Αρχείο κατηγορίας Χερουβικά τεριρέμ και πάσης τέχνης

Χερουβικά τεριρέμ και πάσης τέχνης

Το Συμβάν: Κεφ. 24ο – 25ο

Το Συμβάν: Κεφ. 24ο – 25ο

(τελευταία προδημοσίευση μυθιστορήματος)

Της Βασιλικής Νευροκοπλή

 

 Κεφ. 24ο

24. «Γιε μου, αποφάσισα να σου γράψω αυτό το γράμμα για να καταλάβεις καλύτερα όλα τα άλλα που θα διαβάσεις και που το πιθανότερο είναι πως θα σε ξαφνιάσουν. Εξάλλου, η αλληλογραφία που κρατάς στα χέρια σου δεν περιέχει γεγονότα ή περιγραφές που αφορούν την γέννηση και την εξέλιξη αυτής της σχέσης. Φαίνονται αλλόκοτα και κυρίως από δικής μου μεριάς, γιατί εσύ το ξέρεις καλά πως εγώ δεν έγραφα ποτέ μου και ποτέ δεν φαντάστηκα πως θα μπορούσα να γράψω σε κάποιον και μάλιστα μ’ αυτόν τον τρόπο. Εδώ όμως είναι όλο το μυστήριο, και ό, τι περιέχει βαθιά κλεισμένο μέσα του είναι ένα μαργαριτάρι μέσα σε όστρακο:

Συνέχεια

Το Συμβάν: Κεφ 22ο – 23ο

Το Συμβάν: Κεφ  22ο – 23ο

(προδημοσίευση μυθιστορήματος)

 

Της Βασιλικής Νευροκοπλή

 

Κεφ. 22ο

22. Μαζευτήκαμε όλοι ένα γύρο απ’ το κρεβάτι. Κανείς δε μιλούσε. Λίγο πιο πίσω μας, δίπλα στην πόρτα, στεκόταν διακριτικά ο κύριος Ιωάννης.

 -Παιδιά μου… ήρθε η ώρα… αρκετά σας κούρασα…, ψέλλισε ο παππούς.

Έσκυψε πρώτη η μάνα μου και τον φίλησε. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα κοντά του και κάτι ψιθύρισε ο ένας στον άλλο. Αποτραβήχτηκε και τα μάτια της πλημμύρισαν λάμψεις υγρές. Μετά τον φίλησε ο πατέρας μου κι ακολούθησαν με τη σειρά τα κορίτσια. Σε όλους κάτι έλεγε. Έμεινα τελευταίος. Τον κοιτούσα ασάλευτος. Βγήκαν όλοι έξω και μας άφησαν μόνους.

Συνέχεια

Το Συμβάν: Κεφ 19ο – 21ο

Το Συμβάν:  Κεφ 19ο, 20ο, 21ο

(προδημοσίευση μυθιστορήματος)

 

Της Βασιλικής Νευροκοπλή

Κεφ. 19ο

19. Ξημέρωσε. Όλη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Η αγωνία μου δεν μ’ άφησε στιγμή να χαλαρώσω. Με δάγκωνε σα λυσσασμένο σκυλί που δηλητηρίαζε το αίμα μου. Και μόνο στην σκέψη πως θα έβγαζα τους επιδέσμους και δεν θα έβλεπα τρελαινόμουν. Το σώμα μου είχε μετατραπεί σε ηλεκτροφόρο καλώδιο. Τεντωμένο. Φορτισμένο. Άκαμπτο.

 Χτύπησε η Αγγελική την πόρτα.

Συνέχεια

Το Συμβάν: Κεφ 16ο – 18ο

Το Συμβάν:  Κεφ 16ο, 17ο, 18ο

 (προδημοσίευση μυθιστορήματος)

Της Βασιλικής Νευροκοπλή

 Κεφ. 16ο

16. Το χάραμα με ξύπνησε η μπουρού του καραβιού. Από το ένα μπράτσο μ’ έπιασε ο θείος κι από το άλλο η μάνα μου, κουβαλώντας με τα ελεύθερα χέρια τους μπόγους και τις βαλίτσες με τα χρειαζούμενα των περασμένων ημερών. Με το που πατήσαμε στην προκυμαία με υποδέχτηκε η ζεστή αγκαλιά της Καλλιόπης. Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό μου και με φίλησε μ’ ένα φιλί που θαρρείς κόλλησε στο μάγουλό μου μέχρι σήμερα. Μετά πήρε σειρά ο πατέρας μου, λέγοντας ένα αμήχανο και ελαφρώς συγκινημένο: «καλωσόρισες, γιε μου», και με κράτησε λίγο παραπάνω απ’ ότι συνήθιζε στη δική του αγκαλιά.

Συνέχεια

Πιστοί στην ποίηση … κληρικοί ορθόδοξοι

  Πιστοί στην ποίηση

 

της Σταυρούλας Παπασπύρου

 

«Το μοναστήρι του νησιού/ επισκέφτηκαν οι τουρίστες.

Με τα σορτσάκια τους δοκίμασαν/ τα πεπαλαιωμένα στασίδια.

Δείχνοντας τις ξεθωριασμένες τοιχογραφίες /πιστοποίησαν την υπεροχή των νυχιών τους./

Εν γένει επεκράτησε άνεση/ και φιλοπερίεργη ζωηρότητα./

Αλλωστε η ποσότητα του αντηλιακού/ εγγυάτο ότι δεν κινδύνευαν/ από τον Ηλιο της Δικαιοσύνης».

(«Daily Excursions», του π. Βασίλειου Θερμού)

Τα μοναστήρια των νησιών, όπως και οι εκκλησίες των πόλεων, θα δεχτούν αυτές τις μέρες πολλούς «τουρίστες», πιθανότατα λιγότερο ζωηρούς. Τη Μεγάλη Βδομάδα, πολλοί από εκείνους που δεν ανήκουν στον κλειστό πυρήνα των θρησκευόμενων χριστιανών, ανοίγουν παραπάνω την ψυχή τους. Κι ίσως αυτοί ν' αποτελούν το ιδανικό κοινό για ιερωμένους που δεν εκφράζουν την αγάπη τους προς το Θεό μόνο με την προσευχή, αλλά και με την ποίησή τους.

Παρά την καχυποψία της χριστιανικής παράδοσης απέναντι στη φαντασία και τον ευμετάβλητο κόσμο του συναισθήματος, κάποιοι – μετρημένοι στα δάχτυλα – κληρικοί, επιχειρούν να στήσουν ένα προσωπικό ποιητικό σύμπαν.

Η κληρονομιά της βυζ αντινής ποίησης βαραίνει βέβαια στους ώμους τους. Όμως, η συναναστροφή μέσα από το λειτούργημά τους με τον Ρωμανό τον Μελωδό, τον Στέφανο τον Αγιοπολίτη ή την Κασσιανή, δεν παύει ν' αποτελεί γερό θεμέλιο για τα γραπτά τους.

* Η επίσημη Εκκλησία μάλλον τους αγνοεί. Όπως λέει ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας, «η ενασχόληση με την ποίηση αντιμετωπίζεται είτε ως παραγέμισμα του ελεύθερου χρόνου κάποιων λογίων ρασοφόρων, είτε ως αγαθή, με την κακή όμως έννοια, παρέκκλιση από τα "ισορροπημένα" γνωστά μας. Καμιά φορά, δε, και ως έκφανση διαταραγμένων -τουλάχιστον!- προσωπικοτήτων που αποβλέπουν στο περιθώριο μάλλον, παρά στο επίκεντρο, της κοινωνικής δραστηριότητας»…

 

 

Κληρικός από το '83, ο 40χρονος Παν. Καποδίστριας έχει δημοσιεύσει πέντε ποιητικές συλλογές (ανάμεσά τους, «Δήθεν υαλογραφία», εκδ. «Περίπλους» και «Ενύπνιο μετά τρούλλου», εκδ. «Μπάστας»), έχει αποσπάσει θετικά σχόλια από τον ίδιο τον Ελύτη, κι είναι από τους στυλοβάτες της πνευματικής ζωής της Ζακύνθου, στη Μητρόπολη της οποίας υπηρετεί ως γενικός αρχιερατικός επίσκοπος.

«Στο χαρτί ζωντάνεψα /τη Λευκή Πολιτεία./ Αστόχησε μια μελανιά/ και τη μαύρισα ολάκερη» («Σφάλμα», 1979).

Γράφοντας ποίηση ο Π. Καποδίστριας αναπνέει, αναζωογονείται, οπλίζεται με νέες αντοχές. «Μητέρα των μαχών μου», όπως λέε

ι, «η εσωτερική μου άβυσσος». Ποιητικά του πρότυπα, τόσο οι Κανόνες, που έλκουν την καταγωγή από τον βυζαντινό 8ο αιώνα, όσο και τα ιαπωνικά χάι-κου με την πυκνή τους λιτότητα. Και στο έργο του, «ο λόγος πάντα

αλογόκριτος, τζάμι» ισχυρίζεται, καθώς «ο Θεός ουδέποτε υπήρξε σεμνότυφος ή υποκριτής».

Οι «απ' έξω», βέβαια, απορούν. «Δυσκολεύομαι να καταλάβω τους ποιητές που είναι πιστοί, θρήσκοι», δήλωνε τις προάλλες η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ.


* «Μου φαίνεται οξύμωρο. Γιατί να γράφεις, όταν έχεις την εξήγηση του κόσμου; Ποιος είπε, όμως, ότι ο πιστός δεν βασανίζεται από ερωτηματικά»; «Η πίστη» ισχυρίζεται ο π. Βασίλειος Θερμός,είναι μια προσωπική σχέση με το Θεό, όπου έχεις συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι δεν θα πάρεις όλες τις απαντήσεις. Μια σχέση με ρίσκο, που δεν εξαντλείται σε διανοητικές διατυπώσεις. Γι' αυτό ακριβώς σηκώνει πολλή ποίηση!».
«

Απόφοιτος της Θεολογικής αλλά και της Ιατρικής Αθηνών, με ειδίκευση στην παιδο-ψυχιατρική, ο 45χρονος Β. Θερμός κατέφυγε στην ποίηση ενήλικος κι αφού είχε ήδη χειροτονηθεί κληρικός. Η συλλογή «Φωνήεντες στεναγμοί» (εκδ. «Αρμός»), ένα είδος ποιητικοποιημένης θεολογίας, ήρθε να προστεθεί σε μια πλειάδα έργων του γύρω από τη θρησκεία, την εκπαίδευση και τις οικογενειακές σχέσεις.

Ομολογημένο μέλημά του είναι να διακρίνει «τη σφραγίδα του Θεού μέσα από τις κοσμικές συμπεριφορές και ν' αναδείξει "την ομορφιά που κρύβεται πίσω από κάθε προσωπείο"». Υπάρχουν άραγε θέματα που δεν τολμά ν' αγγίξει; «Πολύ σπάνια δίστασα. Κι όχι επειδή υπήρχε μια άνωθεν απαγόρευση, αλλά επειδή νοιάζομαι να μην προκαλέσω κάποιους ανθρώπους. Δεν θα ήθελα να τους σοκάρω».

* Ο κοσμικότερος μάλλον των ιερωμένων ποιητών, δεν είναι άλλος από τον αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Στυλιανό.

«Όσο γερνώ το αισθάνομαι βαθύτερα/

πως η γραφή δεν είναι τέχνη/

είναι λειτουργία ερωτική./

Η δίψα της αφής δεν ικανοποιείται/

αν δεν αγκαλιάσω κατάσαρκα/

τη λευκή σελίδα/

γι' αυτό ό,τι δεν γράψω με το χέρι/

μου φαίνεται σχεδόν σαν ψευδεπίγραφο»

διαβάζουμε στην τελευταία -30ή τον αριθμό!- συλλογή του «Ο βαθμός της εκπλήξεως» (εκδ. Καστανιώτη).

 

«Δεν γράφουμε για να εξηγήσουμε τον κόσμο» λέει. «Αυτό θα ήταν πιο πολύ από θρασύ. Θα ήταν βλάσφημο! Ο κόσμος είναι, ώς το τελευταίο μόριο κονιορτού, μυστήριο. Η επιστήμη φιλοδοξεί να τον εξηγήσει. Ο ποιητής προσπαθεί να τον αναδείξει και να τον σεβαστεί. Η ποίηση είναι εξ ορισμού ιερή λειτουργία. Όποιος αρνείται την προτεραιότητα του θείου που μας καλεί υπό μορφήν εμ-πνεύσεως, θα πει ότι δεν υπήρξε ποτέ "ένθεος", δηλαδή "ένθους". Ο ενθουσιασμός, όμως, ακόμη και σε περιστάσεις που το κυρίαρχο αίσθημα είναι η απογοήτευση, δεν λησμονεί ποτέ την "γοήτευση" που προηγήθηκε».

Προσωπικότητα εκρηκτική κι από τους σημαντικότερους ορθόδοξους θεολόγους, ο Στυλιανός Χαρκιανάκης, γράφει με τους ρυθμούς ενός Ρίτσου – ποιητή που, μαζί με τους Σεφέρη, Ελύτη, Λειβαδίτη και Πεντζίκη, αγαπάει πολύ. Το αξίωμά του όχι μόνο δεν τον εμπόδισε να εκφραστεί ελεύθερα. Αντίθετα «στάθηκε πάντοτε το βαθύτερο ερέθισμα και η ευγενέστερη προϋπόθεση για να προσκυνήσω στο θαύμα της ζωής», λέει με ειλικρίνια.

Η θεματική του γκάμα εκτείνεται από τις οικολογικές του ανησυχίες μέχρι τα προβλήματα των μεταναστών. Και οι αναφορές στη μητέρα του, τη γενέτειρά του Κρήτη ή τον απόδημο ελληνισμό, διαδέχονται εκείνες για τους «Δολοφόνους» που «μισούν όσους πιστεύουν στο φως» (το ομώνυμο ποίημα είναι αφιερωμένο στον Π. Μπακογιάννη) ή τις «τεχνητές πλειοψηφίες» που «κατόρθωσαν να οδηγήσουν σε παραίτηση έναν Μιχαήλ Γκορμπατσόφ» (βλ. «Η εποχή των Νάνων»).

 

«Είναι ο καϋμός μου αρσενικός/ 

και θηλυκιά η καρδιά μου/ 

βοήθα, Θεέ μου, να κρατήσω ασάλευτα/

τα λογικά μου»

γράφει στη «Δέηση». Ενώ ανακαλώντας την πατρίδα, σημειώνει: «

Ελλάδα δεν είναι ο Ολυμπος/

μήτε ο Παρθενώνας/

μήτε ακόμη κι η Αγιά Σοφιά./

Είναι ο τρόπος που πίνεις κρασί/

κι ακόμη ακριβέστερα/

 το πώς παραμιλάς στο μεθύσι».

 

Για τον ίδιο, δεν υπάρχουν θέματα-ταμπού: «Μόνο σχήματα και προσχήματα που είναι ξένα προς το κλίμα της "κατανύξεως"».

Ακόμα και την οδική κυκλοφορία προσφ έρεται να υμνήσει βλέποντάς την σαν «την πιο συγκινητική εκδήλωση απέραντης εμπιστοσύνης για συνεργασία με αγνώστους, και με όλα τα δεδομένα απρόβλεπτα κι αστάθμητα. Μέχρι και να μη γυρίσεις στο σπίτι ζωντανός!». Το μόνο εμπόδιο που αναγνωρίζει ο κ. Στυλιανός στην ποίηση ενός κληρικού, είναι το λεξιλόγιο. Εμπόδιο, αλλά ταυτόχρονα και προνόμιο. Γιατί «με την ιερωσύνη του ως θώρακα, ο κληρικός δύσκολα παρασύρεται σε χυδαιολογίες και ματαιολογίες ώστε να θεωρηθεί μοντέρνος και τολμηρός».

Η ποίηση, ωστόσο, ανθεί και  στο Αγιον Ορος. Απόδειξη, τα «Αθωνικά ποιήματα» του Μωυσή του Αγιορείτη (εκδ. Αρμός), ο οποίος υπερασπίζεται τα «Χιλιόχρονα στασίδια» και παρακαλεί:

 «Αφήστε μας να κλάψουμε για τον τόπο/ και μη μας ταράζετε της μοναξιάς τη χάρη/ μη μας πολιορκείτε μ' ερωτήσεις/ πηγαίνετε στους ποδοσφαιριστές και στους μεγάλους/ αφήστε αλώβητη την αθωνική ησυχία / που χίλια χρόνια αγρυπνεί στα ίδια στασίδια/ και βρίσκει φως μέσ' στα σκοτάδια/ που διώχνει νέφη, ραγισματιές, πληγές κι ερωτήσεις». Στο πιο «απάνθρωπο» και ταυτόχρονα πιο φιλόξενο μέρος του κόσμου, κατέφυγε κι ο περουβιανής καταγωγής Συμεών, ένας εστέτ που καλλιέργησε συνειδητά την πειθαρχία, πεπεισμένος ότι κι η τέχνη γεννιέται μέσα από τους περιορισμούς. Ήδη οι εκδόσεις Αγρα περιμένουν μια ακόμη ποιητική του συλλογή μετά το «Συμεών μνήμα» και το «Με ιμάτιον μέλαν».

 

* Ο Νικόδημος, πάντως, («Το χρώμα των αιώνων», «Επειδή εγώ», εκδ. Λιβάνη) έπειτα από 19 χρόνια «καλλιέργειας μιας ερωτικής σχέσης με το Θεό», το 1990 επέστρεψε στα εγκόσμια.

«Πάρε θέματα από την Καινή Διαθήκη», τον συμβούλευαν οι άλλοι μοναχοί, αμήχανοι μπροστά σε τέτοιες εκμυστηρεύσεις: «Εσύ πρώτη το μήλο δάγκωσες/ για να εξουσιάζεις/ της πεσμένης μου φύσης/ την έρημη πλεύση./ Σειρήνα,/ έταξες το καράβι μου/ άρμεξες όλο τον κάματο του μυαλού μου,/ όσο πάλευα με το φίδι μέσα μου».

«Εμένα με κέρδισε η τέχνη», λέει, «επειδή γράφοντας ή ζωγραφίζοντας αισθάνομαι πιο ελεύθερος απ' ό,τι μέσα στο θρησκευτικό δόγμα. Αυτό ενδιαφέρει τους θεολόγους, όχι τον σημερινό άνθρωπο». Και σε τελείως διαφορετικό μήκος κύματος από τους παραπάνω ομοτέχνους του, παραδέχεται: «Υπάρχει πάντα η ανάγκη να παραμείνεις πιστός, αλλά αυτή η πίστη, μέσα σ' ένα σκηνικό που αλλάζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, διασπάται πια σε χιλιάδες κομμάτια. Η θρησκεία χρειάζεται και λίγο νερό στο κρασί της… Κι η Εκκλησία θα έπρεπε ν' ανοιχτεί ακόμα περισσότερο, ώστε να επιτρέψει σ' εκείνους που αδιαφορούν γι' αυτήν να την κρίνουν. Εκεί θα δοκιμαστεί η αντοχή της. Το μήνυμά της πρέπει να εκπέμπεται προς τα έξω, όχι να κάνει κύκλους μέσα στον ίδιο χώρο».

 

ΠΗΓΗ: Ελευθεροτυπία, 7 – 28/04/2002, http://archive.enet.gr/online/online_p1_text.jsp?c=113&id=1541316

Το Συμβάν: Κεφ 13ο – 15ο

Το Συμβάν:  Κεφ 13ο, 14ο, 15ο

 

(προδημοσίευση μυθιστορήματος)

 

Της Βασιλικής Νευροκοπλή

 

 

 

Κεφ. 13ο

 

13.

 «Έζησα κάποιες μέρες. Ίσως, όχι μέρες ολόκληρες. Στιγμές των ημερών. Έτσι μετρώ την ηλικία μου τώρα που ο νους μου επιστρέφει στο παρελθόν. Ίσως έτσι μετριέται και η ηλικία όλων των ανθρώπων. Με τις στιγμές που έζησαν. Αυτές που μπορεί να ανακαλέσει η μνήμη. Γιατί έζησα ό, τι θυμάμαι και ό, τι δεν θυμάμαι δεν υπάρχει. Δεν το έζησα μέχρι να το θυμηθώ και να το ξαναζήσω. Να υπάρξει πάλι απ' την αρχή σαν ένα κομμάτι της πραγματικότητας κι ένα της φαντασίας. Ένα μέρος του πόθου κι ένα του φόβου. Η σχέση ανάμεσά τους.

Κι ακόμα, έζησα σαν κάποιοι άλλοι. Αυτοί που αγάπησα. Οι κάποιοι άλλοι που με αγάπησαν έζησαν σαν εγώ και χωρίς να το ξέρουν, σαν όλοι αυτοί που ταυτόχρονα ήμουν, όλοι αυτοί που αγάπησα και με διαμόρφωσαν κι ας μην τους γνώρισαν ποτέ. Κι εγώ, αντιστοίχως πάλι έζησα σαν όλους αυτούς που ο καθένας από τους άλλους αγάπησε.

Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος στην ερώτηση «τι ηλικία έχεις», να απαντά: «έχω την ηλικία τριών στιγμών ή εφτά ανθρώπων» ή ακόμα καλύτερα: «την ηλικία τριών στιγμών και εφτά ανθρώπων», ή ακόμα πιο ολοκληρωμένα: «εφτά ανθρώπων, τριών στιγμών και είκοσι δύο τόπων», γιατί και οι τόποι συχνά μας καθορίζουν. Θα μπορούσε να απαντά αρκετά διαφορετικά, όπως για παράδειγμα: «είμαι το άθροισμα από τριάντα τρεις χαρές και δεκαέξι λύπες». Ή ίσως: «είμαι έντεκα τραγουδιών, οχτώ έργων ζωγραφικής και τριών ποιημάτων». Τίποτε απ' αυτά γενικό και αφηρημένο, ούτε απλώς αριθμητικό. Όλα όσα έγιναν δικά μας και γίναμε δικοί τους.

  Οπωσδήποτε θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως έχει την ηλικία της θάλασσας, του χώματος και τ' ουρανού, αλλά αυτόν θα τον περνούσαν οι αφηρημένοι για τρελό, οι ευκολόπιστοι για Θεό ή προφήτη και οι πλέον ευφυείς για αφελή. Ποιος θα μπορούσε να υποπτευθεί πως αυτός που τολμά να εκστομίσει μια τέτοια φράση, ενδέχεται να είναι ποιητής;

Πότε όμως κάποιος αρχίζει και αναρωτιέται πραγματικά για την ηλικία του; Για την ηλικία του την πραγματική; Μα, από τη στιγμή του Συμβάντος.

 Κάθε ηλικία ορίζεται πραγματικά από τη στιγμή που θα χωριστεί η πραγματικότητα σε δύο χρόνους: στον πριν και στον μετά του Συμβάντος. Όσοι δεν έμαθαν ποτέ την ηλικία τους είναι αυτοί που στη ζωή τους δεν ήρθε το Συμβάν. Γι' αυτούς δεν υπάρχει ούτε πριν ούτε μετά. Απουσιάζει η διαχωριστική γραμμή που θα δημιουργήσει τον πραγματικό χρόνο. Αν ο χρόνος είναι παρελθόν και μέλλον, αυτές του οι διαστάσεις ορίζονται από το Συμβάν: Μια γέννηση, έναν θάνατο, μια συνάντηση, έναν έρωτα. Έναν έρωτα που δε θα μοιάζει με κανέναν από όλους τους έρωτες που ο άνθρωπος έζησε, έναν θάνατο που διαφοροποιείται από όλους τους θανάτους, μια συνάντηση με πρόσωπο, λέξη, χρώμα, κίνηση, χειρονομία, μυρωδιά, που τον καθόρισε ολοκληρωτικά, αντιστρέφοντας πλήρως αυτό που ήταν μέχρι τότε. Όλο το νόημα της ζωής του.

Ο κόσμος, για παράδειγμα, γνώρισε την ηλικία του με τρόπο οριστικό και αμετάκλητο από τη στιγμή που γεννήθηκε ο Χριστός. Η συνάντηση του κόσμου με το πρόσωπο του Χριστού δημιούργησε την ιστορία του κόσμου, τον χρόνο του, την ηλικία του. Όλα, όποτε και να συμβαίνουν, όποτε και να έχουν συμβεί και όποτε κι αν συμβούν θα είναι αδύνατον να ξεφύγουν από το Συμβάν της έλευσης του Μεσσία. Όλα θα είναι προ Χριστού ή μετά Χριστόν. Τρίτη περίπτωση δεν υπάρχει.

Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε πως ο χρόνος, η ζωή, η ηλικία, υπάρχουν από τη στιγμή της διχοτόμησής τους σε όσα έγιναν πριν και όσα ακολούθησαν το Συμβάν. Κι ακόμα, πως η ζωή, η ηλικία, ο χρόνος, αποκτούν νόημα αμέσως μετά από αυτή τη διχοτόμηση και μάλιστα ίσως ακριβώς την ώρα που αρχίζει η προσπάθεια για συμφιλίωση, επανένωση των προηγούμενων και επόμενων.

Τίποτα δεν μπορεί να αφαιρέσει τη διαχωριστική γραμμή. Υπάρχει όμως τρόπος να μετατραπεί αυτή σε ουδέτερη ζώνη και ίσως κάποτε, -αυτό είναι όλο το ζητούμενο- σε ίχνος μιας προσφιλούς ανάμνησης χάριν της οποίας αποκτήσαμε κάποτε ηλικία και κερδίσαμε την ενότητα όλου του διχασμένου παρελθόντος μας στο παρόν. Το απόλυτο παρόν: η πλήρης αποδοχή χωρίς πόνο, φόβο και ενοχή, αυτού που υπήρξαμε πριν και μετά το Συμβάν.

Το Συμβάν που αλλάζει ολωσδιόλου αντίστροφα την ρότα της ζωής ενός ανθρώπου δεν είναι αδιάφορο από αυτό που σηματοδοτεί η συνάντηση του κόσμου με το πρόσωπο του Χριστού. Είναι μία και κοινή η αλλοίωση που υφίσταται κόσμος και άνθρωπος, ίδια η αντιστροφή της πορείας τους, η αναζήτηση νέου νοήματος προσανατολισμένου στην συμφιλίωση, είτε το συνειδητοποιούν οι άνθρωποι είτε όχι. Είναι η στιγμή της μεγάλης αποκάλυψης μετά το ισχυρό σοκ.

Ο τρόπος της αποκάλυψης είναι άσχετος με την ουσία της. Συχνά πραγματοποιείται μέσω ενός μεγάλου πόνου, – συμβάντος τραγικού και επώδυνου – ή μέσω ενός πάθους παράφορου, – συμβάντος γοητευτικού, ανεξέλεγκτου και ακατανόητου -. Σημασία δεν έχει το πώς θα εκφραστεί το Συμβάν και τι τρόπο θα διαλέξει για να έρθει στη ζωή σου. Σημασία έχει πώς θα το χειριστείς και αν θα επιτρέψεις στη διαχωριστική γραμμή που σ' έκοψε στα δύο, δημιουργώντας μέσα σου χρόνο, -εσένα τον ίδιο δηλαδή-, να παραμείνει τέτοια, αφήνοντάς σε απλώς ένα νεογέννητο, ή να γίνει η αιτία που θα κερδίσεις ενωμένο το είναι σου σε μια ηλικία νέα.

Για να φτάσεις σ' αυτήν την συμφιλίωση απαιτείται η διάθεσή σου γι' αυτήν. Αν έχεις μια τέτοια διάθεση τότε είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα ακολουθήσουν και άλλα μικρότερης εμβέλειας συμβάντα που θα συντείνουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι, βήμα βήμα θα φτάσεις να βιώνεις κάθε στιγμή ως συμβάν που σε οδηγεί με τρόπο αποκαλυπτικό και μυστικό ταυτόχρονα, στην ανάπτυξη του είναι σου: σε μια αδιάρρηκτη ενότητα τού είναι σου με τη ζωή, τον θάνατο, τη ζωή μετά τον θάνατο. Με τους ανθρώπους όλους, ζωντανούς και πεθαμένους, είτε τους γνωρίζεις είτε όχι. Θα πάσχεις με τους πάσχοντες, θα υγιαίνεις με τους υγιείς, με τους ερωτευμένους θα ερωτεύεσαι, με τους ετοιμοθάνατους θα πεθαίνεις, θα γεννιέσαι με τα νεογέννητα. Θα ξημερώνεις και θα βραδιάζεις με τη μέρα και τη νύχτα αντίστοιχα. Θα ζεις πολλές ζωές σε μία και μία σε πολλά επίπεδα. Ώσπου να φτάσεις στην αδιάλειπτη ευχή: να εύχεσαι για όλους και για όλα το καλύτερο, το ομορφότερο, το ευγενικότερο, το τρυφερότερο. Αυτό είναι το προτελευταίο στάδιο που θα διανύσεις. Η γέφυρα που ακολουθεί ώστε μέσα από το θάνατο να οδηγηθείς στην φωτεινή αντίπερα όχθη είναι πέρασμα μυστικό.

Τα μικρότερα συμβάντα θα έρθουν στη ζωή σου χωρίς να σε ρωτήσουν, ακριβώς όπως ήρθε και το μεγάλο Συμβάν. Αν όμως δεν προτίθεσαι να τα εκμεταλλευτείς συνενωτικά, ή θα περάσουν απαρατήρητα ή θα τα χρησιμοποιήσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση: αυτήν που θα μεγαλώσει το ρήγμα, το χάσμα που δημιούργησε το μεγάλο και καίριο Συμβάν. Η ηλικία σου τότε θα αρχίσει να γλιστρά μέσα από τα χέρια σου. Θα γίνεται μια σκιά που μάταια θα κυνηγάς. Ο χρόνος θα μετατραπεί σε ερινύα που θα σε καταδιώκει. Η ζωή θα σου γυρίσει την πλάτη και δεν θα δεις ποτέ το ωραίο της πρόσωπο. Θα πορεύεσαι στην ανυπαρξία. Δηλαδή στην απουσία από τον ίδιο σου τον εαυτό που μόνος σου επέλεξες να μην ζήσει, δηλαδή, να μην ενηλικιωθεί».

Ποιος μου δίνει αυτές τις σκέψεις τώρα που ζω μέσα στον τρόμο; Δεν είναι δικές μου. Είμαι παντελώς ανίκανος να τις συλλάβω και να τις κατανοήσω. Όμως γαλήνεψαν την φοβισμένη μου καρδιά, και σαν χέρι αγγέλου τη χάιδεψαν. Τόσες μέρες μετά που τις γράφω είναι παράξενο πως τα θυμάμαι όλα λέξη λέξη σαν να χαράκτηκαν μέσα μου. Ακούω το χερούλι της πόρτας. Κάποιος μπαίνει στο δωμάτιο.

 

Κεφ. 14ο

14.

-Πώς είναι ο νεαρός μου φίλος, ρωτά η νοσοκόμα που μπαινοβγαίνει πολλές φορές τη μέρα στο δωμάτιο τις τελευταίες είκοσι μέρες.

-Νιώθω λίγο παράξενα, αλλά είμαι καλά. Σαν να αιωρούμαι…

-Μπράβο παλικάρι μου. Λες να άρχισες να πετάς; είπε χαμογελώντας καθώς μου έπιασε απαλά το χέρι. Σήμερα βγαίνεις. Θα έρθει τώρα η μαμά να σε πάρει να πάτε σπίτι. Άντε, γιατί σας περιμένει κι ο παππούς, θα 'χει σκάσει ο δόλιος…

-Δεν θα βγάλουμε πρώτα τους επιδέσμους;

-Όχι ακόμα. Έχουμε συνεννοηθεί με το νοσοκομείο της Χίου. Θα τους βγάλεις εκεί αγόρι μου, μη νοιάζεσαι.

-Και μετά; Πείτε μου την αλήθεια, τι θα γίνει μετά;

Έσκυψε και με φίλησε απαλά στο μάγουλο.

-Έχουμε δρόμο ακόμα. Η ιατρική όμως σήμερα κάνει θαύματα. Όλα θα πάνε καλά. Εντάξει; Θέλει λιγάκι υπομονή, χαρά μου. Τώρα σε χαιρετώ. Έρχεται η μανούλα σου. Να προσέχεις και να αγαπάς τον εαυτό σου. Είσαι πολύ γλυκό παιδί… Αντίο, Ισίδωρε …

-Αντίο… ευχαριστώ…

Δεν είδα ούτε μια στιγμή το πρόσωπο αυτής της τόσο τρυφερής νοσοκόμας. Από τη φωνή, τα λόγια και το άγγιγμα, την φαντάστηκα ψηλή, πολύ αδύνατη, αραχνοϋφαντη σχεδόν, με ίσια μαλλιά καστανά μέχρι το σβέρκο, μάτια σκιστά και χείλια σαν ροδαλή λεπτή γραμμή ορίζοντα.

  Την ώρα που έκλεινε πίσω της την πόρτα αναρωτήθηκα: «το δικό μου Συμβάν, είναι το ατύχημα ή μήπως αυτή η νοσοκόμα που μου στάθηκε με τόσο αγάπη ώστε μέσα σε λίγες μέρες να νιώθω πως την αγαπώ»; Αμέσως πρόβαλε μέσα μου το πρόσωπο της Ελισώς και ταράχτηκα. Κατάλαβα πως ήταν εντελώς ανόητο το δίλημμά μου. Και αναρωτήθηκα απ' την αρχή: «το δικό μου Συμβάν είναι το ατύχημα ή η Ελισώ;» Η απάντηση ήρθε από άγνωστη κατεύθυνση, αλλά απολύτως σαφής: «το ατύχημα».

 Μέχρι να φτάσω να ονομάσω το Συμβάν της ζωής μου «ατύχημα», ταλανίστηκα πολύ. Όλες αυτές τις μέρες στο νοσοκομείο δύο ζητήματα με απασχολούσαν νυχθημερόν: «με πυροβόλησε επίτηδες ή κατά λάθος ο Γιώργης», και το δεύτερο, «άραγε θα ξαναδώ»; Στο δεύτερο δεν ήμουν εγώ ο αρμόδιος να απαντήσω και γι' αυτό η αγωνία δεν μ' άφηνε να κοιμηθώ τις νύχτες, αλλά στο πρώτο αποφάσισα πως ακόμα κι αν είχε πράγματι σκοπό να με πυροβολήσει μέσα στην επήρεια ενός παιδικού θυμού, ο Γιώργης, σίγουρα δεν είχε συναίσθηση τού τι έκανε. Άρα, ήταν ατύχημα. Για μένα τέτοιο ήταν. Δεν μπορούσε η καρδιά μου να υποφέρει άλλη σκέψη, αν και ώρες ώρες αυτήν την ίδια καρδιά την κυρίευε ένας τρομερός θυμός και πότε πότε μια άγρια διάθεση εκδίκησης. Όταν όμως περνούσε ο θυμός ευχόμουν και για τον ίδιο, ατύχημα να ήταν. Ειδάλλως θα υποφέρει για μια ολόκληρη ζωή. Κι όμως είναι αλήθεια πως όταν μ' έπιανε τρέλα, ευχόμουν μέσα μου ολόψυχα, στιγμή ησυχίας να μη βρίσκει. Να τρελαίνεται από τις τύψεις. Πόσο ντρεπόμουν όμως αργότερα…

Άνοιξε δεύτερη φορά η πόρτα και μπήκε η μάνα μου. Με φίλησε στο μέτωπο, αλλά το έκανε τόσο νευρικά και απότομα που τρόμαξα. Κατάλαβα πως ακόμα και το φιλί της μάνας σου μπορεί να έρθει σαν χαστούκι, όταν δε το βλέπεις να πλησιάζει και σε βρίσκει απροετοίμαστο. Μου είπε πως θα μαζέψει τα πράγματα να φύγουμε. Όση ώρα συμμάζευε τα πράγματα μιλούσε διαρκώς, λέγοντας ένα σωρό άσχετα πράγματα που δεν με αφορούσαν καθόλου εκείνη την ώρα. Ήταν φανερό πως δεν άντεχε να μένει στη σιωπή ή φοβόταν πως εγώ δεν το άντεχα. Στο σκοτάδι και ταυτόχρονα στη σιωπή, ίσως να σκέφτηκε πως δεν θα ήταν εύκολο. Και δεν είχε άδικο. Δεν την πρόσεχα, αλλά μου άρεσε που άκουγα την φωνή της.

Ο δικός μου νους έτρεχε στον παππού. Ήξερα πως θα στεναχωριόταν πολύ που δεν είχα γίνει ακόμα καλά. Που θα μ' έβλεπε με τους επιδέσμους στα μάτια και στο μέτωπο που είχε γεμίσει θρύψαλα από τα σκάγια και που όσο κι αν προσπάθησαν να τα αφαιρέσουν οι γιατροί, αρκετά απ' αυτά είχαν μείνει ακόμα μέσα. Περισσότερο για κείνον ήθελα να βγάλω τους επιδέσμους. Θα τον έβλεπα άραγε μετά που θα τους έβγαζα; Τα σκαφτά γαλανά του μάτια που χώρεσαν όλου του κόσμου τις θάλασσες, εγώ θα μπορούσα να τα ξαναδώ;

Με πήρε αγκαζέ η μάνα μου και βγήκαμε από το δωμάτιο. Ο καπετάν Θόδωρος μας περίμενε στο ισόγειο για να μας πάει στον Πειραιά κι από κει να πάρουμε το βαπόρι για το νησί. Περπατούσαμε στους διαδρόμους του νοσοκομείου, κατεβαίναμε σκάλες, μου λέει κάποια στιγμή: «μη πέφτεις πάνω μου παιδί μου. Προσπάθησε να περπατάς πιο ίσια». Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Νόμιζα πως περπατώ ίσια όπως πάντα και καθόλου δεν κατάλαβα πως γέρνω πάνω της. Δεν μίλησα. Ένιωσα μόνο να σπάει η καρδιά μου. Ήταν ολοφάνερο πως έμπαινα σ' έναν καινούριο κόσμο με δικούς του κώδικες, άλλους κανόνες, άγνωστό μου παντελώς. Σκοτεινό και ανοίκειο. Δεν ήξερα ακόμα για πόσο καιρό θα τον κατοικήσω. Κατάλαβα όμως πως μπαίνω σ' αυτόν τελείως μόνος. Και αυτό με τρόμαξε πολύ. Κόπηκαν τα πόδια μου τη στιγμή που το συνειδητοποίησα, όταν ένιωσα την μεγάλη αγκαλιά του θείου μου. Κόντεψαν να με πάρουν τα κλάματα, αλλά επιβλήθηκα στον εαυτό μου. Όχι από ντροπή, αλλά γιατί οι γιατροί ήταν κατηγορηματικοί. Δεν έπρεπε με τίποτα να κλάψω. Ο θείος μ' έβαλε με προσοχή στο πίσω κάθισμα του ταξί, φτάσαμε στον Πειραιά, μπήκαμε στο βαπόρι κι ανεβήκαμε στο κατάστρωμα.

Με το που ξεκίνησε το καράβι πήρα μια βαθιά ανάσα καθώς με χτύπησε ο θαλασσινός αέρας. Τον αέρα, λοιπόν, εξακολουθούσα να τον νιώθω το ίδιο όπως και πριν. Ίσως και περισσότερο Το άρωμα της θάλασσας επίσης. Μεγάλη ανακούφιση. Αν την έβλεπα και μια στάλα…

 

Κεφ. 15ο

 

15.

Δεξιά μου κάθισε ο θείος, αριστερά η μάνα μου κι εγώ στη μέση σαν ένας εσταυρωμένος που όμως αντί για ληστές είχε την τύχη να έχει δεξιά κι αριστερά του δυο αγγέλους. Δεν είχα διάθεση για ερωτήσεις και μάλλον το κατάλαβαν και άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους για το νησί, τις δουλειές, το περιβόλι, τα ψαρέματα.

Ένας κύριος ήρθε και κάθισε δίπλα στον θείο μου και πιάσανε την κουβέντα. Ρωτούσε πληροφορίες για τη Χίο που επισκεπτόταν πρώτη φορά. Τον ενδιέφεραν τα μαστιχοχώρια επειδή ήθελε να γράψει για τη μαστίχα σ' ένα βιβλίο του. Μόλις είπε πως ήτανε συγγραφέας γύρισα άθελα το κεφάλι μου να τον δω. Δεν τον είδα όμως. Μόνο την φωνή του άκουγα και ήταν φωνή ευγενικού ανθρώπου, ήπια και μαλακή. Αντιλήφθηκε αμέσως το ενδιαφέρον μου.

-Πώς σε λένε παλικάρι; με ρώτησε.

-Ισίδωρο, κύριε. Εσάς;

-Ιωάννη. Αγαπάς τα βιβλία;

-Μάλιστα, πολύ… όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω…, κόμπιασα και σταμάτησα μετανιωμένος γι' αυτό που πήγα να εκστομίσω. Μόνο στον παππού είχα εξομολογηθεί την επιθυμία μου να γίνω ποιητής. Ο κύριος Ιωάννης όμως δεν χρειαζόταν επιπλέον εξηγήσεις.

-Στο εύχομαι, παιδί μου, ολόψυχα. Γυρνάς τον κόσμο ολόκληρο γράφοντας, ταξιδεύεις μέρες και νύχτες, γνωρίζεις τόπους και ανθρώπους χωρίς πολλές φορές να έχεις βγει από το σπίτι σου. Είναι μαγευτικό…

Ένιωσα το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου. Να σφυρηλατεί τα μηνίγγια. Σαν να ξύπνησα από έναν βαθύ ύπνο τόσων ημερών που είχα βυθιστεί άυπνος στα λιμνάζοντα νερά της αγωνίας μου. Ενεργοποιήθηκε όλο μου το είναι.

-Έχετε γράψει πολλά βιβλία χωρίς να ταξιδέψετε;

-Ταξίδεψα κιόλας, αλλά τους ωραιότερους τόπους τούς είδα να γράφονται από το χέρι μου χωρίς να τους έχω επισκεφτεί ποτέ ή επισκεπτόμενος έναν τόπο, έγραψα για όλα εκείνα που υπάρχουν σ' αυτόν αλλά δεν φαίνονται. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, σαν να παίρνεις μια πραγματικότητα και την προεκτείνεις σ' ένα παραμύθι που στο τέλος γίνεται πιο πραγματικό κι απ' την ίδια.

-Μπορείτε να μου πείτε ένα παράδειγμα; Να μου μιλήσετε ας πούμε… για τον πιο ωραίο τόπο;

-Και βέβαια μπορώ. Λοιπόν…

Τότε ο κύριος Ιωάννης, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα κι έκανε μια μεγάλη παύση, άρχισε να μου μιλά όπως δεν άκουσα ποτέ κανέναν να μιλάει. Αν κάτι είχα ευχηθεί βγαίνοντας από το νοσοκομείο ήταν να μου διηγηθεί κάποιος μια ωραία ιστορία, λίγο να ξεχαστώ. Κι εγώ πίστευα στις ευχές. Πίστευα πως δεν πάνε χαμένες. Κάποιος από κάπου τις ακούει και ανταποκρίνεται. Κάτι παράδοξο γίνεται και πραγματοποιούνται. Είναι σα μικρό θαύμα. Ή και μεγάλο. Δεν ξέρω.

-Είναι ένας τόπος που ο Θεός δεν του στέρησε τίποτα. Υπάρχει κι ας μη σου φανεί απίστευτο. Του χάρισε τη δυνατότητα να μεταμορφώνεται όποτε θέλει σε άλλον τόπο. Άλλοτε υψώνει το ανάστημά του στον ουρανό, άλλοτε βυθίζεται στο νερό. Ζει όλες τις πιθανές ζωές σε μια ζωή. Άλλοτε είναι ο καθρέφτης του κόσμου και μέσα στο κέντρο του καθρεφτίζεται ό, τι πιο όμορφο υπάρχει και το αντανακλά στον κόσμο ομορφαίνοντάς τον, και άλλοτε γίνεται η κορνίζα του καθρέφτη που παρακολουθεί σαν θεατής άλλους κόσμους που μέσα του καθρεφτίζονται.

Γύρω γύρω, σε μήκος πάρα πολλών χιλιομέτρων, έχει τεράστια βουνά που αγκαλιάζουνε νερό. Δεν είσαι σίγουρος αν πρόκειται για θάλασσα, λίμνη ή σύννεφα. Άλλοι ισχυρίζονται πως το νερό είναι μια λίμνη σε σχήμα ανάποδου κεφαλαίου ύψιλον. Μερικοί διαφωνούν υποστηρίζοντας πως είναι μικρό κανονικό λάμδα. Άλλοι λένε πως είναι μια θάλασσα που ακόμα κι αν φαίνεται περικυκλωμένη από βουνά και θα έπρεπε να την ονομάσουν λίμνη, δεν είναι, γιατί τα νερά της είναι καταγάλανα και μέσα από ρυάκια που διασχίζουν τα βουνά δεν έπαψε ποτέ να επικοινωνεί με τη μεγάλη θάλασσα και να είναι γνήσιο παιδί της.

Εγώ που τη γύρισα απ' άκρη σ' άκρη όλη και πέρασα τις ώρες μιας ολόκληρης νύχτας πάνω απ' τους χάρτες της, λέω πως ούτε λίμνη είναι, ούτε θάλασσα. Πως το σχήμα της δεν είναι αυτό που συχνά οι περιηγητές και οι άλλοι ταξιδιώτες περιγράφουν: σχήμα δαιδαλώδες σαν λαβύρινθος, ελικοειδές σαν τον μίτο της Αριάδνης, οδοντωτό σαν το στόμα ενός κροκόδειλου. Για μένα είναι ένα άφυλο ξωτικό με φτερά στα πόδια που όλο τρέχει. Τα σπαστά ακατάστατα μαλλιά του κυματίζουν πίσω απ' το περήφανο κεφάλι του που το βλέμμα του κοιτά πάντα προς τη δύση θέλοντας να φτάσει κάποτε στην ανατολή. Τρέχει πατώντας στις μύτες των ποδιών του και στο δεξί του χέρι κρατά κάτι σαν νερένια απόχη, σαν κρυστάλλινο ρευστό μεγεθυντικό φακό που μεγεθύνει τα θαύματα, ή κορδόνι μεταξένιο και γαλάζιο που το εκτινάσσει για να αδράξει το Αόρατο. Στο σημείο που ενώνονται τα σκέλια του ξωτικού αυτού και που όλοι -εκτός από μένα- ονομάζουν λίμνη ή θάλασσα, είναι το καταπράσινο βουνό πάνω στο οποίο είναι χτισμένη μια πόλη, σαν να πρόκειται για το σημείο όπου θα υπήρχε το φύλο του ξωτικού, αν είχε φύλο. Έτσι μπροστά στην πόλη εκτείνονται τα δυο υδάτινα πόδια του ξωτικού και πίσω της το σώμα και το κεφάλι, το δεξί του χέρι, όλα καμωμένα από νερό.

Δεν είναι τόπος περίκλειστος ούτε όμως και ολότελα ανοιχτός. Είναι ξωτικό με σώμα παιχνιδιάρικο πλασμένο από αέρα, χώμα και νερό: Κρύβεται, φανερώνεται, σε εξαπατά και σε ξαφνιάζει. Ρούχο του σε ατέλειωτες πτυχώσεις -που ωστόσο δεν κρύβουν τίποτα απ' το ολόγυμνο σώμα του, αλλά μόνο το προστατεύουν αδιόρατα και διακριτικά από τα φιλήδονα βλέμματα των περαστικών-, οροσειρές βουνών, η κάθε μια πίσω, μέσα, δίπλα, μπροστά από την άλλη, σαν αναρίθμητες κουίντες μιας μεγάλης γαλάζιας σκηνής. Σκηνής ενός μεγάλου θεάτρου που προετοιμάζεται για να ανεβάσει πολλά έργα και οφείλει να έχει αμέτρητες εισόδους και εξόδους για τα πλήθη των κομπάρσων, των πρωταγωνιστών και των ρόλων τους. Όλα για την προστασία αυτού του πλάσματος, αυτού του ξωτικού που όμοιό του δεν φτιάχτηκε στον κόσμο.

 

Όταν τα παράθυρα και οι πόρτες των σπιτιών της πόλης είναι ανοιχτά, το νερό των ποδιών του ξωτικού βλέπει το νερό όλου του υπόλοιπου σώματος. Όταν συμβαίνει αυτό οι κάτοικοι μοιάζει να ζουν πάνω σε πλωτό σκάφος. Όλη η πλαγιά του βουνού είναι σκαμμένη απ' άκρη σ' άκρη ώστε τεράστιες σήραγγες να επιτρέπουν τη θέα, -στην ουσία, την επικοινωνία και διατήρηση της ενότητας όλου του σώματος του ξωτικού. Τα σπίτια δεν έχουν φράχτες ούτε μαντρότοιχους. Κολλητά το ένα στο άλλο, κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλιά κι από ώχρα βαθιά και ζεστή, τα ενώνουν συνεχόμενες γλάστρες από μπαλκόνι σε μπαλκόνι γεμάτες γεράνια που φτιάχνουν ένα πολύχρωμο στεφάνι γύρω από τη μέση της πόλης αυτής, όπως θα ήταν γύρω από τη μέση μιας νέας όμορφης και τρισευτυχισμένης κοπέλας. Η μια του άκρη δένει στο πιο ψηλό δέντρο της κορφής του βουνού και η άλλη στον πιο χοντρό πάσαλο του λιμανιού της.

Στενά δρομάκια, φτιαγμένα από κάτασπρα βότσαλα και σκαλάκια ύψους μιας παλάμης, οδηγούν τους ανθρώπους από το λιμάνι στο βουνό. Εκεί ζει και βασιλεύει το Αιωνόβιο Δάσος. Ένα δάσος από αρχαία δέντρα που σχηματίζουν, πλεγμένα σαν να τα έπλεξαν χέρια γιγάντων, ένα παλάτι αχανές από φύλλα, κορμούς και κλαδιά.

Τις Κυριακές όλα τα παιδιά της πόλης ανεβαίνουν στο παλάτι και παίζουν με τις ώρες κρυφτό. Τότε, αν έχεις λίγο εκπαιδευμένο αφτί, ακούς κάποια δέντρα μαρτυριάρικα να αποκαλύπτουν τις κρυψώνες των παιδιών κι ύστερα βλέπεις τα υπόλοιπα δέντρα να θυμώνουν και οργισμένα να κουνάνε τα κλαδιά τους, ρίχνοντας βροχή τα φύλλα τους. Τα βλέπουν αυτά τα παιδιά και γελούν. Γελούν τόσο πολύ αυτά τα παιδιά με την καρδιά τους που αστράφτει όλος ο τόπος από ένα φως που μεταμορφώνεται σε κορδέλες πολύχρωμες και κατεβαίνει, τυλίγει όλα τα σπίτια και όλους τους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους απ' την κορφή του βουνού ίσα με το λιμάνι. Βγαίνουν τότε όλοι στους δρόμους, κατεβαίνουν και τα παιδιά από το μαγικό βουνό ροβολώντας την πλαγιά του και πιασμένοι όλοι μαζί χέρι χέρι, μεγάλοι και μικροί, τραγουδούν και χορεύουν μέσα σ' ένα πέλαγος χρωμάτων από κορδέλες φωτός. Κι έτσι κυλά η ζωή σ' αυτόν τον τόπο, που τον ονομάζουνε: Καρδιά».

Δεν κατάλαβα για πότε έγειρα στην αγκαλιά της μάνας μου. Η ιστορία του κυρίου Ιωάννη νανούρισε την αγωνία μου. Ξεχάστηκα τόσο που νόμιζα πως ζούσα κι εγώ σ' αυτήν την ονειρεμένη πόλη. Κάποια στιγμή μάλιστα έγινα εγώ το ξωτικό. Ταυτίστηκα μαζί του, ίσως γιατί με τη νερένια του απόχη προσπαθούσε να πιάσει το αόρατο, όπως έκανα κι εγώ με την απόχη των ματιών μου. Αγάπησα αυτήν την πόλη γιατί μέσα στο μυαλό μου δεν ήταν μόνο γεμάτη ομορφιά αλλά και ανθρώπους που δεν θα έκαναν ποτέ κακό ο ένας στον άλλο κι έτσι όπως ήταν κυκλωμένη από νερό ένιωσα πως ολοένα βαφτιζόταν και εξαγνιζόταν με αποτέλεσμα η χαρά να μην την εγκαταλείπει. Αυτή η ιστορία ήταν γεμάτη συμβολισμούς που προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω.

 

-Γιατί αυτόν τον τόπο τον έλεγαν Καρδιά, κύριε Ιωάννη;

-Ίσως, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να τον πουν….

-Αν μείνετε μέρες, γιε μου, μας διέκοψε η μάνα μου, περάστε από το σπιτικό μας. θα χαρούμε πολύ. Ο Ισίδωρος αγαπά πολύ τα βιβλία και τις ιστορίες. Είναι πρώτος μαθητής στο σχολείο.

-Πολύ ευχαρίστως. Θα χαιρόμουν να σας ξαναδώ όλους και περισσότερο απ' όλους τον Ισίδωρο.

Μου έσφιξε το χέρι και σηκώθηκε. Κάτι είπε που δεν το άκουσα καθαρά και κατέβηκε στην καμπίνα του να ξεκουραστεί.

Έγειρα πάλι στην ποδιά της μάνας μου απ' την οποία είχα ανασηκωθεί για να χαιρετίσω τον κύριο Ιωάννη. Είχα τουλάχιστον δυο τρία χρόνια να αφεθώ έτσι στην αγκαλιά της. Ένιωσα τόσο μικρός ξαφνικά. Τόσο αδύναμος και φοβισμένος. Πλησιάζαμε στο νησί. Ένα νησί που δεν θα ήταν πια το ίδιο για μένα. Το ήξερα όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ. «Ο Ισίδωρος είναι πρώτος μαθητής στο σχολείο», είχε πει η μάνα μου πριν από λίγο. Τι θα γινόταν με το σχολείο αν δεν ξανάβλεπα; Κάθε σκέψη για το μέλλον μ' έκανε να συστρέφομαι στην αγκαλιά της σα λαβωμένο πουλί που θέλει να κρυφτεί απ' τον κόσμο, απ' τα βλέμματα, να κουρνιάσει εκεί που κανείς δεν θα το ενοχλήσει, ούτε μια σκέψη κακή δεν θα καταφέρει να το ταράξει.

Θυμήθηκα για μια ακόμη φορά εκείνον τον απροσδιόριστο φόβο που είχα λίγο πριν συμβούν όλα. Τελικά ήταν ένα έντονο προαίσθημα. Κάτι σαν μακρινός απόηχος μιας εχθρικής πολεμικής κραυγής που είχε φτάσει στην ψυχή μου, πως, το κακό πλησιάζει, για να προετοιμαστώ να το υποδεχτώ όσο μπορούσα καλύτερα. Τι είδους προετοιμασία μπορούσα άραγε να κάνω; Μπορούσα να κάνω κάτι που δεν το έκανα; Θα μπορούσα έστω και μ' έναν τρόπο να το αποφύγω;

Θυμήθηκα την ιστορία του Ευαγγελίου με τον λιθοβολισμό της πόρνης. Τη στιγμή που ο όχλος λιθοβόλησε την πόρνη και τους σταμάτησε ο Χριστός λέγοντας στους τιμωρούς να συνεχίσει μόνον όποιος είναι αναμάρτητος. Καθώς τα λέει αυτά ο Χριστός είναι σκυμμένος στο χώμα και κάτι σχεδιάζει. Άλλοι έχουν πει πως απλώς ζωγραφίζει, άλλοι πως γράφει ανάστροφα, ώστε να τις διαβάσουν, τις αμαρτίες όλων αυτών που τον έχουν κυκλώσει συμμετέχοντας στην αποτρόπαια επίθεση κατά της γυναίκας. Αν σταμάτησε όμως ο λιθοβολισμός, σταμάτησε επειδή ο Χριστός τους μίλησε έτσι σκυμμένος εκεί στο χώμα και δεν τους κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Γιατί αν τους κοιτούσε, μέσα στο παντελώς αθώο του βλέμμα θα καθρεφτιζόταν η αγριότητα και ο θυμός τους, όλο τους το μίσος, και τότε θα μεγεθύνονταν. Θα πολλαπλασιάζονταν τα άγρια πάθη τους και θα συνέχιζαν τον λιθοβολισμό πιο εξαγριωμένοι και πιθανότατα θα σκότωναν και τον ίδιο τον Χριστό. Αυτά μας τα είχε εξηγήσει ο θεολόγος μας στην αρχή της χρονιάς και μου είχαν προκαλέσει βαθιά εντύπωση. Ίσως, σκεφτόμουν, αν δεν κοιτούσα τον Γιώργη στα μάτια, ίσως αν έσκυβα κι εγώ και κάτι έκανα στο χώμα, να είχα αποφύγει τον μοιραίο πυροβολισμό ανάμεσα στα φρύδια μου. Όλο αυτό το κακό.

Θυμήθηκα τέλος τα γράμματα του παππού στο ντουλάπι μου. Πόσο θα ήθελα να τα διάβαζα τώρα. Αλλά δεν μπορώ. Και ποιον να εμπιστευτώ να μου τα διαβάσει; Προς το παρόν κανέναν. Κι ενώ σκεφτόμουν και σκεφτόμουν όλα αυτά με φόντο την διήγηση του κυρίου Ιωάννη, με πήρε ο ύπνος μετά από τόσες αξημέρωτες νύχτες στην ζεστή αγκαλιά της μάνας μου, ενώ εκείνη αμίλητη μου χάιδευε στοργικά τα σπαστά, μαύρα μου μαλλιά…

 

 

ΠΗΓΗ 1: Κεφ. 13ο,   Monday, January 4, 2010,  http://animusanimus.blogspot.com/2010/01/13.html

 

ΠΗΓΗ 2: Κεφ. 14ο,  Wednesday, January 6, 2010,  http://animusanimus.blogspot.com/2010/01/14.html

 

ΠΗΓΗ 3: Κεφ. 15ο,  Thursday, January 7, 2010,  http://animusanimus.blogspot.com/2010/01/15.html

Το Συμβάν – Κεφ. 10ο – 12ο

Το Συμβάν – Κεφ. 10ο, 11ο, 12ο

 (προδημοσίευση μυθιστορήματος)

 

Της Βασιλικής Νευροκοπλή

Κεφ. 10ο

10. Γενάρης, Φλεβάρης, Μάρτης του ’69. Κάθε μέρα προσδοκία, κάθε μέρα απογοήτευση. Σχολείο και δουλειά. Πορτοκάλια, μανταρίνια και λεμόνια. Θλίψη. Νοσταλγία. Κρύο πολύ. Ο καινούριος χρόνος καινούρια χαρά δεν έφερε. Κανένα μαντάτο. Τελευταίο βράδυ του Μάρτη ήτανε. Πριν πέσω για ύπνο ένιωσα τόσο πόνο στην καρδιά μου που ευχήθηκα ολόψυχα, να πεθάνω. Δεν χωρούσα άλλη πίκρα. Κοιμήθηκα βαθιά.

Συνέχεια

Το Συμβάν – Κεφ. 7ο – 9ο

 Το Συμβάν – Κεφ. 7ο, 8ο, 9ο

(προδημοσίευση μυθιστορήματος)

 

Της Βασιλικής Νευροκοπλή

 

Κεφ. 7ο

7. Συχνά αναρωτιόμουν: Τι μου συμβαίνει; Γιατί ενώ ήθελα τόσο πολύ να δω ολόγυμνο αυτό το κορμί που λάτρευα, ενώ καιγόμουν από επιθυμία να το γεμίσω φιλιά, να το κάνω δικό μου και να του δοθώ ολοκληρωτικά, γιατί δεν το έκανα; Γιατί με το πρώτο φιλί μ’ έπιανε τέτοιο χτυποκάρδι που παρέλυε το σώμα μου; Ήμουν δειλός; Είχα τόσο βαθιά ριζωμένο μέσα μου το φόβο της αμαρτίας όπως την διδασκόμασταν στο σπίτι, στο σχολείο και στην εκκλησία;

Συνέχεια

Ανάλυση εικόνας Γέννησης τού Χριστού ΙΙ

Η αγία εικόνα τής Γέννησης τού Χριστού

 

Ανάλυση της θεολογίας της εικόνας της Γεννήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (Μάθημα 2ο)

 

Τού π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου*

Συνεχίζουμε με την εικόνα της Γεννήσεως που είχαμε αρχίσει την προηγούμενη φορά και δεν είναι η ίδια ακριβώς εικόνα. Η σημερινή εικόνα έχει παραλλαγές και στοιχεία που δεν έχει η προηγούμενη εικόνα. Απλώς υπενθυμίζω ορισμένα, σκιαγραφικώς, πέρα από τις γενικές αρχές που σας είχα δώσει. Μίλησα για το σκοτάδι που υπάρχει μέσα στην εικόνα· μέσα σε αυτόν το χώρο που είναι το σκότος και η σκιά του θανάτου, όπως περιγράφει ο προφήτης Ησαΐας, δηλαδή στον κόσμο στον οποίο γεννήθηκε ο Χριστός.

Θυμίζω τα δύο ζώα που εκφράζουν τους εξ εθνών και εξ Ιουδαίων Χριστιανούς, όπως περιγράφεται βιβλικά η λέξη αυτή από τον Μιχαία και από τον προφήτη Ησαΐα. Ο Χριστός αγιογραφείται πάντα ανάμεσα σε δυο ζώα που ήταν όλοι οι άνθρωποι· άλογοι [ήταν] ακόμη και οι Ιουδαίοι που ενώ ήξεραν ένα μέρος της αλήθειας, αλόγως φέρθηκαν. Ακόμη και οι εξ εθνών Χριστιανοί και αυτοί αλόγως φέρθηκαν. Άρα εν μέσω δύο ζώων «γνωσθείς» ο Χριστός που είναι εδώ στη μέση….

…. Ο Χριστός είναι τυλιγμένος με κάποια σουδάρια νεκρικά. Εδώ, δηλώνεται ότι ο Χριστός γεννήθηκε για να πεθάνει για εμάς. Δεν είναι απλώς ο θρίαμβος της Γεννήσεως του Χριστού. Η Γέννηση του Χριστού ετοιμάζει το Πάσχα. Γι' αυτό ο Χριστός κείται, κοιμάται μέσα σε έναν τάφο. Δεν κοιμάται στο οποιοδήποτε κρεβάτι· πράγμα που αποτελεί το γεγονός το οποίο θα μας συνδέσει αναγωγικά προς το χώρο της Αναστάσεως. Εδώ, έχουμε την Παρθένο, την Παναγία. Η Παρθένος έχει πάντοτε – σε όλες τις αγιογραφικές εκφράσεις – στο κεφάλι της και τις δύο πλάτες, τρία αστεράκια. Οκτάκτινα αστεράκια. Τα τρία αστεράκια δηλώνουν ότι η Παναγία ήταν Παρθένος προ, κατά και μετά τον τόκο. Είναι ακριβώς Παρθένος. Και το οκτάκτινο αστεράκι σημαίνει το μυστήριο της όγδοης ημέρας. Ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο σε εφτά ημέρες. Την έβδομη ημέρα ο άνθρωπος απέτυχε. Και ο Θεός εγκαινίζει δια του έργου της Θείας Οικονομίας και της του Χριστού συγκαταβάσεως, το έργο της ογδόης ημέρας της Δημιουργίας- που είναι ακριβώς το έργο της Θείας Οικονομίας. Γι' αυτό η Παναγία μετέχει στο έργο της Θείας Οικονομίας. Είναι διάκονος στο μυστήριο αυτό. Και γι' αυτό ακριβώς έχει αυτά τα αστεράκια….

Να υπενθυμίσω ότι η αγιογραφία εκφράζει μία θεολογία. Βλέπετε, έχουμε ως πηγές μελέτης την Αγία Γραφή, έχουμε τους ύμνους της Εκκλησίας που είναι η υμνολογική απόδοση της θεολογίας, και έχουμε τις εικόνες που είναι η ζωγραφική απεικόνιση της θεολογίας. Άρα εδώ ό,τι κάνουμε είναι μια θεολογία. Γι' αυτό πολλές φορές απεικονίζουμε με γραφικές εκφράσεις, ακόμη και τροπάρια. Λέει το τροπάριο των Χριστουγέννων «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβίμ μιμουμένη». Κι εδώ ακριβώς στην εικόνα, η Παναγία «καθέζεται τα Χερουβίμ μιμουμένη» με έναν τρόπο. Βλέπετε, τα χέρια της τα έχει χερουβικώς-πως, σε μια στάση προσευχής και καθέζεται. Το καθεζόμενον δηλώνει πάντοτε στη θεολογία μας μία βεβαιότητα. Υπάρχει κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, νομίζω του προφήτου Ωσηέ, ο οποίος προφήτης Ωσηέ λέει αναφερόμενος στο Θεό : «Συ, ο καθήμενος, ημείς δε απολλύμεθα. Συ ο καθήμενος εις τους αιώνας». Βλέπετε τη συγκριτική; Ο καθήμενος και όχι ο όρθιος, ο απολλύμενος. Δηλαδή η θέση της καθήσεως σημαίνει βεβαιότητα. Ο Θεός είναι καθήμενος. Γι' αυτό τους αγίους δεν τους κάνουμε καθημένους. Είναι λανθασμένη και ρομαντική έκφραση να κάνεις έναν άγιο ένθρονο. Ένθρονος είναι μονάχα ο Χριστός ή η Παναγία. Δηλαδή ακρότατες μορφές. Ο καθήμενος σημαίνει μία απόλυτη βεβαιότητα. Και βλέπετε η Παναγία, μετά από την αποδοχή του γεγονότος της Θείας οικονομίας που θα λειτουργηθεί επάνω της, γίνεται η Παναγία μας. Δηλαδή, γίνεται η οριστικά αμετάπτωτος προς την αμαρτία. Γι΄ αυτό είναι καθεζόμενη η Παναγία.

Να δούμε τώρα και τα περιφερειακά, γύρω-γύρω, στοιχεία. Έχουμε τους αγγέλους οι οποίοι δοξολογούν. Υποχρεωτικά, όλοι οι άγγελοι έχουν στο κεφάλι τους μία κορδέλα. Έχουν πάντοτε πλουσία κόμη και πάντοτε – δογματικό στοιχείο είναι αυτό, δεν είναι στοιχείο δευτερεύον – μία κορδέλα. Τι σημαίνει αυτή η κορδέλα; Οι ουράνιες δυνάμεις, όπως και τα επίγεια λογικά όντα, δηλαδή οι άνθρωποι, είναι τα έλλογα ζώα – όντα. Ζώον θεούμενον είναι ο άνθρωπος. Οι άγγελοι στρέφουν το νου τους στο Θεό και ζουν εξ αυτής της τροφής. Ακόμη και η θεραπευτική της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι προς έναν άνθρωπο, που είναι αρρωστημένος. Και κατερραγμένος καθώς είναι να στρέψει το νου του στο Θεό. Αυτή είναι η θεραπεία. Η στροφή προς το Θεό είναι η θεραπεία. Οι άγγελοι λοιπόν, αυτό το έχουν απόλυτα. Αυτή τη στροφή προς το Θεό. Ειδικά, μετά την ημέρα που έπεσαν οι δαίμονες και δεν έπεσαν οι άγγελοι. Η ημέρα που γιορτάζουμε στις 8 Νοεμβρίου είναι η στάση των αγγέλων· και λέμε στη Θεία Λειτουργία «στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου», όπου οι άγγελοι δεν έπεσαν όπως ο Εωσφόρος. Μετά από αυτή τη στάση, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε ένα πολύ σπουδαίο δογματικό του κείμενο -πολύ σπουδαία δογματική, λιτή και ουσιαστική- που ονομάζεται «Έκθεσις ακριβής ορθοδόξου πίστεως»· λέει (και αυτό αποτελεί παράδοση δογματική των Πατέρων), πως οι άγγελοι μετά από αυτό το γεγονός είναι αμετάπτωτοι προς την αμαρτία. Δεν μπορούν να πέσουν ποτέ πια γιατί «έστησαν καλώς». Πράγμα το οποίο μπορεί να συνέβαινε στον άνθρωπο, αν δεν υπέκυπτε στον πειρασμό του διαβόλου. Γι' αυτό αυτή η κορδέλα δηλώνει το μάζεμα. Επειδή το νου – το εσωτερικό μέγεθος ή το αφηρημένο μέγεθος της λέξεως «νους»· όχι απλώς «εγκέφαλος» – δεν μπορώ να το ζωγραφίσω, στην αγιογραφία προσπαθώ με εξωτερικά συμβολικά μεγέθη να εκφράσω αυτά τα οποία δεν φαίνονται. Εμείς για παράδειγμα, αγιογραφούμε την προσευχή. Ενώ αν πεις σε ένα ζωγράφο «ζωγράφισε την προσευχή», άλλος θα το κάνει τελείως νατουραλιστικά· ένας άνθρωπος που προσεύχεται στο δάσος. Άλλος θα το κάνει αφηρημένα· με μια πινελιά κόκκινη πάνω σε έναν άσπρο καμβά. Δεν γνωρίζω πώς θα το κάνει. Εμείς λοιπόν ούτε νατουραλιστικά, ούτε αφηρημένα κινούμεθα. Αλλά εκφράζουμε μεγάλες έννοιες με συμβολισμούς. Και επειδή οι άγγελοι συγκεντρώνουν το νου τους στο Θεό, βάζουμε πάνω στην πλουσία κόμη τους, που είναι τα πλούσια χαρίσματα που έχουν, αυτήν την κορδέλα. Κι αυτό το στοιχείο είναι δογματικό. Δεν υπάρχει άγγελος χωρίς κορδέλα. Θα το δούμε και σε άλλες εικόνες αυτό. Επίσης, έχουμε τους τρεις μάγους. Τη λέξη «μάγος» (μαγεία) μη την συνδέσετε με τα γεγονότα της δαιμονιώδους πράξεως της μαγείας· της επικλήσεως, δηλαδή, δαιμόνων για το καλό ή το κακό, δηλαδή την εσφαλμένη, κατά κόσμον, διάκριση μαύρης και λευκής μαγείας. Μάγοι σημαίνει σοφοί άνθρωποι. Οι σοφοί έτσι αποκαλούνταν τότε. Επιστήμονες ήταν και φέρνουν -από ό,τι ξέρετε- τρία δώρα… χρυσό, λιβάνι και σμύρνα. Αυτά τα δώρα είναι δογματικά στοιχεία. Χρυσάφι φέρνουν στο Χριστό γιατί είναι βασιλιάς. Στο βασιλιά πηγαίνανε χρυσάφι. Λιβάνι γιατί είναι Θεός. Και σμύρνα· αυτό το άρωμα είναι σμύρνα, το υλικό με το οποίο ήλειφαν τους νεκρούς· κατά την παράδοση την εβραϊκή μεν, αλλά και σύμφωνα με άλλες εξωτερικές του εβραϊκού κόσμου παραδόσεις, υπάρχει η μύρωση. Η άλειψη, η χρίση των νεκρών για λόγους καθάρσεως, όπως κάνουμε κι εμείς. Πλένουμε τους νεκρούς μας πριν τους θάψουμε. Τον Χριστό τον ήλειψαν με σμύρνα και αλόη. Άρα είναι Θεός, είναι Βασιλιάς και είναι Αυτός ο οποίος θα πεθάνει για εμάς. Και είναι η σμύρνα, ο χρυσός και το λιβάνι -βλέπετε- συγκεκριμένα δογματικά στοιχεία.

Επίσης, έχουμε τον Ιωσήφ τον Μνήστορα. Ο Ιωσήφ ο Μνήστωρ ο οποίος πέρασε τον πειρασμό και σκέφτεται να δεχθεί την Παναγία ή όχι. Ο Ιωσήφ είναι στο κάτω άκρο της εικόνας αγιογραφημένος. Προσέξτε, όσοι είναι στο κέντρο μιας πράξεως λειτουργικής είναι στο κέντρο της εικόνας. Όσοι υπηρετούν αυτό το μυστήριο είναι στο άκρο της εικόνας. Και το κεντρικό πρόσωπο είναι πάντοτε ο Χριστός, σε μια τέτοια πολυποίκιλη εικόνα· όχι σε μία μονοπρόσωπη εικόνα του αγίου όπου ο άγιος είναι κεντρικό πρόσωπο. Ο Ιωσήφ, όπως και η Παναγία, είναι λειτουργοί του μυστηρίου. Είναι λειτουργοί του μυστηρίου ή υπουργοί [σημ. «υπουργός» στα αρχαία είναι ο βοηθός, ο υπηρέτης] του μυστηρίου. Εδώ και η Παναγία βλέπετε δεν είναι ακριβώς στο κέντρο. Λίγο πιο πλάι και πιο κάτω είναι ο Ιωσήφ. Είναι υπουργοί του μυστηρίου. Υπουργούν το μυστήριο. Συνήθως οι υπουργοί του μυστηρίου γιορτάζουν τη δεύτερη ημέρα της κυριωνύμου εορτής. Η Παναγία εορτάζεται στις 26 Δεκεμβρίου. Μία μέρα μετά τα Χριστούγεννα γιορτάζουμε -προσέξτε- τη σύναξη της Παναγίας. Είναι η γιορτή της Παναγίας και για να μη συμπέσει ταυτόχρονα και για να μη χαθεί η γιορτή του Ιωσήφ του Μνήστορος, μετατίθεται την αμέσως επόμενη Κυριακή που γιορτάζουμε τον Ιωσήφ τον Μνήστορα, μαζί με άλλους δύο προφήτες. Με αυτόν τον τρόπο γιορτάζουμε τους υπουργούς του μυστηρίου. Βλέπετε, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος απετμήθη στις 29 Αυγούστου, που είναι το μαρτύριό του, αλλά τον γιορτάζουμε κατ' εξοχήν τη δεύτερη ημέρα των Θεοφανείων, στις 7 Ιανουαρίου, επειδή υπούργησε, λειτούργησε δηλαδή το Μυστήριο της Βαπτίσεως. Είναι θεολογικές έννοιες πάρα πολύ ουσιαστικές και είναι ο άγιος υπουργός. Υπουργός σημαίνει είναι «υπό το έργον».

Να δίνετε σημασία στη διεισδυτική έκφραση των λεκτικών σχημάτων της Ελληνικής γλώσσης. Είναι υπουργός του μυστηρίου. Υπουργεί το μυστήριο πάντοτε και διακονεί το μυστήριο. Αλλά δεν είναι πολλοί έκδηλοι υπουργοί του μυστηρίου. Είναι ο Ιωσήφ Μνήστωρ και -προσέξτε- στην Ορθόδοξη αγιογραφία ποτέ δεν αγιογραφούμε τη λεγομένη κατά τα μέτρα της Δύσεως «αγία οικογένεια». Εμείς δεν έχουμε κάποια αγία οικογένεια. Έχουμε την Παναγία που είναι πάντοτε αειπάρθενος. Διατήρησε πάντα την παρθενία της και ο Ιωσήφ υπουργεί το μυστήριο. Δεν αγιογραφούμε ποτέ «αγία οικογένεια», Χριστό, Παναγία και Ιωσήφ. Παρά μόνο σε μία περίπτωση. Είναι η φυγή στην Αίγυπτο. Όπου είναι πάνω σε ένα γαϊδουράκι η Παναγία με το Χριστό και πάλι υπουργεί ο Ιωσήφ, κρατώντας το γαϊδουράκι κι ακολουθώντας για να βοηθήσει το δρόμο τους. Δεν είναι η αγία οικογένεια. Είναι η απεικόνιση της φυγής στην Αίγυπτο με θεολογικές προδιαγραφές, όπως έχει κάθε εικόνα.

 Έχουμε ακόμη το λουτρό του θείου Βρέφους, μια παράσταση πολύ παρεξηγημένη. Η παράσταση αυτή μάλιστα, μετά από τον 17ο αιώνα όταν εισχώρησαν δογματικές, ρωμαιοκαθολικές θεολογικές αντιλήψεις στο χώρο της Ορθοδοξίας – που ξεκίνησαν από τη Ρωσία και πέρασαν ακόμα και στο Άγιον Όρος – η παράσταση αυτή ήταν σοβαντισμένη σχεδόν σε όλα τα καθολικά του Αγίου Όρους. Την παράσταση του λουτρού την είχαν καλύψει γιατί θεώρησαν απαράδεκτο να παρουσιαστεί το λουτρό του Θείου Βρέφους. Αυτό ήταν δογματικό λάθος. Τώρα έχουν καθαριστεί οι εικόνες από τον σοβά. Βλέπετε και στο Άγιον Όρος κανείς δεν είναι εκφραστής μοναδικός της Ορθοδοξίας. Η Ορθοδοξία έχει τις αλήθειές της που είναι γενικότητα της αλήθειας και όχι τι λέει μόνο ένας τόπος. Κανένας τόπος δεν είναι βατικάνειος στην Ορθοδοξία. Θεωρούσαν απαράδεκτο να είναι ο Χριστός γυμνός και να λούζεται. Μα γιατί το βάζει εδώ ο αγιογράφος; Το βάζει εδώ ακριβώς ο αγιογράφος για να δηλώσει τι γινόταν σε όλα τα μωρά. Όταν γεννιόντουσαν, τα έλουζαν. Την ογδόη ημέρα – θυμάστε – γινόταν η απόλουση. Η πλήρης απόλουση. Ο Χριστός ήταν τέλειος άνθρωπος και θα περάσει από όλα τα ανθρώπινα. Παρ' εκτός από την αμαρτία. Αν ο Χριστός δεν ελούζετο επειδή είναι Θεός και δε χρειάζεται να λουσθεί, δεν θα ήταν τέλειος άνθρωπος. Οπότε πέφτουμε σε δογματικό λάθος αφού τότε [αυτό θα σήμαινε ότι] ο Χριστός δε μας σώζει. Γιατί ως τέλειος άνθρωπος ο Χριστός, σώζει τον άνθρωπο και τον τελειώνει (σημ.: τον κάνει τέλειο). Αν ήταν κάτι παραπάνω από εμάς στην ανθρώπινή του φύση, δε θα χρειαζόταν να κοιμηθεί, δε θα χρειαζόταν να φάει -όλα αυτά μπορεί να τα κάνει ο Χριστός, είναι δεδομένα- αλλά τότε δεν θα ήταν τέλειος άνθρωπος. Θα ήταν ένας υπεράνθρωπος που δεν θα έσωζε τον άνθρωπο. Είναι η φράση του Γρηγορίου του Θεολόγου «το απρόσληπτον και αθεράπευτον». Ό,τι δεν προσλαμβάνεται δεν θεραπεύεται. Και ο Χριστός προσέλαβε τα πάντα τα δικά μας. Και τα προσέλαβε ο Χριστός όλα. Προσέξτε, τα αδιάβλητα πάθη μας. Ο Χριστός είχε πάθη, αλλά αδιάβλητα πάθη. Τι είναι αδιάβλητα πάθη; Η πείνα είναι πάθος αλλά δεν είναι αμαρτωλό. Η δίψα, ο ύπνος είναι αδιάβλητα πάθη. Τα διαβλητά τα πάθη είναι ακριβώς η εκμαύλιση αυτών των αδιαβλήτων παθών. Η γαστριμαργία σε σχέση με την πείνα. Αυτά τα λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας.

Και φυσικά έχουμε τους ποιμένες που βρίσκονται εδώ με έναν πολυποίκιλο τρόπο. Η ανθρώπινη παρουσία, η ανθρώπινη δοξολογική παρουσία την ώρα που έρχεται ο Χριστός. Και από τον ουρανό κατεβαίνει το Θείο Φως, το άκτιστο Φως, το οποίο καταυγάζει το μυστήριο αυτό της Γεννήσεως. Σας είπα την προηγούμενη φορά πως αγιογραφούμε ό,τι φανερώθηκε, ό,τι είδαμε -ό,τι είδαμε εμείς. Προσέξτε, εμείς. Βλέπετε το Χριστό τον είδαμε. Αλλά λέμε εμείς τον είδαμε. Μην πείτε εκείνοι. Τον Χριστό τον βλέπουμε όλοι μας εφόσον ζούμε στην Εκκλησία. Και η Εκκλησία είναι σώμα. Αυτό που είδε ένας, το βλέπουν και οι άλλοι. Η εμπειρία του σώματος είναι μοναδική. Δηλαδή αν εγώ θέλω να πάρω την αίσθηση του κρύου ή του ζεστού ενός μεταλλικού σκεύους κι ακουμπήσω μόνο τα κύτταρα της αφής μου πάνω του, δια της αφής αυτών των κυττάρων και μόνο, αποκτά όλο μου το σώμα την εμπειρία του θερμού. Δεν χρειάζεται όλο μου το σώμα να περιτυλιχτεί – τα εκατομμύρια κύτταρα που έχω πάνω στο σώμα μου – σε αυτό το σκεύος για να αποκτήσουν όλα την εγωιστική εμπειρία αυτού που κι εγώ κατάλαβα ότι είναι θερμό. Αυτή είναι η εγωιστική μας εμπειρία που λέμε: «μα εγώ δεν είδα το Χριστό». Εφόσον ζούμε στην Εκκλησία, είναι η δική μας εμπειρία. Εμείς λοιπόν αγιογραφούμε ό,τι είδαμε. Τον Χριστό τον είδαμε· Τον αγιογραφούμε. Το άγιο το Πνεύμα το είδαμε, «ωσεί περιστερά»· το αγιογραφούμε. Τον Πατέρα ποτέ δεν Τον είδαμε. Ποτέ δεν Τον αγιογραφούμε. Το τονίζω αυτό το πράγμα. Είμαστε πρακτικοί, ρεαλιστές και βαθιά θεολογικοί ταυτόχρονα. Και ό,τι δεν είδαμε δεν το αγιογραφούμε. Είδαμε Χερουβίμ· τα αγιογραφούμε. Είδαμε Σεραφίμ· τα αγιογραφούμε. Είδαμε αγγέλους, αρχαγγέλους, τους αγιογραφούμε. Δεν είδαμε τι είναι οι θρόνοι, οι κυριότητες, οι αρχές, οι εξουσίες, οι δυνάμεις, άλλες ουράνιες δυνάμεις στον ουρανό. Δεν τις αγιογραφούμε.

Ερώτηση: Συγγνώμη υπάρχει μια εικόνα που δείχνει το Θεό να αγιογραφείται ….. ….. ….. …..

Απάντηση: Εμείς δε δεχόμαστε ποτέ να αγιογραφήσουμε τον Θεό Πατέρα.

Ερώτηση: Τότε γιατί… … …. ….

Απάντηση: Το κάνουν γιατί δεν ξέρουν θεολογία της εικόνας. Εμείς ποτέ δεν κάνουμε Αγία Τριάδα -Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα. Ένα γέροντα με μαλλιά. Είναι λάθος. Αφού δεν φανερώθηκε ο Πατέρας. «Ου μη είδητε το πρόσωπό μου και ζήσετε», είπε ο Πατέρας. Δεν βλέπει κανείς τον Πατέρα. Και ο Χριστός εμφανίστηκε κατά τα μέτρα της ανθρώπινης κατανοήσεως. Και το Άγιο το Πνεύμα «ωσεί περιστερά». Άλλο ο Χριστός που ήταν άνθρωπος και σαρκώθηκε. Και άλλο το άγιο το Πνεύμα που δε σαρκώθηκε στο περιστέρι. Ήταν «ωσεί» – που σημαίνει «σαν». Είναι πολύ μεγάλες διαφορές. Αυτή ήταν η δογματική προσέγγιση αυτής της εικόνας. Εδώ κινούμαστε δογματικά. Και κανείς δεν αλλοιώνει δια δικών του ιδιοτύπων αντιλήψεων τη θεολογία της Εικόνας.

 

*Πηγή: Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, στα πλαίσια των μαθημάτων Αγιογραφίας των Αγίων Εικόνων της Ορθοδοξίας μας, που έγινε την Παρασκευή, 11-11-2005.

Αναδημοσίευση από: http://www.floga.gr/50/04/2005-6/02_2005111104.asp

 

ΠΗΓΗ: Πηγη:http://www.oodegr.com/oode/orthod/ag_eikones/gennisi_1.htm

 

Το Συμβάν – Κεφ 4ο – 6ο

Το Συμβάν – Κεφ 4ο, 5ο, 6ο

 

(προδημοσίευση μυθιστορήματος)

 

Της Βασιλικής Νευροκοπλή

 

 

Κεφ. 4ο

 

4. Όταν σχολούσα από το σχολείο πετούσα την τσάντα στην κουζίνα κι έτρεχα στο περιβόλι να βοηθήσω τον πατέρα. Ήμουν μοναχογιός και οι δουλειές στο κτήμα πολλές. Κάθε εποχή είχε και τις δικές της. Νοέμβρη και Δεκέμβρη μαζεύαμε τα πορτοκάλια, Γενάρη, Φλεβάρη τα λεμόνια και τα μανταρίνια, τον Μάρτη κλαδεύαμε και τον Απρίλη που ήταν η περίοδος του νοικοκυρέματος, όλα τα πεσμένα κλαδιά τα στοίβαζα σε μεγάλα σακιά για να τα χρησιμοποιήσει η μάνα μου στο φούρνο για το μαγείρεμα και στη ξυλόσομπα να ζεσταθούμε το χειμώνα. Μάζευα και τα πεσμένα φύλλα να έχουν φαγητό τα ζώα και να 'ναι το κτήμα καθαρό.

Η δουλειά μας δεν ήταν μια κοινή αγροτική δουλειά όπως σε άλλα μέρη της χώρας. Για μας ήταν κηπουρική. Άστραφταν από καθαριότητα τα περιβόλια του Κάμπου, σε κάποια ούτε πέτρες δεν θα έβρισκες, τις μάζευαν κι αυτές. Όλα ήταν σα ζωγραφιά, σα βιτρίνα πολυτελούς κατάστηματος, και συναγωνίζονταν οι καλλιεργητές μαζί με τα αφεντικά τους, ποιος θα έχει το πιο όμορφο κτήμα και ποιος θα βγάλει τα ωραιότερα πορτοκάλια, γιατί αυτή είναι η αλήθεια: όσο πιο φροντισμένο το περιβόλι τόσο πιο καλοί οι καρποί του. Σήμερα μάλλον ακούγεται παρανοϊκό, αλλά, τότε τους εργάτες που μάζευαν πολλά πορτοκάλια τους έδιωχναν απ' τη δουλειά γιατί αυτό σήμαινε πως ήταν απρόσεχτοι. Καλός εργάτης ήταν αυτός που μάζευε τα λιγότερα. Έπρεπε προσεχτικά με το τσιμπίδι να τα κόβουν ένα ένα και να μην έχουν νύχια στα χέρια που θα τα πλήγωναν.

 Τον Μάη άρχιζε το σκάψιμο του περιβολιού με τα τσατάλια, για ν' ανοίξουμε τα αυλάκια, να προετοιμάσουμε το χώμα για το πότισμα του Ιούνη που βαστούσε όλο το καλοκαίρι. Άμα είχαμε πότισμα και γυρνούσε ο μάγγανος έπρεπε να τον προσέχω με τις ώρες να μην καβαλήσει ο λιμπάς, γιατί η ζημιά θα ήταν μεγάλη. Ο λιμπάς ήταν η καδένα του μάγγανου, σα συρματόσχοινο που κρεμόταν κι ανεβοκατέβαινε μαζί του. Φρόντιζα να γεμίσει η στέρνα, να πάει το νερό στους κεφαλοποτιστάδες, –  τους κεντρικούς δρόμους του νερού, μέσα απ' τα κανάλια, από κει στους ποτιστάδες και μετά στ' αυλάκια. Με το αξινογύρι στο χέρι, – το κατάλληλο εργαλείο για το τσάπισμα και το αυλάκιασμα -, καθάριζα τα χώματα για να ποτιστεί κάθε δέντρο και μετά ν' αλλάξει κατεύθυνση το νερό για το επόμενο. Έπρεπε η γη να πίνει πολύ νερό και σε αραιά διαστήματα. «Σα λάδι να τρέχει το νερό», έλεγε ο πατέρας μου. Ώρες πολλές δουλειά που σταματούσε με τη δύση του ήλιου. Κι άλλες τόσες ώρες που δεν έκανες τίποτα άλλο από το να κοιτάς να δουλεύουν όλα με ρέγουλα. Πολλές φορές κόντεψα να κοιμηθώ όρθιος από τη ζέστη. Τέσσερα οχτάωρα βαστούσε ένα πότισμα. Και μέσα στο νερό να ρίχνεις σερμπέτια και κοπριά.

 Τα πορτοκαλάκια του Ιούνη τα διαλέγαμε προσεκτικά και τα στέλναμε στη Θεσσαλονίκη για να γίνουν γλυκό. Για ένα χαρτζιλίκι το κάναμε. Ήταν σκληρός ο αγώνας και οι καλές εποχές είχαν περάσει. Κάποτε η α΄ κατηγορία πορτοκαλιών πήγαινε στους συνεταιρισμούς κι εκεί αφού πρώτα στέγνωναν και σκουπίζονταν ένα ένα, τα χάρτωναν οι χαρτότριες στο ψιλόχαρτο και μετά τα έπαιρναν οι στοιβαδόρες να τα τοποθετήσουν σε ειδικές κάσες που φτιάχνονταν στην Τεργέστη για να φύγουν τα πολύτιμα φορτία στο εξωτερικό σε τιμές πολύ υψηλές. Είδος πολυτελείας ήταν στις αρχές του αιώνα τα εσπεριδοειδή, όπως το μετάξι και η μαστίχα. Και οι Χιώτες έμποροι ήταν πρώτοι. Τώρα τα πράγματα ήτανε δύσκολα. Αν κάποτε περίμεναν πώς και πώς οι έμποροι της Χώρας να κατέβουν οι Καμπούσοι για να αφήσουν χρήματα, τώρα ο πατέρας μου έκανε κι άλλες δουλειές για να τα βγάλουμε πέρα. Δεν πουλιόταν πια το πορτοκάλι μια δραχμή το τεμάχιο και χίλια πορτοκάλια μεταφραζόταν σε χίλιες δραχμές τη στιγμή που το μεροκάματο του εργάτη ήταν τριάντα. «Πρώτα να κάνεις αποθήκη κι ύστερα σπίτι», έλεγαν τότε. Εδώ κι ένα χρόνο ο πατέρας μου είχε αγοράσει ένα φορτηγό-ψυγείο κι εκτός από τα εσπεριδοειδή, πορτοκάλια, μανταρίνια, λεμόνια, γυρνούσε και πουλούσε κατεψυγμένο κρέας Αργεντινής και ψάρια Ευαγγελιστρίας μαζί με δικά μας κοτόπουλα. Ο Γενάρης του 1968 έφερε πρωτόγνωρες παγωνιές. Σφοδροί άνεμοι, βροχές και χαλάζι έπληξαν τις δενδροκαλλιέργειες. Μεγάλο μέρος της παραγωγής μας καταστράφηκε. Ακόμη και σπίτια έπεσαν.

Πολλές οι δουλειές χειμώνα καλοκαίρι και τα χέρια λίγα. Κι ο υφυπουργός της Κυβέρνησης Σιδεράτος έκανε δηλώσεις στις εφημερίδες, με τις οποίες γελούσαμε: «Η νεολαία πρέπει να προσκολληθεί εις τάς σπουδάς και να μείνει μακράν των κομμάτων». Ποιες σπουδές και ποια κόμματα; Τα αγόρια του Κάμπου συνήθως δεν ήταν καλοί μαθητές στο σχολείο. Εργατικά χέρια ήταν. Και με τα κόμματα καμία ανάμιξη βέβαια. Κι αν εγώ δεν αγαπούσα τόσο πολύ τα γράμματα ώστε τις νύχτες να ξαγρυπνώ κάτω από τη Λουξ ενώ τα μάτια μου έκλειναν από την κούραση, ούτε εγώ θα ήμουν καλός μαθητής. Μα ούτε τον πατέρα μου μπορούσα ν' αφήσω αβοήθητο ούτε τα γράμματα ν' αποχωριστώ που τόσο μ' έκανε ν' αγαπήσω ο παππούς μου. Το χαρτζιλίκι μου όλο πήγαινε στο βιβλιοπωλείο του Χαβιαρά ν' αγοράζω λογοτεχνικά βιβλία με δόσεις.

 Πώς και πώς περιμέναμε το φθινόπωρο. Μετά του Σταυρού, που ήταν το τελευταίο πότισμα, μ' έπαιρνε ο πατέρας μου και καβάλα στα γαϊδούρια ξεκινούσαμε μεγάλες παρέες για κυνήγι στα Δότια. Αυτή ήταν η ανάσα μας και η ξεκούραση όλου του χρόνου. Μα απ' την ώρα που αγάπησα την Ελισώ έπαψα να πηγαίνω. Δεν ξέρω γιατί και πώς ακριβώς συνδυάστηκε το ένα με το άλλο, αλλά εγώ ορτύκια πια πουλιά δεν μπορούσα να χτυπήσω. Απ' την άλλη είναι ίσως παράξενο, αλλά θαρρείς πως ήδη από τότε που πήρα αυτή την απόφαση ήρθα αντιμέτωπος με τη μοίρα μου. Ίσως αν εξακολουθούσα να κυνηγώ, όλα να ήταν πολύ διαφορετικά σήμερα. Μα δεν μπορούσα. Ήταν σαν κάποιος να μου είχε θέσει το δίλημμα: την Ελισώ ή το κυνήγι. Κι εγώ δίχως στιγμή να το σκεφτώ, απάντησα: την Ελισώ!

Όποτε μπορούσα κατέβαινα τις Κυριακές στη Χώρα κι έπαιρνα το ψαροκάικο του θείου μου, του καπετάν Θοδωρή, να πάω για ψάρεμα. Ήταν ο μικρός αδερφός του πατέρα μου και είχε μείνει ανύπαντρος. Μου είχε μεγάλη αδυναμία. Δεν μου χαλούσε χατίρι. Εξέταζε προσεκτικά τον καιρό σαν έμπειρος παλιός ναυτικός και μου έλεγε: «Πήγαινε και μη φοβάσαι τίποτα» ή « μη το συζητάς, ούτε που να το σκέφτεσαι». Καθαρές κουβέντες.

Αυτή ήταν η πιο δική μου ώρα: η θάλασσα μπροστά μου, η πετονιά στα χέρια μου και η σκέψη μου στην Ελισώ. Όσα ακόμα δεν μπορούσα να της πω τα έλεγα στη θάλασσα. Σηκωνόμουν όρθιος πάνω στη βάρκα και πρόσταζα τον άνεμο να πάρει τα λόγια μου και να της τα ψιθυρίσει στ' αφτί. Να μην ακούσει άλλος κανείς. Έτσι με είχε συμβουλέψει ο παππούς να κάνω για να μην στεναχωριέμαι που δεν μπορώ όλα να της τα πω ή να τα γράψω. Και ο παππούς ήξερε. Στον παππού τα έλεγα όλα. Μόνο σ' αυτόν. Τρεις θυγατέρες είχε η μάνα μου. Ήταν αρκετές για να την βοηθούν στο σπίτι, να της κρατούν παρέα, να λένε τα δικά τους. Εμείς ήμασταν άντρες. Με τον πατέρα μου όλη μέρα στο περιβόλι ή για δουλειές στην αγορά, ήταν άλλο. Κι αν αργούσα να πάω στη θάλασσα γιατί ο καιρός δε βοηθούσε, τότε, τα έλεγα στην πορτοκαλιά μου. Μέσα στο μεγάλο περιβόλι μας είχα μια πορτοκαλιά που ήταν όλη δική μου. Μπορεί όλα τα δέντρα να τα φρόντιζα κι όλα να τα αγαπούσα, αλλά κανένα δεν ήταν σαν την πορτοκαλιά μου. Καμιά φορά σκεφτόμουν πώς αν ποτέ συναντιόταν η θάλασσα με την πορτοκαλιά, οι δυο μαζί θα μπορούσαν να διηγηθούν όλη την ιστορία της παιδικής Καμπούσικης ζωής μου σε κάποιον που νιώθει τη γλώσσα των δέντρων και του νερού.

Η Καμπούσικη ζωή ήταν μια ζωή απλή και ήσυχη. Όλα κυλούσαν αργά σαν το νερό που πότιζε το καλοκαίρι τα περιβόλια. Σα λάδι κυλούσαν. Όλα είχαν τη θέση τους, την αξία τους, τη σημασία τους. Σπάνιζαν οι θόρυβοι από αυτοκίνητα όπως του πατέρα μου κι ακόμα θυμάμαι πως όταν περνούσε ένα κάρο βγαίναμε τα παιδιά στο δρόμο και τρέχαμε ξοπίσω του να χαιρετίσουμε τον καροτσέρη, που το οδηγούσε όρθιος φορώντας ένα μαντήλι δεμένο στο κεφάλι. Στα μάτια μας ήταν θεός.

Η Ελισώ ζούσε στη Χώρα. Εκείνη πήγαινε στο Θηλέων, εγώ στην Εμπορική Σχολή. Ο πατέρας της ήταν ένας απ' τους τρεις φαρμακοποιούς της Χίου κι αυτό ήταν που εξηγούσε τον αλλιώτικο αέρα της κόρης του, τόσο διαφορετικό απ' των άλλων κοριτσιών, καθώς και τις ελευθερίες που απολάμβανε που για τις περισσότερες Χιώτικες οικογένειες τότε ήταν αδιανόητες. Ο γιος του, ο Γιώργης, δεν πρόλαβε να γνωρίσει τη μάνα του. Πέθανε πάνω στη γέννα. Από τότε τα παιδιά τα ανέλαβε η οικονόμος ή «νταντά» όπως τη φώναζαν τα δυο αδέρφια, η κυρα-Φωτούλα. Αυτή ορμήνευε σα μάνα την Ελισώ, αυτή κρατούσε σφραγισμένα τα μυστικά της, αυτή τη δικαιολογούσε όταν έλειπε την ώρα που ο φαρμακοποιός επέστρεφε σπίτι και γύρευε τη θυγατέρα του. Ονειρευόταν να δώσει στην κόρη του άντρα επιστήμονα. Να ζήσει άνετη και πλούσια ζωή. Ποτέ δεν σκέφτηκε ενός ψαρά το γιο, ούτε περιβολάρη.

Το σπίτι τους ήτανε στην Απλωταριά: τον δρόμο που πήρε το όνομά του επειδή εκεί άπλωναν οι έμποροι και οι βιοτέχνες πήλινα σκεύη και μεταξωτά υφάσματα για να στεγνώσουν και στη συνέχεια να τα πουλήσουν. Έτσι έγινε ένας δρόμος καθαρά εμπορικός γεμάτος από καταστήματα υφασμάτων, νεωτερισμών κλπ.

Εκεί περνούσε η Ελισώ τον χειμώνα χαζεύοντας συνήθως απ' το παράθυρό της το δρόμο, την κίνηση των εμπορικών και τους διαβάτες. Εκεί κλώθονταν η ζωή της, όχι γιατί δεν θα μπορούσε να βγει έξω και να κάνει ό, τι θέλει, μα γιατί ο θάνατος της μητέρας της την είχε αλλάξει μεγαλώνοντάς την απότομα. Οι παρέες με τις συνομήλικες δεν της άρεσαν πια, προτιμούσε να μένει στο σπίτι, να διαβάζει, να κεντά, να πλέκει πλεξούδες τα μακριά μαλλιά της και να κοιτά τη ζωή κάτω απ' το παράθυρό της να περνά. Έτσι κυλούσαν οι μέρες και οι νύχτες της οι σιωπηλές μέχρι ν' αγαπηθούμε. Έτσι κυλούσαν και αφότου αγαπηθήκαμε με τη διαφορά πως κάτω στο δρόμο εκτός από τους διαβάτες έβλεπε τους δυο μας να περπατάμε αγκαλιασμένοι κι αυτό ήταν αρκετό για να την κάνει να χαμογελά.

 

Κεφ. 5ο:

 

5. Με τον καιρό αρχίσαμε να ξεμακραίνουμε απ' τους ασφυκτικούς μαντρότοιχους και τις σκιές τους. Τις συμπεριφορές των ντόπιων. Τις χειρονομίες τους. Όλα τους τα ενδιαφέροντα. Τους αφήναμε πίσω, τους ξεχνούσαμε. Εμείς ξεχνούσαμε. Οι άλλοι, οι πολλοί, δεν συγχωρούν όποιον τους λησμονεί. Οι πολλοί τους θέλουν όλους δικούς τους. Μαζί τους. Όμοιους. Ένα μ' αυτούς. Και δεν ξεχνούν, δεν συγχωρούν, δεν επιτρέπουν την αποχώρηση από την ομάδα ούτε τη διαφοροποίηση.

 

Τα σκόρπια λευκά σύννεφα άρχισαν να μαυρίζουν, πλησίασαν το ένα το άλλο και στο τέλος ενώθηκαν. Ξέσπασε η μπόρα. Αυτή που σαν όχλος οργανώνουν οι πολλοί, οι ισχυροί, οι ενωμένοι.

 Έγιναν εχθρικοί οι παλιοί μου φίλοι. Αυτοί που χτυπούσαν για πλάκα τα πουλιά με τις σφενδόνες, έβαζαν παγίδες στα μικρά ζώα, έπαιζαν πετροπόλεμο, κυνηγούσαν με τα φλόμπερ. Κάποτε ήμουν κι εγώ ανάμεσά τους. Εδώ κι δύο χρόνια όμως που αγάπησα την Ελισώ αποτραβήχτηκα. Δεν μπορούσα να πάω με τον πατέρα μου στα Δότια για κυνήγι, που ήταν οι μόνες ώρες του χρόνου που ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλον, θα πήγαινα με τους συνομήλικους με τους οποίους δεν ένιωθα πλέον να με συνδέει τίποτα; Ακόμα και τις μέρες που ήμουν χωρίς την Ελισώ, -και δεν ήταν λίγες αυτές-, μαζί τους δεν πήγαινα. Στο σχολείο μου σκάρωναν φάρσες. Στο δρόμο με τρόμαζαν. Άλλοτε σιγοψιθύριζαν κι άλλοτε κάγχαζαν όταν περνούσα απ' τις συντροφιές τους στα διαλείμματα. Προσπαθούσαν διαρκώς να με γελοιοποιούν.Τα λόγια τους άρχισαν να πέφτουν πάνω μου βέλη φαρμακερά. Και ήξεραν καλό σημάδι. Δεν άργησαν να φτάσουν στις οικογένειές μας.

Όταν βρισκόμασταν με την Ελισώ και της έλεγα όλα όσα μας καταλόγιζαν, δεν μου απαντούσε. Σαν να μην άκουγε. Σαν να μην την άγγιζε τίποτα απ' τα φαρμακερά λόγια, τις ειρωνείες, τα κακόβουλα σχόλια. Εξάλλου τα νέα είχαν φτάσει και στο σχολείο της, όπως και στον αδερφό της και στους φίλους του που φοιτούσαν στο Αρρένων. Ο Γιώργης έψαχνε αφορμή να μιλήσει εναντίον μου. Έβαζε λόγια στον πατέρα της κι εκείνος άρχισε να της μιλά με αυστηρότητα που μέχρι τότε δεν είχε φανερώσει.

Εκείνη, με κανέναν δεν ερχόταν σε αντιπαράθεση. Ποτέ δεν υπεράσπιζε τον εαυτό της. Έτσι κι αλλιώς η Ελισώ σπάνια μιλούσε. Σχεδόν όλα με τα μάτια τα έλεγε. Εκείνα τα μεγάλα μαύρα μάτια ίδια με τα μαύρα βότσαλα του Εμπορειού που μόνο μια έκρηξη ηφαιστείου μπορεί να τα φτιάξει τόσο μαύρα. Και η Ελισώ είχε ζήσει την έκρηξη του θανάτου της μητέρας της στα έξι της χρόνια. Είδε τη λάβα του θανάτου στην αρχή να κατακαίει κι ύστερα να πετρώνει το σπίτι. Να κάθεται καταχνιά πάνω στα έπιπλα, στα κουφώματα, στο νεροχύτη, στα κρεβάτια, στο πρόσωπο του πατέρα της. Της αδερφής του, της θείας Φρόσως που δεν την άντεξε για πολύ. Έμεινε στην αρχή μαζί τους να βοηθήσει στα πρακτικά και μόλις η Ελισώ πάτησε τα δώδεκα, έφυγε στον Βροντάδο που ήταν το σπίτι της. Είπε πως η ανιψιά της μεγάλωσε πια και πως η κυρα-Φωτούλα μπορούσε μια χαρά να τους φροντίζει. Κι ακόμα είπε πως είχε να κοιτάξει τη ζωή της, που κόντευε τα τριάντα κι ήταν ακόμα ανύπαντρη. Αυτά είπε κι έφυγε.

 

Η Ελισώ δεν παραπονέθηκε για τίποτα. Μια λέξη ποτέ δεν είπε για όλη αυτή την αντάρα. Εξάλλου δεν είχε και λίγες μέριμνες. Είχε το σχολείο, τον πατέρα της που ζητούσε για παρηγοριά την συντροφιά της, να βοηθάει όπως μπορούσε τη νταντά της και να παίζει με τον Γιώργη που μέρα με τη μέρα αναλάμβανε τον ρόλο του προστάτη της, ιδίως τον καιρό που έλειπε ο πατέρας τους στην Αθήνα για δουλειές. Δεν γνώρισε το χάδι της μάνας του. Το στήθος της δεν το γεύτηκε. Δεν νανουρίστηκε στην αγκαλιά της. Γινόταν άντρας προτού γίνει αγόρι. Κι αυτό, όπως και να 'χει, ήτανε πράγμα αφύσικο.

 

Κεφ. 6ο:

 

6. Άνθρωποι ήσυχοι ήτανε οι γονείς μας που ήξεραν να κοιτάζουν τη δουλειά τους. Και οι δικοί μου, και ο πατέρας της Ελισώς, κι ας τον είχε σκληρύνει ο θάνατος της γυναίκας του. Μα άνθρωποι που στο πάρε δώσε με τους άλλους πείθονταν εύκολα ή κι αν δεν πείθονταν δεν ήθελαν να έρχονται σε ρήξη. Ο νους τους δεν τους βοηθούσε να υπερασπίσουν τα παιδιά τους ούτε την αγάπη τους σε μια τέτοια ηλικία. Και μάλιστα, τόσο διαφορετικά παιδιά που δεν ήταν σαν όλα τα παιδιά του κόσμου. Κι ακόμα χειρότερα: Η μία κόρη Χιώτη φαρμακοποιού κι ο άλλος κάποιου πρόσφυγα επιστάτη γιος.

Κόσμος ολόκληρος ήταν ο Κάμπος. Και μέσα σ' αυτόν ήταν τόσο εύκολο να ονομάσεις «παράξενο», ύστερα «αλλόκοτο» και στο τέλος «κακό», αυτό που δεν καταλαβαίνεις. Που ξεφεύγει απ' τον κανόνα ενός κόσμου ολόκληρου. Διαφορετικός ήταν ο κόσμος της Χώρας, ίσως πιο ανοιχτός, με πιο φιλελεύθερες απόψεις, αλλά όχι ικανές να υπερασπίσουν ό, τι ξεχώριζε. Γιατί όλα τα κάναμε και σε όλα βοηθούσαμε, όμως το βλέμμα μας ήταν απόμακρο. Αυτό μας καταλόγιζαν. Η σκέψη μας αλλού. «Πετάτε στα σύννεφα», μας έλεγαν. Το νιώθαμε. Δεν έλεγαν ψέματα, ούτε υπερβολές. Τα λόγια μας λίγα και κάποτε ακατανόητα. Ο ένας ζούσε για τον άλλον κι αυτό δεν κρύβεται. «Τι δουλειά έχεις εσύ με την πριγκιπέσσα», έλεγαν σ' εμένα. «Από πού κι ως πού εσύ με τον πρόσφυγα», έλεγαν σ' εκείνη, και πολλά άλλα παρόμοια που στ' αφτιά μας ακούγονταν άλλοτε αστεία, άλλοτε πικρά, μα πάντα οπωσδήποτε παράλογα.

Μόνον ο παππούς Νικήτας καταλάβαινε. Αυτός όμως ήταν από άλλον κόσμο. Άνθρωπος γραμματιζούμενος ήτανε, είχε τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, μα δεν ήταν αυτό που τον είχε καθορίσει. Ήταν η ζωή του όλη. Μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, πολέμους και μετά στα ποντοπόρα πλοία, είδε πολλά. Ταξίδεψε. Γνώρισε κόσμους μεγαλύτερους από τον κόσμο του Κάμπου και τον κόσμο της Χώρας. Κάποιοι ήταν και ομορφότεροι. Ανθρώπους κάθε λογής, καταγωγής, κάθε φυλής, συναναστράφηκε. Μίλησε με φτωχούς και πλούσιους. Σοφούς ανθρώπους, έξυπνους εμπόρους, ανίκανους και αλαζόνες, απατεώνες, λωποδύτες και ανάλγητους. Όταν γέρασε πια και δεν τον κρατούσαν και πολύ τα πόδια του, όσο κι αν το 'λεγε η καρδιά του, τ' άφησε όλα τούτα πίσω του. Και στο λιμάνι της Μασσαλίας μια γυναίκα μαζί με ένα κομμάτι της καρδιάς του. Τι είχε αυτή η γυναίκα που δεν το είχε η Μαρικούλα του;

Αυτό δεν το μαρτύρησε ποτέ. Ακόμα κι εγώ το έμαθα, αφότου εκείνος έφυγε απ' τη ζωή και η δική μου άλλαξε όπως αλλάζει η μέρα με τη νύχτα.

Ίσως γι' αυτό έκανε τα πάντα για να προμηθεύεται βιβλία. Να διαβάζει τα βράδια ανενόχλητος ξανά και ξανά τα ίδια μυθιστορήματα και τους μεγάλους ποιητές. Φαίνεται πως εκεί την συναντούσε. Ήταν θαρρείς η πρωταγωνίστρια των ιπποτικών μυθιστορημάτων, η μούσα των ποιητών, το ανέφικτο που γεννιέται απ' το ποτάμι του λόγου προσωποποιημένο γι' αυτόν σε μιαν ανάμνηση. Μια γυναίκα απ' αυτές που πολλοί θα ήθελαν δίπλα τους μα μόνο οι ποιητές κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν. Τις περισσότερες φορές κι αυτοί ακόμα, μόνο μέσα στην παγίδα των γραφτών τους: το αντικείμενο του μεγάλου πόθου που μένοντας ανεκπλήρωτος συχνά ελκύει την μεγάλη τέχνη. Σαν αυτήν του Έλιοτ και του Πεσόα. Των δύο συνομήλικών του μεγάλων ποιητών.

«Υπάρχουν γυναίκες που δε πιάνονται», μου είπε ένα βράδυ, λίγο πριν αρρωστήσει. «Δεν είναι όλες οι γυναίκες ίδιες κι ας λένε αυτοί που τάχα γνώρισαν πολλές. Καμιά δεν γνώρισαν στ' αλήθεια και καμιά δεν κατάλαβαν. Είναι κάτι γυναίκες αλλιώτικες. Περνούν από μπροστά σου ίδια αστραπή. Αν απλώσεις το χέρι ή θα καείς ολόκληρος ή θα γλιτώσεις με κανένα έγκαυμα βαθιά στην καρδιά σου, απ' το οποίο δε θα γιατρευτείς ποτέ. Αυτές, καλύτερα να τις αφήνεις να περνούν. Να μην απλώνεις το χέρι. Γιατί αν καείς από δαύτες η μόνη σου παρηγοριά θα είναι κάποτε να λες πως, μπορεί να κάηκα, αλλά, τουλάχιστον άγγιξα τον κεραυνό…». Όσο τον άκουγα τόσο βεβαιωνόμουν πως ο δικός μου κεραυνός ήταν η Ελισώ. Ένα κορίτσι τόσο διαφορετικό από όλα τα άλλα. Ένα κορίτσι που όταν το έβλεπες να περπατά άστραφτε στο πέρασμά του ο κόσμος. Γιατί όμως θα έπρεπε να την αφήσω; Γιατί να μην απλώσω το χέρι μου να την κάνω δική μου; Δε θα μπορούσα άραγε μέσα από την αγάπη μου να μεταμορφώσω τον κεραυνό σε φλόγα ήπια και ζεστή που μόνο ζεσταίνει; Αναρωτιόμουν μέσα μου και μόνος μου απαντούσα πως, είτε είναι κεραυνός είτε οχι, εγώ δεν μπορώ παρά να την αγαπώ τρελά και να ζω μόνο γι' αυτήν νύχτα και μέρα. Ο παππούς, σαν να άκουσε τις μύχιες σκέψεις μου, κατέληξε: «Μα πάλι, τι είναι ο άνθρωπος και τι το μερτικό του… Μπορείς να πεις σε κάποιον: μην το κάνεις αυτό; Όχι, δεν το μπορείς. Αν είσαι πλασμένος ν' αγγίξεις κεραυνό θα τον αγγίξεις, πάει τέλειωσε. Κότσια να 'χεις μετά να ζήσεις καμένος, μισός, σακατεμένος…». Ήμουν, λοιπόν, κι εγώ πλασμένος ν' αγγίξω τον κεραυνό. Θα τον άγγιζα και μετά ας καιγόμοουν ολόκληρος. Ήμουν αποφασισμένος για όλα.

Έτσι η ζωή του παππού γινόταν υποφερτή μέσα στον πανέμορφο και ασφυκτικό Κάμπο, αφότου έφυγε απ' τα καράβια. Έτσι μπορούσε να κρατά κλεισμένο στο σεντούκι της καρδιάς του το βαρύ μυστικό θησαυρό του. Διαβάζοντας βιβλία που κανείς δε διάβαζε τότε σε όλο το νησί. Νόμιζα στην αρχή πως διάβαζε να παρηγορηθεί για τον θάνατο της γιαγιάς μου. Δεν ήξερα τον άλλον του βαθύ καημό. Γιατί ακόμα και τον καημό της αγάπης διπλό τον είχε αυτός ο άνθρωπος.

Σαν ήμουνα μικρό παιδί ακόμα, μ' έπαιρνε αγκαλιά τις νύχτες, καλά καλά σχολειό δεν πήγαινα, και μου διάβαζε τα βιβλία που κρατούσαν άσβηστη τη φλόγα της αγάπης του. Νωπό το έγκαυμα του έρωτα που τον σημάδεψε ανεξίτηλα. Του έρωτα που άφησε πίσω για πάντα, σαν την χερσόνησο της Ερυθραίας, σ' ένα άλλο λιμάνι πολύ πιο μακρινό, στο οποίο, όπως και στην πατρίδα του, ποτέ δεν θα επέστρεφε.

Δεν κατάλαβα για πότε ο σπόρος της ποίησης με μεταμόρφωσε σ' ένα πλάσμα διαφορετικό για το οποίο θα καμάρωναν μόνον δυο άνθρωποι: Ο παππούς μου και η Ελισώ. Ίσως, τώρα που το σκέφτομαι ξανά, να μην ήταν αιτία για την αποχή μου από το κυνήγι ο έρωτάς μου, αλλά η ποίηση που με διαπότισε ως το μεδούλι της ψυχής μου. Γιατί η ποίηση είναι ίσως το μόνο πράγμα στον κόσμο που στέκεται στον αντίποδα της βίας, ως απόλυτος έρωτας των πάντων.

 

 

ΠΗΓΗ: Κεφ. 4ο:  Sunday, December 20, 2009, http://animusanimus.blogspot.com/2009/12/4.html

 

Κεφ. 5ο:  Tuesday, December 22, 2009, http://animusanimus.blogspot.com/2009/12/5.html

 

Κεφ. 6ο: Wednesday, December 23, 2009, http://animusanimus.blogspot.com/2009/12/6_23.html