Αρχείο κατηγορίας Ποίηση Ιχνηλατούντες

Ποίηση Ιχνηλατούντων ερασιτεχνών φίλων στο κοινό αλώνι της αγωνίας της βιοτής και της Ζωής

Οι μάσκες – του Γιάννη Ποτ.

Οι μάσκες

 

Του Γιάννη Ποταμιάνου

 

 

Να βάλω σκέφτηκα για σε  

Την πιο καλή μου μάσκα

Με το πλατύ χαμόγελο

Με το γραμμένο φρύδι

Με το μεταξωτό μαλλί

Το φιλντισένιο δέρμα

Αυτή που φεγγοβόλαγε

Με το αετίσιο βλέμμα

 

Ψάχνω μέσα μου βαθιά

Στα ράφια της καρδιά μου

Βρίσκω τις μάσκες στη σειρά

Σαρακοφαγωμένες

Με λυπημένα βλέμματα

Θολές, Ρυτιδιασμένες

Απ' όνειρα ανεκπλήρωτα

Βαριά βαλαντωμένες   

 

Θα βάλω κάποια απ' αυτές

Και αν μ' αγαπάς θα μείνεις

Τις μάσκες θωρεί ο έρωτας

Μα τις καρδιές γητεύει

 

                          15 Ιουνίου 2009, Γιάννης Ποταμιάνος

Μετανάστες, καραβάνια ελπίδας

Μετανάστες, καραβάνια ελπίδας

 

Του Γιάννη Ποταμιάνου

Ταξίδι πανάρχαιο καβάλα στον άνεμο

Σμήνη πουλιών, ουράνια μπαλέτα

Κερδίζουν την αυγή σε κάθε φτερούγισμα

Σμήνη πουλιών, μυστήριο δυσεξήγητο

Χαράζουν πορεία στον ουράνιο χάρτη

Συνέχεια

17 Νοέμβρη. Η νύχτα της οργής

17 Νοέμβρη. Η νύχτα της οργής

 

Του Γιάννη Ποταμιάνου

 

Η νύχτα ήταν, που άνθισαν οι άνθρωποι,

σαν νυχτολούλουδα, σαν γιασεμιά,

και μοσχοβόλησαν οι δρόμοι

Η νύχτα ήταν, που τη λευτεριά μετρούσαμε,

με την αγρύπνια μας και την αποκοτιά μας.

Ταμπουρωμένοι σε φωτιές,

σε κάγκελα, σε δένδρα, σε λουλούδια

Αψηφώντας τις σφαίρες και τα δακρυγόνα.

Μα ο λοχίας πρόταξε το όπλο του,

και με ριπές καλώς υπολογισμένες

άνοιξε το δρόμο στις ερπύστριες.

Διαλύοντας τις καγκελόπορτες

μαζί με τις ελπίδες μας,

στης πόρτας το πέτρινο πεζούλι.

 

Και γέμισαν οι δρόμοι νιάτα,

λουλούδια κατακόκκινα

στα λαβωμένα στήθη,

κραυγές και πόνο.

Και αίμα πολύ πλημμύρισε τα πάρκα,

πνίγοντας τους σπόρους,

που περίμεναν την άνοιξη ν' ανθίσουν.

 

Και βγήκαν στη νύχτα τα τρωκτικά

που ελλόχευαν στα υπόγεια, της εξουσίας.

Οι φονιάδες ανθρώπων,

προσδοκιών και ονείρων.

 

Και προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα

φωνάζοντας τους φίλους μας,

ψάχνοντας για το πρόσωπό μας,

Στα σκοτεινά στενά των Εξαρχείων

Δρασκελίζοντας,

Τοίχους, αυλές,

φωταγωγούς και υπόγεια

 

Και προχωρούσαμε προς την αυγή

έρποντας

Ανάμεσα σε θλιβερά συντρίμμια,

Πίσω από οδοφράγματα

σε έρημους δρόμους

σέρνοντας τους τραυματίες μας.

Κυνηγημένοι,

από φονιάδες με στιλέτα,

από χαφιέδες με καδρόνια.

Μπερδεύοντας το καρδιοχτύπι μας,

με τις ριπές των πολυβόλων

 

Και προχωρούσαμε προς την ελπίδα

Αφήνοντας πίσω βοτσαλάκια,

τους νεκρούς μας

Φαναράκια της επιστροφής,

που μας φωτίζουν ακόμα.

Δείχνοντας του χρέους μας το δρόμο.

 

Μέχρι που στο βλέφαρο του φεγγαριού

Αργοκύλησε ένα δάκρυ

Και στο βάθος πρόβαλε η αυγή

κατακόκκινη από αίμα.

 

Τώρα μπροστά στο χάλκινο κεφάλι,

που ταριχεύτηκε η ιστορία,

Μας περιπαίζουν κόμματα και νεολαίες

εκφωνώντας λόγους πανηγυρικούς.

Στα μάρμαρα των αγαλμάτων

χάθηκαν τα πρόσωπα των νεκρών μας.

Πίσω από τα δάφνινα στεφάνια

των τελετών της εξουσίας

 

Όμως εμείς με τα μάτια υγρά ταξιδεμένα

Ανεμίζουμε σημαίες νίκης

Γιατί τα όπλα δεν υπόταξαν τα νιάτα

Τροχίζουμε το μαχαίρι μας στην μνήμη

Να μετρηθεί με την λησμονιά

Τροχίζουμε το μαχαίρι μας

στους δρόμους της Αθήνας

Να μετρηθεί με την ιστορία

 

Σηκώνουμε το ανάστημά μας

που κάποτε ζήλεψε ο χάρος

Αυτό που δεν έθαψε

ο συμβιβασμός των επιγόνων.

Και ζητάμε πάλι

Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία

Και ζητάμε πάλι

Δικαιοσύνη ενάντια στο Δίκαιο

Που την ανισότητα δικαιώνει.

 

                                                         3 Ιουνίου 2009, Γιάννης Ποταμιάνος

 

Αδιόρθωτε λαέ μου…

Αδιόρθωτε λαέ μου…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή

 

Αδιόρθωτε λαέ μου,

Στων αιώνων τους αιώνες,

Δεν κουράστηκες να τρέχεις

Πίσω από απατεώνες!

Ποια κατάρα σε βαραίνει!

Και ποια μώρα σε μωραίνει!

Κι όλο σε πηγαινοφέρνει

Απ' τη Χάρυβδη στη Σκύλλα;

 

Δεν σου φέρνει ανατριχίλα

των σκανδάλων η σαπίλα!

 

Και δε ντρέπεσαι καθόλου

Να σωριάζουνε απάτες

Αρχιλήσταρχοι, μαφιόζοι

Πάνω στις δικές σου πλάτες!

 

Τόσο τα κεφάλια ειν' άδεια!

Που, σαν τους τυφλούς μας, σέρνουν

Σε τρισβάρβαρα σκοτάδια….

Και σαν τ' άλογα κοπάδια

Ακατάπαυτα μας γδέρνουν!

 

Με τα τόσα που 'χεις πάθει,

Τίποτε δεν έχεις μάθει!

Και δεν έχεις καταλάβει

Πως δεν έχεις πια ελπίδα

Από την γαλάζια κάμπια

Και την πράσινη ακρίδα!

 

Ο «καλός» και «αγαθός» μας,

«άγιος» δικομματισμός μας

είν' τα δυο σκληρά σαγόνια,

που μας ροκανίζουν χρόνια!…

 

Μην ξαναγυρίζεις πάλι

Στο τρισβάρβαρό τους χάλι

Και στις βρώμικες τις στρούγκες!

Ακολούθα άλλες ρούγες…

 

Μη ρωτάς το πού και πώς!

Άνοιξε τα δυο σου μάτια:

Και αντί να είσαι αιώνια

Δούλος μεσαιωνικός

Σε μαφιόζικα παλάτια

Πήγαινε εκεί, που βλέπεις

Της δικαιοσύνης φως…

παπα-Ηλίας, 03-06-2009

Ο Καριερίστας

Ο Καριερίστας

 

Του Γιάννη Ποταμιάνου

 

Έψαξε στο μυαλό του, και δεν βρήκε τίποτα

Έψαξε στην καρδιά του, και δεν βρήκε τίποτα

Έψαξε στο αρχείο του, και βρήκε πολλά.

Διάλεξε με προσοχή αποσπάσματα,

παλιών ομιλιών του,

κατάλληλα για την περίσταση

Υπογράμμισε λέξεις «κλειδιά»

που θα 'καναν εντύπωση.

Σκέφτηκε έναν πρόλογο που θα συναρπάζει

Και έναν επίλογο που θα αποζημιώνει.

Την αίθουσα, ανακάλεσε στην μνήμη του

σε αυτήν, άλλοτε είχε ξαναμιλήσει.

Και ανάλογα με τον φωτισμό,

και τις σειρές των καθισμάτων,

τις πόζες του ομιλητή σχεδίασε.

Και αποκοιμήθηκε ευχαριστημένος.

 

Το μικρόφωνο πήρε στο χέρι

Τα χαρτιά του άνοιξε τελετουργικά

Και το βλέμμα του άπλωσε θεατρικά,

προς τον ορίζοντα,

των τελευταίων καθισμάτων.

Για να δείξει πως από όραμα εμπνέεται.

Άνοιξε το στόμα του.

Μα δεν μίλησε

Εκεί στα τελευταία καθίσματα,

τον εαυτόν του είδε,

που περιφρονητικά τον κοίταζε,

από τα βάθη του χρόνου.

Τον εαυτόν του είδε και τους φίλους του,

από τα βάθη της αδυσώπητης μνήμης

Να τον χλευάζουν,

για αυτά που επρόκειτο να πει,

τα τετριμμένα

Και σώπασε.

 

Ξανακοίταξε το χαρτί του με αγωνία

Για την καριέρα μου σκέφτηκε, για την παράταξη.

Πρέπει να μιλήσω.

Και μίλησε.

Χαμογελώντας κατέβηκε από το βήμα

Και οι ακροατές του,

για την καριέρα μας, σκέφτηκαν, για την παράταξη

Και χειροκρότησαν,

Αυτόν και τα λόγια του τα τετριμμένα.

             

                                            24 Μαΐου 2009, Γιάννης Ποταμιάνος

Βατραχομυομαχίες…

Βατραχομυομαχίες…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή

 

Κάποιοι άλλοι είχαν γράψει

Δόξας, άλλοτε, ιστορίες:

Περικλείς, Θεμισοκλήδες…

Της παλιάς πολιτικής μας

Στρατηγοί και μερακλήδες…

Με τους Μαραθωνομάχους

Και τους Σαλαμινομάχους….

Μα ετούτοι γράφουν τώρα

Βατραχομυομαχίες

Μ' αρουραίους και βατράχους,

Που ακατάπαυτα κοάζουν

Άρες, μάρες, κουταμάρες

Ψέματα και ψεματάρες…

 

Μας μιλούν όλο για μάχες

Πάντοτε «ομηρικές»….

Για «σκληρότατες» συγκρούσεις,

Μ' «επιθέσεις» κι «αποκρούσεις»

Βατραχο-αρουρεϊκές,

 

Με «σκληρά» κι «άγρια» λόγια

Μας μιλούν για τα λαμόγια,

Που' χουνε χιλιομπερδέψει

Τα τρισένδοξα τα σόγια…

 

Που τα σκάνδαλά τους ούλα

Τα φασκελο-κουκουλώνουν

Κι έχουν κάνει έμβλημά τους

Της απάτης την κουκούλα…

 

Και ο αρχιαρουραίος

Ο λεπτός και ο γενναίος,

Που απεικόνιση φαντάζει

Του ενδόξου Αχιλλέως,

Όλο με τ' αρχιβατράχι

Το σεμνό και ταπεινό,

Που όπως πάει απ' τα πάχη

Έχει γίνει στρουμπουλό,

Όλο αγριογρικιούνται

Κι όλο κονταροχτυπιούνται…

 

Κι ως το ασανσέρ των γκάλοπ

Τους ανεβοκατεβάζει.

Το ποπολαριό κοιτάζει…

Κι άλλοτε αναγουλιάζει

Για τον τόσο ξεπεσμό…

Κι άλλοτε αναγαλλιάζει

Και θεριεύει η περηφάνια

Κι ο μεγάλος θαυμασμός

Για την πλέρια «διαφάνεια»,

Που 'χει ο δικομματισμός.

 

Κι όταν για πρωθυπουργό τους

Ποιόνε θέλουν τους ρωτούνε

Στερεότυπ' απαντούνε

Πως θέλουν «καλά και σώνει»

Όποιον λέει μεγάλα λόγια!

Κι όποιον ξέρει τα λαμόγια

Να φασκελο-κουκουλώνει…

 

παπα-Ηλίας, 26-05-2009

Σπουδή στην ανεργία

Σπουδή στην ανεργία

 

Του Γιάννη Ποταμιάνου

 

Η ανεργία είναι, ο πατέρας που γυρνάει χωρίς χαμόγελο

Και η ματιά της μάνας η σκοτεινιασμένη  από την έγνοια

Το τσουκάλι που βράζει και δεν μυρίζει

Και η απογοήτευση του παιδιού,

που το άδειο ψυγείο ανοίγει, για έκτη φορά

Η ανεργία είναι, το σκυφτό περπάτημα με  το χαμένο βλέμμα

Και ο παγωμένος ιδρώτας με την μυρωδιά του φόβου

Τα παιδιά στα φανάρια που ζητιανεύουν

Τα παιδιά που ψάχνουν στις χωματερές

Τα παιδιά που εκλιπαρούν για το καρότσι στο Σουπερ Μάρκετ

 

Η ανεργία είναι, τα τριμμένα τα ρούχα και η εγκατάλειψη 

Το χαρτόκουτο για στρώμα κάτω από τις γέφυρες

Το μεθύσι με φθηνό οινόπνευμα που τρώει τα συκώτια

Και το απελπισμένο Ζεϊμπέκικο με ανοιχτές τις φτερούγες

 

Η ανεργία είναι, οι άστεγοι

στρωματσάδα στα ερειπωμένα σπίτια.

Και οι στεγασμένοι στα μουχλιασμένα δωμάτια

Το ψάξιμο για δουλεία στις μικρές αγγελίες

Και εμπαιγμός των  υποσχέσεων του κομματάρχη

 

Η ανεργία είναι, οι αγρότες

στα καφενεία με τις βρώμικες τράπουλες,

Να παίζουν Θανάση ατέλειωτες ώρες.

Στα καφενεία με τα βρώμικα χνώτα και την τσιγαρίλα

Να πίνουν φθηνό καφέ γραμμένο στο τεφτέρι.

Που θα πληρωθεί με της σοδιάς του πούλημα.

 

Η ανεργία είναι, οι μάνες που ζητιανεύουν

Οι μάνες που πουλούν το κορμί τους

Οι μάνες που πουλούν τα μωρά τους

Τα σάπια δόντια και το χνώτο που βρωμάει

Η λιγούρα που ανεβαίνει από το άδειο στομάχι

Ο μετανάστες που πουλούν τα νεφρά τους

Οι μετανάστες που πουλούν τα γεννητικά τους όργανα

Στις σαλονάτες κυρίες και όχι μόνο.

 

Η ανεργία είναι, η νεολαία

που δεν μπορεί να πετάξει

Η νεολαία που δεν μπορεί να ζήσει

Οι ερωτευμένοι χωρίς όνειρα

Οι ερωτευμένοι χωρίς σχέδια

Οι ερωτευμένοι χωρίς μέλλον

 

Η ανεργία είναι, ο ατομισμός

η μοναξιά και η απελπισία

Η κατάλυση της συντροφικότητας

Και η ενοχοποίηση της εργασίας

Ο ανταγωνισμός για την επιβίωση

Και η επιστροφή στην βαρβαρότητα

Η αχρήστευση του χεριού

Η αχρήστευση του μυαλού

Η καταρράκωση της αξιοπρέπειας

Η περιφρόνηση της γνώσης

Η περιφρόνηση της προσωπικότητας

Ο άνθρωπος που γίνεται απούλητο εμπόρευμα που σαπίζει

Ο άνθρωπος που γίνεται διαφυγών κέρδος

Ο άνθρωπος που γίνεται κόστος εργασίας

 

Η ανεργία δεν είναι χειμωνιάτικο ποτάμι

Δεν είναι σεισμός, δεν είναι καταιγίδα

Η βουλιμιά των εκμεταλλευτών μας είναι

Η αχόρταγη κόρη του κέρδους και της αγοράς

 

Όμως  ο τάφος τους θα γίνει η ανεργία

Μια θηλιά που θα σφίξει το σβέρκο τους

Ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι στο πλευρό τους

Ένα σπαθί που το κεφάλι τους κάποτε θα πάρει.

Μια κραυγή αδικίας που ποτέ δεν θα φιμώσουν

Η φωτιά που θα κάψει τις τηβέννους και τα άμφιά τους

Μια βόμβα που θα τινάξει τα θεμέλιά τους.

 

Για να ακολουθήσουν τα τραγούδια μας

Για τη δικαιοσύνη και τη σιγουριά του αύριο

 

                                                  23 Μαΐου 2009,    Γιάννης Ποταμιάνος

 

Χριστός Ανέστη…

Χριστός Ανέστη…

 Του παπα Ηλία Υφαντή

 

 Έγιν’ αυτό, που ήθελαν…

Τον έχουν πια σταυρώσει…

Κι αισθάνονται θριαμβευτές,

Που το ‘χουν κατορθώσει!

Συνέχεια

To α- της στέρησης των ιερών…

To α- της στέρησης των ιερών…

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα

 

Όμορφα τα θετικά προτάγματα.

Πάντα ζωή θλιμμένη

ζωογονούν

με ρόδα εύμορφα και φωτεινά.

Ελπίδες με τρόπους τραχείς, άφοβα

 αποζητούν,

μ’ αγκάθια άοσμα και μυτερά.

Συνέχεια

Οδός Ηρώων Πολυτεχνείου

Οδός Ηρώων Πολυτεχνείου

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα

 

Η μοίρα του πετρελαίου,

άνθους παπαρούνας,

σύγχρονη ορδή πολέμου

λάθρας πυγμής,

ξεσπιτώνει αγόρια μελαψά.

Συνέχεια