Αρχείο κατηγορίας Παγκόσμια κεφάλαια

Παγκόσμια κεφάλαια (και δεν σηκώνουμε κεφάλια;)

ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ Ι

ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ:

Ανεξάρτητα από το ποιό φάρμακο προτείνουν κάθε φορά οι πολιτικοί ναυαγοσώστες της Ευρωζώνης στα κράτη και στους θεσμούς της, ο ευρωπαίος ασθενής όχι μόνο δεν αναρρώνει, αλλά αρρωσταίνει περισσότερο – με το εφιαλτικό σενάριο της διάλυσης να παραμένει ανέπαφο – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Υποτίθεται ότι οι πολιτικοί, εάν τα βρουν πολύ δύσκολα, κάνουν πραγματικά αυτό που πρέπει – κάτι που απαντάει στην ερώτηση, η οποία αφορά την προθυμία τους. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι αρκετή η υποθετικά ανιδιοτελής προθυμία τους να κάνουν αυτό που πρέπει, έστω την ύστατη στιγμή – αφού κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι, μπορούν να το κάνουν σωστά.

Απλούστερα, δεν είναι αρκετό να είναι οι πολιτικοί πρόθυμοι, έντιμοι και ανιδιοτελείς – πρέπει ταυτόχρονα να είναι επαρκείς και ικανοί, για να έχουν σωστά αποτελέσματα η προθυμία, η υποθετική ανιδιοτέλεια και οι ενέργειες τους.

Πρόσφατα όμως επικρατεί μεγάλη ανασφάλεια σε σχέση με το τελευταίο – δηλαδή, με το εάν είναι επαρκείς οι πολιτικοί, καθώς επίσης εάν έχουν πράγματι τις ικανότητες. Ειδικά όσον αφορά τη ζώνη του κοινού νομίσματος υπάρχει ένα παράδειγμα, το οποίο απεικονίζει πολύ καλά την κεντρική δυναμική και τις ιδιαιτερότητες της σημερινής Ευρώπης.     

Ειδικότερα ας φαντασθούμε ότι, όλοι οι ηγέτες της Ευρωζώνης κάθονται επάνω σε μία πρόχειρα κατασκευασμένη σχεδία, η οποία παρασύρεται από τα ορμητικά νερά ενός ποταμού – πλησιάζοντας επικίνδυνα έναν απότομο, πανύψηλο και θανατηφόρο καταρράχτη.

Όσο πιο πολύ περιμένουν οι ηγέτες, συζητώντας ακατάπαυστα στον πύργο της Βαβέλ (Ευρωζώνη), χωρίς ουσιαστικά να κάνουν τίποτα, τόσο πιο γρήγορα κινείται η σχεδία – με αποτέλεσμα η ξέφρενη πορεία της προς το θάνατο, να μην εξαρτάται πια από την επιθυμία, καθώς επίσης από την προθυμία τους να οδηγήσουν τη σχεδία από κοινού και με  ασφάλεια στην ακτή, μακριά από τον καταρράχτη.  

Τα αποτελέσματα των ενεργειών τους λοιπόν εξαρτώνται όλο και λιγότερο από την  προθυμία τους να συνεργασθούν. Αντίθετα, όλο και περισσότερο από τις συγκυρίες, καθώς επίσης από την επάρκεια και τις ικανότητες τους – πόσο μάλλον όταν ευρίσκονται αντιμέτωποι με πανίσχυρες «φυσικές δυνάμεις» (αγορές), οι οποίες είναι όλο και πιο δύσκολο να ελεγχθούν.    

Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα, η οποία κατευθύνεται όλο και πιο γρήγορα στο βάραθρο – ενώ υπάρχουν βάσιμες υποψίες, σχετικά με την ικανότητα των πολιτικών της να αποτρέψουν το μοιραίο.

Είναι πολύ πιθανόν λοιπόν, όταν θα υπάρξει επιτέλους η μεταξύ τους συνεννόηση (καθώς επίσης η προθυμία να συνεργαστούν από κοινού, χωρίς μικροκομματικές σκοπιμότητες, απέναντι στον κοινό εχθρό), να μην έχουν την ικανότητα ή/και να είναι πλέον πολύ αργά, για να οδηγήσουν τη χώρα με ασφάλεια στην ακτή – ένα μάλλον τρομακτικό, αν και δυστυχώς απόλυτα ρεαλιστικό σενάριο".

Ανάλυση

Όπως γνωρίζουμε, υπήρξαν πρόσφατα πολλές αντιδράσεις, ακόμη και από μεγάλα ΜΜΕ, σε σχέση με ένα μέλος της ΕΚΤ, το οποίο είπε ότι, ο μέσος μικτός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα είναι της τάξης των 3.000 €. Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε τα παρακάτω:

(α) Με βάση τον προϋπολογισμό του 2012 για τη χρήση 2011, οι καθαρές αποδοχές των ΔΥ ήταν 15.228.000.000 € (εκτιμώμενες πραγματοποιήσεις 2011).

(β) Ο αριθμός των ΔΥ το 2011 ήταν 712.071 άτομα (φυσικά χωρίς τις ΔΕΚΟ, οι υπάλληλοι των οποίων δεν πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό).

Επομένως, εάν διαιρέσει κανείς τα δύο παραπάνω νούμερα, θα καταλήξει σε ένα καθαρό μέσο μηνιαίο μισθό (ετήσιος δια του 12) ύψους 1.782 € (21.385 € ετήσια) – όταν ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα, παρά το ότι δεν έχει το προνόμιο της μονιμότητας, ενώ είναι αυτός που κατασπαράζεται από το τέρας της ανεργίας, είναι κάτω από 1.000 €.   

Εάν κανείς συμπεριλάβει τώρα τις κρατήσεις για κοινωνική ασφάλιση και περίθαλψη, θα καταλήξει σε ένα μικτό μισθό, ο οποίος δεν απέχει καθόλου από αυτόν που ανέφερε το μέλος της ΕΚΤ. Αν και καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι, ένα μεγάλος αριθμός ΔΥ πληρώνεται με πολύ λιγότερα χρήματα, δεν μπορούμε παρά να σεβαστούμε τους αριθμούς – οι οποίοι βέβαια αφορούν το μέσο μισθό, αποκλειστικά και μόνο για σύγκριση με άλλες χώρες (αφού οι μέσοι μισθοί δίνουν μία, πολλές φορές, εσφαλμένη εικόνα της πραγματικότητας, επειδή αποκρύπτουν τις πάσης φύσεως εισοδηματικές ανισότητες).

Με την τοποθέτηση μας αυτή βέβαια δεν ισχυριζόμαστε ότι, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα της χώρας μας οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο ύψος των μισθών – εκτός εάν έχει καταδικαστεί εν αγνοία μας η Ελλάδα, στο ρόλο μίας οικονομίας παροχής φθηνών υπηρεσιών (εμπόριο, τουρισμός κλπ.), όπου πράγματι οι μισθοί θα συνιστούσαν ένα κρίσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Στην περίπτωση λοιπόν που δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και η πατρίδα μας σχεδιάζεται να εξέλθει από την κρίση ως μία ανεπτυγμένη οικονομία με βασικές βιομηχανικές δομές, όπως ήταν στο παρελθόν (πριν αποβιομηχανοποιηθεί, μεταξύ άλλων από τις συνθήκες που επικράτησαν στην Ευρωζώνη ευρωπαϊκές ασυμμετρίες), τότε η μείωση των μισθών δεν θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της – αντίθετα, θα επιδεινώσει ακόμη πιο πολύ την ύφεση, λόγω των μειωμένων καταναλωτικών δαπανών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον καμία ελπίδα σωτηρίας.

Εν τούτοις, οι διαρθρωτικές αλλαγές και η εσωτερική υποτίμηση, κατά το γερμανικό πρότυπο (Agenda 2010), συστήνονται ανεπιφύλακτα στη χώρα μας, όπως επίσης στα υπόλοιπα κράτη του Νότου – σαν μία μέθοδος, με τη βοήθεια της οποίας η Γερμανία κατόρθωσε να καταπολεμήσει την ανεργία, να αναπτυχθεί και να ξεφύγει από την ύφεση του 2008 (παραδόξως δεν απαιτήθηκε απόλυτα από την αγγλοσαξονική Ιρλανδία – όπου επιτράπηκαν οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές, με τη βοήθεια των οποίων αφενός μεν δεν εμποδίστηκε η εγκατάσταση ξένων επιχειρήσεων, αφετέρου συνέχισαν να «επιδοτούνται» οι εξαγωγές της).

Είναι όμως πράγματι έτσι ή μήπως οι διαρθρωτικές αλλαγές και η εσωτερική υποτίμηση στη Γερμανία (πάγωμα μισθών ουσιαστικά και περιορισμός του κοινωνικού κράτους), είχαν σαν αποτέλεσμα κυρίως μία εισοδηματική ανισότητα, καθώς επίσης μία ανάπτυξη, στηριγμένη αποκλειστικά και μόνο στις εξαγωγές;  

Εάν εφαρμοζόταν αυτή η μέθοδος (πολιτική λιτότητας) σήμερα εκ μέρους όλων των ασθενέστερων οικονομιών, δεν θα έπρεπε οι υπόλοιπες χώρες (Βορράς) να αποδεχθούν ελλείμματα στο εμπορικά τους ισοζύγια, να εισάγουν δηλαδή και να καταναλώνουν περισσότερα από το Νότο εξάγοντας λιγότερα, έτσι ώστε να έχουν πλεονάσματα τα κράτη του Νότου; Δεν θα όφειλε σε τελευταία ανάλυση να χρεώνεται ο Βορράς, για να εξοφλάει ο Νότος; Υπάρχει όμως αυτή η προθυμία; 

Εκτός αυτού, δεν θα έπρεπε να αποδεχθούν οι χώρες του Νότου τις εισοδηματικές ανισότητες (αύξηση των εισοδημάτων των πλουσίων, μείωση των εισοδημάτων των φτωχών), κατά το γερμανικό «πρότυπο»; Όταν όμως τα κυριότερα προβλήματα τους είναι η γραφειοκρατία, το φορολογικό και το επιχειρηματικό πλαίσιο, πόσο θα μπορούσε να βοηθήσει η ζητούμενη πολιτική λιτότητας;

Μήπως προσπαθεί απλά να κερδίσει χρόνο για να προετοιμαστεί κατάλληλα η Γερμανία (ενδεχομένως για την έξοδο της από την Ευρωζώνη, εάν δεν πετύχει να κυριαρχήσει απολυταρχικά σε όλες τις χώρες), εισπράττοντας ταυτόχρονα τις τεράστιες απαιτήσεις της από τα αδύναμα κράτη-οφειλέτες της; Είναι ίσως η Γερμανία και οι τεράστιες καταθέσεις των Πολιτών της (περί τα 5 τρις €) ο τελικός στόχος των αγορών; Άλλωστε, οι Γερμανοί Πολίτες δεν ήταν αυτοί που κυρίως «ληστεύτηκαν», με τη βοήθεια της χρεοκοπίας της Lehman Brothers;            

Αρκετές οι απορίες λοιπόν, οι οποίες συνδέονται με την (αποτυχημένη) πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα στις χώρες του Νότου – με μία από τις απαντήσεις να ευρίσκεται στην ανάλυση του γερμανικού μοντέλου, γνωστού ως Agenda 2010.        

ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ

Αυτοί οι οποίοι ισχυρίζονται ότι, οι διαρθρωτικές αλλαγές, σε συνδυασμό με την εσωτερική υποτίμηση, ήταν αυτά που εξασφάλισαν την οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, θα έχουν κατά κανόνα υπ' όψιν τους (πηγή: F.E.S.) τις δύο παρακάτω «διαστάσεις»:

(α) το ότι η γερμανική οικονομία, μετά τις μεγάλες αλλαγές (τις οποίες ουσιαστικά δρομολόγησε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, λίγο αργότερα από την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη), αύξησε την αποτελεσματικότητα της, σε σύγκριση με το δικό της παρελθόν και

(β) το ότι αναπτύχθηκε καλύτερα από εκείνες τις χώρες, με τις οποίες θα μπορούσε να συγκριθεί – ή έστω ότι, λόγω αυτών των αλλαγών, κατάφερε να αντιμετωπίσει καλύτερα από τα άλλα κράτη τη χρηματοπιστωτική κρίση.

Η έννοια «καλύτερα» τώρα είναι δυνατόν να «αποκωδικοποιηθεί» με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους (οικονομικούς δείκτες) όπως, για παράδειγμα: ρυθμός ανάπτυξης, απασχόληση, εξαγωγικές επιδόσεις (πλεονάσματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών), δημόσιο χρέος, έλλειμμα προϋπολογισμού, πιστοληπτική αξιολόγηση κλπ.

Στα πλαίσια αυτά, ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, στον οποίο αναφέρονται ορισμένοι οικονομικοί δείκτες για δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους, θα μας βοηθήσει να αποκτήσουμε τη σωστή εικόνα του «γερμανικού θαύματος»:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Σύγκριση της οικονομικής εξέλιξης της Γερμανίας, πριν και μετά την εφαρμογή της Agenda 2010

Οικονομικοί Δείκτες

Περίοδος 1995-2003

Περίοδος 2003-2011

 

 

 

Μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης (ονομ.)

1,95%

2,34%

Μέσες επενδύσεις (ως προς το ΑΕΠ)

21%

18%

Μέση ετήσια αύξηση παραγωγικότητας

0,97%

0,72%

Αύξηση πραγματικού μισθού*

0,9%

-0,8%

Ανεργία

10,3%

9,1%

Νέοι εργαζόμενοι (είσοδος)

1.754.000

831.000

Αύξηση εξαγωγών (ονομαστική)**

9%

7%

Πλεονάσματα εξαγωγών (% ΑΕΠ)

-1%

5%

Έλλειμμα προϋπολογισμού (% ΑΕΠ)

2,1%

1,9%

Δημόσιο χρέος

59%

69%

* Συνυπολογισμένου του πληθωρισμού (αγοραστική δυνατότητα). ** Ονομαστική = Μη συνυπολογισμός του πληθωρισμού. Πηγή: F. E. Stiftung

Συνεχίζοντας, εάν συγκρίνει κανείς τις δύο χρονικές περιόδους θα διαπιστώσει αμέσως ότι ο δείκτης, ο οποίος κυρίως ωφελήθηκε από τις διαρθρωτικές αλλαγές στη Γερμανία, ήταν η ανεργία – η οποία μειώθηκε από σχεδόν 11% το 2005, στο περίπου 7% το 2011 (στον Πίνακα Ι εμφανίζονται οι μέσοι δείκτες των δύο περιόδων), μετά από μία μικρή άνοδό της το 2009.

Αντίθετα, ο ρυθμός ανάπτυξης επηρεάσθηκε πολύ λιγότερο – με μία μικρή αύξηση από το 2004, με μία εντονότερη το 2007 και με μία ραγδαία πτώση το 2008/09, κατά το ξέσπασμα της κρίσης (ενώ η σχετικά ισχυρή ανάπτυξη το 2010/11 επανάφερε απλά το ΑΕΠ στα προηγούμενα επίπεδα και στη συνέχεια ομαλοποιήθηκε).

Όσον αφορά τις εξαγωγές, αυξάνονταν περισσότερο πριν από τις αλλαγές (9%) και στη συνέχεια περιορίσθηκαν (7%) – ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού μειωνόταν έως το 2007, για να εκτοξευθεί στα ύψη στα πλαίσια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, με αποτέλεσμα να αυξάνεται διαρκώς το δημόσιο χρέος (γεγονός που άλλαξε το 2010, όταν η Γερμανία άρχισε να κερδίζει από την κρίση δανεισμού της Ευρωζώνης).

Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες (θα απαιτούσαν εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις, οι οποίες θα ήταν κουραστικές), εάν συγκρίνει κανείς τη Γερμανία με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ ή/και της Ευρωζώνης, θα διαπιστώσει ότι τα οικονομικά της μεγέθη καλυτερεύουν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση – αφού πριν από αυτήν και μετά τις αλλαγές της Agenda 2010, τόσο ο ρυθμός ανάπτυξης, όσο και η ανεργία, ήταν στο μέσο επίπεδο της ΕΕ.

Αντίθετα λοιπόν με όλες τις άλλες χώρες, τα μεγέθη της Γερμανίας άρχισαν να καλυτερεύουν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση – γεγονός που οδήγησε πολλούς στη θεωρεία συνωμοσίας, σύμφωνα με την οποία η Γερμανία, σε συνεργασία με τις Η.Π.Α., προκάλεσε σκόπιμα την κρίση, με στόχο την εγκαθίδρυση μίας νέας τάξης πραγμάτων.  

 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 07. Ιουλίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι συγγραφέας, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα τρία βιβλία της σειράς «Η κρίση των κρίσεων» (διάθεση με παραγγελία στο kb@kbanalysis.com).

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2642.aspx#.T_gKpZGHrgl

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Η.Π.Α., Ο ΧΑΡΤΙΝΟΣ ΠΥΡΓΟΣ

Η.Π.Α., Ο ΧΑΡΤΙΝΟΣ ΠΥΡΓΟΣ:

Εάν δεν εκδιωχθεί αμέσως το ΔΝΤ τόσο από την Ελλάδα, όσο και από την Ευρωζώνη, καθώς επίσης από την υπόλοιπη Ε.Ε., η Ευρώπη θα εξελιχθεί από πειραματόζωο σήμερα της καταρρέουσας υπερδύναμης, σε ένα κατεχόμενο, λεηλατημένο και άβουλο προτεκτοράτο

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Χωρίς να θέλουμε να υποστηρίξουμε τη Γερμανία, νομίζουμε ότι δεν αποτελεί τον αληθινό «τρομοκράτη» της Ελλάδας ή της Ευρώπης. Ο λόγος είναι πως, πίσω από την «τευτονική» πολιτική, τις τράπεζες και τη γερμανική οικονομία, κρύβεται ο «μεγάλος αδελφός» – το Καρτέλ. Δεν υπάρχει γερμανική οικονομία, ούτε γερμανικές τράπεζες – όλα, μα όλα, είναι «ξένων συμφερόντων». Ελάχιστοι είναι οι φορείς εξουσίας, οι οποίοι διοικούνται από «Γερμανούς».

Για παράδειγμα, στο Βερολίνο ακόμη και η τέχνη (θέατρα, μουσική, ορχήστρες κλπ) ευρίσκονται, ανήκουν δηλαδή, σε «ξένα» χέρια. Εμφανίζοντας την Γερμανία σαν «εχθρό» και «τρομοκράτη», κρύβουμε τον πραγματικό μας αντίπαλο – το Καρτέλ. Η μοναδική δυνατότητα να αντισταθούμε απέναντι στην οικονομική εξουσία των πολυεθνικών και του τοκογλυφικού κεφαλαίου, των «αγορών» ευρύτερα, είναι η Πολιτική. Όσο περισσότερο όμως οι πολιτικοί μας «ηγέτες» παραμένουν υπηρέτες, άβουλοι «μισθοφόροι» καλύτερα των «αγορών», τόσο πιο ορατός γίνεται ο ολοκληρωτικός θάνατος του κοινωνικού κράτους και της ατομικής  ή συλλογικής ελευθερίας".

Είναι μάλλον εμφανές, με κριτήριο την παραπάνω αναφορά και όχι μόνο ότι, όλες οι προσπάθειες και οι θυσίες εκατομμυρίων Πολιτών, οι οποίοι αγωνίσθηκαν «σθεναρά» για πολλές δεκαετίες, με στόχο την οικοδόμηση του ελεύθερου, κοινωνικού και δημοκρατικού κράτους της προηγμένης δύσης, κινδυνεύουν σήμερα να χαθούν ολοσχερώς. Η Πολιτική φαίνεται να έχει χάσει εντελώς την «πρωτοκαθεδρία», οι Πολίτες αδυνατούν να κατανοήσουν τη σοβαρότητα αυτών που διαδραματίζονται, αφού παραμένουν ουσιαστικά απαθείς, ενώ το Καρτέλ ισχυροποιείται διαρκώς – μέσα από τις συχνότερες, πολύ πιο καταστροφικές κάθε φορά οικονομικές κρίσεις που προκαλεί.

Εν τούτοις, έχοντας την άποψη ότι, η εξέλιξη δεν είναι ποτέ γραμμική, ενώ ακόμη και οι πλέον σωστά οργανωμένες συνωμοσίες σπάνια επιτυγχάνουν το στόχο τους, θεωρούμε ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει – με την ελπίδα της «αλλαγής πορείας», έστω την τελευταία στιγμή, να παραμένει αμετακίνητη στη θέση της. Η ανοχή έχει τα όρια της, η αδιαμαρτύρητη υποταγή στους κυρίαρχους του σύμπαντος επίσης, ενώ δεν είναι δυνατόν να έχουν αδρανοποιηθεί εντελώς, να έχουν εξουδετερωθεί καλύτερα όλοι οι υγιείς, ανθρώπινοι «μηχανισμοί» αντίδρασης, αντίστασης και αυτοπροστασίας.

Ανάλυση

Η σταθερότητα του δολαρίου, καθώς επίσης της τεράστιας αγοράς ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου, οφείλεται σε έναν μεγάλο αριθμό παραγόντων – ένας εκ των οποίων, ο σημαντικότερος ίσως, είναι η κατάσταση της Ευρώπης. Αν και δεν πρέπει κανείς να υποτιμήσει τα σοβαρότατα προβλήματα της γηραιάς ηπείρου, δεν μπορεί να μην απορεί με τη σχεδόν μονόπλευρη επιμονή των οικονομικών και λοιπών ΜΜΕ, να επικεντρώνονται συνεχώς στην κρίση χρέους και δανεισμού της Ευρώπης – ειδικά σε αυτήν της Ελλάδας.

Θα χρεοκοπήσει τελικά η Ελλάδα, θα εγκαταλείψει την Ευρωζώνη με τη θέληση της ή θα αποβληθεί από τους εταίρους της; Θα διαδεχθεί ο κομμουνισμός την αστική δημοκρατία ή μήπως θα οδηγηθεί η Ευρώπη σε εμφυλίους πολέμους και σε αιματηρές κοινωνικές εξεγέρσεις; Θα επεκταθεί η κρίση δημοσίου χρέους στην Ισπανία, στην Ιταλία και στη Γαλλία; Το ενδεχόμενο αυτό θα σημάνει το τέλος της Ευρωζώνης και του κοινού νομίσματος;

Θα συμφωνήσει η Γερμανία στην έκδοση Ευρωομολόγων ή μήπως θα εγκαταλείψει πρώτη το ευρώ, υιοθετώντας το μάρκο; Είναι δυνατόν να αποφύγει η Ιταλία την υιοθέτηση του εθνικού της νομίσματος, όταν το επιτόκιο δανεισμού της ξεπεράσει το 7%, αφού δεν είναι εφικτή, λόγω μεγέθους, η υπαγωγή της στο μηχανισμό στήριξης; Υπάρχει περίπτωση να δημιουργηθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης ή μήπως πρόκειται για μία ουτοπική επιθυμία, η οποία πολύ σύντομα δεν θα γίνεται πιστευτή από κανέναν;  

Τα παραπάνω δραματικά ερωτήματα, καθώς επίσης οι επιθετικές παρεμβάσεις των εταιρειών αξιολόγησης, σε συνδυασμό με τις συνεχείς επεμβάσεις του ΔΝΤ,  στρέφουν την προσοχή όλων μακριά από την κατάσταση των Η.Π.Α. – η οποία είναι πιθανότατα πολύ χειρότερη, από αυτήν της Ευρώπης.

Ειδικότερα, η απόλυτη αδυναμία «ρύθμισης» των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι οποίες «εκβάλλουν» στην οικονομία-καζίνο της Wall Street, η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης αφενός μεν να διασώσει τις χρεοκοπημένες τράπεζες, αφετέρου να τους εξασφαλίσει τη συνέχεια των εγκληματικών δραστηριοτήτων τους, καθώς επίσης η πολιτική μηδενικών επιτοκίων και ποσοτικών διευκολύνσεων της Fed (QE1, QE2 κλπ.), θέτουν σε πολύ μεγάλο κίνδυνο τόσο το οικονομικό μέλλον της υπερδύναμης, όσο και το νόμισμα της.

Είναι απλά αδύνατον να πλημμυρίζει κανείς κάθε χρόνο τις αγορές με νέα ομόλογα ύψους 1,5 τρις $, όσο δηλαδή είναι επίσημα το ετήσιο έλλειμμα του προϋπολογισμού των Η.Π.Α., διατηρώντας ταυτόχρονα το επιτόκιο τους κάτω από τον πληθωρισμό και το ρυθμό ανάπτυξης. Οποιοσδήποτε επενδύει σε ομόλογα, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, αγοράζει έναν τίτλο, ο οποίος χάνει συνεχώς σε αγοραστική αξία – με αποτέλεσμα, αργά ή γρήγορα, την κατάρρευση των αγορών ομολόγων των Η.Π.Α.

Σε αντίθεση τώρα με τα αμερικανικά ΜΜΕ, τα οποία επιμένουν να στρέφουν την προσοχή όλων στην Ευρώπη, τα κράτη και οι ιδιώτες διεθνείς επενδυτές, οι οποίοι έχουν στην κατοχή τους αξιόγραφα σε δολάρια, παρακολουθούν με αγωνία τα συνεχώς διευρυμένα «δίδυμα ελλείμματα» του προϋπολογισμού, καθώς επίσης του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της υπερδύναμης – τα οποία ουσιαστικά προαναγγέλλουν τη θορυβώδη κατάρρευση της (άρθρο μας).

Παράλληλα, φαίνεται ότι κοιτάζουν εξαιρετικά ανήσυχοι τα χωρίς καμία εγγύηση στοιχήματα (ανοιχτές πωλήσεις κλπ.) που συνάπτονται καθημερινά στο μεγαλύτερο καζίνο του κόσμου, στη Wall Street, καθώς επίσης τα «παρακμιακά» σχέδια πολέμου σε διάφορες περιοχές του πλανήτη – με πιθανότερο το παρακάτω συμπέρασμα: «Πρέπει να προσπαθήσω όσο πιο προσεκτικά γίνεται να φύγω κατά το δυνατόν σώος από εδώ – να πουλήσω δηλαδή ομόλογα και δολάρια, χωρίς να με καταλάβει κανένας».        

Η ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Σε αντίθεση με την Ιαπωνία, η οποία έχει μεν το υψηλότερο δημόσιο χρέος στον πλανήτη (230% του ΑΕΠ), αλλά το χρηματοδοτεί εσωτερικά, το μεγαλύτερο μέρος των εκδόσεων ομολόγων εκ μέρους των Η.Π.Α. διατίθεται σε διεθνείς επενδυτές – κυρίως στην Κίνα, στην Ιαπωνία και στις χώρες του OPEC (Πίνακας Ι).

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Ξένοι πιστωτές των Η.Π.Α., σε ποσοστά επί του συνόλου

Χώρες

Κίνα

Ιαπωνία

Μ. Βρετανία

Λοιποί

 

 

 

 

 

Η.Π.Α.

26,7%

20,3%

7,7%

54,7%

Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών των Η.Π.Α. – Ιούλιος 2011. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Ουσιαστικά λοιπόν, η οικονομία της υπερδύναμης ευρίσκεται σε ξένα χέρια, γεγονός που σημαίνει ότι, οι Η.Π.Α. είναι εκτεθειμένες σε πολύ μεγάλους κινδύνους – του οποίους προσπαθούν να «ελέγξουν», κυρίως με τη συνεχή αύξηση της πολεμικής τους ισχύος.

Εάν όμως, για παράδειγμα, η Κίνα αποφάσιζε να επιτεθεί οικονομικά στις Η.Π.Α., διαθέτοντας μαζικά στην αγορά τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου που έχει στην κατοχή της (περί τα 2 τρις $), οι τιμές τους θα κατέρρεαν – με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί η Fed να αναζητήσει πολύ γρήγορα την απαιτούμενη ρευστότητα, έτσι ώστε να αγοράσει τα ομόλογα, καθώς επίσης τα υπόλοιπα αξιόγραφα, με τα οποία θα πλημμύριζε η Κίνα την αγορά.

Η ρευστότητα αυτή, τα δολάρια δηλαδή με τα οποία θα αγοράζονταν τα ομόλογα, θα διεύρυναν μαζικά την ποσότητα χρήματος στις αγορές συναλλάγματος, πιέζοντας επικίνδυνα την ισοτιμία του αμερικανικού νομίσματος – ένα καταστροφικό ενδεχόμενο για μία ελλειμματική οικονομία, όπως αυτή των Η.Π.Α., η οποία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές (Πίνακας ΙΙ).

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Εμπορικό ισοζύγιο των Η.Π.Α. εκτιμήσεις 2011, σε δις $

Χώρα

Εξαγωγές

Εισαγωγές

Έλλειμμα

 

 

 

 

Η.Π.Α.

1.511

2.314

-803

Πηγή: World Factbook. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος     

Η Fed λοιπόν θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει άλλα μέσα, για την αγορά των ομολόγων που θα πουλούσε η Κίνα, για να αποφύγει την κατάρρευση της ισοτιμίας του δολαρίου – η οποία θα δημιουργούσε μία κρίση άνευ προηγουμένου στο εσωτερικό των Η.Π.Α., αφού θα αύξανε ραγδαία το κόστος ζωής των Αμερικανών, θα δημιουργούσε ύφεση, ανεργία, κοινωνικές επαναστάσεις κοκ.

Επειδή τώρα έχει έλλειψη ξένου συναλλάγματος, θα έπρεπε να συνάψει swaps συναλλάγματος με την Ευρωζώνη, για να αγοράσει ευρώ, με τη Ρωσία, για να αγοράσει ρούβλια και με την Ιαπωνία, για την απόκτηση γεν – έτσι ώστε να τα διαθέσει αμέσως μετά για την αγορά των ομολόγων και τη στήριξη του δολαρίου.

Ακόμη όμως και να τα κατάφερνε, τα συναλλαγματικά αυτά swaps θα παρέμεναν στον Ισολογισμό της, αποκλείοντας μία αντίστοιχη τοποθέτηση στο μέλλον – οπότε, εάν τυχόν επαναλαμβανόταν μία ανάλογη ενέργεια εκ μέρους κάποιας άλλης χώρας, να μην έχει πλέον τη δυνατότητα η Fed να αμυνθεί.

Ακριβώς για το λόγο αυτό όλοι οι κατ' ανάγκη «πελάτες» της αμερικανικής αυτοκρατορίας (Ευρώπη, Ιαπωνία), πόσο μάλλον οι χώρες της BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), θέλουν να «απεξαρτηθούν» το γρηγορότερο δυνατόν από το δολάριο – αντικαθιστώντας το τουλάχιστον στις μεταξύ τους συναλλαγές. 

ΟΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΥΨΗΛΗΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑΣ

Ένας άλλος λόγος, για τον οποίο επιθυμούν την απομάκρυνση τους από την αμερικανική αγορά οι επενδυτές, κυρίως οι θεσμικοί, είναι ο σχετικά νέος τρόπος διαπραγμάτευσης μετοχών και λοιπών αξιόγραφων – οι συναλλαγές υψηλής συχνότητας (High Frequency TradingHFT), οι οποίες σήμερα ξεπερνούν το 50% των συνολικών στα αμερικανικά χρηματιστήρια, μεταμορφώνοντας τα σε πραγματικά, τεράστια καζίνο.

Ειδικότερα, πρόκειται για εντελώς αυτόματες συναλλαγές, με τη βοήθεια ειδικών προγραμμάτων υπολογιστών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ελάχιστη διακράτηση των τίτλων και από τον πολύ υψηλό τζίρο. Στα πλαίσια αυτά, οι μεγάλες τράπεζες (κυρίως η Goldman Sachs), έχουν εγκαταστήσει στα αμερικανικά χρηματιστήρια υπολογιστές, με τη βοήθεια των οποίων ενημερώνονται (ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν εκτελεστούν) για τις εντολές αγοράς και πώλησης – με αποτέλεσμα να αγοράζουν ή να πουλούν, εγγράφοντας μικρά αλλά σίγουρα κέρδη.

Εάν όμως προσθέσει κανείς όλες αυτές τις μικρές συναλλαγές, οι οποίες ξεπερνούσαν τα 21 δις $ το 2008, τα κέρδη που αποκομίζονται στο τέλος είναι τεράστια – φυσικά εις βάρος όλων των υπολοίπων, οι οποίοι δεν διαθέτουν αυτήν την εσωτερική πληροφόρηση.              

ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Συνεχίζοντας, οι μεγάλες τράπεζες των Η.Π.Α. είναι σε σημαντικό βαθμό εξαρτημένες από τα ομόλογα του δημοσίου. Στους ισολογισμούς τους ευρίσκονται τεράστιες ποσότητες, αφού δανείζονται από τη Fed με μηδενικά επιτόκια, διαθέτοντας στη συνέχεια τα χρήματα για την αγορά δεκαετών ομολόγων, με ονομαστικό επιτόκιο της τάξης του 2% – έτσι ώστε να εξισορροπούν ζημίες από τις κερδοσκοπικές τοποθετήσεις τους στα παράγωγα.

Πως είναι δυνατόν όμως αυτές οι ουσιαστικά χρεοκοπημένες μεγάλες τράπεζες, με τη βοήθεια της κυβέρνησης, της Fed και της Wall Street φυσικά, να διατηρούν τα επιτόκια των ομολόγων, του δανεισμού δηλαδή των Η.Π.Α., κάτω από τον πληθωρισμό και το ρυθμό ανάπτυξης, παρά τα ελλείμματα του προϋπολογισμού και τη συνεχή αύξηση του δημοσίου χρέους των Η.Π.Α.; Απλούστατα, πουλώντας swaps επιτοκίων.

Ειδικότερα, ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός, ο οποίος διαθέτει στην αγορά swaps επιτοκίων, πουλάει ουσιαστικά μία συμφωνία – με την οποία αντικαθίστανται τα επιτόκια ελεύθερης διακύμανσης με σταθερά. Ο αγοραστής λοιπόν, στην προκειμένη περίπτωση, αγοράζει μία συμφωνία – η οποία τον υποχρεώνει να πληρώσει ένα σταθερό επιτόκιο, σαν αντάλλαγμα για ένα εναλλασσόμενο.

Εδώ στοιχηματίζει ο πωλητής (short selling, ανοιχτές πωλήσεις) ότι, τα επιτόκια θα πέσουν κάτω από την τιμή που αγοράζει, οπότε είναι πρόθυμος να αναλάβει τον κίνδυνο του εναλλασσόμενου επιτοκίου – διαθέτοντας ουσιαστικά μία εγγύηση, η οποία είναι πολύ χαμηλότερη από το ποσόν που στοιχηματίζει, με τη βοήθεια των παραγώγων.

Επομένως, οι πωλητές swaps είναι δυνατόν να οδηγήσουν στη μείωση των επιτοκίων, διατηρώντας τις τιμές των ομολόγων στα ύψη – χωρίς να διαθέτουν πολλά χρήματα. Απλούστερα, μπορούν να χειραγωγούν τις αγορές ομολόγων, όπως επίσης άλλων αξιών (μετοχές, μέταλλα, εμπορεύματα, πρώτες ύλες κλπ.), με σχετική ευκολία. 

Συμπερασματικά λοιπόν, για όσο διάστημα τα swaps επιτοκίων επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται, για να διατηρούν χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού των Η.Π.Α., καθώς επίσης για όσο διάστημα θα μπορούν να χειραγωγούνται οι αγορές (χρυσός, πετρέλαιο κλπ.) με τη μέθοδο των ανοιχτών πωλήσεων, οι Η.Π.Α. δεν κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν.

Η ΑΓΟΡΑ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

Τα στοιχήματα όμως στην αγορά παραγώγων, τα οποία συνάπτονται από τις αμερικανικές τράπεζες, μπορεί να προκαλέσουν μεγάλες εκπλήξεις στο μέλλον. Σύμφωνα με την επιτροπή ελέγχου των αμερικανικών τραπεζών, οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας ευθύνονται για το 95,7% όλων των συμβολαίων στην αγορά παραγώγων – δηλαδή, για στοιχήματα της τάξης των 226 τρις $, τα οποία χρηματοδοτούνται στο μεγαλύτερο μέρος τους με δανεικά χρήματα.

Για παράδειγμα, η JP Morgan Chase, με περιουσιακά στοιχεία ύψους περίπου 1,8 τρις $, έχει συμβόλαια στην αγορά παραγώγων της τάξης των 70 τρις $ – δηλαδή, σε κάθε ένα δολάριο των ιδίων κεφαλαίων της αντιστοιχούν τοποθετήσεις 39 δολαρίων στην αγορά παραγώγων. Μία τέτοια τράπεζα προφανώς δεν θα αποφύγει εύκολα τη χρεοκοπία, εάν χάσει κάποια από τα στοιχήματα της.

Όσον αφορά δε τη Goldman Sachs, απέναντι στις επενδύσεις της ύψους 22 τρις $ στην αγορά παραγώγων, ευρίσκονται επίσης ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία – ενώ τα στοιχήματα που αφορούν την εξέλιξη των επιτοκίων, με τα οποία χειραγωγείται η αγορά ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου, αποτελούν το 81% όλων των τοποθετήσεων της.

Το μέγεθος των στοιχημάτων στην αγορά παραγώγων, τα οποία συνάπτονται από τις πέντε μεγαλύτερες τράπεζες των Η.Π.Α., ύψους 226 τρις $, υπερβαίνει κατά 15 φορές το ετήσιο ΑΕΠ της υπερδύναμης και σχεδόν κατά τέσσερις φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ, ενώ συνεχίζει να αυξάνεται διαχρονικά – γεγονός που σημαίνει ότι, αργά ή γρήγορα, θα φτάσει στα όρια του και η φούσκα θα εκραγεί, με ανυπολόγιστες συνέπειες για όλους μας. Τι θα μπορούσε όμως να προκαλέσει τη μητέρα των κρίσεων και πότε θα μπορούσε να συμβεί;

ΠΙΘΑΝΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ

Υπάρχουν πολλοί παράγοντες, ενδεχόμενα καλύτερα, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν αυτό που όλοι φοβούνται – χωρίς να συμπεριλάβουμε την απώλεια της υπομονής του υπολοίπου κόσμου, απέναντι στην πληθώρα των πολιτικών λαθών και των σχεδόν εγκληματικών σφαλμάτων του διεφθαρμένου χρηματοπιστωτικού συστήματος των Η.Π.Α. Μερικά από αυτά είναι τα εξής: 

(α) Πόλεμος εναντίον του Ιράν, έτσι όπως τον επιδιώκει το Ισραήλ, με αφετηρία τη Συρία. Το ενδεχόμενο αυτό θα προκαλούσε μεγάλα προβλήματα στην τροφοδοσία με πετρέλαιο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει η σταθερότητα των δυτικών οικονομιών – ειδικά των Η.Π.Α. και της Ευρώπης. Εκτός αυτού, θα δημιουργούσε προβλήματα στις σχέσεις του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία και την Κίνα, τα οποία θα μπορούσαν να αποβούν μοιραία για τον πλανήτη.

(β) Παρά την προσπάθεια πολλών διατεταγμένων ΜΜΕ να κρύψουν τα τεράστια προβλήματα της υπερδύναμης, τοποθετώντας το ελληνικό πειραματόζωο στο κέντρο της σκηνής, με την Ευρωζώνη πίσω του, οι επενδυτές θα μπορούσαν να καταλάβουν κάποια στιγμή σε πόσο άσχημη οικονομική κατάσταση ευρίσκονται οι Η.Π.Α. – με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν πανικόβλητοι από την αγορά των ομολόγων, επιταχύνοντας απότομα την κατάρρευση της. 

(γ)  Η Κίνα, εάν μεσολαβούσε κάποια πρόκληση εκ μέρους των Η.Π.Α., θα μπορούσε κάλλιστα να διακινδυνεύσει την επίθεση στην αγορά ομολόγων της υπερδύναμης – κάτι που θα την οδηγούσε στο επίπεδο μίας χώρας του τρίτου κόσμου.

(δ)  Όπως συνέβη πρόσφατα με την JP Morgan Chase, στέλεχος της οποίας έχασε πάνω από 2 δις $ κερδοσκοπώντας στην αγορά παραγώγων, θα μπορούσαν να υπάρξουν περαιτέρω λανθασμένες κερδοσκοπικές τοποθετήσεις και ζημίες, εκ μέρους των μεγάλων τραπεζών των Η.Π.Α. – γεγονός που θα προκαλούσε μία αλυσιδωτή έκρηξη, η οποία δεν θα ήταν δυνατόν να ελεγχθεί.

(ε)  Η Ευρωζώνη δεν θα κατάφερνε να διατηρηθεί ενωμένη – με αποτέλεσμα ο υπερμεγέθης τραπεζικός της τομέας (31,3 τρις €) να καταρρεύσει απότομα, παρασύροντας στην πτώση του ολόκληρο τον πλανήτη.

Υπάρχουν προφανώς πολλοί άλλοι παράγοντες και ενδεχόμενα, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν το σπάσιμο της υπερμεγέθους αμερικανικής φούσκας – το γκρέμισμα του χάρτινου πύργου καλύτερα. Επομένως, δεν μπορεί να είναι κανείς σε καμία περίπτωση σίγουρος ότι, τελικά θα επικρατήσει η λογική και θα αποφευχθεί το μοιραίο. 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές, η σχέση μίας χώρας με το ΔΝΤ, το οποίο μετά το 1970 έχει δυστυχώς εξελιχθεί σε όργανο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, δεν είναι σε καμία περίπτωση χρονικά περιορισμένη – ενώ δεν λύνει κανένα από τα πραγματικά προβλήματα της Οικονομίας της.

Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως ο Δούρειος Ίππος των Η.Π.Α. για την εισβολή τους στην Ευρωζώνη, με στόχο αφενός μεν την κυριαρχία και τη λεηλασία της γηραιάς ηπείρου, αφετέρου την απόκρυψη των τεράστιων προβλημάτων της αμερικανικής οικονομίας, η σχέση της με το ΔΝΤ φαίνεται ότι θα εξελιχθεί σε γάμο – αφού εξυπηρετεί πάρα πολλά συμφέροντα της υπερδύναμης, όχι μόνο οικονομικά αλλά και γεωπολιτικά.  

Ολοκληρώνοντας, όπως έχουμε επισημάνει αρκετές φορές, το ΔΝΤ, όταν εισβάλλει σε μία χώρα, με τη βοήθεια της εκάστοτε πολιτικής της ηγεσίας, δεν περιορίζεται ποτέ στις «υπηρεσίες» του ηγέτη του ενός κόμματος εξουσίας. Συνήθως έχει από πολύ πριν εξασφαλίσει τη συμμετοχή/συνενοχή των εκάστοτε δύο βασικών πολιτικών αρχηγών της – ενώ το κεντρικό «στρατηγείο» του τοποθετείται πάντοτε στο υπουργείο οικονομικών.

Τέλος, όπως έχουμε επισημάνει δεν φαίνεται να ευρίσκεται «προ των πυλών» η δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης – αλλά η εκ των άνω πραξικοπηματική κατασκευή μίας ιδιόμορφης «Ευρωσοβιετικής Ένωσης», υπό την απολυταρχική επίβλεψη της πρωσικής Γερμανίας και την σκιώδη επικυριαρχία των Η.Π.Α.

Εάν λοιπόν δεν εκδιωχθεί αμέσως το ΔΝΤ τόσο από την Ελλάδα, όσο και από την Ευρωζώνη, καθώς επίσης από την υπόλοιπη ΕΕ, η Ευρώπη θα εξελιχθεί από πειραματόζωο σήμερα των Η.Π.Α. σε ένα κατεχόμενο προτεκτοράτο – χωρίς κανενός είδους δικές του πρωτοβουλίες και πριν ακόμη ενωθεί με τη Ρωσία (η οποία θα εξασφάλιζε στην ήπειρο μας την στρατιωτική και την ενεργειακή αυτονομία, κάτι που δεν επιθυμούν σε καμία περίπτωση οι Η.Π.Α.). 


* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 23. Ιουνίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι συγγραφέας, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα τρία βιβλία της σειράς «Η κρίση των κρίσεων» (διάθεση με παραγγελία στο kb@kbanalysis.com).

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2630.aspx#.T-mYNJGHrgk

ΣΕ ΕΜΠΟΛΕΜΗ ΖΩΝΗ ΙΙ

ΣΕ ΕΜΠΟΛΕΜΗ ΖΩΝΗ:

Όταν οι πρώτες εικόνες χιλιάδων ανθρώπων μπροστά από κλειστές τράπεζες εμφανιστούν στα ΜΜΕ παγκοσμίως, η κατάσταση θα είναι πλέον μη αναστρέψιμη – ένα τρομακτικό σενάριο, το οποίο δεν θα εξυπηρετούσε απολύτως κανέναν – Μέρος ΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Η ΑΝΙΕΡΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ

Στα πλαίσια μίας «σκοτεινής» συνεργασίας, η εκάστοτε κυβέρνηση προσφέρει το δικαίωμα της παραγωγής χρήματος στις τράπεζες, έναντι της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της από αυτές – με τη μορφή της παροχής δανείων στο κράτος ή της αγοράς των ομολόγων που εκδίδει το δημόσιο. Κατ' επέκταση η ανίερη συμμαχία των κεντρικών τραπεζών, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των κυβερνήσεων είναι πολύ βαθιά, ενώ λειτουργεί ως εξής:

"Η κεντρική τράπεζα δημιουργεί νέα χρήματα, όταν αγοράζει ομόλογα ή εγκρίνει δάνεια, τα οποία είναι εγγυημένα με ομόλογα του δημοσίου. Η κυβέρνηση πληρώνει τόκους στα ομόλογα ή στα δάνεια που λαμβάνει, οπότε δημιουργούνται κέρδη στην κεντρική τράπεζα. Τα κέρδη αυτά, εφόσον βέβαια η κεντρική τράπεζα ανήκει στο κράτος (κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει με την Τράπεζα της Ελλάδας, αλλά ούτε με την ΕΚΤ), καταλήγουν ξανά στην κυβέρνηση – δια μέσου των μερισμάτων.

Όταν τα ομόλογα είναι ληξιπρόθεσμα, οι κυβερνήσεις δεν χρειάζεται να τα εξοφλήσουν – αφού, απλούστατα, η κεντρική τράπεζα αγοράζει από το κράτος νέα ομόλογα, τα οποία αντικαθιστούν τα παλαιότερα. Για παράδειγμα, εάν η ΤτΕ ανήκε στην Ελλάδα, με νόμισμα τη δραχμή, η κυβέρνηση θα μπορούσε να εκδώσει νέα ομόλογα, για την αντικατάσταση των παλαιοτέρων, πουλώντας τα στην ΤτΕ – οπότε δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να χρεοκοπήσει (υπενθυμίζουμε ότι, η τελική επιλογή στα καπιταλιστικά συστήματα είναι πληθωρισμός ή χρεοκοπίαόπου όμως με τον πληθωρισμό επιβιώνει κανείς, εάν καταφέρει να τον ελέγξει).     

Σε ένα άλλο επίπεδο τώρα, οι εμπορικές τράπεζες δημιουργούν επίσης χρήματα, αγοράζοντας ομόλογα του δημοσίου και χρησιμοποιώντας τα σαν εγγύηση για την παροχή δανείων από την κεντρική. Συνήθως, οι τράπεζες είναι απολύτως σίγουρες ότι η κεντρική τράπεζα θα αποδεχθεί τα ομόλογα του δημοσίου σαν εγγύηση".  

Συνεχίζοντας, η παραπάνω ανάλυση είναι χαρακτηριστική – είναι δεδομένη δηλαδή για όλα τα δυτικά χρηματοπιστωτικά συστήματα, στα οποία οι τράπεζες (κεντρική, εμπορικές) δημιουργούνται και λειτουργούν, έχοντας την υποχρέωση να βοηθούν τα κράτη στη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων τους. Εν τούτοις, η Ευρωζώνη είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση, αφού υπάρχει ένα ιδιόρρυθμο κεντρικό τραπεζικό σύστημα (αποτελείται από την ΕΚΤ, καθώς επίσης από τις κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών), το οποίο ενισχύει διαφορετικές κυβερνήσεις στη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων τους.

Ειδικότερα, όταν οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της Ευρωζώνης εμφανίζουν ελλείμματα, τότε εκδίδουν ομόλογα, τα οποία αγοράζει το τραπεζικό σύστημα και όχι η ΕΚΤ. Το τραπεζικό σύστημα αγοράζει ευχαρίστως ομόλογα δημοσίου, αφού χρησιμοποιούνται ως εγγυήσεις στην ΕΚΤ, για την παροχή δανείων εκ μέρους της – πόσο μάλλον όταν τα δάνεια που λαμβάνει τοκίζονται με το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, ενώ οι τράπεζες τα δανείζουν στα κράτη με αρκετά υψηλότερο επιτόκιο.

Σε τελική ανάλυση λοιπόν κερδίζουν οι εμπορικές τράπεζες εις βάρος των Πολιτών, αφού τα κράτη δεν συμμετέχουν στα κέρδη τους – όπως στο παράδειγμα της κεντρικής τράπεζας που ανήκει στο κράτος (Τράπεζα του Καναδά κλπ.). Δικαίως λοιπόν αναφέρεται κανείς «απαξιωτικά» σε μία Ευρωζώνη, ειδικά κατασκευασμένη για τις τράπεζες – σε μία Ευρώπη των τραπεζών της ή στη δικτατορία των τραπεζών

ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Κατά τη (νέο)φιλελεύθερη άποψη, η υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος είναι καταστροφική για το μέλλον των ανεξάρτητων χωρών. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν διευκολύνει την ορθολογική, ελεύθερη ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των κρατών-μελών, αλλά τη μονεταριστική αναδιανομή εισοδημάτων – όπου τα πλεονασματικά κράτη υποχρεώνονται να ενισχύουν τα ελλειμματικά, με τη βοήθεια της μεταφοράς πόρων.

Για παράδειγμα, η κυβέρνηση της Πορτογαλίας «επιδοτεί» σήμερα τη μη ανταγωνίσιμη οικονομία της, με έναν πολυπληθή δημόσιο τομέα, καθώς επίσης με πολύ υψηλούς πραγματικούς μισθούς (συγκριτικά πάντοτε με τους άλλους εταίρους της). Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η δημιουργία μεγάλων ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό της – τα οποία χρηματοδοτούν το, σχετικά με την παραγωγικότητα τους, υψηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της.

Στη συνέχεια, η πορτογαλική κυβέρνηση εκδίδει ομόλογα για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων της χώρας της – τα οποία αγοράζονται από το τραπεζικό σύστημα, αφού τα αποδέχεται η ΕΚΤ σαν εγγύηση. Τα ομόλογα του πορτογαλικού δημοσίου λοιπόν τοποθετούνται σαν εγγύηση στην ΕΚΤ, οπότε δημιουργούνται νέα χρήματα – τα οποία αυξάνουν αργότερα τις τιμές των προϊόντων σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.

Ειδικότερα, η κυβέρνηση της Πορτογαλίας είναι η πρώτη που λαμβάνει αυτά τα νέα χρήματα, τα οποία χρησιμοποιεί για την πληρωμή των υποχρεώσεων της (μισθούς, συντάξεις κλπ.). Εάν τώρα ένας Πορτογάλος μισθωτός αγοράσει μία γερμανική τηλεόραση, τα νέα χρήματα εισρέουν στη Γερμανία – αυξάνοντας τις τιμές των τηλεοράσεων εκεί, λόγω της μεγαλύτερης ζήτησης. Ουσιαστικά λοιπόν η Πορτογαλία εισάγει νέα προϊόντα, «εξάγοντας» για την απόκτηση τους νέα χρήματα – το μεγαλύτερο μέρος των οποίων παραμένει στη Γερμανία, αφού τα πορτογαλικά εμπορεύματα δεν είναι ανταγωνίσιμα.

Κατ' αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται στην Πορτογαλία ένα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο με τη Γερμανία, όπου τα γερμανικά εμπορεύματα ανταλλάσσονται με νέα πορτογαλικά χρήματα. Σε τελική ανάλυση όμως, καμία χώρα δεν μπορεί να διατηρήσει ένα διαρκώς αυξανόμενο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο – να επιδοτεί δηλαδή μία μη παραγωγική οικονομία, η οποία εισάγει περισσότερα εμπορεύματα από ότι εξάγει, ενώ καταναλώνει με δανεικά χρήματα.

Επομένως, αργά ή γρήγορα, η ελλειμματική χώρα υπερχρεώνεται, οπότε «αναγκάζεται» να διασωθεί από τις υπόλοιπες, λόγω της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη. Εκείνη τη στιγμή η μεταφορά πόρων, από τις πλεονασματικές προς στις ελλειμματικές, γίνεται πραγματικότητα, αφού τέτοιου είδους διακρατικά δάνεια δεν είναι δυνατόν να εξοφληθούν ποτέπόσο μάλλον όταν χρεώνονται με επιτόκια πολύ υψηλότερα από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της εκάστοτε χώρας (όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου το επιτόκιο υπερβαίνει το 5%, ενώ η ανάπτυξη είναι αρνητική, στο -7%).

Κατ' επέκταση, το υπερχρεωμένο κράτος χάνει την εθνική του κυριαρχία και μετατρέπεται ουσιαστικά σε προτεκτοράτο των ισχυρών – αφού θα παραμένει αιώνια «στον ορό», προφανώς σκόπιμα, επειδή διαφορετικά δεν θα επιβαρυνόταν με τοκογλυφικά επιτόκια υποτέλειας. Γνωρίζοντας όμως ότι αργά ή γρήγορα αντιδρούν οι Πολίτες του, οι κοινωνικές εκρήξεις (ο διαφωτισμός προηγείται πάντοτε της επανάστασης), καθώς επίσης οι «διακρατικές αντιπαλότητες», είναι αδύνατον να αποφευχθούν.

Από την άλλη πλευρά βέβαια (στην Οικονομία τελικά, όπως και στη Φύση, τα πάντα εξισορροπούν, μετά από περιόδους αστάθειας), η χρηματοδότηση των ελλειμματικών χωρών (δανεισμός) επιβαρύνει τις πλεονασματικές οι οποίες, παρά το ότι αντιδρούν στη παροχή δανείων, στο τέλος συμφωνούν υποχρεωτικά – αφού διαφορετικά κινδυνεύουν να χάσουν τις απαιτήσεις  τους, όπως στο παράδειγμα της Γερμανίας, λόγω ενδεχομένων στάσεων πληρωμών ή δυσλειτουργιών του τραπεζικού συστήματος (Target 2, χρεοκοπία τραπεζών στην περιφέρεια κλπ.)        

Περαιτέρω στο παράδειγμα μας, εάν δεν υπήρχε το ευρώ, τότε το εθνικό νόμισμα της Πορτογαλίας θα υποτιμούταν, λόγω μειωμένης ανταγωνιστικότητας – οπότε θα αυξάνονταν οι εξαγωγές της, ενώ θα περιορίζονταν οι εισαγωγές της, με αποτέλεσμα την εξάλειψη των ελλειμμάτων του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της.

Φυσικά δε, η αύξηση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της, αφενός μεν θα δυσκόλευε τον περαιτέρω δανεισμό της, αφετέρου θα τον καταστούσε ασύμφορο (λόγω των υπερβολικών επιτοκίων). Επομένως, θα αναγκαζόταν να πάψει να συντηρεί ένα μη παραγωγικό και πολυδάπανο δημόσιο – οπότε δεν θα υπερχρεωνόταν.

Αντίστοιχα, το μάρκο της Γερμανίας θα υπερτιμούταν, λόγω αυξημένης ανταγωνιστικότητας – οπότε θα μειώνονταν οι εξαγωγές της, ενώ θα αυξάνονταν οι εισαγωγές της, με αποτέλεσμα την εξάλειψη των πλεονασμάτων του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της, προς όφελος των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών.  

Συμπερασματικά λοιπόν, εάν η Ευρωζώνη δεν ενωθεί πολιτικά, εάν δηλαδή δεν επιταχυνθεί η ολοκλήρωση της Ευρώπης, όπου αφενός μεν θα καταπολεμηθεί με επιτυχία η ανίερη συμμαχία των κεντρικών και εμπορικών τραπεζών, αφετέρου θα λειτουργήσει σταδιακά η αναδιανομή εισοδημάτων από τις πλεονασματικές προς στις ελλειμματικές περιοχές, το Ευρώ θα αποβεί ένα καταστροφικό εγχείρημα – αφού οι ισχυρές, φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσει το κοινό νόμισμα, είναι αδύνατον να αντιμετωπισθούν διαφορετικά.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σοσιαλιστικό κόμμα χωρίς γεμάτα ταμεία, τα οποία να του επιτρέπουν την εκπλήρωση των (κοινωνικών) υποσχέσεων του, καθώς επίσης χωρίς καμία δυνατότητα δανεισμού, είναι αδύνατον να επιβιώσει. Φιλελεύθερο κόμμα, με ισχυρή σοσιαλιστική αντιπολίτευση, «τυφλά υποταγμένο» στο μνημόνιο, στην Τρόικα και στους δανειστές, είναι επίσης αδύνατον να επιβιώσει. Εάν λοιπόν δεν υπάρξει συναίνεση μεταξύ των αντίθετων κομμάτων, πράγμα πολύ δύσκολο (αν και όχι αδύνατον), αυτό που προβλέπεται είναι δυστυχώς διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις – τις οποίες όμως είναι αδύνατον να αντέξει η ελληνική οικονομία.

Η έξοδος της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ, υπό τις παρούσες προϋποθέσεις, θα ήταν ένα εισιτήριο προς την απόλυτη χρεοκοπία, χωρίς επιστροφή – όπως επίσης η συνέχιση της εφαρμογής του μνημονίου, το οποίο ουσιαστικά την καταδικάζει σε έναν αργό, εξαιρετικά επώδυνο θάνατο (βαθιά ύφεση, ανεργία, χρεοκοπίες επιχειρήσεων, κρατική πτώχευση, λεηλασία, εξαθλίωση, δραχμή).

Η Ευρώπη δεν θα μπορούσε επίσης να αντέξει την έξοδο της Ελλάδας, χωρίς να εκτοξευθεί ο κίνδυνος διάλυσης της στα ύψη – πόσο μάλλον όταν οι ανάγκες των ισπανικών τραπεζών υπολογίζονται πλέον στα 260 δις € από το IIF. Επομένως, δεν είναι τόσο πιθανή, όσο φαίνεται, ενώ είναι συνδεδεμένη με ένα τεράστιο, απρόβλεπτο ρίσκο.

Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να δίνει την καταστροφική εντύπωση, αφενός μεν πως εκβιάζει την ΕΕ, αφετέρου πως δεν θέλει να πληρώσει τα χρέη της – αν και θα έπρεπε να τα διαπραγματευτεί άμεσα, με επιτόκια της τάξης του 1%, συν επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, με μία μικρή περίοδο χάριτος.

Επίσης, η Ελλάδα πρέπει να σταματήσει να δίνει την εντύπωση ότι, δεν επιθυμεί την εξυγίανση της οικονομίας της (τακτοποίηση τα του οίκου της, σωστή λειτουργία του δημοσίου, επιχειρηματικό πλαίσιο, κάθαρση, τιμωρία των όποιων διεφθαρμένων πολιτικών ή πολιτών κλπ.), εάν δεν θέλει να βρεθεί προ απροόπτου.

Από την άλλη πλευρά, η κατάσταση τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και στην Ελλάδα, έχει περάσει πια το σημείο μηδέν – ενώ η ΕΚΤ, με την απόφαση της να αφήσει ως έχει το βασικό επιτόκιο, παρέδωσε ουσιαστικά τη σκυτάλη, όσον αφορά την επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους και δανεισμού, στην Πολιτική. Αν και η απόφαση της ΕΚΤ ηρέμησε αρχικά τις αγορές, ιδίως τα χρηματιστήρια, επειδή έδειξε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος βιασύνης (άρα τα προβλήματα της Ευρωζώνης είναι ελεγχόμενα), το άμεσο μέλλον θα δείξει, εάν τελικά έπεισε πραγματικά ή όχι.

Σε γενικές γραμμές λοιπόν είμαστε αντιμέτωποι με ένα θερμό καλοκαίρι, με τις συνέπειες μίας πιθανής Lehman Brothers στο πολλαπλάσιο. Εάν δε προσθέσουμε στις «εκρηκτικές αυτές εστίες φωτιάς» τις αυξημένες πιθανότητες οδυνηρών κοινωνικών αναταραχών, με την παράλληλη «έξαρση» της εγκληματικότητας, καθώς επίσης τα γεωπολιτικά προβλήματα στην περιοχή μας, θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μία ανεξέλεγκτη πυρκαγιά – χωρίς καμία απολύτως διάθεση καταστροφολογίας ή απαισιοδοξίας.

Ας ελπίσουμε ότι, στο τέλος θα πρυτανεύσει η λογική σε όλα τα επίπεδα – στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε ολόκληρη τη Δύση, η οποία κινδυνεύει πολύ σοβαρά να χάσει τόσο την πρωτοκαθεδρία της στον πλανήτη, όσο και τη Δημοκρατία της.

 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 10. Ιουνίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι συγγραφέας, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα τρία βιβλία της σειράς «Η κρίση των κρίσεων» (διάθεση με παραγγελία στο kb@kbanalysis.com).

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2616.aspx

ΣΕ ΕΜΠΟΛΕΜΗ ΖΩΝΗ Ι

ΣΕ ΕΜΠΟΛΕΜΗ ΖΩΝΗ:

Όταν οι πρώτες εικόνες χιλιάδων ανθρώπων μπροστά από κλειστές τράπεζες εμφανιστούν στα ΜΜΕ παγκοσμίως, η κατάσταση θα είναι πλέον μη αναστρέψιμη – ένα τρομακτικό σενάριο, το οποίο δεν θα εξυπηρετούσε απολύτως κανέναν – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Το σύνολο του ισολογισμού (ενεργητικό, παθητικό) των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι της τάξης των 31 τρις € – με τις τράπεζες της Ευρωζώνης να αποτελούν το 76% (23,5 τρις €). Όταν η Lehman Brothers χρεοκόπησε, η Fed υποχρεώθηκε να διασώσει το τραπεζικό σύστημα των Η.Π.Α., συνολικού ισολογισμού 16-17 τρις $ – κάτι που δεν θα είχε επιτυχία, εάν η υπερδύναμη δεν εξήγαγε (από το 2000 και μετά) τα προβλήματα της στον υπόλοιπο πλανήτη και κυρίως στην Ευρώπη.

Εάν συγκρίνει κανείς τώρα τα παραπάνω μεγέθη θα αντιληφθεί καθαρά ότι, ο ισολογισμός της ΕΚΤ θα επιβαρυνθεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, από αυτόν της Fed, εάν υποχρεωθεί να διασώσει το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης – πόσο μάλλον αφού δεν έχει καμία δυνατότητα εξαγωγής της δικής της κρίσης, όπως στο παρελθόν η Fed.

Ειδικότερα, το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης είναι διπλάσιο, από αυτό των Η.Π.Α. Εάν λοιπόν συμβεί κάτι ανάλογο με τη Lehman Brothers (χρεοκοπία της Ελλάδας), πόσο μάλλον κάτι πολύ μεγαλύτερο (χρεοκοπία της Ισπανίας), θα έπρεπε να βρεθεί ένα πακέτο διάσωσης, το οποίο θα ξεπερνούσε το 50% του παγκοσμίου ΑΕΠ (το παγκόσμιο ΑΕΠ υπολογίζεται στα 60 τρις $).

Περαιτέρω, μόνο το εξωτερικό δημόσιο χρέος της Ισπανίας είναι σήμερα περί το 1 τρις € – υψηλότερο δηλαδή από αυτό της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας μαζί (το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της Ιταλίας είναι εσωτερικό – εθνικά ομόλογα). Επομένως, η αντίστροφη μέτρηση για το ευρώ, ο ευρωπαϊκός Αρμαγεδδών δηλαδή, ευρίσκεται ήδη εδώ – με τον τελικό να παίζεται στην Ισπανία και όχι στην Ελλάδα.

Δυστυχώς ο νέος πρωθυπουργός της Ισπανίας, πιστό «θύμα του δόγματος λιτότητας» της πρωσικής Γερμανίας (η οποία δεν κερδίζει τόσο από το ευρώ, όσο από την κρίση του), κατάφερε μέσα σε λίγους μήνες να οδηγήσει τη χώρα του στην καταστροφή – ενδεχομένως δε πολύ σύντομα στα νύχια του ΔΝΤ.

Όπως είπε τώρα χαρακτηριστικά γνωστός ευρωπαίος πολιτικός, «Όλα όσα μπορώ να σας διαβεβαιώσω είναι ότι, όταν κοιτάζω στα μάτια τους πρωθυπουργούς των χωρών της Ευρωζώνης, καθώς επίσης την ηγεσία της, αυτό που διακρίνω είναι ο παραλογισμός τους – ένας απόλυτος, ολοκληρωτικός και απύθμενος παραλογισμός».

Ολοκληρώνοντας, η Ευρώπη είναι το μεγαλύτερο οικονομικό μπλοκ του πλανήτη – εν τούτοις όμως, το συνολικό ΑΕΠ της δεν είναι περισσότερο από το 60% του ισολογισμού των τραπεζών της. Δυστυχώς, τόσο η ΕΕ, όσο και τα κράτη-μέλη της, επέτρεψαν να γιγαντωθεί σε τέτοιο βαθμό ο τραπεζικός τομέας τους, ώστε να τρέμει ολόκληρος ο πλανήτης – κυρίως επειδή οι τράπεζες της ΕΕ χρηματοδοτούν το 52% των παγκοσμίων δανείων με αποτέλεσμα, εάν συμβεί κάτι, να υποχρεωθούν σε μία καταστροφική ύφεση όλες οι χώρες (ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες).

Όσο λοιπόν και αν αντιδράει η Γερμανία στα διάφορα πακέτα διάσωσης, στο τέλος θα υποχρεωθεί να συμβιβαστεί – επειδή θα την αναγκάσουν οι Η.Π.Α., η Ρωσία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Βραζιλία κλπ., αφού δεν θέλουν να συμπαρασυρθούν οι οικονομίες τους στο χάος".

Άρθρο

Όπως λέγεται, ο άνθρωπος κατέχεται από μία ασίγαστη τάση, από μία ατελείωτη καλύτερα επιθυμία για ευχαρίστηση – επειδή η ύπαρξη του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οδύνη και με τον πόνο. Επομένως, οι περισσότερες πράξεις του καθορίζονται από τη «μανία» απόκτησης ιδιοκτησίας, η οποία εξασφαλίζει την ευχαρίστηση.

Κατ' επακόλουθο, ο άνθρωπος έχει μία ατελείωτη επιθυμία απόκτησης δύναμης – με στόχο την απόκτηση ιδιοκτησίας, η οποία του εξασφαλίζει την ευχαρίστηση. Αναγκαστικά λοιπόν δημιουργείται στις κοινωνίες ένας διαρκής ανταγωνισμός, σε σχέση με την ιδιοκτησία και με τη δύναμη – ιδίως την πολιτική και την οικονομική.

Στα πλαίσια αυτά είναι απαραίτητη η ύπαρξη μίας ανώτερης (κρατικής) εξουσίας, η οποία να διατηρεί την τάξη και να ρυθμίζει τη διαδικασία του γενικότερου ανταγωνισμού, για την απόκτηση ιδιοκτησίας και δύναμης μεταξύ των ανθρώπων.

Εν τούτοις, η ύπαρξη του χρήματος, όχι ως μέσου ανταλλαγής, αλλά για την απόκτηση δύναμης και ιδιοκτησίας, επιδεινώνει τις ήδη προβληματικές ανθρώπινες σχέσεις – επειδή το χρήμα διαφθείρει, δημιουργώντας από υποσχέσεις και συμφωνίες, από κοινωνικές αξίες δηλαδή, χρέη: επομένως, χρηματοπιστωτικές ή/και «τοκογλυφικές» αξίες.

Περαιτέρω, το «οικονομικό αξίωμα» να πληρώνει κανείς τα χρέη του, είναι ισχυρότερο από αρκετά άλλα – όπως, για παράδειγμα, από το να μην κλέβει κανείς, να συμπεριφέρεται με σεβασμό απέναντι στους συμπολίτες του, να τιμάει το Θεό, να έχει αλληλεγγύη με αυτούς που υποφέρουν και αρκετά άλλα. Το γεγονός αυτό είναι γνωστό από πολλά χρόνια – αφού ακόμη και στο μεσαίωνα είχε διαπιστωθεί από τους σχολαστικούς ότι, η πανίσχυρη «ηθική του χρέους» ήταν ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της Θεολογίας.

Η βαθιά πίστη μας λοιπόν στο «οικονομικό αξίωμα» της επιστροφής των χρεών και των δανεικών, επισκιάζει κάθε άλλη μορφή ηθικής – γεγονός που καταδικάζει τους οφειλέτες, πολίτες και κράτη, όχι μόνο να είναι, αλλά και να νοιώθουν σκλάβοι των δανειστών: υποδεέστερα όντα δηλαδή, τα οποία δεν είχαν την ικανότητα, την εξυπνάδα, την εργατικότητα, την επάρκεια κλπ. να αποκτήσουν χρήματα, εξελισσόμενα σε δανειστές.

Ολοκληρώνοντας, το χρηματοπιστωτικό σύστημα σήμερα θέλει να μας πείσει ότι, η διαγραφή μέρους των «σωρευμένων» χρεών θα οδηγήσει τον πλανήτη στο χάος. Εν τούτοις, δεν υπάρχει απολύτως καμία άλλη δυνατότητα, για να μπορέσουν να επιβιώσουν οι υπερχρεωμένες δυτικές κοινωνίες ειρηνικά, από τη διαγραφή χρεών – η οποία, εάν αργήσει, επιτρέποντας την περαιτέρω συσσώρευση τόκων και χρεολυσίων, θα θέσει σε κίνδυνο πολλά από όλα όσα δημιούργησε ο άνθρωπος τους τελευταίους αιώνες.

Ο ελεγχόμενος πληθωρισμός της τάξης του 4-6%, τα πολύ χαμηλά επιτόκια, η αύξηση της ποσότητας χρήματος, η «χαμηλότοκη» επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής δανείων κλπ. είναι οι ιδανικότεροι τρόποι μερικής «διαγραφής», περιορισμού δηλαδή των χρεών, χωρίς να δημιουργηθούν εντάσεις – κάτι που θα έπρεπε να σκεφθεί πολύ καλά η Ευρωζώνη, εάν δεν θέλει να οδηγηθεί σε καταστροφικούς μονόδρομους. 

ΟΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Οι Έλληνες αμφισβητούν την κοινοβουλευτική δημοκρατία – επιθυμώντας να «εγκαταστήσουν» στη θέση της τη συμμετοχική, άμεση δημοκρατία, η οποία θα τους προστατεύει καλύτερα στο μέλλον από οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές «καταρρεύσεις». Αμφισβητούν επίσης την υφιστάμενη λειτουργία των κομμάτων τα οποία, στη σημερινή τους μορφή, «εκτρέφουν» την ανεπάρκεια, την ανικανότητα, τη διαφθορά, τη διαπλοκή και την ιδιοτέλεια. Φυσικά αμφισβητούν την εύρυθμη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα ορισμένων άλλων «θεσμών» – όπως της Προεδρίας, της Κεντρικής Τράπεζας που δεν τους ανήκει, των ΜΜΕ, των συνδικαλιστικών οργανώσεων κλπ.  

Περαιτέρω, αμφισβητούν τη δυνατότητα επιβίωσης της Ευρωζώνης – ειδικά δε του κοινού νομίσματος, το οποίο δημιουργεί πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιλύει, ενώ εντείνει τις οικονομικές ανισορροπίες μεταξύ των χωρών-μελών. Αμφισβητούν βέβαια την ίδια την Ευρωζώνη, το γραφειοκρατικό, πολυδάπανο Ευρωκοινοβούλιο, αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση: έναν μη άριστο νομισματικό χώρο, ο οποίος δεν μπορεί να προσφέρει στα μέλη του λύσεις στις βασικές τους ανάγκες – όπως στη δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων και στην απασχόληση, αφού «παράγει» σκόπιμα υψηλή ανεργία κατά τη νεοφιλελεύθερη «συνταγή», για την διατήρηση των εισοδηματικών ανισοτήτων, καθώς επίσης των χαμηλών μισθών. 

Συνεχίζοντας, οι Έλληνες αμφισβητούν την απολυταρχική ηγεμονία του Καρτέλ, του μονοπωλιακού καπιταλισμού καλύτερα, αλλά και την παντοδυναμία των εμπορικών τραπεζών – η οποία πηγάζει από την άδεια αποκλειστικής παραγωγής χρημάτων που τους έχει προσφερθεί από τις κυβερνήσεις και την ΕΚΤ. Επίσης, αμφισβητούν το σημερινό τρόπο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας – η οποία ουσιαστικά «εκτρέφει» το τοκογλυφικό κεφάλαιο, ενώ είναι παράλληλα ο απόλυτος κυρίαρχος του τραπεζοκεντρικού ευρωσυστήματος.

Κατ' επέκταση, οι Έλληνες αμφισβητούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολο του – γνωρίζοντας πλέον πως, παρά το ότι παράγει χρήματα από το πουθενά, εκμεταλλευόμενο με κάθε τρόπο την απίστευτη εξουσία του, καλεί τους Πολίτες να πληρώσουν για τα λάθη ή τις παραλείψεις του (ιδιοποιούμενο τα κέρδη και κοινωνικοποιώντας τις ζημίες του, όπως στο παράδειγμα των δύστυχων Ιρλανδών – οι οποίοι «σύρθηκαν» από την κυβέρνηση τους στη διάσωση των ιδιωτικών, κερδοσκοπικών τραπεζών!).  

Τέλος, οι Έλληνες αμφισβητούν τόσο τη λειτουργία, όσο και τα κίνητρα ορισμένων διεθνών οργανισμών – όπως του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, της Τράπεζας των Τραπεζών (BIS), των εταιρειών αξιολόγησης, των κερδοσκόπων-επενδυτών, των διεθνούς εμβέλειας οικονομολόγων κλπ. Φυσικά αμφισβητούν τις «αγαθές» προθέσεις της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Μ. Βρετανίας αλλά και των Η.Π.Α. – στα θέματα τουλάχιστον που τους αφορούν, έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει απόλυτα ότι καλούνται να επιβιώσουν σε μία εμπόλεμη ζώνη, όπου άλλοι λαοί (Ιρλανδοί, Πορτογάλοι) έχουν δυστυχώς αποδεχθεί τη μοίρα τους, σκύβοντας το κεφάλι.    

Ακριβώς για τους λόγους αυτούς, σύσσωμοι όλοι οι Έλληνες απαιτούν από την πολιτική ηγεσία της χώρας τους να πάψει πια να δανείζεται, επιτρέποντας τη λεηλασία τόσο της δημόσιας, όσο και της ιδιωτικής τους περιουσίας – υποθηκεύοντας παράλληλα την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους. Επίσης, να πάψει να «εκλιπαρεί» την καγκελάριο της Γερμανίας, χωρίς καν να τους ρωτήσει εάν είναι πρόθυμοι να υποκύψουν στον εχθρό της Ευρώπης

Παράλληλα οι Έλληνες απαιτούν από όλους τους συμπολίτες τους, μισθωτούς και επιχειρηματίες, να αλλάξουν ριζικά τα «κακώς κείμενα» και την «ανατολίτικη νοοτροπία» – συμπεριφορές στις οποίες είχαν ίσως οδηγηθεί από την υφιστάμενη διαπλοκή, από τη διαφθορά του δημόσιου βίου, από την έλλειψη επαγγελματικής ηθικής, από την αδικία και από την κάθε μορφής εκμετάλλευση. Ακόμη περισσότερο, πιστεύουν ότι είναι απαραίτητο να «αποκατασταθεί» η αμφίδρομη φορολογική συνείδηση και η συνέπεια, μεταξύ Πολίτη και Πολιτείας – η οποία έχει κοστίσει πανάκριβα και στους δύο «συναλλασσόμενους». Επίσης, απαιτούν να εμποδιστούν αποτελεσματικά και να τιμωρηθούν οι διαφθορείς συνειδήσεων – κυριότεροι των οποίων είναι οι Γερμανικές πολυεθνικές.        

Μείωση των υπέρογκων δημοσίων δαπανών, κατάργηση της γραφειοκρατίας, ορθολογικό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων, συνεχής έλεγχος της εξουσίας από τους Πολίτες, παραδειγματική τιμωρία των όποιων διεφθαρμένων πολιτικών, εγκατάσταση ενός Κράτους Δικαίου, εκδίωξη της Τρόικας και «ανάπτυξη ή στάση πληρωμών», είναι πλέον τα βασικά αιτήματα των Ελλήνων. Επίσης, όχι νέα δάνεια και τέλος στη διεθνή επαιτεία, η οποία καταρρακώνει τόσο την υπερηφάνεια, όσο και την αξιοπρέπεια ενός ολόκληρου λαού, καταστρέφοντας την αυτοπεποίθηση του.

Ενός λαού που γνωρίζει μεν πόσο οδυνηρή είναι μία ξαφνική χρεοκοπία, αλλά την προτιμά από την υποδούλωση του, καθώς επίσης από την ολοσχερή απώλεια της εθνικής του κυριαρχίας – πόσο μάλλον όταν ξέρει πως η στάση πληρωμών ή/και η επιστροφή στη δραχμή ενός πάμπλουτου κράτους, όπως η Ελλάδα, δεν είναι σε καμία περίπτωση συνώνυμα με τη συντέλεια του κόσμου. 

Χωρίς να επεκταθούμε σε περαιτέρω ανάλυση του τι ακριβώς συμβαίνει ή τι «κυοφορείται» σήμερα στην Ελλάδα, η οποία δυστυχώς ευρίσκεται στο κέντρο των εξελίξεων, σε εμπόλεμη ζώνη καλύτερα, καλούμενη ακόμη μία φορά από την Ιστορία να προπορευθεί μίας επαναστατικής «αλλαγής πορείας» της δύσης, θα αναφερθούμε στην ανίερη συμμαχία μεταξύ τραπεζών και κυβερνήσεων.

 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 10. Ιουνίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι συγγραφέας, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα τρία βιβλία της σειράς «Η κρίση των κρίσεων» (διάθεση με παραγγελία στο kb@kbanalysis.com).

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2616.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Ισχυρισμοί Εθν. Τράπεζας: συμφέρον της κοινωνίας…

Σε διατεταγμένη υπηρεσία η Εθνική Τράπεζα εμφανίζει ως συμφέρον της κοινωνίας το συμφέρον των τραπεζιτών

 

Του Λεωνίδα Βατικιώτη


Μια ακόμη προσπάθεια για να εμφανιστεί η σημερινή οικονομική πολιτική, στο βασικό της περίγραμμα, ως μονόδρομος, αποτελεί η ειδική έκδοση της Εθνικής Τράπεζας που δόθηκε στην δημοσιότητα την Τρίτη 29 Μαΐου 2012, με θέμα «το κρίσιμο δίλημμα» για την ελληνική οικονομία. Η έκθεση επιχειρεί να ποσοτικοποιήσει τις συνέπειες της εξόδου από το ευρώ και καταλήγει ότι η έξοδος ισοδυναμεί με κοινωνική καταστροφή.

Με αυτό τον τρόπο επιδιώκει να στοιχίσει τους εκλογείς πίσω από το ευρώ και κατ' επέκταση τα φιλο-Μνημονιακά κόμματα, υπερβαίνοντας έτσι την διαχωριστική γραμμή που έχει διαμορφωθεί με επίκεντρο το Μνημόνιο και κατ' επέκταση το κοινωνικό ζήτημα. Μια διαχωριστική γραμμή που, περιττό να ειπωθεί, διευκολύνει την άμεση καταδίκη της λιτότητας και την μακροπρόθεσμη αμφισβήτηση του ευρώ, επιτρέποντας μετατοπίσεις σε βάρος της αστικής πολιτικής.

Κατ' αρχάς πρέπει να ειπωθεί ότι η Εθνική Τράπεζα βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία. Να θυμίσουμε ότι πριν λίγους μήνες ο δοτός πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος είχε προαναγγείλει μια έρευνα για τα αποτελέσματα της εξόδου από το ευρώ, η οποία ποτέ δεν έγινε. Πολύ πιθανά επομένως η δουλειά να ανατέθηκε στην Εθνική αντί στο υπουργείο Οικονομικών. Από καιρό άλλωστε ισχύει ότι για την Τζένεραλ Μότορς και τις ΗΠΑ την πρώτη μεταπολεμική εποχή: «ότι είναι καλό για τις τράπεζες και την Εθνική είναι και για το Ελλάδα». Που βρίσκεται η σύγκρουση συμφέροντος; Το γεγονός ότι η Εθνική Τράπεζα συγχέει και ταυτίζει το δικό της ιδιοτελές συμφέρον (ως μια χρεοκοπημένη τράπεζα που συνεχίζει να λειτουργεί χάρη στο τσάμπα χρήμα) με το κοινωνικό φαίνεται από το γεγονός ότι εξ αρχής ταυτίζει την παραμονή στο ευρώ με την εφαρμογή των Μνημονίων και την χρηματοδότηση των τραπεζών. Μόνο που έτσι αποδεικνύεται και ποιος ευνοείται από την πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης». Εκθειάζοντας την χρηματοδότηση αναφέρεται συγκεκριμένα πως από τα 150 δισ. ευρώ που έχει λάβει μέχρι στιγμής η Ελλάδα μόνο τα 20 δισ. έχουν χρησιμοποιηθεί για τις πρωτογενείς ανάγκες του προϋπολογισμού και τα υπόλοιπα πήγαν στους πιστωτές. Εξ αυτών τα 25 δισ. κατευθύνθηκαν ή θα κατευθυνθούν στις μαύρες τρύπες των ελληνικών τραπεζών. Φαίνεται έτσι που κατά κύριο λόγο πήγαν τα χρήματα της «διάσωσης»: σε ελληνικές και ξένες τράπεζες που ωφελήθηκαν τα μέγιστα από την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους κι όχι στην κάλυψη των χρηματοδοτικών κενών του κρατικού προϋπολογισμού. Αυτή η πρωτοφανής μεταφορά πόρων, με τον λογαριασμό να χρεώνεται στο ελληνικό δημόσιο, ουδέποτε θα είχε συμβεί εκτός ευρώ. Οι μηχανισμοί της ευρωζώνης (τόσο οι θεσμικοί όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας όσο οι ανεπίσημοι όπως το Βερολίνο) θωράκισαν τα συμφέροντα των τραπεζών και εγγυήθηκαν την επιτυχή ολοκλήρωση της πέμπτης ελληνικής χρεοκοπίας, όπως έγινε προς όφελος των πιστωτών. Γιατί μετά να μην δίνουν όρκο πίστης στο ευρώ οι χρεοκοπημένοι τραπεζίτες;

Το γεγονός ότι η έκθεση της Εθνικής δεν έχει καμιά σχέση με τα κοινωνικά συμφέροντα τα οποία επικαλείται για να στιγματίσει την έξοδο από το ευρώ φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι εκθειάζει τα αποτελέσματα από την εφαρμογή του Μνημονίου, παραβλέποντας την πανθομολογούμενη αποτυχία του στην εκπλήρωση των ονομαστικών του στόχων, όπως είναι για παράδειγμα η αντιμετώπιση του δημοσιονομικού εκτροχιασμού, που εξακολουθεί να …είναι εδώ! Η οικονομία βυθίζεται σε ένα σπιράλ ύφεσης και λιτότητας, η ανεργία έχει εκτιναχθεί σε πρωτοφανή επίπεδα, οι άστεγοι αυξάνονται κάθε εβδομάδα και παρόλα αυτά η Εθνική αναφέρει: «Αξίζει εκ προοιμίου να επισημανθεί ότι, παρά τα αναμφισβήτητα σκληρά μέτρα που εφαρμόστηκαν την τελευταία διετία, η ελληνική οικονομία σημείωσε σημαντική πρόοδο σε βασικά πεδία της οικονομικής προσαρμογής»!

Συνειδητή διαστρέβλωση της πραγματικότητας ωστόσο αποτελούν και οι «υπολογισμοί» της έκθεσης της Εθνικής, ο επικεφαλής οικονομολόγος της οποίας, Παύλος Μυλωνάς, υπηρετούσε επί 8ετίας στο ΔΝΤ. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ο κίνδυνος δημιουργίας ενός πληθωριστικού φαύλου κύκλου ως αποτέλεσμα της υποτίμησης του νέου εθνικού νομίσματος και της νομισματικής χρηματοδότησης των πρωτογενών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που το 2011 παρέμειναν στο 2,2% του ΑΕΠ. Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Το χρηματοδοτικό κενό του κρατικού προϋπολογισμού κατά πρώτο λόγο μπορεί να καλυφθεί με την αύξηση της άμεσης φορολογίας, ειδικά στις υπηρεσίες και δη τις χρηματοπιστωτικές που δεν έχουν την δυνατότητα ακόμη και να χρησιμοποιήσουν ως εκβιασμό την απειλή της μετεγκατάστασης. Κατά δεύτερο τα ελλείμματα μπορούν να καλυφθούν με την προσφυγή σε εσωτερικό δανεισμό, όπως συνέβαινε επί δεκαετίες, σε βάρος φυσικά όχι μόνο των κερδών που απομυζούν οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οίκοι αλλά και οι εγχώριες τράπεζες, καθώς από ‘κει θα φύγουν τα χρήματα για να τοποθετηθούν στα κρατικά ομόλογα. Η εκτύπωση νέου χρήματος ωστόσο, ακόμη και πληθωριστικού, είναι αναγκαία προκειμένου η ελληνική οικονομία να ξεπεράσει την υφεσιακή παγίδα στην οποία βυθίζεται, χωρίς μάλιστα να διακρίνεται κι ένα ορατό τέλος. Ακόμη δηλαδή κι αν δεν υπήρχε η ανάγκη κάλυψης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, η κυκλοφορία του χρήματος έπρεπε να αυξηθεί για να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα. Η διαδικασία αυτή θα προκαλέσει πληθωρισμό; Ο κίνδυνος του πληθωρισμού και μάλιστα του καλπάζοντος είναι τόσο υπαρκτός όσο και να πλημμυρίσει μια έρημος αν πέσουν λίγες παραπάνω σταγόνες νερού.

Η ισοτιμία του νέου νομίσματος ωστόσο είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Σημείο αφετηρίας εδώ είναι η αδήριτη πραγματικότητα πως η σημερινή ισοτιμία του «εθνικού» μας νομίσματος δεν έχει καμιά σχέση με τις ανάγκες και το στάτους της ελληνικής οικονομίας. Με άλλα λόγια: Η χρεοκοπία αποτελεί την μοναδική κι εύκολη απάντηση στο ερώτημα τι θα συμβεί σε μια οικονομία εθισμένη να υποτιμά κάθε 10 χρόνια το εθνικό της νόμισμα ακόμη και κατά 15% αν σε μια 10ετία αυτό ανατιμηθεί κατά 70%… Η δομή της ελληνικής οικονομίας επομένως (με τον τουρισμό μεταξύ άλλων, κατ' εξοχήν δραστηριότητα που χρειάζεται «μαλακή ισοτιμία», να απασχολεί το 15% του εργατικού δυναμικού) δεν μπορεί να αντέξει ισοτιμία σαν τη σημερινή. Υπάρχουν ωστόσο επιλογές επ' αυτού του θέματος. Το νέο εθνικό νόμισμα μπορεί να υποτιμηθεί αμέσως, μπορεί όμως και όχι. Επαφίεται δηλαδή στις προτιμήσεις όσων χαράσσουν οικονομική πολιτική να μην επιτρέψουν την διαπραγμάτευση του νέου νομίσματος στις αγορές συναλλάγματος, μεταθέτοντας κατ' αυτό τον τρόπο για το μέλλον, μετά από 6 μήνες για παράδειγμα, τα σοκ της προσαρμογής στο νέο νομισματικό σύστημα. Είναι μια τακτική απόφαση που διευκολύνεται από τ' ότι κερδοσκόποι και αγορές δεν θα έχουν προλάβει να «χτίσουν» θέσεις επί της δραχμής για να εκβιάσουν και να επιβάλουν μια πιο «πραγματική ισοτιμία». Ακόμη όμως κι όταν υποτιμηθεί η νέα δραχμή, η νέα ισοτιμία δεν σημαίνει «πληθωρισμό άνω του 30% αρχικά, με ισχυρή ανοδική τάση στη συνέχεια», όπως αναφέρει η έκθεση της Εθνικής Τράπεζας. Στον αντίποδα αυτών των αυθαίρετων και κινδυνολογικών εκτιμήσεων ο μοναδικός υπολογισμός που έχει γίνει μέχρι στιγμής είναι από τον Θόδωρο Μαριόλη, στη βάση ενός πίνακα εισροών – εκροών της ελληνικής οικονομίας, κι εκτιμά ότι ακόμη και με μια υποτίμηση της τάξης του 50% ο πληθωρισμός τον πρώτο χρόνο θα ήταν μεταξύ 5,3% και 9,3% και τον πέμπτο χρόνο από 0,05% μέχρι 2,6%. Στη βάση αυτή θα χρειαστεί μια 15ετία για να εξανεμιστούν τα οφέλη ανταγωνιστικότητας που θα προκύψουν από την υποτίμηση.

Ακόμη όμως κι αυτή η υποτίμηση δεν είναι ανάγκη να σημάνει αντίστοιχη υποβάθμιση της θέσης των εργαζομένων στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα των ανατιμήσεων σε εισαγόμενα είδη. Οι τιμές μπορούν να ελεγχθούν με την επιβολή διοικητικών αποφάσεων και διατίμησης στα βασικά αγαθά. Ενώ σε μισθούς, ημερομίσθια και συντάξεις μπορεί να επιβληθεί τιμαριθμική αναπροσαρμογή, χωρίς αρνητικές συνέπειες (αυτοτροφοδοτούμενος φαύλος κύκλος ανόδου πληθωρισμού, τιμών και μισθών) όπως δείχνει και το παράδειγμα της Κύπρου όπου η αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή δεν συνοδεύτηκε από τέτοια σπείρα.

Ζητούμενο των αλυσιδωτών αντιδράσεων που θα προκύψουν στους μισθούς και την παραγωγή δεν θα είναι η τόνωση των εξαγωγών (ή θα είναι δευτερευόντως αυτή) αλλά η αύξηση της εσωτερικής ζήτησης που θα στραφεί κατά προτίμηση σε εγχώρια παραγόμενα προϊόντα. Κάτι αντίστοιχο έγινε και στην Αργεντινή, μετά την εγκατάλειψη της δολαριοποίησης, όπου ως ατμομηχανή της ανάπτυξης δεν λειτούργησαν οι εξαγωγές όπως λέγεται, αλλά η αυξημένη εγχώρια ζήτηση λόγω της ανόδου των εισοδημάτων των πιο φτωχών κοινωνικών στρωμάτων. Αυτή η δυναμική θα οδηγεί σε συνεχή μείωση την ανεργία καθώς θα εντάσσει στην οικονομική δραστηριότητα παραγωγικό δυναμικό που μένει σήμερα σε ολοένα και αυξανόμενο βαθμό αχρησιμοποίητο. Στον αντίποδα επομένως των εφιαλτικών σεναρίων (βαθύτερη ύφεση κατά 22%, μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος κατά 55% σε ευρώ) η έξοδος από το ευρώ μπορεί να δώσει την ώθηση, αποτελώντας την αναγκαία αλλά μη ικανή συνθήκη, για μια επανεκκίνηση της οικονομίας.

Τέλος, σε ένα σημείο πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι έχει δίκιο η έκθεση της Εθνικής Τράπεζας. Εκεί που αναφέρει ότι «η έξοδος από το ευρώ θα καταστήσει αναπόφευκτη την αθέτηση ενός μεγάλου τμήματος των περίπου 325 δισ. ευρώ του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας… Χωρίς την αθέτηση σημαντικού τμήματος αυτών των υποχρεώσεων εξυπηρέτησης χρέους… θα εκτόξευαν το συνολικό δημόσιο χρέος (συμπεριλαμβανομένου του εσωτερικού χρέους) σε επίπεδο άνω του 370% του ΑΕΠ και θα δημιουργούσαν την ανάγκη για μεγαλύτερο (και προφανώς ανέφικτο) πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, προκειμένου να πληρώνονται τα χρεολύσια του εξωτερικού δημόσιου χρέους». Μόνο που αυτή η επιλογή δεν «θα μετέτρεπε οριστικά την χώρα μας σε παρία της διεθνούς κοινότητας, με τον οποίο λίγες χώρες θα ήθελαν να έχουν οικονομικές συναλλαγές» όπως αναφέρει η έκθεση και γίνεται ήδη όλο και συχνότερα σήμερα! Όσο είμαστε δηλαδή στο ευρώ. Αντίθετα, η άρνηση πληρωμής του δημόσιου χρέους αποτελεί μία από τις επιπλέον συνθήκες (μαζί με την επιβολή φραγμών στην κίνηση κεφαλαίων, την εθνικοποίηση τραπεζών, την έξοδο από την ΕΕ κ.α.) για την επιτυχή έξοδο από το ευρώ στο πλαίσιο ενός προγράμματος ρήξης και ανατροπής της σημερινής επίθεσης.

 

ΠΗΓΗ: ΠΡΙΝ, 3.6.2012. Το είδα: 03/06/2012, http://leonidasvatikiotis.wordpress.com/2012/06/03/…AF/

Ποια είναι η ταυτότητα του δημόσιου χρέους;

Ποια είναι η ταυτότητα του δημόσιου χρέους;

 

Του Δημήτρη Καζάκη

 

Ποιος δημιούργησε και ποιος πυροδοτεί το δημόσιο χρέος; Πόσες και πόσες φορές δεν ακούσαμε ατελείωτες αναλύσεις σαν απάντηση αυτού του ερωτήματος. Ωστόσο, πίσω από τις ιδεολογικές προσκολλήσεις και τα λογίδρια δεξιάς ή αριστερής απόχρωσης, κατά περίεργο λόγο, οι περισσότεροι συμφωνούν. Φταίει το κράτος και η διαπλοκή. Είτε μιλούν εξ ονόματος ενός υστερικού νεοφιλελευθερισμού που θέλει να εξαφανίσει κάθε έννοια δημόσιου χώρου στην οικονομία, είτε εκ μέρους μιας ακραιφνούς «ταξικής» ανάλυσης, οι περισσότεροι αναλυτές δεν λένε πολύ διαφορετικά πράγματα. Το μόνο που βλέπουν είναι ότι ακριβώς βλέπουν και οι εκπρόσωποι της κυρίαρχης πολιτικής:

ένα οικονομικό προϊόν μιας κακής και σπάταλης κρατικής πολιτικής. Η μόνη διαφορά τους είναι ότι οι δεξιοί βλέπουν κακή διαχείριση ενώ οι αριστεροί προσπαθούν να την χρεώσουν στις παροχές του κράτους προς το κεφάλαιο. Η λογική των διαπλεκομένων χρησιμοποιήθηκε από την κυρίαρχη πολιτική για να τσακιστεί κάθε έννοια ελέγχου των αγορών και να ιδιωτικοποιηθεί το κράτος: «Δεν μπορεί να υπάρξει μηδενικό κράτος για να έχουμε μηδενική διαφθορά των πολιτικών. Μπορεί όμως να υπάρξει μικρότερο κράτος για να έχουμε μικρότερη διαφθορά»,[1] όπως έγραφε ένας από τους αετονύχιδες της διατεταγμένης νεοφιλελεύθερης δημοσιογραφίας, ο κ. Πάσχος Μανδραβέλης.

Παρά το γεγονός βέβαια ότι το πρόβλημα της διαφθοράς δεν είναι προϊόν του κακού μεγάλου κράτους, αλλά της οικονομικής δύναμης και της μονοπωλιακής ισχύος που γεννά η ίδια η αγορά, ιδίως όταν αυτή δρα χωρίς κανέναν ουσιαστικό έλεγχο και περιορισμό. Η άλωση του κράτους είναι αναπόφευκτη για όσο θα κυριαρχούν οι δυνάμεις της αγοράς, όσο τα συμφέροντα του ιδιωτικού κέρδους θα καθορίζουν την πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας. Γι' αυτό και το μικρότερο κράτος δεν ισοδυναμεί με μικρότερη διαφθορά, αλλά με την θεσμοθετημένη προσάρτηση των πιο ζωτικών λειτουργιών της οικονομίας και της κοινωνίας από τις δυνάμεις της αγοράς. Τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα αντί για παρασκηνιακές συμφωνίες εκεί όπου κυριαρχεί το κράτος με κίνδυνο να αποκαλυφθούν και να υποστούν τις συνέπειες από μια οργισμένη κοινωνία, μπορούν πλέον να εκμεταλλευτούν και να εκβιάσουν ανοιχτά την κοινωνία με αυτά που μέχρι χθες ήταν αναγνωρισμένα και κατοχυρωμένα δημόσια αγαθά και υπηρεσίες. Κι έτσι από το μεγάλο κράτος που τυπικά εκπροσωπεί το δημόσιο συμφέρον και ολόκληρη την κοινωνία, περνάμε στο μικρό κράτος που λειτουργεί ανοιχτά ως χορηγός και προστάτης των ισχυρών της αγοράς. Αυτή είναι η λογική των διαπλεκομένων που πλασάρεται από νεοφιλελεύθερους και μη.

Όμως αυτήν ακριβώς τη λογική των διαπλεκομένων έχουν υιοθετήσει ως «ταξική» ανάλυση όσοι στην αριστερά γενικότερα βλέπουν στο δημόσιο χρέος μόνο ή κύρια χαριστικές πολιτικές του κράτους απέναντι στο κεφάλαιο. Μόνο που το δημόσιο χρέος δεν είναι προϊόν των κρατικών πολιτικών, όπως κι αν τις αντιλαμβάνεται κανείς, αλλά βασικός μηχανισμός ποδηγέτησης του ίδιου του κράτους από την αγορά και κυρίως από τη χρηματιστική ολιγαρχία. Συνιστά προϊόν άγριας κερδοσκοπίας των πιο παρασιτικών μορφών του κεφαλαίου, ενώ εκφράζει σχέσεις επιβολής, εξάρτησης και υποδούλωσης του λαού και της χώρας. Αυτή είναι η ταξική ταυτότητα του δημόσιου χρέους από την εποχή του Μαρξ.

Κανένας όμως δεν αναρωτήθηκε τι σημαίνει το δημόσιο χρέος από την σκοπιά της κοινωνίας και των τάξεών της. Κανένας τους δεν μπόρεσε ούτε καν να φτάσει στο επίπεδο του παλιού Άγγλου φιλόσοφου Ντέϊβιντ Χιουμ, ο οποίος ήδη από το 1752 έγραφε για το δημόσιο χρέος: «Αν οι καταχρήσεις των πόρων είναι επικίνδυνες, είτε με την εμπλοκή του κράτους σε απερίσκεπτες επιχειρήσεις, είτε αναγκάζοντάς το να παραμελήσει την στρατιωτική πειθαρχία, έχοντας εμπιστοσύνη στα πλούτη του – οι καταχρήσεις της υποθήκευσης είναι πιο βέβαιες και αναπόφευκτες, φτώχεια, αδυναμία και υποταγή σε ξένες δυνάμεις[2] Γι' αυτό και προειδοποιούσε: «Πρέπει πράγματι να συμβεί ένα από αυτά τα δυο γεγονότα, ή το έθνος πρέπει να καταστρέψει το δημόσιο δανεισμό, ή ο δημόσιος δανεισμός θα καταστρέψει το έθνος.»[3]

Μα καλά, πόση ανάλυση χρειάζεται για να διαπιστώσει κανείς το προφανές; Αυτό που ακόμη και για τους εκπροσώπους της πάλαι ποτέ ανερχόμενης αστικής τάξης ήταν κάτι παραπάνω από πασιφανές; Πόσο δουλοπρεπής πρέπει να είναι κανείς απέναντι στις κυρίαρχες δυνάμεις σήμερα για να αρνείται ότι το δημόσιο χρέος ισοδυναμεί με «φτώχεια, αδυναμία και υποταγή σε ξένες δυνάμεις»; Κι είναι στ' αλήθεια ποτέ δυνατό να κάνει κανείς προοδευτική, φιλολαϊκή ανάλυση του ζητήματος, χωρίς να έχει σαν αφετηρία του αυτή την διαπίστωση;

Δυστυχώς, είτε το καταλαβαίνουν, είτε όχι, όλοι αυτοί που υποβαθμίζουν το ζήτημα του δημόσιου χρέους και αρνούνται να θέσουν ως πρώτη προτεραιότητα την ακύρωσή του, επενδύουν στην διάλυση της κοινωνίας, του λαού και της χώρας. Όταν ο ιμπεριαλισμός και η χρηματιστική ολιγαρχία μετατρέπουν μια χώρα και έναν λαό σε αποικία τους, το να αρνείται κανείς την πάλη για την αποτροπή και την ανατροπή του αποικιοκρατικού καθεστώτος σήμερα τον μετατρέπει σε συνένοχο και συνεργό των κυρίαρχων επιλογών. Ανεξάρτητα από το τι επικαλείται.

Μόνο όταν οι εργαζόμενοι απαιτούν διαγραφή των κρατικών χρεών από την δημοκρατία προφυλάσσονται από το να μην γίνουν εξάρτημά μιας απόκοσμης εξουσίας. Και τι σημαίνει αυτό; Πότε οι εργαζόμενοι γίνονται εξάρτημα της εξουσίας; Όταν πειστούν ότι δεν μπορούν να διεκδικήσουν οτιδήποτε την υπερβαίνει, οτιδήποτε ξεπερνά την κυρίαρχη τάξη και τα συμφέροντά της. Όπως ακριβώς είναι η διαγραφή των κρατικών χρεών. Διότι η σημερινή εξουσία θεμελιώνεται στην θεοποίηση της συμβατικής υποχρέωσης. Στα πλαίσιά της δεν υπάρχει πιο ειδεχθές αμάρτημα από την καταπάτηση του ελεύθερου συμβολαίου πάνω στο οποίο στηρίζεται η κοινωνική και πολιτική ανισότητα της σημερινής τάξης πραγμάτων. Έστω κι αν, όπως εύστοχα σχολίαζε ο Άντον Μένγκερ, «δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανισότητα από την ίση μεταχείριση ανίσων.»[4] Γι' αυτό και όπως σημείωνε ο Μαρξ «από τη στιγμή που εμφανίζεται η χρέωση του δημοσίου, τη θέση του αμαρτήματος ενάντια στο άγιο πνεύμα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης απέναντι στο δημόσιο χρέος.»[5]  Όσο κι αν αγανακτούν οι μετριοπαθείς με την τοκογλυφική πρακτική των τραπεζών και της χρηματιστικής ολιγαρχίας, τους είναι αδιανόητο να περιπέσουν στο αμάρτημα, για το οποίο στην αστική κοινωνία δεν υπάρχει άφεση, δηλαδή την καταπάτηση των συμβατικών υποχρεώσεων με τη διαγραφή του δημόσιου χρέους. Αυτός είναι κι ο λόγος που συζητούν αποκλειστικά τη ρύθμισή του με κάποιον τρόπο.

Μόνο ο εργαζόμενος λαός μπορεί να αποδειχτεί τόσο ασεβής και αμαρτωλός μέσα στα πλαίσια της δημοκρατίας. Στην τυπική συμβατική ισότητα των ισχυρών, ο λαός απαντά προκλητικά λέγοντας «μόνο οι δυνατοί και οι ισχυροί είναι υπέρμαχοι της ελεύθερης σύμβασης δίχως κανέναν έλεγχο και περιορισμό. Η ελεύθερη σύμβαση προϋποθέτει ίσους πίσω από το συμβόλαιο για να μπορέσει να υπάρξει ισότητα.» [6] Κι από τη στιγμή που θα θέσουν έτσι το ζήτημα, η δημοκρατία αρχίζει να υπερτερεί έναντι του νόθου χαρακτήρα της που έχει στον κοινοβουλευτισμό και έτσι αρχίζει να ανοίγει ο δρόμος ώστε να τεθεί με νέους όρους το ζήτημα της εξουσίας στην ημερήσια διάταξη.

Από τότε και μπροστά στον φόβο μήπως και οι εργαζόμενες μάζες απαντήσουν στην υπερδιόγκωση του δημόσιου χρέους με το αίτημα της άρνησης πληρωμής, με την διαγραφή ή την ακύρωσή του εδώ και τώρα, οι κυβερνήσεις, οι ειδικοί, οι τραπεζίτες και οι χρηματιστές σκαρφίζονται σχέδια επί σχεδίων ρύθμισης, αναδιάταξης, αναδιάρθρωσης, κοκ. Στη θέση της αδιαπραγμάτευτης υπεράσπισης των συμφερόντων των λαϊκών στρωμάτων, έμπαινε το παζάρεμα με τους δανειστές, τα ποικίλα πάρε-δώσε που έχουν σαν στόχο να εξασφαλίσουν και να νομιμοποιήσουν στη συνείδηση της κοινωνίας τις χρεωστικές απαιτήσεις της ολιγαρχίας. Το ζητούμενο ήταν πάντα το πώς θα ξεγελάσουν τις μάζες, πώς θα τις αποτρέψουν από το να ξεσηκωθούν με σύνθημα την άρνηση πληρωμής, πώς θα αναβάλουν την κρατική χρεοκοπία χωρίς να υποστεί ζημιά η χρηματιστική ολιγαρχία.

Το μίσος της προοδευτικής σκέψης από τα τέλη του 18ου αιώνα για την κατάσταση που δημιουργεί στον εργαζόμενο λαό το δημόσιο χρέος αποτυπώνεται στα γραπτά επιφανών ανδρών. Έτσι, π.χ., ένας από τους πρώιμους εκπροσώπους της σχολής αυτής, ο Τιέρνι, έλεγε στη Βουλή των Κοινοτήτων στα 1799 τα εξής: «Τέτοια είναι, πράγματι, η λειτουργία όλων των μεγάλων πιστωτικών κεφαλαίων, τα οποία επιτρέπουν στον καπιταλιστή, διαμέσου των τραπεζών, να πολλαπλασιάσει την φυσική δύναμη του κεφαλαίου του ακόμη και τρεις με τέσσερεις φορές, να αρπάξει, να μονοπωλήσει και να θέσει υπό τον έλεγχό του τα πάντα… Όπως επίσης είναι αδιαμφισβήτητο ότι διαθέτουν την τάση να μονοπωλήσουν και να διαμορφώσουν ένα είδος αστού και νεόπλουτης αριστοκρατίας, με όλα τα ελαττώματα της προηγούμενης, αλλά χωρίς καμιά από τις αρετές της[7]

Αντίστοιχα, ένας άλλος εκπρόσωπος της ίδιας σχολής, ο Ουίλιαμ Μόργκαν έγραφε στα 1801: «Καθώς ο πόλεμος [με την Γαλλία, Δ. Κ.] είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα την παραγωγή μιας απεριόριστης επέκτασης της χάρτινης πίστης και κατά συνέπεια την άρση όλων των προηγούμενων εμποδίων στην αύξηση του εθνικού χρέους, εξέτρεψε επίσης την ιδιοκτησία και το εμπόριο του βασιλείου από τα συνήθη κανάλια τους σε εκείνα της κερδοσκοπίας με τους δημόσιους πόρους… Καθιστώντας την κατανομή της ιδιοκτησίας περισσότερο άνιση, έχει επίσης αυξήσει τον αριθμό των μεγάλων καπιταλιστών. Ενώ η υπέρμετρη έκταση των δαπανών έχει παράγει την ανάγκη να δίνεται υψηλότερο επιτόκιο για το δημόσιο ομόλογο, από ότι επιτρέπεται να εισπράττεται για το ιδιωτικό. Με αυτόν τον τρόπο έχουν πολλαπλασιαστεί οι κάτοχοι ομολόγων δημόσιου χρέους πέρα από κάθε προσδοκία. Παρόμοια, αποτέλεσε την πηγή από την οποία άλλα αίτια εμφανίστηκαν και όλα τους μαζί συνέβαλαν στο ίδιο αποτέλεσμα, στη διατήρηση της εικονικής αξίας των πόρων και με αυτόν τον τρόπο να δοθεί μια απατηλή εμφάνιση στην ευημερία της Χώρας, την ίδια στιγμή που, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά απόδειξη της απελπισίας και της απειλής στην οποία έχει εκτεθεί[8]

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό να διαβάζει κανείς σήμερα την διαύγεια με την οποία ένας Άγγλος φιλελεύθερος των αρχών του 19ου αιώνα μπορούσε να διαγνώσει την επίπλαστη ευημερία και ανάπτυξη που μπορεί να προσδώσει η εκτίναξη του δημόσιου χρέους, ενώ στην πραγματικότητα βυθίζει τη χώρα στην πιο βαθιά κρίση. Έστω κι αν δεν μπορούσε να την εξηγήσει κατανοώντας τους όρους και τις συνθήκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Κι αυτό είναι διπλά εντυπωσιακό σήμερα γιατί τέτοια διαύγεια στη σκέψη είναι απίθανο να βρει κανείς όχι μόνο στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη οικονομική θεολογία, αλλά ούτε καν σε όλων των ειδών τους αυτόκλητους αριστερούς.

Στην ίδια σχολή ανήκε και ο Τόμας Ντάμπλντεϊ, ο οποίος έγινε γνωστός όχι μόνο από την εξαίσια πολεμική του εναντίον του Μάλθους, αλλά και από τις αναλύσεις του για την εμφάνιση και τις συνέπειες του δημόσιου χρέους της Αγγλίας. Ο Ντάμπλντεϊ έγραφε ότι «η πιο μεγάλη και πιο μοιραία αντίρρηση σε όλα τα εκτεταμένα συστήματα εθνικού δανεισμού, είναι, ωστόσο, ότι υποθηκεύουν, στην πράξη, την εργασία στην αιωνιότητα. Μιας και μόνο από τα προϊόντα της εργασίας του έθνους μπορεί να πληρωθεί ο ετήσιος τόκος. Αυτό δεν είναι βιασμός μόνο των φυσικών νόμων, αλλά όλων των νόμων γενικά. Δεν υπήρξε ποτέ κανένας κώδικας επί της γης, που να κάνει τα παιδιά υπόλογα για τα χρέη των πατέρων τους, εκτός κι αν αυτοί άφησαν στα παιδιά τους περιουσία για να τα πληρώσουν. Το να υποθηκευθεί η μελλοντική εργασία ενός παιδιού για να πληρωθεί ο τόκος ενός χρέους, που συνάφθηκε πριν αυτό να γεννηθεί, είναι στην πραγματικότητα η μετατροπή αυτού του παιδιού σε δούλο. Ένα νήπιο, που έχει υποθηκευθεί με αυτόν τον τρόπο, γεννιέται είλωτας και δουλοπάροικος. Το σώμα του δεν του ανήκει περισσότερο απ' ότι ανήκει στον κάτοχο των εγγυήσεων. Ενώ υπό οποιαδήποτε πρόφαση ή όνομα, οι κόποι του γίνονται ιδιοκτησία κάποιου άλλου. Είναι δούλος από κάθε πρακτική άποψη και δούλος θα πρέπει να ονομάζεται. Σύμφωνα με τον ορισμό, «δούλος» είναι εκείνος «ο άνθρωπος του οποίου ο σωματικός μόχθος και οι καρποί του είναι ιδιοκτησία κάποιου άλλου», και σ' αυτήν την κατηγορία ανήκει κάθε άνθρωπος που η εργασία του υποθηκεύεται για να πληρωθεί ο τόκος ενός Εθνικού Χρέους[9]

Χάρις στην σκέψη και τις αναλύσεις μιας μακράς σειράς προοδευτικών συγγραφέων, αναλυτών και μελετητών ξέρουμε σήμερα με ακριβή τρόπο τι πρέπει να κάνουμε με το δημόσιο χρέος όταν αυτό απειλεί να καταβροχθίσει μια χώρα και τον λαό της: να σβήσουμε το δημόσιο χρέος!

 

Παραπομπές

 

[1] Πάσχου Μανδραβέλη, «Ιδιωτική ανηθικότητα και δημόσια διαφθορά», Καθημερινή, 25/6/2008.

[2] David Hume, Insecurity of the British Funds, Essay on Public Credit, London, 1817, σ. 3.

[3] Στο ίδιο, σ. 15.

[4] A. Menger, Das burgerliche Reckt und die besitzlosen Volksklassen, 1908, σ. 30. Η σκέψη αυτή προέρχεται από τον Αριστοτέλη, ο οποίος στα Πολιτικά (Βιβλίο Γ, 9,10-13) θεωρεί ότι «ίσον το δίκαιον είναι, και έστιν, αλλ' ου πάσιν αλλά τοις ίσοις και το άνισον δοκεί δίκαιον είναι, και γαρ έστιν, αλλ' ου πάσιν αλλά τοις ανίσοις».

[5] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Ι, σ. 779.

[6] R. T. Ely, Property and Contract in their Relations to the distribution of Wealth, v. II, New York: Macmillan, 1922, σ. 603.

[7] The Annual Register, or A View of the History, Politics, and Literature, For the Year 1799, London, 1801, σ. 178

[8] W. Morgan, A Comparative View of the Public Finances, from the Beginning to the Close of the Late Administration, London, 1801, σ. 40-41.

[9] Στο ίδιο, σ. 55-56.

 

ΠΗΓΗ: Κυριακή, 27-05-2012, http://dimitriskazakis.blogspot.com/2012/05/blog-post_27.html

Σε «γύπες» κατέληξαν 436 εκ. € του Ελλην. Λαού

Τρομερό, σε «γύπες» κατέληξαν τα 436 εκατ. ευρώ του Ελληνικού Λαού

 

Του Άκη Κατσούλα*

 

Σύμφωνα με δημοσίευμα της Αμερικάνικης εφημερίδας "New York Times" που υπογράφει ο Landon Thomas Jr με τίτλο «Bet on Greek Bonds Paid Off for Vulture Fund» (το παρουσιάζουμε παρακάτω), στα ταμεία του ληστρικού  fund "Dart managment", ένα μυστικό ταμείο επενδύσεων (που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «γύπα»), με έδρα, στις Νήσους Καϋμάν, κατέληξαν τα 436.000.000 ευρώ, που πλήρωσε η χώρα μας για τα ομόλογα που έληγαν στις 15-5. 

Μέχρι τώρα δεν υπάρχει καμία επίσημη διάψευση της είδησης, η οποία δημιουργεί τεράστιες ευθύνες, για όσους γνώρίζαν, που θα καταλήξουν τα λεφτά του ελληνικού λαού. Από την άλλη τίθεται κατά την άποψη μας «επί τάπητος», το ζήτημα της στάσης πληρωμών και λογιστικού ελέγχου του χρέους, αφού η κατάληξη των  436 εκατ. Ευρώ, στα χέρια κερδοσκόπων, δικαιώνει αυτούς που το ζητούν.

Η εφημερίδα συγκεκριμένα αναφέρει, ότι δεν αποτέλεσε έκπληξη, η πληρωμή του συγκεκριμένου, ομολόγου, αυτό που όμως που διαπιστώνει ο αρθρογράφος είναι, ότι σύμφωνα με πηγές του, το 90%  των 436.000.000 ευρώ που πλήρωσε η χώρα μας, κατέληξαν στα ταμεία του fund "dart managment", γύπα όπως το ονομάζει, που εξειδικεύετε σε αγορά ομόλογων, χρεοκοπημένων χωρών.

Το Dart είναι ένα, από τα πιο γνωστά από τα λεγόμενα ληστρικά αμοιβαία κεφάλαια, τα οποία έχουν  ιστορικό, στην αγορά των κρατικών ομολόγων, από χώρες, σχεδόν σε πτώχευση  και όταν δεν πληρώνονται, μηνύουν τις κυβερνήσεις. για τα χρήματα.

Η Dart και ένα άλλος «γύπας», ο Elliott Associates, τελειοποίησαν την στρατηγική τους στις διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής, που πέρασαν κρίσεις χρέους τα τελευταία χρόνια.

Η Dart αγόρασε, τα ελληνικά ομόλογα, στην εξευτελιστική τιμή των 60-70 σεντ και αποκόμισε τεράστια κέρδη, αφού έλαβε 100 σεντς στο δολάριο. Το αποτέλεσμα σημειώνει η εφημερίδα, ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, για τις ελληνικές τράπεζες, και άλλους επενδυτές, που αναγκάστηκαν να έχουν, μια απώλεια 75 % για ελληνικά ομόλογα, που κουρεύτηκαν μέσω του PSI.

Παρακάτω γίνεται αναφορά ότι Έλληνες αξιωματούχοι επέμειναν την Τρίτη ότι ο λόγος για να πληρωθεί το ομόλογο, σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με το γεγονός, ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε  κυβέρνηση.

Στην εφημερίδα υπάρχει δήλωση του Γκίκα Χαρδούβελη, ανώτερου οικονομικού σύμβουλου του πρωθυπουργού κ. Λουκά Παπαδήμου, ότι «μας έπιασαν σε αδύνατη στιγμή. Αλλά αυτό δεν προδικάζει τις μελλοντικές αποφάσεις για το θέμα αυτό.».

Το δημοσίευμα κάνει αναφορά στον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, πως αν εκλεγεί πρωθυπουργός, η στάση των δανειστών θα σκληρύνει και ότι οι ανησυχίες θα εντείνονται συνεχώς, για τις πληρωμές που η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να κάνει. Στις 18 Μαΐου, για παράδειγμα, η χώρα πρέπει να κάνει μια τέτοια πληρωμή, ύψους  3.300.000.000 €. Προς το παρόν, τα κεφάλαια διάσωσης, καλύπτουν, τις εν λόγω υποχρεώσεις. Αλλά αν τα κεφάλαια αυτά κοπούν, η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να προβεί σε μελλοντικές πληρωμές ομολόγων.

Ιδρυτής του Dart είναι ο Dart Kenneth, κληρονόμος σε μια επιχείρηση δισεκατομμυρίων δολαρίων, που δραστηριοποιείτε  στις Νήσους Καϋμάν. Το Dart επενδύει σε κρατικά ομόλογα από το 1980. Το Dart, μαζί με το Elliott Associates, μήνυσε, την Αργεντινή, η οποία  κηρύξει στάση πληρωμών το 2002. Τα κεφάλαια που ζητούν ως αποζημίωση μέσω των αμερικανικών δικαστηρίων είναι 2 δις δολάρια.

Βρήκαμε, στο προσωπικό blog του πρώην Αμερικανού Ηγέτη Bill Clinton, ότι ο Kenneth Dart, ιδρυτής του Dart Managment, ήταν χρηματοδότης του Δημοκρατικού Κόμματος. Ο Bill Clinton   μάλιστα γράφει «…ότι δεν δέχθηκε το 2005, να πάει σε γεύμα, του τότε ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος Howard Dean, γιατί θα ήταν παρών ο Κενεθ Νταρτ. Ο ίδιος παραιτήθηκε από την ιθαγένεια του κατά τη διάρκεια της προεδρίας μου και πήγε σε υπεράκτιες χώρες, για να αποφύγει τους φόρους. Λίγες εβδομάδες μετά, λάβαμε μια επιστολή από την κυβέρνηση της Μπελίζ, που  μας ζητά την άδεια να ανοίξει ένα νέο προξενείο στη Φλόριντα. Προφανώς είπα όχι. Ο Dart Kenneth «γύπας» είναι ένας από τους πιο μισητούς επιχειρηματίες στη Νότια Αμερική.

Αυτός αγοράζει μεγάλες ποσότητες από τα χρέη των κυβερνήσεων, των χωρών του τρίτου κόσμου σε 20 σεντς ανά δολάριο και τις αναγκάζει τις κυβερνήσεις να καταβάλουν τεράστια ποσά. Έχει χρεοκοπήσει σχεδόν την οικονομία της Βραζιλίας στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 με τέτοιου είδους δραστηριότητες. Έκανε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια στη συναλλαγή αυτή. Το τελευταίο εγχείρημα του είναι να αναγκάσει την κυβέρνηση της Αργεντινής να πληρώσει το χρέος με βάση την πτώχευση. Πάλι πλήρωσε δεκάρες  για το χρέος και θέλει να του καταβάλουν την ονομαστική αξία των χρεών που κατέχει. Η Αργεντινή έχει χρεοκοπήσει αυτή τη στιγμή. Το ήμισυ του πληθυσμού της ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.. [ΠΗΓΗ: http://billclintondailydiary.blogspot.com/2005/02/kenneth-dart-citizenship-and-tax.html]

Υπενθυμίζουμε την ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών ότι:

«Η Ελληνική Δημοκρατία ανακοίνωσε σήμερα ότι θα πραγματοποιήσει την εμπρόθεσμη καταβολή του κεφαλαίου καθώς και των δεδουλευμένων τόκων ύψους περίπου 435 εκατομμυρίων ευρώ ομολόγων λήξης 15 Μαΐου του 2012.

Τα ομόλογα αυτά συμπεριλαμβάνονται σε σύνολο ομολόγων περίπου 6,4 δισεκατομμυρίων ευρώ που έχουν εκδοθεί ή φέρουν την εγγύηση της Ελληνικής Δημοκρατίας τα οποία ήταν επιλέξιμα για να συμπεριληφθούν στην πρόσφατη ολοκληρωθείσα ανταλλαγή ομολόγων (γνωστή και ως PSI – συμμετοχή ιδιωτικού τομέα), αλλά τελικά δεν προσφέρθηκαν για ανταλλαγή από τους ομολογιούχους.»

Η απόφαση στάθμισε προσεκτικά όλους τους σχετικούς παράγοντες και επιπτώσεις, καθώς και την τρέχουσα συγκυρία. Η σημερινή απόφαση δεν προδικάζει τις μελλοντικές αποφάσεις σχετικά με την αντιμετώπιση των υπόλοιπων ομολόγων που δεν προσφέρθηκαν για ανταλλαγή».

Η Ελληνική Δημοκρατία ανακοίνωσε σήμερα ότι θα πραγματοποιήσει την εμπρόθεσμη καταβολή του κεφαλαίου καθώς και των δεδουλευμένων τόκων ύψους περίπου 435 εκατομμυρίων ευρώ ομολόγων λήξης 15 Μαΐου του 2012.

Τα ομόλογα αυτά συμπεριλαμβάνονται σε σύνολο ομολόγων περίπου 6,4 δισεκατομμυρίων ευρώ που έχουν εκδοθεί ή φέρουν την εγγύηση της Ελληνικής Δημοκρατίας τα οποία ήταν επιλέξιμα για να συμπεριληφθούν στην πρόσφατη ολοκληρωθείσα ανταλλαγή ομολόγων (γνωστή και ως PSI – συμμετοχή ιδιωτικού τομέα), αλλά τελικά δεν προσφέρθηκαν για ανταλλαγή από τους ομολογιούχους.

Η απόφαση στάθμισε προσεκτικά όλους τους σχετικούς παράγοντες και επιπτώσεις καθώς και την τρέχουσα συγκυρία. Η σημερινή απόφαση δεν προδικάζει τις μελλοντικές αποφάσεις σχετικά με την αντιμετώπιση των υπόλοιπων ομολόγων που δεν προσφέρθηκαν για ανταλλαγή.»

 

ΠΗΓΗ: Τετάρτη, 16 Μαΐου 2012, http://neotera-grek.blogspot.com/2012/05/436.html

Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ:

Η σταδιακή ιδιωτικοποίηση της πολιτικής, τα τεχνάσματα της ΕΚΤ, η ισπανική τραγωδία, η αδυναμία εξόδου μίας χώρας από την Ευρωζώνη, η παραγωγή πλούτου, τα μνημόνια της ντροπής και η αναγκαιότητα της ανάπτυξης, για την έξοδο από την κρίση

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Η τάση για αναγνώριση, η οποία σημαίνει ότι δίνει κανείς πολύ μεγάλη βαρύτητα στη γνώμη των άλλων, βγάζει κυρίως τέσσερις «βλαστούς»: τη φιλοδοξία, τη μισαλλοδοξία (επιθυμώ τη δική μου δόξα – μισώ τη δόξα των άλλων, η οποία μειώνει τη δική μου), τη ματαιοδοξία και την υπερηφάνεια.

Η διαφορά ανάμεσα στις δύο τελευταίες έγκειται στο ότι, η μεν υπερηφάνεια είναι η ήδη εδραιωμένη πεποίθηση που έχει κανείς στον εαυτό του (αυτοπεποίθηση), η δε ματαιοδοξία η επιθυμία που έχει κανείς να δημιουργήσει μία τέτοια πεποίθηση στους άλλους – επιθυμία συνοδευόμενη πολλές φορές από τη σιωπηρή ελπίδα ότι, ως συνέπεια, θα μπορέσει να την κάνει και δική του πεποίθηση.

Με βάση τα παραπάνω, η υπερηφάνεια προέρχεται από τον εσωτερικό κόσμο του ατόμου και η ματαιοδοξία από τον εξωτερικό – ενώ μέσω της ματαιοδοξίας προσπαθεί κανείς να αποκτήσει εκείνη την αυτοπεποίθηση, την οποία δεν διαθέτει. Κατ' επακόλουθο, η μεν ματαιοδοξία κάνει τους ανθρώπους ομιλητικούς (ένα βασικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων πολιτικών «ανδρών» της Δύσης), η δε υπερηφάνεια σιωπηλούς. Όταν λοιπόν προσπαθεί κανείς να αξιολογήσει τόσο τον εαυτό του, όσο και τους άλλους, οφείλει προηγουμένως να έχει επιλέξει τα σωστά κριτήρια – γνωρίζοντας ότι η υπερηφάνεια, άρα η άμεση, υψηλή αυτοπεποίθηση, είναι σιωπηλή και σαφής" (Schopenhauer).

Άρθρο

Έχουμε την πεποίθηση ότι, η εχθρότητα, η επιθετικότητα, οι αντιπαλότητες και οι διαξιφισμοί μεταξύ των Πολιτών της Ευρωζώνης, της ΕΕ ευρύτερα, δεν οφείλονται στους λαούς της – αλλά στους ηγέτες των εκάστοτε κρατών, στους επαγγελματίες πολιτικούς, οι οποίοι κάθε άλλο παρά εκπροσωπούν σωστά τους Πολίτες, οι οποίοι τους έχουν εκλέξει. Οι περισσότεροι δε από αυτούς, συμπεριλαμβανομένων των διορισμένων και όχι εκλεγμένων στελεχών της Κομισιόν, έχουν ήδη υποκύψει στην ισχύ των αγορών – προσπαθώντας ουσιαστικά να ανακαλύψουν έναν τρόπο, με τον οποίο θα αποφύγουν τις ευθύνες που ενέχει το δημοκρατικό πολίτευμα. Στην πραγματικότητα λοιπόν αναρωτιούνται τι θα κάνουν με τα προβλήματα που τους προκαλεί η Δημοκρατία – ενώ οι αγορές προτιμούν εκείνους τους τεχνοκράτες, οι οποίοι μπορούν να εξυπηρετήσουν καλύτερα τα δικά τους συμφέροντα.

Στα πλαίσια αυτά, η κατάρρευση τόσων κυβερνήσεων υπό το βάρος της μάλλον σκόπιμης κρίσης χρέους και δανεισμού είναι χαρακτηριστική – ενώ οι εκλογές σπάνια αναδεικνύουν ηγέτες, οι οποίοι θέτουν τα συμφέροντα των χωρών τους πάνω από τις επιδιώξεις των αγορών. Αργά αλλά σταθερά λοιπόν, οι τράπεζες αναλαμβάνουν τα ηνία – με την ΕΚΤ να αποτελεί τον πραγματικό ηγεμόνα της Ευρωζώνης. Δυστυχώς, το μέσον για την επιβολή της δικτατορίας των τραπεζών δεν είναι άλλο από το κοινό νόμισμα, από το ευρώ – το οποίο χρησιμοποιείται εκβιαστικά από τους πολιτικούς υπαλλήλους της οικονομικής εξουσίας, οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι, δεν υπάρχει δρόμος ασφαλούς μονομερούς επιστροφής κάποιας χώρας στο εθνικό της νόμισμα.

Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας (την οποία θα ακολουθήσουν μικρά, διαφορετικά κείμενα), με την κρίση να επεκτείνεται, καταστρέφοντας τη μία χώρα μετά την άλλη, η Δημοκρατία είναι αντιμέτωπη με έναν πόλεμο, από τον οποίο πολύ δύσκολα θα εξέλθει αλώβητη. Η αποκρατικοποίηση της εξουσίας λοιπόν, εκ μέρους των αγορών, είναι σε πλήρη εξέλιξη – με την εγκατάσταση τυπικών κυβερνήσεων, οι οποίες απλά θα καλύπτουν τους σκιώδεις εντολείς τους, κοινωνικοποιώντας τις ζημίες τους και ιδιωτικοποιώντας τα κέρδη. Ας μην ξεχνάμε δε ότι, "όταν ξεσπάει μία αρκετά σοβαρή οικονομική κρίση (κάτι που ορίζεται από την κατάρρευση ενός νομίσματος, από ένα κραχ στην αγορά, από μία μεγάλη ύφεση), σκόπιμα κάποιες φορές, επισκιάζονται όλα τα άλλα – οπότε οι «κατ' επίφαση» ηγέτες είναι ελεύθεροι να κάνουν ότι θέλουν, στο όνομα της αντιμετώπισης μίας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Κατά μία έννοια λοιπόν, οι κρίσεις είναι περίοδοι αναστολής της δημοκρατίας – κενά δηλαδή στο συνηθισμένο πολιτικό βίο, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν φαίνεται να υφίσταται η ανάγκη για συγκατάθεση και συναίνεση των Πολιτών".    

Η ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

Η ΕΚΤ, με τη βοήθεια ενός σχετικά νέου εργαλείου της (Long Term Refinancing Operation – LTRO), συνολικού ύψους περί το 1 τρις €, φροντίζει ουσιαστικά για την επιτάχυνση της εξόδου των ξένων κεφαλαίων από την Ισπανία. Ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο, οι ξένοι επενδυτές περιορίζουν με γρήγορους ρυθμούς τις τοποθετήσεις τους στα ομόλογα του Ισπανικού Δημοσίου – ενώ αγοραστές είναι οι ισπανικές εμπορικές τράπεζες, όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας (υποθέτουμε ότι αγοραστές θα είναι επίσης τα ασφαλιστικά ταμεία, τα Πανεπιστήμια, οι ιδιώτες αποταμιευτές κλπ. – μέσω της κεντρικής τράπεζας της Ισπανίας και εν αγνοία τους, όπως συνέβη στη χώρα μας).

Σύμφωνα με πρόσφατες πληροφορίες, οι ισπανικές τράπεζες έχουν σήμερα στην ιδιοκτησία τους κρατικά ομόλογα της τάξης των 263 δις € – από 178 δις € το Νοέμβρη του 2011. Η ΕΚΤ φυσικά έχει δηλώσει επίσημα ότι, με τη βοήθεια του LTRO προσπαθεί να προστατεύσει την Ισπανία από την παγίδα ρευστότητας – όπως επίσης τις άλλες χώρες της περιφέρειας (οι ιταλικές τράπεζες κατέχουν ομόλογα του δικού τους δημοσίου άνω των 350 δις € – μία επόμενη βραδυφλεγής βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια της οικονομίας της Ευρωζώνης).

Φυσικά είναι ίσως περιττό να υπενθυμίσουμε ότι, ο διοικητής της ΕΚΤ, όπως και ο διορισμένος πρωθυπουργός της Ιταλίας, θεωρούνται υψηλά στελέχη της Goldman Sachs – η οποία λέγεται ανεπίσημα πως έχει αναλάβει «υπό τη προστασία της» την κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης. Εν τούτοις, η ζήτηση δανειακών κεφαλαίων εκ μέρους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στην Ισπανία, καθώς επίσης στις υπόλοιπες χώρες της «περιφέρειας», έχει ήδη καταρρεύσει – ενώ οι τράπεζες συνεχίζουν να «καίνε χρήματα», αρνούμενες να εγκρίνουν νέα δάνεια. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μεγάλα ερωτηματικά, σε σχέση με το LTRO – αφού θεωρείται ότι έχει τεθεί σε λειτουργία, με στόχο να διευκολύνει τις γαλλικές, τις γερμανικές και τις ιταλικές τράπεζες να «ξεφορτώσουν» τα ομόλογα του ισπανικού δημοσίου που κατέχουν, στις ισπανικές τράπεζες (τα χρέη των οποίων θα κληθούν να αναλάβουν, αργά ή γρήγορα, οι Πολίτες της Ισπανίας – όπως δυστυχώς συνέβη και στην Ιρλανδία).

Προφανώς προβλέπεται η μετάδοση της πυρκαγιάς, από την αγορά ακινήτων της Ισπανίας, στο τραπεζικό της σύστημα και στο Δημόσιο – ενώ η ΕΚΤ, μη έχοντας τη δυνατότητα να διασώσει ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης, φαίνεται να θυσιάζει την Ισπανία, ένα πιόνι στο σκάκι με το διάβολο, προσπαθώντας να αποφύγει τη μετάδοση της ασθένειας στην Ιταλία (γεγονός που θα μπορούσε να αποβεί θανατηφόρο για ολόκληρη την ΕΕ). Φυσικά, πριν αναγκασθούν οι χρεοκοπημένες ισπανικές τράπεζες, μαζί με το ισπανικό δημόσιο να καταφύγουν στον ευρωπαϊκό μηχανισμό διάσωσης, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ακόμη ένα νομισματικό εργαλείο εκ μέρους της ΕΚΤ. Θα μπορούσε δηλαδή να επιτραπεί στην ισπανική κεντρική τράπεζα, όπως έχει ήδη συμβεί με την ιρλανδική και την ελληνική, να εκτυπώσει χρήματα – έτσι ώστε να μπορέσει να αναπνεύσει τεχνητά το τραπεζικό σύστημα της χώρας, χωρίς να επιβαρυνθεί ο μηχανισμός αναχρηματοδότησης του ευρωσυστήματος.

Για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού υπάρχει η «βοήθεια έκτακτης παροχής ρευστότητας» – το Emergency Liquidity Assistance (ELA). Με τη συγκεκριμένη αυτή διευκόλυνση, η εκάστοτε εθνική κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί («τυπώνει») μόνη της χρήματα – με την προϋπόθεση της συμφωνίας των δύο τρίτων των μελών του ΔΣ της ΕΚΤ. Ακόμη περισσότερο, δεν υπάρχει καμία υποχρέωση ενημέρωσης εκ μέρους της εθνικής κεντρικής τράπεζας η οποία μπορεί χωρίς κανένα πρόβλημα να τυπώνει χρήματα «κατά το δοκούν», βοηθώντας τις εμπορικές τράπεζες να μην αντιμετωπίσουν προβλήματα ρευστότητας. Η Τράπεζα της Ελλάδας το κάνει ήδη – αφού στον ισολογισμό της υπάρχουν από καιρό «ELA-Positions» (λογαριασμοί διευκόλυνσης, φρεσκοτυπωμένο χρήμα), της τάξης των 100 δις €.

ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ

Με βάση τα παραπάνω, είναι μάλλον ανόητο να θεωρεί κανείς ότι, μπορεί μία χώρα να «εκβιαστεί» για να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη, μέσω της στέρησης της ρευστότητας των τραπεζών της εκ μέρους της ΕΚΤ – αφού έχει τη δυνατότητα η κεντρική της τράπεζα να παρέχει την απαιτούμενη ρευστότητα στις εμπορικές, χωρίς κανένα πρόβλημα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η έξοδος μίας χώρας από την Ευρωζώνη είναι, στην παρούσα κατάσταση, εντελώς αδύνατη – αφού, σύμφωνα με τη συνθήκη της Λισσαβόνας, η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ είναι «αμετάκλητη και τελεσίδικη» (πηγή: FT). Όποιος δε σκεφθεί ή απειλήσει να εκδιώξει ένα κράτος, με ήπιο ή με επιθετικό τρόπο, οδηγείται αναμφίβολα σε ένα πολύ δύσκολο νομικό πεδίο – επειδή η έννοια «αμετάκλητη» σημαίνει ότι, δεν είναι δυνατή ούτε η καταναγκαστική, ούτε η εθελούσια «αποπομπή μίας χώρας». Η μοναδική δυνατότητα που υπάρχει, είναι η εθελούσια έξοδος ενός κράτους από ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση – επειδή, εάν ένα κράτος δεν είναι μέλος της ΕΕ, δεν μπορεί να είναι μέλος της Ευρωζώνης.

Εάν βέβαια όλοι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφωνούσαν να παραβιάσουν τον νόμο και απλά επέτρεπαν την έξοδο ενός μέλους από την Ευρωζώνη, χωρίς να υπάρξει έξοδος από την ΕΕ, εάν δηλαδή όλοι, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας,  λειτουργούσαν παράνομα, δεν θα ασκείτο προφανώς σε κανέναν δίωξη. Εάν όμως η χώρα, η οποία θα αποχωρούσε από την Ευρωζώνη παρέμενε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε θα εξακολουθούσε να υπόκειται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Εάν εγκατέλειπε  το ευρώ για όλες τις εσωτερικές συμβάσεις, αλλά το κρατούσε για όλες τις συμβάσεις στο εξωτερικό, η συνέπεια θα ήταν ένας καταιγισμός μηνύσεων, οι οποίες θα είχαν πολύ σοβαρή βάση. Κάθε πολίτης της αποχωρούσας χώρας θα μπορούσε να κινηθεί νομικά εναντίον της κυβέρνησής του – ενδεχομένως εναντίον των κυβερνήσεων και των άλλων κρατών μελών. Η έξοδος δε από την Ευρωζώνη θα συνιστούσε διάκριση λόγω ιθαγένειας – η μεγαλύτερη απαγόρευση, με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Κάτι ανάλογο ισχύει και με τις ανόητες απειλές, σε σχέση με το αυθαίρετο, «εχθρικό» σταμάτημα της χρηματοδότησης των τραπεζών από την ΕΚΤ κλπ., έτσι ώστε να αναγκασθεί εκ των πραγμάτων να αποχωρήσει μία χώρα από την Ευρωζώνη – γεγονός που είναι σχεδόν απίθανο να συμβεί, ενώ θα οδηγούσε σε ένα απίστευτο χάος όχι μόνο την ένωση, αλλά ολόκληρο τον πλανήτη

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΛΟΥΤΟΥ

Η παραγωγή πλούτου σε ένα κράτος στηρίζεται ουσιαστικά σε δύο προϋποθέσεις (α) στην αρχή μίας συσσώρευσης κεφαλαίων, βασισμένης στην άνιση αναδιανομή των εισοδημάτων  και  (β) σε μία κοινωνία, η οποία δεν εργάζεται για τις μικρές ηδονές του σήμερα, αλλά για τη μελλοντική ασφάλεια και τα βελτίωση του γένους – επομένως, για την ανάπτυξη και την πρόοδο. Η Δύση κατάφερε να γίνει η πλουσιότερη «περιοχή» του πλανήτη, επειδή ήταν κοινωνικά και οικονομικά οργανωμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή συσσώρευση κεφαλαίου. Η κοινωνία της δηλαδή ήταν με τέτοιον τρόπο σχεδιασμένη, ώστε ένα μεγάλο μέρος του αυξημένου εισοδήματος να παραμένει στον έλεγχο εκείνης της τάξης, η οποία ήταν λιγότερο πιθανόν να το καταναλώσει – μία «καπιταλιστικής τάξης», η οποία δεν ανατρεφόταν υπό το πνεύμα των μεγάλων δαπανών, αλλά προτιμούσε τη δύναμη που της παρείχε η επένδυση, από τις ηδονές της άμεσης κατανάλωσης. Το σύστημα αυτό, το οποίο δημιούργησε πολύ μεγάλες συσσωρεύσεις παγίου κεφαλαίου, δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει σε μία κοινωνία, στην οποία ο πλούτος θα ήταν διανεμημένος ακριβοδίκαια, «σοσιαλιστικά» – ενώ εξαρτιόταν για την ανάπτυξη του από μία διπλή απάτη ή ψευδαίσθηση:

(α) Από τη μία πλευρά οι εργαζόμενες τάξεις αποδέχθηκαν μία κατάσταση, στην οποία μπορούσαν να ονομάσουν δικό τους ένα πολύ μικρό μέρος του παραγομένου προϊόντος, το οποίο αυτοί, η φύση και οι κεφαλαιοκράτες συνεργάζονταν για να το παράγουν.

(β) Από την άλλη πλευρά επιτράπηκε στις κεφαλαιοκρατικές τάξεις να ονομάσουν το μεγαλύτερο μέρος του παραγομένου προϊόντος («πίτας») δικό τους, θεωρητικά ελεύθερους να το καταναλώσουν – εν τούτοις, με την άρρητη βαθύτερη προϋπόθεση ότι, δεν θα το κατανάλωναν, αλλά θα το (επαν)επένδυαν, σχεδόν στο σύνολο του.

Για ολόκληρη τη δυτική κοινωνία, εργαζομένους και κεφαλαιοκράτες, το καθήκον της αποταμίευσης έγινε τα εννέα δέκατα της αρετής, τα «ιλιγγιώδη» πλεονεκτήματα του ανατοκισμού εξυμνηθήκαν, ενώ η συνεχής αύξηση του παραγομένου προϊόντος (ανάπτυξη, μεγάλωμα της «πίτας») αποτέλεσε ένα αντικείμενο αληθινής θρησκείας. Η αρετή της συσσώρευσης έγκειτο δε στο ότι, ο παραγόμενος πλούτος δεν επρόκειτο ποτέ να καταναλωθεί ούτε από τους ίδιους τους ανθρώπους, ούτε από τα παιδιά τους μετά από αυτούς (Keynes). Σήμερα, μετά από μία περίοδο συνεχούς ανάπτυξης, βασισμένης στους παραπάνω «κανόνες» (1945-1980), τους οποίους στη συνέχεια διαδέχθηκε η κάπως δικαιότερη αναδιανομή του πλούτου (μέσω των σοσιαλιστικών συστημάτων ή/και της δημιουργίας του κοινωνικού κράτους πρόνοιας), ο δανεισμός και η άμετρη κατανάλωση (1980-2007), η Δύση είναι αντιμέτωπη με ένα αδιέξοδο – αφού η επάνοδος στην καπιταλιστική ανάπτυξη, απαιτεί ουσιαστικά την αλλαγή νοοτροπίας του συνολικού πληθυσμού της (εάν εξετάσει κανείς τα συνολικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, ολόκληρης της δύσης, των Η.Π.Α., της ΕΕ της Ιαπωνίας κλπ., θα διαπιστώσει αμέσως τη γενικότερη αύξηση του μετά το 1980 – ενώ η αύξηση του ελληνικού συνολικού χρέους, πόσο μέλλον σε σύγκριση με τα περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας, είναι από τις μικρότερες).    

Επί πλέον, ο συσσωρεμένος πλούτος της Δύσης, ο οποίος έχει πλέον τοποθετηθεί στις τράπεζες αντί στην πραγματική οικονομία, έχει αυτονομηθεί – με αποτέλεσμα να μην παρέχει εκείνο το χρονικό διάστημα «ανακωχής», το οποίο απαιτείται για την «εκλογίκευση» και την  αλλαγή νοοτροπίας. Παράλληλα, οι αδυναμίες αυτές έχουν δημιουργήσει μεγάλες διαστρεβλώσεις στις κοινωνίες – με τους εργαζομένους να μην είναι καθόλου πρόθυμοι να αποδεχθούν την εγκράτεια, καθώς επίσης με τις κεφαλαιοκρατικές τάξεις, αβέβαιες για το μέλλον, εντελώς απρόθυμες να επενδύσουν. Στα πλαίσια αυτά, η Πολιτική αδυνατεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην αυξανόμενη πίεση των αγορών κεφαλαίου, στα συσσωρεμένα χρέη και στη δυσαρέσκεια των Πολιτών – μία κατάσταση η οποία λύνεται είτε με την απόφαση μαζικής διαγραφής χρεών, σε συνδυασμό με την «εκ βάθρων» αλλαγή νοοτροπίας, είτε με τη ριζική «μετατροπή» του πολιτικού συστήματος (κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία, κλπ.), είτε με τη «δημιουργική καταστροφή» (πόλεμοι κλπ.). 

Κατά την άποψη μας λοιπόν, όλες εκείνες οι προσδοκίες, οι οποίες πηγάζουν από την αλλαγή των κυβερνήσεων και από τις εκλογές, είναι ουτοπικές – αφού έτσι δεν αντιμετωπίζεται η αιτία των προβλημάτων, τα οποία απλά αναβάλλονται για το μέλλον, επιδεινούμενα συνεχώς. Επομένως η Δύση, με αφετηρία την Ελλάδα,  φαίνεται ότι θα απειληθεί από μία περίοδο έντονης αστάθειας, εσωτερικών αναταραχών, κοινωνικών εξεγέρσεων, εθνικιστικών εξάρσεων, προστατευτισμού, μεταβατικών κυβερνήσεων και αλλεπάλληλων εκλογών, με αποτελέσματα που είναι αδύνατον να προβλεφθούν. 

ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ

Η Ισλανδία, στο ξεκίνημα της κρίσης (2008), είχε δημόσιο χρέος στο 130% του ΑΕΠ (μετά τη ραγδαία υποτίμηση) και χρέος τραπεζών στο 1.000% του ΑΕΠ – ενώ φυσικά είχε χάσει την πρόσβαση στις αγορές χρηματοδότησης. Τρία χρόνια αργότερα (2011), η χώρα επανήλθε στην ανάπτυξη, μείωσε το δημόσιο χρέος της στο 100% του ΑΕΠ, καθώς επίσης το τραπεζικό στο 200% του ΑΕΠ, διαγράφοντας μέρος των χρεών των νοικοκυριών – ενώ η ανεργία περιορίσθηκε στο 7% και επέστρεψε στις αγορές. Η Ελλάδα αντίστοιχα, στο ξεκίνημα της κρίσης (2009), είχε δημόσιο χρέος στο 120% του ΑΕΠ, χρέος τραπεζών στο 23% και ανεργία στο 9% – επίσης, το τρίτο χαμηλότερο συνολικό χρέος στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Τρία χρόνια αργότερα, το δημόσιο χρέος έφτασε στο 170%, οι τράπεζες ουσιαστικά χρεοκόπησαν παρά το μηδαμινό χρέος τους, λόγω της κατοχής ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 21%, η ύφεση στο -7% και η Βουλή μετέτρεψε το σύνολο του χρέους σε ενυπόθηκο – παραδίδοντας την εθνική μας κυριαρχία και μετατρέποντας την πατρίδα μας σε προτεκτοράτο των Βρυξελλών. Μετά τη διαγραφή χρέους (PSI), το νέο δανεισμό για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καθώς επίσης τα ελλείμματα του προϋπολογισμού (2012), το δημόσιο χρέος θα «μειωθεί» στο 155% του ΑΕΠ – συνεχίζοντας να είναι κατά πολύ υψηλότερο από το 2009 και φυσικά μη βιώσιμο, παρά το ότι η Ελλάδα οδηγήθηκε εγκληματικά στη χρεοκοπία (χωρίς να ξεχνάμε τις τεράστιες ζημίες των ασφαλιστικών ταμείων, Πανεπιστημίων, ιδιωτών κλπ. από τη διαγραφή). Το μνημόνιο ήταν πράγματι ένα φάρμακο για την οικονομία – όπως ισχυρίζονται η κυβέρνηση, το ΔΝΤ και οι υπόλοιποι υπερασπιστές του. Ένα φάρμακο όμως δραστικό και δηλητηριώδες, το οποίο σκοτώνει, αργά αλλά σταθερά, αυτόν που θα υποχρεωθεί να το δοκιμάσει – μία δολοφονία εκ προμελέτης, στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία δεν φανταζόμαστε ότι θα μείνει ατιμώρητη.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Έχουμε την άποψη πως όταν μία χώρα είναι βυθισμένη σε μία τεράστια κρίση, όταν βρίσκεται δηλαδή σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, είναι ανόητο να συζητεί κανείς για αναδιάρθρωση της οικονομίας της – ακόμη και αν είναι απολύτως απαραίτητη η λήψη τέτοιων μέτρων, τα οποία θα την ωφελήσουν μακροπρόθεσμα, με απόλυτη σιγουριά. Δεν είναι δε μόνο από οικονομικής πλευράς ανόητο, αλλά και από ηθικής – όταν την ίδια στιγμή χιλιάδες άνθρωποι οδηγούνται στην ανεργία ή/και αυτοκτονούν. Μεταφορικά, θα ήταν σαν να συζητούσαν οι άνδρες της πυροσβεστικής, κατά τη διάρκεια της προσπάθειας τους να σβήσουν μία πυρκαγιά, για τη λογική ή όχι των πυροσβεστικών μέτρων ή για την ελλιπή πυροπροστασία του κτιρίου που καίγεται – αντί να ασχολούνται με τη μη μετάδοση της σε γειτονικούς χώρους και, στη συνέχεια, με την κατάσβεση της. Στα νοσοκομεία οι γιατροί, κατά τη διάρκεια μίας έκτακτης χειρουργικής επέμβασης, δεν συζητούν για τον τρόπο ζωής και για τα σφάλματα του ασθενή – απλά προσπαθούν να τον σώσουν.

Τόσο η Ελλάδα λοιπόν, όσο και η Ευρωζώνη, δεν έχουν αυτή τη στιγμή χρόνο για να διορθώσουν τα σφάλματα της οικονομικής πολιτικής και του ευρώ – ενώ θα ήταν δεδομένη η διάλυση των Η.Π.Α. εάν η εκεί κυβέρνηση συζητούσε την αποβολή ή μη της Καλιφόρνιας, λόγω της χρεοκοπίας της. Αυτό που επείγει είναι η λήψη άμεσων μέτρων για την από κοινού ανάπτυξη ολόκληρης της ηπείρου, καθώς επίσης για τον περιορισμό των χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών – μέσω των χαμηλών επιτοκίων, του ελεγχόμενου πληθωρισμού και της μερικής διαγραφής. Όλα τα υπόλοιπα, όπως η εσωτερική υποτίμηση, οι διαρθρωτικές αλλαγές, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας κλπ., απαιτούν πολύ χρόνο για την επίτευξη τους. Όπως λοιπόν κατά τη διάρκεια μίας πυρκαγιάς οι πυροσβέστες δεν συζητούν για τις αιτίες της, αλλά προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά, αφήνοντας για αργότερα τη διαπίστωση των αιτίων της και την καταπολέμηση τους, έτσι οφείλουμε να λειτουργήσουμε και στην περίπτωση της Ευρωζώνης – με την άμεση υιοθέτηση βραχυπρόθεσμων «κατασταλτικών» μέτρων, τα οποία θα επιτρέψουν σταδιακά την υιοθέτηση μακροπροθέσμων, «ανασταλτικών» και προληπτικών.

Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 06. Μαΐου 2012, http://www.facebook.com/viliardos, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2593.aspx

Αργεντινή, εθνικοποίηση κόντρα στην παρακμή

Αργεντινή, εθνικοποίηση κόντρα στην παρακμή  

Του Λεωνίδα Βατικιώτη


Η απόφαση της προέδρου της Αργεντινής να επαν-εθνικοποιήσει την πετρελαϊκή εταιρεία YZF που ανήκε στην ισπανική πολυεθνική Repsol κατέστη αναγκαία λόγω της εικόνας κατάρρευσης που επικρατούσε τα τελευταία χρόνια από τη στιγμή που η εταιρεία έστελνε τα κέρδη στο εξωτερικό, αρνούμενη να προβεί στις αναγκαίες επενδύσεις.

Με οικονομικές κυρώσεις απείλησαν Μπαρόζο και ευρωκοινοβούλιο την Αργεντινή

Κι όμως οι ιδιωτικοποιήσεις και η ασύδοτη δράση του πολυεθνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου από χώρα σε χώρα, δεν αποτελούν μονόδρομο! Η απόφαση της προέδρου της Αργεντινής, Χριστίνα Κίρχνερ, την προηγούμενη Δευτέρα να εθνικοποιήσει το 51% του ενεργειακού κολοσσού YPF που ανήκει στην ισπανική πολυεθνική Repsol έδειξε ότι ακόμη και σήμερα, παρά την ύπαρξη μιας σειράς διεθνών νόμων και συμφωνιών που θωρακίζουν την δράση των πολυεθνικών, το πολυεθνικό κεφάλαιο μπορεί να εθνικοποιηθεί και οι υπερεθνικές επενδύσεις να γίνουν μπούμερανγκ!

Η απόφαση της Κίρχνερ (που συνοδεύτηκε από δήλωση του υπουργού Οικονομικών ότι το Μπουένος Άιρες θα αποφασίσει το αντίτιμο κι αυτό μάλιστα εν καιρώ!) δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία. Δυόμισι αιτίες επέβαλλαν στο Μπουένος Άιρες να κλείσει την παρένθεση που άνοιξε το 1999, όταν στο απόγειο της εφαρμογής του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων από τον Κάρλος Μένεμ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο η δημόσια YPF πέρασε στα χέρια της ισπανικής πολυεθνικής, έναντι 13 δισ. δολαρίων. Ο πρώτος και σημαντικότερος λόγος σχετίζεται με την πορεία παρακμής που διαγράφει το τελευταίο χρονικό διάστημα το άλλοτε διαμάντι του καπιταλισμού της Αργεντινής. Ως αποτέλεσμα της απουσίας επενδύσεων και του απαρχαιωμένου τεχνολογικού εξοπλισμού λόγω του ότι η εταιρεία επέλεγε να στέλνει τα κέρδη στο εξωτερικό αντί να τα επενδύει (τακτική που αποτελούσε αιτία συνεχών τριβών με την κυβέρνηση), το ενεργειακό πλεόνασμα ύψους 6 δισ. δολ. που είχε μόλις το 2006 η Αργεντινή, πέρυσι, το 2011 μετατράπηκε σε έλλειμμα 3 δισ. δολ. Η επανεθνικοποίηση επομένως ήταν πριν απ' όλα μια αμυντική κίνηση που στόχευε να επανορθώσει τις ζημιές που προκάλεσε η ιδιωτικοποίηση. Ταυτόχρονα στόχευε να αποτρέψει και τα χειρότερα. Δηλαδή, την πώληση της εταιρείας στους Κινέζους. Κι αυτός είναι ο δεύτερος λόγος. Όπως έγραψαν από την πρώτη τους κιόλας σελίδα οι Financial Times την Τετάρτη 18 Απριλίου η ισπανική ιδιοκτησία βρισκόταν σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις με την κινέζικη Sinopec, που ήδη κατέχει το 40% της βραζιλιάνικης Repsol, για να πουλήσουν το 75% του μετοχικού κεφαλαίου. Το Μπουένος Άιρες ξέροντας τον επιθετικό χαρακτήρα των κινέζικων επενδύσεων, θέλησε να αποτρέψει την εξαγορά γιατί αντιλαμβάνονταν τον μη αντιστρεπτό χαρακτήρα που θα προσλάμβαναν πλέον οι εξελίξεις. Αυτό όμως το γεγονός, η πρόθεση των Ισπανών να πουλήσουν την θυγατρική τους στους Κινέζους δείχνει πόσο υποκριτικές είναι οι αντιδράσεις τους απέναντι στην απόφαση της Κίρχνερ, καθώς η επιχείρηση σε κάθε περίπτωση θα άλλαζε χέρια. Κι αυτό που επέβαλε η Κίρχνερ ήταν οι δικοί της όροι σε αυτή την αναπόφευκτη μεταβίβαση.

Τέλος υπήρχε και κάτι ακόμη που επέβαλε την επίδειξη ισχύος του Μπουένος Άιρες και είναι αμιγώς πολιτικό. Απευθυνόταν δε πρωτίστως στο εξωτερικό και δη στην Ευρώπη που θεωρεί την κατοχή των νήσων Μαλβίνες (Φόκλαντς για τους Άγγλους) ως το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο αλλά και εντός της Αργεντινής. Στόχος εκεί ήταν τα κοσμοπολίτικα τμήματα της ολιγαρχίας, που διατηρούν στενούς δεσμούς με το διεθνές κεφάλαιο και δεν έχασαν την ευκαιρία να καταδικάσουν την απόφαση της Χριστίνα Κίρχνερ, όπως για παράδειγμα ο δήμαρχος του Μπουένος Άιρες, Μαουρίσιο Μάκρι, που αποτελεί το αντίπαλο δέος της Κίρχνερ, χωρίς φυσικά ούτε να πλησιάζει τα δυσθεώρητα ποσοστά δημοτικότητάς της που γνώρισαν νέα άνοδο μετά κι απ' αυτή την απόφαση.

Να σημειωθεί δε πως η επανεθνικοποίηση της YPF δεν είναι η πρώτη απόφαση ανάκλησης ιδιωτικοποίησης που λαμβάνεται στην Αργεντινή μετά το 2001, όταν ανακοινώθηκε η παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους. Προηγήθηκε η εθνικοποίηση της αεροπορικής εταιρείας Aerolineas Argentinas, που είχε εξαγοραστεί από έναν ισπανικό ταξιδιωτικό όμιλο και μια σειρά άλλες αποφάσεις (όπως η κατοχύρωση του πολιτικού ελέγχου επί της κεντρικής τράπεζας, η επιβολή ποσοστώσεων επί των εισαγωγών και ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων για να τερματιστεί η φυγή 21,5 δις. δολ. μόνο τον προηγούμενο χρόνο) που αμφισβήτησαν ευθέως τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. Η μεγάλη ωφελημένη αυτής της διαδικασίας ήταν πριν απ' όλους η αστική τάξη της Αργεντινής η οποία κάλυψε το κενό που άφησαν πίσω τους οι ξένες επενδύσεις.

Από την άλλη το κόστος για το ξένο κεφάλαιο και δη για την Ισπανία είναι τεράστιο και δεν περιορίζεται μόνο στους συμβολισμούς. Μάρτυρας η ανακοίνωση των 20 πλουσιότερων χωρών του κόσμου (G20) ότι στηρίζουν την Ισπανία (εννοώντας φυσικά την πολυεθνική Repsol και το αίτημά της να αποζημιωθεί με 10 δισ. δολ.) κι η απειλή εκ μέρους του Ευρωκοινοβουλίου και δια στόματος, Μανουέλ Μπαρόζο, για επιβολή κυρώσεων στην Αργεντινή. Προοπτική που κατά τη γνώμη μας δεν είναι τόσο πιθανή λόγω των σημαντικών επενδύσεων που εξακολουθεί να διατηρεί η Ισπανία στην χώρα που γέννησε τον Τσε και τον Μπόρχες (Telefonica, BBVA, Santander, κ.α.) και του υπαρκτού κινδύνου για νέες εκδικητικές αυτή τη φορά εθνικοποιήσεις. Τα έσοδα των ισπανικών πολυεθνικών από την Αργεντινή ανέρχονται ετησίως σε 20 δισ., ενώ οι ισπανικές επενδύσεις στο εξωτερικό ισοδυναμούν συνολικά με το 50,6% του ΑΕΠ, όταν μόλις πριν 15 χρόνια αντιστοιχούσαν στο 3,6% του ΑΕΠ. Πολλές δε ισπανικές πολυεθνικές κερδίζουν περισσότερα από την δραστηριοποίησή τους στη Λατινική Αμερική απ' ότι στην Ισπανία. Το 2011 για παράδειγμα η τράπεζα Santander κέρδισε περισσότερα στη Βραζιλία απ' ότι στην Ισπανία, ενώ τα κέρδη της άλλης κορυφαίας τράπεζας, της BBVA, ήταν περισσότερα στο Μεξικό απ' ότι στην Ισπανία. Φαίνεται έτσι η σημασία του πλήγματος που δέχτηκε ο ισπανικός καπιταλισμός με την εθνικοποίηση της YPF, καθώς τα υπερπόντια κέρδη έρχονται να αντισταθμίσουν τις αυξανόμενες ζημιές που δημιουργεί η κρίση στο εσωτερικό.

 

ΠΗΓΗ: "Πριν" 22/4/2012. Το είδα: 25/04/2012,  http://leonidasvatikiotis.wordpress.com/2012/04/25/…80/

Οίκοι Αξιολόγησης ΙV

Οίκοι Αξιολόγησης – Μέρος ΙV

 

Του Παναγιώτη Γαβανά

 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙΙ

Κλίμακα αξιολόγησης και αλγοριθμικά «μαγειρέματα»

Ο οίκος Fitch το 1924 εφεύρε την κλίμακα αξιολόγησης με δέκα επίπεδα διαβάθμισης, ξεκινώντας απ’ το ΑΑΑ (ο καλύτερος βαθμός, τριπλό Α) και κατεβαίνοντας την κλίμακα μέσω ΑΑ, Α, ΒΒΒ, ΒΒ, Β, CCC, CC, C φθάνοντας έως το D (Default, παντελής ανικανότητα πληρωμής). Οι αξιολογήσεις από ΑΑΑ έως ΒΒΒ σημαίνουν «investment grade», δηλ. συνιστάται στους επενδυτές να αγοράσουν. Από την βαθμίδα ΒΒ αρχίζει η «non investment grade», δηλ. συνιστάται στους επενδυτές να μην αγοράσουν(!) ή να ζητήσουν επιπρόσθετα μέτρα ασφάλειας. Οι διαβαθμίσεις, όταν πρόκειται για δάνεια, είναι συνδεδεμένες με συγκεκριμένες δανειακές συνθήκες: Μια υποβάθμιση σημαίνει, ότι όλες οι τράπεζες θα ζητήσουν υψηλότερο τόκο. Στην κλίμακα προστέθηκαν αργότερα οι ενδείξεις συν και πλην (+/) και με έναν παρόμοιο τρόπο – για παράδειγμα με την προσθήκη αριθμών (Moody’s) – παραλήφθηκαν και από τους άλλους οίκους.

Οι οίκοι αξιολόγησης λαμβάνουν τις πληροφορίες κυρίως απ’ τους πιστωτές και τους εκδότες των αξιόγραφων και προσανατολίζονται αποκλειστικά στα δικά τους συμφέροντα. Προωθήθηκαν τα δάνεια στους πιστολήπτες με λαθεμένες ή ελλιπείς πληροφορίες; Αυτό για τους οίκους είναι αδιάφορο. Μπορούσε να προβλεφτεί, ότι οι πιστολήπτες δεν θα είναι σε θέση να αποπληρώσουν το δάνειο; Αυτό για τους οίκους είναι αδιάφορο. Έχουν οι εγγυητές των δανείων, όπως το American International Group (AIG), ένα ελάχιστο ποσό στήριξης σε περίπτωση που η εγγύηση καταρρεύσει; Ναι ή όχι; Αυτό για τους οίκους είναι αδιάφορο.

Έτσι δεν είχε ληφθεί υπόψη, ότι τα ενυπόθηκα δάνεια πριν ληφθούν απ’ τους πιστολήπτες, αυτοί – σε πολλές περιπτώσεις εργαζόμενοι χωρίς σταθερό εισόδημα – δελεάστηκαν με μέσα εξαπάτησης για να πάρουν δάνειο, π.χ. με πιστοποιητικά εισοδήματος, τα οποία παραποιήθηκαν απ’ τους εκπροσώπους των τραπεζών. Παρόλο που διάφορες ειδήσεις περί εξαπάτησης εμφανίζονταν κατά καιρούς στα κυρίαρχα ΜΜΕ απ’ το 2005, αυτό για τους οίκους ήταν αδιάφορο. Δεν φρόντισαν ακόμη να μάθουν για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι πιστολήπτες, π.χ. εάν μετά την υποβάθμιση και τους υψηλούς τόκους θα χάσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία, εάν κηρύξουν πτώχευση ή αν θα πεινάσουν – ανεξάρτητα απ’ το αν πρόκειται για ατομικούς καταναλωτές, για επιχειρήσεις ή για ολόκληρες οικονομίες κρατών. Οι απαντήσεις των τραπεζών έχουν απόλυτη προτεραιότητα, όποια κι αν είναι η διαφθορά και η απάτη των πιστωτών και αυτών που εκδίδουν τα αξιόγραφα.

Οι οίκοι δεν αξιολογούν μόνο, αλλά βοηθούν και τους πελάτες να δομήσουν αξιόγραφα πριν την πιστοληπτική αξιολόγηση (indicative rating). Οι πελάτες, π.χ. τράπεζες επενδύσεων, μπορούσαν/μπορούν να κάνουν μετατροπές και βελτιώσεις έως ότου εμφανιστεί και επιλεγεί ένα τριπλό Α. Οι οίκοι έχουν βοηθήσει στο «μαγείρεμα» των πιστοποιημένων ενυπόθηκων δανείων – διαφορετικά, ανάλογα με το πιθανό έλλειμμα – έτσι που από ένα όσο το δυνατό μεγάλο όγκο σε ΑΑΑ-«μαγειρέματος» να προκύπτει ένα όσο το δυνατό μεγαλύτερο κέρδος απ’ την πώληση χαρτιών CDO.

Οι αξιολογήσεις γίνονται με τη βοήθεια μαθηματικών μοντέλων ρίσκου. Οι μέχρι τώρα ιστορικές εμπειρίες χρησιμοποιούνταν ως βάση. Αντιθέτως οι σύγχρονοι μηχανισμοί, οι οποίοι προκύπτουν απ’ την διαρκή απορρύθμιση και την εφεύρεση νέων χρηματιστικών προϊόντων, δεν λαμβάνονται υπόψη: Τα μοντέλα ακολουθούν κατ’ ανάγκη πίσω απ’ τους συνειδητά διαρκώς αυξανόμενους κινδύνους.

Οι οίκοι τροφοδοτούν σημαντικές θυγατρικές επιχειρήσεις ή τμήματα (Analytics, Algorithmics, κ.ά), οι οποίες αναπτύσσουν μαθηματικά μοντέλα ρίσκου. Αυτές εργάζονται με μεθόδους και χρονικούς ορίζοντες, που είναι προσανατολισμένοι στα ιδιωτικά και βραχυπρόθεσμα κριτήρια κέρδους. Κριτήρια κέρδους, τα οποία ισχύουν τόσο για τους πελάτες των οίκων, όσο και για τους ίδιους τους οίκους. Οι οίκοι δεν πουλούν στους πελάτες μόνο πιστοληπτικές αξιολογήσεις, αλλά επίσης συμβουλές και software, για το πώς αποκομίζονται κέρδη στις χρηματιστικές αγορές σε βάρος των άλλων που συμμετέχουν στην αγορά μέσω αξιοποίησης πολύ μικρών χρονικών διαστημάτων. Εδώ γίνεται λόγος για χιλιοστά δευτερολέπτων και για ποσά στα οποία υπολογίζονται τρεις θέσεις δεκαδικών ψηφίων πίσω από το κόμμα. Στις συναλλαγές αυτές οι οίκοι ακολουθούν την ίδια λογική όπως και οι πελάτες τους. Γι΄ αυτό και οι αξιολογήσεις των οίκων δεν μπορούν να είναι ανεξάρτητες, αλλά αυτές ταυτίζονται με τους σκοπούς των πελατών.

Όλοι είναι ίσοι αλλά μερικοί είναι πιο ίσοι απ’ τους άλλους

Παρόλο που οι οίκοι αξιολόγησης αντιλαμβάνονται ότι έχουν υψηλά και ρυθμιστικά καθήκοντα, ενώ κάνουν με τους πελάτες μια ελεύθερη συμφωνία, δεν αναλαμβάνουν γι’ αυτό καμιά ευθύνη. Όμως και οι πελάτες δεν λαμβάνουν στα σοβαρά υπόψη την πιστοληπτική αξιολόγηση, η οποία είναι ενδιαφέρουσα μόνο ως σφραγίδα εξυπηρέτησης. Οι οίκοι χαρακτήριζαν μέχρι τώρα τις αξιολογήσεις τους σαν «άποψη» (opinion). Σ΄ αυτό το παιχνίδι συμμετείχε ακόμη και η Δικαιοσύνη των ΗΠΑ: Σε πολλές περιπτώσεις τα δικαστήρια των ΗΠΑ αθώωσαν τους οίκους όταν αυτοί κατηγορήθηκαν από ιδιώτες: Οι οίκοι πρόβαλλαν το επιχείρημα, ότι οι διαβάθμιση περί πιστοληπτικής ικανότητας δεν έχει καμιά αξίωση για αντικειμενικότητα, αλλά ότι υποτάσσεται στην «ελευθερίας της άποψης». Στην «Wall Street Reform and Consumer Protection Act», η κυβέρνηση Ομπάμα μετατόπισε παραπέρα το πρόβλημα: Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις ισχύουν μόνο ως έκφραση της άποψης των ειδικών, για τους οποίους την ευθύνη φέρουν οι οίκοι. Το ποια ακριβώς είναι αυτή η ευθύνη, παραμένει ένα θέμα ανοιχτό.

Το ότι οι οίκοι σχεδόν ποτέ δεν αποκλίνουν στις εκτιμήσεις τους, αλλά ακόμη κι αν το κάνουν υπάρχουν μόνο μικρές αποχρώσεις μεταξύ τους, δεν σημαίνει ότι είναι ανεξάρτητοι. Δεν θα υπήρχε καμιά διαφορά αν υπήρχε μόνο ένας οίκος ή τρεις, οι οποίοι εδώ και δεκαετίες κυριαρχούν στην αγορά. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μονοπώλιο. Οι οίκοι είναι προσδεμένοι στις δομές της Wall Street, των ισχυρότερων επενδυτικών ομάδων του κόσμου με έδρα τις ΗΠΑ και στην παγκόσμια δύναμη των ΗΠΑ. Παρόλο που το κράτος των ΗΠΑ, συγκρινόμενο σε ελληνικές διαστάσεις, είναι υπερχρεωμένο και δεν μπορεί να καταθέσει κανένα σχέδιο για το πώς θα ξεπληρώσει τα χρέη του, λαμβάνει και απ’ τους τρεις οίκους μαζί, όπως και πριν, την καλύτερη βαθμολογία ΑΑΑ. Όταν το προηγούμενο καλοκαίρι η S&P υποβάθμισε για πρώτη φορά την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ στο ΑΑ+, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ δήλωσε ότι η S&P έκανε λάθος, επειδή δεν έλαβε υπόψη στους υπολογισμούς της ένα ποσό δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η SEC ξεκίνησε αμέσως μια έρευνα σχετικά με τις υπολογιστικές μεθόδους της S&P.

Ακόμη και υπερχρεωμένα κράτη όπως η Αγγλία και η Ιαπωνία, συνεχίζουν να λαμβάνουν την καλύτερη βαθμολογία. Οι χώρες αυτές, όπως επίσης και οι ΗΠΑ – σε αντίθεση με τις χώρες της ευρωζώνης – μπορούν να εκδίδουν τα κρατικά τους ομόλογα στο δικό τους νόμισμα, δηλ. οι κεντρικές τράπεζες μπορούν απλά να τυπώνουν νέο χρήμα. Έτσι αποφεύγεται η ονομαστική πτώχευση, τα χρέη όμως μεταβιβάζονται μέσω του πληθωρισμού πάνω στους πιστωτές. Οι οίκοι μέσω των αξιολογήσεών τους στηρίζουν κάτι τέτοιο, είναι μέρος αυτής της πρακτικής. Όταν το Μεξικό ήταν υπερχρεωμένο, οι οίκοι βαθμολόγησαν τα χρέη του, τα οποία είχαν ληφθεί στο νόμισμα της χώρας, το πέσο, με ΑΑ-. Τα χρέη όμως που είχαν ληφθεί σε δολάρια των ΗΠΑ, τα αξιολόγησαν ταυτόχρονα με ΒΒ-, κι αυτό για το λόγο και μόνο, ότι το Μεξικό μπορούσε να τυπώσει πέσος, όχι όμως και δολάρια των ΗΠΑ.

Έτσι είναι κατανοητό, ότι οι οίκοι, τα ίσα τα βαθμολογούν άνισα. Ενόσω όταν υπολογίζουν τα χρέη της Ελλάδας συμπεριλαμβάνουν μέσα σ’ αυτά ακόμη και τα χρέη των νοσοκομείων, όταν αξιολογούν τα χρέη των ΗΠΑ ή των ομόσπονδων κρατών των ΗΠΑ, τότε δεν λαμβάνουν υπόψη τους τα αντίστοιχα συγκρίσιμα χρέη. Και είναι γνωστό, ότι πολλά ομόσπονδα κράτη των ΗΠΑ, έχουν ακόμη και τρεις φορές υψηλότερα χρέη απ’ ό,τι φαίνεται στον επίσημο κρατικό προϋπολογισμό, μεταξύ των άλλων και εξαιτίας των ελλειμμάτων στα συνταξιοδοτικά ταμεία των υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης.

Οι οίκοι αξιολόγησης δεν είναι ένας ελεγκτικός μηχανισμός, ο οποίος ακολουθεί την αρχικά νοούμενη νομική εντολή, αλλά καταχρώνται την προνομιακή λειτουργική θέση που τους δόθηκε απ’ τον νομοθέτη, μια θέση, η οποία προστατεύεται από το κράτος. Οι οίκοι είναι ένας ενεργός ρυθμιστής στην υπηρεσία του απ’ τις ΗΠΑ αναπτυγμένου και παγκόσμια κυρίαρχου συστήματος. Το σύστημα αυτό βασίζεται πάνω στη δυνατότητα να τυπώνεται ατελείωτα κρατικό χρήμα και στην απόλυτη κυριαρχία των τραπεζικών επενδύσεων, καθώς και των μεγαλύτερων διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων του κόσμου. Οι απαιτήσεις εκείνων που συμμετέχουν στα χρηματιστικά, έχουν προτεραιότητα σε σχέση με τα λαϊκά-οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια. Η απάτη, ακόμη και με την έννοια που αυτή ορίζεται στους αστικούς νόμους, η οργανωμένη μυστικότητα και η εξαπάτηση, αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της συμπεριφοράς τους. Οι οίκοι βοηθούν στην σταδιακή αφαίρεση της ιδιοκτησίας των ατόμων, των επενδυτών και των κρατών, και μ’ αυτό τον τρόπο χρησιμεύουν στον ίδιο πλουτισμό μιας ελίτ, η οποία ενεργεί σύμφωνα με το σύνθημα: «Μετά από μας ο κατακλυσμός».

Ασκούμενη κριτική για άχρηστα χαρτιά

Οι οίκοι είναι ένα «διεφθαρμένο σύστημα» [13], λέει ο γνωστός νομπελίστας αμερικανός οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν (σ.σ. με τον οποίο βέβαια δεν συμφωνούμε ιδεολογικά). Όμως ο χαρακτηρισμός αυτός είναι ελλιπής: Πόσο διεφθαρμένο είναι ένα συνολικό σύστημα, το οποίο δίνει μια τόσο βαρύνουσα ρυθμιστική σημασία σ’ ένα βαθιά διεφθαρμένο υποσύστημα;

Το μοντέλο, η «απόδοση» του οποίου είναι ελέγξιμη εδώ και δεκαετίες, δείχνει, ότι οι οίκοι έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους δημόσιες υποθέσεις. Αν το 1975 αξιολογούνταν απ’ τους οίκους μόνο 5 κράτη, το 1990 ο αριθμός αυτός φτάνει τα 68, το 2000 τα 191, για να εκτοξευτεί το 2002 στα 202 κράτη. Το ποια επιρροή ασκούν οι οίκοι αξιολόγησης – σε σχέση με τις εμπλεκόμενες τράπεζες, τους κερδοσκόπους, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ -, αυτό φάνηκε καθαρά στην περίπτωση της Ελλάδας.

Μετά την καπιταλιστική κρίση του 2007, και οι δυτικές κυβερνήσεις απαίτησαν μια ισχυρή ρύθμιση και μεταρρύθμιση των οίκων αξιολόγησης. Η Επιτροπή Επιτήρησης των ΗΠΑ SEC (Security Exchange Commission) πρότεινε, οι οίκοι να ¨μειώσουν» την συμβουλευτική τους ιδιότητα. Η μεταπήδηση των υπαλλήλων ενός οίκου σε μια τράπεζα, έπρεπε να γίνει πιο δύσκολη. Απ’ όλα αυτά τελικά, δεν έμεινε σχεδόν τίποτα. Οι οίκοι κατά ην ακροαματική διαδικασία στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, παραδέχτηκαν ως όφειλαν μερικά «λάθη» και επαίνεσαν την βελτίωση – όπως πάντα.

Οι διαμορφωτές της γνώμης του χρηματιστικού συστήματος, ασκούνται στην πραγματιστική απελπισία: «Σε καιρούς ανασφάλειας αυξάνεται η ζήτηση για πιστοληπτικές αξιολογήσεις – όσο αμφίβολες κι αν είναι αυτές», γράφει η ελβετική Neue Zürcher Zeitung[14]. Έτσι επιχειρηματολογεί και ο Andrew Bosomworth, Top manager στην Pimco, ένας από τους μεγαλύτερους αγοραστές ομολόγων του κόσμου: «Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις έχουν όλο και λιγότερη σημασία. Επειδή όμως κάποιος εξαιτίας των πολλών αποφάσεων και των ρυθμιστικών κανονισμών δεν έχει άλλη επιλογή, απευθύνεται παρόλα αυτά διαρκώς στους οίκους αξιολόγησης»[15]. Μ’ έναν τέτοιο κυνισμό, ο κλάδος των οίκων αξιολόγησης μπορεί να βγάλει πολλά εκατομμύρια κέρδη.

Κάπως περισσότερο ανησυχούν οι οίκοι απ’ τις μηνύσεις που γίνονται εναντίον τους για αποζημιώσεις, οι οποίες (μηνύσεις) υποβάλλονται απ’ τους παθόντες στα δικαστήρια σε πολλά κράτη. Έτσι έχουν ξεσκεπαστεί εν μέρει κάποιες πρακτικές τους. Μια επιτυχημένη απόφαση μπορεί να ακολουθηθεί από απαιτήσεις δισεκατομμυρίων. Έτσι για παράδειγμα, η μήνυση ενός συνταξιούχου ενάντια στο γερμανικό παράρτημα της Standard & Poor’s είχε ιδιαίτερο βάρος. Ο συνταξιούχος αυτός αγόρασε πιστοποιητικά της Lehman για 30.000 ευρώ, τα οποία η τράπεζα είχε αγοράσει απ’ την S&P με την σφραγίδα Α – το πιστοποιητικό ίσχυε ακόμη για τρεις μέρες προτού η Lehman κηρύξει πτώχευση. Κατά την άποψη του κατήγορου, ευθύνονται οι οίκοι – σε αντίθεση με το νομικό σύστημα των ΗΠΑ – απέναντι στους επενδυτές για τις αξιολογήσεις τους, αν οι αξιολογήσεις παρουσιάζονται στο έντυπο πώλησης σαν διαφήμιση[16].

Οι οίκοι αξιολόγησης δεν μεταρρυθμίζονται!

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκφράζονται σκέψεις για έναν ίδιο οίκο – λέγεται μάλιστα, ότι το τραπεζικό λόμπυ στις Βρυξέλλες έχει ήδη δραστηριοποιηθεί. Με μεγαλύτερη αυτοσυνείδηση φαίνεται να δρα η νέα οικονομική δύναμη Κίνα. Η κινεζική κεντρική τράπεζα ίδρυσε το 1994 την Dagong Global Credit Rating Company ως ιδιωτικό οίκο για τις εσωκινεζικές υποθέσεις. Ο οίκος αυτός βρίσκεται κατά 100% σε κινεζικά χέρια, σε αντίθεση με άλλους οίκους στην Ασία, οι οποίοι ανήκουν ολοκληρωτικά ή εν μέρει σε δυτικούς. Μετά την τελευταία καπιταλιστική κρίση, ο οίκος Dagong επέκτεινε τις δραστηριότητές του σε ξένα κράτη καθώς και στις πιστώσεις. Σε αντίθεση την Moody’s και την Fitch, οι οποίες εξακολουθούν να αξιολογούν τις ΗΠΑ με ΑΑΑ, ενώ η S&P με ΑΑ+, ο οίκος Dagong τις αξιολόγησε με ΑΑ.

Η κριτική που ασκείται στους οίκους αξιολόγησης, αφορά συνήθως στις λαθεμένες εκτιμήσεις που κάνουν, δηλ. στο ότι αυτές δεν αντανακλούν «πραγματικά» τους υπαρκτούς κινδύνους για τα αξιόγραφα και τα δάνεια. Η κριτική αυτή, όσο σημαντική και να είναι, χάνει απ’ το οπτικό της πεδίο το πιο σημαντικό: τον βασικά κρισιακό και κερδοσκοπικό χαρακτήρα του καπιταλισμού – επομένως και την μη προβλεψιμότητά του, δηλ. ότι η κρίση είναι συνυφασμένη με τον καπιταλισμό. Οι αντιφάσεις του καπιταλισμού, οι οποίες εκκενώνονται στις κρίσεις, δεν αρχίζουν με τα κερδοσκοπικά στοιχεία των δανείων ή κατά τα γνωστά «μη νεωτερικά χρηματιστικά παράγωγα», τα οποία κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες χάνουν την αξία τους και στη συνέχεια σπάνε ολόκληρες αλυσίδες πληρωμών. Ήδη κατά την εμπορευματική ανταλλαγή – ο διαχωρισμός αγοράς και πώλησης – εμπεριέχει την κερδοσκοπία. Ο παραγωγός δεν είναι ποτέ ασφαλής, αλλά μπορεί μόνο να ελπίζει, ότι το παραχθέν από αυτόν εμπόρευμα θα πουληθεί πραγματικά πάνω στην αγορά. Κατά τον Μαρξ, «η Πίστη επιτρέπει να κρατούν χωρισμένες την μια από την άλλη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τις πράξεις της αγοράς και της πούλησης και γι΄ αυτό χρησιμεύει σαν βάση της κερδοσκοπίας»[17]. Το δυναμικό της κρίσης είναι συνυφασμένο με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και δεν μπορεί να εξαλειφθεί με ρυθμίσεις ή να προβλεφτεί από τους οίκους αξιολόγησης. Οι οίκοι είναι μια σύγχρονη μορφή σχέσεων συνυφασμένη με την ανασφάλεια του καπιταλισμού. Μια μορφή, την οποία προώθησε η ίδια η αστική πολιτική. Το «νεωτερικό» στον καπιταλισμό, είναι, ότι όλα τα μετατρέπει σε χρήμα. Αλλά ακριβώς, στη βάση της συστημικής ανασφάλειας και των κρισιακών φαινομένων, οι πληροφορίες ποτέ δεν θα είναι πλήρως ανθεκτικές. Γι’ αυτό και επειδή πολλές φορές έχουν κατηγορηθεί χωρίς επιτυχία, οι οίκοι αξιολόγησης επιμένουν ότι δίνουν απλά μόνο μια άποψη. Για το λόγο αυτό και κάθε προσπάθεια να κατηγορηθούν για τις εκτιμήσεις και προγνώσεις τους θα πέφτει στο κενό. Το να καθίστανται υπεύθυνοι, αυτό θα σήμαινε την κατάργησή τους. Αλλά ακόμη και τότε η επιτυχία θα ήταν μικρή επειδή οι οίκοι αξιολόγησης δεν αλλάζουν τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού. Και φυσικά δεν πρόκειται να αλλάξει επίσης τίποτα, είτε οι οίκοι είναι περισσότεροι, είτε υπάρχει ένας ή και κανένας ευρωπαϊκός οίκος αξιολόγησης.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ και ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[13] Der Spiegel, 18/2010, σ. 66

[14] Neue Zürcher Zeitung, 19.8.2010

[15]Handelsblatt, 11.6.2010

[16]Erster Anleger klagt in Deutschland gegen Ratingagentur, Frankfurter Allgemeine Zeitung, 8.6.2010

[17]Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3ος, σ. 550, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1978

ΠΗΓΕΣ

Εποχή, ISKRA, Ριζοσπάστης, el.wikipedia.org, Das Blättchen, Die Zeit, Die Welt, Der Spiegel, Frankfurter Allgemeine Zeitung, Financial Times Deutschland, Freitag, Handelsblatt, junge Welt, jungle World, Neue Zürcher Zeitung, Neues Deutschland, Süddeutsche Zeitung, taz.die tageszeitung, WOZ, de.wikipedia.org

 

ΠΗΓΗ: 23 Φεβρουαρίου 2012, http://www.inprecor.gr/index.php/archives/168039