Αρχιτεκτονικός Κανιβαλισμός στην Αθήνα (2009-07-23)
Του Νίκου Στέλ. Σαλίγκαρου*
Μεγάλωσα στην Αθήνα. Η οικογένειά μου έμενε στο παλιό μέρος της πόλης, κοντά στο κέντρο. Σαν μικρό παιδί συνήθιζα να παίζω και να περπατώ στα ιστορικά κομμάτια της πόλης, δίπλα σε αρχαιολογικές τοποθεσίες. Όλα τα παραπάνω με καθόρισαν σαν χαρακτήρα και γενικότερα σαν άνθρωπο. Στη μάχη του 1826 ο πρόγονός μου Άγγελος Σαλίγκαρος πολέμησε πάνω στο βράχο της Ακρόπολης για την υπεράσπισή της. Είναι, λοιπόν, βαθύς ο πόνος σήμερα, παρακολουθώντας τους Αθηναίους να καταστρέφουν με ζήλο τον αρχιτεκτονικό και αστικό χαρακτήρα της Αθήνας στο όνομα μιας υποτιθέμενης μοντερνοποίησης.
Το μεγαλύτερο μέρος της παλιάς πόλης έχει ήδη αποτελέσει θύμα του μεταπολεμικού κύματος δόμησης, που αντικατέστησε τα παλιά σπίτια με αυλές με απαίσιες πενταόροφες πολυκατοικίες. Εκτός από τα ελάχιστα νεοκλασικά, τα οποία κτίστηκαν κατά το τέλος του 19ου αιώνα και στην αρχή του Β' Παγκοσμίου πολέμου (Salingaros, 2005), είναι πολύ δύσκολο να βρει κάποιος, σήμερα, ακόμη και ένα παράδειγμα σπιτιού με αυλή, του οποίου η τυπολογία πηγαίνει πίσω στην αρχαία Ελλάδα (στη συνέχεια μεταδόθηκε μέσω της Ρώμης στον Ισλαμικό κόσμο και την Ισπανία, έπειτα στον Νέο Κόσμο, μέχρι στην Καλιφόρνια κατά τη δεκαετία του 1920).
Όπως πολλές άλλες χώρες στον κόσμο, έτσι και η Ελλάδα αντιμετωπίζει έναν αρχιτεκτονικό κανιβαλισμό καθοδηγούμενο από την εφόρμηση μιας νέας αδίστακτης κοσμοθεώρησης, που προσπαθεί να υποκαταστήσει την παράδοση, τον πολιτισμό ακόμη και τη θρησκεία ενός έθνους. Όμως δεν έχει επιβληθεί από κάποια εισβολή ξένης στρατιωτικής δύναμης (εκτός αν κάποιος θεωρήσει, όπως πολλοί κάνουν, τη παγκοσμιοποίηση και τα διεθνή ΜΜΕ ως ύπουλες δυνάμεις κατοχής): ο αρχιτεκτονικός κανιβαλισμός αποτελεί έναν είδος εμφυλίου πολέμου. Μερικοί Έλληνες έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου και καταστρέφουν την ίδια τους την κληρονομιά: προσπαθούν απεγνωσμένα να συμβαδίσουν σύμφωνα με το cult του μοντερνισμού.
Φανατισμένοι ιδεολόγοι, καθοδηγούμενοι από πρότυπα αποξένωσης και αξίες καθόλου ανθρώπινες, βεβηλώνουν την πόλη και την ιστορία της Αθήνας. Πρόθυμα συνεργάζονται, προδίδοντας την κληρονομιά τους και ασπάζονται την εισαγόμενη από την Ευρώπη και τις HΠΑ μοντέρνα τάση για αρχιτεκτονικό μηδενισμό (cult of architectural nihilism). Αν και ένα μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου αρχίζει να αποστρέφεται αυτή την εφιαλτική περίοδο της αρχιτεκτονικής και του ουρμπανισμού (Salingaros & Masden, 2007), κάποιοι στην Ελλάδα με περηφάνια την προωθούνε. Ως συνήθως λίγο πίσω από τους καιρούς, αυτές οι ομάδες προσπαθούν να αναπληρώσουν τον «χαμένο χρόνο» υπηρετώντας φανατικά αυτό το cult.
Το νέο μουσείο της Ακρόπολης, που πρόσφατα ολοκληρώθηκε, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της προαναφερόμενης cult αρχιτεκτονικής. Απειλεί με κατεδάφιση δυο προστατευόμενα νεοκλασικά και art deco κτίρια, με την αιτιολογία ότι εμποδίζουν τη θέα προς τον ιερό βράχο (1). Είναι προφανές ότι η κατεδάφισή τους θα πλήξει σοβαρά την ιστορική αστική υπόσταση της Αθήνας. Υπάρχει μια γενική κατακραυγή, ενώ την ίδια στιγμή η κυβέρνηση προχωράει ατάραχη τις διαδικασίες για τη σταδιακή κατεδάφιση των κτιρίων. Θα ήθελα, εδώ, να απεμπλακώ από τα προσωπικά μου συναισθήματα (απολύτως δικαιολογημένα) και να εξαπολύσω μια αιχμηρή επίθεση στους αυτουργούς αυτής της «τραγωδίας».
Τα κτίρια αυτά, αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, βρίσκονται στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου στα νούμερα 17 και 19. Το ένα είναι νεοκλασικό (του 1890) και το άλλο περισσότερο art deco (του 1930). Ο αρχιτέκτονας Νίκος Καρύδης, γοητευμένος ειδικά από το κτίριο του αριθμού 17, σχολιάζει: «αυτό το φανταστικό κλασικό και art nouveau τετραώροφο οίκημα του Κουρεμένου, με τα αξιοθαύμαστα γλυπτά τοποθετημένα εκατέρωθεν της εισόδου, καθώς και με την πανέξυπνη χρήση του μαρμάρου στην πρόσοψη αποτελεί ένα από τα καλύτερα κτίρια της Αθήνας». Την περίοδο στο καλοκαίρι του 2007 που όλη σχεδόν η Ελλάδα μαστιζόταν από την πύρινη λαίλαπα που απειλούσε ακόμη και την αρχαία Ολυμπία (δηλαδή, ακριβώς τη χρονική στιγμή που η εθνική προσοχή ήταν στραμμένη αλλού), η νομική προστασία των δύο αυτών κτιρίων άρθηκε. Αυτή η διαδικασία θυμίζει τον απροσδόκητο αρχαιολογικό αποχαρακτηρισμό του χώρου του νέου μουσείου, έτσι ώστε να επιτραπεί η εκσκαφή των θεμέλιων στηλών. Πολλοί απλοί πολίτες δηλώνουν την αποστροφή τους από τους πολιτικούς χειρισμούς που ακολούθησαν το εγχείρημα. Πολυάριθμες αγωγές λάβανε χώρα εξ αιτίας μιας σειράς τέτοιων, κατά τα φαινόμενα, «ανώμαλων» διαδικασιών. Παρόλ'αυτά τα πάντα «τακτοποιήθηκαν» από τις δύο διαδοχικές κυβερνήσεις.
Θα ήθελα, άμεσα, να συγκρίνω το νέο μουσείο της Ακρόπολης με τα δύο αυτά ιστορικά κτίρια που απειλούνται με κατεδάφιση. Παρά τις ασυγκράτητες δηλώσεις θαυμασμού από τους υποστηρικτές του, το κτίριο του μουσείου έχει αμελητέα αρχιτεκτονική αξία: απουσιάζει η συνεκτικότητα και η λογική, έχοντας σχεδόν μηδενική αρχιτεκτονική ζωή (Salingaros, 2006). Αποτελεί ένα τυπικό προϊόν ντεκονστρουκτιβισμού (deconstructivism), μολονότι δεν είναι περισπειρωμένο και συστρεμμένο όπως τα πιο ακραία παραδείγματα αυτού του στυλ. Εν αντιθέσει με τα δύο απέριττα διαβαθμισμένα κτίρια τα οποία ενσωματώνουν έναν υψηλό δείκτη αρχιτεκτονικής ζωής. Αυτή η «ζωή» είναι αυτό που διαισθητικά οι θεατές αντιλαμβάνονται, και για αυτό η συγκεκριμένη περιπατική διαδρομή, περνώντας μπροστά από δύο τέτοια κτίρια και αντικρίζοντας την Ακρόπολη, είναι από τις πιο ευχάριστες διαδρομές στον κόσμο.
Ο κριτικός των New York Times προσπάθησε να δικαιολογήσει αυτή την αρχιτεκτονική «τραγωδία» (το ΝΜΑ) αποκαλώντας την «ένα εντυπωσιακό επίτευγμα: ένα κτίριο το οποίο είναι τόσο ένας διαφωτιστικός διαλογισμός πάνω στον Παρθενώνα όσο μια μαγευτική δουλειά αυτή καθεαυτή» (Ouroussoff, 2007). Πώς μπόρεσε, αναρωτιέμαι, ο κριτικός να γράψει σχεδόν έναν διθύραμβο για το νέο μουσείο; Σίγουρα θα πρέπει να είναι αποκομμένος από συναίσθημα και εμπειρία. Τέτοια θετική κριτική οφείλει να ερμηνευθεί μέσα στο κατάλληλο πλαίσιο. Όπως γράφει ο Νεοϋρκέζος αρχιτέκτονας John Massengale: «σαν τον προκάτοχο του, που τον επέλεξε, ο Ouroussoff είναι ένας ακτιβιστής και υπερασπιστής μιας μικρής ομάδας Starchitects. Για τον Ouroussoff, η ιδεολογία υπερνικά την εμπειρία (Massengale, 2005) … Ο κ. Ouroussoff γνωρίζει ότι ο ρόλος του δεν είναι να αιτιολογεί αλλά να ανυψώνει τους Starchitects (2007a) … Κάπως έτσι εξελίσσονται το πράγματα ενόσω ο εκπρόσωπος τύπου των Starchitects προβάλλει την εγωκεντρική τους ιδεολογία (2007b)». Το cult αυτοενισχύεται.
Η κριτική του John Massengale είναι πολύ πιο οξυδερκής και ειλικρινής: «Το νέο μουσείο της Ακρόπολης του Bernard Tschumi είναι ένα μεγαθήριο εντελώς ασύμμετρο σε σχέση με τα υπόλοιπα κτίρια που διαμορφώνουν τον δρόμο … Το κτίριο του Tschumi είναι ένας ξένος εισβολέας που θρυμματίζει τον χώρο, ξεπροβάλει με μια καθόλου ανθρώπινη κλίμακα και κάνει έναν υπέροχο χώρο τριγύρω να μοιάζει με ένα κοινότυπο, ανιαρό τοπίο ανάπτυξης. Αν τα δύο κτίρια καταστραφούν, η συνεχής «βιαιοπραγία» έναντι της ιδιαιτερότητας του μέρους θα προκαλέσει ακόμη περισσότερη ζημιά στην Αθήνα από την απώλεια ενός όμορφου κτιρίου» (Massengale, 2007c).
Αυτοί οι λίγοι Έλληνες, υπέρμαχοι της κατεδάφισης των προαναφερόμενων κτιρίων, προσπαθούν να εφαρμόσουν το μοντερνιστικό ιδανικό ενός κτιρίου αποκομμένου από τον περιβάλλοντα χώρο. Η έντονη αντιπαράθεση, λοιπόν, καθοδηγείται επίσης από ιδεολογικά προστάγματα: η αλαζονεία του σύγχρονου κτιρίου/βιτρίνα να τοποθετείται «πέρα» από τα παρακατιανά, παλιά, τριγύρω κτίρια. Ένας Έλληνας αρχιτέκτονας, υποστηρικτής της κατεδάφισης των κτιρίων, ισχυρίζεται ότι: «Η Αθήνα πρέπει να επενδύσει ανεπιφύλακτα στην υψηλή σύγχρονη αρχιτεκτονική και κάτι τέτοιο απαιτεί ρήξεις». Το παραπάνω αποτελεί μια δήλωση μοντερνιστικής τάσης από κάποιον που απορρίπτει την αρχιτεκτονική εναρμόνιση με ανθρώπινο χαρακτήρα, θεωρώντας την απλά ως «νοσταλγία για το παρελθόν». Μην εκτιμώντας την αναζωογονητική αξία της ιστορικής αστικής κληρονομιάς, όποιος έχει τις παραπάνω πεποιθήσεις μπορεί μόνο να την καταστρέψει.
Εξέχουσες προσωπικότητες από την Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο εμφανίζονται σοκαρισμένες από τον σχεδιασμό του νέου μουσείου της Ακρόπολης, το οποίο αρνείται να εναρμονιστεί με τον περιβάλλοντα χώρο: έχει μια υπερσύγχρονη, high-tech εμφάνιση που δεν έχει καμιά σχέση με την μακραίωνη ιστορία της Ελληνικής αρχιτεκτονικής. Πολλοί μένουν έκπληκτοι μπροστά σε αυτόν τον αρχιτεκτονικό κανιβαλισμό που έχει βαλθεί τώρα να κατεδαφίσει και τα δύο κτίρια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Προβληματισμένοι οι παρατηρητές ερμηνεύουν τα γεγονότα σαν ένα δυσνόητο λάθος ή παράβλεψη από τον αρχιτέκτονα του έργου Bernard Tschumi.
Προσωπικά δεν είμαι ούτε μπερδεμένος ούτε έκπληκτος από όλα τα παραπάνω. Ως φαίνεται οι κριτικοί της αρχιτεκτονικής δεν γνωρίζουν τις ρίζες αυτού του κινήματος. Ο ντεκονστρουκτιβισμός είναι μια επιθετική, άγρια, βίαιη αρχιτεκτονική που βασίζεται στον μηδενισμό και αναπαράγεται με συγκεκριμένα μέσα. Δυστυχώς, οι οπαδοί και τα μέσα αυτού του αρχιτεκτονικού κινήματος έχουν παραπλανήσει το κοινό. Πέρα από αυτά, η προτεινόμενη κατεδάφιση των δύο κτιρίων έναντι του νέου μουσείου θα οδηγήσει επίσης στο κόψιμο μια σειράς περήφανων, μεγαλοπρεπών δέντρων. Τίποτα δεν πρέπει να στέκεται μπροστά στο μουσείο! Αυτοί που επέλεξαν τον κ. Tschumi θα έπρεπε να γνώριζαν τι σήμαινε αυτή τους η επιλογή. Κάποιοι αντιλήφθηκαν εξαρχής τι θα συνέβαινε, μα άλλοι ξύπνησαν ξαφνικά αφού το νέο κτίριο είχε ήδη καταβροχθίσει σχεδόν ό,τι υπήρχε τριγύρω.
Ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός (συγγραφέας του βιβλίου «Ζ») ήταν τρομαγμένος: «Ο κ. Τσούμι (Tschumi) επιτίθεται, είναι προκλητικός. Αυτή η τριγωνική εξέδρα, το αίθριο της καφετέριας… είναι ένα βέλος από τσιμέντο που εκτοξεύεται πισώπλατα στα δύο διατηρητέα, σαν να ήθελε να τα γκρεμίσει μόνο με την ορμή του. Είναι άγριο, είναι τριτοκοσμικό. Φυσικά και ταιριάζει με την εκτρωματική σύλληψη του όλου μουσείου. Αλλά τέτοια επιθετικότητα, ανάξια ενός σημαντικού αρχιτέκτονα σαν τον κ. Τσούμι, δεν την περίμενα. Αν ήταν να κατεδαφιστούν τα κτίρια, το βέλος αυτό θα σημαδεύει την ίδια την Ακρόπολη, σαν να θέλει να την γκρεμίσει κι αυτήν. Αυτός είναι ο ποθούμενος διάλογος κύριε Τσούμι με το Μνημείο; Εσύ, Μελίνα, που το ξεκίνησες, θα έκανες τώρα απεργία πείνας ώσπου να ανακληθεί το τόξο-εκδίκηση, το αίθριο της καφετέριας Τσούμι; (Βασιλικός, 2007)».
Συνολικά 25 σπίτια κατεδαφίστηκαν για τη δημιουργία του αναγκαίου χώρου για το νέο μουσείο. Τα δύο εναπομείναντα κτίρια προστατευόταν νομικά. Το αρχικό πλάνο και ο σχεδιασμός διατηρούσαν και σεβόταν τη θέση των δύο αυτών κτιρίων. Τώρα που το μουσείο ολοκληρώθηκε, κάποιος φαίνεται να άλλαξε γνώμη ή σκόπευε να γίνει έτσι από την αρχή. Οι λεπτομέρειες αυτής της αντιπαράθεσης, σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές, μπορούν να αναχθούν σε έναν απλό, πεζό λόγο: μια καλύτερη θέα από το εστιατόριο και την καφετέρια του νέου μουσείου. Προς το παρόν οι πελάτες της καφετέριας αντικρίζουν την πίσω όψη των δύο προστατευμένων κτιρίων, η οποία δεν σχεδιάστηκε με σκοπό να είναι ιδιαίτερα ελκυστική. Ο Ελληνικός τύπος αναφέρει ότι τα προσδοκώμενα έσοδα από το εστιατόριο και την καφετέρια ανατρέπουν τους όποιους ενδοιασμούς για ιστορική διατήρηση.
Η ειρωνεία σε όλα αυτά είναι ότι η Ελληνική κυβέρνηση (για την ακρίβεια δύο διαδοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες, ενώ διαφωνούσαν σε πάρα πολλά θέματα, άσκησαν έντονη πίεση για να κτιστεί το νέο μουσείο της Ακρόπολης) ίσως βάζει σε σοβαρό κίνδυνο τη φήμη του νέου μουσείου. Πέρα από τις παθιασμένες δηλώσεις για προώθηση ενός αρχιτεκτονικού και πολιτιστικού διαφωτισμού με το υπερσύγχρονο μουσείο της Ακρόπολης, κάποιοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι όλο αυτό εστερνίζεται μία παράλογη και εφήμερη αρχιτεκτονική μόδα που καταστρέφει την ανεκτίμητης άξιας εθνική κληρονομιά. Πώς θα κρίνει, λοιπόν, η ιστορία αυτές τις κυβερνήσεις, που στο παρελθόν γκρέμισαν κτίρια ιστορικής αξίας στο όνομα ενός εκκεντρικού αρχιτεκτονικού μοντερνισμού;
Αξίζει να αναλύσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αρκετά λογικά και καλοπροαίρετα άτομα οδηγήθηκαν σε τέτοιο καταστροφικό παραλογισμό. Στο κάτω-κάτω αυτοί οι άνθρωποι είναι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και όχι επαγγελματίες βάνδαλοι. Επιπροσθέτως, το όλο εγχείρημα έλαβε χώρα σε καιρό δημοκρατικής ειρήνης, που σημαίνει ότι οι πολίτες είχαν επαρκή χρόνο για να διαμαρτυρηθούν σε περίπτωση που διαφωνούσαν. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων, εξαπατημένη, υποστήριζε με ενθουσιασμό και θέρμη την ιδέα του νέου μουσείου της Ακρόπολης. Ανάχθηκε σε εθνικό θέμα, λαμβάνοντας την μορφή, ως συνήθως γίνεται σε τέτοιες περιστάσεις, μαζικής υστερίας. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις παρουσίασαν τις παρακάτω προτάσεις στο κοινό (με δικά μου λόγια):
1. Η Ελλάδα χρειάζεται απεγνωσμένα ένα νέο μουσείο για να στεγάσει τα εκθέματα από την Ακρόπολη, καθώς το παλιό μουσείο είναι πολύ μικρό.
2. Ο Bernard Tschumi είναι ένας διεθνούς φήμης, σημαντικός και επιτυχημένος αρχιτέκτονας, εγνωσμένης αξίας και ικανότητας.
3. Οι διάσημοι αρχιτέκτονες είναι επαγγελματίες με βαθιά παιδεία και σέβονται την ιστορία και την αρχιτεκτονική κληρονομιά ενός έθνους.
4. Μόλις το νέο μουσείο της Ακρόπολης είναι έτοιμο, η Αγγλία θα επιστρέψει τα ελγίνεια μάρμαρα που εκθέτονται προς το παρόν στο Βρετανικό μουσείο.
5. Το εγχείρημα αυτό, για το πιο σπουδαίο εθνικό μνημείο, αποτελεί μείζονος εθνικής σημασίας και για αυτό πρέπει να υποστηριχθεί με κάθε δυνατό μέσο.
Το πρώτο σημείο είναι πιθανώς σωστό, ενώ θα διαφωνούσα με το δεύτερο. Οι εντελώς υποθετικές προσδοκίες για τεράστιους αριθμούς επισκεπτών στο νέο μουσείο τείνουν να εκληφθούν ως γεγονότα (δηλαδή χρήματα τα οποία ήδη έχουν εισπραχθεί). Τι κι αν το κτίριο αυτό, σαν άλλα παρόμοιας ντεκονστρουκτιβιστικής αρχιτεκτονικής τάσης, προκαλέσει αρνητικά συναισθήματα στους επισκέπτες; Τι κι αν το «άγριο βλέμμα» του κτιρίου (ένα σχεδιαστικό ελάττωμα το οποίο συναντάται επίσης στο μουσείο Ara Pacis του Richard Meier στη Ρώμη) αποσπά την προσοχή των επισκεπτών από τα εκθέματα; Αυτή η κατά τρόπον θρησκευτική πίστη σε μια ανώτερη αρχιτεκτονική εμποδίζει τη διατύπωση εμπεριστατωμένων κριτικών.
Το τρίτο σημείο αποτελεί ένα ευγενές λάθος που μπορεί να κάνει ο καθένας μη σχετικός με τις σημερινές τάσεις στην αρχιτεκτονική και με την παραπλανητικά αποκαλούμενη «αρχιτεκτονική θεωρία». Στα άρθρα και τα βιβλία μου έχω επιχειρήσει να εξηγήσω τους λόγους που μια τέτοια πρόταση είναι λανθασμένη, στη πραγματικότητα θανάσιμα λανθασμένη. Η εσκεμμένη σύγχυση για το τι είναι διάσημο, καλό και σύγχρονο έχει προκαλέσει σοβαρή ζημιά. Ίσως είναι πιο ακριβές κάποιος να χαρακτηρίσει τους σύγχρονους αρχιτέκτονες ως αντι-αρχιτέκτονες. Δεν τους απασχολεί η αρχιτεκτονική που σέβεται και προσαρμόζεται στις ανθρώπινες ευαισθησίες ή στον τοπικό πολιτισμό, αλλά το μόνο τους ενδιαφέρον είναι η επιβολή του τερατώδους τους «εγώ» πάνω στο κακότυχο κοινό.
Το τέταρτο σημείο είναι ύψιστης σημασίας. Το Βρετανικό μουσείο κατηγορηματικά δήλωσε πως δεν προτίθεται ακόμη να επιστρέψει τα γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Παρά την ξεκάθαρη αυτή δήλωση, η Ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να παίξει ένα «έξυπνο» παιχνίδι φέρνοντας σε δύσκολη θέση την Βρετανική κυβέρνηση με σκοπό την επιστροφή των μαρμάρων. Θα το πετύχαινε αυτό κατασκευάζοντας ένα μουσείο με ειδικά προβλεπόμενο χώρο για τα μάρμαρα. Ενώ το παραπάνω αποτελούσε κατά κοινή ομολογία μια πανέξυπνη κίνηση προπαγάνδας εκ μέρους της Ελληνικής πλευράς, στη πραγματικότητα δεν έχει βάση. Ήταν ένα παιχνίδι μπλόφας στη διεθνή πολιτική αρένα: ένα τέχνασμα βασιζόμενο στη ψυχολογία του εξευτελισμού. Όταν δεν έχεις καμιά διαπραγματευτική δύναμη, τότε προσπαθείς να ντροπιάσεις τον αντίπαλό σου για μια συνθηκολόγηση υπό όρους. Η προπαγανδιστική καμπάνια μέσα στην Ελλάδα ήταν τόσο έντονη που παραπλάνησε σχεδόν τον καθένα, συμπεριλαμβανομένου και τους ενορχηστρωτές της. Μετά από λίγο, μέχρι και οι προπαγανδιστές πίστεψαν τα ψέματά τους.
Τα ελγίνεια μάρμαρα χρησιμοποιήθηκαν σαν δόλωμα για μαζική χειραγώγηση υπέρ της ανέγερσης του νέου μουσείου. Από την αρχή, οι ενορχηστρωτές της χειραγώγησης φρόντισαν να συνδέουν πραγματικότητα με φαντασία, με στόχο τη συνέχιση του εγχειρήματος, κάτι που γίνεται μέχρι σήμερα.
Τώρα φθάνω στο πιο ενοχλητικό σημείο της ιστορίας. Το πέμπτο, κατά σειρά, επιχείρημα παρουσιάζει το νέο μουσείο της Ακρόπολης σαν ένα σημαντικό έργο, στο όνομα του οποίου μπορούσαν να θυσιαστούν τα πάντα. Ένα εθνικό όνειρο – υποστηριζόμενο από το κράτος, έναν διάσημο αρχιτέκτονα και τον κατευθυνόμενο τύπο – νομιμοποίησε και προκάλεσε εγκλήματα ενάντια στην αρχιτεκτονική, την ιστορία και τον πολιτισμό. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, η Ελληνική κυβέρνηση έχει κατηγορηθεί από μερίδα κριτικών για την καταστροφή αρχαιολογικών μνημείων στη περιοχή του νέου μουσείου. Η προετοιμασία των θεμελίων αυτού του νέου κτιριακού ογκόλιθου πικρόχολα χαρακτηρίστηκε ως η «αρχαιολογία της μπουλντόζας». Και όσοι τέθηκαν ενάντια σε αυτό το εγχείρημα κατηγορήθηκαν ως κακεντρεχείς που απεύχονται την πρόοδο.
Ένας Έλληνας σχολίασε επιτιμητικά για τους κριτικούς της καταστροφής του αρχαιολογικού τόπου: « Απευθύνεστε στους ξένους, γράφοντας εις την αγγλικήν, για να δυσφημίσετε την πατρίδα μας και τους Έλληνες. Συνεπώς, όχι μόνον δεν κάνετε καλό, αλλά μεγάλο κακό. Ήδη οι γνωστοί υπηρέτες των αρχαιοκαπήλων λήσταρχων της κληρονομιάς μας, χρησιμοποιούν τις «αποκαλύψεις» σας ως επιχείρημα για να μην επιστραφούν ποτέ τα αρπαχθέντα μέλη του Παρθενώνος στην πατρίδα μας… Λυπούμαι». Ύστερα από ένα συγκεκριμένο σημείο, οι οπαδοί του νέου μουσείου προσπάθησαν να επιβάλλουν σιωπή για το τι γινόταν εδώ: δε θέλουμε να μαθευτεί τίποτα για τις «κτηνωδίες» που λαμβάνουν χώρα με θύματα την αρχαιολογική και αρχιτεκτονική κληρονομιά, γιατί αυτό θα διακύβευε το τέχνασμα της προαναφερόμενης «μπλόφας» διεθνούς χαρακτήρα.
Υπήρχε κάποτε μια εκκλησία στην τοποθεσία, η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου. Σύμφωνα με τα αρχικά πλάνα η εκκλησία θα διατηρούταν ανέπαφη και πέρα από τα θεμέλια του μουσείου. Ώσπου μια μέρα κατεδαφίστηκε. Προ τετελεσμένων γεγονότων! Επικριτές του εγχειρήματος κατάφεραν να βιντεοσκοπήσουν την κατεδάφιση – που έγινε από έναν τεράστιο εκσκαφέα. Δεν υπάρχει καμιά αναφορά της παραπάνω ενέργειας στον τύπο. Δεν γνωρίζω αν αυτό έγινε λόγω αδιαφορίας ή λόγω αυτοεπιβαλλόμενης λογοκρισίας. Το να κατεδαφίζεται μια εκκλησία χωρίς κανένα προφανή λόγο (άλλον από αυτό που σχετίζεται με τον μη συγκερασμό μιας εκκλησίας με μια μεγαλομανιακή σύλληψη ενός νέου μουσείου) είναι αδιαμφισβήτητα ιεροσυλία. Δεν υπήρχε άραγε αντίδραση από την Ελληνική Ορθόδοξη εκκλησία; Δεν κατάφερα να μάθω κάτι σχετικά. Όταν οι κάτοικοι δύο προστατευόμενων κτιρίων ρωτήθηκαν γιατί δεν παραπονέθηκαν ποτέ για το γεγονός ότι παρακείμενα κτίρια έπεσαν θύματα της μπουλντόζας, ομολόγησαν ότι παρέμειναν σιωπηλοί γιατί: «Σεβαστήκαμε το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον».
Βλέπεις την καταστροφή τριγύρω σου και εξαναγκάζεσαι να σιωπήσεις … μέχρι να έρθει η δική σου σειρά … βλέπεις τους νόμους του κράτους να καταπατούνται από αυτούς που υποτίθεται ότι καθήκον τους είναι να τους στηρίζουν … νιώθεις αβοήθητος καθώς αντιλαμβάνεσαι πως η διαμαρτυρία δεν κάνει καμιά διαφορά σε ένα ψυχωτικό κυνήγι ενός υπέρτατου στόχου καθορισμένου από άλλους … Κραυγάζεις για βοήθεια στα κλειστά αυτιά των τοπικών και διεθνών αρχών (σ' αυτές της Νέας Υόρκης συγκεκριμένα) … αυτή η κατάσταση μου φέρνει στο μυαλό περασμένους καιρούς, τότε που η ανθρωπότητα γλιστρούσε στο σκοτάδι. Ακόμη και εκείνα τα χρόνια ο στόχος του αυτουργών ήταν «ευγενής», σε αρμονία με την τρομακτικά κοντόφθαλμη αντίληψη ενός «σπουδαίου εθνικού στόχου». Μετά την καταστροφή τι έπεται; Η εσκεμμένη κατεδάφιση εκκλησιών σήμερα φέρνει συνήθως στο νου καθεστώτα άλλων εποχών, όπως αυτά του Ιωσήφ Στάλιν και Νικολάε Τσαουσέσκου. Ο Στάλιν κατεδάφισε με δυναμίτη τον υπέροχο Καθεδρικό ναό του Ιησού του λυτρωτή του 19ου αιώνα για να εξοικονομήσει χώρο για την ανοικοδόμηση του τερατώδους Παλατιού των Σοβιέτ. Ο Le Corbusier (ένας άλλος Γαλλοελβετός αρχιτέκτονας όπως ο Tschumi) έλαβε συνειδητά, χωρίς καμιά ηθική αναστολή, μέρος στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, μα απέτυχε να κερδίσει την ανάθεση.
Μάλλον ο Θεός ήταν ενάντια σε αυτό το έργο, αφού τα θεμέλια πλημμύριζαν συνεχώς και το προτεινόμενο μοντερνικό (στη πραγματικότητα ολοκληρωτικό στυλ με τη συνηθισμένη κακή χρήση κλασικών στοιχείων) κτίριο δεν μπορούσε να ανεγερθεί. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να κτιστεί στο μέρος ήταν μια τεράστια στρογγυλή υπαίθρια πισίνα (όχι και πολύ πρακτική για αγώνες κολύμβησης). Μετά την πτώση του Σοβιετικού καθεστώτος ο Καθεδρικός ναός του Ιησού του λυτρωτή ξανακτίστηκε όσο τον δυνατόν πιο κοντά στα σχέδια του πρωτότυπου.
Προτείνω πως, ό,τι κι αν επιφυλάσσει το μέλλον στο νέο μουσείο της Ακρόπολης (αναδιαμόρφωση για περισσότερη λιτότητα; Μεταφορά της προβληματικής καφετέριας;), οι επερχόμενες γενιές έχουν την ηθική υποχρέωση να ξανακτίσουν το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου. Αυτό το πολυβασανισμένο κτίριο, όπως ο πολύ πιο σημαντικός του «συγγενής» στη Μόσχα, θα θυμίζει ένα σκοτεινό παρελθόν, όταν οι άνθρωποι ανόητα αγκάλιαζαν μια παραμορφωμένη αντίληψη της αρχιτεκτονικής και του ουρμπανισμού, βασισμένη στην καταστροφή και τη μισαλλοδοξία.
Κοιτάζοντας βαθύτερα στα κίνητρα αυτών που έγιναν – και αυτών που έπονται – μια τρομακτική πραγματικότητα εμφανίζεται. Οι αρχαιότητες, η εκκλησία, τα δύο ιστορικά κτίρια και τα τριγύρω υπέροχα δέντρα ήταν εμπόδια για το εγχείρημα του νέου μουσείου. Τα παραπάνω δεν μπορούν να συνυπάρχουν στη πραγματικότητα κάποιου που έχει μολυνθεί με εικόνες μιας φουτουριστικής μοντερνικότητας: η καταστροφή αυτών είναι μονόδρομος. Μα κάτω από φυσιολογικές συνθήκες δεν καταστρέφουμε οτιδήποτε μας ενοχλεί … χρειαζόμαστε, επιπλέον, την εξουσιοδότηση για να πράξουμε. Όχι μόνο από το κράτος, με τη μορφή ενός νόμιμου εγγράφου (αυτό δόθηκε χωρίς κανένα δισταγμό), αλλά επίσης απαιτείται η ΗΘΙΚΗ εξουσιοδότηση. Η ιδεολογία του ντεκονστρουκτιβισμού (και το κλισέ που την υποστηρίζει) έχει εξισώσει οτιδήποτε ενοχλεί το νέο κτίριο σαν κάτι το υποδεέστερο, το αναλώσιμο, το «θυσιαστέο» έχοντας μηδενική πολιτιστική αξία, σαν ένα εμπόδιο στην ανάπτυξη, κάτι το επιζήμιο στο ευ ζην μας!
Η πραγματικότητα, επομένως, ασκεί πίεση για υποταγή σε μια εξαιρετικά εξαθλιωμένη εικόνα του κόσμου. Το παραπάνω επιβάλλει μια ξεκάθαρη διάκριση αξιών: ό,τι είναι καινούριο, λαμπερό και στη μόδα είναι καλό, ενώ ό,τι διαφέρει από αυτό το ιδανικό (αυθαίρετα καθορισμένο) είναι ανεπιθύμητο – και θα μας ενοχλεί έως ότου εξαλειφθεί.
Είναι τόσα πολλά τα χαμένα σε αυτό το αλισβερίσι, που οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται πως πρόκειται για μια οικτρή συμφωνία. Η Αθήνα ανταλλάσσει αιώνες κληρονομιάς για λίγα λαμπερά ψευτοστολίδια. Γινόμαστε μάρτυρες λίγων ανθρώπων, μαγεμένων από την «αρχιτεκτονική σαν τεράστιο γλυπτό», να μολύνουν τους Αθηναίους με τα μισαλλόδοξα οράματα ενός μηχανοποιημένου μέλλοντος. Αυτή η δηλητηρίαση οδηγεί τους ανθρώπους σε μια κουλτούρα μίσους για το ίδιο τους το παρελθόν. Δεν μπορούν να απολαύσουν την αιώνια όψη της Ακρόπολης, ούτε να ζήσουν την εμπειρία της περιπλάνησης στα μονοπάτια γύρω στον ιερό βράχο, ούτε την εμπειρία της επαφής με το αρχιτεκτονικό παλίμψηστο της ιστορικής Αθήνας.
* Ο Νίκος Σαλίγκαρος είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Τέξας στο Σαν Αντόνιο. Ως θεωρητικός της αρχιτεκτονικής και ως Αθηναίος, ο κ. Σαλίγκαρος γράφει για το νέο μουσείο της Ακρόπολης και λαμβάνει μέρος στη συζήτηση σχετικά με την κατεδάφιση των δύο προστατευόμενων ιστορικών κτιρίων επί της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
http://www.greekarchitects.gr/index.php?act=profile&tab=2&auth=32
(1) ΣτΜ: Σύμφωνα με τον γνωστό μουσικοσυνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου, στον οποίο ανήκει το ένα από τα δύο υπό κατεδάφιση νεοκλασικά, η κυβέρνηση προβληματίζεται γιατί τα κτίρια εμποδίζουν τη θέα στην Ακρόπολη από το εστιατόριο του μουσείου. Σύμφωνα με το ηλεκτρονικό δημοσίευμα των Sunday Times, ο Vangelis κατηγόρησε την κυβέρνηση για «αρχιτεκτονική τρομοκρατία».
Αναφορά: Campbell, M. "Vangelis Papathanassiou fights Greek gods of demolition". The Sunday Times,
http://www.timesonline.co.uk/tol/news/world/europe/article2891014.ece. ανακτήθηκε 30/6/09.
Αναφορές
JOHN MASSENGALE (2005) "Nicolai Ouroussoff: Blinded by Ideology", Veritas et Venustas (28 Ιούνη).
JOHN MASSENGALE (2007a) "Funny, you don't look Blueish", Veritas et Venustas (8 Σεπτέμβρη).
JOHN MASSENGALE (2007b) "A Sign of the Times", Veritas et Venustas (22 Σεπτέμβρη).
JOHN MASSENGALE (2007c) "It's The Place, Stupid!", Veritas et Venustas (23 Νοέμβρη).
NICOLAI OUROUSSOFF (2007) "Where Gods Yearn for Long-Lost Treasures", The New York Times (28 Οκτώβρη).
NIKOS A. SALINGAROS (2005) "Towards a New Urban Philosophy: The Case of Athens", Chapter 20 of: Shifting Sense – Looking Back to the Future in Spatial Planning, Edited by Edward Hulsbergen, Ina Klaasen & Iwan Kriens (Techne Press, Amsterdam), σελίδες 265-280.
http://www.greekworks.com/content/index.php/weblog/extended/city_of_chaos1/ και httpwww.greekworks.com/content/index.php/weblog/extended/city_of_chaos/
NIKOS A. SALINGAROS (2006) A Theory of Architecture, Umbau-Verlag, Solingen, Germany. Διανομή στις ΗΠΑ
http://www.isi.org/books/bookdetail.aspx?id=d8b29294-beb6-4b7e-9f8a-c8a87cf24da7. Διανομή στην Ευρωπη
http://books-on-demand.dk/index.php?id=296&objk_id=197187.
NIKOS A. SALINGAROS (2007) Anti-Architecture and Deconstruction, Umbau-Verlag, Solingen, Germany, 2004; 2007. Chapter 10: "The Derrida Virus", αρχικά δημοσιεύθηκε στο TELOS, No. 126 (2003), σελίδες 66-82. Διανομή στις HΠΑ.
http://www.isi.org/books/bookdetail.aspx?id=c71edd71-231d-4fab-92b3-ef2213e92e9e. Διανομή στην Ευρωπη
http://books-on-demand.dk/index.php?id=296&objk_id=148937.
NIKOS A. SALINGAROS & KENNETH G. MASDEN II (2007) "Restructuring 21st Century Architecture Through Human Intelligence", Archnet-IJAR: International Journal of Architectural Research, Τόμος 1, Τεύχος 1, σελίδες 36-52.
http://www.greekarchitects.gr/index.php?catfile=1&newid=111&lang=en
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ (2007) "Καφετέρια Τσούμι", Ελευθεροτυπία (6 Οκτώβρη).
ΠΗΓΗ 1 που γνώρισα το άρθρο: Δεκαπενθήμερο Πανθρακικό έντυπο γνώμης, Αντιφωνητής, φυλ. 276-277, 16 Αυγούστου 2009, σελ. 2.
Αρχική Πηγή 2 (μετάφρασης και αναδημοσίευσης):
Σύμφωνα με τον ίδιο, η φύση του κτιρίου του νέου μουσείου είναι εξ ορισμού καταστροφική, καθώς η αρχιτεκτονική του βασίζεται στο κίνημα του ντεκονστρουκτιβισμού (deconstructivist movement).
English edition>>
(Μετάφραση στα Ελληνικά, Βασίλης Κωστάκης), http://www.greekarchitects.gr/index.php?maincat=2&newid=2332 και
http://www.greekarchitects.gr/index.php?maincat=26&newid=2332&curpage=2
Το πλήρες κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι αυτό:
Architectural Cannibalism in Athens
Nikos A. Salingaros
I grew up in Athens. My family lived in the old part of the city, near the center. As a young boy, I walked and played in the historic regions and archaeological sites. Those places formed my character and being. My ancestor Angelos Salingaros fought on the Acropolis, defending it during the siege of 1826. It thus pains me deeply now when I see Athenians keen to destroy Athens's architectural and urban character, in a frenzy of supposed modernization. Most of old Athens has already fallen victim to a post-war building boom that replaced the old courtyard houses with ugly five-storey apartment blocks. It would be hard today to find in Athens even a single example of the courtyard house, whose typology goes back to ancient Greece (and was transmitted via Rome to the Islamic world and Spain, then to the New World, and to California of the 1920s). A few neoclassical buildings remain, built in the period between the end of the nineteenth century and the beginning of the Second World War, but not many (Salingaros, 2005).
Like so many other countries around the world, Greece is facing architectural cannibalism driven by the onslaught of a new worldview. This worldview is intolerant, substituting and replacing a nation's tradition, culture, and even its religion. But it is not imposed by an invasion of a foreign military force (unless you identify globalization and the international media, as many do, as insidious forces of occupation); architectural cannibalism is a civil war. A few Greeks have been brainwashed to destroy their own heritage. They desperately wish to conform to the cult of contemporariness.
Fanaticized ideologues whose minds are infected with alien images and anti-humanist principles are desecrating the city of Athens and its history. Willing, eager collaborators have betrayed their heritage and embraced the fashionable cult of architectural nihilism imported from Europe and the US. Even as the rest of the world begins to reject that nightmarish period of inhuman architecture and urbanism (Salingaros & Masden, 2007), some individuals within Greece are proud to promote it. Always a little behind the times, this group nevertheless makes up for its lag by showing a proper fanaticism in its willingness to pay homage to the cult.
The New Acropolis Museum is finally finished, a prime example of cult architecture. It is now threatening two protected neoclassical buildings, however, demanding that they be demolished in order to give it a better view of the Acropolis. Their removal will seriously damage Athens's historic urban fabric. There is general outrage in Athens, while at the same time, the present government is calmly proceeding with steps towards an eventual demolition of the previously listed buildings. I would like to focus away from my personal emotions (entirely legitimate), and formulate a sharp attack on the perpetrators, which is sorely needed.
The two buildings in question are numbers 17 and 19 Dionysiou Areopagitou Street, two architectural gems from the 1930s. One is Neoclassical, and the other more Art Deco. Architect Nikos Karydis admires number 17 especially: "The fantastic four storey Classical — Art Nouveau residence by Kouremenos, with its magnificent sculptures flanking the entrance, and its fine proportions and clever use of marble in the façade is one of the best buildings in Athens". This past July, while wildfires were devastating all of Greece and threatening to burn Ancient Olympia (that is, at a moment when national attention was focused elsewhere), the legal protection of these two historic buildings was lifted. This procedure parallels the unexpected declassification of the new museum's site that lifted its archeological protection so as to allow excavation of the foundation columns. Many ordinary citizens are disgusted by the political maneuvers that have followed the project. Numerous lawsuits dogged this museum because of a string of such seemingly "irregular" procedures. But everything has been pushed through regardless, and by both successive governments.
I wish to compare the New Acropolis Museum directly with the two historic buildings that it now threatens with demolition. Despite unrestrained declarations of praise by its supporters, the museum building is of negligible architectural value. It has no coherence, no logic, and near zero degree of architectural life (Salingaros, 2006). It is a typical product of the deconstructivist fashion, albeit not twisted and contorted as the most extreme examples of that style. The two modestly-scaled buildings from the 1930s, by contrast, embody a highly elevated degree of architectural life. That life is what viewers intuitively perceive, and that is why this particular pedestrian walk, passing in front of the two buildings while facing the Acropolis, is among the most gratifying anywhere in the world.
The New York Times architecture critic felt he had to justify this abomination (the New Acropolis Museum) by calling it: "An impressive accomplishment: a building that is both an enlightening meditation on the Parthenon and a mesmerizing work in its own right (Ouroussoff, 2007)". How, I wonder, could the reviewer believe what he has written? He must certainly be dissociated from his feeling and experience. Such effusive praise has to be interpreted within its proper context, as New York architect John Massengale writes: "Like his predecessor at the [New York] Times, who hand-picked him, Ouroussoff is an activist advocate for a small group of Starchitects. For Ouroussoff, ideology trumps experience (Massengale, 2005) … Mr. Ouroussoff knows his is not to reason why, his is to praise Starchitects to the sky (2007a) … And so it goes, while the architecture critic of the New York Times continues working as a press agent for Starchitects and their egocentric ideology (2007b)". The cult is self-reinforcing.
Those few Greek architects who support the demolition of the previously listed buildings wish to implement the modernist ideal of a building disconnected from its surroundings. Thus, the heated debate is also driven by ideology: the arrogance of the contemporary showcase building that needs to stand apart from its "inferior" older siblings. One Greek architectural academic supporting demolition of the older buildings urged that: "Athens has to invest in the highest level of contemporary architecture without reservations, and this demands ruptures". This is a cult statement by someone who dismisses humanistic, adaptive architecture as merely "nostalgia for the past". Failing to appreciate the historic urban fabric's enormous life-enhancing value, anyone holding those convictions can only damage it.
Prominent figures both in Greece and in the rest of the world are apparently shocked by the New Museum's design, which refuses to harmonize with anything in its environment. The design of the new building has an ultra-contemporary high-tech look, so that it relates to absolutely nothing in the long history of Greek architecture. People are also surprised at this manifestation of architectural "cannibalism", which has now exposed the two previously listed buildings to destruction. Puzzled observers interpret these events to be an inexplicable oversight or mistake by the architect, Bernard Tschumi.
I am neither puzzled nor surprised by all of this. It doesn't occur to critics of the design that intolerance and destruction are the defining characteristics of Deconstructivist architecture. Deconstruction is an architecture of aggression carried out by viral means. It is fundamentally nihilistic [Part 10 in this book]. Unfortunately, its cult followers and the architectural media have deliberately misled the public. Not to belabor the point, but the proposed demolition of the two listed buildings would also cut down a row of magnificent four-storey tall shade trees as well. Nothing should stand in front of the Museum! Whoever chose Mr. Tschumi should have known what they were getting. It is meaningless to complain now. Some people understood what the term "cutting edge" really means (literally!), but others only woke up suddenly after this building has devoured everything within reach.
Writer Vassilis Vassilikos (author of the book "Z") was appalled. "Mr. Tschumi attacks and is provocative. This triangular platform, the balcony of the Cafeteria … this open terrace is a concrete arrow aimed at the back of the two protected buildings, as if wanting to tear them down by its sheer vehemence. It is savage; it is from the third world. Naturally, it matches the monstrous conception of the whole museum. But such an aggression, which is unworthy of an important architect like Mr. Tschumi, I never expected. If the protected buildings are demolished, this arrow will then target the Acropolis itself, as if wanting to destroy it as well. Mr. Tschumi, is this the much-desired dialogue with the ancient monument? Oh, Melina [Mercouri], who started this project, you would now be on a hunger strike until they pulled down this arrow of revenge that is the terrace of Tschumi's Cafeteria (Vassilikos, 2007)".
A total of 25 houses were demolished to make space for the new museum. The two neoclassical buildings were legally protected. The original brief preserved these two buildings on the plan, and the design had to respect their position. Now that the museum is complete, however, someone seems to have changed his mind, or was planning to do this from the very beginning. The details of the controversy, according to many observers, can be reduced to a very mundane reason: having a better view from the Museum's cafeteria terrace. At present, the clients of the Museum's cafeteria will have to face the back of the two listed buildings, which were never designed to be particularly attractive. The Greek press is saying that the expected income from tourists lunching at the Museum Cafeteria overrides any concerns for historic preservation.
The irony in all of this is that the Greek Government (actually two successive governments, which, while disagreeing on almost everything else, have exerted their considerable power to build the New Acropolis Museum) could be seriously risking its reputation. Far from promoting architectural and cultural enlightenment through an ultra-contemporary new museum, it could conceivably be accused of embracing a preposterous (and ephemeral) architectural fashion while destroying its priceless heritage. How has history judged those governments who, in the past, demolished their historic buildings so as to impose an idiosyncratic idea of architectural modernity?
It is worthwhile analyzing the conditions under which so many reasonably good people were led to commit senseless acts of destruction. After all, these are government officials, not professional vandals. Furthermore, the project evolved during a peacetime democracy, so there was ample time and opportunity for citizens to complain if they did not agree with what was going on at the time. Sadly to say, a majority of the Greek public was duped into enthusiastically supporting the idea of the New Acropolis Museum. It became a national cause, acquiring a certain degree of mass hysteria that usually goes along with such causes. Successive governments presented the following propositions to the public (in my own words):
Greece desperately needed a new museum to house the antiquities related to the Acropolis, since the old museum is too small.
Bernard Tschumi is an important and accomplished architect, validated by international fame and demonstrated competence.
Famous architects are learned professionals, who are supposed to respect a nation's history and architectural heritage.
England will return that portion of the Parthenon frieze now displayed in the British Museum (known as the Elgin marbles) as soon as a new museum is built in Athens to house it.
This is a prestige project for "the greater national good", which should therefore be supported by all possible means.
Point 1 is probably correct, whereas I would argue with point 2. Glowing projections of huge numbers of visitors to the new museum (totally hypothetical) are treated as ticket receipts already cashed in. I'm not so sure. What if visitors feel psychologically ill in the building, as they do in so many other deconstructivist buildings? What if they cannot focus on the sculptures because of the nasty glare (a basic design defect also present in Richard Meier's Ara Pacis Museum in Rome)? This quasi-religious conviction of superior architectural achievement makes a rational critique next to impossible.
Point 3 represents an honest mistake that anyone unfamiliar with current trends in architecture and what is misleadingly labeled "architectural theory" can make. I have tried to explain in my books and articles why assumption 3 is false; in fact, it is deadly wrong. So much damage has been done by deliberately confusing what is famous, good, and contemporary. In reality, it is more accurate to label the most famous contemporary architects as anti-architects. They are not interested in architecture that adapts to human sensibilities, or to the local culture, but only in imposing their monstrous ego on a hapless public.
Point 4 is crucial here. The British Museum stated categorically that it is not ready to return the Parthenon sculptures to Greece. Despite this clear pronouncement, the Greek government decided to play a "clever" game of embarrassing the British government into giving back the sculptures. It would accomplish this by building a museum with specially designed spaces for their eventual exhibition. While that was admittedly an astute (if chancy) propaganda move, it has absolutely no basis in reality. It was a game of bluff played on the international political arena: a ploy based on the psychology of humiliation. When you don't have any real bargaining power, you can try to shame your opponent into capitulation. The propaganda campaign within Greece was so intense that it misled everyone, including those who initiated it. After a while, even the propagandists believe their own lies.
The Elgin marbles were used as the "hook" to manipulate public opinion into supporting the new museum. From the very beginning, those concerned made sure to link reality with fantasy so as to keep the project moving along, and this game continues today.
Now I come to the most disturbing aspect of the story. Point 5 encapsulates the New Acropolis Museum as an "important" project, for which no sacrifice was too great to make. A shared national dream backed by authority — from the State, a famous architect, and the international sycophantic press — permitted and even urged crimes against architecture, history, and civilization. As already mentioned, critics have accused the Greek government of the destruction of archeological antiquities on the site itself. Preparing the foundations of this massive building was bitterly referred to as "archeology by bulldozer". People who protested against this were labeled as spoilers; as being against progress and the national vision.
One Greek reprimanded the critics who revealed the destruction of the archeological site with these words: "You are writing in English, so as to slander our fatherland and the Greeks … You are doing terrible harm … Already [some people] are utilizing your disclosures as an argument so that the pieces seized from the Parthenon will never be returned to our homeland … I am saddened." After a certain point, promoters of the new museum wished that everyone should submit to a conspiracy of silence about what's happening here. We don't want the outside to learn of the atrocities committed against our archaeological and architectural heritage, because that would jeopardize our game of international bluff.
There was a church on the site, the Church of St. George. It can be seen on the original plans within the region to be preserved, and outside the Museum's foundations. One day it was demolished. Fait accompli! Critics of the project managed to film the destruction — carried out by a giant excavator. There is no mention of this act of barbarism in the press. I don't know if that was due to a lack of interest or to self-imposed news censorship. Demolishing a church for no apparent reason (other than that it doesn't fit into a megalomaniacal conception for a new museum) is an egregious sacrilege. Did the Greek Orthodox Church not object? I have been unable to find out. When the residents of the two protected buildings were asked why they never complained before about the neighboring buildings falling victims to the bulldozer, they confessed that they kept quiet, reluctant to speak up: "We were faithfully supporting the higher public interest."
Seeing destruction around you and being intimidated into silence … until your own turn comes … seeing the nation's laws violated or manipulated by those who are sworn to uphold them … feeling helpless because protest makes absolutely no difference to the obsessive pursuit of a goal set by others … crying out for help but having your pleads silenced by both local and international authorities (in this case from New York) … this situation reminds me of past times when humanity slid into darkness. Surely, even then, the perpetrators' goal was "noble", working according to a frighteningly narrow interpretation of "the greater national good". After the destruction, what happens?
We usually associate the deliberate demolition of churches in our times with the regimes of Joseph Stalin and Nicolae Ceauçescu. Stalin dynamited the superb 19C Cathedral of Christ the Savior to make room for erecting the monstrous Palace of the Soviets. Le Corbusier (another Swiss/French architect, like Tschumi) eagerly took part in the architectural competition without any problems of conscience, but failed to win the commission. Maybe God objected to this project, since the foundations kept flooding, and the proposed modernist building could not be erected. The only thing that could be built on the site was a giant circular open-air swimming pool (not very practical for swimming laps). After the fall of Soviet Communism, the Cathedral of Christ the Savior was rebuilt as closely as possible according to the original plans.
I propose that, whatever the future holds in store for the New Acropolis Museum (remodeling to make it more modest? pulling down the problematic cafeteria terrace?), succeeding generations of Athenians have a moral obligation to rebuild the tiny Church of St. George. This martyred building will, like its much more important brother in Moscow, stand for the memory of a dark past, in which people foolishly embraced a warped idea of architecture and urbanism, founded upon intolerance and destruction.
Digging deeper into the motivations for what happened — and what may still take place — uncovers a frightening reality. The archaeological antiquities, the church, the two 1930's buildings, and the gorgeous trees in front of them were annoying to the project for a new museum. Someone whose reality has been infected by images of a futuristic modernity tells us that they cannot coexist; they have to be demolished. But we don't normally destroy whatever annoys us … we need, in addition, the authorization to do so. Not only from the State as a legal document (and that was provided here without any hesitation), but we also require moral authorization. Deconstructivist ideology (and the clique that supports it) has identified whatever annoys the new building as being beneath human consideration; as expendable; as without cultural value; as an obstacle to progress; as having no reason for existence; as being a detriment to our own wellbeing!
Reality is thus forced to conform to an extraordinarily impoverished vision of the world. That imposes a clear value distinction: what is new, shiny, and fashionable is good, whereas whatever differs from this (arbitrarily-defined) ideal is undesirable — and will continue to trouble us until it is annihilated.
So many things are being lost in this bargain, therefore most people can see that it is a lousy deal. Athens is trading away centuries of its heritage for a few shiny trinkets. We are witnessing a few individuals seduced by "architecture as giant sculpture" infecting Athenians with their intolerant visions of a machine-age future. This mind infection then drives people into a culture of hatred for their own past. They cannot appreciate the timeless patterns of the Acropolis, nor the human experience of walking around the sacred hill and ascending up the path, nor the experience of living in the architectural palimpsest that is historic Athens.
Nikos Angelos Salingaros is a practicing Urbanist and Architectural Theorist, with a foundation as a Scientist and Mathematician. He was born in Perth, Australia of Greek parents in 1952. He obtained a Ph.D. in Theoretical Physics from the State University of New York at Stony Brook, and is now Professor of Mathematics at the University of Texas at San Antonio.
Posted: 20-Nov-07
ΠΗΓΗ: http://www.orthodoxytoday.org/articles7/SalingarosAthens.php
Anti-architecture and Religion.
Nikos A. Salingaros
Department of Mathematics, The University of Texas at San Antonio, San Antonio, Texas 78249, USA.
E-mail: salingar@sphere.math.utsa.edu
Sacred Architecture, Issue 7 (Fall/Winter 2002), pages 11-13.
Part 6 of "Anti-architecture and Deconstruction" (Umbau-Verlag, Solingen, Germany, 2004).
In wanting to explain a cultural mystery — why the world renounced emotionally-nourishing buildings, and instead embraced buildings that literally make us ill — one comes up against severe obstacles. It is not that methods for producing humane buildings are unknown, or that there is a lack of architects to build them; society has made a conscious decision to build what it does. Furthermore, enormous energy is spent in convincing people that our contemporary built surroundings are good, even though almost everyone feels otherwise. There is a basic disconnect between what we feel, and what we are told we ought to feel — or forced to accept. Answers to these questions lead us from architectural theory into social beliefs and systems.
I wish to elaborate an idea that has often been expressed by Neo-traditionalist architects: that all styles are not equivalent in terms of their architectural consequences; some styles have deleterious effects not only on the built environment, but on society as a whole. Contrary to a working assumption accepted eagerly by our contemporary culture, the avant-garde is not harmless. Stylistic pluralism hides a danger because it accepts cults into society, and those cults would like to destroy society.
Within an architectural style, ideas and concepts are tied together that may have no logical relation to one-another. Someone builds a novel-looking structure, then comes up with irrelevant explanations for why the structure looks that way. To ensure success, the architect can link the new style to themes that preoccupy society at that time, promising that its adoption will help to move society forward in the desired direction. Building styles that have evolved over millennia do not suffer from such a dishonesty or logical disconnectedness; it is only hastily put-together styles that are flawed in this manner. A particular style's philosophical underpinning could make some false assertion or statement, yet appear to fit together in a superficially satisfying manner. It is this satisfaction of fit that fools the mind into accepting a stylistic structure; the mind usually does not examine the logical coherence of the whole message. There exists an innate mechanism in the human mind that enables this phenomenon.
Religion provides a structure for meaning.
It is undeniable that the greatest architectural creations of mankind arose as a response to religious fervor; the desire to express in materials what human beings felt towards their Deity and Creator. Cathedrals, Churches, Mosques, and Temples around the world attest to this fact. Enormous investments of human energy went into creating these structures. With few exceptions, they reveal an absolute honesty of expression.
Religion arises out of the necessity to understand a universe that escapes our comprehension because of its profound and ordered complexity. Religion has in the best periods of human civilization acted to complement our scientific understanding of natural phenomena. It can and does seek to provide answers to questions that are too difficult for science to answer. By presenting a set of guidelines and rituals as a balance against the destructive side of human nature, the world's religions have successfully held humanity more or less from collapsing into chaos and barbarism.
All religions are based on worshipping some higher form of order, which means that a key aspect of religion is trying to recreate this order as a geometrical expression using physical materials. This process begins with the House of God and religious artifacts, but certainly does not stop there. In the first religions the creative spirit manifested itself everywhere, and not merely in special locations or in a special type of sacred artifact. Utilitarian objects were made with the same philosophy of striving to represent the complexity and beauty of the universe — as best understood by human beings at that time — in the things we built. Every religious person accepts that God is indeed everywhere, so for millennia we tried to build everything around us according to a higher logic. While this created a tension with the opposing forces of economy, utilitarianism, fashion, etc., this tension prevented our buildings and artifacts from ever being without life.
Religious belief is usually driven (though not with all people) by a need to accommodate oneself to the mysteries of the universe. A religious mythology provides not only rules for everyday conduct; it also gives consolation and stability against the frightening prospect that there is no meaning to life: that life itself might be a random and inconsequential event. A belief system thus gives purpose to our lives. In the same way, architects need a meaning structure for their profession, and, having abandoned traditional values, they will seek it in cults of their own making. Architecture has not yet developed a scientific basis that would obviate the search for meaning within mysticism and irrationality.
French philosophical deconstructivism.
A group of French philosophers started an anti-scientific fashion in the late twentieth century. In a series of writings that make little sense, they claimed that scientific analysis was invalid, and that ways of thought akin to free disassociation are more ethical. Their actual point is impossible to summarize, precisely because it lacks any internal logic. Nevertheless, the end result of this movement is to create a cult of anti-scientific followers, who now question all the scientific achievements of mankind, and indeed any progress achieved through science.
The answer to the inevitable question of how such a bizarre and destructive cult could have arisen in academia lies perhaps in a linguistic phenomenon. Deconstructivism started as a discourse in French academic circles. Those of us who speak french, and who might have read French philosophy, surely know that a gifted intellectual can argue aloud in french, and say very little of substance while appearing to be making profound statements. The French have a long tradition of scholarly discourse which could be shallow in content but linguistically rich in flowery expressions and gestures.
If this hypothesis is in fact correct, it would explain why the original French academic audience was enraptured by the deconstructivist discourses, whereas the texts in English translation make no sense at all. Nevertheless, those texts are read worldwide today — they are part of an established cult whose irrationality forms part of its mysticism.
Deconstructivist architecture.
Deconstructivist architecture can be described as the product of a group of architects creating their own cult by defining a new style of building. The style is easily recognizable as having broken forms, using "high-tech" materials for visual excitement, and intentionally violating the most elementary elements of balance, rhythm and coherence. Their only design tactic is a simple and random morphological gesture that removes sense from form. It is doubtful whether such architects understand the French deconstructivist philosophers (for those writings are in principle not understandable). They do, however, find in them a convenient philosophical underpinning — and a catchy label — to justify their own architectural cult.
Science tries to understand the ordered complexity of the universe. It follows a process of putting together different pieces of insight, obtained by different researchers and by different techniques, into a coherent picture. Sometimes scientists take apart a structure to study its parts, but only so that they can better grasp how the whole works. Deconstruction is the antithesis of this: it is the tearing apart of form just for the fun of it. It destroys the ordered complexity that nature has marvelously synthesized, and from which we ourselves arose. This destruction is quite simply a turning against the evolutionary forces that have created us.
The success of the deconstructivist cult is undeniable, however. Nowadays, the most prestigious architecture schools in the world have opened their doors to deconstructivism, and have hired those architects who have made themselves the prime representatives of this cult. Major corporations, Governments, and even established religious institutions compete for their favors, spending money on alien-looking commissions; large sums of money that could otherwise be used to build structures adapted to human beings and the human spirit. In a most absurd — and ultimately destructive — infatuation with an architectural fashion, the media promote the cult of deconstructivist images, spreading them while lending them respectability.
Finally, evangelical techniques are misused to sell deconstructivist ideas to third-world countries, by falsely linking bizarre forms with technological progress. Countries that buy this idea then foolishly destroy their vernacular, historic, and sacred buildings in order to supposedly attain a higher level of architectural culture. Quite the opposite eventually takes place after the initial excitement has worn off, as scarce resources are squandered in paying for expensive imported materials such as glass and steel. The result of this is an impending ecological disaster the world over. The damage done to our inherited architectural and cultural heritage is immense.
Intolerance for historical and vernacular structures.
In so many instances, a perfectly sound older building has been demolished in order to make place for a much inferior new building. Renovation and adaptation are simply not considered — the vestiges of the past must be erased entirely. And yet, both in terms of structural quality, as well as in their connectivity to human beings, many older buildings simply cannot be duplicated today; they would cost much more to build than clients are used to paying nowadays, and few contemporary architects would even know how to build them. Perhaps this envy, the certain inability to approach the superior architectural standards and achievements of those outside the cult, is what drives their destroyers.
Despite the highly-publicized reaction of the various postmodernist architectural styles against early modernism, they have all retained modernism's intolerance for historical and vernacular structures. As is well known, it is still forbidden to build traditionally, and, when traditional elements are included for whatever reason, they can only appear as "jokes", and not as integral tectonic components. Those few contemporary architects who do build in more or less traditional styles are viciously attacked by the architectural establishment. If anyone dares to break the twentieth-century taboo against traditional architecture, then that architect risks ending his or her career.
It is no wonder then, that new traditional buildings spark such violent opposition and outrage from within the architectural community. Interestingly, this revulsion is comparable to that felt by ordinary citizens when confronted with bizarre deconstructivist structures, which in that case is driven by our built-in ("hard-wired" or biologically evolved) instincts for order. As a result of their training, most architects today consider traditional architecture as "impure", and that part of their professional duty is to purify the world through its elimination. In this conception of things, Neo-traditionalist architects are traitors and enemies of the cult.
Even the Church …
It is as if architects formed by 20th century ideals have read Hans Urs von Balthasar's treatise [The Glory of the Lord: Volume I] linking beauty with the love of God — in order to do exactly the opposite. Everything that is natural, beautiful, sacred, and holy is negated, ridiculed, and suppressed; and moreover with a fanatical insistence. Not even the Church itself has been spared. In a remarkable adoption of what is fundamentally unholy, the Church has embraced modernist architecture. The result is that many people do not feel like worshipping anymore in new Church buildings that make them ill. They also question the wisdom of a Church that can no longer equate the beautiful with the Holy.
For many millennia, the highest architectural expression was reserved for the House of God. This is true with all peoples and all religions. It is immaterial whether iconography was allowed or not: where it was, mankind created glorious mosaics, frescoes and paintings; where it was not, we created fantastic polychrome tiles, wood carvings, and carpets for our places of worship. Religious spaces in themselves symbolize by their geometry the highest expression of the love of human beings for their creator. All of this ended abruptly in the twentieth century — not only the creation of enlightened spaces, but also our attachment through architecture to a higher form of order in the universe.
Modernist architects broke up interior space into ill-defined volumes, using broken wall planes and extreme ceiling shapes and angles. A lack of closure (often aggravated by glass walls) destroyed the wholeness of individual rooms. Living spaces were either made cramped by lowering ceilings too far, or uncomfortable by raising the ceiling to two stories. To complement this assault on the user's senses, hard materials, previously reserved for external surfaces, were introduced into internal walls. In a special irony, modernist architects were commissioned to build churches (some of which were deemed unusable by their intended occupants), and to disfigure older churches through so-called "renovation".
We find ourselves at a difficult time in architectural history. It appears (and not only to the author) that the leading academic architectural institutions have adopted a philosophy and practice that represents anti-architecture. Furthermore, universities are teaching this anti-architecture to more than one generation of future architects. Persons outside the field naively expect that architects know what architecture is about, and that the most famous ones are a reliable guide to follow. Yet, nothing could be further from the truth. The discipline has been taken over by a destructive cult. It is not within the power of this short essay to reverse this catastrophic trend, but at least it can raise a warning flag to the rest of the world about an architecture gone crazy.
ΠΗΓΗ: http://zeta.math.utsa.edu/~yxk833/antiarchitecture.html