Αρχείο κατηγορίας Ο διεθνής περίγυρος σε ειδικές αποστολές

Ο διεθνής περίγυρος σε ειδικές αποστολές

Η εκτίναξη του δημόσιου χρέους μετά το PSI

Η εκτίναξη του δημόσιου χρέους μετά το PSI

 

Του Δημήτρη Καζάκη


 

Φαντάζομαι ότι θα έχετε ακούσει για την περίφημη απομείωση χρέους της τάξης των 106 δις ευρώ, λόγω του πιο πετυχημένου PSI όλων των εποχών. Έτσι πανηγυρίζουν οι φυσικοί αυτουργοί της πιο μεγάλης απάτης που έχει διεξαχθεί εναντίον ενός ολόκληρου λαού με βιτρίνα την αναδιάρθρωση χρέους. Φυσικά, τίποτε το πετυχημένο δεν υπάρχει στο περίφημο PSI. Καταρχάς για να ήταν πετυχημένο, έστω και με τα κριτήρια των αγορών, θα έπρεπε να συντρέχουν τρεις παράμετροι: 

(α) Να υποδεχόταν η αγορά και μάλιστα η δευτερογενής τα νέα ομόλογα που εκδόθηκαν στη θέση των παλιών με νορμάλ επιτόκια. Συνέβη κάτι τέτοιο; Όχι. Μειώθηκαν μεν τα επιτόκια στην δευτερογενή, αλλά παραμένουν σε ύψη ρεκόρ πάνω από 20%. Αυτό σημαίνει ότι η αγορά αντιμετωπίζει και τις νέες εκδόσεις ομολόγων σε κατάσταση χρεοκοπίας.

(β) Να επέτρεπε στην χώρα την ταχεία έξοδο στις αγορές κεφαλαίου, όπως π.χ. έγινε στην περίπτωση της Ουρουγουάης το 2004 που μέσα σε δυο-τρεις μήνες η χώρα ξαναβγήκε στις αγορές και γι' αυτό χαρακτηρίστηκε πετυχημένη η αναδιάρθρωση. Η Ελλάδα προβλέπεται επίσημα να βγει στις αγορές μετά το 2020. Αν και πολλοί αναλυτές θεωρούν πιο σώφρονα την εκτίμηση που θέλει την Ελλάδα να επιχειρεί να βγει στις αγορές μετά το 2040. Σκέψου, δηλαδή, να μην ήταν πετυχημένο το PSI τι θα γινόταν. 

(γ) Να απέφερε ουσιαστική απομείωση χρέους στην Ελλάδα. Αυτό όχι μόνο δεν έγινε από την ίδια την λειτουργία του PSI, αλλά και μόνο το γεγονός ότι η χώρα χρειάστηκε να καταφύγει σε νέο δάνειο σημαντικό μεγαλύτερο από την εικαζόμενη ονομαστική απομείωση του χρέους, τότε κανείς δεν μπορεί να μιλά στα σοβαρά για πετυχημένο PSI.

Το εκνευριστικό στην όλη υπόθεση είναι ότι καμιά πολιτική δύναμη δεν αμφισβητεί το παραμύθι του PSI και των 106 δις ευρώ δήθεν απομείωση του χρέους. Όλοι το έχουν χάψει και το παπαγαλίζουν λες και είναι δεδομένο. Μέχρι σήμερα όλοι τους είχαν μια δικαιολογία: δεν γνώριζαν τα ακριβή στοιχεία, οπότε έμεναν σ' αυτό που τους λέει ο κ. Βενιζέλος. Αν και αυτή η δικαιολογία είναι μάλλον αστεία όταν γνωρίζεις ότι το κράτος αναγκάστηκε να δανειστεί εκ νέου 137 δις ευρώ από Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και ΔΝΤ για να πληρώσει ένα PSI που ονομαστικά απομείωσε το χρέος κατά 106 δις ευρώ, για χάριν της συζήτησης θα την δεχτούμε. Κι αυτό γιατί καμιά κυβέρνηση δεν τόλμησε προεκλογικά να εμφανίσει επίσημα στοιχεία απολογισμού του PSI. Θα μου πείτε, τα ζήτησε κανείς; Μπορεί να μην τα ζήτησε κανείς από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, αλλά η κυβέρνηση όφειλε να εκδώσει αναλυτικό απολογισμό πριν οδηγηθεί η χώρα στις εκλογές της 6ης Μαίου και της 17ης Ιουνίου. Ο λόγος απλός. Όχι μόνο για να αποτιμηθεί με ακρίβεια το αληθινό κόστος και το όφελος του PSI, αλλά για να κρίνει κανείς και την χρησιμότητα του νέου δανείου και της νέας δανειακής σύμβασης. Ο επίσημος απολογισμός του PSI θα άνοιγε εκ των πραγμάτων το θέμα της νέας δανειακής σύμβασης και του νέου δανείου, το οποίο στο σύνολό του πηγαίνει για να καλύψει τις «ουρές» της αναδιάρθρωσης. Κι αυτό κανείς από τους επίδοξους δελφίνους της εξουσίας δεν ήθελε να το ακουμπήσει. Τόσο οι δυνάμεις του μνημονίου, όσο και του αντιμνημονίου περιόρισαν την αντιπαράθεση στις πολιτικές του Μνημονίου αποκλειστικά. Δείτε άλλωστε με τι ευκολία η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ενώ απορρίπτει το Μνημόνιο, αποδέχεται έστω ως βάση συζήτησης την δανειακή σύμβαση και το νέο δάνειο.

Όμως, καθώς σιγά-σιγά σκάνε μύτη τα αληθινά στοιχεία του δημόσιου χρέους μετά το PSI, τόσο πιο ζοφερή και αδιέξοδη εμφανίζεται η εικόνα. Έτσι, σύμφωνα με το επίσημο Δελτίο Δημοσίου Χρέους του Μαρτίου 2012 (αριθμ. 65) που δόθηκε στην δημοσιότητα από το Υπουργείο Οικονομικών αυτή την εβδομάδα, έχουμε και λέμε:

– Στις 31 Μαρτίου του 2012 το δημόσιο χρέος της Κεντρικής Διοίκησης διαμορφώθηκε στα 280,29 δις ευρώ από 367,98 που ήταν 31/12/2011. Με άλλα λόγια αμέσως μετά την λήξη του PSI η ονομαστική αξία του δημόσιου χρέους εμφανίζεται μειωμένη κατά 87,69 δις ευρώ. Που είναι τα 106 δις ευρώ απομείωση χρέους που παπαγαλίζουν άπαντες με πρώτο τον κ. Βενιζέλο;

– Στο Δελτίο Δημοσίου Χρέους αναφέρεται: «Στο πλαίσιο της ανταλλαγής του ελληνικού χρέους κατά την α΄ φάση υλοποίησης του PSI, στις 12/03/2012, διαγράφηκε χρέος συνολικής ονομαστικής αξίας € 177,3 δισεκ. και εκδόθηκαν νέα ομόλογα διάρκειας 11 έως 30 ετών συνολικής ονομαστικής αξίας € 55,8 δισεκ..» Αυτό σημαίνει ότι από το σύνολο των 368 περίπου δις ευρώ του δημοσίου χρέους, αυτά που μπήκαν τελικά σε «κούρεμα» ήταν τα 177,3 δις ευρώ – δηλαδή το 48% του δημόσιου χρέους της χώρας – και όχι τα 200 δις ευρώ που μας έλεγαν αρχικά.

– Στους Πίνακες του Δελτίου αναφέρεται ότι δάνεια από τον Μηχανισμό Στήριξης αυξήθηκαν από 73,21 δις ευρώ στις 31/12/2011 σε 111,94 δις ευρώ στις 31/3/2012. Πρόκειται για έκτακτη χρηματοδότηση συνολικού ύψους 38,7 δις ευρώ που κάλυψαν τις τρέχουσες ανάγκες αναχρηματοδότησης  του δημόσιου χρέους έως και το PSI. Από αυτή την χρηματοδότηση τα 31,2 δις ευρώ ήταν ομόλογα από το ΕΤΧΣ για την υλοποίηση της α΄ φάσης του PSI, δηλαδή για την καταβολή των χρηματικών ανταλλαγμάτων που ζητούσαν οι τραπεζίτες του λόμπι Νταλάρα. Άλλα 5,9 δις εισπράχθηκαν από το ΕΤΧΣ προκειμένου να πληρωθούν οι δεδουλευμένοι τόκοι που αναγνωρίστηκαν από την ελληνική κυβέρνηση στα ομόλογα για «κούρεμα» που κατείχαν οι τραπεζίτες, ντόπιοι και ξένοι. Ενώ 1,64 δόθηκε από το ΔΝΤ. Με άλλα λόγια από τα 109 δις ευρώ που προβλέπει η νέα δανειακή σύμβαση, η κυβέρνηση είχε εισπράξει ήδη έως 31/3/2012 το 35% του συνόλου.

Το πιο σημαντικό όμως του Δελτίου είναι ότι για πρώτη φορά δίνει μια εκτίμηση για το χρονοδιάγραμμα πληρωμής των χρεωλυσίων, δηλαδή των ληξιπρόθεσμων ομολόγων και βραχυπρόθεσμων τίτλων του δημόσιου χρέους της χώρας που είχαν εκδοθεί μέχρι 31/3/2012. Ας δούμε λοιπόν πώς διαμορφώνεται η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους μετά το PSI. Ο Πίνακας που παραθέτουμε είναι αποκαλυπτικός.

Εκτίμηση διαμόρφωσης του δημόσιου χρέους 2012-2016

 

2012

2013

2014

2015

2016

Τόκοι

10,4

13,4

13,8

13,3

14,4

Χρεολυσία

8,6

12,9

25,4

16,9

13,4

Πρωτογενές αποτέλεσμα (ΔΝΤ)

-2,0

3,7

9,4

9,7

10,1

Βραχυπρόθεσμοι τίτλοι

14,9

15,6

14,8

14,5

15,6

Αναχρηματοδότηση τραπεζών

50,0

Δανειακές ανάγκες

85,9

38,2

29,5

35,0

33,3

Δημόσιο χρέος

357,6

382,9

387,0

406,0

425,9

Δημόσιο Χρέος (ΔΝΤ)

332,4

339,4

334,1

331,1

327,3

ΑΕΠ (ΔΝΤ)

203,7

202,9

207,9

216,3

225,2

% επί του ΑΕΠ (ΔΝΤ)

163,2

167,3

160,7

153,1

145,3

% επί του ΑΕΠ (εκτίμηση)

175,6

188,7

186,1

187,7

189,1

ΠΗΓΗ: Έκθεση ΔΝΤ, 16/3/2012, Δελτίο Δημόσιου Χρέους, Νο 65.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Πϊνακα το δημόσιο χρέος στο τέλος του 2012 θα διαμορφωθεί στα 357,6 δις ευρώ κατ' ελάχιστο. Το Bloomberg (9/5) υπολόγιζε το δημόσιο χρέος της χώρας στα τέλη του 2012 σε 395 δις ευρώ συνυπολογίζοντας τα 35 δις ευρώ που καλείται να πληρώσει στην ΕΚΤ το ελληνικό κράτος για εγγυήσεις ρευστότητας προς τις τράπεζες, που αδυνατούν οι ίδιες να πληρώσουν. Για το λόγο αυτό προβλέπεται από την νέα δανειακή σύμβαση και αυτό το ποσό. Αν λοιπόν συνυπολογίσουμε στα 38 δις ευρώ που έχουν δοθεί ήδη στο ελληνικό κράτος και άλλα 50 δις ευρώ που θα εκταμιευθούν από το ΕΤΧΣ για την ανακεφαλαιοποίηση των εγχώριων τραπεζών, όπως και τα 35 δις ευρώ που θα πρέπει να καταβληθούν στην ΕΚΤ και το ελληνικό κράτος θα τα δανειστεί επίσης από το ΕΤΧΣ, τότε η συνολική δανειακή χρηματοδότηση θα φτάσει στα 123 δις ευρώ μέσα στο 2012. Μένει όμως μια τρύπα δανειακών αναγκών του ελληνικού κράτους αξίας τουλάχιστον 21 δις ευρώ. Το ποσό αυτό θα πρέπει να καλυφθεί αναγκαστικά με πρόσθετο δανεισμό. Η τρύπα αυτή θα πιέζει ιδιαίτερα την δημοσιονομική κατάσταση της χώρας μέσα στο επόμενο εξάμηνο και καθώς θα μπαίνουμε στο φθινόπωρο. Θα μπορέσει η κυβέρνηση να την μεταφέρει στο 2013, ή θα χρειαστεί νέο μνημόνιο για νέα δανειακή χρηματοδότηση;

Όπως και να έχει, οι εκτιμήσεις για το δημόσιο χρέος του Πίνακα αποδεικνύουν ότι ακόμη κι αν πάρουμε στα σοβαρά τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ για πρωτογενές πλεόνασμα που εκτιμά ότι σταδιακά μέχρι το 2016 θα φτάσει τα 10 δις ευρώ – πράγμα πρωτοφανές για τα ελληνικά χρονικά, αλλά και για τα ευρωπαϊκά χρονικά – αλλά και για μια μαγική απογείωση του ΑΕΠ μετά το 2013, πάλι δεν βγάζει πουθενά. Είναι σίγουρο ότι η ύφεση και η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας θα επιδεινώσει πολύ περισσότερο το πρόβλημα του δημόσιου χρέους της χώρας, ακόμη και με τις εκτιμήσεις του Πίνακα. Η λύση δεν μπορεί να βρεθεί παρά μόνο με μονομερή διαγραφή του δημόσιου χρέους. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν το ελληνικό κράτος ακολουθήσει την διαδικασία που προβλέπει το διεθνές δίκαιο για την μη αναγνώριση του δημόσιου χρέους ώστε να το κηρύξει παράνομο. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Κάθε προσπάθεια να πληρωθεί αυτό το χρέος θα οδηγεί αναγκαστικά την χώρα και τον λαό της σε μια ολοκληρωτική καταστροφή χωρίς τέλος.

 

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύτηκε στο Χωνί, 27/5/2012. Το είδα: Δευτέρα, 28 Μαΐου 2012, http://dimitriskazakis.blogspot.com/2012/05/psi.html

Καπιταλιστικό σύστημα & θεωρία ιμπεριαλισμού

Το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα και η συνεχιζόμενη επικαιρότητα της θεωρίας του ιμπεριαλισμού

 

Του Σταύρου Δ. Μαυρουδέα

 

Ι. Ιμπεριαλισμός και «παγκοσμιοποίηση»

Η εισβολή στο Ιράκ έφερε, με τον πιο τραγικό τρόπο, ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Προηγουμένως, το ζήτημα αυτό είχε – από πολλές πλευρές και ιδιαίτερα τους ορθόδοξους αλλά και ριζοσπάστες οπαδούς της θεωρίας της παγκοσμιοποίησης – επιχειρηθεί να εξοβελισθεί ως ξεπερασμένο από την ιστορική εξέλιξη. Αξίζει κανείς να θυμηθεί το κλίμα των σχετικών συζητήσεων στην περίοδο της διάλυσης και του πολέμου στην Γιουγκοσλαβία.

Τότε, από πολλές πλευρές όλου του πολιτικού και του θεωρητικού φάσματος, είχε υποστηριχθεί ότι η γιουγκοσλαβική κρίση ήταν αποτέλεσμα εσωτερικών αντιθέσεων και ιδιαίτερα της περίπου αυτοφυούς ανάδυσης τοπικών εθνικισμών και δεν έπαιζαν κανένα ρόλο ξένες μεγάλες δυνάμεις. Στις πιο φαιδρές εκδοχές μάλιστα αυτής της προσέγγισης περίπου υποστηριζόταν ότι οι ξένες δυνάμεις ενεπλάκησαν ακουσίως[1]. Είναι σαφές ότι η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ έπληξε σοβαρά όλες αυτές τις αντιλήψεις με τον ρητό αλλά και ταυτόχρονα ειρωνικό τρόπο που σοβαρά ιστορικά γεγονότα απαξιώνουν περίπου εν ριπή οφθαλμού μέχρι πρότινος κραταιές θεωρίες.

Αυτή η ευπρόσδεκτη «επιστροφή» της θεωρίας του ιμπεριαλισμού έχει, σε μεγάλο βαθμό, βασισθεί στο επίπεδο των εμπειρικών πεποιθήσεων. Δηλαδή αποδείχθηκε έμπρακτα – για άλλη μία φορά στην ιστορία – ότι στις διάφορες εθνικές και διεθνείς συγκρούσεις που ανέκυψαν στα τέλη του 20ου αιώνα και μετέπειτα υπάρχει και είναι σημαντικός ο ρόλος του «ξένου παράγοντα», δηλαδή «μεγάλων δυνάμεων» που πυροδοτούν, εκμεταλλεύονται ή/και επεμβαίνουν στις συγκρούσεις αυτές. Και φυσικά, διαψεύσθηκε οικτρά η αντίθετη εμπειρική πεποίθηση, δηλαδή ότι οι «μεγάλες δυνάμεις» είτε συνεργάζονται, είτε έχουν ενοποιηθεί σε ένα ενιαίο «αυτοκρατορικό γαλαξία» χωρίς συγκεκριμένη εδαφική βάση και δεν εμπλέκονται πλέον σε περιφερειακές συγκρούσεις και άλλες παρόμοιες μικρότητες.

Είναι όμως επίσης αναγκαίο αυτή η «επιστροφή» να συνοδευθεί με μία συστηματική μελέτη και ανάπτυξη της θεωρίας του ιμπεριαλισμού. Φυσικά κάθε θεωρία ξεκινά από εμπειρικές πεποιθήσεις – δηλαδή προ-θεωρητικές διαγνώσεις των βασικών σημείων μίας συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας – και επάνω σε αυτές συγκροτεί την ανάλυσή της. Όμως είναι το θεωρητικό οικοδόμημα αυτό καθ' εαυτό και η μακροχρόνια ερμηνευτική ικανότητα της πραγματικότητας που επιδεικνύει που εν τέλει το κρίνουν.

Το κεντρικό επιχείρημα των αντίπαλων της θεωρίας του ιμπεριαλισμού – εκτός εκείνων που παραδοσιακά την απέρριπταν – είναι ότι ο ιμπεριαλισμός είναι χαρακτηριστικό της προηγούμενης ιστορικής περιόδου. Υποστηρίζεται ότι σήμερα διάγουμε μία νέα, εντελώς διαφορετική ιστορική περίοδο όπου η έννοια του ιμπεριαλισμού έχει περιπέσει σε αχρηστία καθώς η «παγκοσμιοποίηση» έχει ενιαιοποιήσει τον κόσμο και έχει εξαλείψει τις βάσεις δημιουργίας αντιπαλοτήτων μεταξύ κρατών, μπλοκ κρατών κλπ. Η συνεργασία είναι αυτή που κυριαρχεί ενώ οι συγκρούσεις είναι πολύ πιο υποδόριες και ελεγχόμενες. Συνεπώς η αυτοκρατορία (Hardt & Negri (2000)) ή ο μετα-ιμπεριαλισμός (Hayne (1999)) αντικαθιστούν τον ιμπεριαλισμό.

Κοινή βάση όλων αυτών των απόψεων είναι η θεωρία της παγκοσμιοποίησης ενώ στο μεθοδολογικό επίπεδο υπάρχουν – σε πολλές από αυτές (π.χ. στην αυτοκρατορία του Negri αλλά και στον μετα-ιμπεριαλισμό) – εμφανείς επιδράσεις του μετα-μοντερνισμού. Σε αναλυτικό επίπεδο όλες αυτές οι θεωρίες είναι ουσιαστικά αναδιατυπώσεις της τραγικά διαψευσμένης από τον Α΄ Παγκ. Πόλεμο θεωρίας του Kautsky (1914) περί υπεριμπεριαλισμού (και της αντίστοιχης του Hobson (1902) περί διιμπεριαλισμού).

Η θεωρία της παγκοσμιοποίησης αποτελεί ένα ισχυρό κυρίαρχο ιδεολόγημα σήμερα το οποίο, δυστυχώς, έχει σοβαρές επιδράσεις και σε ριζοσπαστικές απόψεις. Το ιδεολόγημα αυτό έχει αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμο σήμερα για το καπιταλιστικό σύστημα καθώς αποδιαρθρώνει τη λογική κάθε αντίστασης στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις (καθώς αυτή έχει αντικειμενικά εθνική βάση όσο και εάν απαιτείται να αποκτά διεθνιστικό χαρακτήρα) και παράγει μία εύκολη «αντιπολίτευση του βασιλέως» με την μορφή υποτιθέμενα αντικαπιταλιστικών υπερεθνικών ουτοπιών.

Σήμερα βέβαια η θέση περί «παγκοσμιοποίησης» αμφισβητείται σοβαρά ακόμη και σε ορθόδοξους κύκλους[2]. Έχει δειχθεί πειστικά ότι η «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι (α) ούτε καινοφανής, (β) ούτε μη-αναστρέψιμη και, (γ) σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί την κεντρικότητα του εθνικού κράτους και της οικονομίας του.

Όσον αφορά την υποτιθέμενη πρωτοτυπία και μοναδικότητα της πεντηκονταετίας 1950-2000 έχει δειχθεί ότι δεν αποτελεί κάτι εξαιρετικό συγκρινόμενη με την περίοδο 1850-1914 σε ότι αφορά τις ροές εμπορευμάτων, επενδύσεων κεφαλαίου και εργατικής μετανάστευσης. Σε αυτή την δεύτερη περίοδο όλες αυτές οι διασυνοριακές ροές ήταν συγκρίσιμες ή ακόμη και μεγαλύτερες από ότι στην πρώτη περίοδο. Ακόμη και το επιχείρημα ότι η σημερινή εκδοχή της «παγκοσμιοποίησης» είναι πρωτότυπη γιατί χαρακτηρίζεται από μία πρωτοφανή απελευθέρωση των χρηματο-οικονομικών ροών – όπως για παράδειγμα επιπόλαια υποστηρίζουν διάφορες θεωρίες περί «καπιταλισμού – καζίνο» – έχει επίσης αμφισβητηθεί πειστικά[3].

Όσον αφορά την μη-αναστρεψιμότητα της «παγκοσμιοποίησης» είναι επίσης γνωστό ακόμη και σε επιπόλαιους γνώστες της ιστορίας ότι η προηγούμενη περίοδος αυξημένης απελευθέρωσης και ανόδου των διεθνών κεφαλαιακών ροών τερματίστηκε δραματικά στις αρχές του 20ου αιώνα με την όξυνση των ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και την επαναφορά προστατευτικών πολιτικών που συνοδεύθηκαν με την έκρηξη δύο παγκοσμίων πολέμων – αλλά και αρκετών τοπικών επίσης.

Τέλος, όσον αφορά την εξάλειψη της σημασίας του εθνικού κράτους και της οικονομίας του έχει επίσης δειχθεί ότι τόσο στην περίοδο 1850-1914 όσο και σήμερα δεν ισχύει (βλέπε Hirst & Thompson (1999)). Μάλιστα, ακόμη και στην σημαντική περίπτωση των σημερινών πολυεθνικών εταιρειών (και φυσικά στην περίπτωση των προπατόρων τους του 19ου αιώνα) υπάρχει πάντα εθνική βάση συσσώρευσης αλλά και πολιτικής στήριξης (βλέπε Hirst & Thompson (1999), σ.80-96).

Με αυτή την έννοια αντί της «παγκοσμιοποίησης» είναι ορθότερο να αναφέρεται κανείς σε περιόδους αυξημένης διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Αυτό διαψεύδει διάφορες αιθεροβάμονες ριζοσπαστικές απόψεις που θεωρούν ότι ο καπιταλισμός – ένα σύστημα που γεννήθηκε με βάση τα εθνικά κράτη – θα εξαλείψει μόνος του τους εθνικούς διαχωρισμούς (και τις πολεμικές συγκρούσεις που τους συνοδεύουν) και θα προκύψει μία «καθαρή» ταξική αντιπαράθεση σε παγκόσμιο επίπεδο που δεν θα περιπλέκεται από τα όντως ακανθώδη εθνικά ζητήματα. Όπως εύστοχα είχε επισημάνει ο Bukharin (1976), το καπιταλιστικό σύστημα διαπερνάται από μία οργανική αντίφαση μεταξύ της τάσης διεθνοποίησης και της τάσης εθνικοποίησης του κεφαλαίου- δηλαδή της αύξησης της διεθνούς αλληλεξάρτησης της παγκόσμιας οικονομίας και της διαίρεσης της τελευταίας σε εθνικά μπλοκ – την οποία δεν πρόκειται ποτέ να επιλύσει. Έτσι περίοδοι αυξημένης διεθνοποίησης του κεφαλαίου (με ενδεχομένως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η κάθε μία) διαδέχονται περιόδους επιστροφής στις εθνικές βάσεις και διαίρεσης σε κλειστά αντίπαλα μπλοκ.

Τέλος, υπάρχει άλλο ένα σημαντικό συναφές ζήτημα που αποσταθεροποιεί επίσης κρίσιμες πλευρές της θέσης περί παγκοσμιοποίησης. Έχει υποστηριχθεί ότι η απελευθέρωση των διεθνών κεφαλαιακών ροών – και η αντίστοιχη της εργασίας – θα ευνοήσουν την ανάπτυξη των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών και εν τέλει θα οδηγήσουν στην σύγκλιση των επιπέδων ανάπτυξης των ανεπτυγμένων και των λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών. Με τον τρόπο αυτό πράγματι ο πλανήτης μας θα γίνει ένα «ενιαίο παγκόσμιο χωριό». Όμως, τόσο στην προηγούμενη περίοδο αυξημένης διεθνοποίησης του κεφαλαίου όσο και στην σημερινή διαψεύσθηκε οικτρά αυτή η ορθόδοξη πεποίθηση περί σύγκλισης. Αντιθέτως επιβεβαιώθηκε για πολλοστή φορά η θέση του Lenin για την ανισόμετρη ανάπτυξη μεταξύ των διαφορετικών εθνικών οικονομιών. Η αυξημένη διεθνοποίηση όχι μόνο δεν μειώνει το χάσμα αναπτυγμένων και λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών αλλά αντιθέτως το αυξάνει καθώς κατά κανόνα λειτουργεί προς όφελος των πρώτων (π.χ. βλέπε Nayar (2006), σ.151 και 154). Όπως εύστοχα έχει δείξει η μαρξιστική προβληματική για τον ιμπεριαλισμό – και αντίθετα με τις νεοκλασσικές δοξασίες αλλά και κάποια ριζοσπαστικά «ανεστραμμένα είδωλα» τους – οι διεθνείς κινήσεις του κεφαλαίου ξεκινούν από την ύπαρξη διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης, αποσκοπούν στην εκμετάλλευση τους και εν τέλει τα αναπαράγουν σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό[4]. Στην βάση αυτών των διαφορών γεννιούνται οι διεθνείς κινήσεις του κεφαλαίου και οι συνακόλουθοι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί που κάθε άλλο παρά κάνουν τον κόσμο μας ένα ενιαίο, αγαπημένο πλανητικό χωριό.

Η απόρριψη της θεωρίας της παγκοσμιοποίησης αποδεικνύει την συνεχιζόμενη επικαιρότητα της θεωρίας του ιμπεριαλισμού. Όμως το πιο βασικό καθήκον παραμένει, δηλαδή η περαιτέρω ανάπτυξη αυτής της θεωρίας. Σε αυτό στοχεύει να συνεισφέρει η εργασία αυτή. Στο επόμενο τμήμα θα δειχθεί συνοπτικά πως γεννήθηκε η θεωρία του ιμπεριαλισμού και ιδιαίτερα η μαρξιστική και ποιες υπήρξαν μέχρι σήμερα οι βασικές συζητήσεις στο εσωτερικό της. Ιδιαίτερα τονίζεται η συμβολή του Lenin (1975, 1977,1987) στην συγκρότηση του κεντρικού πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού. Στο τελευταίο τμήμα προτείνεται μία αναδιατύπωση της μαρξιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού, στην βάση του λενινιστικού πυρήνα της, που παίρνει υπ' όψη νεότερες ιστορικές έρευνες για το παρελθόν του καπιταλιστικού συστήματος αλλά και σύγχρονες εξελίξεις.

ΙΙ. Η ιστορική εποχή και η πορεία συγκρότησης της μαρξιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό

Η συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα σε μία κρίσιμη φάση του καπιταλιστικού συστήματος. Στους δύο προηγούμενους αιώνες το καπιταλιστικό σύστημα είχε εγκαθιδρυθεί στη Δύση (όπως επίσης και στην Ιαπωνία), είχε εξαπλωθεί σχεδόν σε όλο τον κόσμο (αξιοποιώντας συνήθως στοιχεία προηγούμενων κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων), είχε γνωρίσει ήδη την πρώτη «χρυσή εποχή του» (δηλαδή μία μακρόχρονη περίοδο υψηλής και σχετικά απρόσκοπτης κερδοφορίας και καπιταλιστικής συσσώρευσης, τον 19οαιώνα) καθώς και μία μεγάλη περίοδο έντονης διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Από τα μέσα όμως του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα στο τελευταίο τρίτο του το καπιταλιστικό σύστημα μπήκε στην πρώτη, βαθειά, δομική και επίσης σχετικά παγκόσμια (τουλάχιστον όσον αφορά τις επιπτώσεις της) κρίση του. Η πτώση της κερδοφορίας και οι επιπτώσεις της στην καπιταλιστική συσσώρευση οδήγησαν σε όξυνση του ανταγωνισμού η οποία μεταφέρθηκε και στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις.

Η όξυνση του διεθνούς ανταγωνισμού δεν πήρε φυσικά μόνο την μορφή του ανταγωνισμού μέσω των τιμών των εμπορευμάτων αλλά πάνω απ' όλα την διεκδίκηση «στρατηγικών όρων» ανώτερης κερδοφορίας και συσσώρευσης, δηλαδή τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πηγών, αγορών και γενικότερα οικονομικών χώρων και φυσικά τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών από αυτούς. Στις συγκρούσεις αυτές τα διάφορα εθνικά (ακόμη και πολυεθνικά) κεφάλαια σχεδόν από την αρχή συνεπικουρήθηκαν από τα κράτη τους (κατά κανόνα) με αποτέλεσμα οι οικονομικές συγκρούσεις σύντομα να εξελιχθούν σε πολιτικές – και μετέπειτα στρατιωτικές – συγκρούσεις (καθώς είναι πάντα επίκαιρη η ρήση του Κλαούζεβιτς, που εύστοχα επικρότησε ο Lenin, ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής {και της οικονομίας θα μπορούσε να προσθέσει κανείς] με άλλα μέσα»).

Οι εξελίξεις αυτές ανέτρεψαν μία εδραία πεποίθηση του κλασικού φιλελευθερισμού, ότι δηλαδή ο καπιταλισμός – σε αντίθεση με το βίαιο και πολεμοχαρές παρελθόν των προηγούμενων κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων – δεν έχει ανάγκη τον πόλεμο αλλά την ειρήνη, καθώς ο πρώτος αποθαρρύνει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Αυτό συνοδευόταν με την θέση ότι η καπιταλιστική κερδοφορία ευνοείται αποκλειστικά και μόνο από το ελεύθερο εμπόριο – αγνοώντας ότι τα πρώτα κρίσιμα βήματα του το καπιταλιστικό σύστημα (τόσο στο εμπόριο όσο και στην βιομηχανία) τα έκανε κάτω από τις φτερούγες του εμποροκρατικού προστατευτισμού.

Η επιστροφή του προστατευτισμού, του αγώνα δρόμου για τον έλεγχο γεωγραφικών περιοχών και η όξυνση των συναφών πολιτικο-στρατιωτικών συγκρούσεων οδήγησε στις πρώτες προβληματικές περί ιμπεριαλισμού οι οποίες γεννήθηκαν σαν ετερόδοξες αστικές θεωρίες. Η πρώτη συγκροτημένη εκδοχή είναι αυτή του Άγγλου Φαβιανού J.Hobson (1902), που συνέδεσε τον ιμπεριαλισμό με την οικονομική κρίση του καπιταλισμού (την οποία απέδωσε στην υποκατανάλωση) και υποστήριξε ότι φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις του συστήματος (όπως η εργατική εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο και ο ελεύθερος συνδικαλισμός) θα ενισχύσουν την αγοραστική δύναμη της εργατικής τάξης και συνεπώς θα επιλυθεί το πρόβλημα της υποκατανάλωσης. Επομένως δεν θα υπάρχει λόγος οικονομικής εξόδου στο εξωτερικό και πολιτικο-στρατιωτικών συγκρούσεων για να την υποστηρίξουν. Ακολούθησαν άλλες θεωρίες – συχνά στα πλαίσια αυτού που ονομάσθηκε αντι-ιμπεριαλιστικός φιλελευθερισμός – μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει αυτή του Schumpeter (1919), η οποία αποδίδει τον ιμπεριαλισμό σε προ-καπιταλιστικά κατάλοιπα. Σύντομα όμως είναι το εργατικό κίνημα και το σοσιαλιστικό ρεύμα αυτό που παίρνει την πρωτοκαθεδρία στις συζητήσεις – αλλά και στην κοινωνική και πολιτική δράση – σχετικά με τον ιμπεριαλισμό. Αυτό δεν ήταν καθόλου παράξενο καθώς, σε μεγάλο βαθμό, οι αστικές θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό απηχούσαν την παλιά ορθοδοξία του συστήματος η οποία όμως είχε πλέον περιπέσει σε αχρηστία καθώς οι «νέοι καιροί» του συστήματος απαιτούσαν άλλες θεωρίες και άλλα εργαλεία πολιτικής. Αντιθέτως, το εργατικό κίνημα είχε κάθε λόγο να συνδέσει την πάλη του με τον αντι-ιμπεριαλισμό καθώς η όξυνση της εκμετάλλευσης συνδέεται άμεσα με την όξυνση του ανταγωνισμού και τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και καθώς επίσης είναι οι εργάτες που προμηθεύουν το απαραίτητο «κρέας για τα κανόνια». Στην βάση αυτή αναπτύχθηκε η κλασική μαρξιστική συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό στην περίοδο πριν και μετά τον Α' Παγκ.Πόλεμο.

Το πρώτο σημαντικό έργο στα πλαίσια της μαρξιστικής παράδοσης ήταν το «Χρηματιστικό Κεφάλαιο» του R.Hilferding (που άρχισε να γράφεται το 1905 στην Βιέννη, αλλά ολοκληρώθηκε και εκδόθηκε το 1910 στην Γερμανία). Βέβαια, πρέπει να τονιστεί ότι ο ίδιος ο Hilferding δεν χρησιμοποιούσε στο βιβλίο του τον όρο «ιμπεριαλισμός» αλλά αναφέρεται σε «σύγχρονη προστατευτική πολιτική», «σύγχρονη αποικιακή πολιτική» ή «εξωτερική πολιτική του χρηματιστικού κεφαλαίου». Ο όρος «ιμπεριαλισμός» εμφανίζεται στο τελευταίο μέρος (Μέρος V). Όταν όμως τελείωνε την μελέτη του ο όρος αυτός είχε γίνει το επίκεντρο των συζητήσεων. Άρρητα, ο Hilferding θεωρούσε ότι ο καπιταλισμός είχε μπει σε μία νέα εποχή, αυτή των μονοπωλίων, που ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή που έζησε και μελέτησε ο Marx. Ουσιαστικά – αλλά χωρίς να δηλώνεται πουθενά ρητά – στόχος του ήταν να γράψει το «Κεφάλαιο» αυτής της νέας εποχής που θεωρούσε ότι σηματοδοτούσε το χρηματιστικό κεφάλαιο. Συνοπτικά, υποστήριζε ότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του νέου αυτού προσώπου του καπιταλισμού ήταν ότι οι τάσεις συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης οδηγούν στον σχηματισμό και την κυριαρχία των μονοπωλίων[5], με συνεπακόλουθο την κατάργηση του ελεύθερου ανταγωνισμού[6]. Η κυριαρχία αυτή βασίζεται στην συγχώνευση του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο, υπό την κυριαρχία του πρώτου. Το προϊόν αυτής της σύμφυσης είναι το χρηματιστικό κεφάλαιο. Η μονοπωλιοποίηση της εσωτερικής αγοράς λειτουργεί ως «τροχοπέδη της παραγωγικότητας» (Hilferding (1981), σ.314) και οδηγεί στον περιορισμό της δυνατότητας επέκτασης της παραγωγής μέσα σε ορισμένα όρια. Ο περιορισμός των σφαιρών τοποθέτησης του κεφαλαίου οδηγεί στις εξαγωγές κεφαλαίου και οι βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες μετατρέπονται σε διεθνείς τραπεζίτες. Επιπλέον οι εξαγωγές κεφαλαίων ενισχύονται από την προστατευτική πολιτική των υψηλών δασμών που επιβάλλονται από τα μονοπώλια. Έτσι, ο ρόλος του προστατευτισμού μετασχηματίζεται ριζικά και από αμυντικό μέσο εναντίον της εισόδου στην εγχώρια αγορά ξένων κεφαλαίων γίνεται, επιπλέον, ένα μέσο κατάκτησης ξένων αγορών εφόσον δίνει τεράστια πλεονεκτήματα στα εγχώρια κεφάλαια. Οι εξαγωγές κεφαλαίων, συνεπικουρουμένων από τα κράτη τους, οδηγεί σε συγκρούσεις και πόλεμους για νέα εδάφη και σφαίρες επιρροής.

Η θεωρία του Hilferding είχε σημαντική απήχηση σε εχθρούς και φίλους από όλες τις πτέρυγες της μαρξιστικής παράδοσης. Αυτή η απήχηση προέκυπτε από την αναλυτική της συνοχή, την πρωτοτυπία της καθώς επίσης και το ότι η θέση περί χρηματιστικού κεφαλαίου αντανακλούσε πιστά τα ιστορικά δεδομένα των γερμανόφωνων χωρών και της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης[7]. Αγνοήθηκε έτσι ότι η ανάλυση του έχει σοβαρές αδυναμίες και ελλείψεις. Ιδιαίτερα αγνοήθηκε ότι η εμπειρική επιβεβαίωση της έννοιας του χρηματιστικού κεφαλαίου είναι εξαιρετικά αμφισβητίσημη καθώς δεν ίσχυε για τις αγγλοσαξωνικές χώρες, την Γαλλία και το μεγαλύτερο τμήμα της Δύσης. Επίσης, μία σειρά άλλες αναλυτικές αδυναμίες όπως η θεωρία κρίσης του (ένα ιδιόμορφο μίγμα κρίσης υποκατανάλωσης και δυσαναλογίας), η αδυναμία συνεκτικής ερμηνείας του πως προκύπτει αυτό το ανενεργό περίσσευμα κεφαλαίου καθώς και η λανθάνουσα αποδοχή του μίας παραλλαγής της σημερινής νεοκλασικής θεωρίας περί σύγκλισης δεν επισημάνθηκαν τουλάχιστον επαρκώς. Πάνω απ' όλα δε αγνοήθηκε ότι με την θεωρία του περί ανταγωνισμού ουσιαστικά θέτει στο περιθώριο την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας του K.Marx.

Ο Κ.Kautsky δεν είχε μία συστηματική καί ολοκληρωμένη θεωρία για τον ιμπεριαλισμό. Δανειζόταν την ανάλυση του Hilferding, και μάλιστα με αρκετά υποτιμητικό τρόπο, συχνά, περίπου διεκδικώντας την πατρότητα και την αυθεντικότητα της. Υποστήριζε ότι η ιμπεριαλιστική πολιτική εκφράζει τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων, αλλά βρίσκει αντίθετες μερίδες του βιομηχανικού κεφαλαίου που εξακολουθούσαν να έχουν συμφέρον την ειρήνη και το ελεύθερο εμπόριο. Έμεινε γνωστός για την εξαιρετικά άστοχη θέση του περί υπερ-ιμπεριαλισμού, , σύμφωνα με την οποία οι μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις θα μπορούσαν να υπερπηδήσουν ειρηνικά τις μεταξύ τους αντιθέσεις, να διαμοιράσουν τον κόσμο και να συμφωνήσουν στην συνεκμετάλλευση του.

Η επόμενη συνεισφορά που ξεχώρισε ήταν αυτή της R.Luxembourg, που είναι σήμερα ευρέως γνωστή λόγω της συγγένειας της τόσο με πλευρές της κεϋνσιανής θεωρίας όσο και με το νεότερο ρεύμα της Θεωρίας της Εξάρτησης των P.Sweezy και P.Baran (1968). Παρόμοια με τον Hobson θεωρούσε ότι όλα ξεκινούσαν από την κρίση υποκατανάλωσης που οργανικά διαπερνά τον καπιταλισμό καθώς το περιορισμένο εισόδημα της εργατικής τάξης – μαζί με τις επενδυτικές και καταναλωτικές δαπάνες των καπιταλιστών – αδυνατεί να καλύψει το σύνολο των παραγόμενων προϊόντων. Συνεπώς χρειάζονται κάποια «τρίτα πρόσωπα» – ούτε εργάτες ούτε καπιταλιστές – για να απορροφήσουν τα πλεονάζοντα εμπορεύματα αλλιώς προκύπτει κρίση πραγματοποίησης. Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αυτές οι ενδιάμεσες κοινωνικές τάξεις περιορίζονται δραστικά και συνεπώς απομένει κυρίως η διέξοδος κάποιων άλλων μη-καπιταλιστικών χωρών. Συνεπώς, ο ιμπεριαλισμός για την Luxembourg ήταν ο ανταγωνισμός των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών για την επικυριαρχία σε υπανάπτυκτες μη-καπιταλιστικές χώρες ώστε να εξασφαλισθούν διέξοδοι για την επιπλέον παραχθείσα αξία. Στον βαθμό που ο χώρος αυτός συρρικνωνόταν ο καπιταλισμός αντικειμενικά όδευε προς την οικονομική του κατάρρευση. Τα προβλήματα της θεωρίας της Luxembourg είναι ευρέως γνωστά, ξεκινώντας από το πιο θεμελιακό, δηλαδή την θεωρία υποκατανάλωσης της. Όπως έδειξαν πολλοί – πρώτος μεταξύ των οποίων ο Bukharin – τίποτα δεν αποκλείει η επιπλέον αξία να καλυφθεί από τις αυξανόμενες δαπάνες των ίδιων των καπιταλιστών καθώς οι τελευταίοι επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους.

Η συνεισφορά που σφράγισε την μαρξιστική συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό είναι αναμφίβολα αυτή του Lenin. Σίγουρα δεν χρήζει παρουσίασης. Αξίζει όμως να τονισθούν ιδιαίτερα ορισμένες σημαντικές πλευρές της που συχνά διαφεύγουν της προσοχής.

Πρώτον, ο Lenin είναι ο πρώτος που συνδέει το ζήτημα του ιμπεριαλισμού με μία ρητή θεωρία περιοδολόγησης του καπιταλισμού. Η αξία της περιοδολόγησης του καπιταλισμού είναι γνωστή καθώς έτσι μπορεί μία γενική ανάλυση να συγκεκριμενοποιηθεί περαιτέρω και φυσικά μία πολιτική στάση να αποκτήσει συγκεκριμένους οδηγούς και σημεία προσανατολισμού. Ο Lenin συνδέει ρητά τον ιμπεριαλισμό με το στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Μάλιστα παρόλο που στο πιο γνωστό κείμενο του – για πολιτικούς λόγους όπως σαφώς φαίνεται και στο ίδιο και στα «Τετράδια για τον ιμπεριαλισμό» – δίνει τον τίτλο του σταδίου στον ιμπεριαλισμό είναι ουσιαστικά ο προηγούμενος που τον κατέχει. Με αυτή την έννοια ο ιμπεριαλισμός είναι ουσιαστικά η μορφή οργάνωσης του διεθνούς συστήματος του καπιταλισμού στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Βέβαια η μεθοδολογία και τα κριτήρια περιοδολόγησης του Lenin είναι εξαιρετικά αντιφατικά και έχουν σημαντικά προβλήματα, όμως είναι ο πρώτος που εγκαινιάζει με σοβαρό τρόπο το πεδίο αυτό.

Δεύτερον, είναι ο πρώτος – μετά από κάποιες αρχικές αντιφάσεις – που ορίζει την διαδικασία κρίσης που εν τέλει οδηγεί στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς όχι σαν κρίση υποκατανάλωσης ή δυσαναλογίας αλλά σαν κρίση πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους λόγω ανόδου της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Η προσέγγιση αυτή – χωρίς να είναι εδώ αναγκαίο να ανοιχθεί η συζήτηση περί θεωρίας κρίσης – είναι εκείνη που σήμερα συγκεντρώνει την μεγαλύτερη αναλυτική και εμπειρική επιβεβαίωση.

Τρίτον, ξεκαθαρίζει ότι η μονοπωλιοποίηση δεν καταργεί τον ανταγωνισμό αλλά γεννάται από αυτόν και τον οξύνει. Αυτή η προσέγγιση, που είναι σήμερα εμπειρικά δικαιωμένη, ήταν και αυτή που περιέγραψε ο Marx. Στην μαρξιστική παράδοση – αλλά όχι, παραδείγματος χάριν, στον Hilferding – το μονοπώλιο αντί να αποκλείει τον ανταγωνισμό παραπέμπει σε πιο έντονες και πολύπλοκες μορφές ανταγωνισμού. Αντίθετα, στην αστική θεωρία το μονοπώλιο (ή το ολιγοπώλιο) παραπέμπουν στην κατάργηση του ανταγωνισμού.

Τέταρτον, είναι πάντα επίκαιρη και εύστοχη – και απουσιάζει από άλλες προσεγγίσεις – η έμφαση που αποδίδει στην ανισόμερη ανάπτυξη και στις επιπτώσεις της στους ενδοκαπιταλιστικούς και ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.

Πέμπτον, είναι επίσης πάντα επίκαιρη και εύστοχη – και επίσης διακρίνει την προσέγγιση του από τις υπόλοιπες – η έμφαση που αποδίδει όχι μόνο στην εξαγωγή εμπορευμάτων αλλά και στην εξαγωγή κεφαλαίου. Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο καθώς η διεθνοποίηση των τριών βασικών μορφών του κεφαλαίου (εμπορικό, χρηματικό, παραγωγικό) ακολούθησε σχετικά διαφορετικούς δρόμους και είχε διαφορετική έκταση και συνέπειες σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Έτσι, όπως δείχνουν νεότερες προβληματικές και έρευνες, στην φάση αυξημένης διεθνοποίησης του πρώτου σταδίου του καπιταλιστικού συστήματος (που συνήθως ονομάζεται στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού) ήταν το εμπορικό κεφάλαιο – δηλαδή οι εξαγωγές εμπορευμάτων αυτό που κυριαρχούσε. Αντιθέτως, στην αντίστοιχη φάση του σταδίου του μονοπωλιακού καπιταλισμού – στην οποία αναφέρεται ο Lenin – ήταν το χρηματικό κεφάλαιο (σε άλλη ορολογία οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου και κυρίως με την μορφή του τραπεζικού δανεισμού) που έδιναν τον τόνο. Τέλος, φαίνεται ότι από τα μέσα του 20ου αιώναπαραγωγικό κεφάλαιο (σε άλλη ορολογία οι άμεσες ξένες επενδύσεις) – μέσω των πολυεθνικών εταιρειών και όχι μόνο – που δίνει τον τόνο στις τάσεις διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Βέβαια ο Lenin όταν αναφέρεται στην εξαγωγή κεφαλαίου έχει υπ' όψιν του κυρίως τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου, που κυριαρχούσαν στην εποχή του. είναι το

Υπάρχουν φυσικά και προβλήματα, αντιφάσεις και σφάλματα στην προσέγγιση του Lenin. Δύο από αυτά αξίζει να αναφερθούν ιδιαίτερα.

Πρώτον, είναι εσφαλμένη η υιοθέτηση εκ μέρους του αυτούσιας της θέσης περί χρηματιστικού κεφαλαίου του Hilferding με τα γνωστά προβλήματα που προαναφέρθηκαν. Βέβαια, ο Lenin δείχνει σε διάφορα κείμενα ότι ήταν ενήμερος των προβλημάτων αυτών (π.χ. Lenin (1977), τομ.32, διάλεξη «Πόλεμος και Επανάσταση», επίσης στην συλλογή Lenin (1987), σ.122). Παρόλα αυτά διατηρεί την αναφορά στην θέση αυτή.

Δεύτερον, είναι παραπλανητική η αίσθηση που αποπνέουν – συνήθως για πολιτικούς λόγους – τα κείμενα του ότι ο ιμπεριαλισμός αποτελεί το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού. Γι' αυτό έχει κατηγορηθεί από πολλούς (π.χ. Harvey (2004), σ.69). Βέβαια, όπως αποδεικνύει μεταξύ άλλων ένα πρόσφατο «Σημείωμα των Εκδοτών» της Monthly Review (2004), στην θεωρία του o Lenin κάθε άλλο παρά διακατέχεται από μία τέτοια πεποίθηση. Ενδεικτικά, δείχνουν ότι ο Lenin αρχικά σχεδίαζε να δώσει στο βιβλίο «Ιμπεριαλισμός» τον τίτλο «Τα Βασικά Χαρακτηριστικά του Σύγχρονου Καπιταλισμού», ενώ στο χειρόγραφο του 1916 χρησιμοποίησε τον τίτλο «Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού». Τελικά, το βιβλίο εκδόθηκε το 1917 με τον τίτλο «Ιμπεριαλισμός, το πιο πρόσφατο στάδιο του καπιταλισμού». Ήταν στην επανέκδοση του βιβλίου μετά τον θάνατο του που επαναφέρθηκε ο τίτλος του χειρόγραφου. Όμως η αίσθηση που αποπνέουν πολλές πολιτικής σκοπιμότητας διατυπώσεις βαραίνει άδικα την θεωρία του.

Μετά την κλασική μαρξιστική συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό των αρχών του 20ου αιώνα ακολούθησαν και άλλες συνεισφορές που δεν υπάρχει η δυνατότητα εδώ να συζητηθούν. Όμως όλες σε μεγάλο βαθμό υστερούν σε βάθος και αναλυτική στιβαρότητα σε σχέση με εκείνες τις πρώτες συνεισφορές. Σε μεγάλο βαθμό μάλιστα οι μετέπειτα συζητήσεις νόθευσαν ή τροποποίησαν εσφαλμένα βασικές πλευρές της αρχικής συζήτησης.

ΙΙΙ. Για μία σύγχρονη αναδιατύπωση της μαρξιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό

Μία σύγχρονη αναδιατύπωση της μαρξιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό οφείλει να βασισθεί στην προσέγγιση που αποτέλεσε το βάθρο της κλασικής συζήτησης και ιδιαίτερα της προσέγγισης του Lenin. Ο ιμπεριαλισμός είναι πρώτα και κύρια οικονομική διαδικασία από την οποία προκύπτουν πολιτικο-στρατιωτικές διαδικασίες. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σήμερα καθώς – σαν αποτέλεσμα εσφαλμένων απόψεων που κυριάρχησαν μετά την κλασική συζήτηση – πολλές φορές ο ιμπεριαλισμός ταυτίζεται απλά και μόνο με την πολιτικο-στρατιωτική επέμβαση και σύγκρουση. Η οικονομική αυτή διαδικασία – δηλαδή η εξαγωγή κεφαλαίων είτε με όλες είτε με κάποιες από τις τρεις θεμελιακές μορφές του κεφαλαίου (δηλαδή η εξαγωγή εμπορευμάτων, η εξαγωγή χρηματικού κεφαλαίου και η εξαγωγή παραγωγικών δραστηριοτήτων) γεννιέται από τις – πολλές φορές ακόμη πρώιμες και λανθάνουσες – κρισιακές τάσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Με αυτή την έννοια αποτελεί ταυτόχρονα ένδειξη δύναμης και αδυναμίας[8]. Αυτή η οικονομική έξοδος στο εξωτερικό οδηγεί σε σύγκρουση με άλλα κεφάλαια από άλλες χώρες που υιοθετούν την ίδια κίνηση. Στην οικονομική αυτή σύγκρουση έρχεται να προστεθεί η πολιτική συνεπικουρία των κρατών προέλευσης ή στήριξης των κεφαλαίων αυτών, γεγονός που μετατρέπει την οικονομική σύγκρουση και σε πολιτική. Στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής συχνά διαμορφώνονται λιγότερο ή περισσότερο σταθερά και μόνιμα μπλοκ κεφαλαίων και κρατών.

Η κλασική συζήτηση επεσήμαινε επίσης ότι η ιμπεριαλιστική σύγκρουση είναι εν τέλει σύγκρουση μεταξύ αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών καθώς αυτές ερίζουν για επέκταση της γεωγραφικής κυριαρχίας του και δευτερευόντως σύγκρουση μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών και χωρών που υφίστανται την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα. Με βάση την ιστορική εμπειρία της περιόδου της κλασικής συζήτησης αυτό έπαιρνε συνήθως την μορφή επέκτασης των ιμπεριαλιστικών χωρών σε λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές, σύγκρουση – μερικές φορές «δι' αντιπροσώπων» – με άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες στο έδαφος αυτό και τέλος την έκρηξη της σύγκρουσης στο έδαφος των ίδιων των αναπτυγμένων ιμπεριαλιστικών χωρών. Αυτό ήταν το κλασικό σενάριο στην περίοδο που οδήγησε στον Α΄ Παγκ.Πόλεμο.

Με βάση τα παραπάνω, ο ιμπεριαλισμός μπορεί να ορισθεί ως η εξαγωγή από τις ισχυρότερες καπιταλιστικές δυνάμεις των κρισιακών τάσεων στο εξωτερικό λόγω αυξημένου εθνικού και διεθνούς ανταγωνισμού που οδηγεί σε διεκδίκηση σφαιρών επιρροής – σε βάρος άλλων λιγότερο ισχυρών χωρών – που αποσκοπεί όμως εν τέλει στην υπερίσχυση έναντι άλλων ισχυρών καπιταλιστικών δυνάμεων. Συνεπώς, οι ενδο-ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί αποτελούν τον κινητήριο μοχλό όλης της διαδικασίας. Η πολιτικο-στρατιωτική σύγκρουση (ανοικτή είτε συγκαλυμμένη) είναι το αναγκαίο συνεπακόλουθο της διαδικασίας αυτής.

Με αυτή την έννοια ο ιμπεριαλισμός δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο του δευτέρου σταδίου του καπιταλιστικού συστήματος – ή και κάποιου ενδεχόμενου διαδόχου του – αλλά γενικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος. Δηλαδή ο ιμπεριαλισμός αποτελεί τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του διεθνούς συστήματος του καπιταλισμού. Επομένως, και στο πρώτο στάδιο του καπιταλισμού – αλλά ακόμη και στο μεταβατικό προστάδιο της εμποροκρατίας – κυριαρχούν ιμπεριαλιστικές σχέσεις. Οι αποικιακές αυτοκρατορίες, το εμπόριο σκλάβων και ακόμη και η πειρατεία δεν αποτελούσαν κατάλοιπα κάποιων προηγούμενων κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων αλλά είχαν μετασχηματισθεί και ενσωματωθεί πλήρως σε διαδικασίες της «πρωταρχικής συσσώρευσης» του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος[9]. Στο στάδιο αυτό κυριαρχεί η εξαγωγή εμπορικού κεφαλαίου (δηλαδή εμπορευμάτων) αν και υπάρχουν επίσης και εξαγωγές χρηματικού και παραγωγικού κεφαλαίου (και ακόμη και οι πρώτες πολυεθνικές εταιρείες, ιδιαίτερα με την μορφή των διαφόρων Εταιρειών των Ινδιών κλπ.). Αντίστοιχα, όπως προαναφέρθηκε, στο δεύτερο στάδιο του καπιταλισμού κυριαρχεί η εξαγωγή χρηματικού κεφαλαίου. Τέλος, στην περίοδο από το τέλος του Β΄ Παγκ. Πολέμου και μετά φαίνεται ότι κάτι αλλάζει καθώς τον τόνο δίνουν – με διάφορες διακυμάνσεις – οι εξαγωγές παραγωγικού κεφαλαίου οι οποίες ενισχύονται μετά το 1945 και κυριολεκτικά εκτινάσσονται μετά το 1990 (βλέπε στοιχεία UNCTAD, World Investment Report, online database).

Στο σημείο αυτό χρήζει ιδιαίτερης προσοχής το γεγονός ότι στην περίοδο μετά τον Β΄ Παγκ. Πόλεμο ο μεγάλος όγκος των διεθνών κεφαλαιακών ροών είναι μεταξύ των τριών αναπτυγμένων πόλων του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος (Β.Αμερική, Δ.Ευρώπη, λεκάνη του Ειρηνικού) και ένα μικρότερο τμήμα μόνο κατευθύνεται προς άλλες λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές. Αυτό έχει χρησιμοποιηθεί από ορισμένους ως εμπειρική διάψευση της θεωρίας του ιμπεριαλισμού. Χωρίς να πλατειάσει κανείς επάνω στο σημαντικό αυτό ζήτημα, αξίζει να επισημανθεί ότι και στην περίοδο 1850-1914 δεν διέφεραν πάρα πολύ οι αναλογίες αυτές. Όμως όσον αφορά την μεταπολεμική περίοδο σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει η διαμόρφωση τριών ευρύτερων πόλων διεθνούς συσσώρευσης και οι συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ τους. Ένα δεύτερο αξιοσημείωτο ζήτημα είναι η εμφάνιση τις τελευταίες δεκαετίες των λεγόμενων «πολυεθνικών των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών».

Στην ερμηνεία και των δύο αυτών ζητημάτων βοηθά η προσέγγιση του Lenin και ιδιαίτερα η θέση του περί ιμπεριαλιστικής αλυσίδας όπου ακόμη και μεσαίοι ή χαμηλότεροι κρίκοι της μπορούν να επιδοθούν σε ιμπεριαλιστικές δραστηριότητες σε βάρος όμοιων ή κατώτερων τους. Με αυτή την έννοια η εξαγωγή κεφαλαίου ως διαδικασία εκμετάλλευσης δεν λειτουργεί μόνο μεταξύ αναπτυγμένων και λιγότερο αναπτυγμένων χωρών αλλά και μεταξύ των ίδιων των αναπτυγμένων χωρών. Γι' αυτό άλλωστε η εξαγορά μεγάλων επιχειρήσεων από άλλες ξένες αποκτά σχεδόν πάντα σοβαρές πολιτικές διαστάσεις που παραμερίζουν ανενδοίαστα τα φληναφήματα περί ελεύθερου ανταγωνισμού.

Υπάρχει τέλος μία σημαντική ανοικτή συζήτηση σήμερα γύρω από τον προφανώς σημαντικό ρόλο του χρηματο-πιστωτικού συστήματος στην ιμπεριαλιστική διαδικασία. Είναι προφανές επίσης ότι η έννοια του χρηματιστικού κεφαλαίου, που ερμήνευε στην κλασική συζήτηση το πεδίο αυτό είναι ανεπαρκής. Και επίσης ότι χρήζουν ερμηνείας νέα φαινόμενα, όπως παραδείγματος χάριν η περίπτωση μεγάλων παραγωγικών επιχειρήσεων (όπως η General Electric και η General Motors) που όχι μόνο επιδίδονται σήμερα σε χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες αλλά που μάλιστα τα τελευταία χρόνια τα τμήματα τους αυτά συμβάλλουν στην κερδοφορία τους περισσότερο από τα παραγωγικά τμήματα τους (βλέπε Berman, Sender & McDonald (2005)).

Τέλος, ένα μεγάλο ζήτημα είναι αυτό που ήταν στο επίκεντρο της προβληματικής του Lenin. Δηλαδή πώς αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης του διεθνούς συστήματος του καπιταλισμού συνδέονται με την περιοδολόγηση του συστήματος.

Όλα αυτά τα ζητήματα – και ενδεχομένως και σε άλλα που παραλείφθηκαν ή πρόκειται να ανακύψουν – καλείται να απαντήσει σήμερα η μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού για να συνεχίσει να είναι αναλυτικά και εμπειρικά υπέρτερη των αντιπάλων της.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Baldwin, R. & Martin P, (1999), ‘Two Waves of Globalization: Superficial Similarities, Fundamental Differences', NBER Working Paper 6904 (January).

Βaran, P. & Sweezy, P. (1968), Monopoly Capital, New York: Monthly Review Press.

Berman, D., Sender, H. & McDonald, I. (2005), ‘GM auction won't be simple', Wall Street Journal, 27 April.

Brewer, A. (1980), Marxist Theories of Imperialism, London: Routledge.

Bucharin, N. (1976), Imperialism and World Economy, London: Merlin.

Hardt, M. & Negri, A. (2000), Empire, Massachusetts: Harvard University Press.

Harvey, D. (2004), ‘The ‘New' Imperialism', Socialist Register 2004.

Hayne, K. (1999), ‘Capitalism and the Periodization of International Relations: Colonialism, Imperialism, Ultraimperialism, and Postimperialism', Radical History Review no.57.

Hilferding, R. (1981), Finance Capital, London: Routledge.

Hirst, P. & Thompson, G. (1999), Globalization in Question: The International Economy and the Possibilities of Governance, Cambridge: Polity Press.

Hobson, J. (1902), Imperialism, London: Allen & Unwin.

Kautsky, K. (1914), Ultra-imperialism, Die Neue Zeit, September 11th.

Lenin, V.I. (1975), Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Lenin, V.I. (1977), Τετράδια για τον ιμπεριαλισμό, Άπαντα τομ.28, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Lenin, V.I. (1987), Για τον ιμπεριαλισμό και τους ιμπεριαλιστές, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Monthly Review (2004), ‘Notes from the Editors', Monthly Review vol.55 no. 8.

Nayyar, D. (2006), ‘Globalisation, history and development: a tale of two centuries', Cambridge Journal of Economics, no.30.

Schumpeter, J. (1919), The Sociology of Imperialism, Wien: Archiv fur Sozialwissenschaft und Sozialpolitik.

Zevin, R. (1988), ‘Are world financial markets more open? If so, why and with what effect?', paper delivered at WIDER Conference on Financial Openess, Helsinki.


[1] Αξίζει να θυμηθεί κανείς τα εξαιρετικά εύστοχα και ταυτόχρονα άκρως ειρωνικά σχόλια του Lenin (1977, τόμος 28 σ.243), για τις ανάλογες απόψεις του Kautsky ότι η σύγκρουση Αυστρίας – Σερβίας δεν προκλήθηκε αποκλειστικά από ιμπεριαλιστικές τάσεις αλλά έχει εξίσου εθνικιστικές ρίζες.

[2] Βλέπε, για παράδειγμα, την ανάλυση των Baldwin & Martin (1999) για μία από τις πρώτες ορθόδοξες αμφισβητήσεις της πρωτοτυπίας της περιόδου 1950-2000. Από μία πιο ριζοσπαστική σκοπιά ενδεικτική είναι η μελέτη των Hirst & Thompson (1999).

[3] Ο Zevin (1988) έδειξε αρκετά νωρίς ότι δεν υπάρχει κάποια συνταρακτική ιδιαιτερότητα στον τομέα αυτό και ότι στην περίοδο 1850-1914 η ενοποίηση των χρηματο-οικονομικών αγορών ήταν εξίσου σημαντική.

[4] Η νεοκλασσική θεωρία υποστηρίζει ότι ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός οδηγεί – υπό «κανονικές» συνθήκες (τέλεια πληροφόρηση, ανεμπόδιστη κίνηση των παραγωγικών συντελεστών κλπ.) – σε μία κατάσταση ισορροπίας όπου όχι μόνο εξισώνονται τα ποσοστά κερδοφορίας αλλά επιπλέον μηδενίζονται. Αυτό φυσικά σημαίνει απουσία κινήτρων για τα ατομικά κεφάλαια να επενδύσουν περαιτέρω και, φυσικά, να μετακινηθούν γεωγραφικά. Πρόκειται για ένα εμφανώς μη-ρεαλιστικό πόρισμα που απορρέει όμως από τις θεμελιώδεις υποθέσεις του νεοκλασσικού μοντέλου μεγέθυνσης. Έδω βασίζεται και η θέση περί σύγκλισης (convergence) και οι διάφορες παραλλαγές της.

Αντιθέτως, για την μαρξιστική θεωρία στα πλαίσια του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού κάθε ατομικό κεφάλαιο αποσκοπεί στην επίτευξη πρόσθετου κέρδους (πέραν του μέσου ποσοστού κέρδους που δεν αποτελεί ένα σημείο ισορροπίας αλλά ένα συνολικό κέντρο βαρύτητας του συστήματος). Μέσω της επίτευξης αυτού επιδιώκει να δημιουργήσει και να αναπαράγει ένα δικό του ανώτερο (και συνεπώς διαφορετικό) επίπεδο συσσώρευσης από αυτά των ανταγωνιστών του. Με τον τρόπο αυτό στοχεύει στο να αναπαράγει και να επιτείνει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του. Συνεπώς, για την μαρξιστική πολιτική οικονομία, επίσης για θεμελιακούς λόγους – και φυσικά χωρίς τις μεταφυσικές νεοκλασσικές «κανονικές συνθήκες» – η ανισόμερη ανάπτυξη αποτελεί τον κανόνα λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.

[5] Ο Hilferding – όπως επισημαίνει ο Brewer (1982, σ.87) -θεωρούσε  δεδομένο ότι τα μονοπώλια σχηματίζονται σε εθνική βάση. Ήταν ο Bukharin και ο Lenin που έστρεψαν την προσοχή σε πολυεθνικά μονοπώλια.

[6] «Το καρτέλ αποκλείει τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, με τον διαμοιρασμό της ποσότητας της παραγωγής που αντιστοιχεί στην εγχώρια κατανάλωση» (Hilferding (1981), σ.308)

[7] Και επίσης της Ιαπωνίας, την οποία όμως ουσιαστικά αγνοούσαν την περίοδο εκείνη.

[8] Με ένα παρόμοιο τρόπο προσεγγίζει ο Marx το ζήτημα της κρίσης: είναι η υπερβολική επιτυχία του συστήματος (η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου) αυτή που οδηγεί στην αποτυχία του (την κρίση).

[9] Με τον ίδιο τρόπο που η «πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου» σε εθνικό επίπεδο επιτεύχθηκε με την μετατροπή των καταλοίπων της παλαιότερης φεουδαρχίας σε καπιταλιστές γαιοκτήμονες με την χρήση βίαιων, ληστρικών και καθόλου «κανονικά καπιταλιστικών» μεθόδων και διαδικασιών.

 

* Ο Σταύρος Δ. Μαυρουδέας είναι  καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Τμήμα Οικονομικών

 

** Διημερίδα «Ιμπεριαλισμός: Αντιθέσεις και Αντιστάσεις». Διοργάνωση: περιοδικά Διάπλους, Στίγμα, Ουτοπία – ΕΜΠ, 31/3-1/4  2006, στον τόμο της Διημερίδας «Ιμπεριαλισμός: Αντιθέσεις και Αντιστάσεις», εκδόσεις ΚΨΜ

 

ΠΗΓΗ: Τρίτη, 1-04-2006, Κόκκινη Σημαία

Ο ΠΟΥΤΙΝ ΚΑΙ Η ΡΩΣΙΑ

Ο ΠΟΥΤΙΝ ΚΑΙ Η ΡΩΣΙΑ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου


 

Η επιλογή του Πούτιν υπήρξε το μοιραίο σφάλμα του Γιέλτσιν, ενός από τους πλέον αθλίους ηγέτες μεγάλης χώρας κατά την πρόσφατη ιστορία. Ο Γέλτσιν προδότης της χώρας του λόγω του διεφθαρμένου χαρακτήρα και όχι εκ συνειδητής επιλογής, λόγω συμπλεγμάτων ή παθών εκδίκησης, είχε οδηγήσει την μεταπολιτευτική Ρωσία στην εξαθλίωση. Από την εποχή του αναφέρομε δύο χαρακτηριστικά στοιχεία:

Την μεταβίβαση του δημοσίου πλούτου της χώρας στους ολιγάρχες με αδιαφανείς διαδικασίες και εξευτελιστικές αποζημιώσεις και τα συσσίτια προς διατροφή των πεινασμένων ανέργων στις πλατείες, ακόμη και στην Ερυθρή πλατεία της Μόσχας. Οι εβραϊκής καταγωγής τραπεζίτες και οι δυτικοί σύμμαχοί τους «έτριβαν» τα χέρια τους από ικανοποίηση θεωρώντας ότι η «αρκούδα» δεν θα ήταν δυνατόν πλέον να ξανασηκώσει κεφάλι. Και όμως το ξανασήκωσε και μάλιστα πολύ σύντομα.

Ασφαλώς το επίτευγμα οφείλεται στον πατριωτισμό του ρωσικού λαού, η ιστορία όμως δικαίως θα στεφανώσει τον Πούτιν. Κανένας λαός δεν έγραψε ιστορία χωρίς ηγέτη. Ο Πούτιν, όταν αισθάνθηκε να σταθεροποιείται στην εξουσία εξαπέλυσε αποφασιστική, άγρια, αν προτιμάτε, επίθεση κατά των ολιγαρχών, που δεν ήσαν διατιθεμένοι να θέσουν τον πλούτο που άρπαξαν υπό την αυστηρή επιτήρηση της Πολιτείας. Πολύς ο λόγος στον δυτικό τύπο, τον «υπερασπιστή» της διαφάνειας, για να θυμηθούμε τον ολίγιστο Γκορμπατσώφ, και της δημοκρατίας, κάτω από την οποία στενάζει κυριολεκτικά ο πλανήτης μας. Όχι πως είναι αναληθή τα καταγγελλόμενα σε βάρος του Πούτιν. Στις μυστικές υπηρεσίες του προηγουμένου καθεστώτος θήτευσε αυτός επί σειράν ετών και κατέχει πλήθος μεθόδων αντιμετώπισης των διαφωνούντων. Το ερώτημα που δεν τίθεται, ώστε να απαντηθεί είναι ποιοι πέφτουν θύματα εκ του διωγμού; Ποιοι είναι, δηλαδή, οι αντιφρονούντες. Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι πέρα από τους επωφεληθέντες από τη διάλυση της κρατικής μηχανής είναι και κάποιοι δημοσιογράφοι καλοπληρωμένοι από τη Δύση, ώστε να ασκούν αντιπολίτευση και να θολώνουν προς τον λαό την εικόνα του Πούτιν. Έγινε λόγος ακόμη και για εκτελέσεις αντιπάλων και δεν έχουμε λόγους να εκφράσουμε αντιρρήσεις. Ας μας πουν όμως ποιους από αυτούς θα στέψει η ιστορία ως ήρωες που έπεσαν στη μάχη για τα ανθρώπινα δικαιώματα; Αν στο εντυπωσιακό ποσοστό του 64%, που έλαβε ο Πούτιν, προστεθεί το 17% των κομμουνιστών, δεν απομένει σημαντικό περιθώριο στους δυτικόφρονες, ώστε να προσβλέπουν σε προσέγγιση προς την εξουσία.

 Ο Πούτιν κατάφερε να ανορθώσει την οικονομία της χώρας με τη βοήθεια των απλήστων για κέρδη δυτικών, οι οποίοι εκτίναξαν στα ύψη την τιμή των καυσίμων παραβλέποντας ότι η Ρωσία είναι σημαντικός εξαγωγέας και κύριος τροφοδότης της Δυτικής Ευρώπης. Έτσι όταν άρχισαν να εξυφαίνουν τα άθλια παιχνίδια απομόνωσης της Ρωσίας με τον προσεταιρισμό στη ζώνη επιρροής τους χωρών που συνορεύουν με την «αρκούδα», που ξύπνησε από τη σύντομη χειμέρια νάρκη, προσέκρουσαν στην αποφασιστικότητα του Πούτιν, η οποία ξάφνιασε τους πάντες. Κατά τον «πειραματικό» πόλεμο, που εξανάγκασαν οι ΗΠΑ να εξαπολύσει ο άφρων υπηρέτης τους Σαακασβίλι, έλαβαν αυτοί την πρώτη απάντηση. Οι Ευρωπαίοι στη συνέχεια δεν υπέκυψαν στις πιέσεις να προχωρήσουν στην αποδοχή ένταξης της Ουκρανίας και Γεωργίας στο ΝΑΤΟ. Έτσι και μεις πετύχαμε μικρή «νίκη» με το να παραμείνει και η FYROM εκτός συμμαχίας – συμμορίας. Ακολούθησε τέλος η αναστολή εγκατάστασης βαλιστικών πυραύλων σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, προκειμένου να αναχαιτίζονται δήθεν οι πύραυλοι που θα τολμούσε να εκτοξεύσει το Ιράν, για να πλήξει δυτικούς στόχους. Βέβαια η Ρωσία δεν πήρε μόνο, αλλά και έδωσε. Παρείχε διευκολύνσεις στο ΝΑΤΟ στον πόλεμο που διεξάγει στο Αφγανιστάν και ο οποίος, όλα δείχνουν, θα έχει την κατάληξη της επιχείρησης των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, όπως και της άλλης της ΕΣΣΔ στην πολύπαθη χώρα αυτή χώρα της Ασίας. Η Ρωσία είναι πολύ προσεκτική έναντι του Ιράν παρά τα πολλά κοινά συμφέροντά τους. Προσεκτικές είναι ακόμη και οι κινήσεις της στη Συρία, αν και είναι πασιφανές ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα ήθελε ανατροπή του υπάρχοντος εκεί καθεστώτος.

Η Ρωσία είναι ομόδοξη χώρα. Αυτό είναι αρκετό, ώστε να εκδηλώνει ο λαός μας έντονη τη συμπάθεια προς τον ρωσικό λαό. Αυτό μας οδηγεί φορές στο να στηρίζουμε υπερβολικές ελπίδες και σήμερα, όπως και στο παρελθόν στο «ξανθό Γένος». Η Ρωσία ευνόησε την οργάνωση και κινητοποίηση των εγκατεστημένων στο έδαφός της Ελλήνων, ώστε αυτοί να προετοιμάσουν την επανάστασή τους, ουδεμία όμως ουσιαστική βοήθεια προσέφερε κατ’ αυτήν. Ο τσάρος απέταξε ευθύς από τον ρωσικό στρατό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και κράτησε παγερή στάση έναντι του Καποδίστρια, στον οποίο όφειλαν τόσα και η Ρωσία και άλλες χώρες της Ευρώπης (Γαλλία και Ελβετία). Ο φόβος τότε να ψυχρανθούν οι σχέσεις με τα άλλα μέλη της «Ιερής» λεγόμενης συμμαχίας τηρούσε τον τσάρο επιφυλακτικό. Και αν κατά καιρούς εκδήλωνε η τσαρική αυλή συμπάθεια προς την Ελλάδα, πρωτίστως απέβλεπε στα δικά της συμφέροντα και στον μακρόπνοο στόχο του ελέγχου των «Στενών» και της καθόδου στο Αιγαίο. Όταν διαπίστωσε ότι η μικρή Ελλάδα κατέστη άθυρμα της βρετανικής διπλωματίας, έστρεψε το ενδιαφέρον της προς τους ομόδοξους Σλάβους της Βαλκανικής, από τους οποίους μόνο οι Σέρβοι αναγνωρίζουν ευγνωμώνως τη ρωσική βοήθεια. Οι Βούλγαροι τόσο στο παρελθόν (19ος αιώνας), όσο και σήμερα σέρνονται προς τη Δύση ακολουθώντας μας σταθερά στην κατάντια μας!

Τα όνειρα των Ρώσων δεν έπαψαν να υφίστανται. Ο ενεργειακός αγωγός, που τελικά ακυρώθηκε με την παρασπονδία των Βουλγάρων, ώστε να μην είναι πολύ έκδηλη η δική μας υποτέλεια, δεν ήταν έργο χωρίς πολιτική σημασία. Ασφαλώς και θέλουν βάσεις στο Αιγαίο οι Ρώσοι, γι’ αυτό άλλωστε και ήσαν πρόθυμοι να μας δανείσουν, ώστε να αποφύγουμε τη μεθοδευμένη προσφυγή μας στο ΔΝΤ. Εμείς όμως δουλόφρονες στο έπακρο υποταχθήκαμε πλήρως στους δημίους μας.

Ο Πούτιν δεν είναι άγιος ούτε εκπληρωτής προφητειών, όπως κάποιοι επιχειρούν να προβάλουν στο διαδίκτυο. Είναι όμως ελπιδοφόρος κατά το ότι κατόρθωσε όχι μόνο να ανορθώσει τη χώρα του, αλλά να την κάνει πλέον σεβαστή στους ισχυρούς της γης. Θα ήταν τόση η κατάντια μας, αν δεν είμασταν κολλημένοι σαν στρείδια στο άρμα των δυτικών, στους οποίους ανήκουμε από τη μοιρασιά του 1944; Δεν θα δανειζόμασταν με πλέον ευνοϊκούς όρους από τη Ρωσία; Δεν θα επωφελούμασταν από την τεράστια αγορά Ρωσίας και Ουκρανίας προς διάθεση των αγροτικών μας προϊόντων, από τα οποία μικρές μόνο ποσότητες διατίθενται στις δυτικές αγορές; Τελικά οι ισραηλινές και αμερικανικές εταιρείες θα αξιοποιήσουν με μεγαλύτερο όφελος για τη χώρα μας τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων απ’ ότι ρωσικές και σκανδιναβικές; Μας παρέχουν μεγαλύτερες εγγυήσεις οι πρώτοι έναντι της επιθετικότητας των γειτόνων μας;

Τα ερωτήματα φαίνονται δικανικά δεδομένης της εξάρτησής μας από τη Δύση. Μήπως όμως η αποδοχή της «μοίρας» μας είναι το χειρότερο «εφόδιο» προς αντιμετώπιση της κρίσης που μας μαστίζει; Αποκλείεται να δούμε το οικοδόμημα της σύγχρονης Βαβέλ, την ΕΕ, να εγκαταλείπεται ημιτελές υπό την πίεση των εξαπατημένων από το όραμα της ειρηνικής συνύπαρξης λαών; Αποκλείεται τότε και στη χώρα μας να ξεπροβάλει ένας ηγέτης, όχι άγιος ή προφήτης, ένας ηγέτης σαν τον Καποδίστρια, σαν τον Πλαστήρα, που θα αγαπά την πατρίδα μας και θα αναλάβει να την απελευθερώσει από τους δημίους της οικονομικούς και πολιτικούς; Και ο Πούτιν απρόβλεπτος υπήρξε.                    

 

                                                «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»,12-3-2012

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ ΙΙ

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ:

Οι πολίτες της χώρας επέβαλλαν δημοψηφίσματα, με τη συνδρομή του Προέδρου της Δημοκρατίας, την οποία εξασφάλισαν με διαδηλώσεις, καθώς επίσης με τη συλλογή υπογραφών, ενώ οδήγησαν στα Δικαστήρια όλους τους υπευθύνους της κρίσης – αναφορά στο PSI – Μέρος ΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗ Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ

Στην περίπτωση των τραπεζών, φάνηκαν καθαρά τα μεγάλα ελαττώματα και οι παραλείψεις της χρηματοπιστωτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού τα εγγυητικά κεφάλαια για τις καταθέσεις των ιδιωτών, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή οδηγία, ήταν μόλις 47 εκ. € – ένα αστείο ποσόν, σε σχέση με τις δραστηριότητες των τραπεζών της χώρας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αφού αντιστοιχούσε μόλις το 1% των μέσων τραπεζικών καταθέσεων (4,7 δις €). Δηλαδή τα κεφάλαια, τα οποία όφειλαν να διατηρούν οι τράπεζες ως εγγύηση για τις αποταμιεύσεις των πελατών τους, ήταν μόλις το 1% των καταθέσεων, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία – η οποία, όπως φαίνεται, προβλέπει την κατάρρευση μίας μόνο τράπεζας κάποιας χώρας και όχι του συνόλου του τραπεζικού συστήματος. 

Ορισμένες όμως Ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Μ. Βρετανία και η Ολλανδία, επειδή είχαν διαπιστώσει πως τα εγγυητικά κεφάλαια για τις καταθέσεις των Πολιτών τους ήταν πολύ χαμηλά, τα είχαν αυξήσει. Και στις δύο αυτές χώρες δραστηριοποιούταν η Ισλανδική Landsbanki, μέσω της διαδικτυακής θυγατρικής της Icesave. Η τράπεζα αυτή, λόγω του ότι προσέφερε ασυναγώνιστα επιτόκια στους πελάτες της, είχε καταφέρει να προσελκύσει 300.000 Βρετανούς καταθέτες και περισσότερους από 125.000 Ολλανδούς. Όταν λοιπόν χρεοκόπησε, οι κυβερνήσεις της Μ. Βρετανίας και της Ολλανδίας υποχρεώθηκαν να αποζημιώσουν τους Πολίτες τους, στο ύψος των εγγυήσεων, τις οποίες οι ίδιες είχαν θεσπίσει – με αποτέλεσμα να απαιτήσουν στη συνέχεια τα χρήματα αυτά από την Ισλανδία. 

Στην αρχή του 2009 ξεκίνησαν λοιπόν οι διαπραγματεύσεις της Ισλανδίας, με τη Βρετανία και την Ολλανδία – αν και πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει ως τέτοιες, αφού ουσιαστικά επρόκειτο για εντολές των δύο Ευρωπαϊκών χωρών. Κατ’ επακόλουθο, η τελική συμφωνία ήταν εντελώς ασύμφορη για την Ισλανδία, αφού η Μ. Βρετανία απαίτησε αποζημίωση ύψους 2,4 δις στερλίνες, ενώ η Ολλανδία 1,3 δις € – ποσά που ουσιαστικά αντιστοιχούσαν στο 31% του ΑΕΠ της χώρας (για παράδειγμα, στην Ελλάδα οι αποζημιώσεις αυτές θα ήταν, συγκριτικά, 68 δις € περίπου). Για κάθε Ισλανδό Πολίτη το ποσόν αυτό θα σήμαινε μία επιβάρυνση της τάξης των 11.000 €, συν τόκους 5,55% από την 1η Ιανουαρίου του 2009 – ένα επιτόκιο υψηλότερο από αυτό που πλήρωναν οι δύο «αντίδικες» χώρες για τα δάνεια τους.

Όπως φάνηκε λοιπόν, τόσο η Ολλανδία, όσο και η Μ. Βρετανία, δεν ήθελαν μόνο να εξοφληθούν οι απαιτήσεις τους αλλά και να κερδίσουν επί πλέον – χρεώνοντας με τοκογλυφικά επιτόκια την Ισλανδία (κάτι ανάλογο συνέβη με τα δάνεια των χωρών της Ευρωζώνης προς την Ελλάδα, το 2010). Ο μοναδικός συμβιβασμός τους με την Ισλανδία ήταν η καθυστέρηση της πληρωμής (περίοδος χάριτος) τόκων και χρεολυσίων έως το 2016 – ενώ έως το 2024 όφειλαν να αποπληρωθούν όλοι οι τόκοι και τα χρεολύσια.   

  

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΗΜΟΦΗΦΙΣΜΑ

 

Η συμφωνία είχε αποφασισθεί από την κυβέρνηση, η οποία είχε εκλεγεί τον Απρίλιο του 2009 – μία κυβέρνηση συνεργασίας των Σοσιαλδημοκρατών και του Αριστερού-Πράσινου κινήματος, η οποία ισχυριζόταν ότι όφειλε να σεβαστεί τις υποσχέσεις του προηγούμενου συντηρητικού πρωθυπουργού, από το Φθινόπωρο του 2008 (είχε εγγυηθεί την πλήρη εξόφληση των οφειλών των τραπεζών). Η νέα πρωθυπουργός επιθυμούσε να προωθήσει γρήγορα τη σύμβαση με τη Μ. Βρετανία και με την Ολλανδία, επειδή δεν ήθελε να δυσκολέψει τις συζητήσεις για την είσοδο της χώρας της στην Ευρωζώνη. Έτσι, έφερε βιαστικά τη συμφωνία στη Βουλή, όπου τελικά εγκρίθηκε με 33 ψήφους υπέρ και 30 κατά, με την αιτιολογία ότι «το κράτος έχει συνέχεια, οπότε πρέπει να τηρούνται οι προηγούμενες δεσμεύσεις». 

Εν τούτοις, οι Πολίτες της χώρας είχαν εντελώς διαφορετική άποψη – με αποτέλεσμα να διαδηλώνουν συνεχώς εναντίον της συμφωνίας. Παράλληλα, 56.000 Ισλανδοί (το 23% των συνολικών ψηφοφόρων της χώρας), κατέθεσαν έγγραφη διαμαρτυρία στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, απαιτώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος αποδέχθηκε την επιθυμία των Πολιτών, αρνούμενος να υπογράψει το νόμο που είχε ψηφισθεί από τη Βουλή – διευκολύνοντας έτσι τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, για πρώτη φορά μετά το 1944, όπου είχε επιτευχθεί η ανεξαρτησία της Ισλανδίας. 

Όπως φάνηκε λοιπόν, παρά το ότι σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία, στην οποία η εκτελεστική εξουσία είναι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός, ενώ η νομοθετική το κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αυτός που τελικά επικυρώνει τις αποφάσεις όλων των υπολοίπων. Επομένως, η εξουσία που απορρέει από τη θέση του δεν είναι τόσο περιορισμένη, όσο μας παρουσιάζεται – γεγονός που σημαίνει πως οι ευθύνες του είναι κατά πολύ μεγαλύτερες, από αυτές όλων των υπολοίπων (ιδιαίτερα εάν τυχόν υπογράφει μνημόνια υποτέλειας, εις βάρος της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας του και των συνταγματικών δικαιωμάτων των Πολιτών της).   

Συνεχίζοντας, το απρόσμενο αυτό γεγονός σήμανε αμέσως συναγερμό στα οχυρά του διεθνούς τοκογλυφικού κεφαλαίου. Απλά και μόνο η είδηση ότι, οι φορολογούμενοι μίας χώρας θα επιτρεπόταν να αποφασίζουν μόνοι τους, εάν και κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα αναλάμβαναν τα χρέη του κράτους τους, δημιούργησε μεγάλη αναταραχή στις παγκόσμιες χρηματαγορές. Φυσικά, οι εταιρείες αξιολόγησης υποτίμησαν αμέσως την πιστοληπτική ικανότητα της Ισλανδίας – ενώ η κυβέρνηση συνεργασίας τάχθηκε υπέρ της συμφωνίας, με στόχο να επηρεάσει την απόφαση του δημοψηφίσματος.

Αντίθετα, η συντηρητική αντιπολίτευση τοποθετήθηκε εναντίον της συμφωνίας, συνεπικουρούμενη από κάποια διατεταγμένα ΜΜΕθέλοντας με αυτόν τον τρόπο να πείσει ότι, τα δύο αριστερά κόμματα ήταν ανίκανα να κυβερνήσουν (ελπίζοντας ίσως ότι το «Όχι» θα απομόνωνε την Ισλανδία από τη διεθνή κοινότητα, οπότε θα προκαλούσε την κατάρρευση της κυβέρνησης). Όπως θα δούμε δε στη συνέχεια, η αντιπολίτευση τάχθηκε υπέρ της δεύτερης συμφωνίας – γεγονός που μας θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τη χώρα μας και τα άθλια «παιχνίδια εξουσίας» της δικής μας πολιτικής. 

Εν τούτοις, οι ελεύθεροι Πολίτες της Ισλανδίας δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τα πολιτικά παιχνίδια των κομμάτων – ψηφίζοντας «ΟΧΙ» επειδή πίστευαν εύλογα ότι, η αντιμετώπιση της χώρας τους από τους δανειστές της ήταν εντελώς άδικη. Έτσι λοιπόν, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος (06.03.2010) ήταν σε συντριπτικό βαθμό (93,2%) εναντίον της συμφωνίας – ενώ μόλις το 1,8% ήταν υπέρ. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τη Μ. Βρετανία και την Ολλανδία να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων – αφού δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να μην σεβαστούν την επιθυμία των Πολιτών της Ισλανδίας, μετά από μία τόσο εντυπωσιακή πλειοψηφία.

 

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ

 

Η νέα συμφωνία με τους «δανειστές», η οποία επιτεύχθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ήταν αρκετά πιο συμφέρουσα από την πρώτη – αφού η αποπληρωμή θα ξεκινούσε το 2016, ενώ τα ποσά των τοκοχρεολυσίων δεν θα ξεπερνούσαν ποτέ το 5% των δημοσίων εσόδων της Ισλανδίας (για σύγκριση, στην Ελλάδα μόνο οι τόκοι αντιστοιχούν στο 30% περίπου των δημοσίων εσόδων). Ο χρόνος αποπληρωμής επιμηκύνθηκε έως το έτος 2046 (από το 2023 της προηγούμενης), ενώ το επιτόκιο μειώθηκε στο 3% (τυχόν περαιτέρω συγκρίσεις με την Ελλάδα, όπου, για παράδειγμα, τα ετήσια τοκοχρεολύσια δεν θα ξεπερνούσαν τα 3 δις €, θα ήταν εξαιρετικά απογοητευτική για την πολιτική ηγεσία και τις διαπραγματευτικές της «ικανότητες»).  

Αυτή τη φορά η Βουλή, η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση κυρίως,  αποφάσισε με μεγάλη πλειοψηφία υπέρ της συμφωνίας. Εν τούτοις, επειδή ο έντιμος Πρόεδρος της Δημοκρατίας αρνήθηκε ξανά να την επικυρώσει, δεν υπέγραψε δηλαδή τον ανάλογο νόμο, διενεργήθηκε ένα νέο δημοψήφισμα – στο οποίο το 59,77% ψήφισε ξανά αρνητικά (ΟΧΙ), ενώ το 40,22% θετικά, με την  κυβέρνηση να θεωρεί το αποτέλεσμα ως δική της ήττα.

Μετά το δεύτερο «ΟΧΙ» των Ισλανδών, τόσο οι Βρετανοί, όσο και οι Ολλανδοί αρνήθηκαν να διαπραγματευθούν ξανά – ανακοινώνοντας ότι θα ακολουθήσουν πλέον τη δικαστική οδό, μέσω του αρμόδιου Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (EFTA) του Λουξεμβούργου. Η Ισλανδία, μαζί με το Λιχτενστάιν, τη Νορβηγία και την Ελβετία, είναι ένα από τα εναπομείναντα κράτη-μέλη της EFTA, η οποία είχε ιδρυθεί το 1960 ως το «αντίπαλο δέος» της ΕΕ (κάποτε ανήκαν επίσης η Δανία, η Φιλανδία, η Αυστρία, η Σουηδία και η Μ. Βρετανία).

Η επιτροπή ελέγχου της EFTA, η οποία έχει έδρα τις Βρυξέλες, τοποθετήθηκε υπέρ της Μ. Βρετανίας και της Ολλανδίας, απαιτώντας από την Ισλανδία να πληρώσει τα χρέη της τράπεζας της (Icesave), απέναντι στους πελάτες της στις δύο χώρες – όπου όμως το Κοινοβούλιο της Ισλανδίας απάντησε ότι, δεν είχε σε καμία περίπτωση καταπατήσει τις υποχρεώσεις της χώρας, οι οποίες απέρρεαν από την Ευρωπαϊκή συμφωνία (94/19/EG).

Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση της Ισλανδίας δεν είχε ποτέ αρνηθεί να αποζημιώσει τους ξένους ιδιώτες-καταθέτες των χρεοκοπημένων τραπεζών της, για τη ζημία που τους προκλήθηκε. Αντίθετα, οι απαιτήσεις τους έχουν τοποθετηθεί σε προτεραιότητα, σε σχέση με αυτές των ξένων τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών – ενώ για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιηθεί η περιουσία της πτωχευμένης Landsbanki, η οποία υπολογίζεται στα 594 δις κορώνες.

 

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

 

Το πλέον σημαντικό όπλο της Ισλανδίας, σε σχέση με την, επιτυχή όπως φαίνεται σήμερα, καταπολέμηση της τραπεζικής κρίσης, ήταν αναμφίβολα η ύπαρξη εθνικού νομίσματος. Η υποτίμηση της κορώνας κατά 50% απέναντι στο Ευρώ, ακρίβυνε κατά πολύ τις εισαγωγές, ενώ δημιούργησε δυσκολίες στις ξένες εταιρείες. 

Αρκετές πολυεθνικές, όπως για παράδειγμα η McDonalds, εγκατέλειψαν τη χώρα – γεγονός φυσικά εξαιρετικά θετικό για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και για τα έσοδα του κράτους, αφού η φοροαποφυγή των πολυεθνικών αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους «ιούς» του συστήματος (ειδικά των μικρότερων κρατών της Ευρωζώνης, οι επιχειρήσεις των οποίων δεν έχουν τη δυνατότητα να επεκταθούν στις άλλες χώρες, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντισταθμιστεί η φοροαποφυγή των πολυεθνικών, καθώς επίσης η εξαγωγή των κερδών στα κράτη που έχουν την έδρα τους – μέσω του γνωστού μας transfer pricing).  

Οι ακριβές τιμές των εισαγομένων προϊόντων συνέβαλλαν φυσικά στην ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας, όπως επίσης στην αύξηση των εξαγωγών και του τουρισμού – λειτουργώντας ακριβώς όπως στα «οικονομικά εγχειρίδια». Έτσι, παρά το ότι η μείωση του ΑΕΠ ήταν της τάξης του -6,8% το 2009, το 2010 περιορίσθηκε στο -1,1%, ενώ το 2011 ακολούθησε η ανάπτυξη (περί το 2,3%).

Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού μειώθηκε στο 9,3% το 2009 (από 13,5% το 2008), στο 5,7% το 2010 και στο 2,9% το 2011. Φυσικά σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ, η Ισλανδία ήταν ανέκαθεν πλούσια, όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Κατάταξη διεθνώς, κατά κεφαλήν ΑΕΠ και σε δολάρια

Κατάταξη

Χώρα

ΑΕΠ κατά κεφαλή

 

 

 

21

Ισλανδία

43.226

19

Γερμανία

44.556

22

Μ. Βρετανία

39.606

24

Ιταλία

37.046

30

Ελλάδα

27.875

Πηγή: ΔΝΤ, προβλέψεις 2011. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 

Τρία χρόνια αργότερα, παρά το ότι η χώρα δανείσθηκε από το ΔΝΤ (χωρίς όμως να εφαρμόσει την υφεσιακή πολιτική του, έτσι όπως αυτή ασκείται στην Ελλάδα), η κρίση αποτελεί παρελθόν. Δυστυχώς για όλους μας η Ελλάδα, όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, καθώς επίσης όλα τα άλλα «θύματα» που θα ακολουθήσουν, δεν έχει την πολυτέλεια του εθνικού νομίσματος – ενώ τυχόν μονομερής επιστροφή της, ειδικά μετά την ψήφιση του δευτέρου μνημονίου υποτέλειας, θα ήταν εξαιρετικά επώδυνη (για λόγους που έχουμε αναλύσει επαρκώς, σε αρκετά άρθρα μας, χωρίς φυσικά να διεκδικούμε το αλάνθαστο).

 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 11. Μαρτίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι συγγραφέας οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2551.aspx

 

 Συνέχεια στο Μέρος ΙΙΙ

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ ΙΙI

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ:

Οι πολίτες της χώρας επέβαλλαν δημοψηφίσματα, με τη συνδρομή του Προέδρου της Δημοκρατίας, την οποία εξασφάλισαν με διαδηλώσεις, καθώς επίσης με τη συλλογή υπογραφών, ενώ οδήγησαν στα Δικαστήρια όλους τους υπευθύνους της κρίσης – αναφορά στο PSI – Μέρος ΙΙI

  

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΝΤ

Ο γνωστός μας υπεύθυνος του ταμείου ταξίδεψε στην Ισλανδία τον Οκτώβριο του 2008, με σκοπό να βοηθήσει τη χώρα – οι τρεις μεγάλες τράπεζες της οποίας κατέρρεαν, με χρονική απόσταση μίας εβδομάδας η μία από την άλλη. Ευτυχώς για τους Ισλανδούς, η χώρα τους ήταν πάρα πολύ μικρή για να αξίζει η λεηλασία της, ενώ η γεωπολιτική θέση της ήταν επίσης μη σημαντική.

Έτσι λοιπόν η βοήθεια εκ μέρους του ΔΝΤ, το οποίο ενέκρινε πιστώσεις ύψους 2,1 δις $ (17% περίπου του ΑΕΠ της, όπου συγκριτικά για την Ελλάδα θα ήταν περί τα 40 δις €), παράλληλα με τα διακρατικά δάνεια των βορείων χωρών και της Πολωνίας, ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση – αφού δεν επέβαλλε την υφεσιακή πολιτική λιτότητας, η οποία απαιτήθηκε από τη χώρα μας. Το πρόγραμμα τώρα, το οποίο καταρτίσθηκε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα και εφαρμόσθηκε πιστά, στηριζόταν σε τέσσερις βασικούς πυλώνες:

(α)  Συγκροτήθηκε μία ομάδα ικανότατων δικηγόρων, η οποία εξασφάλισε το ότι, οι κρατικοποιημένες τράπεζες δεν θα αναλάμβαναν τα προηγούμενα χρέη τους (η συνολική ζημία των αγορών, από τα χρεοκοπία των τραπεζών της Ισλανδίας, ήταν περίπου 85 δις $. Δηλαδή, 7 φορές περίπου το ΑΕΠ της χώρας – κάτι που θα σήμαινε, κατ’ αναλογία για την Ελλάδα, περί τα 1,6 τρις €). 

(β)  Μία άλλη ομάδα έμπειρων οικονομολόγων, ανέλαβε τη σταθεροποίηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος – γεγονός που τελικά επιτεύχθηκε, αν και όχι απόλυτα, μεταξύ άλλων με τη  βοήθεια του ελέγχου των κινήσεων κεφαλαίων. 

(γ)  Εξασφαλίσθηκαν τα απαιτούμενα δανειακά κεφάλαια για τον πρώτο χρόνο – ενώ καθυστέρησαν προγραμματισμένα οι πληρωμές του δημοσίου.

(δ)  Ανακεφαλαιοποιήθηκαν οι τράπεζες, κρατικοποιήθηκαν εν μέρει και διατηρήθηκε σε λειτουργία το χρηματοπιστωτικό σύστημα – αφού χωρίς αυτό θα ήταν αδύνατη η διατήρηση και η ανάπτυξη της πραγματικής Οικονομίας.      

Με τη συγκεκριμένη μέθοδο καταπολεμήθηκε γρήγορα η ύφεση, επανήλθε η ανάπτυξη και δημιουργήθηκαν νέες θέσεις εργασίας – με αποτέλεσμα η ανεργία σήμερα να μην ξεπερνάει το 7%. Η Ισλανδία κατάφερε να επιστρέψει στις αγορές τον Ιούνιο του 2011, πουλώντας ομόλογα αξίας 1 δις $ (8% του ΑΕΠ της, σε αναλογία με την Ελλάδα θα ήταν 19 δις €), ο πληθωρισμός έπεσε στο 7%, το δημόσιο χρέος της μειώθηκε στο 100% του ΑΕΠ της, ενώ το χρέος των τραπεζών περιορίσθηκε στο 200% του ΑΕΠ της χώρας.

 

ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

 

Η Ισλανδική κοινωνία αποφάσισε να διερευνήσει σε βάθος όλα όσα οδήγησαν στην καταστροφική χρεοκοπία των τραπεζών της χώρας. Έτσι λοιπόν το Κοινοβούλιο δημιούργησε μία επιτροπή, η οποία παράδωσε τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας της τον Απρίλιο του 2010. Στην αναφορά αυτή, έκτασης 3.000 σελίδων, ονομάζονταν επακριβώς οι ένοχοι: οι τρεις διοικητές της κεντρικής τράπεζας, ο διευθυντής της εποπτικής αρχής του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ο πρώην πρωθυπουργός, καθώς επίσης οι υπουργοί Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας.

Ευθύνες όμως καταλογίσθηκαν και στους σοσιαλδημοκράτες, όπως για παράδειγμα στον B. J. Sigurdsson, ο οποίος ήταν υπουργός οικονομικών για δύο χρόνια, πριν από το ξέσπασμα της κρίσης (στην περίπτωση της Ελλάδας, ο πρώην πρωθυπουργός, ο διοικητής της ΤτΕ, οι υπουργοί οικονομικών κλπ, θα ήταν προφανώς οι αντίστοιχοι ένοχοι – ενώ για τα μνημόνια οι επόμενοι).  

Το Κοινοβούλιο δεν κάλυψε φυσικά τη διαπλοκή της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας, με την Πολιτική και τα ΜΜΕ – γεγονός που είχε συμβάλλει τα μέγιστα στην απορρύθμιση του ισλανδικού τραπεζικού τομέα. Στις αρχές δε του Οκτωβρίου του 2010, αποφάσισε να οδηγήσει τον πρώην πρωθυπουργό κ.Haarde ενώπιον ενός ειδικού δικαστηρίου, θεωρώντας τον ως έναν από τους κυρίους υπαιτίους της τραγωδίας. Για το λόγο αυτό συνεδριάζει ένα ειδικό δικαστήριο, το οποίο ιδρύθηκε το 1905 (Landsdomur), για πρώτη φορά στην Ιστορία του.

Σύμφωνα τώρα με πολλούς αναλυτές, οι Ισλανδοί Πολίτες δεν θα μπορούσαν να αμυνθούν εύκολα απέναντι στις τεράστιες πιέσεις της Μ. Βρετανίας και της Ολλανδίας, εάν η χώρα τους ήταν μέλος της Ευρωζώνης – γεγονός που μάλλον το γνωρίζουν και οι ίδιοι οι Ισλανδοί, αφού τοποθετούνται σε δημοσκοπήσεις εναντίον της εισόδου, με ποσοστό 55,7% (αρνούμενοι, όπως λέγεται, να μεταλλαχθούν σε προτεκτοράτο της Ευρωζώνης).

 

Η ΙΣΛΑΝΔΙΑ ΣΗΜΕΡΑ

 

Οι τράπεζες της Ισλανδίας διέγραψαν το 20-25% των δανείων πολλών νοικοκυριών, ποσά τα οποία αντιστοιχούν στο 13% του ΑΕΠ της χώρας, μειώνοντας το βάρος των χρεών για περισσότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Η ενέργεια αυτή αφενός μεν αποζημίωσε τους ασθενέστερους από όσους είχαν απώλειες στις καταθέσεις τους, μετά τη χρεοκοπία των τραπεζών, αφετέρου δε προκάλεσε μία μερική αναδιανομή των εισοδημάτων, προς όφελος της μικρομεσαίας τάξης – κάτι που τελικά «εκβάλλει» στην αύξηση της κατανάλωσης (ΑΕΠ), η οποία συνήθως ελάχιστα επηρεάζεται από τα πολύ πλούσια εισοδηματικά στρώματα.   

Επιπλέον, με απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας, θεωρήθηκαν παράνομα τα δάνεια που ήταν συνδεδεμένα με ξένα νομίσματα – με αποτέλεσμα να μη χρειάζεται πλέον τα νοικοκυριά να καλύπτουν τις απώλειες (από την υποτίμηση) της ισλανδικής κορόνας. Χωρίς τη διαγραφή του χρέους, οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα λύγιζαν υπό το βάρος των δανείων τους, μετά την εκτόξευση του χρέους στο 240% των εισοδημάτων το 2008.

Η οικονομία της Ισλανδίας θα αναπτυχθεί φέτος με ρυθμό υψηλότερο από το μέσο όρο των αναπτυγμένων χωρών, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ. Τέλος, οι τιμές των ακινήτων στη χώρα είναι σήμερα μόνο περίπου 3% χαμηλότερες από τις τιμές που ίσχυαν το Σεπτέμβριο του 2008, λίγο πριν από την κρίση (δυστυχώς, στα πλαίσια της πλύσης εγκεφάλου των Ελλήνων από κάποια διατεταγμένα ΜΜΕ, οικονομικός τηλεπαρουσιαστής ισχυρίσθηκε ότι, οι τιμές των κατοικιών στην Ισλανδία είναι κατά 50% χαμηλότερες, από αυτές του 2008!).  

Τέλος, ο οίκος Fitch αναβάθμισε πρόσφατα την αξιολόγηση της Ισλανδίας, ενώ δήλωσε ότι «ήταν επιτυχημένη η ανορθόδοξη πολιτική της για την καταπολέμηση της κρίσης». Όπως λέγεται δε, η προσέγγιση της Ισλανδίας για την αντιμετώπιση της κατάρρευσης ήταν να θέτει κάθε φορά τις ανάγκες του πληθυσμού της, επάνω από εκείνες των αγορών.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ

 

Η αναφορά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κρατών, καθώς επίσης στις διάφορες οικονομικές κρίσεις ανά τον κόσμο, δεν θα είχε μεγάλη σημασία, εάν δεν υπήρχε η πρόθεση να διδαχθεί κανείς από αυτά. Όσον αφορά λοιπόν τις ηγετικές δυνάμεις θα λέγαμε ότι, αποκλειστικός στόχος των Η.Π.Α., όταν αναλαμβάνουν τη διαχείριση κρίσεων με τη βοήθεια του ΔΝΤ, είναι το κέρδος – καθώς επίσης τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα. Επομένως, η λεηλασία τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημόσιου πλούτου, καθώς επίσης η «κατάταξη» των αδύναμων οικονομιών στις χώρες επιρροής τους. 

Αντίθετα, ο στόχος των βορείων ευρωπαϊκών χωρών είναι η αποφυγή της ζημίας – ειδικά δε της Γερμανίας, επί πλέον η προσάρτηση εδαφών, αφού ανέκαθεν ενδιαφερόταν περισσότερο για εμπράγματα περιουσιακά στοιχεία, παρά για (άχρηστα) χρήματα. Επομένως, προέχει η εξασφάλιση τόσο των τραπεζών τους, όσο και του δημοσίου τους, από τυχόν ζημίες.

Όσον αφορά το χαρακτήρα των Ελλήνων, θεωρούμε πως θα ήταν προτιμότερο να ενδιαφερόμαστε περισσότερο για το τι είμαστε, για το τι έχουμε και για το πως θα προστατεύσουμε τη χώρα μας από τους εισβολείς, παρά για το τι φανταζόμαστε ότι έχουμε ή είμαστε, για το πώς φαινόμαστε και για το πως θα διατηρήσουμε «τεχνητά» την αυτοεκτίμηση μας (αυτοσαρκαζόμενοι ή/και σε σαθρές βάσεις).

Τέλος, από την επιτυχημένη αντιμετώπιση της κρίσης χρέους εκ μέρους της Ισλανδίας συμπεραίνουμε ότι, οι Πολίτες μίας χώρας έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη μοίρα τους – αρκεί να την πάρουν στα δικά τους χέρια. Οι Ισλανδοί πέτυχαν να επιβάλλουν δημοψηφίσματα, με τη συνδρομή του Προέδρου της Δημοκρατίας τους – την οποία κατάφεραν να εξασφαλίσουν με ειρηνικές διαδηλώσεις και με τη μεθοδική συλλογή υπογραφών (ενώ σε κάποιες άλλες χώρες, συνέβαλλε η μαζική αποχή από τους χώρους εργασίας).

Αντίθετα, εμείς οι Έλληνες δεν καταφέραμε δυστυχώς να επιβάλλουμε δημοψηφίσματα, όπως για παράδειγμα σε σχέση με την ανάμιξη του ΔΝΤ στα εσωτερικά της χώρας μας (Μάιος του 2010), με το πρώτο εγκληματικό μνημόνιο (Ιούλιος 2011) και με το δολοφονικό δεύτερο (Φεβρουάριος 2012). Εκτός αυτού, μάλλον επιτρέψαμε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αποφύγει τις μεγάλες ευθύνες του – καθώς επίσης στις «συμμορίες» των διεθνών τοκογλύφων να μας τρομοκρατήσουν, μεταξύ άλλων με τις γνωστές ενέργειες τους κατά τη διάρκεια των μαζικών διαδηλώσεων. Φυσικά δεν πρέπει να υποτιμηθεί η παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων για την κρίση από την Ισλανδική Δικαιοσύνη – ένα «δίδαγμα», το οποίο δεν πρέπει να ξεχασθεί από τους Έλληνες.    

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Η Ισλανδία, στο ξεκίνημα της κρίσης (2008), είχε δημόσιο χρέος στο 130% του ΑΕΠ και χρέος τραπεζών στο 1.000% του ΑΕΠ – ενώ φυσικά είχε χάσει την πρόσβαση στις αγορές χρηματοδότησης. Τρία χρόνια αργότερα (2011), η χώρα επανήλθε στην ανάπτυξη, μείωσε το δημόσιο χρέος της στο 100% του ΑΕΠ, καθώς επίσης το τραπεζικό στο 200% του ΑΕΠ, ενώ η ανεργία περιορίσθηκε στο 7% και επέστρεψε στις αγορές.

Η Ελλάδα αντίστοιχα, στο ξεκίνημα της κρίσης (2009), είχε δημόσιο χρέος στο 120% του ΑΕΠ, χρέος τραπεζών στο 23% και ανεργία στο 9%. Τρία χρόνια αργότερα, το δημόσιο χρέος έφτασε στο 170%, οι τράπεζες ουσιαστικά χρεοκόπησαν παρά το μηδαμινό χρέος τους, λόγω της κατοχής ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 21%, η ύφεση στο -7% και η Βουλή μετέτρεψε το σύνολο του χρέους σε ενυπόθηκο – παραδίδοντας την εθνική μας κυριαρχία και μετατρέποντας την πατρίδα μας σε προτεκτοράτο των Βρυξελλών.

Μετά τη διαγραφή χρέους (PSI), το νέο δανεισμό για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καθώς επίσης τα ελλείμματα του προϋπολογισμού (2012), το δημόσιο χρέος θα «μειωθεί» στο 155% του ΑΕΠ (άρθρο μας «λογιστικές αλχημείες») – συνεχίζοντας να είναι κατά πολύ υψηλότερο από το 2009 και φυσικά μη βιώσιμο, παρά το ότι η Ελλάδα οδηγήθηκε εγκληματικά στη χρεοκοπία (χωρίς να ξεχνάμε τις τεράστιες ζημίες των ασφαλιστικών ταμείων, από τη διαγραφή). 

Όπως έχουμε τονίσει δε πολλές φορές, αυτό που έχει σημασία δεν είναι αυτού καθαυτού το ύψος του χρέους, αλλά οι δυνατότητες αποπληρωμής του – οι οποίες συνεχίζουν να μην υφίστανται στην Ελλάδα, παρά τη (δήθεν) επιτυχημένη ανταλλαγή ομολόγων (όπου, κατά την άποψη μας, η εγχείρηση πέτυχε, αλλά ο ασθενής πέθανε, αφού άργησε κατά τουλάχιστον δύο χρόνια). Ουσιαστικά λοιπόν, παρά το ότι είναι εξαιρετικά θετικό να σου μειώνεται το χρέος από μία τράπεζα κατά 30%, όταν ταυτόχρονα απαιτεί την υποθήκη του σπιτιού σου, καταδικάζοντας σε στην ανεργία (ύφεση), με αποτέλεσμα στο τέλος, αφού δεν θα μπορείς να πληρώσεις τις δόσεις, να σου πάρει το σπίτι, πρόκειται για μία καταφανή παγίδα, για την οποία είναι μάλλον οξύμωρο να θριαμβολογούμε.  

Άλλωστε, η απρόσμενη «επιτυχία» της ανταλλαγής (PSI), η μεγάλη προθυμία δηλαδή των κατόχων ομολόγων να τα δώσουν άμεσα, στο 25% της αξίας τους, είναι αρκετά εύγλωττη από μόνη της – αφού, εάν δεν πίστευαν πως η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει, δεν θα είχαν καμία διάθεση να χάσουν τα 75 €, από τα 100 € που έδωσαν για να τα αγοράσουν (ευχόμενοι, όπως πάντοτε, να κάνουμε μεγάλο λάθος, σε σχέση με τις απαισιόδοξες εκτιμήσεις και προβλέψεις μας). 

Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε ότι, τα νέα Ελληνικά ομόλογα, αυτά δηλαδή που θα αντικαταστήσουν τα προηγούμενα, διαπραγματεύονται ήδη στις σκιώδεις αγορές, στο 80-85% της ονομαστικής τους αξίαςπαρά το ότι είναι εγγυημένα από το EFSF, ενώ υπάγονται στο αποικιοκρατικό αγγλικό Δίκαιο (ενυπόθηκα κλπ.). Αυτό σημαίνει ότι, ανεξάρτητα από το τι πιστεύουμε εμείς, οι αγορές θεωρούν πλήρη αποτυχία το PSI (κυρίως επειδή δεν καθιστά βιώσιμο το ελληνικό χρέος), προβλέπουν την άτακτη χρεοκοπία στα τέλη του 2012 και δεν πιστεύουν ότι θα πληρωθούν τα νέα ομόλογα στο 100% της ονομαστικής τους αξίας. Φυσικά το «πόκερ των κερδοσκόπων» δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, για τα ομόλογα βρετανικού δικαίου, του ΟΣΕ κλπ. – με τα hedge funds να έχουν πάρει τις τελικές θέσεις για τη μάχη στα τέλη Μαρτίου.

 Ολοκληρώνοντας, μέχρι στιγμής φαίνεται ότι εμείς οι Έλληνες αποδεχόμαστε στωικά τη μοίρα μας, χωρίς να αντιδρούμε και χωρίς να ενδιαφερόμαστε για το μέλλον το δικό μας, της πατρίδας μας και των παιδιών μας – γεγονός που αποτελεί μία ακόμη «θλιβερή πρωτοπορία» μας, η οποία συμπληρώνει την ήδη υπάρχουσα: το ότι είμαστε η μοναδική μέχρι σήμερα χώρα, οι εργαζόμενοι της οποίας αποδέχθηκαν, χωρίς να επαναστατήσουν, τη μείωση των ονομαστικών αμοιβών τους.

  

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 11. Μαρτίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι συγγραφέας οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2551.aspx

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ Ι

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ:

Οι πολίτες της χώρας επέβαλλαν δημοψηφίσματα, με τη συνδρομή του Προέδρου της Δημοκρατίας, την οποία εξασφάλισαν με διαδηλώσεις, καθώς επίσης με τη συλλογή υπογραφών, ενώ οδήγησαν στα Δικαστήρια όλους τους υπευθύνους της κρίσης – αναφορά στο PSI – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

“Όπως στη Γερμανία του 2ου Παγκοσμίου πολέμου έτσι και σε κάθε λαό, η ήττα και η μεγάλη κοινωνική καταστροφή (όπως για παράδειγμα η χρεοκοπία), αυξάνουν το «αγελαίο ένστικτο». Μέσα σε συνθήκες απόγνωσης, πανικού και φόβου, ελκόμαστε από σύμβολα τάξης, από σωτήρες τύπου Χίτλερ, καθώς επίσης από μοντέλα «ολοκληρωτικού κράτους» – τα οποία θα αναλάβουν την ευθύνη για λογαριασμό μας.

Σε συνθήκες διάχυτου φόβου, το άτομο εξαφανίζεται ολοκληρωτικά, οπότε κυριαρχεί ένα γενικό αμόκ, μια παγκόσμια και μοιραία δύναμη – ενώ, ενάντια στη συντριπτική της επίδραση, το άτομο είναι ανίκανο να αμυνθεί. Αυτές οι συνθήκες «διαβρώνουν» τους Πολίτες και μεταβάλουν τους οργανωμένους λαούς σε ανεξέλεγκτους όχλους. Περαιτέρω, επειδή ο όχλος είναι από τη φύση του ανώνυμος και ανεύθυνος, μια τέτοια κατάσταση, δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για το συλλογικό έγκλημα (K. Jung, παρεμβάσεις).

 

Ανάλυση

Η κάθε χώρα έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά – συνήθως δε είναι τα μέσα, με τη βοήθεια των οποίων οι Πολίτες της αντιμετωπίζουν την καταστροφή, τον πόνο και την οδύνη. Μεταξύ όλων, το σημαντικότερο είναι ίσως η πίστη απέναντι σε κάτι – απέναντι στο Θεό, στο κράτος ή σε οποιαδήποτε άλλη έννοια και θεσμό. Για παράδειγμα, οι Αμερικανοί πιστεύουν στο όνειρο της επιτυχίας (American dream) – οπότε υποφέρουν αδιαμαρτύρητα μέχρι να τα καταφέρουν, ενώ δημιούργησαν ένα κράτος και δόμησαν μία κοινωνία, με αποκλειστικό στόχο την υλική ευτυχία. Ακριβώς για το λόγο αυτό θεοποιήθηκε ουσιαστικά ο πλούτος, άνθησε ο νεοφιλελευθερισμός και «μεγαλούργησαν» τα παιδιά του Σικάγου, εις βάρος του κοινωνικού κράτους προνοίας.

Αντίθετα, οι Γερμανοί πιστεύουν σε ένα ηγεμονικό κράτος στρατόπεδο, ενώ δεν έχουν στόχο την ευτυχία, αλλά τη λιγότερη δυνατή δυστυχία – θέτοντας έτσι τις βάσεις του κοινωνικού κράτους πρόνοιας, το οποίο όμως είναι παράλληλα αστυνομικό (η ελευθερία και η ασφάλεια είναι αντικρουόμενες έννοιες). Στα πλαίσια αυτά, επιλέγεται σκόπιμα η χαμηλή αμοιβή από την ανεργία, «τιμωρείται» ουσιαστικά ο υπερβολικός πλούτος, η χώρα τοποθετείται πάνω από όλα, ενώ απαιτείται από τους Πολίτες πειθαρχία – καθώς επίσης απόλυτη συμμόρφωση με τους αυστηρούς κανόνες του κράτους.

Δυστυχώς, οι «ομάδες συμμόρφωσης» ενός τέτοιου κράτους, όπως για παράδειγμα τα SS στο παρελθόν, πρέπει να τιμωρούν και να βασανίζουν τα θύματα τους –  δείχνοντας παράλληλα τη συμπόνια τους κάτω από τους ήχους της κλασσικής μουσικής, επειδή διαφορετικά δεν αντέχουν το ρόλο τους. Όσον αφορά δε το Κράτος Δικαίου που έχει επιβληθεί στη χώρα, έχει ουσιαστικά στόχο να δικαιολογεί όσο καλύτερα μπορεί το de facto άδικο των Πολιτών, απέναντι σε ένα de jure δίκαιο κράτος – η πίστη στην ισχύ του οποίου αποτελεί το αντίδοτο, για τα όποια δεινά και τις θυσίες των Πολιτών του.      

Συνεχίζοντας, οι Έλληνες δυστυχώς δεν πιστεύουν σε τίποτα άλλο, εκτός από τον ίδιο τους τον εαυτό – οπότε δεν εκτιμούν το κράτος τους και δεν σέβονται τους Θεσμούς ή τους κοινωνικούς και λοιπούς κανόνες συμβίωσης, με τα γνωστά μας αποτελέσματα. Η αυτοπροβολή υπερέχει της ευτυχίας, ενώ ο φθόνος αποτελεί φυσικό επακόλουθο – αφού, θεωρώντας ο καθένας πως είναι ίσος, εάν όχι καλύτερος από όλους τους άλλους, δεν αποδέχεται την επιτυχία του διπλανού (ισχυριζόμενος συνήθως πως η επιτυχία «των άλλων» προέρχεται από την τύχη, από τη διαφθορά, από τη διαπλοκή κλπ.).

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των σύγχρονων Ελλήνων, είναι η αντιμετώπιση του πόνου και της οδύνης με έναν περίεργο αυτοσαρκασμόο οποίος είναι κατά πολλούς προϊόν της μακρόχρονης σκλαβιάς τους, κατά τη διάρκεια της οποίας τον χρησιμοποιούσαν ως προστασία της αυτοεκτίμησης τους. Ένα επόμενο είναι το ότι ο καθένας γνωρίζει τα πάντα, οπότε δεν αλλάζει εύκολα γνώμη και δεν αποδέχεται τις συμβουλές ή τις απόψεις των άλλων – ακόμη και για εξειδικευμένα θέματα. 

Όπως φαίνεται, η πίστη των Ελλήνων στην ελευθερία αποτελεί παρελθόν – κρίνοντας τουλάχιστον από την πολιτική ηγεσία, η οποία αποδέχθηκε πως ψήφισε το εγκληματικό μνημόνιο υποτέλειας, επειδή η εξ αυτού καταστροφή θα είναι μικρότερη (ανάλογα θα είχε συμπεριφερθεί η Ελληνική ηγεσία στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, εάν επέλεγε την ελεύθερη εισβολή των Γερμανών, αντί της αντίστασης – αφού η πρώτη επιλογή θα ήταν φυσικά λιγότερο καταστροφική). Προφανώς λοιπόν η αρετή και η τόλμη των Ελλήνων, βασικές προϋποθέσεις της διατήρησης της ελευθερίας, δεν κυριαρχούν πια – έχοντας πιθανότατα «απωθηθεί» από την καλοπέραση των τελευταίων δεκαετιών. 

Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας, οι Ισλανδοί πιστεύουν στην αυτοδιάθεση και στη συλλογικότητα, η οποία όμως δεν είναι εις βάρος της ατομικότητας – έχοντας εξελίξει την Άμεση Δημοκρατία (την ενεργό συμμετοχή δηλαδή των Πολιτών ενός κράτους στις κρίσιμες αποφάσεις, μέσω των δημοψηφισμάτων), σε βασικό πολιτικό όργανο της χώρας τους (η οποία ιδρύθηκε τον 9ο αιώνα μ.Χ. από Νορβηγούς εποίκους, ενώ διοικείται από το αρχαιότερο ενεργό ακόμη κοινοβούλιο του πλανήτη, το Althing, το οποίο ανάγεται στο 930 μ.Χ.).

Στα πλαίσια αυτά, η επιλογή της χρεοκοπίας των τραπεζών εκ μέρους τους ανεξαρτήτως κόστους, η αντίσταση των υπερήφανων, κελτικής καταγωγής Ισλανδών καλύτερα απέναντι στους διεθνείς τοκογλύφους, οι οποίοι απαιτούσαν την ανάληψη των χρεών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από τους Πολίτες, ήταν μάλλον αναμενόμενη.

Σε γενικές γραμμές δε, διαπραγματεύθηκαν την κρίση δανεισμού της χώρας τους (οι οικονομικές κρίσεις δεν είναι ντροπή για κανέναν, αφού όλα σχεδόν τα κράτη έχουν αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις, πολλές φορές στην Ιστορία τους), με κριτήριο το πώς θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν με τις υποχρεώσεις που θα αναλάμβαναν – γνωρίζοντας ότι, μία επιτυχημένη διαπραγμάτευση εξαρτάται από το εάν το χρέος γίνεται βιώσιμο, ενώ μόνο αυτό εκτιμάται από τις αγορές.

Δεν υπέκυψαν λοιπόν στις απαιτήσεις των δανειστών τους, όπως η Ελλάδα, η οποία δυστυχώς επέλεξε μία διαγραφή χρέους που συνεχίζει να μην αποτελεί βιώσιμη λύση και δεν την προστατεύει από την απόλυτη χρεοκοπία (αντί της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής με χαμηλά επιτόκια και με εφικτές δόσεις, χωρίς καμία διαγραφή) – ενώ θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία των Πολιτών της (εθνική κυριαρχία), χωρίς κανένα απολύτως αντίκρισμα.    

       

ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

 

Λίγο μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, τον Οκτώβριο του 2008, το 85% του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ισλανδίας κατέρρευσε – με αποτέλεσμα να αλλάξουν τα πάντα στη χώρα, μέσα σε λίγες μόνο ημέρες. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι τρεις μεγάλες τράπεζες, οι οποίες τελικά χρεοκόπησαν (Kaupthing Bank, Landsbanki, Glitnir Bank), είχαν αποκτήσει το δεκαπλάσιο μέγεθος του ΑΕΠ της Ισλανδίας, παρά το ότι είχαν ιδιωτικοποιηθεί μόλις το 2002 – ενώ μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είχαν εξαγοράσει, με τη βοήθεια της άμετρης μόχλευσης, πολυάριθμες επιχειρήσεις στη Σκανδιναβία, στις Η.Π.Α. και στη Μ. Βρετανία. 

Σε αντίθεση τώρα με πολλές άλλες χώρες (Ιρλανδία, Γερμανία, Ισπανία κλπ.), οι κυβερνήσεις των οποίων επέλεξαν τη διάσωση των χρεοκοπημένων τραπεζών τους (θύματα της μεγαλύτερης ληστείας όλων των εποχών, εκ μέρους των Η.Π.Α.), με τα χρήματα των Πολιτών τους, οι Ισλανδοί αποφάσισαν να αφήσουν τις τράπεζες να πτωχεύσουν – με αποτέλεσμα να χάσουν τα χρήματα τους γερμανικές, γαλλικές και βρετανικές τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και ιδιώτες (οι οποίοι είχαν καταθέσει χρήματα, λόγω των υψηλών επιτοκίων).

Στους χαμένους ανήκαν και οι Πολίτες της Ισλανδίας, οι οποίοι είχαν εμπιστευθεί τις αποταμιεύσεις τους στις τρεις μεγάλες τράπεζες. Δόθηκαν μόλις 20.887 € ανά καταθέτη, όσο ουσιαστικά ήταν η εγγύηση εκ μέρους του κράτους, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία, η οποία ίσχυε και στην Ισλανδία – αφού, παρά το ότι η χώρα δεν είναι μέλος της Ευρωζώνης, ανήκει στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο, οπότε είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει τους κανόνες και τις συνθήκες της ΕΕ.

Ένα μεγάλο μέρος των ιδιωτικών αποταμιεύσεων λοιπόν χάθηκε, η ανεργία διευρύνθηκε επικίνδυνα, οι τιμές των προϊόντων πρώτης ανάγκης έγιναν απρόσιτες, ενώ οι κοινωνικές υπηρεσίες (παιδεία, υγεία κλπ.) έπαψαν στην κυριολεξία να υπάρχουν.

Οι δείκτες του χρηματιστηρίου κατέρρευσαν, εμφανίζοντας μεγαλύτερη πτώση από αυτούς του αμερικανικού κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1930, ενώ η ιδιωτική ζήτηση περιορίσθηκε, μεταξύ των ετών 2007 και 2010, κατά 25%. Το εθνικό νόμισμα της χώρας, η ισλανδική κορώνα, υποτιμήθηκε κατά 50% σε σχέση με το Ευρώ, ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού ανήλθε στο 13,5% (2008).

Το συνολικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε στο 130% του ΑΕΠ (ύψους 12,14 δις $ το 2009), με αποτέλεσμα 8.000 Ισλανδοί (320.000 συνολικός πληθυσμός) να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, αναζητώντας εργασία στο εξωτερικό. Οι μετανάστες αυτοί αποτελούσαν το 2,5% των κατοίκων της χώρας – γεγονός που σημαίνει ότι, σε μία ανάλογη διαδικασία, οι Έλληνες μετανάστες θα έφθαναν στους 275.000 περίπου.

 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 10. Μαρτίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι συγγραφέας οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2551.aspx

 

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Σχέδιο Μάρσαλ I

Σχέδιο Μάρσαλ

 

Του Νίκου Μπογιόπουλου


 

Λέγεται ότι «την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές». Στην Ελλάδα, λόγω των συνθηκών που διαμόρφωσε η ταξική πάλη και οι αγώνες του επαναστατικού κινήματος, αυτό τους έχει πέσει κομματάκι δύσκολο.

Εντούτοις οι «νικητές» ποτέ δεν παραιτούνται από την προσπάθεια παραχάραξης της Ιστορίας. Ειδικά σε εποχές όπως η σημερινή, που το σύστημά τους «μπάζει», επιδίδονται στη διαστροφή της αλήθειας με όρους ασύστολης προπαγάνδας.

Αν, μάλιστα, στην προπαγάνδα τους προστεθεί και η αγραμματοσύνη των «παπαγάλων» που βάζουν μπροστά για να επιτευχθεί η αποκολοκύθωνση της Ιστορίας, τότε εκείνο που προκύπτει είναι εκτρωματικά γελοίο.

Εσχάτως, λοιπόν, έχουν ανοίξει το κεφάλαιο «σχέδιο Μάρσαλ». Όπου το σχέδιο Μάρσαλ ήταν κάτι το… καλόν, «έσωσε» τότε την Ελλάδα, και τώρα που η Ελλάδα είναι πάλι σε δύσκολη θέση «ευχής έργον» θα ήταν να είχαμε ξανά ένα «νέο σχέδιο Μάρσαλ»…

*

Για να μη μακρηγορούμε:

Το σχέδιο Μάρσαλ πράγματι ήταν «καλό». Όχι, όμως για την Ελλάδα του ελληνικού λαού. Ήταν «καλό» για τους απόντες από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και τους συνεργάτες των Γερμανών, που καθόλου δεν είχαν στο μυαλό τους τη βελτίωση των συνθηκών ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων παρά μόνο την αποκατάστασή τους στην εξουσία.

Το σχέδιο Μάρσαλ ήταν «καλό» ως αντεπαναστατικό σχέδιο του ιμπεριαλισμού για το στέριωμα του καπιταλισμού στη Δυτική Ευρώπη και στην Ελλάδα.

Αυτός ήταν και ο λόγος, μιλώντας ειδικά για την Ελλάδα, που τα κεφάλαια του δόγματος Τρούμαν και του σχεδίου Μάρσαλ χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά εναντίον του λαϊκού κινήματος, για τη διατήρηση – και με στρατιωτικά μέσα – των πλουτοκρατών στην εξουσία και προς όφελος του προσωπικού θησαυρισμού των κεφαλαιοκρατών.

*

Τι ήταν, όμως, αυτή η περίφημη «αμερικανική βοήθεια» το μαρτυρά το γεγονός ότι εκατοντάδες προσωπικές και οικογενειακές επιχειρήσεις έγιναν εν μια νυχτί βιομηχανίες στην καθημαγμένη Ελλάδα με τα κεφάλαια του σχεδίου Μάρσαλ.

Μόνο δέκα βιομηχανίες, σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Συντονισμού Γ. Καρτάλη, τον Απρίλη του 1952, είχαν «απορροφήσει το 60% των πιστώσεων» που εκταμιεύτηκαν σε εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ.

Αλλα 200 εκατομμύρια μοιράστηκαν σε 50 βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις. Από τα χρήματα αυτά, που διασπαθίστηκαν απροκάλυπτα και που όσοι τα έλαβαν δεν πλήρωσαν ποτέ μια δραχμή, αναδύθηκαν, πολλές φορές μέσα από τους μαυραγορίτες και τους δοσίλογους, τα νέα τζάκια των αμερικανοθρεμμένων μεγαλοβιομηχάνων και μεγαλεμπόρων.

*

Οι ΗΠΑ, όπως ομολογούσε ο ίδιος ο Porter, ο απεσταλμένος του Τρούμαν στην Ελλάδα, έκαναν «μια τόσο μεγάλη επένδυση» στη χώρα και συνεργάστηκαν με μια ελληνική κυβέρνηση που «επικαλούμενη τον ίδιο της τον τεραστίων διαστάσεων αντικομμουνισμό ως επιχείρημα για την παροχή βοήθειας σε απεριόριστες ποσότητες (είχε) στόχο της… να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση μιας μικρής κλίκας από τραπεζίτες και εμπόρους, που αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα».

Περιγράφοντας δε την ελληνική άρχουσα τάξη, της οποίας τον κλάδο των εφοπλιστών αποκαλούσε «αργυρώνητους ηλίθιους», δε δίσταζε να προσθέτει ότι «είναι αποφασισμένη, πάνω απ' όλα, να προστατεύσει τα οικονομικά της προνόμια, όποιο κι αν είναι το κόστος σε ό,τι αφορά την οικονομική υγεία της χώρας».[1]

*

Ακόμα και οι εκτιμήσεις της εποχής ότι μόλις 500 οικογένειες των Αθηνών ελέγχουν την Ελλάδα αποδείχτηκαν… επιεικείς. «Λέγεται – ανέφερε ο Μαρκεζίνης – ότι 500 οικογένειες κυβερνούν την Ελλάδα, εγώ όμως πιστεύω ότι δεν φτάνουν καν τις πεντακόσιες, αλλά είναι μόνο 200». [2]  

Οσο για τη χρηματοδότηση του μεγάλου κεφαλαίου συνεχιζόταν με σκανδαλώδη τρόπο. Το βεβαιώνει και πάλι ο Porter, ο οποίος σημειώνει: «Οι βιομήχανοι δεν επένδυαν περιμένοντας "δανεικά κεφάλαια", αν και κατά διάφορες εκτιμήσεις είχαν χρυσές λίρες. Οι εμπορικές τράπεζες όχι μόνο δεν διέθεταν πιστώσεις, αλλά δανείζονταν από την Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου να πληρώσουν τους υπαλλήλους τους».

*

Αποτέλεσμα ήταν νέα μεγαλύτερα ελλείμματα και δημόσια χρέη που, ως συνήθως, επιχειρήθηκε να καλυφθούν είτε με άγριες φοροεπιδρομές στα πενιχρά εισοδήματα του λαού είτε με καινούργιους δανεισμούς.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, με τα μέλη της εγχώριας πλουτοκρατίας που αποτελούσαν «μέλη της κομψής διεθνούς κλίκας» από τον Οκτώβρη του '44 μέχρι τον Ιούνη του 1953 να έχουν ξεκοκαλίσει τα πάνω από 3,2 δισ. δολάρια της λεγόμενης «βοήθειας» (σ.σ.: με το σχέδιο Μάρσαλ να ανέρχεται περίπου στα 2 δισ. δολάρια, χωρίς εδώ να υπολογίζεται η άμεση στρατιωτική βοήθεια στο αστικό κράτος), με τους υπέρογκους εξοπλισμούς που άγγιζαν το 50% του προϋπολογισμού και με τη διατήρηση του υπέρογκου κρατικού καταπιεστικού μηχανισμού, είναι φανερό γιατί η «βοήθεια» και η «σωτηρία» δεν είχαν σχέση με το λαό, αλλά με τη σωτηρία του καπιταλιστικού συστήματος.

*

Το τίμημα, αντίθετα, για το λαό ήταν βαρύ. Και πληρώθηκε σε πολλά επίπεδα. Πληρώθηκε με τη φτώχεια, τη μετανάστευση εκατομμυρίων Ελλήνων, με τις ναπάλμ του Εμφυλίου, με τους «Νέους Παρθενώνες» και με μια δημοκρατία, που ο ίδιος ο Αμερικανός υπεύθυνος του σχεδίου στην Ελλάδα, ο Τζέιμς Γουόρεν, την περιέγραφε σε συνέντευξή του ως εξής:

«(Το σχέδιο Μάρσαλ ήταν)… μια πολύ αυστηρή συμφωνία, πολλές πτυχές της οποίας αποτελούσαν σαφή παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας. Μπορεί κάλλιστα να πει κανείς ότι επρόκειτο όχι για απλή παρέμβαση, αλλά για επέμβαση στην εθνική κυριαρχία της χώρας».

Και παρακάτω:

«Η επιτυχία (σ.σ.: των «πατριωτών» κυβερνώντων – όπως τους αποκαλεί ο Αμερικανός) ήταν ότι έφεραν τους Αμερικανούς, όχι απλά ως συμβούλους, αλλά ως ελεγκτές και υπεύθυνους των αποφάσεων. Για τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα έπρεπε να καταπιεί την περηφάνια της και να αποδεχτεί ευρείες παρεμβάσεις. Αυτό ήταν το πνεύμα της συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών».[3]

*

Προφανώς, όταν τα παραπάνω τα δηλώνουν οι ίδιοι οι Αμερικανοί, εμείς δε χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτα περισσότερο, ούτε για το «σχέδιο Μάρσαλ», ούτε για τους… νοσταλγούς του.

***

[1] Paul A. Porter: «Ζητείται ένα θαύμα για την Ελλάδα – Ημερολόγιο ενός προεδρικού απεσταλμένου», έκδοση «Bήμα – Μαρτυρίες».

[2] Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940 – 1950, εκδόσεις «Θεμέλιο».

[3] Εφημερίδα «Καθημερινή», 17 Ιουνίου 2007.

 

ΠΗΓΗ: Τρίτη 6 Μάρτη 2012, http://www2.rizospastis.gr/columnPage.do?publDate=6/3/2012&columnId=1821

 

Σημείωση admin για περισσότερες πληροφορίες: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%87%CE%AD%CE%B4%CE%B9%CE%BF_%CE%9C%CE%AC%CF%81%CF%83%CE%B1%CE%BB

Συρία και Ιράν: Το Μεγάλο παιχνίδι

Συρία και Ιράν: Το Μεγάλο παιχνίδι

 

Του Alastair Crooke* [Μετάφραση inprecor]


 

Το περασμένο καλοκαίρι, ένας ανώτερος Σαουδάραβας αξιωματούχος είπε στο John Hannah, πρώην προϊστάμενο του προσωπικού του Dick Cheney, ότι από την αρχή της αναταραχής στη Συρία, ο βασιλιάς (της Σ. Αραβίας) θεωρεί ότι η αλλαγή καθεστώτος θα  ωφελήσει ιδιαιτέρως τα σαουδαραβικά συμφέροντα: «Ο βασιλιάς ξέρει ότι εκτός από την κατάρρευση της ίδιας της ισλαμικής Δημοκρατίας, τίποτα δεν θα αποδυνάμωνε το Ιράν περισσότερο από το να χάσει την Συρία

Αυτό είναι σήμερα το «μεγάλο παιχνίδι» – να χάσει το Ιράν τη Συρία. Και παίζεται κατά τον εξής τρόπο: με το να στηθεί εσπευσμένα ένα μεταβατικό συμβούλιο που αντιμετωπίζεται ως μοναδικός αντιπρόσωπος του συριακού λαού, ανεξάρτητα από το εάν το Συμβούλιο αυτό  διαθέτει  οποιαδήποτε πραγματικό έρεισμα εντός Συρίας, με το να τροφοδοτηθούν με όπλα από τα γειτονικά κράτη οι εξεγερμένοι, με το να επιβληθούν κυρώσεις που θα πλήξουν τις μεσαίες τάξεις, με το να διοργανωθεί εκστρατεία μέσω των Μέσων Ενημέρωσης για να δυσφημιστούν οι οποιεσδήποτε συριακές προσπάθειες για μεταρρύθμιση, με το να γίνει προσπάθεια καλλιέργειας διχονοιών και πρόκλησης διάσπασης στις γραμμές του συριακού στρατού και της συριακής ελίτ. Τελικά, μετά από όλα αυτά, ο Πρόεδρος  Assad θα πέσει – τουλάχιστον αυτό υποστηρίζουν οι υποστηρικτές του σχεδίου αυτού.

Οι Ευρωπαίοι, οι  Αμερικανοί και ορισμένα κράτη του Κόλπου πιθανώς να αντιμετωπίζουν το «παιχνίδι» με την Συρία ως την αναμενόμενη συνέχεια του θεωρητικώς επιτυχημένου «παιχνιδιού» με τη Λιβύη στις προσπάθειες προσανατολισμού της Αραβικής αφύπνισης προς ένα δυτικό πολιτιστικό πρότυπο. Εντούτοις, από την άποψη της περιφερειακής πολιτικής, η Συρία είναι στρατηγικά πολυτιμότερη από ό,τι  ήταν η Λιβύη, και το Ιράν το ξέρει αυτό. Το Ιράν έχει πει ότι θα απαντήσει σε οποιαδήποτε εξωτερική επέμβαση στη Συρία.

Η όλη ιστορία χάνει τα χαρακτηριστικά του «παιχνιδιού»,  καθώς, πλέον, πολλοί  είναι αυτοί που σκοτώνονται και από τις δύο πλευρές όπως βεβαιώνεται εκατέρωθεν. Οι εξτρεμιστές  ένοπλοι στη Συρία που αξιοποιούνται ως μέσο για την ανατροπή του Άσαντ είναι προφανές ότι κατευθύνουν την οποιαδήποτε έκβαση προκύψει σε εντελώς αντίθετο προσανατολισμό από τα δυτικά πρότυπα. Αυτές οι ομάδες, εννοείται, ότι  μπορεί να έχουν μια αιματηρή και μη δημοκρατική δική τους ατζέντα. Προειδοποίησα για αυτόν τον κίνδυνο σε σχέση με το  Αφγανιστάν στη δεκαετία του ’80: μερικοί από τους Αφγανούς μουτζαχεντίν είχαν, υποθέτω, πραγματικές σχέσεις με την ντόπια κοινότητα, άλλοι, όμως, αποτελούσαν σοβαρότατο κίνδυνο για τον ντόπιο πληθυσμό. Ένας ευγενικός αμερικάνος πολιτικός της εποχής εκείνης είχε αγκαλιάσει με το χέρι του τους ώμους μου και μου είχε πει να μην ανησυχώ: αυτοί ήταν οι άνθρωποι που «θα κλώτσαγαν τον κώλο των Σοβιετικών». Επιλέξαμε, δηλαδή, να κάνουμε τα στραβά μάτια επειδή οι συγκεκριμένοι, τότε στο Αφγανιστάν, πλήττοντας τους Σοβιετικούς, κάλυπταν τις εσωτερικές πολιτικές ανάγκες των ΗΠΑ. Σήμερα η Ευρώπη κάνει τα στραβά μάτια, αρνούμενη να εξετάσει ποιοι πραγματικά είναι αυτοί οι έμπειροι μαχητές που πετυχαίνουν τέτοιες απώλειες σε βάρος των συριακών δυνάμεων ασφαλείας, επειδή το να βγει ο Assad  από το προσκήνιο και το να  κλιμακωθεί η ένταση με το Ιράν τους βολεύει πάρα πολύ, ιδιαίτερα σε μια περίοδο τόσο μεγάλων εσωτερικών δυσκολιών στην Ευρώπη.

Ευτυχώς, οι τακτικές που έχουν χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση της Συρίας, παρά τις πολύ μεγάλες επενδύσεις που έχουν γίνει σε αυτές, φαίνονται ν’ αποτυγχάνουν. Οι περισσότεροι άνθρωποι στην περιοχή θεωρούν ότι εάν η Συρία εξωθηθεί περαιτέρω σε εμφύλιο πόλεμο το αποτέλεσμα θα είναι να ξεσπάσει σεχταριστική (θρησκευτική) βία στο Λίβανο, στο Ιράκ και στην ευρύτερη περιοχή επίσης. Η άποψη  ότι από μια  τέτοια σύγκρουση θα προκύψει μια σταθερή δημοκρατία, πόσο μάλλον δυτικού-τύπου, είναι, στην καλύτερη περίπτωση, φαντασιόπληκτη, και στη χειρότερη περίπτωση είναι μια πράξη ανώτατης αναισθησίας.

Η ιδέα της εξαπόλυσης της επιχείρησης «ήττα του Assad» προηγήθηκε της Αραβικής αφύπνισης: έχει τις ρίζες της στην αποτυχία του Ισραήλ κατά τον πόλεμο του 2006 να προκαλέσει σοβαρό πλήγμα στη Hezbollah, και στην αμερικανική αξιολόγηση, μετά από τη συγκεκριμένη σύγκρουση, ότι η Συρία ήταν η αχίλλειος πτέρνα της Hezbollah – γιατί ήταν η τρωτή σύνδεση της Hezbollah με το Ιράν. Αμερικανικοί ανώτεροι αξιωματούχοι σκέφτονταν τι έπρεπε να γίνει για να μπλοκαριστεί αυτός ο, ζωτικής σημασίας, δίαυλος. Τελικά, τους «πρόλαβε» ο πρίγκηπας Bandar της Σαουδικής Αραβίας, ο οποίος τους  εξέπληξε λέγοντας ότι λύση θα ήταν να αξιοποιηθούν οι ισλαμιστικές δυνάμεις. Το ενδιαφέρον των αμερικανών κεντρίστηκε, αλλά δεν μπορούσαν να έρθουν σε συνεννόηση με τέτοιους ανθρώπους. Αφήστε το αυτό σε μένα απάντησε ο  Bandar. Ο Hannah {σημ. inprecor: http://shadow.foreignpolicy.com/posts/2011/04/22/bandars_return  του John Hannah} σημείωνε  ότι «το να λειτουργεί ο Bandar χωρίς καμία σύνδεση με τα αμερικανικά συμφέροντα είναι από μόνο του σαφής λόγος ανησυχίας. Το να λειτουργεί, όμως, ο Bandar ως συνεργάτης… ενάντια στον κοινό ιρανικό εχθρό είναι ένα σημαντικό στρατηγικό προτέρημα.» Ο Bandar πήρε τη «δουλειά».

Οι θεωρητικοί σχεδιασμοί, όμως, μετουσιώθηκαν σε συγκεκριμένη δράση φέτος, τελικά, με την ανατροπή του Αιγύπτιου Προέδρου Mubarak. Ξαφνικά το Ισραήλ φάνηκε τρωτό, και μια αποδυναμωμένη Συρία, βυθισμένη στα προβλήματα, ενίσχυε τη στρατηγική γοητεία της προοπτικής άμεσης  εφαρμογής του σχεδίου. Παράλληλα, το Κατάρ είχε  προωθηθεί στο επίκεντρο των εξελίξεων. Ο Azmi Bishara, ένας παναραβιστής που παραιτήθηκε από την ισραηλινή βουλή – Κνεσέτ –  και αυτοεξορίστηκε στην Ντόχα του Κατάρ, ήταν σύμφωνα με μερικές τοπικές εκθέσεις αναμεμειγμένος σε ένα σχέδιο στο οποίο το  Al-Jazeera δεν θα κάλυπτε δημοσιογραφικά μόνο την επανάσταση, αλλά θα ήταν αυτό που πραγματικά θα της έδινε υπόσταση στην ευρύτερη περιοχή – ή τουλάχιστον αυτό πίστευαν στην Ντόχα αμέσως μετά τις εξεγέρσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο. Το Κατάρ, εντούτοις, δεν προσπαθούσε απλά να χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης για μια διεθνή επέμβαση τα ανθρώπινα βάσανα. Ήταν επίσης – όπως και στη Λιβύη –  άμεσα αναμεμειγμένο  στις εξελίξεις ως βασικός επιχειρησιακός επιτελικός παράγοντας της  αντιπολίτευσης.

Το επόμενο στάδιο ήταν να συρθεί ο Πρόεδρος Nicolas Sarkozy της Γαλλίας – ο πρώτος που υποστήριξε το μοντέλο του μεταβατικού συμβουλίου της Βεγγάζης στη Λιβύη μετατρέποντας, έτσι, το ΝΑΤΟ σε εργαλείο αλλαγής καθεστώτος – στην ομάδα. Ακολουθούσε ο Barack Obama βοηθώντας  να πειστεί ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, Recep Tayyip Erdogan – που ήταν ήδη εκνευρισμένος με τον Assad – για να παίξει το ρόλο του στη δημιουργία μεταβατικού συμβουλίου στα σύνορα της Συρίας και να «ρίξει το βάρος» του στο συμβούλιο αυτό έτσι ώστε ν’ αποκτήσει νομιμότητα η  «αντίσταση». Και οι δύο, όμως, (και ο Obama και ο Erdogan), όμως, βρίσκονται υπό πίεση από τις δικές τους δυνάμεις ασφαλείας που δυσπιστούν για την  αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου προτύπου του μεταβατικού συμβουλίου, και αντιτάσσονται στη στρατιωτική επέμβαση στη Συρία.

Αντιρρήσεις και προκλήσεις αντιμετωπίζει και ο Σαουδάραβας πρίγκηπας Bandar: δεν έχει καμία πολιτική κάλυψη από το βασιλιά της Σ. Αραβίας, ενώ ταυτόχρονα άλλα μέλη της σαουδαραβικής βασιλικής οικογένειας «παίζουν»  με άλλα ισλαμιστικά «χαρτιά» με εντελώς διαφορετικούς στόχους. Το Ιράν, το Ιράκ και η Αλγερία – και περιστασιακά η Αίγυπτος – συνεργάζονται για να ματαιώσουν τους ελιγμούς του Συμβουλίου του  Κόλπου ενάντια στη Συρία στον Αραβικό Σύνδεσμο. Το πρότυπο των μεταβατικών  συμβουλίων, που στη Λιβύη έχει ήδη δείξει την αδυναμία ότι αναδεικνύει μόνο μια φατρία ως προσωρινή κυβέρνηση, έχει ακόμη περισσότερες εν δυνάμει μειονεκτήματα σε περίπτωση εφαρμογής του στη Συρία. Το συμβούλιο της αντιπολίτευσης της Συρίας, που δημιουργήθηκε από την Τουρκία, την Γαλλία και το Κατάρ, περιθωριοποιείται αντικειμενικά από το γεγονός ότι οι συριακές δομές ασφάλειας έχουν παραμείνει σχεδόν ακλόνητες επί επτά μήνες – οι λιποταξίες είναι αμελητέες – και η βάση λαϊκής υποστήριξης του Assad είναι άθικτη. Μόνο  μια εξωτερική επέμβαση θα μπορούσε να αλλάξει αυτή την κατάσταση. Η έκκληση όμως για πραγματοποίηση μιας τέτοιας επέμβασης θα ήταν πολιτική αυτοκτονία για την συριακή αντιπολίτευση, και το γνωρίζει.

Η εσωτερική αντιπολίτευση (σημ. inprecor: δηλαδή τα τμήματα εκείνα της αντιπολίτευσης που δρουν εντός Συρίας) που συναντήθηκε στην  Κωνσταντινούπολη απαίτησε μια δήλωση όπου θα καταγράφεται σαφώς η άρνηση εξωτερικής επέμβασης και ένοπλης δράσης. Αλλά η σύσταση του συριακού Εθνικού Συμβουλίου αναγγέλθηκε πριν καν καταλήξουν σε συμφωνία οι εσωτερικές συζητήσεις της αντιπολίτευσης – τέτοια ήταν η βιασύνη των, εκτός Συρίας, εμπλεκομένων στην κατάσταση.

Η εξωτερική αντιπολίτευση (σημ. inprecor: δηλ τα τμήματα εκείνα της αντιπολίτευσης που έχουν εκπροσώπηση κυρίως στο εξωτερικό και ελάχιστες δυνάμεις εντός Συρίας) συνεχίζει να «τα μασάει» ως προς τη θέση της σχετικά με μια εξωτερική επέμβαση στη Συρία και δικαιολογημένα: η εσωτερική αντιπολίτευση απορρίπτει την προοπτική. Η κατάσταση αυτή που έχει διαμορφωθεί αποτελεί σαφώς ρωγμή στο μοντέλο του «μεταβατικού συμβουλίου» – η πλειοψηφία στη Συρία αντιτάσσεται  βαθειά στην εξωτερική επέμβαση, φοβούμενη εμφύλιο πόλεμο. Ως εκ τούτου οι Σύροι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια μεγάλη περίοδο εξέγερσης που θα υποδαυλίζεται από το εξωτερικό, πολιορκίας και  διεθνούς φθοράς. Το κόστος και για τις δύο πλευρές θα πληρωθεί σε αίμα.

Αλλά ο πραγματικός κίνδυνος, όπως ο ίδιος ο Hannah σημειώνει, είναι ότι οι Σαουδάραβες ίσως  για «άλλη μια φορά αναβιώσουν το παλαιό σουνιτικό δίκτυο των μαχητών της τζιχάντ και το στρέψουν ενάντια στο σιιτικό Ιράν», επιλογή που θέτει τη Συρία στην πρώτη γραμμή του πυρός. Στην πραγματικότητα, αυτό ακριβώς συμβαίνει, αλλά η δύση, όπως και παλαιότερα στο Αφγανιστάν, προτιμά να προσποιείται ότι δεν βλέπει τι γίνεται – τουλάχιστον για όσο χρονικό διάστημα το «έργο» γίνεται δεκτό ικανοποιητικά από το δυτικό κοινό.

Όπως ανέφερε το Foreign Affairs τον περασμένο μήνα, οι Σαουδάραβες και οι σύμμαχοι τους στον Κόλπο υποδαυλίζουν την ανάληψη δράσης από ριζοσπάστες σαλαφιστές (φανατικούς σουνίτες), όχι μόνο για να αποδυναμώσουν το Ιράν, αλλά για να κάνουν αυτό που θεωρούν ότι είναι απαραίτητο για να επιζήσουν: να αποπροσανατολίσουν και να ευνουχίσουν τη λαϊκή αφύπνιση που απειλεί την απόλυτη μοναρχία. Αυτό συμβαίνει στη Συρία, τη Λιβύη, την Αίγυπτο, τον Λίβανο, την Υεμένη και το Ιράκ.

Η ισλαμιστική δυναμική, ως θεωρητικός προσανατολισμός, σε γενικές γραμμές αντιμετωπίζεται ως μη πολιτική και εύκαμπτη, η ιστορία, όμως, δεν είναι διόλου καθησυχαστική ως προς αυτό. Εάν λέτε στους ανθρώπους αρκετά συχνά ότι μπορούν να αναδεικνύουν βασιλιάδες και τους δίνετε τσουβάλια με χρήμα, μην εκπλαγείτε αν μεταμορφωθούν – ακόμη μια φορά – σε κάτι πολύ πολιτικό. Μπορεί να χρειαστούν μερικοί μήνες, αλλά οι καρποί αυτής της νέας απόπειρας να χρησιμοποιηθούν εξτρεμιστικές δυνάμεις για την ικανοποίηση δυτικών συμφερόντων θα  αποτύχει, για άλλη μια φορά, και θα έχει σοβαρές συνέπειες, για άλλη μια φορά. Ο Michael Scheuer, ο πρώην αρχηγός της μονάδας της CIA του Bin Laden, προειδοποίησε  πρόσφατα ότι η απάντηση της Hillary Clinton στην αραβική αφύπνιση, δηλαδή η εμφύτευση δυτικών προτύπων, ακόμη και δια της βίας, αν είναι απαραίτητο, στο κενό που αφήνουν πίσω τους τα καθεστώτα που ανατρέπονται, μπορεί να θεωρηθεί «πολιτιστικός πόλεμος κατά του Ισλάμ», και να σπείρει τους σπόρους ενός περαιτέρω κύκλου εξτρεμισμού.

Ένα από τα δυσάρεστα παράδοξα των εξελίξεων αυτών είναι η υπόσκαψη των μετριοπαθών σουνιτών, οι οποίοι  βρίσκονται τώρα εγκλωβισμένοι ανάμεσα στο να γίνουν αντιληπτοί ως εργαλεία της Δύσης και στο να συναινέσουν στις σκληρές θέσεις των εξτρεμιστών σουνιτών σαλαφιστών, που περιμένουν την ευκαιρία για να τους εκτοπίσουν από το προσκήνιο και να διαλύσουν τα αστικά αραβικά κράτη όπως τα γνωρίζουμε. Πόσο παράξενος είναι ο κόσμος: η Ευρώπη και οι ΗΠΑ σκέφτονται ότι είναι ΕΝΤΑΞΕΙ «να χρησιμοποιήσουν» ακριβώς εκείνους τους ισλαμιστές (συμπεριλαμβανομένης της al Qaida) που δεν πιστεύουν καθόλου στη δημοκρατία δυτικού-τύπου προκειμένου να εφαρμόσουν μια δημοκρατία δυτικού – τύπου! Αλλά τότε, γιατί απλά δεν κάνουν τα στραβά μάτια και δεν αποκομίζουν όφελος από το κοινό που απολαμβάνει το «παιχνίδι» του Assad;

 

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύτηκε στη βρετανική εφημερίδα The Guardian, http://www.guardian.co.uk/commentisfree/2011/nov/04/syria-iran-great-game.  Το είδα: 29 Φεβρουαρίου 2012, http://www.inprecor.gr/index.php/archives/169924

 

* http://www.guardian.co.uk/profile/alastaircrooke

Το φάντασμα της Βόρειας Κορέας

Το φάντασμα της Βόρειας Κορέας

 

Του Γιώργου Δελαστίκ


 

Ακόμη και το όνομα της Κορέας στα κορεάτικα είναι πολιτικά απατηλό: λέγεται Τσοσόν, που σημαίνει «Χώρα της Πρωινής Γαλήνης». Εξήντα ολόκληρα χρόνια όμως τώρα και μόνο το αίσθημα γαλήνης, ηρεμίας και ειρήνης δεν αποπνέει η Κορεατική Χερσόνησος. Το εντελώς αντίθετο. Μάλιστα από την εποχή του κορεατικού πολέμου στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η Βόρεια Κορέα εξακολουθεί από τεχνική σκοπιά να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τις ΗΠΑ και τη Νότια Κορέα! Δεν έχει υπογραφεί ούτε τυπικά κάποια συνθήκη ειρήνης.

Ο θάνατος του Βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ιλ έθεσε εκ νέου επί τάπητος το κορεατικό ζήτημα, με το ίδιο ερώτημα που είχε τεθεί και το 1994, όταν είχε πεθάνει ο πατέρας του, ο θρυλικός Κιμ Ιλ Σουνγκ: Θα καταρρεύσει το βορειοκορεατικό καθεστώς και θα απορροφηθεί η Βόρεια Κορέα από τη Νότια;

Στα 17 χρόνια που πέρασαν από τον θάνατο του ιδρυτή της Β. Κορέας και παρά το γεγονός ότι τότε ήταν πρόσφατη η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι ελπίδες της Δύσης ότι ήταν δήθεν αναπόφευκτη η πτώση και της Β. Κορέας διαψεύστηκαν παταγωδώς. Το καθεστώς της Πιονγιάνγκ επιβίωσε παρά τις τεράστιες δυσκολίες και παρά την εξαφάνιση της ΕΣΣΔ, που ήταν θεμελιώδης οικονομικός και πολιτικός σύμμαχος. Φυσικά αλλάζει ο συσχετισμός δυνάμεων. Στον μισό αιώνα που κυβερνούσε ο Κιμ Ιλ Σουνγκ, όσο κι αν αυτό είναι παντελώς άγνωστο στη χώρα μας, η Βόρεια Κορέα ήταν ο ισχυρός πόλος και όχι η Νότια. Γι' αυτό και το τείχος που χωρίζει τα δύο κορεατικά κράτη το είχαν χτίσει οι… Αμερικανοί και όχι οι Βορειοκορεάτες, όπως θα νόμιζε κανείς. Γι' αυτό και ήταν η Νότια Κορέα που απαγόρευε στους Νοτιοκορεάτες να ταξιδέψουν στη Βόρεια Κορέα επί ποινή… θανάτου!!!

Αντιθέτως, η Β. Κορέα αισθανόταν τότε τέτοια αυτοπεποίθηση που η επίσημη γραμμή της ήταν η ένωση των δύο κορεατικών κρατών με διατήρηση του κοινωνικού του συστήματος σε κάθε κομμάτι και ελεύθερη διακίνηση του πληθυσμού για να ζει σε όποιο τμήμα και σύστημα ήθελε! Γι' αυτό και επί δεκαετίες οι ΗΠΑ διατηρούσαν στην εξουσία της Ν. Κορέας αμερικανόδουλες χούντες. Στα χρόνια του Κιμ Γιονγκ Ιλ η κατάσταση επιδεινώθηκε πολύ στη Β. Κορέα. Η Ν. Κορέα έγινε σαφώς ισχυρότερη όχι μόνο οικονομικά, αλλά και πολιτικά. Το βορειοκορεατικό καθεστώς έδωσε σχεδόν αποκλειστικά τη μάχη αποτροπής της κατάρρευσής του, την οποία πάντως κατόρθωσε να κερδίσει. Αντεξε στην αμερικανική και νοτιοκορεατική πίεση. Αυτό δεν είναι ασήμαντο, αλλά πέραν τούτου, ουδέν.

Τώρα αρχίζει, όπως φαίνεται, η εποχή του Κιμ του 3ου, του Κιμ Γιονγκ Ουν. Μπορεί να αντέξει σήμερα ένα τόσο απομονωμένο καθεστώς της πιο απολυταρχικής εκδοχής του «υπαρκτού σοσιαλισμού»; Πολύ δύσκολα, είναι η απάντηση.

Ας μη βιαστεί όμως κανείς να ξεγράψει τη Β. Κορέα. Αυτή η μυστηριώδης χώρα είναι πολύ πιο «σκληρό καρύδι» από όσο νομίζουν πολλοί. Πρώτα πρώτα το καθεστώς έχει ευρύτατη λαϊκή βάση και ο θρήνος των Βορειοκορεατών που εμφανίζεται στις τηλεοπτικές οθόνες είναι σε μεγάλο βαθμό αληθινός και εξηγείται μόνο αν ανατρέξει κανείς στην ιστορία της Κορέας του 20ού αιώνα, όπου ο Κιμ Ιλ Σουνγκ ταυτίστηκε με την απελευθέρωσή της από έναν σαραντάχρονο κτηνώδη ιαπωνικό αποικιακό ζυγό. Η αμερικανική επίθεση λίγο μετά την απελευθέρωση «θεοποίησε» τον Κιμ Ιλ Σουνγκ στη συνείδηση του λαού και τον ανύψωσε σε σύμβολο εθνικής ανεξαρτησίας ολόκληρου του κορεατικού έθνους.

Από εκεί και πέρα, η Βόρεια Κορέα έχει φανερούς και κρυφούς υποστηρικτές. Η Κίνα ανήκει στους πρώτους. Όσο κι αν φανεί απίστευτο, η… Ιαπωνία ανήκει στους δεύτερους! Επισήμως το Τόκιο βγάζει αφρούς εναντίον της Β. Κορέας. Στην πραγματικότητα όμως σε καμία περίπτωση η Ιαπωνία δεν επιθυμεί μια ενωμένη Κορέα, όργανο της αμερικανικής πολιτικής! Προτιμά να διαιωνίζεται η διαίρεση παρά να αποκτήσει η Ουάσιγκτον ένα «πιόνι» τόσο κοντά στο ιαπωνικό αρχιπέλαγος, με πληθυσμό άνω των 70 εκατομμυρίων ανθρώπων και εξαιρετικά ισχυρή πολεμική μηχανή, τη στιγμή μάλιστα που οι ιαπωνικές ένοπλες δυνάμεις είναι πολύ κατώτερες των κορεατικών εξαιτίας των δεσμεύσεων μετά την ήττα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

ΠΙΟΝ ΓΙΑΝΓΚ: κατάλαβε ότι χωρίς πυρηνικά δεν ζει

 Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ της Β. Κορέας μέχρι τώρα οφείλεται στο ότι η ηγεσία της συνειδητοποίησε έγκαιρα ότι χωρίς πυρηνικά όπλα δεν θα μπορούσε να αντέξει την πίεση των ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί δεν θα δίσταζαν να εξαπολύσουν νέο πόλεμο εναντίον της χώρας για να ανατρέψουν το καθεστώς της, όπως έκαναν ήδη στο Ιράκ, στη Λιβύη, στο Αφγανιστάν. Ανέπτυξαν λοιπόν πυρηνικά όπλα, διαφήμισαν την ύπαρξή τους και κατέστησαν σαφέστατο ότι δεν θα διστάσουν να καταστρέψουν τη Νότια Κορέα και τις δεκάδες χιλιάδες Αμερικανούς στρατιώτες που βρίσκονται εκεί, αν η Ουάσιγκτον τολμήσει να εξαπολύσει πόλεμο κατά της Βόρειας Κορέας! Έχοντας πλήρως στρατιωτικοποιήσει την κοινωνία τους ώστε να είναι βέβαιη η αρχική νίκη επί της Νότιας Κορέας σε συμβατικό πόλεμο, ανάγκασαν τις ΗΠΑ να εγκαταλείψουν κάθε ιδέα επίθεσης. Το καθεστώς έχει ευρεία λαϊκή βάση και μια πλήρως στρατιωτικοποιημένη κοινωνία που δεν επιτρέπει ξένη επίθεση.

 

ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ, 21.12.2011, http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22792&subid=2&pubid=63592912

Δύση: φυγή προς τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο

Η πτώση της Δύσης: Η φυγή προς τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο

 

Του Pr Chems Eddine Chitour*


 

«Πιστεύω ότι τα τραπεζικά ιδρύματα είναι πιο επικίνδυνα για τις ελευθερίες μας από τους τακτικούς στρατούς. Αν ο αμερικανικός λαός επιτρέψει στις ιδιωτικές τράπεζες να ελέγξουν την έκδοση του νομίσματός τους, πρώτα μέσω πληθωρισμού, στη συνέχεια μέσου αποπληθωρισμού, οι τράπεζες και οι εταιρείες θα στερήσουν τον λαό από κάθε περιουσία μέχρι να ξυπνήσουν τα παιδιά τους άστεγα στην ήπειρο που οι πατέρες τους είχαν κατέκτησει». Thomas Jefferson, Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Μετά την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, που χαρακτηρίστηκε σαν το «Τέλος της Ιστορίας» από τον Φουκουγιάμα, η «Pax Americana» φαινόταν ότι θα διαρκέσει χίλια χρόνια. Σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πρώτων υλών και που το 90% των σπάνιων γαιών βρίσκεται στην Κίνα, η οικονομική κατάρρευση των ΗΠΑ και της Ευρώπης τους οδήγησε να μην ασχοληθούν πια με «αρχές», αλλά να παίρνουν τους πόρους που χρειάζονται με τη βία από τις πιο αδύναμες χώρες, όπως είναι η περίπτωση του Καντάφι που σταυρώθηκε από τη Δύση και να συνεχίζουν να αποσταθεροποιούν τα πάντα με το πρόσχημα μιας μεταμφιεσμένης δημοκρατίας που δεν ξεγελά πλέον κανέναν

Γιατί η παγκόσμια δικτύωση του κόσμου;

Γνωρίζουμε ότι το αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικού διασχίζει τις θάλασσες και από καιρό σε καιρό πλευρίζει σε κάποιο λιμάνι για να δείξει τη δύναμή του, όπως τις παλιές καλές μέρες του Ψυχρού Πολέμου, υφαίνοντας ένα όλο και πιο πυκνό δίκτυο αμερικανικών βάσεων εκτός της επικράτειας των Ηνωμένων Πολιτειών. Πράγματι, οι περισσότερες πηγές πληροφοριών σχετικά με το θέμα (συμπεριλαμβανομένου του C. Johnson, της Επιτροπής Εποπτείας του ΝΑΤΟ, του Διεθνούς Δικτύου για την κατάργηση των ξένων στρατιωτικών βάσεων, κλπ.), αποκαλύπτουν ότι οι Αμερικανοί έχουν στη κυριότητα τους 700 με 800 στρατιωτικές βάσεις σε όλο τον κόσμο. Ένα έγγραφο του 2002 αποκαλύπτει την παρουσία Αμερικανών στρατιωτικών σε 156 χώρες, με αμερικανικές βάσεις σε 63 χώρες, εκ των οποίων πρόσφατα χτισμένες (μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001) σε επτά χώρες, ένα σύνολο 255.065 στρατιωτικού προσωπικού. Σύμφωνα με τον Gelman, με βάση τα επίσημα στοιχεία του Πεντάγωνου του 2005, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν 737 βάσεις στο εξωτερικό. (1)

Για τον καθηγητή Jules Dufour, η επιρροή της αμερικανικής ισχύος είναι τεράστια και συνεχίζει να αυξάνεται. Οι Αμερικανοί θεωρούν την επιφάνεια της γης ως έδαφος για κατάκτηση, κατοχή και εκμετάλλευση. Η διαίρεση του κόσμου σε μάχιμες και διοικητικές μονάδες καταδεικνύει σαφώς το γεγονός αυτό. Σε αυτά τα πλαίσια, η ανθρωπότητα φαίνεται να ελέγχεται ή να είναι δεμένη με αλυσίδες οι κρίκοι των οποίων αποτελούν τις στρατιωτικές βάσεις. Η διαδικασία της ανακατανομής των στρατιωτικών εγκαταστάσεων διεξάγεται υπό την καθοδήγηση της εξουσίας, της ένοπλης βίας, την παρέμβαση μέσω συμφωνιών «συνεργασίας» των οποίων οι φιλοδοξίες κατάκτησης συνεχώς επαναλαμβάνονται στο σχεδιασμό των εμπορικών πρακτικών και των εμπορικών ανταλλαγών. Η οικονομική ανάπτυξη εξασφαλίζεται μέσω της στρατιωτικοποίησης και του έλεγχου των κυβερνήσεων και θυσιάζονται ολόκληρες κοινωνίες και τεράστιοι πόροι για να εξασφαλιστεί ο έλεγχος στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη προικισμένες με στρατηγικά πλούτη, ώστε να εδραιωθούν τα θεμέλια της αυτοκρατορίας. (1) Θα το έχετε καταλάβει, ο έλεγχος των όλο και πιο σπάνιων πρώτων υλών θα δημιουργήσει οξύτερες εντάσεις. Ωστόσο, η κατάσταση δεν είναι η ίδια με αυτήν που επικρατούσε μετά την πτώση της σοβιετικής αυτοκρατορίας πριν από είκοσι χρόνια. Ας θυμηθούμε την εποχή εκείνη, ο Τζορτζ Μπους πατέρας είχε ανακοινώσει μια νέα τάξη. Η αυτοκρατορία δεν είχε κανέναν απέναντι της.

Ο Ιμπέρ Βεντρίν, Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών, μίλαγε για υπερδύναμη.

Σήμερα μαθαίνουμε ότι οι Κινέζοι δεν είναι ευχαριστημένοι για την τύχη του Πακιστάν που βομβαρδίστηκε και έχασε 26 στρατιώτες. Επιπλέον, βλέπουν με πολύ κακό μάτι την επιχειρούμενη περικύκλωση τους από την ανάπτυξη 2.500 πεζοναυτών στην Αυστραλία. Σύμφωνα με τηλεγράφημα του Γαλλικού Πρακτορείου AFP, ο Κινέζος πρόεδρος Χου Ζιντάο κάλεσε την Τρίτη 6 Δεκέμβρη το Πολεμικό Ναυτικό να προετοιμαστεί για στρατιωτικές μάχες, εν μέσω των αυξανόμενων περιφερειακών εντάσεων για διαφορές στη θάλασσα και της εκστρατείας των ΗΠΑ να επιβληθεί στον Ειρηνικού. Απευθυνόμενος προς την ισχυρή Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή ο Χου δήλωσε: «Το κύριο έργο μας είναι η εθνική μας άμυνα και η ανάπτυξη νέων στρατιωτικών κατασκευών». Το επίσημο πρακτορείο ειδήσεων Xinhua ανέφερε ότι ο πρόεδρος δήλωσε ότι το κινεζικό πολεμικό ναυτικό θα πρέπει να «προετοιμαστεί για έναν μακρύ πόλεμο» (2)

Ο Κινέζος Πρωθυπουργός Γουέν Τζιαμπάο έστειλε μήνυμα τον περασμένο μήνα κατά της παρέμβασης των «εξωτερικών δυνάμεων» στις περιφερειακές εδαφικές διαφορές, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων στην Νότια Θάλασσα της Κίνας. Ενώ η Χίλαρι Κλίντον έφτασε στο Μιανμάρ (Βιρμανία) στις 30 Νοεμβρίου για μια διήμερη επίσκεψη, η Κίνα ήδη πήρε το προβάδισμα. Ο Κινέζος Αντιπρόεδρος Xi Jinping δέχτηκε στο Πεκίνο τη Δευτέρα τον επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων της Βιρμανίας Min Aug Hlaing, και του υπενθύμισε ότι η Κίνα επιθυμεί να συμβάλει προς μια «στρατηγική εταιρική σχέση» με το Μιανμάρ, αναφέρει η South China Morning Post. Η εφημερίδα του Χονγκ Κονγκ, διευκρινίζει ότι «η πρόθεση της Βιρμανίας είναι να μη επιτρέψει να χαλάσουν οι σχέσεις της με την Κίνα και ότι προσπαθεί πάντα να εξισορροπήσει τα συμφέροντα της ανάμεσα στο Ανατολικό και Δυτικό στρατόπεδο».

Ο κινεζικός στρατός πραγματοποίησε μεγάλες στρατιωτικές ασκήσεις κοντά στο Πακιστάν μετά την εγκατάσταση των αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή. Σε απάντηση της ανόδου της Δυτικής επιθετικότητας εναντίον του Ιράν, ο Υποστράτηγος Zhang Zhaozhong παρατήρησε ότι «η Κίνα δεν θα διστάσει να προστατεύσει το Ιράν ακόμη και αν αυτό θα πυροδοτήσει τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο», σχόλια που δημιούργησαν μεγάλη συζήτηση στην ίδια την Κίνα. Ο Κινέζος πρεσβευτής στον ΟΗΕ προειδοποίησε τον διευθυντή της Διεθνούς Επιτροπής Πυρηνικής Ενεργείας (ΙΑΕΑ) Yukiya Amano, ότι δεν μπορεί να παράγει «αβάσιμες αποδείξεις» (evidence baseless) ώστε να δικαιολογήσει μια επίθεση στο Ιράν, με το πρόσχημα του αμφιλεγόμενου πυρηνικού του προγράμματος». (2)

Από τη ρωσική πλευρά, η ίδια ανησυχία οδηγεί και εκεί σε κινητοποίηση, όπως μεταξύ άλλων η ανάπτυξη της πυραυλικής ασπίδας στην Ευρώπη. Ο Ρώσος Στρατηγός Νικολάι Makarov δήλωσε την περασμένη εβδομάδα: «Δεν αποκλείω τοπικές και περιφερειακές ένοπλες συγκρούσεις με εξέλιξη ενός πόλεμου μεγάλης κλίμακας, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης πυρηνικών όπλων». Οι παγκόσμιες εντάσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης εξερράγησαν κατά το τελευταίο δεκαπενθήμερο, όταν ο Ρώσος πρεσβευτής Βλαντιμίρ Titorenko και δύο από τους βοηθούς του προερχομένους από τη Συρία έπεσαν θύματα από μια βίαιη επίθεση από τις δυνάμεις ασφαλείας του Κατάρ που υποστηρίζονται από τη CIA και από πράκτορες της βρετανική MI6. Οι τελευταίοι επεχείρησαν να αποκτήσουν πρόσβαση σε έναν διπλωματικό σάκο που περιείχε πληροφορίες των συριακών υπηρεσιών πληροφοριών σχετικά με την εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στην Συρίας και στο Ιράν.

Ένας Αμερικανός δημοσιογράφος, ο Greg Hunter, εξηγεί γιατί «ο κόσμος είναι εκτός ελέγχου». Αποκαλύπτει ότι το σύνολο της Δυτικής οικονομίας καταρρέει υπό το βάρος του πάνω από 100.000 δισ. Δολάρια που δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει: «Ποτέ στην ιστορία ο κόσμος δεν ήταν τόσο κοντά σε ένα συνολικό οικονομικό χάος και στον πυρηνικό πόλεμο ταυτόχρονα». (3)

Τέλος, ένα ενημερωτικό δελτίο του Υπουργείου Άμυνας που εκδόθηκε σήμερα από τον πρωθυπουργό Πούτιν αναφέρει ότι ο Πρόεδρος Μεντβέντεφ και ο Πρόεδρος Χου έχουν συνάψει μια «κατ’ αρχήν συμφωνία» θεωρώντας ότι ο μόνος τρόπος για να σταματήσει η επιθετικότητα της Δύσης με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι «μια στρατιωτική και άμεση δράση». Παράλληλα ο Κινέζος ηγέτης διέταξε το Πολεμικό Ναυτικό να «προετοιμαστεί για πόλεμο». (4)

Η Claude Jacqueline Herdhuin συνοψίζει καλά τον συνεχή πειρασμό της αυτοκρατορίας γράφοντας ότι ο πραγματικός πόλεμος είναι οικονομικής φύσης: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να παραμείνουν ο φύλακας σκύλος του κόσμου, ακόμα και εάν αυτός ο σκύλος είναι σήμερα ψωριάρης και τυφλός και δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Μερικές φορές, η σοφία και η ευφυΐα επιβάλουν την υποχώρηση, αλλά η κυβέρνηση των ΗΠΑ, υπό τον έλεγχο των οικονομικών και στρατιωτικών βιομηχανιών, συνεχίζει να διεκδικεί την κυριαρχία του πλανήτη. Φτάνει όμως λίγη μικρή διορατικότητα και κοινή λογική για να παρατηρήσουμε ότι αυτή η καταρρέουσα δύναμη δεν είναι πια σε θέση να συγκλονίσει τον κόσμο». (5)

Ο συνασπισμός της Κίνας και της Ρωσίας

«Μετά την αποκεφάλιση και το γονάτισμα της Λιβύης, προκειμένου να αποδυναμώσουν την περιοχή και να απομονώσουν το Ιράν, είναι σαφές ότι η Δύση βρίσκεται σε πολύ άσχημη θέση. Οι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ πιάστηκαν στο λαιμό. Η οικονομία τους υφίσταται τις συνέπειες μιας πολύ καλά ενορχηστρωμένης επίθεσης από τον κόσμο της χρηματοπιστωτικής οικονομίας. Η αμερικανική οικονομία πάει άσχημα, η Ευρώπη «κρατά ακόμα» κάτω από την ηγεσία της Ανγκελα Μέρκελ και του Νικολά Σαρκοζί, αλλά το ψωραλέο σκυλί δεν παραδέχεται την ήττα του και απειλεί να δαγκώσει. Η ένοπλη επέμβαση σίγουρα χρησιμοποιείται, αλλά ο πραγματικός πόλεμος παίζεται έξω στον κόσμο της χρηματοπιστωτικής οικονομίας. Η απειλή της Standard & Poors είναι μια απτή απόδειξη. Και οι λαοί είναι οι όμηροι και τα θύματα αυτού του πολέμου.

Μετά τη Λιβύη, το ΝΑΤΟ έβαλε στο μάτι τη Συρία. Αυτό θα του επιτρέψει να απομονώσει περαιτέρω το Ιράν. Όμως, η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν είναι ένας πολύ πιο δύσκολος στόχος. Επιτιθέμενη στο Ιράν η Δύση θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις χώρες του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ, SCO), που ιδρύθηκε το 2001 από τους προέδρους πέντε ευρασιατικών χωρών: Ρωσία, Κίνα, Καζακστάν, Κιργιζία, Τατζικιστάν και στις οποίες προστέθηκε το Ιράν το 2005. Ο ΟΣΣ αντιπροσωπεύει σαφώς την βούληση αυτών των χωρών να ενωθούν εναντίον της Δύσης. Μπορεί να ερμηνευθεί ως ένα νέο Ανατολικό Μπλοκ, και δηλώνει σαφώς την επιστροφή σε μια ισορροπία που υπήρχε πριν την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ που επέτρεψε την παγκόσμια «δικτατορία» των Ηνωμένων Πολιτειών. Για άλλη μια φορά, οι κυρίαρχες χώρες εφαρμόζουν την πολιτική του «ένα μέτρο δυο σταθμά»: το Ισραήλ (που υποστηρίζεται από την Ουάσιγκτον) έχει το δικαίωμα να απειλήσει το Ιράν με τα πυρηνικά όπλα του, αλλά η Τεχεράνη δεν έχει κανένα δικαίωμα με το πρόσχημα ότι θα ήταν μια απειλή για την ασφάλεια του Ισραήλ και του λεγομένου πολιτισμένου κόσμου». (5)

Κατά τον Μπάνι Σαντρ, πρώην Πρόεδρος του Ιράν, η Δύση υποστηρίζει ότι το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα θέτει πρόβλημα, διότι εμπεριείχε μια στρατιωτική διάσταση. Αλλά γνωρίζετε ότι τα WikiLeaks έχουν δημοσιεύσει μυστικές εκθέσεις. Μερικές από αυτές τις εκθέσεις αφορούν αυτόν τον Κύριο Yukika Amano, τον Ιάπωνα επικεφαλής του ΔΟΑΕ: σύμφωνα με αυτές τις εκθέσεις, οι Αμερικανοί υποστήριξαν τον διορισμό του στην διεύθυνση του ΔΟΑΕ, επειδή ο ίδιος δεσμεύτηκε να δράσει προς την κατεύθυνση της Στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό που δεν θέλουν να δηλώσουν οι Δυτικοί αξιωματούχοι, είναι ότι το βασικό ζήτημα γι 'αυτούς είναι να ελέγχουν ολόκληρη την περιοχή.

Ο κ. Μπους είχε επιφορτιστεί με το έργο, να φέρει τη Δημοκρατία στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή. Αυτήν την Ευρύτερη Μέση Ανατολή – από την Βόρεια Αφρική μέχρι το Πακιστάν – σκοπεύουν στην πραγματικότητα να θέσουν υπό τον έλεγχό τους οι Ηνωμένες Πολιτείες. Παρενέβησαν στη Λιβύη, κατέστρεψαν μια χώρα για να θεσπιστεί η δημοκρατία, αλλά κανείς δεν βλέπει δημοκρατία. Αυτό που βλέπουμε είναι μεγαλύτερη ανασφάλεια και μεγαλύτερη φτώχεια. Επιδιώκουν, στην πραγματικότητα, να καταστρέψουν για να ανοικοδομήσουν, πληρώντας ακριβά τις δυτικές εταιρείες που θα πάνε εκεί για την ανοικοδόμηση. «Δεν πιστεύω ότι οι ΗΠΑ έχουν τα μέσα για να επιβάλουν την ηγεμονία τους στην Κίνα, ή ακόμη στις μικρότερες χώρες του Ειρηνικού ή στην Ινδία. Και αυτό επειδή, κατά τη γνώμη μου, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πλέον μια υπερδύναμη, γίνονται όλο και περισσότερο μια χώρα όπως όλες οι άλλες». (6)

«Η Ιαπωνία μαζί με τις άλλες ασιατικές χώρες, είναι πιο σημαντικές σήμερα από όλο το σύνολο της Δύσης. (…) Αυτό που επιδιώκουν όμως, είναι ο έλεγχος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Πιστεύουν ότι με τον έλεγχο των δύο κέντρων της Κεντρικής Ασίας και του Περσικού Κόλπου, θα μπορέσουν να μιλήσουν ως ίσοι ή ακόμη και να επιβάλουν μια οριακή υπεροχή στην Ασία. Αυτό που θέλουν είναι να ελέγχουν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Η αιτιολόγησή τους: μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Ιράκ, το Ιράν θα γίνει η ηγεμονική δύναμη της περιοχής, λόγω της διάσημης πράσινης ζώνης του σιιτισμού. Η αλλαγή καθεστώτος στη Συρία με την αποκατάσταση ενός σουνιτικού καθεστώτος σημαίνει την απομόνωση του Ιράν από τον Λίβανο». (6)

Κλείνοντας την συνέντευξή του, ο Bani Σαντρ χρησιμοποιεί τα ίδια επιχειρήματα με τον Πρέσβη Kishore Mahboubani: «Υπάρχουν αρκετοί σημαντικοί λόγοι για την κρίση της Δύσης που πανικοβάλλεται στην προοπτική να χάσει την ηγεμονία της σε όφελος των νέων κέντρων εξουσίας της Ασίας ή της Ευρασίας, όπως η Κίνα, η Ινδία, και καταρχήν το χαμήλωμα του επίπεδου διαβίωσης των λαών. (…) Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα: η Δύση έχει παραδώσει τον έλεγχο της οικονομίας της στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα χρήματα που επενδύθηκαν στις χρηματοπιστωτικές αγορές και όχι στην πραγματική οικονομία είναι δυσανάλογα και ανέρχονται σε μια αναλογία 7 προς 1». (6)

Ο Kishore Mahbubani περιγράφει επίσης την πτώση της Δύσης με την απώλεια των δικών της αξιών. Κατά τον ίδιο, «ήρθε η ώρα για την αναδιάρθρωση της παγκόσμιας τάξης, η Δύση είναι ανίκανη να διατηρήσει, να σεβαστεί, και ακόμη λιγότερο να ενισχύσει τους θεσμούς που δημιούργησε. Ο αμοραλισμός υπονομεύει ακόμα περισσότερο τις δομές και το πνεύμα της παγκόσμιας διακυβέρνησης και εμφανίζεται ανίκανη να ασκήσει εξουσία, καθιστώντας την σήμερα περισσότερο το πρόβλημα παρά τη λύση.

«Οι πολιτισμοί, έλεγε ο Arnold Toynbee, δεν φονεύονται, αυτοκτονούν».

«Η αμερικανική αυτοκρατορία υπέστη την ίδια πτώση όπως η βρετανική προκάτοχός της. (…) Θα κατανοήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες αυτό το μάθημα; Ή θα επιδιώξουν να διατηρήσουν την παγκόσμια κυριαρχία μόνο με την στρατιωτική δύναμη, δημιουργώντας έτσι όλο και περισσότερη αναταραχές, συγκρούσεις και βαρβαρότητα;»

Μετά από καιρό, θα διαπιστώσουμε ότι τα κενά συνθήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα που είναι αποκλειστικά αυτά του λευκού άνθρωπου της Δύσης – αν και θα πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και σε αυτές τις κοινωνίες η ρήξη μεταξύ πλούσιων και φτωχών είναι πλήρης – θα καταπατηθούν προοδευτικά με τη εξαφάνιση της υλικής ευημερίας. «A Beastly Century», «Ένας κτηνώδης αιώνας», είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Margaret Drabble, για να περιγράψει τον εικοστό αιώνα.»  (7)

Αν ξεσπάσει ο πόλεμος, η πρώτη κίνηση του Ιράν θα ήταν να κλείσει τα στενά του Ορμούζ. Το 40% του παγκοσμίου πετρελαίου περνά μέσα από αυτό. Μεταξύ του πολέμου και των κυρώσεων, οι τιμές του πετρελαίου θα ανεβούν στα ύψη, ίσως 300 δολάρια και θα ωθήσουν στην άβυσσο την δυτική οικονομία η οποία βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού.

Ο πυρηνικός πόλεμος θα πάψει να είναι αποκύημα της φαντασίας, φέρνοντας στην μνήμη μας την ρήση του Αϊνστάιν: «Δεν ξέρω τι θα συμβεί μετά τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά είμαι βέβαιος ότι ο τέταρτος θα γίνει με πέτρες, τόξα και βέλη». Μας προειδοποίησε.

Σημειώσεις

(1) Pr Jules Dufour  http://www.mondialisation.ca/index.php?context=va&aid=5314

(2) Joseph Watson et Yi Han: L'armée chinoise, programme de grosses manoeuvres militaires près du Pakistan. Mondialisation.ca, le 2 décembre 2011

(3) http://gold-up.blogspot.com/2011/12/la-chine-rejoint-la-russie-la-solution.html

(4) http://www.google.com/hostednews/afp/article/ALeqM5gAez8SIMfjSbwOXzFSBLxNzlZrFgdocId=CNG.858b1c9b4e61e65eb7764010c93e843b.2a  

(5)  Claude Jacqueline Herdhuin: Les Etats-Unis: le chien de garde du monde

 http://www.mondialisation.ca/index.php?context=va&aid=281018122011

 (6) www.solidariteetprogres.org/Abolhassan-Bani-Sadr-Non-a-une-guerre-contre-l-Iran_08363

(7) C. E. Chitour www.legrandsoir.info/Declin-de-sens-ou-declin-de-puissance-le-dilemme

Pr Chems Eddine Chitour

 

ΠΗΓΗ: Κυριακή, 18 Δεκέμβριος 2011,  http://www.sofokleous10.gr/portal2/toprotothema/toprotothema/2011-12-17-22-55-49-2011121746459/?mid=557

 

* Les analyses du professeur, Chems Eddine Chitour: http://www.palestine-solidarite.org/analyses.Chems-Eddine_Chitour.sommaire.htm