Άγιον Όρος και Ευρωπαϊκή Κοινότης
Του Αρχιμ. Βασίλειου Ηβηρίτη (Γοντικάκη)*
Bρισκόμαστε στό Λουξεμβούργο, στήν καρδιά τής Ευρώπης, πού αγωνίζεται νά πραγματοποιήση τήν ενότητα τών λαών της. Βρισκόμαστε ταυτόχρονα όχι μακριά από τήν πρώην Σοβιετική Ένωσι, πού πρίν από λίγο καιρό κατέρρευσε, χωρίς νά πετύχη τό όραμα τής ενότητος πού επεδίωκε, τών δικών της λαών. Αυθόρμητα τίθεται τό ερώτημα: Μήπως τό Άγιον Όρος, ως μία ιδιότυπη υπερχιλιετής δημοκρατία μοναχών προερχομένων από διαφόρους τόπους καί λαούς, έχει νά μάς πή κάτι γιά τά ανωτέρω γεγονότα; τήν κατάρρευσι τής Σοβιετικής Ενώσεως καί τήν εκκολαπτόμενη ενότητα τών ευρωπαϊκών λαών;
Mπορώ νά σάς πώ πώς είναι διοργανωμένη αυτή η υπερχιλιετής δημοκρατία τών μοναχών. Μπορώ νά σάς πώ ότι είναι είκοσι Μονές μέ μοναστηριακά εξαρτήματα στήν περιοχή των, Κελλιά, Σκήτες καί ησυχαστήρια. Κάθε μιά Μονή είναι αυτοδιοίκητος οργανισμός. Υπάρχει όμως στίς Καρυές, τήν πρωτεύουσα τού Αγίου Όρους, η Ιερά Κοινότης, πού αποτελείται από τούς είκοσιν αντιπροσώπους τών είκοσι Μονών. Η Ιερά Κοινότης, ως η ανωτέρα διοικητική αρχή τού τόπου, ασχολείται μέ τά γενικής φύσεως προβλήματα. Οι αποφάσεις τής Ιεράς Κοινότητος είναι υποχρεωτικές γιά τίς Μονές.
Όλα αυτά είναι σαφή καί κατανοητά. Δέν βρίσκεται όμως εκεί τό μυστικό τής δυνάμεως πού κρατά τό Άγιον Όρος στή ζωή πάνω από χίλια χρόνια. Όλα αυτά είναι κτιστά, ανθρώπινα πρότυπα διοικήσεως. Μόνα τους δέν παρουσιάζουν κάτι τό ιδιαίτερο καί μοναδικό. Τό μοναδικό καί ιδιαίτερο πού συγκρατεί στή ζωή τό Όρος, είναι ο πρός τόν άνθρωπο σεβασμός, ο οποίος προέρχεται από τήν ορθή πίστι καί βίωσι τού γεγονότος τής σαρκώσεως τού Θεού Λόγου καί τής δυνατότητος θεώσεως τού ανθρώπου.
Ο Peguy έλεγε: Γιά νά φθάση εκεί πού έφθασε ο πολιτισμός μας, σημαίνει ότι κάποιο λάθος θεολογικό έχει γίνει[1]. Η αντοχή τού Αγίου Όρους βρίσκεται ακριβώς στήν Ορθόδοξη πίστι του, στό ότι δέν έγινε σ' αυτό θεολογικό λάθος.
Έτσι, τό Άγιο Όρος είναι ο τόπος όπου τιμάται ο άνθρωπος. Δίδεται τό πρωτείο στόν άνθρωπο καί τή σωτηρία του, καί όχι στήν αποτελεσματικότητα τών ενδοκοσμικών δραστηριοτήτων του.
Αλλά, γιά νά σεβαστής τόν άνθρωπο, δέν είναι κάτι τόσο απλό. Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα ανυπόφορο, απαιτητικό καί αχόρταγο. «Η γάρ τών ανθρωπίνων ψυχών δίψα απείρου τινός δείται ύδατος, ο δέ κόσμος πεπερασμένος»[2]. Ζητά πολλά. Καί όλα νά τού τά δώσης, όλο τόν κόσμο νά τού χαρίσης, πάλι δέν είναι ικανοποιημένος. Καί δικαιολογημένα: «Τί γάρ ωφελείται άνθρωπος, εάν τόν κόσμον όλον κερδήση, τήν δέ ψυχήν αυτού ζημιωθή;»[3].
Η συνεχής υπέρβασις. Τά πάντα γέγονε καινά
Ο άνθρωπος ζητά τή συνεχή πορεία καί πρόοδο. Θέλει νά απαλλαγή από τή στέρησι, τήν κακία, τήν άγνοια. Εάν φθάση, όσο τού είναι δυνατό, στήν αρετή καί στή γνώσι, δέν αναπαύεται. Θέλει νά πάη παραπέρα. Καί διαπιστώνει ότι οι απαιτήσεις καί εφέσεις του ξεπερνούν τήν αντοχή καί τή φύσι του.
Αλλά υπάρχει μιά δύναμι πού τήν τελευταία στιγμή επεμβαίνει, δρά σωτηρίως καί τού χαρίζει τά ανέφικτα.
Όταν ανάγκασαν τόν απόστολο Παύλο νά μιλήση γιά τόν εαυτό του, απεκάλυψε τό μυστικό του λέγοντας: «Oίδα άνθρωπον εν Χριστώ πρό ετών δεκατεσσάρων… αρπαγέντα τόν τοιούτον έως τρίτου ουρανού»[4].
Δέν ανέβηκε μέ τίς δυνάμεις του ο Παύλος στόν τρίτο ουρανό, αλλά ηρπάγη. Ο ίδιος έφθασε «εν Χριστώ» -υπογραμμίζομε αυτό τό «εν Χριστώ»- στό σημείο νά είναι άξιος τής αρπαγής. Έφθασε εκεί όπου γίνεται η αρπαγή.
Η ίδια πορεία υπάρχει καί στή ζωή τής ανθρωπότητος. Όλος ο αγώνας τής Παλαιάς Διαθήκης, τών Προφητών, τών Δικαίων, καταλήγει στήν Παναγία, τήν αγνή, ταπεινή κόρη τής Ναζαρέτ. Από εκεί αρχίζει νά ενεργή άλλη δύναμι.
Λένε οι Πατέρες τής Εκκλησίας ότι ο σκοπός τής δημιουργίας είναι νά φθάση στήν Παναγία, τό άνθος τό καλόν καί ωραίον τής Παρθένου, τό οποίο μπορεί, μέ τήν επισκίασι τού Πνεύματος, νά δέση τόν καρπό τόν ουράνιο, νά φέρη στή γή τόν Θεάνθρωπο.
Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας λέει: Όταν ο Θεός, μετά τή δημιουργία, είδε ότι τά πάντα ήταν καλά λίαν, αυτό τό «καλά λίαν» αφορούσε στήν καλοσύνη καί στό κάλλος τό πνευματικό τής Παρθένου[5].
Έτσι, η Παναγία γίνεται ικανή νά δεχθή τόν αρχαγγελικό ασπασμό, κατά τόν Ευαγγελισμό. Καί εκουσίως -μέ τήν ελευθέρα θέλησι της- νά πή τό «ναί». Νά πή τό «γένοιτό μοι κατά τό ρήμά σου»[6]. Άς γίνη σέ μένα, στή ζωή μου, στήν ύπαρξί μου, όπως εσύ θέλεις.
Καί από τότε η Παναγία δέν είναι απλώς η ενάρετη κόρη, η οποία μέ θεία νοήματα ευρίσκεται πάντοτε κοντά στόν Θεό, αλλά είναι εκείνη η οποία διά τών αχράντων αιμάτων της σαρκοποιεί τόν Υιόν καί Λόγον τού Θεού.
Όπως όλη η παράδοσι καί ο αγώνας τής Παλαιάς Διαθήκης καταλήγει στήν πιό καθαρή καί αμόλυντη κόρη, τήν ικανή νά σαρκώση τόν Υιό καί Λόγο τού Θεού, έτσι όλη η ελληνική αναζήτησι καί πάλη τού ανθρωπίνου πνεύματος καταλήγει στήν πιό λεπτή γλώσσα, τήν ικανή νά εκφράση, όσο είναι δυνατόν, μέ κτιστές λέξεις τόν άρρητο καί άφατο Λόγο τού Θεού.
Χρειαζόταν η Παναγία γιά τή σάρκωσι τού Λόγου. Χρειαζόταν η ελληνική γλώσσα γιά τή διατύπωσι τού αρρήτου.
Ο δέ Θεάνθρωπος Κύριος διά τής σαρκώσεως καί εμφανείας Του κρύπτεται. Καί γινωσκόμενος μένει άγνωστος.
Προχωρούμε έτσι στήν ελευθερία τής καινής κτίσεως. Στό ξεπέρασμα τού ιουδαϊσμού καί τού ελληνισμού. Πέρα από τήν αρετή τής Παλαιάς Διαθήκης. Πέρα από τή σοφία τής αρχαίας Ελλάδος.
Γι' αυτό, λέει ο απόστολος Παύλος:
«Ιουδαίοι σημείον αιτούσι
Έλληνες σοφίαν ζητούσι
ημείς δέ κηρύττομεν Χριστόν εσταυρωμένον
Ιουδαίοις μέν σκάνδαλον, Έλλησι δέ μωρίαν
αυτοίς δέ τοίς κλητοίς, Ιουδαίοις τε καί Έλλησι,
Χριστόν Θεού δύναμιν καί Θεού σοφίαν»[7].
«Τά αρχαία παρήλθε. Ιδού γέγονε καινά τά πάντα»[8]. Σχίζεται τό καταπέτασμα τής φθοράς καί τής σχετικότητος «από άνωθεν έως κάτω»[9], καί περνούμε πέρα από τά σχετικά καί περιορισμένα, στά επέκεινα, άναρχα καί ατελεύτητα. «Εν γάρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά καινή κτίσις»[10].
Βρισκόμαστε ήδη πέρα από τή νομική αρετή τής Παλαιάς Διαθήκης. Γι' αυτό, λέει πάλιν ο Απόστολος: «Xριστός ημάς εξηγόρασεν εκ τής κατάρας τού νόμου, γενόμενος υπέρ ημών κατάρα»[11].
Καί πέρα από τήν ανθρώπινη σοφία: «Επειδή… ουκ έγνω ο κόσμος διά τής σοφίας τόν Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός διά τής μωρίας τού κηρύγματος σώσαι τούς πιστεύοντας»[12].
Οπότε, δέν έχομε τή νομική αρετή, πού είναι «κατάρα», αλλά τό θαύμα τής Παναγίας, πού αναδεικνύει τήν ανθρώπινη φύσι θεοτόκον, θεογεννήτριαν.
Καί δέν έχομε τή σοφία τήν ανθρώπινη, διά τής οποίας μπορούμε νά φθάσωμε σέ μιά κάποια αμυδρά γνώσι τού Θεού, αλλά τή μωρία τού κηρύγματος, διά τής οποίας φθάνομε στήν ίδια τή σωτηρία.
Όπως μιλούμε γιά τόν Ευαγγελισμό τής Θεοτόκου καί γιά τό ξεπέρασμα τής ανθρωπίνης αρετής καί τή μετάβασι στό μυστήριο τής θεοτοκίας, μπορούμε νά μιλήσωμε γιά τούς Πατέρες τής Εκκλησίας καί τό μυστήριο τής θεολογίας. Όταν οι Έλληνες ζήτησαν νά ιδούν τόν Ιησού, ο Κύριος είπε: «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός τού ανθρώπου»· καί αμέσως προσθέτει: «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, εάν μή ο κόκκος τού σίτου πεσών εις τήν γήν αποθάνη, αυτός μόνος μένει. Εάν δέ αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει»[13].
Συνήθως λέγεται (καί έτσι είναι) ότι αυτό τό λέγει ο Κύριος γιά τό δικό Του πάθος καί τή δική Του ανάστασι. Αλλά μπορούμε νά πούμε ότι σχετίζεται καί μέ τήν ελληνική φιλοσοφία: Ήλθε η ώρα όλη η ελληνική σοφία καί όλος αυτός ο μακρύς καί τιτάνιος αγώνας τού ανθρώπου γιά τήν επίτευξι τού αληθινού καί τού ωραίου στήν πολιτεία, τή ζωή καί τήν τέχνη, σάν τόν σπόρο, νά ταφή μέσα στή γή, γιά νά ανατείλη θεία χάριτι η νέα δημιουργία, η πατερική θεολογία, οι μεγάλοι άγιοι Πατέρες οι οποίοι «τό μυστήριον τής θεολογίας τρανώς παρέδωκαν τή Εκκλησία»[14].
Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ο μεγάλος Ρώσος θεολόγος τού αιώνα μας, λέγει ότι ο ελληνισμός έχει καταστή αιώνια κατηγορία τής χριστιανικής υπάρξεως[15]. Καί εδώ δέν εννοούμε τόν φυλετικό ελληνισμό, αλλά τόν ελληνισμό τού δόγματος, τής Λειτουργίας καί τής εικόνος.
Έχομε λοιπόν αυτή τή σοφία, πού φαίνεται μωρία, γιατί είναι πλησμονή σοφίας. Έχομε τή μετάβασι από τούς αρχαίους φιλοσόφους στούς Πατέρας τής Εκκλησίας, οι οποίοι είναι θεόπνευστοι, θεοκίνητοι. Δέν μανθάνουν, αλλά πάσχουν τά θεία. Καί μάς μεταγγίζουν τή χάρι τού Πνεύματος, πού τούς πλημμύρισε καί φωτίζει καί θεώνει έσωθεν τόν άνθρωπο. Ο καθένας κοντά τους νοιώθει άνετα, νοιώθει μεγάλος.
Όλα γίνονται διά τού ανθρώπου καί πρός χάριν τού ανθρώπου
Τίποτε δέν πραγματοποιείται έξω από τόν άνθρωπο ή απλώς μπροστά στόν άνθρωπο, αλλά μέσα σ' αυτόν, διά τού ανθρώπου πρός χάριν τού ανθρώπου.
Σώζεται θεία χάριτι όλος ο άνθρωπος. Δέν διδάσκεται απ' έξω. «Έσονται πάντες διδακτοί Θεού[16]».
Δέν υπάρχει κάποια εξωτερική αυθεντία, πού εν αγνοία, ή καί παρά τή θέλησι τού ανθρώπου, αποφασίζει καί διοικεί. Υπάρχει μιά δύναμις αγάπης πού μάς κοινοποιείται σαρκούμενη.
Καί ο Κύριος δέν ήλθε διά τής σαρκώσεως νά κάνη κάτι μέ τούς ανθρώπους, νά τούς διοργανώση τόν πρόσκαιρο βίο τους ή νά τούς στρατεύση σέ μιά προσπάθεια πολιτική ή κοινωνική, αλλά νά κάνη κάτι μέ τόν άνθρωπο, νά σώση τόν άνθρωπο, νά τόν υψώση «εις τό αρχαίον αξίωμα»[17].
Ο Θεός Λόγος γίνεται αυτό πού είμαστε, χαρίζοντάς μας τή δυνατότητα νά γίνωμε αυτό πού Εκείνος είναι. Καί νά έχωμε όλα όσα Αυτός έχει, «χωρίς τής κατ' ουσίαν ταυτότητος»[18].
Δέν ήλθε ως δυνατός, γιά νά μάς κάμη διαφήμισι τής δυνάμεώς Του, τής αγιότητός Του, καί νά υπογραμμίση τή δική μας μικρότητα καί φτώχεια. Δέν σώζει τόν άνθρωπο υποτιμώντας τον.
Δέν ήλθε, όπως φανερώθηκε ο Θεός στό όρος Σινά, μέ αστραπές καί βροντές. Ήλθε ως αδύναμο νεογνό, τό οποίο μάς βοηθεί μέ τό νά ζητή, νά χρειάζεται βοήθεια από μάς. Έτσι, τιμά τόν ατιμασθέντα από τήν αμαρτία, δίδοντάς του τιμή καί υπόστασι.
Διά τής σαρκώσεως η υπόστασις τού Θεού Λόγου γίνεται υπόστασις τής ανθρωπίνης φύσεως. Έτσι, λαμβάνει υπόστασι ο πρίν ανυπόστατος. Λαμβάνει όνομα ο πρίν ανώνυμος.
Δέν ξεδιψά ο άνθρωπος μέ τό νά τού προσφέρη κάποιος ένα ποτήρι νερό, αλλά μέ τό νά γίνη ο ίδιος «πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον»[19]. Καθένας μπορεί νά γίνη πηγή ζωής: «Ποταμοί εκ τής κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. Τούτο δέ είπε περί τού Πνεύματος ού έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν»[20].
Επίσης, τή Θεοτόκο δέν τή βλέπει ο άνθρωπος έξω από τόν εαυτό του, καί τή θαυμάζει. Αλλά υπάρχει η δυνατότης ο ίδιος ο άνθρωπος, ο καθένας, διά τής ταπεινώσεως, διά τής συντριβής, διά τής υπομονής, τής αγάπης, νά δεχθή μέσα του τήν ανάπαυσι, τή γλυκύτητα τού Πνεύματος, καί νά συλλάβη καί νά γεννήση τή χαρά πού νικά τόν θάνατο.
Έτσι, ο ίδιος ο άνθρωπος γίνεται κατά χάριν θεοτόκος. Καί τό μυστήριο τής θεοτοκίας τό βλέπει νά πραγματοποιήται μέσα στόν ίδιο του τόν εαυτό: «Ο τού Θεού Λόγος εφάπαξ κατά σάρκα γεννηθείς αεί γεννάται θέλων κατά πνεύμα διά φιλανθρωπίαν τοίς θέλουσι καί γίνεται βρέφος, εαυτόν εκείνοις διαπλάττων ταίς αρεταίς»[21].
Όλα γίνονται μέσα στόν άνθρωπο, δυνάμει καί αληθεία, καί όχι έξω απ' αυτόν, κατά φενάκην καί φαντασίαν.
Ακριβώς γι' αυτό, όταν κατά τήν ώρα τής σταυρώσεως ζητούσαν οι Ιουδαίοι από τόν Κύριο νά κατέβη από τόν Σταυρό, γιά νά πιστεύσουν, δέν έκανε κάτι τέτοιο. Δέν ήλθε νά εντυπωσιάση κάποιους πρόσκαιρα, μέ εξωτερικές θαυματουργίες. Κατέβηκε νεκρός από τόν Σταυρό. Κατέβηκε στόν Άδη. Νίκησε τόν θάνατο, καί ελευθέρωσε όλες τίς σειρές τών πεπεδημένων.
Κατεβαίνει στόν Άδη, στήν απόγνωσι κάθε κατερραγμένου καί μοναχικού, καί τόν ανυψώνει στό φώς τής αιωνίου ζωής. Καί τό θαύμα τό ζή ο καθένας προσωπικά, συνειδητοποιώντας τήν αγάπη τού Θεού πρός τόν κόσμο καί τόν άνθρωπο.
Ανατροπή τού συνηθισμένου τρόπου εξουσίας
Η καινή κτίσις, πού εγκαινιάζεται μέ τόν λόγο καί τή διαγωγή τού Κυρίου, είναι ανατροπή τής καθεστηκυίας τάξεως: «Οι δοκούντες άρχειν τών εθνών κατακυριεύουσιν αυτών καί οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών. Ουχ ούτως έσται εν υμίν… καί γάρ ο υιός τού ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι καί δούναι τήν ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών»[22].
Υπάρχει μιά ψεύτικη καί πρόσκαιρη εξουσία αυτών πού κατεξουσιάζουν τούς άλλους. Υπάρχει μιά αληθινή καί μόνιμη εξουσία αυτού πού θυσιάζεται, γιά νά σωθούν οι άλλοι. Ο τρόπος υπάρξεως τού ανθρώπου είναι η κένωσι, η προσφορά αγάπης.
Ο τρόπος μέ τόν οποίο υπερασπίζεσαι τήν αλήθεια σου φανερώνει τό περιεχόμενό της. Όταν τιμωρής, καταδικάζης τόν άλλον, επειδή αρνείται τήν αλήθεια σου, σημαίνει ότι η αλήθεια σου είναι ψέμμα, είναι απάτη. Δέν πρόκειται νά βοηθήση ούτε εσένα ούτε κανέναν άλλο. Δέν έχει δύναμι νά σώση τόν άνθρωπο. Θά τόν βασανίση. Καί πρέπει νά περιμένης από τή βαθιά ανθρώπινη φύσι καί υγεία τήν αναπόφευκτη καί καταλυτική κατά τής θεωρίας σου αντίδρασι καί τήν κατάρρευσι τού τεχνητού παραδείσου σου, μέσα στά συντρίμμια τού οποίου θά ταφής καί σύ.
Αυτό είναι τό τέλος όλων τών ολοκληρωτικών συστημάτων, πού, όταν είναι πολιτικά, προσλαμβάνουν θρησκευτικό χαρακτήρα, γιά νά καλύπτωνται από κάποια ψευδαίσθησι μυστηρίου. Καί όταν είναι θρησκευτικά, αποκτούν κρατική υπόστασι καί εξουσία, γιά νά εξασφαλίζουν δυναμικά τήν προστασία τους.
Όποιος αμύνεται βιαίως γιά τήν αλήθεια του δείχνει ότι αυτή είναι ξένη πρός τή φύσι τού ανθρώπου. Δέν είναι ικανή νά σώση τόν άνθρωπο· αλλά πρέπει νά θυσιαστή ο άνθρωπος, γιά νά σωθή αυτή η ψευδής δοξασία, η ουτοπία πού προβάλλεται ως Αλήθεια. Καί ο άνθρωπος έχει πληρώσει μέ τή ζωή του πολλές τέτοιες ουτοπίες.
Πόσες χιλιάδες, πόσα εκατομμύρια άνθρωποι καταδικάστηκαν σέ ατέλειωτα βασανιστήρια καί θάνατο, γιατί δέν δέχτηκαν τίς επιβαλλόμενες διά τής βίας δοξασίες! Πόσοι άλλοι κατέστρεψαν, δηλητηρίασαν τή φύσι καί ύπαρξί τους μέ τό νά γίνουν δήμιοι καί φονείς τού ανθρώπου! Πόσοι καί σήμερα είναι καταδικασμένοι! Καί πόσοι προσπαθούν νά επεκτείνουν τήν κυριαρχία καί τήν ισχύ τών επί μέρους απόψεών τους ως σωτήρια λύσι, ενώ όλα αυτά είναι άλλες μορφές τής ίδιας καταδυναστεύσεως γιά τόν άνθρωπο!
Η όντως αλήθεια, πού είναι αγάπη, συμπεριφέρεται διαφορετικά. Δέχεται νά περιφρονηθή. Ο Κύριος δέν τιμωρεί αυτούς πού δέν δέχονται τόν λόγο Του.
«Εάν τίς μου ακούση τών ρημάτων καί ου πιστεύση, εγώ ου κρίνω αυτόν. Ου γάρ ήλθον ίνα κρίνω τόν κόσμον, αλλ' ίνα σώσω τόν κόσμον… Ο λόγος όν ελάλησα, εκείνος κρινεί αυτόν εν τή εσχάτη ημέρα»[23]. Καί ακριβώς σ' αυτή τή συμπεριφορά καί διαγωγή Του βλέπομε τή μοναδικότητα καί θεϊκότητα τού Κυρίου.
Είναι φοβερή η δύναμι πού φανερώνεται διά τής αδυναμίας καί η κρίσις πού εξασκείται διά τής μή κρίσεως.
Θά θέλαμε νά μάς κρίνη, γιά νά αρχίσωμε τόν διαπληκτισμό. Αυτός δέν μάς κρίνει, σιωπά, καί αυτό είναι πού μιά στιγμή μάς συγκλονίζει. Τό μαστίγιο τής ανοχής Του μάς ξυπνά στή ζωή. Ο λόγος Του δέν εκφράζει μιά άποψι. Αλλά φανερώνει ήρεμα τή φυσιολογία τής ζωής, «τόν τρόπον τής τού παντός διοικήσεως»[24]. Έτσι, αργά ή γρήγορα, θά δικαιωθή. Γι' αυτό, παραπέμπει στήν εσχάτη ημέρα. Καί επειδή δέν είναι άλλο ο Κύριος, η Αλήθεια, καί άλλο η εσχάτη ημέρα, γι' αυτό, «νύν κρίσις εστί τού κόσμου»[25]. Όλοι κρινόμαστε από τώρα.
Ούτε άν είμαστε μαθητές Του ή νομίζωμε ότι ανήκομε σ' Αυτόν, σωθήκαμε, δικαιωθήκαμε. Ούτε άν νομίζωμε ότι δέν έχομε σχέσι μ' Αυτόν, απαλλαγήκαμε από τήν κρίσι τήν παγκόσμια.
Η μικρή, η ψεύτικη δύναμι αμύνεται κοσμικά, θρασύδειλα. Η αληθινή δύναμι, πού νικά τόν θάνατο, παρουσιάζεται ως τέλεια αδυναμία, άοπλη καί απροστάτευτη. Δέν αντιστέκεται στούς εμπαιγμούς, στό μαστίγωμα, στήν «αποτυχία», στόν σταυρό. Δέν είναι «εκ τού κόσμου τούτου»[26]. Καί σώζει τόν κόσμο.
Εάν κάτι στηρίζεται σέ κάτι ανθρώπινο, κτιστό, αυτό θά διαλυθή, θά καταρρεύση μέσα στόν χρόνο. Καί μαζί του θά καταρρεύση καί αυτός πού τό προσφέρει καί αυτός πού δέχεται αυτό τό σχετικό καί απατηλό ως αλήθεια.
Αντίθετα, άν κάτι δέχεται τή δοκιμασία καί τόν ίδιο τόν θάνατο ως αφορμή νίκης καί χαράς, δηλαδή άν γεννιέται χαρούμενα καί παντοκρατορικά -ως ευλογία γιά όλους- μέσα από τήν τελική δοκιμασία τού θανάτου, αυτό δέν πρόκειται ποτέ νά καταστραφή. Γιατί κάθε δοκιμασία, καί ο ίδιος ο θάνατος, είναι η μήτρα πού τό γεννά.
Αυτό τό δέχεται η ανθρώπινη φύσι βαθιά, τού έχει εμπιστοσύνη, καί σ' αυτό στηρίζεται.
Η Εκκλησία έχει τή δύναμι τής κενωτικής αγάπης
Η Εκκλησία δίδει τή μαρτυρία αυτής τής φιλανθρώπου δυνάμεως, η οποία «εν ασθενεία τελειούται»[27]. Αυτή η ασθένεια, η οποία είναι η πλησμονή τής δυνάμεως, αυτή η δύναμι, η οποία δέν φοβάται καμμιά απειλή καί δέν είναι ταυτόχρονα απειλή γιά κανένα…
Ακριβώς γι' αυτόν τόν λόγο, γιά νά μήν υπάρχη καμμία παρεξήγησι γιά τό ποιός είναι ο Κύριος καί εξουσιαστής τών ψυχών μας, η Ορθόδοξη Εκκλησία παρουσιάζει τόν Χριστό ως Βασιλέα τής Δόξης, όχι στήν Ανάστασι, αλλά τόν Χριστό, όταν είναι νεκρός, γυμνός, καρφωμένος επάνω στό ατιμωτικό ξύλο τού Σταυρού, τό οποίο έγινε η δόξα τής Εκκλησίας.
Καί ο Κύριος, ευρισκόμενος νεκρός καί γυμνός πάνω στόν Σταυρό, δέν είναι κάποιος ο οποίος νικήθηκε από τά καρφιά καί τό μίσος τών ανθρώπων, αλλά είναι ο «Βασιλεύς τής Δόξης», ο οποίος εκούσια προσφέρεται, γιά νά σωθούν οι άλλοι.
Η αληθινή δόξα φανερώνεται στήν ταπείνωσι, τή θυσία τής αγάπης.
Ο άνθρωπος, άσχετα άν πιστεύη ή δέν πιστεύη, (άν νομίζη ότι πιστεύει ή νομίζη ότι δέν πιστεύει) επιποθεί τήν κατά χάριν θέωσι, αυτό τό απερίγραπτο πού χαρίζει ο Θεάνθρωπος.
Ο,τιδήποτε τού δοθή πού δέν έχει τελικό σκοπό τή θέωσι είναι ανάξιο τού ανθρώπου καί υποτιμητικό, καί γι' αυτόν πού τό δίδει, καί γι' αυτόν πού τό παίρνει, γιατί δέν νικά τόν θάνατο.
Αναπαύεται ο άνθρωπος, όχι όταν στρατεύεται μέ κάποιους εναντίον κάποιων άλλων, αλλά όταν στρατεύεται μέ όλους γιά όλους. Όταν στρατεύεται μέ τόν Εσταυρωμένο, γιά νά σωθούν οι φίλοι του· καί φίλοι του είναι όλοι, καί αυτοί πού Τόν σταυρώνουν[28].
Μιά άλλη αγωγή, μιά άλλη θεολογία, μιά άλλη επιβολή, μιά άλλη επανάστασι. Ανατροπή τών πάντων. Μέσα στή θεία Λειτουργία τής Εκκλησίας τού Θεανθρώπου δέν επικρατεί η αρχή: νά σέ φάω, γιά νά ζήσω, αλλά: «Φάγετε τό σώμά μου, πίετε τό αίμά μου»[29], γιά νά ζήσετε εσείς. Έτσι, τρέφεται ο άνθρωπος μέ ουράνια τροφή καί ευφροσύνη. Καί η κατάληξι, η ευλογία, είναι νά γίνη ο ίδιος ο άνθρωπος Χριστός κατά χάριν. Καί χαίρεται τότε, γιατί νοιώθει ότι η ύπαρξι, η ζωή, ο λόγος του, μπορεί νά θρέψη, νά ενισχύση τόν άλλο. Νοιώθει ότι ο λόγος, η παρουσία του, είναι τροφή φαγώσιμη καί ποτό πόσιμο, γιά νά χορτάση καί νά ξεδιψάση ο άλλος, ο ξένος, ο άγνωστος, ο πονεμένος, ο κλαμμένος, ο πραγματικός, ο αληθινός καί ακριβός, ο όλος εαυτός του.
Ο σκοπός τής ζωής: νά φθάση στήν ωριμότητα, γιά νά μπορή νά δοθή, νά προσφερθή στόν άλλον.
Μεγάλοι συγγραφείς, δημιουργοί, άγιοι… Αυτοί πού παρηγορούν τόν άνθρωπο. Επισκέπτονται προσωπικά, διακριτικά, τόν πονεμένο, τόν μοναχικό, τού κάνουν συντροφιά, τού προσφέρουν τόν εαυτό τους (όχι τά αυτών, αλλά αυτούς). Έχει γίνει τό είναι τους, τό ήθος τους, η πνοή πού άφησε η ζωή τους, τροφή φαγώσιμη, ποτό πόσιμο, πνεύμα παρακλήσεως.
Αυτοί παρηγορούν όλους. Ζούν, έτσι, τήν αιώνια ζωή, πού είναι η ζωή τής αγάπης, η ζωή πού απλώνεται πέρα από τή φυλακή τής φιλαυτίας, πού καταδικάζει σέ κόλασι πνιγμού καί θανάτου τόν άνθρωπο.
Μικροί συγγραφείς, μικροί άνθρωποι… αυτοί πού είναι κλεισμένοι στόν εαυτό τους, θαμπωμένοι από τό μεγαλείο τους, τήν εξυπνάδα ή τήν «αγιότητά» τους. Τούς αφήνει ο κόσμος μόνους, καί προχωρεί παραπέρα.
Μέ τή σάρκωσι τού Θεού Λόγου γίνεται αυτό τό θαύμα: η δόξα τής Θεότητος γίνεται δόξα τού σώματος τού Κυρίου. Καί λάμπει κατά τή Μεταμόρφωσι τό πρόσωπο τού Κυρίου. Λάμπουν καί τά ιμάτια τού Κυρίου.
Τό νά δεχθή ο άνθρωπος αυτή τή δόξα, αυτή τή χάρι, τήν πνευματική αυτή ανάπαυσι, αυτό είναι ο τελικός σκοπός τής υπάρξεως τού ανθρώπου. Αυτή είναι η δύναμι πού ξεπερνά τόν θάνατο.
Καί όταν έλθη η ώρα τού τέλους γιά τόν άνθρωπο αυτόν, αυτή η χάρι, η ανάπαυσι, δέν χωρίζεται ούτε από τήν ψυχή ούτε από τό σώμα τού ανθρώπου.
Αυτή η ίδια χάρι μένει στόν τάφο τού Αγίου, στήν εικόνα τού Αγίου.
Έτσι, από τήν ψυχή του έρχεται η ίδια χάρι καί ευλογία η οποία έρχεται καί από τά άγια λείψανά του, από τόν τάφο του, από τά έργα τού νοός καί τών χειρών του. Η ύλη, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η οποία αγιάσθηκε διά τού Κυρίου καί διά τών Αγίων Του, είναι έμπλεως τής θείας χάριτος[30].
Ζώντας στό Άγιον Όρος αισθάνεσαι τήν παρουσία αυτής τής χάριτος καί ευλογίας τών Αγίων νά προχέεται από όλη τή ζωή καί τά έργα των. Γιατί οι ναοί τούς οποίους έκτισαν, οι εικόνες πού ιστόρησαν, τά μουσικά μέλη πού συνέθεσαν, τά ποιήματα πού συνέταξαν, είναι έμπλεα τού θείου κάλλους, πού αναπαύει καί τρέφει τόν άνθρωπο.
Τά προγράμματα ζωής καί τά τυπικά τών ακολουθιών τά οποία εθέσπισαν καί εφήρμοσαν είναι θεία δωρήματα, γιατί είναι υπαγορευμένα από τήν αγάπη τού Θεού πρός τόν άνθρωπο.
Βοηθούν τόν άνθρωπο νά ζήση, νά ησυχάση, νά ωριμάση, νά πή ένα «Κύριε ελέησον» μέ όλη του τήν καρδιά, καί νά βγή ένα «δόξα τώ Θεώ» από όλη του τήν ύπαρξι.
Καί αυτό πού εν τέλει δίδει ένας Άγιος, δέν είναι τά καλά του λόγια καί οι καλές του σκέψεις -γιατί όλοι μπορούμε νά πούμε καλές σκέψεις- αλλά τό ότι διά τού λόγου ή διά τής σιωπής του, διά τού έργου του ή τής απραξίας του, διά τής ζωής καί διά τού θανάτου του μεταδίδει τήν ανάπαυσι καί βεβαιότητα ότι «επεσκέψατο ημάς εξ ύψους ο Σωτήρ ημών»[31], καί ο θάνατος νικήθηκε.
Βίωσι τού συνοδικού, Τριαδικού πολιτεύματος
Δεχόμαστε λίγη από τή χάρι τού Θεού, τήν οποία είχε ο Κύριος «πρό τού τόν κόσμον είναι»[32]. Καί αυτή η άχρονη καί άκτιστη δόξα απαθώς μερίζεται καί ολοσχερώς μετέχεται[33].
Όταν λοιπόν ο άνθρωπος παίρνη μία χάρι, μία ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος, δέχεται δι' αυτού τού τρόπου όλη τή νοητή λαμπηδόνα τού Αγίου Πνεύματος.
Όπως καί στή θεία Κοινωνία, όταν δέχεσαι έναν άγιο μαργαρίτη, ένα ελάχιστο τεμάχιο τού σώματος καί τού αίματος τού Κυρίου, δέχεσαι ολόκληρο τόν Χριστό.
Καί πραγματοποιείται αυτό πού βαθιά επιθυμούμε: Καθένας δέν έχει ένα τμήμα, μηχανικά χωρισμένο, αλλά έχει τό όλον, θεϊκά δοσμένο. Ο κάθε άνθρωπος δέν είναι ένα τμήμα τού όλου, αλλά τό όλον ανακεφαλαιώνεται μέσα στόν καθένα. Έτσι, διά τής ιδίας αυτής χάριτος, διά τής ιδίας αυτής δωρεάς, ο καθένας ελευθερώνεται, γιατί δέχεται τό όλον, καί ταυτόχρονα όλοι ενωνόμαστε, γιατί αντιπροσωπεύομε τό αυτό πλήρωμα. Υπάρχει μιά περιχώρησι τής αληθινής ενότητος καί τής αληθινής ελευθερίας.
Έτσι, δέν έχομε μόνο τή μετάβασι από τήν αρχαιοελληνική σοφία στή μωρία τού κηρύγματος, πού είναι η βίωσι τής σωτηρίας, αλλά έχομε καί τό ξεπέρασμα τού δημοκρατικού πολιτεύματος καί τήν πραγμάτωσι τού συνοδικού πολιτεύματος, πού είναι η κατά χάριν βίωσις τού Τριαδικού τρόπου υπάρξεως στήν ανθρώπινη κοινωνία.
Είσοδος στή θεία μυσταγωγία τής ζωής
Στή θεία λατρεία, καί ιδιαίτερα κατά τή Μεγάλη Εβδομάδα, εισερχόμεθα εις τά άγια τών αγίων τής ζωής μας. Οι θεοφόροι Πατέρες, θεολόγοι καί μουσουργοί, κάτοχοι τής αρχαιοελληνικής παιδείας καί όργανα τού Πνεύματος, τά πάντα καλώς καί υπερκάλλως διαταξάμενοι[34], μάς προσκαλούν δαιτυμόνας εις τήν ψυχοτρόφον Τράπεζαν.
Διά τής θείας αρμονίας όλων όσα ακούμε, βλέπομε, γευόμεθα καί πράττομε, δέν παρακολουθούμε κάποια αναπαράστασι -έστω καί μέ κλασική ηθοποιΐα- παρελθόντων γεγονότων, αλλά μετέχομε στήν ιερουργία τού μυστηρίου τής σωτηρίας, όπου δέν έχομε σκιά συμβόλου, αλλά πράγματος ταυτότητα[35]. Έχομε τό ξεπέρασμα -άν θέλετε- καί τής αρχαίας τραγωδίας καί τήν είσοδό μας σέ μιά πανάγια καί θεία πραγματικότητα, πού είναι ενσάρκωσι τής θεολογίας.
Στή ζωή τού Αγίου Όρους, στή ζωή τής Εκκλησίας, απολαμβάνομε μέ όλη μας τήν ύπαρξι τίς ευεργετικές συνέπειες καί τήν ευλογία πού ήλθε στόν κόσμο διά τής σαρκώσεως τού Θεού Λόγου, ο οποίος θέλει παντού καί πάντοτε τής Εαυτού σαρκώσεως νά ιερουργήται τό μυστήριο[36].
Υπάρχει μιά πορεία ζωής μέ ατελεύτητη επέκτασι. Στό τέλος έχομε τό ξεπέρασμα, όχι μόνο τής φιλοσοφίας, όχι μόνο τού δημοκρατικού πολιτεύματος, όχι μόνο τής αρχαίας τραγωδίας, αλλά έχομε καί τό ξεπέρασμα τής ίδιας τής προσευχής. Καί όπως λέγει ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος, οι Άγιοι στή Βασιλεία τών Ουρανών δέν προσεύχονται, αλλά «αυλίζονται εν τή ευφραινούση δόξη»[37].
Καί νοιώθεις καί στό Άγιον Όρος ότι ένας αληθινός μοναχός δέν προσεύχεται, αλλά έχει γίνει προσευχή όλη του η ζωή, όλη του η ύπαρξι. Καί απ' όλα, τά πνευματικά καί τά υλικά -τά οποία υλικά είναι έμπλεα τής θείας χάριτος[38]- δέχεται τήν ίδια χάρι καί θέρμη, η οποία τόν βοηθεί νά ωριμάση, νά ησυχάση.
Ένας αγιορείτης έγραφε: «Eίναι σκάνδαλο αυτό πού έγινε καί μού δόθηκε τό προζύμι τής Βασιλείας, ο πολύτιμος μαργαρίτης, τό δυναμικό μυστικό τής ζωής.
Μού δόθηκε τό λίγο μέ τόν πολύ δυναμισμό. Μού δόθηκε τό ελάχιστο, πού είναι μέγιστο. Μού δόθηκε αυτό πού δέν τό αξίζω. Τώρα δέν μένει τίποτε άλλο, παρά νά ευχαριστώ σ' όλη μου τή ζωή.
Μπήκε μέσα στά σπλάχνα τής υπάρξεώς μου τό σπέρμα πού αυτομάτως[39] αυξάνει. Κάθομαι, δουλεύω, κουράζομαι, ξεκουράζομαι μέ ένα σκοπό: νά δώσω τή δυνατότητα σ' αυτό τό σπέρμα νά αυξηθή. Νά απομυζήση κάθε ικμάδα από τή γή τής υπάρξεώς μου, καί νά βλαστήση, νά βγή από μέσα μου μιά άλλη ζωή, πιό δυνατή, άγια, σέ χώρο αφθαρσίας.
Άς μέ εγκαταλείψουν όλοι καί όλα. Αυτό τό ένα μού δόθηκε. Δέν φεύγει. Δέν χάνεται. Αυτό μού έμαθε νά βλέπω καθαρά. Νά αγαπώ ανυστερόβουλα. Νά φεύγω καί νά έρχωμαι μέ τήν ίδια κίνησι. Νά αφήνω τούς άλλους ελεύθερους, καί τότε ακριβώς νά είναι πού τούς έχω δίπλα μου καί μέσα μου.
Δέν απομένει, παρά μόνο ευχαριστία καί δύσις. Νά φεύγω πιά. Εφ' όσον άρχισε νά δουλεύη μέσα μου αυτό τό μυστικό προζύμι πού κάνει τή δύσι ανατολή, τήν απώλεια εύρεσι καί τό ύπαιθρο ζεστή φωλιά.
Έχω μιά σιγουριά καί ανάπαυσι γιά όλους τούς αδελφούς μου. Αφού σ' εμένα -τόν πιό αφιλότιμο καί σκληρό- φέρθηκε έτσι η απερινόητη αγάπη τού Θεού, τί έχει νά κάμη γιά όλα τά άλλα τόσο άγια παιδιά του, πού δέν παρόργισαν ποτέ τήν αγάπη του όσον εγώ;»
Δι' όλων αυτών τά οποία λέμε δέν θέλομε νά δώσωμε τήν εντύπωσι ότι τό Άγιον Όρος καί οι αγιορεῑτες είναι κάτι τό άψογο.
Αντίθετα, μπορούμε νά πούμε τό παρήγορο, ότι υπάρχουν πάρα πολλές αδυναμίες ανθρώπινες, καί ακριβώς γι' αυτό, καί τό Άγιον Όρος είναι ανθρώπινο. Άν ήταν άψογο καί οι αγιορείτες αναμάρτητοι, τότε θά ήταν κάτι υπεράνθρωπο· καί άρα, απάνθρωπο. Αλλά, παρ' όλες τίς αδυναμίες πού έχομε, νοιώθομε ότι τό Όρος είναι άγιο, επειδή η καρδιά του είναι η θεία Λειτουργία, η Μεγάλη Εβδομάδα, οι Άγιοι.
Αυτό τό μοναδικό πού υπάρχει στό Άγιον Όρος καί τό οποίο τό κρατά στή ζωή πάνω από χίλια χρόνια, καί κρατά στή ζωή καί τούς κεκοιμημένους, είναι όχι τό ανθρώπινο, αλλά τό θεανθρώπινο· είναι η ξένη ζύμη τής Βασιλείας τών Ουρανών, η οποία μεταμορφώνει όλο τόν άνθρωπο καί όλη τή ζωή τού ανθρώπου.
Αναπαύεσαι στό Άγιον Όρος ως άνθρωπος, γιατί σώζεται ο άνθρωπος. Αναπαύεσαι, γιατί νοιώθεις τί αγαλλίασι μπορεί νά προσφέρη τό Άγιον Όρος σέ κάθε άνθρωπο.
Καί όταν σάς λέω έναν καλό λόγο γιά τό Όρος, χαίρομαι, γιατί είναι καλός λόγος γιά τόν καθένα άνθρωπο, δέν είναι καλός λόγος γιά τό Άγιον Όρος.
Η αγάπη τού Αγίου Όρους, τών Αγίων, είναι γνήσια, γιατί παρέχει ελευθερία στόν άνθρωπο. Καί η ελευθερία πού παρέχεται είναι αυθεντική, γιατί είναι πλήρης από τή διακριτική παρουσία τής αγάπης, πού σέ ρίχνει στό φιλότιμο καί σού δίδει κουράγιο νά αγωνιστής.
Δέν υπάρχει τό πνεύμα πού χωρίζει στενόκαρδα. Ούτε εκείνο πού φανταστικά αγκαλιάζει καί ανέχεται τόν άνθρωπο, εγκαταλείποντάς τον στό κενό.
Υπάρχει η υψηλή θερμοκρασία πού λιώνει τά πιό σκληρά μέταλλα. Όχι απλή συζήτησι γιά τέτοια κατάστασι.
Υπάρχει η μέγιστη θερμοκρασία τής αγάπης, πού ξεπερνά τόν καύσωνα καί τό ψύχος, καί αποτελεί τήν πυρένδροσο κάμινο τού Πνεύματος, πού θερμαίνει καί δροσίζει μέ τή θέρμη καί τή δροσιά τής θείας στοργής.
Αυτή η υψηλή θερμοκρασία τής θυσιαστηρίου αγάπης ιερουργείται μέσα στή θεία Λειτουργία, στή Μεγάλη Εβδομάδα καί στήν καρδιά τού ταπεινού καί αγίου, πού λάμπει μέ τήν αστραπή τής Θεότητος.
Αλλά δέν είναι καθόλου εύκολο νά φτάσης σ' αυτή τήν κατάστασι, όπου ξεπερνούνται οι όροι τής φύσεως. Φτάνουν λίγοι.
Εφ' όσον έφτασαν αυτοί οι λίγοι, τής ίδιας όμως μ' εμάς φύσεως, φθάσαμε καί μείς, γιατί αυτοί αποτελούν τόν αληθινό καί άγνωστο εαυτό μας.
Έχουν τέτοια στοργή αγάπης καί τέλεια δύναμι ελεημοσύνης, πού μετά δακρύων προσεύχονται γιά όλο τόν κόσμο, τήν κτίσι, γιά τούς εχθρούς τής αληθείας[40]. Καί αυτό, όχι μέ τά λόγια, αλλά δυνάμει καί αληθεία. Είναι χαραγμένες μέ πύρ άκτιστο οι θείες αυτές εμπειρίες πάνω στό σώμα τής υπάρξεώς των.
Ένας πονεμένος, ένας πού ζητά τά τίμια καί μένοντα, δέχεται τό μήνυμα αυτό τής αγάπης.
Καί αυτοί οι μεγάλοι, οι μέγιστοι, συμπεριφέρονται ως μικροί, ασθενείς καί ελάχιστοι. Μόνο αγαπούν καί σέβονται. Καί τό επικίνδυνο είναι ότι μάς σέβονται πιό πολύ απ' ό,τι αξίζομε.
Γι' αυτό δέν φωνάζουν. Ο λόγος τής εμπειρίας τους μεταδίδεται εν σιγή, γιά νά τόν παίρνουν αυτοί πού θέλουν καί διψούν. Καί γιά νά μένουν ήσυχοι, νά μήν ενοχλούνται αυτοί πού δέν θέλουν ή δέν έφθασε ακόμη η ώρα τους νά τόν δεχθούν.
«Έν σώμα καί έν πνεύμα»[41] «οι πολλοί εσμεν»[42]». Ενώ ο καθένας μας είναι κατ' εικόνα Θεού πλασμένος, ταυτοχρόνως, κατά τόν άγιο Γρηγόριο Νύσσης, «απ' αρχής μέχρι τών εσχάτων μία τις τού Όντος διήκει εικών… διά τούτο είς άνθρωπος κατωνομάσθη τό πάν γένος ανθρώπων»[43].
Μέσα σ' αυτόν τόν ένα άνθρωπο, πού είναι ολόκληρο τό ανθρώπινο γένος, καθένας μας αντιπροσωπεύει ένα μέλος αυτού τού σώματος. Καί μπορούμε ίσως νά πούμε ότι τό Άγιον Όρος έχει τή θέσι κάποιου ενδοκρινούς αδένος, ο οποίος εκκρίνει ένα ελάχιστο υγρό πού ρυθμίζει τήν ομαλή λειτουργία αυτού τού οργανισμού.
Τούς ενδοκρινείς αδένες τού σώματός μας δέν τούς βλέπομε, καί δέν χρειάζεται νά τούς δούμε. Αυτό πού έχει σημασία, είναι νά υπάρχουν καί νά λειτουργούν σωστά. Έτσι αντιλαμβανόμεθα, διά τής υγείας τού είναι μας, τήν ευεργετική σημασία τής υπάρξεώς των.
Δι' αυτού τού τρόπου βλέπομε, αισθανόμεθα ότι καί τό Άγιον Όρος είναι μακριά, καί ταυτόχρονα βρίσκεται μέσα μας. Η επαφή καί η εγγύτης ρυθμίζεται καί νοείται διαφορετικά.
Νά μέ συγχωρέσετε πού σάς κούρασα. Δέν μπορούσα νά κάνω διαφορετικά. Αλλά η ανάπαυσι βρίσκεται στό ότι ο Θεός μάς αγαπά, καί έτσι μπορούμε νά ζήσωμε.
Τελειώνοντας θέλω νά αναφερθούμε πάλι στήν Ευρώπη: Η Ευρώπη πού ονομάζεται χριστιανική, όπως λέμε. Η Ευρώπη, πού θέλει νά ενώση τούς λαούς της καί νά πάρη ηγετική θέσι στόν κόσμο. Θά ακολουθήση τό παράδειγμα τών «δοκούντων άρχειν τών εθνών»[44], πού κατακυριεύουν τών ανθρώπων; Ή θά ακολουθήση τό παράδειγμα τού Κυρίου, πού θυσιάζεται γιά νά σωθή ο άνθρωπος;
Καί οι μέν Σοβιετικοί είχαν τήν εντιμότητα νά πούν ότι είναι άθεοι. Εμείς, πού ονομάζομε τόν εαυτό μας Χριστιανό, θά έχωμε τήν αντίστοιχη εντιμότητα νά πολιτευθούμε αξίως τού λόγου καί τής διαγωγής τού Κυρίου; Εάν ναί, τότε η προσπάθεια τής Ευρώπης θά στεφθή δι' επιτυχίας, γιατί θά είναι αφορμή παρακλήσεως διά τούς εγγύς καί διά τούς μακράν.
* Ο αρχιμανδρίτης Βασίλειος (Γοντικάκης) είναι Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Ορους.
[1]
[2] Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας.
[3] Ματθ. 16, 26
[4] Β΄ Koρ. 12, 2.
[5] Βλ. Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν, 2, Στὸ Νικολάου Καβάσιλα, Ἡ Θεομήτωρ, ἔκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας », Ἀθῆναι 21974, σσ. 168-170.
[6] Λουκ. 1, 38.
[7] Α΄ Κορ. 1, 22-23.
[8] Β΄ Κορ. 5, 17.
[9] Ματθ. 27, 51.
[10] Γαλ. 6, 15.
[11] Γαλ. 3, 13.
[12] Α΄ Κορ. 1, 21.
[13] Ἰω 12, 24.
[14] Δοξαστικὸν τῶν Αἴνων τῆς Κυριακῆς τῶν 318 Θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ, Πεντηκοστάριον.
[15]
[16] Ἰω. 6, 45.
[17]
[18]
[19] Ἰω. 4, 14.
[20] Ἰω. 7, 38-39
[21] Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Φιλοκ., τομ. Β΄, σ. 92.
[22] Μαρκ. 10, 42-45.
[23] Ἰω. 12, 47-48.
[24] Ἡράκλειτος, Testimonia 16, 37.
[25] Ἰω. 12, 31.
[26] Ἰω. 18, 36.
[27] Β΄ Κορ. 12, 9.
[28] Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, P. G. 96, 577.
[29] Βλ. Ματθ. 26, 26.
[30] Βλ. Λόγος εἰς τὰς ἁγίας Εἰκόνας, Ι, 16, 16-17.
[31] Ἐξαποστειλάριον Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων.
[32] Ἰω. 17, 5.
[33] Βλ. Μ. Βασιλείου, Περὶ Ἁγίου Πνεύματος, 9, 22.
[34] Βλ. Συναξάριον τῆς Μ. Πέμπτης.
[35]
[36]
[37]
[38] Βλ. Ἰω. Δμασκηνοῦ, Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας Εἰκόνας,
[39] Πρβλ. Μαρκ. 4, 28.
[40] Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, Λόγος πα΄, σ. 306.
[41] Ἐφ. 4, 4.
[42] Α΄ Κορ. 10, 17.
[43] Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου 185, 47.
[44] Μαρκ. 10, 42.
ΠΗΓΗ: http://www.agioros.com/ivirwn/basil_ibir_euro.htm