Μνήμες να περικυκλώνουν προδότες….
Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα
Μνήμες ζωντανές στους οφθαλμούς
της αλλοτριωμένης ψυχής μας,
μα ακόμα ζωντανής στ’ όνειρο.
Μνήμες ηρωικές συζητάμε
στις περίεργες πλατείες
συγκρότησης του νέου συλλογικού.
Μνήμες να περικυκλώνουν προδότες….
Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα
Μνήμες ζωντανές στους οφθαλμούς
της αλλοτριωμένης ψυχής μας,
μα ακόμα ζωντανής στ’ όνειρο.
Μνήμες ηρωικές συζητάμε
στις περίεργες πλατείες
συγκρότησης του νέου συλλογικού.
Ένα κεφάλι … λουλουδίζει
Του Γιάννη Ποταμιάνου
Τίναξε η ιστορία
τη δορά της
Σηκώθηκαν οι τρίχες
στου λιονταριού τη χαίτη
ανατριχίλα
Γι αυτό ετοιμάστηκαν οι κυνηγοί
Τάισαν τα σκυλιά τους
οι τραπεζίτες
Πλήθος οι αρχιερείς
ξεσκόνισαν τα άμφιά τους
Συναγερμός στους χαρτογιακάδες
Ώσπου ν’ αρχίσει το κυνήγι
τραγουδούν
ύμνο
εθνικό
Ποιος τους έδωσε το δικαίωμα
με τόσο χρήμα
φευγάτο εκτός συνόρων
Ποιος τους έδωσε το δικαίωμα
με τόσο αίμα
στ’ ακροδάχτυλα τους
Στήθηκαν οι κάμερες στις λεωφόρους
Αυτός που χαζεύει στις βιτρίνες
ύποπτος
Πως φοράει το σακίδιο στραβά
αυτός ο νέος
έρευνα
Κι’ ο μορφασμός του Αστυφύλακα
με φτύνει κατάμουτρα
πώς να μην ξεπηδήσει η μνήμη
απ’ τον πυρετό μου
Όταν στους ίδιους δρόμους
κροτάλιζαν οι ερπύστριες
Καθώς στο μυαλό μου ανακατεύεται
ο πόθος με τη στέρηση
μουλιάζει το ψωμί μες την ελευθερία
νοστιμίζει σαν κρασόψωμο
γλυκαίνει σαν ελπίδα
Όμως θα σαπίσει το λείψανο
της εξουσίας
Αφού της νεολαίας τον αγώνα
ελλοχεύει ο θάνατος
Και θα πεινάσουν οι ύαινες
αφού τους νεκρούς οι ποιητές
τους κάνουνε τραγούδι
Δεν θα δρέψει τη ζωή
ο θάνατος
αφού σ’ ένα ουράνιο τόξο
αχνοφέγγει η ελπίδα
Το χειμερινό ποτάμι κατεβάζει
ανθρώπινη πλημμυρίδα
Τα φράγματα θα σπάσουν
Γι’ αυτό ας τροχίσουμε
το δίστομο μαχαίρι
στη μαύρη άσφαλτο
ας τροχίσουμε τις οπλές μας
στα πεζοδρόμια
Η εκδίκησή μας πλησιάζει
κι η λεπίδα
στο λαιμό τους
απειλή
Πάντα ελπίζω
Όσο εκείνο το τεράστιο κεφάλι
φυτεμένο στο πολυτεχνείο
κάθε Νοέμβρη λουλουδίζει
κατακόκκινα λουλούδια
14 Μαΐου 2011, Γιάννης Ποταμιάνος
Έρχονται απ’ το μέλλον
του Γιάννη Ποταμιάνου
Έρχονται,
έρχονται μέσα στο θέρος
οι κατατρεγμένοι,
οι αποδιοπομπαίοι,
οι μοναχικοί
Όσοι στον καύσωνα μέσα
οδοιπορούν
Όσοι στους γλαυκούς παγετώνες
ορειβατούν
Οι ουρανόμηκες,
οι ωτακουστές που αφουγκράζονται
του αϊτού το πέταγμα
Οι φωτολάγνοι
που λαχταρούν της αστραπής
το ξάφνιασμα
Έρχονται
έρχονται οι πουλημένοι
στις αγορές των σωμάτων
Οι ρότορες της κίνησης
των διανοημάτων
οι αντίθετοι πόλοι
της διαλεκτικής
των νοημάτων
Έρχονται
τραντάζοντας την νηνεμία
οι αιθεροβάμονες γλάροι
με την αρμύρα στο στόμα
Έρχονται
με του αμνού την ηρεμία
οι μύστες των ιδεών
Έρχονται, έρχονται
Οι κτίζοντες σταλαγμίτες
με την υπομονή της σταγόνας
Έρχονται
Οι σμιλευτές των βράχων
με την επιμονή των ανέμων
Έρχονται
Οι ηλιολάγνοι και οι κρασοποιοί
που κρατάνε τη φλόγα
στην καρδιά αναμμένη
Έρχονται
έρχονται ψιθυρίζοντας
όνειρα μυστικά
Οι προφήτες των εικασιών
Οι την μοίρα προλέγοντες,
οι δαφνοφάγοι
Έρχονται κομίζοντας
τα νέφη της καταιγίδας
Έρχονται με την ελπίδα της βροχής
Έρχονται
έφτασαν οι κυνηγημένοι ταύροι
με την αστραπή στο μάτι
Έφτασαν καλπάζοντας
Να! Ορμάνε στην αρένα κυνηγώντας
τους έντρομους ταυρομάχους
24 Μαΐου 2011
Να σωπάσει ο χρόνος
Του Γιάννη Ποταμιάνου
Θαμπός ο δρόμος
Σκοτείνιασε η προοπτική μου
Στις βουνοκορφές
οι κατοικίες των θεών
ερήμωσαν
Κάηκαν στην πυρκαγιά
του Προμηθέα
Τσίκνα στον αέρα η ματαιότητα
Στο τέλος του δρόμου
αδιέξοδο
Έτσι αναζητώ την αιωνιότητα
στη νοσταλγία μου
Πίσω ολοταχώς
στις αναμνήσεις
Ψηλαφώ στην κοιλιά μου
τον ομφάλιο λώρο
Επιστρέφω στη γενετήσια
απαρχή μου
Ο χρόνος πρέπει να σωπάσει
Αλλιώς πως η αιωνιότητα
Καμιά ελπίδα δεν αντέχει
στο διηνεκές
Γι’ αυτό μαστορεύω μύθους
και ποιήματα
Όμως ιδρώνω μπρος το ερώτημα
της ύπαρξης
Άπληστος και εγωιστής
Άπιστος και καχύποπτος
Περιφέρω το ακατανόητο
στους ώμους μου
Ας μην κράξουν ένοχος
στον απολογισμό μου
Γιατί, όταν το ανικανοποίητο ψάχνει
το πρόσωπό του
Εγώ περιφρονώ την ευζωία
για το ουσιαστικό
Κι’ όμως κάθε βράδυ πίνω
μικρές γουλιές φεγγάρι
να ξημερώνει αθανασία
4 Οκτώβρη 2010
Οι Ανθρωποφύλακες
Του Γιάννη Ποταμιάνου*
Παραμονεύουν στις σκιές,
είναι παντού
Ελλοχεύουν στα στενά
και στους παράδρομους
των λεωφόρων
Αρματωμένοι την απάθεια
Με σιδερένια πρόσωπα
κι άδειο βλέμμα
Περιφέρουν την θηριωδία τους
ενδεδυμένοι την δορά τους
Κράνη ασπίδες και περικνημίδες
Σκαπάνη η δύναμή τους
ξεθάβει την αρχέγονη ζωωδία
Αφηνιασμένοι ταύροι
ρουθουνίζουν φωτιές
Καλπάζουν μες τα σύννεφα
δύσοσμης σκόνης
Ξεκοιλιάζουν τη μάνα τους
Τσακίζουν τ’ αδέλφια τους
ανενδοίαστα
Και σαν συντρίψουν τα όνειρά μας
Αλλάζουν το φιδίσιο δέρμα τους
Για να εισέλθουν άσπιλοι
και αμόλυντοι
πλάνητες,
στα μύχια φυλλοκάρδια μας
Μόνο τότε οι αγαθοί φρουροί
της τάξης
Τείνουν υποκριτικά,
χείρα βοηθείας
Στους αδύναμους που συνέτριψαν
την προηγούμενη ημέρα
επανέκδοση 12 Μαΐου 2011, Γιάννης Ποταμιάνος
Αμετανόητος Προμηθέας
Του Γιάννη Ποταμιάνου
Απ’ τις γαρδένιες στα γιασεμιά
Περιπολούσε το ολόγιομο
φεγγάρι
Όταν ξαφνικά ένοιωσα την απουσία του
Έλειπε και πάλι το συκώτι μου
Επιταχύνθηκε η μαρμαρυγή
των αστεριών
Θόλωσε το φεγγάρι
Καθώς πλήρωνα με τα σπλάχνα μου
το τίμημα
Ύβρις μου η αμφισβήτηση
της τάξης του ουρανού
Η φωτιά που ελευθέρωσα,
πυρπόλησε τα νέφη
Ανατράπηκαν οι προαιώνιες ισορροπίες
Καθώς φωτίστηκε το σκοτάδι
της αμάθειας
Με την ηδονή της προσφοράς
βάλσαμο
στα σωθικά μου
Άφησα το φεγγάρι αιχμάλωτο
στην τροχιά του
Να μετράει τους κύκλους
της αέναης ακινησίας του,
Και με το βάρος της έλλειψης
στα σωθικά μου,
αφέθηκα στην αγκαλιά του μορφέα
Φυγάδευσα τον Ενεστώτα
στον Αόριστο
Καβάλησα το παιδικό μου ποδήλατο
Και δραπέτευσα στις γειτονιές
των παιδιών
Ώσπου στο καλντερίμι του ουρανού
Άκουσα τον ασύμμετρο καλπασμό
των αλόγων του Φαέθοντα
Και κάπου στο βάθος αφουγκράστηκα
τον αμείλικτο κεραυνό του Δία
Να επαναφέρει στην πορεία του
το εξοστρακισμένο άρμα του Ήλιου
Όλα πια, στη θέση τους
Κι εγώ αρτιμελής αλλά αμετανόητος
Προμηθέας
έστησα τον πάγκο μου στην αγορά,
για να προσφέρω και πάλι
το αναγεννημένο συκώτι μου
προσάναμμα στην πυρπόληση
της νέας τάξης των θεών
13 Απριλίου 2010
Η ζωωδία του τετριμμένου
Του Γιάννη Ποταμιάνου
Με τη χαίτη ολόρθη
καλπάζει
στις λεωφόρους, η ζωωδία
Στην πρωινή καταχνιά
θολώνουν οι ματιές μας
Αφού οξειδώνεται, στην ψυχή
του ανθρώπου
το άγουρο όνειρο
Σπρώχνει η ανατολή
το σαρκίο μας
στη λαιμητόμο
Όταν, κατεβαίνοντας
στις υπόγειες
διαδρομές
της ημέρας η θυσία, η πρώτη
Πόσο γνώριμη αλήθεια
η πικρή γεύση
της αλλοτρίωσης
Συνθλίβεται η φαντασία
στο τετριμμένο
Καθώς σφραγίζεις ολημερίς
το αδιάφορο
Ανεξίτηλο το σημάδι
της μαχαιριάς
Απ’ τη βαθιά πληγή
της ματαιότητας
Δραπετεύει η ζωή
μπρος στην ανία
Σαν επιστρέφεις ανεκποίητο,
το τάλαντο
της δημιουργίας
28 Οκτωβρίου 2010, Γιάννης Ποταμιάνος
Ποίημα ανέσπερο
Του Γιάννη Ποταμιάνου
Το ποίημα ανατέλλει ανέσπερο
στου εαυτού μου την οίηση
Καθώς ακούγονται στου γαλαξία
τις σπείρες
οι οιμωγές των αστεριών
Ανατέλλει το ποίημα ανέσπερο
Όταν ανομολόγητες οι επιθυμίες μου
χορεύουν στο αλωνάκι των πόθων
Όταν μετεωρίζεται το βήμα της ψυχής μου,
στον απόηχο του κεραυνού
Ανέσπερο ανατέλλει το ποίημα
όταν γλύφει τις πληγές του ο λογισμός
Καθώς φουντώνει το ασυνείδητο
στο καμίνι των δοξασιών μου
Όταν η αιώνια μετάνοια
στο τραγούδι του Γκιώνη
απαιτεί συγχώρεση
Κι’ όταν αλαλάζει η αδυναμία
μπρός στην είσοδο της σκοτεινής σπηλιάς
Κι’ όταν λικνίζεται το παράλογο
στην αιώρα των άστρων
Το ποίημα ανατέλλει ανέσπερο
στου εαυτού μου την οίηση
Πως αλλιώς;
Αφού η ποίηση πεφταστέρι του λογισμού
Αφού η ποίηση στιλβηδόνα της αγωνίας
Αφού η ποίηση απόχη της αλήθειας
Αφού η ποίηση ίαμα στις αμφισημίες
Πως αλλιώς;
Αφού η ποίηση βροντή και πόθος,
νόστος και ταξίδι
κόμπος στο λαιμό,
γροθιά στο στομάχι
και εξομολόγηση
Γι’ αυτό ακριβώς
Όσο η ποίηση ένας δακρυσμένος κλόουν
Το ποίημα θα ανατέλλει ανέσπερο
στου εαυτού μου την οίηση
24 Δεκεμβρίου 2010, Γιάννης Ποταμιάνος
Με βουλιμία και χαμέρπεια
Του Γιάννη Ποταμιάνου
Σαλπίζει του κέρδους η βουλιμία
και εξέρχονται τα τέρατα
απ’ τη μήτρα της φιδομάνας
εξουσίας
στεφανωμένα μαύρα σύννεφα
και λάγνα αδηφαγία
Υποκριτές και τοκογλύφοι
δούλοι της χαμέρπειας
στον μυστικό δείπνο της κρίσης
μοιράζονται τα ιμάτιά μας
Ένστολοι άγγελοι ρομφαιοφόροι
της απώλειας
συνήχθησαν στις παρόδους
των λεωφόρων
Και πρόβλεψε ο προφήτης:
Θα ρεύσει και πάλι στην άσφαλτο
το αίμα των αμνών
που εξύβρισαν την θεόσταλτη τάξη
Ο αιματοβαμμένος Ωρίων
στήνει το δόκανο
και αχνίζει το αίμα της άρκτου
στο λευκό χιόνι
Τα βογγητά της τιμιότητας
κοσμούν τα πεζοδρόμια
Καθώς κατρακυλά απ’ τα μάτια
το αναίτιο δάκρυ
Τότε είναι που δραπετεύουν
απ τ’ ανοιχτό πουκάμισο
μια χούφτα όνειρα
και ζητούν εκδίκηση
Θα φύγουν και φέτος τα χελιδόνια
με την πείνα στα μάτια
Καθώς τα ένστολα ρόπαλα
συντρίβουν το δίκιο
Όμως αντιλαλούν οι κεραυνοί
της νότιας καταιγίδας
που σαρώνει την έρημο
με τα ξυπόλυτα πόδια
Θρυμματισμένη στους δρόμους
η βούλησή μας
Τη μαζεύει η χαλκέντερη ιστορία
να ράψει το πουκάμισο
του μέλλοντος
Αφού αμέτρητα τα λάβαρα
της οργής
που ευωδιάζουν την προοπτική μας
Αφού αρίφνητα τα χέρια,
που δένονται γροθιές
και διεκδικούν το μέλλον
Έφτασαν
μεσσίες, προφήτες και ντελάληδες
να ωριμάσουν τους καιρούς
Κι ο βροντόηχος κεραυνός
στέλνει σημάδι ανοξείδωτο
Οι εναπομείναντες
Του Γιάννη Ποταμιάνου
Ξανάρθαν απόψε
να μου θυμίσουν το παλιό μου χρέος
Κρατιόνταν χέρι με χέρι
σαν τις Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο
Κι’ η νύχτα νοτισμένη
με ιδρώτα και μνήμες
Έσερναν το χορό ανάεροι
κι έπεφταν στο κενό ένας ένας
λαμπιρίζοντας
Σαν πεφταστέρια
Η αυτοθυσία τους να φωτίζει
το αύριο
κάθε σύντροφος και λαμπάδα
να φωτίζει τα όνειρα
Μα όσο πλησιάζει το πρωί
οι Σουλιώτισσες λιγοστεύουν
Τελειώνουν τα τραγούδια
κι’ η μέρα ξεχωρίζει τα χέρια
Σφίγγουν οι παλάμες σε γροθιές
να φοβερίζουν τη μέρα
καθώς ανοίγουν οι κουρτίνες
και μπαίνει απ’ τις γρίλιες η ζωή
Τότε φεύγουν ένας ένας λυπημένοι
κι’ οι εναπομείναντες ονειροφύλακες.
Περιμένουν την επόμενη νύχτα,
για να ξοφλήσουν
το παλιό τους χρέος
Να γίνουν στα όνειρα ολοκαύτωμα
12 Δεκεμβρίου 2010, Γιάννης Ποταμιάνος