Αρχείο κατηγορίας Ποίηση Ιχνηλατούντες

Ποίηση Ιχνηλατούντων ερασιτεχνών φίλων στο κοινό αλώνι της αγωνίας της βιοτής και της Ζωής

Στην τάξη – του Γιάννη Ποτ.

Στην τάξη

 

Του Γιάννη Ποταμιάνου


 

Η Αθανασία κοίταζε εκστατική

και στα μάτια της έλαμπαν

       οι μάχες των προγόνων της

Μίλαγε σαν καρδερίνα

       με φωνές χιλιάδων σοφών

Κελαηδούσε ο Πλάτωνας

                              κι ο Αριστοτέλης

κι η κιμωλία έγραφε

έγραφε σε γραμμική γραφή

Η Αθανασία μίλαγε

                και τα παιδιά κοιτούσαν

Κοιτούσαν την Αθανασία

ν’ ανεβαίνει  σ’ ένα αερόστατο

και να φεύγει στην Ιστορία

Να χτίζει ναούς, να δίνει μάχες,

να ρητορεύει στις αγορές

Τα παιδιά ακολούθησαν

Κι’ έγιναν όλοι

           ένα σμήνος πουλιών

                       στον Αττικό ουρανό

 

Όμως ο Γιαννάκης

του τελευταίου θρανίου μαθητής

τρεις μέρες νηστικός

                    δεν άντεξε την πτήση

Έλιωσαν στον Ήλιο τα φτερά του

κι έπεσε με γδούπο

                              στην Αττική γη

 

Από τότε η Αθανασία κοιτάζει

                                         εκστατική

και τα μάτια της σκοτεινιάζει

                           μια βουβή ικεσία:

Σώστε επιτέλους  τα παιδιά

                                    που πεινάνε

οι πρόγονοι σας κοιτάνε

             απ’ τα βάθη της Ιστορίας

 

                            11 Δεκεμβρίου 2011, Γιάννης Ποταμιάνος

Προτροπή στον Εβραίο αδελφό μου – της Αμαλίας Κ. Ηλ.

Προτροπή στον Εβραίο αδελφό μου

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

Φύγε…

Πέρνα απέναντι,

απ’ το βρεγμένο πεζοδρόμιο

ακούς τον ήχο του λεωφορείου.

Τις φωνές των περίεργων

 σε φωνάζουν…

Μην πας.

  Συνέχεια

Τα συρματοπλέγματα – της Αμαλίας Κ. Ηλ.

Τα συρματοπλέγματα

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

Τα συρματοπλέγματα πληγώνουν τα σύννεφα

εδώ, στο Νταχάου και στο Άουσβιτς.

Οι αιχμές τους στάζουν σάρκες και αίμα

Και ψυχές, που σαν φθινοπωριάτικα φύλλα,

εύθραυστες κι ελεύθερες, καρφώθηκαν…

Συνέχεια

Αγωνία στο Άουσβιτς -της Αμαλίας Κ. Ηλ.

Αγωνία στο Άουσβιτς

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

Μετρούν στιγμές χαμένες στο χρόνο

Δάκρυα κυλούν απ’ τα μεγάλα τους μάτια παγωμένα,

ανθρώπων που «ξέρουν»… τι θα πει «τίποτα»

γιατί τα έχασαν όλα.

Λίγα λόγια από κλεισμένα στόματα

Υποσχέσεις κούφιες, φρούδες

πάνω στα πτώματα των πεινασμένων.

Κλεμμένες ελπίδες σε παιδιά που θέλουν το μέλλον τους πίσω.

  Συνέχεια

Στους Εβραίους των Τρικάλων – της Αμαλίας Κ. Ηλ.

Στους Εβραίους των Τρικάλων

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

Τα παιδιά σου κλαίνε, Σιών,

τα χλωμά, σκελετωμένα σώματα,

τα μικρά κοκκαλιάρικα πουλάκια

που κούρνιαζαν, ίδιες ψυχές ασώματες,

στα ανθρωποβόρα συρματοπλέγματα

εκεί μακριά, στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου…

Τα παιδιά μας κλαίμε, άνθρωποι της Τρίκκης,

εδώ στις όχθες του Ληθαίου.

  Συνέχεια

Λύτρωση – ποίημα της Βάσως Κ. Ηλ.

Λύτρωση

Της Βάσως Κ. Ηλιάδη*

Πάνω από τις στάχτες του Νταχάου

σύννεφα μαρτύρων υψώνονται.

Οι ψυχές τους πετάνε ελεύθερες πια

λυτρωμένες από την επίγεια κόλαση.

  Συνέχεια

Το μυστικό της καταιγίδας – του Γιάννη Ποτ.

Το μυστικό της καταιγίδας

 

Του Γιάννη Ποταμιάνου


 

Δρέπω την αυθάδεια της καταιγίδας

                                      κεραυνόπληκτος

Ολόγυμνος στις πιρουέτες της βροχής

                                                  ζοφώδης       

 Ολβιώτερος

όταν χάνεται το δάκρυ

                   στης αστραπής το ξάφνιασμα

Αλλοπαρμένος

                    στο θρόισμα των φύλων

                                         νεραϊδόπληκτος

Ποιο μυστικό άραγε μου ψιθυρίζει

                                                      η βροχή;

 

Πετροβολώ τ’ αστέρια

που μ’ εξόρισαν

                       στην τετριμμένη ματαιότητα

Με το γυαλόχαρτο της στέρησης

                                   να ξύνει τις πληγές μου

 

Πως να προλάβω ο έρμος

                               ολόκληρο θέμα

                                                    στον επίλογο;

 

Ας ψιθυρίζει η βροχή την ηρεμία

το μυστικό κρύβεται στης καταιγίδας

                                             την αυθάδεια

 

Γιατί αγκομαχούν οι ξωμάχοι

                                       το απόβραδο

κοιμίζοντας δρεπάνια στα δισάκια τους

και κρυφούς σουγιάδες καρφωμένους

                                          στα νεφρά τους

 

Γιατί χάνεται το δάκρυ μου

                        μες τις σταγόνες της βροχής

Για τη ζωή που ‘γινε αριθμός

                         μες τα λογιστικά βιβλία,

ομόλογο χωρίς αντίκρισμα

                          μιας χρεωκοπημένης χώρας

 

Γι  αυτό,

ας ψιθυρίζει η βροχή για ψυχραιμία 

το μυστικό κρύβεται

                       στον κεραυνό

                                          της καταιγίδας

                                            

                                             8 Μαΐου 2011, Γιάννης Ποταμιάνος

Ψάχνοντας το χρυσόμαλλο δέρας – του Γιάννη Ποτ.

Ψάχνοντας το χρυσόμαλλο δέρας

 

Του Γιάννη Ποταμιάνου


 

Τρικυμισμένος και μονοσάνταλος

                                            θα προσαράξω

στης Κολχίδας τις μακρινές σπηλιές

Ψάχνοντας το χρυσόμαλλο δέρας

που εγκατέλειψαν οι ομοαίματοι

                           στη φύλαξη του δράκου

Σ’ ένα βόλο χώμα θα κλείσω  

                                   τη διχόνοια

Να βγάλουν οι Γίγαντες

                           τα κοφτερά μαχαίρια

να ξεκοιλιάσουν τη χοντρή κοιλία του

                                                     μηδενός

 

Κι’ όταν σπείρω τα δόντια του ροδιού

                                      στο μαύρο χώμα

Θ’ ανθίσουν οι κοντές ροδιές

                         τα χρυσοκόκκινα άνθη τους

 

Και θα γυρίζουν οι μέρες, οι μήνες                                 

                                          και τα χρόνια

Θα γυρίζουν οι αιώνες

                   με το δάχτυλο της ιστορίας

 

Ώσπου τελικά θα γυρίσει τα μέσα έξω

η διαλεκτική

για να πήξει το αίμα,

                     και να σαρκωθούν οι πόθοι

 

Τότε οι ψυχές θα πορευτούν παρέα

με ιαχές γκρεμίζοντας

                       της παρακμής τα κάστρα

 

Τότε οι ξωμάχοι στα ξέφωτα του δάσους

τα ξωτικά θα καλέσουν

                           σε δείπνο μυστικό

μοιράζοντας άρτο σεβασμού

                            και βατόμουρα αγάπης

και θα καταλάβουν όλοι

         πως η παρουσία του αλλουνού

                             είναι χαρά δική τους

 

Και για να αρχίσει ο χορός

θα ‘ρθουν  χτυπώντας τα ντέφια

                                              οι νεράιδες

ανεμίζοντας τα πέπλα τους

                στο βλέφαρο του φεγγαριού

ώσπου να γίνει ο σκοπός ανάγκη

στο δρόμο της παγκόσμιας ανατολής

 

                                        21 Μαΐου 2011, Γιάννης Ποταμιάνος

Ευωδιάζοντας – του Γιάννη Ποτ.

Ευωδιάζοντας

 

Του Γιάννη Ποταμιάνου


 

Εντάξει κουραστήκαμε

τα μεγάλα λόγια,

                       τα άπιαστα όνειρα

από διάψευση σε διάψευση

                                 κουραστήκαμε

Πώς να μας εμπιστευτεί η ιστορία

με την πληγή χαίνουσα να ρέει

                                          το ανέφικτο

Πώς να μας εμπιστευτεί,

αφού οι αιθεροβάμονες

             υφαίναμε την αφέλεια

                                          με τη σιωπή,

όταν σε δείπνα μυστικά

κοινωνούσαμε

             το άλικο αίμα του αμνού;

 

Τότε που οι δνοφεροί άγγελοι

                                         του ζόφου

οξειδώνανε τα όνειρα στη νοτιά

                                     της αδικίας  

Ενώ οι ερεβομανείς σαράφηδες

ασελγούσαν

              στη ζωή των ταπεινών

 

Εντάξει κουραστήκαμε

Όμως το τραγικό οιακίζει

                               τη βούλησή μας                                          

γι’ αυτό ας πλέουμε πλησίστιοι

ανάμεσα

            στις Συμπληγάδες

 

Κι’ αφού ακόμα

            το τελευταίο ράπισμα

                              του αργυραμοιβού

κοκκινίζει την παρειά μας,

σφριγηλοί και κραταιότεροι

                     ας λακτίζουμε την αδικία 

Ενδεδυμένοι τον χιτώνα της ελπίδας

ας ορμάμε στο ανέφικτο

ευωδιάζοντας

                  αλγηδοκτόντα ηδονή

 

                                            2 Ιουλίου 2011, Γιάννης Ποταμιάνος

 

Αποκούμπια του πνεύματος, τρία… – του ΠΑΜ

Αποκούμπια του πνεύματος, τρία… Πολυτεχνείο 2011

 

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα


 

Το είδα ναι, να κυκλοφορεί παντού.

Σήμερα τ’ άκουσαν αυτιά μικρών πολλά,

ενώ τα μυαλά σε δίνες τ’ άλεθαν

με  φόβο και δέος στην αρχή. Μετά η ελπίδα.

Συνέχεια