Περί της στρατιωτικής εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι Εκκλησίες
Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*
Ως κεραυνός εν αιθρία έπεσε για τους πολλούς η σχεδιασμένη στρατιωτική επίθεση της σύγχρονης Ρωσίας του 21ου αι., επί του «τσάρου» Βλαντίμιρ Πούτιν, στην σύγχρονη Ουκρανία. Μια Ουκρανία που βολοδέρνει πολιτικά και σε περίεργα λημέρια. Αφορμές για την επίθεση υπάρχουν πολλές. Όμως, όπως γνωρίζουμε από την ιστορία, αυτές δεν ταυτίζονται με τις αιτίες.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και του «Συμφώνου της Βαρσοβίας», η στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ, όχι μόνο δεν αυτοδιαλύθηκε, αλλά επεκτείνεται ανατολικά της Ευρώπης, σε χώρες που το ζήτησαν στην μετασοβιετική εποχή. Αυτό βεβαίως δεν ήταν μόνο θέμα δυτικής προπαγάνδας, ούτε καν η κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Η Ουκρανία είχε μείνει έξω απ’ αυτή την επέκταση του ΝΑΤΟ, μετά την «Συμφωνία του Μίνσκ».
Όμως: «…ωστόσο, το Κίεβο και όχι η Μόσχα ευθύνεται για τη συστηματική ναρκοθέτηση των συμφωνιών. Σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι κενό γράμμα. Είναι ενδεικτικό πώς από τους 14.000 περίπου νεκρούς αυτά τα οκτώ χρόνια, οι περισσότεροι πέθαναν μετά την υπογραφή των συμφωνιών…».[1] Στην αρχή του άρθρου του σημειώνει ο ίδιος αρθρογράφος:
«…Υπογράφτηκαν το 2014 και 2015 στην πρωτεύουσα της Λευκορωσίας. Η αναγνώριση από την Ρωσία την Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου της ανεξαρτησίας των δημοκρατιών του Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ σίγουρα έβαλε το τελευταίο καρφί στο φέρετρο των συμφωνιών….».
Αυτή η ακύρωση στην πράξη είχε ως βάση την υπερβολική μέχρι φασιστική πίεση και «πνίξιμο» σε πολλούς ρωσόφωνους της Ουκρανίας που είναι και ρωσόφιλοι. Το αντάρτικο κίνημα από τότε είναι σε εξέλιξη σε δύο απ’ αυτές τις νοτιοανατολικές περιοχές της Ουκρανίας (Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ). Την αυτονομία-ανεξαρτησία τους, σχεδόν χωρίς να χυθεί αίμα, αποδέχτηκε το Κρεμλίνο ως ανεξάρτητες περιοχές και τις ενέταξε στη ρωσική ομοσπονδία με την εισβολή!
Συνέχεια