Καθορίζοντας της σωστές «κόκκινες γραμμές»
Το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν πιθανώς να προκαλέσουν σημαντική καθυστέρηση ή ακόμη και να καταστρέψουν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι πρέπει να το κάνουν. Μια τέτοια επίθεση θα μπορούσε να έχει ενδεχομένως καταστρεπτικές συνέπειες – για τη Διεθνή Ασφάλεια, την παγκόσμια οικονομία, και την ιρανική εσωτερική πολιτική – όλα είναι ανάγκη να υπολογιστούν.
Οι ισχυροί σύμμαχοι του Ιράν, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και της Ρωσίας, μπορεί να προσπαθήσουν να απομονώσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες οικονομικά και διπλωματικά. Στη μέση μιας τέτοιας σπειροειδούς βίας, καμία πλευρά δεν μπορεί να δει μια άλλη επιλογή πέραν της μεγαλύτερης στρατιωτικής εμπλοκής, με συνέπεια έναν μακράς διαρκείας, καταστρεπτικό πόλεμο, του οποίου ο αντίκτυπος μπορεί να βλάψει σοβαρά την παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στον μουσουλμανικό κόσμο.
Εκείνοι που επικρίνουν την προοπτική μιας αμερικανικής επίθεσης επίσης επισημαίνουν ότι το Ιράν θα μπορούσε να εκδικηθεί επιχειρώντας να κλείσει τα στενά του Χορμούζ, το στενό σημείο πρόσβασης στον Περσικό Κόλπο μέσω του οποίου διέρχεται κατά προσέγγιση το 20% του παγκόσμιου εφοδιασμού σε πετρέλαιο. Και ακόμα κι αν το Ιράν δεν απειλήσει να κλείσει τα στενά, οι παίκτες του χρηματιστηρίου, φοβούμενοι τις πιθανές ελλείψεις ανεφοδιασμού, θα ανέβαζαν την τιμή του πετρελαίου, προκαλώντας ενδεχομένως μια ευρύτερη οικονομική κρίση σε μια ήδη εύθραυστη στιγμή.
Καμία από αυτές τις εκδοχές δεν είναι βέβαιο ότι θα επιβεβαιωθεί. Αντίθετα, είναι γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να κάνουν πολλά για να μετριάσουν τον αντίκτυπο. Η Τεχεράνη θα αισθανόταν βεβαίως ότι απαιτείται να απαντήσει σε μια αμερικανική επίθεση, προκειμένου να αποκατασταθεί το κύρος της και να διασωθεί εσωτερικά. Αλλά επίσης πιθανώς να επιδίωκε να υπολογίσει τις ενέργειές της ωστε να αποφύγει μια σύγκρουση που θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή της στρατιωτικής της δύναμης ή του ίδιου του καθεστώτος. Κατά πάσα πιθανότητα, εάν θεωρούσε ότι απειλείται η ύπαρξή της, η ιρανική ηγεσία θα προσέφευγε στις χειρότερες μορφές ανταπόδοσής, όπως το κλείσιμο των στενών του Χορμούζ ή η εκτόξευση πυραύλων κατά της νότιας Ευρώπης. Μια στοχοποιημένη αμερικανική επιχείρηση δεν χρειάζεται να απειλήσει την Τεχεράνη με έναν τέτοιο θεμελιώδη τρόπο.
Για να διαβεβαιώσουν και να καθησυχάσουν το ιρανικό καθεστώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν πρώτα να καταστήσουν σαφές ότι ενδιαφέρονται μόνο για την καταστροφή του πυρηνικού πρόγραμμα του Ιράν, και όχι την ανατροπή του καθεστώτος. Θα μπορούσαν έπειτα να προσδιορίσουν ορισμένες μορφές ανταπόδοσης στις οποίες θα απαντούσαν με σφοδρή στρατιωτική δράση, όπως πχ η προσπάθεια να κλείσουν τα στενά του Χορμούζ, η εξαπόλυση μαζικών και συνεχόμενων επιθέσεων κατά των κρατών του Κόλπου και κατά αμερικανικών στρατευμάτων ή σκαφών, η πραγματοποίηση τρομοκρατικών επιθέσεων κατά των ίδιων των ΗΠΑ.
Η Ουάσιγκτον θα πρέπει στην συνέχεια να θέσει σαφώς αυτές τις «κόκκινες γραμμές» στην Τεχεράνη κατά τη διάρκεια και μετά από την επίθεση για να εξασφαλίσει ότι το μήνυμα δεν χάθηκε στη μάχη. Και θα πρέπει να δεχτεί το γεγονός ότι θα πρέπει να απορροφήσει τις ιρανικές απαντήσεις που βρίσκονται κοντά στις «κόκκινες γραμμές» χωρίς κλιμάκωση της σύγκρουσης. Μια τέτοια «απορρόφηση» θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει την αποδοχή συμβολικών πυραυλικών χτυπημάτων ενάντια στις αμερικανικές βάσεις και τα σκάφη στην περιοχή – ένα είδος αντίδρασης που δεν κρατά συνήθως περισσότερο από μερικές ημέρες – ή την παρενόχληση των εμπορικών και αμερικανικών ναυτικών σκαφών.Για να αποφύγουν να έχουν σημαντικό αριθμό θυμάτων, έτσι ώστε ν’ αναγκαστεί ο Λευκός Οίκος ν’ απαντήσει, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εκκενώσουν το προσωπικό από τις αμερικανικές βάσεις που βρίσκονται στην εμβέλεια των ιρανικών πυραύλων και να εξασφαλίσουν ότι τα στρατεύματά τους είναι ασφαλή στα στρατόπεδα όπου βρίσκονται προτού να «έρθει» η ιρανική απάντηση.
Η Ουάσιγκτον επίσης θα πρέπει να επιτρέψει την ενίσχυση της υποστήριξης του Ιράν προς τους συμμάχους του σε επιθέσεις στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ καθώς και πυραυλικές ή τρομοκρατικές επιθέσεις κατά του Ισραήλ. Με αυτό τον τρόπο, θα μπορούσε να προτρέψει το Ιράν να ακολουθήσει την πορεία του Ιράκ και της Συρίας, οι οποίοι και οι δύο απείχαν από το να αρχίσουν έναν πόλεμο αφότου χτύπησε το Ισραήλ τους πυρηνικούς αντιδραστήρες τους το 1981 και το 2007, αντίστοιχα.
Ακόμα κι αν η Τεχεράνη ξεπεράσει τις «κόκκινες γραμμές» που έχει θέσει η Ουάσιγκτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να διαχειριστούν τον τρόπο αντιμετώπισης. Στην έναρξη οποιασδήποτε τέτοιας παραβίασης, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να στοχεύσουν στα ιρανικά όπλα που θεωρεί πιο απειλητικά, έτσι ώστε ν’ αποτραπεί η Τεχεράνη να τα χρησιμοποιήσει. Για να αποκλιμακωθεί η κατάσταση γρήγορα και ν’ αποτραπεί ένας ευρύτερος περιφερειακός πόλεμος, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν επίσης να εξασφαλίσουν τη συμφωνία των συμμάχων τους ότι θ’ αποφύγουν να απαντήσουν σε μια ιρανική επίθεση. Αυτό θα κρατούσε άλλους στρατούς, ιδιαίτερα τις αμυντικές δυνάμεις του Ισραήλ, ανέπαφες. Το Ισραήλ πρέπει να αποδειχθεί πρόθυμο να δεχτεί μια τέτοια ρύθμιση σε αντάλλαγμα μιας αμερικανικής υπόσχεσης να καταστραφεί η ιρανική πυρηνική απειλή. Πράγματι, υπήρχε μια παρόμοια συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου του Κόλπου, όταν το Ισραήλ απέφυγε να απαντήσει στην εκτόξευση πυραύλων Σκουντ από τον Saddam Hussein
Τέλος, η αμερικανική κυβέρνηση θα μπορούσε να αμβλύνει τις οικονομικές συνέπειες μιας επίθεσης. Παραδείγματος χάριν, θα μπορούσε να αντισταθμίσει οποιαδήποτε δυσλειτουργία στον εφοδιασμό της αγοράς με πετρέλαιο ανοίγοντας τα στρατηγικά της αποθέματα και ενθραρρύνοντας μερικά κράτη του Κόλπου να αυξήσουν την παραγωγή τους την παραμονή της επίθεσης. Με δεδομένο ότι πολλά πετρελαιοπαραγωγά κράτη στην περιοχή, ειδικά η Σαουδική Αραβία, έχουν πιέσει τις ΗΠΑ να επιτεθούν στο Ιράν, πιθανότατα θα συνεργάζονταν.
Η Ουάσιγκτον θα μπορούσε επίσης να μειώσει τις πολιτικές συνέπειες μιας στρατιωτικής επίθεσης καλλιεργώντας παγκόσμια κλίμα υποστήριξης αυτής της προοπτικής εκ των προτέρων. Πολλές χώρες μπορεί ακόμα να επικρίνουν τις ΗΠΑ για τη χρήση στρατιωτικής ισχύος, αλλά μερικές – τα αραβικά κράτη ιδιαίτερα – θα ευχαριστούσαν ιδιαιτέρως την Ουάσιγκτον για την εξάλειψη της ιρανικής απειλής. Με την οικοδόμηση μιας τέτοιας συναίνεσης και λαμβάνοντας τα προαναφερθέντα μέτρα για να μετριάσουν τις όποιες συνέπειες μιας τέτοιας επίθεσης, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αποφύγουν μια διεθνή κρίση και να περιορίσουν το πεδίο της σύγκρουσης.
Οι σκεπτικιστές έχουν και μια άλλη αντίρρηση: ακόμα κι αν οι ΗΠΑ κατόρθωναν να καταστρέψουν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν και να μετριάσουν τις συνέπειες, λένε, τα αποτελέσματα μπορεί να μην έχουν μεγάλη διάρκεια. Φυσικά, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι μια επίθεση θα απέτρεπε το Ιράν από την προσπάθεια να ξαναχτίσει τις πυρηνικές του εγκαταστάσεις. Μπορεί ακόμη και να ενισχύσει την απόφαση του να αποκτήσει πυρηνική τεχνολογία ως μέσο για να εκδικηθεί ή να προστατευθεί στο μέλλον. Οι ΗΠΑ, εκείνη τη στιγμή, μπορεί να μην έχουν τα μέσα ή το πολιτικό κεφάλαιο για να εξαπολύσουν μια νέα επιδρομή, με αποτέλεσμα ν’ αναγκαστούν να στηριχθούν στα ίδια ατελέσφορα εργαλεία που χρησιμοποιούν τώρα για να σταματήσουν την πυρηνική δραστηριότητα του Ιράν. Εάν κάτι τέτοιο συμβεί, αυτό σημαίνει ότι η αμερικανική επίθεση απλώς καθυστέρησε το αναπόφευκτο.
Σύμφωνα, όμως, και με τη Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας το Ιράν φαίνεται ότι ήδη είναι πλήρως απορροφημένο από την προσπάθειά του ν’ αναπτύξει πυρηνικά όπλα και δεν χρειάζεται κανένα κίνητρο από τις ΗΠΑ για να το πράξει. Και δεν θα του είναι τόσο εύκολο να επαναλάβει την πρόοδο αυτή, στην περίπτωση που οι πυρηνικές του υποδομές έχουν μετατραπεί σε ερείπια. Πράγματι, μια τέτοια καταστρεπτική επίθεση θα μπορούσε κάλλιστα να υποχρεώσει το Ιράν να εγκαταλείψει το πυρηνικό παιχνίδι συνολικά, όπως έπραξε και το Ιράκ αφότου καταστράφηκε το πυρηνικό πρόγραμμά του στο πόλεμο του Κόλπου και όπως η Συρία έκανε μετά από την ισραηλινή επίθεση του 2007.
Και ακόμα κι αν το Ιράν προσπαθούσε να ανασυγκροτήσει το πυρηνικό πρόγραμμά του, θα αναγκαζόταν να το πράξει υπό διαρκή διεθνή πίεση, αντιμετωπίζοντας μεγαλύτερη δυσκολία στην εξασφάλιση των απαραίτητων πυρηνικών υλικών στη διεθνή αγορά, και τη πιθανότητα των επόμενων επιθέσεων. Μια στρατιωτική επίθεση, επομένως, θα μπορούσε να καθυστερήσει το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα από μερικά χρόνια μέχρι μια δεκαετία, και ίσως για πολύ περισσότερο.
Οι σκεπτικιστές επιμένουν ότι μια στρατιωτική επίθεση, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς, θα εξαγοράσει χρόνο. Αλλά ο χρόνος είναι πολύτιμο προϊόν. Οι χώρες ελπίζουν συχνά να καθυστερήσουν τα χειρότερα σενάρια όσο το δυνατόν περισσότερο με την ελπίδα ότι αυτό θα εξαλείψει την απειλή συνολικά. Εκείνες οι χώρες των οποίων οι πυρηνικές εγκαταστάσεις έχουν δεχθεί επίθεση – πρόσφατα Ιράκ και Συρία – έχουν αποδειχθεί απρόθυμες ή ανίκανες να ξαναξεκινήσουν τα προγράμματά τους. Κατά συνέπεια, ότι εμφανίζεται να είναι μόνο μια προσωρινή οπισθοδρόμηση στο Ιράν θα μπορούσε τελικά να γίνει μια μόνιμη αλλαγή του παιχνιδιού.
Ένα, ακόμη, επιχείρημα κατά της στρατιωτικής δράσης ενάντια στο Ιράν είναι ότι θα ενθάρρυνε τους αδιάλλακτους μέσα στην κυβέρνηση του, και θα τους βοηθούσε να συσπειρώσουν τον πληθυσμό γύρω από το καθεστώς και να αποβάλουν οποιουσδήποτε μεταρρυθμιστές. Αυτή η κριτική αγνοεί το γεγονός ότι οι αδιάλλακτοι έχουν ήδη σταθερά τον έλεγχο. Η ηγεσία του καθεστώτος έχει γίνει τόσο ακραία που έχει παραμερίσει ακόμη και εκείνους τους ηγέτες που θεωρούνταν κάποτε συντηρητικοί, όπως ο προηγούμενος Πρόεδρος Ali Akbar Hashemi Rafsanjani, επειδή τους θεωρεί «διαλλακτικούς». Και ο Rafsanjani αλλά πιθανώς και ο προεδρικός υποψήφιος Mir Hossein Mousavi θα συνέχιζαν πιθανώς το πυρηνικό πρόγραμμα εάν βρίσκονταν στην εξουσία.
Μια επίθεση ίσως να δημιουργήσει πραγματικά περισσότερες ευκαιρίες για τους διαφωνούντες μακροπρόθεσμα (αφού προσωρινά θα ενώσει το Ιράν πίσω από τον Ayatollah Ali Khamenei), καλλιεργώντας το έδαφος για άσκηση κριτικής σε μια κυβέρνηση που προκάλεσε την καταστροφή. Ακόμα κι αν μια επίθεση, τελικά, όντως, ενισχύσει τη «σκληρή» πτέρυγα του ιρανικού καθεστώτος, οι ΗΠΑ δεν πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στα αποτελέσματα που η επίθεση αυτή θα έχει στην εσωτερική πολιτική σκηνή του Ιράν και όχι στο, ζωτικής σημασίας, εθνικό τους συμφέρον που είναι να αποτρέψουν την Τεχεράνη από την ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων.
Μια επίθεση εναντίον του Ιράν δεν είναι, αναμφίβολα, ελκυστική προοπτική. Αλλά οι ΗΠΑ μπορούν να προλάβουν και να μειώσουν πολλές από τις συνέπειες που φοβούνται ότι μια τέτοια επίθεση θα έχει. Εάν το πράξουν αυτό με επιτυχία, μπορούν να αφαιρέσουν το κίνητρο από άλλα έθνη στην περιοχή να προσπαθούν να οικοδομήσουν πυρηνικά προγράμματα και μπορούν, ευρύτερα, να ενισχύσουν την παγκόσμια προσπάθεια αποτροπής της διάδοσης των πυρηνικών όπλων μέσα από την απειλή της χρήσης στρατιωτικής δύναμης.
Με τους πολέμους του Αφγανιστάν και του Ιράκ να βαίνουν προς το τέλος τους, και τις Ηνωμένες Πολιτείες να αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες ,οι Αμερικανοί δεν έχουν όρεξη για νέες συγκρούσεις. Εντούτοις, η γρήγορη πυρηνική ανάπτυξη του Ιράν θα αναγκάσει τελικά τις ΗΠΑ να επιλέξουν μεταξύ μιας συμβατικής σύγκρουσης και ενός πιθανού πυρηνικού πολέμου. Αντιμέτωπες με μια τέτοια απόφαση, οι ΗΠΑ θα κληθούν να εξαπολύσουν μια χειρουργική επέμβαση με στόχο τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, να απορροφήσουν τον αναπόφευκτο κύκλο της ανταπόδοσης, και να επιδιώξουν, στη συνέχεια, να αποκλιμακώσουν γρήγορα την κρίση. Η διευθέτηση της απειλής τώρα θα απαλλάξει τις ΗΠΑ από το να αντιμετωπίσουν μια πολύ πιο επικίνδυνη κατάσταση στο μέλλον. http://www.foreignaffairs.com/articles/136917/matthew-kroenig/time-to-attack-iran
*