Αρχείο κατηγορίας Από την καθ’ ημάς Ανατολή

Από την καθ’ ημάς Ανατολή

Ποντιακή διάλεκτος, Τουρκία, ΟΥΝΕΣΚΟ

Η ποντιακή διάλεκτος στην Τουρκία και ο Άτλαντας των γλωσσών της ΟΥΝΕΣΚΟ

 

Του Φάνη Μαλκίδη

 

Μετά την οθωμανική κατάκτηση του Εύξεινου Πόντου, ακολούθησε και ο βίαιος εξισλαμισμός των Ελλήνων. Οι πρώτοι εξισλαμισμοί ελληνικών πληθυσμών του Πόντου σημειώνονται στην περιοχή του Όφεως, ακολουθούν οι περιοχές των Σουρμένων, Αργυρούπολης, Τόνιας και άλλες. Ωστόσο ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων διατήρησαν τη γλώσσα τους, την ποντιακή διάλεκτο και εν μέρει χριστιανική θρησκεία τους κρυφά.

Το Φεβρουάριο του 1856 υπό την πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο Σουλτάνος υπέγραψε το Χάτι-Χουμαγιούν, με το οποίο κάθε Οθωμανός υπήκοος ήταν ελεύθερος να αλλάξει θρησκεία χωρίς να κινδυνεύει η ζωή του. Ωστόσο οι εξελίξεις με την άνοδο των Νεότουρκων και την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν επέτρεψαν διάσωση της γλώσσας, όπως θα έπρεπε καθώς και την μεταστροφή στην αρχική θρησκεία.

 Σύντομα το νεοτουρκικό κίνημα καθώς και το κεμαλικό οργάνωσε τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου καθώς και τη γενοκτονία των Ελλήνων της Θράκης και της Μικράς Ασίας (Ιωνίας), που στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Ο διωγμός του μεγαλύτερου μέρους των ελληνόφωνων του Πόντου ολοκληρώθηκε το 1924 και στον Πόντο έμειναν μόνο οι μουσουλμάνοι Ελληνόφωνοι, αφού η ανταλλαγή των πληθυσμών η οποία ακολούθησε τις διώξεις έγινε με βάση το θρήσκευμα.

Η διάλεκτος των Ελλήνων του Πόντου, η οποία συντηρείται μέχρι σήμερα παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν από την Τουρκία, είναι μια από τις σημαντικότερες ελληνικές διαλέκτους η οποία προέρχεται από τα ελληνιστικά χρόνια, με πλήθος λέξεων προέλευσης από την Ομηρική περίοδο. Σήμερα η ποντιακή διάλεκτος εξακολουθεί να μιλιέται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας όπου κατέφυγαν οι Πόντιοι μετά το διωγμό, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, όπου οι Πόντιοι έφυγαν σαν μετανάστες και φυσικά στην Τουρκία όπου ζουν συμπαγείς ποντιακοί πληθυσμοί. (Ο Ομέρ Ασάν, συγγραφέας του βιβλίου ο Πολιτισμός του Πόντου αναφέρεται σε 300.000 Ποντιόφωνους).

Η πρόσφατη δημοσίευση, με αφορμή την παγκόσμια ημέρα των γλωσσών, από την UNESCO (Η εκπαιδευτική επιστημονική και πολιτιστική οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών) του ψηφιακού διαδραστικού 'Aτλαντα των γλωσσών του πλανήτη σε κίνδυνο (http://www.unesco.org/culture/ich/index.php?pg=00206 ), δημιουργεί νέα δεδομένα για την ποντιακή διάλεκτο. Ο 'Aτλαντας των παγκόσμιων γλωσσών σε κίνδυνο απαριθμεί 18 γλώσσες στην Τουρκία που αντιμετωπίζουν την εξαφάνιση, όπου μεταξύ των άλλων συμπεριλαμβάνεται η ποντιακή διάλεκτος στον κατάλογο των γλωσσών που κινδυνεύουν. Στη μελέτη της UNESCO, ο βαθμός στον οποίο μια γλώσσα αντιμετώπισε την εξάλειψη τέθηκε σε 5 κατηγορίες:

● επισφαλής

●  σίγουρα σε κίνδυνο

● σοβαρά σε κίνδυνο

● αυστηρά σε κίνδυνο

● εξαφανισμένη.

  Η UNESCO αναφέρει σχετικά ότι «Οι γλώσσες είναι εργαλεία αρχής της ανθρωπότητας για την έκφραση των ιδεών, των συγκινήσεων, της γνώσης, των μνημών. Οι γλώσσες είναι επίσης αρχικοί φορείς των πολιτιστικών εκφράσεων και της άϋλης πολιτιστικής κληρονομιάς, ουσιαστικοί στην ταυτότητα των ατόμων και των ομάδων. Η προστασία των διακυβευμένων γλωσσών είναι έτσι ένας κρίσιμος στόχος να διατηρήσει την πολιτιστική ποικιλομορφία παγκοσμίως».

Η Τουρκία όμως αντιδρά στην προσπάθεια διατήρησης της γλώσσας και ανάκτησης της ιδιαίτερης ταυτότητας των Ποντιόφωνων. Οι προσπάθειες εκ μέρους των νέων κυρίως Ποντίων να εκφράσουν με λόγια ή με γραπτά κείμενα την ποντιακή τους διάλεκτο, την ιστορία, την πολιτιστική ταυτότητα αυτού του λαού, βρίσκουν απέναντί τους την Τουρκία.

Στο άρθρο 42 του τουρκικού Συντάγματος αναφέρονται σχετικά τα εξής: «Καμία γλώσσα εκτός από τον Τούρκο δεν θα διδαχθεί ως μητρική γλώσσα στους τουρκικούς πολίτες σε οποιαδήποτε ιδρύματα της κατάρτισης ή της εκπαίδευσης. Οι ξένες γλώσσες που διδάσκονται στα ιδρύματα της κατάρτισης και της εκπαίδευσης και των κανόνων να ακολουθηθούν από τα σχολεία που διευθύνουν την κατάρτιση και την εκπαίδευση σε μια ξένη γλώσσα θα καθοριστούν από το νόμο».

Από την άλλη πλευρά το δίκτυο για την εκπαίδευση και τα ακαδημαϊκά δικαιώματα δηλώνει ότι ενώ το άρθρο 42 άλλαξε τις 9 Αυγούστου 2002 για να επιτρέψει τη «εκμάθηση των διαφορετικών γλωσσών και των διαλέκτων που χρησιμοποιήθηκαν παραδοσιακά από τους Τούρκους πολίτες στις καθημερινή τους ζωή, αυτό το δικαίωμα υπόκειται στους πολυάριθμους περιορισμούς, αφού η εκπαίδευση μητρικών γλωσσών στην Τουρκία είναι περιορισμένη και θεωρείται ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας».

Τους περιορισμούς στην ελευθερία έκφρασης των εξισλαμισμένων Ποντίων που μιλούν σήμερα την ποντιακή διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας και ζουν σήμερα στην Τουρκία, έχει καταγγείλει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και προς τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) το 2002, η μη κυβερνητική οργάνωση «Διεθνής Ένωση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών», με γραπτή έκθεσή της. Επίσης προφορική παρέμβαση στην 58η συνεδρίαση το 2002 της επιτροπής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα έγινε για το ίδιο θέμα και από η μη κυβερνητική οργάνωση «MRAP – Κίνηση ενάντια στο ρατσισμό – για τη φιλία ανάμεσα στους λαούς».

Η μη κυβερνητική οργάνωση περιγράφοντας αυτή την κατάσταση, επιθυμούσε να επιμείνει στην ανυπαρξία ελευθερίας έκφρασης των Ποντίων, στη σημερινή Τουρκία, ενώ η αναφορά έγινε και στη πληροφόρηση για τις συνθήκες ζωής αυτού του λαού, αφού διεθνής κοινότητα οφείλει να γνωρίζει αυτή την κατάσταση. Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στην αναφορά της μη ανωτέρω κυβερνητικής οργάνωσης, οι παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της άρσης της διάκρισης εναντίον αυτού του λαού, αποτελούν ένα βήμα προς τη διαφύλαξη ενός ζώντος πολιτισμού, ο οποίος έχει εμπλουτίσει την ανθρωπότητα.

Η δημοσίευση του Άτλαντα της UNESCO αποτελεί μία σημαντική εξέλιξη για την Ποντιακή διάλεκτο, αφού για πρώτη φορά γίνεται αναφορά σ' αυτήν από όργανο του ΟΗΕ. Μάλιστα η αναφορά αυτή συμπίπτει με την προσπάθεια που γίνεται τα τελευταία χρόνια για διατήρηση της διαλέκτου και ανάκτησης της ταυτότητας ενός πληθυσμού, που βιώνει την τρομοκρατία και τις διώξεις και κάνει καθημερινές εκπτώσεις στην ποιότητα ζωής του.

 

Φάνης Μαλκίδης, 03.03.2009,  malkidis@gmail.com

Μετοχή και ιδιωτεία

Μετοχή και ιδιωτεία

 

Tου Χρήστου Γιανναρά

 

Όταν μιλάμε για ελληνική παράδοση – τότε που λειτουργούσε – δεν εννοούμε μια συλλογική ιδεοληψία, κυρίαρχη ιδεολογία παρατεινόμενη σε διάρκεια αιώνων.

Θα τολμούσα την αποφθεγματική, αλλά όχι αυθαίρετη διατύπωση ότι «παράδοση» για τους Έλληνες ήταν η πείρα που παραδινόταν από γενιά σε γενιά. Και είχε κριτικό χαρακτήρα αυτή η μεταβίβαση πείρας: κάθε γενιά ξεσκαρτάριζε ό, τι περιττό και ανώφελο από τα όσα παραλάμβανε και πρόσθετε τις δικές της εμπειρικές εκτιμήσεις για το αναγκαίο και για την ποιότητα.

Στην ελληνική, λοιπόν, παράδοση ήταν πραγματικά αδιανόητος ο ατομικός, ιδιωτικός χαρακτήρας της μεταφυσικής αναζήτησης. Αυτό συνάγεται καταφανέστατα από τις γραπτές απομνημειώσεις, τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις, τις εθιμικές πρακτικές της παράδοσης. Δυσκολευόμαστε σήμερα να το αντιληφ θούμε, γιατί οι δικοί μας εθισμοί, μαζί με τις εντολές «πολιτικής ορθότητας» που μας επιβάλλει η νατοϊκή Νέα Τάξη πραγμάτων, απωθούν τη μεταφυσική αναζήτηση στο πεδίο του αποκλειστικά ιδιωτικού, της στεγανά ατομικής επιλογής.

Η μεταφυσική σήμερα είναι εξ ορισμού ιδεολόγημα και ψυχολογική μόνο καταφυγή, επομένως ατομική καθαρά υπόθεση. Η κρατική νομοθεσία αναγνωρίζει την ανάγκη των ατόμων να ικανοποιούν τα θρησκευτικά τους ορμέμφυτα, γι' αυτό και προστατεύει ως «δικαίωμα» την οποιαδήποτε (αδιαφοροποίητα) θρησκευτική ιδεοληψία.

Με άλλα λόγια, η σημερινή νομοθεσία και νοοτροπία αποκλείουν καισαρικά τον τρόπο οργάνωσης του κοινού βίου με τον οποίο σημάδεψε κάποτε την πανανθρώπινη ιστορία η ελληνική παράδοση: Αποκλείουν την ελληνική «πόλιν», το «κοινόν άθλημα» του «πολιτικού βίου», τη δημοκρατία ως μετοχή όλων των πολιτών στην πραγμάτωση του «αληθούς».

Στον γεωγραφικό χώρο που ορίζουν οι ακτές του Αιγαίου και το ενδιάμεσο αρχιπέλαγος, γεννήθηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η κριτική σκέψη.

Δηλαδή η ανάγκη να επαληθεύεται η γνώση, να διακρίνεται το σωστό από το λάθος, η πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση, την πλάνη, το ψεύδος. Και «κριτήριον αληθείας» για τους Έλληνες ήταν πάντοτε το «κοινωνείν»: η εμπειρική συμμαρτυρία, ο γλωσσικός συντονισμός της εμπειρίας – «όταν πάντες ομοδοξούσι και έκαστος επιμαρτυρεί».

Με την «πόλιν» και το «πολιτικόν άθλημα» έκαναν οι Έλληνες το άλμα μετάβασης από την «κοινωνίαν της χρείας» στην «κοινωνίαν του αληθούς»:

Η συλλογική συνύπαρξη να μην αποβλέπει πια μόνο ή πρωτευόντως στη χρεία – στον καταμερισμό της εργασίας για την πληρέστερη κάλυψη των βιοτικών αναγκών. Να αποβλέπει κυρίως στην επιδίωξη μίμησης του «όντως υπαρκτού»: του αθάνατου «τρόπου» της λογικής κοσμιότητας και αρμονίας των υπαρκτών. Και αυτή την επιδίωξη την έκαναν οι Έλληνες «γλώσσα», δηλαδή πράξη αποκαλυπτική του στόχου: Γλώσσα θεσμών της «πόλεως», γλώσσα της τραγωδίας, του αγάλματος, της αρχιτεκτονικής – του Παρθενώνα.

 

Η μεταφυσική αναζήτηση για τον Έλληνα ήταν μετοχή, εμπειρία συνάθλησης, κοινωνία λογικών ψηλαφήσεων – όχι ατομική επιλογή και ιδιωτικές «πεποιθήσεις». Στην «εκκλησία του δήμου» συνάζονταν οι πολίτες για να συγκροτήσουν και φανερώσουν την «πόλιν» ως «κόσμον» – κόσμημα «κατά λόγον» τάξεως, αρμονίας και κάλλους. Και στην «εκκλησία τ ων πιστών» συνάζονταν στη συνέχεια οι χριστιανοί Ελληνες για να συγκροτήσουν και φανερώσουν την καινούργια τώρα «πόλιν» της αγαπητικής κοινωνίας της ζωής, τον τρόπο του «όντως υπαρκτού» που τώρα τον ψηλαφούσαν στην υπαρκτική ελευθερία της Τριαδικής Αγάπης.

Με άλλα λόγια, το ζητούμενο της μεταφυσικής αναζήτησης, τόσο για τον αρχαίο όσο και για τον εκχριστιανισμένο Ελληνισμό, δεν ήταν μια υπερβατική πληροφορία, αλλά ένας «τρόπος υπάρξεως»: η εμπειρία, η βίωση του «τρόπου» χάριζε τη γνώση της αλήθειας. Και ο «τρόπος» ήταν πάντοτε κοινωνικός, τρόπος κοινωνίας, μετοχής – κοινωνούμενης εμπειρίας, μετοχικής γνώσης. «Κατά μετοχήν του κοινού λόγου και θείου γινόμεθα λογικοί», έλεγε ο Ηράκλειτος.

Ο δεδομένος τρόπος της λογικής κοσμιότητας του κόσμου ήταν για τον αρχαίο Ελληνα η οδός για την εμπειρική ψηλάφηση της αλήθειας. Και η ελευθερία του τρόπου της ερωτικής αυθυπέρβασης, η αγάπη όχι ως ατομική αρετή, αλλά ως κατόρθωμα ελευθερίας από τον ατομοκεντρισμό της φύσης και της ανάγκης -κατόρθωμα κοινωνίας της ζωής και της ύπαρξης- είναι για τον χριστιανό Ελληνα η οδός εμπειρίας του αληθούς.

Αν είχαν αρκεστεί και οι Έλληνες στην κατασφάλιση των ορμέμφυτων ατομοκεντρικών αναγκαιοτήτων, αν είχαν εκλάβει τη μεταφυσική αναζήτηση σαν ιδιωτική επιλογή και ατομική αρέσκεια, η ανθρωπότητα δεν θα είχε γνωρίσει την πολιτική και τη δημοκρατία: το κοινόν άθλημα να αληθεύει ο βίος. Δεν θα είχε γνωρίσει η ανθρώπινη ιστορία τον Παρθενώνα και την Αγια-Σοφιά, το αρχαιοελληνικό άγαλμα και την εκκλησιαστική Εικόνα, την τραγωδία και την ορθόδοξη λειτουργική δραματουργία.

 

Όμως, η ελληνική παράδοση ήταν έκπληξη και η έκπληξη δεν αντέχεται: Η μεσαιωνική (βαρβαρική τότε) Δύση φρόντισε να τη φέρει στα μέτρα του ορμέμφυτου ατομοκεντρισμού, να την παραχαράξει στα καίρια. Και ο Ελληνισμός, περιθωριοποιημένος ιστορικά, υποτάχθηκε μιμητικά στην παραχάραξη, έπαψε να υπάρχει ως πρόταση ή έκπληξη πολιτισμού. Οι άνθρωποι σήμερα λέμε «μεταφυσική» και εννοούμε ατομικές πεποιθήσεις, ιδεολογήματα και ψυχολογήματα. Λέμε «πίστη» και εννοούμε ιδιοκτησία απόψεων, όχι αγώνισμα εμπιστοσύνης. Λέμε «πολιτική» την εμπορευματοποιημένη μαφιόζικη εξουσιολαγνεία, λέμε «δημοκρατία» τα ολιγαρχικά προϊόντα μαγειρέματος των εκλογικών νόμων και «επικοινωνιακής» διαβουκόλησης ανέγνωμων ψηφοφόρων.

Ο Ελληνισμός έχει ιστορικά τελειώσει, η διαιώνιση του ελληνικού ονόματος από το ελλαδικό κρατίδιο είναι μόνο ντροπή: συσκότιση και διασυρμός μιας πρότασης πολιτισμού με πανανθρώπινη εμβέλεια. Σώζεται, ωστόσο, αλλοτριωμένη η πρόταση προκλητικά περιφρονημένη, αλλά ως ενεργός λαϊκή πράξη, στη δραματουργία και στην ποίηση του λατρευτικού εκκλησιαστικού γεγονότος. Και κορύφωμα των εόρτιων κύκλων αυτού του γεγονότος είναι η Μεγάλη Εβδομάδα – από σήμερα ως και την επόμενη Κυριακή.

Αν κάποιος θέλει να ψηλαφήσει εμπειρικά τη μεταφυσική αναζήτηση ως άθλημα κοινωνίας και όχι ως ιδιωτική αρέσκεια, μπορεί να αξιοποιήσει το λείμμα: Ας ξεχωρίσει μιαν εκκλησιά, όσο γίνεται λιγότερο «εκσυγχρονισμένη». Και να χώνεται εκεί, σε μια γωνιά, εφτά μέρες, πρωί – βράδυ.

Ίσως του χαριστεί η εμπειρία και γεύση της μετοχής.

 

ΠΗΓΗ: Η Καθημερινή, Hμερομηνία δημοσίευσης: 12-04-09,

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_12/04/2009_310911

 

Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τΜτΒ. Το άρθρο αναρτήθηκε με αφορμή τη χτεσινή μέρα της αποχής ρεκόρ για τα ελληνικά δεδομένα και σε ευρωεκλογές και την σταθεροποίησης της τάσης εξ-ευρωπαιοποίησης και σ' αυτό.

Επίσης της μεγιστοποίησης των ποσοστών των «Λοιπών» κομμάτων και γενικά του γυρίσματος της πλάτης στο γερασμένο αντιπροσωπευτικό σύστημα και την μείωση της συμμετοχής στα κοινά του βίου…

Μας μένει όμως η όντως συμμετοχή στην πραγματική αγορά του «δήμου» ως ζητούμενο…

ΓΙΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΠΟΛΕΜΟΙ …

 ΓΙΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΠΟΛΕΜΟΙ  …  Ή  ΓΙΑΤΙ  ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ!

(Μια παρουσίαση με τη βοήθεια 13 χαρτών)

Του TheoTheoreio  (Σωτήρη Καρρά)

1. ΜΙΑ  ΜΙΚΡΗ  ΚΡΟΑΤΙΚΗ  ΛΩΡΙΔΑ  ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ  ΤΕΛΕΙΩΣ  ΤΗΝ  ΒΟΣΝΙΑ  ΑΠΟ  ΠΡΟΣΒΑΣΗ  ΣΤΟ  ΝΕΡΟ

Προσέξτε πως η λεπτή κίτρινη λωρίδα της Κροατίας αποκλείει τελείως την Βοσνία από το νερό. Θυμάστε κανένα πόλεμο μεταξύ των δυο;  Είναι και αυτή μια από τις αιτίες.

Όχι μόνο!  Προσέξτε πως η πολύ μικρή πράσινη γραμμή της Βοσνίας φθάνει μέχρι το νερό και πως μετά η κίτρινη της Κροατίας συνεχίζει.  Που σημαίνει, πιθανώς χρειάζεται διαβατήριο για να περάσεις από Κροατία σε Κροατία.

Συνέχεια

Οι Τελώνες των Ευαγγελίων Ι

 Οι Τελώνες των Ευαγγελίων

Συμβολή στην ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης

 

Του Νίκου Παύλου, Θεολόγου-Καθηγητή Δ. Ε.

 

Εικόνα: Συλλογή φόρων από τελώνες. (Ανάγλυφο του 2ου αι. μ. Χ.)

Στην εποχή του Ιησού, τον 10 αι. μ.Χ., έργο των Τελωνών ήταν κυρίως η είσπραξη των τελών, δηλ. των έμμεσων φόρων. Όπως είναι γνωστό πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους ήταν άδικοι και άπληστοι, ενώ αυτά που συνέλεγαν έπρεπε να ικανοποιούν την κρατική εξουσία που τους είχε παραχωρήσει αυτό το έργο, αλλά και τους ίδιους.

Εξ αιτίας αυτών, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές[i], θεωρούνταν από την κοινωνία της Παλαιστίνης μισητοί και ξένα σώματα, που δεν ανήκαν στους "υιούς του Αβραάμ" κάτι που κυρίως ισχυρίζονταν οι ιουδαϊκές θρησκευτικές παρατάξεις[ii], ενώ εξισώνονταν με τους αμαρτωλούς , τους εθνικούς και τις πόρνες.

Ο Π. Ν. Τρεμπέλας[iii], συνδέει την δυσμενή αντιμετώπιση των τελωνών από τους ευσεβείς Ιουδαίους, με την αργία του Σαββάτου και την επαφή τους με Έλληνες (δηλ. ειδωλολάτρες) εμπόρους την ιερή ημέρα. Όπως γράφει "αι απαιτήσεις του επαγγέλματός των (των τελωνών) καθίστων πρακτικώς αδύνατον την τήρησιν του Σαββάτου (Έλληνες έμποροι διέσχιζον τα σύνορα κατά το Σάββατον και συνεπώς οι τελώναι ώφειλον να ευρίσκονται εκεί κατά την ημέραν ταύτην). Ούτω δε ήσαν εν διαρκεί επαφή μετά του εθνικού κόσμου. Ουδείς ευσεβής Ιουδαίος θα εξέλεγε τοιούτον επάγγελμα".

Παραπλήσια, χωρίς να είναι ακριβώς ίδια, φαίνεται να είναι η θέση του G. B. Caird, ο οποίος συναρτά το κοινωνικό στίγμα των τελωνών με την συνεργασία που είχαν -εξ αιτίας του επαγγέλματός τους- με εθνικούς ανώτερους υπάλληλους και εμπόρους. Παράλληλα και αυτός υπογραμμίζει πως οι άδικοι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν εξασκώντας το επάγγελμά τους (εκβιασμοί ) τους οδηγούσαν στην κοινωνική περιθωριοποίηση[iv].

Πράγματι το επάγγελμα -και πιθανόν η καταγωγή τους, όπως θα φανεί παρακάτω -τοποθετούσε τους τελώνες πολύ χαμηλά στην κοινωνική κλίμακα της Παλαιστίνης. Είναι γνωστό πως ο λαός παρόλη την προφανή οικονομική τους επιφάνεια δεν τους εκτιμούσε, ενώ οι νομοδιδάσκαλοι και οι Φαρισαίοι τους χρησιμοποιούσαν ως παραδείγματα προς αποφυγή. Θεωρούνταν αδιανόητο, όπως συμπεραίνεται από αρκετά χωρία της Καινής Διαθήκης, να τρώει κάποιος μαζί τους στο ίδιο τραπέζι ή να πηγαίνει σπίτι τους, ενώ σε καμία περίπτωση οι ραβίνοι δεν θα δέχονταν έναν τελώνη για μαθητή τους[v], γιατί τότε, εφόσον είχαν τέτοιες συναναστροφές, θα γίνονταν υπαινιγμοί σε βάρος τους, κάτι που συνέβη στον Ιησού, και θα κινδύνευαν να χαρακτηριστούν και αυτοί αμαρτωλοί που δεν τηρούσαν τα καθιερωμένα.

Αυτές οι ενδεικτικές ακραίες εκδηλώσεις σε βάρος των τελωνών είναι δύσκολο να ερμηνευτούν μόνο ως αποτέλεσμα της απληστίας τους και του σκληρού τρόπου με τον οποίο συγκέντρωναν τα οφειλόμενα στην εξουσία. Άραγε στην ιουδαϊκή κοινωνία των χρόνων του Ιησού δεν θα υπήρχαν και άλλες επαγγελματικές ομάδες, οι οποίες εξαιτίας της εργασίας τους, θα φέρονταν με σκληρότητα προκαλώντας το μίσος των πολιτών;

Για παράδειγμα οι στρατιώτες της φρουράς των Ηρωδών, (μεταξύ των οποίων υπήρχαν και άτομα ιουδαϊκής καταγωγής) που, και συνεργάζονταν με τους Ρωμαίους και έπαιρναν μέρος σε αντιδημοφιλείς ενέργειες, σαν τη σύλληψη του Ιωάννη του Βαπτιστή, γιατί να ήταν περισσότερο αποδεκτοί, κοινωνικά και θρησκευτικά απ' ότι οι τελώνες. Ή γιατί να μην εξισώνονται με τους εθνικούς και τις πόρνες αυτοί που ασκούσαν επονείδιστα επαγγέλματα στην Παλαιστίνη[vi], όπως π. χ. οι κάπηλοι και οι έμποροι των καρπών του Σαββατικού έτους. Και τέλος, γιατί να μην θεωρούνται άνθρωποι του Θεού, άτομα όπως ο αρχιτελώνης Ζακχαίος που η συμπεριφορά του φανέρωνε και τις θρησκευτικές του ανησυχίες και την συμπάθειά του, σε λανθάνουσα ίσως μορφή, για τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες του.

Βεβαίως είναι σοβαροί λόγοι, εφόσον ισχύουν, η μη τήρηση της αργίας του Σαββάτου και η συναναστροφή με ειδωλολάτρες υπαλλήλους και εμπόρους ώστε να θεωρηθούν οι τελώνες θρησκευτικά και κοινωνικά απόβλητοι. Τίθεται όμως το ερώτημα: Εφόσον οι ίδιοι ήταν υπεύθυνοι των τελωνείων, δεν θα μπορούσαν, αν το ήθελαν, να σταματούν την εργασία τους αυτή την ημέρα και να ζητούν από τους εμπόρους να περιμένουν την επόμενη για να πληρώσουν τους δασμούς και να περάσουν;

Άλλωστε κανένας δεν θα τους ανάγκαζε να εργαστούν το Σάββατο, αφού οι ίδιοι ως επιχειρηματίες είχαν ενοικιάσει τους φόρους και τους εισέπρατταν πλέον για δικό τους όφελος. Ταυτόχρονα είναι γνωστή η ανοχή που έδειχναν στις θρησκευτικές ευαισθησίες των Ιουδαίων οι Ρωμαίοι επίτροποι και οι Ηρώδες[vii]. Έτσι είναι δύσκολο να δεχτεί κάποιος πως θα διέταζαν τους εισπράκτορες των τελών να συναλλάσσονται την ημέρα της θρησκευτικής αργίας. Τέλος οι τελώνες δεν θα ήταν οι μοναδικοί Ιουδαίοι που θα είχαν συνεργασία με εθνικούς. Οπότε και πάλι αυτοί οι λόγοι δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν την δεινή θρησκευτική τους θέση που περιγράφουν τα Ευαγγέλια.

Άρα συνθετότερα φαίνονται να είναι τα αίτια της κοινωνικής απόρριψης, της απέχθειας και του μίσους που έτρεφαν οι κάτοικοι της Παλαιστίνης για τους τελώνες. Το πιθανότερο -και αυτή η θέση θα υποστηριχτεί στη συνέχεια- είναι πως η αντίδραση εναντίον τους οφείλονταν κυρίως στη θρησκευτική φόρτιση που είχε ο φόρος για τους κατοίκους της Παλαιστίνης. Είναι γνωστό πως για τους Ιουδαίους η απόδοση του φόρου ήταν καθαρά μία θρησκευτική πράξη, που, εκτός των άλλων, ξεκαθάριζε το ζήτημα της κυριαρχίας της άγιας γης. Άλλωστε ένας από τους κύριους λόγους για τον οποίο ξεσηκώθηκαν οι Ζηλωτές, ήταν η αντίδρασή τους στην προσφορά φόρου στον κατακτητή, πράγμα που φανερώνει τη θρησκευτική ιδιαιτερότητά του.

Τέλος, πρέπει να τονιστεί πως οι τελώνες δεν ήταν απαραίτητα αποξενωμένοι από το Θεό και το λαό, όπως τους παρουσίαζαν κυρίως οι Φαρισαίοι. Αυτό το γεγονός αντανακλάται στις μαρτυρίες των Ευαγγελίων και ενισχύεται από την μαρτυρία του Ιώσηπου, ο οποίος στο δεύτερο βιβλίο του " Ιουδαϊκού πολέμου" αναφέρεται στην βοήθεια που προσέφερε ο τελώνης Ιωάννης στην ιουδαϊκή κοινότητα της Καισάρειας την εποχή του Νέρωνα. Συγκεκριμένα έδωσε μαζί με άλλους επιφανείς Ιουδαίους οκτώ τάλαντα στο ρωμαίο επίτροπο Φλώρο (64-66), ώστε αυτός να ευνοήσει τους συμπατριώτες του Ιουδαίους σε διένεξη που είχαν με τους Έλληνες κατοίκους της πόλης[viii].

 

Η θέση των τελωνών στο φορολογικό σύστημα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας

 

Για να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι επαγγελματικές δραστηριότητες των τελωνών και οι λόγοι που ο λαός της Παλαιστίνης τους θεωρούσε παραδείγματα προς αποφυγήν θα πρέπει εδώ, δι' ολίγων, να γίνει αναφορά στο φορολογικό σύστημα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας[ix].

Η φορολογία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν μία υπόθεση που αφορούσε αποκλειστικά τις επαρχίες[x]. Από αυτές εισπράττονταν οι φόροι του κράτους, που ήταν ή σε χρήμα[xi] ή σε είδος (σιτάρι, άλλα τρόφιμα κ. α.[xii]. Κάθε μία από αυτές έπρεπε να δίνει ή το ένα ή το άλλο. Υπήρχαν όμως και επαρχίες, όπως η Αίγυπτος, που υποχρεώνονταν να δίνουν και τα δύο.

Για να πληρώνει μία επαρχία μόνο χρηματικό φόρο στον κατακτητή θα έπρεπε στο έδαφός της να μην υπάρχουν στρατιωτικές μονάδες[xiii], στις οποίες θα καταβάλλονταν ο ανεφοδιασμός τους ή να υπάρχουν ελάχιστες. Η Παλαιστίνη ανήκε σ' αυτή την κατηγορία. Όπως είναι γνωστό, την εξουσία εδώ την ασκούσαν οι φόρου υποτελείς ο εθνάρχης Αρχέλαος και οι τετράρχες που όλοι ανήκαν στην οικογένεια των Ηρωδών, ενώ την Ιουδαία την κυβερνούσε ο ρωμαίος επίτροπος που είχε την έδρα του στην Καισάρεια. Οι Ηρώδες , προφανώς φρόντιζαν για τους δικούς τους στρατιώτες, ενώ στην Ιουδαία υπήρχε ουσιαστικά μόνο η ρωμαϊκή φρουρά που έδρευε στο φρούριο Αντωνία της Ιερουσαλήμ σαν μόνιμη στρατιωτική εγκατάσταση[xiv].

Οι επαρχίες έπρεπε να φροντίζουν για τον εφοδιασμό της Ρώμης με σιτάρι και να παρέχουν τροφή στους αξιωματούχους και τους στρατιώτες. Ταυτόχρονα έπρεπε να δίνουν και μετρητά στα όργανα της αυτοκρατορίας, ενώ μπορούσαν να υπάρξουν και φόροι με ειδική έγκριση του αυτοκράτορα, όπως για παράδειγμα ο φόρος στο Ναό που έδιναν οι κάτοικοι της Παλαιστίνης.

Εκτός από τους άμεσους φόρους σημαντικοί ήταν και οι έμμεσοι που εισπράττονταν υπό τη μορφή δασμών για τα εμπορεύματα που διακινούνταν από μία επαρχί α ή περιοχή της αυτοκρατορίας σε μία άλλη. Ειδικοί χώροι, τα τελωνεία, υπήρχαν γι' αυτό το σκοπό. Ένα τέτοιο, όπως πληροφορούν οι συνοπτικοί Ευαγγελιστές, βρίσκονταν στην περιοχή της Καπερναούμ, στο οποίο έγινε η κλήση του Ματθαίου. Στη Γαλιλαία[xv] φαίνεται να είναι άμεση η εξάρτηση του φόρου από τις παραγωγικές διαδικασίες που σχετιζόταν με τη λίμνη Γεννησαρέτ (αλιεία, συντήρηση αλιευμάτων κοκ.).

(Εικόνα: Η Γαλιλαία τον 1ο αιώνα μ. Χ.)

Συνηθισμένο φαινόμενο ήταν η ενοικίαση των φόρων της αυτοκρατορίας από μεγάλους επιχειρηματίες, τους δημοσιώνες, ή από όμιλο, που τον αποτελούσαν οι τελώνες, αν επρόκειτο για τέλη, των οποίων ήταν χαρακτηριστική η ποικιλία στο ρωμαϊκό κράτος[xvi]. Επικεφαλής τέτοιου ομίλου, που δημιουργούσε μία εταιρεία, ήταν ο αρχιτελώνης. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο Ζακχαίος, που, όπως φαίνεται στο ευαγγέλιο του Λουκά, είχε ενοικιάσει με άλλους συναδέλφους του, τους δασμούς του τελωνείου της Ιεριχώς.

Ο Ματθαίος προτού γίνει μαθητής του Χριστού ήταν τελώνης που ανήκε στον όμιλο επιχειρηματιών που είχαν μισθώσει το τελωνείο της Καπερναούμ. Δουλειά του ήταν η είσπραξη των δασμών για τα εμπορεύματα που διακινούνταν από την περιοχή του Ηρώδη Αντίπα σ' αυτή του Φιλίππου.

Ζητούμενο είναι από ποια αρχή οι τελώνες της Παλαιστίνης ενοικίαζαν τους φόρους. Από τους Ρωμαίους ή από τους τοπικ ούς υποτελείς ηγεμονίσκους; Φυσικά για την περιοχή της Ιουδαίας δεν τίθεται θέμα. Εφόσον εδώ την εξουσία την ασκούσαν οι ρωμαίοι επίτροποι θα είχαν στην δικαιοδοσία τους και τους φόρους, οπότε αυτοί θα τους ενοικίαζαν στους ομίλους των επιχειρηματιών. Όσο για τις άλλες περιοχές οι φόροι ενοικιάζονταν από τους Ηρώδες , οι οποίοι ασκούσαν την εξουσία στο εσωτερικό τους. Άρα οι τελώνες της Γαλιλαίας, και μεταξύ αυτών και ο Ματθαίος, εισέπρατταν τα τέλη, που ενοικίαζαν από τον Ηρώδη Αντίπα.

(Εικόνα: Νόμισμα Ηρώδη Αντίπα με ελληνική επιγραφή)

 

 Οι αντιλήψεις των Ιουδαίων της εποχής του Ιησού για τη φορολογία

 

 Γράφοντας ο ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος για την επανάσταση του Ιούδα του Γαλιλαίου τονίζει μεταξύ των άλλων: "(Όταν έγινε επίτροπος ο Κωπώνιος)… τις ανήρ Γαλιλαίος Ιούδας όνομα εις απόστασιν ενήγε τους επιχωρίους, κακίζων ει φόρον τε Ρωμαίοις τελείν υπομένουσιν και μετά τον Θεόν οίσουσι θνητούς δεσπότας" (Ιουδ. Πόλεμος ΙΙ 118). Δηλαδή ο βασικός λόγος που ξεκίνησε ο αγώνας του Ιούδα και των Ζηλωτών εναντίον των Ρωμαίων ήταν η φορολογία που υποχρεωνόταν να δίνει ο λαός του Θεού στους κατακτητές.

Αυτή η ιδιαίτερη ευαισθησία των Ιουδαίων για τη φορολογία[xvii] είχε καθαρά θρησκευτικό κίνητρο. Σύμφωνα με τις κρατούσες αντιλήψεις που αντικατοπτρίζονται στην παραπάνω μαρτυρία του Ιώσηπου η απόδοση φόρου σε κάποιον σήμαινε πως αυτός αναγνωρίζονταν ως αφέντης και κυρίαρχος. Για το μωσαϊκό νόμο όμως και τους κατοίκους της Παλαιστίνης τέτοιος ήταν μόνο ο Θεός. Σύμφωνα με το Λευιτικόν (25,23) "και η γη ου πραθήσεται εις βεβαίωσιν, εμή γαρ έστιν η γη, διότι προσήλυτοι και πάροικοι υμείς εστέ εναντίον μου".

Δίνοντας λοιπόν εισφορές στο Ναό του Θεού και αυτοί που κατοικούσαν στην Παλαιστίνη και αυτοί που βρίσκονταν στη διασπορά αυτόματα έδειχναν ποιος είναι ο κυρίαρχος : Μόνο ο Θεός και μόνο στο Ναό Του έπρεπε να αποδίδεται ο φόρος που αποκτούσε έτσι έναν θρησκευτικό συμβολισμό. Βεβαίως , μετά από όλα αυτά, είναι αυτονόητη η αντίθεση των παραπάνω θέσεων του Ιουδαϊσμού με την επαχθή φορολογία, που επέβαλλαν οι ρωμαίοι κατακτητές και οι συνεργάτες τους Ηρώδες, την οποία εισέπρατταν έμμεσα μέσω των τελωνών, που ήταν ουσιαστικά τα εκτελεστικά όργανά τους.

Σε τελική ανάλυση το μεγάλο ζήτημα που έθετε ο φόρος ήταν ποιος θεωρείται δεσπότης της Παλαιστίνης ο Θεός ή οι Ρωμαίοι; Αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης το δίλημμα της θεοκρατικής ιουδαϊκής κοινωνίας: Αν πλήρωναν αυτά που ζητούσαν οι κατακτητές αμέσως αναγνώριζαν τους "θνητούς δεσπότας" όπως γράφει ο Ιώσηπος. Κάτι φοβερό για τους ευσεβείς Ιουδαίους που ήταν σχεδόν αδύνατο να αποδεχτούν. Όπως βέβαια δε θα αποδέχονταν με τίποτα και τους εισπράκτορες των οφειλόμενων στη Ρώμη, τους τελώνες, κάτι απόλυτα φυσικό για τη νοοτροπία τους. Ήταν όμως και αδύνατο, όπως είναι φυσικό, να μη πληρώσουν τους φόρους ή τα τέλη στα όργανα – άμεσα ή έμμεσα – της Αυτοκρατορίας. Γι' αυτό το ερώτημα που τίθεται είναι σε ποιον θα ξεσπούσε η οργή και ο θρησκευτικός αποτροπιασμός. Η απάντηση είναι στους τελώνες που ήταν τα εύκολα θύματα, εφόσον – είτε το ήθελαν είτε όχι οι Φαρισαίοι – ανήκαν και αυτοί στην ιουδαϊκή κοινωνία.

Χαρακτηριστικό της ιδιάζουσας θέσης που είχε ο φόρος είναι ο τρόπος με τον οποίο προσπάθησαν να παγιδέψουν τον Ιησού μέλη των θρησκευτικοκοινωνικ ών παρατάξεων. Με σκοπό να τον παραδώσουν στους ρωμαίους τον ρώτησαν αν επιτρέπεται να πληρώνουν φόρο στον αυτοκράτορα. Όπως είναι γνωστό ο Κύριος με την απάντησή του, τους άφησε κατάπληκτους και τους ανάγκασε να φύγουν[xviii].

 

(Εικόνα: Αναπαράσταση του Ναού του Ηρώδη)

Τώρα, όσον αφορά το φόρο στο Ναό, ενδιαφέρον παρουσιάζει το χωρίο Ματθ. 17, 24-27. Εδώ οι ειδικοί εισπράκτορες του ("οι τα δίδραχμα λαμβάνοντες") φτάνουν στην Καπερναούμ και ζητούν από τον Πέτρο να τους πληροφορήσει αν ο Χριστός πληρώνει το φόρο. Μετά από στιχομυθία του αποστόλου με τον Ιησού αυτός δέχεται να δώσει το συγκεκριμένο ποσόν " ίνα δε μη σκανδαλίσωμεν αυτούς" (17, 27). Δηλαδή η μη απόδοση του ήταν αιτία σκανδαλισμού και είναι γνωστό από τις μωσαϊκές διατάξεις[xix], πόση βαρύτητα είχε ένα τέτοιο παράπτωμα, στο οποίο και ο Ιησούς έδινε μεγάλη σημασία (πρβλ. από την επί του Όρους ομιλία: "ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου" Ματθ. 5,29).

Οι μαρτυρίες των Ευαγγελίων για τους τελώνες

Είναι γνωστό πως οι ευαγγελικές αναφορές στους τελώνες περιορίζονται στην αφήγηση των τριών Συνοπτικών. Και εδώ όμως μόνο ο Ματθαίος και ο Λουκάς κάνουν λόγο γι' αυτούς πάνω από μία φορά. Ο Μάρκος ασχολείται μαζί τους μόνο στο επεισόδιο της κλήσης του Λευί και στο τραπέζι που ακολουθεί.

Η αρχική τοποθέτηση των ευαγγελικών χωρίων που αναφέρονται στους τελώνες δεν φαίνεται να είναι διαφορετική από την αντίληψη που είχαν οι Φαρισαίοι και η ιουδαϊκή κοινωνία γι' αυτούς. Και εδώ οι εισπράκτορες των φόρων παρουσιάζονται ως άνθρωποι αμαρτωλοί, μακριά από το Θεό και το νόμο του. Στην εξέλιξη όμως των περισσότερων επεισοδίων φαίνεται η διαφορετική αντιμετώπισή τους από τα Ευαγγέλια: ενώ για τους φαρισαίους δεν υπάρχει καμία περίπτωση σωτηρίας των τελωνών, εδώ όχι μόνο περιγράφονται οι πιθανότητες να σωθούν, αλλά πολλές φορές έχουν ήδη σωθεί.

Δύο φαίνεται να είναι οι βασικές ομάδες χωρίων στα οποία συμμετέχουν τελώνες: στην πρώτη, κυρίως μέσα από λόγια του Ιησού, απηχείται η αντίληψη των ανθρώπων της Παλαιστίνης γι' αυτούς, διαφαίνεται όμως ταυτόχρονα και θρησκευτική δικαίωση αυτής της επαγγελματικής ομάδας. Στη δεύτερη, μέσα από σειρά επεισοδίων παρουσιάζεται η συναναστροφή τους με τον Ιησού και οι συνέπειες που φέρνει αυτή. Είναι γνωστό πως γίνεται αφορμή ώστε να του αποδοθούν κατηγορίες από τις θρησκευτικές παρατάξεις της Παλαιστίνης. Τέλος η διήγηση για τους τελώνες που πηγαίνουν να βαπτισθούν από τον Ιωάννη και ο τελώνης της γνωστής παραβολής του Λουκά θα πρέπει να τοποθετηθούν ξεχωριστά από τις παραπάνω ομάδες,

Στη συνέχεια παρατίθενται τα σχετικά με τους τελώνες ευαγγελικά χωρία ανά ευαγγελιστή και ομάδα.

Για διευκόλυνση η πρώτη ομάδα συμβολίζεται με το Α, η δεύτερη με το Β και οι δύο μεμονωμένες περιπτώσεις με το Γ.

Ματθαίος:

5, 43-48.Οι τελώνες αγαπούν μόνο όσους τους αγαπούν Α

9, 9-13.Η κλήση του Ματθαίου και το φαγητό με τους τελώνες Β

10, 3. Ένας από τους μαθητές: Ματθαίος ο τελώνης Β

11, 19. Ο Υιός του Ανθρώπου κατηγορείται πως συναναστρέφεται με τελώνες Β

18, 17. Ο τελώνης είναι εξομοιωμένος με τους ειδωλολάτρες Α

21, 31-32. Οι τελώνες και οι πόρνες θα εισέλθουν πριν από τους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους του λαού, στη Βασιλεία του Θεού, γιατί πίστεψαν στον Ιωάννη το Βαπτιστή Α

Μάρκος:

2,13-17. Η κλήση του Λευί και το τραπέζι με τους τελώνες Β.

 

Λουκάς:

3, 12-13.Οι τελώνες στον Ιωάννη Γ

5, 27-32. Η κλήση του Λευί και το τραπέζι με τους τελώνες Β.

7, 29-30. Ακόμη και οι τελώνες – σε αντίθεση με τους Φαρισαίους και τους Νομοδιδασκάλους -βαπτίζονται από τον Ιωάννη Α

7, 34. Ο Υιός του Ανθρώπου κατηγορείται για συναναστροφή με τελώνες Β

15, 1 κ.ε. Οι τελώνες και οι αμαρτωλοί που πλησιάζουν και ακούνε τον Ιησού γίνονται αφορμή για τις παραβολές του χαμένου προβάτου, της χαμένης δραχμής και του ασώτου υιού (ή του Πατέρα που αγαπάει εξίσου τα παιδιά του) Β.

18, 10-13. Παραβολή Τελώνη και Φαρισαίου Γ.

19, 1-10. Η συνάντηση του Ιησού με τον αρχιτελώνη Ζακχαίο Β.

 

Στη συνέχεια θα δοθούν κάποια στοιχεία, απαραίτητα για την ορθή κατανόηση των παραπάνω ευαγγελικών εδαφίων. Έτσι, παράλληλα χωρία -με την στενή έννοια και μόνον σε ότι αφορά τους τελώνες – είναι τα εξής:

Η κλήση του Ματθαίου – εφόσον δεχόμαστε την ταύτισή του με τον Λευί – και το τραπέζι που γίνεται κατόπιν. (Ματθ. 9, 9-13 = Μαρκ. 2, 13-17 =Λουκ. 5, 27-32). Ο Υιός του Ανθρώπου κατηγορείται για συναναστροφή με τελώνες ( Ματθ. 11, 19 = Λουκ. 7, 34).

Αυτοί οι στίχοι (Ματθ. 11, 19 =Λουκ. 7, 34 ) ανήκουν στην ομάδα Β των χωρίων που αναφέρονται στους τελώνες. Μπορεί να φαίνεται εδώ η άποψη της ιουδαϊκής κοινωνίας γι' αυτή την συναναστροφή, στηρίζεται όμως σε πραγματικό γεγονός. Δεν είναι ούτε αντίληψη κάποιων ούτε έκφραση που χρησιμοποιούνταν γι' αυτή την επαγγελματική τάξη.

Το χωρίο Ματθ. 21,31- 32 είναι ουσιαστικά παράλληλο με το Λουκ. 7,29-30, έχοντας ως βάση το ίδιο λόγιο του Ιησού. Αντικαθίστανται όμως οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού με τους Φαρισαίους και τους Νομοδιδασκάλους. Ενώ το χωρίο Ματθ. 5, 43-48 ανήκει στο μέρος της επί του Όρους ομιλίας που αναφέρεται στην αγάπη για το συνάνθρωπο. Έχει ως παράλληλό του το εδάφιο Λουκ. 6, 27-28, 32-36. Εδώ όμως οι τελώνες αντικαθίστανται με τους αμαρτωλούς.

Το επάγγελμα του Ματθαίου παρατίθεται μόνο στον κατάλογο του στενού κύκλου των μαθητών (Ματθαίος ο τελώνης). Ενώ στο ευαγγέλιο του Λουκά αρκετές από τις αναφορές στους τελώνες ανήκουν στο ιδιαίτερο υλικό του ευαγγελιστή.

Σ' αυτό το σημείο είναι απαραίτητη αυτή η γενική παρατήρηση: παντού λοιπόν, όπου γίνεται λόγος για τους τελώνες, σ' όλα τα ευαγγελικά εδάφια, – εκτός από εκείνα που απηχούν αντιλήψεις της ιουδαϊκής κοινωνίας – αυτοί χρησιμοποιούνται για ν' αποτελέσουν το "αντίπαλον δέος" στους Φαρισαίους και τους νομοδιδασκάλους και να δικαιώσουν τις επιλογές του Ιησού και την διδασκαλία του περί φανέρωσης των μυστικών της Βασιλείας του Θεού στα "νήπια" (Ματθ. 11, 25= Λουκ.1 0, 21 ). Αν μάλιστα στον όρο "νήπια" συμπεριληφθούν και τα άτομα, τα οποία η ιουδαϊκή κοινωνία τα αντιλαμβάνονταν ως πνευματικά ανώριμα, που, επειδή δεν μπορούσαν να πλησιάσουν το Θεό οδηγούνταν σε "ασεβή" επαγγέλματα μη αποδεκτά (τελώνες, πόρνες κ. α. ), τότε φαίνεται η άμεση σχέση των "νηπίων" με αυτούς που ασκούσαν επονείδιστα επαγγέλματα.

Στην πρώτη ομάδα χωρίων που αναφέρθηκαν παραπάνω αποκαλύπτονται αντιλήψεις της ιουδαϊκής κοινωνίας της εποχής του Ιησού για τους τελώνες: αυτοί λοιπόν αγαπούν μόνο όσους τους αγαπούν και είναι όμοιοι με τους ειδωλολάτρες. Αυτές οι απόψεις μάλλον χρησιμοποιούνται από τον Ιησού για να χρωματίσουν το λόγο του και να κάνουν πιο κατανοητό το κήρυγμά του από το πλήθος που ασφαλώς θα τις γνώριζε. Όλη η δράση του Χριστού δεν επιτρέπει να θεωρηθεί πως Αυτός υιοθετούσε αυτές τις εκφράσεις, Άλλωστε είναι γνωστός ο πρωτοποριακός ρόλος που επιφύλασσε για τους τελώνες.

Το πρόβλημα που ξεπηδάει από την ανάγνωση των χωρίων της δεύτερης ομάδας είναι η λαχτάρα των τελωνών να πλησιάσουν τον Ιησού, να Τον ακούσουν και να καθίσουν να φάνε μαζί Του. Φανερώνει άραγε αυτή τους η συμπεριφορά γνήσιο ενδιαφέρον για το λόγο και το έργο του Χριστού ή απλά δείχνει τον πόθο τους να γίνουν αποδεκτοί από μία σημαίνουσα θρησκευτική προσωπικότητα και έτσι να καταξιωθούν και να δικαιωθούν -αν βέβαια μπορούσε να γίνει αυτό στ' αλήθεια ή ήταν μόνο μία μύχια ελπίδα τους που δεν θα πραγματοποιούνταν ποτέ – από τη θεοκρατική ιουδαϊκή κοινωνία στην οποία θρησκεία και κοινωνικός σεβασμός συμβάδιζαν;

Για ν' απαντηθεί το ερώτημα νομίζουμε πως πρέπει να ερευνηθούν τα κίνητρα των τελωνών. Υπάρχουν λοιπόν περιπτώσεις όπως ο Ζακχαίος, του οποίου η λαχτάρα για συνάντηση με τον Ιησού τον κάνει να παραβλέψει και την ιλαρότητα που θα μπορούσε να προκαλέσει η συμπεριφορά του αλλά και τον πιθανό κίνδυνο που δημιουργούσε η ανάμειξή του με το πλήθος, εφ' όσον θεωρούνταν άτομο που ασκεί αντιδημοφιλές επάγγελμα Εδώ φανερώνεται ένας άνθρωπος με γνήσια αγάπη για τον Ιησού και το κήρυγμά του.

Το ίδιο συμβαίνει και με το Ματθαίο -και μάλιστα σε πολύ πιο έντονο βαθμό- ο οποίος για να ακολουθήσει τον Ιησού και να γίνει μαθητής του εγκαταλείπει τα πάντα και προσχωρεί στον αποστολικό όμιλο. Πάντως, ενδείξεις για άλλα κίνητρα των τελωνών δεν υπάρχουν στα ευαγγέλια. Δεν είναι όμως απίθανο, αν ληφθεί υπόψη και η κακή γνώμη που είχε η ιουδαϊκή κοινωνία γι' αυτούς , κάποιους τελώνες να τους ενδιέφερε και το κύρος που θα αποκτούσαν από τη συντροφιά του Ιησού ή ακόμη και να αισθάνονταν δικαιωμένοι για τις επιλογές τους, όταν άκουγαν στο κήρυγμα, πως θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού πριν από τους Φαρισαίους και τους Γραμματείς.

Χαρακτηριστικός είναι ο αρνητικός σχολιασμός που κάνουν οι Φαρισαίοι για το κοινό δείπνο του Ιησού με τους τελώνες. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να μη μιλήσουν μαζί του αλλά να κάνουν έλεγχο στους μαθητές του, όχι μόνο για τη δική τους συμμετοχή αλλά και για τη συμμετοχή του δασκάλου τους σ' αυτό το τραπέζι. Γιατί το κάνουν αυτό; Είναι γνωστό πως η τροφή εκτός των άλλων "καθόριζε τις σχέσεις των Ισραηλιτών μεταξύ τους και με το Θεό. Έτσι η τροφή μπορούσε να συμβολίζει ευλογία ή κρίση, αποδοχή ή απόρριψη ή αμφιβολία …."[xx]. 

Άρα, σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, τρώγοντας μαζί τους ο Ιησούς σημαίνει πως τους αποδέχεται και τους θεωρεί ανθρώπους του Θεού. Έτσι όμως, για τη θρησκευτική παράταξη των Φαρισαίων, εξισώνεται με τους τελώνες και θεωρείται ένας από αυτούς. Ενώ οι μαθητές κάθονται και τρώνε με αυτούς που θεωρούνται αμαρτωλοί ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του δασκάλου τους. Δεν φαίνεται να έχουν λοιπόν άμεση ευθύνη, μιας και όφειλαν υπακοή σ' αυτόν. Ταυτόχρονα με αυτή την κίνηση των Φαρισαίων φανερώνεται η προσπάθειά τους να τους τραβήξουν μακριά από τον Ιησού. Ενώ δείχνουν να ελέγχουν , μέσω των μαθητών τον Ιησού, φανερώνουν και το δήθεν "ενδιαφέρον" τους για την αποστολική ομάδα, έχοντας βέβαια ως σκοπό να απομακρύνουν τους μαθητές από το Χριστό, παρουσιάζοντας την "παρακοή" Του στις καθιερωμένες αρχές του Ιουδαϊσμού.

Σημαντικό είναι να ερευνηθεί σε ποιο σκαλοπάτι της ιουδαϊκής κοινωνικής και θρησκευτικής κλίμακας βρίσκονταν οι τελώνες. Έπαιζαν κάποιο ρόλο τα χρήματα που σίγουρα είχαν, στην καταξίωσή τους; Η απάντηση, πιστεύουμε, είναι όχι. Γνωρίζουμε πως την εποχή του Ιησού οι κάτοικοι της Παλαιστίνης κατατάσσονταν στις εξής επτά κατηγορίες:

α) Ιερείς,

β) Λευίτες

γ) ο λαός των Ισραηλιτών

δ) τα παράνομα παιδιά των ιερέων, οι προσήλυτοι, οι πρώην ειδωλολάτρες που μεταστράφηκαν στον ιουδαϊσμό, οι απελεύθεροι

ε) οι ευνούχοι, τα έκθετα βρέφη και όσοι είχαν γεννηθεί με παράνομο τρόπο στ) οι εκ γενετής ευνούχοι, οι παραμορφωμένοι σεξουαλικά και οι ερμαφρόδιτοι

ζ) οι εθνικοί[xxi].

Δηλαδή οι ειδωλολάτρες βρίσκονταν στην τελευταία θέση και με το λόγιο του Ιησού "…ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης" (Ματθ. 18, 17), που απηχούσε την αντίληψη των Ιουδαίων, φαίνεται πως εδώ ανήκαν και οι τελώνες: Θεωρούνταν δηλαδή άνθρωποι χωρίς καμία κοινωνική ή θρησκευτική υπόληψη, παρόλη την προφανή οικονομική τους επιφάνεια ή τη λαχτάρα που εκδηλώνουν για θρησκευτικά ζητήματα. Το επάγγελμά τους λοιπόν είναι τόσο καθοριστικό που παραμερίζει όλα τα υπόλοιπα και δημιουργεί την περιφρόνηση των θρησκευτικών παρατάξεων και του λαού.

Τελώνες και Am- Haarez[xxii].

Στο γνωστό γεύμα που παρατίθεται στο σπίτι του Λευί, μετά την κλήση του, παρακάθησαν μαζί με τον Ιησού και τους μαθητές του στο τραπέζι πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί. Σίγουρα γεννιέται το ερώτημα τι εννοείται με τον όρο "αμαρτωλοί". Είναι άραγε ένας τεχνικός όρος που αναφέρεται σε άτομα ύποπτης ηθικής ή αφορά μία ειδική κοινωνική ομάδα; Προφανώς συμβαίνει το δεύτερο γιατί δεν μπορεί, μετά τη συγκεκριμένη αναφορά στους τελώνες να ακολουθεί κάποια αφηρημένη και γενική μνεία σε αμαρτωλούς. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για τους am- haarez, δηλαδή τους ανάμεικτους πληθυσμούς από Σαμαρείτες, Αραμαίους, Φιλισταίους, Μεσοποτάμιους που κατοικούσαν κυρίως στη Γαλιλαία, αδιαφορούσαν για την τήρηση των διατάξεων του νόμου και θεωρούνταν προσκολλημένοι σε δεισιδαιμονίες και προλήψεις[xxiii].

Επειδή δεν γνώριζαν το νόμο θεωρούνταν καταραμένοι και στο πρόσωπο τους συγκέντρωναν την περιφρόνηση των προνομιούχων θρησκευτικών ομάδων της Παλαιστίνης. Ειδικά για τους Φαρισαίους ήταν ο όχλος που δεν είχε καμμία σχέση με τις θρησκευτικές παραδόσεις (¨ο όχλος ούτος ο μη γινώσκων τον νόμον" Ιωάν. 7,49), και ο ραββίνος Χιλλέλ έλεγε γι' αυτούς. "Δεν έχουν συνείδηση και είναι κάτι λιγότερο από άνθρωποι", ενώ ο ραβίνος Ελεάζαρ κήρυττε. "Επιτρέπεται να διαμελίζουν έναν αμ- χάαρεζ την μέρα του Σαββάτου, ακόμη και κατά την γιορτή του εξιλασμού"[xxiv].

Γίνεται φανερή λοιπόν η δεινή θρησκευτική τους θέση που συμβάδιζε και με την κοινωνική τους κατάσταση: ποτέ δε θα γίνονταν αποδεκτοί και η περιθωριοποίησή τους ήταν δεδομένη, Εφόσον θεωρούνταν πως δεν τηρούν τις εντολές του Νόμου ήταν και εθνικά και κοινωνικά απόβλητοι. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η περιφρόνηση των Ιουδαίων για την Γαλιλαία, τον κατεξοχήν τόπο των am- haarez. Θεωρούνταν χώρα ειδωλολατρών, γη εθνών[xxv] που οι κάτοικοί της μισούσαν το νόμο.

‘Όμως αυτή η θρησκευτική και κοινωνική μειονεκτική θέση των am- haarez δε φαίνεται να συμβαδίζει υποχρεωτικά και με την οικονομική τους κατάσταση. Είναι γνωστό πως ένα μέρος τους ήταν πλούσιοι Χαναναίοι και ισραηλίτες γαιοκτήμονες[xxvi]. Δεν φαίνεται όμως ο πλούτος τους να τους βοηθούσε στην κοινωνική τους εξέλιξη. Μεγαλύτερη βαρύτητα είχε – χαρακτηριστικό άλλωστε της θεοκρατικής ιουδαϊκής κοινωνίας του 1ου αι. μ. Χ. – η προέλευσή τους.

Σίγουρα οι τελώνες θα προέρχονταν από τους am- haarez. Δεν είναι δυνατό άτομα από άλλη κοινωνική ομάδα να δέχονταν να αναλάβουν τέτοιο επονείδιστο έργο που θα τους έφερνε σε σύγκρουση με τον υπόλοιπο ιουδαϊκό πληθυσμό και θα δημιουργούσε τέτοιον εθνικό και κοινωνικό αποκλεισμό εναντίον τους, ενώ θα τους εξίσωνε με τους εθνικούς και τις πόρνες. Προς αυτή την άποψη συνηγορεί και η ιδιαίτερη συμπάθεια που έδειχναν στον Κύριο και τη διδασκαλία του οι τελώνες. Είναι γνωστό πως μόνο Αυτός απ' όλους τους διδασκάλους αποδέχονταν και τους am- haarez και τους εισπράκτορες των τελών[xxvii].  

Επομένως η προέλευση των τελωνών από τους am- haarez αποτελούσε έναν ακόμη παράγοντα που οδηγούσε τους Φαρισαίους, τους Γραμματείς και όλη την ιουδαϊκή κοινωνία να καταφέρεται εναντίον τους και να μην επιθυμεί την καταξίωσή τους.

 

Η αιτία του θρησκευτικού και κοινωνικού αποκλεισμού των τελωνών

 

Οι τελώνες λοιπόν τοποθετούνταν στην ίδια θρησκευτική και κοινωνική θέση με τους αμαρτωλούς, τους εθνικούς και τις πόρνες. Αιτία γι' αυτό, όπως ειπώθηκε παραπάνω, δεν ήταν οι πράξεις τους αλλά κυρίως η άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος.

Από τις διηγήσεις των Ευαγγελίων όμως δεν φαίνεται να ήταν περισσότερο ή λιγότερο θεοσεβούμενοι από άλλα μέλη της ιουδαϊκής κοινωνίας. Αντίθετα σε πολλές από τις διηγήσεις που τους αφορούν, φαίνεται ο πόθος τους να γίνουν και αυτοί αποδεκτοί από τη θεοκρατική κοινωνία που ζούσαν. Έτσι, θέλουν να προσεύχονται στο Ναό (όπως συμπεραίνεται από την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου) και επισκέπτονται θρησκευτικές προσωπικότητες με ευρύτερη αποδοχή σαν τον Ιωάννη το Βαπτιστή. ‘Επίσης πουθενά δεν φαίνεται ότι δεν τηρούσαν τις βασικές διατάξεις του νόμου, εκτός βέβαια από το κοινό φαγητό με τους θεωρούμενους αμαρτωλούς, κάτι για το οποίο όμως φαίνεται πως αναγκάζονταν από τις συνθήκες και την κοινωνική τους καταγωγή.

Ταυτόχρονα δεν αποδεικνύεται πως δεν τηρούσαν την αργία του Σαββάτου συναλλασσόμενοι με εθνικούς εμπόρους. Άρα, είναι περίεργο να θεωρούνται αμαρτωλοί από μία κοινωνία, η οποία κατεξοχήν στηριζόταν σε μία θρησκεία τήρησης τυπικού και τελετουργικών διατάξεων, μόνο και μόνο γιατί εισέπρατταν το φόρο με σκληρό τρόπο, από τη στιγμή που η αγωνία τους για θρησκευτική ένταξη , τους οδηγούσε σε πράξεις ευλάβειας.

Σε προηγούμενο κεφάλαιο τονίστηκε πως η ιουδαϊκή κοινωνία φανέρωνε το θρησκευτικό της αποτροπιασμό για τους τελώνες, εξαιτίας του φόρου, εφόσον αυτή, ήταν αδύνατο να σταματούσε να τον πληρώνει χωρίς οδυνηρές συνέπειες. Επομένως εδώ πρέπει να αναζητηθεί η αιτία της άσχημης θρησκευτικής και κοινωνικής θέσης των τελωνών:

Η λύση του προβλήματος έχει να κάνει με τα οφειλόμενα που εισέπρατταν. Αυτοί τα έπαιρναν όχι για το Ναό -δηλαδή για το Θεό- όπως έκαναν οι τα "δίδραχμα λαμβάνοντες" αλλά ενεργούσαν στο όνομα των κατακτητών και των ανθρώπων τους στην Παλαιστίνη, εισπράττοντας τους φόρους αντ' αυτών. Δηλαδή οι τελώνες θεωρούνταν βλάσφημοι που δεν είχαν ούτε εθνική ούτε και θρησκευτική συνείδηση, αφού συνεργάζονταν με τον κατακτητή και τους ηγεμονίσκους της Παλαιστίνης σ' ένα τόσο λεπτό ζήτημα που έθιγε τις ευαισθησίες των συμπατριωτών τους.

Άρα οι κατηγορίες που τους αποδίδονταν και τους είχαν οδηγήσει στο τελευταίο σκαλί της θρησκευτικής και κοινωνικής κλίμακας , ήταν η βλασφημία εναντίον του Θεού και η συνεργασία με τον κατακτητή. Έτσι, θα θεωρούνταν εκτός των άλλων, από τους Ιουδαίους, πως δεν αποδέχονταν τον Θεό ως κυρίαρχο της άγιας γης αλλά τους ρωμαίους, μιας και αυτή η αντίληψη είχε συνδεθεί με την εισφορά του φόρου. Κατανοείται λοιπόν η απέχθεια που ένοιωθαν γι' αυτούς οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι:

Αφού τα μέλη των θρησκευτικοκοινωνικών παρατάξεων ήταν τηρητές των παραδόσεων και ήθελαν μέσω αυτών να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα[xxviii], πως θα μπορούσαν να κάνουν αποδεκτούς τους τελώνες, οι οποίοι με την εργασία τους, φαίνονταν ν' αναγνωρίζουν ως κυρίαρχους της Παλαιστίνης τους ρωμαίους και όχι το Θεό, όπως δίδασκε ο μωσαϊκός νόμος; Είναι λοιπόν απόλυτα φυσικό να τους εξισώνουν με τους εθνικούς -άποψη που είχε περάσει και στο λαό- μιας και θεωρούνταν, πως, αφού εισέπρατταν φόρους, όχι για το Θεό αλλά για τους κατακτητές, υπέσκαπταν την προσπάθεια για τήρηση των πατρώων αρχών, που εκτός των άλλων θα οδηγούσαν στην αναγέννηση του ιουδαϊκού έθνους, μετά την απαλλαγή από τους κατακτητές , σύμφωνα με τις αποκαλυπτικές αντιλήψεις. Αυτά οδηγούσαν, εκτός των άλλων και να μη γίνονται δεκτές οι εκδηλώσεις ευσέβειας των τελωνών.

Βεβαίως και στους υπόλοιπους κατακτημένους λαούς δεν ήταν δημοφιλείς οι συλλέκτες των φόρων, ούτε προκαλεί εντύπωση ο βίαιος τρόπος συλλογής των οφειλομένων. Πουθενά όμως δεν εντοπίζεται θρησκευτικός αποκλεισμός τους και κοινωνική απαξίωση στο βαθμό που αυτά συνέβαιναν στον ιουδαϊσμό. Φαίνονται λοιπόν ξεκάθαρα οι επιπτώσεις της θρησκευτικής σημασίας που είχε προσλάβει ο φόρος στην ιουδαϊκή κοινωνία.

Αλλά και η άμεση σχέση των τελωνών με τους am-haarez ήταν βασική αιτία για τη δημιουργία του αρνητικού κλίματος που επικρατούσε σε βάρος των εισπρακτόρων των έμμεσων φόρων. Και μόνο γι' αυτό ήταν αδύνατο να γίνουν αποδεκτοί από τις θρησκευτικές παρατάξεις. Και η προσπάθειά τους όμως για θρησκευτική και κοινωνική καταξίωση, που θα τους έκανε να ξεφύγουν από το επίπεδο των ανθρώπων της γης (am-haarez) ,αποκλείεται να γίνονταν δεκτή , και έτσι υπήρχε κάθε λόγος να συντηρείται η δυσμενής θέση που τους απέκλειε από τα ανώτερα πνευματικά σκαλοπάτια της ιουδαϊκής κοινωνίας.

 

Συμπεράσματα

 

Η θρησκευτικά δεινή θέση των Τελωνών μέσα στο θεοκρατικό περιβάλλον της Παλαιστίνης του 1ου αι. μ. Χ. δεν μπορεί να οφειλόταν ούτε στον τρόπο είσπραξης των φόρων με βίαιο τρόπο ούτε στο συγχρωτισμό τους με τους Ρωμαίους. Τα παραπάνω ήταν μία πρακτική που τελικά δεν αφορούσε μόνο αυτούς. Η αρνητική λοιπόν εικόνα που είχε σχηματίσει γι αυτούς η ιουδαϊκή κοινωνία του 1ου αιώνα μ. Χ. ήταν αποτέλεσμα της αντίληψης, ότι αυτοί, εξ αιτίας της εργασίας τους, αναγνώριζαν ως κυρίαρχους της Αγίας Γης τους Ρωμαίους και όχι το Θεό. Μάλιστα αυτό τεκμηριωνόταν από τη θέση ότι η καταβολή του φόρου σε κάποιον, σήμαινε και αυτόματη αναγνώρισή του ως κυριάρχου, που είχε όμως και την αποδοχή των φορολογουμένων. Οι κάτοικοι της Παλαιστίνης μπορεί να έδιναν αυτά που ζητούσαν οι κατακτητές και τα ντόπια όργανά τους, οι Ηρώδες. Αυτό όμως ήταν, όπως είναι φυσικό, πράξη εξαναγκασμού κάτι που μαρτυρούν οι εξεγέρσεις, που γίνονται με αφορμή τη φορολογία.

Παράλληλα ήταν αδύνατο, ένας ευσεβής Ιουδαίος, ενταγμένος στο σύστημα της ιουδαϊκής θεοκρατίας, να δεχόταν να γίνει τελώνης. Έτσι, είναι φυσικό αυτοί να προερχόταν από τους am- haarez. που δε φαίνεται να είχαν ούτε τις αντιλήψεις ούτε τους ενδοιασμούς των θρησκευτικοκοινωνικών ομάδων της Παλαιστίνης. Άλλωστε, εφόσον ανήκαν στο θρησκευτικό περιθώριο του Ιουδαϊσμού, μπορούσαν εύκολα να υποδυθούν ρόλους αδιανόητους για έναν ευσεβή.

Πάντως, τουλάχιστο από τις διηγήσεις των Ευαγγελίων, συνεχής φαίνεται να είναι η προσπάθειά των Τελωνών για αναγνώριση (και συνεπώς κοινωνική καταξίωση) από μία θρησκευτική προσωπικότητα. Επιζητούν λοιπόν τη συναναστροφή με χαρισματικές μορφές, συχνάζουν στο Ναό κάνουν αγαθοεργίες. Τα παραπάνω όμως δεν επιτυγχάνουν μία γενική αναστροφή του αρνητικού κλίματος που έχει δημιουργηθεί εναντίον τους ούτε βοηθούν στην αποδοχή τους, τουλάχιστο με τον τρόπο που αυτοί θα επιθυμούσαν.

 

ΠΗΓΗ: http://www.phys.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/history/nikos_payloy_telwnes.htm



[i] Βλ. Στέργιου Ν Σάκκου: Οι Τελώναι. Συμβολή εις την ιστορίαν των χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1968, ιδίως το κεφ. Δ΄ "Το ήθος των τελωνών" σελ. 115-116 και σελ. 161 όπου σημειώνεται: "ο λαός , όστις εμίσει τους τελώνας μόνον διά λόγους ουσιαστικούς (αδικία, βιαιοπραγία, αρπαγή, καταπίεσις)…." Στο ίδιο έργο αναφέρονται και οι εξής ακόμη αιτίες για την απέχθεια εναντίον των τελωνών : "Αλλ' οι εγκρατείς του νόμου και τηρηταί των εντολών των πρεσβυτέρων νομοδιδάσκαλοι και φαρισαίοι είχον και άλλους λόγους να απεχθάνονται αυτούς. α) Εγνώριζον ότι ο μωσαϊκός νόμος δεν προέβλεπε φόρους κρατικούς οίοι ήσαν οι εις τους Ρωμαίους αποδιδόμενοι. Εμφορούμενοι υπό στρεβλού θεοκρατικού φρονήματος επεζήτουν μόνον τα προνόμια της θεοκρατίας, χωρίς να ενδιαφέρονται διά τας υποχρεώσεις. Είνε πλέον ή βέβαιον ότι δεν εθεώρουν εαυτούς ως αιτίους της εις Ρωμαίους και τους Ηρώδας δουλείας…..β) Οι τελώναι ήσαν όργανα των τετραρχών και των Ρωμαίων , έστιν ότε δε και θέσει Ρωμαίοι πολίται… γ) Διά τον συγχρωτισμόν και την αναστροφήν των μετά των προϊσταμένων ρωμαϊκών αρχών εθεωρούντο ως μεμολυσμένοι και σχεδόν εθνικοί…." (σελ. 161).

Στο γλωσσάριο της νεοελληνικής δημοτικής μετάφρασης της Καινής Διαθήκης ("Η Καινή Διαθήκη . Το πρωτότυπο κείμενο με νεοελληνική δημοτική μετάφραση, Αθήνα 1985) των καθηγητών Σ. Αγουρίδη, Π. Βασιλειάδη, Γ. Γαλάνη, Γ. Γαλίτη, Ι. Καραβιδόπουλου και Β. Στογιάννου (+) σημειώνεται για τους τελώνες: "Τελώνης, Ο επιφορτισμένος με την είσπραξη των φόρων. Στα χρόνια του Χριστού οι φόροι ήταν επαχθείς και οι τελώνες συνήθως ήταν άδικοι και άρπαγες, ώστε όχι μόνο ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των άπληστων ρωμαϊκών αρχών αλλά και οι ίδιοι ικανοποιούνταν. Για το λόγο αυτό, στην κοινωνία της εποχής θεωρούνταν μισητοί και τοποθετούνταν στο ίδιο επίπεδο με τους αμαρτωλούς και τις πόρνες" (σελ. 526). Τα ίδια ακριβώς γράφονται και στη νεότερη μετάφραση της Καινής Διαθήκης των καθηγητών Π. Βασιλειάδη, Γ. Γαλάνη, Γ. Γαλίτη, Ι. Καραβιδόπουλου, Αθήνα 1989.

Αλλά και ο Ντ. Ροπς ("Η καθημερινή ζωή στην Παλαιστίνη στους χρόνους του Ιησού",μετ. Έλλης Αγγέλου, Αθήνα 1988) τονίζει πως οι φόροι εισπράττονταν άσχημα από τους τελώνες, που πλούτιζαν σε βάρος των φορολογούμενων (σελ. 178)

Τέλος ο Ε,Π, Σάντερς στο έργο του "Το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού" μετ. Γ. Βλάχος, Αθήνα 1998, σημειώνει: "Ωστόσο είναι αρκετό να πούμε πως οι φοροεισπράκτορες ήταν ύποπτοι για υπερβολικές χρεώσεις και επομένως για συστηματική εκμετάλλευση του πληθυσμού, Ζούσαν λοιπόν σαν να μην υπήρχε Θεός ή σαν να μην μπορούσε να τους εκδικηθεί, με άλλα λόγια ήταν "άνομοι'"". (σελ. 374).

 

[ii] Για τις ιουδαϊκές θρησκευτικές και πολιτικές παρατάξεις βλ. Σ. Αγουρίδη: Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1980, σελ,326 -359 και Γ. Γαλίτη: Ιστορία εποχής της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 19914 , σελ. 107-122

 

[iii] Βλ. Π. Ν. Τρεμπέλα(+): Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 19894,σελ. 1704.

 

[iv]  Βλ. G. B. Caird: Saint Luke, Middlesex, England, 19652, σελ.95-96

 

[v]  Βλ. Ματθ. 9,9-13 =Μαρκ. 2,13-17=Λουκ. 5,27-32 ¨Ματθ. 11,19 ¨Λουκ, 7,34.

 

[vi] Κατάλογο των επονείδιστων επαγγελμάτων βλ. Στ. Σάκκος, οπ. παρ. σελ. 136-141, όπου και σχετική βιβλιογραφία.

 

[vii]  Βλ. Ντ. Ροπς, τα κεφάλαια: "Οι κληρονόμοι του Ηρώδη κι οι επίτροποι" και "Κατακτητές και κατακτημένοι" σελ. 78-93.

[viii]  "Ως δε τούτους είργεν της βίας Φλώρος, αμηχανούντες οι δυνατοί των Ιουδαίων, συν οις Ιωάννης ο τελώνης , πείθουσι τον Φλώρον αργυρίου ταλάντοις οκτώ διακωλύσαι το έργον" Ιώσηπου "Περί του Ιουδαϊκού πολέμου" ΙΙ 287.

[ix]  Πολλαπλά χρήσιμη για την συγγραφή αυτού του κεφαλαίου ήταν η μελέτη των Peter Garnsey και Richard Saller: Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, Οικονομία, κοινωνία και πολιτισμός, μετ. Β. Ι. Αναστασιάδης, Ηράκλειο 1995.

[x]  όπ. παρ. σελ. 274.

[xi] Για το φόρο σε χρήμα, όπ. π. αρ. σελ. 67 κ. ε.

 

[xii] "…οι πόλεις καλούνταν επιπρόσθετα να ανταποκριθούν σε απαιτήσεις παροχής ζώων για μεταφορές ,φιλοξενίας σε διερχόμενους αξιωματούχους ή καταλυμάτων και εφοδίων στους στρατιώτες", όπ. παρ. σελ. 42 και σελ.66 και 111.

[xiii] Είναι γνωστό πως οι κατακτημένες περιοχές είχαν υποχρέωση να παρέχουν τροφή και εξοπλισμό, φόρο υποτέλειας και συνεισφορές. Όπ. παρ. σελ. 128-129.

[xiv] "Τα στρατεύματα,….που σταθμεύαν στην Παλαιστίνη ήταν λιγοστά. Οι λεγεώνες, που απαρτίζονταν από ρωμαίους, γαλάτες και, ιδιαίτερα από ισπανούς πολίτες, βρίσκονταν στη Συρία, σε κάποια απόσταση…..". Ντ. Ροπς, όπ. παρ. σελ. 88.

 

[xv] Για την Γαλιλαία στην εποχή του Ιησού βλ. Νικολάου Παύλου: Η Γαλιλαία στους χρόνους του Χριστού ( Συμβολή στην ιστορική γεωγραφία της βιβλικής Παλαιστίνης), στο περιοδικό ΚΟΙΝΩΝΙΑ, τ. 4/1998, σελ. 366-371. Επίσης του ιδίου: Το πολιτικό πλαίσιο της δράσης του Ιησού ( Η Ιουδαία και η Γαλιλαία τον 1ο αι. μ. Χ.), στην ιστοσελίδα

http:/users.otenet.gr/~aper/articles/judea.htm

[xvi] Βλ. Στ, Σάκκου σελ. 38. Πάντως μετά τους πρώϊμους αυτοκρατορικούς χρόνους φαίνεται να εγκαταλείπεται το σύστημα της συγκέντρωσης φόρων από τις ιδιωτικές εταιρείες. Βλ. Garnsey…, όπ. παρ. σελ. 26.

[xvii] Για τα τέλη και τους φόρους στο αρχαίο Ισραήλ, βλ. Σάκκος, όπ. παρ. το κεφάλαιο "Η τελωνία εν τω Ισραήλ", σελ. 82-114.

[xviii] Ματθ. 22,15-22=Μαρκ.12,13-17=Λουκ. 20,20-26.

[xix] Εξοδ. 20,17 ¨Ιωβ 31, 1.

[xx] Βλ. Δημ. Πασσάκου: "Μετά των εθνών συνίσθιεν…" (Γαλ. 2,12) . Ο συμβολισμός της τροφής στην ιουδαϊκή και στην πρωτοχριστιανική παράδοση. Η συνδρομή της πολιτιστικής ανθρωπολογίας", στο συλλογικό έργο: Η προς Γαλάτας επιστολή του Απ. Παύλου, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 292.

[xxi] Όπ. παρ.

[xxii] Για τους am- haarez, κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη βλ. Ιωάννη Μούρτζιου: Ο λαός της γης και η πολιτικο-θρησκευτική κατάσταση στο βασίλειο του Ιούδα, στο "Γρηγόριος Παλαμάς" 762(1996), σελ. 293 – 308.

[xxiii] Βλ. Ντ. Ροπς, όπ. παρ. σελ.178. Πρβλ. και Χρ. Βούλγαρη: "Εσκυλμένοι και ερριμμένοι" Παρακμή και κατάπτωσις του Ιουδαϊσμού κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης. Εν Επιστημονική Επετηρίς της Θεολ. Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΕΘΣΠΑ), τόμος ΚΔ, εν Αθήναις 1979-80, σελ. 533-534.

[xxiv] Βλ. Ροπς, όπ. παρ.

[xxv] Ματθ. 4, 15-16.

[xxvi] Ροπς,  όπ. παρ.

[xxvii] Σύμφωνα με την άποψη του ραβίνου Ignatz Ziegler που παραθέτει ο καθηγητής Μάρκος Σιώτης "ο Ιησούς Χριστός προκάλεσε το μίσος των πολιτικών αρχόντων του Ισραήλ ένεκα της εκπεφρασμένης συμπάθειάς Του προς τους Am-Haarez". Στο Μ.Α. Σιώτου: Ο πολιτικός χαρακτήρ των αντιπάλων του Απ. Παύλου (μαζί με την μελέτη του ιδίου καθηγητή: Προλεγόμενα εις την ερμηνείαν της προς Γαλάτας επιστολής) Αθήναι 1972, σελ. 109.

[xxviii] Όπως τονίζει ο Σ. Αγουρίδης : "(οι Φαρισαίοι) χρησιμοποιούσαν τη θρησκεία και το Θεό σαν μέσο επιβιώσεως και διασώσεως του έθνους" όπ. παρ. σελ. 332.

Η Επιστολή των 233 Καθηγ. Πανεπ. προς Ομπάμα

Η Επιστολή των 233 Καθηγητών Πανεπιστημίων προς τον Ομπάμα

 

18 Μαΐου, 2009

 

Προς τον Αξιότιμο Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα

Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

Λευκός Οίκος

1600 Pennsylvania Avenue, NW

Washington, DC 20500

 

 Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,

Με την παρούσα επιστολή, οι υπογράφοντες ζητούμε με κάθε σεβασμό την παρέμβασή σας για να τακτοποιηθούν συντρίμμια ιστορικής αταξίας που άφησε πίσω της στη νοτιοανατολική Ευρώπη η προηγούμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Στις 4 Νοεμβρίου 2004, δύο ημέρες μετά την επανεκλογή του Προέδρου George W. Bush, η κυβέρνησή του ομόφωνα αναγνώρισε τη ‘Δημοκρατία της Μακεδονίας'.

Αυτή η πράξη όχι μόνο κατέλυσε γεωγραφικά και ιστορικά δεδομένα, αλλά και έδωσε έναυσμα να ξεσπάσει μια επικίνδυνη επιδημία ιστορικού ρεβιζιονισμού, του οποίου το πιο προφανές σύμπτωμα είναι η καταχρηστική οικειοποίηση από την κυβέρνηση των Σκοπίων του πιο διάσημου Μακεδόνα, του Μέγα Αλέξανδρου.

Πιστεύουμε ότι αυτή η ανοησία έχει ξεπεράσει κάθε όριο και ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν καμιά δουλειά να υποστηρίζουν την παραποίηση της ιστορίας. Ας κάνουμε μια ανασκόπηση των δεδομένων. (Η τεκμηρίωση αυτών των δεδομένων που απεικονίζονται εδώ με έντονα γράμματα, βρίσκεται στο http://macedonia-evidence.org/documentation.html).

 Η εν λόγω περιοχή, με τη σύγχρονη πρωτεύουσά της τα Σκόπια, ονομαζόταν στην αρχαιότητα Παιονία. Τα όρη Βαρνούς και Όρβηλος (που σχηματίζουν σήμερα τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας) αποτελούν ένα φυσικό όριο που χώριζε και χωρίζει τη Μακεδονία από τη βόρεια γείτονά της. Η μόνη πραγματική σύνδεση βρίσκεται κατά μήκος του Αξιού/Βαρδάρη ποταμού, αλλά ακόμα και αυτή η κοιλάδα ‘δε σχηματίζει μία δίοδο επικοινωνίας γιατί τέμνεται από χαράδρες'.

 

Αν και είναι αλήθεια ότι οι Παίονες υποτάχθηκαν στο Φίλιππο Β΄, πατέρα του Μέγα Αλέξανδρου, το 358 π.Χ., δεν ήταν Μακεδόνες και δεν ζούσαν στη Μακεδονία. Παρομοίως, για παράδειγμα, οι Αιγύπτιοι που κατακτήθηκαν από τον Αλέξανδρο, μπορεί μεν να κυβερνούνταν από τους Μακεδόνες, συμπεριλαμβανομένης και της γνωστής Κλεοπάτρας, αλλά δεν υπήρξαν ποτέ οι ίδιοι Μακεδόνες και η Αίγυπτος δεν ονομάστηκε ποτέ Μακεδονία.

Αντίθετα, η Μακεδονία και οι Μακεδόνες Έλληνες βρίσκονταν για τουλάχιστον 2500 χρόνια εκεί ακριβώς όπου είναι η σύγχρονη ελληνική περιφέρεια της Μακεδονίας. Ακριβώς η ίδια σχέση ισχύει για την Αττική και τους Αθηναίους Έλληνες, το Άργος και τους Αργείους Έλληνες, την Κόρινθο και τους Κορίνθιους Έλληνες κ.ο.κ.

Δεν κατανοούμε πώς οι σύγχρονοι κάτοικοι της αρχαίας Παιονίας, που μιλούν Σλάβικα – μια γλώσσα που εισήχθη στα Βαλκάνια περίπου μια χιλιετία μετά το θάνατο του Αλέξανδρου – μπορούν να διεκδικούν τον Αλέξανδρο για εθνικό τους ήρωα. Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν εξολοκλήρου και αδιαμφισβήτητα Έλληνας. Ο προ-προ-προπάππος του, Αλέξανδρος Α΄, αγωνίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες όπου η συμμετοχή επιτρεπόταν μόνο σε Έλληνες.

Ακόμα και πριν από τον Αλέξανδρο Α΄οι Μακεδόνες τοποθετούσαν τις προγονικές τους ρίζες στο Άργος και πολλοί από τους βασιλείς τους χρησιμοποιούσαν την κεφαλή του Ηρακλή – του κατεξοχήν Έλληνα ήρωα – στα νομίσματά τους.

Ο Ευριπίδης – που πέθανε και θάφτηκε στη Μακεδονία – έγραψε το έργο του Αρχέλαος προς τιμήν του μεγάλου θείου τού Αλέξανδρου και το έγραψε στα ελληνικά. Όσο βρισκόταν στη Μακεδονία, ο Ευριπίδης έγραψε ακόμα τις Βάκχες, επίσης στα ελληνικά. Κατά συνέπεια, το Μακεδονικό κοινό μπορούσε να καταλάβει τι έγραψε και τι άκουγαν.

 

Ο πατέρας το υ Αλέξανδρου, Φίλιππος, κέρδισε αρκετές νίκες σε ιππικούς αγώνες στ ην Ολυμπία και τους Δελφούς, τα δύο πιο ελληνικά από όλα τα ιερά της αρχαίας Ελλάδας, όπου δεν επιτρεπόταν σε μη-Έλληνες να αγωνιστούν. Ακόμα πιο σημαντικό, ο Φίλιππος ορίστηκε διοργανωτής των Πύθιων Αγώνων στους Δελφούς το 346 π.Χ. Με άλλα λόγια, ο πατέρας του Μέγα Αλέξανδρου και οι πρόγονοί του ήταν εξολοκλήρου Έλληνες. Η ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Δημοσθένης και η πρεσβεία του από την Αθήνα όταν επισκέπτονταν τον Φίλιππο επίσης το 346 π.Χ. Ένας άλλος Έλληνας του Βορρά, ο Αριστοτέλης, πήγε να σπουδάσει για περίπου 20 χρόνια στην Ακαδημία του Πλάτωνα. Στη συνέχεια, επέστρεψε στη Μακεδονία και έγινε ο δάσκαλος του Αλέξανδρου Γ΄. Μιλούσαν Ελληνικά στην σχολή που σώζεται ακόμα και σήμερα κοντά στη Νάουσσα στην Ελληνική Μακεδονία.

Ο Αλέξανδρος είχε μαζί του σε όλες του τις εκστρατείες την έκδοση του Αριστοτέλη της Ιλιάδας του Ομήρου. Ο Αλέξανδρος διέδωσε την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό σε όλη του την αυτοκρατορία, ιδρύοντας πόλεις και εγκαθιστώντας εκπαιδευτικά κέντρα. Εξού και βρίσκουμε επιγραφές που αφορούν χαρακτηριστικούς ελληνικούς θεσμούς όπως είναι το γυμνάσιο τόσο μακριά όσο στο Αφγανιστάν. Είναι γραμμένες στα Ελληνικά.

Προκύπτουν οι εξής ερωτήσεις: Γιατί ήταν η Ελληνική γλώσσα η lingua franca σε όλη την επικράτεια του Αλέξανδρου αν αυτός ήταν ΄Μακεδόνας'; Γιατί γράφτηκε η Καινή Διαθήκη στα Ελληνικά;

Οι απαντήσεις είναι ξεκάθαρες: ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Έλληνας, όχι Σλάβος, και οι Σλάβοι και η γλώσσα τους δεν σχετίζονταν με τον Αλέξανδρο ή την πατρίδα του παρά 1000 χρόνια αργότερα. Αυτό μας φέρνει πίσω στη γεωγραφική περιοχή που ήταν γνωστή στην αρχαιότητα ως Παιονία. Γιατί οι άνθρωποι που κατοικούν σε αυτήν την περιοχή σήμερα αποκαλούν τους εαυτούς τους Μακεδόνες και τη χώρα τους Μακεδονία; Γιατί να κλέψουν μια απόλυτα ελληνική μορφή για εθνικό τους ήρωα;

Οι αρχαίοι Παίονες μπορεί να ήταν ή να μην ήταν Έλληνες, πάντως σίγουρα έγιναν ελληνίζοντες, και δεν υπήρξαν ποτέ Σλάβοι. Επίσης δεν ήταν Μακεδόνες. Η αρχαία Παιονία ήταν ένα μέρος του Μακεδονικού κράτους, όπως ήταν η Ιωνία και η Συρία και η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία και η Βαβυλωνία και η Βακτρία και πολλές άλλες περιοχές. Μπορεί λοιπόν να έγιναν προσωρινά ‘Μακεδονικές' αλλά καμι ά δεν ήταν ποτέ ΄Μακεδονία΄. Η κλοπή του Φίλιππου και του Αλέξανδρου από μια χώρα που δεν ήταν ποτέ η Μακεδονία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.

Οι παραδόσεις της αρχαίας Παιονίας ωστόσο θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από τους τωρινούς κατοίκους αυτής της γεωγραφικής περιοχής με αρκετά αιτιολογικά. Η επέκταση του γεωγραφικού όρου ‘Μακεδονία' ώστε να καλύπτει τη νότια Γιουγκοσλαβία δεν μπορεί. Ακόμα και στον ύστερο 19ο αι. αυτή η λάθος χρήση υπονοούσε μη υγιείς εδαφικές βλέψεις.

Το ίδιο κίνητρο βρίσκεται και σε σχολικούς χάρτες που δείχνουν την ψευδο-μεγάλη Μακεδονία να εκτείνεται από τα Σκόπια μέχρι τον Όλυμπο και να επιγράφεται στα Σλαβικά. Ο ίδιος χάρτης και οι διεκδικήσεις του βρίσκεται σε ημερολόγια, αυτοκόλλητα αυτοκινήτων, χαρτονομίσματα κλπ που κυκλοφορούν στο νέο κράτος από τότε που διακήρυξε την ανεξαρτησία του από τη Γιουγκοσλαβία το 1991. Γιατί να επιχειρεί μια τέτοια ιστορική ανοησία μια φτωχή νέα χώρα, εσωτερική και περικυκλωμένη από στεριά; Γιατί να κοροϊδεύει θρασύτατα και να προκαλεί τη γείτονά της;

 

Όπως και να θέλει κανείς να χαρακτηρίσει μια τέτοια συμπεριφορά, σίγουρα δεν πρόκειται για πίεση για ιστορική ακρίβεια, ούτε για σταθερότητα στα Βαλκάνια. Είναι λυπηρό ότι οι ΗΠΑ έχουν ενισχύσει και ενθαρρύνει τέτοια συμπεριφορά.

Στρεφόμαστε σε Εσάς, Κύριε Πρόεδρε, για να ξεκαθαρίσετε στην κυβέρνηση των Σκοπίων ότι δεν μπορεί να εισέλθει στην οικογένεια των χωρών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ όσο επιχειρεί να οικοδομήσει την εθνική της ταυτότητα εις βάρος της ιστορικής αλήθειας. Η κοινωνία μας από κοινού δεν μπορεί να επιβιώσει όταν η ιστορία αγνοείται, πολύ λιγότερο δε όταν η ιστορία κατασκευάζεται για να εξυπηρετήσει αμφίβολα κίνητρα.

 

Με εκτίμηση,

 

NAME TITLE INSTITUTION

 

Harry C. Avery, Professor of Classics, University of Pittsburgh (USA)

Dr. Dirk Backendorf. Akademie der Wissenschaften und der Literatur Mainz (Germany)

Elizabeth C. Banks, Associate Professor of Classics (ret.), University of Kansas (USA)

Luigi Beschi, professore emerito di Archeologia Classica, Università di Firenze (Italy)

Josine H. Blok, professor of Ancient History and Classical Civilization, Utrecht University (The Netherlands)

Alan Boegehold, Emeritus Professor of Classics, Brown University (USA)

Efrosyni Boutsikas, Lecturer of Classical Archaeology, University of Kent (UK)

Keith Bradley, Eli J. and Helen Shaheen Professor of Classics, Concurrent Professor of History, University of Notre Dame (USA)

Stanley M. Burstein, Professor Emeritus, California State University, Los Angeles (USA)

Francis Cairns, Professor of Classical Languages, The Florida State University (USA)

John McK. Camp II, Agora Excavations and Professor of Archaeology, ASCSA, Athens (Greece)

Paul Cartledge, A.G. Leventis Professor of Greek Culture, University of Cambridge (UK)

Paavo Castrén, Professor of Classical Philology Emeritus, University of Helsinki (Finland)

William Cavanagh, Professor of Aegean Prehistory, University of Nottingham (UK)

Angelos Chaniotis, Professor, Senior Research Fellow, All Souls College, Oxford (UK)

Paul Christesen, Professor of Ancient Greek History, Dartmouth College (USA)

Ada Cohen, Associate Professor of Art History, Dartmouth College (USA)

Randall M. Colaizzi, Lecturer in Classical Studies, University of Massachusetts-Boston (USA)

Kathleen M. Coleman, Professor of Latin, Harvard University (USA)

Michael B. Cosmopoulos, Ph.D., Professor and Endowed Chair in Greek Archaeology, University of Missouri-St. Louis (USA)

Kevin F. Daly, Assistant Professor of Classics, Bucknell University (USA)

Wolfgang Decker, Professor emeritus of sport history, Deutsche Sporthochschule, Köln (Germany)

Luc Deitz, Ausserplanmässiger Professor of Mediaeval and Renaissance Latin, University of Trier (Germany), and Curator of manuscripts and rare books, National Library of Luxembourg (Luxembourg)

Michael Dewar, Professor of Classics, University of Toronto (Canada)

John D. Dillery, Associate Professor of Classics, University of Virginia (USA)

Sheila Dillon, Associate Professor, Depts. of Art, Art History & Visual Studies and Classical Studies, Duke University (USA)

Douglas Domingo-Forasté, Professor of Classics, California State University, Long Beach (USA)

Pierre Ducrey, professeur honoraire, Université de Lausanne (Switzerland)

Roger Dunkle, Professor of Classics Emeritus, Brooklyn College, City University of New York (USA)

Michael M. Eisman, Associate Professor Ancient History and Classical Archaeology, Department of History, Temple University (USA)

Mostafa El-Abbadi, Professor Emeritus, University of Alexandria (Egypt)

R. Malcolm Errington, Professor für Alte Geschichte (Emeritus) Philipps-Universität, Marburg (Germany)

Panagiotis Faklaris, Assistant Professor of Classical Archaeology, Aristotle University of Thessaloniki (Greece)

Denis Feeney, Giger Professor of Latin, Princeton University (USA)

Elizabeth A. Fisher, Professor of Classics and Art History, Randolph-Macon College (USA)

Nick Fisher, Professor of Ancient History, Cardiff University (UK)

R. Leon Fitts, Asbury J Clarke Professor of Classical Studies, Emeritus, FSA, Scot., Dickinson Colllege (USA)

John M. Fossey FRSC, FSA, Emeritus Professor of Art History (and Archaeology), McGill Univertsity, Montreal, and Curator of Archaeology, Montreal Museum of Fine Arts (Canada)

Robin Lane Fox, University Reader in Ancient History, New College, Oxford (UK)

Rainer Friedrich, Professor of Classics Emeritus, Dalhousie University, Halifax, N.S. (Canada)

Heide Froning, Professor of Classical Archaeology, University of Marburg (Germany)

Peter Funke, Professor of Ancient History, University of Muenster (Germany)

Traianos Gagos, Professor of Greek and Papyrology, University of Michigan (USA)

Robert Garland, Roy D. and Margaret B. Wooster Professor of the Classics, Colgate University, Hamilton NY (USA)

Douglas E. Gerber, Professor Emeritus of Classical Studies, University of Western Ontario (Canada)

Hans R. Goette, Professor of Classical Archaeology, University of Giessen (Germany); German Archaeological Institute, Berlin (Germany)

Sander M. Goldberg, Professor of Classics, UCLA (USA)

Erich S. Gruen, Gladys Rehard Wood Professor of History and Classics, Emeritus, University of California, Berkeley (USA)

Christian Habicht, Professor of Ancient History, Emeritus, Institute for Advanced Study, Princeton (USA)

Donald C. Haggis, Nicholas A. Cassas Term Professor of Greek Studies, University of North Carolina at Chapel Hill (USA)

Judith P. Hallett, Professor of Classics, University of Maryland, College Park, MD (USA)

Prof. Paul B. Harvey, Jr. Head, Department of Classics and Ancient Mediterranean Studies, The Pennsylvania State University (USA)

Eleni Hasaki, Associate Professor of Classical Archaeology, University of Arizona (USA)

Miltiades B. Hatzopoulos, Director, Research Centre for Greek and Roman Antiquity, National Research Foundation, Athens (Greece)

Wolf-Dieter Heilmeyer, Prof. Dr., Freie Universität Berlin und Antikensammlung der Staatlichen Museen zu Berlin (Germany)

Steven W. Hirsch, Associate Professor of Classics and History, Tufts University (USA)

Karl-J. Hölkeskamp, Professor of Ancient History, University of Cologne (Germany)

Frank L. Holt, Professor of Ancient History, University of Houston (USA)

Dan Hooley, Professor of Classics, University of Missouri (USA)

Meredith C. Hoppin, Gagliardi Professor of Classical Languages, Williams College, Williamstown, MA (USA)

Caroline M. Houser, Professor of Art History Emerita, Smith College (USA) and Affiliated Professor, University of Washington (USA)

Georgia Kafka, Visiting Professor of Modern Greek Language, Literature and History, University of New Brunswick (Canada)

Anthony Kaldellis, Professor of Greek and Latin, The Ohio State University (USA)

Andromache Karanika, Assistant Professor of Classics, University of California, Irvine (USA)

Robert A. Kaster, Professor of Classics and Kennedy Foundation Professor of Latin, Princeton University (USA)

Vassiliki Kekela, Adjunct Professor of Greek Studies, Classics Department, Hunter College, City University of New York (USA)

Dietmar Kienast, Professor Emeritus of Ancient History, University of Duesseldorf (Germany)

Karl Kilinski II, University Distinguished Teaching Professor, Southern Methodist University (USA)

Dr. Florian Knauss, associate director, Staatliche Antikensammlungen und Glyptothek Muenchen (Germany)

Denis Knoepfler, Professor of Greek Epigraphy and History, Collège de France (Paris)

Ortwin Knorr, Associate Professor of Classics, Willamette University (USA)

Robert B. Koehl, Professor of Archaeology, Department of Classical and Oriental Studies Hunter College, City University of New York (USA)

Georgia Kokkorou-Alevras, Professor of Classical Archaeology, University of Athens (Greece)

Ann Olga Koloski-Ostrow, Associate Professor and Chair, Department of Classical Studies, Brandeis University (USA)

Eric J. Kondratieff, Assistant Professor of Classics and Ancient History, Department of Greek & Roman Classics, Temple University

Haritini Kotsidu, Apl. Prof. Dr. für Klassische Archäologie, Goethe-Universität, Frankfurt/M. (Germany)

Lambrini Koutoussaki, Dr., Lecturer of Classical Archaeology, University of Zürich (Switzerland)

David Kovacs, Hugh H. Obear Professor of Classics, University of Virginia (USA)

Peter Krentz, W. R. Grey Professor of Classics and History, Davidson College (USA)

Friedrich Krinzinger, Professor of Classical Archaeology Emeritus, University of Vienna (Austria)

Michael Kumpf, Professor of Classics, Valparaiso University (USA)

Donald G. Kyle, Professor of History, University of Texas at Arlington (USA)

Prof. Dr. Dr. h.c. Helmut Kyrieleis, former president of the German Archaeological Institute, Berlin (Germany)

Gerald V. Lalonde, Benedict Professor of Classics, Grinnell College (USA)

Steven Lattimore, Professor Emeritus of Classics, University of California, Los Angeles (USA)

Francis M. Lazarus, President, University of Dallas (USA)

Mary R. Lefkowitz, Andrew W. Mellon Professor in the Humanities, Emerita, Wellesley College (USA)

Iphigeneia Leventi, Assistant Professor of Classical Archaeology, University of Thessaly (Greece)

Daniel B. Levine, Professor of Classical Studies, University of Arkansas (USA)

Christina Leypold, Dr. phil., Archaeological Institute, University of Zurich (Switzerland)

Vayos Liapis, Associate Professor of Greek, Centre d'Études Classiques & Département de Philosophie, Université de Montréal (Canada)

Hugh Lloyd-Jones, Professor of Greek Emeritus, University of Oxford (UK)

Yannis Lolos, Assistant Professor, History, Archaeology, and Anthropology, University of Thessaly (Greece)

Stanley Lombardo, Professor of Classics, University of Kansas, USA

Anthony Long, Professor of Classics and Irving G. Stone Professor of Literature, University of California, Berkeley (USA)

Julia Lougovaya, Assistant Professor, Department of Classics, Columbia University (USA)

A.D. Macro, Hobart Professor of Classical Languages emeritus, Trinity College (USA)

John Magee, Professor, Department of Classics, Director, Centre for Medieval Studies, University of Toronto (Canada)

Dr. Christofilis Maggidis, Associate Professor of Archaeology, Dickinson College (USA)

Jeannette Marchand, Assistant Professor of Classics, Wright State University, Dayton, Ohio (USA)

Richard P. Martin, Antony and Isabelle Raubitschek Professor in Classics, Stanford University

Maria Mavroudi, Professor of Byzantine History, University of California, Berkeley (USA)

Alexander Mazarakis Ainian, Professor of Classical Archaeology, University of Thessaly (Greece)

James R. McCredie, Sherman Fairchild Professor emeritus; Director, Excavations in Samothrace Institute of Fine Arts, New York University (USA)

James C. McKeown, Professor of Classics, University of Wisconsin-Madison (USA)

Robert A. Mechikoff, Professor and Life Member of the International Society of Olympic Historians, San Diego State University (USA)

Andreas Mehl, Professor of Ancient History, Universitaet Halle-Wittenberg (Germany)

Harald Mielsch, Professor of Classical Archeology, University of Bonn (Germany)

Stephen G. Miller, Professor of Classical Archaeology Emeritus, University of California, Berkeley (USA)

Phillip Mitsis, A.S. Onassis Professor of Classics and Philosophy, New York University (USA)

Peter Franz Mittag, Professor für Alte Geschichte, Universität zu Köln (Germany)

David Gordon Mitten, James Loeb Professor of Classical Art and Archaeology, Harvard University (USA)

Margaret S. Mook, Associate Professor of Classical Studies, Iowa State University (USA)

Anatole Mori, Associate Professor of Classical Studies, University of Missouri- Columbia (USA)

Jennifer Sheridan Moss, Associate Professor, Wayne State University (USA)

Ioannis Mylonopoulos, Assistant Professor of Greek Art History and Archaeology, Columbia University, New York (USA).

Richard Neudecker, PD of Classical Archaeology, Deutsches Archäologisches Institut Rom (Italy)

James M.L. Newhard, Associate Professor of Classics, College of Charleston (USA)

Carole E. Newlands, Professor of Classics, University of Wisconsin, Madison (USA)

John Maxwell O'Brien, Professor of History, Queens College, City University of New York (USA)

James J. O'Hara, Paddison Professor of Latin, The University of North Carolina, Chapel Hill (USA)

Martin Ostwald, Professor of Classics (ret.), Swarthmore College and Professor of Classical Studies (ret.), University of Pennsylvania (USA)

Olga Palagia, Professor of Classical Archaeology, University of Athens (Greece)

Vassiliki Panoussi, Associate Professor of Classical Studies, The College of William and Mary (USA)

Maria C. Pantelia, Professor of Classics, University of California, Irvine (USA)

Pantos A.Pantos, Adjunct Faculty, Department of History, Archaeology and Social Anthropology, University of Thessaly (Greece)

Anthony J. Papalas, Professor of Ancient History, East Carolina University (USA)

Nassos Papalexandrou, Associate Professor, The University of Texas at Austin (USA)

Polyvia Parara, Visiting Assistant Professor of Greek Language and Civilization, Department of Classics, Georgetown University (USA)

Richard W. Parker, Associate Professor of Classics, Brock University (Canada)

Robert Parker, Wykeham Professor of Ancient History, New College, Oxford (UK)

Anastasia-Erasmia Peponi, Associate Professor of Classics, Stanford University (USA)

Jacques Perreault, Professor of Greek archaeology, Université de Montréal, Québec (Canada)

Yanis Pikoulas, Associate Professor of Ancient Greek History, University of Thessaly (Greece)

John Pollini, Professor of Classical Art & Archaeology, University of Southern California (USA)

David Potter, Arthur F. Thurnau Professor of Greek and Latin. The University of Michigan (USA)

Robert L. Pounder, Professor Emeritus of Classics, Vassar College (USA)

Nikolaos Poulopoulos, Assistant Professor in History and Chair in Modern Greek Studies, McGill University (Canada)

William H. Race, George L. Paddison Professor of Classics, University of North Carolina at Chapel Hill (USA)

John T. Ramsey, Professor of Classics, University of Illinois at Chicago (USA)

Karl Reber, Professor of Classical Archaeology, University of Lausanne (Switzerland)

Rush Rehm, Professor of Classics and Drama, Stanford University (USA)

Werner Riess, Associate Professor of Classics, The University of North Carolina at Chapel Hill (USA)

Robert H. Rivkin, Ancient Studies Department, University of Maryland Baltimore County (USA)

Barbara Saylor Rodgers, Professor of Classics, The University of Vermont (USA)

Robert H. Rodgers. Lyman-Roberts Professor of Classical Languages and Literature, University of Vermont (USA)

Nathan Rosenstein, Professor of Ancient History, The Ohio State University (USA)

John C. Rouman, Professor Emeritus of Classics, University of New Hampshire, (USA)

Dr. James Roy, Reader in Greek History (retired), University of Nottingham (UK)

Steven H. Rutledge, Associate Professor of Classics, Department of Classics, University of Maryland, College Park (USA)

Christina A. Salowey, Associate Professor of Classics, Hollins University (USA)

Guy D. R. Sanders, Resident Director of Corinth Excavations, The American School of Classical Studies at Athens (Greece)

Theodore Scaltsas, Professor of Ancient Greek Philosophy, University of Edinburgh (UK)

Thomas F. Scanlon, Professor of Classics, University of California, Riverside (USA)

Bernhard Schmaltz, Prof. Dr. Archäologisches Institut der CAU, Kiel (Germany)

Rolf M. Schneider, Professor of Classical Archaeology, Ludwig-Maximilians- Universität München (Germany)

Peter Scholz, Professor of Ancient History and Culture, University of Stuttgart (Germany)

Christof Schuler, director, Commission for Ancient History and Epigraphy of the German Archaeological Institute, Munich (Germany)

Paul D. Scotton, Assoociate Professor Classical Archaeology and Classics, California State University Long Beach (USA)

Danuta Shanzer, Professor of Classics and Medieval Studies, The University of Illinois at Urbana-Champaign and Fellow of the Medieval Academy of America (USA)

James P. Sickinger, Associate Professor of Classics, Florida State University (USA)

Marilyn B. Skinner 
Professor of Classics, 
University of Arizona (USA)

Niall W. Slater, Samuel Candler Dobbs Professor of Latin and Greek, Emory University (USA)

Peter M. Smith, Associate Professor of Classics, University of North Carolina at Chapel Hill (USA)

Dr. Philip J. Smith, Research Associate in Classical Studies, McGill University (Canada)

Susan Kirkpatrick Smith Assistant Professor of Anthropology Kennesaw State University (USA)

Antony Snodgrass, Professor Emeritus of Classical Archaeology, University of Cambridge (UK)

Theodosia Stefanidou-Tiveriou, Professor of Classical Archaeology, Aristotle University of Thessaloniki (Greece).

Andrew Stewart, Nicholas C. Petris Professor of Greek Studies, University of California, Berkeley (USA)

Oliver Stoll, Univ.-Prof. Dr., Alte Geschichte/ Ancient History,Universität Passau (Germany)

Richard Stoneman, Honorary Fellow, University of Exeter (England)

Ronald Stroud, Klio Distinguished Professor of Classical Languages and Literature Emeritus, University of California, Berkeley (USA)

Sarah Culpepper Stroup, Associate Professor of Classics, University of Washington (USA)

Nancy Sultan, Professor and Director, Greek & Roman Studies, Illinois Wesleyan University (USA)

David W. Tandy, Professor of Classics, University of Tennessee (USA)

James Tatum, Aaron Lawrence Professor of Classics, Dartmouth College

Martha C. Taylor, Associate Professor of Classics, Loyola College in Maryland

Petros Themelis, Professor Emeritus of Classical Archaeology, Athens (Greece)

Eberhard Thomas, Priv.-Doz. Dr.,Archäologisches Institut der Universität zu Köln (Germany)

Michalis Tiverios, Professor of Classical Archaeology, Aristotle University of Thessaloniki (Greece)

Michael K. Toumazou, Professor of Classics, Davidson College (USA)

Stephen V. Tracy, Professor of Greek and Latin Emeritus, Ohio State University (USA)

Prof. Dr. Erich Trapp, Austrian Academy of Sciences/Vienna resp. University of Bonn (Germany)

Stephen M. Trzaskoma, Associate Professor of Classics, University of New Hampshire (USA)

Vasiliki Tsamakda, Professor of Christian Archaeology and Byzantine History of Art, University of Mainz (Germany)

Christopher Tuplin, Professor of Ancient History, University of Liverpool (UK)

Gretchen Umholtz, Lecturer, Classics and Art History, University of Massachusetts, Boston (USA)

Panos Valavanis, Professor of Classical Archaeology, University of Athens (Greece)

Athanassios Vergados, Visiting Assistant Professor of Classics, Franklin & Marshall College, Lancaster, PA

Christina Vester, Assistant Professor of Classics, University of Waterloo (Canada)

Emmanuel Voutiras, Professor of Classical Archaeology, Aristotle University of Thessaloniki (Greece)

Speros Vryonis, Jr., Alexander S. Onassis Professor (Emeritus) of Hellenic Civilization and Culture, New York University (USA)

Michael B. Walbank, Professor Emeritus of Greek, Latin & Ancient History, The University of Calgary (Canada)

Bonna D. Wescoat, Associate Professor, Art History and Ancient Mediterranean Studies, Emory University (USA)

E. Hector Williams, Professor of Classical Archaeology, University of British Columbia (Canada)

Roger J. A. Wilson, Professor of the Archaeology of the Roman Empire, and Director, Centre for the Study of Ancient Sicily, University of British Columbia, Vancouver (Canada)

Engelbert Winter, Professor for Ancient History, University of Münster (Germany)

Timothy F. Winters, Ph.D. Alumni Assn. Distinguished Professor of Classics, Austin Peay State University (USA)

Michael Zahrnt, Professor für Alte Geschichte, Universität zu Köln (Germany)

Paul Zanker, Professor Emeritus of Classical Studies, University of Munich (Germany)

 

—————————

 

cc: J. Biden, Vice President, USA

H. Clinton, Secretary of State USA

P. Gordon, Asst. Secretary-designate, European and Eurasian Affairs

H.L Berman, Chair, House Committee on Foreign Affairs

I. Ros-Lehtinen, Ranking Member, House Committee on Foreign Affairs

J. Kerry, Chair, Senate Committee on Foreign Relations

R.G. Lugar, Ranking Member, Senate Committee on Foreign Relations

R. Menendez, United States Senator from New Jersey.

 

(*) Αριθμός καθηγητών που υπέγραψαν μέχρι 23 Μαίου 2009

 

ΠΗΓΗ: http://history-of-macedonia.com/wordpress/2009/05/24/epistolo-233-kathigiton-panepistimio-pros-obama/

Περί Αρβανιτών Ι

Λόγος, διάλογος και αντίλογος περί Αρβανιτών

 

Γερμανικός γλωσσικός χάρτης της Πελοποννήσου του τέλους του 19ου αιώνα.

 

Του Marko Τ (http://a-ergodes.blogspot.com )

   

Με έντονο ρόδινο χρώμα οι περιοχές όπου ομιλούνταν ως κύρια γλώσσα τα αρβανίτικα (μεγάλο μέρος Κορινθίας και Αργολίδας, Ερμιονίδα, Τροιζήνα, Μέθανα, μαζί με Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες, περιοχές Άραξου-Κάτω Αχαγιάς και Παναχαϊκού όρους, Σουλιμοχώρια Τριφυλλίας, χωριά Λυκούρια, Δάρας και Αλέα-Μπουγιάτι Αρκαδίας).

Με απαλό ρόδινο οι περιοχές όπου τα αρβανίτικα ομιλούνταν παράλληλα με τα ελληνικά, δηλαδή ήδη βρίσκονταν σε υποχώρηση (μέρος της ανατολικής Λακωνίας στην περιοχή του Γερακίου και του Γέρακα, Δολιανά).

Με έντονο ρόδινο χρώμα οι περιοχές όπου ομιλούνταν ως κύρια γλώσσα τα αρβανίτικα (μεγάλο μέρος Κορινθίας και Αργολίδας, Ερμιονίδα, Τροιζήνα, Μέθανα, μαζί με Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες, περιοχές Άραξου-Κάτω Αχαγιάς και Παναχαϊκού όρους, Σουλιμοχώρια Τριφυλλίας, χωριά Λυκούρια, Δάρας και Αλέα-Μπουγιάτι Αρκαδίας).

Με απαλό ρόδινο οι περιοχές όπου τα αρβανίτικα ομιλούνταν παράλληλα με τα ελληνικά, δηλαδή ήδη βρίσκονταν σε υποχώρηση (μέρος της ανατολικής Λακωνίας στην περιοχή του Γερακίου και του Γέρακα, Δολιανά).

  

 

Εύκολα παρατηρεί κανείς ότι οι πρώτες περιοχές ταυτίζονται, σχεδόν όλες, με τις περιοχές της Πελοποννήσου όπου ακόμα σήμερα οι γεροντότεροι, είτε μιλούν τα αρβανίτικα, είτε τα ξέρουν, είτε τουλάχιστον τα καταλαβαίνουν (σε ορισμένα χωριά στην Αργολίδα και την Κορινθία τα αρβανίτικα τα καταλαβαίνουν άνετα και νεαρά άτομα).

Είναι ενδιαφέρον ότι κάποια χωριά της Γορτυνίας στα οποία ξέρουμε ότι μιλιούνταν τα αρβανίτικα στον καιρό της Επανάστασης, όπως η Παλούμπα (πëλλούμπα=περιστέρια), χωριό του αρβανιτόφωνου οπλαρχηγού Πλαπούτα, αναφέρονται ως ελληνόφωνα. Αυτό σημαίνει ότι εκεί η αρβανίτικη γλώσσα είχε εκλείψει ως ομιλούμενη γλώσσα στο μεσοδιάστημα μεταξύ 1830 και 1890, διότι ο χάρτης δεν αναφέρεται προφανώς σε παθητικούς γνώστες της γλώσσας, αλλά σε χρήστες της.

Με γαλάζιο απεικονίζεται ο χώρος διάδοσης της τσακώνικης διαλέκτου, που στον Μεσαίωνα ήταν σαφώς μεγαλύτερος.

Μία σοβαρή και μακροσκελής συζήτηση σχετικά με τα αρβανίτικα και τους Αρβανίτες προκλήθηκε από δημοσίευμα στο ιστολόγιο του doctor (εδώ).

Θα ήθελα να συγχαρώ τον doctor για τις νηφάλιες και τεκμηριωμένες απόψεις του, οι οποίες με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο. Επειδή τις θέσεις και τα επιχειρήματά μου τα έχω εκθέσει σε διάφορα σχόλιά μου στο πλαίσιο της παραπάνω συζήτησης, δεν θα ήθελα να τα επαναλάβω εδώ. Οπότε, όποιος έχει απορίες παρακαλείται να κάνει τον κόπο να ρίξει μια ματιά εκεί (παρακάμπτοντας τις λαβυρινθώδεις παρεμβάσεις ενός αλβανού Λιακόπουλου, επ' ονόματι Adriano, και τις προκλήσεις ενός "μασκαρεμένου" σε Έλληνα ακραίου Αλβανού εθνικιστή – διότι και το είδος αυτό κυκλοφορεί εσχάτως ανά το διαδίκτυο…).

Θα ήθελα εντούτοις να υπογραμμίσω και εδώ ότι ως Έλληνες θα πρέπει να ξεφύγουμε από το αρχαιολατρικό ιδεολόγημα του πρώιμου 19ου αιώνα, γέννημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (με ρίζες όμως και στον γερμανικό ρομαντισμό), περί άμεσης καταγωγής μας όλων των Ελλήνων συλλήβδην από τους αρχαίους Έλληνες. Ο ελληνισμός απέκτησε πραγματικά οικουμενική διάσταση, ξεφεύγοντας από τα στενά πλαίσια του ελλαδικού ή και του αιγαιακού αν θέλετε χώρου και εντάσσοντας στην πολιτισμική – και γλωσσική – του σφαίρα αλλογενείς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας και της Ανατολής. χάρη στον Αλέξανδρο και τους Διαδόχους. Με άλλα λόγια, όταν η ελληνική γλώσσα και η ελληνική παιδεία υιοθετήθηκαν από μεγάλα πολυεθνικά κράτη, όπως ήταν τα ελληνιστικά βασίλεια. Στη συνέχεια, ο χριστιανισμός, έχοντας ως κύριο γλωσσικό όχημα την ελληνική γλώσσα, προσέδωσε μία νέα διάσταση στην οικουμενικότητα του ελληνισμού.


Όσο για μένα, αισθάνομαι πολύ Βυζαντινός και Ρωμιός για να μπορέσω να αποδεχτώ αρχαιολατρικά ιδεολογήματα σαν αυτά που μας θέλουν όλους συλλήβδην απογόνους του Περικλή: Έλληνες είμαστε γιατί έτσι θέλησε ο τόπος όπου έχουμε ριζώσει και η ιστορία που κουβαλούμε μέσα μας, με τα χίλια της πρόσωπα και τις αμέτρητες πτυχές της.


Με απλά λόγια: Η ένταξη σε ένα έθνος δεν είναι θέμα γονιδίων και αιμοσφαιρίων, αλλά θέμα που έχει σχέση με κοινωνικές και πολιτισμικές διεργασίες. Οι Αρβανίτες (Αρμπëρόρë), μπορεί εν μέρει (το "εν μέρει" το τονίζω) να έχουν κοινή καταγωγή με τους νότιους Αλβανούς (Τόσκηδες), αλλά ποτέ δεν είχαν αλβανική εθνική συνείδηση, διότι απλούστατα τέτοια συνείδηση τον ύστερο Μεσαίωνα, όταν έφυγαν από τα εδάφη της σημερινής νότιας Αλβανίας, δεν υπήρχε. Ούτε καν κουβαλούσαν μαζί τους οι Αρβανίτες, στη συλλογική τους συνείδηση, την ανάμνηση κάποιας ανεξάρτητης κρατικής υπόστασης (της "χαμένης βασιλείας"), γιατί τέτοιο αλβανικό μεσαιωνικό κράτος δεν υπήρξε, όπως αντίστοιχα υπήρξε σερβικό κράτος και βουλγαρικό κράτος.

Οι Αρβανίτες είναι Έλληνες γιατί ζυμώθηκαν με τα ελληνικά χώματα, πάλεψαν μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες για να φτιάξουν ελληνικό κράτος και προσέλαβαν όλη την πολιτισμική παράδοση του τόπου αυτού, κρατώντας ως ιδιαιτερότητα μοναχά τη γλώσσα τους, που και αυτή τώρα χάνεται.


Προσωπικά, μου κάνει αρνητική εντύπωση το γεγονός ότι τέτοια ζητήματα εξακολουθούν να θίγονται εν έτει 2009, για τον απλούστατο λόγο ότι θα έπρεπε η απάντηση σε ερωτήματα του τύπου "Ποιοί είναι οι Αρβανίτες και τί είναι τα αρβανίτικα;" να είναι αυτονόητη. Λέω "αυτονόητη" γιατί επιστημονικά το ερώτημα είναι απαντημένο, και στα δύο σκέλη του.

Παραδέχομαι, ωστόσο, ότι το γεγονός ότι η απάντηση δεν είναι αυτονόητη δείχνει – και αυτό – ένα έλλειμμα παιδείας εκ μέρους μας. Αυτό το έλλειμμα παιδείας στην περίπτωσή μας συνδυάζεται με τις προσπάθειες κάποιων ακραίων Αλβανών εθνικιστών, με προεξάρχοντα τον τραγουδιστή και ερασιτέχνη "ντοκυμαντερίστα" Lirio Nushi (απολαύστε φαιδρότητες εδώ και εδώ), να παρουσιαστούν ως αυτόκλητοι "προστάτες" και "σωτήρες" των Αρβανιτών. Λες και ζήτησαν από κάτι τέτοιους απίθανους τύπους οι Αρβανίτες να τους "σώσουν" (να τους σώσουν από ποιούς άραγε; Από τους συμπατριώτες τους; Ε, δεν είμαστε καλά, ή μάλλον, νούκου γιέμι μίρë!).

Κλείνοντας θα παραθέσω δύο αποσπάσματα από σχόλιό μου στο κείμενο του doctor.


"Όταν ήρθαν οι Αρβανίτες στον τόπο αυτό, τον 14ο αιώνα, ήρθαν κατά φάρες, δεν υπήρχε αλβανικό έθνος. Ούτε αλβανικό κράτος. Ούτε καν γραπτή αλβανική γλώσσα. Συνειδησιακά και πολιτισμικά οι Αρβανίτες εντάχθηκαν στον Ελληνισμό. Δεν απεμπόλησαν κάποια αλβανική εθνική συνείδηση προς χάριν της ελληνικής, γιατί τέτοια συνείδηση δεν υπήρχε. Η εθνική τους συνείδηση διαμορφώθηκε παράλληλα και σε συνάρτηση με αυτήν των υπόλοιπων ελληνόφωνων συμπατριωτών τους".


"Οσο ο αλβανικός εθνικισμός πάει να στριμώξει τους Αρβανίτες, τόσο αυτοί αντιδρούν και γίνονται πιο αντιαλβανοί από τον πιο αντιαλβανό Έλληνα. Διότι ο απλός Αρβανίτης αν νιώθει ότι στριμώχνεται από τον αλβανικό εθνικισμό, θα πέσει στον ελληνικό εθνικισμό. Μέση οδός δεν υπάρχει".


Υ.Γ.1: Τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού η εκτεταμένη ύπαρξη "αλβανοφωνίας" – χρησιμοποιώ τον όρο της εποχής – στο τότε ελληνικό κράτος ήταν αυτονόητη (ρίξτε απλώς μια ματιά στον Παπαδιαμάντη ή σε κείμενα λογίων όπως ο Λαμπρυνίδης και ο Μηλιαράκης ή και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια).

Εντούτοις, σήμερα, που τα αρβανίτικα βρίσκονται στο στάδιο του γλωσσοθανάτου, βρίσκονται διάφοροι απίθανοι και ημιμαθείς, αν όχι αγράμματοι, "Ελληναράδες" εθνικιστές στο διαδίκτυο να βρίζουν τους Αρβανίτες και την "ετερογλωσσία" τους. Μερικοί μάλιστα νομίζουν πως τους Αρβανίτες τους εγκατέστησαν στην Ελλάδα οι Τούρκοι, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μετανάστευση που έγινε κυρίως κατά τον 14ο αιώνα.

Ως λύση, θα πρότεινα στους τύπους αυτούς να φτιάξουν ένα φόρουμ μαζί με ομοϊδεάτες τους "αλβαναράδες" στυλ Lirio Nushi, από Αλβανία και Κόσοβο, και να είναι σίγουροι πως θα έχουν 24ωρη non-stop απασχόληση – βλέπε "διαδικτυακούς σκυλοκαβγάδες" – για το υπόλοιπο της ζωής τους.


Y.Γ.2: Μαρτυρία του λόγιου υδραίου δημοσιογράφου Αντώνη Μανίκη δημοσιευμένη στην εφημερίδα "Το Μέλλον της Ύδρας" (εκδιδόταν στον Πειραιά μεταξύ 1930 και 1960 περίπου):

Όταν η βασίλισσα Όλγα επισκέφτηκε την Ύδρα και της έγινε επίσημη υποδοχή, ρώτησε μια νεαρή γυναίκα του νησιού που κρατούσε το μωρό της σε φασκιές:

"Ντjάλjë ίσστë ή βάιζë;" (= αγόρι είναι ή κορίτσι;). Ο κόσμος έκπληκτος αναφώνησε: "Βασιλjέσσα ντι αρμπëρίσστë!" (= η βασίλισσα ξέρει αρβανίτικα!).

Και όντως, η βασίλισσα Όλγα και τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογένειας είχαν μάθει αρκετά αρβανίτικα από το υπηρετικό προσωπικό του παλατιού. Αυτά για την ιστορία (και τους άσχετους με αυτήν ψευτο-ελληναράδες…).

 

ΠΗΓΗ:  Κυριακή, 17 Μάϊος 2009,  http://a-ergodes.blogspot.com/2009/05/blog-post_17.html 

 

Ακολουθούν στο ποστ αυτό πολλά ενδιαφέροντα σχόλια. Προτείνω να τα δείτε.

Η Γεωπολιτική συνείδηση της Ορθοδοξίας

Η Γεωπολιτική συνείδηση της Ορθοδοξίας  

Της Χριστίνας Π. Μέλλιου*

 

Η Ν/Α Μεσόγειος και τα Βαλκάνια αποτελούν περιοχές που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη Ιστορία και οι οποίες στις παρούσες συνθήκες συνδέονται με τον παράγοντα «ενέργεια» και τον παράγοντα «ενεργειακοί πόροι».

Στην Ν/Α Μεσόγειο και τα Βαλκάνια επίσης, η Ορθοδοξία αποτελεί βασικό συνδετικό κρίκο που ενώνει από τα χρόνια του Βυζαντίου έως σήμερα τους πληθυσμούς των περιοχών αυτών με ένα ενιαίο θρησκευτικό παρελθόν. Η διασύνδεση επομένως «Ορθοδοξίας» και «Γεωπολιτικής» είναι πέρα ως πέρα αληθινή και υπαρκτή.

Ο «δεσμός» αυτός είναι σε θέση να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο η Ορθοδοξία μπορεί να αναγνωρισθεί ως ενεργός παράγοντας του σύγχρονου παγκόσμιου γίγνεσθαι.

Η ιστορία της Ευρώπης έχει εξελιχθεί με βάση διάφορους γεωγραφικούς «πυρήνες»:

 Β/Δ Ευρώπη, Ν/Δ Ευρώπη, Κεντρική Ευρώπη, Ν/Α Ευρώπη, Ανατολική Ευρώπη-Ρωσία. Από αυτούς τους «πυρήνες» θεωρούμε ότι, σχετικά με την παρούσα μελέτη, αυτός της Ανατολικής Ευρώπης-Ρωσίας χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης από κοινού με αυτόν της Ν/Α Ευρώπης- Ν/Α Μεσογείου.

Η ανατολική πλευρά της Ευρώπης αποτελείται από τέσσερις, ιδιαιτέρων πολιτισμικών χαρακτηριστικών, «κόσμους»: τον ρώσο-ουκρανικό, τον βαλτικό, τον κέντρο-ευρωπαϊκό, και τον βαλκανικό. Η ανατολική πλευρά της Μεσογειακής λεκάνης αποτελείται, από άποψη θρησκειών, από τρεις «κόσμους»: τον χριστιανικό, τον μουσουλμανικό και τον ιουδαϊκό. Η πολιτική σταθερότητα αυτών των «κόσμων», αποτελεί ζήτημα υψίστης σημασίας για την οικονομική ευημερία της Δύσης, μιας και αυτές οι περιοχές αποτελούν τον «ομφάλιο λώρο» μεταξύ της αναπτυγμένης οικονομικά Ευρώπης και των περιοχών που «στηρίζουν» την ανάπτυξη αυτή. Ταυτοχρόνως, οι τελευταίες αυτές περιοχές αποτελούν τον ξεχασμέν ο «μη υλιστικό πυρήνα» από τον οποίο άντλησε η Δυτική Ευρώπη όλες τις πνευματικές, ηθικές, θρησκευτικές αντιλήψεις που την βοήθησαν στην οικοδόμηση εκείνων των πτυχών του πολιτισμού της, οι οποίες στάθηκαν επωφελείς για τον άνθρωπο.

Στη Ν/Α Μεσόγειο και τα Βαλκάνια η Ορθοδοξία αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της πολιτισμικής ταυτότητας των πληθυσμών. Αποτελεί συνδετικό κρίκο που ενώνει, από τα χρόνια του Βυζαντίου έως σήμερα, τους πληθυσμούς αυτούς με ένα ενιαίο θρησκευτικό παρελθόν. Είναι σημείο αναφοράς στις παραδόσεις και τις τέχνες των λαών αυτών και αποτελεί, εν μέρει, την πηγή της εθνικής τους αφύπνισης αλλά και διαθέτει σημαντική επιρροή των πολιτικών τους σχεδιασμών. Η Ορθοδοξία στον χώρο της Ν/Α Μεσογείου και των Βαλκανίων, με τον εδώ και αιώνες διμερή ανταγωνισμό της με τον μουσουλμανικό κόσμο αλλά και τον δυτικό χριστιανισμό, που αντιπροσωπεύεται κυρίως από τον Ρωμαιοκαθολικισμό, αποτέλεσε και αποτελεί οργανικό στοιχείο ποικίλων εθνικών αναγεννήσεων και εθνικών ανεξαρτησιών. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, η έννοια της εθνικής ταυτότητας στον παραπάνω γεωγραφικό χώρο, αλλά και του εθνικού γεωγραφικού προσδιορισμού, δεν μπορεί να έχει νόημα δίχως την μόνιμη αναφορά στην πολιτισμική και θρησκευτική επιρροή. Και ειδικότερα, τόσο τα εδαφικά στοιχεία όσο και τα εθνικά ιδεολογήματα που έχουν εν μέρει διαμορφωθεί από τις θρησκευτικές πραγματικότητες, τις οφειλόμενες στην Ορθοδοξία.

Η Ν/Α Μεσόγειος και τα Βαλκάνια αποτελούν περιοχές που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη Ιστορία και οι οποίες στις παρούσες συνθήκες συνδέονται με έναν από τους σπουδαιότερους παράγοντες που σχετίζονται με την διατήρηση του υψηλού βιοτικού επιπέδου, το οποίο η ανθρωπότητα με πολλούς κόπους έχει κατορθώσει να διασφαλίσει: τον παράγοντα «ενέργεια» και «ενεργειακοί πόροι». Σύμφωνα με τα παραπάνω, η εξασφάλιση του «υλικού» παράγοντα -δηλ. της «ενέργειας»- συνδέεται με την εξασφάλιση «ηρεμίας» στις προαναφερθείσες «πολιτισμικές» περιοχές, στις οποίες τα πάθη -δηλ. η μη λογική- μπορούν να αποτελέσουν το φυτίλι διαφόρων κοινωνικών, πολιτικών και θρησκευτικών εκρήξεων. Ένα σκίρτημα και μόνο στην παραπάνω περιοχή, περιοχή όπου η Ορθοδοξία διαδραματίζει έναν από τους πιο σημαντικούς πολιτιστικούς ρόλους στον κόσμο, αρκεί για να μεταβληθεί η γεωπολιτική ισορροπία σε παγκόσμιο γεωπολιτικό κυκλώνα. Και ακριβώς επειδή η Ορθοδοξία αποτελεί τον αιώνιο καταλύτη υποφωσκουσών συμπεριφορών, γίνεται αντιληπτό ότι η Ορθοδοξία μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα για την ομαλή επίλυση των σοβαρών προβλημάτων της ανθρωπότητας, επειδή έχει την δυνατότητα να προσφέρει την πνευματική διάσταση που τόσο λείπει σήμερα.

Σε αυτό το σημείο, προκειμένου να γίνουν κατανοητά τα προαναφερόμενα, πραγματοποιούμε μια περιγραφή του γεωπολιτικού χάρτη της λεκάνης της Μεσογείου, όπως αυτός εμφανίζεται με τα σημερινά δεδομένα.
Η Μεσόγειος ορίζει έναν οριζόντιο άξονα αγγλοσαξονικής επιρροής με 4 «σημεία στήριξης»: 

α) Γιβραλτάρ

β) Μάλτα

γ) Κρήτη

δ) Κύπρος

Σημαντικοί οδοί εμπορίου, επικοινωνιών αλλά και στρατηγικής σημασίας, είναι οι 2 κάθετοι ως προς τον οριζόντιο άξονα:

α) Αδριατική

β) Αιγαίο

Στην περίπτωσή μας θα επικεντρωθούμε στον άξονα του Αιγαίου και στο ανατολικό άκρο του οριζόντιου άξονα.

i) Αιγαίο:

Είναι αδιαμφισβήτητο και ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η περιοχή του Αιγαίου αλλά και της «θύρας» του Βοσπόρου καθόρισαν σημαντικές γεωπολιτικές εξελίξεις ήδη από την εποχή του Χαλκού. Πολλώ δε μάλλον, τον 20ο αιώνα, όταν και διαμορφώθηκε η σημερινή πολιτικό-οικονομική ισχύς της  Δύσης, η οποία στηρίχτηκε στην εκμετάλλευση του ανθρώπινου δυναμικού και των φυσικών πρώτων υλών της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.

Ειδικότερα σε ό,τι έχει να κάνει με την σχέση Ελλάδος/Τουρκίας -σχέση που υπαγορεύεται πρωτίστως από γεωγραφικούς λόγους- μπορεί κάποιος εύκολα να παρατηρήσει ότι η περιοχή του Αιγαίου δεν αξιοποιήθηκε από ελληνικής πλευράς όσο έπρεπε, χρησιμοποιούμενη ως γεωπολιτικό διακύβευμα, σε αντίθεση με την Τουρκική πλευρά, η οποία διεκδικούσε μερίδιο της κυριαρχίας της επί του Αιγαίου, χρησιμοποιώντας ως «μοχλό» την σπουδαιότητα του διαύλου Βοσπόρου-Δαρδανελίων. Με τον τρόπο αυτό η Τουρκία συνέχισε και συνεχίζει την επιτυχημένη πολιτική η οποία εδράζεται στο ότι αυτή αποτελεί την μοναδική «γέφυρα»1 μεταξύ δυο ηπείρων: Ευρώπης και Ασίας. Εμφανίζεται δε η Τουρκία ιδιαιτέρως ενισχυμένη στην άσκηση της πολιτικής αυτής όχι μόνο επειδή προβάλει επιτυχώς τα τελευταία 80 χρόνια την κοινή αντίληψη πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών ιθυνόντων, περί κοινού οφέλους και κινδύνων, αλλά και διότι εκμεταλλεύτηκε όσο το δυνατόν καλύτερα την νέα διαμόρφωση ισορροπιών που προέκυψαν μετά το 1991 και το 2003 τόσο στην Μέση Ανατολή όσο και στην πρώην Ανατολική Ευρώπη.

Στο πλαίσιο του παγκοσμίου «παιγνίου» ισορροπιών ισχύος, μια από τις σημαντικές παραμέτρους της άσκησης εξωτερικής πολιτικής ήταν και είναι αυτή του πολιτισμού. Στην έννοια του πολιτισμού βεβαίως εμπεριέχεται και η θρησκεία. Η σημασία της θρησκείας για το σύμπλοκο της Ν/Α Μεσογείου, και ειδικότερα για την Ελλάδα, γίνεται εύκολα κατανοητή, αν σκεφτούμε ότι στις περιοχές αυτές διαβιούν κοινωνίες οι οποίες έχουν δομηθεί βάσει αριστοτελικών και ιουδαϊκών προτύπων. Άρα οι κοινωνίες αυτές προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία στο «συναίσθημα» ως παράγοντα δημιουργίας κοινωνικών σχέσεων και κατ΄ επέκταση, πολιτικής.

ii) Ανατολικό άκρο αγγλοσαξονικού άξονα επιρροής (Ν/Α Μεσόγειος)

Η σημασία της περιοχής αυτής είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις εξελίξεις στον προαναφερθέντα γεωγραφικό χώρο, δηλαδή αυτόν του Αιγαίου. Ως Ν/Α Μεσόγειο θα ορίσουμε την περιοχή που περιλαμβάνει την Κύπρο, την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή. Η Κύπρος προβάλει ως «παρατηρητήριο» απ' όπου εποπτεύονται τα τεκταινόμενα σε έναν τεράστιο γεωγραφικό χώρο που περιλαμβάνει τον Καύκασο, την Κεντρική Ασία, την λεγόμενη Ν/Δ Ασία (Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ιράν, Περσικό Κόλπο) και βεβαίως τα κράτη που ανήκουν στα απέναντι από την Κύπρο παράλια (Συρία, Λίβανο, Ισραήλ). Βεβαίως, στην περιοχή της Ν/Α Μεσογείου καταλήγουν (αλλά και σχεδιάζονται) σημαντικότατοι ενεργειακοί αγωγοί οι οποίοι από κοινού με την διώρυγα του Σουέζ κρατούν την ευημερία και την οικονομική επιβίωση της Δύσης στα σημερινά επίπεδα. Επίσης, ιδίας και ίσως σπουδαιότερης σημασίας είναι το γεγονός ότι στην Ν/Α Μεσόγειο εντοπίζεται ο νέος «εχθρός» της Δύσης, δηλαδή το Ισλάμ, όπως αυτό ερμηνεύεται και παρερμηνεύεται για την επιδίωξη στρατηγικών και άλλων σκοπών.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η Τουρκία είναι σχεδόν υποχρεωμένη να ασκεί επιθετική εξωτερική πολιτική, ακολουθώντας τις «γραμμές» της νέας παγκόσμιας τάσης που υπαγορεύει ότι τον σημαντικότερο ρόλο σήμερα διαδραματίζουν οι ιδέες/ιδεοληψίες και οι «πολιτισμικές/πολιτιστικές επιθέσεις».

Μεσούσης της παγκόσμιας ανακατανομής ισορροπιών ισχύος το 1991, εκλέγεται στον Οικουμενικό Θρόνο ο κ. Βαρθολομαίος. Από εκείνη τη στιγμή παρατηρείται ένα εντυπωσιακό «άνοιγμα» του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επικεντρωμένο κυρίως στις σημαντικές οικολογικές -και όχι μόνο- δραστηριότητες του Πατριάρχη.

Οι δραστηριότητες αυτές είχαν ως πυρήνα τα λεγόμενα «Εν Πλω» οικολογικά Συνέδρια -που διεξήχθησαν τα έτη 1995, 1997, 1999, 2002 και 2003 στις περιοχές του Αιγαίου, Μαύρης Θάλασσας, Δούναβη, Αδριατικής και Βαλτικής αντιστοίχως υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου- και αξίζει να τονιστεί ότι ο στόχος τους ήταν υψηλός, όπως επίσης και η επιρροή τους αν δει κάποιος το status των συμμετεχόντων. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα όλων – των μέχρι τώρα- πραγματοποιηθέντων Συνεδρίων είναι ότι εκτός από την ευαισθητοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας για τα ζητήματα περιβάλλοντος, έγινε πραγματικότητα και η εμπλοκή διεθνών θεσμικών δρώντων που διαθέτουν ιδιαίτερο κύρος στις περιοχές που πραγματοποιήθηκαν τα «Εν Πλω» Συνέδρια.

Με τον τρόπο αυτό όχι μόνο αναβαθμίστηκε το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά του δόθηκε η δυνατότητα να έρθει σε επαφή με εγνωσμένης ικανότητας και επιρροής άτομα, τα οποία θα μπορέσουν να αντιληφθούν τον ρόλο που επιθυμεί να διαδραματίσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πέρα από το πρόδηλο ενδιαφέρον που παρουσιάζει η ουσία των Συνεδρίων, με όλες τις προεκτάσεις που κάτι τέτοιο μπορεί να λάβει, το Οικουμενικό Πατριαρχείο πραγματοποίησε μια προσπάθεια «ανοίγματος», μια αναζήτηση νέων οριζόντων και νέας λογικής επικοινωνίας στον σύγχρονο Ευρωπαϊκό, και όχι μόνο, κόσμο. Με βάση λοιπόν τα θέματα που ενώνουν τους ανθρώπους, όπως η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναζητεί δρόμους που θα το οδηγήσουν στην επέκταση της επιρροής του, πέρα από τα όρια της πνευματικής του δικαιοδοσίας. 2 Στόχος λοιπόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν πάνω από όλα η εύρεση θεμάτων προβληματισμού με πανανθρώπινη εμβέλεια, έτσι ώστε να μπορέσει να είναι βέβαιη η επέκταση της πνευματικής του επιρροής ακόμα σε χώρες ή σε Εκκλησίες με τις οποίες οι σχέσεις του περνούσαν κρίση.

Το άνοιγμα που επιχειρεί ο Οικουμενικός Θρόνος αποδεικνύει ότι η κεφαλή της Ορθοδοξίας έχοντας γεωπολιτική συνείδηση και παρακολουθώντας τις παγκόσμιες εξελίξεις, διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στον τομέα της πολιτισμικής, και όχι μόνο, γεωγραφίας τόσο στην Ν/Α Μεσόγειο και τα Βαλκάνια όσο και σε εκείνα τα σημεία του πλανήτη όπου υπάρχουν Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Σε ό,τι έχει να κάνει με την Ν/Α Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, άξια προσοχής είναι η αντιπαράθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος. Μια αντιπαράθεση που επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στο ζήτημα των λεγομένων «Νέων Χωρών», κάτι που έχει παρουσιαστεί ξανά στο πρόσφατο παρελθόν.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε πως αν κάποιος συμβουλευτεί έναν εκκλησιαστικό χάρτη που παρουσιάζει τα εκκλησιαστικά σύνορα -τα σύνορα, δηλαδή, που διαχωρίζουν τις εκκλησιαστικές έδρες του Οικουμενικού Πατριαρχείου από αυτές της Εκκλησίας της Ελλάδος- τότε παρατηρεί ότι η  πραγματική δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ελλάδος σταματά στον άξονα Ολύμπου -Άρτας, ενώ οι περιοχές των λεγομένων «Νέων Χωρών» (Μακεδονία, Ήπειρος, Θράκη και νησιά Β. Αιγαίου) και των Δωδεκανήσων μαζί με την ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης ανήκουν στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η δε ελληνική Πολιτεία επωμίζεται απλώς τα έξοδα διαχείρισης. Με αυτόν τον τρόπο διαγράφεται ο σημαντικός ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο στη γεωγραφική περιοχή των λεγομένων «Νέων Χωρών» όταν -και αν- περιέλθει αυτή εξ' ολοκλήρου στην διοικητική δικαιοδοσία του, χρησιμεύουσα ως δίαυλος επικοινωνίας του Οικουμενικού Θρόνου με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε, θα έχουμε μια εκκλησιαστική οντότητα της οποίας η έδρα θα βρίσκεται εκτός ΕΕ, το νομικό της καθεστώς θα ορίζεται, επίσης, από μια χώρα που δεν αποτελεί μέλος της ΕΕ, αλλά οι ζωτικές της εκκλησιαστικές έδρες θα βρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βεβαίως, η όλη αυτή κατάσταση ομαλοποιείται στην περίπτωση που η Τουρκία ενταχθεί στους κόλπους της ευρωπαϊκής «οικογένειας». Πέρα όμως από το τί συνεπάγεται πολιτικά η εξ' ολοκλήρου διοικητική υπαγωγή των εκκλησιαστικών εδρών των «Νέων Χωρών» στον Οικουμενικό Θρόνο, σπουδαίο σημείο αναφοράς αποτελεί επίσης και ο περιορισμός της επέκτασης της πνευματικής επιρροής του Πατριαρχείου Μόσχας αποκλειστικά και μόνο στα Σλαβικά κράτη της Βαλκανικής. Στην περίπτωση αυτή θα οριοθετηθεί ένας εκκλησιαστικός χάρτης, στον οποίο η πνευματική επιρροή του Πατριαρχείου Μόσχας θα σταματά στην συνοριακή γραμμή που χωρίζει την Ελλάδα από τα λοιπά βαλκανικά κράτη, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα εξασκεί διοίκηση και θα προβάλλει την πνευματική επιρροή του στις περιοχές της Μακεδονίας, Ηπείρου, Θράκης, ανατολικού και βορείου Αιγαίου και Κρήτης.

Σε ό,τι αφορά στις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το Πατριαρχείο Μόσχας, η κατάσταση φαίνεται πιο ξεκάθαρη από την στιγμή που οι δυο μεγάλοι πόλοι της Ορθοδοξίας θεωρούν ως μελλοντική τους προοπτική την εξάπλωση της πνευματικής τους επιρροής στον κεντροευρωπαϊκό χώρο και στον χώρο της Βαλτικής. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, σε αντίθεση με την Εκκλησία της Ελλάδος, συνειδητοποίησε από νωρίς ότι θα πρέπει να διαθέτει μια βάση, πέρα από αυτή στην Κων/πολη, στην Δυτική Ευρώπη με πιθανό στόχο την διεκδίκηση εκτεταμένης κανονικής (δηλ. εκκλησιαστικής) δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Θρόνου στο μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της ΕΕ, γεγονός που δυσχεραίνει η ύπαρξη πολλών εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών στον συγκεκριμένο χώρο. Η πιθανότητα αυτή, μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι ενισχύεται από δύο γεγονότα:

1) την ίδρυση από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο της Αυτόνομης Εκκλησίας της Εσθονίας που αποτελείται από μια ομάδα που έχει αποσχισθεί από το Πατριαρχείο Μόσχας και 

2) της ανακήρυξης της Αυτοκέφαλης Εκκλησία της Ουκρανίας, η οποία στηρίζεται από τον νέο Πρόεδρο της Ουκρανίας, Βίκτωρ Γιουτσένκο. Μάλιστα, μετά από αίτημα του τελευταίου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης προσβλέπει στην επανάληψη του «σεναρίου της Εσθονίας» αναγνωρίζοντας την Εκκλησία αυτή ως πραγματική τοπική Εκκλησίας της Ουκρανίας, η οποία όμως θα βρίσκεται υπό την ανώτατη διοίκησή του. Έτσι τίθεται στο περιθώριο η κύρια τοπική Εκκλησία της Ουκρανίας, η Αυτόνομη  Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, που βρίσκεται σε πνευματική κοινωνία με το Πατριαρχείο Μόσχας.

Τα ήδη προαναφερθέντα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ενδείξεις σχετικά με τον μελλοντικό στόχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο οποίος θα είναι η διεύρυνση της κανονικής του δικαιοδοσίας και η εξάπλωση της πνευματικής του επιρροής στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έναντι του Πατριαρχείου Μόσχας. Όμως, η πραγματοποίηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενός παρόμοιου «σχεδίου» προϋποθέτει ως πρώτο βήμα την επιβεβαίωση της δικαιοδοσίας του στις μητροπόλεις της Ορθόδοξης διασποράς στην Ευρώπη και ως δεύτερο βήμα, εξίσου σημαντικό, το να καταστεί η Τουρκία μέλος της ΕΕ, μιας και είναι η χώρα που ορίζει το νομικό του καθεστώς.

Η Ορθοδοξία, πέρα από το σύμπλοκο της Ν/Α Μεσογείου και των Βαλκανίων, υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση της διπλωματικής και ευρύτερης πολιτικής σκηνής των τελευταίων αιώνων και σε όλη την Ευρώπη. Η ιστορική αυτή αλήθεια στηρίζεται στο γεγονός ότι η Ορθοδοξία ήταν ταυτισμένη με την Ρωσία, που με την σειρά της ασκούσε μεγάλη επιρροή στα ορθόδοξα Βαλκάνια3 . Βεβαίως, η Ρωσία διέθετε «εξ' αντανακλάσεως» επιρροή και στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, μέσω της χρησιμοποίησης της ισχύος της στα Βαλκάνια. Η επιρροή αυτή δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί από τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις, είτε επρόκειτο για χώρες της Δυτικής Ευρώπης είτε για την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Στην σύγχρονη εποχή δύο γεγονότα έχουν επιταχύνει τις «εκκλησιαστικές» εξελίξεις: 

1) η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και η επανεμφάνιση του Πατριαρχείου Μόσχας (της μεγαλύτερης σε πληθυσμό ορθόδοξης εκκλησίας) στο παγκόσμιο προσκήνιο και 

2) η ύπαρξη σε ένα από τα πιο νευραλγικά σημεία του πλανήτη (Βαλκάνια και Ν/Α Μεσόγειο) ορθόδοξων κρατών ή κρατών που έχουν ενάριθμη ορθόδοξη μειονότητα στο εσωτερικό τους. Αυτές οι πραγματικότητες δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες από τον σύγχρονο ερευνητή, πόσο μάλιστα από τα παγκόσμια κέντρα στρατηγικής.

Η Ελλάδα, παρά την σπουδαιότητα του θέματος, ουδέποτε κατέβαλε προσπάθεια να αναλύσει τον ρόλο και τις δυναμικές της Ορθοδοξίας  μέσα στον σύγχρονο Ευρωπαϊκό χώρο, όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά τους Βαλκανικούς και Παγκόσμιους Πολέμους.  Ειδικότερα δε από το 1980 και έπειτα, η Ελλάδα αποτελούσε την μοναδική ορθόδοξη χώρα στους κόλπους αρχικά της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και αργότερα Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρ' όλα αυτά δεν κατεβλήθη καμία προσπάθεια προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση μεταξύ Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος και Ευρώπης. Η Εκκλησία της Ελλάδος άργησε αισθητά προτού κάνει τα πρώτα βήματά της προς την ΕΕ, ενώ και από την πλευρά της η ελληνική Πολιτεία δεν ασχολήθηκε σχεδόν καθόλου με το θέμα αυτό.

Η κατάρρευση όμως της Σοβιετικής Ένωσης, έκανε την Εκκλησία της Ελλάδος να συνειδητοποιήσει γρήγορα πως η απουσία της εκπροσώπησής της στην ΕΕ θα μπορούσε να καλυφθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αναιρώντας την δράση της ως αυτοκέφαλης Εκκλησίας και μετατρέποντάς την απλά σε ένα θεσμό που υπάγεται στον Οικουμενικό Θρόνο. Πρώτος αντιλήφθηκε αυτό το γεγονός ο νυν Αρχιεπίσκοπος Ελλάδος Χριστόδουλος, ο
οποίος για τον λόγο αυτό δημιούργησε πριν από λίγα χρόνια το γραφείο της
Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλες.

Η πρόσφατη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ μπορεί να βάλει τέλος στην μοναχική, ανύπαρκτη και χωρίς πυξίδα πορεία της Εκκλησίας της Ελλάδος στην ευρωπαϊκή πολιτική κονίστρα.

Αυτό όμως που χρειάζεται σήμερα η Εκκλησία της Ελλάδος και κατ' επέκταση η Ορθοδοξία προκειμένου να διαδραματίσει σοβαρό και σημαντικό ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, είναι η απόκτηση γεωπολιτικής συνείδησης. Όσο «κοσμικό» και αν ακούγεται, η ορμή των παγκόσμιων εξελίξεων καθιστά επιτακτική την ανάγκη άμεσης διασύνδεσης της Εκκλησίας της Ελλάδος με τα κέντρα αποφάσεων, δηλαδή Βρυξέλλες-Ουάσιγκτον. Υπό το πρίσμα αυτό, και δεδομένου ότι η Εκκλησία της Ελλάδος εμβιοί σε ένα από τα πιο νευραλγικά τμήματα της «ζώνης παγκόσμιων εξελίξεων», θεωρούμε ότι οφείλει να συνειδητοποιήσει:

α) τον κίνδυνο απομόνωσής της από το διεθνές γίγνεσθαι και 

β) το ότι μπορεί να διαμορφώσει εξελίξεις και όχι να υποτάσσεται σε αυτές.

Συμπερασματικά, η διατήρηση της ισορροπίας και της ειρήνης στην συγκεκριμένη περιοχή περνά από την κατανόηση των ιδιαιτέρων συναισθηματικών/ ιδεολογικών παραμέτρων που διαμορφώνουν τις κοινωνικές δομές των λαών της Ευρώπης, της Βαλκανικής και της Μέσης Ανατολής. Η κατανόηση αυτή μπορεί να βασίζεται μόνο σε πολιτιστικά/ πολιτισμικά θεμέλια και όχι σε εξαγγελίες περί οικονομικών δεικτών.

Η διασύνδεση επομένως «Ορθοδοξίας» και «Γεωπολιτικής» φρονούμε ότι είναι πέρα ως πέρα αληθινή και υπαρκτή. Και μάλιστα ο «δεσμός» αυτός, όταν αναγνωσθεί χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της λαϊκίστικης υστερίας, θα μπορέσει να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο η Ορθοδοξία μπορεί να αναγνωριστεί ως ενεργός παράγοντας του σύγχρονου παγκόσμιου γίγνεσθαι, αποδεικνύοντας πως η θρησκεία και πιο συγκεκριμένα η Ορθοδοξία, φέρει μαζί της μια βαριά κληρονομιά και ένα μεγάλο όραμα: την διατήρηση και εξασφάλιση της ισορροπίας και της ειρήνης στις ανθρώπινες κοινωνίες.

 

*  Η Χριστίνα Π. Μέλλιου είναι Διδάκτωρ Οικονομικής Γεωγραφίας-Γεωπολιτικής

 

ΠΗΓΗ: Αρχική πηγή: ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ Τ. 11, Ιανουάριος – Απρίλιος 2007,  http://www.iaa.gr/aa/item.asp?ItemID=250

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Τρίτη, 19 Μάϊος 2009,

Περί κράτους και δη Ελλαδικού…

Περί κράτους και δη Ελλαδικού…

(Ιδιόμορφη δοκιμή βιβλιοπαρουσίασης)

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα

Πολλοί σήμερα (Σ. Σ. η συγγραφή έγινε το 1985) μιλάμε για τη μεγάλη κρίση του τέλους του αιώνα μας. Έτσι τολμάμε πολλοί να εκτιμήσουμε την πιο πιθανή εκδοχή της έκβασης αυτής της κρίσης. Και άλλοι πιο ριψοκίνδυνοι να προβλέψουμε… 

Συνέχεια

Ελληνοχριστιανικά…

Ελληνοχριστιανικά…

 Του παπα Ηλία Υφαντή

Λένε πως στην Ελλάδα «είσαι ο, τι δηλώσεις». Φαίνεται όμως ότι για κάποιους ισχύει και το είσαι «ο, τι σε δηλώσουν» εκείνοι… Μιλάς, για παράδειγμα, για κοινωνική δικαιοσύνη. Και σπεύδουν να σε βαφτίσουν κομμουνιστή, μαρξιστή, αναρχικό και άλλα παρόμοια. Ανάλογα με το ποια ταμπέλα τους βολεύει κάθε φορά.

Συνέχεια