Το Συμβάν: Κεφ 13ο, 14ο, 15ο
(προδημοσίευση μυθιστορήματος)
Της Βασιλικής Νευροκοπλή
Κεφ. 13ο
13.
«Έζησα κάποιες μέρες. Ίσως, όχι μέρες ολόκληρες. Στιγμές των ημερών. Έτσι μετρώ την ηλικία μου τώρα που ο νους μου επιστρέφει στο παρελθόν. Ίσως έτσι μετριέται και η ηλικία όλων των ανθρώπων. Με τις στιγμές που έζησαν. Αυτές που μπορεί να ανακαλέσει η μνήμη. Γιατί έζησα ό, τι θυμάμαι και ό, τι δεν θυμάμαι δεν υπάρχει. Δεν το έζησα μέχρι να το θυμηθώ και να το ξαναζήσω. Να υπάρξει πάλι απ' την αρχή σαν ένα κομμάτι της πραγματικότητας κι ένα της φαντασίας. Ένα μέρος του πόθου κι ένα του φόβου. Η σχέση ανάμεσά τους.
Κι ακόμα, έζησα σαν κάποιοι άλλοι. Αυτοί που αγάπησα. Οι κάποιοι άλλοι που με αγάπησαν έζησαν σαν εγώ και χωρίς να το ξέρουν, σαν όλοι αυτοί που ταυτόχρονα ήμουν, όλοι αυτοί που αγάπησα και με διαμόρφωσαν κι ας μην τους γνώρισαν ποτέ. Κι εγώ, αντιστοίχως πάλι έζησα σαν όλους αυτούς που ο καθένας από τους άλλους αγάπησε.
Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος στην ερώτηση «τι ηλικία έχεις», να απαντά: «έχω την ηλικία τριών στιγμών ή εφτά ανθρώπων» ή ακόμα καλύτερα: «την ηλικία τριών στιγμών και εφτά ανθρώπων», ή ακόμα πιο ολοκληρωμένα: «εφτά ανθρώπων, τριών στιγμών και είκοσι δύο τόπων», γιατί και οι τόποι συχνά μας καθορίζουν. Θα μπορούσε να απαντά αρκετά διαφορετικά, όπως για παράδειγμα: «είμαι το άθροισμα από τριάντα τρεις χαρές και δεκαέξι λύπες». Ή ίσως: «είμαι έντεκα τραγουδιών, οχτώ έργων ζωγραφικής και τριών ποιημάτων». Τίποτε απ' αυτά γενικό και αφηρημένο, ούτε απλώς αριθμητικό. Όλα όσα έγιναν δικά μας και γίναμε δικοί τους.
Οπωσδήποτε θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως έχει την ηλικία της θάλασσας, του χώματος και τ' ουρανού, αλλά αυτόν θα τον περνούσαν οι αφηρημένοι για τρελό, οι ευκολόπιστοι για Θεό ή προφήτη και οι πλέον ευφυείς για αφελή. Ποιος θα μπορούσε να υποπτευθεί πως αυτός που τολμά να εκστομίσει μια τέτοια φράση, ενδέχεται να είναι ποιητής;
Πότε όμως κάποιος αρχίζει και αναρωτιέται πραγματικά για την ηλικία του; Για την ηλικία του την πραγματική; Μα, από τη στιγμή του Συμβάντος.
Κάθε ηλικία ορίζεται πραγματικά από τη στιγμή που θα χωριστεί η πραγματικότητα σε δύο χρόνους: στον πριν και στον μετά του Συμβάντος. Όσοι δεν έμαθαν ποτέ την ηλικία τους είναι αυτοί που στη ζωή τους δεν ήρθε το Συμβάν. Γι' αυτούς δεν υπάρχει ούτε πριν ούτε μετά. Απουσιάζει η διαχωριστική γραμμή που θα δημιουργήσει τον πραγματικό χρόνο. Αν ο χρόνος είναι παρελθόν και μέλλον, αυτές του οι διαστάσεις ορίζονται από το Συμβάν: Μια γέννηση, έναν θάνατο, μια συνάντηση, έναν έρωτα. Έναν έρωτα που δε θα μοιάζει με κανέναν από όλους τους έρωτες που ο άνθρωπος έζησε, έναν θάνατο που διαφοροποιείται από όλους τους θανάτους, μια συνάντηση με πρόσωπο, λέξη, χρώμα, κίνηση, χειρονομία, μυρωδιά, που τον καθόρισε ολοκληρωτικά, αντιστρέφοντας πλήρως αυτό που ήταν μέχρι τότε. Όλο το νόημα της ζωής του.
Ο κόσμος, για παράδειγμα, γνώρισε την ηλικία του με τρόπο οριστικό και αμετάκλητο από τη στιγμή που γεννήθηκε ο Χριστός. Η συνάντηση του κόσμου με το πρόσωπο του Χριστού δημιούργησε την ιστορία του κόσμου, τον χρόνο του, την ηλικία του. Όλα, όποτε και να συμβαίνουν, όποτε και να έχουν συμβεί και όποτε κι αν συμβούν θα είναι αδύνατον να ξεφύγουν από το Συμβάν της έλευσης του Μεσσία. Όλα θα είναι προ Χριστού ή μετά Χριστόν. Τρίτη περίπτωση δεν υπάρχει.
Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε πως ο χρόνος, η ζωή, η ηλικία, υπάρχουν από τη στιγμή της διχοτόμησής τους σε όσα έγιναν πριν και όσα ακολούθησαν το Συμβάν. Κι ακόμα, πως η ζωή, η ηλικία, ο χρόνος, αποκτούν νόημα αμέσως μετά από αυτή τη διχοτόμηση και μάλιστα ίσως ακριβώς την ώρα που αρχίζει η προσπάθεια για συμφιλίωση, επανένωση των προηγούμενων και επόμενων.
Τίποτα δεν μπορεί να αφαιρέσει τη διαχωριστική γραμμή. Υπάρχει όμως τρόπος να μετατραπεί αυτή σε ουδέτερη ζώνη και ίσως κάποτε, -αυτό είναι όλο το ζητούμενο- σε ίχνος μιας προσφιλούς ανάμνησης χάριν της οποίας αποκτήσαμε κάποτε ηλικία και κερδίσαμε την ενότητα όλου του διχασμένου παρελθόντος μας στο παρόν. Το απόλυτο παρόν: η πλήρης αποδοχή χωρίς πόνο, φόβο και ενοχή, αυτού που υπήρξαμε πριν και μετά το Συμβάν.
Το Συμβάν που αλλάζει ολωσδιόλου αντίστροφα την ρότα της ζωής ενός ανθρώπου δεν είναι αδιάφορο από αυτό που σηματοδοτεί η συνάντηση του κόσμου με το πρόσωπο του Χριστού. Είναι μία και κοινή η αλλοίωση που υφίσταται κόσμος και άνθρωπος, ίδια η αντιστροφή της πορείας τους, η αναζήτηση νέου νοήματος προσανατολισμένου στην συμφιλίωση, είτε το συνειδητοποιούν οι άνθρωποι είτε όχι. Είναι η στιγμή της μεγάλης αποκάλυψης μετά το ισχυρό σοκ.
Ο τρόπος της αποκάλυψης είναι άσχετος με την ουσία της. Συχνά πραγματοποιείται μέσω ενός μεγάλου πόνου, – συμβάντος τραγικού και επώδυνου – ή μέσω ενός πάθους παράφορου, – συμβάντος γοητευτικού, ανεξέλεγκτου και ακατανόητου -. Σημασία δεν έχει το πώς θα εκφραστεί το Συμβάν και τι τρόπο θα διαλέξει για να έρθει στη ζωή σου. Σημασία έχει πώς θα το χειριστείς και αν θα επιτρέψεις στη διαχωριστική γραμμή που σ' έκοψε στα δύο, δημιουργώντας μέσα σου χρόνο, -εσένα τον ίδιο δηλαδή-, να παραμείνει τέτοια, αφήνοντάς σε απλώς ένα νεογέννητο, ή να γίνει η αιτία που θα κερδίσεις ενωμένο το είναι σου σε μια ηλικία νέα.
Για να φτάσεις σ' αυτήν την συμφιλίωση απαιτείται η διάθεσή σου γι' αυτήν. Αν έχεις μια τέτοια διάθεση τότε είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα ακολουθήσουν και άλλα μικρότερης εμβέλειας συμβάντα που θα συντείνουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι, βήμα βήμα θα φτάσεις να βιώνεις κάθε στιγμή ως συμβάν που σε οδηγεί με τρόπο αποκαλυπτικό και μυστικό ταυτόχρονα, στην ανάπτυξη του είναι σου: σε μια αδιάρρηκτη ενότητα τού είναι σου με τη ζωή, τον θάνατο, τη ζωή μετά τον θάνατο. Με τους ανθρώπους όλους, ζωντανούς και πεθαμένους, είτε τους γνωρίζεις είτε όχι. Θα πάσχεις με τους πάσχοντες, θα υγιαίνεις με τους υγιείς, με τους ερωτευμένους θα ερωτεύεσαι, με τους ετοιμοθάνατους θα πεθαίνεις, θα γεννιέσαι με τα νεογέννητα. Θα ξημερώνεις και θα βραδιάζεις με τη μέρα και τη νύχτα αντίστοιχα. Θα ζεις πολλές ζωές σε μία και μία σε πολλά επίπεδα. Ώσπου να φτάσεις στην αδιάλειπτη ευχή: να εύχεσαι για όλους και για όλα το καλύτερο, το ομορφότερο, το ευγενικότερο, το τρυφερότερο. Αυτό είναι το προτελευταίο στάδιο που θα διανύσεις. Η γέφυρα που ακολουθεί ώστε μέσα από το θάνατο να οδηγηθείς στην φωτεινή αντίπερα όχθη είναι πέρασμα μυστικό.
Τα μικρότερα συμβάντα θα έρθουν στη ζωή σου χωρίς να σε ρωτήσουν, ακριβώς όπως ήρθε και το μεγάλο Συμβάν. Αν όμως δεν προτίθεσαι να τα εκμεταλλευτείς συνενωτικά, ή θα περάσουν απαρατήρητα ή θα τα χρησιμοποιήσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση: αυτήν που θα μεγαλώσει το ρήγμα, το χάσμα που δημιούργησε το μεγάλο και καίριο Συμβάν. Η ηλικία σου τότε θα αρχίσει να γλιστρά μέσα από τα χέρια σου. Θα γίνεται μια σκιά που μάταια θα κυνηγάς. Ο χρόνος θα μετατραπεί σε ερινύα που θα σε καταδιώκει. Η ζωή θα σου γυρίσει την πλάτη και δεν θα δεις ποτέ το ωραίο της πρόσωπο. Θα πορεύεσαι στην ανυπαρξία. Δηλαδή στην απουσία από τον ίδιο σου τον εαυτό που μόνος σου επέλεξες να μην ζήσει, δηλαδή, να μην ενηλικιωθεί».
Ποιος μου δίνει αυτές τις σκέψεις τώρα που ζω μέσα στον τρόμο; Δεν είναι δικές μου. Είμαι παντελώς ανίκανος να τις συλλάβω και να τις κατανοήσω. Όμως γαλήνεψαν την φοβισμένη μου καρδιά, και σαν χέρι αγγέλου τη χάιδεψαν. Τόσες μέρες μετά που τις γράφω είναι παράξενο πως τα θυμάμαι όλα λέξη λέξη σαν να χαράκτηκαν μέσα μου. Ακούω το χερούλι της πόρτας. Κάποιος μπαίνει στο δωμάτιο.
Κεφ. 14ο
14.
-Πώς είναι ο νεαρός μου φίλος, ρωτά η νοσοκόμα που μπαινοβγαίνει πολλές φορές τη μέρα στο δωμάτιο τις τελευταίες είκοσι μέρες.
-Νιώθω λίγο παράξενα, αλλά είμαι καλά. Σαν να αιωρούμαι…
-Μπράβο παλικάρι μου. Λες να άρχισες να πετάς; είπε χαμογελώντας καθώς μου έπιασε απαλά το χέρι. Σήμερα βγαίνεις. Θα έρθει τώρα η μαμά να σε πάρει να πάτε σπίτι. Άντε, γιατί σας περιμένει κι ο παππούς, θα 'χει σκάσει ο δόλιος…
-Δεν θα βγάλουμε πρώτα τους επιδέσμους;
-Όχι ακόμα. Έχουμε συνεννοηθεί με το νοσοκομείο της Χίου. Θα τους βγάλεις εκεί αγόρι μου, μη νοιάζεσαι.
-Και μετά; Πείτε μου την αλήθεια, τι θα γίνει μετά;
Έσκυψε και με φίλησε απαλά στο μάγουλο.
-Έχουμε δρόμο ακόμα. Η ιατρική όμως σήμερα κάνει θαύματα. Όλα θα πάνε καλά. Εντάξει; Θέλει λιγάκι υπομονή, χαρά μου. Τώρα σε χαιρετώ. Έρχεται η μανούλα σου. Να προσέχεις και να αγαπάς τον εαυτό σου. Είσαι πολύ γλυκό παιδί… Αντίο, Ισίδωρε …
-Αντίο… ευχαριστώ…
Δεν είδα ούτε μια στιγμή το πρόσωπο αυτής της τόσο τρυφερής νοσοκόμας. Από τη φωνή, τα λόγια και το άγγιγμα, την φαντάστηκα ψηλή, πολύ αδύνατη, αραχνοϋφαντη σχεδόν, με ίσια μαλλιά καστανά μέχρι το σβέρκο, μάτια σκιστά και χείλια σαν ροδαλή λεπτή γραμμή ορίζοντα.
Την ώρα που έκλεινε πίσω της την πόρτα αναρωτήθηκα: «το δικό μου Συμβάν, είναι το ατύχημα ή μήπως αυτή η νοσοκόμα που μου στάθηκε με τόσο αγάπη ώστε μέσα σε λίγες μέρες να νιώθω πως την αγαπώ»; Αμέσως πρόβαλε μέσα μου το πρόσωπο της Ελισώς και ταράχτηκα. Κατάλαβα πως ήταν εντελώς ανόητο το δίλημμά μου. Και αναρωτήθηκα απ' την αρχή: «το δικό μου Συμβάν είναι το ατύχημα ή η Ελισώ;» Η απάντηση ήρθε από άγνωστη κατεύθυνση, αλλά απολύτως σαφής: «το ατύχημα».
Μέχρι να φτάσω να ονομάσω το Συμβάν της ζωής μου «ατύχημα», ταλανίστηκα πολύ. Όλες αυτές τις μέρες στο νοσοκομείο δύο ζητήματα με απασχολούσαν νυχθημερόν: «με πυροβόλησε επίτηδες ή κατά λάθος ο Γιώργης», και το δεύτερο, «άραγε θα ξαναδώ»; Στο δεύτερο δεν ήμουν εγώ ο αρμόδιος να απαντήσω και γι' αυτό η αγωνία δεν μ' άφηνε να κοιμηθώ τις νύχτες, αλλά στο πρώτο αποφάσισα πως ακόμα κι αν είχε πράγματι σκοπό να με πυροβολήσει μέσα στην επήρεια ενός παιδικού θυμού, ο Γιώργης, σίγουρα δεν είχε συναίσθηση τού τι έκανε. Άρα, ήταν ατύχημα. Για μένα τέτοιο ήταν. Δεν μπορούσε η καρδιά μου να υποφέρει άλλη σκέψη, αν και ώρες ώρες αυτήν την ίδια καρδιά την κυρίευε ένας τρομερός θυμός και πότε πότε μια άγρια διάθεση εκδίκησης. Όταν όμως περνούσε ο θυμός ευχόμουν και για τον ίδιο, ατύχημα να ήταν. Ειδάλλως θα υποφέρει για μια ολόκληρη ζωή. Κι όμως είναι αλήθεια πως όταν μ' έπιανε τρέλα, ευχόμουν μέσα μου ολόψυχα, στιγμή ησυχίας να μη βρίσκει. Να τρελαίνεται από τις τύψεις. Πόσο ντρεπόμουν όμως αργότερα…
Άνοιξε δεύτερη φορά η πόρτα και μπήκε η μάνα μου. Με φίλησε στο μέτωπο, αλλά το έκανε τόσο νευρικά και απότομα που τρόμαξα. Κατάλαβα πως ακόμα και το φιλί της μάνας σου μπορεί να έρθει σαν χαστούκι, όταν δε το βλέπεις να πλησιάζει και σε βρίσκει απροετοίμαστο. Μου είπε πως θα μαζέψει τα πράγματα να φύγουμε. Όση ώρα συμμάζευε τα πράγματα μιλούσε διαρκώς, λέγοντας ένα σωρό άσχετα πράγματα που δεν με αφορούσαν καθόλου εκείνη την ώρα. Ήταν φανερό πως δεν άντεχε να μένει στη σιωπή ή φοβόταν πως εγώ δεν το άντεχα. Στο σκοτάδι και ταυτόχρονα στη σιωπή, ίσως να σκέφτηκε πως δεν θα ήταν εύκολο. Και δεν είχε άδικο. Δεν την πρόσεχα, αλλά μου άρεσε που άκουγα την φωνή της.
Ο δικός μου νους έτρεχε στον παππού. Ήξερα πως θα στεναχωριόταν πολύ που δεν είχα γίνει ακόμα καλά. Που θα μ' έβλεπε με τους επιδέσμους στα μάτια και στο μέτωπο που είχε γεμίσει θρύψαλα από τα σκάγια και που όσο κι αν προσπάθησαν να τα αφαιρέσουν οι γιατροί, αρκετά απ' αυτά είχαν μείνει ακόμα μέσα. Περισσότερο για κείνον ήθελα να βγάλω τους επιδέσμους. Θα τον έβλεπα άραγε μετά που θα τους έβγαζα; Τα σκαφτά γαλανά του μάτια που χώρεσαν όλου του κόσμου τις θάλασσες, εγώ θα μπορούσα να τα ξαναδώ;
Με πήρε αγκαζέ η μάνα μου και βγήκαμε από το δωμάτιο. Ο καπετάν Θόδωρος μας περίμενε στο ισόγειο για να μας πάει στον Πειραιά κι από κει να πάρουμε το βαπόρι για το νησί. Περπατούσαμε στους διαδρόμους του νοσοκομείου, κατεβαίναμε σκάλες, μου λέει κάποια στιγμή: «μη πέφτεις πάνω μου παιδί μου. Προσπάθησε να περπατάς πιο ίσια». Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Νόμιζα πως περπατώ ίσια όπως πάντα και καθόλου δεν κατάλαβα πως γέρνω πάνω της. Δεν μίλησα. Ένιωσα μόνο να σπάει η καρδιά μου. Ήταν ολοφάνερο πως έμπαινα σ' έναν καινούριο κόσμο με δικούς του κώδικες, άλλους κανόνες, άγνωστό μου παντελώς. Σκοτεινό και ανοίκειο. Δεν ήξερα ακόμα για πόσο καιρό θα τον κατοικήσω. Κατάλαβα όμως πως μπαίνω σ' αυτόν τελείως μόνος. Και αυτό με τρόμαξε πολύ. Κόπηκαν τα πόδια μου τη στιγμή που το συνειδητοποίησα, όταν ένιωσα την μεγάλη αγκαλιά του θείου μου. Κόντεψαν να με πάρουν τα κλάματα, αλλά επιβλήθηκα στον εαυτό μου. Όχι από ντροπή, αλλά γιατί οι γιατροί ήταν κατηγορηματικοί. Δεν έπρεπε με τίποτα να κλάψω. Ο θείος μ' έβαλε με προσοχή στο πίσω κάθισμα του ταξί, φτάσαμε στον Πειραιά, μπήκαμε στο βαπόρι κι ανεβήκαμε στο κατάστρωμα.
Με το που ξεκίνησε το καράβι πήρα μια βαθιά ανάσα καθώς με χτύπησε ο θαλασσινός αέρας. Τον αέρα, λοιπόν, εξακολουθούσα να τον νιώθω το ίδιο όπως και πριν. Ίσως και περισσότερο Το άρωμα της θάλασσας επίσης. Μεγάλη ανακούφιση. Αν την έβλεπα και μια στάλα…
Κεφ. 15ο
15.
Δεξιά μου κάθισε ο θείος, αριστερά η μάνα μου κι εγώ στη μέση σαν ένας εσταυρωμένος που όμως αντί για ληστές είχε την τύχη να έχει δεξιά κι αριστερά του δυο αγγέλους. Δεν είχα διάθεση για ερωτήσεις και μάλλον το κατάλαβαν και άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους για το νησί, τις δουλειές, το περιβόλι, τα ψαρέματα.
Ένας κύριος ήρθε και κάθισε δίπλα στον θείο μου και πιάσανε την κουβέντα. Ρωτούσε πληροφορίες για τη Χίο που επισκεπτόταν πρώτη φορά. Τον ενδιέφεραν τα μαστιχοχώρια επειδή ήθελε να γράψει για τη μαστίχα σ' ένα βιβλίο του. Μόλις είπε πως ήτανε συγγραφέας γύρισα άθελα το κεφάλι μου να τον δω. Δεν τον είδα όμως. Μόνο την φωνή του άκουγα και ήταν φωνή ευγενικού ανθρώπου, ήπια και μαλακή. Αντιλήφθηκε αμέσως το ενδιαφέρον μου.
-Πώς σε λένε παλικάρι; με ρώτησε.
-Ισίδωρο, κύριε. Εσάς;
-Ιωάννη. Αγαπάς τα βιβλία;
-Μάλιστα, πολύ… όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω…, κόμπιασα και σταμάτησα μετανιωμένος γι' αυτό που πήγα να εκστομίσω. Μόνο στον παππού είχα εξομολογηθεί την επιθυμία μου να γίνω ποιητής. Ο κύριος Ιωάννης όμως δεν χρειαζόταν επιπλέον εξηγήσεις.
-Στο εύχομαι, παιδί μου, ολόψυχα. Γυρνάς τον κόσμο ολόκληρο γράφοντας, ταξιδεύεις μέρες και νύχτες, γνωρίζεις τόπους και ανθρώπους χωρίς πολλές φορές να έχεις βγει από το σπίτι σου. Είναι μαγευτικό…
Ένιωσα το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου. Να σφυρηλατεί τα μηνίγγια. Σαν να ξύπνησα από έναν βαθύ ύπνο τόσων ημερών που είχα βυθιστεί άυπνος στα λιμνάζοντα νερά της αγωνίας μου. Ενεργοποιήθηκε όλο μου το είναι.
-Έχετε γράψει πολλά βιβλία χωρίς να ταξιδέψετε;
-Ταξίδεψα κιόλας, αλλά τους ωραιότερους τόπους τούς είδα να γράφονται από το χέρι μου χωρίς να τους έχω επισκεφτεί ποτέ ή επισκεπτόμενος έναν τόπο, έγραψα για όλα εκείνα που υπάρχουν σ' αυτόν αλλά δεν φαίνονται. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, σαν να παίρνεις μια πραγματικότητα και την προεκτείνεις σ' ένα παραμύθι που στο τέλος γίνεται πιο πραγματικό κι απ' την ίδια.
-Μπορείτε να μου πείτε ένα παράδειγμα; Να μου μιλήσετε ας πούμε… για τον πιο ωραίο τόπο;
-Και βέβαια μπορώ. Λοιπόν…
Τότε ο κύριος Ιωάννης, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα κι έκανε μια μεγάλη παύση, άρχισε να μου μιλά όπως δεν άκουσα ποτέ κανέναν να μιλάει. Αν κάτι είχα ευχηθεί βγαίνοντας από το νοσοκομείο ήταν να μου διηγηθεί κάποιος μια ωραία ιστορία, λίγο να ξεχαστώ. Κι εγώ πίστευα στις ευχές. Πίστευα πως δεν πάνε χαμένες. Κάποιος από κάπου τις ακούει και ανταποκρίνεται. Κάτι παράδοξο γίνεται και πραγματοποιούνται. Είναι σα μικρό θαύμα. Ή και μεγάλο. Δεν ξέρω.
-Είναι ένας τόπος που ο Θεός δεν του στέρησε τίποτα. Υπάρχει κι ας μη σου φανεί απίστευτο. Του χάρισε τη δυνατότητα να μεταμορφώνεται όποτε θέλει σε άλλον τόπο. Άλλοτε υψώνει το ανάστημά του στον ουρανό, άλλοτε βυθίζεται στο νερό. Ζει όλες τις πιθανές ζωές σε μια ζωή. Άλλοτε είναι ο καθρέφτης του κόσμου και μέσα στο κέντρο του καθρεφτίζεται ό, τι πιο όμορφο υπάρχει και το αντανακλά στον κόσμο ομορφαίνοντάς τον, και άλλοτε γίνεται η κορνίζα του καθρέφτη που παρακολουθεί σαν θεατής άλλους κόσμους που μέσα του καθρεφτίζονται.
Γύρω γύρω, σε μήκος πάρα πολλών χιλιομέτρων, έχει τεράστια βουνά που αγκαλιάζουνε νερό. Δεν είσαι σίγουρος αν πρόκειται για θάλασσα, λίμνη ή σύννεφα. Άλλοι ισχυρίζονται πως το νερό είναι μια λίμνη σε σχήμα ανάποδου κεφαλαίου ύψιλον. Μερικοί διαφωνούν υποστηρίζοντας πως είναι μικρό κανονικό λάμδα. Άλλοι λένε πως είναι μια θάλασσα που ακόμα κι αν φαίνεται περικυκλωμένη από βουνά και θα έπρεπε να την ονομάσουν λίμνη, δεν είναι, γιατί τα νερά της είναι καταγάλανα και μέσα από ρυάκια που διασχίζουν τα βουνά δεν έπαψε ποτέ να επικοινωνεί με τη μεγάλη θάλασσα και να είναι γνήσιο παιδί της.
Εγώ που τη γύρισα απ' άκρη σ' άκρη όλη και πέρασα τις ώρες μιας ολόκληρης νύχτας πάνω απ' τους χάρτες της, λέω πως ούτε λίμνη είναι, ούτε θάλασσα. Πως το σχήμα της δεν είναι αυτό που συχνά οι περιηγητές και οι άλλοι ταξιδιώτες περιγράφουν: σχήμα δαιδαλώδες σαν λαβύρινθος, ελικοειδές σαν τον μίτο της Αριάδνης, οδοντωτό σαν το στόμα ενός κροκόδειλου. Για μένα είναι ένα άφυλο ξωτικό με φτερά στα πόδια που όλο τρέχει. Τα σπαστά ακατάστατα μαλλιά του κυματίζουν πίσω απ' το περήφανο κεφάλι του που το βλέμμα του κοιτά πάντα προς τη δύση θέλοντας να φτάσει κάποτε στην ανατολή. Τρέχει πατώντας στις μύτες των ποδιών του και στο δεξί του χέρι κρατά κάτι σαν νερένια απόχη, σαν κρυστάλλινο ρευστό μεγεθυντικό φακό που μεγεθύνει τα θαύματα, ή κορδόνι μεταξένιο και γαλάζιο που το εκτινάσσει για να αδράξει το Αόρατο. Στο σημείο που ενώνονται τα σκέλια του ξωτικού αυτού και που όλοι -εκτός από μένα- ονομάζουν λίμνη ή θάλασσα, είναι το καταπράσινο βουνό πάνω στο οποίο είναι χτισμένη μια πόλη, σαν να πρόκειται για το σημείο όπου θα υπήρχε το φύλο του ξωτικού, αν είχε φύλο. Έτσι μπροστά στην πόλη εκτείνονται τα δυο υδάτινα πόδια του ξωτικού και πίσω της το σώμα και το κεφάλι, το δεξί του χέρι, όλα καμωμένα από νερό.
Δεν είναι τόπος περίκλειστος ούτε όμως και ολότελα ανοιχτός. Είναι ξωτικό με σώμα παιχνιδιάρικο πλασμένο από αέρα, χώμα και νερό: Κρύβεται, φανερώνεται, σε εξαπατά και σε ξαφνιάζει. Ρούχο του σε ατέλειωτες πτυχώσεις -που ωστόσο δεν κρύβουν τίποτα απ' το ολόγυμνο σώμα του, αλλά μόνο το προστατεύουν αδιόρατα και διακριτικά από τα φιλήδονα βλέμματα των περαστικών-, οροσειρές βουνών, η κάθε μια πίσω, μέσα, δίπλα, μπροστά από την άλλη, σαν αναρίθμητες κουίντες μιας μεγάλης γαλάζιας σκηνής. Σκηνής ενός μεγάλου θεάτρου που προετοιμάζεται για να ανεβάσει πολλά έργα και οφείλει να έχει αμέτρητες εισόδους και εξόδους για τα πλήθη των κομπάρσων, των πρωταγωνιστών και των ρόλων τους. Όλα για την προστασία αυτού του πλάσματος, αυτού του ξωτικού που όμοιό του δεν φτιάχτηκε στον κόσμο.
Όταν τα παράθυρα και οι πόρτες των σπιτιών της πόλης είναι ανοιχτά, το νερό των ποδιών του ξωτικού βλέπει το νερό όλου του υπόλοιπου σώματος. Όταν συμβαίνει αυτό οι κάτοικοι μοιάζει να ζουν πάνω σε πλωτό σκάφος. Όλη η πλαγιά του βουνού είναι σκαμμένη απ' άκρη σ' άκρη ώστε τεράστιες σήραγγες να επιτρέπουν τη θέα, -στην ουσία, την επικοινωνία και διατήρηση της ενότητας όλου του σώματος του ξωτικού. Τα σπίτια δεν έχουν φράχτες ούτε μαντρότοιχους. Κολλητά το ένα στο άλλο, κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλιά κι από ώχρα βαθιά και ζεστή, τα ενώνουν συνεχόμενες γλάστρες από μπαλκόνι σε μπαλκόνι γεμάτες γεράνια που φτιάχνουν ένα πολύχρωμο στεφάνι γύρω από τη μέση της πόλης αυτής, όπως θα ήταν γύρω από τη μέση μιας νέας όμορφης και τρισευτυχισμένης κοπέλας. Η μια του άκρη δένει στο πιο ψηλό δέντρο της κορφής του βουνού και η άλλη στον πιο χοντρό πάσαλο του λιμανιού της.
Στενά δρομάκια, φτιαγμένα από κάτασπρα βότσαλα και σκαλάκια ύψους μιας παλάμης, οδηγούν τους ανθρώπους από το λιμάνι στο βουνό. Εκεί ζει και βασιλεύει το Αιωνόβιο Δάσος. Ένα δάσος από αρχαία δέντρα που σχηματίζουν, πλεγμένα σαν να τα έπλεξαν χέρια γιγάντων, ένα παλάτι αχανές από φύλλα, κορμούς και κλαδιά.
Τις Κυριακές όλα τα παιδιά της πόλης ανεβαίνουν στο παλάτι και παίζουν με τις ώρες κρυφτό. Τότε, αν έχεις λίγο εκπαιδευμένο αφτί, ακούς κάποια δέντρα μαρτυριάρικα να αποκαλύπτουν τις κρυψώνες των παιδιών κι ύστερα βλέπεις τα υπόλοιπα δέντρα να θυμώνουν και οργισμένα να κουνάνε τα κλαδιά τους, ρίχνοντας βροχή τα φύλλα τους. Τα βλέπουν αυτά τα παιδιά και γελούν. Γελούν τόσο πολύ αυτά τα παιδιά με την καρδιά τους που αστράφτει όλος ο τόπος από ένα φως που μεταμορφώνεται σε κορδέλες πολύχρωμες και κατεβαίνει, τυλίγει όλα τα σπίτια και όλους τους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους απ' την κορφή του βουνού ίσα με το λιμάνι. Βγαίνουν τότε όλοι στους δρόμους, κατεβαίνουν και τα παιδιά από το μαγικό βουνό ροβολώντας την πλαγιά του και πιασμένοι όλοι μαζί χέρι χέρι, μεγάλοι και μικροί, τραγουδούν και χορεύουν μέσα σ' ένα πέλαγος χρωμάτων από κορδέλες φωτός. Κι έτσι κυλά η ζωή σ' αυτόν τον τόπο, που τον ονομάζουνε: Καρδιά».
Δεν κατάλαβα για πότε έγειρα στην αγκαλιά της μάνας μου. Η ιστορία του κυρίου Ιωάννη νανούρισε την αγωνία μου. Ξεχάστηκα τόσο που νόμιζα πως ζούσα κι εγώ σ' αυτήν την ονειρεμένη πόλη. Κάποια στιγμή μάλιστα έγινα εγώ το ξωτικό. Ταυτίστηκα μαζί του, ίσως γιατί με τη νερένια του απόχη προσπαθούσε να πιάσει το αόρατο, όπως έκανα κι εγώ με την απόχη των ματιών μου. Αγάπησα αυτήν την πόλη γιατί μέσα στο μυαλό μου δεν ήταν μόνο γεμάτη ομορφιά αλλά και ανθρώπους που δεν θα έκαναν ποτέ κακό ο ένας στον άλλο κι έτσι όπως ήταν κυκλωμένη από νερό ένιωσα πως ολοένα βαφτιζόταν και εξαγνιζόταν με αποτέλεσμα η χαρά να μην την εγκαταλείπει. Αυτή η ιστορία ήταν γεμάτη συμβολισμούς που προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω.
-Γιατί αυτόν τον τόπο τον έλεγαν Καρδιά, κύριε Ιωάννη;
-Ίσως, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να τον πουν….
-Αν μείνετε μέρες, γιε μου, μας διέκοψε η μάνα μου, περάστε από το σπιτικό μας. θα χαρούμε πολύ. Ο Ισίδωρος αγαπά πολύ τα βιβλία και τις ιστορίες. Είναι πρώτος μαθητής στο σχολείο.
-Πολύ ευχαρίστως. Θα χαιρόμουν να σας ξαναδώ όλους και περισσότερο απ' όλους τον Ισίδωρο.
Μου έσφιξε το χέρι και σηκώθηκε. Κάτι είπε που δεν το άκουσα καθαρά και κατέβηκε στην καμπίνα του να ξεκουραστεί.
Έγειρα πάλι στην ποδιά της μάνας μου απ' την οποία είχα ανασηκωθεί για να χαιρετίσω τον κύριο Ιωάννη. Είχα τουλάχιστον δυο τρία χρόνια να αφεθώ έτσι στην αγκαλιά της. Ένιωσα τόσο μικρός ξαφνικά. Τόσο αδύναμος και φοβισμένος. Πλησιάζαμε στο νησί. Ένα νησί που δεν θα ήταν πια το ίδιο για μένα. Το ήξερα όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ. «Ο Ισίδωρος είναι πρώτος μαθητής στο σχολείο», είχε πει η μάνα μου πριν από λίγο. Τι θα γινόταν με το σχολείο αν δεν ξανάβλεπα; Κάθε σκέψη για το μέλλον μ' έκανε να συστρέφομαι στην αγκαλιά της σα λαβωμένο πουλί που θέλει να κρυφτεί απ' τον κόσμο, απ' τα βλέμματα, να κουρνιάσει εκεί που κανείς δεν θα το ενοχλήσει, ούτε μια σκέψη κακή δεν θα καταφέρει να το ταράξει.
Θυμήθηκα για μια ακόμη φορά εκείνον τον απροσδιόριστο φόβο που είχα λίγο πριν συμβούν όλα. Τελικά ήταν ένα έντονο προαίσθημα. Κάτι σαν μακρινός απόηχος μιας εχθρικής πολεμικής κραυγής που είχε φτάσει στην ψυχή μου, πως, το κακό πλησιάζει, για να προετοιμαστώ να το υποδεχτώ όσο μπορούσα καλύτερα. Τι είδους προετοιμασία μπορούσα άραγε να κάνω; Μπορούσα να κάνω κάτι που δεν το έκανα; Θα μπορούσα έστω και μ' έναν τρόπο να το αποφύγω;
Θυμήθηκα την ιστορία του Ευαγγελίου με τον λιθοβολισμό της πόρνης. Τη στιγμή που ο όχλος λιθοβόλησε την πόρνη και τους σταμάτησε ο Χριστός λέγοντας στους τιμωρούς να συνεχίσει μόνον όποιος είναι αναμάρτητος. Καθώς τα λέει αυτά ο Χριστός είναι σκυμμένος στο χώμα και κάτι σχεδιάζει. Άλλοι έχουν πει πως απλώς ζωγραφίζει, άλλοι πως γράφει ανάστροφα, ώστε να τις διαβάσουν, τις αμαρτίες όλων αυτών που τον έχουν κυκλώσει συμμετέχοντας στην αποτρόπαια επίθεση κατά της γυναίκας. Αν σταμάτησε όμως ο λιθοβολισμός, σταμάτησε επειδή ο Χριστός τους μίλησε έτσι σκυμμένος εκεί στο χώμα και δεν τους κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Γιατί αν τους κοιτούσε, μέσα στο παντελώς αθώο του βλέμμα θα καθρεφτιζόταν η αγριότητα και ο θυμός τους, όλο τους το μίσος, και τότε θα μεγεθύνονταν. Θα πολλαπλασιάζονταν τα άγρια πάθη τους και θα συνέχιζαν τον λιθοβολισμό πιο εξαγριωμένοι και πιθανότατα θα σκότωναν και τον ίδιο τον Χριστό. Αυτά μας τα είχε εξηγήσει ο θεολόγος μας στην αρχή της χρονιάς και μου είχαν προκαλέσει βαθιά εντύπωση. Ίσως, σκεφτόμουν, αν δεν κοιτούσα τον Γιώργη στα μάτια, ίσως αν έσκυβα κι εγώ και κάτι έκανα στο χώμα, να είχα αποφύγει τον μοιραίο πυροβολισμό ανάμεσα στα φρύδια μου. Όλο αυτό το κακό.
Θυμήθηκα τέλος τα γράμματα του παππού στο ντουλάπι μου. Πόσο θα ήθελα να τα διάβαζα τώρα. Αλλά δεν μπορώ. Και ποιον να εμπιστευτώ να μου τα διαβάσει; Προς το παρόν κανέναν. Κι ενώ σκεφτόμουν και σκεφτόμουν όλα αυτά με φόντο την διήγηση του κυρίου Ιωάννη, με πήρε ο ύπνος μετά από τόσες αξημέρωτες νύχτες στην ζεστή αγκαλιά της μάνας μου, ενώ εκείνη αμίλητη μου χάιδευε στοργικά τα σπαστά, μαύρα μου μαλλιά…
ΠΗΓΗ 1: Κεφ. 13ο, Monday, January 4, 2010, http://animusanimus.blogspot.com/2010/01/13.html
ΠΗΓΗ 2: Κεφ. 14ο, Wednesday, January 6, 2010, http://animusanimus.blogspot.com/2010/01/14.html
ΠΗΓΗ 3: Κεφ. 15ο, Thursday, January 7, 2010, http://animusanimus.blogspot.com/2010/01/15.html