σημαίνει υποκρισία των εξουσιών αντί να είναι συνεργασία διακονημάτων. Τότε πλέον θα αποφευχθεί η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας, και θα παραμένει το μικρό ποίμνιο "αναλλοίωτο άλας".

 

* Ο Roni Bou Saba είναι Θεολόγος & Φιλόλογος  από το Λίβανο

 

ΠΗΓΗ: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=295

..Εκκλησιαστική συνείδηση

Αφασία, ευσεβισμός και εκκλησιαστική συνείδηση

 Tου Χρήστου Γιανναρά


Η πραξικοπηματική απόσχιση της ελλαδικής Εκκλησίας από τον κορμό της ελληνικής οικουμενικότητας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, η αυτοανακήρυξη της «αυτοκεφαλίας» της, ήταν ενέργημα συνεπέστατο στον επαρχιωτισμό του εθνικισμού που καθόριζε πια την πορεία του νεόφυτου κρατιδίου. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Κοραϊσμός, χάρη στις λόγχες των Βαυαρών, επιβλήθηκε κυριαρχικά σαν επίσημη κρατική ιδεολογία. Και ο Κοραής είχε προκαθορίσει την εκκλησιαστική αυτοκεφαλία σαν προϋπόθεση για την εθνικιστική βαλκανιοποίηση του Ελληνισμού.

Από τα πρώτα της βήματα αυτή η βαλκανικού επαρχιωτισμού εθνική Εκκλησία σάρκωνε μια σχιζοφρένεια, οργανικό σύμπτωμα και συνέπεια του ξεσπιτωμού των Ελλαδιτών από την κοσμοπολίτικη αρχοντιά της πατριαρχικής οικουμενικότητας: Η διοίκηση εντελώς αφασική, με ριζικά αλλοτριωμένη εκκλησιολογική συνείδηση, ολοκληρωτικά υποταγμένη στις κρατικές σκοπιμότητες, ξιπασμένη από κατ' επίφασιν προνομίες κοσμικής επιβλητικότητας – συμβατικός θεσμός «επικρατούσης θρησκείας», χρηστικός όσο και κάθε άλλη υπηρεσία κοινής ωφέλειας. Και παράλληλα, άσχετα με τη διοίκηση, κάποια «κινήματα», πρωτοβουλίες λαϊκών και «κατώτερων κληρικών», που η αφασία του επίσημου θεσμού τους εξωθούσε να αναζητήσουν τη «ζωντανή» και «γνήσια» θρησκευτικότητα αλλού: Στα υποδείγματα ορθολογικά οργανωμένης ευσέβειας και νομικά κωδικοποιημένης ηθικής που είχαν εισαχθεί στην Ελλάδα από τα κύματα των προτεσταντών μισσιοναρίων πριν και μετά την ανεξαρτησία.

Για περισσότερα από εκατό χρόνια, η σχιζοφρενική αυτή συνύπαρξη της αφασίας του επίσημου θεσμού με τον ζηλωτισμό του εξωεκκλησιαστικού ευσεβισμού λειτούργησε χάρη σε μιαν αμοιβαία, καθαρά συμφεροντολογική, ανεκτικότητα: Η αφασική διοίκηση αντλούσε από τον ζηλωτικό ευσεβισμό ευπρόσωπο λόγο ύπαρξης της Εκκλησίας και επίδειξη ωφέλιμου κοινωνικά έργου. Ο δε αυτόνομος στην οργάνωσή του ευσεβισμός κατόρθωνε έτσι να γίνεται ανεκτός παρά τον εξωεκκλησιαστικό χαρακτήρα του.

Μετά από δύο αρχιεπισκόπους στις αρχές του 20ού αιώνα που οδήγησαν την υποτέλεια του θεσμού σε εξευτελιστική κορύφωση («ανάθεμα» Βενιζέλου, 1916 – εκδίωξη του βενιζελικού αρχιεπισκόπου, 1920), ανεβαίνει στο θρόνο των Αθηνών, με ανακτορική παρέμβαση, ο πρώτος μέγας προστάτης των ευσεβιστικών κινημάτων αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Πανεπιστημιακός καθηγητής, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, προβλήθηκε ως «το πρόσωπο της αλλαγής»: Η Εκκλησία εμφανίστηκε να «βγαίνει από το κοινωνικό περιθώριο», να έχει «μορφωμένη ηγεσία», αξιοπρεπή παρουσία. Βιτρίνα του ιεραποστολικού της έργου τα αυτονομημένα εξωεκκλησιαστικά σωματεία: ο ηγέτης τους ορίζεται ιεροκήρυκας του καθεδρικού ναού των Αθηνών και σελαγίζει στο κοινωνικό στερέωμα σαν ιερατικό πρότυπο προσδίδοντας και στο ευσεβιστικό κίνημα θριαμβική νομιμοποίηση. Παράλληλα όμως ο ρηξικέλευθος αρχιεπίσκοπος θα εισαγάγει μαζικά στην επισκοπική Ιεραρχία πολλά πρόσωπα που στις επόμενες δεκαετίες θα αποτελέσουν αφορμές αλυσσιδωτών, θορυβωδών σκανδάλων σεξουαλικής ιδιαιτερότητας.

Ακολουθεί η ανώμαλη εκλογή ως αρχιεπισκόπου, κάτω από το μεταξικό καθεστώς, μιας σημαντικής στον εθνικό και θρησκευτικό βίο προσωπικότητας, του Χρύσανθου Φιλιππίδη, που θα επιχειρήσει να μπολιάσει στην αφασική διοίκηση πρόσωπα των ζηλωτικών κινημάτων. Με την εισβολή των Χιτλερικών ο Χρύσανθος αντικαθίσταται από τον Δαμασκηνό Παπανδρέου, για να ξεστρατίσει άλλη μια φορά η ελλαδική Εκκλησία σε ρόλο εθναρχικό, σε στρεβλή αναζήτηση κοινωνικής αναγνώρισης της «χρησιμότητάς» της. Το ίδιο κλίμα θα υπηρετήσει και ο στιβαρός Σπυρίδων Βλάχος, κυρίως με αφορμή τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου.

Επονται διαδοχικά τέσσερις αρχιεπίσκοποι με ασήμαντη παρουσία, ενώ η δραματική αντίθεση ανάμεσα στην αφασία της διοικούσας Εκκλησίας και στον θρησκευτικό δυναμισμό του εξωεκκλησιαστικού ευσεβισμού επιτείνεται. Την επίταση τροφοδοτεί σωρεία κραυγαλέων ηθικών σκανδάλων κληρικών, κυρίως επισκόπων. Ετσι, όταν η δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967 συγκροτεί «αριστίνδην» σύνοδο επισκόπων, η οποία εκλέγει αρχιεπίσκοπο Αθηνών το κορυφαίο στέλεχος των ευσεβιστικών οργανώσεων Ιερώνυμο Κοτσώνη και ο Ιερώνυμος επιχειρεί σαρωτική «ηθική κάθαρση» του επισκοπικού σώματος, ό,τι και αν λέμε για λόγους «αντιστασιακούς» εκ των υστέρων, το γενικό αίσθημα λαϊκής ανακούφισης ήταν περισσότερο και από έκδηλο. Κατηχημένο μόνο με τις αρχές του προτεσταντικού ηθικισμού (τόσο από το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολειά όσο και από τα κηρύγματα των οργανώσεων), το πλήρωμα της ελλαδικής Εκκλησίας ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει τη ζωτική και θεμελιώδη διαφορά του ατομοκεντρικού ηθικισμού από το άθλημα μετοχής στο σώμα εκκλησιαστικής κοινωνίας της ζωής. Γι' αυτό και αναφανδόν προτιμούσε επισκόπους με ηθική τουλάχιστον συνέπεια από αφασικούς καριερίστες, σκανδαλοποιούς.

Με τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Κοτσώνη, γεφυρώνεται για πρώτη φορά το χάσμα ανάμεσα στη διοικούσα Εκκλησία και στα ζηλωτικά κινήματα. Μια καινούργια, συχνά εκπληκτική ανθρώπινη ποιότητα αναλαμβάνει επισκοπικές ευθύνες: άνθρωποι με ανιδιοτέλεια, θυσιαστική ετοιμότητα, ιεραποστολικό ζήλο, μάλλον ανυποψίαστοι όμως για το εκκλησιαστικό γεγονός, παγιδευμένοι στην ιδεολογική θρησκευτικότητα και στον ηθικιστικό ωφελιμισμό.

Οταν ο Ιερώνυμος θα παραιτηθεί (και απογοητευμένος από την εκκλησιαστική του διακονία θα ιδρύσει ένα διεθνές κίνημα «Αγαπισμού»!) ο διάδοχός του, εκλεκτός της χούντας Ιωαννίδη, Σεραφείμ Τίκας θα αποβάλει από το επισκοπικό σώμα, με την ανομία συντακτικών πράξεων της δικτατορίας, αυτήν την ενοχλητική ευσεβιστική ποιότητα. Στα είκοσι πέντε χρόνια της αρχιεπισκοπικής του θητείας η αφασία της διοικούσας Εκκλησίας θα αποκατασταθεί υποδειγματικά.

Ομως, ο ίδιος ο Σεραφείμ, παρ' όλο που επιβάλλει και χειροτονεί ως επισκόπους ασήμαντα αναστήματα, αναγκάζεται να καταφύγει και σε κληρικούς τυπικά εξωεκκλησιαστικής ευσεβιστικής νοοτροπίας. Τα κάποτε σωματεία – πυρήνες του ατομοκεντρικού ζηλωτισμού έχουν πια εκλείψει ή φυτοζωούν, αλλά το μόνο είδος δραστηριότητας που έχουν να επιδείξουν οι εκκλησιαστικές μητροπόλεις, παντού στην Ελλάδα, είναι ο προτεσταντικού τύπου θρησκευτικός ιεραποστολισμός των εξωεκκλησιαστικών κινημάτων. Πολλούς επιδέξιους σε αυτό τον ακτιβισμό κληρικούς προβιβάζει σε επισκόπους ο Σεραφείμ.

Για τη διαδοχή του συγκρούστηκαν δύο ξεκάθαρα αντιθετικές νοοτροπίες: Από τη μια το χαρισματικών προσόντων βλάστημα της ιδεολογικής θρησκευτικότητας των οργανώσεων, μοντέλο εκσυγχρονισμένου θρησκευτικού ηγέτη (περισσότερο Αγιατολάχ και παρεμπιπτόντως εκκλησιαστικού ποιμένα), μέλος συγκεκριμένης οργάνωσης κληρικών συγκροτημένης ακριβώς με τις σκοπιμότητες της «τυρείας» που καταδικάζουν οι Κανόνες της Εκκλησίας. Και από την άλλη, ένα από τα ελάχιστα δείγματα μιας μικρής μειονότητας επισκόπων που συνειδητοποιούν την καισαρική διαφορά της Εκκλησίας τόσο από τον ατομοκεντρισμό του ευσεβισμού όσο και από την αφασία και θεομπαιξία.

Φυσικά και εξουδετερώθηκε, με λάσπη για δήθεν οικονομικές ατασθαλίες, ο δεύτερος υποψήφιος.

 

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Hμερομηνία δημοσίευσης: 03-02-08,

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_03/02/2008_257973

 

 

Πολιτεία και Εκκλησίες

Πολιτεία και Εκκλησίες – Ανάλυση στα γεγονότα

Του παπα Κώστα Ε. Μπέη

 

Με αφορμή την εκκρεμή πρόταση νόμου (σ.σ. 2002)

  Βουλευτές, που εκφράζουν περισσότερες πολιτικές τάσεις, υπέγραψαν και κατέθεσαν στη Βουλή πρόταση νόμου για τη ρύθμιση των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, τις θρησκευτικές ενώσεις και τη θρησκευτική ελευθερία, με κεντρικό στόχο τη σταδιακή απεξάρτηση του κράτους από την Εκκλησία της Ελλάδος, κάτι που εναρμονίζεται μεν με την επιταγή του Ιησού «απόδοτε ουν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ,- όμως δεν μπορεί να ανεμένεται στις τρέχουσες συνθήκες της πολιτικής αγοράς.

Συνέχεια