Αρχείο κατηγορίας Θεολογικά διακροτήματα

Θεολογικά διακροτήματα

Ο θρίαμβος του σατανά…

Ο θρίαμβος του σατανά…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή


 

Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Ο λαός εθελοσκλαβώνεται. Απ’ τους ελεύθερους πολιορκημένους καταντήσαμε στους ανίατους εθελόδουλους. Μεγάλη βδομάδα! Ο μεγάλος πόλεμος! Αντίπαλοι; Ο Χριστός και ο Σατανάς! Και διεκδικούμενο; Ο άνθρωπος! Ο λαός…

Ο Λάζαρος θανατώνεται. Αλλά ο Χριστός τον ανασταίνει. Ο Σατανάς βλέπει ότι οι παράπλευρες απώλειες δεν πτοούν το Χριστό. Μόνο ο προσωπικός του θάνατος μπορεί να τον εξουδετερώσει.

Δεν επιλέγει ως εκτελεστές του Χριστού αυτούς που ο καλός υπόκοσμος» της «καθωσπρέπει» κοινωνίας χαρακτηρίζει ως «κακοποιοιούς» και «κακούργους». Αλλά τους αληθινά κακοποιούς και κακούργους. Που είναι, ακριβώς, ο «καλός υπόκοσμος» της «καθωσπρέπει» κοινωνίας.

Για να κάμει οδυνηρότερο το χτύπημά του, κάνει συνεργούς των δημίων του και τους μαθητές του. Που τον εγκαταλείπουν, τον αρνούνται, τον προδίδουν.

Και, για να υπογραμμίσει το απελπιστικά μάταιο του αγώνα του Χριστού, βάνει τον όχλο να κραυγάζει στον κυνικό Πιλάτο το «άρον-άρον σταύρωσον αυτόν»!

Και ο αδυσώπητος πόλεμος διαιωνίζεται…. Με τον κυνικό – σήμερα – ΟΗΕ να νίπτει τα χείρας του. Όργανο και έρμαιο της παγκόσμιας διαβολοκυβέρνησης των θεοσκότεινων ιλλουμινάτων.

Με το τέρας του αδηφάγου τοκογλυφικό γυφταριού και τους κατά τόπους βαρύγδουπους και ανυπόστατους εντολοδόχους του, νομοθέτες. Με τα ληστρικά μνημόνια. Που δεσμεύουν «φορτία βαρέα και δυσβάστακτα» και τα φορτώνουν στις πλάτες των λαών.

Και τ’ ανεγκέφαλα κοπάδια του όχλου, μαστουρωμένα απ’ το «χόρτο», που τα ταΐζουν, μέσα στις κομματικές τους στρούγκες, να βελάζουν τα ωσαννά στους σταυρωτές τους. Και τα «άρρον-άρον σταύρωσον» για τους… εαυτούς τους!

Για να καταντήσουμε, έτσι, απ’ τους ελεύθερους πολιορκημένους, στους απελπιστικά ανόητους και ανίατα αμετανόητους εθελόσκλαβους.

Ο θρίαμβος του Σατανά!


Παπα-Ηλίας, http://papailiasyfantis.wordpress.com, 20-4-2011

Από πού πάνε για τον Παράδεισο;

Η Ζωή Μετά: Από πού πάνε για τον Παράδεισο;

 

Του π. Νικόλαου Λουδοβίκου*


 

Ποτέ δεν με ένοιαξε το ερώτημα. Το είπε και ο Νίτσε: δεν έχει σημασία η αιώνια ζωή, αλλά η αιώνια ζωτικότητα. Να το θέσω καλύτερα: δεν με ενδιαφέρει η αιώνια επιβίωση ενός κομματιού της ύπαρξής μου, της ψυχής μου, στο χρόνο. Διότι αυτό δεν σημαίνει ότι θα έχω αιώνια ύπαρξη, ότι θα έχω σωματικότητα: ότι θα μπορώ να χαίρομαι, να αγαπώ, να απολαμβάνω ψυχοσωματικά τους άλλους…

 

Το γεγονός αυτό, ότι η ουσία του ανθρώπου δεν είναι μόνο η ψυχή, είναι άλλωστε και η ανθρωπιστική επανάσταση του χριστιανισμού. Πριν από αυτόν ο Πλάτωνας θεωρούσε το σώμα τάφο της ψυχής και ο Σωκράτης χαιρόταν πριν πεθάνει γιατί έτσι θα ελευθερωνόταν η ψυχή του… 

Σε αντίθεση, λοιπόν, με αυτό, στον χριστιανισμό από τον 1ο κιόλας αιώνα το λεγόμενο "κατ' εικόνα" ίσχυε και για το σώμα, που οντολογικά ήταν ίσο πια με την ψυχή. Ο χριστιανισμός μίλησε για το "όλον" αυτού, την πρώτη ολιστική προσέγγιση του ανθρώπου. Αν και η βιβλική έννοια της ψυχής σημαίνει όντως το "όλον", σε ολόκληρη τη Δύση μέσω του Αυγουστίνου δυσκολεύτηκε πολύ να περάσει αυτή η διάσταση. Στη Δύση επικράτησε το cogito ergo sum, όχι π.χ. το ερωτεύομαι άρα υπάρχω.

Όμως, ο άνθρωπος θα σωθεί όπως είναι σήμερα: ολόκληρος. Γι' αυτό άλλωστε και οι πρώτοι χριστιανοί είχαν προκαλέσει τη μήνι των φιλοσόφων, οι οποίοι τους αποκαλούσαν υλιστές. Και αυτό, αλήθεια, είναι ο χριστιανισμός: ένας ιερός υλισμός. Δεν έχει τίποτα το μεταφυσικό. Και το σώμα είναι τόσο σημαντικό που αξίζει να αναστηθεί. Διότι αν δεν αναστηθεί το σώμα, δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: ή δεν το έφτιαξε ο Θεός, ή δεν είναι αρκετά Θεός για να μπορεί να το σώσει…


Αυτό πώς θα συμβεί;


Με το θάνατο αυτό που είμαστε διαλύεται. Το σώμα, ως βαριά δομή, φθείρεται – η ψυχή ως λεπτή δομή και υλικό εκμαγείο του σώματος διατηρείται, διότι μόνο έτσι, μέσω του Θεού, μπορεί να "αναδημιουργηθεί" ο ίδιος άνθρωπος: αυτή είναι η περίφημη Ανάσταση Νεκρών. Αυτό μας το έδειξε ο Χριστός μέσω αυτού που γιορτάζουμε σήμερα, της Ανάστασής Του, αφού αυτός έχει δύο φύσεις: την ανθρώπινη που βίωσε τον πραγματικό θάνατο, και τη θεία, που ζωοποιεί και ο Θεός γίνεται η υπόσταση του φυσικού όντος το όποιο έτσι αφθαρτίζεται. 

Η Ανάσταση όλων θα συμβεί – το θέμα είναι αν αυτό θα σημαίνει και μετοχή στο Θεό (αυτό που λέμε Παράδεισο: την υπέρτατη δοτικότητα) ή απλή γνώση του Θεού χωρίς μετοχή, αυτό που λέμε Κόλαση. Και φυσικά τότε δεν είναι ο Θεός αυτός που κολάζει αλλά ο άνθρωπος που διαλέγει αυτή την υπέρτατη φιλαυτία. Αυτά, τώρα, δεν είναι ιδεολογήματα. Την πληρότητα της Χάριτος ο πιστός την κατακτά βλέποντας την ομορφιά, τη βεβαιότητα πέραν του θανάτου. Διότι ο χριστιανισμός πέραν από ιερός υλισμός είναι ένας εμπειρισμός…
Ορθόδοξη Καθολική και Αποστολική Εκκλησία αποκαλείται το σύνολο των αυτοκέφαλων και αυτόνομων χριστιανικών Εκκλησιών που διοικούνται κατά συλλογικό τρόπο από Συνόδους, έχουν αποδεχτεί το περιεχόμενο των αποφάσεων των επτά πρώτων Οικουμενικών Συνόδων και παραμένουν σε πλήρη κοινωνία μεταξύ τους. Ως αφετηρία τους αξιώνουν τον Ιησού Χριστό και τους Αποστόλους του, μέσω της συνεχούς αποστολικής διαδοχής.

Σήμερα ο συνολικός αριθμός των ορθοδόξων υπολογίζεται περίπου σε 300 εκατομμύρια χριστιανούς. Οι όροι ορθόδοξος – ορθοδοξία έχουν χρησιμοποιηθεί παραδοσιακά, στον ελληνόφωνο χριστιανικό κόσμο, προκειμένου να υποδείξουν τις κοινότητες, ή τα άτομα, που διατήρησαν την αληθινή πίστη, σε αντιδιαστολή με εκείνους που κηρύχτηκαν αιρετικοί. 
«Ο άνθρωπος θα σωθεί όπως είναι σήμερα, ολόκληρος – ψυχή τε και σώματι». 

 

* Ο  π. Νικόλαος Λουδοβίκος είναι καθηγητή στο Ορθόδοξο Ινστιτούτο του Κέμπριτζ, στο πανεπιστήμιο της Ουαλίας και στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία της Θεσσαλονίκης.

 

ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση, Εψιλον, Κυριακή 19 Απριλίου 2009,   ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΚΑΒΑΖΗ (marilena@cavasi.com)| ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΡΕΖΙΑΣ, http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=36193

Δεν είναι Εκκλησία αυτό που νομίζουμε

Δεν είναι Εκκλησία αυτό που νομίζουμε

 

Του π. Βασίλειου Ιβηρίτη*


 

Δεν είναι η Εκκλησία αυτό που νομίζουμε. Μας πήραν μωρά παιδιά από τον μαστό της μάνας μας, της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μας έμαθαν άλλα. Μας έδωσαν να πιούμε γάλα κονσέρβας. Μας έκοψαν από τις ρίζες. Μας χώρισαν από την Παράδοση. Μας απομάκρυναν από το σπίτι μας. Μας έκαμαν αλλοδαπούς στον τόπο μας. Βάλθηκαν να μας ξεμάθουν τη μητρική μας γλώσσα, τη γλώσσα της Ορθοδοξίας, τη μητρική γλώσσα του ανθρώπου.

Ποιοι; Όσοι θέλησαν δια της βίας να μας σώσουν: οι διαφωτιστές, προπαγανδιστές, Βαυαροί, μασόνοι… μέχρι σήμερα. Μαζί μ' αυτούς, όλοι όσοι θεωρήσαμε τα φώτα τους φώτα, τον πολιτισμό τους πρόοδο. Και έτσι, στα τυφλά, χωρίς διάκριση πνευματική, πήραμε το καθετί απ' αυτούς, σαν ανώτερο, καλύτερο, πολιτισμένο (σε τέχνη, δίκαιο, διοργάνωση ζωής, αρχιτεκτονική, μουσική…). Και βασανίζεται το είναι μας. Απορρίπτει ο οργανισμός μας ένα-ένα τα μεταμοσχευθέντα ξένα μέλη. Και συνέχεια μας μεταμοσχεύουν βιαίως νέα, τα οποία αποβάλλονται, και φανερώνεται με την προσωπική του συμπεριφορά ποιος είναι ο βαθύτερος χαρακτήρας του λειτουργημένου λαού μας.

Δεν είναι η Εκκλησία αυτή που νομίζουμε. Δεν είναι αυτή που χτυπάμε, αυτή που βαλθήκαμε να καταστρέψωμε. Δεν έχει σχέση η Ορθοδοξία με «μεσαιωνισμούς», «μυστικισμούς», «κληρικαλισμούς», «σχολαστικισμούς» που ακούμε. Τόσοι δυτικοθρεμμένοι νομίζουν ότι σε Δύση και Ανατολή όλοι οι όροι έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Και προσπαθούν να μας ελευθερώσουν από αρρώστιες που δεν περάσαμε. Και μας αρρωσταίνουν με τις θεραπείες τους. Και μας περιπλέκουν με τις λύσεις τους.

Δεν αρνούμαστε ότι υπήρξαν ανθρώπινες αδυναμίες. Υπήρξαν και υπάρχουν αδύνατοι, με πτώσεις και ελαττώματα. Αυτό κάνει ακόμα πιο συμπαθή την ίδια την Ορθοδοξία, και αναδεικνύει την ανοχή της αγάπης της και την αλήθεια του μηνύματός της.

Το θέμα το μεγάλο είναι να γνωρίσουμε την Εκκλησία την Ορθόδοξη, που αγνοούμε. Τη μία, αμόλυντη, άφθορη, άχραντη καρδιά της. Αυτήν που αποτελεί το βαθύτατο και πιο αληθινό είναι μας. Αυτή με την οποία έχομε πολύ μεγαλύτερη σχέση απ' ό,τι νομίζουμε. Αυτή που ξέρομε βαθύτερα, χωρίς να το καταλαβαίνωμε. Αυτή που πάμε ασυνείδητα να βρούμε αρνούμενοί την, γιατί αγνοούμε την αλήθεια της, τη θεανθρωπία της, τη δόξα της ταπεινώσεώς της.

Ό,τι πολύτιμο ζητούν όλοι οι αληθινοί αναζητητές βρίσκεται μέσα εδώ. Όχι αποσπασματικά, επί μέρους ή φανταστικά, αλλά εν όλω έργω και αληθεία.

Αυτή είναι κατάλληλη για τα μικρά παιδιά, τις απλές γριούλες και τους πιο απαιτητικούς αναζητητές, που θέλουν να δουν τον Θεό όχι όσο μπορούν, αλλ' όπως ο Θεός είναι.

Υπάρχει μια θεολογία που φτάνει στην απόφαση (αποφατικότητα), την άρνηση, που δεν πάει παραπέρα, που άνθρωπος στη γη δεν μπορεί να ξεπεράσει. Και μια χάρη άκτιστη, αόρατη, ακατάληπτη, που έρχεται στον άνθρωπο, στην κτίση. Και νεουργεί και θεουργεί το ανθρώπινο.

Δεν είναι η θεολογία σχολαστικισμός, ούτε η πνευματική ζωή πουριτανισμός.

Γνωρίζοντας την Ορθοδοξία, αυτή που είναι, ισορροπούμε· μπορούμε όλους να δούμε με στοργή. Από όλους να βοηθηθούμε. Και όλους με τη χάρη του Θεού να βοηθήσωμε.

Το να γίνωμε Ορθόδοξοι δεν σημαίνει κάπου να κλειστούμε, αλλά κάπου να αναχθούμε: να βγούμε στο ύψος του σταυρού της αγάπης.

Αν ήταν η θεολογία της Εκκλησίας μας αυτή που νομίζει ο πολύς κόσμος, αυτή που διδάχτηκε στα κρατικά πανεπιστήμια· ή αν ήταν η ευσέβειά της ο έξωθεν εισαχθείς στείρος πιετισμός, σας ομολογούμε ότι δεν θα σας λέγαμε τίποτε. (Δεν θα είχαμε καμιά ελπίδα· ίσως ούτε ευθύνη.)

Τώρα μπορούμε να σας πούμε λόγο παρήγορο και σκληρό (λέγεται μόνος του):

Η θέση μας είναι προνομιακή και επικίνδυνη. Έχει καθοριστεί απ' αυτούς που μας γέννησαν, και δεν μπορούμε να κάνωμε ότι μας κατέβει.

Δεν μπορούμε ατιμωρητί οι Ορθόδοξοι Έλληνες να παιδιαρίζωμε, στηριζόμενοι σ' οποιαδήποτε δικαιολογία ή, περισσότερο, να αυθαδιάζωμε.

Αν αυτοί που προηγήθηκαν ημών και έζησαν και τάφηκαν σε τούτα τα χώματα, αυτοσχεδίαζαν κάνοντας το κέφι τους, τότε θα μπορούσαμε και εμείς να συνεχίσωμε αυτοσχεδιάζοντας.

Αν όμως έζησαν διαφορετικά· αν αποφάσισαν να πεθάνουν, και έτσι έζησαν· αν ο τρόπος της ζωής τους ήταν απόφαση θανάτου· αν όλη τους η δημιουργία, το ήθος, ο λόγος, τα έργα, η μορφή, η χειρονομία, το ορατό και αόρατο εξ αυτών είναι γεννημένο εκ του θανάτου, από τη θυσία όλων, για να γεννηθεί κάτι καλύτερο, άλλης φύσεως, άλλης υφής, για τους άλλους, για μας όλους· τότε δεν μπορούμε ατιμωρητί να αυτοσχεδιάζωμε, να κάνωμε πρόβες, να παίζωμεν εν ου παικτοίς.

Αν δεν έχτιζαν την Αγια-Σοφιά όπως την έχτισαν, να χωρά τον κάθε άνθρωπο και την οικουμένη.

Αν δεν είχαν φτιάξει το Άγιον Όρος όπως το έφτιαξαν, για να σώζεται όλος ο άνθρωπος και να αδελφώνονται οι λαοί.

Αν δεν είχε θεολογήσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς όπως θεολόγησε, ανακεφαλαιώνοντας την πείρα και τη ζωή της Ορθοδοξίας, σβήνοντας τη δίψα του σημερινού βασανισμένου νέου ανθρώπου.

Αν δεν είχαν αγωνιστεί, κλάψει, υπομείνει, προσευχηθεί, θυσιαστεί τόσοι άγνωστοι στα βουνά, στα νησιά και στις πόλεις. Αν δεν είχαν στα τραγούδια, στη ζωή και στα ήθη τους αυτή την ανθρωπιά που σε σφάζει.

Αν δεν ήσαν γενάρχες του νέου Ελληνισμού ένας άγιος Κοσμάς και ένας Μακρυγιάννης.

Αν δεν υπήρχαν όλα αυτά στο αίμα μας, τότε θα μπορούσαμε να κάνωμε ότι μας κατέβει.

Τώρα δεν είναι έτσι. Τώρα βρισκόμαστε εν τόπω και χρόνω αγίω. Δεν μπορούμε να είμαστε επιπόλαιοι. Δεν ανήκομε στον εαυτό μας. Ανήκομε σ' αυτούς που μας γέννησαν, και σ' όλο τον κόσμο. Είμαστε χρεωμένοι με πνευματική κληρονομιά. Δεν μας σώζει καμιά δικαιολογία. Και όλα να τα πετάξωμε από το σχολείο, τα αρχαία, τα νέα, τα ιερά και τα όσια, δεν μπορούμε να δικαιολογηθούμε σε κανέναν, να απαλλαγούμε, ούτε να ξεχάσωμε το χρέος μας. Δεν μπορούμε να στοιχειοθετήσωμε κανένα άλλοθι.

Θα έχωμε να αντιμετωπίσωμε αυτούς που προηγήθηκαν και αυτούς που έρχονται.

Τα ψεύτικά μας καμώματα θα μας πετάξουν κατά πρόσωπο. Γιατί κάποτε θα ξυπνήσουν αυτοί οι μικροί, που θα πούνε όχι στο ψέμα, στην επιπολαιότητα, στην παραχάραξη, στην πλαστογραφία, στην προδοσία, που χαλκεύεται εγκληματικά και θρασύδειλα με εκπαιδευτικά προγράμματα, αναγνωστικά βοηθήματα, οπτικοακουστικές εκπομπές.

Και αυτοί που θα πουν όχι θα έχουν απροσδιόριστες δυνάμεις που ξεπερνούν αυτούς τους ίδιους. Θα είναι μαζί τους τα πνεύματα των περασμένων και τα διψασμένα παιδιά όλου του κόσμου.

Αυτό που εδώ υπάρχει ανήκει σε όλους. Αυτό που κληροδοτήθηκε καθορίζει τη συμπεριφορά μας.

Η Αλήθεια, που εσαρκώθει δια της παναχράντου και αειπαρθένου Μαρίας, που απέθανε και ανέστη και συνανέστησε την οικουμένη και συνέστησε την Εκκλησία σώμα Χριστού. Η Χάρις που αγιάζει όλο το είναι του ανθρώπου. Η Εκκλησία που βαφτίζει όλο τον άνθρωπο εις τα απύθμενα βάθη του μυστηρίου της ζωής του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που αγιάζει όλες τις αισθήσεις.

Αυτή η Χάρις, που μπήκε μέχρι μυελού στα οστά του πιστού λαού μας, που υφαίνει τη ζωή μας και την κάνει άνωθεν υφαντή με τα στοιχεία της ύλης…

Όλο το πνευματικό σώμα της ζωής μας έχει μηνύματα που ανήκουν σ' όλους, που τα περιμένουν όλοι, μέχρις εσχάτου της γης. Και είμαστε χρεώστες προς όλους. Και μας έχουν κατ' ανάγκη βάλει αυτοί που μας γέννησαν κατά σάρκα και κατά πνεύμα σ' ένα ορισμένο επίπεδο. Και δεν μπορούμε να υποστείλωμε τη σημαία, να μετριάσωμε το χρέος, να ξεκουραστούμε σε άλλο χώρο, με άλλο τρόπο, παρά μόνο πάνω σε σταυρό θυσίας.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του «Το Άγιον Όρος και η Παιδεία του Γένους μας»

 

ΠΗΓΗ: Κυριακή, 13 Μαρτίου 2011, http://trelogiannis.blogspot.com/2011/03/blog-post_13.html

 

* Ο π. Βασίλειος Ιβηρίτης (Γοντικάκης) είναι Προηγούμενος της Ι. Μ. Ιβήρων και Ι. Μ. Σταυρονικήτα Αγίου Όρους.

METAXΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

METAXΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου


 

 

Με τον νεολογισμό του τίτλου δεν υπονοούμε τις μετά τα Χριστούγεννα ημέρες, αλλά τον χωρίς νόημα εορτασμό της μεγάλης γιορτής της Εκκλησίας σε εποχή που θα μπορούσε χωρίς υπερβολή να χαρακτηριστεί ως μεταχριστιανική.

Ο Χριστός γεννήθηκε σε παχνί στάβλου. Ήταν αυτό ακραία πρόκληση προς τους ανθρώπους, οι οποίοι από αιώνες είχαν παγιώσει τις αντιλήψεις τους τόσο για τους εγκόσμιους, όσο και για τους υπερκόσμιους άρχοντες. Ένας ενδοκοσμικά ανίσχυρος περνά κατά κανόνα απαρατήρητος. Βέβαια ο Χριστός επέτυχε παρ’ αυτό να καταστεί το επίκεντρο της δημόσιας ζωής κατά τον ολιγόχρονο δημόσιο βίο του. Ο λαός κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλη του. Ήταν, θα υποστηρίξουν κάποιοι, τα θαύματά Του. Όμως πολλοί περισσότεροι παρέμειναν αθεράπευτοι και πλείστοι όσοι δεν υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες ενός από αυτά. Ήταν η εξασφάλιση τροφής. Σε ελάχιστες περιπτώσεις, θα αντιτείνουμε, και σε λίγες χιλιάδες, μικρό μέρος του συνολικού πληθυσμού, που αποτελούσε το ακροατήριό του. Συνεπώς οι πολλοί δεν ωφελήθηκαν υλικά, όπως συνήθως επιδιώκεται.

Ο Χριστός σκανδάλιζε τους άρχοντες των Ιουδαίων, επειδή τη δύναμή Του, που δεν αμφισβητούσαν, τηρούσε αναξιοποίητη. Το πρώτο που όφειλε να κάνει ήταν η επιβεβαίωση της κρατούσης αντιλήψεως περί άρχοντος. Και αυτός ήταν άρχων δικός τους. Τί προσέφεραν σ’ αυτούς τα λίγα θαύματα; Για ελευθερία διψούσαν! Και αυτή δεν έδειχνε διάθεση να τους την προσφέρει. Και δεν ήταν δυνατόν να προσφέρει ο Θεός ελευθερία στους μεν που οδηγεί σε δουλεία των δε. Ο Χριστός προσέφερε άλλου είδους ελευθερία, αυτήν που και ο άνθρωπος της μεταχριστιανικής εποχής αδυνατεί να κατανοήσει. Προσέφερε την πνευματική ελευθερία.

Η πνευματική ελευθερία αποτελεί διαχρονικό σκάνδαλο στη χριστιανική και μεταχριστιανική εποχή. Ο Ντοστογιέφσκυ προβάλλει στο πρόσωπο του “μεγάλου ιεροεξεταστή” τον κατ’ εξοχήν αρνητή της. Αυτόν που ασκεί δριμεία κριτική στον Χριστό, επειδή αρνήθηκε την πρόταση του λαού να τον στέψει βασιλέα, μετά τον χορτασμό του. Η ικανοποίηση των ενστίκτων υπήρξε το διαχρονικά ισχυρό όπλο των εξουσιαστών. Άρτον και θεάματα προσέφεραν στον λαό οι πανίσχυροι Ρωμαίοι ηγεμόνες. Απαιτούσαν όμως να αναγνωρίζει ο λαός την προσφορά τους αυτή και να αποδέχεται αγογγύστως το δικαίωμα τους της ζωής και του θανάτου επί των πολιτών αλλά και το άλλο, το πλέον σημαντικό, τη θεοποίησή τους!

Ο Χριστός, φύσει Θεός, αποποιείται εξ αρχής όλα τα “δικαιώματα” του υπερκοσμίου άρχοντα. “Λαθών ετέχθη υπό το σπήλαιον” και σε ελάχιστους έκανε γνωστή την επί γης παρουσία του. Στους απλοϊκούς βοσκούς, που είναι αμφίβολο, αν κατάφεραν να μεταδώσουν την είδηση στο συγγενικό τους περιβάλλον και στους μάγους που χάθηκαν και δεν γνωρίζουμε τίποτε γι’ αυτούς. Αν εκείνο το αστέρι είχε τη μορφή ενός κομήτη που ολοένα και περισσότερο πλησίαζε προς τη γη και σκορπούσε τρόμο, όπως οι ορδές των ισχυρών ηγεμόνων, αν συνοδευόταν όχι από την ουράνια μελωδία των αγγέλων αλλά από πολεμικές ιαχές, τότε όλοι θα αναγνώριζαν ότι ο βασιλεύς των ουρανών επισκεπτόταν τη γη. Και θα έσπευδαν να τον προσκυνήσουν όλοι στο παλάτι που οι ακόλουθοί του, του “μαγικού” κόσμου, θα είχαν φροντίσει να στηθεί σε λίγα λεπτά! Ποιός θα τολμούσε να αμφισβητήσει την ισχύ εκείνου του ηγεμόνα;

Όμως όλο αυτό το σκηνικό εναρμονίζεται με το διαχρονικό ψέμμα, με το οποίο κατέστη σύμφυτος ο μεταπτωτικός άνθρωπος. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσίν του, δεν συνέβη το αντίθετο, όπως ισχυρίζεται ο Φόυερμπαχ, παρά μόνο στη μυθολογία. Ο Θεός είναι αγάπη. Αυτό το μήνυμα ήρθε να φέρει πρωτίστως ο ενανθρωπίσας Θεός στο πλάσμα Του. Δεν απομάκρυνε από κοντά Του τους πεπτωκότες αγγέλους και αργότερα τους πρωτοπλάστους κάνοντας χρήση του κυριαρχικού Του δικαιώματος. Ο Θεός αγαπά, συνάμα όμως είναι και δίκαιος. Ο διάβολος, ο εωσφόρος των οπαδών του, ο οποίος στη δαιμονική μας εποχή προβάλλεται ως φίλος του ανθρώπου (αν και πολλοί καυχώνται για την άρνηση της ύπαρξής του) δεν έχει ουδεμία σχέση με τον τιτάνα Προμηθέα της μυθολογίας μας. Εκείνος όντως είχε συμπονέσει τους ανθρώπους και υπέστη τη σκληρή τιμωρία εκ μέρους των θεών. Οι δαίμονες διαρκώς διαβάλλουν τον Θεό που είναι αγάπη, λόγω της κακίας τους και οδηγούν τους ανθρώπους στη φρικτότερη μορφή δουλείας, την πνευματική, από την οποία ήρθε να τους ελευθερώσει ο Χριστός. Οι ελευθερίες εθνική, κοινωνικοπολιτική και οκονομική έχουν ασφαλώς την αξία τους, είναι όμως σαφώς υποδεέστερες από την πνευματική, την απαλλαγή δηλαδή από τα πάθη, την κατάσταση που βιώνουν οι άγιοι. Επειδή όμως ο αγώνας κατά των παθών είναι ο δυσκολότερος, εμείς επιχειρούμε αγώνες για τις κοσμικές μορφές ελευθερίας. Και φθάνουμε στο σημείο να καταγγείλουμε τον Χριστό για πλείστα όσα: Δεν υπήρξε σαφής στο θέμα της δουλείας και καλλιεργεί στους πιστούς τη δειλία και δουλοπρέπεια (Τα εκατομμύρια μαρτύρων και νεομαρτύρων αγνοούνται από τη φιλοσοφία της ιστορίας). Δεν καυτηρίασε όσο έπρεπε την κοινωνική αδικία, υποστήριξε μάλιστα ότι πάντοτε θα υπάρχουν φτωχοί και ότι πρέπει να προσευχόμαστε για τους άρχοντες. Πήραν θάρρος από αυτά οι “χριστιανοί” άρχοντες και οι “εκπρόσωποι” του Θεού επί της γης και για αιώνες καταδυνάστευσαν τους λαούς με το δόγμα του “ελέω Θεού ηγεμόνα”!

Όλα αυτά μαρτυρούν ότι δεν κατανοήσαμε το μήνυμα του Χριστού. Δεν είναι μόνο που δεν επισκεφθήκαμε οι περισσότεροι ποτέ βρωμερό στάβλο, δεν μελετήσαμε και τις συμβουλές του Χριστού προς τους μαθητές Του σχετικά με τον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Για τον Χριστό απερίφραστα ο ηγεμών δεν είναι εξουσιαστής, ιδίως μάλιστα ψυχών, στον οποίο είχε μετατραπεί ο “μεγάλος ιεροεξεταστής”, αλλά πάντων δούλος. Ο Χριστός δεν περιορίστηκε στο να το τονίσει αυτό, αλλά το εφήρμοσε. Όχι βέβαια μόνο κατά τη νύκτα της Μεγάλης Πέμπτης, όταν έπλυνε τα πόδια των μαθητών, αλλά πρωτίστως όταν απεφάσισε να λάβει μορφήν δούλου, δηλαδή ανθρώπου για να κορυφώσει την αποποίηση της εξουσίας Του στον σταυρό.

Ο Πιλάτος αισθάνθηκε τρομερή εντύπωση από την απάθεια του Χριστού μπροστά στον επερχόμενο θάνατο. Και φυσικά δεν ήταν ο πλέον κατάλληλος στο να κατανοήσει τον λόγο του Χριστού ότι “ήλθε να μαρτυρήσει για την αλήθεια”. Έκτοτε το ερώτημα του Πιλάτου “τί είναι αλήθεια;” τίθεται και ξανατίθεται από τους φιλοσόφους, που κατά βάθος αναγνωρίζουν ότι με την έλευση του Χριστού έχασαν τα πάντα. Φάνηκαν να ξανακερδίζουν έδαφος κατά την Αναγέννηση. Συμμείχθηκαν με κοινωνικούς μεταρρυθμιστές και ιδεολόγους, πήραν τη θέση του “ιεροεξεταστή” που ανέτρεψαν, συμμάχησαν αργότερα με τους μεσσίες της επιστήμης. Δεν ζήτησαν από το λαό τίποτε, παρά μόνο να αρνηθεί εκείνον που του πρόσφερε “ουτοπίες”, προκειμένου αυτοί να ετοιμάσουν τη ρεαλιστική επί της γης ευημερία. Και έκαναν τον κόσμο αγνώριστο σε λιγότερο από δύο αιώνες. Περισσότερη φτώχια, περισσότερη αδικία, μεγαλύτερο αιματοκύλισμα. Και εκεί στο βάθος τηρούν όλοι ως υπόδικο ως υπεύθυνο για όλα τα κακά τον Χριστό.

Εκείνο που δεν πρόσεξαν, όσοι αναγνωρίζουν ότι ζούμε στη μεταϊδεολογική εποχή είναι η επάνοδος του ανθρώπου στο δρόμο της αναζήτησης μεταφυσικής ελπίδας και παρηγοριάς προς υπέρβαση του υπαρξιακού του κενού. Στο μέτρο που η λογοκρατούμενη κοινωνία εμποδίζει την προσπέλαση προς τον δρόμο της σταυρικής θυσίας, ο άνθρωπος εκτρέπεται για μία ακόμη φορά προς τον εύκολο δρόμο της παραθρησκείας, για να καταλήξει στη δαιμονολατρεία.

Αν αποφασίζαμε φέτος να κάναμε φάτνη την καρδιά μας, για να γεννηθεί εκεί ο Χριστός; Έχουμε κάτι να χάσουμε; Δεν βλέπουμε ότι ακόμη και την ψυχή μας έχουν βάλει στο στόχαστρο;

                                                               

  “ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”, 27-12-2010

Θεολογική προσέγγιση της Παγκόσμιας Οικονομίας

Θεολογική προσέγγιση της Παγκόσμιας Οικονομίας

 

Η εγκύκλιος της Εκκλησίας, η Ακαδημία του Βόλου και η οικονομική κρίση

 

Του Πέτρου Βασιλειάδη*


 

Μέρες Χριστουγέννων και όλα τα καθιερωμένα μηνύματα των προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών λίγο ως πολύ αναφέρονται στην παγκόσμια οικονομική κρίση. Η Εκκλησία της Ελλάδος με απόφαση της μείζονος Ιεραρχίας της τον περασμένο Οκτώβριο καθηκόντως το έπραξε και με εγκύκλιο σημείωμα «Προς τον λαό», αλλά βρήκε τον μπελά της. Ο λόγος, μέσες-άκρες, γιατί μπήκε σε… καθαρά πολιτικά ζητήματα.

Μέχρι τώρα και για δεκαετίες ολόκληρες, με αποκορύφωμα την αλήστου μνήμης επταετία (1967-1974), αλλά και πριν και μετά απ’ αυτήν, μόνιμη επωδός όλων των κατηγοριών εναντίον της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και σύνολης της Ορθοδοξίας, ήταν ότι επιδεικτικά απαξίωνε την καθημερινότητα (κοινωνική, πολιτική κλπ.) επικεντρώνοντας την προσοχή της μόνον στα επέκεινα.

Μόλις δειλά-δειλά επίσημα το έπραξε, ασχέτως από τυχόν άστοχες εκφράσεις σε δευτερευούσης φύσεως λεπτομέρειες της εγκυκλίου, άρχισαν και εντός και εκτός των τειχών (από ιεράρχες δηλαδή, πολιτικούς και δημοσιογράφους) οι επικρίσεις. Με το θέμα της οικονομικής κρίσης είχε ασχοληθεί και η προηγούμενη σύνοδος της ελάσσονος Ιεραρχίας (η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος) στις 15.3.2010, πάλι πριν απ’ τις γιορτές, σ’ εκείνη την περίπτωση του Πάσχα. Είχα τότε δημόσια επαινέσει κατ’ αρχήν με συνέντευξή μου στον ημερήσιο τύπο (εφ. ΝΙΚΗ) την πρωτοβουλία της επίσημης Εκκλησίας να αγγίξει το ζήτημα της οικονομικής κρίσης, με την υποσημείωση όμως ότι δυστυχώς απέφυγε να προβληματιστεί θεολογικά για τα βαθύτερα αίτιά της, που δεν είναι άλλα από το κυρίαρχο, και φυσικά αντίθετο με τις αρχές τους χριστιανισμού μοντέλο της παγκόσμιας οικονομίας. Επέμενε δηλαδή σε ευχολόγια και την «θεραπευτική» αντιμετώπιση του προβλήματος, μη αποτολμώντας να υπεισέλθει στην «προληπτική» θεώρησή του.

Και όμως, πριν από ένα χρόνο, τον Μάιο του 2009, η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών τις Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού, που τόσο άδικα από μερικούς ανεγκέφαλους επικρίνεται τον τελευταίο καιρό, σε συνεργασία με το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ και την Θεολογική Σχολή τις Χαϊδελβέργης, διοργάνωσε επιστημονικό σεμινάριο με θέμα: «Βιβλική θεολογία της απελευθέρωσης, πατερική θεολογία, και οι αμφισημίες της νεωτερικότητας». Ανάμεσα στα θέματα αυτού του συνεδρίου, τα πρακτικά του οποίου θα δημοσιεύσει η Ακαδημία του Βόλου – το προνομιακό αυτό ίδρυμα της Εκκλησίας της Ελλάδος που προσφέρει πραγματικόν «πλουτισμόν θεολογίας», για να θυμηθούμε την υμνολογία των ημερών –  ήταν και η θεολογική προσέγγιση της παγκόσμιας οικονομίας. Το Δελτίο Βιβλικών Μελετών θα δημοσιεύσει στο τεύχος που κυκλοφορεί τις εισηγήσεις βιβλικού περιεχομένου αυτού του σεμιναρίου, μαζί άλλες βιβλικές μελέτες, οι οποίες σχολιάζουν το σχετικό με το θέμα επίκαιρο βιβλίο των Ulrich Duchrow και Franz Hinkelammert με τίτλο, Property for People, Not for Profit: Alternatives to the Global Tyranny of Capital, η μετάφραση του οποίου στα ελληνικά θα κυκλοφορήσει τον επόμενο χρόνο από τις εκδόσεις του Ιδρύματος «Άρτος Ζωής».

Οι σκέψεις που ακολουθούν, που και αυτές αποτελούν καλόπιστη κριτική στο εγκύκλιο  προς τον λαό σημείωμα της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά από εντελώς αντίθετη σκοπιά, αποτελούν απόπειρα θεολογικής προσέγγισης της παγκόσμιας οικονομίας και ήταν τμήμα της δικής μου συμβολής σ’ αυτό το σεμινάριο, και ταυτόχρονα προλογικό σημείωμα του υπό δημοσίευση τεύχους του Δελτίου Βιβλικών Μελετών.

Με την κρίση που ξέσπασε το 2007 στις ΗΠΑ με τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια  υψηλού κινδύνου, η οποία ως γνωστό κορυφώθηκε το Σεπτέμβρη του 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers και από το επόμενο έτος πέρασε με εντονότερο ρυθμό στην ευρωπαϊκή δημοσιονομική σφαίρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την ελληνική οικονομία, έγινε κατανοητό από την παγκόσμια χριστιανική κοινότητα πως υπάρχει ένα τεράστιο ηθικό πρόβλημα, στο οποίο ο χριστιανισμός δεν μπορεί πλέον να μένει απαθής. Με δεδομένη μάλιστα την γενικότερη κρίση της παγκόσμιας οικονομίας, όλες οι συσσωρευμένες αντιφάσεις της οποίας εκρήγνυνται σταδιακά οδηγώντας την σε κατάρρευση, η παγκόσμια ιεραποστολή είναι πλέον υποχρεωμένη να φέρει ως πρώτη προτεραιότητα το ζήτημα αυτό.

Είναι γεγονός ότι η παγκόσμια χριστιανική κοινότητα, κύρια έκφραση τις οποίας αποτελεί το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών (ΠΣΕ), έχει προ πολλού προβληματιστεί για την παγκόσμια οικονομία από την προοπτική τις «οικονομικής δικαιοσύνης», μια έννοια που αναπτύχθηκε από τις εκκλησίες και την οικουμενική κίνηση ως πρωταρχικό αίτημα τις χριστιανικής μαρτυρίας στον 21ο αιώνα. Για πολλές δεκαετίες σημαίνοντες θεολόγοι επέμεναν – μερικές φορές εις ώτα μη ακουόντων – ότι η χριστιανική πίστη δεν μπορεί να αγνοεί την ανάγκη για την δικαιοσύνη σε παγκόσμιο επίπεδο ως θεϊκή βούληση. Άλλωστε, το ελάχιστο που πρέπει να κάνουν οι πιστοί, σύμφωνα με το αίτημα τις Κυριακής προσευχής «ελθέτω η Βασιλεία σου … ως εν ουρανώ και επί γης», είναι να εργάζονται για την προώθηση της δίκαιης κατανομής των πόρων και της εξουσίας ως απαραίτητη προϋπόθεση για μια ανθρώπινη και οικολογικά βιώσιμη ανάπτυξη.

Στην τελευταία διακήρυξη των προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών το 2008 τονίζεται χαρακτηριστικά: «Οι Ορθόδοξοι χριστιανοί συμμερίζονται μετά των άλλων, θρησκευομένων ή μη ανθρώπων του πλανήτου, την ευθύνη για τη σύγχρονη κρίση, διότι ανέχθηκαν ή συμβιβάστηκαν ακρίτως και προς ακραίες επιλογές του ανθρώπου χωρίς την αξιόπιστη αντιπαράθεση προς αυτές του λόγου της πίστεως. Έχουν, συνεπώς, και αυτοί μείζονα υποχρέωση να συμβάλλουν στην υπέρβαση των διασπάσεων του κόσμου. Η χριστιανική διδασκαλία διά την οντολογική ενότητα του ανθρώπινου γένους και της θείας δημιουργίας, όπως αυτή εκφράζεται στο μυστήριο του εν Χριστώ απολυτρωτικού έργου, αποτελεί θεμελιώδη βάση για την ερμηνεία της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό και τον κόσμον…Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και πτωχών διευρύνεται δραματικά εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης, που συνήθως είναι αποτέλεσμα μανιακής κερδοσκοπίας εκ μέρους οικονομικών παραγόντων και στρεβλής οικονομικής δραστηριότητας, η οποία, στερούμενη ανθρωπολογικής διαστάσεως και ευαισθησίας, δεν εξυπηρετεί, τελικά, τις πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας. Βιώσιμη οικονομία είναι εκείνη, που συνδυάζει την αποτελεσματικότητα με την δικαιοσύνη και την κοινωνική αλληλεγγύη».

Μια δεκαετία νωρίτερα, στην Η΄ Γ.Σ. του ΠΣΕ το 1998 διατυπώθηκε ξεκάθαρα το ερώτημα: «Πώς μπορούμε να εκφράσουμε την πίστη μας στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης;» Η απάντηση στο ερώτημα αυτό από την πλευρά των εκκλησιών-μελών του ΠΣΕ ήταν ξεκάθαρη: «Ο χριστιανικός κόσμος και οι διάφορες χριστιανικές ομολογίες έχουν υποχρέωση να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης από τη σκοπιά της χριστιανικής πίστης, και για το λόγο αυτό να αντισταθούν στη μονομερή επιβολή της οικονομικής και πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης». Παρόμοια ήταν και η δήλωση των ευαγγελικών εκκλησιών τις Γερμανίας (EKD) το 2002: «Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι το σκάνδαλο της παγκόσμιας οικονομικής αδικίας αποτελεί την κύρια πρόκληση για την οικοδόμηση της παγκόσμιας ανάπτυξης». Πιο συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου τις Χριστιανικής Βοήθειας (Christian Aid) John Gladwin, ανέφερε: «Πρέπει να προσδιορίσουμε τι πρέπει να γίνει για να δημιουργήσουμε έναν διαφορετικό κόσμο, στον οποίον η δικαιοσύνη, η συμπόνια και η ειρήνη θα ωφελούν όλους τις ανθρώπους». Οι νέοι σ’ αυτήν την προσπάθεια καλούνται να παίξουν καίριο ρόλο. «Ποτέ μέχρι σήμερα δεν ήταν τόσο σημαντική για τους νέους και τις νέες η αναζήτηση εναλλακτικών προτάσεων στη σύγχρονη δυναμική της παγκοσμιοποίησης», ανέφερε σε δήλωσή του το τμήμα της χριστιανικής νεολαίας του ΠΣΕ το 2001. Και κατέληγε: «Είναι το μέλλον μας διακυβεύεται».

Στο καίριο ερώτημα, αν η παγκοσμιοποίηση είναι καλή ή κακή, η εκτίμηση της συντεταγμένης Ορθοδοξίας είναι, ότι είναι και καλή και κακή. Κακή γιατί δημιουργεί πλούτο για τους λίγους ευνοημένους, ενώ ταυτόχρονα περιθωριοποιεί την μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων. Καλή γιατί προωθεί την επικοινωνία και την τεχνολογία. Είναι καλή για τους νικητές και κακή για τους ηττημένους, δηλαδή τα 3 δισεκατομμύρια των πτωχών του πλανήτη. Στην πραγματικότητα η κακή όψη της παγκοσμιοποίησης υπερισχύει συντριπτικά της καλής, και για το λόγο αυτό το θέμα απασχολεί την παγκόσμια χριστιανική κοινότητα μέσω των διεθνών και διαχριστιανικών της φορέων στην οικουμενική κίνηση, το ΠΣΕ κλπ. Οι εκπρόσωποι των εκκλησιών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, για παράδειγμα, στο Παγκόσμιο Συνέδριο για την οικονομική παγκοσμιοποίηση το 2001, με ουσιαστική συμμετοχή της Ορθόδοξης Ρωσικής Εκκλησίας,  διατύπωσε το ερώτημα: «Έχουν το θάρρος οι εκκλησίες μας να αντιμετωπίσουν τις ‘αξίες’ μιας ζωής προσανατολισμένης στο κέρδος ως θέμα πίστεως, ή θα προτιμήσουν να σιωπήσουν και να αποσυρθούν στην ‘ιδιωτική’ σφαίρα; Είναι ένα ερώτημα που οι εκκλησίες οφείλουν να απαντήσουν, αλλιώς θα χάσουν την ψυχή τους»!

Η ανθρώπινη ανάπτυξη σε βιώσιμες κοινωνίες επομένως αποτελεί βασικό όραμα τις παγκόσμιας χριστιανικής κοινότητας, με σκοπό την αναζήτηση τις οικονομικής δικαιοσύνης. Ο χριστιανικός κόσμος πιστεύει ότι η δικαιοσύνη είναι η καρδιά του προβλήματος. Πιστεύει ότι οι αξίες δεν μετρούνται με μονεταριστικούς όρους, και η ζωή – και ό, τι είναι απαραίτητο για την διατήρησή της – δεν μπορεί να εμπορευματοποιείται.

Το κλειδί για την αντιμετώπιση των βασικών θεμάτων τις οικονομικής δικαιοσύνης είναι ειλικρινής κριτική, σαφήνεια  και εναλλακτική πρόταση του ισχύοντος κυρίαρχου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης και νομισματικής παγκοσμιοποίησης, καθώς και αμφισβήτηση με βάση την χριστιανική πίστη ορισμένων αξιών της.

Δεν θα πρέπει να λησμονείται, πως η σύγχρονη εκδοχή τις οικονομικής παγκοσμιοποίησης και το υπάρχον μοντέλο ανάπτυξης έχουν πολλά κοινά με το αποικιοκρατικό σύστημα που αναπτύχθηκε πριν από 500 χρόνια. Δημιουργήθηκε από οικονομολόγους για χάρη των ισχυρών. Παρά τις διαφορές με εκείνο, στην ουσία βασίζεται στην αρχή της δημιουργίας εξαρτήσεων. Συνεπώς, αυτό που αποκαλείται σήμερα «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παλαιό, 500 ετών, μοντέλο ανάπτυξης. Συγκρίνοντας τα κύρια χαρακτηριστικά του υπάρχοντος μοντέλου ανάπτυξης με το προ 500 ετών μοντέλο της αποικιοκρατίας διαπιστώνει κανείς τρομακτικές ομοιότητες. Τότε, το 1492 την εποχή της αποικιοκρατίας επί Χριστοφόρου Κολόμβου, βασική επιλογή ήταν η ευρωπαϊκή εμπορική επέκταση με αντικειμενικό σκοπό τον εύκολο πλουτισμό μέσω φτηνής εργασίας και απόκτησης άφθονων πρώτων υλών.

Αποικίες, σκλάβοι, ρατσισμός, γενοκτονίες ήταν μερικά από τα θλιβερά επακόλουθα, με το στρατό ως μέσο αποτελεσματικής καταπίεσης. Χαρακτηριστικά του τότε οικονομικού μοντέλου ήταν η οικοδόμηση εξαρτήσεων με την υφαρπαγή της γης (με όλα τα στοιχεία της, τρόφιμα, νερό, ρουχισμό) και την εκμετάλλευση του ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο εργαζόταν σκληρά για ψίχουλα με στόχο την παραγωγή και εξαγωγή των αγαθών προς τις δήθεν χριστιανικές αυτοκρατορίες. Σήμερα η «Νέα» τάξη πραγμάτων της επιχειρηματικής παγκοσμιοποίησης έχει φέρει τα κράτη του «Πρώτου Κόσμου» σε ευθεία αντίθεση προς τα κράτη του «Τρίτου Κόσμου». Μέσα για την επίτευξη δήθεν ανταγωνιστικότητας είναι οι χαμηλοί μισθοί και οι χαλαροί κανονισμοί. Συνεχίζεται με άλλο τρόπο η καταπίεση και ο κοινωνικός έλεγχος, με τον ρατσισμό, τον στρατό και την αστυνομία να αποτελούν και σήμερα τους βραχίονες του συστήματος. Όπως και τότε, έτσι και σήμερα γινόμαστε μάρτυρες αδυναμίας αυτοσυντήρησης των ασθενέστερων τάξεων, που συνεχίζουν σκληρή εργασία για ψίχουλα. Σήμερα μάλιστα οι περισσότεροι άνθρωποι/αποικίες εξαρτώνται όλο και περισσότερο από κράτη ή επιχειρήσεις.

Το κρίσιμο ερώτημα, που δυστυχώς πολλοί χριστιανοί συνεχίζουν να αγνοούν, είναι το ποιος βάζει τους κανόνες της παγκόσμιας οικονομίας. Ο «θρόνος», για να θυμηθούμε την εικόνα τις Αποκαλύψεως, που ασκεί την εξουσία και δημιουργεί τις κανόνες είναι τριμερής: α) Διεθνή οικονομικά ιδρύματα, τα οποία χωρίς να υπάγονται στη λαϊκή ετυμηγορία, αποτελούν ημικρατικούς οργανισμούς, οι οποίοι καθορίζουν τους επίσημους κανόνες της παγκόσμιας οικονομίας. β) Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, ο οποίος ορίζει με αμείλικτη αυστηρότητα τους κανόνες του εμπορίου. Και γ) οι κυβερνήσεις, οι οποίες όλο και περισσότερο εκπροσωπούν επιχειρήσεις και επενδυτές μάλλον, παρά την πλειοψηφία των λαών τους.

Η εξουσία, επομένως, που βρίσκεται ουσιαστικά πίσω από τον «θρόνο»  (του Σατανά) είναι: α) Διεθνείς επιχειρήσεις, οι οποίες πιέζουν τα κράτη, ώστε να προσφέρουν πιο χαμηλούς μισθούς, πιο χαλαρούς περιβαλλοντικούς νόμους, πιο χαμηλή φορολόγηση κλπ., και β) οι επενδυτές, που μπορούν να προωθήσουν ή να αποσυντονίσουν μια χώρα με την διοχέτευση ή μη χρημάτων σε αυτήν.

Το φαινόμενο αυτό συνδέεται με την λεγόμενη «οικονομία της σαμπάνιας». Σύμφωνα με αποδεδειγμένα στατιστικά στοιχεία, το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 83% του παγκόσμιου πλούτου. Ένα άλλο 20% κατέχει αντίστοιχα το 11%, ενώ το υπόλοιπο 60% κατέχει μόνο το 6% του παγκόσμιου πλούτου. Ενδεικτική είναι η σχηματική παρουσίαση του παγκόσμιου πλούτου με τον χαρακτηριστικό τίτλο «οικονομία της σαμπάνιας»


Την σοβαρότητα της κατάστασης φανερώνουν με γλαφυρό τρόπο και τα εξής στοιχεία που αφορούν τους 225 πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Από αυτούς, οι 60 κατοικούν τις ΗΠΑ και διαθέτουν 311 δις δολάρια. Οι 52 κατοικούν σε βιομηχανοποιημένες χώρες (376 δις δολάρια) και οι 76 στις αναπτυσσόμενες χώρες (365 δις δολάρια). Στη Γερμανία ζουν 21 (111 δις δολάρια), στην Ιαπωνία 14 (41 δις δολάρια) και στην Αφρική 2 (3,7 δις δολάρια).

Επιπρόσθετα, οι 3 πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου έχουν περιουσίες μεγαλύτερες από το εισόδημα των 48 πτωχότερων κρατών! Οι 15 πλουσιότεροι έχουν περιουσίες μεγαλύτερες από το συνολικό εισόδημα της νότια της Σαχάρας Αφρικής. Τα πλούτη των 32 πλουσιότερων υπερβαίνουν το συνολικό εισόδημα της Νότιας Ασίας. Τα περιουσιακά στοιχεία των 84 πλουσιότερων υπερβαίνουν το συνολικό εισόδημα της Κίνας, μιας χώρας με 1.2 δισεκατομμύρια κατοίκους.

Συγκρίνοντας αυτά τα στοιχεία μπορούν να εξαχθούν αξιοσημείωτα συμπεράσματα. Καθώς ο συνολικός πληθυσμός της γης είναι 6 δις άνθρωποι, τα 3 δις ζουν με 2 δολάρια τη μέρα, ενώ 1,2 δις ζουν με λιγότερο από 1 δολάριο τη μέρα. Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του ότι για την κοινωνική πολιτική ολόκληρης της υφηλίου απαιτούνται 44 δισεκατομμύρια δολάρια, το ποσό αυτό δεν είναι παρά το 4% του συνολικού πλούτου των 225 πλουσιότερων του κόσμου.

Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το Institute for Policy Studies, από τις 100 ισχυρότερες οικονομίες οι 49 είναι κράτη ενώ οι 51 είναι πολυεθνικές εταιρίες. Καθίσταται σαφές ότι οι ισχυρές πολυεθνικές εταιρίες γίνονται ολοένα και ισχυρότερες.

Ποιος, λοιπόν, ωφελείται από το φιλελεύθερο διεθνές εμπόριο; Σύμφωνα με το περιοδικό Economist, το 1993 ωφελούνταν κατά 15,7% οι ΗΠΑ, κατά 34,7% η ΕΕ και κατά 49,6%  ο υπόλοιπος κόσμος. Έξι χρόνια αργότερα, το 1999, οι ΗΠΑ απολάμβαναν το 17,7% των κερδών του παγκοσμίου εμπορίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση το 38% και ο υπόλοιπος κόσμος το 44,3%. Παρατηρείται, λοιπόν, μια ραγδαία επιδείνωση των οικονομικά ασθενέστερων κρατών.

Όσον αφορά τα διεθνή οικονομικά ιδρύματα, τρία είναι αυτά που ασκούν την απόλυτη σχεδόν εξουσία στην διεθνή οικονομία: α) Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το οποίο δανείζει χρήματα στις αναπτυσσόμενες χώρες και επιβάλει «διαρθρωτικά διορθωτικά προγράμματα» στις χώρες αυτές, β) η Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία υποστηρίζει μεγάλα αναπτυξιακά προγράμματα και απαιτεί από τα κράτη να υλοποιήσουν τις διαρθρωτικές αλλαγές των κρατών πριν τους δοθούν δάνεια από την Τράπεζα, και γ) το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, το οποίο κατά κύριο λόγο ορίζει την πολιτική του ΔΝΤ και άλλων ιδρυμάτων.

Έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί στο σημείο αυτό το ποσοστό ψήφων που αντιστοιχεί στα κράτη μέλη των ιδρυμάτων αυτών. Στο ΔΝΤ οι ΗΠΑ κατέχουν το 17,4% των ψήφων, ενώ το σύνολο των αφρικανικών κρατών μόνο το 4,5%. Στην Παγκόσμια Τράπεζα, οι ΗΠΑ κατέχουν το 16,5%, η Ιαπωνία το 7,9%, η Γερμανία το 4,5%, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία το 4,3% αντίστοιχα, ενώ η Ινδία – στην οποία αντιστοιχεί το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού – κατέχει λιγότερο από το 3% των ψήφων.

Το χάσμα που παρατηρείται μεταξύ των οικονομιών του φτωχού Νότου σε σχέση με εκείνο του πλούσιο Βορρά γίνεται φανερό από την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας μεταξύ των ετών 1982 ως 1990. Οι χώρες του Νότου έλαβαν 927 δις δολάρια με μορφή οικονομικής βοήθειας, δωρεών, τραπεζικών πιστώσεων, άμεσων ιδιωτικών επενδύσεων και δανείων. Στο ίδιο διάστημα ο Νότος κατέβαλλε 1,3 τρις δολάρια σε τόκους και κεφάλαια! Παρ’ όλα αυτά, το 1990 ο Νότος είχε βυθιστεί κατά 61% βαθύτερα στο χρέος σε σύγκριση με την κατάστασή του το 1982.

Τρεις είναι οι διεθνείς οργανισμοί και φορείς που απαιτείται να συνεργαστούν για να επιτευχθεί στην πράξη ένας δικαιότερος κόσμος: ο ΟΗΕ, τα Διεθνή Οικονομικά Ιδρύματα (ΔΟΙ) και το σύνολο των κινήσεων των πολιτών, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι εκκλησίες, τα θρησκευτικά κινήματα, κλπ. Πιο συγκεκριμένα, ο ΟΗΕ θα πρέπει να έρθει σε συμφωνία με τα ΔΟΙ μέσω ενός ουσιαστικού συμβολαίου. Οι πολίτες θα πρέπει να διεκδικήσουν και να απαιτήσουν την εφαρμογή των οικονομικών, πολιτιστικών και άλλων δικαιωμάτων τους από τον ΟΗΕ, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να αντισταθούν ενεργά στην εξουσία που ασκούν τα πιο πάνω διεθνή οικονομικά ιδρύματα.

Αυτά όμως είναι πολύ δύσκολο, έως πρακτικά αδύνατο, να αλλάξουν τη ρότα της παγκόσμιας οικονομίας, αν δεν δραστηριοποιηθούν οι θρησκευτικές κοινότητες, και κυρίως οι χριστιανικές. Μόνο με την μαζική αντίδρασή τους και τις πρωτοβουλίες, τις οποίες οι ηγέτες των οφείλουν να αναλάβουν – η απήχηση των περιβαλλοντολογικών πρωτοβουλιών του Οικουμενικού Πατριάρχου παγκοσμίως θα πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα για όλους – είναι δυνατή η υλοποίηση μιας αντι-οικονομικής παγκοσμιοποίησης, η οποία θα αποτελεί εναλλακτική πρόταση στο νεοφιλελεύθερο «παράδειγμα» που τείνει να παγιωθεί σήμερα. Επίκεντρό της θα είναι ο νόμος του δημιουργού Θεού και ζητούμενο η κορωνίδα της δημιουργίας, ο άνθρωπος, με στόχο μια βιώσιμη και δίκαιη παγκόσμια οικονομία.

Απαιτείται, λοιπόν, μια σειρά από εναλλακτικές προτάσεις για την βιώσιμη και αειφόρο ανάπτυξη, που θα δίνουν τη δυνατότητα τις τοπικές κοινωνίες να κάνουν επιλογές που βρίσκονται στα δικά τους μέτρα με βάση το βιβλικό αξίωμα: «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψλ 24:1, δηλαδή στον Κύριο ανήκει η γη, και ό, τι βρίσκεται σε αυτήν, ο κόσμος, και όσοι ζουν σ’ αυτόν), και όχι να προσδιορίζονται από τον λεγόμενο «μονόδρομο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης». Το έργο αυτό έχει πολλά επιμέρους συστατικά που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με σαφήνεια.

Πρώτα-πρώτα, στο εσωτερικό μέτωπο, οι χριστιανικές κοινότητες θα πρέπει να οργανώσουν θεολογικά σεμινάρια αναφορικά με την παγκοσμιοποίηση. Παράλληλα, θα πρέπει να υποστηριχθούν κινήματα που εργάζονται για την κατάργηση του εξωτερικού χρέους, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και τις εναλλακτικές μορφές ανάπτυξης. Γι’ αυτό και σε δια-χριστιανικό επίπεδο έχει δημιουργηθεί ειδικός φορέας, η Οικουμενική Συμμαχία Προάσπισης (Ecumenical Advocacy Alliance) με στόχο το πρόβλημα του Διεθνούς Εμπορίου, σε συνεργασία με τα χριστιανικά προγράμματα για την φτώχεια και τον πλούτο.

Κατά δεύτερο λόγο, στο εξωτερικό μέτωπο, οι χριστιανικές εκκλησίες θα πρέπει να εμμείνουν στην επιστημονική αντιμετώπιση των διεθνών οργανισμών, δηλαδή των διεθνών οικονομικών ιδρυμάτων, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Επίσης, είναι σημαντική η συνεργασία με τον ΟΗΕ για την κοινωνική και ταυτόχρονα βιώσιμη ανάπτυξη. Θα πρέπει να καταρτιστούν συγκεκριμένες μελέτες και εφαρμόσιμες προτάσεις. Κάτι που δεν έχει λάβει τη δέουσα προσοχή ως σήμερα είναι η μελέτη του «οικολογικού χρέους» των κρατών παγκόσμια, όπως επανειλημμένα  τονίστηκε στα γνωστά οικολογικά συνέδρια του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η δύναμη των εκκλησιών και των κοινωνικών κινημάτων στηρίζεται στην ποιότητα των ιδεών και τη δέσμευσή τους να δημιουργήσουν ένα βιώσιμο κόσμο, στον οποίο θα κυριαρχούν οι αξίες, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ο σεβασμός των ανθρώπων και του περιβάλλοντος. Το ερώτημα, βέβαια, είναι κατά πόσο οι χριστιανικές εκκλησίες είναι στο θέμα της παγκοσμιοποίησης σταθερά με το μέρος των αδυνάτων ή συνεχίζουν να συντάσσονται με τις δυνατούς;

 

* Ο Πέτρος Βασιλειάδης είναι Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ

 

 

ΠΗΓΗ: Ημ. Δημοσίευσης: Dec 23, 2010, http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=4268

Σημείωση από το ΜτΒ: Το κείμενο μας επισημάνθηκε ως "αντίδωρο" από τον συγγραφέα μαζί με τις ευχές του.

Χριστούγεννα στη σπηλιά

Χριστούγεννα στη σπηλιά

 

Του (+) Φώτη Κόντογλου


 

 

Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δεν έριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη, και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ' αστραπές. Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωί ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κι έπιασε κι έριχνε βελονιαστό χιονόνερο.

 

Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόδατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. Το μέρος αυτό ήτανε άγριο κι έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. Το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].

Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία – τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κι εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.

Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ' ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κι οι μαρχαμάδες [= τα κρόσια] κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!

Είχε δυο παραγιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ' άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί να 'ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο.

Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κι ήτανε λημέρι των ληστών. Απ' έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.

Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα – νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.

Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ' ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κι επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κι ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.

Θά 'τανε ώρα Εσπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θα 'τανε τίποτα κυνηγοί. Το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάιδαρο, είπε πως το πρωί είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.

Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυο άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια που 'χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του, και τα σκάγια τον πόνεσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ' άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ' άλλα σκυλιά.

«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά.

Ο άλλος, που ήτανε μαζί του, ήτανε ο γιος του ο Δημητρός.

«Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κι η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!»

 

Τους πήγανε στη σπηλιά.

«Μωρέ, τ' είν' εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.

Τους βάλανε να καθίσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.

«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να το 'λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια – Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κι επειδή ξέραμε απ' άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε να 'ρθουμε στ' αρχοντικό σας… Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι! Μπρε, μπρε, μπρε! Το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το 'κανε!»

Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαψούριζε το σκυλί κι έτρεμε σαν θερμιασμένο. «Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!». Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιο βαθιά.

Άμα ήπιανε δυο-τρία κονιακάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του, και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:

Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,

Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ' αρχοντικό σας.

Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε».

Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ' έριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο! Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά, και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυο καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ' το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε.

Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κι έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κι είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. Οι άλλοι δυο ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.

Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.

Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σίλβεστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ' Άγιον Όρος για ελέη, κι ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορας στο Όρος, κι ήτανε από τη Θεσσαλία.

Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ' έξω από το Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να 'μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.

Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ' απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κι επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι [=μαντρί]. Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ' – Απόστολο με τον μούτσο. Σαν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.

«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε «εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο…», φτάξατε κι εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσόν και λίβανον»! Χα! Χα! Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάιδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.

Στο μεταξύ ο πάτερ – Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καημένος, κι είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίζοντας τα χέρια του:

«Δόξα σοι ο Θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κι έκανε τον σταυρό του.

Ο πάτερ – Σίλβεστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κι είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κι ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε: «Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».

Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ' αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ' άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ' άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.

Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς, και βογγούσανε τα δέντρα κι η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουΐσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κι ύστερα ξυπνούσε κι έψελνε μαζί με τη συνοδεία.

Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν».


ΠΗΓΗ: http://www.faneromenihol.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=526%3A2010-07-13-04-56-20&catid=69&Itemid=95

Πατέρες της Εκκλησίας – μεταπατερική «θεολογία»

Οι Πατέρες της Εκκλησίας και η μεταπατερική «θεολογία»

 

Του μοναχού Μωυσή Αγιορείτη


 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ γίνεται πολ λόγος γι "νεοπατερικ σύνθεση", γι "μεταπατερικ θεολογία", γι "θεολογία τς συνάφειας" κα λοιπ φιλόδοξα κα κενόδοξα λυπηρ εφυολογήματα ρισμένων, πο πιθυμον νπικρατήσουν, ν πρωτοτυπήσουν κα ν διαφοροποιηθον. λα ατ δημιουργον κπλήξεις, πορίες, λογισμος κα σκέψεις. Μερικς π ατς συνοπτικ κα ταπειν παρακάτω θ παρουσιάσουμε, φος γνωστς κκλησιαστικς θέσεις. ξανατονίσουμε μερικς γνωστς κκλησιαστικς θέσεις.

Πρτος Κλήμης λεξανδρες μιλε περ "ρθς θεολογίας" κα περ τς "ντως φιλοσοφίας καληθος θεολογίας ". Εσέβιος Καισαρείας ναφέρεται στν κκλησιαστικ θεολογία λέγοντας: "Δύο γρ χορν τν το Σωτῆρος μν Θεολογίαν νθρώποις παραδεδωκότων, μν προφθάσας χορς ν δ δεύτερος πελθν τν ποστόλων κα μαθητν το Κυρίου Προφητικός, ".

Πρτος Θεολόγος εναι Εαγγελιστς ωάννης, δεύτερος Γρηγόριος Ναζιανζηνς κα τρίτος Συμεν Νέος. γιος Γρηγόριος Θεολόγος μ τς περίφημες μιλίες του συγκροτε σύστημα ληθειν τς Χριστιανικς πίστεως, διακηρύσσει τν τριαδικ θεότητα καν νέφικτη οσία, τς κτιστες νέργειες, τ συναλληλία τν τριν θεανδρικν προσώπων κα τν περ ατν γνώση….. Θεολογία σημαίνει κριβς λόγος περ Θεο, λήθεια τς πίστεως, τρόπος γγίσεως πρς τν Θεό, θέωση το νθρώπου, κατ χάρη κα μέθεξη τελείωση το πιστο, μπειρία το ζντος Θεο, ποκάλυψη Ατο στ ζωή μας, νακαίνιση κα μεταμόρφωση το πεπτωκότος νθρώπου. πάρχουν διάφοροι δρόμοι γι τν προσέγγιση το Θεο κα κάθε πιστς πιλέγει τν πι κατάλληλο. λοι ο δρόμοι μως χουν ταπείνωση κα γάπη. 

Πρτοι Θεολόγοι εναι ο πόστολοι, κατόπιν ο πολογητές, ο μεγάλοι πατέρες τς κκλησίας κα λοι ο γιοι. χριστιανικ Θεολογία εναι ληθιν φιλοσοφία, ποία περικλείει τ γνήσια περ Θεο διδάγματα. Μέγας θανάσιος στν λεξάνδρεια κα ωάννης Χρυσόστομος στν ντιόχεια κα τν Κωνσταντινούπολη δηγον τ Θεολογία σ να διακριτικ κα νηφάλιο χριστοκεντρισμό. Ο Καππαδόκες πατέρες τόνισαν κυρίως τ διάκριση οὐσίας κα νεργείας. γιος ωάννης Δαμασκηνός, πως ργότερα κα γ. Γρηγόριος ς ποτελον γνήσια κα συστηματικ σύνοψη το λου πατερικο πνεύματος. μυστικ θεολογία, τμα τν ερν συχαστν χει λαμπρος κπροσώπους π τν Διονύσιο τν ρεοπαγίτη ως τν Συμεν τν Νέο Θεολόγο κα λλους κατοπινούς. 

 

π τν πικρατήσασα τάση πιστροφς στος πατέρες π το μεγάλου θεολόγου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ δωσε πολλος καρπούς, τος ποίους γευόμεθα μέχρι σήμερα. Μακρυ π τ δυτικ δικανικ κι εσεβιστικ ρθόδοξη θεολογία τόνισε τν ν Χριστ ναγέννηση κα μεταμόρφωση το νθρώπου δι τς θέας κα μεθέξεως το Θεο ντς το σώματος τς κκλησίας δι νήψεως, σκήσεως, προσευχς, μυστηριακς ζως, καθάρσεως, φωτισμο κα γιασμο. δυτικς σχολαστικισμς πέβη νιαρς κα κουραστικός. Οπελευθερωτικές, μοντέρνες, πρωτότυπες, καινοφανες δέες ρισμένων νατολικν Θεολόγων εναι προβληματικές. προτεσταντισμς πέμενε στν πίστη μόνο κα χι στ δόγματα κα τ Θεολογία τς κκλησίας.  γιος Διάδοχος πίσκοπος Φωτικς Θεολογία νομάζει τν ντρύφηση στν Θε κα τ μεττο κοινωνία, δι τς μελέτης κα τς προσευχς. Θεόγνωστος ς προϋποθέσεις τς Θεολογίας κα τς καθαρς θεωρίας ναφέρει τν καθαρ βίο κα τν καθαρ νο. Θεολογία εναι μπειρία τς μετ το Θεοναστροφς. Θεοπτία εναι πέρτερη τς Θεολογίας κα Θεόπτης νώτερος το Θεολόγου.  

Ο μεγάλοι Πατέρες τς κκλησίας εναι ο μεγάλοι Θεολόγοι ατς. Εναι ο θεοφόροι, ο θεόπνευστοι, οἱ θεοκίνητοι, οι φωτισμένοι, ο ρθοτομοντες τν λόγο τς ληθείας μ τ ζωή τους, τν λόγο τους κα τ ργα τους. Τ φος τν θεολογικν τους ναβάσεων πάρχει χι μόνο π τ συνεχ μελέτη τς γίας Γραφς, λλὰ κα π τ βίωμά τους, φο γιογραφικς λόγος γινε φιλότιμη ποδοχ τς καρδις τους. λοι ο πατέρες τς κκλησίας χαρακτηρίζονται π τν γιότητα το βίου τους κα τν ρθόδοξη διδασκαλία τους.  

Εναι μεγάλη νάγκη σήμερα ν πιστρέψουμε ξαν στς γιοπατερικς πηγές, τς στείρευτες κα ζωοπάροχες πάντοτε. Πατέρες μεγάλοι δν εναι μόνο ο ρχαοι λλ κα ο νεώτεροι, πο βαδίζουν στ χνη κείνων κι χουν μεγαλύτερη περα π τ χρήσιμο παρελθν τς κκλησίας. Ο σύγχρονοι θεολόγοι εναι μεγάλη νάγκη ν μαθητεύσουν πιστ στ ργα τν γίων πατέρων μας. διαστρέβλωση γνοια τς ερς παραδόσεως κα τος πατέρες, πο θεωρονται ξεπερασμένοι, μ μία γλσσα κουλτουριάρικη, λο σύνθετες ρολογίες, κατανόητη νίοτε κα στος διους, νεοθεολογία ντιασκητική, κοπη, μοχθη, εκολη, χαρούμενη κα λίαν εχάριστη, ς ρηχή, χλιαρ κι πιπόλαιη.

Τί σημαίνει ραγε Θεολογία τς συνάφειας; Κατ ρχς συνάφεια, κατ τ λεξικό το Γ. Μπαμπινιώτη, σημαίνει σχέση, μοιότητα, συνάρτηση, συσχετισμς μεταξ πραγμάτων μ κοιν στοιχεα. ρος ατς παρουσιάζεται ρκετ σαφής. Σ διαχριστιανικς συναντήσεις παρουσιάσθηκε μία μεσουβέζικη νότητα, γι ν μ φανον ο χριστιανοί διχασμένοι στος λλοθρήσκους. φησαν τς βασικς δογματικς διαφορς κα παρουσιάσθηκαν ς φίλοι κα συνεργάτες στ φιλανθρωπία, τν οκολογία, τν ερηνισμ κα τν γαπισμό. Προτιμήθηκαν λόγοι κοινωνικς δικαιοσύνης κα ομανισμο κα χι ο μεγάλες λήθειες το ερο Εαγγελίου. Στν καινοτόμητη ρθόδοξη κκλησία δν χουμε συνάντηση διαφόρων "κκλησιν", γιατ κκλησία εναι μία, γία καποστολική, δν εναι κοινοπραξία, συναιτερισμός, σύνδεσμος, λλ κκλησία πο σώζει, λυτρώνει, γιάζει, θεώνει, τελειοποιε. Τ βαθ σωτηριολογικ περιεχόμενο εναι διανόητο κα νεπίτρεπτο ν διαστρεβλώνεται π ρθοδόξους Θεολόγους κα μάλιστα κληρικούς.

Ο Πατέρες τς κκλησίας δν γέρασαν, δν ξεπεράσθηκαν, δν ληξαν κα δν ξαντλήθηκαν. Δν πάρχει Θεολογία μετ τος πατέρες, λλ μ τος Πατέρες. Ο Πατέρες βασίζονται στν γία Γραφ κα κινονται π τὸ γιο Πνεμα. Εναι "τ δοχεα το πνεύματος", "ο θεόφθογγοι σάλπιγγες", "τ πάγχρυσα στόματα", "ο λύρες το πνεύματος", "τ πυξία τς χάριτος", "τ νθη το παραδείσου". ρθόδοξη Θεολογία δίχως προσωπικγώνα, σκηση, νήψη κα θεο φωτισμ δν πάρχει, πως δν πάρχει κα Θεολογία δίχως τος Θεοφόρους Πατέρες. Ο γιοι Πατέρες, ο διδάσκαλοι τς Οκουμένης, δν εχαν κανένα γχος ν κάνουν τος σπουδαίους συγγραφες, οτε εχαν ποτ καμία γωνία ν πρωτοτυπήσουν, ν ντυπωσιάσουν, ν παρουσιάσουν κάτι νεοφανές, στε ν τος δοξάσουν. Ο Πατέρες γραψαν κα μίλησαν, ταν πρχε μεγάλη νάγκη τς κκλησίας κα δν θέλησαν ν ναπτύξουν νέες προσωπικς θεωρίες κα φιλοσοφικ θεωρήματα. Λουσμένοι στ φς τς Θεοπτίας ταπειν κατέθεσαν ψηλς λήθειες, ρμηνεύοντάς τες θεοφώτιστα, σωτήριες λήθειες, πο διος Χριστὸς ποκάλυψε στν κόσμο.  

Ο Πατέρες δν νήκουν στ χθς τς κκλησίας, λλ στ σήμερα. Δν μπορομε ν μιλομε γι τ πρν κα τ μετὰ τν Πατέρων. Εναι σν ν θεωρομε τι τος ξεπεράσαμε, τι ,τι εχαν ν δώσουν μς τ δωσαν, δν χρειάζονται τώρα πιά, μπορομε ν προχωρήσουμε κα δίχως ατούς, εμαστε κι μες πατέρες, δν στερομε… λα ατ θυμίζουν προτεσταντικς πόψεις περ κύρους, αθεντίας κα νεξαρτοποιήσεως. Ο Πατέρες κολουθον τ χνη τν ποστόλων κα το Κυρίου κα ο νεώτεροι Πατέρες βαδίζουν στ χνη τν προκατόχων τους Πατέρων. αθαιρεσία εναι αρεση στν ρθοδοξία.

Πολλ π σα επώθηκαν σ θεολογικ συνέδριο τν περασμένο ούνιο στ καδημία Θεολογικν Σπουδν τς ερς Μητροπόλεως Δημητριάδος μ θέμα "Νεοπατερικ σύνθεση μεταπατερικ θεολογία, τὸ ατημα τς θεολογίας τς συνάφειας στν ρθοδοξία" εναι παράδεκτα. μφισβητεται προσφορ το π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, μοναδικ λήθεια τς ρθοδοξίας, προτείνεται τ ξεπέρασμα τν Πατέρων, ποτιμται ἡ Παράδοση, ψέγεται Θεολογία μας τι περιέχει μύθους, δν πρωτοτυπε, ν γίνει πέρβαση τν Πατέρων, παναπροσδιορισμς τν δογμάτων… Μία ρθόδοξη Θεολογικ καδημία δν μπορε ν προσκαλε εσηγητς κα ν καταθέτουν τι φαντάζονται κα τος ρέσει… 

Μήπως ντ γι κριτικ τν Πατέρων χρειάζεται ατοκριτική; Μήπως θ πρέπει ν γίνει καλύτερη μελέτη τν Πατέρων κα χι τ ξεπέρασμά τους; Μία θεολογία πο ναιρε λεύθερα τν προσφορ τν Πατέρων προτεσταντίζει. Μία νατρεπτικ θεολογία δημιουργε κα δν λύνει προβλήματα. Θεολογία ν ναπτυχθε δίχως ὑπερφίαλη γνώση, πρωτότυπα εφυολογήματα, αθαίρετες ρμηνεες κα νέους τοκετούς, λλ στ κλίμα τς σεμνότητος, τς ταπεινότητος, τς σκητικότητος, τς νηφαλιότητος κα παραδοσιακότητος τς κκλησίας μας. κκλησία μας γενν γίους κα σώζει ψυχές. χουμε νάγκη π γίους Θεολόγους. Θεολογία ρθόδοξη μεγαλύνεται μ τ χάρη το πανσθενουργο γίου Πνεύματος κα τς πρεσβεες τν γίων, τν κορυφαίων Οκουμενικν Διδασκάλων.

 

ΠΗΓΗ: «Ορθόδοξος Τύπος», 17/12/2010. Το είδα: http://www.alopsis.gr/alopsis/metapater.htm

Αυγουστίνος Καντιώτης ΙΙ

Αυγουστίνος Καντιώτης

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου 

 

 

Εκοιμήθη πρόσφατα ο υπέργηρος επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης πρώην μητροπολίτης Φλωρίνης. Τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατον φάνηκε ότι υπήρξε πρόσωπο αντιλεγόμενο. Αγαπήθηκε και θαυμάστηκε, αν δεν λατρεύτηκε, από πολλούς και αντιπαθήθηκε, μισήθηκε και συκοφαντήθηκε από άλλους όχι μόνο εχθρικά κειμένους προς την Εκκλησία. Πάντως όλοι αποδέχθηκαν ότι υπήρξε ισχυρή προσωπικότητα. Αυτό βέβαια είναι ανεπαρκέστατο κριτήριο για την αξιολόγηση ενός προσώπου. Η Εκκλησία θέτει πολύ διαφορετικά κριτήρια από αυτά του κόσμου και με βάση αυτά θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε τα γραφέντα τόσο των κατηγόρων όσο και των θαυμαστών του.

Ας ξεκινήσουμε από τους πρώτους. Ακόμη και μετά θάνατον επανέλαβαν τις κατηγορίες που κατά καιρούς είχαν εκσφενδονίσει εναντίον του κληρικού της Εκκλησίας Αυγουστίνου. Χωρίς αναφορά σε πηγές χωρίς επιφύλαξη για την ακρίβεια ή μη κάποιων ερπουσών φημών ανέφεραν δύο σημαντικότατες κατηγορίες εναντίον του, οι οποίες, με κριτήρια εκκλησιαστικά, οδηγούν στην χωρίς ενδοιασμούς καταδίκη του! Η πρώτη: Τα πολύ γνωστά στον λαό της Δυτικής Μακεδονίας συσσίτια υπέρ, κυρίως, πληγέντων εξ αιτίας της κατοχής και καταφυγόντων στην Κοζάνη χωρικών (1944) οργανώθηκαν ως αντιστάθμισμα στην επιρροή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Έτσι γενικά γραφόμενο πιθανόν να οδηγήσει κάποιους στο συμπέρασμα ότι ίσως να έγιναν με τη στήριξη των κατακτητών! Είχαν προηγηθεί όμως τα εξής συμβάντα: Χριστούγεννα 1941, Ιωάννινα. Ο διάκονος Αυγουστίνος κηρύττει πατριωτικά στον μητροπολιτικό ναό παρουσία Ιταλών αξιωματούχων. Οι Ιταλοί ενοχλούνται, ο μητροπολίτης, για να τον προστατεύσει, του απαγορεύει το κήρυγμα, ο ίδιος αισθανόμενος ότι η παρουσία του στην πόλη δεν έχει νόημα, αφήνει τη μητέρα του εκεί και έρχεται στην Μακεδονία. Οι Ιταλοί σε έφοδο συλλαμβάνουν τη μητέρα του. Ο Αυγουστίνος στα γερμανοκρατούμενα Γιαννιτσά, όπου και χειροτονείται ιερομόναχος, πληροφορείται για το ένταλμα σύλληψης που εξέδωσαν εναντίον του οι Ιταλοί. Μετακινείται στη Θεσσαλονίκη, Κιλκίς, Βέροια, Έδεσσα, Φλώρινα. Οι συνεχείς μετακινήσεις μαρτυρούν ότι παντού ήταν ανεπιθύμητος. Στη Φλώρινα ελέγχει τον επίσκοπο, ο οποίος είχε καταφύγει για την προσωπική του ασφάλεια στην Αθήνα. (Υπήρξαν αρκετοί που τήρησαν την ίδια τακτική, πλην εκτός Ιεραρχίας ετέθησαν μόνο οι δύο επίσκοποι οι καταφυγόντες στο βουνό με τον ΕΛΑΣ). Ο επίσκοπος το πληροφορείται και απολύει τον Αυγουστίνο.

Μετατίθεται τότε στα ανταρτοκρατούμενα Γρεβενά, όπου αδυνατεί να μεταβεί, γι' αυτό και με απόφαση της Συνόδου τοποθετείται στην μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης, από την οποία ο μητροπολίτης  Ιωακείμ, ο "πνευματικός" ηγέτης του ΕΑΜ, είχε αποχωρήσει. Τα κηρύγματά του στη γερμανοκρατούμενη Κοζάνη ενοχλούν τον έξαρχο που τοποθετήθηκε στη θέση του μητροπολίτη. Η φήμη του εκρηκτικού και επικινδύνου εξαπλώνεται σύντομα στην πόλη, με αποτέλεσμα ο λαός να τον αντιμετωπίζει στην αρχή με άκρα επιφυλακτικότητα Τα κηρύγματά του όμως είναι εκείνα που μεταστρέφουν πολλούς κατοίκους της πόλης. Αλλά ακόμη και εκείνοι που τον αγάπησαν λυγίζουν κάποια στιγμή και του λένε: "Έχομε οικογένειες, δεν είναι δυνατόν να μοιραστούμε τον κίνδυνο που διατρέχεις από τις αρχές κατοχής". Και αυτό γράφτηκε σε πρακτικό. Κάποιοι άλλοι που ενοχλούνται από τα ελεγκτικά κατά των πλουσίων κηρύγματα διαδίδουν τη φήμη ότι είναι κρυπτοκομμουνιστής! Καταφέρνουν αυτοί και ο έξαρχος του απαγορεύει το κήρυγμα. Και τότε ο φλογερός ιεροκήρυκας άρχισε να κηρύττει προς τον λαό στον υπαίθριο χώρο ενός γκαράζ, όπου και έστησε την περίφημη "Εστία" συσσιτίων. Οι εχθροί του καταγγέλλουν τον "κόκκινο" παπά στις γερμανικές αρχές, ενώπιον των οποίων καλείται να απολογηθεί. Δεν αρνείται τότε ότι ο κατάλογος με 500 περίπου παιδιά συτιζόμενα στην Εστία και προερχόμενα από οικογένειες αριστερών φρονημάτων είναι ακριβής. Λίγο αργότερα συλλαμβάνεται και κρατείται. Ανακρίνεται από τον Γερμανό διοικητή, αλλά αφήνεται ελεύθερος χάρη στη θαρραλέα στάση του. Μάλιστα ο Γερμανός επισκέπτεται την Εστία και μένει εντυπωσιασμένος από το έργο, το οποίο επιτελείται εκεί! Ο Αυγουστίνος σώζεται από τον κίνδυνο εκ των συκοφαντών του στους Γερμανούς, διατρέχει όμως λίγο αργότερα μεγαλύτερο από τους εντόπιους συνεργάτες τους, τους ταγματασφαλίτες. Τον αναζητούν στην Εστία, ενώ αυτός βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να λάβει τρόφιμα από τον Ερυθρό Σταυρό. Ειδοποιείται να μην επανέλθει στην Κοζάνη και αυτός επανέρχεται. Καταζητείται από ταγματασφαλίτες και σώζεται φυγαδευόμενος από πρόσωπα που τον αγαπούν. Και όταν τελειώνει η κατοχή έρχονται να τον απειλήσουν κάποιοι από τους ευεργετηθέντες που κατέβηκαν από το βουνό στην πόλη. Πέφτει στη δυσμένεια τόσο του επανακάμψαντος μητροπολίτου Ιωακείμ, του οποίου γιγαντιαίος ανδριάντας δεπόζει στην κεντρική πλατεία της Κοζάνης, για δημαγωγικούς λόγους, αλλά και των ανδρών του ΕΑΜ, οι οποίοι θέλουν τα συσσίτια ως μέσο προπαγάνδας, λίγο πρίν από τη συμφωνία της Βάρκιζας. Και πάλι απειλείται η ζωή του. Ο Αυγουστίνος διαμένει στην οικία γυναίκας που είχε γυιό στις τάξεις των ανταρτών. Και όταν ένα βράδυ άνδρες της ΟΠΛΑ ζώνουν την οικία η αγαθή κυρία Άννα Χαλβατζή ξυπνά τον γυιό της Γιάννη και αυτός σώζει τον "εχθρό του λαού"! Το πόσο άξιζε η ανθρώπινη ζωή τότε είναι δύσκολο να το φανταστούμε οι νεότεροι σήμερα.

Το 1947 και ενώ υπηρετούσε την μητρόπολη Γρεβενών, επιστρετεύτηκε. Ο εμφύλιος πόλεμος εμαίνετο. Γι' αυτή την περίοδο εκτοξεύεται η δεύτερη, τρομερή αυτή τη φορά, κατηγορία: "Αναλάμβανε την "εξομολόγηση" αιχμαλώτων του Δημοκρατικού στρατού, δίνοντας πληροφορίες στα στρατοδικεία". Η σε εισαγωγικά θέση της λέξης εξομολόγηση μαρτυρεί μάλλον ανάκριση, καθώς δυσκολευόμαστε να δεχθούμε ότι οι συλληφθέντες προσέτρεχαν αυτοβούλως να εξομολογηθούν. Αν πάλι συνέβαινε αυτό, τότε η κοινολόγηση μυστικών εξομολογουμένου συνιστά βαρύτατο εκκλησιαστικό παράπτωμα, το οποίο επιφέρει την καθαίρεση του κληρικού ως αναξίου. Η κατηγορία γράφηκε στο παρελθόν, ξαναγράφηκε με αφορμή τον θάνατό του και διαχύθηκε σε ιστοσελίδες του διαδικτύου όπως η μεταδοτική νόσος. Αυτός λοιπός ο ήρωας της κατοχής που έπαιξε "κορώνα – γράμματα" τη ζωή του, όπως μαρτυρείται από πλήθος αυτοπτών μαρτύρων (παραπέμπω στο βιβλίο "Η αντίσταση της αγάπης" του π. Αυγουστίνου Μύρου, Θεσσαλονίκη 1985) υπήρξε τόσο τιποτένιος ή κατασυκοφαντείται από εμπαθείς πολέμιους της Εκκλησίας; Ο Αυγουστίνος αναμφισβήτητα υπήρξε πολέμιος της υλιστικής ιδεολογίας του κομμουνισμού, γι' αυτό και διέτρεξε κίνδυνο η ζωή του το 1945. Δεν υπήρξε όμως εχθρός των κομμουνιστών, οι οποίοι σε τοπικό επίπεδο οφείλουν, στο όνομα της εντιμότητας, να καταγγείλουν τη συκοφαντία, τουλάχιστον οι ευεργετηθέντες. Όσο για τους λοιπούς, τους ανέντιμους συκοφάντες, που δεν προέρχονται από τον κομμουνιστικό αλλά από τον λεγόμενο "δημοκρατικό" αστικό χώρο τον άκρως αντικομμουνιστικό και υπόδουλο στους ισχυρούς "προστάτες" μας, τους προκαλώ ενώπιον της εντιμότητας να αναζητήσουν ένα και μόνο στοιχείο δίκης, στο οποίο να αναφέρεται το όνομα Αυγουστίνος Καντιώτης ως πληροφοριοδότης των υπηρεσιών ασφάλειας του στρατού. Δεν έχουν το σθένος να αποδεχθούν ότι ο λασπολογούμενος υπήρξε σπουδαίος και στη συνέχεια, όταν κατήγγειλε τον βασιλιά Παύλο και τον πρωθυπουργό Καραμανλή για συμπάθεια προς τη μασονία! Δεν έχουν το σθένος να αποδεχθούν ότι δεν κατέστη άβουλο όργανο της χούντας, αν και εξελέγη από αριστίνδην Σύνοδο, καθώς ποτέ δεν έδειξε να παθιάζεται για την εκλογή του. Αποσιωπούν ότι η χούντα έστειλε γιατρούς στη Φλώρινα, για να γνωματεύοσυν ότι είναι τρελός. Δεν θέλουμε να παρεξηγηθούμε: Δεν υπήρξε αντιστασιακός, όπως οι λίγοι όντως αντιστασιακοί επί χούντας ούτε όπως οι πλείστοι μετά χούνταν. Υπήρξε ο ποιμένας που είχε ξεπεράσει πολλές από τις δικές μας μικρότητες.

Θα συνεχίσουμε.

                                                       "ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ", 6-9-2010 

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ «ΙΟΥΔΑΙΟ-ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ»!

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ «ΙΟΥΔΑΙΟ-ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ»!

Μια Πλαστή Ιστορία που Καταρρίπτει η Άμεση, Ζωντανή Εμπειρία

Της Μαρίας Σταματιάδου *

 

 Τα τελευταία χρόνια υποστηρίζεται και προβάλλεται από κάποιους ερευνητές η ελληνική καταγωγή του Ιησού, ως απόδειξη της «συγγένειας» του ελληνικού πνεύματος με το Χριστιανισμό. Εμείς, σ’ αυτό το άρθρο, δεν θα ασχοληθούμε με αυτού του είδους την καταγωγή του Ιησού. Άλλωστε, προσωπικά, πιστεύω ότι ο Ιησούς, ως ενσαρκωμένος Θεός, δεν έχει κανενός είδους ανθρώπινη καταγωγή.

Δοκιμές για τη συνδιάλεξη Φυσικών και Θεολόγων

Δοκιμές για τη συνδιάλεξη Φυσικών και Θεολόγων

 

Μια Θεολογία έξω από δω ή μια θεολογία του εξαποδώ;

 

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου

 

Νιώθω την ανάγκη να ψιθυρίσω δυο λόγια: "Ο Φρανκενστάϊν προ των πυλών!". Φαντάζομαι ότι στο άκουσμα της φράσης αυτής ο νους πάει στην εφιαλτική πιθανολόγηση (και, συνακόλουθα, στην κήρυξη συναγερμού) ότι ο άνθρωπος έχει τη συνταρακτική δυνατότητα να δημιουργήσει αυτά που στη βιολογία ονομάζονται χίμαιρες: υπάρξεις τερατώδεις.

Ωστόσο τη φράση αυτή δεν την ψελλίζω εδώ με τέτοιο νόημα. Θα θυμούνται όσοι έχουν διαβάσει το έργο της Μαίρης Σέλλεϋ, ότι Φρανκενστάϊν δεν είναι το όνομα του τέρατος, αλλά του επιστήμονα δημιουργού του.

Το σημείο, λοιπόν, που μου εμπνέει τη φράση "Ο Φρανκενστάϊν προ των πυλών" δεν αφορά το τέρας που συνέθεσε ο πρωταγωνιστής, αλλά κάτι άλλο: τον έρωτα του πρωταγωνιστή με τη γνώση. Στην πρώτη του νιότη ο ήρωας ρίχτηκε – λέει – με τα μούτρα στη μελέτη βιβλίων Φυσικής. Ήταν βιβλία αλχημιστών· του Παράκελσου, του Κορνήλιου Αγρίππα, του Αλβέρτου του Μέγα. Όταν, λοιπόν, αργότερα, ξεκίνησε πανεπιστημιακές σπουδές, έπεσε πάνω στον ωμό κύριο Κρεμπ, καθηγητή Φυσικής, ο οποίος τον υποδέχτηκε με τα εξής λόγια: "Αληθινά το λες,… ότι ξόδεψες τόσον καιρό για να διαβάσης τέτοιες ανοησίες;… Κάθε λεπτό… που ξόδεψες γι' αυτά τα βιβλία, είναι τελείως χαμένο. Κούρασες και φόρτωσες το μυαλό σου με άχρηστα συστήματα και ονόματα. Θεέ μου! Σε τι έρημο ζούσες! Δεν υπήρχε κανένας να σε πληροφορήση ότι όλ' αυτά που διάβαζες είναι χιλίων χρόνων και τελείως ξεπερασμένα πια;" (1).

Το τέρας έχει ήδη ξεπροβάλει! Είναι η τρομακτικότητα του να βρεθεί ο άνθρωπος εγκλωβισμένος σε μια φαντασίωση που τη νομίζει πραγματικότητα.  Να δαπανηθεί σκιαμαχώντας ανυποψίαστα με ερωτήματα που δεν τίθενται, και να μην πάρει είδηση ερωτήματα που χαίνουν αναπάντητα.

Υπάρχει, άραγε, σίγουρος τρόπος αποφυγής αυτής της τρομακτικότητας; Ή μήπως πρόκειται για έναν κίνδυνο διαρκή, καθ' όσον αυτό που ανακαλύπτεις κάποια στιγμή ως απάντηση που απεγκλωβίζει, μπορεί αργότερα να γίνει κλουβί, αν πάψεις εσύ να έχεις το νου σου στο πορτάκι και στο "έξω από 'δώ"; Δεν θα περιερχόταν, λόγου χάριν, στην ίδια θέση με τον νεαρό Φρανκενστάϊν και ο καθηγητής Κρεμπ, αν τυχόν θα έμενε κολλημένος στο απελευθερωτικό τότε κοσμοείδωλό του (κοσμοείδωλο του 18ου αι.), και παρέβλεπε τις μεγάλες ανατροπές που έφεραν μετά από δυο αιώνες η σχετικότητα και η κβαντομηχανική;

Τα ερωτήματα αυτά τα ένιωσα έντονα καθώς πλησίαζε η ημερίδα των Φυσικών όπου είχα προσκληθεί για να μιλήσω (2), και ήδη αισθανόμουν να γιγαντώνεται μέσα μου μεταμέλεια που αποδέχτηκα την πρόσκληση. Σε τι βαθμό μπορώ εγώ – ένας άνθρωπος που κάνει τον θεολόγο – να γνωρίζω όντως τον κόσμο της Φυσικής; Πόσα μπορώ να προσλάβω από βιβλία Φυσικής που τολμώ να διαβάσω, και πώς θα μπορέσω να πάρω χαμπάρι τι απ' αυτά ξεπερνιέται, περίπου όπως ξεπεράστηκαν τα αναγνώσματα που είχε εμπιστευτεί ο νεαρός Φρανκενστάϊν; Και μάλιστα, πόσο εύκολα (θα έλεγα: και πόσο αλαζονικά) δικαιούμαι να οικοδομήσω πάνω σε φυσικές οπτικές οι οποίες αποτελούν το πεδίο σφοδρών διαφωνιών μεταξύ ειδικών επιστημόνων, από την περίφημη σύγκρουση Αϊνστάν και Μπορ στη δεκαετία του 1920 μέχρι τις πρόσφατες διαφωνίες για την ανθρωπική αρχή ή τη θεωρία των υπερχορδών; Κι από την άλλη, πόσο σίγουρος μπορώ να είμαι ότι κατέχω τάχα τη μαστορική της θεολογίας; Μα, πέρα από την αφεντιά μου, επιτρέψτε μου να θέσω το ερώτημα αυτό και για τους φίλους που συμβατικά ορίζουν έναν άλλον χώρο: Πόσο σίγουροι είναι όσοι θα δήλωναν μη-πιστοί ότι αυτό που θεωρούν χριστιανική θεολογία είναι όντως χριστιανική θεολογία;

Μήπως, άραγε, με αυτά που λέω υπαινίσσομαι ότι δεν έχει νόημα το ανθρώπινο ταξίδι της διερώτησης; Όχι. Ουδέν κούρνιασμα στο αμνιακό υγρό του αγνωστικισμού και του μυστικισμού υπονοώ. Εννοώ άλλο: Ότι το ταξίδι πρέπει να γίνεται με παράθυρα ανοιχτά και με τον άνθρωπο απρόθυμο να αποκλείσει εκπλήξεις και ανατροπές των αναπαύσεών του. Μου έχει κάνει εντύπωση μια φράση του στοχαστικού Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος, όντας φιλόσοφος, καταπιάστηκε με ζητήματα κλωνοποίησης και βιοηθικής: "Η δική μου επιφύλαξη", σημειώνει, "έγκειται στο ότι πραγματεύομαι το θέμα αυτό δίχως να είμαι τωόντι εξοικειωμένος με το πεδίο της βιοηθικής" (3). Μα προχώρησε. Και, παρόμοια, νομίζω πως, αν κανείς έχει φιλότιμο, θα ένοιωθε δέος ακούγοντας τον μεγάλο Καστοριάδη (έναν από τους λίγους φιλοσόφους που διαλέγονταν με τη σύγχρονη Φυσική) να λέει: "Είμαι ικανός να ξαγρυπνήσω μία ολόκληρη νύχτα για να καταλάβω ένα θεώρημα ή να μελετήσω ένα καινούργιο βιβλίο φυσικής – όσο, βέβαια, μπορώ να το καταλάβω…" (4).

Και προχωρούσε. Δεν υπάρχει κάτι επικίνδυνο εδώ; Δηλαδή, δεν υπάρχει άραγε πιθανότητα να επικαλεστεί κάποιος το παράδειγμα σπουδαίων όπως ο Χάμπερμας και ο Καστοριάδης, αλλά μίζερα, ώστε να φτιασιδώσει τη δική του προχειρότητα, να αμνηστεύσει τη δική του αγραμματοσύνη ή να επιβάλει μια αδιαφορία περί τα κριτήρια; Σίγουρα υπάρχει. Όμως, ποια απόπειρα αποπνέει σοβαρότητα και ποια αναδίδει φαιδρότητα, αναγκαστικά θα φανεί μόνο στην πράξη. Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος καλείται να μην κουρνιάσει. Καλείται να προχωρεί απορητικά, να ακούει σεβαστικά, να αποτολμά απαντήσεις, και να τις αποτολμά εκτιθέμενος – και ξανά να προχωρεί απορητικά κ.ο.κ. Αυτά τα τέσσερα (η απορία, η ακρόαση, η απάντηση και η έκθεση) αφορούν κάθε θέση που διαμορφώνει ο άνθρωπος υπεύθυνα και επίπονα. Αυτό περιλαμβάνει και την πίστη. Η πίστη δεν "επικάθεται" στον άνθρωπο ερήμην του, όπως, για παράδειγμα, το χιόνι πάνω στα κλαδιά, αλλά έχει να κάνει με την θεμελιώδη ικανότητα του ανθρώπου να προσανατολίζει τον εαυτό του και να προσφέρει την εμπιστοσύνη του. Και όσοι, άλλωστε, επιθυμούμε να κρατήσουμε στα πολύτιμα και στα αδιαπραγμάτευτα την πίστη, ας έχουμε κατά νου ότι δομικό συστατικό της ίδιας της χριστιανικής πίστης είναι η ανοιχτότητα σε ένα μέλλον γεμάτο εκπλήξεις! (5)

Το να αποτολμάς απαντήσεις εκτιθέμενος, εμπεριέχει τη δυνατότητα συνάντησης και αναμέτρησης. Αναμέτρηση χωρίς συνάντηση είναι φανατισμός και συνάντηση χωρίς αναμέτρηση είναι χαριεντισμός. Στις μέρες μας ολοένα και ενισχύεται η υποψία ότι για την προσέγγιση του κόσμου και του ανθρώπου στην πληρότητά τους δεν αρκεί η αυτάρκεια μιας και μόνο οπτικής. Αν, δηλαδή, ο άνθρωπος είναι όντως πολλές ταυτότητες ταυτόχρονα (αν, δηλαδή, συνιστά και βιολογικό και κοινωνιολογικό και ψυχολογικό κ.ο.κ. γεγονός), τότε η συνδιάλεξη μεταξύ των ερευνητών των διαφόρων ταυτοτήτων, καθώς και ο κριτικός διάλογός τους με την εμπειρία όλης της ανθρώπινης διαδρομής, είναι καίρια χρειαζούμενος. Εδώ, έρχεται στα αυτιά του Φρανκενστάϊν άλλη μια άλλη φωνή. Ο νεαρός πρωταγωνιστής – συνεχίζει το βιβλίο – κατάφερε να προλάβει το τρένο της γνώσης με τη βοήθεια του Κρεμπ, αλλά κι ενός άλλου καθηγητή, του μειλίχιου κυρίου Βάλντμαν. Ούτε ο Βάλντμαν αμφέβαλλε για το παρωχημένο των παρθενικών διαβασμάτων του Φρανκενστάϊν. Κάλεσε όμως τον νεαρό φοιτητή σε μιαν ασκητική: να διακρίνει πώς τα ξεπερασμένα εκείνα έργα είχαν αποτελέσει συμβολή στον βηματισμό της ανθρωπότητας (6). Μήπως αυτή η ευρυχωρία δεν θυμίζει την έκκληση του Έριχ Φρομ προς τους νέους, να μη βιαστούν να απορρίψουν την παραδοσιακή σκέψη; "Ακόμη κ' η πιο ριζοσπαστική ανάπτυξη πρέπει να συνέχεται με το παρελθόν… Το να είναι κανείς νέος δεν είναι αρκετό!" (7)

Η ανθρώπινη αναζήτηση, γράφει με τη γνωστή του ευρυμάθεια ο Σάββας Μιχαήλ, "απαιτεί την ενσωμάτωση και υπέρβαση όλης της μέχρι τώρα αναπτυσσόμενης συνολικής ιστορικής πράξης και κληρονομιάς του Πνεύματος της ανθρωπότητας" (8).

Προσυπογράφοντας, λοιπόν, (μετά φόβου και τρόμου, ομολογουμένως) τη διάθεση για συναντήσεις κριτικές (και πάντως όχι για πλατσουρίσματα που κρατούν την ευχαρίστηση μα χάνουν την ακτή), θα ήθελα, από τη σκοπιά του ανθρώπου που κάνει τον θεολόγο, να σκιτσάρω, με ενδεικτικές αναφορές, τρία πεδία συζήτησης με τους Φυσικούς. Το πρώτο το ονομάζω "Παρανοώντας τις ταυτότητες", το δεύτερο "Δοκιμάζοντας γεφύρια" και το τρίτο "Δοκιμάζοντας το απύθμενο".


1. Παρανοώντας τις ταυτότητες.

 

 

Σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε την πρώτη χρονιά της τωρινής μας χιλιετίας, ένας πραγματικά σημαντικός διανοητής που έχει διδάξει Φυσική και Φιλοσοφία, ο Ευτύχης Μπιτσάκης, επισημαίνει: "Είναι γνωστό ότι ο χριστιανισμός δέχεται έναν εγγενή δυϊσμό της ανθρώπινης φύσης: από τη μια το φθαρτό υλικό σώμα και από την άλλη η άυλη, αθάνατη ψυχή. Η δυϊστική αντίληψη η οποία θεωρεί το σώμα φθαρτό σκήνωμα, φορέα, φυλακή της ψυχής, έχει μακρά προϊστορία: Από το αιγυπτιακό ιερατείο μέσω του Πυθαγόρα πέρασε στην πλατωνική φιλοσοφία και από τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς, στους πατέρες της Εκκλησίας. Ο καρτεσιανός δυϊσμός είναι η κλασική μορφή της αστικής – χριστιανικής αντίληψης για τις σχέσεις ύλης και πνεύματος" (9).

Όποιος, ωστόσο, παρακολουθεί (ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή όχι) τη βιβλιογραφική πορεία της θεολογίας στη χώρα μας κατά τα τριάντα τουλάχιστον τελευταία χρόνια, θα εκπλαγεί μ' αυτή την αναφορά του Μπιτσάκη. Πλημμυρίδα κειμένων έχει καταδείξει ότι η βιβλική, χριστιανική θεώρηση αποτελεί τον αντίποδα του Πλατωνισμού και ότι ουδαμώς δέχεται οιουδήποτε είδους κοσμολογικό οντολογικό δυϊσμό. Μάλιστα έχει ήδη περάσει πάνω από μισός αιώνας από τότε που ο μακαρίτης π. Ιωάννης Ρωμανίδης, γράφοντας για την ανθρωπολογία του Μεγάλου Ευχολογίου, έθιξε την ολίσθηση από την εβραϊκή ολιστική ανθρωπολογία στον ελληνικό δυϊσμό (και δεν είναι τυχαίο, κατά τη γνώμη μου, ότι το κείμενο αυτό το έκανε γνωστό στην Ελλάδα ένας βιβλικός καθηγητής ο Σάββας Αγουρίδης) (10). Η αποκήρυξη της αντίληψης που βλέπει το σώμα ως φυλακή της ψυχής, έχει γίνει κοινός τόπος της θεολογίας, τουλάχιστον από τη δεκαετία του '60 (11), και έχει πλέον αποτυπωθεί ακόμη και σε σχολικά εγχειρίδια θρησκευτικών (12).

Επιτρέψτε μου μιαν ανακεφαλαίωση επί τροχάδην. Κατά τη χριστιανική αντίληψη (πέρα από την ποικιλία λεξιλογίων και τις αντιφάσεις που φυσικά και συναντά κανείς σε εκκλησιαστικά κείμενα διαφορετικών εποχών και κοινωνικών συναφειών), μπορεί να γίνει λόγος μόνο για δύο μεγάλες οντολογικές κατηγορίες. Αφ' ενός για το κτιστό σύμπαν και αφ' ετέρου για τον άκτιστο Θεό. Μεταξύ τους υπάρχει απόλυτη ετερουσιότητα. Αυτό σημαίνει ότι τα πάντα πλην του Θεού ανήκουν σε μια και την αυτή οντολογική οικογένεια. Αυτό, δηλαδή, που συμβατικά έχει επικρατήσει να ονομάζεται σώμα κι αυτό που συμβατικά έχει επικρατήσει ψυχή, δεν έχουν μεταξύ τους οντολογική διαφορετικότητα. Ορισμένα, μάλιστα, πατερικά κείμενα, προκειμένου να υπογραμμίσουν αφ' ενός την απόλυτη ετερουσιότητα Θεού και κόσμου, και αφ' ετέρου τη ριζική ομοουσιότητα όλων των εκφάνσεων του κόσμου, δεν δίστασαν (κάνοντας, φυσικά, χρήση του γλωσσαριού της εποχής τους) να ταυτίσουν την κτιστότητα με την υλικότητα και να μιλήσουν για υλικότητα των πάντων – ακόμα, δηλαδή, κι αυτών των υπάρξεων που στην παράδοση της Εκκλησίας ονομάζονται πνευματικές ή νοητές.

Για παράδειγμα, στα πρακτικά της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, το 787, διαβάζουμε: "Όσον αφορά τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και τις παραπάνω απ' αυτούς πνευματικές υπάρξεις, καθώς και τις ψυχές ημών των ανθρώπων, η Εκκλησία όλα αυτά τα δέχεται ως υπάρξεις νοερές, όχι όμως πραγματικά ασώματες και αόρατες… Αληθινά ασώματος και απερίγραπτος είναι μονάχα ο Θεός. Τα νοερά κτίσματα όμως δεν είναι πραγματικά ασώματα και αόρατα όπως αυτός". Στις αρχές του 19ου αιώνα ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συγκέντρωσε πλήθος τέτοιων μαρτυριών, για να καταλήξει: "Και οι δαίμονες, όπως και οι άγγελοι και οι ψυχές, δεν είναι κυριολεκτικά ασώματα και κυριολεκτικά άυλα όντα. Μόνο ο Θεός είναι απολύτως άϋλος και ασώματος. Όλα τα άλλα δεν είναι πραγματικά άϋλα, αλλά απλώς λεπτόσωμα" (13).

Εδώ χρειάζεται μια διευκρίνιση. Η σύγχρονη Φυσική έχει αναμφίβολα πολύ πιο ραφιναρισμένη ορολογία, όταν διακρίνει μεταξύ υλικών (δηλαδή εχόντων μάζα) και μη υλικών (όπως π.χ. η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία) "οντοτήτων". Ο Χάϊζενμπεργκ, για παράδειγμα, μίλησε για "κρίση της υλιστικής ιδέας", κρίση την οποία συνέδεσε με την εξέλιξη της μελέτης του ηλεκτρισμού κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα (14). Η προαναφερθεία, όμως, χριστιανική οπτική δεν ενοχλείται απ' αυτή τη σύγχρονη διάκριση μεταξύ υλικών και μη υλικών "οντοτήτων". Μιλώντας για υλικότητα όλων των κτιστών εννοεί ότι κάθε τι είναι έκφανση της συμπαντικής πραγματικότητας, αναγνωρίζει δηλαδή ότι υπάρχει συγγένεια και αλληλουχία μεταξύ όλων – των όντως πολυποίκιλων – εκφάνσεων του κόσμου, όπως κι αν ταξινομηθούν αυτές (σε ορατά και αόρατα, σε αισθητά και νοητά, σε ύλη και αντιύλη, σε διαφορετικά επίπεδα ύπαρξης κ.ο.κ.). Ο Θεός όμως (πάντα κατά την εν λόγω χριστιανική αντίληψη) είναι ο μόνος απολύτως Άλλος. Αυτό σημαίνει ότι το κατά την θεολογία άϋλο του Θεού δεν συμπίπτει με το άϋλο της σημερινής Φυσικής, αλλά είναι κάτι ολότελα πέρα και απ' αυτό. Παρ' όλο που ο κόσμος αποτελεί υλο-ποίηση της βούλησης του Θεού (15) και παρ' όλο που ο Θεός είναι με τις ενέργειές του προσωπικά παρών στον κόσμο, ούτε η θεία ουσία είναι συστατικό του κόσμου, ούτε η ψυχή είναι ομοούσια της θείας ουσίας, δηλαδή άκτιστη και αληθινά άυλη (16). Το επαναλαμβάνω: τα πάντα πλην του Θεού ανήκουν σε μια και την αυτή οντολογική οικογένεια και είναι όλα περιπτώσεις κτιστότητας.

Κι όμως! Όποιος παρακολουθεί, όπως είπαμε, τη βιβλιογραφική πορεία της θεολογίας στη χώρα μας τουλάχιστον κατά τα τριάντα τελευταία χρόνια, θα εκπλαγεί και από κάτι άλλο. Από τη δυσκολία με την οποία περνά αυτή η θεολογική οπτική στον εκκλησιαστικό χώρο! Για να αισθητοποιήσω τη δυσκολία αυτή, θα κινηθώ ανισόρροπα. Δεν θα αναφερθώ, δηλαδή, σε μελέτημα, αλλά σε ένα εκλαϊκευτικό, πλην επίσημο φυλλάδιο, ενδεικτικά βεβαίως. Έχει, νομίζω, νόημα αυτό, στο μέτρο που δεν μας χαροποιεί το διαζύγιο θεολογίας και Εκκλησίας, ούτε η μετάλλαξη της Εκκλησίας από σώμα προσδοκούντων την Ανάσταση σε θιασώτες του Καρτέσιου. Την ίδια, λοιπόν, εποχή, κατά την οποία δημοσίευε το βιβλίο του ο Ευτύχης Μπιτσάκης, διαβάζαμε στο φυλλάδιο Φωνή Κυρίου, το οποίο εκδίδεται με ευθύνη της "Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος" και διανέμεται σε όλους τους ναούς: "Όταν ο Δημιουργός έπλασε το σώμα του ανθρώπου, στο πρόσωπό του ‘ενεφύσησεν πνοήν ζωής' και ο άνθρωπος έγινε ζώσα ύπαρξη. Έτσι στο υλικό συστατικό του σώματος προστέθηκε και το πνευματικό συστατικό, η άυλη ψυχή… Δημιουργήθηκε βέβαια πρώτα το σώμα και ύστερα η ψυχή… Δηλαδή πρώτα το ατελές και ευτελές και κατόπιν το τέλειο και πολύτιμο… Άλλωστε για την αθάνατη ψυχή ο Θεός έγινε άνθρωπος και πρόσφερε τη σταυρική Του θυσία… Η ψυχή του ανθρώπου, ως άυλη, είναι ανεξάρτητη από το σώμα… διότι ως άυλο πνεύμα είναι αθάνατη" (17).

Καρτεσιανισμός επί εκκλησιαστικού εδάφους; Το κείμενο είναι, νομίζω, ενδεικτικό μιας ενδημούσας αμφιθυμίας. Μιλά, ευτυχώς, για δημιουργία της ψυχής (τη στιγμή που άλλα εκκλησιαστικά κείμενα παρουσιάζουν μόνο το σώμα ως κτιστό – και υπονοώντας, τι; ότι η ψυχή είναι άκτιστη; (18) ), όμως συντηρεί έναν δυϊσμό που προσκρούει στην εκκλησιαστική ανθρωπολογία. Προσδιορίζει, π.χ., την ψυχή μόνη – κι όχι τον άνθρωπο – ως το "αντικείμενο" της σωτηρίας! Υπ' αυτό το (εκκλησιαστικό!) πρίσμα, απομένει, άραγε, χώρος για την (εκκλησιαστική!) πίστη στην ανάσταση;

Οι διαβασμένοι εκ των θεολόγων (κληρικοί και λαϊκοί) αποκλείεται σήμερα να γράψουν κείμενο όπου η ψυχή θα προσδιορίζεται ως τμήμα της θείας ουσίας. Την δέχονται ως κτιστή κι έχουν ξεκαθαρίσει ότι η παλαιοδιαθηκική αφήγηση περί φυσήματος του Θεού στον δημιουργούμενο άνθρωπο (Γεν. 2: 7) δεν περιγράφει την εκτόξευση μιας σταγόνας της άκτιστης θείας ουσίας και τον εγκλεισμό της στο χωματένιο σώμα ως άκτιστης ψυχής, αλλά ζωγραφίζει παραβολικά την ενέργεια ενός Θεού ο οποίος φροντίζει ώστε αυτό το αναδυόμενο ον (η πρώτη ύλη του οποίου μάλιστα, κατά την αφήγηση, είναι το προϋπάρχον γήινο υλικό) να έχει δυνατότητα να υπάρχει όπως ο Θεός: ως προσωπική ύπαρξη (19). Ας μου επιτραπεί εδώ να φέρω ένα απλό παράδειγμα από τη σημερινή εμπειρία μας. Τα υλικά κατασκευής ενός κινητού τηλεφώνου είναι τα ίδια με του περιβάλλοντός του: πλαστικό, γυαλί, μέταλλο, χαρτί κ.λπ.. Όμως είναι έτσι βαλμένα, ώστε το κινητό να υπάρχει "σχεσιακά". Είναι δηλαδή φτιαγμένο έτσι ώστε να δύναται να δεξιωθεί μιαν ετέραν ύπαρξη, το ηλεκτρικό ρεύμα, και μάλιστα ώστε να λειτουργεί αυθεντικά ακριβώς όταν δεν περιοριστεί στα συστατικά του, αλλά κοινωνεί αυτής της ετέρας υπάρξεως. Ένα άλλο αντικείμενο ενδέχεται να αποτελείται από τα ίδια υλικά με το κινητό τηλέφωνο, ωστόσο δεν διαθέτει αυτομάτως αυτή τη δυνατότητα. Το κινητό, δηλαδή, δεν είναι απλώς το άθροισμα των συστατικών του. Τα συστατικά του αποτελούν όντως τη βάση για να δύναται αυτό να δεξιωθεί την άλλην ύπαρξη. Αν όμως περιοριστεί αυτάρεσκα στα συστατικά του, τότε η κατάληξή του θα είναι το οριστικό σβήσιμο.

Η έδρα, λοιπόν, της συνέχισης του ανθρώπινου υποκειμένου στην αιωνιότητα είναι η σχεσιακότητα: το ότι ο λόγος ύπαρξης του ανθρώπου βρίσκεται στη θέληση και στην αγάπη του Θεού. Η ανθρώπινη μοναδικότητα δεν αίρεται με τον θάνατο, τραυματίζεται όμως. Ο άνθρωπος θρυψαλλίζεται, αλλά δεν εξαφανίζεται. Το δε φτάσιμο του ανθρώπου στην έσχατη ακεραιότητά του – στην τελική ανάσταση – δεν αποτελεί, στη χριστιανική θεολογία, την απόληξη μιας εντελέχειας, δηλαδή την αναπόδραστη ωρίμανση των ανθρωπίνων συστατικών δίκην ζυμώσεως του οίνου, αλλά αποτελεί δώρο εκ μέρους του Θεού. Θα ήταν ίσως ακριβότερο να λέγαμε ότι ο άνθρωπος δεν θα αναστηθεί, αλλά θα τον αναστήσει ο Θεός.

Ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις οι θεολόγοι αδυνατούμε να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα, δηλαδή στο πού μπορεί να φτάνουν οι συνέπειες αυτής της θεμελιώδους θέσης περί κτιστότητας των πάντων πλην του Θεού. Δυσκολευόμαστε, δηλαδή, να δούμε ότι οι βασικοί άξονες της βιβλικής ανθρωπολογίας μάς αφήνουν ανοιχτούς τους ορίζοντες ώστε να καταφάσκουμε την ακεραιότητα και τη συνέχεια του ανθρώπου, δίχως να έχουμε πρόβλημα αν θα ευρυνθούμε σε θεολογήσεις χρειαζούμενες στη σημερινή εποχή σε θεωρήσεις του εαυτού και της συνέχειάς του, οι οποίες θα μπορούσαν να συζητήσουν ακόμα και την ανυπαρξία της ψυχής υπό τις μορφές που φανταζόμαστε μέχρι τώρα την ύπαρξή της (κυρίως υπό την ουσιοκρατική έννοια, δηλαδή την αντίληψη ότι η ψυχή είναι ένα πνευματικό σφαιρίδιο που μπαίνει σε έναν πήλινο κουμπαρά). Προσωπικά δεν δύναμαι να αποφανθώ επ' αυτού. Προσπαθώ απλώς να πω ότι τα κριτήρια της βιβλικής ανθρωπολογίας μοιάζουν ανθεκτικά, ακόμη κι έξω από το μέχρι τώρα γνώριμό μας ανθρωποείδωλο. Παρόμοια, βρίσκομαι σε αδυναμία να μιλήσω μετά λόγου γνώσεως για πλήθος ζητήματα που εγείρονται από τη σύγχρονη βιολογία, φυσική κ.λπ. Νιώθω όμως ότι έχει πολύ ενδιαφέρον ο στοχασμός περί της ανοιχτότητας των οριζόντων. Στο πεδίο, λόγου χάριν, των νέων διλημμάτων που δημιουργεί η βιογενετική, ο Ορθόδοξος ιερέας Ιωάννης Μπρεκ υπενθυμίζει ότι η ψυχή (η βιβλική nephesh) συνιστά την προσωπική ξεχωριστότητα του ατόμου και σημειώνει ότι ίσως είναι ορθότερο να λέει κανείς "είμαι ψυχή", παρά "έχω ψυχή" (20).

Αποτολμώ να ανασύρω από τον χώρο των σοβαρών συζητητών μία περίπτωση προς διάσκεψη: Από την ένωση ωαρίου και σπερματοζωαρίου παράγεται, ως γνωστόν, ένα απλό κύτταρο, ο ζυγώτης. Οι μονοζυγωτικοί δίδυμοι δημιουργούνται λίγο μετά τη σύλληψη, με τον χωρισμό του ζυγώτη. Έτσι, η κύηση απολήγει σε γέννηση δύο ανθρώπων. Έστω και σπανίως, όμως, η πορεία μπορεί να μην καταλήξει σ' αυτό. Μπορεί, δηλαδή, κατά την κύηση οι δύο οντότητες να επανενωθούν και τελικά να γεννηθεί ένας άνθρωπος. Αν η ψυχή είναι ξεχωριστή ουσία που ξενίζεται στο σώμα από την πρώτη στιγμή της σύλληψης, τότε η σχηματιζόμενη με τη σύλληψη οντότητα έχει μία ψυχή. Όταν όμως (στην περίπτωση των μονοζυγωτικών διδύμων) επέλθει χωρισμός, τότε η ψυχή τι γίνεται; Παραμένει στο ένα δίδυμο, ενώ το άλλο απομένει χωρίς ψυχή; Ή μήπως η "παλιά" ψυχή μένει στο ένα, ενώ "νέα" ψυχή εντίθεται στο άλλο, το οποίο προσώρας είναι άψυχο κέλυφος; Και στην περίπτωση επανένωσης; Τι γίνονται οι μέχρι τότε δύο ψυχές; (21) Προδήλως δεν είναι αρκετή η κατανόηση της ψυχής ως αυτόνομου σφαιριδίου. Με την κατανόηση, όμως, της ψυχής στην προοπτική της προσωπικής μοναδικότητας της υπόστασης, ανοίγονται άλλες δυνατότητες.

Η συζήτηση εκκρεμεί. Και, βέβαια, το να θεωρεί κανείς μέρος της θείας Αποκάλυψης το εκάστοτε κοσμοείδωλο που είχαν οι Πατέρες προ οφθαλμών, ή να εκβιάζει τα κείμενά τους για να τα κάνει να προλέγουν τη σημερινή επιστήμη, ή να μεταφέρει αδούλευτα όρους από εποχή σε εποχή κι από συνάφεια σε συνάφεια, ήκιστα βοηθεί. Πρόκειται στην πραγματικότητα για το ίδιο πρόβλημα που ανακύπτει στην προσέγγιση των παλαιοδιαθηκικών κειμένων όταν παραθεωρείται ο παραβολικός, αφηγηματικός τρόπος έκφρασης των σημιτών, και διαβάζονται ως κατά γράμμα ιστορικές καταγραφές (22).

Τι εννοώ με τις παραπάνω ανθρωπολογικές αναφορές; Ότι τη στιγμή που η Φυσική σπαζοκεφαλιάζει ανελέητα πάνω στα ζητήματα της ενότητας και αλληλουχίας του πολύπλοκου και πολύεδρου κόσμου (23), μοιάζει πολύ σημαντική εκείνη η θεολογική θεώρηση η οποία δεν σπάζει οντολογικά τον κόσμο σε τμήμα που τάχα αποτελεί δικαιοδοσία της επιστήμης (δηλαδή στον λεγόμενο "υλικό κόσμο") και σε τμήμα που τάχα αποτελεί τη δικαιοδοσία της θεολογίας (δηλαδή στη λεγόμενη "πνευματική ψυχή"). Ούτε μπορεί η θεολογία να δικαιώνει την ύπαρξή της ισχυριζόμενη ότι δικαιοδοσία της είναι τα εκάστοτε μη εξηγούμενα! Δεν ξέρω αν μπορούν να εξηγηθούν τα πάντα. Ο Γιώργος Γραμματικάκης, για παράδειγμα, δηλώνει δυσπιστία απέναντι στον ισχυρισμό ότι, αν βρεθεί η 'Ενιαία Θεωρία', όλο το σύμπαν θα είναι ένα 'ανοιχτό βιβλίο'. "Πιστεύω", λέει, "ότι πολλά μυστικά θα μας διαφεύγουν πάντα. Κυρίως εκείνα που αφορούν το νόημα της υπάρξεώς μας αλλά και της υπάρξεως του Σύμπαντος" (24). Τη θέση του αυτή δεν την προσάγω για να στηρίξω τον προαναφερθέντα θεολογικό ισχυρισμό (ότι δικαιοδοσία της θεολογίας είναι τα εκάστοτε μη εξηγούμενα), αλλά για να προσυπογράψω την πεποίθηση ότι η "χημική" ανάλυση ενός πράγματος δεν απαντά εξ ανάγκης και στο νόημα της ύπαρξής του.

Όπως θα δούμε και παρακάτω, η τιτανομαχία περί το νόημα ανήκει στο θεόρατο πεδίο της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Εκεί βρίσκεται το καίριο ερώτημα, κι όχι στο αν μπορεί να αναλυθεί κάθε σπιθαμή του κόσμου. Ακόμα κι αν δύναται, δεν βλέπω γιατί να ενοχληθεί ένας πιστός από αυτό! Το επαναλαμβάνω: για τον Χριστιανισμό, η αλήθεια του κόσμου δεν βρίσκεται στα συστατικά του, αλλά στην αναφορικότητά τους! Πέραν όμως τούτου, η ειρωνεία είναι πως ο "χημικός" ισχυρισμός ὀτι δικαιοδοσία της θεολογίας είναι τα εκάστοτε μη εξηγούμενα, αντεστραμμένος συνιστά και βασικό αθεϊστικό ισχυρισμό· ότι, δηλαδή, απλώς προβάλλουμε στο θείο ό,τι απομένει προς το παρόν ανεξήγητο. Πρόκειται για ένα νήμα σκέψης που περνά από ανόμοια τοπία, όπως από τον πολιτικό Πωλ Λαφάργκ (25) μέχρι τον φυσικό Ρίτσαρντ Φέηνμαν (26). Όμως, μια αθεϊστική οπτική που πιστεύει πως ολοένα και μικραίνει ο "θεός" μέχρι τελικής εξαλείψεώς του καθώς εξιχνιάζεται το σύμπαν, είναι απλώς πρωτοξάδερφο των θεολογιών εκείνων που θεωρούν τον Θεό ή θραύσματα του Θεού (τις ψυχές), ως συστατικά του κόσμου!
Ας μου συγχωρεθεί μια διπλή έκκληση, προς εαυτούς και αλλήλους. Πριν υψωθεί η κραυγή "Η θεολογία, έξω από 'δω", ας διευκρινιστεί ποια θεολογία έχει κατά νου ο κραυγάζων. Και πριν οι θεολόγοι αδράξουμε σαν γιαταγάνι την επίκληση της θεοπνευστίας, ας αναρωτηθούμε μήπως η θεολογία που διατυπώνουμε δεν είναι θεολογία του χριστιανισμού, αλλά "θεολογία του εξαποδώ".


2. Δοκιμάζοντας γεφύρια.

 

 

[Το ρήμα "δοκιμάζω" εδώ το χρησιμοποιώ όπως αυτός που τεντώνει το ένα του πόδι και μ' αυτό πιέζει το άγνωστο γεφύρι μπροστά του, για να δει αν αντέχει].
Υπάρχει μια θεμελιώδης ασυμμετρία μεταξύ Φυσικής και Πίστης.
Όπως είπα στην αρχή, η αποδοχή της Πίστης έχει να κάνει με τη θεμελιώδη δυνατότητα του ανθρώπου να προσανατολίζει τον εαυτό του. Ωστόσο η Πίστη (και αναφέρομαι στη χριστιανική πίστη (27) ) κουβαλά μέσα της μιαν αυθαιρεσία και δεν διεκδικεί επαλήθευση όπως οι θετικές επιστήμες. Από την άλλη, είναι γεγονός ότι παράμετροι της λεγόμενης Νέας Φυσικής κλόνισαν θετικιστικές βεβαιότητες και ξανάφεραν το ερώτημα περί Θεού στη συζήτηση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ένα και μόνο πράγμα. Ορισμένες διαπιστώσεις της Φυσικής μπορεί από κάποιον να εισπραχθούν ως επίρρωση της Πίστης, ενώ από άλλον ως επιβεβαίωση της δίχως Θεό αυτάρκειας του κόσμου. Αυτό νιώθω ότι οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε δίχως τρυκ, όσο κι αν φιλότιμα θεολογικά μελετήματα των τελευταίων χρόνων επιχειρούν να αφουγκραστούν στη Φυσική την επίρρωση της Πίστης (28)

Το περισσότερο που μπορεί να συμφωνηθεί είναι, νομίζω, ότι τα εκπληκτικά της σύγχρονης Φυσικής δύνανται να είναι συνηγορίες υπέρ του μπορετού της Πίστης. Το βάρος όμως έκδοσης της ετυμηγορίας βρίσκεται στους ώμους του καθενός και σηκώνεται μόνον από τον ίδιο. Ας φέρω μερικά παραδείγματα, αφ' ενός για το ότι οι επιστημονικές διαπιστώσεις δεν εκκρίνουν ένα και μόνο συμπέρασμα, και αφ' ετέρου ότι η βιασύνη ορισμένων θεολόγων να πανηγυρίσουν για κάποια επιστημονική πρόταση που νιώθουν να τους δικαιώνει, μπορεί να ετοιμάζει το αυριανό θαλασσοπνίξιμο της θεολογίας τους μαζί με το ναυάγιο της φυσικής πρότασης που αποθέωσαν.

Υπήρξαν εποχές όπου ο ντετερμινισμός ο θεμελιωμένος στη Νευτώνεια Φυσική υπήρξε το βαρύ πυροβολικό της στρατευμένης αθεΐας. Και όμως, συχνά, διάφορα ρεύματα της θεολογίας βασίστηκαν ακριβώς σε μια Νευτώνεια σκέψη για να "αποδείξουν" ότι ο κόσμος είναι εύτακτο έργο λογικού νομοθέτη. Κι από την άλλη, στο πλαίσιο της γιγαντιαίας συζήτησης για τη μετανεωτερικότητα (postmodernism), η παραπομπή στη Νέα Φυσική (29) και ειδικά στην απροσδιοριστία, έγινε η αγαπημένη πολλών θεολόγων, ως κατακρήμνιση του (συχνά Μαρξιστικού) ντετερμινισμού. Ταυτοχρόνως, όμως, το ίδιο πράγμα (η Νέα Φυσική) χαιρετίστηκε από θιασώτες του μεταμοντερνισμού ως κατακρήμνιση της θεολογικής πεποίθησης ότι μια αλήθεια (δηλαδή ο Θεός) ισχύει για όλο το σύμπαν! Ο Λυοτάρ, π.χ., στο βασικό έργο του "Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση" – το μανιφέστο της απαξίωσης των λεγομένων "μεγάλων αφηγήσεων" και της συνοχής του κόσμου – εμπνεύστηκε θέσεις του από τη "θεωρία των καταστροφών" (30) και, παρόμοια, άλλοι μεταμοντέρνοι στοχαστές στράφηκαν στη "θεωρία του χάους", παρ' όλο που στασιάζεται αν προσέλαβαν αυτές τις θεωρίες στις πραγματικές τους διαστάσεις (31). Ακόμη και η πεποίθηση του Έντιγκτον (σε διαφωνία προς τον Αϊνστάϊν) ότι όλοι οι φυσικοί νόμοι αντιστοιχούν σε μια a priori γνώση και, ως εκ τούτου, είναι εντελώς υποκειμενικοί (32), μπορεί κάλλιστα να είναι άθεη! Κι από την άλλη, έχει παρατηρηθεί ότι, παρά τη διαφωνία του με την αιτιοκρατία, ο Μπορ ουδεμία διάθεση είχε να υποθάλψει μεταφυσικές προεκτάσεις της κβαντομηχανικής (33).

Φρονώ, λοιπόν, πως όταν μιλάμε για συνάντηση Φυσικής και Θεολογίας, δεν μπορούμε να έχουμε κατά νου δύο συμπαγή και αδιαφοροποίητα στο εσωτερικό τους συστήματα. Στην πραγματικότητα πρόκειται τουλάχιστον για τρεις συναντήσεις: Φυσικής και Φυσικής, Θεολογίας και Θεολογίας, Φυσικής και Θεολογίας. Πέρα από κάθε έννοια αυτοματισμού και κάθε εκβιασμό "αποδείξεων", οι συναντήσεις (ή μάλλον: οι συνδιαλέξεις) αυτές έχουν νόημα – ως ψηλάφηση του κτιστού, – ως πρόκληση προς τους θεολόγους να διακρίνουν ποια στοιχεία του λόγου της Εκκλησίας αφορούν συγκυριακά κοσμοείδωλα και ποια συνιστούν την ευαγγελική πρόταση ζωής, και – ως πρόκληση προς τους θετικούς επιστήμονες να μην εκλάβουν την περιγραφή του κόσμου ως ερμηνεία του, αλλά να δουν ως ανθρώπινο προνόμιο την τιτανομαχία περί το νόημα της ύπαρξης (34).

Στο πλαίσιο, λοιπόν, μιας συνδιάλεξης που μπορεί να κρατά τα παράθυρα ανοιχτά σε πελώρια και αφάνταστα τοπία, τολμώ (κρυφοκοιτάζοντας μη σκάσει μύτη το φάντασμα του καθηγητή Κρεμπ) να κοντοσταθώ στον θεωρητικό του χάους και της πολυπλοκότητας, νομπελίστα Ιλία Πριγκοζίν και στην απόπειρά του να συμφιλιώσει, όπως έλεγε, τις δυο κουλτούρες: των φυσικών και των φιλοσόφων. Χοντρικά μιλώντας, θα λέγαμε ότι οι πρώτοι, από τον Νεύτωνα μέχρι τον Χώκιν, δέχονται τον φυσικό νόμο ως σταθερό δεδομένο πριν, τώρα και αύριο και, άρα, βλέπουν ένα αναστρέψιμο σύμπαν, όπου το παρελθόν δεν διαφοροποιείται από το μέλλον. Αντιθέτως οι δεύτεροι, οι φιλόσοφοι (θα έλεγα: και οι θεολόγοι), θεωρώντας το χρόνο ως βασική διάσταση του ανθρώπου, προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη σύνθεση – στο φτιάξιμο – του μέλλοντος (35).

Με το φως που ρίχνει ο Πριγκοζίν στο "βέλος του χρόνου", υποστηρίζοντας ότι αυτό έχει μία μόνο κατεύθυνση, προς τα μπρος, φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα της δημιουργικότητας. Περίπου καταλογίζει θεολογική λογική στον Χώκιν, ο οποίος στο "Χρονικό του Χρόνου" προανήγγειλε μια καινούρια θεωρία που υπόσχεται ότι θα συμβάλει στην αποκωδικοποίηση της "σκέψης του Θεού". Σύμφωνα μ' αυτή τη λογική, αν τα πάντα είναι δεδομένα για τον Θεό, τότε η κατάκτηση της γνώσης των φυσικών νόμων ξεκλειδώνει τον θείο νου (36). Ο Πριγκοζίν, όμως, αντιθέτως, δεν καλοχωνεύει την έννοια του δεδομένου. Μιλά για μια επιστήμη "η οποία δεν αναφέρεται μόνον σε νόμους, αλλά και σε συμβάντα, σε μια επιστήμη που δεν αρνείται εκ των προτέρων την εμφάνιση του καινούργιου" (37). "Το συμβάν… ως ‘κάτι' που συμβαίνει και συμβαίνοντας δημιουργεί το χώρο, τον χρόνο και την ύλη – μάζα – ενέργεια αποτελεί μία καινοτομία της σχετικιστικής φυσικής θεωρίας που υποδηλώνει τον κόσμο ως δημιουργούμενο και όχι απλώς υφιστάμενο" (38). Έτσι, ο Πριγκοζίν διατυπώνει την αρχή της μη αναστρεψιμότητας και επιμένει ότι τα πάντα εξελίσσονται στην ίδια κατεύθυνση του χρόνου, ότι ο κόσμος φτιάχνεται και ότι "το μέλλον δεν είναι δεδομένο" (39). Αν τα πράγματα έχουν έτσι, λέει, τότε η εξιχνίαση του γίγνεσθαι θα αποτελέσει τη θεωρία του 21ου αι., πέραν των δύο μεγάλων θεωριών του 20ού αιώνα, της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής, που δεν δέχονται το μονότροπο βέλος του χρόνου (40).

Ομολογουμένως βρίσκω γοητευτική μια συζήτηση μ' αυτή την οπτική, διότι μοιάζει να αφήνει χώρο για ζευγάρωμα του κοσμικού γίγνεσθαι με το ανθρώπινο πράττειν! Δεν θα ‘ταν, άραγε, ενδιαφέρον ένα αντάμωμα του Ιλία Πριγκοζίν με τον συμπατριώτη του π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ και με την θεολογική φόρμουλα του δευτέρου περί του μεταϊστορικού χαρακτήρα των Εσχάτων; Η φόρμουλα αυτή αρνείται να αναγνωρίσει την οιαδήποτε ιστορική φάση ως τελική, κι έτσι υπερασπίζεται την ανθρώπινη δημιουργικότητα και αναγνωρίζει την ιστορία ως "φτιάξιμο"· ως κάτι που δεν εμπεριέχεται στην αρχή· ως ανοιχτή πορεία σε ένα μέλλον που δεν υπάρχει ακόμη, και που όταν θα υπάρξει θα είναι ριζικά νέο και πρωτόφαντο. "Το μέλλον", έλεγε ο ρώσος Πατήρ του 20ού αιώνα, "μας αποκαλύπτεται… σαν χρέος παρά σαν αναμονή… Το μέλλον δεν είναι κάτι που ζητούμε και περιμένουμε, αλλά μάλλον κάτι που πρέπει να δημιουργήσουμε" (41).

Συγχωρέστε μου την υπερβολή, μα, δεν είναι άραγε υπέροχος πειρασμός να σκεφτούμε τον Πριγκοζίν να στέκει μαζί με τον Γρηγόριο Νύσσης και τον Μάξιμο τον Ομολογητή και – καθένας από τη σκοπιά του – να εξηγούν στον Πλάτωνα και τον Ωριγένη ότι η κίνηση είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό της πραγμάτωσης του κόσμου κι όχι ξεπεσμός του; Το κτιστό, λέει ο Γρηγόριος, δεν είναι απλώς γινωμένο, αλλά γίνεται: "τρόπον τινά, πάντοτε κτίζεται" (42). Και μάλιστα ούτε το τελικό φτάσιμο του κόσμου στον Θεό σημαίνει (στην Ορθόδοξη θεολογία) πάγωμα του κτιστού, αλλά και πάλι κίνηση, μολονότι με άλλους όρους: ένα ατέλειωτο ταξίδι μέσα σε μιαν άπειρη αγκαλιά (43).


Γ. Δοκιμάζοντας το απύθμενο.

 

 

[Το ρήμα "δοκιμάζω" εδώ το χρησιμοποιώ όπως αυτός που παίρνει έναν μεζέ από ένα ολόκληρο τραπέζωμα].

Οι προτάσεις της προηγούμενης ενότητας μπορεί να φαίνεται ότι κολακεύουν τη θεολογική οπτική μας, ίσως, όμως, χρειάζεται να συνοδευτούν από μιαν αντιπολιτευτική επερώτηση (άλλωστε το διευκρίνισα παραπάνω ότι αυτό που θρασύνομαι να σκεφτώ, είναι η συνδιάλεξη φυσικής και θεολογίας όχι το σύρσιμο της πρώτης σε απολογητή της δεύτερης). Η ελευθερία την οποία φαίνεται να αναγνωρίζει η προαναφερθείσα πριγκοζινική έμφαση στα "συμβάντα", τι διαστάσεις μπορεί να έχει; Δεν είναι και πάλι μια – ας μου επιτραπεί η ερασιτεχνική έκφραση – δεσμευμένη ελευθερία, αφού συνιστά και αφορά τρόπους ύπαρξης του ήδη υπάρχοντος κόσμου; Μήπως και το "χάος" και οι "καταστροφές" (πάντα με την έννοια που έχουν στη Φυσική οι θεωρίες αυτές) δεν σημαίνουν απουσία νόμων, αλλά ύπαρξη (ή, έστω, ανάδυση) αλλιώτικων νόμων;

Οι θιασώτες του ακραίου ντετερμινισμού θα έσπευδαν περίπου να πουν ότι τα πάντα, και το εκάστοτε παρόν, περιέχονται, βάσει της αιτιοκρατικής αλυσίδας, στη Μεγάλη Έκρηξη. Ο ίδιος ο Πριγκοζίν είχε σαρκάσει αυτή την Αϊνστάϊνια πεποίθηση λέγοντας – κατά την ανακήρυξή του σε επίτιμο δημότη της Πεσκάρα το 1999 – ότι δυσκολεύεται να δεχτεί πως η εκδήλωση εκείνη "θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνεται στην πληροφορία της Μεγάλης Έκρηξης" (44). Με παρόμοιο, ίσως, σκεπτικό ο Κορνήλιος Καστοριάδης αντιτείνει ότι η μουσική "δεν υπήρχε στη Μεγάλη Έκρηξη, ούτε στη σύσταση του πλανητικού συστήματος, ούτε την εποχή του αφανισμού των δεινοσαύρων", κι όμως "τα μάτια ενός φιλοσόφου είναι ένας τύπος όντος εξίσου σημαντικός με τους γαλαξίες" (45). Πλέον, δηλαδή, υπάρχουν στο σύμπαν οντότητες που αποτελούν κάτι αληθινά καινούριο, και τούτο οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργός. Αυτή, άλλωστε, είναι μια σημαντική εμμονή του Καστοριάδη: το ον ως ανάδυση στην ύπαρξη· ως δημιουργία.

Ας θυμηθούμε εδώ ότι ο μητροπολίτης Ιωάννης Ζηζιούλας προσδιορίζει το Πρόσωπο ως εκ-στατικό, ως ύπαρξη δηλαδή που τείνει να βγαίνει έξω και πέρα από τα όρια του εαυτού της. Στην περίπτωση της Αγίας Τριάδας αυτό σημαίνει μια κίνηση κατάφασης του άλλου: τα Πρόσωπα της Τριάδας όχι απλώς ανοίγονται σ' αυτό που είναι όχι ο εαυτός τους, αλλά επί πλέον φέρνουν στην ύπαρξη κάτι που δεν υπήρχε ανέκαθεν: τον κόσμο, δηλαδή μιαν εντελώς άλλη ταυτότητα, για να κοινωνήσουν μαζί του. Αυτή η θεϊκή ορμή προς κοινωνία με το άλλο και προς δημιουργία του άλλου, έχει χαριστεί και στον άνθρωπο, και, τηρουμένων των αναλογιών, πραγματώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο στην τέχνη (46).

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης δήλωνε άθεος. Και έχει διατυπώσει την αθεϊστικότερη, κατά τη γνώμη μου, πρόταση. Δεν στράφηκε τόσο κατά της δυϊστικής, καρτεσιανής εκδοχής του Χριστιανισμού (αυτή, νομίζω, μπορεί πλέον να αποκρουστεί σχετικά εύκολα), αλλά προασπίστηκε την αυτονομία του ανθρώπου, της κοινωνίας και του κόσμου, πράγμα που σημαίνει ότι αρνήθηκε κάθε ύπαρξη πέραν του κόσμου. Στρέφεται, δηλαδή, ευθέως κατά της διαλεκτικής κτιστού και ακτίστου. Κι όμως, οι διαστάσεις που αναγνωρίζει στον άνθρωπο και στον κόσμο έγιναν αιτία να του χρεωθεί ανορθολογισμός. Ο κάθε άνθρωπος, λέει, είναι ένα απύθμενο πηγάδι, ανοιχτό στο απύθμενο του κόσμου (47), η δε οίηση της επιστημονικότητας, η οποία παραθεωρεί αυτό το απύθμενο, δεν αποτελεί παρά νόσο του νεωτερικού ιδεολογήματος περί απεριόριστης κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση (48).

Εδώ όμως, και πάντα με τον φόβο του μικρού που μετράει το μπόι του πλάι στον μεγάλο, θα αποπειραθώ μιαν αντιστροφή. Η καστοριάδια σύλληψη του όντος ως δημιουργίας, δεν θα μπορούσε, άραγε, να αποδοθεί σε ολόκληρο το σύμπαν; Γιατί άραγε το γίνωμα του εντελώς νέου, η ανάδυση στην ύπαρξη, να αφορά μόνο "συμβάντα" προϋποτιθεμένης της υπάρξεως του κόσμου, και να μην αφορά καθαυτή την ύπαρξη σύνολου του κόσμου; Γιατί, άραγε, ο κόσμος να μην αναδύθηκε στην ύπαρξη ως δημιουργία Προσώπου (: γενική υποκειμενική) και ως κάτι κάποτε εντελώς πρωτόφαντο;

Αυτό, κοντολογής, που θέλω να εισάγω στη συζήτηση, είναι η εκκλησιαστική θέ(α)ση ότι η αλήθεια του κόσμου έγκειται στη σχέση του με μιαν ύπαρξη "έξω από εδώ", με κάποιον, δηλαδή, που δεν συγκαταλέγεται στα συστατικά του κόσμου. Καθαυτή η ύπαρξη του κόσμου νοείται ως "συμβάν" μιας ορμής προς κοινωνία: ένας Θεός που είναι συντροφιά (αφού καθένα από τα τρία Πρόσωπα υπάρχει σε αδιάκοπο άνοιγμα προς τα άλλα), θεληματικώς και αχρεωστήτως (άρα, ελεύθερα) ανοίγεται πέρα από τον εαυτό του και κάνει να υπάρξει κάτι, ολότελα άλλο και ολότελα καινούργιο. Τα ίδια τα όντα φέρουν ένα είδος λογικότητας, επειδή είναι χρονικές πραγματο-ποιήσεις των αιώνιων λόγων (των διανοημάτων και των ρημάτων, θα λέγαμε) του Θεού. Υπ' αυτή την έννοια, καθαυτό το γεγονός ότι ο κόσμος υπάρχει, αποτελεί θεο-φάνεια! Το σύμπαν υπάρχει με τρόπο αναφορικό: σα να λέμε ότι βασικό χαρακτηριστικό του ερωτευμένου είναι ο έξω από αυτόν ερώμενος, όμως ουδεμία χημική ανάλυση του ερωτευμένου θα εντοπίσει μεταξύ των συστατικών του τον ερώμενο! Στην οπτική αυτή, το σύμπαν και ο άνθρωπος είναι όντως μυστήρια· όχι όμως χάρη σε κάποιο άκτιστο και εξώκοσμο συστατικό τους, αλλά επειδή αποτελούν εικόνα, εκτύπωμα και συνομιλητή μιας ύπαρξης αβυσσαλέας.

Αν βασικός άξονας είναι η αναφορικότητα του σύμπαντος, τότε ανοίγονται άλλες προοπτικές, νομίζω ακόμα κι αν βρεθούμε ενώπιον των σκληρότερων αιτιοκρατικών απόψεων. Κατά τη γνώμη μου, η διερώτηση για τον ντετερμινισμό έχει ιδιαίτερη σημασία, στο μέτρο που σχετίζεται με την ανθρώπινη πράξη, τη λειτουργία της βούλησης και τη διαμόρφωση απόφασης. Τα ζητήματα αυτά τα ξαναθέτει με ένταση η σύγχρονη Βιολογία και συζητιούνται, ως γνωστόν, σε συνάρτηση με τον διαξιφισμό ελευθερίας και αιτιοκρατίας στα σπλάχνα της νεότερης Φυσικής (49).

Εδώ θα περιοριστώ μόνο σε μια νύξη: τα ερωτήματα μπορεί να ιδωθούν σε ευρύτερη προοπτική, αν ιδωθούν υπό τη σκοπιά της αναφορικότητας. Ίσως είναι λάθος να προσδοκούν οι θεολόγοι φυσικές θεωρίες που θα δικαιώνουν μια εντελή αναίρεση του ντετερμινισμού, σαν τάχα το σύμπαν να είναι ήδη φτασμένο σε πλήρη ελευθερία. Ο άνθρωπος, λέει κάπου ο Φλωρόφσκυ, έχει την ελευθερία να επιλέξει μεταξύ της αποδοχής του Θεού αφενός και της άρνησης του Θεού αφετέρου. Δεν έχει όμως την ελευθερία να μην επιλέξει (50)! Στη χριστιανική οπτική το ολότελα νέο (και προεχόντως η εσχατολογική μετάβαση του κόσμου σε έναν αλλιώτικο τρόπο ύπαρξης, ελεύθερον ακόμα κι από τον θάνατο) είναι μπορετό όχι απλώς βάσει μιας κοσμικής εντελέχειας, αλλά χάρη στη διαλεκτική ετερότητας και συμβατότητας ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο. Αν ο κόσμος κοινωνήσει με τον Άκτιστον και όντως ελεύθερον, τότε θα φιλοδωρηθεί ό,τι ο κτιστός εαυτός του αδυνατεί να γεννοβολήσει. Σ' αυτή την προοπτική, αυτό που θα αρθεί είναι ο εγκιβωτισμός στην κτιστότητα· όχι η κτιστότητα η ίδια (51). Ο κόσμος είναι ερευνητός, κι ωστόσο έχει τον λόγο ύπαρξής του σ' έναν Θεό τόσο αλλιώτικο, ώστε (βάσει της περίφημης τρικλοποδιάς του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή) να δυνάμεθα να πούμε ότι ο Θεός υπάρχει, μα επίσης και ότι δεν υπάρχει, καθόσον είναι πραγματικά πέρα από κάθε έννοια του κόσμου: πέρα από το είναι, αλλά και πέρα από το μη-είναι (52).

Εδώ, εξ άλλου, εδράζεται το παραδοσιακό λεξιλόγιο της Εκκλησίας, η οποία μιλά για σωτηρία η οποία "χαρίζεται", καθ' όσον το κτιστό έχει τη δυνατότητα υποδοχής των ενεργειών του έξω-από-αυτό Θεού. Ας μου επιτραπεί εδώ ένα χοντροκομμένο παράδειγμα, που ίσως δύναται κάπως να δείξει τη διελκυστίνδα ντετερμινισμού κι ελευθερίας στο πλαίσιο της διαλεκτικής κτιστού και ακτίστου. Μπορεί το χέρι μας να πάει στο πόμολο του παραθύρου βάσει μιας διαδικασίας λίγο ως πολύ ντετερμινιστικής. Μα ο αέρας που θα φυσήξει, θα αποτελέσει νέο δεδομένο, που θα εισβάλει "απ' έξω". Μπορεί να πάρει και το πόμολο απ' τα χέρια μας, και το παραθυρόφυλλο από τους μεντεσέδες του. Και από το ανοιγμένο παράθυρο δεν θα προβάλει εικόνα επί οθόνης, αλλά αληθινό τοπίο, με αληθινή προοπτική, αλλά με αθέατη την απόληξή της.

Δεν είμαι σίγουρος, μα ίσως θα διευκόλυνε εδώ αν χρησιμοποιήσω μια πρόταση της Φυσικής, όχι απολογητικά ως τεκμηρίωση της πίστης, αλλά ως γλωσσάρι που μπορεί κάπως να βοηθήσει αυτό που προσπαθώ να πω. Αναφέρομαι στη θεωρία των διακλαδώσεων, "σύμφωνα με την οποία ένα φυσικό σύστημα, οδηγούμενο σε κρίσιμες καταστάσεις αναπτύσσει με τρόπο απρόβλεπτο νέες δομές ύπαρξης και λειτουργίας… Αυτό μοιάζει ωσάν μία ιδεατή μορφή να επικάθεται στο φυσικό σύστημα και να συντονίζει τα επιμέρους έτσι ώστε το όλον να αποκτά νόημα και ύπαρξη ως όλον και όχι ως απλό αποτέλεσμα μικροσκοπικών διεργασιών" (53).

Αλλά εδώ θα σταματήσω. Βάζοντας άνω τελεία, η οποία – επιμένω – μαζί με το ερωτηματικό είναι τα συνηθέστερα σημεία στίξης στην ανθρώπινη ζωή.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Μ. Σέλλεϋ, Φραγκεστάϊν (ελεύθερη απόδοση Γ. Σαμίου), εκδ. Ξενόπουλος, Αθήνα 1971, σ. 29.

2. Τα βασικά σημεία του παρόντος κειμένου αποτέλεσαν εισήγηση στην ημερίδα της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών με θέμα "Επιστήμη και Θεός. Το ανθρώπινο και το υπέρλογο", στην Αθήνα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, την Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2006.

3. Jürgen Habermas, Το μέλλον της ανθρώπινης φύσης. Πίστη και γνώση (μτφρ. Μαρία Τοπάλη), εκδ. Scripta, Αθήνα 2004, σ. 57.

4. Κορνήλιος Καστοριάδης, Διάλογοι (μτφρ. Εύης Γεροκώστα), εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2001, σ. 88. Πρβλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Φιλοσοφία και Επιστήμη. Ένας διάλογος με τον Γεώργιο Λ. Ευαγγελόπουλο, εκδ. Ευρασία, Αθήνα 2004, σ. 23.

5. Πρβλ. Α΄ Κορ. 13: 8-12: "Τα θεία μηνύματα των προφητών κάποτε δεν θα υπάρχουν πια η γλωσσολαία θα πάψει θα σαματήσει η γνώση των μυστηρίων του Θεού. Γιατί η γνώση μας και η προφητεία ας περιορίζονται μονάχα σ' ένα μέρος της αλήθειας. Όταν όμως το τέλειο που περιμένουμε θα 'ρθεί, τότε το μερικό θα πάψει να υπάρχει" (μετάφραση από την έκδοση Η Καινή Διαθήκη. Το πρωτότυπο κείμενο με μετάφραση στη δημοτική, έκδ. Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 1989).

6. Σέλλεϋ, Φραγκεστάϊν, ό.π., σ. 30.

7. Έριχ Φρομ, Η Επανάσταση της Ελπίδας (μτφρ. Άρης Δικταίος), εκδ. Αλ. Ρούγκα, Αθήνα 1975, σσ. 13-14.

8. Σάββας Μιχαήλ, «Συζήτηση για τον Υλισμό και τον Ιδεαλισμό», Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση 6 (2001), σ. 75.

9. Ευτύχης Μπιτσάκης, Γονίδια του Μέλλοντος, εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 2001, σ. 100. Το συγκεκριμένο μελέτημα είχε πρωτοδημοσιευτεί στο περιοδικό Ουτοπία το 1992.

10. π. Ιωάννης Ρωμανίδης, "Η ανθρωπολογία του Μεγάλου Ευχολογίου", Κιβωτός 40 (1955), σσ. 94-96· 41 (1955), σσ. 108-112· 42-43 (1955), σσ. 129-133. 11. Απολύτως ενδεικτικά σταχυολογούμε από το έργο τεσσάρων νεοελλήνων θεολόγων που ανέδειξαν πολυάριθμους μαθητές: Νίκου Α. Νησιώτη, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν γνωσιολογίαν. Το ακατάληπτον του Θεού και η δυνατότης γνώσεως Αυτού, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1984, σ. 74 (όπου η καταπληκτική φράση ότι ο άνθρωπος δεν "έχει" σώμα, αλλά "είναι" σώμα) Χρήστος Γιανναράς, Η Μεταφυσική του Σώματος. Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1971, σσ. 18-45· Νίκος Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας με σύντομη Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 262-277, 320-324· Ιωάννης Ζηζιούλας, "Χριστολογία και ύπαρξη. Η διαλεκτική κτιστού – ακτίστου και το δόγμα της Χαλκηδόνος", Σύναξη 2 (1982), σσ. 9-20 3 (1982), σσ. 77-82· 6 (1983), σσ. 77-85. Ομοίως Μάριος Μπέγζος, Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία της Θρησκείας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2004, σσ. 197-204. Πρβλ. τη διατύπωση του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ανατομία προβλημάτων της πίστεως (μτφρ.), εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 175, "Ο άνθρωπος δεν είναι απλώς εκ ψυχής και σώματος, αλλά με ψυχήν και σώμα".

12. Βλ. Δ. Λ. Δρίτσας – Δ. Ν. Μόσχος – Στυλ. Λ. Παπαλεξανδρόπουλος, Χριστιανισμός και Θρησκεύματα (Β΄ τάξη Γενικού Λυκείου), ΟΕΔΒ, Αθήνα 19992, σσ. 205-206, και Μάριος Π. Μπέγζος – Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου, Θέματα Χριστιανικής Ηθικής (Γ΄ τάξη Γενικού Λυκείου), ΟΕΔΒ, Αθήνα 20023, σσ. 80-84.

13. Βλ. τις σχετικές μαρτυρίες [μαζί με άλλες των Μεθοδίου Ολύμπου (κοιμ. π. 311), Ιωάννη Δαμασκηνού (π. 675 – π. 749), Μακάριου Αιγύπτιου (π. 300 – π. 390) κ.ά., στο μελέτημά μου "Δυτικός και Ανατολικός Χριστιανισμός", Σύναξη 5 (1983), σσ. 68-71. Την επικέντρωση αυτού του κειμένου στη θεμελιακότητα της διάκρισης κτιστού – ακτίστου την προσυπογράφω ανενδοίαστα, παρ' όλο που το κείμενο ανήκει σε εκείνα που σήμερα θα επιθυμούσα να τα έγραφα αλλιώς.
14. Werner Heisenberg, Η εικόνα της φύσης στη σύγχρονη Φυσική (μτφρ. Δ. Τσαμκιράνη – Γεωργανοπούλου), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 11-14 και 120-125.

15. Πρβλ. πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε, "Εισαγωγή" στο Μυσταγωγία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού (μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής), εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1973, σ. 31. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίπτωση ιδιαίτερα γόνιμης λειτουργίας της θεολογίας. Αναπτύσσοντας ο Μάξιμος τη θεωρία των λόγων των όντων (εν ολίγοις, ότι τα όντα έρχονται στην ύπαρξη ως υλο-ποίηση των προαιώνιων θείων θελημάτων) αξιοποίησε και αναπροσανατόλισε μια μακρά φιλοσοφική παράδοση, τουλάχιστον από τους Στωικούς και τον Φίλωνα Αλεξανδρέα. Βλ. Lars Thunberg, Microcosm and Mediator. The Theological Anthropology of Maximus the Confessor, εκδ. Open Court, Chicago – La Salle 1995, σσ. 73-199, 211. Σημειωτέον ότι τη μεταγραφή της θεωρίας των λόγων (όπως την επεξεργάστηκε ο Μάξιμος) σε φυσικές ιδιότητες, τη συσχέτισή τους με την κβαντομηχανική και τη διατύπωση μιας ερμηνείας της κβαντικής φυσικής, ώστε η φυσική και η θεολογία να μη συνιστούν δυο ασύμπτωτους κόσμους, επιχειρεί ο Αρσένιος Μέσκος, Η υπόθεση των λογικών κβάντων. Ερμηνεύοντας την Κβαντική Φυσική με την βοήθεια της ελληνικής φιλοσοφικής και θεολογικής παράδοσης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2007, ιδίως σσ. 205-243.

6. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, για παράδειγμα, δεν αντιστοιχίζει την ψυχή στον Θεό και το σώμα στον κόσμο, αλλά αμφότερα τα εντάσσει σε διακρίσεις του κτιστού (στα νοητά και στα αισθητά, αντίστοιχα), χωρίς όμως να παύει να βλέπει τον άνθρωπο (ουσιαστικά και ολόκληρο τον κόσμο) ως μία υπόσταση! Την δε τελική ανάσταση την προσγράφει σε ολόκληρη τη συμπαντική πραγματικότητα. Βλ. Μάξιμος Ομολογητής, Μυσταγωγία (σχόλια πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε, μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής), εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1973, σσ. 166-171. (Είναι μάλιστα εύγλωττος ο τίτλος του εν λόγω, ζ΄ κεφαλαίου του: "Πῶς ὁ κόσμος άνθρωπος λέγεται καί ποίῳ τρόπῳ καί ὁ ἄνθρωπος, κόσμος"). Αμέσως παρακάτω μιλά για την ανάγκη φροντίδας πάνω απ' όλα της αιώνιας ψυχής, αλλά είναι φανερό ότι θίγει ποιμαντικά τον κίνδυνο εγκλωβισμού του ανθρώπου στην αυτονόμηση των βιολογικών επιθυμιών του. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ψυχή, ακριβώς επειδή δεν την θεωρεί τμήμα της θείας ουσίας, την ονομάζει "θεία" (προδήλως για να τονίσει τον καίριο ρόλο της), αλλά και "θεοποιηθησόμενη" (για να δείξει την φυσική ανεπάρκειά της και την ανάγκη κοινωνίας της με τον άκτιστο Θεό): "Ὅση δύναμις, ἐπιμελείσθω τῆς ἀθανάτου καί θείας καί θεοποιηθησομένης ἐξ ἀρετών" (σ. 170). Με αυτή την ενδεικτική περιδιάβαση στα λόγια και τη σκέψη του Μάξιμου καταλαβαίνει κανείς και κάτι άλλο: Ότι αν θελήσει κανείς να βρει στην πατερική γραμματεία λέξεις, φράσεις ή και απόψεις για να "θεμελιώσει" την όποια άποψή του (ακόμα και την πιο Καρτεσιανή), φυσικά και θα βρει! Μα, αν δεν νοιάζεται για την ευρύτερη συνάφεια, για το κοσμοείδωλο κάθε εποχής και για το ότι όλες οι ανθρώπινες απόπειρες είναι ατελείς, τότε απλούστατα συμβάλλει στην ειδωλοποίηση πατέρων και κειμένων και δυσκολεύει την πάλη με τις έννοιες και τα πράγματα. Αλλά κάθε ειδωλοποίηση είναι αντιχριστιανισμός, ακόμη κι αν ασκείται στο όνομα του χριστιανισμού!
17. Αρχιμ. Γ. Στ., "Η επιμέλεια της ψυχής", Φωνή Κυρίου 14/2444 (1 Απριλίου 2000).
18. Βλ. λ.χ. Ημερολόγιον [τσέπης] 2004 Ιεράς Μητροπόλεως Τριφυλίας και Ολυμπίας, σσ. 506: "Στη φύση μας είμεθα σώμα και ψυχή, ύλη και πνεύμα. Και καθένα από αυτά έχει διαφορετική προέλευση, σύσταση και προορισμό. Η ψυχή είναι 'πνοή Θεού' και άϋλη, πλασμένη 'κατ'εικόνα και ομοίωσιν Θεού', το σώμα είναι κτιστόν, υλικόν και μ' αυτό, και ως προς αυτό ο άνθρωπος είναι χοϊκός".
19. Πρβλ. τα λόγια που βάζει στο στόμα του Θεού ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: "Έπλασα το χώμα και το έκανα σώμα, κι εμφύσησα ψυχή όχι από την ουσία μου, αλλά από τη δύναμή μου" ("'Ἔπλασα τόν χοῦν εἰς σῶμα, ἐνεφύσησα ψυχήν τε οὐκ ἐκ τῆς ἐμῆς οὐσίας, ἀλλ' ἐκ τῆς ἐμῆς ἰσχύος"). Συμεών Νέος Θεολόγος, Ύμνοι 53, 90-93, SC 196, 218.

20. John Breck, The Sacred Gift of Life. Orthodox Christianity and Bioethics, εκδ. St Vladimir's Seminary Press, New York 2000 σ. 140, 198. Πρβλ. παραπάνω, την υποσημείωσή μας 10. Βλ. και τις διερωτήσεις του Χρήστου Γιανναρά, Το Ρητό και το Άρρητο. Τα γλωσσικά όρια ρεαλισμού της μεταφυσικής, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1999, σσ. 104-105. Χαρακτηριστική της δυσκολίας που προαναφέραμε είναι, σε πολλά θεολογικά μελετήματα, η ασυνεπής χρήση των όρων "κτιστός" και "άϋλος", η δεσποτεία της ουσιοκρατικής κατανόησης του ανθρώπου και η επιβίωση μιας "ανθρωπολογίας των συστατικών", η οποία και την εσχατολογική πραγμάτωση του ανθρώπου παραθεωρεί, και συχνά συνεχίζει την δίχως νόημα αντιδικία με τη θεωρία της εξέλιξης. Για το αντίθετο, ότι δηλαδή ο άνθρωπος δεν προσδιορίζεται από το άθροισμα των συστατικών του, αλλά από το μέλλον στο οποίο έχει κληθεί, βλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζώον Θεούμενον.

Προοπτικές για μια Ορθόδοξη κατανόηση του Ανθρώπου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1993. Πρβλ. Athanasios N. Papathanasiou, "Christian Anthropology for a Culture of Peace: Considering the Church in Mission and Dialogue Today", Violence and Christian Spirituality (επιμ. Emmanuel Clapsis), εκδ. WCC Publications – Holy Criss Orthodox Press, Geneva – Brookline 2007, σσ. 86-107.
21. Breck, ό.π., σσ. 140-143. Πρβλ. Αρχιμ. Μακάριος Γρινιεζάκης, Κλωνοποίηση. Ηθικοποινωνικές και θεολογικές συνιστώσες, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2005, σσ. 119-120.

22. Βλ. το διαφωτιστικό μελέτημα του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, Παλαιά Διαθήκη. Αποκρυπτογραφώντας την πανανθρώπινη κληρονομιά, εκδ. Αρμός (σειρά "Σύναξη"), Αθήνα 2008.

23. Βλ. χαρακτηριστικά Γιώργος Γραμματικάκης, Η αυτοβιογραφία του φωτός, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 20052, σσ. 241-288.
24. Συνέντευξή του με τίτλο "Ο πανεπιστήμων", ΒΗΜagazino (ένθετο της εφημερίδας Το Βήμα), τ. 429, Κυριακή 4-1-2009, σσ. 23-24.
25. Paul Lafargue, Οικονομικός Ντετερμινισμός. Αρχή και εξέλιξη των ιδεών της δικαιοσύνης, του καλού, της ψυχής και του Θεού (μτφρ. Αχιλλέα Βαγενά), εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, χ.χ., σσ. 228-229.

26. Paul Davies – Julian Brown (επιμ.), Υπερχορδές. «Η θεωρία των Πάντων» (μτφρ. Ανδρέας Βαλαδάκης), εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα 1989, σ. 245.

27. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι είναι πελώριο λάθος να νομίζεται ότι θρησκευτικές έννοιες όπως "θεός", "πίστη", "κόσμος", "σωτηρία" κλπ σημαίνουν το ίδιο πράγμα σε κάθε θρησκεία. Μια περιδιάβαση στις θρησκείες δύναται να το δείξει αυτό – και μάλιστα χωρίς καν ο ερευνητής να χρειάζεται να συμμεριστεί την πρόταση που καθεμιά κομίζει.

28. Σχετική θεολογική βιβλιογραφία βλ. στο ευσύνοπτο έργο του Ευάγγελου Βαρβαρέσου, Το Μεταφυσικό Πρόσωπο της Φυσικής, εκδ. Κώδικας, Θεσσαλονίκη 2005. Βλ. και τις εύστοχες επισημάνσεις του Νικολάου Μιχαλολιάκου, "Η εντιμότητα των σχέσεων Επιστήμης και Θεολογίας", Ορθοδοξία και Φυσικές Επιστήμες, εκδ. Σαββάλα / Ένωση Ελλήνων Φυσικών, Παράρτημα Ανατολικής Κρήτης, Αθήνα 1996, σσ. 42-45, σχετικά με τον πειρασμό της απολογητικής.

29. Δηλαδή στις νέες θεάσεις που έφεραν οι Σχετικότητα, η Κβαντομηχανική, η Θερμοδυναμική, το Χάος, η Αυτο-οργάνωση της Ύλης, η Πολυπλοκότητα κλπ.
30. Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση (μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης), εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988, σσ. 131-142.

31. Iain Hamilton Grant, "Catastrophe Theory", The Routlege Companion to Postmodernism (επιμ. Stuart Sim), εκδ. Routledge, London – New York 20052, σ. 183. Anthony McGowan, "Chaos Theory", The Routlege Companion to Postmodernism, ό.π., σσ. 183-184.

32. Jonathan Powers, Φιλοσοφία και Νέα Φυσική (μτφρ. Τάσος Κυπριανίδης – Τάσος Τσιαντούλας), εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1995, σσ. 95-96.

33. Βλ. χαρακτηριστικά Christopher Norris, "Critical Realism and Quantum Mechanics: Some Introductory Bearings", After Postmodernism. An Introduction to Critical Realism (επιμ. José López – Garry Potter), εκδ. The Athlone Press, London – New York 2001, σσ. 119.

34. Πρβλ. τη διάκριση των τριών στάσεων της σκέψης, κατά τον Καστοριάδη: εξήγηση (η οποία είναι το έργο της Φυσικής και της Βιολογίας), κατανόηση (αναζήτηση των νοημάτων που παράγει ο άνθρωπος) και διαύγαση (το έργο της φιλοσοφίας επί παντός του επιστητού, ακόμη και επί της κατανοήσεως). Βλ. Καστοριάδης, Φιλοσοφία και Επιστήμη, ό.π., σ. 48-51. Ο Καστοριάδης, βεβαίως, τη διαύγαση την αναθέτει στη φιλοσοφία και επ' ουδενί στη θεολογία. Το θέμα χρειάζεται, βεβαίως, ιδιαίτερη πραγμάτευση, τολμώ όμως να ψελλίσω εδώ πως ο Καστοριάδης παραβλέπει ότι και η θεολογία (ή η εγκόλπωση της πίστης) ενέχει κριτική λειτουργία, καθόσον σχετίζεται με την επιλογή προσανατολισμού, όπως έχουμε προαναφέρει.

35. Ilya Prigogine, Οι νόμοι του χάους (μτφρ. Πασχάλης Α. Χριστοδούλου), εκδ. Τραυλός, Αθήνα 2003, σ. 98, 97. Πρβλ. και Ilya Prigogine – Isabelle Stengers, Τάξη μέσα από το Χάος (μτφρ. Μ. Λογιωτάτου), εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1986.
36. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σσ. 16, 25.

37. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σ. 17.

38. Γεωργίου Π. Παύλου, «Επιστήμη, Γνώση και Άνθρωπος», Ορθοδοξία και Φυσικές Επιστήμες, ό.π., σ. 140.

39. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σ. 102.

40. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σσ. 99, 109. Πρβλ. Stephen W. Hawking, Το Χρονικό του Χρόνου (μτφρ. Κωνσταντίνος Χάρακας), εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα (1988), σ. 227.

41. π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας (μτφρ. Παν. Κ. Πάλλη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 243. Βλ. σχετική ανάλυση στο Θανάση Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2008, σσ. 95-154.
42. Γρηγορίου Νύσσης, Εις το Άσμα Ασμάτων, 6, PG 44, 885D.
43. Γρηγόριος Νύσσης, Εις το Άσμα Ασμάτων, 6, Patrologia Graeca (στο εξής: PG) 44, 889B· 11, PG 44, 997D· Εις τους Μακαρισμούς 4, PG 1244D-1245A. Μάξιμος Ομολογητής, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1089A-C· 1217A-D· 1112D-1116D. Γρηγόριος Παλαμάς, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2.2.11, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα (επιμ. Π. Χρήστου), τ. 1, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 517. Πρβλ. πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε, "Εισαγωγή", Φιλοσοφικά και Θεολογικά Ερωτήματα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού (μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής), εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1978, σσ. 21-23.

44. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σ. 96.

45. Καστοριάδης, Φιλοσοφία και Επιστήμη, ό.π., σ. 53.

46. Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης, "Κοινωνία και Ετερότητα" (μτφρ. Διον. Γούτσος – Θαν. Ν. Παπαθανασίου), Σύναξη 76 (2000), σ. 14. Βλ. και John D. Zizioulas, Communion and Otherness. Further Studies in Personhood and the Church, εκδ. T. & T. Clark, London – New York 2006, σσ. 40, 220.
47. Κορνήλιος Καστοριάδης, "Κοινωνική Δημιουργία και Πολιτική" (μτφρ. Ρύσπος), Κριτική Αριστερά (συλλογικό), εκδ. Imago, Αθήνα 1984, σ. 70. Για τη συζήτηση περί ανορθολογικότητας του Καστοριάδη, βλ. ενδεικτικά Γιώργου Ν. Οικονόμου, "Φαντασία και λόγος στον Καστοριάδη", Νέα Κοινωνιολογία 43 (2006-07), σσ. 136-144.

48. Κορνήλιος Καστοριάδης, "Νεοτερική επιστήμη και φιλοσοφική ερώτηση", Τα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου (μτφρ. Ζήσης Σαρίκας), εκδ. Ύψιλον / Βιβλία, Αθήνα 1991, σσ. 181-265.

49. Βλ. χαρακτηριστικά τα μελετήματα των Roger Penrose και Igor Aleksander στο συλλογικό έργο From Brains to Consciousness? Essays on the New Sciences of the Mind (επιμ. Steven Rose), εκδ. Penguin Books, London 1998, σσ. 169-171, 193. Πρβλ. και το κείμενο του Wilhelm Ostwald στο Heisenberg, ό.π., σσ. 125-131.

50. Πρβλ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Δημιουργία και Απολύτρωση (μτφρ. Παν. Πάλλη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 55. Ο π. Αρσένιος Μέσκος είχε δίκιο όταν σημείωνε πως "… δεν μπορούμε να διαγράψουμε το γεγονός ότι είμαστε στο 2002 και είμαστε πια σε θέση να γνωρίζουμε πόσο μεγάλη ψευδαίσθηση είναι η ιδέα της απόλυτης ελευθερίας" (βλ. π. Αρσένιος Μέσκος, Ο Πλανήτης της Θεολογίας, Ι. Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Σοχός 2002, σ. 131), φρονώ όμως ότι η παραδοχή αυτή αποτελεί, όπως δείχνει ο Φλωρόφσκυ, εγγενή αξίωση της θεολογίας.

51. Πρβλ. την κριτική μου για το βιβλίο του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Το Σώμα του Ζώντος Χριστού. Μια Ορθόδοξη Ερμηνεία της Εκκλησίας (μτφρ. Ι. Κ. Παπαδόπουλος, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1999), στο περιοδικό Σύναξη 75 (2000), σ. 110.
52. Ο Θεός, λέει ο Μάξιμος, είναι η αιτία των πάντων, κι όμως μπορούμε άνετα να δεχόμαστε "πιο πολύ ν' αποδίδεται σ' αυτόν, σαν συγγενικότερο προς τη φύση του, το μη είναι, επειδή υπερβαίνει το είναι". "Γιατί είναι απλή κι άγνωστη κι απρόσιτη σ' όλους η ύπαρξή του και ανερμήνευτη ολότελα και πέρα από κάθε κατάφαση κι απόφαση". Μυσταγωγία, ό.π., 103 και 105 αντίστοιχα. Πρβλ. τον διεισδυτικό Χρήστο Γιανναρά, Το Ρητό και το Άρρητο, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1999, σσ. 223.

53. Παύλου, ό.π., σ. 141.

 

ΠΗΓΗ: [Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 769-788], http://parathemata.blogspot.com/2009/11/blog-post_12.html