Το πανηγύρι
Του Γιάννη Ποταμιάνου
Καθρεφτίζονται τα εξοχικά κεντράκια
με ναρκίσσια ματαιοδοξία
Ασημένια τα νερά της λιμνοθάλασσας,
καθρέφτης
Και τα λαμπιόνια πολύχρωμα πουλιά
στο σύρμα, στοιχημένα.
Αναρχικές οι πυγολαμπίδες
τρεμοσβήνουν
σε ρυθμούς ασύγχρονους
Μυρωδάτες οι τριανταφυλλιές,
μυρώνουν τα κορίτσια
Και στα μαρμάρινα τραπέζια,
μαρμαρώνουν τ' αγόρια
Γκαζόζα και γλυκό του κουταλιού
Κεράσι, περγαμόντο, βύσσινο
Παγωμένο νεράκι και υποβρύχιο
βανίλια ή μαστίχα
Χρώματα κι αρώματα
Μάτια φωτεινά και γέλια
ολογάργαρα
Και στο Τζουμπόξ ο Βαμβακάρης,
ο Χρηστάκης και ο Τσιτσάνης
Πόδια που χορεύουν,
γάμπες που λικνίζονται
Χέρια φτερούγες σε αέναες
ζεϊμπεκιές
Δάχτυλα που τρίζουν, παλαμάκια
Όνειρα που μυρίζουν
αγιόκλημα και νυχτολούλουδα
Μυρουδιές από κοκορέτσι
και σπληνάντερο
Κι ο Μίμαρος στην πλατεία,
να στήνει τον μπερντέ του
Το Σεράι και η Παράγκα όπως πάντα
αντιμέτωπες
Ανάμεσά τους το μαρμαρένιο αλώνι,
λαμπρό πεδίο ταξικής πάλης
Όλα όπως ορίζει η παράδοση
Επιφανειακή τάξη με υπόγειες
ανατροπές
Το χιούμορ που αμφισβητεί
την εξουσία
Πιστός ο Βεληγκέκας στο Βεζίρη
Και ο ταγματασφαλίτης στα ΤΕΑ
τρομοκράτης
Μα πώς να χαρείς το πανηγύρι
Όταν οι Αετοί έγιναν Γλάροι
στα ξερονήσια του Αιγαίου
Ξεφεύγουν τα βράδια οι λυγμοί
μισοπνιγμένοι
Σκληρή η ζωή στον κάμπο ολημερίς
Και το βράδυ να στραγγαλίζονται
οι πόθοι
Ανοιχτά φθάνουν τα γράμματα
απ' τις εξορίες
Κουβαλούν όμως τη μυρουδιά τους
Διαβάζονται στους λύχνους
σαν παραμύθια παιδικά
Ξυπνούν των αγαπημένων οι μορφές
γίνονται μάτια
Που μας κοιτούν τρυφερά απ' τα ταβάνια
και τους τοίχους
Πολύ μοναξιά σαν πέφτει ο ήλιος
στα χαμόσπιτα
Και φόβος
Έρχονται ακόμα οι νυχτοκόρακες
του εμφυλίου
Χτυπούν παράθυρα και πόρτες
Βρίζουν απειλούν τους ηττημένους
Κλαγγές όπλων τα μεσάνυχτα
Ασκήσεις εθνοφυλακής
Όμως κάπου στο βάθος ακούγεται
το τραγούδι «Είμαι της Γερακίνας γιος»
Να δίνει υποσχέσεις αντίστασης
Για πάρουν τα όνειρα εκδίκηση
Στον λαμπρό μπερντέ, της αέναης
ταξικής πάλης
στο πανηγύρι της δεκαετίας του 60
15 Φεβρουαρίου 2010, Γιάννης Ποταμιάνος