Αρχείο κατηγορίας Άνω θρώσκοντες και φιλοσοφούντες

Άνω θρώσκοντες και φιλοσοφούντες

Πολιτική και Πολιτισμός I

Πολιτική και Πολιτισμός

 

Του Νικήτα Χιωτίνη*

 

 

Στις μέρες μας, ολοένα και περισσότερο, διαπιστώνουμε το πόσο αυθαίρετες κατασκευές και νοηματοδοτήσεις λέξεων και όρων, μας οδηγούν σε απόλυτες συγχύσεις εννοιών και πρακτικών. Δεν μπορούμε βεβαίως εδώ παρά να ανατρέξουμε στην μνημειώδη ρήση του κυνικού Αντισθένους, πως «αρχή παιδείας η των ονομάτων επίσκεψις». Δύο λέξεις που μας έχουν τελευταία αποπροσανατολίσει, είναι οι λέξεις «πολιτισμός» και η λέξη «πολιτική».

Η λέξη «πολιτισμός», προερχόμενη από τη λέξη «πόλις», καταδήλως σχετίζεται εννοιολογικώς με αυτήν: η «πόλις» χαρακτήριζε βεβαίως τον οικισμό και την κοινωνία που διέμενε σε αυτόν, αλλά εμπεριείχε και το όλο πνευματικό υπόβαθρο στο οποίο αυτά επικάθονταν. Εμπεριείχε με άλλα λόγια τον όλο τρόπο ύπαρξής τους, δηλαδή την όλη υπαρξιακή ή φιλοσοφική θεμελίωσή τους. Ο «πολιτισμός» βεβαίως   δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με την έννοια αυτή της «πόλεως». Συνακολούθως, η «πολιτική» ήταν η περί αυτής της «πόλεως» μέριμνα, η προσπάθεια προώθησης των συλλογικών της στόχων, στους οποίους βεβαίως κύρια θέση καταλάμβαναν η προώθηση της υπαρξιακής σημαντικής του ανθρώπου και των κοινωνιών. Η ιστορία μάλιστα δείχνει πως αυτό συνιστούσε «το κοινό και το κύριο των λαών» – δανειζόμενοι έκφραση του Σολωμού – και αποτελούσε γι’ αυτούς κύριο ζητούμενο, ως αδιαίρετο συστατικό της καθημερινής τους ζωής. 

Δυστυχώς όμως, οι ανωτέρω λέξεις αλλοιώθηκαν, με τη συνδρομή βεβαίως της Δύσεως: η δυτική νεωτερική πρόταση περί νοηματοδότησης της Ζωής και του  Ανθρώπου, του Κόσμου και της Ιστορίας, πρόταση που συνοψίστηκε στη πρόταξη άλλων προτεραιοτήτων ζωής, μετάλλαξε την παλαιά «πόλιν» σε  «citas», και από κεί ο όρος  civilisation  τον οποίον μεταφέραμε μεταπρατικώς σε «πολιτισμό»[i]: παρόλη την αρχική μέριμνα αυτή η civilisation να έχει να κάνει με τον ίδιο τον τρόπο ύπαρξης και προώθησης του όποιου εναπομείναντος φιλοσοφικού υποβάθρου των κοινωνιών, με τον καιρό αυτό εξασθένησε και έτσι σωστά φερόμενοι οι δυτικοί σχεδόν εγκατέλειψαν τον όρο και χρησιμοποιούν τον όρο culture, «καλλιέργεια», υπό την έννοια της πνευματικής καλλιέργειας των μελών της κοινωνίας. Σημειωτέον μάλιστα ότι ο όρος culture προέρχεται από το  culte, που έχει να κάνει και με έννοιες θρησκευτικές, εξ’ άλλου και ο όρος καλλιέργεια ετυμολογικώς δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με την καλλιέργεια της γης, αλλά εμπεριέχει τη λέξη κάλλος και τη λέξη έργον. Υπάρχει και η λέξη «καλλιέρεια», επίσης με το συνθετικό κάλλος και το ιερόν, με βαθύτερη βεβαίως σημασία.

Εν πάση περιπτώσει σήμερα με έναν αυθαιρέτως νοηματοδοτημένο  «πολιτισμό» εννοούμε – στην Ελλάδα –  τις «πνευματικές» και «καλλιτεχνικές» πρακτικές, πρακτικές ξεκομμένες από την καθημερινή ζωή και από τους συλλογικούς στόχους των κοινωνιών. Η δε παλαιά «πολιτική» έχει εκπέσει σε μια απλή διαχειριστική, κυρίως λογιστική διαχειριστική, των κοινωνιών, των νεωτερικής έμπνευσης και λειτουργίας «κρατών», που δεν ενδιαφέρεται παρά δίκην πολυτέλειας ακόμα και με αυτή τη συρρικνωμένη έννοια του πολιτισμού – και δικαίως, γιατί έτσι συρρικνωμένα αυτός ο πολιτισμός δεν πολυέχει νόημα, ου μην βλάπτει και αποπροσανατολίζει. Η αλήθεια είναι πάντως πως το συνθετικό της culture, culte, χρησιμοποιείται στη Δύση και μάλιστα προτασσόταν και προτάσσεται σε επίπεδο «πολιτικής», ενώ το αντίστοιχο, αν μπορούμε να το παραλληλήσουμε, «κάλλος», όχι μόνο δεν το χρησιμοποιούμε εμείς καθόλου, αναφερόμενοι στον «Πολιτισμό», αλλά και όποτε τον χρησιμοποιούμε   αλλοιώνουμε τη σημασία του.

Ο «πολιτισμός» με άλλα λόγια, δεν είναι η ζωγραφική, η αρχιτεκτονική, το θέατρο και η μουσική, ή ό,τι άλλο «καλλιτεχνικό». Αυτά δεν αποτελούν παρά εκδηλώσεις του και συμπύκνωσή του ή και τρόπο  προώθησής του, δεδομένου της συν-κινητικής ιδιότητάς τους. Ούτε η ευγένεια στις διαπροσωπικές σχέσεις ή η ποιότητα των οικιακών σκευών και των αυτοκινήτων, που δεν αποτελούν και αυτά παρά εκφράσεις του, ως εκφράσεις των προτεραιοτήτων της ζωής μας.  Πολιτισμός είναι ο τρόπος με τον οποίον υπάρχουν και θεωρούν πως υπάρχουν οι κοινωνίες, είναι το υπαρξιακό πεδίο αναφοράς τους, είναι η φαντασιακή θέσμισή τους – για να θυμηθούμε τον Καστοριάδη[ii] – που τελικώς όμως πρόκειται για τη φιλοσοφική τους θέσμιση ή θεμελίωση, απ’ όπου προκύπτουν οι συλλογικοί και οι ατομικοί στόχοι και οι προτεραιότητες της καθημερινής ζωής. Το ότι οι προτεραιότητες της καθημερινής προκύπτουν από αυτό το συλλογικό φαντασιακό ή τη φιλοσοφική μας θεμελίωση, έχει αρκούντως αναλυθεί και καταδειχθεί. Ο ίδιος ο Marx, π.χ., διαβεβαίωνε πως ο Απόλλων των Δελφών ήταν στη ζωή των Ελλήνων μία δύναμη τόσο πραγματική όσο και οποιαδήποτε άλλη, η δε  υποτιθέμενη «πραγματική» Οικονομία έχει καταδήλως φαντασιακά  θεμέλια:  η περίφημη Πολιτική Οικονομία εξαρτάται από την ανθρώπινη  συμπεριφορά   και έχει πρωτίστως να κάνει με τις προτεραιότητες της ζωής των ανθρώπων, των αναγκών τους και των επιθυμιών τους, που διαμορφώνονται από σημασίες φαντασιακές, τουλάχιστον εξ’ ίσου με τις όποιες  «πραγματικές» ανάγκες, επιθυμίες και προτεραιότητες και στο βαθμό που αυτές είναι ανεξάρτητες από τις  φαντασιακές.

Η ιστορία αποδεικνύει ότι η ιστορία των κοινωνιών, των συγκρούσεων και των κάθε είδους εξελίξεων ταυτίζεται με την ιστορία των Πολιτισμών, με την έννοια που δώσαμε παραπάνω στον όρο αυτόν. Αυτό δε, δεν αφορά μόνο στις  αρχαίες κοινωνίες, όπου και είναι κατάδηλον. Οι νεώτερες κοινωνίες και τα νεωτερικά έθνη-κράτη, συγκροτήθηκαν στηριζόμενα σε τέτοιου είδους φιλοσοφικές ή αν θέλετε σε αντίστοιχης σημασίας «νοηματικά και πολιτισμικά συστήματα» – για να θυμηθούμε τον Μ. Weber[iii], που πρώτος αμφισβήτησε τον επικρατούντα «θετικισμό και οικονομισμό» στην πολιτική κοινωνιολογία τη δεκαετία του -60 και αυτή η αμφισβήτηση ενισχύεται ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Η Ευρώπη, π.χ., οφείλει την ύπαρξή της ως κοιτίδα ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας, στον χριστιανισμό και στο όνομα αυτού προσπάθησε να απλωθεί στον κόσμο όλο. Λαοί που στερούντο πολιτισμικής Παράδοσης, για να μπορέσουν να συγκροτηθούν ως κράτη, δανείστηκαν πολιτισμικές βάσεις από άλλους λαούς – π.χ. ο αμερικανικός λαός που στηρίχτηκε σε χριστιανικές διδασκαλίες και σε αρχαιοελληνικές παρακαταθήκες – ασχέτως του πως αυτά ερμηνεύτηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν. Οι κοινές πολιτισμικές παραδόσεις είναι προφανές ότι και σήμερα βρίσκονται πίσω από οικονομικές ή άλλου είδους συμμαχίες και συνασπισμούς κρατών και λαών και  εξακολουθούν να βρίσκονται εμφανώς ή αφανώς πίσω από κάθε είδους συγκρούσεις. Οι προσπάθειες δε του κατά το μάλλον ή ήττον επικρατούντος, μέχρι τώρα, δυτικού Πολιτισμού να επιβληθεί παγκοσμίως όχι μόνον απέτυχε, αλλά όπου «εκσυγχρονίστηκαν», δηλ. εκδυτικοποιήθηκαν,  από υλικής απόψεως, χώρες τρίτου κόσμου και μάλιστα χώρες με βαθιά πολιτισμική παράδοση, πέτυχε το αντίθετο. Συνετέλεσε στην ενδυνάμωση των τοπικών αυτών πολιτισμικών παραδόσεων, απολύτως αντίθετη έως εχθρική με την δυτική πολιτισμική πρόταση και αυτό με παρενέργειες: ενδυνάμωση ή και δημιουργία φονταμενταλισμών, με τις συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε.

Ο γνωστός S. Huntington, ένας από τους επιφανείς θεωρητικούς της αμερικανικής γεωπολιτικής στρατηγικής, στα περίφημα κείμενά του «Η σύγκρουση των πολιτισμών» και «Η Δύση μοναδική όχι οικουμενική»[iv] αναλύει πως η πολιτισμική ταυτότητα θα είναι όλο και περισσότερο σημαντική στο μέλλον και ο κόσμος θα διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των επτά ή οκτώ – κατά τη γνώμη του- μεγαλυτέρων πολιτισμών.[v] Δεν συμφωνούμε με αυτήν την καταμέτρηση, αλλά σημασία έχει πως επισημαίνει την καθοριστική σημασία των πολιτισμών στην εξέλιξη των κοινωνιών και των κρατών, στην εξέλιξη της Ιστορίας. Άλλωστε και ο ίδιος ο Foukouyama εγκατέλειψε την θεωρία περί τέλους της Ιστορίας, διαπιστώνοντας πως αυτή θα έχει ως κύριο πεδίο εξέλιξής της την Ανατολή. Όπως δε μας αναλύει ο Γ. Καραμπελιάς, «η σημερινή άνοδος του Huntington στο παγκόσμιο στερέωμα αποτελεί έκφραση της μετατόπισης της Δύσης ααπό το τέλος της Ιστορίας του  Foukouyama και την παγκόσμια νίκη του δυτικού ανθρώπου-εμπορεύματος, στη λογική της Δύσης-Φρούριο»[vi], μετακίνηση που ολοκληρώθηκε την 11η Σεπτεμβρίου 2001, αλλά ήδη η Δύση δείχνει άλλη στάση προς την Ανατολή, κάτι το οποίον είχε επίσης προταθεί από τον Huntington και ίσως αρχίσει να υλοποιείται τώρα και βεβαίως δεν είναι του παρόντος να ασχοληθούμε με την παρουσίασή του. Απλώς τονίζουμε πως η γεωπολιτική στρατηγική της «Δύσεως» ξεκινά από  την αναγνώριση της σημασίας των Πολιτισμών και με βάση αυτήν την αναγνώριση σχεδιάζει την Πολιτική της, η οποία μάλλα λόγια έχει ως επίκεντρο τον Πολιτισμό.  Αναφερόμαστε κυρίως στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, εκφραζόμενη τελευταία δυναμικά από τον Obama και της Γαλλίας, που επιδιώκει ηγετικό ρόλο στην Ευρώπη, από τον Sarkozi. Ομοίως όμως λειτουργούν και οι πολιτικές των άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών. Δεν αναφέρομαι στην άπω Ανατολή, που κινούνται με έναν τρίτο τρόπο ανάπτυξης, αυτόν που εδράζεται πάνω στις πολιτισμικές τους Παραδόσεις – που διαφοροποιείται δηλ. από τα κύρια μοντέλα του κρατισμού και του φιλελευθερισμού. Βεβαίως είναι και τα ισλαμικά κράτη, που «εκσυγχρονιζόμενα» αντί να εκδυτικοποιηθούν πολιτισμικώς, ανέσυραν την απωθημένη από την υλική τους μιζέρια ιδιοπροσωπία τους, την προέταξαν – ίσως  την ανέπτυξαν περαιτέρω – και με αυτήν πορεύονται. Πολιτισμική πολιτική κάνει τελευταία και η Τουρκία, που εγκαταλείπει κεμαλική εμμονή στη συγκρότηση νεωτερικής εμπνεύσεως έθνους-κράτους – άλλωστε αυτά έχουν πλέον δείξει τα όριά τους –  και περνά στην πολιτική Νταβούτογλου που δίνει έμφαση στον ισλαμικό πολιτισμό και έτσι επιχειρεί να αναχθεί σε μεγάλη «διαμεσολαβητική» δύναμη Ανατολής-Δύσης[vii].  

Παρότι τα παραπάνω τα αναφέραμε κυρίως ενδεικτικώς, οφείλουμε να τονίσουμε την απίστευτη αδιαφορία που δείχνουν στον Πολιτισμό – με τον Πολιτισμό στην πραγματική έννοια του όρου – οι σημερινοί Έλληνες πολιτικοί και συνακολούθως η ελληνική κοινωνία, δεδομένου της πλύσης εγκεφάλου που αυτή δέχεται πανταχόθεν και δεν υπερβάλουμε καθόλου χρησιμοποιώντας αυτές τις λέξεις. Πρώτ’ απ’ όλα, δηλ. σε πρώτο επίπεδο θεώρησης των πραγμάτων, ο Πολιτισμός είναι αυτός που καθορίζει τους συλλογικούς και ατομικούς στόχους και προτεραιότητες. Υπόσχονται,  π.χ. και ανταγωνίζονται – δήθεν –  οι πολιτικοί μας, με στόχο την υφαρπαγή δια ψηφοφορίας  – δήθεν ελεύθερης – για αύξηση μισθών κατά μερικά ευρώ, ενώ από δίπλα διαφημίζεται ο πάμπλουτος με το ιδιωτικό νησί που κέρδισε παίζοντας λόττο. Όταν προτεραιότητα ζωής είναι η πολυτελής ζωή, σπρώχνεται ο έχων αυτό ως προτεραιότητα της ζωής του να δαπανήσει πολλαπλάσια αγοράζοντας λόττο και μη έχοντας ποτέ ελέγξει το ποσοστό που παρακρατά το κράτος, που είναι πολλαπλάσιο από το κέρδος των ιδιωτικών καζίνο. Μόνο με έναν άλλο Πολιτισμό, θα λυνόταν το δημοσιονομικό πρόβλημα: ο Γκάντι είχε πεί «αν ζήσετε απλά, άλλοι απλά θα ζήσουν».

Αν πάμε όμως λίγο βαθύτερα, θα πρέπει να νοιώσουμε όλοι βαθιά θλίψη, διαπιστώνοντας ότι οι πολιτικοί μας – μάλλον και ‘μείς μαζί – αγνοούμε ή έστω παραβλέπουμε, ότι η ίδια η ύπαρξη της Ελλάδος, της νεώτερης Ελλάδος, οφείλεται στην Πολιτισμική της Παράδοση  ή αν θέλετε σε αυτό που η Δύση θεωρούσε, ως τέτοια και σε αυτά που πρόσμενε, αλλά και προσμένει,  από αυτήν.

Η Ιδέα του Νέου Ελληνικού Κράτους προέκυψε από μία εκπληκτική σύζευξη νεωτερικότητας και Ελληνικής Παράδοσης όπως αυτή σχηματοποιήθηκε σε πολιτική πράξη από το Ρήγα. Η Ευρώπη ήδη από τα τέλη του 18ου και κυρίως σ’  όλο τον 19ο αιώνα – και ακόμα περισσότερο στον 20ο – βιώνει τα αδιέξοδα της νεωτερικής νοηματοδότησης του Ανθρώπου και του νοήματος της Ζωής. Από τότε μέχρι τις μέρες μας, βιώνει τον σταδιακό θάνατο της ψυχής και της ελευθερίας, τις συνέπειες δηλ. της κυριαρχίας του λεγόμενου «ορθολογισμού», που κατέπεσε σε καθαρά εργαλειακό ορθολογισμό στην υπηρεσία του παραγωγισμού και της κατανάλωσης, που κυριάρχησαν  ως τα νέα δόγματα  που είναι τα μόνα που εκφράζουν την έννοια της προόδου και της ευτυχίας. Ως αντιστάθμισμα λοιπόν αυτής της επικρατούσης κατά τον 18ο αιώνα δυτικής νεωτερικής νοο-τροπίας, δηλ. δυτικής πολιτισμικής πρότασης, ως αντιστάθμισμα «της πρώτης απογοήτευσης του κόσμου», όπως ονόμαζε ο Καστοριάδης την απογοήτευση που προήλθε από την οπισθοχώρηση των θρησκειών[viii], δηλ. των παλαιότερων οντολογιών ή φιλοσοφικών θεμελιώσεων ή θεσμίσεων των κοινωνιών, θα εμφανιστεί ο λεγόμενος «ρομαντισμός». Θα εμφανισθεί  ως προϋπόθεση για την ίδια την επιβίωση του Ανθρώπου, «απέναντι σε μία ξέφρενη μεγαμηχανή την οποίαν πλέον δεν κατευθύνει κανένας, μήτε καν ο τρελός μηχανοδηγός του βωβού κινηματογράφου»[ix]. Αυτός ο ρομαντισμός του 19ου αιώνα, ως το μόνο απελευθερωτικό κίνημα στην Ευρώπη απέναντι στην καταδυνάστευση της ανθρωπότητας από τον νεωτερικό εργαλειακό ορθολογισμό, θα  προσπαθήσει να ανακαλύψει τις χαμένες αξίες της ανθρώπινης ύπαρξης στις παλιές οντολογίες,  μέσα στα διασωθέντα ήθη, στα έθιμα και στην Τέχνη των λαών, μέσα στις πρωτόγονες κοινωνίες, μέσα στα ενδότερα της ανθρώπινης ψυχής, μέσα στις οικουμενικής αξίας τοπικές Παραδόσεις,  θέτοντας  εκ νέου ερωτήματα αφορούντα στην ίδια την υπαρξιακή διάσταση του Ανθρώπου.

Από τα τέλη έτσι του 18ου αιώνα, η Ευρώπη αρχίζει να  επαναξιολογεί την Ελληνική Παράδοση, με έμφαση σ’ αυτήν της Αρχαίας Ελλάδας και να προστρέχει σε αυτήν. Ο ιδιοφυής τότε Ρήγας, κινείται επιλεκτικά μεταξύ ευρωπαϊκού Διαφωτισμού – καθ’ όσον ως προς τη δημιουργία και λειτουργία του κράτους ακολούθησε τα παραδείγματα της Γαλλικής Επανάστασης – και «ρομαντισμού», όπως αυτός τότε ετίθετο, αλλά κυρίως με βαθιά πίστη στην αξία της Ελληνικής Παράδοσης. Πρότεινε τη δημιουργία Ελληνικού Κράτους συνταγματικά αλλά και φιλοσοφικά θεμελιωμένου: στο Σύνταγμά του προβάλλει έναν τύπο άμεσης Δημοκρατίας αρχαιοελληνικής και ρουσοϊκής εμπνεύσεως και προτείνει τη δημιουργία μιάς Επικράτειας όπου περιλαμβάνεται «ο λαός απόγονος των Ελλήνων, όπου κατοικεί την Ρούμελην, την Μικράν Ασίαν, τας μεσογείους νήσους, την Βλαχομπογδανίαν, αλλά και όλους όσους στενάζουν υπό την δυσφορωτάτην τυραννίαν του Οθωμανικού βδελυρωτάτου δεσποτισμού…». Η Επικράτεια αυτή ενοποιείται με την συνέργεια θεσμών που εμψυχώνει ο «Ελληνισμός», με μέσα γι’ αυτό την καθιέρωση της Ελληνικής ως επίσημης γλώσσας και την υποχρεωτική διδασκαλία της στην εκπαίδευση και συνάμα με την διαρκή αναφορά στον «Ελληνικόν Τόπον» και την «Ελληνικήν Γήν».   

Πρόκειται περί παραδείγματος οικουμενικής αξίας, καθόσον θεμελιώνει μία μετανεωτερική κοσμοθεωρητική πρόταση, πρόταση ιδιαίτερα πολύτιμη σήμερα, που γίνεται ολοένα και περισσότερο εμφανής η  χρεοκοπία του κοσμοθεωρητικού προτάγματος της νεωτερικότητος, πρόταση ιδιαίτερα πολύτιμη στο σημερινό κόσμο της σύγκρουσης των φονταμεταλισμών ένθεν κακείθεν μιας αμήχανης ηπείρου, μιας ηπείρου κατά τα φαινόμενα αδύναμης πλέον να παρέμβει στην Ιστορία. Αυτή η εμμονή  συνοψίζεται στην άποψη-οικτιρμό, που συχνά ακούγεται, πως «ακόμα οι Ελληνες αναζητούμε την ταυτότητά μας ανάμεσα στο δυτικό παράδειγμα και την τοπική Παράδοση, ανάμεσα στο Λόγο και το Βίωμα».  Μα αυτή ακριβώς η σύζευξη και συμπόρευση,  αποτελεί το Ελληνικό παράδειγμα του 19ου αιώνος και θεμελιώνει την Πολιτιστική   Πρόταση της Νέας Ελλάδας. Αυτό είναι ένα ζήτημα   που παλαιότερα στην Ελλάδα αποτελούσε θέμα γόνιμων συζητήσεων και αναφορών, οι εφημερίδες μέχρι μιας εποχής – μέχρι ίσως και τη δεκαετία του -60 – συναγωνιζόντουσαν σε πολιτιστικά θέματα,  που όμως πρώτοι οι πολιτικοί εγκατέλειψαν και τώρα πιά αγνοούν πλήρως. 

Το έλλειμμα αυτό της νεοελληνικής  πολιτικής ή «πολιτικής», καθίσταται τραγικό, σήμερα που τα ζητήματα του Πολιτισμού διεθνώς καταλαμβάνουν το κεντρικό πεδίο, την κεντρική αναφορά, το κεντρικό ζητούμενο και το κεντρικό εργαλείο της Πολιτικής. Είναι π.χ. εμφανής η πολιτική Νταβούτογλου, είναι επίσης εμφανής η στροφή της πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών, προβλεφθείσα στις εκθέσεις-προτάσεις Huntington, είναι εμφανής η πολιτική των μεγάλων τουλάχιστον ευρωπαϊκών κρατών που έχουν θέσει τον Πολιτισμό στην κύρια ατζέντα τους. Είναι εμφανές πως βρισκόμαστε σε ένα παγκοσμιοποιημένο πλέον γίγνεσθαι, όπου το θέατρο της Ιστορίας μετατοπίζει στη Ανατολή την κεντρική του σκηνή – π.χ. οι ανακοινώσεις του ΥΠ.ΕΞ της Κίνας γίνονται μόνο στα κινεζικά. Στην Ελλάδα οι πολιτικοί είτε είναι εκτός τόπου και χρόνου, είτε δείχνουν πως είναι εκτός τόπου και χρόνου: και οι δύο παραπάνω περιπτώσεις αποδεικνύουν το πολιτικό μας αδιέξοδο και το άδηλο μέλλον μας.

 

* Ο Dr Νικήτας Μ. Χιωτίνης είναι αρχιτέκτων-καθηγητής ΤΕΙ Αθήνας.

 

Βιογραφικό (Βρέθηκε από το ΜτΒ):

«Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 25-10-1953 και είναι έγγαμος με δύο παιδιά. Απόφοιτος του Α Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών.

Βασικές σπουδές:

– Πτυχίο Αρχιτέκτονα Μηχανικού από την Ecole Speciale d/Architecture, Παρίσι
Μεταπτυχιακές σπουδές:

– Maitrise Αισθητικής από το Τμήμα Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης, του Πανεπιστημίου Paris .

– D.E.A Φιλοσοφίας, με ειδίκευση στη Φιλοσοφία της Τέχνης και του Πολιτισμού, από το Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Paris I – Sorbonne.

– Διδακτορικός Τίτλος Αρχιτεκτονικής από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π., έδρα Μορφολογίας.

Έχει εργαστεί ως ελεύθερος επαγγελματίας, με αντικείμενο αρχιτεκτονικές μελέτες και κατασκευές, αποκαταστάσεις παραδοσιακών κτιρίων και οικισμών, καθώς και μελέτες εσωτερικών χώρων. Πραγματοποιηθέντα έργα έχουν τύχει δημοσίευσης και σχολιασμού σε ειδικά αρχιτεκτονικά.»

 

ΠΗΓΗ: http://www.teiath.gr/site/dioikisi/xiot/xiotinis.htm

 


[i] Τη λέξη Πολιτισμός την εισήγαγε ο Κοραής, λήμμα στη Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, Στέφανου Α. Κουμανούδη. Αναφορά στη «Πολιτισμική Ιστορία» του Pascal Ory, σελ. 12, εκδ. Ινστιτούτο του βιβλίου-Α.Καρδαμίτσα, 2007

[ii] Καστοριάδης Κορνήλιος, «Η φαντασιακή θέσμιση των κοινωνιών», εκδ. ΚΕΔΡΟΣ 1981

[iii] Bertrand Badie, «Κουλτούρα και Πολιτική», Εκδ. Πατάκη, 1993

[iv] Huntington S., «Η σύγκρουση ανατολής-δύσης», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1998

[v] Εννοεί τον  δυτικό, τον κομφουκιανό, τον ιαπωνικό, τον ινδουιστικό, τον σλαβο-ορθόδοξο, τον λατινοαμερικανικό και πιθανώς τον αφρικανικό πολιτισμό.

[vi] Huntington S. «Η σύγκρουση ανατολής-δύσης», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1998

[vii] Β. Μαρκεζίνης, «Ορατοί οι κίνδυνοι στα εθνικά θέματα» και «Η Ελλάδα και το φαινόμενο Αχμετ Νταβούτογλου» άρθρα στην εφημ. ΕΘΝΟΣ, αναρτημένα στο ΕΘΝΟΣONLINE, Χρ. Γιανναρά «Η πρόκληση Νταβούτογλου», άρθρο εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, αλλά και για πολιτική Τουρκίας: Γ. Καραμπελιάς «Η κοινωνική βάση του νέο-οθωμανισμού» και «Νέο-οθωμανισμός και Ελληνισμός» περ. ΑΡΔΗΝ τ.72 και Στ. Κωσταντινίδης «Νέο-οθωμανισμός: έννοια κλειδί για την κατανόηση της σημερινής Τουρκίας», περ. ΑΡΔΗΝ τ.72

[viii] Καστοριάδης Κορ., Κοινωνία χωρίς μνήμη, συνέντευξη στην εφημ. ΝΕΑ 10/8/1993.

[ix] Γ. Καραμπελιάς, «Ο Ρομαντισμός στον αντίποδα της νεωτερικότητας», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2002

ΑΝΤΙ-Χριστούγεννα…

ΑΝΤΙ-Χριστούγεννα…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή


 

Βέβαια τα Χριστούγεννα πέρασαν. Αλλά το παρακάτω κείμενο, που προέρχεται απ’ τον υποτιτλισμό, σχετικού με τα Χριστούγεννα, βίντεο (koukfamily), δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπίκαιρο. Γιατί τα περιστατικά, στα οποία αναφέρεται, φωτίζουν με τρόπο αποκαλυπτικό, παρόμοια περιστατικά, που συμβαίνουν, εδώ και τώρα, και στον τόπο μας…

Λένε, λοιπόν, μεταξύ άλλων, οι υπότιτλοι του βίντεο αυτού: Κάθε άνθρωπος, λένε, και κάθε έθνος έχει το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα να διαφυλάττει την παράδοσή του. Κι όμως…

Οι Αμερικάνοι χάνουν, στις μέρες μας, αυτό το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα.
Σήμερα η πολιτισμική μας κληρονομιά δέχεται επίθεση από τα ΜΜΕ, και από μια κυβέρνηση αποφασισμένη να την εξαφανίσει.

Και δεν υπάρχει, σχετικά, καλύτερο παράδειγμα από τον πόλεμο, που διεξάγεται ενάντια στα Χριστούγεννα:

Το θέμα των Χριστουγέννων αναφέρεται στην ειρήνη, την αγάπη, τη φιλανθρωπία και την ελπίδα. Στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα, τα χριστουγεννιάτικα δέντρα και τις σκηνές της Γέννησης, όσο και στο αρχέτυπο του Αϊ-Βασίλη, γιορτάζουμε τις παραδόσεις μας, την ενότητά μας, την αγάπη μας. Κι όμως…

Στο λεξιλόγιο των σημερινών Αμερικανών τα «Χαρούμενα Χριστούγεννα» έχουν αντικατασταθεί απ’ τις «Χαρούμενες διακοπές». Οι «χριστουγεννιάτικες διακοπές» στα σχολεία ονομάζεται τώρα «διάλειμμα Χειμώνα». Ακόμη και τα κάλαντα έχουν απαγορευτεί στα σχολεία. Και η λέξη Χριστούγεννα δεν χρησιμοποιείται στα σχολεία. Για τον απλούστατο λόγο ότι η λέξη περιλαμβάνει το όνομα…Χριστός.

Οι εικόνες της Γέννησης, που για εκατοντάδες χρόνια παρουσιάζονταν στην Ευρώπη και την Αμερική τώρα έχουν απαγορευτεί από τα δικαστήρια! Και κάθε εμφάνιση χριστιανικού συμβόλου είναι απαγορευμένη στους δημόσιους χώρους…

Το συστηματικό αυτό γκρέμισμα της γιορτής των Χριστουγέννων δεν είναι βέβαια ένα τυχαίο γεγονός. Αντίθετα μάλιστα τα παραδοσιακά και θρησκευτικά σύμβολα παραμερίζονται εξεπίτηδες.

Και ποιοι βρίσκονται πίσω από τον πόλεμο εναντίον των Χριστουγέννων; Κάποιος μπορεί, ενδεχομένως, να υποψιάζεται κάποια ομάδα αθέων. Αλλά στην πραγματικότητα αυτοί παίζουν ασήμαντο ρόλο.

Η κινητήρια δύναμη, που βρίσκεται πίσω από το ξέφτισμα των παραδόσεων των Χριστουγέννων είναι οι εβραϊκές οργανώσεις και οι εξτρεμιστές Εβραίοι.

Για δεκαετίες κορυφαίες εβραϊκές ομάδες εργάζονται ενάντια στον εορτασμό των Χριστουγέννων. Στα σχολεία μας και στις κοινότητές μας.  Συμπεριλαμβανομένου και του πιο ισχυρού εβραϊκού οργανισμού στην Αμερική: Την Αμερικανική Εβραϊκή Επιτροπή και το Αμερικανικό Εβραϊκό Κογκρέσο.

Και μαζί με αυτές τις οργανώσεις είναι και τα εβραιοκρατούμενα ΜΜΕ. Που προβάλλουν την αντιχριστιανική καμπάνια.

Αποτελεί «έγκλημα μίσους» ακόμη και το να πει κάποιος ότι οι ΗΠΑ ιδρύθηκαν από Ευρωπαίους Χριστιανούς…

Ακόμη και αν τολμήσεις να πεις την αλήθεια για την εβραϊκή κυριαρχία στο Χόλυγουντ και στις ειδήσεις ή το χώρο της διασκέδασης χαρακτηρίζεσαι «αντισημίτης». Παρότι οι ίδιες εβραϊκές εκδόσεις επαίρονται για την κυριαρχία τους αυτή…

Παρόλο, που οι Εβραίοι είναι λιγότεροι από το 3% του πληθυσμού στις ΗΠΑ, έχουν τεράστια επιρροή στα ΜΜΕ, την οικονομία και την πολιτική. Και παρόλο, που δεν υποστηρίζουν όλοι οι Εβραίοι τον πόλεμο ενάντια στα Χριστούγεννα, ο οργανωμένος εβραϊσμός ελέγχεται από εξτρεμιστές, που υποστηρίζουν το αντιχριστιανικό αυτό μένος.

Μια απ’ τις καλύτερες αποδείξεις είναι ότι το μικρό αυτό ποσοστό του πληθυσμού έχει πετύχει στην αντιχριστιανική αυτή εκστρατεία. Και έχουν νικήσει το 90% των Αμερικανών, που αγαπούν τις χριστιανικές παραδόσεις.

Στην πραγματικότητα, όταν απαγόρευσαν τα χριστιανικά σύμβολα των Χριστουγέννων από τα σχολεία και τους δημόσιους χώρους, έχουν εισαγάγει εβραϊκές γιορτές και σύμβολα.

Οι σταυροί και οι σκηνές της Γέννησης απαγορεύονται. Αλλά… Ακριβώς απέναντι από το Λευκό Οίκο, σε δημόσιο χώρο, κάθε χρόνο υψώνεται η μεγαλύτερη εβραϊκή Μενορά (επτάφωτη λυχνία, βλ. φωτογραφία). Η φετινή Μενορά ήταν τόσο μεγάλη, που, για να την ανάψουν χρειάστηκαν ανελκυστήρα για ουρανοξύστες…

Η γιγαντιαία Μινορά μπροστά στο Λευκό Οίκο υψώθηκε από μια ρατσιστική εβραϊκή οργάνωση, τη Chabad Eubavitch. Η οποία υποστηρίζει ότι αποκλειστικός προορισμός όλων των μη Εβραίων στη Γη είναι να υπηρετούν τους Εβραίους.

Αφού είναι κατώτεροι στο σώμα και στην ψυχή. Δεομένου ότι όλοι είναι ειδωλολάτρες, που τους αξίζει ο θάνατος! Και βέβαια, μεταξύ αυτών, είναι και ο Χριστός.
Τον οποίο Χριστό, εκτός από τη θανατική καταδίκη, τον έχουν, σύμφωνα με το Ταλμούδ, στείλει και στην κόλαση. Όπου κάθεται, λέει, πάνω σ’ ένα καζάνι, μέσα στο οποίο βράζουν περιττώματα…

Και, σχετικά με τη συμπεριφορά τους έναντι των χριστιανών, εφημερίδα της Ιερουσαλήμ αναφέρει ότι στου Αγίους Τόπους, χριστιανοί ιερείς φτύνονται στο πρόσωπο από Εβραίους εξτρεμιστές….

 

Για την αντιγραφή από το DavidDuke.com

Παπα-Hλίας, 30-12-2010, http://papailiasyfantis.wordpress.com

Η ΡΑΘΥΜΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΩΣ ΝΤΡΟΠΗ

Η ΡΑΘΥΜΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΩΣ ΝΤΡΟΠΗ

 

Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη


 

Τα σπίτια μας έχουν πάρει φωτιά κι εμείς, ως άλλοι ειδήμονες της πυροσβεστικής υπηρεσίας, αφού αναζητήσαμε εξαντλητικά τα αίτια, αφού επί μακρόν διαπιστώσαμε τα ασθενή σημεία του οικοδομήματος, αφού κραυγάσαμε συχνά έντρομοι, αφού προβλέψαμε με περισπούδαστες αναλύσεις την εξέλιξη της πυρκαγιάς, κλωθογυρνάμε στα ίδια και στα ίδια, σπουδάζοντας διαρκώς τα ολοένα και μεγαλύτερα εγκαύματα μας.  

Ψηλαφούμε καθημερινά το «κάψιμο» του λαού και του τόπου. Ενός λαού που εντούτοις επιμένει να αυξάνει την τηλεθέαση των καθεστωτικών μέσων  και ενός τόπου που όλο και απομακρύνεται από τα όποια διακριτά στοιχεία τοπικότητας του είχαν απομείνει.   Ένας λαός καμένος κατά την ορολογία των πιτσιρικάδων, ένας τόπος καημένος κατά την ορολογία των γιαγιάδων μας. Και μόλις τελειώνει ο κύκλος των διαπιστώσεων, επιστρέφουμε όλοι στις μικροζωούλες μας, άβουλοι διεκπεραιωτές της ίδιας της ύπαρξης μας. Κορνιζάρουμε ύστερα τις διαπιστώσεις μας στα μαυρισμένα ντουβάρια των σπιτιών και των ψυχών μας.

Κι έστω κι αν βρέθηκαν κάποιοι –ελάχιστοι- μ’ ένα κουβά νερό, δεν συγκροτείται η αναγκαία πυροσβεστική υπηρεσία. Καμία ανάληψη προσωπικής ριψοκινδύνευσης. Καμία απερισκεψία. Καμιά τόλμη.  

Ντρέπομαι γι’ αυτό. Ντρέπομαι προσωπικά.  Ντρέπομαι πάνω απ’ όλα για την αριστερά των εφηβικών οραμάτων μας, που αφού εγκατέλειψε τον πατριωτισμό στις ακροδεξιές φλυαρίες και τον κοινωνιοκεντρικό προσανατολισμό στον Περισσό, στέκει ακόμη και σήμερα παρατηρητής των εγκαυμάτων της πατρίδας. Μοναδικό και ατράνταχτο άλλοθι, η αδυναμία συγκρότησης ενός νέου πολιτικού υποκειμένου, αφού οι συνθήκες δεν είναι ώριμες κ.λπ. Παπάρια σύντροφοι. Βουλιάξαμε κι εμείς μέσα στη γεροντική βολή της χρησιμοθηρίας. Ξεμάθαμε να πορευόμαστε αγκαλιά με τ’ ανώφελα. Ξεχάσαμε να κυνηγούμε το αδύνατο, ακόμη και τώρα που οι καιροί φωνάζουν πως θα βρεθούμε μπροστά στο αδιανόητο. Λογαριάζουμε τις κινήσεις μας με τρόπο μετρημένο και συνετό, μη τύχει κι αποτύχουμε. Πού ξανακούστηκε  μωρέ σ’ αυτόν τον τόπο ελευθερία και σύνεση αντάμα; Πώς μπορείς να μετράς, πως βαστάς να γράφεις, με τα δάχτυλα τσουρουφλισμένα; Σε ποιά νερά πνίγηκε το ήθος της αντίστασης του Τρόπου μας που δεν λογάριασε αποτελέσματα, δυναμικές και αναλύσεις;

Ντρέπομαι για τούτο το ναυάγιο. Ντρέπομαι προσωπικά. Ντρέπομαι που ακόμη δεν βρέθηκαν δέκα, είκοσι μυαλωμένοι Έλληνες να συντάξουνε έναν νέο Οδικό Χάρτη για την Μεγάλη Έξοδο της χώρας απ΄την καταχνιά. Ένα συγκροτημένο σχέδιο με αρχή, μέση και τέλος. Τούτο πρέπει να γίνει για το χρέος, το άλλο πρέπει να γίνει για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αυτό για μιαν ελληνική Παιδεία κι αυτό για την Υγεία. Το άλλο για τη χάραξη μιας νέας στρατηγικής εθνκής ανεξαρτησίας και τούτο για τη Δημοκρατία και τους θεσμούς. Ένα όραμα, δηλαδή, να βαστηχτούμε αδέρφια για να γυρέψουμε πάλι το θαύμα. Ένα θαύμα που να γυρέψει να υπερβεί την κάθε μετρήσιμη πιθανή αποτελεσματικότητα, γιατί έτσι. Ναι,γιατί έτσι! Παρά ­και ίσως και εξ’ αιτίας των περί του αντιθέτου προβλέψεων και εκτιμήσεων. Ως πρώτο κριτήριο ελληνικότητας.   

Ως εκ τούτου, ενόσω ακόμη δεν κατορθώνεται να διαμορφωθεί μια κοινότητα με πλήρης από ΠΑΡ΄ ΟΛΑ ΑΥΤΑ Έλληνες αριστερούς, που θα τολμήσει να αμφισβητήσει τις πυροσβεστικές που ρίχνουν λάδι στη φωτιά, γράφοντας στα παπάρια της τις λογικές της αποτελεσματικότητας, θα επιμένω να ντρέπομαι και για τις δυό μου αυτές ιδιότητες. Στο αναμεταξύ θα παρακολουθούμε όλο και πιο πολύ, σήμερα τον Παπανδρέου, αύριο το Σαμαρά, γιατί όχι και τον Καρατζαφέρη ή την Ντόρα, μεθαύριο ακόμη και το Δ.Ν.Τ. ή τη Μέρκελ να το παίζουν πυροσβέστες σε μια κατακαημένη χώρα, όπου η Αριστερά περιμένει να διαμορφωθεί το νέο πολιτικό υποκείμενο, το ΚΚΕ να διαβάσει τι λέει το manual για το θέμα και ο ΣΥΡΙΖΑ να αποφανθεί για την επίδραση της σεξουαλικής απελευθέρωσης στο σύγχρονο ευρωπαϊκό σινεμά… Τελικά, προφανώς τόσο ο Λεωνίδας, όσο και ο Παλαιολόγος, ο Άρης ή ο γιός της καλογριάς υπήρξαν πολύ απερίσκεπτα άτομα…Ως εκ τούτου και η ιστορική ήττα τους, ως αποτέλεσμα της αφέλειας τους…Καλόν είναι να αποφύγουμε τέτοιες διαδρομές…όσο δεν υποψιαζόμαστε τις νίκες που υποκρύπτουν τέτοιες ήττες…όσο δεν ψυλλιαζόμαστε ακόμη την ελληνικότητα του «θανάτω θάνατον πατήσας»…

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ, 25.12.2010, antonisandroulidakis@gmail.com

ΤΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ ΔΩΡΑ

ΤΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ ΔΩΡΑ

 

Του (+) Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


 

Ξένος του κόσμου και της σαρκός κατήλθεν την παραμονήν από τα ύψη συστείλας τας πτέρυγας, όπως τας κρύπτει θείος άγγελος. Έφερε δώρα από τα άνω βασίλεια, δια να φιλεύση τους κατοίκους της πρωτευούσης. Ήτον ο καλός άγγελος της πόλεως.

Εκράτει εις την χείραν εν άστρον και επί του στέρνου του έπαλλε ζωή και δύναμις και από το στόμα του εξήρχετο πνοή θείας γαλήνης. Τα τρία ταύτα δώρα ήθελε να μεταδώση εις όλους όσοι προθύμως τα δέχονται.
Εισήλθεν εν πρώτοις εις εν αρχοντικόν μέγαρον. Είδεν εκεί το ψεύδος και την σεμνοτυφίαν, την ανίαν και το ανωφελές της ζωής, ζωγραφισμένα εις τα πρόσωπα του ανδρός και της γυναικός και ήκουε τα δύο τέκνα να ψελλίζωσι λέξεις εις άγνωστον γλώσσαν. Ο Άγγελος επήρε τα τρία ουράνια δώρα του και έφυγε τρέχων εκείθεν.

Επήγεν εις την καλύβαν πτωχού ανθρώπου. Ο ανήρ έλειπεν όλην την ημέραν εις την ταβέρναν. Η γυνή επροσπάθει ν’ αποκοιμήση με ολίγον ξηρόν άρτον τα πέντε τέκνα, βλασφημούσα άμα την ώραν που είχεν υπανδρευθή. Τα μεσάνυχτα επέστρεψεν ο σύζυγός της· αυτή τον έβρισε νευρική, με φωνήν οξείαν, εκείνος την έδειρε με την ράβδον την οζώδη και μετ’ ολίγον οι δύο επλάγιασαν, χωρίς να κάμουν την προσευχήν των και ήρχισαν να ροχαλίζουν με βαρείς τόνους. Έφυγεν εκείθεν ο Άγγελος.

Ανέβη εις μέγα κτήριον, πλουσίως φωτισμένων. Ήσαν εκεί πολλά δωμάτια με τραπέζας κι επάνω των έκυπτον άνθρωποι, μετρούντες αδιακόπως χρήματα, παίζοντες με χαρτιά. Ωχροί και δυστυχείς, όλη η ψυχή των ήτο συγκεντρωμένη εις την ασχολίαν ταύτην. Ο Άγγελος εκάλυψε το πρόσωπον με τας πτέρυγάς του, δια να μην βλέπη, κι έφυγε δρομαίος.

Εις τον δρόμον συνήντησε πολλούς ανθρώπους, άλλους εξερχομένους από τα καπηλεία, οινοβαρείς και άλλους κατερχομένους από τα χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινάς είδε ν’ ασχημονούν και τινάς ήκουσε να βλασφημούν τον Άη-Βασίλην ως πταίστην. Ο Άγγελος εκάλυψε με τας πτέρυγάς του τα ώτα, δια να μην ακούη, και αντιπαρήλθεν.

Υπέφωσκεν ήδη η πρωία της πρωτοχρονιάς και ο Άγγελος, δια να παρηγορηθή, εισήλθεν εις την εκκλησίαν. Αμέσως πλησίον εις τας θύρας είδεν ανθρώπους να μετρούν νομίσματα, μόνον πως δεν είχον παιγνιόχαρτα εις τας χείρας και εις το βάθος αντίκρυσεν ένα άνθρωπον χρυσοστόλιστον και μιτροφορούντα ως Μήδον σατράπην της εποχής του Δαρείου, ποιούντα διαφόρους ακκισμούς και επιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιά και αριστερά, άλλοι μερικοί έψαλλον με πεπλασμένας φωνάς: Τον Δεσπότην και αρχιερέα!

Ο Άγγελος δεν εύρε παρηγορίαν. Επήρε τα πτερόεντα δώρά του – το άστρον το προωρισμένον να λάμπη εις τας συνειδήσεις, την αύραν, την ικανήν να δροσίζη τας ψυχάς και την ζωήν, την πλασμένην δια να πάλλη εις τας καρδίας, ετάνυσε τας πτέρυγας και επανήλθεν εις τας ουρανίας αψίδας.

 

Σημείωση: Το κείμενο εστάλη από τον παλαιό φίλο και αδελφό Παναγιώτη Ζαρίφη.

 

ΠΗΓΗ: http://alexandros-akestor.blogspot.com/2007/12/blog-post_4542.html

Παράδοξα Στ. Ράμφου – Η νεοελληνική παρακμή

Τα παράδοξα του Στέλιου Ράμφου και η νεοελληνική παρακμή

 

Του Σπύρου Κουτρούλη

 

 

 

Το νέο βιβλίο του Στέλιου Ράμφου, όπως μαρτυρά ο τίτλος του Το αδιανόητο Τίποτα – φιλοκαλικά ριζώματα του νεοελληνικού μηδενισμού δοκίμιο φιλοσοφικής ανθρωπολογίας (Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2010, σελ. 490), έχει μια διπλή στόχευση: Να αποτελέσει μια πρωτότυπη και γόνιμη μελέτη ενός έργου που έχει σημαδέψει τον ανατολικό τουλάχιστον χριστιανισμό, δηλαδή τη φιλοκαλία, και κατά δεύτερο να αναδείξει τον τρόπο που επηρέασε την ελληνική κοινωνία σε μια προοπτική μηδενιστική.

Αν περιοριζόταν στον πρώτο στόχο, θα ήταν μια ακόμη αξιόλογη μελέτη, που σίγουρα δεν θα ενδιέφερε αποκλειστικά τους θεολόγους.

Όμως δεν αρκέστηκε σε αυτό. Θέλησε να χρησιμοποιήσει μία συγκεκριμένη πλευρά της φιλοκαλίας, την ερμηνεία της οποίας προηγουμένως απολυτοποίησε, για να ερμηνεύσει με τρόπο δεσμευτικό την εξέλιξη του νεοελληνισμού. Φυσικά, μία τέτοιου είδους κατανόηση προϋποθέτει τον αποκλεισμό πολλών άλλων παραγόντων, ώστε να μπορεί να εκπληρώνει τους στόχους που η ίδια έχει θέσει. Έτσι η οικονομία, η μορφή του πολιτικού συστήματος, το δίκαιο, η εξέλιξη των διεθνών και διακρατικών σχέσεων, απουσιάζουν εντελώς. Φυσικά, ο Ράμφος δεν είναι Μ. Βέμπερ – που κατάφερε να συνδέσει τον προτεσταντισμό με τον καπιταλισμό –, αλλά ούτε και Μπερδιάγεφ, που έδειξε την πορεία του ρωσικού λαού από την ορθοδοξία στον ρωσικό κομμουνισμό και μηδενισμό ως μια ενιαία εξέλιξη. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά από παράδοξες σκέψεις, που φρόντισε ο ίδιος να διαδοθούν και να διευρυνθούν με συνεντεύξεις, σε δημοσιογράφους που ή δεν είχαν διαβάσει το έργο του ή δεν ήθελαν  – πιθανόν – να του θέσουν ορισμένες κρίσιμες και διαφωτιστικές ερωτήσεις.

Είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ράμφος κόπιασε με τα κείμενα της φιλοκαλίας. Έσκυψε με πάθος και για πολλά χρόνια πάνω σε αυτά. Ερεύνησε μεθοδικά και με συγκριτικό τρόπο κάθε μελέτη που θα μπορούσε να αναδείξει τις σημασίες που περιέχουν. Όμως η προσπάθειά του να ερμηνεύσει μονοδιάστατα τον νεοελληνισμό και να χρησιμοποιήσει τα πορίσματά του για τρέχουσες πολιτικές επιδιώξεις (όπως την «επιχειρηματικότητα», την «καινοτομία»), που είχε άλλωστε προαποφασίσει, έβλαψαν συνολικά το συγκεκριμένο έργο του. Η προβληματική πλευρά του έργου επιδεινώθηκε από ένα ακόμη γεγονός: Ό,τι θα έπρεπε να τεκμηριώσει, το λαμβάνει ως δεδομένο. Έτσι μπορεί να θεωρεί ότι ο ατομικισμός και μόνον προάγει ιστορικά τις κοινωνίες, ή ότι το τέλος του Βυζαντίου επήλθε από την απουσία του ατόμου, αλλά οι σκέψεις αυτές παραμένουν ταυτολογικοί αφορισμοί, οι οποίοι δεν θεμελιώνονται πάνω στην ιστορική έρευνα και σπουδή. Επίσης, γενικεύσεις ή μονομέρειες της κοινωνικής εξέλιξης της Ανατολής και της Δύσης, όπως ότι στη Δύση υπάρχει μόνο ατομισμός και στη βυζαντινή Ανατολή μόνο κοινωνισμός, παραβλέπουν ότι στη Δύση υπήρχαν συντεχνίες, κοινότητες, και στη συνέχεια συνδικαλισμός, όπως και ότι στο Βυζάντιο ο άνθρωπος βρήκε συχνά ένα ευρύ πλαίσιο για να αναπτυχθεί – ευρύτερο μάλιστα από αυτό που συναντούμε σε άλλες κοινωνίες την ίδια εποχή. Η άποψη του Ράμφου ότι η παραδοσιοκρατία, σε κάθε περίπτωση, δεν συνάπτεται με την εκτεχνικευμένη κοινωνία, είναι πρόδηλα έωλη. Για παράδειγμα, η Αλ Κάιντα δεν πήγε στην Νέα Υόρκη με τον αραμπά, αλλά με Μπόινγκ 767, ενώ δεν χρησιμοποιεί τόξα, αλλά καλάσνικοφ και πυραύλους στίνγκερ.   
Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, σε απαντητικό κείμενο με τίτλο «Η Φιλοκαλία, ο μηδενισμός και η κρίση» (βλέπε www.alopsis.gr), υποστηρίζει ότι η φιλοκαλία δεν περιέχει μόνο μια ανθρωπολογία, αλλά περισσότερες. Ιδιαίτερα θεωρεί «ως εντελώς παράδοξη τη θέση του Ράμφου πως ο ανατολικός χριστιανισμός δεν διαθέτει καν ανθρωπολογία. Η απόλυτη ισότητα και ακεραιότητα των δύο φύσεων του Χριστού στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, καθώς και ο μακρύς αντιμονοφυσιτικός αγώνας, που κατέληξε στη λαμπρή διατύπωση της απόλυτης ελευθερίας της ανθρώπινης βούλησης, για πρώτη φορά στην Ιστορία, στον Μάξιμο τον Ομολογητή και την Στ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ενάντια στην παθητικότητα της βουδιστικής Ανατολής, θα αρκούσαν για να αποδείξουν αυτό».

Αλλά ο Ράμφος κάνει και άλλες αστοχίες. Παραβλέπει το γεγονός ότι η φιλοκαλία δεν περιέχει το σύνολο της ορθόδοξης παράδοσης. Επίσης ότι δεν δίνει πρωτοκαθεδρία στο αίσθημα, αλλά ότι «τόσο το αίσθημα όσο και ο νους περιορίζονται στη διαδικασία της προσευχής». H φιλοκαλία δεν θεμελιώνει τον μηδενισμό, αλλά αξίες. Ο μηδενισμός κατά τον Χάιντεγκερ στηρίζεται «στην αυτοτοποθέτηση του σκεπτόμενου υποκειμένου ως προϋπόθεση κάθε αντικειμενικής μεταφυσικής του Είναι και η βούληση για δύναμη που ακολουθεί», όπως και από το γεγονός ότι το «φίλαυτο υποκείμενο» χάνει την επαφή με την κοινότητα και σχετικοποιεί κάθε αξία.

Στην ελληνική περίπτωση, η απουσία κανονιστικών δεσμεύσεων ή αναφοράς σε ένα συλλογικό όραμα, όπως ήταν παλαιότερα η Μεγάλη Ιδέα και κατόπιν η Εθνική Αντίσταση, δημιουργεί ένα μηδενισμό με τη μορφή ενός άγριου, ανορθολογικού και αντικοινωνικού ατομικισμού, πολύ διαφορετικού από το άτομο που δημιούργησε ο προτεσταντισμός και χρησιμοποίησε ο καπιταλισμός ως την αρχική καύσιμη ύλη του. Έτσι, ο υπάλληλος που τα παίρνει για να μην κάνει σωστά τη δουλειά του, ο πολιτικός που εισπράττει μίζες – από τη Ζίμενς για παράδειγμα – προξενώντας τεράστια ζημιά στην πατρίδα του, αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στο όφελος του ατόμου του, χωρίς να αισθάνεται καμιά υποχρέωση απέναντι στην κοινωνία και στον τόπο του.

Ένας ασκητισμός – σαν των ιερών νηπτικών – που ελέγχει τις επιθυμίες και αντικαθιστά το ίδιο όφελος από το κοινωνικό, το αυτάρκες εγώ από το δόσιμο στον άλλο, προσφέρει στην κοινωνία μια έλλογη, συλλογική διέξοδο. Είναι μια απάντηση, χωρίς να είναι η μοναδική, στον μηδενισμό του ατομικισμού. Ο Ράμφος, επικρίνοντας την ασκητική παράδοση – ιδιαίτερα τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και τη θεωρία του για τη θεία ουσία και τις άκτιστες ενέργειες – όπως και κάθε συλλογική ταυτότητα, σαν την οικογένεια ή την κοινότητα, συνειδητά ή όχι, προωθεί και δικαιώνει έναν ατομικισμό που είναι η μήτρα όχι ενός υψιπετούς μηδενισμού σαν αυτού του Σιοράν, αλλά ενός μηδενισμού θλιβερού και παρακμιακού, σαν αυτόν που απηχεί ο πολιτικός που ξεροσταλιάζει μπροστά από τα ταμεία της Ζίμενς για να λάβει το δώρο του.

Σε συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία (25.5.2010), με σκοπό να παρουσιάσει το καινούργιο βιβλίο του, διατυπώνει διάφορες παράδοξες σκέψεις, πολλές από τις οποίες δεν περιέχονται – τουλάχιστον με αυτή τη μορφή και ένταση – στο Αδιανόητο Τίποτα. Βεβαίως, μπορεί να υπάρχει το ελαφρυντικό του προφορικού λόγου, αλλά επιβαρύνεται από το γεγονός ότι απευθύνεται σε ένα κοινό που δεν έχει ιδιαίτερη εξοικείωση με τις φιλοσοφικές έννοιες και άρα έχει αυξημένη ευθύνη απέναντί του. Λέγει λοιπόν: «Εάν δεχθούμε ότι, για να φτάσουμε στον Θεό, όπως ήθελαν οι ασκητές, πρέπει να εξοντώσουμε κάθε στοιχείο λογικό από μέσα μας, να το αφανίσουμε, τότε μένουμε στη θεότητα ως απόλυτο αίσθημα και βρισκόμαστε ένα βήμα από το μηδέν. Γιατί, αν το απόλυτο είναι κενό και δεν έχει καμία λογική, τότε δεν έχεις παρά να κυνηγάς σκιές. Η διαδικασία αυτή, που απορρίπτει τη λογική, διαμορφώνει ψυχολογίες ακράτητα συναισθηματικές, σαν αυτές που βλέπουμε στη σύγχρονη κοινωνία». Βεβαίως, παραλείπει να πει ότι αυτός που ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούν να σταθούν οι λογικές αποδείξεις του Θεού είναι ο εισηγητής του κριτικού ορθολογισμού, ο Ε. Καντ. Όπως γράφει ο Π. Κανελλόπουλος: «Λογική απόδειξη για την ύπαρξη της Ελευθερίας και για την ύπαρξη του Θεού αποκλείεται κατά τον Καντ. Τις σελίδες του για τις Αντινομίες τις ακολουθούν, στην Κριτική του Καθαρού Λόγου, οι σελίδες  όπου αποκρούει και τις “τρεις αποδείξεις” για την ύπαρξη του Θεού».  Παραδόξως, ο Ράμφος δεν στρέφεται διόλου κατά του καντιανισμού, όπως κάνει με τη φιλοκαλία, ούτε τον θεωρεί εμπόδιο σε αυτό που ονομάζει «νεώτερη δημοκρατική κοινωνία».

Σε δύο τρία σημεία του έργου του (στη σελίδα 53 και αλλού), ο Ράμφος αναφέρεται στο σπουδαίο βιβλίο του Λουί Ντυμόν Δοκίμια για τον Ατομικισμό, χωρίς όμως να τον λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη του. Σύμφωνα με τον Ντυμόν, ο χριστιανισμός – ανατολικός ή δυτικός – ανέπτυξε έναν ξεχωριστό ατομικισμό, που τον διαφοροποίησε από την ινδική, για παράδειγμα, κοινωνία. «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία σχετικά με τη θεμελιώδη αντίληψη περί ανθρώπου, που πήγασε από τη διδασκαλία του Χριστού: όπως το είπε και ο Τραιλτς, ο άνθρωπος είναι ένα άτομο – σε – σχέση – με – τον – Θεό, πράγμα που σημαίνει, για τη δική μας χρήση, άτομο που ουσιαστικά είναι έξω από τον κόσμο… Από τη διδαχή, πρώτα του Χριστού και έπειτα του Παύλου, απορρέει ότι ο χριστιανός είναι «ένα άτομο – σε σχέση – με – τον Θεό. Στη σχέση με τον Θεό, λέει ο Τραιλτς, υπάρχει απόλυτος ατομικισμός και απόλυτος οικουμενισμός (universalisme)». Ένας τέτοιος ατομικισμός, που στρέφει τον άνθρωπο προς τα μέσα, μπορεί να στέκεται εχθρικά απέναντι σε ορισμένες εξουσίες (η αγάπη είναι το κριτήριο για την αποδοχή ή την αντίσταση στην εξουσία), συγχρόνως όμως εντάσσει το άτομο σε κοινωνικές συσσωματώσεις όπως είναι η κοινότητα.

 

ΠΗΓΗ: Εφ. Ρήξη, φ. 69, http://www.ardin.gr/node/3958

Η αγία Αικατερίνα & η κοινωνία του θεάματος…

Η αγία που πήγαινε γυρεύοντας και η κοινωνία μας η του θεάματος…

 

Του φιλαλήθη/Philalethe00

Πέρασαν οι μέρες, ήρθε και παρήλθε η μνήμη του επί Δεκίου μαρτυρήσαντος αγίου Μερκουρίου, του αγίου Στυλιανού Παφλαγόνος, του αγίου Στέφανου του Νέου  μόλις χθες αλλά πρέπει να το πω. Η αγία Αικατερίνα συμβολίζει την απόλυτη αποτυχία της σημερινής παιδαγωγικής που βγάζει ανθρώπους που ζουν και δεν ξέρουν γιατί ζουν. Που ζουν ασκόπως. Που ζουν για τα μέσα για ένα σκοπό που, όπως προέβλεψε κατά λέξη και ο Νίτσε, είναι ανύπαρκτος. Όπως λέγανε και κάποιοι πολύ “αναρχικοί” για αυτήν την παιδαγωγική που πήραν, και που απέρριψαν: “go to school, get a job/send me on your way”.

Για άγνωστο σκοπό. Που δεν υπήρχε πλάνο να ευρεθεί κάποτε…  Η αγία, από την άλλη, δημιουργούσε καταστρέφοντας και ‘μυκτηρίζοντας το δόγμα του τυράννου’ και ‘παύοντας’, η πολύαθλη’, ‘των ρητόρων’ (50 ή κατ’ άλλους, 150, και ανδρών) τις ‘φληνάφους ρήσεις’… Δεν ζούσε για το θέαμα, αλλά ζούσε για ό,τι ουσιωδέστερο.

Και έτσι κορόιδεψε τους γονείς της που την ήθελαν να παντρευτή αρχοντάδες και αρχοντόπουλα, για το καλό του βασιλείου, λέγοντάς τους ότι μόνο αν βρεθεί κάποιος περικαλλέστερος, πιο εγγράμματος, πιο ευγενικής καταγωγής, θα τον “υπανδρευθεί”.
Βέβαια, τέτοιος δεν υπήρχε περίπτωση να υπάρξει. Και έτσι, η Αγία, αντί να “κάτσει φρόνιμα και να γίνει νοικοκύρης”, πήγαινε γυρεύοντας και βρήκε τον ίδιο τον αυτοκράτορα, τύραννο Μαξιμίνο (τον β’), και του είπε ότι αυτά που πιστεύει ο ίδιος ο οιονεί θεός, είναι πλάνες. Παροιμιώδεις έχουν μείνει οι ρητορικοί της αγώνες με τους καλύτερους σοφιστές που διέθετε ο αυτοκράτορας. Τους κατατρόπωσε όλους, αποδεικνύοντας και πάλι τα του σπερματικού Λόγου, και κατά άλλους φέρνοντας στην επιφάνεια και πάλι τις σιβυλλικές προρρήσεις (λ.χ. Σίβυλλας της Ερυθραίας, το ποίημα π.Χ. περί της ζωής του Χριστού με την ακροστιχίδα).

Συγκομιδή: εκχριστιανισμένη και για αυτό καρατομημένη αυτοκράτειρα, εκχριστιανισμένοι και ομοίως τιμωρημένοι καλύτεροι παγανιστές ρήτορες/σοφιστές/φιλόσοφοι, απόδειξη συνεχούς αφθαρσίας στα μαρτύρια και της αδυναμίας της εξουσίας του Κράτους μπροστά στην επικεκλημένη ισχύ του Θεού, πλήθη συνταραγμένα από τα μέσα.

Και, ειλικρινά σας το λέω, με πονάει τόσο αυτή η σκέψη, του πόσο έχει μικρύνει η συγκομιδή σε Αικατερίνες σήμερα… Και ακόμη περισσότερο όταν υπάρχουν οι διαφαινόμενες καλές προθέσεις, αλλά η κοινωνία και η αγωγή της μας στέλνει να συναντήσουμε τον θάνατο της ψυχής, εξακολουθητικά και χωρίς τέλος… Βέβαια, η ελπίδα δεν καταισχύνει. Υπάρχουν πάντα κάποιοι και κάποιες, εδώ, που ξεφεύγουν από τις δαγκάνες κάνοντας το “αυτονόητο” πραγματικά και “όντες εκ της αληθείας”.

Έτσι, λοιπόν, σε ένα περασμένο μακρυά φθινόπωρο μνημονευόμενη μου είχε γράψει ευχές: “Καθε σου αγαθή επιθυμία ευχή μου”. Και τέτοιες ευχές, μέσα από ένα σωρό αφόρητων κοινοτοπιών και τραγικά εσφαλμένων προσεγγίσεων, δεν μπορούν παρά να μείνουν “ανεξίτηλες”. Διότι είναι η αρχή του τέλους της κοινωνίας του θεάματος. Όταν δεν προσπερνάς, αλλά σκύβεις, για να βρεις, κατά βάθος…

Τις ευχές μου σε όσους και σε όσες εορτάζουν και εόρταζαν,  όλες αυτές τις ημέρες, λοιπόν…

Πρόσωπο με πρόσωπο

Πρόσωπο με πρόσωπο

 

Του Άγγελου Καλογερόπουλου


 

Προσφάτως, στην πνευματική μας ζωή και στον όποιο δημόσιο διάλογο αυτή προκαλεί, επανήλθε το ζήτημα του προσώπου, της εξατομίκευσης και της ομάδας, της ανάγκης να εξατομικευθεί ο Έλληνας ώστε να απεγκλωβιστεί από την ομαδική ζωή (οικογένεια, σόι, κόμμα, εκκλησία) που τον καθηλώνει. Η αναζήτηση του προσώπου και η εξ αυτής συζήτηση για τη σχέση ατόμου και συλλογικότητος απασχολεί κατά καιρούς διανοουμένους  οι οποίοι, κυρίως, προέρχονται ή σχετίζονται με την παράδοση της Ορθοδοξίας.

Προξενεί εντύπωση όμως το γεγονός ότι από την πρόσφατη συζήτηση απουσίαζε εντελώς το όνομα ενός σπουδαίου Ρώσου φιλοσόφου, του Νικολάου Μπερντιάγεφ, τον οποίο μάλιστα σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οι αναζητητές του προσώπου τον αγνοούν. Μόνο που φαίνεται πως πρόσωπο με πρόσωπο έχει κάποια διαφορά…

Ο Νικόλαος Μπερντιάγεφ (1874-1948) επηρεασμένος αρχικά από τον Μαρξ και την κριτική του τελευταίου στον καπιταλισμό, στρέφεται στον χριστιανισμό και ασκεί ριζοσπαστική κριτική τόσο στον Μαρξισμό, όσο και στο σοβιετικό καθεστώς. Γι’ αυτό το λόγο εξ άλλου αναγκάζεται το 1922 να εγκαταλείψει τη Ρωσία. Η κριτική του, ωστόσο, στάση δεν υπήρξε μονομερής. Με την ίδια δριμύτητα επιτίθεται στο καπιταλιστικό σύστημα, ενώ η πολιτική του φιλοσοφία- χωρίς βεβαίως ποτέ να παγιωθεί σε ένα οργανωμένο σύστημα – συγγενεύει με ένα είδος χριστιανικού σοσιαλισμού ή με έναν ιδιότυπο  χριστιανικό αναρχισμό.

Η φιλοσοφική του εργασία πάντως συνίσταται, κυρίως, στην αναβάπτιση της χριστιανικής πίστης σε ένα πνεύμα ελευθερίας  όπου το ανθρώπινο πρόσωπο απαλλαγμένο από τις εξαντικειμενικευμένες θεσμοθετήσεις της ιστορίας επανευρίσκει  τη δυναμική σχέση αγάπης με τον Θεό, διατηρώντας στο ακέραιο τη μοναδικότητά του και την ελευθερία του μέσα σε μια κοινωνία προσώπων.

«…Το πρόσωπο είναι κατηγορία πνευματική και ηθική. Δε γεννιέται από έναν πατέρα και μία μητέρα, δημιουργείται πνευματικά και παρέχει το θεμέλιο για τη θεία ιδέα  του ανθρώπου. Το πρόσωπο δεν είναι φύση, είναι ελευθερία, είναι πνεύμα.», σημειώνει στο Δοκίμιο Εσχατολογικής Μεταφυσικής, (μετ. Χρ. Μαλεβίτση, εκδ. Imago, σελ.234). Το πρόσωπο είναι μια «δημιουργική πράξη», μια αξία που τοποθετείται πάνω από το Κράτος, το Έθνος, το ανθρώπινο γένος. Το πρόσωπο αντιτάσσεται σε μια ισοπεδωτική συλλογικότητα, ενώ η πνευματικότητα μπορεί να είναι κοινοτική, αλλά πριν απ’ όλα πρέπει να είναι περσοναλιστική.
Όμως, γιατί θυμήθηκα τον Νικόλαο Μπερντιάγεφ στα καλά καθούμενα; Όχι τόσο γιατί ήθελα να αποκαταστήσω τη συμβολή του σε μια προσωποκρατική φιλοσοφία, όσο γιατί κάποιο δημοσίευμα μ’ έκανε να σκεφτώ ότι η πνευματική ανησυχία του είναι τραγικά επίκαιρη από τη μια και ουσιωδώς αισιόδοξη από την άλλη.
Δημοσιεύθηκε στον τύπο έκθεση στελεχών του Πενταγώνου, την οποία θέλησε να αποκρύψει ο πλανητάρχης, η οποία προοιωνίζεται ένα ζοφερό μέλλον. Κλιματολογικές αλλαγές, ελλείψεις στα τρόφιμα, εκτεταμένοι πόλεμοι για την επιβίωση, γυμνοί από κάθε ιδεολογικό προκάλυμμα ή άλλοθι. «…Οι άνθρωποι θα είναι αναγκασμένοι να πολεμήσουν για αγαθά απολύτως απαραίτητα για τη στοιχειώδη επιβίωση του ζωικού είδους «άνθρωπος» – στη χειρότερη περίπτωση για αέρα και νερό», προειδοποιούσε και ο δικός μας Παναγιώτης Κονδύλης, συμπληρώνοντας πως ένας πόλεμος χωρίς ιδεολογική προκάλυψη θα είναι σαφώς αγριότερος από ένα πόλεμο χωρίς το πρόσχημα της πίστης σε κάποια ιδανικά.

Από την άλλη τέτοιου είδους προβλέψεις καθιστούν αμφισβητήσιμη την όποια αισιοδοξία για μια επερχόμενη εποχή ελευθερίας και σημαντικών επιτευγμάτων που καταφάσκουν στην αξία του ανθρώπινου προσώπου, που   βλέπουν τις προκλήσεις της νέας εποχής ως ένα πεδίο πρωτοφανούς αναπτύξεως της ανθρώπινης ατομικότητος. Καθώς μάλιστα όλο και περισσότερο αποσιωπάται η  ανάγκη μιας παράλληλης κοινωνικότητος, καθώς η πραγμάτωση του εγώ όλο και λιγότερο σχετίζεται με την αγάπη προς τον πλησίον…

Δυστυχώς, η αναγκαία πνευματική πάλη του ανθρώπου εναντίον της μονολιθικότητος και του δογματισμού, η απαλλαγή από ψευδαισθήσεις και ουτοπίες δεν οδήγησε σε μια πνευματική ελευθερία αλλά στην κυριαρχία μιας νέας μονολιθικότητος, ενός νέου δογματισμού, μιας οιονεί πραγματοποιουμένης ουτοπίας που ενώ πασχίζει για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την επιβολή μιας παγκόσμιας ειρήνης, κάνει πιο έντονη την απειλή ενός ασφυκτικού από κάθε άποψη μέλλοντος.

Σ’ αυτή την εποχή των ανακατατάξεων που ζούμε και αρεσκόμεθα να θαυμάζουμε το γκρέμισμα των τειχών (έστω και το από τουβλάκια lego ομοίωμά τους) δεν πρέπει να ενθουσιαζόμαστε με ένα υποτιθέμενο τέλος  των – καταδυναστευτικών ενίοτε-ιδεολογιών. Διότι στην πραγματικότητα όσοι «γκρεμίζουν» τα ιδεολογικά τείχη, τα γκρεμίζουν απλώς για να προσχωρήσουν στην άλλη πλευρά, στην κυρίαρχη ιδεολογία, δηλαδή, προσπορίζοντας παράλληλα το μερίδιο της εξουσίας που τους αναλογεί.

Όταν ο Μπερντιάγεφ έγραψε το βιβλίο του «Ένας Νέος Μεσαίωνας» ήταν ακόμα 1922. Από τότε επέμενε σταθερά να βλέπει έναν πολιτισμό να «πήζει», να οδηγείται στην παγωνιά της απανθρωποποίησης μέσα από συγκρούσεις ιδεολογιών που αναγορευόμενες σε απόλυτες αλήθειες υποτάσσουν τον άνθρωπο και απαιτούν την απροκάλυπτη και ολοκληρωτική κυριαρχία. Τέτοιου είδους ιδεολογίες όμως, δεν υπήρξαν  στο παρελθόν μόνον , είναι παρούσες και τώρα – ακόμα  και  μετά το περίφημο τέλος των ιδεολογιών- απειλώντας το ανθρώπινο πρόσωπο μέσα από την κυριαρχία της μάζας, της  ωμής βίας  και της τυφλής τεχνικής ανάπτυξης.

Αλλά  για τον Μπερντιάγεφ το ανθρώπινο πρόσωπο, η δημιουργική πράξη – το αντίδοτο στην κυριαρχία του Βασιλείου του Καίσαρος – βρίσκεται στον αντίποδα της εξουσίας. «Ο Θεός δεν είναι κυριαρχία, γιατί δεν είναι εξουσία. Η εξουσία είναι ίδιον του ανθρώπου, όχι του Θεού» . Έτσι οραματίζεται ένα  μέλλον  όπου θα επικρατήσει μια πνευματική αναγέννηση όπου – καθώς «ο αγώνας για το ψωμί του διπλανού μου» είναι πνευματικός αγώνας – ένας προσωποκρατικός σοσιαλισμός θα συνδυάζει την κοινότητα και το πρόσωπο.

Δεν μου φαίνεται καθόλου παρωχημένο ένα τέτοιο όραμα,  χωρίς να ξέρω αν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθεί. Εξ άλλου οι ματαιώσεις είναι η τραγική μοίρα της ανθρώπινης ιστορίας. Αλλά σε ένα κόσμο που μοιάζει ψυχρότερος ακόμα και μετά το τέρμα του ψυχρού πολέμου, ο Μπερντιάγεφ αντιτάσσει μια πνευματική άνοιξη, έναν ανοιχτό ορίζοντα που αξίζει κανείς να του αφιερώσει τη ματιά του.

 

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΥΓΗ και http://antifono.gr/portal/….F.html

ΠΡΟΧΕΙΡΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΠΡΟΧΕΙΡΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη


 

 

«Κάτω τα ξερά σας απ’ τους Έλληνες» γρύλιζε με μιαν αλλόκοτη αγριάδα το σύνθημα, φερμένο προφανώς από μια κάποια ακροδεξιά ρητορική, στην αντίστιξη ακριβώς του «κάτω τα ξερά σας απ’ τους μετανάστες», μιας άλλης «αριστερής» ρητορικής. Κι’ ένοιωσα με μιας, την ευρύχωρη ελληνικότητα μας, στριμωγμένη κάπου ανάμεσα στα Εξάρχεια και στο  Κολωνάκι. Μια ολόκληρη οικουμένη, «συνωστισμένη» κι αυτή, σε δυό τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Μιά στενασιά, σα δυαράκι διαμέρισμα του ’75, φορτωμένο με όλα τα κομφόρ του 2010, που ανεβαίνει στο λαιμό και γυρεύει να σε πνίξει.

Κι έτσι, κατά πως λένε οι σεξιστές ότι ο πνιγμός είναι μονάχα ένα μικρό σκαλί πριν τη απόλυτη ηδονή, αράδιασα στο μυαλό μου ένα μάτσο ανακατωμένα κριτήρια-ερωτήματα ζωής. Πρόχειρα κριτήρια ή μαρτυρίκια ελληνικότητας. Τέτοιος οργασμός !

Τί να είναι άραγε λοιπόν αυτό, που κάποιοι ανησυχούν μη τύχει κι απλώσουν απάνω του τα ξερά του οι «βάρβαροι»; Τί είναι αυτό που οι άλλοι τρέμουν μην ανοίξει αυτό τις χερούκλες του και τους καταπιεί; Ποιά είναι τα κριτήρια για να ξεδιακρίνει κανείς αν θα καρφιτσώσει ή όχι στο πέτο του το μαρτυρίκι της βάφτισης στην ελληνικότητα;

Είναι, ας πούμε, ελληνικότητα η χοντροπετσιά ή μήπως είναι η ευαισθησία; Είμαστε πιο πολύ στραμμένοι προς τον εαυτό μας, ενδοσκοπώντας, ή είμαστε πιο παρατηρητικοί προς το περιβάλλον μας; Αποκτήσαμε σιγά-σιγά την τάση να επιλέγουμε – ακόμη και στα μικρά – γεμάτοι προσήλωση και μεγάλη προσοχή ή βαστήξαμε ένα μικρό κομμάτι ευέλπιδος απερισκεψίας; Είναι ελληνικότητα να σκέφτεται κανείς πιο πολύ τα δεδομένα ή μήπως τις επιθυμίες; Στις δύσκολες καταστάσεις είμαστε – τις πιο πολλές φορές – περισσότερο άπονοι ή γινόμαστε συμπονετικοί;

Θέλουμε οι δραστηριότητες μας να είναι αυστηρά προγραμματισμένες ή κρατάμε οικειοθελώς απ’ έξω ένα μικρό κομμάτι «έκπληξης»;  Μας αρέσουν οι συγγραφείς που λένε ξεκάθαρα τι εννοούν ή αυτοί που χρησιμοποιούν αλληγορίες και συμβολισμούς; Θεωρούμε αναγκαίο να είμαστε βέβαιοι ότι όλα τα πράγματα είναι τακτοποιημένα ή μπορούμε να αφήνουμε και κάποια πράγματα να συμβαίνουν φυσικά; Γουστάρουμε τον εαυτό μας για τον ισχυρό έλεγχο που έχει πάνω στην πραγματικότητα ή για τη ζωηρή φαντασία του; Είναι πιο ελληνικό να είναι κανείς περισσότερο δίκαιος ή μάλλον φιλεύσπλαχνος;

Γυρεύουμε από τον εαυτό μας περισσότερη δύναμη στη θέληση ή μεγαλύτερη αντοχή στα συναισθήματα; Γίναμε πια κάπως επιφυλακτικοί απέναντι στους Άλλους ή είμαστε «εύκολοι» να μας προσεγγίσουν; Προτιμάμε να εργαζόμαστε με τα «μαστίγια» των ορίων και των προθεσμιών ή μπορούμε και χωρίς αυτά; Είμαστε πλέον – όλο και πιο συχνά – εντελώς πρακτικοί άνθρωποι ή είναι στιγμές που είμαστε και κάπως ευφάνταστοι; Νιώθουμε πιο άνετα όταν κριτικάρουμε τους άλλους ή όταν αξιολογούμε τα πράγματα γύρω μας; Αν πρέπει να είμαστε κάτι απ’ τα δυο, τί είναι προτιμότερο να είμαστε, σκληροί ή εύπιστοι;

Η αλληλεπίδραση με άγνωστους και ξένους μας επιβαρύνει με επιφυλάξεις ή μας ενεργοποιεί; Νοιώθουμε περισσότερο ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα μιας δουλειάς ή με μια δουλειά σε εξέλιξη; Έχουμε την τάση να είμαστε περισσότερο πραγματιστές ή περισσότερο θεωρητικοί;  «Πατάμε διαρκώς στη γή» ή είναι κάποιες φορές που αισθανόμαστε κάπως αφηρημένοι;  Στις έντονες συζητήσεις μας, «στηλώνουμε τα πόδια» ή ψάχνουμε το κοινό έδαφος;  Επηρεαζόμαστε περισσότερο από τα πειστικά αποδεικτικά στοιχεία ή από μια αληθινή και συγκινητική έκκληση; Θεωρούμε τον εαυτό μας καλό ακροατή ή καλό συνομιλητή; Πιστεύουμε ότι, όταν τα παιδιά μας παίζουν χάνουν την ευκαιρία να κάνουν χρήσιμα και ωφέλιμα πράγματα ή ότι  εξασκούν τη φαντασία τους; Στη δουλειά μας, θεωρούμε πιο φυσικό να εντοπίζουμε τα λάθη των Άλλων ή να τους ευχαριστούμε; Τί μας χαρακτηρίζει περισσότερο, η λογική σκέψη μας ή το βιωμένο μας συναίσθημα; Προτιμάμε οι συμφωνίες μας να σφραγίζονται και να υπογράφονται ή να στηρίζονται απλά σε μια χειραψία; Μας ενδιαφέρει περισσότερο τί είναι πραγματικό ή τι είναι δυνατόν; Εμπιστευόμαστε περισσότερο ότι αντιλαμβάνεται ο νους μας ή ότι βεβαιώνει η εμπειρία μας;

Όταν πρόκειται να απογοητεύσουμε κάποιον, είμαστε «ειλικρινείς» και σταράτοι ή «ζεστοί» και διακριτικοί; Ποιό είναι πιο μεγάλο σφάλμα; Να είμαστε πολύ απαθείς ή πολύ συμπονετικοί; ΟΙ ενέργειες μας είναι πάντα προετοιμασμένες ή υπάρχουν και περιπτώσεις που είναι ακόμη αυθόρμητες; Η κοινή λογική είναι συνήθως αξιόπιστη ή συχνά αμφισβητήσιμη;  Ποιά είναι καλύτερη φιλοφρόνηση; Αυτός είναι ένας λογικός άνθρωπος ή αυτός είναι ένας άνθρωπος με συναίσθημα; Θέλουμε συνήθως πράγματα που είναι παγιωμένα και αποφασισμένα ή πράγματα που βρίσκονται στην αρχή του σχεδιασμού τους;  Τί θεωρούμε σημαντικότερο στον εαυτό μας; Ότι είμαστε λογικοί ή ότι είμαστε αφοσιωμένοι; Είμαστε επιρρεπείς στο να μας καταβάλλουν οι καταστάσεις και τα πράγματα ή στο να αναζητούμε δυνατότητες; Πιστεύουμε ότι οι οραματιστές και οι θεωρητικοί είναι επικίνδυνοι και κάπως «ενοχλητικοί» ή ότι είναι συναρπαστικοί άνθρωποι; Θεωρούμε τον εαυτό σας συνηθισμένο ή έναν ιδιαίτερο και μοναδικό άνθρωπο; Τί είναι χειρότερο; Να είσαι σ’ ένα τέλμα ή να «πετάς στα σύννεφα»;

Έχουμε την τάση να είμαστε περισσότερο βιαστικοί παρά χαλαροί ή περισσότερο χαλαροί παρά βιαστικοί; Σχολάζομεν ίνα ασχολούμεθα ή ασχολούμεθα ίνα σχολάζομεν; Θεωρούμε τον εαυτό μας, περισσότερο ορθολογιστή ή περισσότερο καλόκαρδο; Τα πραγματικά περιστατικά φτάνουν και περισσεύουν από μόνα τους ή απεικονίζουν απλά τις βασικές αρχές;  Έχουμε την τάση να προσέχουμε την αποδιοργάνωση ή την ευκαιρία για τις αλλαγές; Πιστεύουμε πως πρέπει παντού να ζητάμε το χρήσιμο και το αναγκαίο ή υπάρχουν και υπέρτερα πράγματα; Με λίγα λόγια, φτιάχνουμε απλώς societas ή κοινωνούμε σαν Έλληνες; Από το αγγλοσαξωνικό custom γινόμαστε customers ή οικοδομούμε από το ήθος-έθος το Έθνος μας;  Οι βεβαιότητες μας στηρίζονται στον τύπο της οργάνωσης μας (in-form-ation) ή στην πληρότητα που φέρουμε (πληρο-φορία); Μας φτάνουν οι ατομικές συσχετίσεις και συγκρίσεις ή κατορθώνουμε προσωπικές σχέσεις με τους απέναντι Άλλους; Το επάγγελμα μας, εξέπεσε σε δουλειά-δουλεία ή πράγματι επαγγέλλεται κάτι; Η Δημιουργία μας είναι ευκαιρία ματαιόδοξης αυταρέσκειας ή είναι Έργο του Δήμου; Το νόμισμα μας είναι όργανο αυθαιρεσίας των αγορών ή αποτέλεσμα του πόσο «νομίζουμε» ότι αξίζει ο μόχθος μας; Το σύμβολο μας είναι αφορμή διαχωρισμών ή ευκαιρία να συν-βάλλουμε;

Η αμαρτία μας είναι η απόκλιση από έναν κανόνα ή η αστοχία απ’ την αλήθεια μας; Η αλήθεια μας έχει να κάνει με την καθαρότητα και τη γνησιότητα του verus, verita,ή με ότι δεν περνάει απαρατήρητο; Η αλήθεια έχει να κάνει με το «αντικειμενικό» και  «μεγαλειώδες» του very ή με ότι όλοι έχουν την ίδια γνώμη και ο καθένας είναι έτοιμος να την επιβεβαιώσει; Οι νόμοι μας είναι law δηλαδή lay,  δηλαδή υποτάσσουν, βάζουν κάτω ή ως νόμοι νέμουν, κατανέμουν, απονέμουν; Είμαστε άτμητα άτομα ή πρόσωπα με την όψη στραμμένη προς τον απέναντι Άλλο; Η Δημοκρατία μας απλά res publica (δημόσιο πράγμα) ή είναι κράτος-εξουσία του Δήμου; Η λειτουργία μας είναι function-fungi (εκτέλεση-επίδοση) ή έργο του Λαού;  Κι εν τέλει, είναι ο φόβος συνομήλικος του θάνατου και του έρωτα μισητός εχθρός ;

Ανεξάντλητος ο κατάλογος των ερωτημάτων, με τη θετική απάντηση στο δεύτερο σκέλος των ερωτήσεων να σηματοδοτεί αψευδείς – κατά την ταπεινότητα μου – καταφάσεις ελληνικότητας. 

Αφήνω στον αναγνώστη την εφαρμογή των κριτηρίων – και τη συναγωγή των αποτελεσμάτων – και στη δική του αλλά και στη δική μου περίπτωση.

Είμαστε λοιπόν αληθινοί ή ψευτίσαμε στη διαδρομή απ’ το δυάρι των Εξαρχείων στο ρετιρέ του Κολωνακίου… σ’ ένα τσιγάρο δρόμο. Και να σκεφτεί κανείς, πως κάποιοι, οι πιο πολλοί, αυτή τη διαδρομή δεν την κάναμε ποτέ! Δε βάλαμε ποτέ τον εαυτό μας σ’ αυτή τη μέγκενη με τα ξερά χέρια! Εμείς δεν γυρέψαμε ποτέ, βαστώντας στα κουλά χέρια μας το Έθνος, να ξεραθούν τα χέρια των Άλλων. Εμείς δεν γυρέψαμε ποτέ, βαστώντας στα κουλά μας χέρια το διεθνισμό, να ξεραθούν τα χέρια τα δικά μας. Εμείς «το μόνο» που ζητήσαμε ήταν «με τα πόδια στη γη, να φτάσουν τα κουλά μας χέρια ως στον ουρανό»…τέτοια απλοχωριά… τέτοια ελληνικότητα!

Μα πολύ φοβάμαι, πως τώρα, στο άλλο σύνθημα «είμαστε όλοι μετανάστες» πρέπει να απαντήσουμε «μη στεναχωριέστε, κανείς δεν είναι Έλληνας». Ίσως έτσι, καταφέρουμε να ξανακάνουμε τη διαδρομή απ’ την αρχή. Ναι, αυτήν τη διαδρομή που κάποιοι δεν κάναμε ποτέ. Κολωνάκι – Εξάρχεια. Άλλο ένα τσιγάρο-δρόμος. Απαγορευμένο μάλιστα αυτή τη φορά. Να ξαναβρούμε το δυαράκι του ’75, απαλλαγμένο απ’ τα φρού-φρού του 2010. Εκεί που κάποιος γκρεμισμένος φούρνος θα ροδίζει το ψητό της Κυριακής, μέσα στο καπνισμένο ταψί του. Και ποιος ξέρει, όπως λέει ο λαός μας, τα πιο απίθανα πράγματα έχουν συμβεί, όταν γκρεμίζεται ένας φούρνος. Ίσως να ‘ναι επειδή θα καταφέρουμε «το μόνο» που ζητήσαμε!

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ,  21.11.2010

Τι και πως θ’ απαντούσε στον Hawking ο Einstein…

Τι και πως θ’ απαντούσε στον Hawking ο Einstein…

 

Ένα σχόλιο για το περιεχόμενο της κριτικής που άσκησε ο Σεβ. Πειραιώς στον διάσημο Βρετανό αστροφυσικό

 

Τoυ Χάρη Ανδρεόπουλου, θεολόγου *


 

 

Mε την περίπτωση του Stephen Hawking ασχολήθηκε και ο αείμνηστος καθηγητής Δογματικής και Φιλοσοφίας του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, Νίκος Ματσούκας, σχολιάζοντας τις διφορούμενες απόψεις του διάσημου αστροφυσικού, χωρίς να τις (δια-) συνδέσει με την υφιστάμενη παραπληγία του και, φυσικά, χωρίς να προχωρήσει σε εικασίες περί «συγχύσεως του νοός του», όπως – αδικαιολογήτως, κατά τη ταπεινή μας γνώμη – πράττει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ,  σχολιάζοντας**  το τελευταίο βιβλίο του Hawking με τίτλο “The Grand Desing” («Ο μεγάλος σχεδιασμός»).

Ο μεγάλος δογματολόγος της Θεσσαλονίκης Νικ. Ματσούκας αναφερόταν συχνά σε σύγχρονους επιστήμονες, κυρίως από το χώρο της αστροφυσικής, που κάνουν λόγο για ένα ξεκίνημα του σύμπαντος σε μια δεδομένη στιγμή, για μια έκρηξη μιας κοσμογονίας, για ένα διαστελλόμενο σύμπαν, για συνεχή δημιουργία, κτλ, κτλ, και θεωρούσε ότι οι απόψεις αυτές είναι άκρως ενδιαφέρουσες για τη σημερινή θεολογική επιστήμη, αλλά επεσήμαινε και τόνιζε: «Προς Θεού, χρειάζεται μεγάλη προσοχή – οι απόψεις αυτές μπορούν να ενδιαφέρουν μονάχα για λόγους ερμηνευτικούς, και ποτέ για λόγους απολογητικούς ή για συμπεράσματα αθεΐας (…) Τέτοιες συζητήσεις για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του Θεού κατά τη σημερινή επιστημολογία τουλάχιστον είναι ανόητες…», υποστήριζε ο καθηγητής, επικαλούμενος ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τη φιλοσοφία του L. Wittgenstein.   (βλ. «Δογματική και Συμβολική Θεολογία», τόμος Δ’, εκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, 1999, σελ. 39)

 

Ο Νικ. Ματσούκας, ένιωσε μάλιστα την ανάγκη να υπερασπισθεί το δικαίωμα του Hawking να αρνηθεί να απαντήσει αν είναι θρησκευόμενος ή άθεος, όταν ρωτήθηκε σχετικώς, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετιας του ’90, για να δώσει διάλεξη. Κατά τη επίσκεψή του εκείνη στην Αθήνα, «χριστιανομαθημένοι» δημοσιογράφοι τον ρώτησαν αν πιστεύει στο Θεό. Πολύ σωστά, όμως – γράφει ο Ματσούκας (ο.π., σελ. 39) – ο Hawking είπε ότι δεν επιθυμεί ν’ απαντήσει, γιατί δεν θα’ θελε να θεωρηθεί μήτε θρησκευόμενος, μήτε άθεος. Ωστόσο ένας «χριστιανομαθημένος» δημοσιογράφος δεν σεβάσθηκε την επιθυμία του και στο ρεπορτάζ που έκανε φρόντισε να μας πληροφορήσει κατηγορηματικά ότι ο Hawking είναι «εκ πεποιθήσεως άθεος» (έκφραση του δημοσιογράφου). «Προφανώς η συμπεριφορά αυτή του δημοσιογράφου μόνο …αγιοπνευματική (κάθε άλλο!) επιρροή δεν μαρτυρούσε…», είχε παρατηρήσει ο αείμνηστος καθηγητής του τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ.  

 

Επί της ουσίας τώρα και σχετικά με τη άποψη (αυτή είναι που μας ενδιαφέρει και – προς Θεού! – όχι το εάν είναι ή δεν είναι παραπληγικός …) που εξέφρασε ο Hawking, ότι δηλ. ο Θεός δεν είναι δημιουργός του σύμπαντος και άρα η επίκληση του Θείου δεν είναι αναγκαία για την κατανόηση του κόσμου μας, κλπ.,  θα μπορούσαμε, θεολογικώς πράττοντες, να απαντήσουμε με το λίαν χαριτωμένο παράδειγμα που έδιδε ο Albert Einstein, περιγράφοντας τη σχέση επιστήμης και αποκάλυψης (: θρησκείας / πίστης):

 

 «Εμείς οι θετικοί επιστήμονες», έλεγε ο κορυφαίος φυσικός του 20ου αιώνα, «μοιάζουμε με τους αναρριχητές ορειβάτες. Με πολλή προσπάθεια και κόπο ανεβαίνουμε το όρος της Αλήθειας. Όταν, όμως, φθάσουμε στη κορυφή, βρίσκουμε εκεί τους θεολόγους να μας περιμένουν…». 

 

 

Νομίζουμε ότι ο Αγιος Πειραιώς,  εξ επόψεως θεολογικής, είπε λιγότερα απ’ όσα ώφειλε και εξ επόψεως απολογητικής, περισσότερα απ’ όσα έπρεπε.

 

 

* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), καθηγητής Β/θμιας Εκπαίδευσης (Γυμνάσιο Δομενίκου Ελασσόνας).

 

** Ο Πειραιώς Σεραφείμ για τις θέσεις του αστροφυσικού Hawking, Τελευταία Ενημέρωση: Sep 23, 2010,

http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=3475

 

ΠΗΓΗ: Τελευταία Ενημέρωση: Sep 25, 2010, http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=3490

Μετανεωτερικότητα και Ελευθερία

Μετανεωτερικότητα και Ελευθερία:

Επιστημολογικές και Πολιτιστικές Ασυνέχειες

 

Του Γιώργου Παύλου

 


 

Πραγματικά κανείς, όταν καλείται να μιλήσει γι' αυτά τα πράγματα, δεν ξέρει καμιά φορά από πού ν' αρχίσει ή τί να πρωτοπεί, γιατί όντως βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα γεγονός ουσιώδους σημασίας, ιδίως όταν πρόκειται να μιλήσουμε για το χρόνο και για τον κόσμο, και όταν πρόκειται να μιλήσουμε για έναν πολιτισμό, όπως είναι αυτός ο πολιτισμός που κουβαλάει αυτός ο τόπος. Εννοούμε δε το διαχρονικό ελληνικό πολιτισμό διότι, εάν άλλα είδη πολιτισμών θέλουν να αναγκάσουν τον κόσμο να υποταχθεί σε μια γενική μορφή ή δομή, σ' ένα γενικό πλαίσιο, τούτος ο πολιτισμός που κουβαλάμε στις πλάτες μας ως Έλληνες είναι κάτι το ανάποδο: θέλει να σώσει το επιμέρους, θέλει να αναδείξει τα ελάχιστα και τα μηδαμινά αυτά για τα οποία όσοι ασχολούνται με τις μεγάλες ιδέες θεωρούν ασήμαντα να ασχοληθούν. Τούτος ο πολιτισμός, λοιπόν, είναι ένα μοιρολόι του συγκεκριμένου, του ελάχιστου, του ασήμαντου, του εφήμερου, γι' αυτό και είναι δύσκολος πολιτισμός.

Κατ’ αρχάς, να αναφέρω κάποιες συγκεκριμένες μνήμες που μας βοηθούν να αναμετρηθούμε μ’ έναν τόπο και μ’ έναν τρόπο όπως είναι ο δικός μας τόπος και τρόπος και που μας πάει πολύ μακριά και προς το παρελθόν και προς το μέλλον.


Πριν λίγες μέρες ήμουν αναγκασμένος να παρακολουθήσω ένα γεγονός σ’ ένα σχολείο που μου έχουν ζητήσει να είμαι επιστημονικός υπεύθυνος, κι εκεί έζησα ένα στιγμιότυπο που νομίζω ότι αξίζει να σας το πω. Ένα παιδί της Α' Γυμνασίου δημιουργούσε προβλήματα, κούραζε τους δασκάλους του και αναγκάστηκε ένας καθηγητής του να το φέρει στους συντονιστές αυτού του σχολικού προγράμματος. Ένας συντονιστής, ένας δάσκαλος – από πόνο ο ίδιος για τις αταξίες του μικρού – του τράβηξε τα αυτιά, τον χαστούκισε επειδή δεν ήταν υπάκουος, και εγώ είδα το παιδί αυτό να κλαίει. Ένα παιδί με ξανθά μαλλιά, με πρόσωπο φωτεινό. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, δεν ήθελα να σταματήσω την επέμβαση αυτή του δασκάλου μπρος σε όλους τους άλλους μαθητές. Μετά το πήρα παράμερα, κατεβήκαμε κάτω και το κράτησα στην αγκαλιά μου, το χάιδεψα και το φίλησα. Μιλήσαμε λίγο και μου είπε ότι είναι ορφανό, ότι ζει με τον παππού του και τη γιαγιά του. Του έλεγα ότι είναι καλό να αρχίσει να μαθαίνει γράμματα και πολλά παρόμοια. Μου έλεγε συνεχώς κλαίγοντας: «Ναι, κύριε. Ναι, κύριε». Ένα μικρό παιδί ορφανό, αδύναμο, χτυπημένο από τη μοίρα του σ' έναν κόσμο ψυχρό, αδιάφορο, αφιλόξενο. Εν τέλει μία ύπαρξη μερική και ατομική μέσα στον κόσμο – τον ιστορικό. Ένα δάκρυ ξεχασμένο στο χρόνο και την ιστορία που κρίνει τον κόσμο και την ιστορία.


Αυτό ήταν ένα συγκλονιστικό γεγονός για μένα προσωπικά, αλλά νομίζω ότι φανερώνει και το δικό μας δρόμο ως Έλληνες και ως ανθρώπους. Ότι σ' αυτό το εφήμερο, το συγκεκριμένο σώμα το απτό, μπορεί κανείς να συναντάει κάτι απερίγραπτο, κάτι το μέγιστο που αναμετράει τους χώρους και τους χρόνους, που μας βάζει μπροστά σ' ένα συμβάν, σ' ένα σημείο, και  ταυτόχρονα μας σταματάει μπρος στο αδιάβατο της ύπαρξης. Δεν μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο έτσι εύκολα εμείς.

 

Αυτό το γεγονός, αυτή η συνάντηση με το εφήμερο – τουλάχιστον στην τραγική στιγμή του – μου θύμισε κάτι από την περιοχή της Τέχνης, που θα το ξέρετε ίσως πολλοί από σας. Σας το αναφέρω, γιατί νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό. Θυμάστε την ταινία Τσαμπ – Ιταλού σκηνοθέτη – όπου ένα παιδί που ζει με τον πατέρα του, πρώην αθλητή του μποξ, ο οποίος μετά τις δόξες πλέον αρχίζει να γερνάει εργαζόμενος ως απλός εργάτης στον ιππόδρομο, ενώ η μητέρα του που αποφάσισε να ζήσει μια μεγάλη ζωή μ’ έναν σπουδαίο άνθρωπο, παίρνει για λίγο το παιδί μαζί στο πλούσιο σπίτι της. Το παιδί δεν αντέχει και επιστρέ­φει στον πατέρα του. Αναζητώντας τον πατέρα του φθάνει σ' έναν άδειο χώρο φωνάζοντας διαρκώς και με αγωνία το όνομά του. Νομίζω ότι αυτή η εμπειρία είναι μια από τις συγκλονιστικές στιγμές που μπορεί να παρουσιάσει η Δυτική Τέχνη. Ίσως εμείς, μέσα από την εμπειρία του δικού μας τρόπου, μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτά τα στοιχεία. Διότι είναι αυτή η εμπειρία της κοσμικής ορφάνιας, που μόνο ο άνθρωπος ως ενσυνείδητο ον μπορεί να βιώσει μ' έναν τρόπο που τον οδηγεί, ώστε ο ίδιος να αναλάβει την ευθύνη για όλον τον κόσμο, αλλά όχι με μια καρικατούρα μετασχηματισμού του Κόσμου και της Ιστορίας, αλλά με μια ευθύνη που πάει πολύ μακριά. Ο άνθρωπος αγωνιά και αισθάνεται ευθύνη για ολόκληρο τον κόσμο και το σύμπαν. Αυτή είναι η εμπειρία της απουσίας που και ο Σάρτρ περιγράφει έτσι έντονα.

 

Άλλο ένα στιγμιότυπο πάλι από την τέχνη, νομίζω ότι μας βοηθά να μπούμε σε μια περιοχή, όπου ορίζονται τα πράγματα μόνα τους και αυτομάτως χωρίς να κουραζόμαστε. Είναι αυτή η στιγμή που στο έργο Σολάρις του Ταρκόφσκι μία κοπέλα που είναι βασικά η υλοποίηση της μνήμης ενός εκ των ηρώων, μέσα σε έναν περίεργο πλανητικό χώρο αναγκάζεται να παρακαλεί τους ιπιστήμονες να της επιτρέψουν να ζήσει μαζί τους, γιατί όπως ισχυρίζεται αυτή η υλοποιημένη μνήμη-άνθρωπος επιθυμεί, νιώθει, αισθάνεται, διψάει, πονάει και τα λοιπά. Οι επιστήμονες της λένε ότι δεν υφίσταται, δεν υπάρχει, και ότι απλώς είναι μια υλοποιημένη μνήμη από νετρόνια.

 

Νομίζω ότι αυτά τα γεγονότα μας πηγαίνουν στην καρδιά αυτού του πολιτισμού που κουβαλάμε. Γιατί προσωπικά, αισθάνομαι ότι μετανεωτερικότητα σημαίνει επανεύρεση αυτού του τρόπου που μας ξανακάνει να είμαστε αυτό που είμαστε. Μας δίνει θάρρος να μη φοβούμαστε να είμαστε αυτό που είμαστε.

 

Όντως η διάνοια του ανθρώπου νεκρώνει τον κόσμο. Όντως τα συγκεκριμένα όντα σ' έναν πολιτισμό που δομείται σήμερα όλο και πιο πολύ απρόσωπα χάνουν τη σημασία τους. Γίνονται απλώς μια ύλη, μια μορφοποίηση μιας γενικής ιδέας. Αυτό θα πει κανείς ότι είναι ένας ανάστροφος πλατωνισμός. Ο Πλάτωνας φαντάζεται το νοητό κόσμο, εμπνέεται το νοητό κόσμο των ιδεών για να σώσει – όσο γίνεται – τον εφήμερο κόσμο, τον κόσμο των σωμάτων, τον αισθητό κόσμο, τον κόσμο της γενέσεως και της φθοράς. Βέβαια, αναγκάζεται να παραδεχθεί όπως όλος ο ελληνικός πολιτισμός την εμπειρία της ανάγκης: ότι τούτος ο κόσμος έχει μέσα του μια τραγικότητα. Βρίσκεται στην περιοχή της ανάγκης. Αυτό οι αρχαίοι Έλληνες το ταύτιζαν με αυτό που ονομάστηκε ύλη.

Αιτία της ανάγκης και της γενέσεως και της φθοράς είναι ένας υλικός φορέας, ο οποίος από τη φύση του υπόκειται σε μία διαρκή κίνηση, σ' ένα «γίγνεσθαι» και δε μπορεί να περάσει στην περιοχή του «είναι». Γι' αυτό και τα εφήμερα όντα, τα συγκεκριμένα, τα αισθητά δεν μπορούν να είναι όντα όντως. Αυτό που έχει σημασία είναι το γένος, η ιδέα που στέκεται στο νοητό τόπο και έχει αιωνιότητα. Αλλά ο Πλάτωνας ερμηνεύεται από την Ευρώπη ανάποδα, γιατί η Ευρώπη δεν μπορεί να καταλάβει σε μεγάλο βαθμό – και αυτό δεν είναι μια αλαζονική δική μας κρίση, αλλά είναι μια ταπεινή αίσθηση κατανόησης των τρόπων.


Η Ευρώπη δεν μπορεί να κατανοήσει ακόμη τον τρόπο του βλέπειν και οράν που εισήγαγε ο δικός μας πολιτισμός. Δηλαδή, ο Πλάτωνας δεν δημισυργεί έναν νοητό κόσμο ιδεών, επειδή αντιμάχεται την ύλη και το σώμα, – αλλά αγωνίζεται με τον τρόπο του να σώσει όσο γίνεται τον κόσμο τον εφήμερο. Γι' αυτό βλέπει κανείς αυτήν την εμπειρία του κάλλους, της ωραιότητας και της ομορφιάς να είναι βασικό συστατικό του αρχαιοελληνικού κόσμου. Αυτή η ομορφιά και η ωραιότητα και το κάλλος δεν αναφέρεται απλώς σ' έναν κόσμο νοητό, αλλά έχει να κάνει με τούτον τον κόσμο, το συγκεκριμένο, τον εφήμερο.


Απ' την άλλη μεριά, η Ευρώπη αδυνατεί να δει και να αναγνωρίσει τον ελληνικό τρόπο στην πληρότητά του, διότι ο ελληνικός τρόπος είναι ένας δύσκολος τρόπος. Χρειάζεται κανείς να σταματήσει στα εφήμερα, να σταματήσει την πρόοδο και την κίνηση κατ’ αρχάς, η οποία δεν είναι όντως συνάντηση. Είναι ένα προσπέρασμα του κόσμου και των πραγμάτων. Ο ελληνικός τρόπος είναι ένας τρόπος χασομεριού. Ένας ιδιότυπος τρόπος να χασομερούμε μέσα στον κόσμο. Κατ' άλλον τρόπο θα έλεγε κανείς ότι ο ελληνικός τρόπος είναι ένας τρόπος παραγωγής γόνιμης τεμπελιάς. Μιας απραξίας εξωτερικά που ταυτοχρόνως είναι η κατεξοχήν πράξη. Διότι, στους Έλληνες η πράξη δεν είναι απλώς η κατασκευή τεχνικών έργων, αλλά πράξη πρωτίστως είναι η σύνολη πράξη της πόλης ως κοινωνικό γεγονός.

 

Η πράξη δηλαδή δεν είναι να φτιάξουμε μηχανές, αλλά το πώς στην πόλη θα συναντηθούν οι πολίτες. Αυτό είναι το δύσκολο του ελληνι­κού κόσμου και τρόπου που ακόμη κι εμείς σήμερα αδυνατούμε να κατανοήσουμε, γιατί το γεγονός της συνάντησης των πολιτών στην περιοχή της πόλης είναι μια ξεχασμένη υπόθεση. Είναι ένα γεγονός τόσο συγκλονιστικό και γι' αυτό και τόσο αφανές ή τόσο ξεχασμένο. Είναι μια εορτή με την οποία πλέον αδυνατούμε να αναμετρηθούμε. Θα πρέπει όντως να περάσουμε σε μία μεταμοντέρνα αντίληψη για να μπορέσουμε να αφήσουμε αυτήν την εορτή να αναδυθεί μέσα από τα κρύφια της καρδιάς μας και να μη φοβηθούμε τη διάνοια, να μη φοβηθούμε το επιστημονικά ορθό. Αυτό που η κοπέλα στο Σολάρις έλεγε στους επιστήμονες, δηλαδή το έλεγε στη διάνοια-τη διάνοια ως εννοιοκρατία: «Αφήστε με να ζήσω μαζί σας». Και η επιστήμη, η διάνοια απορρίπτει τη ζωή ως συγκεκριμένο και απτό γεγονός.

 

Στην περιοχή της πόλης λοιπόν ο Σωκράτης – και αυτό δεν μπορεί να το ερμηνεύσει η Ευρώπη – ενώ δεν έχει τίποτε να πει, τίποτε να διδάξει, γιατί δεν ξέρει τίποτε, ενώ δεν είναι σίγουρος για τη μετά θάνατον αιωνιότητα, χασομεράει διαρκώς στην αγορά της πόλης προκειμένου να κάνει τους συμπολίτες του καλύτερους, να τους διδάξει, να τους σώσει. Αυτό είναι αντιφατικό. Αν δεν έχεις μια αλήθεια γενική, αν δεν έχεις μια θεωρία καθολική, πώς μπορείς τότε να σώσεις την πόλη; Τί είδους σωτηρία είναι αυτή που εισάγει ο Σωκράτης, όταν ο ίδιος λέγει ότι δεν γνωρίζει τίποτε και ότι ακόμη δεν είναι σίγουρος για μια αιωνιότητα; Τουλάχιστον αν είχε να τους μιλήσει για έναν μεταθανάτιο παράδεισο, τότε θα μπορούσε να τους τον επιβάλλει, ως έναν καθολικό νόμο, όπως ακριβώς προσπαθεί να τον επιβάλλει ένας ορισμένος τρόπος αντίληψης του κόσμου και της ζωής εδώ και μερικούς αιώνες και εννοώ τον ορθολογικό και νοησιαρχικό τρόπο, δηλαδή τον τρόπο της τεχνοκρατίας και του επιστημονισμού.

 

Για να κατανοήσει κανείς το Σωκράτη θα πρέπει να μπορεί να ζει αυτήν τη διαχρονική εμπειρία, αυτόν τον τρόπο του να συναντάει τον κόσμο ως φως και ως ταξίδι. Γιατί ο Σωκράτης εισάγει ακριβώς ως πολιτικό γεγονός όχι μία σκοπιμότητα άλλη μεταφυσική, παρά μόνο αυτό καθαυτό το γεγονός της συνάντησης. Εδώ, είμαστε μεταμοντέρνοι, είμαστε νεωτεριστές. Εδώ, σ' έναν τρόπο που ακόμη οι άλλοι δεν έφθασαν, αναμένουμε όντως την Ευρώπη και τον κόσμο, αναμένουμε τους ανθρώπους, αν δεν έχουν βαρεθεί πια αμετάκλητα τη ζωή, αν δεν έχουν αποφασίσει αμετάκλητα να είναι γερασμένοι. Αναμένουμε τους ανθρώπους, τον ανθρώπινο πολιτισμό στην περιοχή αυτή, όπου η συνάντηση δεν εντάσσεται σε καμιά άλλη σκοπιμότητα πέρα από αυτό καθ' εαυτό το γεγονός της συνάντησης. Ούτε ακόμη τη σκοπιμότητα ενός παραδείσου ορατού ή αόρατου.

 

Αυτό είναι το καίριο σημείο αυτού του πολιτισμού και αυτού του τόπου. Είναι το γεγονός της συνάντησης με τα όντα τα συ­γκεκριμένα, με τα όντα τα εφήμερα, αυτό που ο Αριστοτέλης προσπάθησε να πει: «Τάδε τι». Βέβαια, δεν μπόρεσε ούτε ο Αριστοτέλης να πει εν τέλει αυτό το πράγμα, γιατί για να μπορέσει κανείς να το πει θα πρέπει να έχει διαπεράσει όλη την περιοχή της τραγικότητας και να 'χει βγει στην πόλη πια του ονόματος. Κι εδώ αναδεικνύεται η σημασία του Βυζαντινού (ελληνορω­μαίικου) πολιτισμού, διότι οδηγεί τον αρχαίο κόσμο και τον αρχαίο ελληνισμό στην περιοχή του ονόματος. Γι' αυτό κουβαλάμε έναν δύσκολο πολιτισμό. Ίσως και εμείς βαρεθούμε κάποια στιγμή να τον κουβαλάμε. Ίσως αποφασίσουμε να γίνουμε προ­οδευτικοί. Ίσως αποφασίσουμε να φτιάξουμε τον κόσμο καλύτερο. Αλλά για όσους έχουν σταματήσει μπροστά στα πράγματα, για όσους δεν θέλουν να είναι πετυχημένοι σ' αυτόν τον κόσμο, τότε αναδύονται κάποιες εμπειρίες. Αναδύονται κάποιες αισθήσεις και κάποιες μνήμες. Τότε η μνήμη γίνεται μέτρο της πραγματικότητας. Τότε η μνήμη κρίνει τα πράγματα. Μια γραμμική αντίληψη περί του χρόνου – παρελθόν, παρόν, μέλλον ­ που στην ουσία είναι ένας μηδενισμός του χρόνου, με όρους επι­στημονικούς θα έλεγα ότι είναι ένα είδος αχρονικότητας και ανιστορικότητας, που χαρακτηρίζει τον ευρωπαϊκό ορθολογισμό.


Αντίθετα τούτος ο τόπος κουβαλάει έναν χρόνο γεμάτο. Κουβαλάει μια Ιστορία γεμάτη, που είναι ακριβώς η περιοχή της μνήμης των συγκεκριμένων και των απτών όντων. Έτσι, ο Οδυσσέας γίνεται μέτρο αυτού του τρόπου και τόπου, γίνεται μέτρο καθ' όσον αφήνει την περιοχή της προόδου και την περιοχή του γενικού καλού και της γενικής αλήθειας, την περιοχή της υποκειμενικότητας που είναι η περιοχή της Καλυψούς και οδεύει δια των υδάτων στην περιοχή του ονόματος, στην περιοχή του εφήμερου, του ιστορικού. Αφήνει την ανιστορικότητα, τη θεϊκή Καλυψώ, τη Θεά που του παρέχει άφατες χαρές, ατελείωτες και αιώνιες, αλλά ιδεοληπτικές ηδονές, χάριν του συγκεκριμένου και του εφήμερου και διακινδυνεύει αυτήν ακριβώς την καθολική, αλλά ιδεοληπτική αλήθεια.

 

Αυτός ο πολιτισμός που οδεύει προς το συγκεκριμένο με σάρκα και οστά, με όνομα και ταυτότητα είναι ένας δύσκολος πολιτισμός. Είναι ένας πολιτισμός εξαρχής μετανεωτερικός. Αυτός ο πολιτισμός παράγει μια ανοιχτή οντολογία για την οποία δεν θα πω τώρα πολλά, αλλά που τουλάχιστον η επιστήμη σήμερα όλο και περισσότερο μας δείχνει πόσο δίκαιο είχαν όσοι μίλησαν για τα όντα στη διαχρονικότητα του ελληνικού τρόπου με τον τρόπο που μίλησαν.

 

Για όσους αναμετρήθηκαν με την εμπειρία του «είναι» των όντων έτσι που αναμετρήθηκαν: ως μοιρολόι και ως εορτή, ως συνάντηση επώδυνη και ταυτοχρόνως χαρμόσυνη. Εισάγει και μας μυεί σε μια γνωσιολογία που είναι εικονολογική γνωσιολογία. Είναι γνωσιολογία που άπτεται της οντολογίας, που έχει μέλλον και είναι εικονολογική, δηλαδή δεν υποκαθιστά τον κόσμο και τα όντα με έννοιες, αλλά με ζώσες εικόνες που σώζουν τα όντα, που σέβονται το χρόνο, που σέβονται το εφήμερο. Μια ανθρωπολογία που είναι πια αυτό που θα έλεγε κανείς η οντολογία της νοσταλγίας, της νοσταλγίας του άλλου ως το εφήμερο. Αυτό που γίνεται μέτρο του καθημερινού μου μηδενισμού. Αυτό που με επαναγάγει στην περιοχή του Είναι. Αυτό είναι μια ανοιχτή ανθρωπολογία. Είναι μια αναμέτρηση με το μέλλον και είναι ένας τρόπος που ακριβώς συνθέτει μαζί με την οντολογία και τη γνωσιολογία έναν πολιτισμό που είναι αυτό που θα σώσει τον ανθρώπινο πολιτισμό, με την έννοια πια όχι μιας αφηρημένης καθολικής σωτηρίας, αλλά με την ανάδειξη του γεγονότος της πόλης, ως συνάντηση πολιτών με όνομα και ταυτότητα, όπου η οικονομία δεν θα είναι μια ολοκληρωτική υπόθεση υποκειμενικού παραδείσου.

 

Εξάλλου, η Σχολαστική Θεολογία είναι υπεύθυνη για την υποκειμενοποίηση του κοινωνικού και πολιτικού βίου σε ένα οι­κονομικό κερδοσκοπικό και ατομικό γεγονός, αφού ο Θεός είναι απλώς ένα αντικείμενο (και ο κόσμος είναι ένα αντικείμενο) που εξυπηρετεί μια υποκειμενική αυτάρκεια. Αντίθετα στην ελληνική πόλη η οικονομία γίνεται πια περιοχή δώρου και χαρίσματος. Παράγουμε ακριβώς για να δωρίζουμε τους εαυτούς μας και αυτό που παράγουμε είναι το δώρο προς τους άλλους.

 

Ενδεχομένως το γεγονός της οικονομίας ως δώρο υποπτεύθηκε λίγο ο Μάρξ, αλλά δεν μπορούσε να το παρακολουθήσει σ' αυτήν τη συγκλονιστική περιοχή της εμπειρίας του άλλου και της πόλης, όπου η οικονομία πια δεν είναι υπόθεση υποκειμενικότητας και ατομικής αυτάρκειας, αλλά αντίθετα όπου αναστρέφεται πια η πενία του πλούτου στον πλούτο της πενίας. Η παιδεία έτσι δεν είναι μια παιδεία αντικειμενοποίησης των πάντων, αλλά μια παιδεία που μας οδηγεί και μας επαναφέρει στην περιοχή του ανοιχτού πολιτισμού, της ανοιχτής ανθρωπολογίας. Σ’ αυτό που γίνεται πλέον νοσταλγία του εφήμερου, του συγκεκριμένου. Σ' αυτό που έχει όνομα και ταυτότητα.

 

(Αρχική) πηγή: ηλ. επεξεργασία antifono.gr, Ανάμεσα σε δύο κόσμους, εκδ. Ανιχνεύσεις, ΣΕΤΜΘ, 1998

 

 

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 23 Σεπτέμβριος 2010 07:00, http://www.antifono.gr/portal/πρόσωπα/Παύλος-Γ/2010-01-02-08-48-11/2311-Μετανεωτερικότητα-και-ελευθερία-Επιστημολογικές-και-Πολιτιστικές-Ασυνέχειες.html