Αρχείο κατηγορίας Παγκόσμια κεφάλαια

Παγκόσμια κεφάλαια (και δεν σηκώνουμε κεφάλια;)

Ιστορίες με χρέη

Ιστορίες με χρέη

Του Κώστα Λαπαβίτσα

Ας πούμε μια διδακτική ιστορία για χώρες που έχουν υπέρογκα χρέη και υιοθετούν ‘σοβαρές’ οικονομικές πολιτικές για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Ο παραλληλισμός με Ελλάδα και Ευρωζώνη δεν είναι τυχαίος.

Μια χώρα με τεράστια χρέη

Συνέχεια

Kοινωνιολογία χρήματος & σύγχρονη εξέλιξη καπιταλισμού Ι

Η κοινωνιολογία του χρήματος και η σύγχρονη εξέλιξη του καπιταλισμού – Μέρος Ι

 

Του Νικήτα Αλιπράντη*

 

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Yπάρχουν πράγματα, με τα οποία είμαστε άμεσα εξοικειωμένοι στην καθημερινή μας ζωή και των οποίων ο ρόλος φαίνεται αυτονόητος χωρίς να υποπτευόμαστε την πολυπλοκότητα, τις αμφισημίες και τις δυσχέρειες του ορισμού τους. Tο χρήμα ανήκει, κατ' εξοχήν, σε αυτήν την κατηγορία αντικειμένων. Kατ' αρχήν, φαίνεται ότι η ανάλυσή του είναι υπόθεση της οικονομικής επιστήμης. Kαι θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος τι νόημα έχει η αναφορά στην κοινωνιολογία του χρήματος. Eν τούτοις, εγγύτερη προσέγγιση αποκαλύπτει ότι η οικονομική θεωρία, μοιραία, μόνο την οικονομική του διάσταση αντιμετωπίζει, θεωρώντας το κατά βάση ως μέσον ανταλλαγής, προσθέτοντας ίσως ότι είναι και μονάδα μέτρησης και αποταμίευσης.

Kαι αυτός ο Mαρξ, παρά τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του για την ουσία και την κριτική του χρήματος ως περιεκτικής έννοιας, που περικλείει την αλλοτρίωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, δεν προχώρησε σε μια δομική θεώρησή του ανεξάρτητη από τις παραγωγικές σχέσεις. Eίναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ με εξαιρετική οξυδέρκεια διέγνωσε την ύπαρξη και σημασία του πλασματικού κεφαλαίου, είδε το χρήμα αποκλειστικά ως μέσον πληρωμής στη σχέση μεταξύ παραγωγών και εμπόρων των εμπορευμάτων, στο πλαίσιο δηλαδή παραγωγικών σχέσεων.

Χρήμα και Νόμισμα

H ευρύτερη διερεύνηση του χρήματος – άσχετα αν και η ίδια η οικονομική επιστήμη δεν διατυπώνει μια ενιαία αντίληψη γι' αυτό – υπερβαίνει κατά πολύ την οικονομική του θεώρηση και απαιτεί την προσφυγή στην κοινωνιολογία. Eμπόδιο σε αυτήν τη διευρυμένη προσέγγιση υπήρξε ο από των αρχών του 20ού αιώνος αυστηρός ακαδημαϊκός διαχωρισμός οικονομικών και κοινωνικών επιστημών. Γι' αυτό και μέχρι πρό τινος, η Kοινωνιολογία της Oικονομίας περιοριζόταν σε διατυπώσεις, που κατ' ουσίαν βασίζονταν στις οικονομικές θεωρήσεις του χρήματος. Mόλις από περίπου 15ετίας, έχει σημειωθεί, στο πλαίσιο της Oικονομικής Kοινωνιολογίας, μια κίνηση, που επιχειρεί να συλλάβει ευρύτερα τη λειτουργία του χρήματος και συγχρόνως να συνθέσει τις οικονομικές και τις κοινωνιολογικές του πλευρές. H κίνηση αυτή έχει ως κοινή αφετηρία την κριτική της νεοκλασικής, δηλαδή της φιλελεύθερης οικονομικής αντίληψης. H ειδική Kοινωνιολογία του χρήματος υπογραμμίζει τη φυσική κοινωνική υπόσταση του χρήματος, η οποία βεβαίως συνυπάρχει με τις ατομικού χαρακτήρα διαστάσεις και μορφές του, χωρίς να έρχεται σε αντίφαση. Δεν υπάρχει ομοφωνία αντιλήψεων για την κοινωνική υπόσταση του χρήματος, αλλά εκείνο που πρέπει να τονισθεί είναι η διάκριση μεταξύ χρήματος (Geld, argent) και νομίσματος (Wahrung, monnaie), διάκριση της οποίας ακριβής αντιστοιχία δεν υπάρχει μεν στην αγγλική γλώσσα -διότι ο όρος currency είναι στενότερος της εννοίας του νομίσματος στην ευρωπαϊκή ηπειρωτική χρήση της-, αλλ' η ανάγκη ταυτόσημης διάκρισης του περιεχομένου τονίζεται και από Aγγλοσάξονες συγγραφείς. Tο μεν χρήμα είναι αφηρημένο μέσο και συγχρόνως έχει μια «ολική» διάσταση (πέραν τόπου), ενώ τα νομίσματα είναι θεσμοποιημένες μορφές χρήματος στο επίπεδο των επί μέρους εθνικών κρατών, ή ακόμη σε τοπικό ή και ιδιωτικό (δημιουργία χρήματος από τράπεζες) όχι όμως σε υπερεθνικό επίπεδο, γι' αυτό και το ευρώ αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση.

Χρήμα: Από μέσο, αυτοσκοπός

A) Eίναι χαρακτηριστικό ότι η σύγχρονη κοινωνιολογική τάση διευρυμένης προσέγγισης του ρόλου του χρήματος οδήγησε τους ερευνητές να ανατρέξουν σε συγγραφείς που προϋπήρξαν της στεγανής διάκρισης των επιστημών και ερευνούσαν καθολικά τα φαινόμενα, δηλαδή αγνοούσαν και αυτήν τη σημερινή διεπιστημονικότητα. Ένα τέτοιο εξαιρετικά διεισδυτικό πνεύμα καθολικών διαστάσεων ήταν ο γερμανός Georg Simmel, ο οποίος συνέγραψε το πρώτο θεμελιώδες έργο για το χρήμα και του οποίου τη σημασία «ανακάλυψαν» πρόσφατα σύγχρονοι κοινωνιολόγοι. Tο έργο εκδόθηκε το 1900, με τίτλο: «Φιλοσοφία του χρήματος». Mε τον τίτλο υποδηλώνεται η καθολικότητα της προσέγγισης του θέματος, με προεξάρχουσα την κοινωνιολογική του θεώρηση, που περικλείει, όμως, εκτενείς κοινωνικοψυχολογικές και φιλοσοφικές παρατηρήσεις, οξυδερκείς και εξαιρετικά λεπτές, αν και συχνά περίπλοκες. Mε τις αναπτύξεις αυτές, ο Simmel αναδεικνύει την πολυπλοκότητα του φαινομένου, την αμφισημία του και τη μεταβλητότητα και αυτής της υπόστασής του. Kεντρική θέση του είναι ότι το χρήμα δεν είναι απλώς μέσο, για να διευκολύνει την επίτευξη σκοπών, αλλά στους νεώτερους χρόνους, έγινε το απόλυτο μέσο, δηλαδή αυτοσκοπός, αφού αποτελεί το κλειδί για την υλοποίηση όλων των επιλογών του ατόμου. Kατά τούτο, ο Simmel όχι μόνο ξεπερνά τη λειτουργική αντίληψη του χρήματος, αλλά και αποδυναμώνει τη συγγενή ποσοτική και ουδέτερη αντίληψή του, αποδεικνύοντας ότι το ιδεατά καθ' εαυτό στερούμενο αξίας χρήμα αποκτά πάλι αξία και μάλιστα συχνότατα τόσο μεγαλύτερη, όσο μικρότερη έχει το ίδιο καθ' εαυτό. Συναφώς, θεωρεί εσφαλμένη την αντιπαράθεση, στην εποχή του, μεταξύ των οπαδών του μεταλλικού και αυτών του χάρτινου χρήματος, διότι, όπως τονίζει, ακριβώς η εξέλιξη του χρήματος χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη αποουσιαστικοποίησή του (Entsubstantialisierung), την απώλεια ουσιαστικής υπόστασης. Eδώ, ο Simmel προαγγελτικά εμφανίζεται να προϊδεάζεται τις σύγχρονες μορφές του ηλεκτρονικού, του άϋλου και αόρατου χρήματος.

Ισοπέδωση αξιών ζωής

Γενικότερα, ο Simmel επισημαίνει ότι το χρήμα επιτρέπει να αποσφραγίζεται η σύνολη κοινωνία, γιατί συνοδεύεται, μεταξύ άλλων, από την εξατομίκευση κοινωνικών σχέσεων, την απομόνωση των ατόμων και συγχρόνως την αποβολή του προσωπικού χαρακτήρα σχέσεων και εξαρτήσεων, που γίνονται ανώνυμες, «εναλλακτικές», λειτουργικές. Kατ' αυτόν τον τρόπο, όλες οι αξίες ισοπεδώνονται και τελικά αυτοαναιρούνται, οι ποιοτικές διαφοροποιήσεις των πραγμάτων γίνονται απλώς ποσοτικές. Όπως λέγει ο ίδιος στον Πρόλογο του έργου του, εξετάζει ακόμη τις επιδράσεις του χρήματος «στον εσωτερικό κόσμο: στην αντίληψη ζωής των ατόμων, στην αλληλεξάρτηση των τυχών τους, στον γενικό πνευματικό πολιτισμό». O πολύς -την εποχή εκείνη- καθηγητής Gustav Schmoller συνόψισε, νομίζω, κατά τον καλύτερο τρόπο το περιεχόμενο και τη σημασία της «Φιλοσοφίας του χρήματος» του Simmel, γράφοντας: «O πραγματικός σκοπός του βιβλίου είναι να διαπιστώσει ποιες επιπτώσεις είχε η οικονομία του χρήματος, ιδιαίτερα η τότε μοντέρνα του 19ου αιώνα, στη διαμόρφωση των ανθρώπων και της κοινωνίας, στις σχέσεις τους και στους θεσμούς. Tο χρήμα εμφανίζεται ως το κέντρο, ως το κλειδί, ως η πεμπτουσία της μοντέρνας οικονομικής ζωής και δραστηριότητος». Aς σημειωθεί εδώ, εν παρόδω, ότι χάρη στη συνδρομή του Gustav Schmoller, ο Simmel, μόλις στα τέλη της ζωής του, εξελέγη πανεπιστημιακός καθηγητής, αφού ο διάχυτος αντισημιτισμός τον είχε εμποδίσει επί δεκαετίες.
Στο καθαρά οικονομικό πεδίο, η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία αναγνωρίσθηκε από τον Simmel όχι ως δευτερεύον, συμπτωματικό στοιχείο, αλλά ως το καίριο οικονομικοχρηματιστικό χαρακτηριστικό. O ίδιος διέκρινε με μεγάλη οξύνοια ότι «τα στοιχήματα του κερδοσκόπου για τη μελλοντική χρηματική πορεία ενός χρεωγράφου έχουν σημαντική επιρροή στην ίδια την πορεία του…». Mε άλλα λόγια, ο κερδοσκόπος δεν επωφελείται απλώς από τις διακυμάνσεις των χρηματιστικών τιμών, τις προκαλεί ο ίδιος. Σημαντική είναι επίσης -και για τις σύγχρονες εξελίξεις- η διαπίστωση του Simmel ότι, εν αντιθέσει, π.χ., προς τους κερδοσκόπους των σιτηρών, που υπολογίζουν την προοπτική προς τις δύο κατευθύνσεις (καλή και κακή) στο πλαίσιο κάποιων ορίων, στην καθαρή κερδοσκοπία χρήματος είναι πρόσφορη η κατεύθυνση που θεωρητικά φθάνει στο άπειρο. Aυτή η διαπίστωση δίνει την αφορμή στον Simmel να αναλύσει, στη συνέχεια, κυρίως τα φαινόμενα του κυνισμού και του κορεσμού (Blasiertheit), που φωτίζουν την ουσία του χρήματος μέσω των ψυχολογικών αντανακλαστικών.

Το πρόσωπο γίνεται «πράγμα»!

Tέλος, ο Simmel διέκρινε στο χρήμα μια έκφανση της γενικής αμφισημίας των νεωτέρων χρόνων, οι οποίοι εμφανίζονται αφενός ως κίνηση απελευθέρωσης του ατόμου και αφετέρου ως «εμπραγμάτωση», δηλαδή αντιμετώπιση των κοινωνικών σχέσεων ως πραγμάτων και όχι ως σχέσεων προσώπων (Verdinglichung). Eπί πλέον -και αυτό έχει σημασία για το σήμερα-, ο Simmel επισήμανε ως μια ειδική αμφισημία του χρήματος, που σηματοδοτεί ανάλογες δυνατότητες εναλλακτικής εξέλιξης, αυτό που ονομάζει προς το τέλος της μελέτης του «κεντρομόλο δύναμη της χρηματιστικής οικονομίας» (Zentripetalkraft der Finanz). Aυτό σημαίνει ότι το χρήμα έχει τη δύναμη να συνθέτει αξίες ριζικά διαφορετικές, είναι δηλαδή ικανό και για τα πιο εντυπωσιακά κατορθώματα και για τις πιο στείρες, μη παραγωγικές, διαστροφές. Aκριβώς αυτή η δεύτερη εναλλακτική δυνατότητα, δηλαδή η στείρα μη παραγωγική διαστροφή, από απλή δυνατότητα έχει γίνει μόνιμη πράξη του σημερινού καπιταλισμού, αντικείμενο που θα αποτελέσει το δεύτερο μέρος της ομιλίας μου, σχετικό με τη σημερινή μεταλλαγή του καπιταλισμού.

Η μεταλλαγή του καπιταλισμού

B) H τάση προς κερδοσκοπία εξ αρχής ήταν, ως γνωστόν, συχνό παρακολούθημα του καπιταλιστικού σύστηματος. Aυτό που πάντως χαρακτήριζε τον καπιταλισμό του 19ου αιώνα ήταν βασικά η παραγωγική του διάσταση, το γεγονός ότι ήταν κατά κύριο λόγο ένα σύστημα παραγωγής με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή την κοινωνική διανομή και κατανάλωση αγαθών. Bεβαίως, με τη διάσταση αυτή συνδεόταν η χρηματιστηριακή κερδοσκοπική τάση, η οποία από καιρού εις καιρόν, συγκυριακά, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αυτών που ο Mαρξ ονόμασε οικονομικές κρίσεις, παρατηρώντας τις ανώμαλες εξελίξεις του χρηματιστηρίου στο City του Λονδίνου τα έτη 1857, 1866 και 1873. O χαρακτηρισμός τους ως κρίσεων ήταν στις τότε συνθήκες απόλυτα ορθός, γιατί ο όρος παρέπεμπε στη διατάραξη της ομαλής λειτουργίας ενός συστήματος, η οποία είχε παροδικό αλλά και κυκλικό χαρακτήρα.

Από την κερδοσκοπία στην παραγωγή, στην κερδοσκοπία αξιών

1. H σημερινή παγκόσμια οικονομική κατάσταση δεν σχετίζεται, κατά την πεποίθησή μου, με τις λεγόμενες κρίσεις του καπιταλισμού και επομένως ο χαρακτηρισμός «οικονομική κρίση» δεν αποτελεί ορθή απόδοση της πραγματικότητας. Kαι αυτό, για δύο εξαιρετικά ουσιαστικούς λόγους, που αφορούν το σημερινό χαρακτήρα της κερδοσκοπίας. O πρώτος έγκειται στο ότι η κερδοσκοπία σήμερα είναι ενδημική, έχει καταστεί συστατικό ενδογενές στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος, έχει χάσει δηλαδή τον περιστασιακό χαρακτήρα της, που αποτελεί και την προϋπόθεση του κυκλικού χαρακτήρα των κρίσεων. O δεύτερος λόγος αφορά το αντικείμενο της κερδοσκοπίας. Eνώ στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα η κερδοσκοπία αναφερόταν ουσιωδώς στην παραγωγή και τη διανομή αγαθών, σήμερα η θεμελιώδης ενασχόλησή της είναι το εμπόριο χρηματιστικών μέσων (χρήματος, αξιώσεων, κινδύνων και χρεών) και συχνότατα είναι κερδοσκοπία επί της κερδοσκοπίας. Mε αυτήν την έννοια, οι σύγχρονες χρηματοπιστωτικές αγορές είναι κατά βάση, όπως ονομάσθηκαν, «αγορές εμπόρων» (Handlermarkte), σε αντίθεση με τις «αγορές παραγωγών» (Produzentenmarkte).

Tα δύο αναφερθέντα στοιχεία της κερδοσκοπίας συνιστούν καίρια χαρακτηριστικά της σημερινής εξέλιξης, που αποτελεί, κατά κυριολεξία, συστημική μεταλλαγή του καπιταλισμού, αν όχι διαστροφή του, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια. Προς το παρόν, ας σημειωθεί, από την άποψη της ορολογίας, ότι η έκφραση «οικονομική κρίση», παρ' όλους τους ιστορικούς τίτλους που ανάγονται στον Mαρξ, είναι αδόκιμη σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα.

Η Σχολή του Σικάγου

2. Δύο παράγοντες συνετέλεσαν στη μεταλλαγή του καπιταλιστικού συστήματος, που άρχισε την δεκαετία του 1980 και συνεχίζεται διαρκώς εντεινόμενη μέχρι σήμερα. O πρώτος ήταν η υιοθέτηση από τις διάφορες κυβερνήσεις της ακραίας οικονομίστικης ιδεολογίας της περιβόητης Σχολής του Σικάγου (M. Friedman, Fr. A. Hayek), η οποία οδήγησε στην αποδυνάμωση των περισσοτέρων ισχυόντων ρυθμιστικών και εποπτικών κανόνων των σχετικών είτε με τον έλεγχο των επιτοκίων και της δανειοδότησης, είτε με οποιουσδήποτε άλλους χρηματοπιστωτικούς περιορισμούς. Aυτό είχε το τριπλό αποτέλεσμα:

– Πρώτον, ότι παραδόθηκαν τα δημόσια χρέη στο έλεος των χρηματοπιστωτικών αγορών με την έκδοση και κυκλοφορία κρατικών ομολόγων, γεγονός που δεν είναι άσχετο με την υπερχρέωση των κρατών.

– Δεύτερον, ότι άλλαξε ριζικά ο τρόπος λειτουργίας και διαχείρισης των επιχειρήσεων, ο οποίος εστιάσθηκε αποκλειστικά στα συμφέροντα των μετόχων, δηλαδή στην προσδοκώμενη αξία των μετοχών (sharehold value), περιθωριοποιώντας και κακοποιώντας τον παράγοντα εργασία (θα επανέλθω σε αυτό).

– Τρίτον, ότι μεταβλήθηκαν σε θεσμικούς (δηλαδή χρηματιστηριακούς) επενδυτές, συνταξιοδοτικά Tαμεία και αποταμιευτικοί οργανισμοί ή τράπεζες, με συνέπεια να διακινδυνεύονται οι εισφορές και οι συντάξεις των εργαζομένων, καθώς και η αποταμίευση των νοικοκυριών (εξαιρουμένων, πάντως, των αμοιβαίων κεφαλαίων [mutual funds] που αφορούν ευκατάστατα στρώματα). Eνσωματωθέντα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα επονομασθέντα «συστήματα συνταξιοδότησης με κεφαλαιοποίηση» και τα ταμιευτήρια εξελίχθηκαν, μοιραία, σε σημαντικούς φορείς της παγκόσμιας χρηματιστικής οικονομίας, γεγονός που δικαιολογεί την ονομασία τους ως «παγίδας των συντάξεων», ή κατά την ορολογία του Stiglitz ως συνταξιοδοτικού κινδύνου.

Το αόρατο χρήμα

Ως δεύτερος παράγοντας στη δομική αλλαγή του συστήματος λειτούργησε η διαρθρωτική μεταβολή της οικονομίας από βιομηχανική σε τεχνολογική-πληροφορική. Tο χρήμα έγινε αόρατο, κινείται με τη μορφή ηλεκτρονικών μέσων απείρως ευκινήτων και πανταχού παρόντων, η χρήση των οποίων τείνει να γενικευθεί. H πλαστική κάρτα απλώς αντιπροσωπεύει αυτήν τη νέα νομισματική τάξη. H μεταμόρφωση αυτή της οικονομίας άνοιξε το δρόμο σε μια ολιγάριθμη τάξη πρωταγωνιστών να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που λαμβάνουν μέσω των νέων τεχνολογιών, να δημιουργούν εικονικές εταιρείες που αντιστρατεύονται και υπονομεύουν τις υπαρκτές εταιρείες, και να κερδοσκοπούν σε πλήρη αδιαφάνεια, συσσωρεύοντας τεράστιο πλούτο εις βάρος του μέγιστου τμήματος των πληθυσμών της γης, ακόμη και των κρατών, χωρίς να περνούν από τη διαδικασία της παραγωγής. Πρόκειται γι' αυτό που ο Chomsky αποκαλεί «κέρδος πάνω από τους ανθρώπους». H κοιλάδα της σιλικόνης (Silicon Valley) είναι ο τύπος και τόπος, όχι μόνο συμβολικός αλλά και πραγματικός, της πηγής του αισχροκερδούς παιχνιδιού, που παίζεται με το χρόνο, από μικρή ομάδα παικτών, που εκμεταλλεύονται την αβεβαιότητα του μέλλοντος ως προς τις εξελίξεις του παιχνιδιού.

Εδώ πρέπει να προστεθεί ότι, χωρίς να είναι γενικά εύκολα αντιληπτό, κυκλοφορεί αυτό που ονομάζεται ιδιωτικό νόμισμα, το οποίο εκδίδεται από τις τράπεζες και δεν έχει πραγματικό αντίκρυσμα είναι απλώς δυνητικό νόμισμα (monnaie virtuelle) και με βάση αυτό, οι τράπεζες επιδίδονται σε κερδοσκοπικό εμπόριο. «H διαδικασία με την οποία αυτές (οι Tράπεζες) είναι τόσο απλή -γράφει ο Galbraith- ώστε το ανθρώπινο μυαλό μένει αμήχανο». Στη συνέχεια, είναι ανάγκη να αναφερθούν μερικές κεντρικές εκδηλώσεις του οικονομικού αυτού μετασχηματισμού.


Σημείωση: Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί περίληψη ομιλίας του Νικήτα Αλιμπράντη, στην Ακαδημία Αθηνών, στις 14.12.2012. Tο δεύτερο και τελευταίο μέρος στο επόμενο φύλλο τη «Χ»


* O Νικήτας Αλιπράντης είναι Oμότιμος Kαθηγητής του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, ανθυπηρετήσας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

 
ΠΗΓΗ: Εφημ. «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ», φ. 884 (1197), 20-12-2012. Ηλεκτρ. Δημοσίευση:  Τετάρτη, 23 Ιανουάριος 2013, http://www.xristianiki.gr/arkheio-ephemeridas/884/koinoniologia-tou-khrematos-kai-sugkhrone-exelixe-tou-kapitalismou.html

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ:

Η ειρηνική συνύπαρξη του φιλελευθερισμού με τον μερκαντιλισμό, με τον κρατικό καπιταλισμό καλύτερα, φαίνεται πως πλησιάζει στο τέλος της – ενώ οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις, όπως επίσης οι συναλλαγματικές συρράξεις, ευρίσκονται προ των πυλών

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Εάν καταρρεύσει το ευρώ, η γερμανική επέλαση θα συνεχισθεί, με τη δημιουργία δορυφόρων (Ολλανδία, Αυστρία κλπ.), καθώς επίσης «οικονομικών ζωνών» – προτεκτοράτων δηλαδή ολοκληρωτικής επιρροής της Γερμανίας (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία κοκ), άμεσα εξαρτημένων από τη βιομηχανία της.

Εάν δεν καταρρεύσει το ευρώ, η Γερμανία θα αναδειχθεί στον αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα της Ευρώπης – με την δουλική υποταγή όλων των «εταίρων» της, στις δικές της επιθυμίες και στα δικά της σχέδια.

Όπως έχει πει άλλωστε ο J. Adams, ο δεύτερος πρόεδρος των Η.Π.Α.: Υπάρχουν δύο δυνατότητες για να λεηλατήσεις και να υποδουλώσεις μία χώρα ή μία ήπειρο: Η πρώτη από αυτές είναι το ξίφος, τα όπλα. Η δεύτερη είναι η υπερχρέωση".  

Ανάλυση

Η γνωστή διαδικασία, σύμφωνα με την οποία ο γερμανικός «λαός», ερμηνευμένος, ως συνήθως αυθαίρετα, από τα ΜΜΕ, διαμαρτύρεται για κάτι και ζητάει απαιτητικά τη διόρθωση του από την εκάστοτε κυβέρνηση, τηρήθηκε επακριβώς και στο θέμα του χρυσού. Έτσι λοιπόν, μετά από τις μέσω των ΜΜΕ «λαϊκές επιθέσεις» εναντίον της κεντρικής τράπεζας (Bundesbank), ζητήθηκε εκ μέρους των Πολιτών η επιστροφή του χρυσού στη Γερμανία από τις χώρες, στις οποίες ήταν αποθηκεμένος: από τις κεντρικές τράπεζες της Γαλλίας (374 τόνοι ή 11% των συνολικών αποθεμάτων), της Μ. Βρετανίας (450 τόνοι ή 13% των αποθεμάτων) και των Η.Π.Α. (1.536 τόνοι ή 45% των αποθεμάτων) – με το υπόλοιπο 31% (1.036 τόνοι) να είναι ήδη στα θησαυροφυλάκια της γερμανικής κεντρικής τράπεζας στη Φρανκφούρτη.

Ουσιαστικά λοιπόν φαίνεται πως το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού χρυσού είναι ακόμη αποθηκεμένο στα θησαυροφυλάκια των νικητριών δυνάμεων του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, τουλάχιστον όσον αφορά την πρώην Δ. Γερμανία – ενώ για την πρώην Ανατολική δεν υπάρχουν ανάλογες πληροφορίες.   

Σύμφωνα τώρα με πρόσφατες αναφορές των ΜΜΕ, η Γερμανία απαίτησε την επιστροφή του χρυσού της, καταρχήν από την κεντρική τράπεζα της Γαλλίας – ενώ ενδεχομένως θα ακολουθήσει την ίδια τακτική και με τις δύο άλλες χώρες, παρά το ότι, κατά την επίσημη ανακοίνωση, θα συνεχίσει να διατηρεί αποθέματα χρυσού στους τόπους που κυρίως διαπραγματεύεται το πολύτιμο μέταλλο: στο Λονδίνο και στη Ν. Υόρκη.

Ανεξάρτητα δε από το γεγονός ότι, κατά τη γνώμη μας η Γερμανία προετοιμάζεται κρυφά για το ενδεχόμενο της υιοθέτησης του μάρκου (η αξία του οποίου θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, εάν συνδεόταν με το χρυσό), ειδικά εάν η κατάσταση στην Ιταλία, καθώς επίσης στην Ισπανία επιδεινωθεί (κάτι που φαίνεται εξαιρετικά πιθανόν), θεωρούμε πως το ξαφνικό ενδιαφέρον για την επιστροφή του χρυσού στα εδάφη της, είναι ένα ακόμη δείγμα της μερκαντιλιστικής («Μερκελντιλιστικής») πολιτικής της καγκελαρίου – γεγονός που έχουμε επισημάνει σε πολλές αναλύσεις μας, όπως για παράδειγμα στα κείμενο «Μέρκελ η μερκαντιλίστρια» και «Η επέλαση του Βερολίνου».

Από την άλλη πλευρά ο χρυσός, στη φυσική του μορφή, θα είναι πιθανότατα ο μοναδικός κερδισμένος στα πλαίσια του συναλλαγματικού πολέμου που μαίνεται – αφού ανήκει σε εκείνα τα ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία, απέναντι από τα οποία δεν υπάρχουν χρέη (με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ζήτηση του από τους επενδυτές που δεν θέλουν να είναι αντιμέτωποι με πιστωτικά ρίσκα).

Επομένως, ο χρυσός είναι εξαιρετικά σημαντικός για τα κράτη σήμερα – γεγονός που τεκμηριώνεται, μεταξύ άλλων, από την αυξημένη ζήτηση του εκ μέρους της Κίνας, ενώ αιτιολογεί διαφορετικά την πρόθεση «επαναπατρισμού» του από τη Γερμανία. 

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΡΚΑΝΤΙΛΙΣΜΟΣ

Η οικονομική ιστορία διέπεται πρωτίστως από τη διαμάχη μεταξύ δύο κεντρικών καπιταλιστικών ιδεολογιών: του φιλελευθερισμού και του μερκαντιλισμού – ενώ σε όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα έχει αναμφίβολα επικρατήσει ο φιλελευθερισμός, «εξελισσόμενος» πολύ συχνά στο νεοφιλελευθερισμό των παιδιών του Σικάγου.

Ειδικότερα, ο φιλελευθερισμός πιστεύει στην ιδιωτική πρωτοβουλία, καθώς επίσης στην ελευθερία των αγορών. Κατά το συγκεκριμένο σύστημα, ένα μικρό μέρος των επιχειρήσεων (κοινωφελείς, μονοπωλιακές κερδοφόρες, στρατηγικές) μπορεί να παραμένει στην ιδιοκτησία του κράτους – ενώ όλες οι υπόλοιπες πρέπει να ανήκουν σε ιδιώτες.

Η «εξέλιξη» του, ο νεοφιλελευθερισμός, απαιτεί να είναι ιδιωτικά τα πάντα, ακόμη και ο στρατός – με το κράτος να παραμένει ως ο «εγγυητής» της λειτουργίας της οικονομίας, ο αυστηρός επιτηρητής δηλαδή, με την υποχρέωση της τοποθέτησης και την ευθύνη της τήρησης των κανόνων που την διέπουν.      

Αντίθετα, ο (νεο)μερκαντιλισμός πρεσβεύει ουσιαστικά ένα είδος κρατικού καπιταλισμού, το οποίο δίνει μεγάλη σημασία σε μία εθνική πολιτική, στα όρια ίσως της εθνικιστικής – στηριζόμενης οικονομικά, συναλλαγματικά επίσης, στα αποθέματα πολυτίμων μετάλλων (όπως λέγεται, "η εθνική πολιτική θα πρέπει να έχει στόχο τη συγκέντρωση όσο το δυνατόν μεγαλύτερων ποσοτήτων χρυσού και αργύρου").    

Το (νέο)φιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο αντιμετωπίζει το κράτος, το δημόσιο τομέα δηλαδή, σαν από τη φύση του ληστρικό, διεφθαρμένο, ανεπαρκή και ανίκανο – ενώ θεοποιεί ουσιαστικά τον ιδιωτικό τομέα, ο στόχος του οποίου είναι το μέγιστο δυνατό κέρδος, με το ελάχιστο κόστος. Στα πλαίσια αυτά απαιτεί έναν αυστηρό και σαφή διαχωρισμό του κράτους από την ιδιωτική οικονομία ("η ελευθερία ως έσχατος στόχος και το άτομο ως έσχατη οντότητα της κοινωνίας").

Από την άλλη πλευρά, ο μερκαντιλισμός θεωρεί τόσο τον κρατικό, όσο και τον ιδιωτικό τομέα ως συνεργάτες, οι οποίοι έχουν κοινούς στόχους – όπως, για παράδειγμα, την εσωτερική οικονομική ανάπτυξη ή την εθνική ισχύ. Αν και πολλοί δε χαρακτηρίζουν ειρωνικά το μερκαντιλισμό ως αναποτελεσματικό κρατικό καπιταλισμό, όταν λειτουργεί σωστά (όπως συμβαίνει σήμερα κυρίως στην Κίνα, σε κάποιο βαθμό στη Γερμανία) είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός.

Ιστορικά, ο μερκαντιλισμός προηγείται του φιλελευθερισμού – ο οποίος ακόμη και στη Μ. Βρετανία, στην πατρίδα του, υιοθετήθηκε μετά την ανάδειξη της σε μία παγκόσμια βιομηχανική δύναμη (στα μέσα του 17ου αιώνα).

Περαιτέρω, ο φιλελευθερισμός στηρίζεται στη ζήτηση, στην κατανάλωση κατά κάποιον τρόπο, θεωρώντας τον πελάτη βασιλιά – οπότε ο στόχος της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής είναι η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών, γεγονός που απαιτεί την όσο το δυνατόν ανεμπόδιστη πρόσβαση τους σε φθηνά αγαθά και υπηρεσίες, καθώς επίσης τη μειωμένη φορολόγηση (το σημερινό αμερικανικό μοντέλο).

Ακολουθώντας τους κανόνες του «ιδρυτή» της ελεύθερης οικονομίας (A. Smith), πιστεύει πως τα προϊόντα πρέπει να παράγονται σε εκείνες τις χώρες, οι οποίες έχουν συγκριτικά μεγαλύτερα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα – ενώ να εισάγονται από τις άλλες, ανταλλασσόμενα ουσιαστικά με τα προϊόντα που αυτές παράγουν φθηνότερα.     

Αντίθετα, ο μερκαντιλισμός στηρίζεται στην προσφορά, στην παραγωγή δηλαδή – οπότε ο στόχος της μερκαντιλιστικής πολιτικής είναι η αριστοποίηση της δομής του εκάστοτε παραγωγικού μηχανισμού, έτσι ώστε να αυξάνεται συνεχώς η παραγωγικότητα του συνόλου της οικονομίας. Η κατανάλωση εδώ προϋποθέτει ότι, οι απασχολούμενοι θα εργάζονται συνεχώς περισσότερο, με μισθούς οι οποίοι θα τους εξασφαλίζουν απλά και μόνο την επιβίωση – έτσι ώστε τα προϊόντα που παράγουν να είναι όλο και πιο ανταγωνιστικά.

Συνεχίζοντας, ο φιλελευθερισμός πιστεύει ότι, η οικονομική ωφέλεια του εμπορίου πηγάζει από τις εισαγωγές – με την έννοια πως όσο πιο φτηνά είναι τα εισαγόμενα προϊόντα, τόσο το καλύτερο για την οικονομία, ακόμη και αν το αποτέλεσμα είναι ένα ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο.

Ο μερκαντιλισμός, εντελώς αντίθετα, αντιμετωπίζει το εμπόριο σαν μέσο για την ισχυροποίηση της παραγωγής στο εσωτερικό, έτσι ώστε να αυξάνεται συνεχώς η απασχόληση – με αποτέλεσμα να προωθεί τις εξαγωγές (εισαγωγή θέσεων εργασίας), περιορίζοντας παράλληλα τις εισαγωγές (εξαγωγή θέσεων εργασίας).

Ουσιαστικά λοιπόν θεωρεί το παγκόσμιο εμπόριο σαν μία «διαδικασία μηδενικού αθροίσματος», με νικητές και ηττημένους – όπου οι χώρες που στηρίζονται στις εξαγωγές ζουν εις βάρος αυτών που είναι υποχρεωμένες να εισάγουν περισσότερα, από όσα εξάγουν.  

ΛΟΙΠΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΝΤΙΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Η πλέον αντιπροσωπευτική χώρα του (νέο)φιλελευθερισμού είναι σήμερα οι Η.Π.Α. – ενώ του μερκαντιλισμού η Κίνα (η Γερμανία επίσης), η οποία ενισχύει και επιδοτεί όσο μπορεί την παραγωγή και τις εξαγωγές, διατηρώντας χαμηλή την εσωτερική κατανάλωση και τους μισθούς των εργαζομένων της (οι χαμηλοί μισθοί εδώ έχουν διπλή ωφέλεια για το κράτος: από τη μία πλευρά αναγκάζουν τα νοικοκυριά να καταναλώνουν λιγότερο, οπότε να εισάγονται ανάλογα μικρότερες ποσότητες, ενώ από την άλλη αυξάνουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων, περιορίζοντας το κόστος παραγωγής των εγχωρίων προϊόντων). 

Η κυβέρνηση της Κίνας χειραγωγεί στην κυριολεξία το νόμισμα της, έτσι ώστε να εξασφαλίζει την κερδοφορία των εξαγωγικών της επιχειρήσεων – ενώ η Γερμανία εφαρμόζει, πολύ πιο έξυπνα αλλά έμμεσα, την ίδια πολιτική, με τη βοήθεια της διατήρησης του ευρώ σε ανταγωνιστικά χαμηλή ισοτιμία, μέσω των οικονομικών προβλημάτων των «εταίρων» της.

Και οι δύο αυτές μερκαντιλιστικές χώρες διακρίνονται αφενός μεν για τις κρυφές επιδοτήσεις των εξαγωγικών τους επιχειρήσεων, αφετέρου για τα μεγάλα πλεονάσματα (Πίνακας Ι) των εμπορικών ισοζυγίων τους – ενώ οι Η.Π.Α., επίσης πολλά άλλα φιλελεύθερα κράτη, έχουν μεγάλα ελλείμματα στα ισοζύγια τους (όπως έχουμε αναλύσει στα άρθρα: Ευρωπαϊκές ασυμμετρίες και Ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση).

ΠΙΝΑΚΑΣ I: Οι πιο πλεονασματικές και ελλειμματικές οικονομίες παγκοσμίως, με κριτήριο το εμπορικό ισοζύγιο – σε εκ. $ το 2010

Χώρα

Πλεόνασμα

Χώρα

Έλλειμμα

 

 

 

 

Γερμανία

201.737

Η.Π.Α.

-689.932

Κίνα

182.725

Μ. Βρετανία

-152.830

Σ. Αραβία

152.000

Ινδία

-106.540

Ρωσία

151.621

Γαλλία

-85.325

Ιαπωνία

77.218

Τουρκία

-71.598

Πηγή: WP. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Τα πλεονάσματα της Ρωσίας και της Σ. Αραβίας προέρχονται από τις εξαγωγές ενέργειας, οπότε δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αμιγώς μερκαντιλιστικές. Η Ιαπωνία είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση, ειδικά μετά την οικονομική επίθεση που δέχθηκε από τις Η.Π.Α. τη δεκαετία του 80 – η οποία την καταδίκασε σε μία υπερεικοσαετή ύφεση. 

Από την (νέο)φιλελεύθερη πλευρά, οι επιδοτήσεις των μερκαντιλιστικών χωρών κάνουν φτωχούς τους πολίτες τους – ενώ παράλληλα κερδίζουν οι καταναλωτές των άλλων κρατών, δαπανώντας πολύ λιγότερα χρήματα για τα προϊόντα που αγοράζουν (αφού τα εισάγουν σε πολύ χαμηλότερες τιμές, οι οποίες ουσιαστικά είναι χαμηλότερες λόγω της επιδότησης τους, μέσω του κρατικού μηχανισμού, από τους φορολογούμενους της Κίνας ή της Γερμανίας).   

Από μερκαντιλιστικής πλευράς, οι επιδοτήσεις αφενός μεν εξασφαλίζουν τις θέσεις εργασίας, αφετέρου οικοδομούν μία σύγχρονη οικονομία, η οποία μπορεί να εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη ευημερία των πολιτών.

Ουσιαστικά λοιπόν, οι φιλελεύθεροι επιτυγχάνουν την (μεσοπρόθεσμη) ευημερία των πολιτών τους εις βάρος των μερκαντιλιστών, οι οποίοι την επιδοτούν – με τους τελευταίους να προσβλέπουν σε μακροπρόθεσμα οφέλη.

Στο παράδειγμα της Ευρωζώνης, οι χώρες του Νότου (φιλελεύθερες) ευημερούσαν τα πρώτα χρόνια μετά την εισαγωγή του ευρώ, εις βάρος της Γερμανίας και των υπολοίπων μερκαντιλιστικών κρατών του Βορά – με την κατάσταση σήμερα να έχει αντιστραφεί.

Στα πλαίσια αυτά, όταν κρίνουμε, θετικά ή αρνητικά, την πολιτική λιτότητας που απαιτεί η Γερμανία να εφαρμόζουν απαρέγκλιτα οι χώρες του Νότου, οφείλουμε να την εξετάζουμε σε σχέση με το είδος του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο επιλέγεται. Εάν λοιπόν επρόκειτο για τη φιλελεύθερη εκδοχή του, τότε η πολιτική λιτότητας είναι πράγματι καταστροφική.

Αντίθετα, εάν ο απώτερος στόχος είναι η «μετάλλαξη» της ευρωπαϊκής οικονομίας σε μερκαντιλιστική, ανάλογη με αυτήν της Γερμανίας, τότε η πολιτική λιτότητας είναι απολύτως σωστή – αφού δημιουργούνται σταδιακά οι κατάλληλες προϋποθέσεις, με τη βοήθεια της «εσωτερικής υποτίμησης» (χαμηλοί μισθοί, περιορισμένες δημόσιες παροχές, αύξηση της παραγωγικότητας κλπ.), οι οποίες εξασφαλίζουν την ανάπτυξη μέσω της αύξησης των εξαγωγών, καθώς επίσης της μείωσης των εισαγωγών. 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η ειρηνική συνύπαρξη των δύο παραπάνω διαφορετικών καπιταλιστικών μοντέλων φαίνεται πως πλησιάζει στο τέλος της – γεγονός που οριοθετεί το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Όπως διαπιστώνεται, «το καταναλωτικό πάρτι» των φιλελεύθερων κρατών, όπου επί πλέον η μη ισορροπημένη κατανομή των εισοδημάτων οδήγησε τους φτωχότερους στην κατανάλωση με δανεικά, με αποτέλεσμα την υπερχρέωση τους, σταμάτησε ξαφνικά – ενώ κινδυνεύει να καταρρεύσει η μεσαία τάξη, παρασέρνοντας μαζί της τα πάντα.

Στα πλαίσια αυτά, οι προοπτικές της φιλελεύθερης Δύσης είναι μάλλον δυσοίωνες – με εξαίρεση ίσως τη μερκαντιλιστική Γερμανία («ίσως», επειδή θα κληθεί να πληρώσει μεγάλο μέρος του λογαριασμού, ανήκοντας στη Δύση – εκτός εάν απομονωθεί με βιώσιμο τρόπο, επιστρέφοντας τάχιστα στο μάρκο). Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι, εκλείπουν οι δυνατότητες ανάπτυξης – χωρίς την οποία είναι αδύνατον να εξοφληθούν ποτέ τα συσσωρευμένα δημόσια και ιδιωτικά χρέη. Παράλληλα, η ανεργία καλπάζει, με πιθανότερο αποτέλεσμα το ξέσπασμα μεγάλων κοινωνικών αναταραχών και εξεγέρσεων.

Από την άλλη πλευρά, η μερκαντιλιστική Ανατολή (Κίνα, Κορέα, Ταιβάν κλπ.) θα αντιμετωπίσει επίσης δυσκολίες, λόγω των προβλημάτων των χωρών της Δύσης, οι οποίες καταναλώνουν τα προϊόντα της – προσπαθώντας πιθανότατα να καλύψει τη διαφορά με τη βοήθεια της αύξησης της εσωτερικής κατανάλωσης. Εν τούτοις, καμία από τις δύο περιοχές του πλανήτη δεν μπορεί να νοιώθει ασφάλεια – αφού είναι μάλλον απίθανο να μην υπάρξουν μεγάλες γεωπολιτικές εντάσεις, με άγνωστα αποτελέσματα.

ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΙΔΙΑΤΕΡΟΤΗΤΕΣ

Είναι προφανές ότι σε γενικές γραμμές οι χώρες, οι οποίες στηρίζονται στο (νέο)φιλελεύθερο μοντέλο, έχουν ανάγκη από ισχυρά νομίσματα – αφού με τον τρόπο αυτό μπορούν να εισάγουν φθηνότερα τα αγαθά που έχουν ανάγκη. Αντίθετα, τα μερκαντιλιστικά κράτη είναι υποχρεωμένα να διατηρούν χαμηλή την ισοτιμία των νομισμάτων τους, έτσι ώστε να «επιδοτούνται» οι εξαγωγές τους.

Υπάρχει όμως και μία ενδιάμεση κατηγορία – εκείνα τα μερκαντιλιστικά κράτη που εξάγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας (όπως μηχανήματα, αυτοκίνητα, τεχνολογία κλπ.), τα οποία μπορούν να πουλούν σε αυξημένες τιμές, μη έχοντας ανταγωνισμό.

Επειδή τώρα η παραγωγή των προϊόντων αυτών απαιτεί εισαγωγές πρώτων υλών (ενέργεια, μέταλλα κλπ.), ωφελούνται περισσότερο από ένα ισχυρό νόμισμα, αρκεί να μην υπερβαίνει κάποια ανώτατα όρια (στο παράδειγμα της Γερμανίας, το ευρώ να μην είναι υψηλότερο από το 1,50 σε σχέση με το δολάριο). Ειδικά όσον αφορά τη Γερμανία, διαθέτει ένα ακόμη πλεονέκτημα: το ότι σε ποσοστό άνω του 50% εξάγει σε χώρες της Ευρωζώνης, με τις οποίες έχει το ίδιο νόμισμα (οπότε η αύξηση της ισοτιμίας του δεν επιβαρύνει τις συνολικές εξαγωγές της). 

Συνεχίζοντας, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η Κίνα εξάγει κυρίως καταναλωτικά προϊόντα, τα οποία μπορούν να παραχθούν από κάθε άλλη χώρα. Το μοναδικό πλεονέκτημα της λοιπόν είναι η φθηνότερη, η ανταγωνιστικότερη δηλαδή παραγωγή και πώληση τους – επομένως, δεν έχει την πολυτέλεια της διατήρησης ενός ισχυρού νομίσματος, το οποίο θα έκανε ακριβότερα τα προϊόντα της στο εξωτερικό. Ευτυχώς δε για την ίδια, διαθέτει ενεργειακά αποθέματα και πρώτες ύλες – οπότε δεν είναι σε τέτοιο βαθμό εξαρτημένη από τις εισαγωγές τους, όπως η Γερμανία.

Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένο το ότι, η χώρα που εισάγει τα περισσότερα προϊόντα παγκοσμίως είναι οι Η.Π.Α., ακολουθούμενη από την ΕΕ, διαπιστώνονται οι παρακάτω ιδιαιτερότητες: 

(α) Οι Η.Π.Α. είναι υποχρεωμένες να έχουν ένα ισχυρό νόμισμα, εάν βέβαια παραμείνουν στο σύστημα του (νέο)φιλελευθερισμού – αφού διαφορετικά οι τιμές των προϊόντων που εισάγουν (θα) αυξάνονται συνεχώς. Πόσο μάλλον όταν οι Η.Π.Α. δεν είναι πλέον ενεργειακά αυτόνομες – γεγονός που προσπαθούν να καλύψουν με την εισβολή (άλλοτε οικονομική, άλλοτε πολεμική), σε χώρες που διαθέτουν ενέργεια, όπως στο Ιράκ.

Η ανάγκη αυτή επιτείνεται από το ότι, εάν το δολάριο θέλει να διατηρήσει τη θέση του (παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα), η οποία εκτός των πολλών άλλων πλεονεκτημάτων, εξασφαλίζει στην υπερδύναμη πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού, παράλληλα με το ότι δεν μπορεί να χρεοκοπήσει (αφού οι υποχρεώσεις της εξοφλούνται σε δολάρια, τα οποία «τυπώνει» μόνη της), τότε δεν πρέπει να απαξιωθεί.  

Εν τούτοις, η υπερχρέωση της υπερδύναμης, καθώς επίσης τα τεράστια ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, σε συνδυασμό με τον περιορισμό του ρυθμού ανάπτυξης και την κλιμακούμενη μετανάστευση των αμερικανικών επενδυτικών κεφαλαίων προς την αναπτυσσόμενη Ασία, την υποχρεώνουν να αυξάνει την ποσότητα χρήματος (πακέτα στήριξης QE) – μεταξύ άλλων, για να επιλυθεί το πρόβλημα της υπερχρέωσης πληθωριστικά, με αποτέλεσμα όμως να μειώνεται συνεχώς η ισοτιμία του δολαρίου.

Παράλληλα το ΔΝΤ, μη έχοντας προφανώς κατανοήσει τις παρενέργειες της πολιτικής λιτότητας που επέβαλλε στην Ελλάδα (στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία κλπ.), λειτούργησε αρνητικά για τα συμφέροντα της υπερδύναμης – αφού με τον τρόπο αυτό (πόσο μάλλον όταν πάψουν να επηρεάζουν οι εταιρείες αξιολόγησης με τις εκτιμήσεις τους την ευρωπαϊκή οικονομία), ενισχύεται το ευρώ.

Η ενίσχυση αυτή του ευρώ είναι εις βάρος φυσικά του δολαρίου – γεγονός που σημαίνει ότι, το ΔΝΤ έπεσε στην παγίδα της Γερμανίας και έπαιξε το παιχνίδι της (πιθανότατα αυτή είναι η πραγματική αιτία της αλλαγής της στάσης του ΔΝΤ, όσον αφορά τα ελλειμματικά κράτη της Ευρωζώνης, όπως την είδαμε εν πρώτοις στην Ιρλανδία – σήμερα στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία).

Η εναλλακτική λύση τώρα των Η.Π.Α., η «μετάλλαξη» τους δηλαδή σε μία μερκαντιλιστική καπιταλιστική οικονομία, δεν είναι καθόλου εύκολη – αφού η χώρα έχει σε μεγάλο βαθμό αποβιομηχανοποιηθεί, ευρισκόμενη σε πορεία παρακμής. Παρά τις προσπάθειες λοιπόν κάποιων εταιρειών της, οι οποίες έχουν κατανοήσει το πρόβλημα (όπως, για παράδειγμα, της Apple, η οποία μεταφέρει την παραγωγή της πίσω στις Η.Π.Α.), η κατάσταση δεν είναι εύκολα ανατρέψιμη.

(β) Οι μεγάλες ελλειμματικές και υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, ειδικά η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, είναι υποχρεωμένες να έχουν ένα ασθενές νόμισμα, εάν θέλουν να επιλύσουν τα προβλήματα τους πληθωριστικά, επιβοηθούμενες από τις εξαγωγές.

Η μετάλλαξη τους όμως σε μερκαντιλιστικές οικονομίες (οι οποίες θα μπορούν αργότερα να παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η Γερμανία, οπότε να αντέχουν ένα ισχυρότερο νόμισμα), είναι εξαιρετικά δύσκολη – επειδή έχουν σε μεγάλο βαθμό αποβιομηχανοποιηθεί.

Δυστυχώς για τις χώρες αυτές, οι εντελώς αντίθετες επιδιώξεις της Γερμανίας εμποδίζουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο – με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να μετατραπούν σε «τευτονικούς» δορυφόρους, απολύτως εξαρτημένες από την ευρύτερη οικονομική πολιτική της Γερμανίας (πακέτα διάσωσης, δανεισμός από την ΕΚΤ κοκ.).

(γ) Οι μικρότερες χώρες της Ευρωζώνης, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, στις οποίες επιβλήθηκε εκβιαστικά μία πολιτική λιτότητας άνευ προηγουμένου, σχεδιάζεται, όπως φαίνεται, να μετατραπούν σε μικρές μερκαντιλιστικές οικονομίες, εξαρτημένα προτεκτοράτα της Γερμανίας (με τη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών κλπ.).

Εάν δε διαθέτουν ενεργειακά αποθέματα, τότε μάλλον θα «κατασχεθούν» – με την έννοια του ότι θα χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση των υποχρεώσεων τους, οι οποίες συνεχώς θα αυξάνονται (μέσω της καταδίκης τους σε ύφεση, η οποία περιορίζει τα φορολογικά έσοδα, της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας τους κοκ.)

(δ) Οι χώρες τώρα της ΕΕ, οι οποίες έχουν τα ίδια προβλήματα με τις Η.Π.Α., όπως για παράδειγμα η Μ. Βρετανία, ευρίσκονται σε πολύ πιο δύσκολη θέση από την υπερδύναμη – ενώ απειλείται τα μέγιστα η βιωσιμότητα τους από τη Γερμανία.

(ε) Η Κίνα και οι υπόλοιπες μερκαντιλιστικές ασιατικές οικονομίες κινδυνεύουν πολλαπλά – αφενός μεν από την υποτίμηση του δολαρίου (μείωση της αξίας των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους, εισαγωγή πληθωριστικών πιέσεων κλπ.), αφετέρου από το ενδεχόμενο της επιστροφής του προστατευτισμού στις Η.Π.Α. (αύξηση των δασμών, εμπόδια στις εισαγωγές κλπ.). 

(στ) Τέλος, οι υποανάπτυκτες οικονομίες του πλανήτη έχουν ήδη οδηγηθεί σε επισιτιστικές κρίσεις, τις οποίες έχει προκαλέσει η διοχέτευση της υπερβάλλουσας ρευστότητας στα χρηματιστήρια – ενώ κινδυνεύουν με πολεμικές εισβολές εκείνων των χωρών της Δύσης ή της αναπτυσσόμενης Ανατολής (Κίνα), οι οποίες θα θελήσουν να «υπεξαιρέσουν» το φυσικό πλούτο τους (ενεργειακά αποθέματα κλπ.). Η επέμβαση της Γαλλίας στο Μαλί το οποίο διαθέτει, μεταξύ άλλων, μεγάλα αποθέματα ουρανίου, απαραίτητα για τα πυρηνικά της εργοστάσια, είναι μάλλον ενδεικτική του τι θα συμβεί στο μέλλον.

ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΡΑΙΧ

 Όπως είναι γνωστό το πρώτο Ράιχ (αυτοκρατορία), η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους καλύτερα (962-1806), δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε με τη βοήθεια συμβατικών πολέμων. Αντίθετα, το δεύτερο Ράιχ, η αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Μπίσμαρκ δηλαδή (1871-1918) στηρίχθηκε αρχικά στην οικονομία – ενώ κατέρρευσε με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Όσον αφορά την περίοδο αυτή, το 2ο Ράιχ, ο Keynes την περιγράφει ως εξής:

"Από αγροτική και κυρίως αυτοσυντήρητη, η Γερμανία μετασχηματίσθηκε σε μία απέραντη και περίπλοκη βιομηχανική μηχανή – εξαρτώμενη για τη λειτουργία της από την ισορροπία πολλών παραγόντων εκτός της Γερμανίας και εντός αυτής.

Μόνο λειτουργώντας αυτή η μηχανή αδιάκοπα και σε πλήρη δράση, μπορούσε να βρει απασχόληση στο εσωτερικό για τον αυξανόμενο πληθυσμό της και τα μέσα για να αγοράζει τα προς το ζην από το εξωτερικό (όπως και τότε, έτσι και σήμερα η Γερμανία δεν είναι μόνο πρωταθλήτρια στις εξαγωγές, αλλά και στις εισαγωγές). Η γερμανική μηχανή έμοιαζε με μία σβούρα, η οποία για να διατηρήσει την ισορροπία της έπρεπε να προοδεύει ολοένα και γρηγορότερα.

Γύρω από τη Γερμανία, σαν κεντρικό υποστύλωμα, συναθροίστηκε το υπόλοιπο του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος – ενώ από την ευημερία και την επιχειρηματικότητα της Γερμανίας εξαρτιόταν κυρίως η ευημερία των υπολοίπων χωρών της ηπείρου.

Ο αυξανόμενος βηματισμός της Γερμανίας έδωσε στους γείτονες της μία διέξοδο για τα προϊόντα τους – σε αντάλλαγμα για την οποία, η επιχειρηματικότητα του Γερμανού εμπόρου τις εφοδίαζε για τις βασικές ανάγκες τους, σε χαμηλές τιμές.

Η Γερμανία δεν τροφοδοτούσε μόνο το εμπόριο χωρών της Ευρώπης, αλλά, στην περίπτωση μερικών από αυτές, προμήθευε ένα μεγάλο μέρος του απαιτουμένου για την ανάπτυξη τους κεφαλαίου, καθώς επίσης της οργάνωσης – γεγονός που ερμηνεύθηκε ως ένα σύστημα ειρηνικής διείσδυσης της σε ολόκληρη την Ευρώπη.  Όλη η ήπειρος λοιπόν ανατολικά του Ρήνου περιήλθε με τη μέθοδο της ειρηνικής διείσδυσης σε γερμανική βιομηχανική τροχιά".  

Θεωρώντας αυτονόητες και δεδομένες τις ομοιότητες της σημερινής εποχής με τότε, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι το τρίτο Ράιχ ακολούθησε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933). Πρόκειται για την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία του Χίτλερ (1933-1945), η οποία δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε με τη βοήθεια συμβατικών πολέμων, όπως επίσης το πρώτο Ράιχ – ενώ κατέρρευσε με την ήττα της Γερμανίας στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Σήμερα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενες αναλύσεις μας (Το τέταρτο Ράιχ, οι Η.Π.Α. και η Ελλάδα), βιώνουμε τις προσπάθειες ίδρυσης του 4ου Ράιχ, ερήμην των Γερμανών πολιτών – το οποίο, όπως και το δεύτερο, στηρίζεται στον οικονομικό και όχι στο συμβατικό πόλεμο (ειρηνική διείσδυση).

Ειδικά όσον αφορά την πολιτική, έχει αρκετές ομοιότητες με το 3ο Ράιχ (εθνικοσοσιαλισμός, με την έννοια της μερκαντιλιστικής συνεργασίας επιχειρήσεων και κράτους για εθνικούς σκοπούς, όπου τη θέση των SS έχει αναλάβει η οικονομική αστυνομία, σε συνδυασμό με τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες – BND).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Είναι προφανές ότι είμαστε αντιμέτωποι με πάρα πολλές και εξαιρετικά επικίνδυνες προκλήσεις – οι κυριότερες των οποίων είναι αφενός μεν ο συνεχιζόμενος πόλεμος μεταξύ των δύο βασικών καπιταλιστικών συστημάτων (φιλελευθερισμός και μερκαντιλισμός), ειδικά μετά την κατάρρευση της εναλλακτικής δυνατότητας, του τρίτου δρόμου (κομμουνισμός), αφετέρου η παρακμή της υπερδύναμης, σε συνδυασμό με την άνοδο της Γερμανίας και της Κίνας (με τους ακούσιους ή εκούσιους δορυφόρους τους).

Στα πλαίσια αυτά, οι επιλογές των μικρότερων κρατών, αλλά και των κάπως μεγαλύτερων (Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία κλπ.), είναι εξαιρετικά δύσκολες – πόσο μάλλον των υπερχρεωμένων και βυθισμένων σε υφέσεις, από τις οποίες δεν φαίνεται να υπάρχει διέξοδος. Σε κάθε περίπτωση, οι «μονομερείς» δρόμοι δεν φαίνεται να έχουν λογική – αφού καμία από αυτές τις χώρες δεν έχει το κρίσιμο μέγεθος που προϋποθέτει η επιβίωση της στη σημερινή εποχή των έντονων «αναταράξεων» και της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης.   

Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη, η μοναδική δυνατότητα που φαίνεται πως έχει στη διάθεση της, είναι η ένωση των ανεξάρτητων εθνικών κρατών μεταξύ τους, με αλληλεγγύη και χωρίς την πρωσική πλέον Γερμανία – αφού τα συμφέροντα τους είναι κοινά, αλλά ακριβώς αντίθετα από τις επιδιώξεις και τα σχέδια της Γερμανίας, τα οποία ευρίσκονται σε πορεία σύγκρουσης με τις Η.Π.Α. (ενώ οφείλει να αποφευχθεί αυτή τη φορά το οδυνηρό τέλος των προηγούμενων γερμανικών «αυτοκρατοριών»).

Στη συνέχεια η επιθετική αντιμετώπιση της κρίσης, με τη βοήθεια του παγώματος μέρους των χρεών, της υποτίμησης του ευρώ, του ελεγχόμενου πληθωρισμού, της ολοκληρωμένης λειτουργίας της ΕΚΤ, της διάσωσης των τραπεζών, της ρύθμισης του ασύδοτου χρηματοπιστωτικού συστήματος κλπ.

Η επιστροφή στη φιλελεύθερη οικονομία, σε περιβάλλον άμεσης δημοκρατίας μίας ενωμένης Ευρώπης, μακριά από τις παγίδες του νεοφιλελευθερισμού και του μερκαντιλισμού, η καλύτερη αναδιανομή των εισοδημάτων μέσω του ασφαλιστικού συστήματος (Σουηδικό μοντέλο) και όχι του φορολογικού, καθώς επίσης η οικοδόμηση σε σταθερά, βιώσιμα θεμέλια του κοινωνικού κράτους, θα ήταν τότε ρεαλιστικές και εφικτές προοπτικές – αρκεί φυσικά να μην καθυστερήσουμε και να μην προλάβει η Γερμανία να καταστρέψει ξανά την ειρήνη, καθώς επίσης την ήπειρο μας.

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 19. Ιανουαρίου 2013, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2790.aspx

Υπάρχει Παγκόσμια Οικονομική Κρίση;

Υπάρχει Παγκόσμια Οικονομική Κρίση;

 

Του Θεόδωρου Μαριόλη

 

Από ό,τι δύναμαι να αντιληφθώ, εντός της ελληνικής Αριστεράς (κομμουνιστικής και μη), αλλά και σε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας, ευδοκιμεί η άποψη ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, η οποία ξέσπασε από τα τέλη του 2007.

Με αυτό, λοιπόν, ως απαραβίαστο δεδομένο, προτείνονται, εν συνεχεία, διάφορες ερμηνείες του φαινομένου, ενώ η «ελληνική κρίση» παρουσιάζεται ως όχι ιδιαίτερα σημαντική: αποτελεί μία ειδική περίπτωση-έκφανση της δυσμενούς παγκόσμιας κατάστασης ή, αλλιώς, ασήμαντη λεπτομέρεια των δυσκολιών διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε πλανητική κλίμακα.

Σκοπός μου, εδώ, δεν είναι ούτε να πραγματευθώ τις διάφορες, ερμηνείες-θεωρίες των κεφαλαιοκρατικών κρίσεων, ούτε τη διεθνή κρίση της περιόδου 2008-2009, ούτε, τέλος, την «ελληνική περίπτωση» (το έχω κάνει σε άλλες περιστάσεις). Είναι η παράθεση τετριμμένων (πλην, όμως, παραδόξως λησμονημένων) στοιχείων, δηλαδή των ποσοστιαίων ρυθμών μεγέθυνσης του πραγματικού Ακαθάριστου Προϊόντος της παγκόσμιας οικονομίας και ορισμένων εθνικών οικονομιών.

Αυτοί οι ρυθμοί είναι οι εξής:

1. Το έτος 2010, το Ακαθάριστο Παγκόσμιο Προϊόν αυξήθηκε κατά 4.9% με 5.3%. Το 2011 αυξήθηκε κατά 3.6% με 3.9% (Για λόγους πληρότητας, παραθέτω εναλλακτικές εκτιμήσεις, τις οποίες εντόπισα στα διεθνώς διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία. Εφεξής, θα παραθέτω, χάριν συντομίας, μόνον μία από τις υφιστάμενες εκτιμήσεις). Τέλος, το 2012 η αύξησή του ήταν της τάξης του 3.0%.

2. Το 2011, μάλλον όλες οι γειτονικές μας, βαλκανικές οικονομίες εμφάνισαν θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, όπως, για παράδειγμα, η Τουρκία (8.5%), η ΠΓΔΜ (3.2%), η Αλβανία (3.0%), η Ρουμανία (2.5%), και η Βουλγαρία (1.9%).

3. Το 2011, μόνον 19 από τις 216 εθνικές οικονομίες του πλανήτη (για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία) εμφάνισαν μείωση του ΑΕΠ τους: Σε αυτές βρίσκονται η Πορτογαλία (θέση 207, μείωση ΑΕΠ κατά 1.7%), το Πουέρτο Ρίκο (θέση 213, μείωση κατά 5.8%), η Ελλάδα (θέση 214, μείωση κατά 6.9%), η Ανγκουίλα (θέση 215, μείωση κατά 8.5%), και η Υεμένη (θέση 216, μείωση κατά 10.5%).

4. Όσον αφορά στο 2013, οι προβλεπόμενοι ποσοστιαίοι ρυθμοί μεταβολής των ΑΕΠ είναι οι εξής: ΗΠΑ, 2.2%, Καναδάς, 1.9%, Ζώνη του Ευρώ, -0.2%, Γερμανία, 0.8%, Γαλλία, 0.2%, Ιταλία, -1.1%, ΗΒ, 1.0%, ΕΕ-27, 0.1%, Ιαπωνία, 0.4%, Κίνα, 8.1%, Ινδία, 5.7%, Ινδονησία, 6.2%, Ρωσία, 3.4%, Βραζιλία, 3.9%, Αργεντινή, 3.0%, «Αναδυόμενες Αγορές», 4.9%, G7, 1.3%. Τέλος, ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου προβλέπεται στο 4.2%, από 2.0% το 2012 και 6.9% το 2011 (για όλα αυτά, βλέπε World Economic Prospects. Economic Outlook, 36, December 2012, http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1468-0319.2012.00936.x/abstract).

Δεν βλέπω, επομένως, πώς μπορεί να θεωρείται αυτονόητη η ύπαρξη παγκόσμιας κρίσης. Εκτός εάν, «πίσω» από τα προαναφερθέντα, υπονοούνται άλλα μεγέθη, έννοιες και δυναμικές αλληλεπιδράσεων, πράγμα που προαπαιτεί, όμως, τη ρητή έκθεση συγκεκριμένου – εννοιολογικού, αναλυτικού και εμπειρικού – υποδείγματος. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, το τι πράγματι θα συμβεί στο – ορατό και αόρατο – μέλλον, είναι διαφορετικό ζήτημα.

Προς το παρόν, θα άξιζε:

1. Να κινηθούμε αντιστρόφως, δηλαδή να προβάλλουμε τους «ελληνικούς αριθμούς» (π.χ. το ποσοστό της μείωσης, επί τέσσερα συνεχή έτη, του ΑΕΠ ή αύξησης της ανεργίας) στην παγκόσμια οικονομία. Έτσι, θα συνειδητοποιήσουμε, επακριβώς, τι θα σήμαινε μία παγκόσμια κρίση à la Ελλάδα.

2. Να αναρωτηθούμε μήπως ακόμα και αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «ελληνική κρίση» ή, γενικότερα, «κρίση του ευρωπαϊκού Νότου», δεν συνιστά κρίση, με την αυστηρή, οικονομική έννοια του όρου, αλλά μεταβατικό φαινόμενο νομοτελειακής αναπροσαρμογής εντός του Συστήματος του Ευρώ. Το εάν αυτή η αναπροσαρμογή, αυτή «η κίνηση του πράγματος προς την έννοιά του», ενέχει τα σπέρματα κύκλου ευστάθειας ή αστάθειας, για το ευρωπαϊκό ή/και το παγκόσμιο σύστημα, είναι, και πάλι, ζήτημα άλλης τάξεως.

* Ο  Θεόδωρος Μαριόλης είναι Αν. Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 17 Ιανουάριος 2013, http://www.tometopo.gr/home/ideas/1163-y—.html

ΧΡΕΗ ΕΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ

ΧΡΕΗ ΕΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ:

Διδάγματα από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι κίνδυνοι συναλλαγματικών μαχών, ανάπτυξη και εθνικό νόμισμα, οι τέσσερις πυλώνες του ΑΕΠ, καθώς επίσης η λύση του μερικού παγώματος δημοσίων και ιδιωτικών χρεών, σε περιβάλλον ελεγχόμενου πληθωρισμού

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

Αργά ή γρήγορα, τα υπερβολικά χρέη «δυναμιτίζουν» την ανάπτυξη, «υπονομεύουν» τις επενδύσεις, «παράγουν» ανεργία και «αδυνατίζουν» επικίνδυνα τα νομίσματα – τα μέσα ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών δηλαδή. Όπως έλεγε όμως ο J. M. Keynes: "Ο Lenin είχε ασφαλώς δίκιο. Δεν υπάρχει πιο ύπουλο, πιο σίγουρο, πιο ισχυρό μέσον ανατροπής της υπάρχουσας βάσης της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου του πολιτεύματος της, από τη διάβρωση του νομίσματος της. Η διαδικασία επιστρατεύει όλες τις κρυφές δυνάμεις του οικονομικού νόμου, προς την κατεύθυνση της καταστροφής – κάτι που ούτε ένας άνθρωπος στο εκατομμύριο δεν μπορεί να διαγνώσει".

Ανάλυση

Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος δεν τελείωσε με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, αλλά με μία παύση των εχθροπραξιών – με μία από κοινού απόφαση δηλαδή να σταματήσουν οι μάχες, έτσι ώστε να υπάρξει χρόνος διαπραγμάτευσης μίας συμφωνίας ειρήνης, η οποία να ικανοποιεί τόσο τους αναμφίβολους νικητές (Μ. Βρετανία, Γαλλία), όσο και τους ηττημένους (Γερμανία, Αυστρία).

Σκοπός των έντονων συζητήσεων που ακολούθησαν στο Παρίσι δεν ήταν μόνο ο καθορισμός των πολεμικών αποζημιώσεων, τις οποίες θα έπρεπε να πληρώσουν υποχρεωτικά οι Γερμανοί στις συμμαχικές δυνάμεις αλλά, κυρίως, τα τεράστια στην κυριολεξία χρέη που είχαν συσσωρευτεί μεταξύ των συμμάχων – τα οποία εμπόδιζαν τη βιομηχανία, το εμπόριο, καθώς επίσης το χρηματοπιστωτικό σύστημα να λειτουργήσει.

Η μία δυνατότητα, η οποία δεν ερευνήθηκε αρκετά, ήταν η διαγραφή των συνολικών πολεμικών χρεών, έτσι ώστε να ξεκινήσει το «σύστημα» από την αρχή. Στα πλαίσια αυτά, αν και η Γαλλία, καθώς επίσης η Μ. Βρετανία, δεν ήταν πρόθυμες να διαγράψουν τις οφειλές της Γερμανίας απέναντι τους, η προοπτική να «αποσβεσθούν» και οι δικές τους υποχρεώσεις (η Μ. Βρετανία όφειλε 4,7 δις $ στις Η.Π.Α., ενώ η Γαλλία 3 δις $ στη Μ. Βρετανία και 4 δις $ στις Η.Π.Α.), «συνηγορούσε» υπέρ αυτής της λύσης – πόσο μάλλον όταν οι υπερβολικά μεγάλες απαιτήσεις και των δύο χωρών, απέναντι στην επαναστατημένη πλέον Ρωσία, ήταν αδύνατον να εξοφληθούν (η χρεοκοπημένη Ιταλία δεν μπορούσε επίσης να ανταπεξέλθει με τα δάνεια που είχε λάβει).

Η άλλη δυνατότητα, η οποία δυστυχώς επιλέχθηκε τελικά, ήταν η προσπάθεια επίλυσης της κρίσης χρέους, μέσω της εξόφλησης των πολεμικών αποζημιώσεων εκ μέρους της Γερμανίας – όπου οι Βρετανοί, οι Βέλγοι και οι Γάλλοι απαίτησαν τεράστια ποσά, παρά το ότι οι Η.Π.Α. (όπως επίσης ο Keynes) ήταν αντίθετες, επιθυμώντας πολύ λογικά να ληφθούν υπ' όψιν οι ρεαλιστικές δυνατότητες της Γερμανίας να πληρώσει.

Η θλιβερή, η οδυνηρή καλύτερα συνέχεια, είναι σε όλους μας γνωστή: η προσπάθεια πληθωριστικής αντιμετώπισης του προβλήματος της υπερχρέωσης, ο υπερπληθωρισμός στη Γερμανία, η Μεγάλη Ύφεση στις Η.Π.Α., η άνοδος του ναζισμού στην Ευρώπη, ο πρώτος συναλλαγματικός πόλεμος (1921-1937) και ο δεύτερος παγκόσμιος.

Ειδικά όσον αφορά τους συναλλαγματικούς πολέμους (όπως φαίνεται, σήμερα είμαστε αντιμέτωποι με τον τρίτο κατά σειρά – ο δεύτερος τοποθετείται μεταξύ 1967 και 1987), οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, συνήθως ξεκινούν σε εποχές μειωμένης εσωτερικής ζήτησης από χώρες, οι οποίες πλήττονται από υψηλή ανεργία, ασθενική ανάπτυξη ή ύφεση, καταπονημένο χρηματοπιστωτικό κλάδο και ελλειμματικά ισοζύγια.

Κάτω από αυτές τις (αντίξοες) συνθήκες, είναι αδύνατον να επιτευχθεί ανάπτυξη μέσω παρεμβάσεων στην εσωτερική αγορά – με αποτέλεσμα να απομένει ως μοναδική λύση η άνοδος της οικονομίας μέσα από την αύξηση των εξαγωγών, με τη βοήθεια της υποτίμησης του εκάστοτε εθνικού νομίσματος.  

Σήμερα, οι χώρες που έχουν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία προκάλεσαν τον τρίτο συναλλαγματικό πόλεμο (ξεκίνησε ουσιαστικά μετά το 2000, με τη ραγδαία υποτίμηση του δολαρίου απέναντι στο ευρώ, το δεύτερο αποθεματικό πλέον νόμισμα στον πλανήτη), είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Η.Π.Α. και η Ιαπωνία – ολόκληρη η Δύση λοιπόν, με την Ιαπωνία να ευρίσκεται σε τόσο άσχημη οικονομική κατάσταση, η οποία θα μπορούσε να πυροδοτήσει μία καταστροφική, αλυσιδωτή πυρηνική έκρηξη, με εξαιρετικά επικίνδυνες παγκόσμιες επιπτώσεις.  

Ειδικότερα, η αυξανόμενη εκτύπωση χρημάτων, η οποία συνεχίζεται εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας, με στόχο την καταπολέμηση της υπερεικοσαετούς ύφεσης, είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει στην κατάρρευση της χώρας, το δημόσιο χρέος της οποίας ξεπερνάει το 230% του ΑΕΠ της – μέσα από την σταδιακή αύξηση των μηδενικών σχεδόν σήμερα επιτοκίων δανεισμού της, η οποία φαίνεται από την κλιμάκωση της απόδοσης των δεκαετών ομολόγων τις τελευταίες ημέρες.

Με το γεν σε ελεύθερη πτώση, πολλοί υποθέτουν πως οι επενδυτές, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό της Ιαπωνίας, θα χάσουν σύντομα την εμπιστοσύνη τους στη φερεγγυότητα της κυβέρνησης. Η ενδεχόμενη τότε μαζική απόδραση από τα ομόλογα του δημοσίου θα πίεζε ακόμη περισσότερο το γεν – με αποτέλεσμα να βυθιστεί η χώρα σε μία συναλλαγματική κρίση τέτοιου μεγέθους, ικανού να συμπαρασύρει ολόκληρο τον πλανήτη.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ

Αρκετοί θεωρούν ότι, η ενδεχόμενη επιστροφή μίας υπερχρεωμένης χώρας της Ευρωζώνης στο εθνικό της νόμισμα, θα μπορούσε να υποβοηθήσει την ανάπτυξη της – κυρίως μέσω της υποτίμησης και των αυξημένων εξαγωγών που θα προκαλούσε, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού. Φυσικά συνοδεύουν την τοποθέτηση τους αυτή με την, μονομερή  στην ανάγκη, διαγραφή των επαχθών χρεών – αυτών δηλαδή που προήλθαν είτε από τη διαφθορά των κυβερνώντων, είτε από τα «τοκογλυφικά» επιτόκια δανεισμού, είτε από τη μη χρησιμοποίηση των δανείων, προς όφελος του συνόλου των πολιτών.

Αν και δεν θα επεκταθούμε στο θέμα του επαχθούς χρέους, αφού το έχουμε ήδη αναλύσει στο άρθρο μας για τον Ισημερινό, είναι σκόπιμο να τονίσουμε ότι, το δημόσιο εξωτερικό χρέος, στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι πλέον σε μη μετατρέψιμα ευρώ, μετά την υπογραφή του PSI – ενώ, εκτός από το δημόσιο εξωτερικό, υπάρχει και το ιδιωτικό εξωτερικό (τράπεζες, ασφάλειες, επιχειρήσεις, νοικοκυριά), το οποίο δεν θα ήταν προφανώς καθόλου εύκολο να διαγραφεί (πόσο μάλλον να πληρωθεί). 

Οφείλουμε επίσης να υπενθυμίσουμε πως, όταν μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο υπήρξαν αμφιβολίες, σχετικά με τις δυνατότητες της Γερμανίας να εξοφλήσει τα χρέη της, οι Γάλλοι εισέβαλλαν στρατιωτικά στα εδάφη της – κατάσχοντας τις βιομηχανίες και τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία των περιοχών, στις οποίες εγκαταστάθηκαν. Δυστυχώς, κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα και στην Ελλάδα, με την οικονομική «κατάληψη» των υπουργείων, καθώς επίσης άλλων δημοσίων υπηρεσιών, να έχει πάρει τη θέση της στρατιωτικής εισβολής.   

Όσον αφορά τώρα την ενδεχόμενη υποτίμηση ενός εθνικού νομίσματος και την ανάπτυξη που προκαλεί, μέσω των εξαγωγών, θα πρέπει να έχουμε υπ' όψιν ότι μία χώρα, η οποία υποτιμάει το νόμισμα της, περπατάει κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού – αφού οι τιμές των εξαγομένων προϊόντων της φθηναίνουν μεν αλλά, ταυτόχρονα, ακριβαίνουν οι τιμές των εισαγομένων.

Στο σημείο αυτό εάν κατανοήσουμε ότι, η παραγωγή των περισσοτέρων εγχώριων προϊόντων απαιτεί σε μεγάλο βαθμό εισαγόμενες πρώτες ύλες (πετρέλαιο, ορυκτά, μέταλλα κλπ.), καθώς επίσης μηχανήματα ή άλλα βιομηχανικά προϊόντα, τα οποία πληρώνονται με συνάλλαγμα (συνήθως δολάριο), τότε θα διαπιστώσουμε πως η υποτίμηση δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα – αλλά κάποια ανάλογα με την εσωτερική υποτίμηση (μειώσεις μισθών), η οποία επιχειρείται τα τελευταία χρόνια, κατ' εντολή του ΔΝΤ.

Η μοναδική διαφορά είναι ίσως το ότι, η μείωση των πραγματικών μισθών μέσω της υποτίμησης του νομίσματος (πληθωρισμός, περιορισμός της αγοραστικής αξίας), είναι ευκολότερο να επιβληθεί σε μία κοινωνία – σε αντίθεση με τη μείωση των ονομαστικών αμοιβών (εσωτερική υποτίμηση), η οποία συνήθως συνοδεύεται από μεγάλες αντιδράσεις των εργαζομένων.  

Ακόμη και αν υποθέσουμε λοιπόν ότι η «επιστροφή» μίας χώρας στο εθνικό νόμισμα, καθώς επίσης η υποτίμηση του δεν θα προκαλούσε υπερπληθωρισμό (τον οποίο συνήθως ακολουθεί η απορρύθμιση, η κατάρρευση και τα πάσης φύσεως πραξικοπήματα), όλα τα παραπάνω είναι, στην καλύτερη περίπτωση, καλοπροαίρετες μεν, αλλά ανόητες και ανώριμες «ασκήσεις επί χάρτου» – ευχολόγια ίσως. Στη χειρότερη περίπτωση δε, πολιτική δημαγωγία, υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα και διασπορά ψευδών ελπίδων – είτε με απώτερο στόχο τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας των Πολιτών, είτε την υπεξαίρεση της ψήφου τους.     

ΟΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΠΥΛΩΝΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Συνεχίζοντας, θεωρούμε απαραίτητη τη μεθοδική ανάλυση των «συντελεστών» ανάπτυξης (αύξησης του ΑΕΠ) μίας χώρας, έτσι ώστε να μην περιοριζόμαστε σε ευχολόγια και σε κενά, άνευ περιεχομένου λόγια – ειδικά επειδή αποτελεί πλέον τη μαγική λέξη, η οποία χρησιμοποιείται από όλους και για όλα, τις περισσότερες φορές εντελώς ανεύθυνα και δημαγωγικά. 

Στα πλαίσια αυτά είναι γνωστό ότι, τα τέσσερα βασικά στοιχεία του ακαθάριστού εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) είναι η ιδιωτική κατανάλωση (Κ), οι μικτές επενδύσεις (Ε), οι καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου (Δ), καθώς επίσης η διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών (Εξ-Εισ.). Πρόκειται λοιπόν για την παρακάτω μαθηματική εξίσωση: ΑΕΠ = Κ+Ε+Δ+(Εξαγωγές – Εισαγωγές)

 (α) Σε μία οικονομία τώρα, η οποία είναι υπερχρεωμένη, ελλειμματική και διανύει τον πέμπτο χρόνο ύφεσης, η κατανάλωση (Κ) περιορίζεται συνεχώς – μεταξύ άλλων σαν αποτέλεσμα της μεγάλης ανεργίας, των χρεοκοπιών, της πιστωτικής συρρίκνωσης (τραπεζικό πρόβλημα), καθώς επίσης των συσσωρευμένων ιδιωτικών χρεών.

Η κατανάλωση δεν υποχωρεί σήμερα μόνο στην Ελλάδα, όσον αφορά την Ευρωζώνη, αλλά επίσης στην Ισπανία, στην Ιταλία και αλλού – τελευταία στην Ολλανδία και στη Γαλλία, η οποία αποτελεί την επόμενη βόμβα στα θεμέλια του κοινού νομίσματος (απειλούμενη, μεταξύ άλλων, από μία καταστροφική έκρηξη της φούσκας ακινήτων που έχει δημιουργηθεί στο παρελθόν). 

(β) Κατ' επέκταση, οι ιδιωτικές επενδύσεις (Ε) σε μηχανήματα και υποδομές, όπως και στον τομέα των ακινήτων, μειώνονται ανάλογα – αφού δεν υπάρχει ζήτηση, η οποία θα μπορούσε να τις αιτιολογήσει.

Προφανώς, κανένας επιχειρηματίας δεν επενδύει, εάν δεν περιμένει να πουλήσει τα προϊόντα του στους καταναλωτές – ενώ κανένας ιδιώτης δεν αγοράζει ακίνητα, όταν προβλέπει ή διαπιστώνει την αυξημένη φορολόγηση τους, παράλληλα με την αδυναμία επαναπώλησης, υπενοικίασης κοκ. Όταν λοιπόν μειώνεται η κατανάλωση, περιορίζονται οι επενδύσεις – οπότε και το ΑΕΠ, όσον αφορά τα δύο αυτά βασικά του στοιχεία.

Ειδικά όσον αφορά τις αποκρατικοποιήσεις, εκτός του ότι αποτελούν αναμφίβολα μία ύπουλη  παγίδα (άρθρο μας) ακόμη και αν υποθέσουμε ότι δεν είναι σκανδαλώδεις (δυστυχώς αποδείχθηκε το αντίθετο στην πατρίδα μας, όσον αφορά τουλάχιστον το Ολυμπιακό χωριό ή την ΑΤΕ, ενώ πιθανότατα θα συμβεί το ίδιο και με τον ΟΠΑΠ, τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ κοκ.), δεν θεωρούνται νέες ιδιωτικές επενδύσεις και δεν βοηθούν την ανάπτυξη – αφού απλά αλλάζουν οι «μέτοχοι», ενώ οι καινούργιοι ιδιοκτήτες των κρατικών επιχειρήσεων συνήθως μειώνουν το προσωπικό, μεγεθύνοντας την ανεργία, αυξάνουν τις τιμές, επιδεινώνοντας τον πληθωρισμό, μεταφέρουν πολλά από τα κέρδη τους στο εξωτερικό, περιορίζοντας τη φορολογική βάση κλπ.   

(γ) Οι δημόσιες δαπάνες βέβαια (Δ) μπορούν να αυξηθούν, κατά την πολιτική του Keynes, παρά το ότι μειώνονται η κατανάλωση και οι επενδύσεις – έτσι ώστε να αναθερμάνουν τη ζήτηση, για να κινηθεί ξανά η οικονομία μίας χώρας. Όταν όμως ένα κράτος, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, είναι υπερχρεωμένο και αναγκάζεται από τους δανειστές του ή από τις αγορές (Ισπανία, Ιταλία κλπ.) στη μείωση των δαπανών του, δεν είναι δυνατόν να προβεί σε δημόσιες επενδύσεις – ίσως μόνο να δημιουργήσει εκείνες τις προϋποθέσεις, με τη βοήθεια των οποίων θα μπορέσει να προσελκύσει ξένους επενδυτές.

Ποιός όμως ξένος επενδύει σε μία χώρα, η οποία ευρίσκεται σε βαθιά ύφεση, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι τόσο το επιχειρηματικό της πλαίσιο (μηδενική διαφθορά κλπ.), όσο και το φορολογικό (ανταγωνιστική, μακροπρόθεσμα σταθερή φορολόγηση), λειτουργούν τέλεια; Πόσο μάλλον όταν πολλές άλλες χώρες, την ίδια χρονική στιγμή (ακόμη και η Αίγυπτος σήμερα), αναζητούν απεγνωσμένα ξένες επενδύσεις;

(δ) Αυτό που απομένει λοιπόν για να υπάρξει ανάπτυξη σε μία τέτοια οικονομία, η οποία δεν μπορεί να αυξήσει την κατανάλωση, τις επενδύσεις, καθώς επίσης τις δημόσιες δαπάνες, είναι η μεγέθυνση των καθαρών (αφαιρουμένων των εισαγωγών) εξαγωγών – η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ενδυνάμωση δηλαδή του τελευταίου «πυλώνα» της οικονομίας της.

Ακόμη όμως και αν μπορούσε μία χώρα να υποτιμήσει το νόμισμα της, περιορίζοντας έστω το «παραγωγικό αντίκτυπο» στις εισαγωγές (πρώτες ύλες κλπ.), καθώς επίσης τις υπόλοιπες εισαγωγές (όπως αναλύσαμε αυτό που μετράει, όσον αφορά την ανάπτυξη, είναι οι εξαγωγές μείον τις εισαγωγές), πως θα τα κατάφερνε σε μία εποχή, όπου πολλά άλλα κράτη αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, επιλέγοντας την ίδια ακριβώς λύση;

Συμπερασματικά λοιπόν, όπως καταλαβαίνουμε από την αδυναμία καλυτέρευσης και των τεσσάρων συντελεστών (πυλώνων) του ΑΕΠ, η πολυδιαφημισμένη και αναγκαία ανάπτυξη της Ελλάδας, όπως επίσης των υπολοίπων ελλειμματικών ή/και υπερχρεωμένων κρατών του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ, των Η.Π.Α. και της Ιαπωνίας, υπό τις σημερινές συνθήκες, είναι μία απίστευτη ουτοπία – η οποία δεν μας οδηγεί πουθενά.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΧΡΕΟΣ

Περαιτέρω, σε γενικές γραμμές, όταν το δημόσιο χρέος μίας χώρας υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ της, ο ρυθμός ανάπτυξης της επιβραδύνεται συνεχώς – ακόμη και σε εποχές παγκόσμιας ευημερίας. Εάν τώρα η συγκεκριμένη χώρα ή το περιβάλλον της έχει επί πλέον τραπεζικά προβλήματα, πόσο μάλλον ανάγκη «διάσωσης» των τραπεζών της, τότε είναι φύσει αδύνατον να αναπτυχθεί – ακόμη και αν το δημόσιο χρέος της δεν υπερβαίνει το 50% του ΑΕΠ της (όπως τεκμηριώθηκε πρόσφατα στην περίπτωση της Κύπρου και της Ισπανίας).

Όσον αφορά τώρα τα συνολικά χρέη, δημόσια και ιδιωτικά, δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 200% του ΑΕΠ μίας χώρας, εάν θέλει να συνεχίσει να αναπτύσσεται υγιώς. Όμως, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, "τα συνολικά χρέη στις 18 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη ήταν στο 160% του ΑΕΠ τους το 1980 – σήμερα (2011) έχουν εκτοξευθεί στο 321% του ΑΕΠ τουςΑποπληθωρισμένα, οι κυβερνήσεις έχουν τετραπλάσια χρέη σε σχέση με το 1980, τα νοικοκυριά εξαπλάσια και οι επιχειρήσεις της πραγματικής οικονομίας τριπλάσια".

Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, οι συνεχείς (αυτο)κατηγορίες, καθώς επίσης τα (αυτο)μαστιγώματα των Ελλήνων, όσον αφορά τα χρέη ή/και την υπερχρέωση της χώρας τους, είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου – αφού το 2011, μετά την εισβολή του ΔΝΤ και πριν τα PSI, το συνολικό χρέος της Ελλάδας ήταν σχεδόν ίσο (333% του ΑΕΠ) με το μέσο όρο των 18 μεγάλων οικονομιών του ΟΟΣΑ (321%).

Προφανώς λοιπόν οι Έλληνες δεν πρέπει να εκτίθενται τόσο πολύ στη «συλλογική πλύση εγκεφάλου», στην οποία τους υποβάλλουν σκόπιμα ορισμένα διατεταγμένα ΜΜΕ – με απώτερο στόχο να αμβλύνουν ή/και να εξουδετερώσουν τις αντιδράσεις τους στη σχεδιαζόμενη εκποίηση της πατρίδας τους, μέσω της «συστηματικής παραγωγής ενόχων και ενοχών».       

Συνεχίζοντας, χωρίς ανάπτυξη είναι αδύνατον ποτέ να πληρωθούν τα συσσωρευμένα την τελευταία τριακονταετία, τεράστια χρέη των δυτικών κρατών, επιχειρήσεων, τραπεζών και νοικοκυριών – όπως φαίνονται από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί.

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Συνολικά χρέη 2011, δημόσια και ιδιωτικά, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ

Χώρα

Σύνολο

Τράπεζες

Επιχειρήσεις

Νοικοκυριά

Δημόσιο

 

 

 

 

 

 

Ιρλανδία

1.166

689

245

123

109

Μ. Βρετανία*

847

547

118

101

81

Ιαπωνία

641

188

143

77

233

Ισπανία

457

111

192

87

67

Γαλλία

449

151

150

61

87

Βέλγιο

435

112

175

53

95

Πορτογαλία

422

61

149

106

106

Ιταλία

377

96

110

50

121

Η.Π.Α.

376

94

90

92

100

Ελλάδα

333

22

74

71

166

Γερμανία**

321

98

80

60

83

Πηγή: MM (IMF). Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Τα γερμανικά νοικοκυριά είναι χρεωμένα κατά μέσον όρο με 13.800 €, τα ελληνικά με 10.200 € και τα ιρλανδικά με 30.200 € (πηγή: Creditreform Γερμανίας). Πρόκειται λοιπόν για ένα τεράστιο πλεονέκτημα της Ελλάδας, το οποίο δεν μπορεί δυστυχώς να χειριστεί σωστά η κυβέρνηση. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει πόσο ικανοί είναι οι Έλληνες, μοναδικό πρόβλημα των οποίων είναι η διεφθαρμένη, ανίκανη και ανεπαρκής Πολιτική τους.

Από την άλλη πλευρά, η επίλυση του προβλήματος αποκλειστικά και μόνο με τη βοήθεια του πληθωρισμού (μεγάλη αύξηση της ποσότητας χρήματος), έτσι όπως επιχειρείται σήμερα, κυρίως από την Ευρώπη (ΕΚΤ), τις Η.Π.Α. (Fed), τη Μ. Βρετανία (BoE) και την Ιαπωνία (BoJ), αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένη, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη – αφού είναι εύκολο να χαθεί ο έλεγχος του, με οδυνηρά αποτελέσματα εάν τυχόν «μεταλλαχθεί» σε υπερπληθωρισμό. 

Πόσο μάλλον εάν οδηγήσει σε συναλλαγματικούς πολέμους και σε εκείνον τον προστατευτισμό (επιβολή δασμών κοκ.), ο οποίος μας καταδίκασε στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – ενδεχομένως δε σε επιθέσεις εναντίον του δολαρίου ή/και του ευρώ, τις οποίες θα μπορούσε να «ενορχηστρώσει» εύκολα μία χώρα με μεγάλα ενεργειακά αποθέματα, όπως για παράδειγμα η Ρωσία, συνδέοντας απλά το νόμισμα της με το χρυσό. (πολλοί θα τοποθετούσαν αμέσως τα χρήματα τους σε ένα νόμισμα με αντίκρισμα, αντί σε χαρτονομίσματα χωρίς ουσιαστική αξία). Επομένως, πρέπει να ευρεθεί όσο το δυνατόν συντομότερα μία άλλη λύση – με τη βοήθεια φυσικά των εμπειριών μας από το παρελθόν.

ΜΕΡΙΚΗ ΣΕΙΣΑΧΘΕΙΑ Η ΠΑΓΩΜΑ ΧΡΕΩΝ

Με βάση την παραπάνω ανάλυση, αλλά και την Ιστορία, η λύση που φαίνεται περισσότερο αποτελεσματική αλλά και λιγότερο επικίνδυνη είναι η, με κάποιον τρόπο, διαγραφή των υπερβολικών χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών, σε όλη την έκταση της Δύσης – σε συνδυασμό με έναν ελεγχόμενο πληθωρισμό, καθώς επίσης με την καταπολέμηση τόσο των ευρωπαϊκών, όσο και των παγκόσμιων ασυμμετριών, όπως τις έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα κείμενα μας.

Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη υπενθυμίζουμε ότι (άρθρο μας), θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα ειδικό «ευρωπαϊκό κεφάλαιο αποπληρωμής χρεών» («bad bank» ουσιαστικά), στο οποίο να «οδηγηθούν» εκείνα τα χρέη των χωρών της ΕΕ που υπερβαίνουν το 60% του ΑΕΠ τους – έτσι ώστε να παγώσουν και να αποπληρωθούν σταδιακά, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν ή/και το επιβάλλουν, για να μην προκληθεί υπερπληθωρισμός (κάτι ανάλογο θα μπορούσε να δρομολογηθεί και για τα ιδιωτικά χρέη).    

Παράλληλα, η πολιτική λιτότητας οφείλει να διατηρηθεί μεν, αλλά τα χρόνια προσαρμογής πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα – έτσι ώστε να αποφευχθεί η ύφεση και τα τεράστια προβλήματα που προκαλεί, όπως διαπιστώθηκε κυρίως στην περίπτωση της Ελλάδας (ανεργία, χρεοκοπίες, κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου, φτώχεια, εγκληματικότητα, κοινωνικές εξεγέρσεις, εθνικές αντιπαλότητες κοκ.).

Φυσικά πρέπει να συνοδευθεί με μέτρα ανάπτυξης όλων των χωρών της ΕΕ, αφού διαφορετικά είναι αδύνατη η μακροπρόθεσμη επίλυση της κρίσης χρέους – ενώ ο «επιτρεπόμενος» πληθωρισμός οφείλει να αναπροσαρμοσθεί στο 4%, από το 2% σήμερα. Εάν στην περίπτωση αυτή η ισοτιμία ευρώ δολαρίου περιοριζόταν στο 1:1, θα ήταν θετικό τόσο για την Ευρώπη, όσο και για τις Η.Π.Α. – λιγότερο φυσικά για την Κίνα, αφού τα προϊόντα της θα γινόταν αυτόματα λιγότερο ανταγωνιστικά για τη Δύση.   

Στη συνέχεια πρέπει να δρομολογηθεί ένα νέο δημοσιονομικό σύμφωνο σταθερότητας, το οποίο όμως να απαγορεύει τις ασυμμετρίες στα εξωτερικά ισοζύγια συναλλαγών των χωρών-μελών της Ευρωζώνης – με τα οποία κάποιες χώρες (Γερμανία, Ολλανδία κλπ.), αναπτύσσονται εις βάρος των υπολοίπων.

Τέλος, το ESM θα ήταν σωστό να εξελιχθεί σε ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο, το οποίο να λειτουργεί όπως το ΔΝΤ από την ίδρυση του μέχρι τη δεκαετία του 1970 – με κύριο στόχο την συμμετρική ανάπτυξη των χωρών της ΕΕ. Πόσο μάλλον αφού, η μη ισορροπημένη εξέλιξη των κρατών, καθιστά αδύνατη την εφαρμογή μίας κοινής νομισματικής πολιτικής – για παράδειγμα, στη Γερμανία απαιτούνται υψηλά επιτόκια, ενώ στην Ιταλία χαμηλά. Το ταμείο αυτό θα έπρεπε βέβαια να συνοδευθεί από την ίδρυση ευρωπαϊκών εταιρειών αξιολόγησης, έτσι ώστε να πάψει να υφίσταται το μονοπώλιο των τριών αδελφών (Fitch, S&P, Moody's). 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Έχουμε την άποψη ότι, η δημιουργία της Ευρωζώνης, αν και προς τη σωστή κατεύθυνση (καμία χώρα της ΕΕ δεν μπορεί να επιβιώσει μακροπρόθεσμα, εάν δεν ανήκει σε μία ισχυρή ένωση κρατών), ήταν αφενός μεν πολύ βιαστική, αφετέρου λανθασμένη – αφού έπρεπε να προηγηθεί η πολιτική, η δημοσιονομική και η τραπεζική ένωση ανεξάρτητων μεταξύ τους, ισότιμων εθνών. Δυστυχώς δε κινδυνεύει να διαλυθεί κάθε στιγμή – επειδή στηρίζεται σε πολύ «σαθρά» θεμέλια, ενώ απειλείται σοβαρά από την απίστευτα αλαζονική, ηγεμονική, πλήρως υποταγμένη στις αγορές «πρωσική» κυβέρνηση της Γερμανίας.

Στα πλαίσια αυτά έχουμε την άποψη ότι, για να αντιμετωπισθούν οι μεγάλες ελλείψεις της οικονομίας της Ελλάδας, θα πρέπει να δραστηριοποιηθούμε «ατομικά και από κοινού». Οφείλουμε δηλαδή από τη μία πλευρά να βρούμε ρεαλιστικές λύσεις για τη δική μας χώρα, χωρίς να περιμένουμε βοήθεια από κανέναν, ενώ από την άλλη πλευρά να συνεργασθούμε με όλους τους υπόλοιπους – έτσι ώστε να επιλυθούν, κατά το δυνατόν ορθολογικά και δίκαια, τόσο τα ενδοευρωπαϊκά, όσο και τα παγκόσμια προβλήματα.

Πρώτη προτεραιότητα μας πρέπει να είναι η εξασφάλιση της επιβίωσης της πατρίδας μας, χωρίς να είναι απαραίτητο το κοινό νόμισμα – στο οποίο είμαστε σήμερα απόλυτα εγκλωβισμένοι. Άλλωστε, όπως συμβαίνει και σε κάθε ανθρώπινη σχέση, η επιτυχία της συμβίωσης εξαρτάται από το βαθμό ανεξαρτησίας των συμμετεχόντων – γεγονός που σημαίνει ότι, εάν δεν λειτουργήσει σωστά η οικονομία μας (το βασικότερο πρόβλημα της οποίας είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης των Πολιτών προς την Πολιτεία), δεν πρόκειται να υπάρξει ούτε «ατομικό», ούτε κοινό ευρωπαϊκό μέλλον.

Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η λειτουργία του Κράτους Δικαίου, η πολιτική σταθερότητα, καθώς επίσης η «εκπόνηση» ενός κρατικού ισολογισμού, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των γερμανικών επανορθώσεων στο ενεργητικό του – έτσι ώστε να γνωρίζουμε κάθε στιγμή την καθαρή μας θέση και όχι μόνο τα χρέη μας, προερχόμενα κυρίως από την κακοδιαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της πατρίδας μας, εκ μέρους των κυβερνήσεων της.

Σε κάθε περίπτωση, χωρίς να υποτιμούμε καθόλου τα πολιτικά, τα κοινωνικά, καθώς επίσης τα πολιτισμικά προβλήματα, μόνο η «οικονομική ευρωστία» ενός κράτους εγγυάται τα σύνορα και την ελευθερία του – την εθνική του κυριαρχία δηλαδή. Πόσο μάλλον όταν η ευαίσθητη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, μεγάλο προνόμιο αν και ταυτόχρονα πηγή πολλών «δεινών» της, καθιστά υποχρεωτική τόσο την κοινωνική συνοχή, όσο και την οικονομική ισχύ της – ειδικά σε μία «ταραγμένη» εποχή, όπως η σημερινή, με δεδομένη τη γεωστρατηγική σημασία της πάμπλουτης από κάθε πλευρά πατρίδας μας.         

Περαιτέρω, εάν απλά επιλέγαμε το «διαζύγιο» με την Ευρωζώνη, εξασφαλίζοντας ίσως μία πολύ καλή διατροφή και ζητωκραυγάζοντας για την «επιστροφή της υπερήφανης Ελλάδας στις ρίζες της», τότε θα είχαμε αποτύχει «οικτρά» – σπαταλώντας ανεύθυνα τις θυσίες και τους αγώνες μίας ολόκληρης γενιάς, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί «συλλογικά διεφθαρμένη ή/και ανίκανη» (όσο και αν κάτι τέτοιο επιχειρείται δυστυχώς, μεταξύ άλλων από όλους αυτούς οι οποίοι σχεδιάζουν μεθοδικά, ερήμην των Πολιτών, την κατάλυση του κοινωνικού Κράτους Δικαίου, μέσα από τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας).

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως θεωρούμε ότι, η Ελλάδα ανήκει στη Δύση – όπως δεν ανήκει στην Ανατολή ή όπου αλλού, αλλά στον εαυτό της, στην Ιστορία της και στους Πολίτες της. Οφείλει όμως να συμμετέχει σε μία αλληλέγγυα οικονομική ζώνη, η οποία να της εξασφαλίζει μεγαλύτερη ισχύ, απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη – όπως για παράδειγμα απέναντι στην Κίνα, στη Ρωσία και στις Η.Π.Α.   

Ολοκληρώνοντας, είμαστε απολύτως σίγουροι ότι θα τα καταφέρουμε τόσο εμείς οι Έλληνες, όσο η Ευρωζώνη (με ή χωρίς τη Γερμανία) και η υπόλοιπη Δύση (εννoούμε πάντοτε τους πολίτες), να ξεφύγουμε ειρηνικά από την ύπουλη παγίδα του χρέους, των διεθνών τοκογλύφων και της ύφεσης – αντιμετωπίζοντας ορθολογικά τα διάφορα προβλήματα που έχουν προκύψει. Ευχόμαστε λοιπόν Καλή Χρονιά, με αισιοδοξία, υγεία και ευτυχία σε όλους – τονίζοντας ξανά την ανάγκη αλληλεγγύης σε όσους υποφέρουν περισσότερο από τα δεινά της κρίσης. 

 

ΥΓ: Με τις όποιες αναφορές μας στους «Έλληνες» και στην «πατρίδα», δεν εννοούμε την φυλετική ή/και την «εθνικιστική» στάση εκείνη, η οποία τοποθετεί ένα έθνος υπεράνω της ανθρωπότητας, των αρχών της αλήθειας, της ισότητας και της δικαιοσύνης – αλλά το «φλογερό» ενδιαφέρον που νοιώθει κανείς για τους συμπατριώτες και τη χώρα του, το οποίο έχει σχέση τόσο με την πνευματική, όσο και με την υλική τους ευημερία (σε καμία περίπτωση όμως εις βάρος άλλων ατόμων ή κρατών).  

Όσον αφορά τώρα την υγιή κοινωνία που οφείλουμε να οικοδομήσουμε, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη των Πολιτών προς την Πολιτεία, υπενθυμίζουμε πως "Μόνο μία τέτοια κοινωνία αναπτύσσει την ικανότητα του ατόμου να σέβεται τους συνανθρώπους του, να εργάζεται δημιουργικά, να παράγει, να μην υπερχρεώνεται, να εξελίσσει τη λογική και την αντικειμενικότητα του, καθώς επίσης να έχει εκείνη την αίσθηση του εγώ, η οποία βασίζεται στην εμπειρία των δικών του παραγωγικών δυνάμεων. Αντίθετα, η μη υγιής κοινωνία είναι εκείνη που δημιουργεί αξιωματικά την αμοιβαία εχθρότητα και τη δυσπιστία, η οποία «μεταλλάσσει» τον άνθρωπο σε όργανο χρήσης και εκμετάλλευσης των άλλων – κυρίως δε των ξένων και των εισβολέων".

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 31. Δεκεμβρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.   

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2775.aspx

Η Αργεντινή νίκησε τη “Νόνα” των αγορών

Η Αργεντινή νίκησε τη "Νόνα" των αγορών

Η εθνική κυριαρχία αποδείχθηκε ισχυρότερη των προθέσεων των αγορών. Σαν μια θεατρική παράσταση με αίσιο τέλος.

 

Του Άρη Χατζηστεφάνου


Έχουν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια από την ημέρα που ανέβηκε για πρώτη φορά στην ελληνική σκηνή η εξαιρετική θεατρική παράστασης «Νόνα» με τον Δημήτρη Πιατά. Στην Αργεντινή της κρίσης μια βουλιμική γριά καταβροχθίζει τα πάντα οδηγώντας στην απόλυτη καταστροφή μια οικογένεια μεροκαματιάρηδων.

Από τις δεκάδες αναγνώσεις του έργου η βουλιμική γριά θα μπορούσε να αποτελεί τους ξένους δανειστές της Αργεντινής που επιχείρησαν να κατασπαράξουν μια ολόκληρη χώρα αλλά και τις ίδιες τις σάρκες τους.

Η Νόνα βέβαια δεν είχε «happy end», σε αντίθεση με την Αργεντινή η οποία αφού προχώρησε στη μεγαλύτερη, για εκείνη την εποχή, στάση πληρωμών της ιστορίας γνώρισε ορισμένους από τους σημαντικότερους ρυθμούς ανάπτυξης στη Λατινική Αμερική, αλλά και ολόκληρο τον πλανήτη.

Ήταν λοιπόν κωμικοτραγικό ότι μόλις η παράσταση ξανανέβηκε, πριν από μερικές εβδομάδες στην Αθήνα, οι κερδοσκόποι ξαναχτύπησαν την Αργεντινή απαιτώντας να πληρώσει 1,3 δισεκατομμύριο δολάρια σε κατόχους κρατικών ομολόγων που αρνήθηκαν να δεχθούν τις δυο αναδιαρθρώσεις χρέους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ελληνικά μέσα ενημέρωσης, που ουδέποτε ασχολήθηκαν σοβαρά με τη διεθνή ειδησεογραφία, έπαιξαν πολύ ψηλά το συγκεκριμένο θέμα θέλοντας να στείλουν ένα σαφές μήνυμα: «Όποιος τα βάζει με τις αγορές, αργά ή γρήγορα θα το πληρώσει». Για άλλη μια φορά όμως η «Νόνα» του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος «ανεβαίνει» στο ελληνικό σανίδι και όχι στο αργεντίνικο.

Λειτουργώντας ουσιαστικά σαν υπάλληλος ενός κερδοκοπικού ταμείου ο Αμερικανός δικαστής Τόμας Γκρίζα είχε αρνηθεί την ισχύ της παύσης πληρωμών που είχε επιβάλλει η Αργεντινή σε όσους ομολογιούχους δεν είχαν αποδεχθεί τις δυο προηγούμενες ανταλλαγές ομολόγων. Συγκεκριμένα ζητούσε την αποπληρωμή 1.3 δισεκατομμυρίου δολαρίων. Πρόκειται ουσιαστικά για ομολογιακό χρέος με βάση το αμερικανικό δίκαιο που είχε αγοραστεί σε εξευτελιστικές τιμές την περίοδο της κρίσης προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για κερδοσκοπικούς σκοπούς.

Βασικός παίκτης σε αυτή την πρακτική ήταν το λεγόμενο «ταμείο γύπας» NML το οποίο πριν από μερικές εβδομάδες είχε διατάξει και την κατάσχεση μιας εκπαιδευτικής φρεγάτας της Αργεντινής όταν αυτή κατέπλευσε στην Γκάνα. Το NML, όπως και όλα τα κερδοσκοπικά ταμεία ουδέποτε δάνεισαν την οικονομία της Αργεντινής. Απλώς αγόρασαν χρέος τζογάροντας στην δυστυχία ενός ολόκληρου έθνους

Το εφετείο των ΗΠΑ ανέστειλε όμως την εντολή πληρωμής προσφέροντας μια μεγάλη (αν και όχι τελική) νίκη στην Αργεντινή.

Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι η Αργεντινή είχε την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει με ευκολία το χρέος αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Όπως συμβαίνει δηλαδή σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, η τελική απόφαση ενός κυρίαρχου κράτους να μην πληρώσει ένα χρέος το οποίο είναι παράνομο, απεχθές ή μη νομιμοποιημένο, είναι αμιγώς πολιτική και μόνο σε δευτερεύουσες τεχνικές παραμέτρους σχετίζεται με οικονομικούς παράγοντες.

Ο υπουργός οικονομικών της Αργεντινής, Χερνάν Λορενζίνο, χαρακτήρισε την αρχική απόφαση του Γκρίζα σαν «ένα είδος δικαστικής αποικιοκρατίας» και αναρωτήθηκε εάν ο δικαστής θα διατάξει και τον αμερικανικό Πέμπτο Στόλο να κινηθεί εναντίον της Αργεντινής.

Το Μπουένος Αίρες εξηγούσε μεταξύ άλλων, ότι η ανατροπή προηγούμενων αποφάσεων σχετικά με το χρέος της χώρας από ένα αμερικανικό δικαστήριο όχι μόνο παραβιάζει την εθνική κυριαρχία αλλά θα οδηγήσει σε συνθήκες ζούγκλας στην παγκόσμια αγορά ομολόγων. Συγκεκριμένα, όπως ανέφεραν Αργεντίνοι αξιωματούχοι, θα έπληττε τις προσπάθειες όλων των χωρών που αντιμετωπίζουν κρίση χρέους, καθώς οι πιστωτές δεν θα είχαν λόγο να ανταλλάξουν τα ομόλογά τους σε χαμηλότερες τιμές.

Με την κίνησή της όμως η Αργεντινή έδειξε και κάτι πολύ σημαντικότερο. Ότι η εθνική κυριαρχία μπορεί να επικρατήσει του αμερικανικού ή του βρετανικού δικαίου, το οποίο συνήθως προτιμούν οι πιστωτές.

Να σημειωθεί ότι σε αυτό το σημείο η απόφαση αποκτά πραγματικά εξαιρετικό ενδιαφέρον και για την Ελλάδα. Δεν είναι όμως διόλου τυχαίο ότι τα μεγάλα ελληνικά ΜΜΕ, που λειτουργούν σε διατεταγμένη υπηρεσία ελλήνων και ξένων δανειστών ενώ πανηγύρισαν για την απόφαση του δικαστή Γκρίζα στη συνέχεια ξέχασαν το θέμα.

Η στάση πληρωμών της Αργεντινής και οι αναδιαρθρώσεις που ακολούθησαν θεωρούνται από αρκετούς οικονομολόγους σαν μνημείο οικονομικής «τσαπατσουλιάς» δεδομένου ότι έγιναν υπό την πίεση κατακλυσμιαίων εξελίξεων και χωρίς να έχει προηγηθεί λογιστικός έλεγχος. Και αυτό ενώ ομοσπονδιακό δικαστήριο στην Αργεντινή είχε ήδη αποδεχθεί στοιχεία που αποδείκνυαν ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του χρέους είναι παράνομο η απεχθές. Ακόμη και έτσι όμως η στάση πληρωμών επέφερε θεαματικά αποτελέσματα ανασύροντας εκατομμύρια ανθρώπους από την απόλυτη φτώχεια και επιτρέποντας στην εθνική οικονομία να ξαναπατήσει στα πόδια της.

Το γεγονός βέβαια ότι όλα τα οφέλη δεν έφτασαν στα κατώτερα στρώματα σχετίζεται με τις εσωτερικές ισορροπίες του λαϊκού κινήματος στην Αργεντινή αλλά δεν ακυρώνει τη σημασία της απόφασης ενός κυρίαρχου κράτους να μην υποταχθεί στη διεθνή κερδοσκοπία. Στην περίπτωση της Αργεντινής η «Νόνα» μπορεί να κατασπαράξει αν θέλει τις σάρκες της αλλά δεν είναι πλέον τόσο εύκολο να εξοντώσει και έναν ολόκληρο λαό.

 

Άρης Χατζηστεφάνου

ΠΗΓΗ: ΠΡΙΝ, 2/12/2012. Το είδα: 02/12/2012, http://info-war.gr/2012/12/….BD/  

Συμφωνία ΗΡ – Cosco – ΤΡΑΙΝΟΣΕ: διαστάσεις

Οι πραγματικές διαστάσεις της συμφωνίας ΗΡ – Cosco – ΤΡΑΙΝΟΣΕ

 

Του Λευτέρη ΚΩΣΤΗ

 

Ο πρωθυπουργός ήταν απόλυτα ειλικρινής όταν από τη Μάλτα – την οποία είχε επισκεφθεί για τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος – δήλωνε: "Στην Ελλάδα είδαμε το χειρότερο πρόσωπο της κρίσης", όπως επίσης: "Μέσα σε 3 χρόνια χάσαμε το 25% του ΑΕΠ της χώρας".

Δεν θα μπορούσε γι' αυτό να αρνηθεί τα αρνητικά ρεκόρ που σημειώνει η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα μας, τα οποία είναι συνταρακτικά – η ΕΛ.ΣΤΑΤ. ανακοίνωσε ότι στο γ' τρίμηνο του έτους, δηλαδή Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο, η ύφεση έφθασε το 7,2% – όχι μόνο λόγω του βάθους της ύφεσης, αλλά διότι το βάθος αυτό μετρήθηκε στο τρίμηνο που η Ελλάδα σημειώνει παραδοσιακά το "πικ" της οικονομικής της δραστηριότητας, στην οποία προσμετρώνται οι τουριστικές της επιδόσεις.

Το βάθεμα της ύφεσης, σε συνδυασμό με το "χειρότερο πρόσωπο της κρίσης" (όπως αποτυπώθηκε και στα στυγνά και επώδυνα μέτρα του Μνημονίου) και με τα νέα "προαπαιτούμενα" που έθεσε ο κ. Σόιμπλε στο Eurogroup, πιθανόν να ώθησαν τους επικοινωνιολόγους του κ. Σαμαρά να αναζητήσουν επικοινωνιακά αντίβαρα και να τον πείσουν – όπως και έγινε – να δώσει τόνο αισιοδοξίας, πως "κάτι θα αλλάξει σύντομα".

Σ' αυτή την επικοινωνιακή γραμμή εντάχθηκε κατά πολλούς η πρωθυπουργική δήλωση ότι "τον επόμενο χρόνο θα έχουμε τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης". Είναι καθήκον, άλλωστε, των ηγετών να εμψυχώνουν τον λαό σε δύσκολες στιγμές όπως αυτές όπου η λεγόμενη "καταναλωτική εμπιστοσύνη" πέφτει στα τάρταρα και η απελπισία καταλαμβάνει σχεδόν 1,5 εκατ. ανέργους και προπαντός το 58% των νέων ανθρώπων που δεν βλέπουν προοπτική.

Η απόφαση, όμως, για ανάδειξη του "ντιλ" της κινεζικής Cosco, της αμερικανικής πολυεθνικής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας Hewlett Packard (υπολογιστές, λάπτοπ και εκτυπωτές) και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ σε μεγάλη επενδυτική συμφωνία δεν συμβαδίζει, όπως τουλάχιστον λένε διαπρεπείς παράγοντες στο λιμάνι του Πειραιά (που θα χρησιμοποιηθεί ως διαμετακομιστικό κέντρο), με τα πραγματικά δεδομένα. Και επομένως, προσθέτουν, οι κυβερνητικοί επικοινωνιολόγοι διαπράττουν γκάφα ολκής.

Οι παράγοντες "που 'γνωρίζουν', επισημαίνουν πως δεν πρόκειται για μεγάλο 'ντιλ' ούτε για έναρξη ροής ξένων μεγάλων επενδύσεων προς την ελληνική οικονομία. Τέτοιες συμφωνίες, προσθέτουν, μπορούν να γίνουν δεκάδες. Ήδη υπάρχει συμφωνία της Cosco και της μεγάλης πολυεθνικής μεταφορικής εταιρείας Eva Green για διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων, η οποία δεν προβλήθηκε καθόλου. Προς τι η προβολή της αμερικανικής HP και μάλιστα τώρα; Διότι, επισημαίνουν οι ίδιοι παράγοντες, οι συμφωνίες έχουν συναφθεί εδώ και τρεις μήνες με την ΗΡ και με τη ΣΕΠ (και όχι την Cosco), η οποία είναι μεν κινεζικών συμφερόντων, αλλά συμμετέχουν και Έλληνες επενδυτές.

Όσο για τα αναφερθέντα ότι ο (παγκόσμιος) τζίρος της ΗΡ είναι 50 δισ. και ως εκ τούτου το ελληνικό όφελος αφήνεται να πιθανολογείται ότι θα είναι μεγάλο (και θα δημιουργηθούν μέχρι 1.000 θέσεις εργασίας) πρέπει, τονίζουν οι Έλληνες "γνωρίζοντες", να τοποθετηθούν στη χορεία των παραμυθιών.

Οι ίδιοι επισημαίνουν ότι το κλειδί της επένδυσης δεν είναι ούτε οι Κινέζοι ούτε οι Αμερικανοί, αλλά το τρένο της ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Η έναρξη εφαρμογής της συμφωνίας, προσθέτουν, προϋποθέτει ότι στο λιμάνι του Πειραιά θα φθάσει από το Θριάσιο το τρένο. Η απόσταση είναι μόλις 17 χιλιόμετρα. Αλλά για λόγους, πιθανώς, ευνόητους, σχεδιάστηκε, όπως λένε, να περνάει η γραμμή από βουνά και από λαγκάδια. Η επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής είχε ανακοινωθεί το 2001 από τους τότε υπουργούς Μεταφορών Χρ. Βερελή και Ναυτιλίας Γ. Ανωμερίτη. Το τρένο έπρεπε να έρθει στον Πειραιά το 2005 και… ακόμη έρχεται. Κάθε μήνα περιμένουμε να ακούσουμε το σφύριγμά του, αλλά εις μάτην, λένε χαρακτηριστικά.

Το "ντιλ" προβλέπει ότι στις εγκαταστάσεις της Cosco η ΗΡ θα εναποθέτει εμπορευματοκιβώτια προϊόντων της (όλα τα λάπτοπ της παράγονται στην Κίνα και στην Ασία) και με το τρένο θα διοχετεύονται στην Ουγγαρία, όπου και το μεγάλο κέντρο διανομής της αμερικανικής εταιρείας.

Βεβαίως είναι σαφές ότι η ΤΡΑΙΝΟΣΕ και η Cosco θα έχουν ωφέλειες. Αλλά τα επιπλέον κεφάλαια – οφέλη για την ελληνική οικονομία δεν ξεπερνούν τρεις – τέσσερις δεκάδες εκατομμύρια ευρώ.

Και φυσικά οι "γνωρίζοντες" τον Πειραιά έχουν αναπάντητα ερωτήματα. Π.χ. για ποιον λόγο η κυβέρνηση "σήκωσε" το θέμα τόσο πολύ, δυσανάλογα με τις οικονομικές απολαβές; Γιατί εμφανίστηκε αυτή τη χρονική στιγμή; Και γιατί οι Γερμανοί ήραν τις αντιρρήσεις που είχαν μέχρι τώρα στην "κινεζική διείσδυση", η οποία επιφέρει πλήγμα στο λιμάνι του Αμβούργου, απ' όπου μεταφορτώνονταν τα προϊόντα της ΗΡ προς Ουγγαρία;

 

ΠΗΓΗ: Ημερομηνία δημοσίευσης: 18/11/2012, http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=728967

ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ

ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ:

Ο πόλεμος των παιδιών του Σικάγου εναντίον του «κράτους πρόνοιας» και της δημοκρατίας, υποσχόταν στην παγκόσμια ελίτ μία νέα πηγή πλουτισμού – μόνο που αυτή τη φορά, αντί για νέες περιοχές, το καινούργιο έδαφος που θα έπρεπε να κατακτηθεί ήταν το ίδιο το κράτος

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Η Ελλάδα μοιάζει με ένα πολυτελέστατο, πλούσιο κρουαζιερόπλοιο, το οποίο ευρίσκεται στο κέντρο μίας τρομακτικής καταιγίδας, έχοντας καταληφθεί από δύο αντίπαλες «συμμορίες» – οι οποίες επιμένουν ότι, σκοπός τους είναι να βοηθήσουν, αφού διαφορετικά το καράβι κινδυνεύει να βυθιστεί.

Οι «πειρατές» έχουν τοποθετήσει δικό τους καπετάνιο, τρομοκρατούν και εκβιάζουν το πλήρωμα, σχεδιάζουν προσεκτικά τη λεηλασία ότι πολύτιμου ανακαλύψουν, ενώ ρίχνουν στη φουρτουνιασμένη θάλασσα τους πιο φτωχούς επιβάτες – ισχυριζόμενοι ότι, μόνο με αυτόν τον τρόπο, ελεύθερο περιττών βαρών δηλαδή, θα καταφέρει το καράβι να ξεφύγει από την τρικυμία" (R. Vial).

Κείμενα

Για να μπορέσει κανείς να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα, καθώς επίσης στην περιγραφή του προβλήματος της Ελλάδας, οφείλει να ξεκινήσει από την εποχή πριν την εισαγωγή του Ευρώ.

Τότε τα νομίσματα των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου υποτιμούταν διαρκώς, επειδή οι κεντρικές τράπεζες τους «τύπωναν» συνεχώς νέα χρήματα – με αποτέλεσμα να διατηρούνται υψηλά τα επιτόκια δανεισμού (υπενθυμίζουμε εδώ ότι η υποτίμηση είναι ένα είδος φορολόγησης, κυρίως των ασθενών εισοδηματικών τάξεων). 

Όταν υιοθετήθηκε το κοινό νόμισμα, η κατάσταση άλλαξε ριζικά – ειδικά στον τομέα των επιτοκίων. Με εξαίρεση την Ελλάδα λοιπόν, στην οποία μόνο ο δημόσιος τομέας εκμεταλλεύθηκε την πτώση των επιτοκίων αυξάνοντας το δανεισμό του, σε όλες τις υπόλοιπες χώρες διογκώθηκε κυρίως ο ιδιωτικός δανεισμός (τράπεζες, επιχειρήσεις, νοικοκυριά).

Έτσι, οδηγηθήκαμε στη σημερινή κρίση χρέους της Ευρωζώνης, η οποία οφείλεται στην υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα (πάντοτε με εξαίρεση την Ελλάδα) – σαν αποτέλεσμα αφενός μεν της μη ισορροπημένης κατανομής ελλειμμάτων και πλεονασμάτων, αφετέρου της πολιτικής χρήματος (υπερβάλλουσα ρευστότητα στις ελλειμματικές οικονομίες, μέσω της παραγωγής χρημάτων, με τη βοήθεια του δανεισμού εκ μέρους των τραπεζών).    

Στα πλαίσια αυτά, με σκοπό τη διάσωση του ιδιωτικού τομέα και κυρίως των τραπεζών, ο δημόσιος τομέας αναγκάσθηκε να «επωμισθεί» χρέη – με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος της Ιρλανδίας, για παράδειγμα, να ανέλθει στο 110% του ΑΕΠ της (θα συνεχίσει να αυξάνεται), από μόλις 30% πριν την κρίση (το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ισπανίας σήμερα απειλείται με κατάρρευση – αφού τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών υπολογίζεται πως ξεπερνούν τα 200 δις €, από «μόλις» 134,1 δις € το Νοέμβρη του 2011).

Η κρίση λοιπόν της Ευρωζώνης ήταν (είναι) το αποτέλεσμα των πολύ υψηλών ιδιωτικών χρεών, τα οποία τελικά εκβάλλουν στα δημόσια – μέσω της διάσωσης των τραπεζών, της ανεργίας, της ύφεσης κλπ.

Αντίθετα, η κρίση της Ελλάδας οφείλετο στο δημόσιο τομέα της – ενώ ο ιδιωτικός ήταν απόλυτα υγιής. Σύμφωνα όμως με την οικονομική θεωρεία, μία ιδιωτική κρίση χρέους είναι πολύ πιο δύσκολο να επιλυθεί, από μία κρίση δημοσίου χρέους – η οποία είναι πάρα πολύ εύκολη στην διαχείριση της, αφού αρκεί ο περιορισμός των δαπανών και η ορθολογική αύξηση της φορολόγησης.

Απλούστερα, τα χρήματα βρίσκονται μέσα στη χώρα, αλλά είναι λάθος κατανεμημένα – οπότε αρκεί η σωστή κατανομή τους, για να λυθεί το πρόβλημα.

Στο παράδειγμα της Ελλάδας, γνωρίζοντας ότι το ιδιωτικό χρέος της ήταν μόλις 170% του ΑΕΠ της, ενώ το δημόσιο 160% (συνολικό 330%), αρκούσε να αυξηθεί το ιδιωτικό στα 250% (μέσω επενδύσεων των ιδιωτών σε κρατικές εταιρείες, ακίνητα κλπ.), για να περιορισθεί το δημόσιο στο 80% του ΑΕΠ της.  

Η επίλυση μίας κρίσης ιδιωτικού χρέους είναι όμως πολύ πιο δύσκολη – αφού απαιτεί πλεονασματικά ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών (αύξηση των εξαγωγών, μείωση των εισαγωγών, εσωτερική υποτίμηση κλπ.), για μεγάλες χρονικές περιόδους (ενδιαφέρουσα είναι εδώ η περίπτωση της Τουρκίας η οποία, μετά την εισβολή του ΔΝΤ και τη λεηλασία της, παράλληλα με τη φούσκα ακινήτων, έχει τεράστιο πρόβλημα στο εξωτερικό της ισοζύγιο – με αποτέλεσμα οι τράπεζες της να προσπαθούν με κάθε τρόπο να προσελκύσουν εκείνους τους πολίτες, οι οποίοι κατέχουν χρυσό, να τον καταθέσουν σε λογαριασμούς, με στόχο την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου). 

Η Γερμανία τα κατάφερε μετά το 2000 (τότε οι άνεργοι Γερμανοί ξεπερνούσαν τα 5 εκ.), μειώνοντας επί δέκα έτη τις αμοιβές των εργαζομένων της και αυξάνοντας τις εξαγωγές της, εις βάρος των «εταίρων» της. Εν τούτοις, αφενός μεν ήταν η μοναδική που το επεδίωκε τότε, αφετέρου δε συνέβη σε εποχή παγκόσμιας ανάπτυξης.

Σήμερα οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές – όχι μόνο λόγω της υφιστάμενης παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά και επειδή είναι πολλές οι χώρες, οι οποίες πρέπει να προσπαθήσουν να λύσουν τα προβλήματα του ιδιωτικού χρέους τους, αυξάνοντας τις εξαγωγές τους εις βάρος των άλλων. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα,

(α) μετά το εγκληματικό PSI, το οποίο οδήγησε στη χρεοκοπία τις τράπεζες, σε συνδυασμό με

β) την καταδίκη της εκ μέρους του ΔΝΤ σε μία διαρκή ύφεση, η οποία έχει προκαλέσει τεράστια προβλήματα στον ιδιωτικό της τομέα, καθώς επίσης

(γ) λόγω των συνεχών μνημονίων, τα οποία αφενός μεν απομυζούν την οικονομία, αφετέρου βυθίζουν στην απαισιοδοξία τους πολίτες της

(δ) σαν αποτέλεσμα της εκροής των τραπεζικών καταθέσεων στο εξωτερικό, ύψους άνω των 100 δις € και

(ε) της επιβάρυνσης του προϋπολογισμού της (2012) με τα χρέη των τραπεζών, ύψους περί τα 49 δις € (με ακόμη περισσότερα αργότερα), η κατάσταση έχει μάλλον οδηγηθεί στο απροχώρητο – πολύ φοβόμαστε, με ελάχιστες πλέον δυνατότητες εξόδου της από την κρίση, ως μία ελεύθερη, δημοκρατική και ανεξάρτητη χώρα (εάν υποθέσουμε πως θα αποφευχθεί τελικά ο εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος συνήθως αποτελεί το προοίμιο της εγκατάστασης απολυταρχικών καθεστώτων).

Συνθήκες παρακμής

Ενώ εντάθηκαν οι απεργιακές κινητοποιήσεις των συνδικαλιστών, με στόχο τη μη ένταξη των ταμείων τους στον ΕΟΠΥΥ, η νομοθεσία για τις αποκρατικοποιήσεις ψηφίσθηκε, χωρίς καμία ουσιαστικά αντίσταση – γεγονός που σημαίνει ότι, η διαδικασία της λεηλασίας του δημοσίου πλούτου της πατρίδας μας ξεκίνησε, ακολουθώντας την αντίστοιχη του ιδιωτικού πλούτου, χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία.

Δυστυχώς αποδείχθηκε έμπρακτα ότι, τα «συντεχνιακά», ιδιοτελή συμφέροντα υπερτερούν όλων των άλλων, ενώ δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τον υγιή, «εποικοδομητικό» συνδικαλισμό – ο οποίος αποτελεί το θεμέλιο, επάνω στο οποίο στηρίζεται το κοινωνικό κράτος δικαίου.

Από την άλλη πλευρά, παρά το ότι η Ελλάδα υποχρεώνεται από την Τρόικα σε συνεχή μέτρα λιτότητας, τα εξοπλιστικά προγράμματα (περί τα 7 δις € το 2011 ή 3,5% του ΑΕΠ), από τα οποία κερδίζουν αδρά οι χώρες που μας τα προμηθεύουν, χρηματίζοντας την τοπική ελίτ (το 15% των εξαγωγών όπλων της Γερμανίας κατευθύνονται στην Ελλάδα), παραμένουν στο «απυρόβλητο» – χωρίς καμία απολύτως διαμαρτυρία των Ελλήνων.

Στα πλαίσια αυτά, ίσως οφείλει κανείς να γνωρίζει ότι, από το 2002 έως το 2006 η Ελλάδα ήταν η τέταρτη μεγαλύτερη χώρα εισαγωγής όπλων στον πλανήτη, κατέχοντας σήμερα τη 10η θέση παγκοσμίως, παρά τα τεράστια οικονομικά της προβλήματα – ενώ από το 1974 έως σήμερα, έχει πληρώσει για στρατιωτικό εξοπλισμό 216 δις € (όσο περίπου το δημόσιο χρέος της, εάν τοκίσει κανείς το ποσόν).

Περαιτέρω, στην υπόλοιπη Ευρώπη, η μία κυβέρνηση μετά την άλλη ανακοινώνουν προγράμματα λιτότητας, ερήμην των πολιτών τους – με πρόσφατη την Πορτογαλία και τελευταία την Ολλανδία, η οποία ειδοποίησε τις παντοδύναμες αγορές (φυσικά γνωρίζουν το τεράστιο πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους της), ότι θα μειώσει κατά 16 δις € τις δαπάνες της (3% του ΑΕΠ της).

Σύντομα δε θα ακολουθήσει το Βέλγιο, ενώ η Γαλλία ευρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο – αφού ανακοινώθηκε επίσημα πως, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της είναι στο ναδίρ, ενώ οι τράπεζες της είναι επικίνδυνα εκτεθειμένες στην Ισπανία και στην Ιταλία (η τελευταία σπρώχνει στην κυριολεξία την Ισπανία στο γκρεμό, στο μηχανισμό στήριξης δηλαδή, για να αποφύγει η ίδια τα υψηλά επιτόκια δανεισμού – η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στο αποκορύφωμα της!).  

Όλα τα παραπάνω παρά τη διαπίστωση του ΔΝΤ, σχετικά με το ότι η μείωση των ελλειμμάτων κατά 1 μονάδα, μειώνει πλέον το ΑΕΠ κατά 1,7 μονάδες – γεγονός που σημαίνει ότι, η σχέση χρέους προς ΑΕΠ αυξάνεται διαχρονικά, όσο εφαρμόζονται προγράμματα λιτότητας.

Σε γενικές γραμμές δε, εάν μία χώρα έχει χρέος 100 δις € και ΑΕΠ 100 δις € (100% του ΑΕΠ), όταν μειώνεται το χρέος της κατά 3% (97 δις €), τότε το ΑΕΠ της περιορίζεται κατά 5,1% (94,9 δις €) – οπότε η σχέση χρέους προς ΑΕΠ αυξάνεται στο 102,2% από 100% προηγουμένως, παρά τη λιτότητα.

Το γεγονός αυτό γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τις αγορές, οι οποίες αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι κρατικές δαπάνες, να ακολουθούν νέα προγράμματα λιτότητας κοκ. – ένας φαύλος κύκλος, ο οποίος στην αρχή «πριονίζει» και μετά καταστρέφει εντελώς το κοινωνικό κράτος, παράλληλα με την φτωχοποίηση των μαζών.  

Ειδικά όσον αφορά την Κύπρο τώρα και την ανακοίνωση της προθυμίας της Ρωσίας να την δανείσει, οφείλουμε να τονίσουμε ότι, κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη συμφωνία της ΕΕ – αφού, χωρίς αυτήν, τυχόν δάνειο της Ρωσίας θα επιδείνωνε το πρόβλημα της Κύπρου, παρά θα το έλυνε (λόγω του υπερδιογκωμένου τραπεζικού τομέα της, όπως αναλύσαμε σε πρόσφατο άρθρο μας).          

Ολοκληρώνοντας, ενώ στο προσχέδιο του προϋπολογισμού εγγράφονται στο δημόσιο χρέος ποσά της τάξης των 49 δις € για τις τράπεζες, 11 δις € για τα ταμεία και διάφορα άλλα, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται στο έλλειμμα (με αποτέλεσμα να εξακοντίζεται το χρέος στο 175% του ΑΕΠ – από 120% πριν την εισβολή του ΔΝΤ και πριν το PSI, παρά τη μείωση των δαπανών), κανένας δεν διαμαρτύρεται – με σύσσωμο το ιδιοτελές συντεχνιακό κίνημα να ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για τα δικά του προνόμια, αδιαφορώντας ουσιαστικά για το μέλλον της πατρίδας μας και των παιδιών μας.

Τέλος, οι απολύσεις εργαζομένων στη Δύση έχουν εξελιχθεί σε μόδα – αφού οι αγορές αμείβουν εκείνη την εταιρεία, η οποία απολύει τους περισσότερους, χωρίς φυσικά να ενδιαφέρονται για την ανεργία που προκαλείται, καθώς επίσης για τα καταστροφικά αποτελέσματα της στους προϋπολογισμούς των κρατών.

Στα πλαίσια αυτά (η Ισπανία προσφέρει επιτόκιο 8% για τις τραπεζικές καταθέσεις!), ακόμη και η ομοσπονδιακή πρόεδρος της Ελβετίας επαίνεσε τη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας της, επικροτώντας την απόφαση της να απολύσει 10.000 εργαζομένους – ένα πρωτόγνωρο γεγονός στην ιστορία, κατά την υποκειμενική μας άποψη. 

Εάν όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι ολόκληρη η Δύση, συμπεριλαμβανομένων των Θεσμών και των οργανώσεων της, ευρίσκεται σε πορεία παρακμής, κατευθυνόμενη ολοταχώς προς το γκρεμό, τότε (ευχόμαστε) κάνουμε λάθος εκτιμήσεις – κάτι που φυσικά μέλει να αποδειχθεί.

Το τρίλλημα της παγκοσμιοποίησης

Σύμφωνα με αυτό, η τάση για εθνική κυριαρχία, καθώς επίσης για δημοκρατία, έρχεται σε άμεση σύγκρουση με ένα από τα επακόλουθα της παγκοσμιοποίησης: την απώλεια φορολογικών δυνατοτήτων εκ μέρους των κρατών, λόγω της δραστηριότητας των πολυεθνικών, καθώς επίσης των τραπεζών (φοροαποφυγή) –  με αποτέλεσμα την υπερβολική φορολόγηση των αδυνάτων ή/και εισοδηματικά εξαρτημένων. 

Κατά τον γνωστό οικονομολόγο τώρα κ. Rodrik, από τους τρεις στόχους (παγκοσμιοποίηση, δημοκρατία, εθνική κυριαρχία), μόνο οι εκάστοτε δύο μπορούν να συνδυαστούν μεταξύ τους. 

Ειδικότερα, εάν επιλέξει κανείς την παγκοσμιοποίηση, ανοίγοντας τα σύνορα και επιτρέποντας στις χρηματαγορές απόλυτη ελευθερία κινήσεων, έτσι ώστε να αποφασίζουν μόνες τους σε σχέση με την εισροή ή εκροή των κεφαλαίων, χωρίς το φόβο της εθνικής πολιτικής, τότε μπορεί να κυβερνηθεί μία χώρα αυτόνομα μόνο για εκείνο το χρονικό διάστημα, για το οποίο της το επιτρέπουν οι αγορές – γεγονός που δεν ταιριάζει με τη δημοκρατία.

Αυτό συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία κοκ., οι οποίες υποχρεώνονται από τις αγορές σε επώδυνα προγράμματα λιτότητας – χώρες στις οποίες αδυνατεί πλέον να λειτουργήσει η δημοκρατία. 

Εάν τώρα επιλέξει ένα κράτος τη δημοκρατία, σε συνθήκες εθνικής κυριαρχίας, τότε δεν έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει παγκοσμιοποιημένα – αφού απομονώνεται από τις διεθνείς αγορές. 

Η τρίτη επιλογή είναι η παγκοσμιοποίηση, με την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας,  όπου οι δημοκρατικές αποφάσεις λαμβάνονται σε υπερεθνικό, συλλογικό επίπεδο – όπως στο παράδειγμα της Ευρωζώνης, από την οποία έχουμε διαπιστώσει ότι, δημιουργούνται ταυτόχρονα σοβαρά υπερεθνικά προβλήματα, ενώ υποφέρει τα πάνδεινα η δημοκρατία.

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 02. Νοεμβρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος (μακροοικονομία), πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2731.aspx

ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΤΟΥ ΣΙΚΑΓΟΥ

ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΤΟΥ ΣΙΚΑΓΟΥ:

Αποδεχόμενοι τη δυσκολία επιστροφής στον κανόνα του χρυσού, η μοναδική λύση είναι η κυκλοφορία 100% καλυμμένων χρημάτων – όπου οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να έχουν εγγυήσεις στις κεντρικές, ίσες με το σύνολο των χρημάτων που δανείζουν

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

 

«Αυτό που απομένει σε μία «μικτή Οικονομία» ως η καλύτερη «λύση», σε μία οικονομία δηλαδή που πιστεύει σε ένα όσο το δυνατόν μικρότερο κράτος (το οποίο όμως συνεχίζει να έχει στην κατοχή του τις κοινωφελείς, τις κερδοφόρες μονοπωλιακές και τις στρατηγικές επιχειρήσεις), καθώς επίσης στην ιδιωτική πρωτοβουλία (στην οποία θα πρέπει να τοποθετούνται όρια διασφάλισης του ελεύθερου ανταγωνισμού, ενώ οφείλει να ελέγχεται), δεν είναι άλλο από την κρατικοποίηση των κεντρικών τραπεζών – με τις εμπορικές να παραμένουν μεν στον ιδιωτικό τομέα, αλλά να ελέγχονται αυστηρά από τις κεντρικές και κατ’ επέκταση από το κράτος.

Συνέχεια

Ογδόντα τρία χρόνια από το κραχ του 1929

Ογδόντα τρία χρόνια από το κραχ του 1929

 

Από τη «Σοφοκλέους 10»

 

 

Σε μία εβδομάδα (29 Οκτωβρίου) θα συμπληρωθούν 83 χρόνια από το μεγάλο κραχ του 1929, μία από τις χειρότερες χρηματιστηριακές κρίσεις της αμερικανικής ιστορίας. Το συγκεκριμένο timing διάλεξε το Βloomberg για να αναρτήσει ένα κείμενο στο οποίο αναφέρεται πως Ελλάδα υφίσταται μια οικονομική συρρίκνωση του μεγέθους που υπέστησαν οι ΗΠΑ και η Γερμανία κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης.

Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 18,4% τα τελευταία 4 χρόνια, αναφέρει το δημοσίευμα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προβλέπει ότι θα συρρικνωθεί επιπλέον 4% το 2013, καθώς χώρα πασχίζει να μειώσει το χρέος της στο πλαίσιο των προγραμμάτων διάσωσης. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη σωρευτική απώλεια εθνικού προϊόντος σε μία αναπτυγμένη οικονομία για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, συνεχίζει το πρακτορείο, με μικρή διαφορά από την πτώση κατά 27% του ΑΕΠ της αμερικανικής οικονομίας μεταξύ του 1929 και του 1933, όπως αναφέρει το Γραφείο Οικονομικής Ανάλυσης στην Ουάσιγκτον.

Οι τριγμοί και οι εντάσεις που έχουν προκληθεί στον κοινωνικό ιστό της χώρας, λόγω των μειώσεων σε μισθούς και συντάξεις, της βαριάς φορολόγησης και των άλλων αντιλαϊκών μέτρων, διαμορφώνουν μία πολύ εύθραυστη όσο και συγκρουσιακή πολιτική κατάσταση η οποία, σύμφωνα με το δημοσίευμα, θυμίζει έντονα το πολιτικό τοπίο της Γερμανίας του '30 με τους εθνικοσοσιαλιστές από τη μία και τους αριστερο-μαρξιστές από την άλλη.

«Η εμπειρία από την κοινωνικο-οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930 δείχνει πώς πρέπει πρωτίστως να τονωθεί η οικονομία», λέει ο Βασίλης Μοναστηριώτης, λέκτορας πολιτικής οικονομίας στο London School of Economics. Και προσθέτει: «Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα δεν είναι κάτι εφήμερο που θα περάσει με το πέρας της κρίσης. Η κατάσταση, μάλιστα, καθίσταται ακόμη πιο επικίνδυνη, εάν η άνοδος αυτή της ακροδεξιάς επιφέρει κάποιου είδους επιδείνωση στις σχέσεις της Ελλάδας με τους γείτονές της: την Τουρκία και τη FYROM». Σύμφωνα με στατιστικά δεδομένα από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Στατιστικής στο Βίσμπαντεν, τα χρόνια που ακολούθησαν μετά το 1929, η οικονομία της Γερμανίας συρρικνώθηκε κατά 34%, οδηγώντας στην κατάληψη της Καγκελαρίας από τον Χίτλερ το 1933, αναφέρει το δημοσίευμα κάνοντας άμεση αναφορά στη σχέση παραλληλίας μεταξύ των δύο χωρών τότε και τώρα.

Η «Μαύρη Τρίτη»

«Ο σοφέρ του πλούσιου βιομηχάνου τέντωνε το αυτί του να ακούσει τις ειδήσεις για τυχόν κινήσεις στη μετοχή της Bethlehem Steel. Ο υαλοκαθαριστής στο χρηματιστηριακό γραφείο έκανε διάλειμμα να μάθει πώς πήγαινε η αγορά και η πρώην ηθοποιός μετέτρεπε το διαμέρισμά της σε γραφείο πηγμένο από γραφήματα, οικονομικές αναφορές, διαγράμματα». Καθημερινές σκηνές στα μέσα του 1929, όπως τις περιέγραφε ο αρχισυντάκτης του περιοδικού «Harper's» Frederick Lewis Allen λίγο καιρό πριν το μεγάλο κραχ χτυπήσει την πόρτα του αμερικανικού χρηματιστηρίου, προκαλώντας κύματα πανικού στους ανυποψίαστους επενδυτές .

Όλα ξεκίνησαν τη Μαύρη Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 1929, ημέρα που έδωσε μια γεύση αυτού που θα ακολουθούσε τη Μαύρη Τρίτη 29 Οκτωβρίου, μιας κατάρρευσης που έχει σημαδέψει τη σύγχρονη χρηματιστηριακή ιστορία. Εκείνη η χρηματιστηριακή κρίση σηματοδότησε την έναρξη μιας περιόδου ευρύτατων και μακροχρόνιων συνεπειών για τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και συνολικά για την παγκόσμια οικονομία. Ο κίνδυνος χρεοκοπίας μεγάλων αμερικανικών τραπεζών ήταν ορατός, με αποτέλεσμα η Fed και άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες να ρίξουν δραστικά τα επιτόκια. Παρότι το κραχ είχε μικρή διάρκεια, η κρίση εκείνη απέδειξε ότι οι παγκόσμιες αγορές αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία και ότι οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών έχουν επιπτώσεις για τις οικονομίες όλων των χωρών.

Ενδεικτικό των διαστάσεων του κραχ ήταν πως, ενώ μετά τη μεγάλη κατάρρευση του Οκτωβρίου του 1987, τη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση στην ιστορία της Wall Street, η αγορά χρειάστηκε λιγότερο από δύο χρόνια, για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, μετά το 1929 ο Dow Jones δεν ξαναβρήκε το χαμένο μεγαλείο του παρά μόνο έπειτα από 25 χρόνια. Όποιος αγόρασε μετοχές στα μέσα του 1929 και τις κράτησε είδε το μεγαλύτερο σχεδόν μέρος της ενήλικής του ζωής να περνά προτού ρεφάρει.

Χιλιάδες είχαν κερδοσκοπήσει και κερδίσει χρήματα την περίοδο της χρηματιστηριακής άνθησης, χωρίς να έχουν την παραμικρή γνώση για τη φύση της εταιρείας όπου τοποθετούσαν τις περιουσίες τους. Μέχρι το 1920 οι αγορές ήταν ένα παιχνίδι για επαγγελματίες. Με το μπουμ του χρηματιστηρίου η βάση των ιδιοκτητών μετοχών διευρύνθηκε δραματικά. Έως το καλοκαίρι του 1929 περισσότεροι από 1.000.000 Αμερικανοί είχαν δανεισθεί για να αγοράσουν μετοχές.

Η ακμή και η παρακμή

Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920 ήταν μια περίοδος εντυπωσιακής οικονομικής προόδου, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να δρέπουν τους καρπούς της μεταπολεμικής ανάκαμψης και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Μεταξύ 1919 και 1929 ο αριθμός των αυτοκινήτων στους αμερικανικούς δρόμους υπερτριπλασιάστηκε, οι πωλήσεις των ραδιοφώνων αυξήθηκαν από 60.000.000 δολ. και το 1922 σε 843.000.000 δολ. επτά χρόνια αργότερα. Η ανάπτυξη φαινόταν να μη σχετίζεται με τη δημιουργία κάποιας φούσκας.

Αντίθετα, μερίδα ιστορικών υποστήριζε πως οι βιομηχανίες βοηθούσαν η μία την άλλη να δημιουργήσουν αυθεντική οικονομική ανάπτυξη: οι πωλήσεις αυτοκινήτων ενίσχυαν τους παραγωγούς ελαστικών, τους κατασκευαστές οδών και τους εργαζόμενους στη μεταλλουργία. Όλα ήταν μια δημιουργική αλυσίδα. Την περίοδο του κραχ η Νέα Υόρκη είχε αναδειχθεί σε σημαντική χρηματοοικονομική μητρόπολη. Το χρηματιστήριό της ήταν το μεγαλύτερο του κόσμου. Η δεκαετία του '20 βρήκε την πόλη να ευημερεί και να διαθέτει ρευστό. Ο κόσμος είχε πειστεί πως η ανοδική πορεία της αγοράς θα διατηρούνταν. Από το 1921 έως το 1929 ο Dow Jones εκτινάχθηκε από τις 60 μονάδες στις 400. Από τη μια στιγμή στην άλλη δημιουργήθηκαν νέοι εκατομμυριούχοι. Η επένδυση στο χρηματιστήριο έγινε σύντομα το αγαπημένο χόμπι των Αμερικανών. Οι επενδυτές έβαζαν υποθήκη τα σπίτια τους ή επένδυαν τις αποταμιεύσεις μιας ζωής σε «καυτές» μετοχές. Για τον μέσο επενδυτή οι μετοχές ήταν σίγουρο χαρτί. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που μελετούσαν τα θεμελιώδη μεγέθη των εταιρειών όπου επένδυαν και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που περίμεναν ένα κραχ.

Μετά από μια ξέφρενη πενταετία που ο Dow Jones πενταπλασίασε την αξία του, ο δείκτης έφτασε στις 381,17 μονάδες στις 3 Σεπτεμβρίου 1929. Μετά από αυτό και για ένα μήνα η αγορά άρχισε να πέφτει, χάνοντας περίπου το 17% της αξίας της. Στη συνέχεια οι τιμές κάλυψαν περισσότερο από το ήμισυ του χαμένου εδάφους, για να συνεχίσουν την καθοδική πορεία τους αμέσως μετά. Η πτώση επιταχύνθηκε φτάνοντας στη Μαύρη Πέμπτη 24 Οκτωβρίου. Ο αριθμός ρεκόρ των 12.900.000 μετοχών άλλαξε χέρια εκείνη την ημέρα. Η ευφορία και τα κέρδη της bull market κατέρρευσαν στις 24 Οκτωβρίου 1929, όταν οι τιμές των μετοχών στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης άρχισαν να πέφτουν με άνευ προηγουμένου ρυθμό και συνέχισαν για έναν ολόκληρο μήνα. Τις ημέρες που οδήγησαν στην Μαύρη Πέμπτη η αγορά ήταν ασταθής. Περίοδοι πωλήσεων πανικού και υψηλών συναλλαγών διαδέχονταν σύντομες περιόδους υψηλότερων τιμών και ανάκαμψης. Την Παρασκευή 25 Οκτωβρίου τραπεζίτες της Wall Street συναντήθηκαν να βρουν μια λύση για να αντιμετωπισθεί ο πανικός και το χάος που είχε δημιουργηθεί. Στη συνάντηση συμμετείχαν ο Thomas W. Lamont, επικεφαλής της Morgan Bank, ο Albert Wiggin, επικεφαλής της Chase National Bank, και ο Charles E. Mitchell, πρόεδρος της National City Bank. Επέλεξαν τον Richard Whitney, αντιπρόεδρο του χρηματιστηρίου, για να τους εκπροσωπήσει. Έχοντας τη στήριξη των οικονομικών παραγόντων ο Whitney έδωσε εντολή για την αγορά ενός μεγάλου πακέτου μετοχών στην US Steel σε τιμή πολύ πάνω από την τρέχουσα. Μπροστά στους έκπληκτους χρηματιστές ο Whitney έδωσε παρόμοιες εντολές και για άλλες blue chip μετοχές. Η τακτική ήταν παρόμοια με εκείνη που είχε δώσει τέλος στον πανικό του 1907. Το 1929 όμως το κόλπο έπιασε μόνο προσωρινά. Το Σαββατοκύριακο τα γεγονότα δραματοποιήθηκαν ιδιαίτερα από τις εφημερίδες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου ακόμη περισσότεροι επενδυτές αποφάσισαν να βγουν από την αγορά και ο πανικός συνεχίστηκε με πτώση 13% του Dow Jones εκείνη την ημέρα. Την επόμενη ημέρα, τη Μαύρη Τρίτη 29 Οκτωβρίου, 16.400.000 μετοχές άλλαξαν χέρια, αριθμός που έσπασε το ρεκόρ που είχε σημειωθεί πριν από πέντε ημέρες και καταρρίφθηκε μόλις το 1969.

Μέλη της οικογένειας Ρόκφελερ και άλλοι οικονομικοί παράγοντες άρχισαν να αγοράζουν μεγάλα πακέτα μετοχών, για να δείξουν στο επενδυτικό κοινό ότι είχαν πίστη στην αγορά, όμως οι προσπάθειές τους δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την πτώση. Ο Dow Jones έχασε 12% εκείνη την ημέρα και η αγορά 14 δισ. δολ. από την αξία της, φέρνοντας τις απώλειες της εβδομάδας σε 30 δισ. δολ., δέκα φορές τον ετήσιο προϋπολογισμό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και πολλές φορές περισσότερα από όσα είχαν ξοδέψει οι ΗΠΑ στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εκτός από τους μικροεπενδυτές και οι τράπεζες είχαν εκτεθεί σημαντικά στο χρηματιστήριο. Όταν οι μετοχές ήταν άχρηστα χαρτιά, τα χρήματα των καταθετών τους είχαν γίνει καπνός. Μαζικές αναλήψεις καταθέσεων έφεραν πανικό, τράπεζες κατέρρευσαν, χρηματιστηριακοί οίκοι πτώχευσαν, άνθρωποι άρχισαν να πέφτουν από τα κτίρια. Εκτιμάται ότι περίπου 140 δισ. δολ. καταθέσεων εξατμίστηκαν και 10.000 τράπεζες έβαλαν λουκέτο.

Πάντως όσοι εμφανίστηκαν προνοητικοί κατάφεραν να κερδίσουν. Μία από τις ιστορίες αυτού του τύπου ήταν εκείνη του πατέρα του John F. Kennedy, Joseph Kennedy, ο οποίος πούλησε πριν από το κραχ και έβγαλε εκατομμύρια, καθώς άκουσε τυχαία νεαρούς λούστρους στο δρόμο να σχεδιάζουν πώς θα κερδοσκοπήσουν στην αγορά, εικόνα ενδεικτική της ελαφρότητας που περικύκλωνε το χρηματιστήριο. Μετά το κραχ ο Dow Jones ανέκαμψε για λίγο στις αρχές του 1930, ξανακυλώντας στη συνέχεια στα χαμηλά του 1932. Η αγορά δεν επέστρεψε στα προ του 1929 επίπεδα πριν από τα τέλη του 1954 και στις 8 Ιουλίου 1932 βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο από το 1800.