Αρχείο κατηγορίας Από την καθ’ ημάς Ανατολή

Από την καθ’ ημάς Ανατολή

1821: Η ΑΔΙΚΑΙΩΤΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Η ΑΔΙΚΑΙΩΤΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

Γιατί επέλεξα αυτόν ως τίτλο, αφού η επανάσταση του 1821 οδήγησε στην απελευθέρωση τμήματος του υποδούλου ελληνισμού και, μέσω του ανεξαρτήτου ελληνικού κράτους, προετοίμασε τις προϋποθέσεις για τη συν τω χρόνω ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό και άλλων τμημάτων αυτού;

Η επανάσταση παραμένει αδικαίωτη για πολλούς και διάφορους λόγους:

Με τη λήξη της ο ελληνισμός μετρούσε την απώλεια του μισού περίπου πληθυσμού στις περιοχές, στις οποίες η επανάσταση είχε συνεχή παρουσία καθ' όλη τη διάρκειά της (1821-1828). Όμως δεν ήταν το αίμα των πεσόντων πολεμιστών και αμάχων που έφερε την ελευθερία. Την ελευθερία μας τη χάρισαν οι ισχυροί της εποχής προς εξυπηρέτηση συμφερόντων τους. Όλοι μας γνωρίζουμε ότι καθοριστική για την έκβαση του αγώνα υπήρξε η ναυμαχία του Ναβαρίνου (20.10.1827). Θεωρώντας αυτήν ως απόρροια εντόνου φιλελληνικού κλίματος στις ισχυρές χώρες, που έκτοτε και επί πολλές δεκαετίες αποκαλούνταν προστάτιδες δυνάμεις, δεν θελήσαμε να παραδεχθούμε ότι η επανάσταση είχε ουσιαστικά καταπνιγεί από τη συντονισμένη δράση των στρατευμάτων των Ιμπραήμ και Κιουταχή, δηλαδή να δεχθούμε ότι τα αίματα που χύθηκαν δεν δικαιώθηκαν.

Ο Ιμπραήμ προσέβαλε τις ελληνικές θέσεις στους Μύλους στις 13 Ιουνίου 1825 με σκοπό να προωθηθεί προς το Ναύπλιο και να καταλάβει το τελευταίο προπύργιο των επαναστατών. Συνάντησε εκεί σθεναρή αντίσταση και εγκατέλειψε το σχέδιό του; Γιατί άραγε δεν επιχείρησε εκ νέου; Και ενώ ο στρατός του ρήμαζε την υποταγμένη Πελοπόννησο και ο προσκυνημένος Νενέκος, σύμβολο έκτοτε των δουλοπρεπών που σπεύδουν να προσφέρουν υπηρεσίες στον κατακτητή, παρακινούσε τον λαό να «φρονιμέψει», ενώ οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου δεν είχαν αφήσει ζωντανό στην πόλη τους και προσπαθούσαν να κορέσουν την πείνα τους με αρμυρόχορτα της θάλασσας, οι «εξοχότατοι» και «εκλαμπρότατοι» καταβρόχθιζαν το υπόλοιπο των δανείων, τα οποία οι τραπεζίτες του Λονδίνου είχαν χορηγήσει στο έθνος μας! Με ποιες εγγυήσεις; Πίστευαν άραγε οι τραπεζίτες ότι η επανάσταση θα είχε αίσιο τέλος για τους επαναστάτες και κατ' επέκταση και για τους ίδιους;

Στις 10 Απριλίου 1826 οι όντως ελεύθεροι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου εξαναγκάστηκαν να αποτολμήσουν την ηρωική έξοδο με την ελπίδα κάποιοι να διαπεράσουν τον ασφυκτικό κλοιό των δυνάμεων Ιμπραήμ και Κιουταχή. Στις 24 Μαΐου 1827 παραδόθηκε η φρουρά της Ακρόπολης στον Κιουταχή. Απέμεναν ελεύθερα η περιοχή του Ναυπλίου, η Ακροκόρινθος, λίγα νησιά και τμήμα της Αττικής, στο οποίο οι Καραϊσκάκης, Μακρυγιάννης και άλλοι πάσχιζαν να διατηρήσουν αναμμένη τη φλόγα της επανάστασης. Στην Πελοπόννησο ο Κολοκοτρώνης πιο πολύ ασχολείτο με τους ενδοτικούς παρακινώντας τον πολύπαθο λαό της με το σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Ο Ιμπραήμ όταν επέστρεψε στην Πελοπόννησο δεν επιχείρησε εκ νέου εκστρατεία κατά του Ναυπλίου, το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου επιχείρησε να κυριεύσει. Γιατί άραγε; Έλαβε όμως την ακόλουθη απάντηση (22. 7.1827) από τον ηγούμενο της μονής:

«…Ημείς δια να προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον, διότι είμεθα ορκισμένοι εις την πίστιν μας ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνομεν πολεμούντες και κατά το αϊνί μας δεν γίνεται να χαλάση ο ιερός όρκος της πατρίδος μας. Σε συμβουλεύουμε όμως να υπάγης να πολεμήσης σε άλλα μέρη, διότι, αν έλθης εδώ να μας πολεμήσης και μας νικήσης, δεν είναι μεγάλο κακόν, διότι θα νικήσης παπάδες, αν όμως νικηθής, το όποιον ελπίζομεν άφευκτα, με την δύναμιν του Θεού, διότι έχομεν και θέσιν δυνατήν και θα είναι εντροπή σας και τότε οι Έλληνες θα εγκαρδιωθούν και θα σε κυνηγούν πανταχού….».

ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ο ηγούμενος και οι συν εμοί παπάδες και καλόγεροι

Η επίθεση του Ιμπραήμ την 24η Ιουνίου αποκρούστηκε από τις δυνάμεις των επαναστατών και τους μοναχούς και ο Ιμπραήμ εγκατέλειψε το σχέδιο να κυριεύσει τη μονή.

Η Βρετανία είχε βλέψεις στην Ανατολική Μεσόγειο, της έλλειπε όμως η αφορμή να παρέμβει στις εξελίξεις, καθώς δεν διέθετε χερσαία σύνολα με τον «μεγάλο ασθενή». Οι αντίπαλοί της Αυστρουγγαρία και Ρωσία είχαν αναμφισβήτητα στρατηγικά πλεονεκτήματα, ώστε να διαδεχθούν τους παραπαίοντες Οθωμανούς στη Βαλκανική. Η μόνη δυνατότητα επηρεασμού των πραγμάτων της περιοχής από την Βρετανία ήταν μέσα από ένα «ανεξάρτητο» ελληνικό κράτος. Τη συμβούλεψαν άραγε οι Εβραίοι τραπεζίτες ή από κοινού έστησαν το «φιλελληνικό» παιχνίδι; Οι άλλοι δύο η ανίσχυρη, μετά τη ναπολεόντια συντριβή Γαλλία, και η ομόδοξη Ρωσία δεν είχαν λόγους να εναντιωθούν σε τέτοια προοπτική. Έτσι γίναμε κράτος ελληνικό για λίγο, υπό τον Καποδίστρια, Βαυαρικό, για μερικές δεκαετίες, υπό τον Όθωνα, και αγγλικό προτεκτοράτο στη συνέχεια και ώς το 1941, υπό γόνους της δυναστείας Γλύξμπουργκ.

Οι επαναστάτες έλαβαν τα όπλα κινούμενοι από εμφανέστατο παραλογισμό, κατά τους ορθολογιζομένους της Εσπερίας, ακόμη και δικούς μας. Έλαβαν τα όπλα με δύο συνθήματα, τα οποία κυριάρχησαν μεταξύ τους: «Ελευθερία ή θάνατος» και «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία»! Σας ελευθερωθήκαμε οι «φωτισμένοι» στη Δύση ήρθαν να αλλάξουν και της πατρίδας τους τα φώτα. Κατέλαβαν θέσεις διοικητικές, στρατιωτικές, εκπαιδευτικές έγιναν «εξοχότατοι», «εκλαμπρότατοι» και «λογιότατοι», και από εκεί με τις ευλογίες των «προστατών» μας «κόπιασαν» να «ξεστραβώσουν» τον αγράμματο και απολίτιστο λαό μας! Έφθασαν στο τέλος, αστοί και μαρξιστές, να σταθούν μπροστά σ' εκείνους που έχυσαν το αίμα τους και να τους εξηγήσουν, γιατί πολέμησαν. Πολέμησαν, γιατί εμπνεύστηκαν από την υπέροχη γαλλική επανάσταση! Κι ας μην γνώριζαν γράμματα οι περισσότεροι, κι ας μην είχαν ακούσει ποτέ τους για «διαφωτισμό», κι ας εξέφραζαν ακραία επιφύλαξη, αν όχι απέχθεια, προς τη Φραγκιά, καθώς μαρτυρούν ξένοι ταξιδιώτες στη σκλαβωμένη γη μας στα οδοιπορικά τους. Τους είπαν πως ο αγώνας ήταν ταξικός κι ας βγήκαν ενισχυμένα απ' αυτόν τα «μεγάλα τζάκια», τα οποία έδωσαν πλήθος πολιτικών στο νεολληνικό κράτος.

Ποιόν τελικά ήθελαν να πλήξουν όλοι αυτοί οι ιστορικοί αναλυτές που άλωσαν το αστικό πανεπιστήμιο; Προφανέστατα την Εκκλησία, την μισητή τόσο από τους αστούς, που εισχώρησαν στις σκοτεινές μασονικές στοές και ανελίχθηκαν, όσο και από τους μαρξιστές που διαχρονικά συνοδοιπορούν με τους πρώτους στον εμπαθή κατά της Εκκλησίας αγώνα. Κατηγορίες: Η Εκκλησία ετέθη από την αρχή της δουλείας μας στην υπηρεσία του κατακτητή, για να εξασφαλίσει προνόμια! Η Εκκλησία ήταν αντίθετη προς τον ξεσηκωμό και αφόρισε τους πρωτεργάτες. Η Εκκλησία καλλιεργεί δουλόφρονες χαρακτήρες. Η Εκκλησία επέβαλε τον εορτασμό της Παλιγγενεσίας την 25η Μαρτίου, για να καρπωθεί οφέλη! Γράφουν αγνοώντας τι είναι Εκκλησία. Θέτουν εκτός αυτής τον πιστό λαό του Θεού. Εστιάζουν την έρευνά τους στους επίορκους κληρικούς, παραβλέποντας το θυσιαστικό πνεύμα πληθώρας άλλων. Τη φρόνηση των υπευθύνων για τη ζωή των μελών της Εκκλησίας καυτηριάζουν ως πνεύμα δειλίας και δουλείας ασεβούντες ακόμη και ενώπιον του λειψάνου του αγίου Γρηγορίου του Ε'. Τέλος προσποιούνται ότι αγνοούν πως υπάρχουν γραπτά στοιχεία για την απόφαση των πρωτεργατών να αρχίσει η επανάσταση την 25η Μαρτίου, επειδή εκείνοι στο Θεό στήριζαν τις ελπίδες τους, καθώς η «πολυτέλεια» της αθεΐας δεν τους είχε αγγίξει.

Σήμερα δρέπουμε τους καρπούς της αποστασίας υπό τον ασφυκτικό κλοιό των δανειστών μας, στους οποίους μας παρέδωσαν οι σύγχρονοι Νενέκοι, που διαφεντεύουν τον τόπο με τις «ευλογίες» των υπαρατλαντικών «προστατών» μας. Τώρα πλέον έχει πεισθεί και ο λαός ότι ο Θεός του είναι μάλλον άχρηστος, μετά από «φωτισμένη» διαπαιδαγώγηση δεκαετιών και την αδράνεια της διοικούσας Εκκλησίας, η οποία όμως δεν κατηγορείται για σύμπλευση με τους αφανείς κατακτητές μας.

Δεν είναι η επανάσταση αδικαίωτη ενώπιον εκείνων που έχυσαν το αίμα τους;

                                                                                               

«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 26-03-2012

ΑΪΣΕ ΧΙΟΥΡ – Τουρκία – Μειονότητες: ΕΚΘΕΣΗ ΝΤΡΟΠΗΣ

Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΪΣΕ ΧΙΟΥΡ
«Η αλήθεια για τις Μειονότητες στην Τουρκία»

Λιάνα Μυστακίδου

 

Με πόνο ψυχής ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, ο δικός μας ΓΑΠ, αναγκάστηκε πιθανότατα να καταδικάσει την αυταρχική, καταπιεστική, αντιδημοκρατική  πολιτική του «καρντάση» Ερντογάν.
Όσοι γνωρίζουν την Ιστορία της Τουρκίας δεν εκπλήσσονται με την πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση της Άγκυρας, γιατί αυτό είναι το αληθινό πρόσωπο της εξουσίας στη γειτονική μας χώρα από τη σύστασή του ως κράτους μέχρι σήμερα. Για αυτό και δεν εξαπατήθηκαν με το δημοκρατικό, φιλικό προφίλ που πρόβαλε ο κ. Ερντογάν τα πρώτα χρόνια της παντοδυναμίας του.

Σε μια χώρα όπου κρατούνται στις Φυλακές εκατό δημοσιογράφοι μια γυναίκα, η Αϊσέ Χιουρ συνέταξε την  Έκθεση για της Μειονότητες την περίοδο της Δημοκρατίας. 

 Η κ. Χιουρ κατέγραψε επιγραμματικά όλα όσα έγιναν σε βάρος των Μειονοτήτων από την ίδρυση της τουρκικής Δημοκρατίας μέχρι σήμερα.  Αξίζουν συγχαρητήρια στη δημοσιογράφο για το θάρρος και το σθένος της προσπάθειάς της. 

Εμείς απλά θα αναδημοσιεύσουμε το άρθρο της από την εφημερίδα Ταράφ της  22ας  Ιανουαρίου.

«Δεν με εξέπληξε η απόφαση που εκδόθηκε στη δίκη του Χραντ Ντινκ. Γιατί γνωρίζω πόσο βαθιές είναι οι ρίζες της εχθρότητας εναντίον των μη Μουσουλμάνων και πόσο πλατιά είναι τα κλαδιά της σε αυτά τα χώματα. Υποθέτω και το πώς θα ολοκληρωθεί η διαδικασία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την οποία χρησιμοποίησε το κυβερνών κόμμα για να κατευνάσει τις αντιδράσεις. Γιατί βλέπω το πώς  ενοποιείται σταδιακά το ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) με το κράτος της Εργκενεκόν.
Γνωρίζω, επίσης τις αποφάσεις που εξέδωσε  το Ανώτατο Δικαστήριο σε άλλες υποθέσεις όπως αυτές των Pinar Selek, Ugur Kaymaz και  Baskin Oran.  Αυτή την εβδομάδα θα δημοσιεύσω μια σύντομη περίληψη των εγκλημάτων που διέπραξε η τουρκική Δημοκρατία εναντίον των μη Μουσουλμάνων. Για να διαπιστώσουμε πόσο δύσκολη είναι η θέση μας και να ευπρεπιστούμε. 


16 Μαρτίου 1923. Ο Ατατούρκ μιλώντας σε μικροεπαγγελματίες είπε: «Τελικά η χώρα παρέμεινε στα χέρια των πραγματικών δικαιούχων της.  Οι Αρμένιοι και οι υπόλοιποι δεν έχουν κανένα δικαίωμα εδώ. Τα εύφορα αυτά εδάφη  ανήκουν στη χώρα των γνήσιων και φανατικών Τούρκων». Με αυτά τα λόγια του καθόρισε το πλαίσιο της μειονοτικής πολιτική της Δημοκρατίας.
Ιούνιος 1923. Απομακρύνθηκαν από τα καθήκοντά τους οι Αρμένιοι, οι Έλληνες και οι Εβραίοι υπάλληλοι, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν από Μουσουλμάνους. Περιορίστηκε η ελεύθερη διακίνηση των μη Μουσουλμάνων στην Μικρά Ασία. Η απόφαση εκδόθηκε τόσο αιφνιδιαστικά που πολλοί δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στον τόπο τους. Σαν να μην έφθανε αυτό έβαλαν εμπόδια για τη μετανάστευση των Εβραίων στην Παλαιστίνη.
Σεπτέμβρης 1923. Εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο απαγορεύτηκε στους Αρμενίους που είχαν φύγει από την Κιλικία και την Ανατολική Μικρά Ασία, λόγω του πολέμου ,να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Δεκέμβρης 1923. Διατάχθηκε η απομάκρυνση της εβραϊκής κοινότητας που αριθμούσε μερικές εκατοντάδες άτομα , από την πόλη Τσόρλου εντός 48 ωρών.  Μετά από έκκληση του αρχιραββίνου αναβλήθηκε η εκτέλεση της απόφασης.  Παρόμοια, όμως, απόφαση που εκδόθηκε για την πόλη Τσατάλτζα εφαρμόστηκε αμέσως.
24 Ιανουαρίου 1924. Στο νόμο που εκδόθηκε για τη λειτουργία των Φαρμακείων, οι μειονοτικοί θα μπορούσαν να ανοίξουν κατάστημα υπό την προϋπόθεση της «παρουσίας Τούρκου».
3 Μαρτίου 1924. Με τον ιστορικό νόμο Tevhid-i Tedrisat έκλεισαν 40 γαλλικά και ιταλικά σχολεία.  Τέθηκαν περιορισμοί στις επισκευές, επεκτάσεις των κτιρίων των Μειονοτικών Σχολείων, καθώς και στην κατασκευή νέων. Το υπουργείο εθνικής παιδείας άρχισε να ελέγχει τα προγράμματα διδασκαλίας και τη διεξαγωγή εξετάσεων στα μειονοτικά σχολεία.
3 Απριλίου 1924.  Βάσει του νόμου που εκδόθηκε για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος υποβλήθηκαν σε εξετάσεις  960 μειονοτικοί δικηγόροι για να διαπιστωθεί αν είναι ηθικοί ή όχι. Μετά από αυτό αφαιρέθηκε η άδεια άσκησης επαγγέλματος από 460 δικηγόρους. Από αυτούς το 57% ήταν Εβραίοι. Ένας στους τρεις Έλληνες δικηγόρους έμειναν άνεργοι. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τους Αρμένιους δικηγόρους.
29 Ιανουαρίου 1925. Ο νεοεκλεγμένος Πατριάρχης Κωνσταντίνος Αράμπογλου επιβιβάζεται σε τρένο και στέλνεται στη Θεσσαλονίκη.  Ποιο ήταν το έγκλημά του; Δεν τον συμπαθούσε η κυβέρνηση. Η ελληνική κυβέρνηση μετέφερε το θέμα στο Δικαστήριο της Χάγης και στην Κοινωνία των Εθνών, αλλά με την απειλή της Τουρκίας  «να διώξει το  Πατριαρχείο έξω από τα σύνορά της», η Ελλάδα απέσυρε τις καταγγελίες της και το θέμα έκλεισε  με την «αυτόβουλη παραίτηση του Πατριάρχη».
22 Απριλίου 1926. Με νόμο ορίστηκε η υποχρεωτική χρήση της τουρκικής γλώσσας στις εμπορικές συναλλαγές. Οι μη Μουσουλμάνοι που εργάζονταν σε επιχειρήσεις και δεν γνώριζαν καλά την τουρκική γλώσσα άρχισαν να απολύονται. Ο αριθμός των Ελλήνων που έχασαν τη δουλειά τους αγγίζει τις πέντε χιλιάδες.
17 Φεβρουαρίου 1926. Μετά την ψήφιση του Αστικού κώδικα εξαναγκάστηκαν οι Αρμένιοι, οι Έλληνες και οι Εβραίοι να δηλώσουν παραίτηση από τα μειονοτικά δικαιώματά τους, τα οποία ορίζονται στη Συνθήκη της Λοζάνης.
1 Αυγούστου 1926. Το κράτος ανακοίνωσε ότι έχει το δικαίωμα να δημεύσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία που απέκτησαν τα μέλη των μη Μουσουλμανικών Μειονοτήτων πριν την 23η Αυγούστου 1924, πριν την εφαρμογή δηλαδή της Συνθήκης της Λοζάνης.
17 Αυγούστου 1927. Ο Οσμάν Ρατιπ μπέη, έγγαμος με εγγόνια δολοφόνησε την 22χρονη εβραιοπούλα  Ελίζα  Νιγέγκο, την οποία  είχε ερωτευτεί και βίαζε για πολύ καιρό. Η εβραϊκή κοινότητα που είδε την πρόθεση του κράτους να κουκουλώσει την υπόθεση, ύψωσε για πρώτη φορά τη φωνή της. Τότε ξεκίνησε μια έντονη εχθρική καμπάνια στον Τύπο εναντίον των Εβραίων.  Ορισμένοι Εβραίοι οδηγήθηκαν στα Δικαστήρια με την κατηγορία ότι «εξύβρισαν τον τουρκισμό».
13 Ιανουαρίου 1928. Με πρωτοβουλία των φοιτητών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Πόλης, οι οποίοι ήθελαν να γίνουν αρεστοί στο καθεστώς τοιχοκόλλησαν στα πλοία και τα λεωφορεία αφίσες που έγραφαν «συμπολίτη μίλα τουρκικά». Πολλά μέλη των Μειονοτήτων οδηγήθηκαν στα Δικαστήρια γιατί δεν υπάκουσαν σε αυτή την εντολή, με την κατηγορία της προσβολής του Τουρκισμού.
11 Απριλίου 1928. Με τον Νόμο “Tababet ve suabati Sanatlarinin Tarz-i Icrasi” τέθηκε ο όρος  να  πρέπει να είναι κανείς Τούρκος για να ασκήσει το επάγγελμα του γιατρού.   Έτσι, οι μη Μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να γίνουν γιατροί.
Σεπτέμβρης 1929. Η Εφορία αποφάσισε να φορολογήσει τις δωρεές και τις μεταβιβάσεις  που γίνονταν στα εβραϊκά Σχολεία, το νοσοκομείο Or Ahayim, το Ορφανοτροφείο του Ορτάκιοϊ και τις Συναγωγές, επειδή τα θεωρούσε εμπορικές επιχειρήσεις. Η φορολογία είχε αναδρομική ισχύ  και ξεκίνησε από το 1925. Επιβλήθηκε κατάσχεση στον Αρχιραββίνο επειδή δεν μπορούσε να πληρώσει τόσο υψηλό φόρο.
1929-1930 Σε διάστημα 18 μηνών εξαναγκάστηκαν 6.373 Αρμένιοι να μεταναστεύσουν στη Συρία.
18 Σεπτεμβρίου 1930. Ο υπουργός δικαιοσύνης Μαχμούτ Εσάτ Μποζκούρτ, σε ομιλία του στην κοιλάδα του Οντεμις είπε το περίφημο απόφθεγμα του: «Νομίζω ότι η χώρα αυτή ανήκει στους γνήσιους Τούρκους. Όσοι δεν είναι γνήσιοι Τούρκοι έχουν μόνο ένα δικαίωμα σε αυτή τη χώρα, να είναι υπηρέτες και σκλάβοι».
Οκτώβρης 1930. Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα ξεκίνησε μια εκστρατεία εναντίον των Μειονοτήτων επειδή στις δημοτικές εκλογές το νεοσύστατο Κόμμα Serbest Cunhuriyet συμπεριέλαβε στον κατάλογο των υποψηφίων του έξι  Έλληνες, τέσσερις Αρμένιους και τρεις Εβραίους. Το Κόμμα αναγκάστηκε να κλείσει 99 μέρες μετά την ίδρυση του, αλλά η οργή εναντίον των μη Μουσουλμάνων δεν καταλάγιασε.
11 Ιουνίου 1932. Απαγορεύτηκε η άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων σε ξένους υπηκόους. Η απαγόρευση αφορούσε κυρίως τους Έλληνες υπηκόους που ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες, επιτηδευματίες και πλανόδιοι  πωλητές.
Νοέμβριος 1932. Υποχρέωσαν τους Εβραίους της Σμύρνης να υπογράψουν ένα υποσχετικό με το οποίο υπόσχονταν να υιοθετήσουν τον τουρκικό πολιτισμό και να μιλούν την τουρκική γλώσσα. Μετά τους Εβραίους της Σμύρνης υπέγραψαν το ίδιο υποσχετικό και οι Εβραίοι της Προύσας, του Κιρκλάρελι, της Αδριανούπολης, των Αδάνων, του Ντιγιάρμπακιρ και της Άγκυρας.
1933. Ο Πατριάρχης των Ασσυρίων μη μπορώντας να αντέξει τις κρυφές και φανερές  πιέσεις έφυγε «προσωρινά» από το Μάρντιν και εγκαταστάθηκε στην πόλη Humus της Συρίας.  Έκτοτε ,όμως, δεν κατέστη δυνατή η επιστροφή του.
14 Ιουνίου 1934. Με τον νόμο για την εγκατάσταση που χώριζε τους πολίτες σε τρεις κατηγορίες σε γνήσιους Τούρκους, σε Τούρκους  (Κούρδους) που δεν μιλούν τουρκικά και σε μη Μουσουλμάνους, εκτόπισαν Έλληνες και Αρμένιους από πολλά μέρη της Μικράς Ασίας σε καταλληλότερες περιοχές.
21 Ιουνίου-4 Ιουλίου 1934. Ομάδες πολιτών που ξεσηκώθηκαν από τα δημοσιεύματα ρατσιστών συγγραφέων όπως ο Cevat Rifat Atilhan και ο Nihat Atsiz εναντίων των Εβραίων, επιτέθηκαν σε αθώους κατοίκους των περιοχών  των Δαρδανελίων, της Καλλίπολης , της Αδριανούπολης, του Κιρκλάρελι, του Λουλέμπουργκαζ και του Μπαμπάεσκι. Λεηλάτησαν σπίτια και καταστήματα Εβραίων , βίασαν γυναίκες και σκότωσαν ένα ραβίνο.  
Εξαναγκάστηκαν δεκαπέντε χιλιάδες Εβραίοι να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους και να μεταναστεύσουν σε άλλες πόλεις και χώρες για να σώσουν τη ζωή τους. Τα γεγονότα, όπως, αποκαλύφθηκε τα οργάνωσε το τμήμα Θράκης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Σύμφωνα με έκθεση του κόμματος  έφυγαν από τη Θράκη και τα Δαρδανέλια 3.000 από τους 13.000 Εβραίους που ζούσαν στην περιοχή, εκποιώντας σε εξευτελιστικές τιμές την περιουσία τους.
24 Ιουλίου 1937. Σε προκήρυξη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τζουμχουριέτ απαραίτητη προϋπόθεση για την εισαγωγή μαθητών στη Στρατιωτική Σχολή στην Άγκυρα ήταν η τουρκική φυλή.
Αύγουστος 1938. Εκδόθηκε το υπ’ αριθμ 2/9498 διάταγμα με το οποίο απαγορεύτηκε η είσοδος και η διαμονή  των Εβραίων που υπέστησαν πιέσεις και περιορισμούς στις μετακινήσεις τους στις χώρες που ζούσαν αδιακρίτως ποιο ήταν σήμερα το θρήσκευμα τους. Απομακρύνθηκαν από το Πρακτορείο Ανατολής 26 Εβραίοι εργαζόμενοι και όλος ο Τύπος κατακλύστηκε από δημοσιεύματα και γελοιογραφίες εναντίον των Εβραίων.
1938-1939 Με πρόφαση την απειλή της εθνικής ασφάλειας λόγω του επικείμενου πολέμου οι μη Μουσουλμάνοι που ζούσαν σε αγροτικές περιοχές μεταφέρθηκαν αστικά κέντρα. Όσοι δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες έφυγαν από τη χώρα.
Ιούλιος 1939. Οι Αρμένιοι που ζούσαν στην περιοχή της Αλεξανδρέττας , από τις αφόρητες πιέσεις που ασκήθηκαν την περίοδο της προσάρτησης της πόλης στην Τουρκία μετανάστευσαν στη Συρία.
8 Αυγούστου 1939. Το πλοίο Parita που μετέφερε 860 Εβραίους πρόσφυγες από διάφορα μέρη της Ευρώπης, αναγκάστηκε να καταφύγει στο Λιμάνι της Σμύρνης για κάποια προβλήματα που αντιμετώπιζε. Παρά τις κραυγές των επιβατών  «σκοτώστε μας αλλά μη μας στέλνετε πίσω» το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι συνοδευόμενο από δυο σκάφη του Λιμενικού στις  14 Αυγούστου.  Η  εφημερίδα Ουλούς που υποστήριζε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχε τίτλο «Έφυγαν οι αλήτες οι Εβραίοι από τη Σμύρνη».
28 Δεκεμβρίου 1939. Οι Εβραίοι του Τελ-Αβίβ, της Χάιφα, της Νέας Υόρκης, της Γενεύης, του Καϊρου συγκέντρωσαν χρήματα και ρούχα για τους σεισμόπληκτους του Έρζιντζαν και τα έστειλαν στην Τουρκία. Ο Τύπος όμως γελοιοποίησε και χλεύασε την ενέργειά τους.
12 Δεκεμβρίου 1940. Το πλοίο Salvador που ήταν γνωστό ως «πλωτό φέρετρο» ξεκίνησε από το λιμάνι Κοστάντσα της Ρουμανίας με 342 Εβραίους, ενώ η χωρητικότητά του ήταν μόνο για σαράντα άτομα και έφθασε στην Κωνσταντινούπολη.  Οι τουρκικές αρχές πίεσαν το πλοίο να αναχωρήσει παρ’ όλο ότι δεν ήταν σε θέση να ταξιδέψει ούτε ένα μίλι. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Στις 13 Δεκεμβρίου το πλοίο βυθίστηκε στα ανοιχτά της Σιλιβριάς εξαιτίας μιας τρομερής θύελλας. Περισυνέλεξαν 219 πτώματα.
22 Απριλίου 1941. Οι στρατοχωροφύλακες συγκέντρωσαν 12.000 άνδρες μέλη των Μειονοτήτων και τους οδήγησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι στρατιώτες των 20 ηλικιών οδηγήθηκαν στο Ζόγκουλντακ για να σκάβουν τούνελ, στην Άγκυρα για την κατασκευή του Πάρκου της Νεολαίας, στο Αφιόν, στο Καραμπούκ, στο Ικόνιο, στην Κιουτάχια για να σπάνε πέτρες και να φτιάχνουν δρόμος. Απολύθηκαν στις 27 Ιουλίου του 1942.
15 Δεκεμβρίου 1941. Το πλοίο Struma που μετέφερε 769 Εβραίους πρόσφυγες από το λιμάνι της Κοστάντσα για να τους πάει στην Παλαιστίνη παρέμεινε 2,5 μήνες στα ανοιχτά του Σαράιμπουρνου, γιατί οι τουρκικές αρχές δεν επέτρεπαν σε κανέναν να αποβιβαστεί από το πλοίο.  Το οδήγησαν δια της βίας στη Μαύρη Θάλασσα την ώρα που οι επιβάτες πέθαιναν από αρρώστια, πείνα και δίψα. Το πλοίο χτυπήθηκε από άγνωστο υποβρύχιο τη νύχτα της 24ης Φεβρουαρίου. Από την τραγωδία αυτή σώθηκε μόνον ένας.
11 Νοεμβρίου 1942. Ο πρωθυπουργός Σουκρού Σαράτσογλου με πρόφαση να αντιμετωπίσει τα έξοδα του Πολέμου επέβαλε τον φόρο περιουσίας, το γνωστό βαρλίκι.  Το 87% των φορολογουμένων  που κλήθηκαν να πληρώσουν το φόρο ήταν μη Μουσουλμάνοι. Οι Αρμένιοι επιβαρύνθηκαν με το 232% των κεφαλαίων τους, οι Εβραίοι με το 179%, οι Έλληνες με το 156% και οι Μουσουλμάνοι Τούρκοι με 4,94%. Όσοι δεν μπορούσαν να καταβάλουν τους φόρους τους οδηγήθηκαν στα Τάγματα εργασίας στο Άσκαλε. Ο νόμος εφαρμόστηκε μέχρι τον Μάρτιο του 1944. Σε αυτό το διάστημα άλλοι έχασαν την περιουσία τους, άλλοι τη ζωή τους και οι περισσότεροι την εμπιστοσύνη τους στην Τουρκία.
1946. Επετράπη για πρώτη φορά στους μη Μουσουλμάνους, απόφοιτους Πανεπιστημίων, να υπηρετήσουν στο Στρατό ως έφεδροι αξιωματικοί. Από τότε μέχρι σήμερα κανένας μη μουσουλμάνος δεν έγινε διοικητής.
1946. Σε έκθεση για τις Μειονότητες που συνέταξε το 9ο Γραφείο του  Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος αναφερόταν ότι έπρεπε να ληφθούν σοβαρά μέτρα εναντίον των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη.  Αυτά συνοψίζονταν σε μια φράση «Δεν πρέπει να μείνει ούτε ένα Έλληνας στην Πόλη μέχρι την επέτειο των 500 χρόνων της Αλώσεως».
1948. Όταν οι Εβραίοι ήθελαν να πάνε στο νεοσύστατο Ισραήλ και οι Αρμένιοι στην Σοβιετική Δημοκρατία της Αρμενίας, εκείνοι που έκαναν τα πάντα για να τους απομακρύνουν από τη χώρα, τώρα αποκαλούσαν «προδότες» αυτούς που έφευγαν.
6-7 Σεπτεμβρίου 1955 Για να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική θέση της Τουρκίας στην τριμερή διάσκεψη για το Κυπριακό οργάνωσαν μια μεγάλη λεηλασία σε βάρος των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με κάποιες πηγές σκοτώθηκαν τρεις και σύμφωνα με άλλες 11 άνθρωποι. Τραυματίστηκαν 300 άτομα.  Βιάστηκαν πολλές γυναίκες και καταστράφηκαν 5.300 και κατά ανεπίσημες πηγές 7000 κτίρια.  Το ύψος των ζημιών υπολογίζεται σε 150 εκ λίρες ή κοντά σε ένα δις λίρες.
1964. Η Τουρκία κατάργησε μονομερώς το Σύμφωνο Φιλίας που υπέγραψαν ο Ατατούρκ και ο Βενιζέλος το 1930. Η κυβέρνηση απέλασε δεκάδες χιλιάδες Έλληνες υπηκόους που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Τουρκία. Τους επέτρεψαν να πάρουν μαζί τους μια βαλίτσα και 200 λίρες.  Οι Έλληνες με τουρκική υπηκοότητα που ήταν παντρεμένοι με απελαθέντες, αναγκάστηκαν να φύγουν μαζί τους, έτσι η ελληνική μειονότητα έφτασε στο σημείο εξαφάνισης της.
1974. Σε μια δίκη μεταξύ του Θησαυροφυλακίου και της διοίκησης του Ελληνικού Νοσοκομείου Βαλουκλή οι μη Μουσουλμάνοι πολίτες αναφέρθηκαν για πρώτη φορά ως «εκείνοι που δεν είναι Τούρκοι». Τέλος, η δημοσιογράφος αναφέρει το κλείσιμο της Θεολογικής, τις δολοφονίες του ιερέα Σαντόριο, και  του Χράντ Ντίνκ, τις επιθέσεις στις Συναγωγές στην Κωνσταντινούπολη  και την πυρπόληση βιβλιοπωλείου που πουλούσε χριστιανικά βιβλία
».

Ο κατάλογος είναι μακρύς και έχει αρκετές  ελλείψεις. Είναι, όμως σημαντικός για να μάθουν οι γείτονες μας τι έκαναν και ενδεχομένως τι θα συνεχίσουν να κάνουν αν δεν αλλάξουν νοοτροπία. Επειδή, οι παροικούντες στην Πλατεία Συντάγματος δεν συνηθίζουν να διαβάζουν ούτε καν τα Μνημόνια  που θα δεσμεύσουν για πολλές γενιές τους Έλληνες, ας κρατήσουν αυτό τον  σύντομο κατάλογο σαν εγχειρίδιο για τις διαπραγματεύσεις τους με τους γείτονες…

 
ΠΗΓΗ: 30/01/2012, http://www.elzoni.gr/html/ent/105/ent.18105.asp

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Ι

ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ:
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ  ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ  (ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ – ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ)

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

«Η δύναμη της μνήμης»

Όσο ξεμάκραινα απ’ τη θλίψη,
γινόμουν σαν την πέτρα.
Όσο ξεμάκραινα απ’ τη θύμηση
η λήθη μ’ εξαφάνιζε.

Όσο πολύ κι αν προσπαθούσα
θλιμμένες θύμησες
μακριά που με τραβούσαν αλυσοδεμένη…
Δεν ήθελα να είμαι σαν την πέτρα.

Ούτ’ ήθελα στη λήθη να βουλιάζω.
Θέλησα να θυμάμαι.
Μάτωσα να κρατήσω ζωντανή τη μνήμη,
μην ξεμακρύνω κι εξαφανιστώ κι εγώ.

Τρίκαλα,  3/8/1997

Το αρχαιοελληνικό ρήμα μέμνημαι συνδέεται νοηματικά με το επίσταμαι, το οποίο σημαίνει   πάθος για γνώση και ζωή. Ξεχωριστές γυναίκες στην Αρχαία Ελλάδα με πάθος για ζωή ήταν  οι:  Αίθρα, Θεμιστόκλεια, Θεανώ, Διοτίμα, Σαπφώ, Υπατία, Σίβυλλες και Πυθίες.
 
Η ιστορία της επιστήμης είναι γεμάτη από γυναίκες που έκαναν σπουδαίες ανακαλύψεις.Η πιο παλιά που γνωρίζουμε είναι η Ταπούτι-Μπελατεκαλίμ από τη Βαβυλώνα, χημικός και αρωματοποιός του 1200 π.Χ. Κατά πάσα πιθανότητα, όμως, δεν ήταν η πρώτη που γνώριζε τις ιδιότητες των φυτών. Στις πρωτόγονες κοινωνίες των κυνηγών, οι γυναίκες ήταν αυτές που παρατηρούσαν τα βότανα και πειραματίζονταν με αυτά. Έτσι συνέβαλαν στην ανάπτυξη της γεωργίας και οδήγησαν στην επανάσταση της Νεολιθικής εποχής.

Η ετυμολογική ρίζα της λέξης επιστήμη, προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα επίσταμαι, που σημαίνει γνωρίζω επακριβώς, έχω βεβαία γνώση. Αυτός ο γενικός ορισμός της επιστήμης μας ανοίγει ένα μεγάλο παράθυρο στη μελέτη για τις αρχαίες επιστημόνισες, καθώς και τα επιστημονικά πεδία στα οποία δραστηριοποιήθηκαν. Οι αναφορές στις γυναίκες επιστήμονες της Αρχαίας Ελλάδας, αν και αρκετές, δεν τις αναφέρουν ακριβώς ως επιστήμονες, αλλά περισσότερο ως μορφωμένες γυναίκες του καιρού τους, με αξιώσεις στη γνώση κι ενδιαφέροντα, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως επιστημονικά.
 
Αναρωτιέται κανείς,ποια ήταν άραγε τα κοινά τους γνωρίσματα, αν είχαν, από ποιες τάξεις της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας  προέρχονταν, σε ποιο μέρος του ελληνικού κοσμοπολιτισμού εμφανίστηκαν περισσότερο και άλλα παρόμοια ερωτήματα είναι αυτά που γεννιούνται στο μυαλό μας. Οι απαντήσεις, όσες μπορούν να βρεθούν και να θεωρηθούν ως αξιόπιστες, είναι ενδιαφέρουσες. Καταρχήν φαίνεται να προέρχονται από όλες τις γωνιές του ελληνικού κόσμου. Οι περισσότερες, είχαν σπουδές πέρα από τη βασική εκπαίδευση. Εκείνες που ανήκαν στην Πυθαγόρειο Σχολή δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, διότι ο Πυθαγόρας έκανε δεκτές γυναίκες στη σχολή του. Ενδιαφέρον επίσης είναι πως ελάχιστες ήταν παντρεμένες και είχαν παιδιά.

Βυζαντινές λόγιες της Ανατολής, μάγισσες και τροβαδούρες του Δυτικού Μεσαίωνα και διανοούμενες Αφροδίτες της Αναγέννησης….  Οι Γυναίκες στον «Αιώνα Των Φώτων» και ο ρόλος τους στην «Επιστημονική Επανάσταση» του 17ου-19ου αιώνα…. Ο 20ός αιώνας. Σύγχρονες επιστημόνισες–αρχαϊκές προκαταλήψεις και ανδρικές δεισιδαιμονίες…Τα βραβεία Νόμπελ δεν εξασφαλίζουν την ισότητα στην επιστήμη, οι ισχυρές προσωπικότητες και ο αλληλοσεβασμός το κατορθώνουν…  «Η Υπατία ήταν ένα πρόσωπο που χώριζε την κοινωνία σε δύο μέρη: αυτούς που την θεωρούσαν θαύμα του φωτός και αυτούς που την έβλεπαν σαν απόστολο του σκότους» (Elbert Hunnard.

Γιατί άραγε οι επιστημόνισες της αρχαιότητας έμειναν στην αφάνεια; Η απάντηση είναι ότι κατά ένα μεγάλο ποσοστό, η έλλειψη στοιχείων οφείλεται στη στάση των αρχαίων κοινωνιών προς «τας πεπαιδευμένας γυναίκας», όπου η γυναίκα αντιμετωπιζόταν πάντα ως η διαφορετική, η διεφθαρμένη ή η περίεργη, που ξέφευγε από την κλασική εικόνα της νοικοκυράς, συζύγου και μητέρας. Όπως λέει ο Ισχόμαχος στο Σωκράτη, στο έργο του Ξενοφώντα «Οικονομικός», σωστή γυναίκα είναι εκείνη που μπορεί να διευθύνει σωστά κάθε τι μέσα στο σπίτι της σαν συνεργάτης του άντρα της. «Ο πλούτος έρχεται στο σπίτι με τον κόπο του άντρα, οικονομείται δε σωστά με τη φροντίδα της γυναίκας», συμπεραίνει.

Κατά ένα μικρότερο μέρος, η άγνοιά μας για τις γυναίκες αυτές οφείλεται και στην καταστροφή διαφόρων ιστορικών μαρτυριών. Άλλωστε, στην εποχή μας η έρευνα σχετικά με το θέμα είναι περιορισμένη και η σημαντικότερη ίσως συμβολή σε αυτήν, είναι η μακρόχρονη κι επίπονη έρευνα του βραβευμένου μαθηματικού Ευ. Σπανδάγου, η οποία χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς σε κάθε αντίστοιχη έρευνα. Κατά γενική ομολογία, η πιο γνωστή μαθηματικός της αρχαιότητας και η πρώτη γυναίκα επιστήμονας της οποίας η ζωή έχει καταγραφεί με λεπτομέρειες φαίνεται να είναι η Υπατία η Αλεξανδρινή ή «Γεωμετρική» (4ος αι. μ.Χ.), με την οποία ξεκινά και η μικρή ιστορική αναδρομή μας.

Πριν από την Υπατία όμως, καταγράφονται και άλλες γυναίκες επιστήμονες, κύρια μαθηματικοί της αρχαιότητας, αυτές που προετοίμασαν το έδαφος για την εμφάνιση της Υπατίας. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, η Αλεξάνδρεια του 4ου αιώνα μ.Χ. ήταν ο χώρος μιας  μικρής επιστημονικής αναγέννησης στην οποία έλαμψε η Υπατία, η πιο διάσημη ανάμεσα στις γυναίκες επιστήμονες και φιλοσόφους. Για δεκαπέντε αιώνες η Υπατία θεωρείται ότι ήταν η μόνη γυναίκα επιστήμονας στην ιστορία. Ακόμα και σήμερα συχνά είναι η μόνη γυναίκα που αναφέρεται στην ιστορία των μαθηματικών και της αστρονομίας. Το ότι η Υπατία ανακατεύτηκε στα πολιτικά θέματα της Αλεξάνδρειας είναι αδιαμφισβήτητο. Ο μαθητής της Ησύχιος ο Εβραίος έγραφε: «Κρατώντας το μανδύα του φιλοσόφου και περπατώντας μέσα στην πόλη, εξηγούσε δημόσια τα γραπτά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και άλλων φιλοσόφων σε όλους όσους ήθελαν να ακούσουν… Όλοι ήθελαν να συμβουλευθούν αυτήν πρώτα για τα θέματα διοίκησης της πόλης.»

Στο «Συμπόσιον» του Πλάτωνος, ο Σωκράτης αναφέρεται στη Δασκάλα του Διοτίμα (6ος-5ος αιώνας π.Χ.), ιέρεια στην Μαντίνεια, που υπήρξε Πυθαγόρεια και γνώστρια της πυθαγόρειας αριθμοσοφίας. Κατά μαρτυρία του Ξενοφώντα, η Διοτίμα δεν ήταν άπειρη των πλέον δυσκολονόητων γεωμετρικών θεωρημάτων.

Και ο Πλάτων είχε τη δική του Πυθαγόρεια δασκάλα, την Περικτιόνη, που ήταν φιλόσοφος, συγγραφέας και μαθηματικός, ενώ διάφορες πηγές την ταυτίζουν με την Περικτιόνη, την μητέρα του και κόρη του Κριτία. Ο Πλάτων, οφείλει την πρώτη γνωριμία του με τα μαθηματικά και την φιλοσοφία στην Περικτιόνη. Ο Στοβαίος στο «Ανθολόγιο» του, γράφει για την Περικτιόνη ότι κατείχε τα της γεωμετρίας και της αριθμητικής.

Η επιστήμη για τους αρχαίους Έλληνες είχε μια γενικότερη έννοια, την έννοια του να γνωρίζουν, όχι μόνο τα φυσικά φαινόμενα ή τα μαθηματικά πράγματα και τις έννοιες, αλλά ότι μπορούσε να γνωρίζει ο ανθρώπινος νους. Ο Πλάτων, επηρεασμένος από την Πυθαγόρεια παιδεία του, θεωρεί την έννοια της μιμήσεως ως βάση μιας επιστημονικής θεωρίας για την τέχνη, ακολουθώντας την πρόταση των Πυθαγορείων «οίτινες μιμήσει τα όντα φασίν είναι των αριθμών», όπως χαρακτηριστικά προσδιορίζεται από τον Ι. Συκουτρή στην εισαγωγή του έργου του Αριστοτέλη «Περί Ποιητικής».

Στη Δυτική Ευρώπη οι γυναίκες περνούσαν δύσκολη ζωή, ειδικά εκείνες που εκδήλωναν ανοιχτά τη δίψα τους για γνώση και πνευματική δημιουργία, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο Le Goff τη θέση των γυναικών «η πλευρά του ξίφους και η πλευρά της ρόκας». Το κυνήγι των μαγισσών κατά το Μεσαίωνα και στη συνέχεια από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα, συγκλόνισε μεγάλο τμήμα της Ευρώπης, αλλά έχει και μια πτυχή που συνήθως ξεχνιέται, ίσως γιατί δεν αναφέρεται όσο θα έπρεπε στην επίσημη ιστορία. Οι μάγισσες οδηγήθηκαν πολύ συχνά στην πυρά με την κατηγορία ότι οι εμπειρικές ιατρικές γνώσεις τους οφειλόταν σε κάποια δήθεν συμφωνία τους με το διάβολο. Σε μια εποχή που τα όρια μεταξύ ιατρικής και μαγείας ήταν ασαφή, οι παραδοσιακές γνώσεις των γυναικών για τις θεραπευτικές ιδιότητες κάποιων φυτών, καθώς και η προσφυγή τους σε παγανιστικές τελετουργίες για την ίαση των αρρώστων, θεωρήθηκαν από τους ιεροεξεταστές ως προϊόν ενός διαβολικού συμβολαίου που έθετε σε αμφισβήτηση όχι τη θεϊκή παντοδυναμία, όπως ισχυριζόντουσαν, αλλά κυρίως τη δική τους, ως θεϊκών εκπροσώπων επί της γης. Έτσι, στον ατέλειωτο κατάλογο των μαγισσών, το όνομα της καταδικασμένης συνοδεύτηκε πολλές φορές από τον χαρακτηρισμό «γιάτρισσα» (medica).

Κατά τον Μεσαίωνα εμφανίστηκαν σπουδαίες γιατροί και φαρμακοποιοί, όπως η Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν, η οποία έγραψε εννέα τόμους φυσικής ιστορίας, καθώς και η Ιταλίδα Τροτούλα (1030-1097), από την Ιατρική Σχολή του Σαλέρνο. Ο ρομαντισμός του 19ου αιώνα έμελλε να αποκαταστήσει τις μάγισσες ως γιάτρισσες της μεσαιωνικής αγροτικής κοινωνίας. Το εγχείρημα οφείλεται στον Γάλλο ιστορικό Ζιλ Μισελέ και το έργο του «Η μάγισσα» που εκδόθηκε το 1862.

Σπάνια θεωρείται το γαμήλιο ζευγάρι ως ζευγάρι δύο προσώπων, το ένα αρσενικό και το άλλο θηλυκό, άνδρας και γυναίκα. Συνήθως μιλάμε για άνδρα και γυναίκα, όπου όμως στη σκέψη και την πρακτική κυριαρχεί το χαρακτηριστικό του φύλου και όχι το ανθρώπινο υποκείμενο – πρόσωπο. Μια εκκλησιολογική προσέγγιση με πατερικό φρόνημα, θα μπορούσε να στηριχθεί στις ακολουθίες του Αρραβώνα και του Γάμου, που είναι καρπός της εκκλησιαστικής και πατερικής εμπειρίας και θεολογίας.

Η ακολουθία του εκκλησιαστικού αρραβώνα αποτελεί κατ’ αρχήν μια σχετικά αυτόνομη ακολουθία. Θα μπορούσε μάλιστα να γίνει μια ειδική και εκτενής μελέτη για την ακολουθία αυτή στην ιστορική της εξέλιξη, τη θεολογική και εκκλησιολογική της σημασία για την πορεία του ζευγαριού και τους περίεργους λόγους που την έφεραν να χάνει αυτή την αυτονομία.

«Έμμεσα ο Παύλος, ως διακριτικός,  διεισδύει στη ρίζα του προσωπικού κακού, ίδια με την πτώση στον γήινο παράδεισο που ήταν η ψευδαίσθηση ελπίδας θέωσης μέσω της αποκλειστικής χρήσης του καρπού της κτιστής φύσης, μέσω της εγωιστικής – διανοητικής αποδοχής του ιδίου θελήματος της Εύας. Κατά το κείμενο ούτε  καν ο Αδάμ ερωτήθηκε γι’ αυτή την απόφαση…, μετά την απόρριψη εντός της του δημιουργικού συμβολαίου θέωσης. Δηλαδή η μη  θόλωση του νου της γυναίκας ως τάση, έχει ως απαραίτητο όρο, εντός του εκκλησιαστικού γάμου, την αποδοχή τουλάχιστον του νου του άνδρα της «ως τω Κυρίω», ως σταθερού  δεύτερου πόλου. Γι’ αυτό προβάλλεται στη γυναίκα  πάντα στην ορθόδοξη παράδοση  το πρότυπο της Παναγίας, ως της γυναίκας της απεριόριστης υπακοής και της πονεμένης μητέρας».

Τα λόγια του Παύλου προς τον άνδρα είναι πολύ περισσότερα απ’ ότι στη γυναίκα για πολλούς λόγους. Το γεγονός της ανδροκρατικής και πατριαρχικής συνήθως ανατροφής δημιουργεί το σύνδρομο της εξουσίας του άνδρα πάνω στη γυναίκα. Γι’ αυτό η θυσιαστικού προσανατολισμού αγάπη είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση, που δεν επιτυγχάνεται σε γρήγορο χρονικό διάστημα. Απαιτείται μακροχρόνια ασκητική διαδικασία, υπομονή και φάσεις μετάνοιας από τις συχνές αστοχίες. Γι’ αυτό το πρότυπο, ο σταυρωθείς και αναστάς Ιησούς Χριστός, προβάλλεται μπροστά στον άνδρα ως ένα ορατό συνεχές. Είναι τυχαίο το ό,τι προβάλλεται στο τέμπλο των ορθοδόξων ναών μπροστά στα μάτια των ανδρών; Το μυστήριο της διαδικασίας οντολογικής ένωσης του Χριστού με τους ανθρώπους σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο: Το πρώτο έχει ως υπόδειγμα της ένωσής Του με τον ορθόδοξο ασκητή μοναχό/μοναχή και το δεύτερο με το ορθόδοξο ασκητικό  έγγαμο ζευγάρι.

Το γεγονός βέβαια ότι η μαγεία είχε συνδεθεί σε μεγαλύτερο βαθμό με το γυναικείο φύλο από ότι με το ανδρικό, είναι μάλλον αποτέλεσμα της διαφορετικής ψυχοσύνθεσης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες είναι πιο κοντά και σε επαφή με το συναισθηματικό – διαισθητικό κομμάτι του εαυτού τους, χρησιμοποιώντας το μαζί με τη λογική για την αντίληψη και αξιολόγηση των διαφόρων καταστάσεων. Οι άνδρες αντίθετα βασίζονται κυρίως στη λογική επεξεργασία των πραγμάτων.

Τρίκαλα, 28-01-2012


* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι ιστορικός-φιλόλογος, Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων, ailiadi@sch.gr

Διγενής Ακρίτας: Η Παράδοση της Κύπρου

Ο Διγενής Ακρίτας μέσα από την παράδοση της Κύπρου

Του Ν. Σ. Σπανού* – [Από τον «NOCTOC»]

 

Ο Διγενής Ακρίτας ο σημαντικότερος μυθικός ήρωας της κυπριακής δημώδους παραδόσεως, ο οποίος πρωταγωνιστεί σε ακριτικά τραγούδια, σε πολλές τοπικές παραδόσεις και σε παραμυθιακές διηγήσεις.
Ο συνηθέστερος τύπος ονομασίας του είναι Διενής. Το όνομά του παρουσιάζεται και με τον τύπο Διεννής και σπανιότερα με τον τύπο Διενάτζης. Ο Σ. Μανάνδρος αναφέρει και τύπο Ριενής.

Συνέχεια

Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο ΙV


Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο – Μέρος ΙV
Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Κείμενα των: Δέσποινας Ευγενίδου, Ευαγγελίας Αποστόλου, Γιάννη Στόγια, Παναγιώτη Τσελέκα, Μαίρης Φουντουλή, Ευτέρπης Ράλλη, Αλέξη Τότσικα.

Συνέχεια από το Μέρος ΙII:
http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2617

Χρήση και κυκλοφορία του νομίσματος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο

Η χρήση των νομισμάτων στις συναλλαγές και τις πληρωμές δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., τα καθιέρωσε σταδιακά ως την επικρατέστερη μορφή χρήματος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Πόλεις – κράτη και ηγεμόνες εξέδωσαν τα δικά τους νομίσματα για να εδραιώσουν την αυτονομία τους, για να διευκολύνουν τις οικονομικές συναλλαγές τους και για να επωφεληθούν από την ίδια τη διαδικασία της κοπής, κερδίζοντας σε μέταλλο.

Ο αργυρός στατήρας, όπως προσδιοριζόταν στον κάθε σταθμητικό κανόνα, και το τετράδραχμο ήταν τα βασικά νομίσματα για κρατικές συναλλαγές ή για μεγάλης κλίμακας πληρωμές. Αντίθετα, για τις καθημερινές συναλλαγές χρησιμοποιούνταν οι μικρότερες αργυρές υποδιαιρέσεις, οι οποίες όμως δεν ήταν ιδιαίτερα πρακτικές λόγω του μικρού μεγέθους τους. Αυτό οδήγησε, ήδη από το β’ μισό του 5ου αιώνα π.Χ., στη σταδιακή αντικατάστασή τους από μεγαλύτερου μεγέθους νομίσματα σε χαλκό, αρκετά πιο φθηνό μέταλλο από τον άργυρο.
Για την έκδοση νομισμάτων σε πολύτιμο μέταλλο χρησιμοποιήθηκε, εκτός από τον άργυρο και το χαλκό, ο ήλεκτρος και ο χρυσός. Κατά κανόνα, η κοπή χρυσών νομισμάτων στον Ελλαδικό χώρο είναι σπάνια μέχρι και τα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ., επειδή η αξία του χρυσού ήταν πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με τον άργυρο. Για αυτό το λόγο φυλασσόταν για περιόδους ανάγκης ή για σημαντικές πληρωμές.
Συνήθως τα ελληνικά κράτη επέβαλλαν τη χρήση των εκδόσεών τους μέσα στην εδαφική περιοχή τους, χωρίς να αποκλείουν αναγκαστικά την κυκλοφορία κοπών άλλων εκδοτριών αρχών, και ενίοτε έπαιρναν άμεσα μέτρα για να το πετύχουν. Σε πολλές περιπτώσεις η νομισματική παραγωγή δεν ήταν συστηματική και μεταξύ των εκδόσεων μεσολαβούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο αριθμός των νομισμάτων που εκδίδονταν είχε άμεση σχέση με τα μέταλλα που διέθεταν οι εκδίδουσες αρχές και το εύρος των κερματικών συναλλαγών. Από τη διοχέτευσή τους στην αγορά, μέσω διαφόρων κρατικών πληρωμών, και της ανακύκλωσής τους, μέσω της κάθε είδους φορολογίας, παρεμβαλλόταν η κυκλοφορία τους.
Χρήσιμες πληροφορίες για τη νομισματική κυκλοφορία αλλά και την οικονομία των διαφόρων περιοχών του ελληνικού κόσμου παρέχουν τα νομίσματα, που ανακαλύπτονται τυχαία ή κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, μεμονωμένα ή ως θησαυροί. Ιδιαίτερα οι θησαυροί, τα νομίσματα δηλαδή που αποκρύφθηκαν ή απωλέσθηκαν ως σύνολα στο παρελθόν, αποτελούν σημαντική πηγή και για τη χρονολόγηση των νομισμάτων.
 
«Θησαυρός» Από την Ακρόπολη Αθηνών, 1886
 
Ο «θησαυρός» από 62 αργυρά νομίσματα ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του 1886 στο βράχο της Ακρόπολης. Βρέθηκε κοντά στο Ερέχθειο, σε στρώμα που συμπεριλάμβανε μαρμάρινες αναθηματικές κόρες, κομμάτια επιγραφών και πήλινα αντικείμενα. Πρόκειται για το στρώμα καταστροφής, που σχετίζεται με την πυρκαγιά που προκάλεσαν οι Πέρσες στα μνημεία του ιερού βράχου, όταν κατέλαβαν την Αθήνα το 480 π.Χ. Το εύρημα περιλαμβάνει μόνον αθηναϊκές κοπές. Ένα τμήμα του είναι οι μικρές υποδιαιρέσεις, όπως οβολοί με τον τύπο του τροχού, που ανήκουν στα χρόνια της διακυβέρνησης της πόλης από την οικογένεια των Πεισιστρατιδών (560-510 π.Χ.).
Τα περισσότερα όμως νομίσματα είναι πρώιμες γλαύκες, δηλαδή τετράδραχμα με την κεφαλή της Αθηνάς στην πρόσθια όψη και τη γλαύκα στην άλλη. Το κακότεχνο της κατασκευής των συγκεκριμένων νομισμάτων πιθανόν να οφείλεται στη μαζική παραγωγή τους που χρονολογείται τη δεκαετία του 480 π.Χ., λίγα χρόνια πριν την εισβολή των Περσών. Την περίοδο αυτή οι Αθηναίοι εξέδωσαν μεγάλη ποσότητα νομισμάτων για να ναυπηγήσουν και να συντηρήσουν ισχυρό στόλο από τριήρεις.
Ο «θησαυρός» ίσως να ήταν μια προσφορά σε κάποιο από τα ιερά της Ακρόπολης. Η έκφραση ευλάβειας προς το θείο συχνά συνδέθηκε με την εξαγορά της ευμένειας του θεού με την προσφορά υλικών αγαθών, με αποτέλεσμα στα ιερά να συγκεντρώνονται πλούσια αναθήματα. Η συγκέντρωση μεγάλου πλούτου από τα ιερά είχε σαν επακόλουθο την ανάπτυξη έντονης οικονομικής δραστηριότητας σε αυτούς τους χώρους, όπως για παράδειγμα την κατάθεση χρημάτων προς φύλαξη αλλά και τη λήψη δανείων.
 
«Θησαυρός» Από την Όλυνθο Χαλκιδικής, 1931
 
Ο «θησαυρός» εντοπίστηκε σε οικία της Ολύνθου στη Χαλκιδική κατά τη διάρκεια εκτεταμένων ανασκαφών στον αρχαίο οικισμό. Αποτελείται από 34 αργυρά νομίσματα, από τα οποία 33 είναι τετράδραχμα της Χαλκιδικής Συμμαχίας και ένα τετράδραχμο της Ακάνθου, πόλης στην ανατολική Χαλκιδική.
Πρόκειται για ένα ποσό 136 δραχμών, αρκετά σημαντικό αν αναλογιστούμε ότι την εποχή αυτή η τιμή πώλησης ενός ακινήτου ξεκινούσε από τις 280 δραχμές. Η Όλυνθος ήταν η πρωτεύουσα της Χαλκιδικής Συμμαχίας, η οποία από τα τέλη του 5ου και το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., αποτέλεσε ισχυρή πολιτική, στρατιωτική και οικονομική δύναμη στο βορειοελλαδικό χώρο. Η σπουδαιότητα της Συμμαχίας αντανακλάται και στην πλούσια νομισματική της παραγωγή. Η δαφνοστεφανωμένη κεφαλή του Απόλλωνα στην πρόσθια και η κιθάρα του θεού στην οπίσθια όψη των νομισμάτων των Χαλκιδέων, θεωρούνται από τις αριστοτεχνικότερες παραστάσεις της αρχαίας σφραγιστικής. Οι Χαλκιδείς αντιστάθηκαν με σθένος στα σχέδια του Φίλιππου Β’, βασιλιά της Μακεδονίας, για επέκταση του βασιλείου του.
Η Συμμαχία διαλύθηκε το 348 π.Χ., όταν ο μακεδόνας βασιλιάς κατέλαβε ύστερα από πολιορκία την Όλυνθο και σε επίδειξη ισχύος κατέστρεψε την πόλη και εξανδραπόδισε τους κατοίκους της. Με αυτό το γεγονός πολύ πιθανόν να συνδέεται και η απόκρυψη του «θησαυρού». Ο κάτοχος των νομισμάτων απέκρυψε στο μαγειρείο της οικίας του ό,τι πιο πολύτιμο είχε στα χέρια του, με την προσδοκία μετά την πάροδο του κινδύνου να αναζητήσει το «θησαυρό» του.
 
«Θησαυρός» Από την Αρχαία Κόρινθο, 1930
 
Ο «θησαυρός» βρέθηκε σε μια κοιλότητα του εδάφους κάτω από το δάπεδο της βόρειας στοάς στην Αγορά της αρχαίας Κορίνθου. Αποτελείται από ένα χρυσό περιδέραιο και 51 χρυσούς στατήρες — 41 του Φιλίππου Β’ και 10 του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα νομίσματα του Φιλίππου προέρχονται από τα νομισματοκοπεία της Πέλλας και της Αμφίπολης, ενώ του Αλεξάνδρου από τα νομισματοκοπεία της Αμφίπολης, της Μιλήτου, της Ταρσού, της Σαλαμίνας στην Κύπρο και της Σιδώνας.
Η ανεύρεση εκδόσεων των μακεδόνων βασιλέων στην Κόρινθο πιθανόν να σχετίζεται με την παρουσία των μακεδονικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο μετά το 338 π.Χ. και την εγκατάσταση φρουράς για τον έλεγχο του Ισθμού. Ο «θησαυρός» πρέπει να αποκρύφθηκε μετά το 330 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος είχε πλέον καταλύσει την Περσική αυτοκρατορία και επέκτεινε τα όρια του κράτους του προς τα βάθη της Ανατολής. Εκείνη την εποχή καθιερώθηκε η συστηματική έκδοση και η ευρύτερη χρήση του χρυσού νομίσματος στον ελληνικό κόσμο.
Η έντονη εκμετάλλευση των μεταλλείων χρυσού στη Μακεδονία από τον Φίλιππο Β’ και η πρόσβαση του Αλεξάνδρου στα πλούσια αποθέματα της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών επέτρεψε την κοπή χρυσών νομισμάτων σε μεγάλες ποσότητες που κατέκλυσαν τις αγορές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η αναλογία του χρυσού προς τον άργυρο από 1:13 σε 1:10. Έτσι, ο κάθε χρυσός στατήρας του «αντιστοιχούσε σε 20 αργυρές δραχμές, όσο περίπου ήταν ο μηνιαίος μισθός ενός πεζού στρατιώτη.
 
«Θησαυρός» από τη Μύρινα Καρδίτσας, 1970
 
Ο «θησαυρός», τυχαίο εύρημα που εντοπίσθηκε μέσα σε μελαμβαφή όλπη, αποτελείται από 149 στατήρες Αίγινας. Απ’ αυτούς οι 131 έχουν την παράσταση της θαλάσσιας χελώνας, και τοποθετούνται χρονολογικά στον πρώιμο 5ο αιώνα π.Χ. Οι υπόλοιποι 18 στατήρες ανήκουν στον τύπο της χερσαίας χελώνας, που υιοθετήθηκε μετά την απώλεια της ανεξαρτησίας του νησιού, το 457 π.Χ.
Η απόκρυψη του «θησαυρού» χρονολογείται γύρω στο 440 π.Χ. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα υστερόσημα, σφραγίσματα μεταγενέστερα με τα οποία επαναφέρει στην κυκλοφορία τα κέρματα η ίδια εκδίδουσα αρχή ή κάποια άλλη, επίσημη ή όχι, και συναντώνται τόσο στους πρώιμους όσο και στους οψιμότερους στατήρες του «θησαυρού».
Φαίνεται πως σχετίζονται με τη σταδιακή έλλειψη αυτού του είδους νομισμάτων από τις συναλλαγές, που με τη σειρά της οφείλεται στην κάμψη της νομισματικής παραγωγής της Αίγινας. Πάντως στην περιοχή της Θεσσαλίας, μολονότι είχαν ήδη κυκλοφορήσει οι πρώτες τοπικές αργυρές κοπές, ακολουθώντας και αυτές τον αιγινητικό νομισματικό σταθμητικό κανόνα, η επίμονη προτίμηση του νομίσματος της Αίγινας στις συναλλαγές και τους αποθησαυρισμούς απηχεί τον διεθνή χαρακτήρα του.
 
Νομίσματα από το Κωρύκειον Άντρον
 
Το Κωρύκειον Άντρον στις πλαγιές του Παρνασσού, όχι μακριά από το πανελλήνιο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, υπήρξε στην αρχαιότητα τόπος λατρείας του Πάνα και των Νυμφών. Οι ανασκαφές στο εσωτερικό του σπηλαίου αποκάλυψαν πλήθος τεχνουργημάτων, όπως πήλινα ειδώλια, αγαλματίδια, αγγεία και νομίσματα, κατάλοιπα της λατρευτικής δραστηριότητας στο ιερό. Τα περισσότερα από τα εκατό νομίσματα που περισυλλέγησαν, είναι χάλκινα και χρονολογούνται στον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. Τα 2/5 των νομισμάτων εκδόθηκαν από νομισματοκοπεία γειτονικά με το Κωρύκειον Αντρον, όπως των Φωκέων, των Λοκρών και των Αιτωλών.
Τα υπόλοιπα προέρχονται από περισσότερο απομακρυσμένες περιοχές, όπως τη Θεσσαλία, την Αττική, την Πελοπόννησο, την Κέρκυρα, τη Λευκάδα, τη Μακεδονία και τη Μ. Ασία. Τα νομισματικά ευρήματα μαρτυρούν για την ποικίλη προέλευση των προσκυνητών του ιερού. Η καθιέρωση των χάλκινων νομισμάτων στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κόσμου από τον 4ο αιώνα π.Χ. έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή καθώς αποσκοπούσε στη διευκόλυνση των συναλλαγών τοπικού χαρακτήρα και στην εξοικονόμηση πολύτιμου μετάλλου με την αντικατάσταση αργυρών κοπών. Σε αντίθεση με τα νομίσματα από ευγενή μέταλλα, οι χάλκινες κοπές χρησιμοποιούνταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα, και κυρίως από όσους συμμετείχαν στις πανηγύρεις, τις αγορές, τα δικαστήρια, τους ταξιδιώτες. Συνεπώς, η κυκλοφορία και η γεωγραφική εξάπλωση του χάλκινου νομίσματος είναι περισσότερο αντιπροσωπευτική της διακίνησης των ανθρώπων.
 
Ιδεολογία και συμβολισμός
 
Τα νομίσματα ήταν αντικείμενα ευρείας χρήσης. Στην επιφάνειά τους αποτυπώνονταν θέματα χαρακτηριστικά της πόλης και εύκολα αναγνωρίσιμα από τους πολίτες. Με αυτή την έννοια, στην παράσταση και στην επιγραφή των νομισμάτων, συμπυκνώνονταν τα σύμβολα της κάθε ανεξάρτητης πόλης – κράτους και αργότερα του κάθε ηγεμόνα.
 
Μυθολογικές παραστάσεις και Θεοί
 
Στα νομίσματα των πόλεων απεικονίζονται θέματα από την αρχαία ελληνική μυθολογία και τη θρησκεία. Πρόκειται για μύθους που τις περισσότερες φορές αφορούν στην τοπική ιστορία της πόλης (καταγωγή, τοπικοί ήρωες, προέλευση του ονόματος, ιδρυτές), κάνοντας έτσι και τα νομίσματα περισσότερο αναγνωρίσιμα. Το φτερωτό άλογο Πήγασος, ξεπήδησε από τη Μέδουσα Γοργώ, όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Η Αθηνά Χαλινίτις, έδωσε στο μυθικό ήρωα Βελλερεφόντη τα χαλινάρια για να τον δαμάσει στην Κόρινθο, δίπλα στην πηγή Πειρήνη, σύμφωνα με το μύθο. Το δίπτυχο Πήγασος-Αθηνά είναι ο κύριος τύπος των κορινθιακών νομισμάτων από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως το τέλος της κορινθιακής νομισματοκοπίας τον 3ο αιώνα μ.Χ.
 
Χλωρίδα – Πανίδα
 
Από τις πιο αγαπητές νομισματικές παραστάσεις είναι αυτές που προέρχονται από το βασίλειο των ζώων και των φυτών. Τις περισσότερες φορές επιλέχθηκαν γιατί ήταν τα κύρια προϊόντα μιας πόλης ή γιατί συνδέονταν με το όνομά της. Ζώα της ξηράς και της θάλασσας, αμφίβια και ερπετά, πτηνά και έντομα, δέντρα, φύλλα, καρποί, φρούτα και κάθε λογής φυτά, κοσμούν νομίσματα διαφόρων πόλεων.
Στα τετράδραχμα της Εφέσου, η μέλισσα συνδέεται με τη λατρεία της Αρτέμιδος, αφού οι ιέρειές της ήταν γνωστές ως «μέλισσαι». Σταθερός νομισματικός τύπος της Κυρήνης υπήρξε η παράσταση του φυτού σιλφίου, χάρη στο εμπόριο του οποίου η πόλη όφειλε την πλεονεκτική της θέση ανάμεσα στις ελληνικές αποικίες της Αφρικής.
Το σίλφιον δεν υπάρχει πια ως φυτικό είδος και παραδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς Θεόφραστο και Διοσκουρίδη ως φάρμακο για όλες τις ασθένειες. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι στην εποχή του βρέθηκε μόνο ένα φυτό σιλφίου, το οποίο πρόσφεραν στον αυτοκράτορα Νέρωνα ως το τελευταίο δείγμα αυτού του πασίγνωστου τότε είδους. Το σέλινο που αποδίδεται φυσιοκρατικά, στην πρόσθια όψη των αργυρών, αλλά και των χάλκινων νομισμάτων του Σελινούντος στη Σικελία, λειτουργούσε και ως «λαλούν σύμβολο» της πόλης. Η παράσταση του φυτού με την ίδια ονομασία με την πόλη, κάνει άμεσα αναγνωρίσιμο το νόμισμα και αυτή είναι μια πρακτική που ακολούθησαν πολλές πόλεις.
 
Γλυπτά
 
Πολλές φορές στα νομίσματα απεικονίστηκαν γλυπτά έργα που ήταν ονομαστά στην αρχαιότητα και η φήμη τους διατηρήθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Οι χαράκτες της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής απέφυγαν, κατά κανόνα, να αντιγράψουν σύγχρονα γλυπτά έργα και προτίμησαν να διατηρήσουν μια αυτονομία στην τέχνη τους. Οι χαράκτες όμως της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής πολύ συχνά αντέγραψαν έργα της κλασικής εποχής, αποτυπώνοντας το μεγαλείο της δημιουργίας των προκατόχων τους.
Τα νομίσματα αυτά έγιναν έτσι πολύτιμοι μάρτυρες για έργα που δεν σώζονται και βοήθησαν στην αναπαράστασή τους από τη νεώτερη έρευνα. Στα νομίσματα της Επιδαύρου, απεικονίζεται ο τύπος του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Ασκληπιού, θεού της ιατρικής, καθιστού με σκήπτρο και φίδι. Βρισκόταν στην Επίδαυρο, έδρα της λατρείας του Ασκληπιού και ήταν φημισμένο έργο του γλύπτη Θρασυμήδη από την Πάρο. Πρόκειται για σπάνια περίπτωση κατά την οποία το νόμισμα και το γλυπτό ανήκουν στην ίδια εποχή.
 
Πορτραίτα
 
Οι ηγεμόνες των ελληνιστικών βασιλείων τόλμησαν να απεικονίσουν τα πορτραίτα τους στα νομίσματά τους, μια συνήθεια που είχαν ξεκινήσει ήδη από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. οι σατράπες της υπό περσική κατοχή Ανατολής. Αυτή η τακτική, που στα ρωμαϊκά χρόνια έγινε κανόνας, εξυπηρετούσε διάφορους σκοπούς.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα οποία επέλεγε να αποδοθεί ο κάθε ηγεμόνας, δηλαδή το διάδημα, απλή ταινία ή με κέρατα, η δορά ελέφαντα, το ακτινωτό στέμμα, το κράνος, του προσέδιδαν μεγαλύτερη αίγλη ως σύμβολα εξουσίας ή θεοποίησης και τον συνέδεαν στις συνειδήσεις των λαών τους με συγκεκριμένα πρότυπα. Οι εικονιστικές αυτές κεφαλές μετέφεραν και διέδιδαν την εικόνα του βασιλέα, ηγεμόνα ή μονάρχη και την έκαναν γνωστή, προπαγανδίζοντας τη δύναμή του, σε συνδυασμό και με τις μεγαλεπήβολες επιγραφές στα νομίσματα που έκοψαν.
Από τεχνικής απόψεως τα πορτραίτα, στην αρχή ιδεαλιστικά, στη συνέχεια ρεαλιστικά, άλλες φορές είναι στατικά και δείχνουν περιορισμένα στην κυκλική επιφάνεια των νομισμάτων και άλλες φορές διακρίνονται από δυναμισμό και ελευθεριότητα, που προδίδουν τη δύναμη και την τόλμη του χαράκτη τους.
Γυναικεία πορτραίτα απαντούν κατεξοχήν στα νομίσματα του βασιλείου της Αιγύπτου. Στους χρυσούς στατήρες, που εξέδωσαν οι ελληνικές πόλεις περί το 196 π.Χ., προκειμένου να τιμήσουν τον ρωμαίο στρατηγό Τίτο Φλαμινίνο, για την νίκη του εναντίον του Φιλίππου Ε’ στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.), αποτυπώθηκε ένα ρεαλιστικό πορτραίτο του. Αποτελεί ταυτοχρόνως ένα από τα τελευταία του είδους του ελληνιστικό πορτραίτο σε ευρωπαϊκό έδαφος και το πρώτο ρωμαϊκό. Το πορτραίτο του βασιλιά Ευκρατίδη Α’ της Βακτρίας αποδίδεται με κράνος και ψηλό λοφίο, κέρατο και αυτί βοδιού, στοιχεία που εμπλουτίζουν τη φυσιοκρατική εικόνα του.
 
Οικοδομήματα
 
Πολλές ελληνικές πόλεις απεικόνισαν στην οπίσθια όψη των νομισμάτων τους οικοδομήματα και αρχιτεκτονικά σύνολα. Σ’ αυτά συγκαταλέγονται ναοί και ιερά διαφόρων αρχιτεκτονικών τύπων, που πολλές φορές αποδίδονται προοπτικά ή άλλες με στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου και συνήθως συνοδεύονται από το λατρευτικό άγαλμα του θεού, στο εσωτερικό τους. Στις περιπτώσεις των σύνθετων οικοδομημάτων και των αρχιτεκτονικών συμπλεγμάτων από δυο ή περισσότερους ναούς οι χαράκτες εκμεταλλεύτηκαν με άριστο τρόπο την μικρή μεταλλική επιφάνεια των νομισμάτων.
Στο ίδιο εικονογραφικό θέμα ανήκουν παραστάσεις με τείχη πόλεων, πύλες και αψίδες, βωμούς, γέφυρες, αλλά και λιμάνια με νεώρια, φάροι, καθώς και ειδικές κατασκευές με συγκεκριμένη χρήση. Στην πίσω πλευρά χάλκινου νομίσματος της Αλεξάνδρειας απεικονίζεται ο Φάρος της πόλης, ένα από τα επτά θαύματα της αρχαιότητας, η φήμη του οποίου είναι γνωστή ως τις μέρες μας. Ήταν έργο του έλληνα αρχιτέκτονα Σωστράτου και παραγγέλθηκε από τον Πτολεμαίο Β’ (286-246 π.Χ.).
 
Πηγές
 
● Υπουργείο Πολιτισμού – Νομισματικό Μουσείο, «Η Ιστορία του Νομίσματος», Αθήνα, χ.χ.

●  Αλέξης Τότσικας, «η δραχμή μας», Ιστόραμα, 2002.

●  Ιστορία των νομισμάτων, «Ήτοι εγχειρίδιον ελληνικής νομισματικής / Barclay V. Head», μεταφρασθέν εκ της αγγλικής και συμπληρωθέν υπό Ιωάννου Ν. Σβορώνου, πίνακες Α΄-ΛΕ΄, Εν Αθήναις, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1898.

● Αδαμάντιος Γ. Κρασανάκης, «Νομισματική Ιστορία και τα Αρχαία Νομίσματα Κρήτης». Αθήνα, 2003.


ΠΗΓΗ:  Ημερομηνία καταχώρησης 20-01-2012, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=1336

Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο ΙΙI

Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο – Μέρος ΙΙΙ
Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Κείμενα των: Δέσποινας Ευγενίδου, Ευαγγελίας Αποστόλου, Γιάννη Στόγια, Παναγιώτη Τσελέκα, Μαίρης Φουντουλή, Ευτέρπης Ράλλη, Αλέξη Τότσικα.

Συνέχεια από το Μέρος ΙIΙ:
http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2614
Τα νομίσματα των βασιλέων: Φίλιππος Β’


Μια νέα εποχή στην κοινωνική, οικονομ
ική και πολιτική δομή του αρχαίου κόσμου σηματοδοτήθηκε με το Φίλιππο Β’, βασιλιά της Μακεδονίας. Από το 359 ως το 336 π.Χ. κατόρθωσε να επεκτείνει τα όρια του κράτους του και να το καταστήσει τη σπουδαιότερη δύναμη στον ελλαδικό χώρο. Έχοντας τον έλεγχο μεταλλείων στη Μακεδονία και τη Θράκη, ιδι¬αίτερα τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου στην περιοχή του Παγ¬γαίου, ο Φίλιππος ήταν σε θέση να εκδόσει νομίσματα σε μεγαλύ¬τερες ποσότητες από ότι όλοι οι προκάτοχοί του και να ξεπεράσει τα έσοδα κάθε ελληνικής πόλης – κράτους, με εξαίρεση ίσως την Αθή¬να.

Ο Φίλιππος εξέδωσε νομίσματα και στα τρία μέταλλα, το χρυσό, τον άργυρο και το χαλκό. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συστήματός του ήταν ότι για τα νομίσματα από πολύ­τιμο μέταλλο ακολουθήθηκαν δυο διαφορετικοί σταθμητικοί κανόνες. Ο άργυρος κοβόταν καθόλη τη δι­άρκεια της βασιλείας του Φιλίππου ακολουθώντας ένα τοπικό σταθμητικό κανόνα, τον οποίο εφάρμοζαν για τις αργυρές νομισματοκοπίες τους το Κοινό των Χαλκιδέων με έδρα την Όλυνθο, η Άκανθος στην ανατολική ακτή της Χαλκιδικής, και η Αμφίπολη κοντά στις εκβολές του Στρυμόνα, όπου το τετράδραχμο είχε θεωρητι­κό βάρος 14,52 γραμ.

Ως εμπροσθότυπος των αργυρών τετραδράχμων, επιλέχθηκε — για πρώτη φορά στα νομίσματα των βασιλέων της Μακεδονίας — το κεφάλι του Δία. Για την άλλη όψη επιλέχθηκαν δυο τύποι: ο έφιππος άνδρας, που σύμφωνα με κάποιες απόψεις είναι ο ίδιος ο Φίλιππος, και ο νεαρός ιππέας που κρατά κλαδί φοίνικα, και αποτελεί αναφορά στη νίκη του αλόγου του Φιλίππου στην Ολυμπιάδα του 356 π.Χ.

Η κοπή του χρυσού άρχισε γύρω στα 345 π.Χ., σύμφωνα με τον αττικό σταθμητικό κανόνα, όπου ο στατήρας είχε θεωρητικό βάρος 8,54 γραμμάρια. Στην πρόσθια όψη των στατήρων απεικονίζεται το κεφάλι του θεού Απόλλωνα, ενώ η παράσταση της πίσω πλευράς, ένα άρμα που το σέρνουν δυο άλογα, σχετίζεται με ανάλογη νίκη του Φιλίππου στους Ολυμπιακούς αγώνες.

Νομίσματα με τους τύπους και το όνομα του Φιλίππου συνέχισαν να εκδίδονται και μετά το θάνατό του το 336 π.Χ. και κυκλοφόρη­σαν ευρέως στον ελλαδικό χώρο, τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Οι χρυσοί στατήρες και τα αργυρά τετράδραχμα, που διείσδυσαν στην Ευρώπη μέσω των Βαλ­κανίων, έγιναν σταδιακά αντικείμενο μίμησης από τους κελτικούς λαούς κατά μήκος του Δούναβη και οι απομιμήσεις αυτές επηρέα­σαν με τη σειρά τους τα νομίσματα της Γαλατίας και της Βρετανίας κατά τον 1ο αιώνα π.Χ.

 

                                                                                                                                                    Μέγας Αλέξανδρος

 

Ο Μέγας Αλέξανδρος βασίλεψε από το 336 ως το 323 π.Χ. Συνέχισε το έργο του πατέρα του Φιλίππου Β’ και δημιούργησε μια τεράστια αυτοκρατο­ρία, που εκτεινόταν από τη Μακεδονία μέχρι τα βάθη της Ανατολής. Η ρευστοποίηση μέρους από τα αμύθητα πλούτη των Αχαιμενιδών, που περιήλθαν στην κατοχή του, επέφερε σημαντικές αλλαγές στις οικονομικές συνήθειες του ελληνικού κόσμου.

Ο Αλέξανδρος εφάρμοσε ενιαία νομισματική πολιτική στο αχανές κράτος. Επέβαλε την έκδοση των ίδιων τύπων από πολλά συγχρόνως νομισματοκοπεία ενώ για τα νομίσματά του σε ευγενή μέταλλα ακολούθησε τον αθη­ναϊκό σταθμητικό κανόνα που ήταν ευρύτατα αποδεκτός την εποχή εκείνη. Εντυπωσιακές ποσότητες αργυρών και χρυσών αλεξάνδρειων κοπών κατέκλυσαν τις αγορές της Ανατολικής Μεσογείου, και σε αυτό συνέβαλε και η επιστροφή των παλαιμάχων και των μισθοφόρων του Αλεξάνδρου στις πατρίδες τους.

Στην πρόσθια όψη των χρυσών στατήρων, απεικονίζεται η κεφαλή της θεάς Αθηνάς με κορινθιακό κράνος, πιθανόν εμπνευσμένη από το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου του Φειδία στην Ακρόπολη. Η οπίσθια όψη αυτών των νομισμάτων φέρει την καθαρά συμβολική παράσταση της Νίκης και προβάλει την ιδέα ότι η Νίκη αποτελεί μια από τις ιδιότητες του Μακεδόνα βασιλιά.

Το κεφάλι του Ηρακλή, μυθικού προγόνου του βασιλικού οίκου της Μακεδονίας, επιλέγεται ως εμπροσθότυπος των αργυρών και χάλ­κινων κοπών. Ο Δίας καθισμένος σε θρόνο να κρατά αετό και σκή­πτρο απεικονίζεται στις αργυρές κοπές, όπως τετράδραχμα, δραχ­μές αλλά και δεκάδραχμα. Οι συγκεκριμένοι τύποι είχαν γενική παραδοχή από τους Έλληνες. Ταυτόχρονα ήταν αποδεκτοί και από τους λαούς της Ανατολής οι οποίοι έβλεπαν σε αυτούς τους δικούς τους θεούς, όπως τον Βάαλ στη μορφή του Διός και τον Μελκάρτ ή τον Γκιλγκαμές στο πρόσωπο του Ηρακλή.

Νομίσματα με τους τύπους και το όνομα του Αλεξάνδρου συνέχισαν να παράγονται και να κυκλοφορούν μετά το θάνατο του βασιλιά από τους Διαδόχους, τους Επιγόνους και πολλές πόλεις μέχρι και το 2ο αιώνα π.Χ. Ενδεικτικό της αποδοχής των αργυρών νομισμάτων του είναι το γεγονός ότι πλήθος απομιμήσεών τους εκδόθηκαν από διάφορους λαούς και ηγεμόνες στις παρυφές του ελληνιστικού κόσμου.

 

                                                                                                                                         Συμμαχικά και Κοινά νομίσματα

 

Στη διάρκεια της ελληνικής αρχαιότητας συνάφθηκαν διάφορες στρατιωτικές συμμαχίες πόλεων ή εθνών, προ­κειμένου να αντιμετωπίσουν συλλογικά ένα προβλεπόμενο κίνδυνο (π.χ. Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία) ή να απαλλαγούν από άλλης μορφής υποτέλεια, όπως η αθηναϊκή ηγεμονία, που προά­σπιζε τα αθηναϊκά κυρίως συμφέροντα με δυσβάστακτο για τους λοιπούς Έλληνες τρόπο. Σε ορισμένες περιπτώσεις το κοινό νόμι­σμα αποτελούσε μέρος της ενιαίας τακτικής της συμμαχίας. Επίσης ιδρύθηκαν Συμπολιτείες και Κοινά, πολιτικό-στρατιωτικές και πολιτειακές ενώσεις των πόλεων σε διάφορες περιοχές, που μεταξύ των άλλων κοινής αποδοχής δεσμεύσεων, ήταν η έκδοση κοινού νομίσματος. Οι κοπές αυτές χαρακτηρίζονταν από περιορι­σμένη και τοπική κυκλοφορία.

Ευβοϊκή Συμπολιτεία. Συστάθηκε και ανέπτυξε τοπικό ρόλο τον 4ο αιώνα π.Χ. Καταρχάς υπό την επιρροή της Θήβας εντάχθηκε στο μέτωπο εναντίον των Αθηναίων και στη συνέχεια, σε ρήξη πλέον με τη Θήβα, οδηγήθη­κε σε προσωρινή προσέγγιση με την Αθήνα. Οι νομισματικές εκδόσεις της Ευβοϊκής Συμπολιτείας έχουν ως κύριες παραστάσεις την κεφαλή της νύμφης Εύβοιας και το μοσχάρι, το οποίο αποτελούσε τη σπουδαιότερη πηγή πλούτου του τόπου, καθιστό ή όρθιο. Οι παραστά­σεις αυτές εναλλάσσονται στις δύο όψεις των νομισμά­των, ενώ το βάρος τους ακολουθεί αρχικά τον αιγινιτικό, στη συνέχεια τον αττικό σταθμητικό κανόνα, ανάλογα με τη σφαίρα επιρροής στην οποία βρισκόταν η Συμπολιτεία.

Κοινόν των Βοιωτών. Υπήρχε ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. Η περίοδος της μεγαλύτερης ανάπτυξης του συμπίπτει με κείνη της θηβαϊκής ηγεμονίας, 378-362 π.Χ. Στην πρόσθια όψη των στατήρων κυριαρχεί η παράσταση της βοιωτικής ασπίδας, το εθνικό έμβλημα των Βοιωτών. Στην άλλη συνα­ντάται ποικιλία παραστάσεων, συνήθως αυτή του κρατήρα.

Δελφική Αμφικτυονία. (336/5-334 π.Χ.) Ο θρησκευτικός αυτός οργανισμός περιελάμβανε δώδεκα αντιπροσώπους ελληνικών πό­λεων, που ανέλαβαν την ευθύνη του ιερού για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αμέσως μετά το θάνατο του Φιλίππου Β’ της Μακεδο­νίας. Εξέδωσε ξεχωριστής ποιότητας αργυρά νομίσματα, στατήρες και δραχμές. Η κεφαλή της Δήμητρας, πεπλοφόρου και με στεφάνι από στάχυα, εικονίζεται στην πρόσθια όψη των στατήρων ενώ στην άλλη, ο Απόλλων, η κυρίαρχη θεότητα των Δελφών, καθισμένος στον ομφαλό της γης, στηρίζεται στη λύρα του.

Κοινόν των Αιτωλών. Τέλη 4ου – μέ­σα 2ου αιώνα π.Χ. Απέκτησε αξιόλο­γη υπόσταση και δράση κυρίως ύστε­ρα από την ανάδειξη των Αιτωλών σε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη της κεν­τρικής Ελλάδας τον 3ο αιώνα π.Χ. Από τις νομισματικές εκδόσεις της Αιτωλικής Συμπολιτείας, τα τριώβολα (ημίδραχμα) κόπηκαν σε εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες ιδίως στις τελευ­ταίες δεκαετίες της ύπαρξής της, εξυπηρετώντας την κάλυψη ασταμά­τητων στρατιωτικών αναγκών. Στην πρόσθια όψη τους απεικονίζεται το κεφάλι της Αταλάντης με καυσία (κά­λυμμα κεφαλιού) και στην άλλη ο Κα­λυδώνιος κάπρος που τρέχει προς τα δεξιά. Στο κυνήγι του άγριου αυ­τού ζώου πρωταγωνίστησε η μυθική ηρωίδα Αταλάντη με τα βέλη της, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, που αποδόθηκε και στις παραστά­σεις των νομισμάτων.

Κοινόν των Ακαρνάνων. Έδρασε από τον 4ο αι. π.Χ. μέχρι το 167 π.Χ., ως αντίποδας του Κοινού των Αιτωλών, ασθενέστερος αλλά υπολογίσιμος. Στην πρόσθια όψη των στατήρων, που εξέδω­σε το Κοινό, κυριαρχεί η παράσταση του ανθρωπόμορφου ταύρου, προσωποποίηση του ποτάμιου θεού Αχελώου. Η προάσπιση του ποταμού, πηγής ζωής και ανάπτυξης της Ακαρνανίας, και της δια­τήρησης του ελέγχου του ως φυσικού συνόρου, υπήρ­ξε η πρωταρχική μέριμνα των Ακαρνάνων, στον συνε­χή ανταγωνισμό τους με τους Αιτωλούς. Στην οπίσθια όψη των στατήρων εικονίζεται καθιστός ο Απόλλων Άκτιος.

Κοινόν Ηπειρωτών (234/3-168 π.Χ.) Η δράση του συμπίπτει με τα κρίσιμα χρόνια της ιδιόμορφης και καταλυτικής εμφάνισης των Ρωμαίων στον ελλαδικό χώρο, 234/3-168 π.Χ. Η νομισματοκοπία του Κοινού, στατήρες και δραχμές κυρίως, αναπτύσσεται στις τε­λευταίες δεκαετίες του, ξεκινώντας πριν από το 180 π.Χ., ενώ τη μεγαλύτερη ακμή της παρουσιάζει το τελευταίο διάστημα, ειδικά τις παραμονές της τελικής αναμέτρησης με τους Ρωμαίους, το 168 π.Χ., που επεφύλασσε το βάναυσο τέλος της Ηπείρου. Οι συ­ζευγμένες κεφαλές του Δωδωναίου Δία με στεφάνι από φύλλα δρυός και της νύμφης Διώνης, στην πρόσθια όψη των στατήρων, θυμίζουν τη σύνθεση στα νομίσματα της Πτολεμαϊκής δυναστείας. Σε μια σύγχρονη περίπου πτολεμαϊκή κοπή εικονίζονται ενωμένες οι κεφαλές του Σαράπιδος και της Ίσιδος. Στην οπίσθια όψη απο­δίδεται επιτιθέμενος ταύρος, μέσα σε στεφάνι δρυός.

Κοινόν των Θεσσαλών. Ιδρύθηκε τον 2ο αιώνα π.Χ. και λειτούρ­γησε υπό ρωμαϊκή κηδεμονία μέχρι την εποχή του Αυγούστου. Στην πλούσια νομισματοκοπία του δεσπόζουν οι αργυροί στατή­ρες, με την κεφαλή του δαφνοστεφανωμένου Δία στην πρόσθια όψη και στην άλλη τον αγαλματικό τύπο της Αθηνάς Ιτωνίας.

Αχαϊκή Συμπολιτεία (τέλη 3ου-2ος αι­ώνας π.Χ.). Μια από τις σπουδαιότερες συμμαχίες της ελληνιστικής περιόδου, συγκροτήθηκε προς τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. και σύντομα ήλεγχε πολιτικά όλη την Πελοπόννησο. Μετά τις πρώτες εκδόσεις αργυρών τριωβόλων (ημιδράχμων) που είχαν κοινούς τύπους, κεφαλή Δία δαφνοστεφανωμένου στην εμπρό­σθια όψη και στην άλλη το μονόγραμμα ΑΧ της συμμαχίας μέσα σε στεφάνι, οι πόλεις-μέλη χάραξαν ενδεικτικά σύμβο­λα και μονογραφήματα, που δήλωναν την ταυτότητά τους. Τα νομίσματα αυτά χρησίμευαν για την πληρωμή του σιτηρέσιου των στρατιωτών αλλά και για άλλες συν­αλλαγές, όπως οι εμπορικές.

 

                                                                                                                                            Τεχνική κατασκευής


Οι σφραγίδες- μήτρες ήταν κατασκευασμένες από ορείχαλκο, σίδηρο ή μπρούντζο. Μια μήτρα μπορούσε να παράγει από 10.000 έως 30.000 νομίσματα. Ειδικοί τεχνίτες χάρασσαν τις μή­τρες για την τύπωση των νομισμάτων.

Η κατασκευή του αρχαίου νομίσματος γινόταν σε ειδικά κρατικά εργαστήρια, τα νομισματοκοπεία. Οι μεγαλύτερες πόλεις διέθεταν οργανωμένες εγκαταστάσεις. Στην ανασκαφή της αρχαίας Αγο­ράς της Αθήνας εντοπίστηκε και νομισματοκοπείο, που λειτουρ­γούσε από τα τέλη του 5ου αιώνα έως και τα χρόνια του Αυγούστου (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.).

Η τεχνική κατασκευής ξεκινούσε με τον καθαρισμό και με το λιώ­σιμο του μετάλλου. Όταν το μέταλλο με τη θέρμανση αποκτούσε υγρή μορφή το έχυναν σε καλούπια για να πάρει κυκλικό σχήμα, ή σχημάτιζαν ράβδους από τις οποίες έκοβαν κυκλικές πλάκες. Οι κυκλικές αυτές πλάκες μετάλλου, ακόμα και σήμερα, ονομάζονται πέταλα. Η αποτύπωση των παραστάσεων γινόταν με την τοποθέτη­ση των πετάλων ανάμεσα σε δυο σφραγίδες-μήτρες. Με την πίεση που προκαλούσε το χτύπημα ενός σφυριού στις σφραγίδες οι παρα­στάσεις αποτυπωνόταν στο πέταλο. Όταν το «πέταλο» ήταν παχύ, συνήθως θερμαινόταν πριν να χτυπηθεί. Η τεχνική αυτή κατασκευής νομισμάτων χρησιμοποιήθηκε έως και το 17ο αιώνα, οπότε γενικεύ­τηκε η χρήση των μηχανών.

Η πλειονότητα των αρχαίων πόλεων έκοψε αργυρά νομίσματα. Χρυσά νομίσματα κόπηκαν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ή σε μεγα­λύτερο αριθμό από πόλεις που διέθεταν την πρώτη ύλη. Η χρήση τους γενικεύτηκε με το Φίλιππο Β’ και το γιο του Αλέξανδρο. Χαλκός χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά τον 4ο αιώνα, κυρίως για τις υποδιαιρέσεις κατώτερης αξίας. Καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή του μετάλλου των νομισμάτων ήταν η ύπαρξη μεταλλευμά­των σε κάθε περιοχή. Δεν είναι πάντα γνωστό από που προμηθευ­όταν η κάθε πόλη μέταλλο για τα νομίσματά της. Η Αθήνα έπαιρνε άργυρο από το κοντινό της Λαύριο.

Τα αρχαία ελληνικά νομίσματα ήταν αποκλειστικά χρηστικά αντικείμενα. Οι Έλληνες όμως φρόντιζαν πολύ για την τελειότητα της κατασκευής τους και απέδωσαν καλλιτεχνικά τις παραστάσεις. Κάποιες φορές οι χαράκτες έγραφαν το όνομά τους επάνω στα νομίσματα.

 

ΠΗΓΗ:  Ημερομηνία καταχώρησης 20-01-2012, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=1336

Συνέχεια στο Μέρος ΙV: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2621

Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο ΙΙ

Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο – Μέρος ΙΙ
Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Κείμενα των: Δέσποινας Ευγενίδου, Ευαγγελίας Αποστόλου, Γιάννη Στόγια, Παναγιώτη Τσελέκα, Μαίρης Φουντουλή, Ευτέρπης Ράλλη, Αλέξη Τότσικα.

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2611

Τα νομίσματα των ελληνικών πόλεων – κρατών
Αίγινα – Κόρινθος – Αθήνα

Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο τα νομίσματα εκδίδονταν από τις πόλεις-κράτη. Αυτές, ανεξάρτητα από την έκταση και τη δύναμή τους, είχαν αυτόνομη οικονομία και διαφορετικό νόμισμα η κάθε μία, που ξεχώριζε από τους τύπους του. Η κάθε πόλη απεικόνιζε στα νομίσματά της παραστάσεις οικείες στους πολίτες της, που προέρχονταν από την ιστορία της, τη μυθολογία της, τα χαρακτηριστικά προϊόντα της. Έκοβαν κυρίως αργυρά νομίσματα, λιγότερα χρυσά και από τον 4ο αι. π.Χ. πολλά χαλκά. Πολύ σπάνια χρησιμοποιούσαν το σίδηρο και άλλα κράματα. Η Αίγινα, η Κόρινθος και η Αθήνα έκοψαν τα πρώτα αργυρά ελληνικά νομίσματα και διέδωσαν τη χρήση του νομίσματος στον υπόλοιπο τότε γνωστό κόσμο.

Η Αίγινα πρώτη, λίγο πριν από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., εξέδωσε στατήρες με παράσταση θαλάσσιας χελώνας στην πρόσθια όψη και έγκοιλο, μοιρασμένο σε ακανόνιστα διάχωρα, στην άλλη. Τα νομί­σματα* της Αίγινας – γνωστά ως χελώναικυκλοφόρησαν στις περισ­σότερες περιοχές του Ελλαδικού χώρου. Βρέθηκαν όμως και στην Περσία, την Αίγυπτο και την Κάτω Ιταλία. Η αντικατάσταση της θαλάσσιας χελώνας από τη χερσαία και η χάραξη των αρχικών της πόλης αποτελούν τα χαρακτηριστικά της αλλαγής που συντελέστη­κε το 446 π.Χ., λίγο πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, και σηματοδοτεί το τέλος της κυριαρχίας της Αίγινας στη θάλασσα.

* [Σημείωση βιβλιοθήκης: Στο Πάριο χρονικό αναφέρονται τα εξής: ΑΦ’ ΟΥ Φ[ΕΙ]ΔΩΝ Ο ΑΡΓΕΙΟΣ ΕΔΗΜΕΥΣ[Ε ΤΑ] ΜΕΤ[ΡΑ ΚΑΙ ΣΤ]ΑΘΜΑ ΚΑΤΕΣΚΕΥΑΣΕ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑ ΑΡΓΥΡΟΥΝ ΕΝ ΑΙΓΙΝΗι ΕΠΟΙΗΣΕΝ, ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΩΝ ΑΦ’ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ, ΕΤΗ ΓΗΔΔΔΙ, ΒΑΣΙΛΕΥΟΝΤΟΣ ΑΘΗΝΩΝ [ΦΕΡΕΚΛ]ΕΙΟΥΣ….. = σε νέα ελληνική: Όταν ο Φείδων ο Αργείος κοινοποίησε τα μέτρα και σταθμά κατασκεύασε αργυρό νόμισμα που το έφτιαξε στην Αίγινα, έγινε 11ος από τον Ηρακλή, έτος ΓΗΔΔΔΙ=631, όταν ο Φερέκλειος βασίλευε στην Αθήνα].

Η Κόρινθος επίσης έκοψε στατήρες στα μέσα περίπου του 6ου αι. π.Χ., που αντα­νακλούν την εμπορική και οικονομική της ανάπτυξη. Η κυκλοφορία των πρώτων Κορινθιακών στατήρων ήταν τοπικά περιορι­σμένη, η ανεύρεσή τους όμως σε «θησαυρούς» στις αποικίες της στη Μεγάλη Ελλάδα δηλώνει τη μεγάλη τους διάδοση.

Η νομισματική παραγωγή της Κορίνθου, ύστερα από κάμψη που σημείωσε την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου – λόγω έλλειψης της πρώτης ύλης, του αρ­γύρου, που προμηθευόταν από την Αθή­να – παρουσίασε θεαματική αύξηση στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Οι τύποι των κορινθιακών νομισμάτων εμπνέονται από τη μυθολογία και την τοπική ιστορία: ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο που δάμασε ο κο­ρίνθιος ήρωας Βελλερεφόντης με τη βοή­θεια της θεάς Αθηνάς, αποτυπώνεται στην πρόσθια όψη τους — σ’ αυτόν αναφέρεται και η αρχαία ονομασία τους: πώλοι (που­λάρια).

Γύρω στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., καθιερώνεται η κεφαλή της Αθηνάς Χαλινίτιδος στην οπίσθια όψη. Τους ίδιους τύ­πους παρουσιάζουν και τα νομίσματα ορισμένων αποικιών της Κορίνθου, κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ., όπως η Λευκάδα, η Αμβρακία κ.ά.

Η Αθήνα ύστερα από τις πρώτες της νομισματικές απόπειρες, τα λεγόμενα εραλδικά νομίσματα (Wappenmunzen), από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. εγκαινίασε την έκδοση των αργυρών τετραδράχμων. Τα νομίσματα αυτά είναι τα πρώτα που εξαπλώθηκαν και διαδόθηκαν στον αρχαίο κόσμο, στον οποίο έγιναν γνωστά ως «γλαύκες», από την παράσταση της κουκουβάγιας στην οπίσθια όψη τους. Στην πρόσθια εικονίζεται η κεφαλή της θεάς Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης. Με τις παραστάσεις αυτές εκδίδονταν τα αθηναϊκά νομίσματα μέχρι τον 1ο αι. π.Χ., οπότε χρονολογούνται τα τελευταία τετράδραχμα «νέας τεχνοτροπίας». Το διεθνές αυτό νόμισμα απομιμήθηκαν, λόγω της δύναμής του, στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Αραβία, τη Βαβυλωνία, την Λυκία και αλλού.

                                                                                                                                  Η νομισματοκοπία των Αθηνών

 Από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. η Αθήνα έκοψε νομίσματα κυρίως σε άργυρο, αργότερα και σε χαλκό, ενώ σε δυο περιστάσεις εκτάκτου ανάγκης εξέδωσε και χρυσά νομίσματα. Το αργυρά αθηναϊκά τετράδραχμα κυκλοφόρησαν από την Ιταλία έως το Αφγανιστάν και ήταν ένα από τα ισχυρότερα και μακρο­βιότερα νομίσματα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Οι πρώτες νομισματικές εκδόσεις των Αθηνών, από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. κ.ε., απεικονίζουν διάφορα θέματα, όπως γλαύκα, ίππο, ταυροκεφαλή, τροχό, γοργόνειο κ.ά. Τα νομίσμα­τα αυτά ονομάστηκαν «εραλδικά» (Wappenmunzen) καθώς παλαιότεροι μελετητές θεώρησαν ότι έφεραν εμβλήματα αριστοκρατικών οικογενειών της Αθήνας. Πιθανότερο είναι όμως η θεματολογία να σχετίζεται με θρη­σκευτικές και αθλητικές δραστηριότητες όπως οι γιορτές των Παναθηναίων.

Με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας παγιώ­θηκαν οι παραστάσεις των αθη­ναϊκών νομισμάτων. Για τους επόμενους πέντε αιώνες η πλειονότητα των αττικών κοπών φέρει την κεφαλή της θεάς Αθη­νάς, προστάτιδας της πόλης, και στην άλλη όψη τη γλαύκα, το ιερό σύμβολο της θεάς, με την επιγραφή ΑΘΕ, τα αρ­χικά γράμματα της λέξης Αθηναίων. Από επιγραφές και πηγές σώζονται απο­σπασματικές πληροφορίες για τιμές και μισθούς στην αρχαία Αθήνα.

Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ένας ξυλουργός ή λιθοτεχνίτης έπαιρνε για εργασία στο Ερέχθειο μία αργυρή δραχμή την ημέρα. Την ίδια εποχή το ημερομί­σθιο ενός στρατιώτη ή ναύτη κυμαινόταν από τρεις οβολούς έως έξι οβολούς (που ισούνταν με μία δραχμή). Αργότερα, λίγο πριν από το 330 π.Χ. ένας αττικός μέδιμνος σιταριού (δηλ. περίπου52,18 λίτρα ή40,38 κιλά) στην Αθήνα κόστιζε πέντε δραχμές.

Η εκμετάλλευση των αργυροφόρων κοιτασμάτων των μεταλλείων του Λαυρίου στην Αττική θα δώσει σημαντικό πλεονέκτημα στην Αθήνα για να προωθήσει τη νομισματική της παραγωγή. Τα αργυρά αθηναϊκά τετράδραχμα θα κυκλοφορήσουν ευρύτατα στον κλασικό κόσμο και θα γνωρίσουν λόγω της αποδοχής τους πολλές απομι­μήσεις, ιδίως στο χώρο της Ανατολής τον 4ο αιώνα π.Χ. (Λυκία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος κ.ά.). Η τύχη της πόλης συχνά αντικατο­πτρίζεται στα νομίσματά της, με χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της έκδοσης κερμάτων με αργυρό περίβλημα και χάλ­κινο πυρήνα. Πρόκειται για τα πονηρά χαλκία που ανα­φέρει ο Αριστοφάνης και τα οποία συνιστούν μια κοπή εκτάκτου ανάγκης στο τέλος του Πελοποννησιακού Πο­λέμου (406/5 π.Χ.).

Σε άλλη περίσταση πάλι, γύρω στο 295 π.Χ., ο τύραννος Λαχάρης θα αναγκαστεί μέσα στην πολιορκημένη πόλη να απογυμνώσει το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς και να προβεί στην κοπή χρυσών νομισμάτων, για την πληρωμή μισθοφόρων. Το 2ο αιώνα π.Χ. το αθηναϊκό νόμισμα θα γνωρίσει μία δεύ­τερη ακμή με μια νέα σειρά αργυρών νομισμάτων πρόκειται για τα λεγόμενα τετράδραχμα «Νέας Τεχνοτροπίας». Τα συγκεκρι­μένα νομίσματα παρουσιάζουν τη γλαύκα πάνω σε αμφορέα, ενώ την όλη παράσταση περιβάλλει στεφάνι ελιάς — στοιχείο που έδωσε και τη χαρακτηριστική ονομασία στεφανηφόρα που απαντά σε πλήθος επιγραφών.

Με την παραχώρηση της Δήλου από τους Ρωμαίους το 166 π.Χ. η Αθήνα θα αποκτήσει ένα σημαντικό λιμάνι, το οποίο θα της επιτρέψει να διαδώσει πάλι τη νομισματοκοπία της και να εξυπη­ρετήσει τόσο τα δικά της όσο και τα ρωμαϊκά συμφέροντα. Η αθηναϊκή νομισματική παραγωγή παρουσιάζει ποικιλία υποδιαιρέ­σεων όπως τετράδραχμα, δραχμές, τριώβολα, οβολούς, ημιωβόλια κ.λπ., γεγονός που δείχνει την προσπάθεια εκχρηματισμού της αττι­κής κοινωνίας και στις καθημερινές συναλλαγές. Στο πνεύμα των καιρών, ανάλογη πρακτική συνιστά και η κοπή χάλκινων νομισμάτων, από τον 4ο αιώνα π.Χ. κ.ε., με πληθώρα νέων εικονογραφικών τύπων.

                                                                                                                                                    Δεκάδραχμον Αθηνών

 Το αθηναϊκό δεκάδραχμο είναι από τα σπα­νιότερα νομίσματα του αρχαίου κόσμου. Τα βαριά αυτά νομίσματα ζύγιζαν περίπου 43 γραμμάρια και ισοδυναμούσαν με 10 αθη­ναϊκές δραχμές. Ξεχωρίζουν από τη χαρα­κτηριστική πίσω πλευρά τους όπου η γλαύκα εικονίζεται μετωπική. Η Αθήνα σε μια μόνο περίσταση προχώρη­σε στην έκδοση δεκαδράχμων. Τα νομίσμα­τα αυτά είχαν συνδεθεί αρχικά από τους μελετητές με την ανακάλυψη μιας νέας φλέβας αργύρου στο Λαύ­ριο (483 π.Χ.) ή με τους Περσικούς Πολέμους ως επινίκια κοπή (479 π.Χ.). Η νεώτερη έρευνα κατέδειξε ότι τα δεκάδραχμα συνι­στούν σειρά ενταγμένη στην αθηναϊκή νομισματική παραγωγή και η οποία πρέπει να χρονολογηθεί υστερότερα.

Η κοπή πιθανότατα εκδόθηκε μετά από τη μεγάλη νίκη του Κίμωνα στον Ευρυμέδοντα Ποταμό (466 π.Χ.) και εκτός από μάλλον αναμνηστικό χαρακτήρα είχε και κάποια διάρκεια στον χρόνο. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια υπήρχαν μόλις ένδεκα αθηναϊκά δεκά­δραχμα· ακόμη και σήμερα η σπανιότητα των συγκεκριμένων νομισμάτων παραμένει μεγάλη καθώς τα γνωστά τεμάχια είναι γύρω στα σαράντα. Το 1999 με την ευγενική χορηγία ενός ανώνυμου δωρητή το Νομισματικό Μουσείο κατόρθω­σε να αποκτήσει ένα σπανιότατο λαμπρό δείγμα της αθηναϊκής νομισματοκοπίας. Πέραν της αίσιας επιστροφής του στην εκδότρια πόλη — και έδρα του Μουσείου ταυτοχρόνως — το πολύτιμο απόκτημα έχει επιπλέον ιδιάζουσα σημασία, καθώς η πίσω πλευρά του με τη γλαύκα αποτέλεσε από τις αρχές του 20ού αιώνα πηγή έμπνευσης για το έμβλημα του Νομισματικού Μουσείου.

                                                                               Τα νομίσματα των ελληνικών αποικιών στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία

Οι ελληνικές αποικίες στην Κάτω Ιταλία άρχισαν να κόβουν νομίσματα μετά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Οι πρώτες κοπές χαρακτηρίζονται από την ιδιάζουσα κοιλόκυρτη τεχνική χάραξης των τύπων. Στα νομί­σματα αυτά παρατηρούμε ότι η σχεδόν όμοια παράσταση και των δυο όψεων προ­βάλλει έκτυπη στην πρόσθια και πρόστυπη στην οπίσθια όψη. Η ιδιόρυθμη αυτή νομισματοκοπία γνώρισε μεγάλη άνθηση στο τε­λευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα και υιοθετήθηκε από όλα τα κατωιταλικά νομισματοκο­πεία.

Όταν εγκαταλείπεται η κοιλόκυρτη τεχνική, οι κοπές χαρακτηρίζονται από μεγα­λύτερη ποικιλία εικονογραφικών τύπων. Η εικονογραφία αυτή δεν ξεφεύγει από τη φιλο­σοφία των πρώτων ιταλικών νομισμάτων: αναφέρεται άλλοτε στην πηγή πλούτου και άλλοτε στην προστάτιδα θεότητα της εκδότριας πόλης. Χαρακτηριστι­κό παράδειγμα της πρώτης κατηγο­ρίας αποτελούν οι στατήρες του Μεταποντίου, μίας από τις αποικίες των Αχαιών, όπου απεικονίζεται το στάχυ. Η δεύτερη περίπτωση πα­ρουσιάζεται στις κοπές της σπαρτια­τικής αποικίας του Τάραντα, όπου απεικονίζεται ένας έφηβος πάνω σε δελφίνι. Πρόκειται κατά μία ερμη­νεία για τον Φάλανθο, τον ιδρυτή της πόλεως για τον οποίο υπάρχει η παράδοση ότι διασώθηκε στη ράχη ενός δελφινιού.

Άλλη άποψη ταυτί­ζει τη μορφή με τον οικιστή ήρωα Τάραντα, που ήταν γιος του Πο­σειδώνα. Οι αποικίες στη Σικελία άρχισαν να κόβουν νομίσματα από το β’ μι­σό του 6ου αιώνα π.Χ. Οι Συρακούσες, αποικία της Κορίνθου, ήταν η πιο σημαντική πόλη του νησιού με σπουδαία νομισματοκοπία. Η πρόσθια όψη των τετραδράχμων των Συρακουσών φέρει τέθριππο άρμα και Νίκη που υπερίπταται, ενώ την άλλη όψη των κοπών αυτών κοσμεί η κεφαλή της τοπικής νύμφης Αρέθουσας. Οι νομισματικοί τύποι των Συρακουσών επη­ρέασαν και άλλες σικελικές πόλεις, όπως για παράδειγμα τα τετράδραχμα της Μεσσήνης και της Γέλας.

Στη Σικελία εργάσθηκαν πολλοί σημαντικοί χαράκτες σφραγίδων κοπής νομισμάτων. Αυτό είναι εμφανές στα ίδια τα νομίσματα, καθώς ορισμένα που εκδόθηκαν κατά τον ύστερο 5ο και πρώιμο 4ο αιώνα π.Χ. θεωρούνται από τα πιο εντυπωσιακά του αρχαίου κόσμου από άποψη αισθητικής. Επιπλέον, οι ίδιοι οι χαράκτες αρχίζουν να υπογράφουν υπερήφανοι για τα έργα τους από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. και εξής. Συγκριτικά, ανάμεσα στο πλήθος των νομισμάτων που κόπηκαν στους αρχαίους χρόνους και που είναι δυνατόν να θεωρηθούν αριστουργήματα μικροτεχνίας, ελάχιστα είναι εκείνα που αναγράφουν το όνομα του καλλιτέχνη, αφού οι χαράκτες κρατούσαν την ανωνυμία.

Εξαίρετο παράδειγμα της καινοτομίας αυτής βλέπουμε σε ένα δεκάδραχμο των Συρακουσών, στην οπίσθια όψη του οποίου, κάτω από το λαιμό της Αρέθουσας διαβάζουμε το όνομα του φημισμένου χαράκτη Ευαίνετου. Η επίδραση των μεγάλων χαρακτών της Σικελίας διαδόθηκε σε πολλές κοπές περιοχών της μητροπολιτικής Ελλάδας (Θεσσαλία, Αμφίπολη, Ρόδος κ.ά.) και της νότιας Μικράς Ασίας (Λυκία, Κιλικία).

                                                     Τα νομίσματα των ελληνικών αποικιών στη Μ. Ασία, την Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο

Ο χώρος της Μικράς Ασίας απο­τέλεσε το γενέθλιο λίκνο του νομίσματος κατά τον ύστερο 7ο αιώνα π.Χ. και οι εκεί ελληνικές πόλεις παρήγαγαν στο πέρασμα των αιώ­νων μερικά από τα πλέον εξαιρετικά δείγματα νομισματοκοπίας. Τα πρώ­τα νομίσματα κόπηκαν σε ήλεκτρο. Σύντομα η πρακτική αυτή εγκαταλεί­φθηκε κατά τη διάρκεια του 6ου αιώ­να και παγιώθηκε η χρήση του αργύ­ρου, με εξαίρεση τις πόλεις της Κυζίκου, της Λαμψάκου, της Φωκαίας, της Μυτιλήνης και της Χίου που συ­νέχισαν και αργότερα να εκδίδουν νομίσματα ηλέκτρου.

Η νομισματοκοπία της Εφέσου συν­δέεται με τη λατρεία της Αρτέμιδος, της θεάς που κατεξοχήν λατρευόταν στην πόλη. Η μέλισσα, συχνή απει­κόνιση στην πρόσθια όψη των εφεσιακών νομισμάτων, ήταν σύμβολο της αρχαίας ασιατικής θεότητας της φύσης, την οποία οι Ίωνες ταύτισαν με την Άρτεμη. Έμβλημα της θεάς του κυνηγιού επίσης αποτελεί το ελά­φι, που εικονίζεται συνήθως στην άλ­λη όψη, ενώ ο φοίνικας δηλώνει το δέντρο κάτω από το οποίο σύμφωνα με τον μύθο γεννήθηκε η θεά.

Η ιωνική Φώκαια είναι γνωστή από πρώιμες κοπές της που φέ­ρουν ως εμπροσθότυπο μία φώ­κια, το λαλούν σύμβολον (εικονι­στική απόδοση του ονόματος) της πόλεως. Γρήγορα εξελίχθηκε σε σημαντικό νομισματοκοπείο, όπου για δύο περίπου αιώνες (6ο – 4ος αιώνας π.Χ.) επικράτησε η έκδοση μικρών κερμάτων από ήλεκτρο, ίσων με το 1/6 (έκτη) του στατήρα που φέρει κεφαλή νύμφης. Από τη νομισματική παραγωγή της Φωκαίας αξίζει να μνημονευθεί η περίσταση της εμπορικής σύμπρα­ξης με τη γειτονική Μυτιλήνη, όταν γύρω στα 394-390 π.Χ. απο­φασίστηκε η κοπή νομισμάτων εκ περιτροπής και η από κοινού λήψη μέτρων κατά των παραχαρακτών.

Η Κύζικος, αποικία της Μιλήτου στην Προποντίδα, εξέδιδε επί μακρόν στατήρες και υποδιαιρέσεις από ήλεκτρο. Χαρακτηριστικό εικονογραφικό στοιχείο που συνοδεύει την παράσταση της πρόσθιας πλευράς αποτελεί ο θύννος, το ψάρι γνωστό σήμερα ως τόνος. Συχνά ο τόνος λειτουργεί ως γραμμή εδάφους, όπως για παράδειγμα σε κυζικηνό νόμισμα όπου παριστάνεται Ηρακλής· παρομοίως σε κυζικηνές κοπές που φέρουν κεφαλή Αθηνάς, ο τόνος εμφανίζεται στο σημείο τομής του λαιμού. Η εμβληματική παρουσία του ψαριού αυτού συνδέεται με τη θέση της πόλης που συνιστούσε πέρασμα για αγέλες τόνων και συνακόλουθα καίριο σημείο για την αλίευση και την εμπορία ενός ιδιαίτερα προσοδοφόρου είδους διατροφής.

Η πόλη Ιστρία ή Ίστρος είχε ιδρυ­θεί κοντά στο δέλτα του Δούναβη από Μιλησίους αποίκους γύρω στο 625 π.Χ. Τα νομίσματα της πόλεως φέρουν στην πίσω πλευρά θαλάσ­σιο αετό πάνω σε δελφίνι. Την πρό­σθια όψη των εκδόσεων της Ιστρίας, κοσμούν δυο εκφραστικά ανδρι­κά κεφάλια, τοποθετημένα σε αντί­θετο άξονα: ίσως αποδίδουν τους Διοσκούρους, η λατρεία των οποίων ήταν διαδεδομένη στα παράλια του Ευξείνου. Κατά μια άλλη ερμηνεία οι δυο αντίρροπες κεφαλές συμβολίζουν τα δυο αντίθετα στόμια του Δούναβη, για τον οποίο πιστευόταν για μια περίοδο ότι εξέβαλλε τόσο στη Μαύρη Θάλασσα όσο και στην Αδριατική.

Η Ολβία, άλλη μια μιλησιακή αποικία, ιδρύθηκε γύρω στο 600 π.Χ. σε καίριο σημείο των παραλίων της σημερινής Ουκρανίας. Η πόλη ήταν για αιώνες σημαντικό εμπορικό κέντρο, γεγονός που εναρμο­νίζεται με την ευδαιμονία που υπονοεί το όνομά της. Η νομισματι­κή παραγωγή της Ολβίας παρουσιάζει ιδιοτυπίες. Τον 5ο αιώνα π.Χ. οι Ολβιοπολίτες εξέδωσαν δελφινόσχημα χάλκινα νομίσματα. Έχει προταθεί η σύνδεση του δελφινιού ως συμβόλου με την τοπι­κή λατρεία του Απόλλωνος, αλλά η ερμηνεία της συγκεκριμένης νομισματικής σειράς παραμένει υπό συζήτηση. Κατά τον ύστερο 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. η πόλη επιδόθηκε στην έκδοση χάλκινων χυτών νομισμάτων μεγάλου βάρους, πριν προχωρήσει στην κοπή παιστών νομισμάτων, δηλ. κερμάτων προερχόμενων από χτύπημα μεταξύ σφραγίδων (παιστά).

Άποικοι από τη Μίλητο είχαν ιδρύσει και το Παντικάπαιον στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Κατέχοντας στρατηγική θέση στη χερσόνησο της Κριμαίας η πόλη αυτή θα ακμάσει στο διάβα των αιώνων. Οι χρυσοί στατήρες του Παντικαπαίου χρονολογούνται από τα μέσα του 4ου αιώνα και αποτελούν έξοχα δείγματα μικρογλυφίας. Στην πρόσθια όψη τους παριστάνεται η κεφαλή του Πάνα, του θεού που ήταν άμεσα συνδεδεμένος με το όνομα της πόλης, ενώ την άλλη πλευρά κοσμεί γρύπας.

 

ΠΗΓΗ: Ημερομηνία καταχώρησης 20-01-2012, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=1336

Συνέχεια στο Μέρος ΙIΙ: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2617

Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο Ι

Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο – Μέρος Ι
Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Κείμενα των: Δέσποινας Ευγενίδου, Ευαγγελίας Αποστόλου, Γιάννη Στόγια, Παναγιώτη Τσελέκα, Μαίρης Φουντουλή, Ευτέρπης Ράλλη, * Αλέξη Τότσικα

 
 


Το χρήμα χρησιμοποιείται σε όλες τις εποχές προς όλες τις κατευθύνσεις και για όλους τους σκοπούς. Η απόκτησή του υπήρξε εδώ και πολλούς αιώνες μία από τις κύριες επιδιώξεις των ανθρώπων. Τα νομίσματα αποτελούν μια βασική μονάδα μέτρησης του χρήματος. Τα νομίσματα άλλαξαν, μεταβλήθηκαν, προσαρμόστηκαν στις εκάστοτε αλλαγές που προκάλεσαν ή προκλήθηκαν από διαφορετικές αιτίες παρακολουθώντας κοινωνικές, οικονομικές και ιστορικές συνθήκες.

Τα πρώτα νομίσματα κατασκευάστηκαν στη Μ. Ασία από ήλεκτρο, κράμα χρυσού και αργύρου, στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα. Το πολύτιμο μέταλλο έδινε την αξία, το μικρό σχήμα το έκανε εύκολο στη μεταφορά, το σύμβολο της κάθε εκδίδουσας αρχής, που προστέθηκε αργότερα, έδινε την εγγύηση για το βάρος και την αυθεντικότητά του.

Οι ελληνικές πόλεις διέδωσαν την χρήση του νομίσματος από την Ισπανία μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Χρησιμοποίησαν τα σύμβολά τους, ήρωες, θεούς, ζώα, φυτά κ.λπ., για να σηματοδοτήσουν τα νομίσματα. Έκοψαν νομίσματα κυρίως σε άργυρο, καθώς αυτό ήταν το πολύτιμο μέταλλο στο οποίο είχαν ευκολότερη πρόσβαση. Στα τέλη του 5ου και κυρίως τον 4ο π.Χ. αιώνα κυκλοφόρησαν και χάλκινα νομίσματα για τις μικρές καθημερινές συναλλαγές.

Ο βασιλιάς Φίλιππος Β’ διέδωσε τη χρήση των χρυσών νομισμάτων, καθώς είχε πρόσβαση στα μεταλλεία χρυσού του Παγγαίου. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου Γ’ άρχισαν να απεικονίζονται ηγεμόνες και βασιλείς της κάθε περιοχής στα νομίσματα. Η παράσταση του ηγεμόνα αυτοκράτορα γίνεται το βασικό θέμα της εικονογραφίας στα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά νομίσματα από τον 1ο π.Χ. έως τον 4ο μ.Χ. αιώνα.

Τα ρωμαϊκά νομίσματα διαδόθηκαν σε όλο το γνωστό κόσμο και κόπηκαν σε χρυσό, άργυρο και χαλκό. Στα βυζαντινά νομίσματα εκτός από τον αυτοκράτορα προστέθηκε και η απεικόνιση του θείου, ο Χριστός, το χέρι του Θεού, η Θεοτόκος, χριστιανικά σύμβολα, έγιναν παραστάσεις στην κύρια όψη του νομίσματος. Ένας Θεός και ένας αυτοκράτορας, η αντίληψη του βυζαντινού για τον κόσμο απεικονίστηκαν στα νομίσματα.

Ο βυζαντινός χρυσός σόλιδος επικράτησε από τον 4ο έως τον 11ο αιώνα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και πολύ πέρα απ’ αυτήν. Στη Δυτική Ευρώπη, νομίσματα χρυσά ακολούθησαν τα πρότυπα των ρωμαϊκών και βυζαντινών νομισμάτων. Από το 13ο έως και το 15ο αιώνα, το βενετσιάνικο νόμισμα θα επικρατήσει σ’ αυτήν την περιοχή. Στην Ευρώπη, τα χρυσά φιορίνια της Φλωρεντίας θα αποτελέσουν τη βάση των εμπορικών συναλλαγών στη διάρκεια του 14ου αιώνα.

Από το 15ο αιώνα στο Νέο Κόσμο που διαμορφώνεται με τις ανακαλύψεις, τα νέα κοιτάσματα και την άνθηση του εμπορίου εκδίδονται αργυρά και αργότερα χρυσά μεγάλα νομίσματα τα οποία θα κατακλύσουν τον κόσμο. Ισπανικά και αργότερα αυστροουγγρικά τάληρα θα κατακτήσουν τις αγορές και οι άλλες περιφερειακές δυνάμεις θα αναγκαστούν να προσαρμοστούν στο σύστημα του ταλήρου.

Μετά τη γαλλική επανάσταση καθιερώθηκε πρώτα στη Γαλλία και στη συνέχεια σε μεγάλο μέρος του κόσμου το δεκαδικό σύστημα. Από το 19ο αιώνα διαδίδεται η χρήση των χαρτονομισμάτων. Σταματά η σχέση του νομίσματος με το πολύτιμο μέταλλο από το οποίο είναι κατασκευασμένο. Η κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων ήταν μέχρι πρόσφατα εξαρτημένη από την επάρκεια χρυσού. Το τέλος αυτής της αντιστοιχίας σε πολύτιμο μέταλλο, είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει η διεθνής οικονομία, και να σηματοδοτήσει την παγκόσμια κυριαρχία του άυλου χρήματος.
                                                                                                                             Πριν από το νόμισμα

Πριν από το νόμισμα, η ανταλλαγή προϊόντων, ο αντιπραγματισμός, υπήρξε η πιο διαδεδομένη πρακτική εξα­σφάλισης των βασικών αναγκών των ανθρώπων. Ο αντιπραγματισμός είναι πολύ παλιός και με κάποια έννοια, μερικά στοι­χεία του μοιάζουν να υπάρχουν και μέσα στη φύση, στα φυτά, έντομα και ζώα όπου ανταλλάσσονται υπηρεσίες και πόροι για την εξασφάλιση της επιβίωσης των ειδών και τη διατήρηση της ισορροπίας του περιβάλλοντος.

Οι συναλλαγές σε είδος διευκόλυναν τις πρώτες κοινωνίες των ανθρώπων στην επιβίωσή τους. Γεωργικά προϊόντα διατροφής, δέρματα, ζώα, κοχύλια ήταν τα αποδεκτά μέσα συναλλαγής. Το πιο πολύτιμο ήταν το πιο σπάνιο. Ανάλογα με την αφθονία, τη χρησιμότη­τα και το ρόλο του κάθε προϊόντος σε κάθε κοινωνία προσδιοριζόταν και η τιμή του. Με την εγκατάσταση του ανθρώπου σε μόνιμη κατοικία, η οικονομία έγινε γεωργοκτηνοτροφική. Ως μέσο συναλλαγής χρησιμο­ποιήθηκαν κυρίως τα ζώα. Στην Ιλιάδα τα χάλκινα όπλα του Διομή­δη αναφέρονται ως εννεάβοια (αξίζουν 9 βόδια) ενώ τα χρυσά του Γλαύκου εκατόμβοια.

Ο πλούσιος λεγόταν πολυβούτης (που διαθέ­τει πολλά βόδια), ο ακτήμων αβούτης. Ακόμα και σήμερα, αυτό απο­τυπώνεται σε πολλές γλώσσες του κόσμου. Λατινικά caput σημαίνει κεφαλή βοσκήματος και από κει προέρχεται η λέξη κεφάλαιο (capital) και καπιταλισμός. Pecus σημαίνει τα θρέμματα, τα βοσκήματα και από κει προέρχεται ο όρος pecunia (περιουσία, χρήματα).

Τον τρόπο αυτών των συναλλαγών που δεν μπορούμε να τον ανιχνεύ­σουμε με ασφάλεια στις προϊστορικές κοινωνίες, μπορούμε να τον παρακολουθηθούμε καλύτερα σε κοινωνίες νεώτερες όπως της Αφρικής, της Ωκεανίας κ.λπ. όπου μέχρι πρόσφατα ήταν σε χρήση.

Στις σύγχρονες κοινωνίες το φαινόμενο επανεμφανίζεται, όταν διαμορφώνονται ειδικές συνθήκες, όπως στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι ανταλλαγές με τσιγάρα και λάδι. Επίσης παρουσιάζονται σε μικρή κλίμακα, ανταλλαγές αντικειμένων και αγαθών, μέσω των αγγελιών στις εφημερίδες και στο διαδίκτυο οι οποίες καθιστούν τη ζωή των πολιτών ευκολότερη.

Με την ανακάλυψη και τη διάδοση των μετάλλων, ένα νέο μέσο συναλλαγής προστέθηκε παράλληλα με τα ζώα. Η χρήση του μετάλλου στις εμπορικές συναλλαγές μαρτυρείται από τα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. στη Μεσοποταμία. Επιγραφές αναφέρουν νόμους, πληρωμές, συμβόλαια τα οποία πραγματοποιούνταν με βάση ζυγισμέ­νο άργυρο, μερικές φορές σε συνδυασμό με κριθάρι ή άλλα σιτηρά. Καθώς πρόκειται για τις πρώτες γραπτές πηγές που έχουμε, συνδέεται έτσι και η γραφή με την καταμέτρηση των αγαθών και των εμπο­ρικών συναλλαγών.

Με την πάροδο του χρόνου, το μέταλλο επικράτησε στις συναλλαγές και σε άλλες περιοχές. Στην Αίγυπτο, στο τέλος της 2ης χιλιετίας αναφέρονται μέταλλα ζυγισμένα με σταθερά σταθμά για τον υπολογι­σμό της αξίας μιας ομάδας προϊόντων. Και εδώ ήταν δυνατόν οι πληρωμές να υπολογιστούν σε χαλκό (1 ντέμπεν =91 γρ.) και να πραγμα­τοποιηθούν ή σε χαλκό ή σε συνδυασμό με άλλα προϊόντα.

Αν και η Αίγυπτος δε διέθετε άργυρο, ήταν δυνατόν να γίνουν αγορές και με πολύτιμα μέταλλα όπως χρυσό και άργυρο. Έχουν βρεθεί θησαυροί με ράβδους, δαχτυλίδια, σύρμα κ.λπ. από αυτά τα πολύτιμα μέταλλα.

Τα μέταλλα, άργυρος, χρυσός, αλλά και σίδηρος και χαλκός, χρησιμοποιήθηκαν σε κομμάτια ακατέργαστα, σε ράβδους, ορθογώνια σχήματα, με τη μορφή λεπτού σύρματος ή ακόμα και ολόκληρα μεταλλικά χρη­στικά αντικείμενα, όπως τρίποδες, λέβητες, πελέκεις: σκεύη – νομίσμα­τα όπως τα ονόμασε ο Γάλλος ιστορικός και νομισματολόγος Theodore Reinach.

Οι ιδιότητες του μετάλλου κάλυπταν βασικές αδυναμίες του προηγούμενου συστήματος ανταλλαγής προϊόντων. Τα μέταλλα ήταν ανθεκτικότερα, λιγότερο ογκώδη, διαιρούνταν σε κομμάτια μικρότερης αξίας, μεταφέρονταν πιο εύκολα και δεν φθείρονταν. Η αξία τους ήταν ανάλογη με το βάρος τους και υπολογιζόταν με το ζύγισμα.

Στον Ελλαδικό χώρο από τη 2η χιλιετία π.Χ. φαίνεται να χρησιμο­ποιούνται ως μέσο συναλλαγής τα τάλαντα, δηλαδή πλάκες μετάλ­λου που το σχήμα τους, για πολλούς μελετητές, αναπαράγει αυτό της τεντωμένης δοράς βοδιού και για άλλους ήταν πιο πρακτικό στη μετα­φορά. Τάλαντα έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές της Μεσογειακής λεκάνης, στα νότια παράλια της Μ. Ασίας, στη Σαρδηνία, στην Κύπρο, στις Μυκήνες, στην Κύμη, στην Κρήτη και σε άλλα νησιά του Αιγαίου.

                                                                                                                                      Τα πρώτα νομίσματα

Στα τέλη του 8ου και τις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα, ένα ακόμα χρηστικό αντικεί­μενο, ο σιδερένιος οβελός (σούβλα ψησίμα­τος) χρησιμοποιήθηκε ως μέσο συναλλαγής. Έξι οβελοί, όσοι δηλαδή χωράει να κρατή­σει η παλάμη του ανθρώπου, είχαν αξία μιας δραχμής (δράττομαι = κρατώ, δράξ = παλάμη > δραχμή).

* [Η χρήση των οβελών. Ο οβελός ως μέσο συναλλαγής, αποδίδεται από ορισμένους μελετητές στο βασιλιά του Άργους Φείδωνα. Αυτός ήταν που καθιέρωσε τη χρήση του μετάλλου ως νομίσματος με τη μορφή οβελών.

Η χρήση των οβελών ήταν ευρύτατα διαδεδομένη για πρακτικούς λόγους και γι' αυτό επικράτησαν αμέσως και ως μέσο συναλλαγής. Ήταν ταυτόχρονα όργανα με χρήση πρακτική, αφού χρησίμευαν για το ψήσιμο των ζώων, αλλά και νομισματική, εφόσον αναπλήρωναν με επιτυχία τα προηγούμενα μέσα συναλλαγής. Το πάχος κάθε οβελού ήταν τόσο λεπτό, ώστε στο ένα του χέρι ήταν δυνατό να κρατήσει κανείς 6 οβελούς συγχρόνως. Από το «δράττω – δραξ» (= αδράχνω, πιάνω, κρατώ) προήλθε και η λέξη «δραχμή», που εξακολούθησε επί τόσους αιώνες να είναι η νομισματική μονάδα των Ελλήνων.

Στο νομισματικό μουσείο της Αθήνας φυλάσσεται το περίφημο αφιέρωμα οβελών του βασιλιά του Άργους Φείδωνα, όπως πιστεύουν ορισμένοι ερευνητές, προς τη θεά Ήρα. Οι οβελοί αυτοί βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των αμερικανικών ανασκαφών στο ιερό του αρχαίου Ηραίου του Άργους το 1894. Παρόμοιοι οβελοί έχουν βρεθεί και σε δυο αρχαίους τάφους μέσα στην πόλη του Άργους και φυλάσσονται στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Η χρήση των οβελών ως μέ­σων συναλλαγής συνεχίστηκε και στους επόμενους αιώνες, ενώ ο όρος δραχμή επιβίωσε ως την εποχή μας].

Ο Αριστοτέλης αναφέρει : ”ότι τον καιρό του έβλεπε κανείς στον ναό της Ήρας του Άργους μετάλλινους οβελίσκους, που ο βασιλεύς Φείδων αφιέρωσε άλλοτε. Δεν ήσαν παρά δείγματα πού χρησίμευαν για την ανταλλαγή, πριν αντικατασταθούν από τα αργυρά νομίσματα, τις χελώνες. Ο Φείδων τα εκρέμασε στο τοίχωμα, σαν ιερά λείψανα, προς μαρτυρίαν σεβασμού και εθίμων”.

Η επινόηση του νομίσματος ήταν θέμα χρόνου. Η εμπειρία του μετάλλου στις συναλλαγές και η τυποποίησή του σε διάφορα σχήματα οδήγησαν εύκολα στο νόμισμα. Το μικρό του μέγεθος επέτρεπε την εύκολη μεταφορά του. Σφραγισμένο από την υπεύθυνη αρχή, η αξία του ήταν συγκεκριμένη και δεν υπήρχε πια η ανά­γκη του ζυγίσματος. Η γενικευμένη χρή­ση όμως του νομίσματος διαδόθηκε αρ­γά.

Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στο βα­σίλειο της Λυδίας και στις ελληνικές πό­λεις της Μικράς Ασίας, στην Ιωνία, περι­οχές αναπτυγμένες εμπορικά και οικονο­μικά, στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα. Το υλι­κό τους ήταν ο ήλεκτρος, κράμα χρυσού και αργύρου. Το σχήμα τους ήταν ωοει­δές και στη μία πλευρά είχαν ακανόνι­στα βαθουλώματα.

Το «θησαυρό» που βρέθηκε στα θεμέ­λια του ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο το 1904/5 αποτελούσαν νομίσματα από ήλεκτρο, αλλά και κοσμήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Ο θησαυρός περιείχε νομίσματα από πόλεις της Λυδίας αλλά και ελληνικές των παραλίων της Μικράς Ασίας. Η απόκρυψη θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε μεταξύ 600-560 π.Χ. Το εύρημα αυτό βοήθησε στη χρονολόγηση των πρώτων νομισμάτων. Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου γρήγορα έκοψαν ανάλογα νομίσματα.

 

ΠΗΓΗ:  Ημερομηνία καταχώρησης 20-01-2012, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=1336

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2614

Ελληνορωμαϊκό πολιτισμικό κράμα: ανταύγειες

Μικρές ανταύγειες από το λαμπρό Ελληνορωμαϊκό πολιτισμικό κράμα:
θύμηση Μάρκου Αυρηλίου, του ρωμαίου αυτοκράτορος-φιλοσόφου, που έγραψε στα Ελληνικά.

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

 
 
 
 


Ο Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος Αύγουστος (πολλές φορές επονομαζόμενος και "Σοφός", 121 – 180) ηγήθηκε της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από το 161 μέχρι τον θάνατο του, το 180. Ήταν ο τελευταίος από τους "Πέντε Καλούς Αυτοκράτορες" και θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς στωικούς φιλοσόφους. Είναι χαρακτηριστική η ακόλουθη ρήση του: «Ἐγενόμην ποτέ, ὁπουδήποτε καταληφθείς, εὔμοιρος ἄνθρωπος.” τὸ δὲ εὔμοιρος, ἀγαθὴν μοῖραν σεαυτῷ ἀπονείμας˙ ἀγαθὴ δὲ μοῖρα˙ ἀγαθαὶ τροπαὶ ψυχῆς, ἀγαθαὶ ὁρμαί, ἀγαθαὶ πράξεις».

Η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από πολέμους στην Ασία απέναντι στην επανακάμπτουσα Παρθική Αυτοκρατορία και  τις γερμανικές φυλές στη Γαλατία και τον Δούναβη, ενώ σημειώθηκε και μία στάση εναντίον του, στην Ανατολή, από τον Αβίδιο Κάσσιο, η οποία απέτυχε.

Ο Μάρκος Αυρήλιος έγραψε το περίφημο έργο του "Έις εαυτόν", στα ελληνικά, κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του. Ακόμη και σήμερα θεωρείται ως έργο μνημείο για μια διακυβέρνηση με γνώμονα το καθήκον και την εξυπηρέτηση του συνόλου των πολιτών, καθώς και  ως πηγή για τη βελτίωση του χαρακτήρα και του πνεύματος του ανθρώπου. Σε αυτό ο Μάρκος Αυρήλιος μας προτρέπει «Ἔσω βλέπε˙ μηδενὸς πράγματος μήτε ἡ ἰδία ποιότης μήτε ἡ ἀξία παρατρεχέτω σε» γιατί «Πάντα τὰ ὑποκείμενα τάχιστα μεταβαλεῖ καὶ ἤτοι ἐκθυμιαθήσεται, εἴπερ ἥνωται ἡ οὐσία, ἢ σκεδασθήσεται». Μέσω του ελληνικού φιλοσοφικού λόγου ο αυτοκράτωρ προσπαθεί να εισχωρήσει στην ανθρώπινη ουσία, μας παρακινεί να γνωρίσουμε τη φύση του νοός: «Ὁ διοικῶν λόγος οἶδε πῶς διακείμενος καὶ τί ποιεῖ καὶ ἐπὶ τίνος ὕλης» και μας δείχνει το δρόμο της διατήρησης της ιδιοπροσωπίας μας «Ἄριστος τρόπος τοῦ ἀμύνεσθαι τὸ μὴ ἐξομοιοῦσθαι».

Ο Μάρκος Αυρήλιος είχε χρισθεί  ιερέας της Ρώμης και υπήρξε παθιασμένος λάτρης του ελληνορωμαϊκού πολιτισμικού προτύπου και των κλασσικών γραμμάτων. Είχε δομήσει ένα γερό, λογικό μυαλό και ήταν υποστηρικτής και αντιπρόσωπος του Στωικισμού και της Στωικής Φιλοσοφίας. Τα "Εις Εαυτόν" θεωρείται εξαιρετικό έργο, κλασσικό παράδειγμα της στωικής φιλοσοφίας: «Ὅταν εὐφρᾶναι σεαυτὸν θέλῃς, ἐνθυμοῦ τὰ προτερήματα τῶν συμβιούντων˙ οἷον τοῦ μὲν τὸ δραστήριον, τοῦ δὲ τὸ αἰδῆμον, τοῦ δὲ τὸ εὐμετάδοτον, ἄλλου δὲ ἄλλο τι. οὐδὲν γὰρ οὕτως εὐφραίνει ὡς τὰ ὁμοιώματα τῶν ἀρετῶν ἐμφαινόμενα τοῖς ἤθεσι τῶν συζώντων καὶ ἀθρόα ὡς οἷόν τε συμπίπτοντα. διὸ καὶ πρόχειρα αὐτὰ ἑκτέον
».

Το βιβλίο του πρωτοτυπώθηκε το 1558 στην Ζυρίχη, από ένα χειρόγραφο που τώρα έχει χαθεί. Το μοναδικό σωζόμενο αντίτυπο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού. Η σημασία του θανάτου ήταν πολύ βασική στη φιλοσοφία του Μάρκου Αυρήλιου. Δεν πίστευε στη μετά θάνατο ζωή. Έγραφε ότι "Εμείς ζούμε για μία στιγμή μόνο, μετά θα ξεχαστούμε σε μία τέλεια άγνοια." "Δες πόσοι έχουν περάσει την ζωή τους σε μίση, πάθη, υποψίες… και τώρα είναι νεκροί, είναι μόνο στάχτη." Σύμφωνα με τον Μάρκο Αυρήλιο, όλα τα ανθρώπινα θα μπορούσαν να γίνουν σχεδόν θρύλοι. "Από την ζωή του ανθρώπου η διάρκεια είναι ένα σημείο αλλά η ουσία ξεφεύγει, όλα τα σώματα είναι προκαθορισμένα να καταστραφούν, και η ψυχή αβέβαιη και η φήμη άγνωστη. Σε έναν κόσμο που όλα τα υλικά σώματα είναι σαν ένα ποτάμι, και όλα τα ψυχικά και πνευματικά σαν ένα όνειρο, άυλο, η ζωή είναι ένας πόλεμος και η μετά θάνατον φήμη είναι κάτι που θα ξεχαστεί." "Όλα υπάρχουν για να πεθάνουν." Η διάρκεια της ζωής κάποιου δεν έχει σημασία.  «Ἄνθρωπε, ἐπολιτεύσω ἐν τῇ μεγάλῃ ταύτῃ πόλει˙ τί σοι διαφέρει, εἰ πέντε ἔτεσιν ‹ἢ πεντήκοντα›; τὸ γὰρ κατὰ τοὺς νόμους ἴσον ἑκάστῳ. τί οὖν δεινόν, εἰ τῆς πόλεως ἀποπέμπει σε οὐ τύραννος οὐδὲ δικαστὴς ἄδικος, ἀλλ ἡ φύσις ἡ εἰσαγαγοῦσα, οἷον εἰ κωμῳδὸν ἀπολύοι τῆς σκηνῆς ὁ παραλαβὼν στρατηγός; – “ἀλλ οὐκ εἶπον τὰ πέντε μέρη, ἀλλὰ τὰ τρία.” – “καλῶς εἶπας˙ ἐν μέντοι τῷ βίῳ τὰ τρία ὅλον τὸ δρᾶμά ἐστι.” τὸ γὰρ τέλειον ἐκεῖνος ὁρίζει ὁ τότε μὲν τῆς συγκρίσεως, νῦν δὲ τῆς διαλύσεως αἴτιος˙ σὺ δὲ ἀναίτιος ἀμφοτέρων. ἄπιθι οὖν ἵλεως˙ καὶ γὰρ ὁ ἀπολύων ἵλεως».

Για τον Μάρκο Αυρήλιο, ο θάνατος ήταν θεμιτός, επειδή έβαζε ένα τέλος σε όλες τις επιθυμίες: «Ὅσον οὐδέπω σποδὸς ἢ σκελετὸς καὶ ἤτοι ὄνομα ἢ οὐδὲ ὄνομα, τὸ δὲ ὄνομα ψόφος καὶ ἀπήχημα. τὰ δὲ ἐν τῷ βίῳ πολυτίμητα κενὰ καὶ σαπρὰ καὶ μικρά˙ καὶ κυνίδια διαδακνόμενα καὶ παιδία φιλόνεικα, γελῶντα εἶτα εὐθὺς κλαίοντα. Πίστις δὲ καὶ Αἰδὼς καὶ Δίκη καὶ Ἀλήθεια πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης. τί οὖν ἔτι τὸ ἐνταῦθα κατέχον, εἴ γε τὰ μὲν αἰσθητὰ εὐμετάβλητα καὶ οὐχ ἑστῶτα, τὰ δὲ αἰσθητήρια ἀμυδρὰ καὶ εὐπαρατύπωτα, αὐτὸ δὲ τὸ ψυχάριον ἀναθυμίασις ἀφ αἵματος, τὸ δὲ εὐδοκιμεῖν παρὰ τοιούτοις κενόν; τί οὖν; περιμένειν ἵλεων τὴν εἴτε σβέσιν εἴτε μετάστασιν˙ ἕως δὲ ἐκείνης ὁ καιρὸς ἐφίσταται, τί ἀρκεῖ; τί δὲ ἄλλο ἢ θεοὺς μὲν σέβειν καὶ εὐφημεῖν, ἀνθρώπους δὲ εὖ ποιεῖν καὶ ἀνέχεσθαι αὐτῶν καὶ ἀπέχεσθαι˙ ὅσα δὲ ἐντὸς ὅρων τοῦ κρεᾳδίου καὶ τοῦ πνευματίου, ταῦτα μεμνῆσθαι μήτε σὰ ὄντα μήτε ἐπὶ σοί;»

Ιανουάριος 2012


* H Αμαλία Κ. Ηλιάδη 
είναι φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

Οικονομική Κρίση – καημός της ρωμιοσύνης VΙΙ

Η οικονομική Κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης – Μέρος VII

Του Γιώργου Καραμπελιά

Συνέχεια από το Μέρος VI:  http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2556
Η διεθνοποίηση, το «χιακό δίκτυο» και οι αδελφοί Ράλλη


Οι Χιώτες κατάφεραν έτσι να ελέγξουν ένα σημαντικό μέρος του εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, δημιούργησαν επιχειρηματικά δίκτυα στα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου και της Δύσης, ενώ η καταστροφή του 1822 επιτάχυνε την αποσύνδεσή τους από την εγχώρια οικονομία. Σύμφωνα με την Τζελίνα Χαρλαύτη, διαμόρφωσαν το περιβόητο «χιώτικο δίκτυο», το οποίο περιγράφει και ο Ανδρέας Συγγρός στα Απομνημονεύματά του. Εμπόριο, τραπεζιτικές δραστηριότητες, βιομηχανία, ακίνητα, συνιστούν τις προνομιακές  ασχολίες τους, ενώ, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αι., η ναυτιλία θα υπερισχύσει.

Η μεγαλύτερη, ίσως, διεθνοποιημένη οικογένεια Χίων ήταν ο «οίκος» Ράλλη, καταγόμενος από τους Νορμανδούς Ραούλ, που εγκαταστάθηκε στη Χίο τον 15ο αιώνα. Γενάρχες του κλάδου, που βρίσκεται στην αφετηρία της οικονομικής αυτοκρατορίας των Ralli Brothers, ήταν ο Στέφανος Ράλλης και η Μαριέττα Παντελή Μαυρογορδάτου, κατά τα τέλη του 17ου αιώνα, αρχές του 18ου. Ο δευτερότοκος γιος τους, Ζαννής, γεννήθηκε το 1724 και απέκτησε επτά παιδιά με την Πλουμού Σκαραμαγκά, από τον πρωτότοκο Στέφανο και τη Λούλα (Χίος 1768-Κωνσταντινούπολη 1848), κόρη του Αυγουστή Σεκιάρη και της Βιργινίας Ράλλη, προήλθε η πρώτη γενεά των «Ralli Brothers»: οι Ζαννής (†Παρίσι 1859), Αυγουστής (†1878), Παντιάς (†Λονδίνο, 1865), Θωμάς ή Τομαζής, (†Λονδίνο, 1858) και Στρατής (†Λονδίνο, 1884). Οι τέσσερις κόρες του Στέφανου, η Πλουμού (†Μασσαλία, 1867), η Βιερού (†Λονδίνο, 1885), η Αργυρώ (†1881),  και η Μαριγώ († 1891), παντρεύτηκαν γόνους μεγάλων χιακών οικογενειών, τον Αλέξανδρο Ράλλη, τον Κόζι Αγέλαστο, τον Εμμανουήλ Ψυάκη, τον Πέτρο Σκυλίτση. Τέσσερις πέθαναν στο Λονδίνο και δύο στη Γαλλία.
Αυτή η μικρή γενεαλογία αρκεί ίσως από μόνη της να περιγράψει το «χιακό δίκτυο», με την ενδογαμία του, τους δεσμούς συγγενείας με τις άλλες μεγάλες οικογένειες, τη σταδιακή απομάκρυνση από τον ελληνικό κόσμο. Η εξάπλωση του οίκου ακολούθησε τη συνήθη διαδρομή των Χίων πατρικίων: στις αρχές του 18ου αιώνα θα βρεθούν εγκατεστημένοι στη Σμύρνη, κέντρο του εμπορίου της οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Δύση και ορμητήριο των Χίων εμπόρων. Εκεί εγκαταστάθηκε και ο πρωτότοκος γιος του Στέφανου Ζαννής, στα 1810, και δημιουργήθηκε η εταιρεία «Ράλλης, Σεκιάρης και Αργέντης». Ο Ζαννής ήταν εγκατεστημένος και στο Λιβόρνο, όπου προϋπήρχε κατάστημα του πατέρα του, την ίδια περίπου εποχή.
Η σύνδεση με τη βρετανική αγορά σύντομα οδήγησε στη σύσταση καταστήματος στο Λονδίνο, το 1818, από τους Ζαννή και Στρατή. Το 1826, έφτασε στο Λονδίνο και ο Παντιάς, ίσως από τη Μασσαλία, ο «Ζεύς» της ελληνικής κοινότητας του Λονδίνου και πρώτος πρόξενος του ελληνικού κράτους. Το κατάστημα του Λονδίνου έφερε αρχικά την επωνυμία «Ράλλη & Πετροκόκκινου».
Ταυτόχρονα, ο Ζαννής μετακινείται στην Οδησσό όπου εγκαθίστανται, στη δεκαετία του 1820, εκπρόσωποι όλων των μεγάλων ελληνικών εμπορικών οίκων.  Το 1827, ο Στρατής εγκαθίσταται στο Μάντσεστερ, ο Τομαζής (Θωμάς) διευθύνει τα καταστήματα Κωνσταντινούπολης και Τραπεζούντας, ενώ ο Αυγουστής εκείνο της Μασσαλίας. Για λογαριασμό των αδελφών Ράλλη λειτουργούσε, στο Λίβερπουλ, το κατάστημα «Πέτρου Σκυλίτση & Σία», συζύγου της Μαριγώς, στο Ταϊγάνιο και το Ροστόφ, τον οίκο εκπροσωπούσαν οι Σκαραμαγκάδες, στην Ταυρίδα της Περσίας το κατάστημα «Ράλλης και Αγέλαστος» και στο Ρεστ ο Πέτρος Π. Ράλλης. Ταυρίδα, Οδησσός, Ταϊγάνι, Ροστόφ, Τραπεζούς, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Λιβόρνο, Μασσαλία, Λονδίνο, Μάντσεστερ.
Η αυξανόμενη αποσύνδεση από τη γενέτειρα Χίο, τη Σμύρνη και τους χώρους δράσης του παροικιακού ελληνισμού θα φέρει τους αδελφούς Ράλλη στην Καλκούτα,
το 1851τ, στη Βομβάη, το 1861, στη Νέα Υόρκη, το 1871. Το κέντρο της δραστηριότητάς τους μεταφέρεται στο Λονδίνο –στο Finsbury Circus–  και στην  Ινδία, όπου, στα τέλη του 19ου αιώνα, απασχολούν 10.000 άτομα, ενώ, στα 1951, απασχολούσαν ακόμα 4.180 υπαλλήλους και 16.700 μόνιμους εργάτες. Ο μεγαλύτερος κλάδος της οικογενείας θα ενσωματωθεί στην αγγλική οικονομία και κοινωνία, ενώ στη ρωσική ο επίσης σημαντικός κλάδος της Οδησσού. Ο Ζαννής, αντιπρόεδρος του εμπορικού επιμελητηρίου, διετέλεσε και πρόξενος των ΗΠΑ στην Οδησσό, ο γιος του, Στέφανος, πρώτος στη λίστα των Ελλήνων ιδιοκτητών της Οδησσού, με ακίνητα αξίας 539.500 ρουβλιών, χρημάτισε σύμβουλος του κράτους, στρεφόμενος, παράλληλα, και σε άλλα πεδία, όπως η εκμετάλλευση ακινήτων, η γαιοκτησία και η σιδηρουργική βιομηχανία.

Από τη διεθνοποίηση στην αποεθνοποίηση

Ο Χίος Αλέξανδρος Καράλης, στη μελέτη του Χίος και Χίοι, περιγράφει με υπερηφάνεια την εμπορική σάγκα των μεγάλων χιώτικων οικογενειών, αλλά, ταυτόχρονα, διεκτραγωδεί την απομάκρυνση, συχνά τελεσίδικη, των απογόνων τους από τα πάτρια ήθη, τη γλώσσα, ακόμα και τον ίδιο τον ελληνισμό, χωρίς ίσως να υποπτεύεται πως η διεθνής επιχειρηματική τους επιτυχία ήταν οργανικά συνδεδεμένη – και αποτελούσε προϋπόθεση – της εθνικής τους αλλοτρίωσης. Οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν εἶνε σήμερον διεσπαρμένοι εἰς Λονδῖνον, Μαγχεστρίαν, Λιβερπούλην, Μασσαλίαν, Ὀδησσσόν, Ταϊγάνιον, Τεργέστην, Βιέννην, Κωνσταντινούπολιν, Καλκούτταν, Βομβάην, Ταυρίδα καὶ ἀλλαχοῦ […] οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι εἶνε οἱ σήμερον ἀνὰ πάντα τὸν ἐμπορικὸν κόσμον γνωστοί, Ράλλιδες, Σκυλίτσαι, Ἀργένται, Ροδοκανάκαι, Πετροκόκκινοι, Μαυρογορδᾶτοι, Πασπᾶται κτλ. Θὰ διακοπῶσιν ἆρά γε αἱ μεγάλαι χιακαὶ παραδόσεις τοῦ πατριωτισμοῦ, τοῦ δὲ Κοραῆ οἱ ἀπόγονοι θὰ μεταβληθῶσιν ἐξαίφνης εἰς ἀπάτριδας κοσμοπολίτας; […] Μετὰ φρίκης θ’ ἀντηχήσῃ ἐν τῇ δούλῃ Χίῳ ἡ εἴδησις ὅτι ὑπάρχουσι τέκνα αὐτῆς, ἅτινα ἐνῷ δικαιώματι γένους καὶ κοινῶν ἀγώνων ἠδύναντο νὰ ὦσιν ἀληθεῖς Χῖοι, ἐπροτίμησαν νὰ γείνωσι… ψευδο-άγγλοι, ψευδο-γάλλοι, ψευδο-ρῶσσοι!…
Ο Ανδρέας Συγγρός, κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο, το 1870, διαπιστώνει, απογοητευμένος, όχι απλώς την εγκατάλειψη κάθε παραγωγικής δραστηριότητας, αλλά και του ίδιου του εμπορίου προς χάριν της κερδοσκοπίας στο χρηματιστήριο και της μεταβολής πολλών Ελλήνων εμπόρων και των απογόνων τους σε μέρος των classes oisives, των «ευγενών εισοδηματιών»:
Ἐκτὸς τῶν καταστημάτων τῶν ἀδελφῶν Ράλλη, Βαλλιάνου, Σεκιάρη, Ζαρίφη, Σκυλίτση, Μπαλῆ, Π. Π. Ροδοκανάκη, Ταμβάκου καὶ Πετροκοκκίνου ἢ καὶ ὀλιγίστων ἄλλων δευτερευόντων, οἱ λοιποὶ ἐν Λονδίνῳ Ἕλληνες διετήρουν γραφεῖα εἰς τὸ City πρὸς τὸ θεαθῆναι καὶ διὰ νὰ φαίνωνται σοβαροί, νὰ καλύπτωσι δὲ ὑπὸ τὸν τίτλον τοῦ ἐμπόρου τὸ πραγματικὸν αὐτῶν ἔργον, τὴν κερδοσκοπίαν εἰς τὸ Χρηματιστήριον. […] Σήμερον δυστυχῶς καὶ ἐκ τῶν οἴκων τούτων τῶν καθαρῶς ἐμπορικῶν καὶ μή, δὲν γνωρίζω ὑπάρχοντας πλείονας τῶν δύο ἢ τὸ πολὺ τριῶν.[…] Τῶν μὲν αἱ κορυφαὶ ἀπεβίωσαν καὶ οἱ κληρονόμοι αὐτῶν δὲν κατεδέχοντο νὰ ὀνομάζωνται ἔμποροι καὶ ἢ κατεστράφησαν ἐν κερδοσκοπίαις χρηματιστικαῖς ἢ «κοκκαλίζουν» τὸ εἰσόδημα τῆς περιουσίας των ἄεργοι καὶ πιθηκίζοντες τοὺς εὐγενεῖς εἰσοδηματίας εἰς συναλλαγὰς καλλιτεχνικάς, συντηρήσεις ἵππων εὐγενοῦς καταγωγῆς καταλλήλων δι’ ἱπποδρόμια, ἐν γένει σπορτίζοντες, ἑτοιμάζουσιν ἂν ὄχι τὴν ἰδίαν καταστροφήν, ἀλλὰ βεβαίως τὴν τῶν τέκνων των.
Ανάλογες τάσεις διαπιστώνει ακόμα και στους Έλληνες έμπορους που είχαν παραμείνει στην Ανατολή, δηλαδή την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και αλλού, οι οποίοι, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, όπως η προαναφερθείσα των Ροδοκανάκηδων στη Ρωσία, δεν δείχνουν διάθεση να επενδύσουν στη βιομηχανία και την τραπεζιτική δραστηριότητα: Ἠδύναντο προσέτι, […] νὰ μετοικήσωσιν εἰς τὰ διάφορα κέντρα τῆς Ἀνατολῆς, οἷον Κωνσταντινούπολιν, Σμύρνην, Βουκουρέστιον ἢ Πετρούπολιν καὶ Ὀδησσὸν καὶ νὰ συναγωνισθῶσιν ἐπιτυχῶς μετὰ Φράγκων ἐν Τουρκίᾳ καὶ Ρώσων ἐν Ρωσίᾳ ὡς τραπεζῖται ἢ μεγάλοι βιομήχανοι […]. Ἀλλὰ καὶ οὗτοι κατ’ ἐμὴν γνώμην ἀπερροφήθησαν ἀπὸ τὴν ἐπάρατον χρηματιστικὴν κερδοσκοπίαν καὶ ἀφίνουσιν εἰς τοὺς Φράγκους τὴν ἡγεσίαν εἰς πᾶν εἶδος τραπεζικῆς ἐπιχειρήσεως […]. Παράδειγμα ἐπιτυχίας θὰ εἶχον ἐν Βουκουρεστίῳ τοὺς Χρυσοβελόνας, ἐν Πετρουπόλει τοὺς Πετροκοκκίνους, ἐν Ὀδησσῷ τὸν Ροδοκανάκην, ὅστις […] ἐπειδὴ διέγνωσε τὴν παρακμὴν τοῦ μεγαλεμπόρου, ὁποῖος ἦτο ὁ πατήρ του, ἐστράφη πρὸς σπουδαιοτάτας βιομηχανικάς ἐπιχειρήσεις καὶ σήμερον κατέστη ἐν Ρωσίᾳ εἷς ἐκ τῶν ἐκεῖ διασημοτέρων βιομηχάνων τιμώμενος καὶ διακρινόμενος μεγάλως.
Επισημαίνει τέλος τη νέα προνομιακή οδό η οποία ανοίγεται στους Έλληνες εμπόρους, και την οποία έμελλαν να ακολουθήσουν πολλοί ανάμεσά τους, οι οποίοι κατόρθωσαν να επιβιώσουν μετεξελισσόμενοι σε εφοπλιστές, καταδεικνύοντας για μια ακόμα φορά τη στενή σχέση εμπορίου και ναυτιλίας: Ἠδύναντο καὶ οὗτοι νὰ μετοικήσωσιν εἰς Τουρκίαν, Ρωμουνίαν, Ρωσίαν καὶ Ἑλλάδα καὶ […] νὰ ἐπιδοθῶσιν εἰς μικράν τινα βιομηχανίαν ἐξ ἐκείνων, αἵτινες ἐπιτυγχάνουσιν ἐκεί, ἢ νὰ καλλιεργήσωσι τὰ τῆς ἑλληνικῆς ναυτιλίας, […] μιμούμενοι τοὺς ἐν τῷ Δουνάβει Ἐμπειρίκους, Σταθάτους, Παπᾶδες, Θεοφιλάτους κ.λ.π. Ὅλοι αὐτοὶ ἀπεκόμισαν σπουδαιοτάτας σχετικῶς περιουσίας ὡς πρώην πλοίαρχοι, μετέπειτα δὲ ἀτμοπλοιοκτήτορες.
Οι Έλληνες της Αγγλίας, διαπιστώνει με θλίψη ο Συγγρός, δείχνουν μια ισχυρότατη ροπή για ενσωμάτωση στην αγγλική κοινωνία, η οποία καθίσταται ασυγκράτητη στην τρίτη γενιά των περισσότερων ελληνικών οικογενειών: Ἡ τρίτη γενεὰ δὲν δύναται νὰ ἀνθέξη εἰς τὴν ἐπιρροὴν τῆς γλώσσης, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων καὶ τῶν αἰσθημάτων ἀκόμη καὶ τῆς χώρας, ἐν ᾗ γεννᾶται καὶ ἀνατρέφεται. Ἀπορροφᾶται ὑπ’ αὐτῆς καὶ ἡ ἀρχικὴ ἐθνικότης ἐκλείπει. Και αυτή η προϊούσα αποξένωση δεν υπήρξε χαρακτηριστικό μόνον των Ελλήνων του Λονδίνου. Στη Ρωσία, ο Περικλής Ροδοκανάκης υπήρξε ένας από τους λίγους Έλληνες που έλαβαν τίτλο ευγενείας από Ρώσο τσάρο, τον Νικόλαο Β΄, ενώ ανάλογους τίτλους έλαβαν οι Ροδοκανάκηδες του Λιβόρνου: ο Παντελής από τον μέγα δούκα της Τοσκάνης, στις 20/7/1846, ενώ ο γιος του, Εμμανουήλ, έλαβε τον τίτλο του κόμη από τον βασιλέα της Ιταλίας. Οι οικογένειες Μαυρογορδάτων, Τοσίτζα, Παπάζογλη, Παππούδωφ, Πάλλη, και Ροδοκανάκη, κατά τον 19ο αι., αγόρασαν βίλες στα περίχωρα της Τοσκάνης όπου και κατοικούσαν. Το 1834, ο Εμμανουήλ Ροδοκανάκης αγόρασε από τον αγγλικής καταγωγής μεγαλέμπορο, Giovanni Grant, μία «μεγαλοπρεπή βίλα» και ενεγράφη στη Χρυσή Βίβλο των ευγενών της Τοσκάνης. Η βίλα, επίκεντρο των κοσμικών δραστηριοτήτων των Χίων μεγαλεμπόρων της περιοχής, παρέμεινε στην ιδιοκτησία της οικογένειας μέχρι το 1947.
Οι περισσότεροι Χίοι των μεγάλων διεθνοποιημένων οίκων δεν διακρίθηκαν για τη δραστηριότητά τους ως ευεργετών, σε αντίθεση με τους Ηπειρώτες π.χ. Αυτό συνδέεται και με την απομάκρυνσή τους από την Ελλάδα και με τη στρατηγική της δημιουργίας πολυάριθμων οικογενειών που κληρονομούσαν την οικογενειακή περιουσία. Αντίθετα, οι ηπειρώτες εθνικοί ευεργέτες αφιέρωναν εν πολλοίς τη ζωή και την περιουσία τους στον τόπο καταγωγής τους ή τη χώρα τους, όπως θα συμβεί με τους Ζωσιμάδες, τον Καπλάνη και άλλους, που θα παραμείνουν ανύπαντροι και «άκληροι». Οι μεγάλοι Χίοι ευεργέτες, Συγγρός, Δρομοκαΐτης κ.ά. έζησαν ένα μέρος της ζωής τους στην Ελλάδα, και δεν άφησαν απογόνους, όπως ο Συγγρός.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ

Αυτή η μεταπρατική μετάλλαξη σηματοδοτεί τη συρρίκνωση και την «ήττα» του «ελληνικού τρόπου παραγωγής», μιας εμπορευματικής, μη καπιταλιστικής – ενταγμένης  μάλλον στο σχήμα  μιας  ιδιότυπης «μανιφακτούρας» – παραγωγής, που μεγαλούργησε προς στιγμήν στις συντεχνίες, στη ναυτιλία μας, στα Μαντεμοχώρια, στα Αμπελάκια, στη Μοσχόπολη, ακόμα και στο χιώτικο δίκτυο. Η κοινοτική μορφή οργάνωσης του ελληνισμού, όπως τονίζει ο Πανταζόπουλος, αποτελεί τη «μικρο»-πολιτική-πολιτειακή μορφή έκφρασης αυτού του «συνεταιριστικού», προ-καπιταλιστικού, ή μάλλον μη-καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στηριγμένου στη μικροϊδιοκτησία, τη δικτυακή διασύνδεση, τις «συντροφίες» και τις συντεχνίες. Ωστόσο, αυτή η κοινοτική μορφή οργάνωσης δεν θα αποδειχθεί ικανή να προστατεύσει  τις ελληνικές συσσωματώσεις – είτε τις στρατιωτικές, όπως στο Σούλι που θα υποκύψει στον Αλή πασά, είτε τις οικονομικές,  όπως τη Μοσχόπολη –, ενώ, μετά  το πέρας των ναπολεόντειων πολέμων,  θα υποκύψει απροστάτευτη στον επιθετικό ανταγωνισμό του βιομηχανικού δυτικού καπιταλισμού – όπως θα συμβεί με τα Αμπελάκια. Ακόμα και οι ναυτικές κοινότητες των νησιών, που είχαν αναπτυχθεί εκμεταλλευόμενες τον αμερικανο-αγγλικό πόλεμο, τη ρωσική προστασία, τους ρωσο-τουρκικούς πολέμους και προπαντός τον ηπειρωτικό αποκλεισμό, κατά τη διάρκεια της γενικευμένης ευρωπαϊκής αναταραχής – που αρχίζει με τη γαλλική επανάσταση και τελειώνει με το Βατερλώ –, θα αντιμετωπίσουν την πρώτη γενικευμένη κρίση τους κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα.
Για τον κοινοτικά οργανωμένο ελληνικό τρόπο παραγωγής υπήρχαν δύο και μόνο δρόμοι. Είτε να αποκτήσει ένα δικό του κράτος, ικανό να τον προστατεύσει και να επιτρέψει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του, είτε να ακολουθήσει και να ολοκληρώσει την οδό της μεταπρατικής υποστροφής και της παρασιτικής ενσωμάτωσης. Η επανάσταση του ’21 θα αποτελέσει έτσι την απάντηση του κοινοτικά οργανωμένου ελληνισμού στη διπλή πίεση της βιομηχανικής καπιταλιστικής Δύσης και της συμμάχου της, της κρατικά οργανωμένης οθωμανικής λεηλασίας. Και γι’ αυτό σε αυτή θα συμμετάσχουν εν τέλει, παρά τους δισταγμούς τους, Έλληνες της διασποράς, έμποροι της Κωνσταντινούπολης, εφοπλιστές και ναυτικοί των νησιών.
Ωστόσο, το ελληνικό κράτος, που θα συγκροτήσει μετά από πολλούς αγώνες ο ελληνισμός, θα είναι ένα αδύναμο και εξαρτημένο κράτος, όσο επέτρεψαν οι μεγάλες δυνάμεις, ανίκανο να προστατεύσει και να αναπαραγάγει μια αυτόκεντρη αναπτυξιακή πορεία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η διεθνοποίηση των ελληνικών εμπορικών οίκων, των βιεννέζων Μοσχοπολιτών της οικογένειας Σίνα και των κατ’ εξοχήν διεθνοποιημένων Χίων εμπόρων, χωρίς την ύπαρξη μιας αναλόγου βάρους εθνικής οικονομικής βάσης, οδηγούσε αναπόφευκτα στη σταδιακή απομάκρυνση από την ελληνική κοινότητα και, εν τέλει, από την ίδια την ελληνική ταυτότητα. Και οι Χιώτες, οι μεγαλύτεροι έμποροι του ελληνικού κόσμου, δεν αποτελούν παρά την πιστότερη εικόνα μιας εξέλιξης καθολικών διαστάσεων.
Η ναυτιλία υπήρξε η μόνη διεθνής δραστηριότητα που συντηρούσε μία σχέση με τη γενέθλια γη, κυρίως εξ αιτίας της επάνδρωσης του ποντοπόρου στόλου με Έλληνες ναυτικούς. Σταδιακώς, όμως – στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού και κατ’ εξοχήν κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αι. – απελληνοποιήθηκαν και τα πληρώματα των πλοίων σε τεράστια έκταση έτσι, αδυνάτισαν ακόμα περισσότερο οι σχέσεις ανάμεσα σε μια ναυτική δραστηριότητα, που ασκείται σε ένα κυριολεκτικά πλανητικό θέατρο και η οποία έχει ως μεταφορικό επίκεντρο την… Κίνα και χρηματιστικό-ασφαλιστικό το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, – με την Ελλάδα να λειτουργεί μόνον, ή κατ’ εξοχήν, ως υποδοχέας τραπεζιτικών και καταναλωτικών δραστηριοτήτων. Και όμως οι εφοπλιστές ακόμα και στη σημερινή, αποσυνδεδεμένη από την ελληνική αγορά μετεξέλιξή τους, διατηρούν ισχυρά στοιχεία από τη δικτυακή, οικογενειακή και «μανιφακτούρικη» παράδοση της ελληνικής οικονομίας.
Διαμορφώνεται τωόντι το παράδοξο της ηγεμονίας μιας ελίτ, η οποία αισθάνεται – και αποτελεί εν πολλοίς – μέρος των δυτικών ελίτ, μεταβάλλοντας την ίδια της τη χώρα σε ημι-αποικία! Δεν πρόκειται για μια διαπίστωση ηθικού χαρακτήρα, αλλά για μια κατ’ εξοχήν υλική, αντικειμενική διαδικασία, κατά τη διάρκεια εξέλιξης της οποίας παρεμποδίστηκαν και υπονομεύθηκαν οι ελληνικές παραγωγικές δραστηριότητες, έτσι, οι Έλληνες επιχειρηματίες στράφηκαν υποχρεωτικά προς μεταπρατικές δραστηριότητες, «συμμαχώντας» με τους ίδιους τους δημίους τους, είτε τους Τούρκους πασάδες, που έλεγχαν τη διαδικασία της παραγωγής πρώτων υλών, και το οθωμανικό κράτος, είτε τους ανταγωνιστές τους, τους δυτικούς βιομηχάνους, εμπόρους και τραπεζίτες. Και βεβαίως, σήμερα, μετατρέπουν και το κράτος, το οποίο ελέγχουν, σε ένα ιδιότυπο προτεκτοράτο των κυρίαρχων δυνάμεων και – γιατί όχι; – και του επανακάμψαντος νεο-οθωμανισμού.
Στις μέρες μας, αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε, με την καταναλωτικού χαρακτήρα ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη και την πρόσκαιρη μετοχή και μέθεξη στο δυτικό σύστημα αξιών του συνόλου του ελληνικού λαού, με καταναλωτικό-παρασιτικό τρόπο. Ωστόσο, τη στιγμή της κρίσης, αναδεικνύεται ανάγλυφη η άλλη όψη του νομίσματος, ότι δηλαδή η Ελλάδα είναι ταυτόχρονα και ημιαποικία της Δύσης και, κατά συνέπεια, καλείται πρώτη να αντιμετωπίσει και να υποστεί, ως οιονεί πειραματόζωο, τις συνέπειες της καθολικής κρίσης της δυτικής ηγεμονίας, που περιγράφουμε σε άλλες σελίδες αυτού του περιοδικού.

ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023