METANAΣΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ
Του Κώστα Υψηλάντη
Έζησε 18 χρόνια στο εξωτερικό, στην Γερμανία. Όχι σαν τουρίστας, ούτε σαν μεσάζοντας, πωλητής κινητών και ακινήτων. Έζησε σαν απλός εργάτης σε μια φάμπρικα. Ξεκίνησε με τα λίγα σπαστά γερμανικά που αναγκαστικά έμαθε στις χειρότερες στιγμές της ζωής του, παιδί ακόμα τον καιρό της Κατοχής.
Ήταν οκτάχρονο αγόρι, όταν σκότωσαν τον πατέρα του στο μπλόκο της Κοκκινιάς. Μετά, με την πείνα και την δυστυχία, άφησε στα δέκα οκτώ, μάνα και αδελφή, για να πάει να δουλέψει στην χώρα των δολοφόνων του πατέρα του για λίγα λεφτά παραπάνω. Κουβαλώντας χαρτιά «εθνικοφροσύνης», διαβατήριο, φωτογραφίες, συστάσεις, ανέβηκε στο τρένο της μεγάλης φυγής. Στην Γερμανία είναι τώρα ο Γκρέκος Θανάσης, ετών 18, που ήρθε στο Γούπερταλ πριν από δύο βδομάδες, δουλεύει στην πρέσα δεκατετράωρο και κοιμάται με άλλους δέκα σε 40 τετραγωνικά, έξω από την πόλη, τρίτο υπόγειο, διαμέρισμα πλιθόκτιστο. Ο Γκρέκος νίκησε για λίγο στον πόλεμο που τέλειωσε πριν λίγα χρόνια, πείνασε πολύ μετά, και είναι τώρα μετανάστης σε μια αφιλόξενη χώρα. Φθηνός εργάτης στην ανοικοδόμηση μιας χώρας που ποτέ της δεν είχε ήρωες γιατί πάντα ήξερε να είναι με τους κατακτητές. Όλα αυτά τα χρόνια ο Θανάσης δούλευε και παρότι είχε γνωριμίες και με ελληνίδες της διασποράς, ποτέ του δεν παντρεύτηκε. Το όνειρό του ήταν, να γυρίσει πίσω, στην αδελφή του και την μάνα του, που περίμεναν την επιστροφή του. Έχει πιά πατήσει τα 36 και άρχισε να αποζητά την επιστροφή. Από τα λίγα γράμματα που του στείλανε, κατάλαβε ότι έχουν μεγάλο οικονομικό πρόβλημα. Δεν του έγραφαν όμως καθαρά, γιατί δεν θέλανε να τον επηρεάσουν αρνητικά. Όμως ο Θανάσης το κατάλαβε απο τα μητρικά γράμματα που τέλειωναν με ένα «σε φιλώ και σε σκέπτομαι»….
Συνέχεια →