Η «Αναβάθμιση του Σχολείου» και… η περιπέτεια της Κοινωνιολογίας
Του Δημήτρη Καλτσά*
Κάθε κυβέρνηση (αν όχι κάθε
υπουργός) που έρχεται στην εξουσία, έχει τη φιλοδοξία (ή την ματαιοδοξία) να
κάνει τη δική της/του μεταρρύθμιση. Οι εκπαιδευτικές «μεταρρυθμίσεις»
διαδέχονται η μία την άλλη (Τρίτσης, Κακλαμάνης, Σουφλιάς, Αρσένης, Γιαννάκου,
Διαμαντοπούλου, Γαβρόγλου) έως την Κεραμέως και «Αναβάθμιση του Σχολείου και
άλλες διατάξεις».
Ταχύτατες κοινωνικές και
τεχνολογικές αλλαγές, η γρήγορη απαξίωση της γνώσης, τα νέα επιστημονικά
δεδομένα, οι νέες παιδαγωγικές αντιλήψεις απαιτούν δραστικές παρεμβάσεις για
την αποκατάσταση ατελειών, διόρθωση λαθών, εξάλειψη μειονεκτημάτων ή
αναδιοργάνωση βασικών ή επικουρικών δομών της εκπαίδευσης, αλλά σε κάθε
περίπτωση έπειτα από μελέτη και έρευνα των κοινωνικών και εκπαιδευτικών
συνθηκών από ειδικούς επιστημονικούς φορείς.
Το υπουργείο, εν μέσω πανδημίας,
που έχουν «παγώσει» δημοκρατικά δικαιώματα και η δυνατότητα συλλογικής
αντίδρασης, οργάνωσε μια επικοινωνιακού χαρακτήρα τηλεδιάσκεψη όπου παρουσίασε
τις αποφάσεις της, περιφρονώντας τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και την
κοινωνία. Αυτό καταστρατηγεί κάθε έννοια κοινωνικού διαλόγου, που αποτελεί
προϋπόθεση και λειτουργία κάθε σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας.
Με το νέο νομοσχέδιο, με τον
γενικό και αόριστο τίτλο η «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις»,
γίνεται μια συντηρητική παιδαγωγική στροφή (εξετάσεις, ποινές, αριστεία,
σχολεία δύο ταχυτήτων).
Βασικός άξονας και το μεγάλο
στοίχημα, είναι η αξιολόγηση (εκπαιδευτικών μονάδων και εκπαιδευτικών).
Ένα θέμα με αρνητικό πρόσημο
είναι η αντικατάσταση της Κοινωνιολογίας ως εξεταζόμενου μαθήματος από τα
Λατινικά.
Στο πλαίσιο μια στερεοτυπικής και
απλουστευμένης αντίληψης για το ρόλο των επιστημών, τα Λατινικά ταυτίστηκαν με
το «Καλό» και η Κοινωνιολογία το «Κακό». Φυσικά ούτε τα Λατινικά
εκφράζουν τον αναχρονισμό και τη συντήρηση ούτε η Κοινωνιολογία την πρόοδο και
την επανάσταση και κυρίως τον κίνδυνο ανατροπής. Η ποιότητα της παρεχόμενη
υπηρεσίας σχετίζεται με τον εκπαιδευτικό και την αξιολογική του ουδετερότητα,
την παιδαγωγική του μέθοδο, αλλά κυρίως από το πρόγραμμα σπουδών. Σε ένα τέτοιο
πρόγραμμα σπουδών θα μπορούσαν να συνυπάρξουν οι δύο επιστήμες.
Οι πολιτικές σκοπιμότητες (η
δημόσια αξιολόγηση του αντιπροέδρου, τότε, της Ν.Δ. και για τον κίνδυνο που
διατρέχουν τα παιδιά να γίνουν αριστερά) ή άλλες παρεμβάσεις που δαιμονοποιούν
τις επιστήμες δεν έχουν θέση σε μια σύγχρονη αντίληψη για το σχολείο. Αυτός ο
ανόητος και φαιδρός συνειρμός μάς ακολουθεί και μας εμποδίζει να σκεφτούμε τις
κοινωνικές και παιδαγωγικές ανάγκες.
Με την κατάργησή της
Κοινωνιολογίας, η κατεύθυνση των «Ανθρωπιστικών, Νομικών και Κοινωνικών
Επιστημών» μετατρέπεται σε Κατεύθυνση «Ανθρωπιστικών» μόνο.
Η παραμονή της Κοινωνιολογίας, ως εξεταζόμενου μαθήματος, κρίνεται αναγκαία και
για πολλούς άλλους λόγους.
Σε μια εποχή ηθικής κρίσης, που
αποτυπώνεται στην κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική, οι πολίτες πρέπει
να μάθουν να σκέπτονται και να κρίνουν. Να αξιολογούν και αμφισβητούν. Να
προτείνουν και να ανατρέπουν τα κακώς κείμενα. Αποτελεί ουσιαστικά τη βάση των
επιστημών της συμπεριφοράς και μπορεί να διαμορφώσει προσωπικότητες με κριτική
σκέψη και κοινωνικό προβληματισμό και ολιστική αντίληψη για την κοινωνία. Οι
μαθητές εμπλουτίζουν το λεξιλόγιό τους και εκφράζονται με πληρότητα στο γραπτό
λόγο (Έκθεση).
Αναπτύσσουν κοινωνικές δεξιότητες
(συνεργασία, φιλία, αλληλεγγύη) Διαμορφώνουν στάσεις και αντιλήψεις για το
σεβασμό του άλλου και την κοινωνική συνύπαρξη. Αναγνωρίζουν καλύτερα την
κοινωνική διάρθρωση, τις κοινωνικές ανισότητες και τις ευάλωτες κοινωνικές
ομάδες.
Ευαισθητοποιούνται με τα
προβλήματα κοινωνικής παθογένειας και μπορούν ή προσπαθούν να μπουν στην
κατάσταση του άλλου (ενσυναίσθηση) και αντιλαμβάνονται ότι η κοινωνική και
πολιτική συμμετοχή είναι προαπαιτούμενα για τη διαμόρφωση υπεύθυνων και ενεργών
πολιτών.
Όμως, οι επιστήμες δεν έχουν (ή
δεν πρέπει να έχουν) ιδεολογικό φορτίο και πολιτικές σκοπιμότητες. Αυτά
βρίσκονται στη σκέψη μόνο αυτών που με σημαία τις κλασικές σπουδές πιστεύουν
ότι μπορούν να σταματήσουν τη ροή της ιστορίας και της κοινωνίας και αντίθετα
άλλων με σημαία την κοινωνική σκέψη μπορούν να καταργήσουν κάθε συντηρητισμό
της κοινωνίας μας.
Τέλος, για να παραφράσω τον
Καζαντζάκη, θα πω ότι «δεν υπάρχουν… επιστήμες. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που
κουβαλούν τις επιστήμες κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τους
κουβαλάει»…
* Ο Δημήτρης Καλτσάς είναι
κοινωνιολόγος, εκπαιδευτικός στο 5ο ΓΕΛ.
ΠΗΓΗ: 04/05/2020, http://www.pelop.gr/?page=article&DocID=574742&srv=28&fbclid=IwAR3tRDKIAkOe-L4YPnfWst5O2-oIlrVGOrcVHLm7D36Gxi7pm5LUSwt3hxY