Αρχείο κατηγορίας Εκκλησία, Πολιτεία ή και οι δυό;

Εκκλησία, Πολιτεία ή και οι δυό;

Σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους … στο Λίβανο

Σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους, μια διαφορετική εμπειρία

 

Στον πολυθρησκευτικό Λίβανο η μόνη λύση για το Κράτος είναι να διατηρεί σχέσεις ίσων αποστάσεων με όλους

 

Του   Roni Bou Saba *

 

Η σχέση Εκκλησίας και Κράτους, ή γενικώς θρησκείας και Κράτους αποτελεί ένα δίλημμα που ταλανίζει όλες τις θρησκείες όπως και τα Κράτη. Για την ελληνική ορθόδοξη πραγματικότητα ίσως να είναι διαφορετικό το θέμα, γιατί εμπλέκεται η παρακαταθήκη του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας που έχω την εντύπωση ότι δεν αφομοιώθηκε αρμονικά στην Ελλάδα. Ίσως αυτό αποτελεί και μια από τις αιτίες σκανδάλων που εκθέτουν και την Εκκλησία  και το Κράτος. Αυτά τα σκάνδαλα έδωσαν την ευκαιρία να ακουστούν και πάλι, εντονότερα, φωνές που ζητάνε το χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος. Το εντυπωσιακό είναι πως κάποιες από αυτές τις φωνές προέρχονται και από τους κόλπους της Εκκλησίας.

Εγώ όμως έχω μεγαλώσει σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, σε μια άλλη εκκλησιαστική πραγματικότητα, όπου η Εκκλησία είναι χωρισμένη από το Κράτος και δεν έχει καμία ιδιαίτε ρη ή προνομιακή σχέση με την πολιτική ηγεσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι καλύτερα, μα ούτε και χειρότερα τα πράγματα. Ας παραθέσω λοιπόν κάποιες πτυχές από την περίπτωση του Πατριαρχείου Αντιοχείας, κυρίως δε από το Λίβανο.

Η δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αντιοχείας απλώνεται μεταξύ άλλων και στο Λίβανο, όπου συνυπάρχουν 17 αναγνωρισμένα θρησκεύματα Χριστιανών, Μουσουλμάνων και Ιουδαίων. Και διεκδικούν πνευματική καθοδήγηση ο Πατριάρχης Αντιοχείας των Ορθοδόξων, ο Πατριάρχης Αντιοχείας των Μαρωνιτών, ο Πατριάρχης Αντιοχείας των Ουνίτων και άλλοι πατριάρχες. Αυτό καθιστά ανέφικτο να ταυτιστεί το Κράτος με κάποια Εκκλησία γιατί θα δυσανασχετήσουν άλλες.

 Η μόνη λύση είναι το Κράτος, από τη δική του μεριά, να καλλιεργήσει σχέσεις ίσης απόστασης με όλα τα δόγματα, όπου τους παρέχει την ελευθερία τους και εγγυάται την ισότητα όλων απέναντι στις υποχρεώσεις τους και τα δικαιώματα. Αυτό το καθεστώς επιβάλλει και στην Εκκλησία μια διαφορετική στάση απέναντι στο Κράτος, που χαρακτηρίζεται από διακριτικότητα. Εδώ χρειάζεται να επισημάνω ότι μιλώ κυρίως για την Ορθόδοξη Εκκλησία που για γεωπολιτικούς και ανθρωπολογικούς λόγους ήταν προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει την δημιουργία των «εθνικών» κρατών που προέκυψαν από την πτώση της Τουρκοκρατίας χωρίς εθνοφυλετισμού ς.

Η επισήμανση αυτή είναι απαραίτητη για να μην ταυτιστεί η περίπτωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Μαρωνίτικη. Γιατί η τελευταία έχει μια εθνική χροιά, σχετική με το Λίβανο που σε μεγάλο βαθμό συνέβαλε η Μαρωνίτικη Εκκλησία στο να υπάρξει ως χώρα. Ως εδώ πιστεύω φαίνεται πόσο περίπλοκη είναι η κατάσταση και οποιαδήποτε ανισορροπία μπορεί να έχει ακριβές επιπτώσεις.

Γι' αυτό το λόγο το Κράτος αναγνωρίζει στο κάθε δόγμα το δικαίωμα της αυτοδιαχείρισης των πνευματικών ζητημάτων. Με την έννοια ότι κάθε δόγμα έχει δικό του δικαστήριο για θέματα διαζυγίου, κληρονομιάς, κηδεμονίας παιδιών κλπ. και τα δόγματα ρυθμίζουν μόνα τους τις σχέσεις μεταξύ των πιστών τους για την επίλυση των προβλημάτων που μπορεί να προκύψουν από τους συνηθισμένους μεικτούς γάμους. Έτσι το κράτος αναγνωρίζει στον επίσκοπο, π.χ. την εξουσία δικαστή πρωτοδικείου στην επισκοπή του για τα παραπάνω μόνο ζητήματα. Δεν έχει όμως ο επίσκοπος ή ο κληρικός άλλα προνόμια, ούτε αμείβεται από το κράτος.

 Το θέμα της αμοιβής του κληρικού είναι επίσης προβληματικό. Αρκετοί επίσκοποι δεν καταφέρνουν να παρέχουν ένα αξιοπρεπές μισθό στον κληρικό, και αναθέτουν στους επίτροπους των ενοριών να λύσουν το πρόβλημα μαζί με τους εφημέριους. Αυτό το γεγονός οδήγησε τους κληρικούς, σε γενικές γραμμές, να φροντίσουν να τελειώσουν -και- άλλη σχολή εκτός από τη θεολογική και να αποκατασταθούν επαγγελματικά, αλλιώς ξέρουν ότι θα αντιμετωπίσουν μεγάλες δυσκολίες. Δεν θα παραβλέψω να τονίσω ότι οι περισσότεροι κληρικοί είναι παντρεμένοι, όχι όμως πολύτεκνοι.

Αυτή η κατάσταση οδηγεί τους κληρικούς και τους πιστούς να δείξουν ευθύνη ο ένας προς τον άλλο. Ο κληρικός θα φροντίσει να μην επιβαρύνει την ενορία του και η ενορία θα κοιτάξει πως να στηρίξει τον κληρικό. Συνέπεια είναι η σύσφιξη της σχέσης ενορίας- κληρικού, χάριν στο αμοιβαίο ενδιαφέρον και φροντίδα. Ταυτόχρονα όταν ο κληρικός δουλεύει – αντί να κάθεται στο ενοριακό γραφείο – κρατάει, ό πως φαίνεται, στενότερη επαφή με τη πραγματικότητα του σύγχρονου βίου, είναι δηλαδή πιο κοντά στους ανθρώπους και στα προβλήματά τους.

Αυτό τον καθιστά περισσότερo παρηγορητικό και δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση στους ανθρώπους. Ο λόγος του παραμένει μεστός. Tα πλεονεκτήματα αυτά δεν σημαίνουν ότι η πραγματικότητα είναι τόσο ρόδινη, εφ' όσον ο κληρικός ως άνθρωπος υποκύπτει μπροστά στον πειρασμό του χρήματος, είτε λόγω ανάγκης είτε λόγω πλεονεξίας. Ούτε σημαίνει ότι οι ενορίτες για παράδειγμα δεν παραμελούν τις βασικές ανάγκες του κληρικού που τους διακονεί, και δεν υποχωρούν στον πειρασμό της κατάκρισης του κληρικού για την μεταχείριση των οικονομικών του, κατηγορώντας του πολλές φορές αδίκως για απληστία. Αυτό το ζήτημα είναι τόσο λεπτό σε σημείο που κάνει μια ενορία να "πετά", να έχει μια δυναμική μέσα στην Κοινωνία ή τη στέλνει στην "καταστροφή", την εσωστρέφεια, την μιζέρια.

 

Παρά ταύτα όσα προανέφερα αποτελούν πολλές εκφάνσεις και συνέπειες του χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος. Ωστόσο έχω την εντύπωση ότι το κύριο μέλημα πρέπει να είναι στον ουσιαστικό χωρισμό, αν είναι να γίνει, και όχι στον τυπικό χωρισμό που θα σημαίνει υποκρισία των εξουσιών αντί να είναι συνεργασία διακονημάτων. Τότε πλέον θα αποφευχθεί η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας, και θα παραμένει το μικρό ποίμνιο "αναλλοίωτο άλας".

 

Ο Roni Bou Saba είναι Θεολόγος-Φιλόλογος εκ Λιβάνου

 

ΠΗΓΗ: Τελευταία Ενημέρωση: Jul 3, 2009, http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=295

Ιερατικό και πολιτικό ήθος

Ιερατικό και πολιτικό ήθος

Του Παπα Γιώργη Μεταλληνού

Οι  αξίες που γέννησε αυτός ο τόπος, και ως αρχαίος και ως χριστιανικός, έχουν υποτιμηθεί απελπιστικά. Το ειδικό όμως, εδώ, πρόβλημα είναι πώς αναδεικνύονται (ορθότερα «κατασκευάζονται» ) οι πνευματικοί και οι πολιτικοί διάκονοι του λαού μας. Το στοιχείο της διακονίας συνδέει στη λειτουργία τους τούς δύο αυτούς χώρους. Οι «υπουργοί» (υπηρέτες) του πολιτικού βίου και «διάκονοι» (υπηρέτες) του πνευματικού βίου δεν  «γίνονται»  (με κάποιο εξωτερικό χρίσμα), αλλά «γεννώνται».

Μιλώντας ο ι. Χρυσόστομος για την χειροτονία του πρωτομάρτυρα Στεφάνου παρατηρεί: «προσθήκη Πνεύματος εγένετο». Η «έξωθεν» δηλαδή Χάρη προϋποθέτει την εσωτερική. Το ίδιο και με τον πολιτικό. Η αγάπη για τον Λαό και η συνείδηση της διακονίας είναι οι αδιαφιλονίκητες προϋποθέσεις. 

Συνέχεια

Εκκλησία «sui generis» – Θρησκευτικά για όλους

Εκκλησία «sui generis» –  Θρησκευτικά για όλους

(Άρθρο για την – και όλη η – εισήγηση του Δημητριάδος Ιγνάτιου σε εκδήλωση της «Σύναξης»)**

 

Του Χάρη Ανδρεόπουλου *

 

 

Την άποψη ότι το μάθημα των Θρησκευτικών θα πρέπει να απευθύνεται σ' όλους τους μαθητές ανεξαρτήτως προέλευσης, ταυτότητας, πεποιθήσεων, κλπ.  υπερασπίσθηκε ο Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, στη διάρκεια της πρόσφατης εκδήλωσης που οργάνωσε το θεολογικό περιοδικό «Σύναξη» για το θέμα των σχέσεων κράτους – Εκκλησίας, ταυτιζόμενος, ουσιαστικά, με τις σχετικές θέσεις του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου,

όπως πρόσφατα τις εξέφρασε με δηλώσεις του στο εκκλησιαστικό ραδιόφωνο  (Ρ/Σ της Ιεράς Μητρόπολης Λάρισας – δείτε εδώ – ο Σύμβουλος Θεολόγων του Π..Ι., δρ. Σταύρος Γιαγκάζογλου.

ΓΙΑ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ

Ο Μητροπολίτης Δημητριάδος (που είναι και μέλος της Συνοδικής Επιτροπής για θέματα Παιδείας και Νεότητας) αναφερόμενος στο θρησκευτικό μάθημα συντάχθηκε με τη θέση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ότι θα πρέπει να' ναι υποχρεωτικό για όλους και πως ο χαρακτήρας του θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένος στις νέες μορφές της νεωτερικής αυτοσυνειδησίας – δηλαδή, το μάθημα να είναι ανοικτό, πλουραλιστικό, με γνωσιακό και παιδαγωγικό χαρακτήρα, συνεπώς κατά βάσιν γνωσιολογικό – λαμβανομένης υπ' όψη της απαίτησης σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας και της πραγματικότητας του πλουραλισμού και της ετερότητας, χωρίς, ωστόσο, ο χαρακτήρας του μαθήματος να είναι αποκομμένος από τον κορμό της παράδοσής μας λόγω των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων και της μακρόχρονης σύνδεσης της Εκκλησίας με την πορεία του έθνους.

Ο κ. Ιγνάτιος παραδεχόμενος ότι το θέμα του θρησκευτικού μαθήματος, ως εκπαιδευτικό θέμα, αφορά κατά πρώτο και κύριο λόγο την πολιτεία, εκτίμησε  ότι η μέχρι τώρα δημόσια συζήτηση επί του θέματος είναι πολύ πλούσια και δημιουργική και αισιοδόξησε ότι πολλές από τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί μπορούν να αξιοποιηθούν για την εξεύρεση κοινά αποδεκτών – εκ μέρους της πολιτείας και της Εκκλησίας – λύσεων.

ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΚΑΘΕΣΤΩΣ «SUI GENERIS»

Ιδιαίτερη – και θετική για τους περισσοτέρους – εντύπωση προκάλεσε η στάση του κ. Ιγνατίου να χαρακτηρίσει ως  «εξαιρετικά ενδιαφέρουσα» την πρόταση – αναφορικώς με το νομικό καθεστώς της θεσμικής Εκκλησίας – για τη δημιουργία μιας sui generis («ιδιόρρυθμης») κατηγορίας νομικού εκκλησιαστικού προσώπου, η οποία θα υπερβαίνει τις μονομέρειες των δύο άλλων τύπων (την «κρατική», με τη μορφή ΝΠΔΔ, και την «ιδιωτική» με τη μορφή σωματείου του αστικού κώδικα).   Ένα τέτοιο νομικό πρόσωπο εκκλησιαστικού δικαίου, υποστήριξε ο ομιλητής, θα περιφρουρούσε την ιδιαίτερη ταυτότητα αλλά και αυτονομία της Εκκλησίας και επίσης θα εμπέδωνε έτι περαιτέρω τις διακριτές σχέσεις της με την Πολιτεία.

«ΟΧΙ ΣΤΟ ΒΙΑΙΟ ΧΩΡΙΣΜΟ»

Ο κ. Ιγνάτιος σχολιάζοντας τις προτάσεις για άμεσο χωρισμό, είπε ότι ο χωρίς προϋποθέσεις και προετοιμασία προτεινόμενος από κάποιες πλευρές ριζικός -ή και εχθρικός, ορισμένες φορές- χωρισμός κράτους και Εκκλησίας, θα καταστήσει την τελευταία έρμαιο και υποχείριο των πιο συντηρητικών και φονταμενταλιστικών δυνάμεων, ενώ δεν πρέπει να αποκλείεται και η εμφάνιση ενός «κόμματος της Εκκλησίας» που θα δώσει κάλυψη σε όλα τα φοβικά σύνδρομα και στις ακραίες τάσεις και φωνές της ελληνικής κοινωνίας.

Προσεγγίζοντας εκκλησιολογικά το θέμα ο Μητροπολίτης Δημητριάδος τόνισε ότι ο χαρακτηρισμός της Εκκλησίας ως Ν.Π.Δ.Δ. φαίνεται ότι δεν μπορεί να δικαιωθεί σε κανένα επίπεδο και επεσήμανε πως η Εκκλησία δεν συνιστά πρωτίστως ένα κοσμικό θεσμό, λ.χ. έναν κοινωφελή οργανισμό, αλλά εξάπαντος ένα τρόπο υπάρξεως που αντλεί την ταυτότητά του από την ερχόμενη Βασιλεία του Θεού.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Η Εκκλησία, είπε ο κ. Ιγνάτιος, είναι εν τω κόσμω, ζει και δραστηριοποιείται εντός του κόσμου και της Ιστορίας, χωρίς όμως να είναι εκ του κόσμου, καθώς αντλεί την ύπαρξή της από μια μετα-ιστορική πραγματικότητα, τη Βασιλεία του Θεού. Έτσι η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να βρίσκεται πάντοτε σε ένα είδος διαλεκτικής σχέσης προς τον κόσμο και τους κοσμικούς θεσμούς, και άρα και προς την Πολιτεία. Το ότι όμως η Εκκλησία «ζει εν τω κόσμω αλλά δεν είναι εκ του κόσμου», σημαίνει για το θέμα που μας απασχολεί ότι οφείλει να αναπτύσσει ζωντανές σχέσεις με το περιβάλλον της, προσλαμβάνοντας κατά τρόπο διαλεκτικό και προφητικό στοιχεία του κόσμου, χωρίς όμως και να ταυτίζεται τελικά με τον κόσμο. Έτσι και στην περιπτωσή μας, η Εκκλησία ως ευχαριστιακή και εσχατολογική κοινότητα που κείται εν τω κόσμω, μπορεί να έχει και νομική υπόσταση. Αυτή, όμως, δεν μπορεί να αντιφάσκει προς τον αντινομικό και διφυή χαρακτήρα της».

Ο κ. Ιγνάτιος δεν παρέλειψε να μιλήσει και για τ' άλλα «επίμαχα» θέματα, όπως αυτά της εκκλησιαστικής περιουσίας, των θρησκευτικών συμβόλων, καταθέτοντας με παρρησία τις προσωπικές σκέψεις και απόψεις του,  με την ελπίδα , όπως τόνισε, να αποτελέσουν αφετηρία προς την κατεύθυνση μιας αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Σημείωσε, πάντως, ότι για τις τελικές αποφάσεις τις οποίες θα εκφράσει η Εκκλησία στο πλαίσιο της συνοδικότητας, η μόνη αρμόδια να αποφανθεί είναι η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ολόκληρη η εισήγηση – ομιλία του σεβ/του Μητροπολίτου Δημητριάδος έχει ως ακολούθως:

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Το ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας επανέρχεται διαρκώς με ποικίλες αφορμές στην επικαιρότητα του δημόσιου διαλόγου. Αφενός μεν η σοβαρότητα του θέματος, αφετέρου δε η ποικιλία των σχετικών απόψεων, επιβάλλουν την αναγκαιότητα μιας εμπεριστατωμένης και προσεκτικής, χωρίς προκαταλήψεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις, εξέτασης των επιμέρους θεμάτων που συναπαρτίζουν το σύνθετο αυτό ζήτημα. Χωρίς να δεσμεύω σε καμιά περίπτωση με τις προσωπικές μου απόψεις τη θέση  της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, της μόνης αρμόδιας για τις τελικές αποφάσεις, επιθυμώ στο πλαίσιο της ξεχωριστής αυτής ανοικτής συζήτησης που διοργανώνεται από το περιοδικό «Σύναξη», με την παρουσία εκλεκτών προσκεκλημένων, να καταθέσω σκέψεις με την ελπίδα να αποτελέσουν αφετηρία προς την κατεύθυνση μιας αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.

ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΗΜΕΡΑ

Φαίνεται να έχουν ωριμάσει πλέον οι συνθήκες, ώστε η Εκκλησία όχι μόνο να μην αρνηθεί, αλλά, εφ' όσον προετοιμαστεί κατάλληλα, να αναλάβει η ίδια την πρωτοβουλία για μια διεξοδική συζήτηση του ακανθώδους ζητήματος που επιγράφεται «σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας». Στις μέρες μας η Εκκλησία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια εντελώς καινούργια κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα η οποία οφείλεται είτε σε ποικίλα τρέχοντα γεγονότα της επικαιρότητας που εμφανίζονται για πρώτη φορά είτε στον πολιτικό προσανατολισμό του νεοελληνικού κράτους, ιδίως μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προς μια προοπτική κοσμικής δημοκρατίας βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η θρησκευτική ελευθερία και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είτε λόγω των ευρύτερων ανακατατάξεων που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση, την πολυπολιτισμικότητα και τη μετανεωτερικότητα. Πορευόμενη μέσα σ' αυτό το πλαίσιο η Εκκλησία (προ)καλείται, πρωτίστως λόγω της εσχατολογικής και ευχαριστιακής της ταυτότητας και αυτοσυνειδησίας, να αναστοχαστεί και να προβληματιστεί ως προς πλήθος ζητημάτων που εξακολουθούν να εκκρεμούν στη σχέση της με την Πολιτεία. Και μια τέτοια πρωτοβουλία οφείλει η Εκκλησία να την αναλάβει σε μια εποχή, κατά την οποία οι εξελίξεις είναι ραγδαίες σε παγκόσμιο αλλά και τοπικό επίπεδο. Μια εποχή, όπου η θρησκεία από τη μια διεκδικεί εκ νέου σημαντικό ρόλο στη δημόσια σφαίρα, όχι ωστόσο πάντοτε χωρίς προβλήματα, ενώ από την άλλη οι σύγχρονες, μη ομογενείς κοινωνίες, επιδιώκουν την ειρηνική συμβίωση και το σεβασμό της ετερότητας. Ζώντας και διακονώντας λοιπόν μέσα σε μια τέτοια πραγματικότητα, μια αμυντική στάση ή ακόμη περισσότερο μια επιθετική πολιτική από πλευράς Εκκλησίας δεν θα μπορούσε να δικαιωθεί.

 Φαίνεται πως στις μέρες μας, όλο και περισσότερο -όπως φάνηκε και από τα δύο πρόσφατα τεύχη της «Σύναξης» και μάλιστα από την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση ανθρώπων της Εκκλησίας και νομικών που δημοσιεύεται- το ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας δεν τίθεται τόσο με όρους ριζικού χωρισμού, όπως ίσως γινόταν παλαιότερα. Αντιθέτως, γίνεται μάλλον λόγος για την ανάγκη προσδιορισμού και νέας ρύθμισης των διακριτών ρόλων, που έτσι κι αλλιώς οφείλουν να έχουν οι δύο θεσμοί. Απαιτείται επομένως μια συλλογική και σοβαρή προσπάθεια, προκειμένου να τεθούν καλόπιστα όλα τα ζητήματα, από τα πιο απλά μέχρι και τα πιο σύνθετα, με στόχο την εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής και προς όφελος τελικά του ίδιου του λαού λύσης.

ΒΑΣΙΚΟΙ ΘΕΜΑΤΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ – ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Πριν προχωρήσουμε στη συζήτηση συγκεκριμένων ζητήματων που τίθενται στο πλαίσιο του προσδιορισμού των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας, ας μου επιτραπεί να σημειώσω στο σημείο αυτό, ότι στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών που λειτουργεί στα όρια της Μητροπόλεως Δημητριάδος στο Βόλο, έχουμε από ετών ασχοληθεί, σε επίπεδο συνεδρίων και ημερίδων, τόσο με το θέμα των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, όσο και με συναφή θέματα που συνδέονται αδιάσπαστα με την παρούσα συζήτηση (Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα, Ορθοδοξία και Πολυπολιτισμικότητα, Εκκλησία και Εθνικισμός, Ορθοδοξία και ετερότητα, κ. ά.). Έχοντας υπόψη την πολύτιμη αυτή εμπειρία, θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες ενδεικτικές προσωπικές προτάσεις πάνω σε ορισμένα επιμέρους θέματα. Τέτοια θέματα διαλόγου μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας είναι μεταξύ άλλων: το νομικό καθεστώς της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας, θέματα θρησκευτικής εκπαίδευσης και πολιτισμού, όπως και μια σειρά ζητημάτων συμβολικού κυρίως χαρακτήρα.

α) Νομικό καθεστώς της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από πολλές πλευρές προβάλλεται η άποψη ότι δεν μπορεί η Εκκλησία να εξακολουθήσει να αντιμετωπίζεται από νομικής απόψεως ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.). Με άλλα λόγια γίνεται λόγος για το αυτονόητο· για το κατά πόσο δηλαδή, η Εκκλησία μπορεί να εκλαμβάνεται ως μια απλή υπηρεσία του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ως μία «θρησκευτική» ΔΕΚΟ δηλαδή, η οποία αναγκαστικά δεσμεύεται από το πλαίσιο λειτουργίας, τις διοικητικές και οικονομικές ρυθμίσεις και υποχρεώσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά και που φαίνεται να δεσμεύει, ορισμένες φορές, την δημόσια και κρατική ζωή με τις αρχές και τα πιστεύω της. Γι' αυτό και όπως έχει παρατηρηθεί, συχνά όχι άδικα, ένα τέτοιο νομικό καθεστώς παγιώνει μάλλον νοοτροπίες και καταστάσεις, που δεν συνάδουν με το πνεύμα των διακριτών ρόλων που από κοινού επιδιώκεται.

Αναμφίβολα, από καθαρά εκκλησιολογική άποψη, ο χαρακτηρισμός της Εκκλησίας ως Ν.Π.Δ.Δ. φαίνεται ότι δεν μπορεί να δικαιωθεί σε κανένα επίπεδο. Η Εκκλησία δεν συνιστά πρωτίστως ένα κοσμικό θεσμό, λ.χ. έναν κοινωφελή οργανισμό, αλλά εξάπαντος ένα τρόπο υπάρξεως που αντλεί την ταυτότητά του από την ερχόμενη Βασιλεία του Θεού. Η Εκκλησία είναι εν τω κόσμω, ζει και δραστηριοποιείται εντός του κόσμου και της Ιστορίας, χωρίς όμως να είναι εκ του κόσμου, καθώς αντλεί την ύπαρξή της από μια μετα-ιστορική πραγματικότητα, τη Βασιλεία του Θεού. Έτσι η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να βρίσκεται πάντοτε σε ένα είδος διαλεκτικής σχέσης προς τον κόσμο και τους κοσμικούς θεσμούς, και άρα και προς την Πολιτεία. Το ότι όμως η Εκκλησία «ζει εν τω κόσμω αλλά δεν είναι εκ του κόσμου», σημαίνει για το θέμα που μας απασχολεί ότι οφείλει να αναπτύσσει ζωντανές σχέσεις με το περιβάλλον της, προσλαμβάνοντας κατά τρόπο διαλεκτικό και προφητικό στοιχεία του κόσμου, χωρίς όμως και να ταυτίζεται τελικά με τον κόσμο. Έτσι και στην περιπτωσή μας, η Εκκλησία ως ευχαριστιακή και εσχατολογική κοινότητα που κείται εν τω κόσμω, μπορεί να έχει και νομική υπόσταση. Αυτή, όμως, δεν μπορεί να αντιφάσκει προς τον αντινομικό και διφυή χαρακτήρα της. Πράγμα που σημαίνει ότι η νομική σχέση της προς την εκάστοτε πολιτεία θα πρέπει να μην αδικεί, υποτιμά ή παραγνωρίζει την ίδια (όπως θα συνέβαινε κατά τη γνώμη μου στην περίπτωση υπαγωγής της Εκκλησίας στα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου), αλλά και να μην την οδηγεί στις επικίνδυνες -και ακυρωτικές για την αυτοσυνειδησία της- ατραπούς της εκκοσμίκευσης και μάλιστα της κρατικοποίησης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η Εκκλησία είναι ΝΠΔΔ.

Υπό το φως των ανωτέρω, θεωρώ πως η πρόταση για τη δημιουργία μιας sui generis κατηγορίας νομικού εκκλησιαστικού προσώπου, η οποία θα υπερβαίνει τις μονομέρειες των δύο άλλων τύπων, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και αμοιβαία επωφελής τόσο για την Εκκλησία όσο και για την πολιτεία. Υποστηρίζουμε λοιπόν ότι πολύ δύσκολα θα αποδεχόταν κανείς τη μεταβολή της Εκκλησίας σε ένα απλό ιδιωτικό σωματείο, καθώς τούτο δεν θα ταίριαζε στον κοινωνικό χαρακτήρα αλλά και στην ιστορία της. Εξάλλου, μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, με αποτέλεσμα σε μια περιφέρεια να είναι δυνατό να αναδειχθούν ποικίλες εκκλησιαστικές ομάδες, όπως συμβαίνει λ.χ. στην περίπτωση των πολλαπλών ομάδων των παλαιοημερολογιτών.

Ένα τέτοιο λοιπόν νομικό πρόσωπο εκκλησιαστικού δικαίου, θα περιφρουρούσε την ιδιαίτερη ταυτότητα αλλά και αυτονομία της Εκκλησίας και επίσης θα εμπέδωνε έτι περαιτέρω τις διακριτές σχέσεις της με την Πολιτεία. Το βέβαιο είναι ότι απαιτείται πολύ σύνεση και προσοχή προς αυτή την κατεύθυνση για να αποφευχθεί ο κίνδυνος της πολυδιάσπασης του εκκλησιαστικού σώματος, καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε επικίνδυνα μοναπάτια τη συνοχή της ίδιας της κοινωνίας μας. Γιατί δύσκολα θα μπορούσε να αρνηθεί κάποιος το γεγονός ότι η Εκκλησία λειτουργεί εν πολλοίς και ως ενοποιός δύναμη για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Αυτό αποδεικνύεται από το έντονο ενδιαφέρον της Ελληνικής Πολιτείας για την συνέχεια της  παρουσίας ελληνόφωνου ορθοδόξου Εκκλησίας στη διασπορά. Τελικά σε μια περίοδο που σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρείται αναβίωση φονταμενταλιστικών και ξενοφοβικών τάσεων, η παρουσία της Εκκλησίας στη δημόσια -αλλά όχι κρατική σφαίρα- μπορεί να λειτουργήσει προς τη θετική κατεύθυνση, αρκεί βέβαια η ίδια να παραμένει πιστή στη χριστολογική της θεμελίωση και αποστολή και να μην ξεστρατίζει σε αλλότριους προς τη φύση και την ταυτότητά της ρόλους διαφύλαξης της φυλετικής και εθνικής καθαρότητας, ζητήματα που ο ελληνικός λαός έχει εμπιστευθεί πλέον στην ελληνική πολιτεία.

«ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΦΟΒΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ»

Περαιτέρω κρίνεται όμως αναγκαίο στη σημερινή πραγματικότητα, η ελληνική πολιτεία να δύναται να θεσμοθετεί, κατά περίπτωση και ύστερα από διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς, το πλαίσιο λειτουργίας για κάθε επιμέρους γνωστή θρησκευτική κοινότητα, όπως συμβαίνει σήμερα με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η πρόβλεψη αυτή δεν θα πρέπει να αποβλέπει στη διαιώνιση του ελέγχου και του ασφυκτικού εναγκαλισμού των θρησκευτικών κοινοτήτων από το κράτος αλλά θα αποσκοπεί μάλλον στην ανάδειξη και αξιοποίηση των θετικών εκείνων στοιχείων που περιέχει το παρόν σύστημα σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας. Δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας εν προκειμένω ότι η όποια συνοδικότητα, ανεξαρτησία και ελευθερία έκφρασης εντός της ελλαδικής Εκκλησίας, υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό και λειτουργούν χάρη και στον Καταστατικό Χάρτη και στη σχέση μας με την δημοκρατική πολιτεία. Το ίδιο και η επιταγή της διαφάνειας και της αξιοκρατίας λαμβάνουν ισχυρή ώθηση και στήριξη από τη θεσμοθετημένη σχέση μας με την πολιτεία και την ευρύτερη κοινωνία όπου οι έννοιες της κοινωνικής λογοδοσίας και της συμμετοχικότητας γίνονται όλο και περισσότερο αποδεκτές. Όλα αυτά τα θετικά στοιχεία όχι μόνο δεν θα πρέπει να καταργηθούν, αλλά θα πρέπει να διευρυνθούν και να ρυθμίζουν περαιτέρω τις σχέσεις της πολιτείας με τις άλλες αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι βέβαιο πως μια χαοτική και ανεξέλεγκτη κατάσταση στο θρησκευτικό τοπίο, μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να έχει. Το μόνο δε που δεν επιθυμεί η ελληνική κοινωνία στη σημερινή συγκυρία είναι μια οποιαδήποτε έξαρση ενός πολύμορφου θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Είναι δε βέβαιο ότι ο χωρίς προϋποθέσεις και προετοιμασία προτεινόμενος από κάποιες πλευρές ριζικός -ή και εχθρικός, ορισμένες φορές- χωρισμός κράτους και Εκκλησίας, θα καταστήσει την τελευταία έρμαιο και υποχείριο των πιο συντηρητικών και φονταμενταλιστικών δυνάμεων, ενώ δεν πρέπει να αποκλείεται και η εμφάνιση ενός «κόμματος της Εκκλησίας» που θα δώσει κάλυψη σε όλα τα φοβικά σύνδρομα και στις ακραίες τάσεις και φωνές της ελληνικής κοινωνίας.

Όποια δε και αν είναι η ακριβής ερμηνεία του όρου και του σχετικού άρθρου για την επικρατούσα θρησκεία, διαπιστωτική ή κανονιστική, εκείνο που πρέπει να προσεχθεί είναι η αναγκαιότητα της παραμονής της θρησκείας και μάλιστα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη δημόσια σφαίρα, ως παράγοντα ενότητας και εξάπαντος όχι διακρίσεων και χωρισμού. Η αναφορά βέβαια στην επικρατούσα θρησκεία δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αναιρεί την προαγωγή της ελευθερίας και των δικαιωμάτων όλων των πολιτών. Η ανθρώπινη ελευθερία δεν μπορεί παρά σε κάθε περίπτωση να είναι απαραβίαστη. Αυτό άλλωστε είναι και το κεντρικό μήνυμα του Χριστού και του Ευαγγελίου Του. Υπό το φως των ανωτέρω είναι προφανές πως η Εκκλησία δεν μπορεί να εξακολουθήσει να παίζει το ρόλο του χωροφύλακα ή της υπηρεσίας πληροφοριών σε σχέση με τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες ούτε μπορεί να συνεχίσει να υπερασπίζεται μεταξικούς ή άλλους αρτηριοσκληρωτικούς νόμους (σχετικά με τους ευκτήριους οίκους, τον προσηλυτισμό, κλπ).

β) Εκκλησιαστική περιουσία. Ένα ζήτημα που από παλαιότερα έχει προκαλέσει τριβές στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας είναι αυτό της εκκλησιαστικής περιουσίας. Είναι αλήθεια μάλιστα ότι συχνά το όλο ζήτημα αποκτά μυθολογικές διαστάσεις, σχετικά με το μέγεθος και την αξία αυτής της περιουσίας. Δεν κρίνεται εδώ αναγκαίο να επιμείνουμε στα ιστορικά δεδομένα διαμόρφωσης του όλου ζητήματος (ας έχουμε όμως υπόψη λ.χ. τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις από την πλευρά της Πολιτείας, που έφθασαν να της αφαιρέσουν το 96% μέχρι σήμερα της αρχικής της περιουσίας, όπως επίσης και την ανάληψη, μεταξύ άλλων, της μισθοδοσίας του κλήρου από το κράτος ως αντιστάθμισμα στην απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας). Το βέβαιο είναι ότι στην πραγματικότητα η λεγόμενη εκκλησιαστική περιουσία είναι κατά πολύ περιορισμένη στις μέρες μας σε σχέση με τα μεγέθη που συχνά παρουσιάζονται, ενώ πολλές φορές παραμένει εντελώς αναξιοποίητη δεσμευμένη σε πολλές περιπτώσεις από το ίδιο το κράτος.
Στο πλαίσιο ενός ευρύτερου διαλόγου, το σημείο συμφωνίας αναφορικά με το επίμαχο αυτό ζήτημα, θα πρέπει να αναζητηθεί στη δυνατότητα αξιοποίησης της δεσμευμένης σήμερα εκκλησιαστικής περιουσίας για την περαιτέρω ενίσχυση και ανάπτυξη του κοινωνικού της έργου. Η ανταποδοτική αυτή λύση θα συμβάλει αποφασιστικά, εκτός των άλλων, και στην κοινωνική συνοχή και συμβίωση, σε έργα ανάπτυξης και αλληλεγγύης.

γ)  Μάθημα Θρησκευτικών. Ερχόμαστε στη συνέχεια στο ζήτημα του μαθήματος των θρησκευτικών που πολύ συχνά, όπως και κατά την παρούσα περίοδο, απασχολεί την επικαιρότητα. Θα πρέπει εδώ να θυμίσουμε ότι ο χώρος της παιδείας αφορά κατά πρώτο και κύριο λόγο στην πολιτεία. Αυτή διαμορφώνει τα σχετικά αναλυτικά προγράμματα, διορίζει το κατάλληλα εκπαιδευμένο διδακτικό προσωπικό, φροντίζει για τη συγγραφή και τη διανομή των σχολικών εγχειριδίων, και γενικότερα νομοθετεί σε σχέση προς όλες τις βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης. Αυτή η πραγματικότητα δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Από την άλλη πλευρά κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει ή να παρακάμψει την καθολικότητα του θρησκευτικού φαινομένου και την επίδρασή του -ιδίως στον τόπο μας αλλά και στην Ευρώπη ευρύτερα- στη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας και του πολιτισμού, διαπίστωση που καθιστά επικίνδυνο πειραματισμό οποιαδήποτε σκέψη εξοβελισμού του θρησκευτικού μαθήματος από την παιδαγωγική διαδικασία. Εδώ προκύπτει το κρίσιμης σημασίας ζήτημα για το είδος και τη μορφή της θρησκευτικής εκπαίδευσης στη χώρα μας, εξαιτίας αφενός των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων και της μακρόχρονης σύνδεσης της Εκκλησίας με την πορεία του έθνους, και αφετέρου λόγω της απαίτησης σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας και της πραγματικότητας του πλουραλισμού και της ετερότητας.
Δεν είμαι ειδικός της εκπαίδευσης ούτε της διδακτικής των Θρησκευτικών για να μπω σε λεπτομέρειες. Ο χρόνος εξάλλου δεν το επιτρέπει. Ας μου επιτραπεί όμως να σημειώσω ότι η οποιαδήποτε λύση προκύψει θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να πληροί τις εξής τρεις προϋποθέσεις: 1) μάθημα για όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως προέλευσης, ταυτότητας, πεποιθήσεων, κλπ., ώστε να μην παρατηρηθεί το φαινόμενο οι μαθητές να είναι όλες τις ώρες μαζί και να πρέπει να χωρίσουν μόνο την ώρα των Θρησκευτικών· 2) μάθημα που να διδάσκεται από τους θεολόγους εκπαιδευτικούς και όσους είναι κατάλληλα προς τούτο εκπαιδευμένοι από τις θεολογικές σχολές· 3) ανάλογη προσαρμογή του χαρακτήρα και του περιεχομένου του μαθήματος στις παραπάνω διαπιστώσεις, χωρίς όμως και ριζική και βίαια αποκοπή του από τον κορμό της παράδοσής μας. Η μέχρι τώρα δημόσια συζήτηση επί του θέματος είναι πολύ πλούσια και δημιουργική και νομίζω πως πολλές από τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί μπορούν να αξιοποιηθούν για την εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων.

δ) Συμβολικά Ζητήματα. Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή παρέμβαση, κρίνεται απαραίτητο να γίνει μνεία σε μια ακόμη κατηγορία επιμέρους θεμάτων, τα οποία προκαλούν συχνά έντονη σκιαμαχία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας διεγείροντας τα πάθη. Τα ζητήματα αυτά τοποθετούνται μάλλον σε ένα επίπεδο συμβολικό, που η Εκκλησία θα πρέπει να επιδείξει θάρρος και ειλικρίνεια, στην αντιμετώπισή τους. Τέτοια θέματα είναι λ.χ. ο θρησκευτικός όρκος στα δικαστήρια, η ορκωμοσία των βουλευτών, η «πολιτική κηδεία», τα εγκαίνια δημοσίων έργων ή καταστημάτων κ. ά. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι τα παραπάνω, καθώς και άλλα παρόμοια, στερούνται πλέον ουσιαστικού περιεχομένου και επιβιώνουν ως κατάλοιπα ή παρακολουθήματα τύπων που έχουν απωλέσει σε πολλές περιπτώσεις την ουσία τους. Το ζητούμενο για την Εκκλησία μας σήμερα δεν μπορεί να είναι ένας αμυντικός αγώνας διατήρησης ιστορικών προνομίων ούτε η συμβολική απλώς ή κατ' επίφαση, αλλά όχι ουσιαστική, παρουσία της στη δημόσια σφαίρα. Η Εκκλησία μας καλείται την παρούσα ώρα σε δύσκολες αποφάσεις και επώδυνες επιλογές που έχουν να κάνουν με τη συνειδητοποίηση των προκλήσεων και των αλλαγών της παρούσας συγκυρίας. Κάθε σύγκρουση, λοιπόν, για ζητήματα συμβολικού περιεχομένου, όσο και αν σε ένα πρώτο επίπεδο είναι κατανοητή ή ίσως και αναμενόμενη, μόνο αρνητικές συνέπειες μπορεί να έχει για την Εκκλησία -αλλά και για την ευρύτερη κοινωνία- καθώς, αφενός θα εντείνει τη ριζοσπαστικοποίηση των φονταμενταλιστικών στοιχείων, αφετέρου δε θα δώσει για άλλη μια φορά την ευκαιρία και το έναυσμα στους υποστηρικτές του ριζικού χωρισμού Εκκλησίας-Πολιτείας κατά το γαλλικό πρότυπο να επιχειρήσουν να εξωθήσουν και εγκλωβίσουν την Εκκλησία στην αυστηρά ιδιωτική σφαίρα.

Η ελληνική κοινωνία που σήμερα όσο ποτέ άλλοτε βρίσκεται σε σοβαρότατη κρίση αξιών και προσανατολισμού, χρειάζεται την Εκκλησία, έχει ανάγκη πνευματικής στήριξης και ενός άλλου νοήματος ζωής, πέρα από τον ατομισμό, τον καταναλωτισμό και την απεριόριστη επιδίωξη και επίδειξη πλουτισμού. Έχει ανάγκη την Ορθοδοξία και το μήνυμα αλληλεγγύης και αδελφοσύνης που διαχρονικά αυτή ευαγγελίστηκε, και που εξακολουθεί και σήμερα να ενσαρκώνει με το πλήθος των ιδρυμάτων που διαθέτει στο πλαίσιο της κοινωνικής της διακονίας. Έχει ανάγκη η κοινωνία από μια Ορθοδοξία ριζωμένη στην Παράδοση, που να είναι όμως ταυτόχρονα ανοιχτή και διαλογική, συνομιλούσα και κατανοούσα, μια Ορθοδοξία που δεν θα αγνοεί ή δεν θα περιφρονεί και δεν θα απαξιώνει τα καινούργια πολιτισμικά και πολιτικά σχήματα, γιατί σε τελευταία ανάλυση όλα είναι του Θεού, φέρουν πάνω τους τη σφραγίδα της δωρεάς και την πνοή του Αγίου Πνεύματος. Γι' αυτό και προτεραιότητα για την Εκκλησία δεν μπορεί να έχει η τύποις μεταφυσική νοηματοδότηση του κοινωνικού ή πολιτισμικού, ή ακόμη χειρότερα η προσπάθεια επιβολής και παρουσίας της στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο με μέσα αλλότρια της αποστολής της, αλλά το κήρυγμα της Βασιλείας του Θεού: «ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6:33. Πρβλ. Λουκ. 12:31). Νομίζω πως όλο και περισσότερο και εντός του εκκλησιαστικού σώματος συνειδητοποιούμε ότι σε μεγάλο βαθμό τα όρια της κοινωνίας δεν ταυτίζονται πλέον με τα όρια της Εκκλησίας και ότι οι κοινωνίες μας χαρακτηρίζονται από τον πλουραλισμό και την ετερότητα. Η απάντηση της Εκκλησίας στις προκλήσεις αυτές θα πρέπει πρωτίστως να περνάει μέσα από τη θεολογική, λειτουργική και πνευματική της αναγέννηση, καθώς και από την ανασυγκρότηση των ευχαριστιακών της κοινοτήτων. Μόνο μετά από αυτό το πρώτο σημαντικό βήμα και τη στοιχειώδη συνέπεια των εκκλησιαστικών ανθρώπων προς όσα πιστεύουν, μόνο όταν γίνει συνείδηση ότι η Εκκλησία δεν ταυτίζεται με καμιά εποχή της ιστορίας, με καμιά κοινωνία, με κανένα δεδομένο σχήμα, ενώ ο πυρήνας της αλήθειας της δεν μπορεί να δεσμεύεται και να εξαντλείται από τα προγενέστερα παραδείγματα της σχέσης κόσμου και Εκκλησίας, μόνο τότε μπορεί να απευθυνθεί και να μιλήσει η Εκκλησία στον έξω κόσμο και την θύραθεν κοινωνία ή την κοινωνία των πολιτών, στους «εγγύς και τους μακράν» από την πίστη, για να κηρύξει ότι «Ιησούς Χριστός εχθές και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 12:8).

 Είναι βέβαιο ότι το κήρυγμα της Εκκλησίας σήμερα -όπως εξάλλου και η σχέση της με την πολιτεία- περιπλέκονται αφάνταστα από την εμπειρία, τα βιώματα και τις μνήμες τις εθναρχικής περιόδου. Όπως είναι γνωστό, σε σκοτεινές περιόδους στην πορεία του ελληνικού έθνους η Εκκλησία «εκένωσε εαυτήν» και ανέλαβε κατ' οικονομίαν μιαν εθναρχική αποστολή, την πολιτική εκπροσώπηση του υπόδουλων τότε Ρωμιών, καθώς και τη διάσωση του κινδυνεύοντος γένους, της γλώσσας και της εθνικής του ταυτότητας. Η συνέχεια είναι γνωστή και δεν χρειάζεται να επιμείνουμε. Αυτός ο ιδιαίτερος και έκτακτος ρόλος της Εκκλησίας, συνέβαλε αναμφίβολα θετικά στην επιβίωση και συνέχεια του Ελληνισμού. Ωστόσο, την ίδια στιγμή είναι τραγικό λάθος να θεωρούμε ως Εκκλησία ότι βρισκόμαστε ακόμη σε μια περίοδο εθναρχικής αποστολής, γεγονός που προκαλεί πολύ συχνά αντιδράσεις από τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις και από την κοινωνία των πολιτών. Αποτελεί επείγουσα αναγκαιότητα σήμερα να γίνει κατανοητό, αλλά και αποδεκτό, από πλευράς Εκκλησίας, -και θεωρώ ότι προς αυτή την κατεύθυνση κινούμαστε όλο και περισσότερο- ότι, παρά τα όποια προβλήματα, υπάρχει στη χώρα μας εδραιωμένη δημοκρατία και υπεύθυνη κυβέρνηση, και που σε καμιά περίπτωση δεν επιζητά την παρουσία της Εκκλησίας με το σκήπτρο του εθνάρχη.

«ΜΕ ΣΥΝΕΣΗ ΚΑΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗ…»

Με όσα παραπάνω ανέφερα δεν ισχυρίζομαι σε καμία περίπτωση ότι εξάντλησα όλο το φάσμα των ζητημάτων που άπτονται των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας. Με σύνεση και σωφροσύνη πρέπει να αντιμετωπιστούν θέματα όπως η σχέση Οικουμενικού Πατριαρχείου και ελληνικής Πολιτείας όπως διαλαμβάνονται στο ισχύον άρθρο 3 του Συντάγματος, η σχέση ελληνικής Πολιτείας, Ορθόδοξης Εκκλησίας και διασποράς, το μελλοντικό νομικό καθεστώς (σε περίπτωση αλλαγών) σπουδαίων θρησκευτικών θεσμών όπως το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο και η Μουφτεία της Δυτικής Θράκης, που σήμερα, όπως είναι γνωστό, αποτελούν ΝΠΔΔ, κ. ά. Στη διεξαγόμενη συζήτηση θα πρέπει, πάντως, να λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα της συγκεκριμένης κοινωνικής πραγματικότητας, της ελληνικής εν προκειμένω, με τις όποιες επιμέρους ιδιαιτερότητες θετικές ή και αρνητικές.

ΑΝΤΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ

Κλείνοντας τη σύντομη και αναγκαστικά σχηματική αυτή παρέμβαση θα ήθελα να ευχηθώ να ανοίξει ο δρόμος και από τις δύο πλευρές για την καλόπιστη συζήτηση και την αμοιβαία συνεννόηση πάνω στο είδος και τη μορφή των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας. Θέλω να πιστεύω ότι τουλάχιστον όσον αφορά στην Εκκλησία, ύστερα μάλιστα και την συγκρότηση των σχετικών ειδικών επιτροπών μετά από πρωτοβουλία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου και απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, τα πράγματα κινούνται προς αυτή την κατέυθυνση. Ωστόσο είναι ανάγκη να έχουμε πάντα κατά νουν πως σε κάθε περίπτωση προέχει ο σεβασμός της ελευθερίας, της προσωπικότητας και των δικαιωμάτων του καθενός, όπως επίσης και το κοινό όφελος, τόσο για την Εκκλησία όσο και για την πολιτεία. Εν κατακλείδι και οι δύο θεσμοί οφείλουν να διακονούν όχι το ίδιον όφελος, αλλά το όφελος του «άλλου», του κάθε άλλου ανθρώπου, είτε αυτός χαρακτηρίζεται ως πολίτης, είτε ως κατ' εικόνα Θεού άνθρωπος.

 

* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), αρθρογράφος της εφημ. «Ελευθερία» της Λάρισας, συνεργάτης της πύλης εκκλησιαστικών ειδήσεων «amen.gr» και καθηγητής Β/θμιας εκπαίδευσης (Γυμνάσιο Αρμενίου ν. Λάρισας).

 

ΠΗΓΗ: Τελευταία Ενημέρωση: Feb 25, 2010, http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=1757


** Ανακοίνωση στην Αποικία μας για την εκδήλωση: Aναστοχασμὸς σχέσεων Κράτους – Ἐκκλησίας,  10-02-2010.

Aναστοχασμὸς σχέσεων Κράτους – Ἐκκλησίας

Π ρ ό σ κ λ η σ η

«Γιὰ τὸν ἀναστοχασμὸ τῶν σχέσεων Κράτους καὶ Ἐκκλησίας»

 

  Τὸ περιοδικὸ  …..

μὲ ἀφορμὴ τὸ ἀφιέρωμα τῶν τευχῶν του 110 καὶ 111, σᾶς προσκαλεῖ σὲ μιὰ συζήτηση…

«Γιὰ τὸν ἀναστοχασμὸ τῶν σχέσεων Κράτους καὶ Ἐκκλησίας»

 

τὴ Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010, ὥρα 18:00, στὸ Πνευματικ Κέντρο το Δήμου θηναίων (ὁδ. Ἀκαδημίας 50, Ἀθήνα).

 

Θὰ μιλήσουν οἱ:

Νίκος λιβιζάτος, Καθηγητὴς συνταγματικοῦ δικαίου

 

Σταρος Ζουμπουλάκης, Διευθυντὴς τοῦ περιοδικοῦ Νέα Ἑστία

 

γνάτιος, Μητροπολίτης Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ

 

Νίκος Σηφουνάκης, Ὑφυπουργὸς Ὑποδομῶν, Μεταφορῶν καὶ Δικτύων

 

Σᾶς περιμένουμε μὲ ἰδιαίτερη χαρά. Εἴσοδος ἐλεύθερη.

 

Περιοδικ , Θερμοπυλν 39, 152 35, Βριλήσσια, τηλ.: 210 8049396, email: synaxi@otenet.gr

Η παναγιότατη δολοφονία…

Η παναγιότατη δολοφονία… του Ιω. Χρυσοστόμου

 

Του παπα Ηλία Υφαντή


Το ερώτημα είναι: Ποια είναι η καλύτερη συνταγή για τη δολοφονία μιας μεγαλοφυΐας; Και η ιστορία αποκρίνεται: Το εκρηκτικό μίγμα της κακουργίας με τη βλακεία. Συνταγή που «θαυματούργησε» και στην περίπτωση του Χρυσόστομου (27 Ιανουαρίου, Ανακομιδή λειψάνων )…

Διέπρεψε στις μέρες του άβουλου αυτοκράτορα Αρκαδίου, για τον οποίο οι ιστορικοί της εποχής του λένε, πως ο Πρωθυπουργός του Ευτρόπιος τον μεταχειριζόταν, σαν πρόβατο. Τόσο, που φρόντισε ο ίδιος να βάλει στο πλευρό του, ως αυτοκράτειρα, τη μωροφιλόδοξη Ευδοξία.

Αυτή, λοιπόν, η Ευδοξία, μεθυσμένη απ' τα αυτοκρατορικά μεγαλεία, ζήτησε και της έστησαν, κοντά στην Αγία-Σοφία, ασημένιο άγαλμα. Όπου το σούσουρό των καθημερινών θεατρικών παραστάσεων, που γίνονταν προς τιμήν της, δημιουργούσε προβλήματα, όχι μόνο στις εκκλησιαστικές ακολουθίες της Αγια-Σοφιάς, αλλά και στα κηρύγματα του Χρυσοστόμου. Γεγονός που τον ανάγκασε να διαμαρτυρηθεί…

Τη διαμαρτυρία του οι εχθροί του την παρουσίασαν ως ανταρσία κατά της αυτοκράτειρας και πολλαπλασίασαν σκόπιμα τους θορύβους. Έτσι ώστε να τον παγιδεύσουν και να τον αναγκάσουν ν' απαντήσει στην πρόκληση μ' έναν πύρινο, εναντίον της αυτοκράτειρας, λόγο. Και να κατηγορηθεί, κατόπιν αυτού, για έσχατη προδοσία, ώστε να δρομολογηθεί η εξόντωσή του…

 Αν όμως η σύγκρουσή του με την αυτοκράτειρα ήταν η εύλογη αφορμή του διωγμού του, η βαθύτερη και ουσιαστική αιτία ήταν η αντίθεσή του με το κατεστημένο της εποχής του. Με πρώτους και χειρότερους τους δεσποτάδες…

Οι οποίοι, όχι μόνο τον φθονούσαν για την ασύγκριτη μεγαλοφυΐα του, αλλά και τον μισούσαν θανάσιμα, γιατί η απλότητα και η λιτότητα της ζωής του αποτελούσε ανυπόφορο έλεγχο για τα αμαρτωλά τους συμφέροντα και την πολυτελή διαβίωσή τους.

Έμεινε άλλωστε παροιμιώδης η φράση με την οποία επισημαίνει την εξαιρετική επικινδυνότητα του συναφιού τους, όταν λέει: «Τίποτε δεν φοβήθηκα τόσο, όσο τους δεσποτάδες, πλην ελαχίστων»!…

Ποιοι άλλοι, πέραν των δεσποτάδων, αποτελούσαν το κατεστημένο της εποχής του; Όλοι αυτοί που ζούσαν ηγεμονικά. Με τις μεγαλοπρεπείς κατοικίες τους. Με τα ρούχα από μετάξι και χρυσάφι. Με τις ολόχρυσες άμαξες, που τις έσερναν χρυσοχάλινα άλογα. Και τα τόσα άλλα. Που όλα τα απολάμβαναν σε βάρος της πλειονότητας του λαού, που ζούσε σε συνθήκες αβάσταχτης φτώχειας, με αποτέλεσμα να περιπλανιέται, κατά κοπάδια, στη ζητιανιά …

Ο ίδιος ο Χρυσόστομος ντυνόταν με τα πλέον κοινά υφάσματα. Απλότητα που επιδίωξε και στις εκκλησιές. Όπου τα μεταξωτά και τα χρυσά, τις τάπητες και τα πορφυρά παραπετάσματα και τα πλούσια ιερατικά ενδύματα διέταξε να τα πουλήσουν, για να διατεθούν, προφανώς, τα χρήματα για τους φτωχούς.

Γεγονός, που αποτελούσε αβάσταχτο έλεγχο της άσωτης πολυτέλειας και της άδικης κραιπάλης μέσα στην οποία ζούσαν οι χρυσοκάνθαροι. Και που επισημαίνει ο ίδιος ως βασικότερη αιτία της εναντίον του καταδρομής, λέγοντας στον περίφημο, πριν απ' την εξορία, λόγο του: «Γνωρίζετε για ποια αιτία θέλουν να με καθαιρέσουν; Γιατί δεν έστρωσα τάπητες και δεν φόρεσα μεταξωτά και γιατί δεν ικανοποίησα τη λαιμαργία τους…».

Ήταν στο πλευρό των ανθρώπων της ανάγκης: «Ο ένας, λέει ο επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος, ζητούσε τη μαρτυρία του στο δικαστήριο, ο φυλακισμένος τη λευτεριά του, ο πεινασμένος τροφή, ο γυμνός ρούχα, ο ξένος φιλοξενία, ο άρρωστος τη γιατρειά, ο πονεμένος την παρηγοριά, ο καταπιεζόμενος απ' τις αυθαιρεσίες της εξουσίας τη συμπαράστασή του. Και ο πατέρας (ο Χρυσόστομος) ανταποκρινόταν καθημερινά στου καθενός το κάθε πρόβλημα…».

Καταδίκαζε την κοινωνική ανισότητα: Οι πλούσιοι, που δεν συγκινούνται απ' τα παθήματα των φτωχών, έλεγε, είναι ιερόσυλοι, που κλέβουν το Θεό. Τα θέλουν όλα δικά τους. Πράγμα, που δείχνει ότι είναι αγριότεροι κι απ' τ' άγρια θηρία. Γιατί τα λιοντάρια και οι αρκούδες, όταν χορτάσουν, παύουν ν' αναζητούν τροφή. Ενώ οι πλούσιοι είναι αχόρταγοι…

Με τέτοια, λοιπόν, και παρόμοια, που έλεγε και έκανε πώς να μην τον μισήσουν; Πώς ν' αντέξουν τ' άρρωστα μάτια τους τις αστραπές του πνεύματός του; Κι έτσι, που ένιωθαν συντριπτική την υπεροχή του, πώς να μην τον φθονήσουν και πώς με κάθε τρόπο να μην προσπαθήσουν να τον δολοφονήσουν!….

Αλλεπάλληλες ήταν οι εναντίον του απόπειρες δολοφονίας. Γεγονός, που ανάγκασε το λαό να περιφρουρεί την Αρχιεπισκοπή όλο το 24ωρο. Ώσπου τελικά αποφασίστηκε η καθαίρεσή του και η εξορία του. Οπότε ο κλοιός του λαού γύρω απ' την αρχιεπισκοπή έγινε ασφυκτικότερος. Με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η πραγματοποίηση της εξορίας για μήνες.

Τελικά, για να αποφευχθεί η αιματοχυσία, ο Χρυσόστομος αναγκάστηκε, χρησιμοποιώντας κάποια μυστική έξοδο, να παραδοθεί στη φρουρά, που τον οδήγησε στην εξορία. Γεγονός ,που, όταν έγινε αντιληπτό, προκάλεσε την έκρηξη της οργής του λαού, ο οποίος έκαψε το ναό της Αγίας Σοφίας και το μέγαρο της Γερουσίας.

Η εξορία ακολούθησε μια κλιμακωτή πορεία θανάτου. Όπως πρόβλεπε η συνταγή δολοφονίας, που σχεδίασαν οι παναγιότατοι και σεβασμιότατοι αρχιερείς και το μεγαλειότατο αυτοκρατορικό ζεύγος.

Έτσι ώστε οι διαρκώς αυξανόμενες κακουχίες, σε συνδυασμό με τη σωματική του αδυναμία και την κλονισμένη του υγεία να τον οδηγήσουν αναπόφευκτα στο θάνατο (407 μ. Χ.).

Πράγμα, που κάνουν όλοι οι καλλιτέχνες της κακουργίας, που ευφραίνονται να δολοφονούν, αλλά παράλληλα προσέχουν να διατηρείται το ονοματάκι τους άσπιλο και αμόλυντο…

Οι οπαδοί του Χρυσοστόμου δημιούργησαν ιδιαίτερη θρησκευτική μερίδα, τους «Ιωαννίτες», οι οποίοι, παρά τους διωγμούς και τα βασανιστήρια, δεν συμβιβάστηκαν με την «εκκλυσία» των δολοφόνων.

Μέχρις ότου, τριάντα, περίπου, χρόνια μετά το θάνατό του, το λείψανό του μεταφέρθηκε με αυτοκρατορικές τιμές στην Κων/πολη απ' το γιο του Αρκαδίου και της Ευδοξίας, το Θεοδόσιο το Β΄. Ο οποίος, αφού ζήτησε συγνώμη από τον άγιο για λογαριασμό των γονιών του, τοποθέτησε το λείψανό του στο ναό των Αγίων Αποστόλων, δίπλα στις λάρνακες των γονιών του.

Για να σκηνοθετήσει, κάπως έτσι, η τραγική ειρωνεία της ιστορίας την, έστω και μεταθανάτια, συνύπαρξη της κακουργούσας μωρίας με την ασυμβίβαστη μεγαλοφυΐα…

 

Παπα-Ηλίας, 27-01-2010

 

http://papailiasyfantis.blogspot.com

http://papailiasyfantis.wordpress.com

E-mail: papailiayfantis@gmail.com

Φορολόγηση της Εκκλησιαστικής Περιουσίας

  Φορολόγηση της Εκκλησιαστικής Περιουσίας
 
του Τσουκνίδα

Αυτό που μπορεί κανείς να παρατηρήσει εξαρχής είναι η ήπια αντίδραση της εκκλησιαστικής ηγεσίας. Ευτυχώς. Φαντάζομαι τι γινόταν μ' αυτό επί Μακαριστού, αν έμπαινε δηλαδή παραπάνω φόρος στην Εκκλησία, από ό,τι στις όμοιες με αυτή νομικές οντότητες: "Οι γραικύλοι πολεμάνε την Εκκλησία, θέλουν να την εκμηδενίσουν μέσω της φορολογίας" και όλα τα ράσα στον δρόμο, μαζί με αυτούς που πιστεύουν ότι Εκκλησία σημαίνει "Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια"..

Και η Εκκλησία θα κέρδιζε μόνο αυτούς και θα έχανε τους άλλους μισούς που πιστεύουν ότι η θεσμική εκκλησία είναι ο πιο ευνοημένος από το κράτος μεγαλοϊδιοκτήτης στην χώρα μας!

Για αυτό και υπήρχε, κατά τη γνώμη μου, ακόμα καλύτερος τρόπος αντίδρασης, δεδομένου ότι βρισκόμαστε προ της χρεοκοπίας του κράτους, όπως λένε οι αρμόδιοι, "κόβονται" σημαντικές κοινωνικές δαπάνες, άνθρωποι χάνουν την δουλειά τους εξ ' αιτίας της κατάστασης…

Τι θα μπορούσε να πει η εκκλησιαστική ηγεσία, ακόμα και αν θεωρούσε άδικη τη φορολόγηση : "Είναι άδικο μέτρο, αλλά εμείς σκεφτόμαστε σε ποια κατάσταση είναι η Κοινωνία, δηλαδή τα παιδιά του Θεού και θα αποδώσουμε αυτή τη φορολογία, εφιστώντας όμως την προσοχή της Κυβέρνησης, τα έσοδα από αυτή τη φορολογία, όπως βέβαια και από τις άλλες φορολογίες να πάνε στις ανάγκες των φτωχών !"

Βγαίνεις μπροστά από τον υποτιθέμενο αντίπαλο….

Κατά τη γνώμη μου 4 συνιστώσες έχει το θέμα.

 

1. Δεν είναι όλες οι Ι. Μητροπόλεις πλούσιες και σε πολλές περιπτώσεις ενδέχεται τα έσοδα που εισπράττουν από ενοίκια ίσα-ίσα να φτάνουν να καλύπτουν τις ανάγκες των παραρτημάτων τους (γηροκομεία, κατασκηνώσεις, συσσίτια κλπ). Άλλο ένα σύμφυτο πρόβλημα είναι ότι η μεγάλη ιδιοκτησία συνήθως δεν είναι των ενοριών, ή ακόμα και των μητροπόλεων, αλλά μοναστηριών, εκκλησιαστικών ιδρυμάτων κλπ, από τα οποία πολλές φορές μόνο με οριακές νομικές κατασκευές κατορθώνουν οι μητροπολίτες να πάρουν χρήματα για το "έργο" που κατευθύνεται από τους ίδιους.

 

Από την άλλη όμως, υπάρχουν Μητροπόλεις μεγαλομέτοχοι σε τράπεζες (Ειρήσθω εν παρόδω,  μεγάλο πνευματικό θέμα αυτό να κατατίθενται τα αποθέματα της Εκκλησίας σε πλήρως κερδοσκοπικούς οργανισμούς, που πρωτοστατούν και υλοποιούν πολιτικές που οδηγούν στην ανεργία κλπ. Όταν οι περισσότερες τράπεζες ήταν κρατικές και τουλάχιστον φανερά δεν είχαν στόχο το άμεσο χρηματικό κέρδος, αλλά την ωφέλεια της Χώρας, είχε κάποιο νόημα. Σήμερα όμως;

 

Αυτό που έχει προταθεί από ειδικούς είναι να χρησιμοποιηθούν αυτά τα ποσά ως βάση για ένα ανταποδοτικό, αλλά όχι κερδοσκοπικό κοινωνικό ταμείο με άλλους σκοπούς, αλλά οι αρμόδιοι κάνουν ότι δεν ακούνε..)  Αυτή η εσωτερική ανισότητα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με εσωτερική αλληλεγγύη, κάτι σαν την «Παύλεια Λογεία». Πολύ θα χαρώ λοιπόν, αν όντως είναι δυσβάσταχτη η φορολόγηση για ορισμένες Μητροπόλεις, να κινητοποιηθεί μια σύγχρονη Λογεία και όχι να είναι η κάθε Μητρόπολη για την πάρτη της.

 

2. Το θέμα ανακινήθηκε επικοινωνιακά, με το Βατοπέδι και όχι μόνο με το Βατοπέδι, δεκάδες ανά την Ελλάδα ήταν οι περιπτώσεις το τελευταίο καιρό που εκκλησιαστική περιουσία "αξιοποιήθηκε" ή έγινε προσπάθεια να αξιοποιηθεί με μόνο άξονα το κέρδος, χωρίς σεβασμό στις τοπικές κοινωνίες και στο περιβάλλον. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε την εντύπωση σε πολλούς ότι η θεσμική εκκλησία είναι ένας από τους πιο στυγνούς μεγαλοϊδιοκτήτες γης, έτσι που στην δύσκολη ώρα, όχι μόνο να δικαιολογούν, αλλά να περιμένουν την υπερφορολόγησή της. Για το "φιλανθρωπικό έργο" λένε οι κατηγορούμενοι δεσποτάδες, ηγούμενοι και λοιπή εκκλησιαστική ελίτ.

 

"Μα ποιό έργο, αυτό που εσύ μόνος σου αποφασίζεις και εκτελείς. Ρώτησες ποτέ την τοπική κοινωνία ποιές είναι οι ανάγκες της, τα ίδια τα μέλη της τοπικής σου Εκκλησίας, ήρθες ποτέ σε έναν ουσιαστικό διάλογο μαζί τους; Να είναι συναπόφαση πως θα αξιοποιηθεί η περιουσία;"  Ήρθες ποτέ σε έναν ουσιαστικό διάλογο μαζί τους; Να είναι συναπόφαση πως θα αξιοποιηθεί η περιουσία;" Άλλη μια φορά έρχεται δραματικά στο προσκήνιο η ευκαιρία, που χάθηκε με την μεταρρύθμιση Τρίτση,  για έλεγχο της εκκλησιαστικής περιουσίας, άρα και της αξιοποίησής της από αιρετά συμβούλια πιστών με την συμμετοχή και του Μητροπολίτη. Να θυμίσω ότι αυτό ήταν "η αιχμή του δόρατος" της αντίδρασης: Μια περιορισμένη παραχώρηση γης την συζητούσαν τότε οι δεσποτάδες, όχι όμως τον έλεγχο.  Θα έκανε μόνη της η Εκκλησία τον εσωτερικό εκδημοκρατισμό… Ακόμα τον περιμένουμε.

 

Αντίθετα αναπτύχθηκαν περίεργα θεολογικά σχήματα για να αποδειχθεί ότι ένας … "φτασμένος πνευματικά" μπορεί να διαχειρίζεται καλύτερα τα οικόπεδα, ξεχνώντας ότι οι αρχαίοι κανόνες  απαγόρευαν στον  επίσκοπο να ασχολείται άμεσα με το ταμείο, το οποίο ελέγχονταν από Διακόνους. Και ας θυμίσουμε την εκλογή των  7 Διακόνων.

 

3. Το "φιλανθρωπικό έργο" της Εκκλησίας, για το οποίο πραγματικά θυμώνω όταν χρησιμοποιείται ως επιχείρημα. Άκουσα έναν μητροπολίτη (τα λόγια του οποίου με παρακίνησαν να γράψω αυτό το άρθρο), να λέει σε κάποιο ραδιόφωνο τα εξής για το θέμα. "Ας μας πάρει το κράτος την περιουσία, αλλά ας μας πάρει τα ιδρύματα, γηροκομεία κλπ. Δεν μπορεί να σκέφτομαι κάθε μέρα που θα βρω πόρους για να τα συντηρήσω και να μη σκέφτομαι το κύριο έργο μου που είναι "η σωτηρία ψυχών" και να έρχεται το Κράτος να με φορολογεί σαν να είμαι ο χ επιχειρηματίας!"  Είναι ένας από τους μητροπολίτες που ισχυρίζεται ότι διοικεί μια φτωχή μητρόπολη και μπορεί να έχει και δίκιο. Δεν το έψαξα. 

 

Την Εκκλησία δεν την υποχρεώνει κανείς – ούτε ηθικά βέβαια – να κάνει κοινωνικό έργο. Δεν είναι κάτι εξωτερικό, αλλά είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής της ζωής στην οποία βιώνεται η όντως Κοινωνία. Από την αρχή αυτή η κοινωνικότητα ήταν η Ιεραποστολή, το ζωντανό Ευαγγέλιο, αυτό που έφερνε δούλους, αλλά και πλούσιους που είχαν χάσει το νόημα της ζωής στους κόλπους της. Αυτή η κοινωνικότητα βιώνεται με πόρους, αλλά και με πενταροδεκάρες. Από την στιγμή λοιπόν που βιώνεται ως εξωτερικό "έργο" το οποίο μάλιστα αποτελεί και επιχείρημα εξουσίας, έχει χαθεί η μπάλα. Και έτσι φτάνει ένας μητροπολίτης να χολοσκάει για ένα γηροκομείο, γιατί είναι το "έργο" του και όχι το έργο μιας κοινότητας, που είναι υπεύθυνη να το φέρει βόλτα.

 

Θα πει τώρα αυτός ο γέροντας, μα ποιά κοινότητα; Εγώ δεν βρίσκω τους απολύτως απαραίτητους συνεργάτες. Και στην δυτική εκκλησία οι Καρδινάλιοι αρχίζουν "να βγάζουν στο σφυρί" Ναούς, γιατί δεν φτάνουν οι εισφορές των πιστών για να τους συντηρήσουν. Αλλά δεν φαίνεται προς το παρόν να τους απασχολεί γιατί φεύγει ο κόσμος από την  Εκκλησία. Εδώ μήπως έχουμε ακόμα τον χρόνο να προλάβουμε; Γιατί πολλοί έχουν φύγει μόνο σώματι, αλλά φωνάζουν με τον τρόπο τους και όλη την ψυχή τους μαζί με τον ποιητή: "Αγάπη που 'ναι η Εκκλησιά σου, βαρέθηκα πια τα Μετόχια!"

 

4. Τα περισσότερα ακίνητα της Εκκλησίας ανήκουν στον λαό που της παραχώρησε όταν ήταν ο μοναδικός θεσμικός προστάτης του τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Πρέπει συνεχώς να του αποδεικνύει ότι τα διαχειρίζεται καλύτερα από ότι το Κράτος με κριτήριο την κοινή ωφέλεια.

«Να κάμωμεν τον όρκο επάνω στον Σταυρόν» (Ρήγας)

«Να κάμωμεν τον όρκο επάνω στον Σταυρόν» (Ρήγας Φεραίος, Θούριος) ή, άλλως, περί εγχώριας Αριστεράς, όρκων και Αγιασμών

                                           

                                        Του φιλαλήθη/philalethe00

 

Αυτά τα έλεγε ο Ρήγας Φεραίος, και βέβαια όλοι θυμόμαστε την “ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος”, την αριστερή εκείνη οργάνωση από την οποία πέρασαν πολλά ονόματα των στελεχών και γραφειοκρατών της Αριστεράς της σήμερον. Με άλλα λόγια, ο Ρήγας Φεραίος ήθελε, ούτε λίγο ούτε πολύ, …“θρησκευτικό όρκο”!!!

Αλλά και έχει μεγάλη σημασία να δούμε τι εγένετο στο – ιδρυμένο από κομισαρίους του ΚΚΕ, βεβαίως – ΕΑΜ και τον ΕΛ.Α.Σ. , στον μεγαλύτερο φορέα της Εθνικής Αντίστασης.

Μέσα σε ένα καταπληκτικό περιοδικό αγωνιστών αδελφών των αρχών της δεκαετίας του ‘80 ονόματι “Σημάδια”, σε μία εξαιρετική συνέντευξη του πατέρα Ανυπόμονου (π. Γερμανού Δημάκου), δηλαδή του ηρωικού ηγούμενου της παραδοσιακά ηρωικής μονής Αγάθωνος, ανακάλυψα ορισμένα συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τους προσανατολισμούς και την δράση του ΕΑΜ-ικού μετώπου, και τις σχέσεις του Άρη Βελουχιώτη -που ξέγραψε ο Ζαχαριάδης τότε, μετά την Βάρκιζα- και της Κυβέρνησης του Βουνού, της Π.Ε.Ε.Α. με την Εκκλησία και την Πίστη. Ο π. Ανυπόμονος αναφέρεται (βλ. και το “Στο βουνό, με τον σταυρό, κοντά στον Άρη”) σε ορισμένα ενδιαφέροντα σημεία:

Α) Ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ φορούσε πάντοτε ένα σταυρό (”δεν τον αποχωριζόταν ποτέ“, έλεγε ο Στρατιωτικός Ιερέας), που του τον είχε δώση ο ίδιος. Βεβαίως, σε φωτογραφίες του κόμματος, για το καλό του λαού που πρέπει να αφυπνισθή και να δεχθή την δικτατορία του κόμματος που θα οδηγήση εσχατολογικά στον μαρξιστικό-λενινιστικό και επιστημονικό κομμουνισμό, έχει υπάρξη μία ορισμένη … λογοκρισία (μιλώ αόριστα, όπως βλέπετε…) σε αυτά τα σύμβολα. Πάλι καλά να λέμε που ακόμη μπορούμε να διακρίνουμε τον τεράστιο κρεμασμένο σταυρό στο στήθος της πολυαγαπημένης συζύγου του Μαρξ της οποίας τον θάνατο δεν άντεξε κατά βιογράφους του(π.χ. J.K. Galbraith, “Age of uncertainty”, εκδ. Παπαζήση), Τζένυ φον Βέστφαλεν..

Β) Ο Άρης πήγαινε συχνά στην εκκλησία, έκανε πάντα τον σταυρό του, όταν περνούσε από ναούς, ενώ είχε τέτοιο σεβασμό στον Κλήρο, και στον ανώτερο, που, όταν έβλεπε παπάδες ή “δεσπότες”, κατέβαινε από το άλογό του, για να “ασπαστή” το χέρι τους, εκτός από κάποιον πονηρευόμενο-καταδότη, βέβαια.. Ο ίδιος ο π. Ανυπόμονος σε αμφότερα αφηγείται το πώς ο ίδιος ο θρυλικός κομμουνιστής πρωτοκαπετάνιος του είπε την παραμονή της εορτής του (Αγίου Αθανασίου) τον Ιανουάριο, “τι θα γίνει παπούλη, δεν θα πάμε αύριο στην εκκλησία”;! Ακόμη, καλούσε όλους και, ιδιαίτερα, τα επίλεκτα σώματα, τους μαυροσκούφηδες, σε είδος … “υποχρεωτικού εκκλησιασμού”, σε ορισμένες ημέρες.

Γ) Όταν τον ρώτησε ο θρυλικός και μετέπειτα δεδιωγμένος (αλλά “μακάριοι οι διωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης”, βέβαια) από φαρισαΐζοντες και προδότες του σχήματος αρχιερείς, ηγούμενος, “ποια θα είναι η δουλειά του” στο ΕΑΜ, αυτός του είπε εμφατικά και επανειλημμένα “θα είσαι ο παπάς μας. Θα προσεύχεσαι για εμάς”!

Θα είσαι ο παπάς μας!-Άρης προς π.Ανυπόνομο(αμφότεροι εικονιζόμενοι)

"Θα είσαι ο παπάς μας!"- Άρης προς π. Ανυπόνομο (αμφότεροι εικονιζόμενοι)

Δ) Στην Π.Ε.Ε.Α., πριν την έναρξη των εργασιών της επαναστατικής “κυβέρνησης του Βουνού“, τι νομίζετε μη-αθεοκρατικό και θεοκρατικό λίαν εγένετο; Έγινε Αγιασμός από δύο επισκόπους-μητροπολίτες, τον Ηλείας Αντώνιο και τον Ιωακείμ Κοζάνης…! Παρακάτω βλέπετε τον ύστερο εκ των δύο, σε …ειδικά εστιασμένη φωτό(δεν μας αφήνει να πούμε καλό λόγο…) από τον “Ριζοσπάστη”, που αναγνωρίζει την κορυφαία προσφορά του (ήσαν και “εκλεγμένοι εθνοσύμβουλοι” αμφότεροι) στην Αντίσταση

Ιωακείμ, Επίσκοπος Κοζάνης

Iωακείμ, Επίσκοπος Κοζάνης στον Αγιασμό της Π.Ε.Ε.Α.

Επίσης,διαβάζω στο φύλλο της Κυριακής 2 Οχτώβρη 2005 για το θέμα: Ωριμη ανάγκη ο πραγματικός διαχωρισμός.

Διαχωρισμός Κράτους- Δ. Εκκλησίας ή αθεοκρατία;

Αν δήτε μόνον μία-δύο από τις προτάσεις, θα αντιληφθήτε, ότι πρόκειται ακριβώς για εξορία ερήμην της βούλησης ενός εκάστου παντός του εκκλησιαστικού στοιχείου από παντού. Από τους δημόσιους χώρους, από τα …“εκκλησιαστικά Μυστήρια”(!)  κ.λπ. Αυτό αποκαλείται “διαχωρισμός”, ενώ θα έπρεπε να είναι πιο ειλικρινείς οι συντάκτες και να το αποκαλέσουν αθεοκρατική περιθωριοποίηση του Κλήρου (στα πλαίσια του αστικού αντικληρικαλισμού και αθεϊσμού).Με άλλα λόγια, επίσημη θρησκεία θα είναι ο αθεϊσμός ή, αν προτιμάτε, ο θρησκευτικός αθεϊσμός. Αυτό το λέω σε επίπεδο αυστηρά πολιτικό. Κατά τα άλλα, σε προσωπικό, όπως το ξαναείπαμε, προτιμώ απείρως ως Πατερικά Χριστιανός, την έντιμη άρνηση παρά την ψευτιά και ιδιαίτατα την χριστοκάπηλη ψευτιά. Βεβαίως, για να δώσω ένα παράδειγμα, δεν πρέπει να είναι υποχρεωτική η συμμετοχή στον εκκλησιασμό, αυτό όντως είναι καταπιεστικό και άρα αντιχριστιανικό ουσιωδώς, αλλά η απαγόρευση του εκκλησιασμού είναι ακριβώς αθεοκρατία, άθεο κράτος, αν προτιμάτε.

Αυτά τα λέω, επί τη ευκαιρία του όρκου και του Αγιασμού (όπου δεν παρέστησαν και πάλι ορισμένοι… κουφιοκεφαλάκηδες της διαχρονικά αυτοκτονούσας, οργανωμένης και από τα πάνω Υπαρκτής Αριστεράς). Να τονιστή, ότι αμφότερα τον αληθινό “επ’ελευθερία εκλήθητε” της “Προς Γαλάτας” του Παύλου) και ανεξαρτησία μαζί με την άρνηση στον (οποιοδήποτε) όρκο την/τα είχε ζητήση και εφαρμόση ο καθ’όλα και όντως Ορθόδοξος πολιτικός Γεώργιος Τυπάλδος-Ιακωβάτος (1814-1882), από τους Επτανήσιους Ριζοσπάστες, σοσιαλιστές-κοινωνιστές, κτλ.,  προ 150 ετών και πλέον…!!! Και… εγώ, αν πρέπει να “περιαυτολογήσω”, προσωπικά, θα αποφεύγω και θα απέφευγα κατά το “μη ομώσαι όλως”, τον οποιοδήποτε όρκο (που είναι μαζί με τον τόκο – βλέπε τράπεζες – βαρύτατο αμάρτημα, θα λέγαμε, μη-νομικίστικα πάντα). Δεν υπάρχει τίποτα το πρωτότυπο σε αυτό, λοιπόν. Εν μέρει, είναι η στάση ενός “Καλού Χριστιανού” (ελευθερία συνείδησης, απαίτηση αυτονομίας για τους άλλους, και άρνηση κάθε όρκου), που έλεγε και ο Βασίλης Ραφαηλίδης.

Ο Ορθόδοξος Επτανήσιος Ριζοσπάστης και παθιασμένος ελευθεριακός Βουλευτής Τυπάλδος-Ιακωβάτος

Ο Ορθόδοξος Επτανήσιος Ριζοσπάστης και "παθιασμένος" ελευθεριακός Βουλευτής Γ. Τυπάλδος-Ιακωβάτος

Αλλά, όπως προσπάθησα να δείξω και στα παραπάνω, υπάρχει μία κραυγαλέα αναντιστοιχία με τις μεγαλύτερες μορφές και καλλίτερες περιόδους της εγχώριας Αριστεράς και τις (δεδηλωμένες) πηγές της. Τότε που είχε απήχηση πραγματική όχι 7% ή 10% ή 12%, αλλά ακόμη και πλειοψηφική, και που, βέβαια, όντας τόσο δεξιόστροφα ευρωπαϊστική και ξενομανής, έχασε κατοπινά…

Για αυτό και λέω(ένας από τους πάρα πολλούς λόγους), ότι πρέπει επί τέλους οι Χριστιανοί να αναλάβουμε τις ευθύνες μας στον χώρο και τον στίβο των ρηξικέλευθων κοινωνικών αγώνων.  Όπως, κάποτε, ο πατήρ και μάρτυρας του αγροτικού κινήματος, Χριστιανός αναρχοσυνδικαλιστής Μαρίνος Αντύπας, για να δειγματοληπτήσω, ενδεικτικά…

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ – Ι

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

            Η πρόθεση του ΠΑΣΟΚ να φορολογήσει την εκκλησιαστική περιουσία έγινε γνωστή προεκλογικά, συνεπώς είναι η πρώτη ίσως φορά που κυβερνητικό κόμμα δεν αιφνιδιάζει μετεκλογικά με εξαγγελία του. Την προεκλογική περίοδο διέκρινε η διαμάχη μεταξύ των κομματικών σχηματισμών για τα οικονομικά θέματα. Εθνικά και ηθικά ζητήματα δεν θίχτηκαν διόλου, άσχετα αν κατά γενική ομολογία η χώρα μας μαστίζεται από βαθειά κρίση αξιών και οι γείτονες της, δια των πατρόνων τους, διεκδικούν διαρκώς επωφελούμενοι από τον ενδοτισμό μας, ο οποίος έχει καταστεί σύμφυτος με τον Νεοέλληνα του καταναλωτισμού και της παντελούς αδιαφορίας για την πορεία της κοινωνίας.

Είναι συνεπώς αυτονόητο ότι η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να αποδώσει λογαριασμό μόνο για την επιτυχία ή μη του οικονομικού της προγράμματος, καθώς για τα λοιπά έλαβε, όπως συνηθίζεται να λέγεται "λευκή επιταγή". Στην τρέχουσα δυσμενή διεθνώς οικονομική συγκυρία η ανεύρεση πόρων καθίσταται άκρως επιτακτική. Η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας φαντάζει εύκολος τρόπος για την εξασφάλιση πόρων, ικανών, κατά την άποψη κάποιων αντιεκκλησιαστικών κύκλων, οι οποίοι διαβλέπουν μέσα από την επιβολή του μέτρου διπλό το κτύπημα, καθώς συνδέεται με την εξασθένηση της Εκκλησίας, θεωρουμένης ως εμπορικής επιχείρησης.

            Το πώς η οικονομία της χώρας μας, αλλά και πλήθους άλλων χωρών, έφθασε στο κατάντημα αυτό είναι σε όλους γνωστό. Συνεπώς μια κυβέρνηση, αν θέλει πράγματι να αναγνωριστεί ως επιτυχές το πρόγραμμά της έχει λαμπρά πεδία δράσεως. Ας ξεκινήσει πρώτα από την απόκτηση του ελέγχου επί του ασυδότου τραπεζικού συστήματος, υπό τον βαρύ ζυγό του οποίου στενάζουν πλήθος μικροεπιχειρηματιών, που πασχίζουν με κάθε τρόπο να περισώσουν την οικογενειακή τους επιχείρηση. Ας θέσει φραγμό στον εκμαυλισμό των καταναλωτών με την προσφορά του πανακρίβου πλαστικού χρήματος, μέσω του οποίου οι ανερμάτιστοι μικροαστοί ζουν ημέρες ως κροίσοι και έτη υπό την τυραννία των υπερόγκων δόσεων. Ας στραφεί κατά των καρτέλ που συνθλίβουν τον παραγωγό και τον εξωθούν στην απόγνωση, ενώ παράλληλα εκμεταλλεύονται άγρια τον καταναλωτή. Ας μειώσει το δημόσιο χρέος έστω και κατά ένα ευρώο, προβάλλοντας τα μέλη της ως καλά παραδείγματα σεβασμού του δημοσίου χρήματος και όχι, όπως συνέβαινε ως τώρα, με το πλήθος των σκανδάλων διασπάθισης αυτού, μέσω της διαπλοκής και της διαφθοράς. Τότε, και μόνον τότε, η Πολιτεία θα έχει κάθε δικαίωμα όχι μόνο να φορολογήσει την εκκλησιαστική περιουσία, αλλά και να τη δημεύσει ακόμη, διότι θα έχει δώσει σαφέστατα δείγματα, ότι είναι σε θέση να τη διαχειριστεί κατά τρόπο πολύ καλύτερο από τη Διοικούσα Εκκλησία, η οποία επίσης υστερεί σημαντικά σε κοινωνικό έργο, το οποίο όφειλε να επιτελέσει. Επειδή όμως όλα τα προαναφερθέντα είναι αρκούντως δύσκολα, οι νέοι οικονομικοί εγκέφαλοι βρήκαν την εύκολη λύση. Θα εντυπωσιάσουν τη μερίδα εκείνη του λαού που έχει πεισθεί, μέσω της διαχρονικής προπαγάνδας περί κατεστημένης Εκκλησίας, ότι με το μέτρο επιβάλλεται κοινωνική δικαιοσύνη. Ευχόμαστε να διαψευσθούμε, αλλά πολύ φοβούμαστε ότι οι τραπεζικοί οργανισμοί και τα καρτέλ θα εξακολουθήσουν να αισχροκερδούν ανενόχλητα.

            Αμέσως μετά της εξαγγελία της προθέσεως της νέας κυβέρνησης να φορολογήσει την εκκλησιαστική περιουσία, η Ιεραρχία της Εκκλησίας έσπευσε δια του αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου να ζητήσει τη συνεργασία της Πολιτείας για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας προς εκτέλεση έργων κοινωνικής πρόνοιας. Η κίνηση αυτή ίσως εκληφθεί από μερίδα της κοινής γνώμης ως προσπάθεια της Εκκλησίας να περισώσει ό,τι είναι δυνατό από την επερχόμενη θύελλα. Γιατί όμως σπεύδει τώρα η Ιεραρχία; Δεν υπήρχαν στο παρελθόν οι προϋποθέσεις αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας και ξαφνικά εμφανίστηκαν άκρως ικανοποιητικές; Και ποιός είναι αυτός που καλείται να διαδραματίσει ρόλο συνδιαχειριστού;  Η Πολιτεία, η οποία κατά την τελευταία εικοσαετία, πέρα από τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος μέσω της διαφθοράς και της διαπλοκής, εκποίησε το μεγαλύτερο μέρος του δημοσίου πλούτου με τις ιδιωτικοποιήσεις, προκειμένου να κλείσει κάποιες από τις άπειρες, καθώς φαίνεται, "τρύπες" της οικονομίας. Συνεπώς ποιά η εγγύηση ότι θα φανεί καλός συνδιαχειριστής της εκκλησιαστικής περιουσίας; Η Διοικούσα Εκκλησία θα βρεθεί σύντομα χωρίς διόλου περιουσία χωρίς να μπορεί και να επικρίνει την Πολιτεία, αφού θα είναι συνδιαχειριστής αυτής και η ίδια. Δεν είναι λοιπόν φρονιμότερο να επιχειρήσει, επί τέλους, να την αξιοποιήσει η ίδια σε εποχή, κατά την οποία το κοινωνικό κράτος υποχωρεί κατά κράτος υπό τον άγριο διωγμό των απλήστων για κέρδη κεφαλαιοκρατών; Η Εκκλησία έχει σημαντικό πλεονέκτημα. Πλήθος πιστών θα σπεύσουν στην έκκληση της Ιεραρχίας να συμβάλλουν εθελοντικά στην πραγμάτωση του σκοπού. Μήπως είναι καιρός να "βγάλει από την κατάψυξη" το περί κοινωνικής δικαιοσύνης κεφάλαιο του Ευαγγελίου, η απόκρυψη του οποίου στοίχισε τόσο στην Εκκλησία κατά το παρελθόν;

            Σε τελευταία ανάλυση, γιατί η Εκκλησία προσφέρει μόνο χωρίς να ζητά; Γιατί πρέπει η Πολιτεία να συνδιαχειρίζεται τα οικονομικά της Εκκλησίας, χωρίς η Εκκλησία να έχει λόγο επί θεμάτων παιδείας (όχι εθνικής πλέον); Αν ακόμη και η Διοικούσα Εκκλησία προτάσσει τα οικονομικά, τότε είναι εγγύς ο καιρός που θα στερηθεί τα πάντα. Τότε όμως θα δούμε την Εκκλησία να ανθίζει, όπως την είδαμε και στη Ρωσία της ΕΣΣΔ. Διότι εκείνο που δεν αντιλαμβάνονται οι έξωθεν και έσωθεν εχθροί Της είναι ότι η Εκκλησία δεν είναι νομικό πρόσωπο Δημοσίου ή Ιδιωτικού, κατά την βούληση του Καίσαρα, δικαίου, αλλά θείο καθίδρυμα και "πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής".

 

                                                                        "ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ"    2009  

       

Ιεροί Κανόνες και Νόμοι της Πολιτείας

Ιεροί Κανόνες και Νόμοι της Πολιτείας

 

Σεβ. Μητροπ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

 

Η υπόθεση τού πρώην Μητροπολίτου Αττικής Παντελεήμονος απετέλεσε μια κρίση για την Εκκλησία, τουλάχιστον εδώ και μια επταετία. Για το θέμα αυτό εξεδόθησαν τρεις αποφάσεις από τήν Ιερά Σύνοδο, ήτοι η έκπτωση από της θέσεως τού Μητροπολίτου Αττικής (Αύγουστος 2005), η αναστολή κάθε περαιτέρω δίωξης (Μάρτιος 2009) και η διαπιστωτική πράξη καθαίρεσης, ύστερα από τήν αμετάκλητη απόφαση τού Αρείου Πάγου (Μάϊος 2009).

Η τελευταία απόφαση δημιούργησε σοβαρή συζήτηση, επειδή προκλήθηκε καθαίρεση από το αρχιερατικό αξίωμα κατά τις διατάξεις τού άρθρου 160 του νόμου 5383/1932 από το Πρωτοβάθμιο για Αρχιερείς Δικαστήριο «άνευ ετέρας τινός διαδικασίας», οπότε ετέθη θέμα κατά πόσον η Εκκλησία θα πρέπει να κυβερνάται σύμφωνα με τούς ιερούς Κανόνες ή τους νόμους τής Πολιτείας.

Θεωρώ ότι η Εκκλησία πρέπει να ρυθμίζη τα του οίκου της σύμφωνα με τους ιερούς Κανόνες και προς τήν κατεύθυνση αυτή πρέπει να προσδιορισθούν οι περαιτέρω ενέργειές της. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να κρίνη τους Κληρικούς της βάσει των ιερών Κανόνων των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων. Η τήρηση, όμως, των ιερών Κανόνων δεν είναι μια απλή υπόθεση και ένας «συνθηματικός» λόγος.

 

Στην συνέχεια θα τεθούν μερικά από τα πολλά ενδιαφέροντα σημεία προς περαιτέρω διερεύνηση.

 

1. Οι ιεροί Κανόνες δεν είναι νομικά κείμενα, παρά την νομοτεχνική τους διατύπωση, αλλά εκκλησιαστικά κείμενα που συνδέονται στενά με τα δόγματα-όρους και αποβλέπουν στην ενότητα τής Εκκλησίας και την έκφραση τού εκκλησιαστικού φρονήματος. Μόνον όταν συνδέσουμε τους Κανόνες με τον σκοπό των δογμάτων μπορούμε να τους ερμηνεύσουμε σωστά, διαφορετικά τους παρερμηνεύουμε.

 

2. Η επίκληση των ιερών Κανόνων δεν μπορεί να είναι επιλεκτική και αποσπασματική. Δεν είναι δυνατόν να παραβαίνονται οι ιεροί Κανόνες, όταν προσκρούουν σε προσωπικά πάθη και σε προσωπικές επιλογές, και να τους επικαλούμαστε, όταν θέλουμε να ελέγξουμε αυτούς που είναι αντίθετοι στις απόψεις μας. Η όλη εκκλησιαστική ζωή πρέπει να ρυθμίζεται βάσει του γράμματος και ιδιαιτέρως τού «πνεύματος» των ιερών Κανόνων.

Επί πλέον η δικαστική κρίση για Αρχιερείς δεν πρέπει να είναι ανεξάρτητη από τον τρόπο τής εκλογής τους. Λέγεται αυτό, γιατί πολλές φορές ενεργούμε κατά κοσμικό τρόπο στις εκλογές των Αρχιερέων και στην συνέχεια ή αμνηστεύουμε αντικανονικές ενέργειές τους ή κοπτόμαστε για την τήρηση των κανόνων, για να καλύψουμε διάφορες αντιεκκλησιαστικές πράξεις.

 

3. Οι ιεροί Κανόνες διακρίνονται από σεβασμό στο χάρισμα τής Ιερωσύνης, όπως φαίνεται και στις ευχές τής χειροτονίας, αλλά και από πνεύμα φιλανθρωπίας στους αμαρτάνοντες, όταν οι πράξεις τους δεν είναι καθαιρετικές της Ιερωσύνης. Αυτό σημαίνει ότι η λεγόμενη φιλανθρωπία δεν μπορεί να λειτουργή ανεξάρτητα από την αξία του χαρίσματος της Ιερωσύνης. Η προτροπή τού Αποστόλου Παύλου «μη αμέλει του εν σοι χαρίσματος, ό εδόθη σοι διά προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών τού πρεσβυτερίου» (Α' Τιμ. δ', 14) είναι χαρακτηριστική.

Για να μπορέση, όμως, κανείς να ισορροπήση τα πράγματα, μεταξύ χαρίσματος τής Ιερωσύνης και φιλανθρωπίας, και να αντιληφθή το «πνεύμα» των ιερών Κανόνων, πρέπει ο ίδιος να έχη το χάρισμα των Πατέρων που τους θέσπισαν, να είναι και ως προς τον τρόπο «μέτοχος» των Αποστόλων και όχι μόνον «διάδοχος των θρόνων» τους. Αυτή είναι η αληθινή εκκλησιολογία και η έλλειψή της αποτελεί το μεγαλύτερο θεολογικό πρόβλημα στην σύγχρονη Εκκλησία.

 

4. Βέβαια, πρέπει ενεργούμε κατά τους ιερούς Κανόνες. Αλλά όταν αρνούμαστε ή αδιαφορούμε να κρίνουμε εμείς βάσει των ιερών Κανόνων στον κατάλληλο καιρό, και κατά συνέπεια δημιουργούνται πολλά «εκκλησιαστικά καρκινώματα», δεν μπορούμε να διαμαρτυρόμαστε όταν επεμβαίνη η Πολιτεία για να διασφαλίση ακόμη και το κοινό περί δικαίου αίσθημα και αυτού τού εκκλησιαστικού πληρώματος. Ο Θεός ενεργεί ποικιλοτρόπως.

5. Απαιτείται τροποποίηση των αντικανονικών διατάξεων τού Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας τής Ελλάδος και του τρόπου λειτουργίας των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Δεν πρέπει να αμνηστεύουμε τις αντικανονικές διατάξεις που έχουν οι εκκλησιαστικοί αυτοί νόμοι, από τον υπαρκτό ή ανύπαρκτο φόβο της μη διαταράξεως των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.

 

Επί τέλους, ας ζητήσουμε ή ας δεχθούμε από τήν Πολιτεία να λειτουργή η Εκκλησία κατά το κανονικό δίκαιο, χωρίς να μας διακατέχη το σύνδρομο του φόβου έναντι της Πολιτείας. Παράλληλα, ας ενεργούμε εμείς οι Κληρικοί και ιδίως οι Επίσκοποι, βάσει των ιερών Κανόνων σε όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ζωής, για να μη φοβόμαστε τήν παρέμβαση της Πολιτείας.

Πολλοί επισημαίνουν ότι θα πρέπει να γίνουν αλλαγές στον τρόπο αποδόσεως της δικαιοσύνης στους Κληρικούς. Θεωρώ ότι θα πρέπει να ψηφισθή ένας νόμος από την Πολιτεία με πρόταση τής Εκκλησίας, που θα δίνη την αρμοδιότητα στην Εκκλησία να δικάζη τούς Κληρικούς της, όταν διαπράττουν κανονικά παραπτώματα, κατά το δικό της κανονικό δίκαιο.

Στο παρελθόν παρατηρήθηκαν διάφορες πρωτοβουλίες από εκκλησιαστικούς, πολιτικούς και νομικούς κύκλους στο θέμα αυτό, που όμως δεν ευοδώθηκαν. Είναι καλό να ερευνηθούν τα αίτια τής αποτυχίας των προσπαθειών αυτών και να τεθούν σε σωστά πλαίσια οι επόμενες κινήσεις μας, που θα λειτουργήσουν προς την ευκρινέστερη οριοθέτηση των σχέσεων εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης για να μη παρατηρούνται εκατέρωθεν εμπλοκές.

 

(Δημοσιεύθηκε στο Βήμα τής Κυριακής, 24-5-2009)

 

ΠΗΓΗ: Εκκλησιαστική παρέμβαση, ΙΟΥΝΙΟΣ 2009, http://www.parembasis.gr/2009/frames_09_06.htm

 

Θεολογία και σπουδές

Θεολογία και σπουδές

 

ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΚΑΔΗΜΙΕΣ

ΩΣ ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

 

Του Αλέξανδρου Σταθακιού

 

1. Οι πτυχιούχοι θεολογίας απέναντι σε ένα νέο σκηνικό

Θα ήταν μάλλον ομφαλοσκόπος, όποιος έλεγε ότι σήμερα το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, δεν είναι κρίσιμο ζήτημα του πολιτικού διαλόγου.

 Μέσα σε αυτό  το πλαίσιο και το θέμα των θεολογικών σπουδών και  του μαθήματος των θρησκευτικών στα πλαίσια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης που λειτουργεί μέσα σε ένα δημοκρατικό και ανεξίθρησκο κράτος, έχει αποκτήσει βαρύνουσα πολιτική σημασία.

Αναφορικά με το κεντρικό ζήτημα, φαίνεται να είναι απλή η λύση του για μια σεβαστή πλέον μερίδα «δημοσιολογούντων» και «δημοσιογραφούντων» σε χώρους, μέσα  και έντυπα  που ασκούν σημαντική επιρροή στην κοινή γνώμη: Άμεσος και απόλυτος χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, αρχή που για  πάρα πολλές από αυτές τις δηλώσεις, έχει ως συνέπεια την έξωση, ή την περαιτέρω υποβάθμιση (ως «ηθική», ή ως επιλεγόμενο μάθημα) του μαθήματος των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση, αφού μετά τον χωρισμό δεν είναι δυνατόν η Πολιτεία να θέτει ως σκοπό της δημόσιας εκπαίδευσης και την χριστιανική διαπαιδαγώγηση, πράγμα που ισχύει τουλάχιστον τύποις ακόμα και σήμερα .

Ότι και να πιστεύει κανείς για τα παραπάνω, η πραγματικότητα είναι ότι η ελληνική κοινωνία βάζει πλέον ως ζήτημα για διευθέτηση στο άμεσο μέλλον τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους και, όπως και να γίνει, ο χώρος δράσης του Επιστήμονα και Παιδαγωγού Θεολόγου, στην Εκπαίδευση κάθε βαθμίδας και στην Κοινωνία θα επηρεαστεί από μια τέτοια εξέλιξη.

Και δεν είναι μόνο η εγχώρια τάση, είναι και η διεθνής «πίεση» πλέον μια και ως λαός αποφασίσαμε να συνυπάρχουμε στο πλαίσια ευρύτερων Ευρωπαϊκών στην πλειονότητα τους διακρατικών θεσμών.[1]

Και μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό ήρθε η πολιτεία, μετά από διεργασίες ετών, να καταθέσει προς ψήφιση νομοσχέδιο για την ίδρυση τεσσάρων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών κατά το πρότυπο των παραγωγικών σχολών του στρατού.[2]

Από την άλλη βέβαια, αντισταθμιστικά θα μπορούσε να πιστέψει κανείς, έρχεται νομοσχέδιο από πανεπιστημιακούς (Ελληνική Ένωση για  τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) μέσω αρκετών βουλευτών  όλων των κομμάτων που θεσμοθετεί το διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους με συγκεκριμένα «βήματα» σε κάθε τομέα που μέχρι τώρα υπάρχει «συγχώνευση». [3]

            Αυτό το τελευταίο βέβαια, θα έρθει να προστεθεί «ως κερασάκι στην τούρτα» σε μια δύσκολη κατάσταση που βιώνει ο Θεολόγος. Δρα ανάμεσα σε εκατέρωθεν διαμορφωμένα στερεότυπα, που τον αλέθουν σαν «μυλόπετρες». 

Από τη μια είναι η, όλο και πιο φωναχτή τελευταία, δυσκολία του κοινωνικού συνόλου να τον δεχτεί ως επιστήμονα. Όσοι από τους αποφοίτους των θεολογικών σχολών, προσπάθησαν να ανοιχτούν σε διεπιστημονικά πεδία, συνήθως συνάντησαν την καχυποψία των περισσοτέρων μελών της επιστημονικής κοινότητας για το περιεχόμενο των σπουδών τους. Και αυτό γιατί υπάρχει ένα ευρύτερα διαδεδομένο στερεότυπο: «Τώρα κι ο Θεολόγος ήρθε για να μας κάνει κατήχηση», λένε συχνά αρκετοί επιστήμονες -όμορων μάλιστα χώρων, άνθρωποι δηλαδή που υπηρετούν άλλες ανθρωπιστικές ή πολιτιστικές επιστήμες (και η «κατήχηση» όχι άδικα στην αντίληψη πολλών ταυτίζεται με την προπαγάνδα).  Το στερεότυπο αυτό δεν είναι άσχετο  με την στάση των περισσοτέρων θεολόγων στο κοντινό παρελθόν. Μια στάση που και σήμερα συναντάται, παρότι είναι πλέον μειοψηφική.

Από την άλλη βέβαια και η θεσμική εκκλησία, όχι λίγες φορές τον βλέπει με καχυποψία αυτόν το «θεολόγο του κομπιούτερ», ένα θεολόγο που βγήκε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που βγάνουν και οι άλλοι ειδικοί και δεν τον ελέγχει. Και αυτό δυστυχώς το στερεότυπο έχει περάσει σε πολλούς από τους πολίτες που ακολουθούν ενεργότερα στο ιδεολογικό πεδίο (δυστυχώς υπάρχει και αυτή η πραγματικότητα) την Θεσμική Εκκλησία.

 Ο άνθρωπος αυτός μοιάζει σαν ένα παιδί που διαλύθηκε η οικογένεια του και κανένας από τους δυο γονείς δεν θέλει να το πάρει.

 

2. Η ανάγκη για επανεξέταση του ρόλου των πτυχιούχων Θεολογίας μέσα στην κοινωνία και την εκκλησιαστική κοινότητα.

 

Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση κάθε ένας και κάθε μία που έτυχε να σπουδάσουν Θεολογία και αναγνωρίζουν κάποιο ρόλο για τον εαυτό τους είναι αδύνατο να καθεύδουν. Είναι ανάγκη, επιτέλους, να διακηρυχθεί συλλογικά από τους κάθε βαθμίδας πτυχιούχους Θεολόγους η ταυτότητά τους ως ένας καθαρά χώρος έρευνας, επιστήμης, παιδείας γενικότερα «από την κοινωνία για την κοινωνία» και η πλήρης χειραφέτηση της Θεολογικής επιστήμης από την εξουσία των Εκκλησιαστικών Θεσμών. Αυτή η θέση βέβαια δεν εμποδίζει όποιον Θεολόγο θέλει να έχει πνευματική και αδελφική σχέση με το Εκκλησιαστικό Σώμα. Άλλο τέτοιας ποιότητας σχέση και άλλο η εξουσία.

Σε σχέση με το τελευταίο αξίζει να αναφέρω ότι αρκετοί αξιολογότατοι συνάδελφοι, ανάμεσά τους και ο π. Φιλόθεος Φάρος σε άρθρο του στη Σύναξη, τοποθετούνται κριτικά απέναντι στην ανάγκη των Θεολόγων να κατοχυρώσουν προς όλες τις πλευρές την επιστημοσύνη τους. Είναι απόλυτα δίκαιη αυτή η κριτική για όσους θέλουν να κατοχυρώσουν μια δήθεν «καθαρή επιστήμη», μια αντικειμενική επιστήμη «από καθέδρας». Σίγουρα, το αν κάποιος είναι Ορθόδοξος Χριστιανός, ή όχι μπορεί τον να επηρεάσει και να έχει μια ιδιαίτερη ματιά. Όπως μπορεί να επηρεάσει το αν είναι αριστερός ή δεξιός, το αν είναι διεθνιστής ή εθνικιστής και τόσα άλλα. Υπάρχουν άλλωστε Μαρξιστές και Φιλελεύθεροι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι, χωρίς κανένας ποτέ να αμφισβητήσει την επιστημοσύνη τους. Άλλο όμως είναι αυτό και άλλο να θέλουμε να κατοχυρώσουμε ένα πεδίο της πολιτισμικής πραγματικότητας, που ενδιαφέρει  ευρύτερα την κοινωνία στην ομολογία και όχι σε κάποιες μίνιμουμ μεθοδολογικές αρχές που μπορεί να γίνουν σεβαστές από όλους. Τελικά μια τέτοια κατάσταση διαφυλάσσει ακόμα και την ίδια την Εκκλησία, γιατί δεν υπάρχει ο κίνδυνος οι ερμηνείες των δικών μας μετριοτήτων να τοποθετούνται στη θέση του Λόγου του Θεού. Αυτός μόνο εν Συνόδω διατυπώνεται για κρίσιμα για την «σωτηρία του σύμπαντος κόσμου» ερωτήματα και με τέτοια γλώσσα έτσι ώστε η Αλήθεια να μην ταυτίζεται με την διατύπωσή της.

            Αν είναι όμως έτσι τα πράγματα, τόσο οριακά, γιατί επιτέλους δεν ξεκινά ένας ελεύθερος και πολύ-επίπεδος διάλογος από υπεύθυνους -κεντρικούς για το πρόβλημα της αυτοσυνείδησης των Θεολόγων- φορείς; Για παράδειγμα από τις εξεγερμένες εσχάτως -λόγω «Αρχιεπισκοπικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων»- κοσμητείες των Θεολογικών Σχολών;  Νομίζω ότι αυτό αργεί από το φόβο των αντιδράσεων: Κυρίως να μην κατηγορηθούν οι επιστήμονες και παιδαγωγοί θεολόγοι για «αθεΐα», «νεωτερισμό», «αντιεκκλησιαστικό πνεύμα». Αλλά επίσης αργεί από την προσδοκία κάποιας επιτέλους συν-αντίληψης με την πλειοψηφία των θεσμικών ηγετών των Ελλαδικής  Εκκλησίας. 

Θέλω να πιστεύω λοιπόν, ότι η παρέμβασή μου αυτή θα διευκολύνει έναν διάλογο για  να ξεπεραστούν κάποιες από τις αναστολές. Απευθύνομαι λοιπόν κυρίως στους ανθρώπους που έχουν την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας και εξηγούμαι:

Όποιος τα προτείνει αυτά δεν είναι «σώνει και καλά» άθεος και δεν διακατέχεται από αντιεκκλησιαστικό πνεύμα, αλλά φροντίζει για την κατοχύρωση του χώρου του στο πλαίσιο της κοινωνίας, της δημόσιας παιδείας και των ακαδημαϊκών σπουδών.

Όλοι ξέρουμε ότι το εκκλησιαστικό σώμα δεν φοβήθηκε πάντα την καινοτομία και τους νεωτερισμούς, αλλά αντίθετα πολλές φορές τα αποδέχτηκε, ερμηνεύοντας τα  δυναμικά «υπό το φως της Ανάστασης του Χριστού». Όσοι Θεολόγοι θέλουν να διατηρήσουν την σχέση τους με το εκκλησιαστικό σώμα, θα βοηθηθούν με ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα. Θα κάνει τη σχέση τους με την Εκκλησία πιο υγιή, σύμφωνα με τις πραγματικές  προϋποθέσεις  της ιδιότητάς τους.

Επειδή έχω περάσει από Ελλαδική Θεολογική σχολή, φαντάζομαι την υποτιμητική αντίδραση ορισμένων κύκλων με το άκουσμα και μόνο αυτών των εισαγωγικών αράδων. Αυτά είναι «θύραθεν» θα πουν…Είναι αλήθεια, ακόμα και σήμερα, πολλοί και ορισμένες φορές διακεκριμένοι θεολόγοι φοβούνται μην χαρακτηριστούν «θύραθεν» ή «κοσμικοί» από ορισμένους κύκλους, που δυστυχώς επηρεάζουν όχι μόνο τον κλήρο, αλλά και ένα μέρος όσων ακολουθούν ενεργότερα την Θεσμική Εκκλησία[4].

Τι σημαίνει «θύραθεν», όταν είναι η δική μου αλήθεια, ο κόπος μου, ο προβληματισμός μου. Πράγματα που ο Χριστός δεν έρχεται να τα καταργήσει, αλλά να τα απαντήσει και να τα φωτίσει σε ένα ζωντανό διάλογο, σε μια προσωπική σχέση όπου το ανθρώπινο διασώζεται. Αυτό δεν πάμε να πούμε στην κοινωνία; Γιατί αν πάμε να πούμε διαφορετικά , τότε θα μας κλείσουν όλες τις πόρτες και καλά θα κάνουν.

Πέρα από τα τελευταία θυμικά μου επιχειρήματα, όλη αυτή η παραφιλολογία για το «θύραθεν» της επιστημονικής θεολογίας από τη μια και για την καταξίωσή της στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών από την άλλη έχει απαντηθεί ενδελεχώς εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια από τον καθηγητή Νίκο Ματσούκα σε άρθρο του στο περιοδικό «Διαβάζω». Αν και αισθάνομαι ότι επαναλαμβάνω πράγματα,  θα σημειώσω την παρομοίωσή που έκανε για το εκκλησιαστικό σώμα ως γυναίκας που γεννά (και παράγει πολιτισμό) και ως γιατρού γυναικολόγου του θεολόγου (που ασχολείται επιστημονικά με αυτόν τον πολιτισμό). Σίγουρα μπορεί να γεννηθεί παιδί χωρίς την μεσολάβηση της επιστήμης. Όμως κανένας σώφρων γονιός δεν θα διακινδύνευε σήμερα να το επιχειρήσει.

 Η επιστημονική θεολογία ξεκίνησε αξεδιάλυτα στην αρχή πλάι στην εκκλησιαστική πράξη, αλλά περιέλαβε γρήγορα όλες τις βασικές επιστημολογικές αρχές και μεθόδους που έχουν και σήμερα όλες οι ανθρωπιστικές επιστήμες, Σιγά – σιγά όμως άρχισε να αυτονομείται. (Αλήθεια που κατατάσσουν  οι πολέμιοι του «θύραθεν» τον Ιουστινιανό, το Λέοντα τον Σοφό και τον κρατικό λειτουργό Φώτιο, πριν γίνει σε μια νύχτα πατριάρχης;)  Είναι αλήθεια ότι σημείο καμπής υπήρξε η ίδρυση ορθόδοξων θεολογικών σχολών με βάση τα προτεσταντικά πρότυπα, αλλά αυτό ήδη είναι πολύ μακριά. Τα θεολογικά τμήματα σήμερα νομιμοποιούνται να υπάρχουν εκτός και ανεξαρτήτως των εκκλησιαστικών δομών, πιστεύω και από τις δυο πλευρές: Από την  κοινωνία των πολιτών μέσω της ακαδημαϊκής κοινότητας, γιατί υπηρετούν με νόμιμες επιστημολογικές αρχές και μεθόδους ένα διακριτό τομέα σπουδών.

Επίσης, όσο και αν στην αρχή θα φανεί ρηξικέλευθο, μπορούν να γίνουν  αποδεκτά και από την Εκκλησία. Όχι βέβαια με τις προτεσταντικές προϋποθέσεις των αρχών του 19ου αιώνα. Όχι δηλαδή ως ένας λόγος που κατευθύνει την Εκκλησία, αλλά ως ένα εργαλείο που μπορεί να το χρησιμοποιήσει η Εκκλησία ελεύθερα και δυναμικά.[5] Και ας ξαναέρθουμε στο παράδειγμα του γυναικολόγου. Κανείς μπορεί να έχει ένα διάλογο με τον γιατρό του, να ελέγξει τις μεθόδους του, να δει τι κάνουν και άλλοι συνάδελφοί του, να ελέγξει την ποιότητα των οργάνων που χρησιμοποιεί, αλλά αν δεν είναι ο πιο ακραίος φουνταμενταλιστής δεν θα απορρίψει την βοήθεια της ιατρικής επιστήμης. 

            Τι χρειαζόταν όλα τα παραπάνω; Απλούστατα γιατί, αν για τις θεολογικές σπουδές τίθεται το δίλημμα με την κοινωνία των πολιτών και χωρίς προκαθορισμούς, ή με την κηδεμονία της θεσμικής εκκλησίας, κατά την γνώμη μου πρέπει να δοθεί μια σαφέστατη απάντηση: Με την κοινωνία των πολιτών.[6]

Για μένα μια τέτοια απάντηση θα ισοδυναμεί με την ενηλικίωση της Ελλαδικής θεολογικής σκέψης: «Δεν είμαι Προφήτης, δεν είμαι Απόστολος (αυτό πάντα σε σχέση με το ότι έχω διδαχθεί), αλλά άμα κάνω σωστά τη δουλειά μου, μπορεί να βοηθήσω τους Προφήτες και τους Απόστολους».

 

3. Η ίδρυση των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών  και ο επαγγελματική ταυτότητα των πτυχιούχων θεολογίας

           

             Καταρχήν, αν το θέμα ετίθετο γενικά και αόριστα, αν έχει, δηλαδή, ο εκκλησιαστικός οργανισμός δικαίωμα να ιδρύσει ακαδημαϊκού επιπέδου σχολές για να εκπαιδεύει και να παρέχει συνεχιζόμενη επιμόρφωση και ειδική κατάρτιση  στα στελέχη του, ιερείς, ιεροψάλτες, στελέχη της διακονίας (μια δουλειά επιπέδου, σαν κι αυτή που έκανε και κάνει ο Κίσσαμου Ειρηναίος με την  Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης), νομίζω, ότι όσοι θέλουμε να ξεχωρίζει σιγά- σιγά η Εκκλησία από το Κράτος,  δεν θα μπορούσαμε να έχουμε κάποια αντίρρηση, παραμένοντας συνεπείς στην θέση μας.

            Όμως δεν πρόκειται για τέτοιες σχολές, πρόκειται για σχολές απομίμηση των αναλόγων στρατιωτικών, αφού η εισαγωγή προϋποθέτει την προ-έγκριση της διοίκησης της Εκκλησίας, έχει συνέντευξη, οι σπουδαστές μένουν υποχρεωτικά εσώκλειστοι και οι διδάσκοντες ελέγχονται από την διοίκηση για την «ορθόδοξη πίστη και το ήθος τους».[7]

Να δούμε όμως, με μια γρήγορη ματιά,  τι προβάλλεται ως αιτία δημιουργίας αυτών των σχολών εκτός βεβαίως της εισηγητικής έκθεσης του νομοσχεδίου:

«Στις θεολογικές σχολές εισέρχονται νέοι που ελάχιστη σχέση έχουν με την Εκκλησία».[8]

Η διάσταση απόψεων ανάμεσα σε μερίδα των καθηγητών θεολογίας  και ιεραρχών.[9]

Ο περιορισμός της «ανεξέλεγκτης εξουσίας των ακαδημαϊκών θεολόγων πάνω στην Εκκλησία» και η ελλιπής θεολογική έρευνα και παραγωγή στις κρατικές θεολογικές σχολές, ο οποίοι βέβαια αισθάνονται τον ανταγωνισμό και αντιδρούν. [10]

            Για το πρώτο και το δεύτερο σημείο νομίζω διεξοδικά τοποθετήθηκα παραπάνω: Εξαρτάται πως βλέπει κανείς την θεολογική επιστήμη: ως ένα λόγο που κατευθύνει την εκκλησία, ή ως ένα εργαλείο που όλοι – πρωτίστως η εκκλησιαστική κοινότητα και οι λειτουργοί της- μπορούν να χρησιμοποιήσουν ελεύθερα και δυναμικά.

            Για το τρίτο σημείο χρειάζεται να γίνει παραπάνω κουβέντα: Ας υποθέσουμε και ίσως βάσιμα ότι οι πανεπιστημιακές θεολογικές σχολές ακολουθούν τις δυσκαμψίες των Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. της χώρας μας, που πάρα πολλοί από τους ίδιους τους πανεπιστημιακούς ομολογούν.[11] Τι προτείνεται όμως ως λύση: να θεωρηθούν ανταγωνιστικά καθιδρύματα που η έρευνα και η γνώση -όχι με ανομικές καταστάσεις, αλλά βάσει νόμου- ποδηγετείται;  Επίσης τι σημαίνει ότι οι θεολόγοι ασκούν ανεξέλεγκτα έλεγχο στην Εκκλησία; Αυτό είναι το καθήκον κάθε πολίτη αυτής της χώρας: είτε εκπαιδευτικός είναι αυτός είτε εφοριακός, ακόμα και μέσω του ρόλου του και μέσα στα πλαίσια των θεσμών έχει υποχρέωση να ασκήσει όσο και όποιο έλεγχο του έχει επιτρέψει η πολιτεία να ασκεί. Ο έλεγχος βέβαια των εκπαιδευτικών γίνεται μέσω της έρευνας και της παιδείας και αν τα κριτήρια ελέγχου τους δεν συντονίζονται με αυτά τα δυο, εκεί πρέπει να «νύξει» κανείς, όχι να ζητήσει την βοήθεια από άλλους, εξωγενείς για αυτό το πλαίσιο, παράγοντες. 

Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει εμπιστοσύνη (εκτός λίγων  εξαιρέσεων φυσικά)  στον Εκκλησιαστικό οργανισμό ότι έχει την κατάλληλη οργάνωση και αντίληψη  για να λειτουργήσει με όλα τα ακαδημαϊκά αλλά και δημοκρατικά εχέγγυα (που σήμερα είναι συνυφασμένα με τους σκοπούς της παιδείας και της έρευνας), ανώτατες  εκπαιδευτικές δομές.[12] H ίδρυση των ανώτατων εκκλησιαστικών σχολών με τον τρόπο που επιχειρείται από την ιεραρχία -ως απομίμηση των παραγωγικών σχολών  των Ενόπλων Δυνάμεων, πέρα από τον προβληματισμό για το πρόδηλο αρχέτυπο που έχει στο μυαλό της η θεσμική εκκλησία για τον  σημερινό κλήρο και τους άλλους λειτουργούς της εκκλησιαστικής διακονίας (…«στρατιωτάκια ακίνητα, αμίλητα και αγέλαστα»), κάνει τους θεολόγους, σχετικούς γνώστες κάποιων πραγμάτων που αποσιωπούνται, να αντιδρούν. [13]

Έχουν δικαίωμα καταρχήν ως πολίτες, γιατί με χρήματα του ελληνικού δημοσίου θα στηρίζονται αυτές οι σχολές και είναι θεμιτό να έχουν λόγο περί της ποιότητας αυτών των σχολών, τουλάχιστον όσοι πολίτες γνωρίζουν από θεολογικές σπουδές.[14]

Πέρα από αυτό, νομίζω ότι όσοι θεωρούν τον εαυτό τους Χριστιανό Ορθόδοξο έχουν λόγο εδώ ακόμα πιο παρεμβατικό, γιατί η Εκκλησία στην οποία ανήκουν, προβαίνει σε ένα τόσο σημαντικό βήμα χωρίς να κάνει διάλογο με τα μέλη της. (Γιατί άραγε να δοθούν αυτά τα χρήματα από το κράτος σε Εκκλησιαστικές δομές που δεν είναι πρώτης ανάγκης και όχι σε άλλες που τα μέλη της Εκκλησίας θεωρούν αναγκαίες;) Αλλά η Εκκλησιαστική ηγεσία δεν κάνει διάλογο ούτε με αυτούς που μέχρι σήμερα θεωρούσε δασκάλους των Ιεραρχών της. Δηλαδή με τον χώρο των Θεολογικών Γραμμάτων.  Ποιος θα  ακούσει όμως τα μέλη της Εκκλησίας; Όταν δεν βοούν βέβαια αγελαία σε συνάξεις και ζητούν δομές διαλόγου και συν-απόφασης εντός της Εκκλησίας; Γι' αυτόν τον λόγο συχνά και τα μέλη της Εκκλησίας αναζητούν την βοήθεια της Πολιτείας για «τα του οίκου τους».  Έχουν -όχι αναίτια- την αίσθηση ότι ο λόγος τους, ο προβληματισμός τους, η ψήφος τους, η παρεμβολή τους σε πρόσωπα και δομές μπορεί να έχουν κάποια αποτελεσματικότητα στην συμπεριφορά της Πολιτείας, παρά της Θεσμικής Εκκλησίας. Έτσι δεν έγινε στο παρελθόν και με το θέμα της ενοριακής οργάνωσης (νόμος Τρίτση);  Είναι λοιπόν αστείο, ακόμα και να λέγεται από μερικούς, ότι οι Θεολόγοι τα βάζουν με την Εκκλησία. Ποια Εκκλησία;

Τέλος πάντων,  ακόμα και οι αδαείς περί των εκκλησιαστικών κατανοούν, ότι άλλες είναι οι πρωτεύουσες ανάγκες του εκκλησιαστικού οργανισμού και άλλες πάνε να καλυφθούν (οι οποίες έχουν σχέση με το γόητρο της εκκλησιαστικής ηγεσίας). Διότι ο ενοριακός κλήρος και το λοιπό προσωπικό των ενοριών χρειάζεται θεσμική αναβάθμιση του ρόλου του. Η αναβάθμιση αυτή, θα μπορούσε να υποστηριχθεί με πολλά ανοιχτά περιφερειακά μορφωτικά ιδρύματα της Εκκλησίας, που θα προσφέρουν πολυσχιδή και διαρκή κατάρτιση (στο πρότυπο της  Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης) και όχι με τις «Εκκλησιαστικές Ακαδημίες» στο πρότυπο των παραγωγικών σχολών του Στρατού[15]

      Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο καλό είναι να αναφερθεί κανείς και στο «πάπλωμα», αν και δεν γίνεται ο καυγάς μόνο για αυτό, παρόλα αυτά υπάρχει. Κανείς λοιπόν θεολόγος- ένας ανασφαλής εκ των πραγμάτων άνθρωπος, δεν αφήνει τις  βάσιμες υπόνοιες του ότι αυτές οι σχολές φτιάχνονται για να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά προς τα θεολογικά τμήματα. Με λίγα λόγια να υποκαταστήσουν ή ακόμα και να αντικαταστήσουν στο μέλλον τα θεολογικά τμήματα και να μείνει ακόμα περισσότερο «ξεκρέμαστος». Ερέθισμα για αυτές τις υπόνοιες, είναι το ερώτημα «γιατί η Εκκλησία δεν αξιοποιεί σε πρώτη φάση τους άνεργους θεολόγους σε πολλές από τις θέσεις λαϊκών που θέλει να καλύψει με τις σχολές της;[16]»

Το πολύ πρόσφατο παρελθόν εδραιώνει την καχυποψία. Είναι γνωστή ιστορία των Ποιμαντικών Τμημάτων εντός των Θεολογικών Σχολών Αθήνας -Θεσσαλονίκης, τα οποία από διετείς επιμορφωτικές δομές για τους κληρικούς εξελίχθηκαν, μετά από πιέσεις εκκλησιαστικών και παρά-εκκλησιαστικών  παραγόντων σε όμορους των θεολογικών τμημάτων χώρους ανέλιξης δευτεροβάθμιου εκπαιδευτικού προσωπικού. Βέβαια, όταν κάποια στιγμή εντάχθηκαν αθρόα στην επετηρίδα  των θεολόγων εκατοντάδες απόφοιτοι των Ποιμαντικών  τμημάτων που δεν είχαν πιο μπροστά δικαίωμα ένταξης, κανείς δεν νοιάστηκε για τα  εργασιακά αδιέξοδα του κλάδου. Όπως κανείς δεν εξέτασε το ότι με διαφορετικά κριτήρια εισήχθησαν οι μεν και οι δε στο Πανεπιστήμιο. Αλλά είπαμε, αυτό που τότε μέτρησε ήταν να μην κατηγορηθούν οι πολιτικοί πως θέλουν να βγάλουν έξω από την Παιδεία την Εκκλησία και τους Κληρικούς. Το ίδιο «επιχείρημα» ακούγεται πάνω κάτω και σήμερα.

            Κι αν πάει κανείς παρακάτω αξίζει να αναρωτηθεί γιατί η Εκκλησία δεν αξιοποιεί σε πρώτη φάση τους άνεργους θεολόγους σε πολλές από τις θέσεις λαϊκών που θέλει να καλύψει με τις σχολές της, δείχνοντας αν θέλετε και μια φιλάνθρωπη στάση για ανθρώπους που βρίσκονται συχνά στην έσχατη ένδεια;

Εδώ ακούγεται το επιχείρημα: «Δεν είμαστε σίγουροι, ότι θα βρούμε μέσα από αυτούς πραγματικά μέλη της Εκκλησίας.»

Αν το ερευνήσει όμως κανείς προσεκτικά θα δει  ότι και αυτό ακόμα είναι πρόφαση: Είναι τόσοι πολλοί οι άνεργοι και υποαπασχολούμενοι απόφοιτοι που μπορεί εύκολα να γίνει μια επιλογή. Ας προσθέσουμε επίσης ότι πάρα πολλοί απόφοιτοι των θεολογικών σχολών προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, της Ελληνικής επαρχίας, όπου κατά κανόνα λειτουργούν παραδοσιακά πλαίσια νοοτροπιών και κοινωνικών στάσεων, αν ορισμένους τους τρομάζει «η παγκόσμιος επανάστασις της νεολαίας», όπως θα έλεγε και ο μακαριστός Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων[17]. Και για το τυπικό του πράγματος θα μπορούσαν να ζητούν ως απαραίτητο εχέγγυο για την κάλυψη της θέσης , την διαβεβαίωση της ενοριακής επιτροπής της ενορίας των ενδιαφερομένων. Η ενοριακή  επιτροπή μπορεί να γνωρίζει αν είναι κάποιος ή κάποια μέλος της Εκκλησίας. (Όσο γίνεται βέβαια με βάση εξωτερικά στοιχεία, εγώ ακόμα και γι' αυτό κρατάω επιφυλάξεις).

Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς και τους σπουδαστές και τους αποφοίτους των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών που υπάρχουν σήμερα. Είναι και αυτοί μετέωροι, θύματα μαζί με άλλους της επεκτατικής διάθεσης της Εκκλησιαστικής ηγεσίας, «πάλαι τε και επ' εσχάτων».  Θα μπορούσε να προτείνει κανείς, όσοι από αυτούς, δεν κατάφεραν να εισαχθούν με κατατακτήριες στα Θεολογικά τμήματα, να τύχουν μιας ευνοϊκής ρύθμισης για εξομοίωση του πτυχίου τους με αυτό των Θεολόγων, κατόπιν περαιτέρω σπουδών, υπό την εποπτεία των Θεολογικών σχολών. Όπως ακριβώς έγινε με τους Δασκάλους των πρώην Παιδαγωγικών Ακαδημιών, που εξομοιώθηκαν με αυτούς των Παιδαγωγικών τμημάτων των Πανεπιστημίων. Στο ΑΣΕΠ θα δώσουν εν τέλει και αυτοί εξετάσεις, εκεί που είναι ένας προς είκοσι, ας είναι ένας προς είκοσι έναν.  Από κει και πέρα όμως, αυτές οι σχολές θα πρέπει να αντικατασταθούν από Ινστιτούτα Εκκλησιαστικής Κατάρτισης που θα παρέχουν ειδική κατάρτιση για την καθημερινότητα της υπηρεσίας σε έναν Ναό (Λειτουργική, Ψαλτική κ.τ.λ.), στα οποία ακόμα και οι πτυχιούχοι Θεολόγοι που θέλουν να γίνουν κληρικοί θα πρέπει να φοιτούν, γιατί άλλο πράγμα είναι αυτές οι γνώσεις και δεξιότητες και άλλο η Θεολογική Επιστήμη[18]

 

4. Είναι οι εν λόγω Ακαδημίες Ομολογιακές  Θεολογικές σχολές;

 

Τέλος μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η Θεσμική Εκκλησία θέλει αυτές τις σχολές, γιατί έχει αισθανθεί την ανάγκη ίδρυσης Ομολογιακών Θεολογικών σχολών. Θεωρεί ότι οι υπάρχουσες Θεολογικές σχολές, για να παραμείνουν στα πλαίσια των δημοσίων πανεπιστημίων, θα χειραφετηθούν ολοκληρωτικά από το Δόγμα και θέλει να προλάβει τις εξελίξεις. Βλέπει από την άλλη,  παραδείγματα όμορων χώρων και λέει «γιατί όχι και εγώ;»[19]

Όμως αν είναι αυτός ο στόχος πρέπει να δηλωθεί ξεκάθαρα,  και να γίνει διάλογος επ' αυτού. Γιατί ένα τέτοιο εκκλησιαστικό-κρατικό κατασκεύασμα  σαν την «Εκκλησιαστική Ακαδημία», διόλου δεν θυμίζει λ.χ. τη «Γκρεγκοριάνα» ή το «Πανεπιστήμιο του Λατερανού» (που τέλος πάντων άλλη είναι η ιστορία τους[20]), αλλά καταστάσεις στις πρώην «ανατολικές» χώρες, όπου τα εκκλησιαστικά σεμινάρια ανακηρύχθηκαν «εν μία νυκτί» πανεπιστήμια, λόγω και του αυξημένου πολιτικού ρόλου των τοπικών εκκλησιών σε αυτές τις μεταβατικές περιόδους.[21] Και να μας πει βέβαια κανείς ποία η προσφορά στην θεολογικά γράμματα αυτών των σχολών. Αν είχαν έναν Στανιλοάε, τον είχαν από πριν.  Και να μας πει βέβαια: «τι διαφορετικό εν τέλει θα κάνουν αυτές οι σχολές;»

 Ο Καθηγητής του τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, Λ. Σιάσος υποστηρίζει ότι είναι «κορυφαία επιστημονική κατάκτηση των μοναδικών στην Ευρώπη θεολογικών μας σχολών να μην είναι ομολογιακές -και γι' αυτό είναι ευσήμως αναγνωρισμένες διεθνώς»[22] Σε αυτές τις σχολές όταν πλέον και τυπικά θα έχει κατοχυρωθεί πλουραλιστική έκφραση, θα είναι ευτύχημα να σπουδάζει κάποιος λειτουργός της Ορθόδοξης Εκκλησίας γιατί σε έναν πλουραλιστικό κόσμο θα εργαστεί και πρέπει να προετοιμαστεί για αυτό με έναν τρόπο σπουδών που προάγει τον διάλογο.

Αλλά, ας πούμε ότι τα πράγματα ήταν ιδανικά και η Εκκλησία ήθελε να έχει ένα επιπλέον ερευνητικό ίδρυμα που να ασχολείται ακόμα πιο έντονα με «τα του οίκου της». Τίποτε μεμπτό σε αυτό. Να αναλάβει η Εκκλησία το κόστος ίδρυσης ενός τέτοιου οργανισμού (ενός γιατί αν δεν υπάρχει ο κρατικός κορβανάς, θα χρειαστεί οικονομία στα αργύρια) και να προχωρήσει. Θα έλεγα ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον νόμο που διέπει τα κολέγια και αν αργότερα πραγματικά γινόταν σοβαρή δουλειά θα μπορούσε να ζητήσει την αναγνώριση αυτής της σχολής από το κράτος. Επίσης, θα μπορούσε αν είχε αποκτήσει κύρος να συνεργαστεί με το «πανεπιστήμιο του Λατερανού» π.χ., όπως συνεργάζονται και άλλα κολέγια με ξένα πανεπιστήμια και να διευκολύνει τον δρόμο προς την αναγνώριση. Είναι αναγκαίο επίσης, να κατοχυρωθεί το αυτοδιοίκητο της σχολής αυτής, γιατί ακόμα και ως Ομολογιακή μια Θεολογική Σχολή παραμένει χώρος ακαδημαϊκής παιδείας και όχι απλής επαγγελματικής κατάρτισης. Αναγκαστικά η διοίκηση της Εκκλησίας θα επιλέξει το πρώτο  σώμα εκλεκτόρων του διδακτικού προσωπικού αυτής της σχολής. Μεταξύ των ειδικών υπάρχει βέβαια δυσπιστία, αν αυτό θα μπορούσε να γίνει αξιοκρατικά, αλλά έτσι συγκροτείται η διοίκηση της Εκκλησίας σήμερα και αυτό το έχουμε de facto δεχτεί για μείζονα ζητήματα.  Από κει και πέρα όμως η διοίκηση των σχολών θα έπρεπε να δοθεί αποκλειστικά στους διδάσκοντες. Η Ιεραρχία θα μπορούσε συμβουλευτικά και μόνο να έχει λόγο για γενικά ζητήματα, π.χ. πόσες διδιακτικές ώρες  «λειτουργικής θεολογίας», ή «διεκκλησιαστικών σχέσεων» περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα σπουδών.

Τέλος (και πάλι «για το πάπλωμα») θα έπρεπε να συζητηθούν τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων τους ανοιχτά. Δηλαδή, αν λειτουργήσουν με την λογική ότι δεν εξυπηρετούν την Εκκλησία Θεολογικά τμήματα που είναι της αρχής «από την κοινωνία για την κοινωνία», οι απόφοιτοι τέτοιων «κλειστών» σχολών δεν είναι δυνατόν να έχουν εργασιακές αξιώσεις στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. 

             

5. Το μάθημα των θρησκευτικών


Με τα παραπάνω, κατά την γνώμη μου, γίνονται σαφή και τα κίνητρα της θεσμικής εκκλησίας που ζητά συχνά και ζήτησε πρόσφατα να έχει λόγο για το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών[23].

Θα πρέπει βέβαια να τονίζει εδώ κανείς ότι η θεσμική εκκλησία εκμεταλλεύεται την ατολμία των εκάστοτε πολιτικών ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας που δεν έχουν ξεκαθαρίσει το περιεχόμενο αυτού του μαθήματος για λόγους ψηφοθηρικούς. Δεν έχουν αποφασίσει να πουν ανοιχτά ότι τα θρησκευτικά είναι ένα μάθημα γνώσης του υπαρκτού θρησκευτικού πολιτισμού (με ιδιαίτερο ασφαλώς ενδιαφέρον για τον Ελληνορθόδοξο πολιτισμό, εξ αιτίας του χωροχρονικού εντοπισμού) και όχι μάθημα κατήχησης.  Δεν ειπώθηκε καθαρά ότι για να σταθεί ένα τέτοιο μάθημα στα πλαίσια ενός ανοιχτού και δια-πολιτισμικού πλαισίου δημόσιας εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι ώρα προπαγάνδισης (έστω και «λάϊτ») μιας οποιασδήποτε ομολογίας. Ακόμα και αν η πλειοψηφία των γονιών θέλει κάτι τέτοιο, δεν είναι δυνατό να μη δεχτεί κανείς το δικαίωμα των νέων να διαμορφώνουν ελεύθεροι την θρησκευτική τους συνείδηση, τουλάχιστον χωρίς σκόπιμη κρατική προπαγάνδα. Από την άλλη η Πολιτεία πρέπει να έχει την υποχρέωση να μεταφέρει  αδογμάτιστα πληροφορίες και γνώσεις  για τον θρησκευτικό πολιτισμό που περιβάλλει τη νέα γενιά, γιατί αν δεν το κάνει αυτό αφήνει χώρο σε κάθε λογής φανατικούς, μάγους και φουνταμενταλιστές να δράσουν. Αλλά και τι ποιότητα κατήχησης να δώσει κανείς σε ένα περιθωριοποιημένο μάθημα, ανάμεσα σε άλλα μαθήματα με τα οποία δεν συνδέεται οργανικά; Έτσι σε κάθε κρίση στον χώρο της Δημόσιας Παιδείας, το μάθημα των Θρησκευτικών κατηγορείται ως ένας ενδεικτικός αναχρονισμός της κατάντιας της Παιδείας.

Αν δει κανείς σε βάθος τα πράγματα την θεσμική εκκλησία δεν την βλάπτει μια τέτοια κατάσταση. Γιατί, με την συνεχιζόμενη υποβάθμιση του μαθήματος των θρησκευτικών και την ταυτόχρονη «επέλαση» του αιτήματος χωρισμού εκκλησίας και κράτους, ευελπιστεί ότι κάποια στιγμή θα αναλάβει μόνη της την θρησκευτική αγωγή των παιδιών  κάποιων παιδιών και μάλιστα στα πλαίσια του σχολείου. Είναι ένα ενδεχόμενο και θα παλέψει για γι αυτό. Μπορεί να της δοθεί ως αντάλλαγμα.. Ήδη έχουν ακουστεί παραδείγματα χωρών (Γερμανία) όπου τα θρησκευτικά είναι επιλεγόμενο μάθημα, το οποίο διδάσκεται εντός σχολικού ωρολογίου προγράμματος από λειτουργούς της κάθε αναγνωρισμένης ομολογίας. Για την θεσμική εκκλησία είναι  μια λύση που την αναβαθμίζει σε παροχέα εκπαίδευσης (έστω περιορισμένης) στον χώρο  της γενικής παιδείας, για τους Θεολόγους, επιστήμονες και παιδαγωγούς όμως;

Συνεπώς όλοι οι πτυχιούχοι Θεολογίας[24] θα ήταν καλύτερα να παλέψουν για τα αναφαίρετα δικαιώματά τους στη ζωή και την δημιουργία σε άλλο πλαίσιο και μήκος κύματος από την Θεσμική Εκκλησία. Χωρίς να χρησιμοποιούν ως ασπίδα την ορθόδοξη χριστιανική πίστη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αλλά την εκπαίδευσή τους και την διάθεσή τους για αποτελεσματική εργασία.

Είναι μάλιστα ενθαρρυντικό ότι με ένα τέτοιο πλαίσιο για το ρόλο και το έργο του Θεολόγου- Καθηγητή, η επαγγελματική του θέση στο δημόσιο σχολείο δεν αμφισβητείται ούτε με βάση την οδηγία του Συμβουλίου της Ευρώπης, ούτε με βάση το νομοσχέδιο των εισηγητών των χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους[25]. Ειδικά για την δεύτερη περίπτωση, ίσως δεν είναι άσχετος ο λόγος που βγήκε από πολλούς καθηγητές των Θεολογικών σχολών απέναντι στο ενδεχόμενο ίδρυσης Εκκλησιαστικών Πανεπιστημίων με κρατική «βούλα» και από το κρατικό «κομπόδεμα», λόγος που άρχισε να πείθει ορισμένους ότι στις Θεολογικές σχολές δεν διδάσκουν κατήχηση.[26]  Και αυτό μάλιστα όταν δεν έχει σταματήσει η αρθρογραφία που μιλά για «το παράδοξο των παραγωγικών πανεπιστημιακών θεολογικών σχολών».[27]

Δεν αντιπαρέρχομαι το γεγονός ότι στην  πλειοψηφία τους οι θεολόγοι αισθάνονται μέλη της Εκκλησίας, πρέπει όμως να κατανοήσουν ότι ο χώρος δουλειάς τους στην κοινωνία δεν προσφέρεται για Ιεραποστολή. Ή μάλλον καλύτερα, μπορούν να κάνουν και Ιεραποστολή με άλλον τρόπο. Αυτό-παραιτούμενοι  από την διάθεση επέκτασης της ομολογίας τους και προωθώντας την συνάντηση, την συνεννόηση και την αλήθεια του Άλλου, γίνονται, με την σιγουριά τους, οι ίδιοι φωνές της Ανάστασης του Χριστού, χωρίς να χρειαστεί να κάνουν απολογητική. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάν ότι, όπως το Ελλαδικό κράτος τους έδωσε κάποτε ουσιαστικά την εντολή να κάνουν κήρυγμα στα σχολεία για τους δικούς του ιδεολογικούς και πολιτικούς σκοπούς,[28] μπορεί για τους ίδιους λόγους αύριο να τους αφαιρέσει κάθε δυνατότητα πρόσβασης στην εκπαίδευση. Τότε σε άλλες ικανότητές του πρέπει να στηριχτούν και όχι στην δεξιότητα τους να «κηρύσσουν τον Λόγο του Θεού». 

Με όλα αυτά πιστεύω ότι η επάρκεια κάθε Θεολόγου μπορεί να ζυγιαστεί στο αν δημιουργεί ένα κριτικό ενδιαφέρον για τον θρησκευτικό πολιτισμό, ανταποκρινόμενος στην πραγματικότητα του χειραφετημένου ανθρώπου (εν πολλοίς και του πιστού – μέλους της Εκκλησίας).  Ο άνθρωπος σήμερα, αν ανήκει κάπου, θέλει να ανήκει «μέσα από τον δικό του δρόμο». Μπορεί βέβαια να τον κοιμήσεις με την τηλεοπτική πλύση εγκεφάλου για λίγο, αλλά δεν μπορεί να δεχτεί στατικές καταστάσεις.  Όσοι πιστεύουν ότι αυτή η εξέλιξη είναι κυρίως αρνητική, είναι αδύνατο να αποκτήσουν οργανικό σύνδεσμο με την κοινωνία . Τότε τους μένει μόνο η προπαγάνδα και η άμυνα μέσω θεσμικών διευκολύνσεων. Σαν τον γονιό που χάνει την σχέση του με την οικογένειά του και ζητά δικαστικές αποφάσεις για να βλέπει τα παιδιά του.



[1]Ένας από αυτούς είναι και το «Συμβούλιο της Ευρώπης», που εξέδωσε πρόσφατα (10/2005) οδηγία για «την Εκπαίδευση και τη Θρησκεία», η οποία – αργά ή γρήγορα- θα επηρεάσει τον τρόπο που  διδάσκονται τα θρησκευτικά στην Ελλάδα. Βλέπε σχετικά ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 7/10/2005 σ. 42.

[2] ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19/11/05, σ. 4 & Το ΒΗΜΑ 25/9/2005, σ . Α 44-45

[3] ΤΑ ΝΕΑ 20/10/2005, σ.9

[4] Ονομάζω «θεσμική εκκλησία» αυτή την οντότητα που θα ονόμαζε κάποιος  «ποιμαίνουσα εκκλησία», ή κάποιος άλλος  «ιερατείο». Ωστόσο αυτός που θα ήθελε να γεφυρώσει την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία με τον σύγχρονο τρόπο θέασης των  κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων ( οι εκκλησιαστικές σχέσεις στην «οριζόντια», αλλά ακόμα και στην «κάθετη» διάσταση τους είναι τέτοιες)  θα προτιμούσε να χρησιμοποιεί τη λέξη  «λειτουργός» από τη λέξη «ποιμήν». Για να μη μπει κανείς σε ένα κυκεώνα αντεγκλήσεων για «το μάτι της βελόνας», ας ξεκινήσω από το ότι τα «Λογικά Πρόβατα» έχουν  βοσκό ένα «Σφαγμένο Αρνί». Για  μια κοινωνία που έχει την «χειραφέτηση» ως πρώτιστη αξία, ο όρος «λειτουργός» και δόκιμος  είναι και ιστορικός και περιγράφει καλύτερα αυτό που γίνεται . Όμως η «ποιμαίνουσα» Εκκλησία φαίνεται να συντονίζει τον λόγο της και τη δράση της  στην ενδυνάμωση της θεσμικής της  παρουσίας , πιστεύοντας ότι έτσι θα διασφαλίσει την απρόσκοπτη συνέχειά της, παρά  στην συνάντησή της με τον σημερινό άνθρωπο, με τις δυνατότητές του και τα αδιέξοδά του ,  πράγμα που με δυσκολεύει να την πω «Λειτουργούσα» όπως διακαώς θα ήθελα.

[5] Είναι αλήθεια ότι οι θεολογικές σπουδές στην Ελλάδα ξεκίνησαν , υπηρετήθηκαν και μέχρι σήμερα υπηρετούνται σε ένα αυστηρά ομολογιακό πλαίσιο. Ωστόσο, αν σήμερα θέλει η θεολογία να πείσει σοβαρά για την ανεξαρτησία της από προκαθορισμούς και απολογητικές σκοπιμότητες είναι ανάγκη να δει την ομολογιακότητα με «άλλο μάτι». Προσωπικά πιστεύω, ότι η ομολογιακότητα στα Ελληνικά Θεολογικά γράμματα σήμερα, δεν πρέπει να είναι τίποτα άλλο, παρά μονάχα ένα ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον για τον πολιτισμό και τα προβλήματα της Ορθοδοξίας.

Σε πολλές χώρες του  εξωτερικoύ λειτουργούν ταυτόχρονα μη ομολογιακές σχολές στα πλαίσια του συστήματος δημόσιας εκπαίδευσης και ομολογιακές στα πλαίσια εκκλησιαστικών δομών. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο για την σημερινή Ελλάδα φοβίζει πολλούς θεολόγους και όχι αδικαιολόγητα. Υπάρχει το θέμα των επαγγελματικών δικαιωμάτων  βέβαια, αλλά όχι μόνον αυτό. Στη συνέχεια του άρθρου αναφέρομαι  ακροθιγώς στο θέμα αυτό.

[6] Καταλαβαίνω ότι είναι σχηματικός αυτός ο διαχωρισμός. Το θέμα είναι όμως πως αντιλαμβάνεται κανείς την Εκκλησία. Ως παρουσία της « Όντως Κοινωνίας» μέσα στην κοινωνία, ή ως παρα-κοινωνία απέναντι στην κοινωνία;

[7] Κυριακάτικη ΑΥΓΗ 25/9/2005, σ .6-7

[8] Ι. Γραμματικάκη, «Γιατί όχι ανώτατες εκκλησιαστικές σχολές», ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ 29/9/2005, σ.1

[9]  Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, «Υπερβολές και άγνοια», Το ΒΗΜΑ 25/10/2005, σ . Α 46

[10] π. Ν. Λουδοβίκος, «Το πραγματικό νόημα ενός Θεολογικού Εμφυλίου»,ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ 29/9/2005, σ.2 Βλέπε και Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, «Υπερβολές και άγνοια», Το ΒΗΜΑ 25/9/2005, σ . Α 46 όπως και Χ. Κονταράκης, «Υποβολιμαία Συντεχνιακή Αντιμετώπιση»,  Το ΒΗΜΑ 25/9/2005, σ . Α 46

[11] Στ. Βραδέλης, «Γαλάζιες Μαφίες σε Πανεπιστήμια», ΤΑ ΝΕΑ 19/11/05, σ. 19

[12]Λάμπρου Χ. Σιάσου,  «Θα εκλέξει η βουλή τον αρχιεπίσκοπο ισόβιο αρχιπρύτανη;», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ , 20 Mαρτίου 2005:  «Βεβαίως, οι επίσκοποι της ελλαδικής εκκλησίας ποτέ δεν έκρυψαν την αποστροφή τους προς τις θεολογικές σχολές, η οποία ενίοτε φτάνει στα όρια του μίσους.  Όντας μέτριοι φοιτητές οι πιο πολλοί εξ αυτών ως νεότατοι αρχιμανδρίτες, αφού έγιναν επίσκοποι έκοψαν κάθε επαφή με τη σχολή που τους έθρεψε θεολογικά.  Στις καλύτερες των περιπτώσεων χρησιμοποιούν επιλεκτικώς καθηγητές για να στηρίξουν κάποιες από τις επιλογές του.  Ποτέ όμως δεν έδειξαν να χαίρονται για την ελευθερία που απολαμβάνουν οι λαϊκοί ακαδημαϊκοί θεολόγοι.  Σήμερα λίγοι διαθέτουν τον επιστημονικό εξοπλισμό ακόμη και ενός μέσου καθηγητού θεολογικής σχολής.» 

[13] Ιω. Σ. Πέτρου, «Παραβιάζονται βασικές ακαδημαϊκές αρχές», Κυριακάτικη ΑΥΓΗ 25/9/2005, σ.6

βλέπε επίσης Μ. Κωνσταντίνου, «Διαμορφώνουν ιδεολογικούς πηρήνες», Κυριακάτικη ΑΥΓΗ 25/9/2005, σ.7 &  Μ. Μπέγζος, «Αντικοινωνικός εκπαιδευτικός θεσμός», Το ΒΗΜΑ 25/9/2005, σ . Α 46

[14]Λάμπρου Χ. Σιάσου, «Οι τέσσερις «ανώτατοι στρατώνες» Xριστόδουλου», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 7 ΟΚΤ. 2005

[15] Αφού οι Θεολογικές Σχολές των Κρατικών Πανεπιστημίων για όσους κληρικούς το θέλουν είναι σήμερα εύκολα προσπελάσιμες.

[16] Επιπρόσθετα, έτσι όπως έχουν τα πράγματα σήμερα , οιοσδήποτε κληρικός, διαβάζοντας ελάχιστα, μπορεί να εισαχθεί με χαμηλότατη ειδική βαθμολογία στα θεολογικά τμήματα. Εκτός αν υποτεθεί, ότι αυτοί που θα εισάγονται στις εκκλησιαστικές σχολές, δεν θα είναι ανάγκη να κατέχουν στοιχειώδη γενική γνώση.

[17]« Ποιος μπορεί υπευθύνως να μας πει, ότι είναι έξω κάθε ιστορικής, εξελικτικής πραγματικότητος όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα και φαινόμενα της νέας γενεάς της ανθρωπότητος, η έξαλη μουσική, οι έξαλλοι χοροί, η έξαλη επένδυσις, όλη η παγκόσμιος επανάστασις της νεολαίας; αν όλοι οι μικρόνοοες, όλοι οι εθελοτυφλούντες, όλοι οι παρελθοντολόγοι και εγκαυχώμενοι δια την αρετήν της εποχής των συνομοτήσουν, δια να κατακρίνουν όλα αυτά τα πράγματα, η Εκκλησία έχει χρέος να σταθεί με Θεανδρικήν κατανόησιν, εναθρωπιζομένη όπως ο Κύριος της εν μέσω ενός κόσμου, που έρχεται μακρόθεν και να ακούσει αυτήν την αγωνιώδη κραυγήν, που αναπηδά από όλα αυτά τα θεωρούμενα από μας έξαλλα πράγματα. Κάτι έχει να μας πει με όλα αυτά τα φαινόμενα αυτός οι κόσμος, που έρχεται νέος εις το προσκήνιον της ιστορίας. ….» Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος, Λόγοι και Ομιλίαι, (Επιμ. Ανδρέας Νανάκης) αγιορειτικά τετράδια 7, Εκδόσεις «Πανσέληνος» , Άγιο Όρος 1991.

[18] βλέπε: Γ. Ρωμαίου «Περί Εκκλησιαστικής Παιδείας», Το ΒΗΜΑ 25/9/2005, σ. Α 63. Επίσης Ιω. Σ. Πέτρου, «Παραβιάζονται βασικές ακαδημαϊκές αρχές», Κυριακάτικη ΑΥΓΗ 25/9/2005, σ.6

[19] Νικήτα Αλιμπράντη, «Σύνδρομο Βατικανού στην διοίκηση της Εκκλησίας», «ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ», 1/10/2005, σ..32

[20] Όπως και άλλη η ιστορία της Θεολογικής σχολής της Χάλκης, τίποτα δεν γίνεται με «παρθενογένεση».

[21] Το ΒΗΜΑ 25/9/2005, σ . Α 44

 

[22] Λάμπρου Χ. Σιάσου,  «Θα εκλέξει η βουλή τον αρχιεπίσκοπο ισόβιο αρχιπρύτανη;», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ , 20 Mαρτίου 2005

[23] Όχι βέβαια για να διορθώσει παραχαράξεις Δογμάτων της (να γράφουν δηλαδή ψέματα τα βιβλία ότι αυτά πιστεύουν οι Ορθόδοξοι και να μην τα πιστεύουν), αλλά για να προβάλει τον συντηρητισμό της και τη θέληση για έλεγχο. Π.χ. για θέματα Βιοηθικής για τα οποία η επίσημη, λεγόμενη, Εκκλησία μπορεί να έχει μιαν άποψη (όχι βέβαια εν Συνόδω και κατόπιν διαλόγου με το Εκκλησιαστικό σώμα), αλλά ανάμεσα στα μέλη της, Θεολόγους, άλλους επιστήμονες Χριστιανούς κτλ υπάρχει συζήτηση και προβληματισμός. Αυτό ο ελεύθερος επιστήμονας και όχι απολογητής που γράφει το βιβλίο, το παρατηρεί, εφόσον υπάρχει και οφείλει να το σημειώσει. Είναι θέμα σεβασμού στις αρχές της δημιουργικής και ακηδεμόνευτης παιδείας.

[24] Κάποιοι θα εκφράσουν την αντίρρηση ότι ο όρος Θεολόγος οδηγεί παραδοσιακά σε μια εσωτερική λειτουργία της κάθε Ομολογίας, παρόλο που οι επαγγελματικοί όροι από κοινωνικής πλευράς δεν είναι  στατικοί και λαμβάνουν περιεχόμενο με βάση τις αντιλήψεις και εν τέλει τις πολιτικές θεσμίσεις.  Αν η Θεσμική Εκκλησία διεκδικήσει το coryright μπορεί να αντικατασταθεί και με κάποιον άλλο π.χ. «ειδικός του Θρησκευτικού Πολιτισμού» («με κατεύθυνση την Ορθοδοξία» για τα δικά μας δεδομένα), καθώς ούτε ο όρος Θρησκειολόγος , έχει κατοχυρωθεί για άλλου τύπου σπουδές, κοντά στην σημερινή επιστημονική Θεολογία  χωρίς να ταυτίζεται όμως απόλυτα.

[25]  ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 7/10/2005 σ. 42. &   Επίσης στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ της 20/10/2005  σημειώνεται για την πρόταση της ΕΕΔΑ : «Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του υπουργού Παιδείας επανακαθορίζεται το αναλυτικό πρόγραμμα του μαθήματος των θρησκευτικών, έτσι όπως αυτό διδάσκεται στη στοιχειώδη και τη μέση εκπαίδευση, ώστε η διδασκαλία του να παύσει να έχει ομολογιακό χαρακτήρα και η ύλη του να περιλάβει εισαγωγή στην ιστορία, την κοινωνιολογία και τη δογματική όλων των θρησκειών. »

[26] Είναι βέβαια ζητούμενο να ξαναδούν οι αρμόδιοι των σχολών αυτών την «ομολογιακότητα». Στην πραγματικότητα -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- δεν θα κάνουν κάτι άλλο, από το να διακηρύξουν σαφώς αυτό που  καθημερινά γίνεται στην πράξη.

[27] Βλέπε Ρ. Σωμερίτη «Παπαδοπαιδείας ανάγνωσμα», Το ΒΗΜΑ 25/9/2005, σ. Α12

[28] Βλέπε Β. Κρεμμυδά, «Η Εκκλησία του Κράτους», ΤΑ ΝΕΑ 19/11/05, σ. 4