Αρχείο κατηγορίας Χερουβικά τεριρέμ και πάσης τέχνης

Χερουβικά τεριρέμ και πάσης τέχνης

Πολιτισμικά «πρότυπα» – βιομηχανική επανάσταση

Πολιτισμικά «πρότυπα» πριν και μετά τη βιομηχανική επανάσταση


 Της  Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*


 

Οι νέες δομές καταμερισμού εξουσίας, οι οποίες απορρέουν από τη δύναμη των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, διαμορφώνουν τα «πρότυπα» – τα καλούπια – με τα οποία παράγονται και αναπαράγονται οι μορφές της κοινωνίας, πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές.

Την εξέλιξη του Πολιτισμού την διερευνούμε μέσα από τα έργα τέχνης, τα οποία εμπεριέχουν ουσιαστικές πληροφορίες για το πολιτισμικό επίπεδο της κοινωνίας που τα παρήγαγε. Πληροφορίες για την τεχνική, τεχνολογική, επιστημονική συγκρότηση της κοινωνίας μαζί με πολλές άλλες πληροφορίες που αφορούν σε ήθη, έθιμα και κοινωνικές συμπεριφορές.

Με μια πρόχειρη ανασκόπηση του περάσματος από τον 20ο στον 21ο αιώνα, παρατηρούμε πως η πολιτιστική ευφορία των τεχνών, η οποία είχε τραφεί από τα μεγάλα οράματα και τις προσδοκίες της βιομηχανικής επανάστασης, άρχισε να αμφισβητείται τις τελευταίες δεκαετίες, όταν βγήκαν στην επιφάνεια οι επιπτώσεις της «προόδου», που διατάραξαν τις ισορροπίες στα οικοσυστήματα από τα οποία εξαρτάται η επιβίωση της ανθρωπότητας επάνω στον πλανήτη Γη. Η αμφισβήτηση αυτή έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη για μια νέα αντιμετώπιση των προβλημάτων της κοινωνίας, με αναζήτηση άλλων «προτύπων» ιδεολογίας και πολιτικής.

Στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα,  τα προβλήματα που ανέκυψαν από την παγκοσμιοποίηση προκαλούν βαθιές ζυμώσεις γύρω από τα ζητήματα ποιότητας της ζωής, ανοίγοντας νέες προοπτικές στην έρευνα. Η μεγάλη πρόκληση που προβάλλεται στον ορίζοντα του 21ου Αιώνα αφορά στο νόημα του Πολιτισμού. Όμως  για ποιόν πολιτισμό μιλάμε; Πολιτισμό στην επιφάνεια της εφήμερης καταναλωτικής επικοινωνίας; Ή Πολιτισμό σε βάθος, που ρυθμίζει τις δομές της κοινωνίας για βιώσιμη ανάπτυξη και ισόρροπη εξέλιξη;

Στις ρίζες της λέξης Πολιτισμός υπάρχει η «πόλη» ως βιότοπος όπου οι «πολίτες», ως ζωντανοί οργανισμοί διαβιούν και δημιουργούν. Είναι γνωστό πως η βιομηχανική επανάσταση επέφερε ριζικές αλλαγές στη δομή της πόλης σε σχέση με τη φύση, αλλά και στη λειτουργία του πολίτη μέσα σε αυτή. Άλλαξαν τα συστήματα παραγωγής και διακίνησης προϊόντων και πληροφοριών, αλλάζοντας τις σχέσεις ανάμεσα στις ποιότητες και στις ποσότητες.

Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, το νόημα του πολιτισμού καθορίζεται από τις κυρίαρχες ιδέες της εποχής, όπως «πρόοδος», «εξέλιξη», «ταχύτητα», οι οποίες αφορούν στην παραγωγή, στην κίνηση και διακίνηση προϊόντων, ανθρώπων και πληροφοριών. Ιδέες που χάραξαν την πορεία της ανθρωπότητας, πρώτα στις σιδηροτροχιές, στα γρανάζια και στους ιμάντες της βιομηχανικής παραγωγής, με επιτάχυνση των ρυθμών ζωής, με την ανάπτυξη των συγκοινωνιών, οι οποίες μετά απογειώθηκαν στους αιθέρες της μεταβιομηχανικής εποχής, μέχρι τα δίκτυα της ψηφιακής πλανητικής επικοινωνίας… Ιδέες που άλλαξαν τις ποιότητες του χώρου και του χρόνου, όπου προβάλλονται τα οράματα των ατόμων και των κοινωνιών για «ελευθερία», «ευτυχία», «επιτυχία». Οράματα που τροφοδότησαν τις τέχνες μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα.

Οι ρωγμές που διαπιστώνουμε στο οικοσύστημα από την ασυλλόγιστη «εξέλιξη» της ανθρωπότητας, με τη σπατάλη ή την καταστροφή των ζωτικών πηγών ενέργειας, μπορεί να αποτελέσουν αφετηρία για τη αναζήτηση του νοήματος του Πολιτισμού στον 21ο αιώνα, από όπου απορρέει  ο ρόλος της Τέχνης και τα πολιτισμικά πρότυπα που κάθε κοινωνία δημιουργεί, προωθεί και καταναλώνει. Βασικός παράγοντας όμως στη δημιουργία των μορφών και δρόμων πολιτισμού είναι η επικοινωνία των ανθρώπων. Όμως για ποια  επικοινωνία μιλάμε; Επικοινωνία μόνο από τα οπτικοακουστικά ΜΕΣΑ ή Επικοινωνία και ΜΕΣΑ από τις υλικές δομές και μορφές, φυσικές και τεχνητές;

Βέβαια,  αυτό που εννοούμε ως «επικοινωνία» στην εποχή μας, σαν «πολιτισμένοι άνθρωποι», περιορίζεται στους οπτικοακουστικούς κώδικες των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας (Μ. Μ. Ε.) οι οποίοι διακινούν πληροφορίες. Πληροφορίες σε ασύλληπτες ποσότητες με συνεχώς αυξανόμενες ταχύτητες. Πληροφορίες οι οποίες προβάλλονται σε επίπεδες «οθόνες» τυπογραφικές ή ηλεκτρονικές. Γιατί όσο επεκτείνεται η κυριαρχία της εικόνας στις εφήμερες και επίκαιρες επιφάνειες της κοινωνίας τόσο συρρικνώνεται και φτωχαίνει το βάθος πεδίου της Επικοινωνίας. Όλα γίνονται πιο ρηχά, πιο εύκολα, πιο αναλώσιμα, πιο εφήμερα…

Προς το τέλος του 20ου αιώνα, οι διαπιστώσεις από τις αρνητικές επιπτώσεις στα οικοσυστήματα άρχισαν να ενεργοποιούν ποιοτικές αλλαγές για την αντιμετώπιση του φυσικού περιβάλλοντος. Σήμερα γνωρίζουμε πόσο σημαντικός είναι ο έλεγχος των βιομηχανικών και τεχνολογικών συστημάτων παραγωγής και αναπαραγωγής, καθώς τα προϊόντα και τα υποπροϊόντα τους καθορίζουν την ποιότητα ζωής, από την μικρή κλίμακα του τοπικού περιβάλλοντος μέχρι την πλανητική κλίμακα που ρυθμίζει την επιβίωση της ανθρωπότητας επάνω στη Γη.

Μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, η εξέλιξη των προτύπων της «Αισθητικής» ακολούθησε την πορεία των προτύπων του Πολιτισμού, όπου η ιδέα της «ελευθερίας» του ατόμου σε σχέση με τη συντεταγμένη κοινωνία υπήρξε καθοριστική στη διαμόρφωση των καλλιτεχνικών ρευμάτων. «Ελευθερία», που ανέκυψε πρώτα από τις δυνατότητες που επέφεραν οι μηχανές στην επιτάχυνση του χρόνου της παραγωγής αντικειμένων και της λειτουργίας των υπηρεσιών, η οποία πήρε συγκεκριμένη μορφή με το αίτημα για «ελεύθερο χρόνο» σε σχέση με το χρόνο εργασίας. Αίτημα που μετεξελίχθηκε σταδιακά σε «ελευθερία» απέναντι στις διάφορες μορφές εξουσίας.

Παράλληλα,  οι δυνατότητες των μηχανών άλλαξαν τον τρόπο παραγωγής και αναπαραγωγής των έργων διάφορων τεχνών. Ιδιαίτερα με την εφεύρεση και την εξέλιξη της φωτογραφίας, των τυπογραφικών τεχνών και των άλλων μέσων και τρόπων μηχανικής αναπαραγωγής άλλαξαν και οι τέχνες της απεικόνισης.  Η κοινή- κοινωνική «γλώσσα» της κάθε τέχνης διασπάται σε «αυτόνομες ατομικές εκφράσεις» μέσα στον ευρύτερο πολιτιστικό κατακερματισμό της «ελευθερίας έκφρασης». Αυτή η διάσπαση των «κοινών» κωδίκων σε «ελεύθερες» αποκλίνουσες υποκειμενικές τάσεις καθορίζει, κατά τη γνώμη της γράφουσας  τη δομική διαφορά στη λειτουργία των τεχνών πριν και μετά τη βιομηχανική επανάσταση.

Αυτή η ριζική πολιτισμική αλλαγή των μέσων και τρόπων επικοινωνίας διαμορφώνει τις κοινωνίες των ανθρώπων επάνω στον πλανήτη μας σύμφωνα με το νέο «πρότυπο» της παγκοσμιοποίησης. Πρότυπο το οποίο μεταλλάσει τις βασικές σχέσεις που συντάσσουν κάθε κοινωνία στο χώρο και στο χρόνο: Οι σχέσεις ανάμεσα σε ατομικό – κοινωνικό, σε ιδιωτικό – δημόσιο και σε τοπικό – παγκόσμιο δεν είναι πλέον σαφείς.

 

* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων, ailiadi@sch.gr, http://users.sch.gr/ailiadi, http://blogs.sch.gr/ailiadi,  http://www.matia.gr.

Tα Μάρμαρα του Παρθενώνα II

Tα Μάρμαρα του Παρθενώνα: Ιστορία μιας κλοπής ή η κλοπή της ιστορίας; Μέρος ΙΙ

 

Της Βασιλικής Νευροκοπλή


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Από τον τύραννο Λάχαρη που αφού απέσπασε βίαια τις νικηφόρες ασπίδες του Αλέξανδρου που μετά τη νίκη του στον Γρανικό είχαν αναρτηθεί στον Παρθενώνα, έκλεψε όλο το χρυσό και τα κοσμήματα που στόλιζαν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Τον Δημήτριο τον Πολιορκητή που προκάλεσε ανυπολόγιστη ζημιά στον οπισθόδομο του ναού και την ολέθρια οβίδα του Ενετού, Μουροζίνη, από την οποία κατέρρευσε το μεγαλύτρο τμήμα της ανατολικής πλευράς.

Τραύματα που κατάφεραν άνθρωποι βάρβαροι και ανίδεοι πάνω στο σώμα του σαρκωμένου ονείρου του, που είχε ήδη γίνει σύμβολο ενός ολόκληρου λαού, μέχρι το τελειωτικό χτύπημα. Αυτό που δε θα ερχόταν από βαρβάρους και απολίτιστους, ούτε εν μέσω πολέμων που συχνά η θηριωδία τους τυφλώνει τους ανθρώπους οδηγώντας τους σε πράξεις αποτρόπαιες παρά τη θέλησή τους, αλλά αυτό που θα ερχόταν από έναν και μόνον άνθρωπο με τίτλο ευγενικό και καταγόμενο από χώρα που καυχόταν για τον πολιτισμό και την αγάπη της στην τέχνη. Αυτόν που στεκόταν τώρα στην αντίπερα όχθη, έχοντας λησμονήσει ολότελα ενόσω ζούσε πως και γι’ αυτόν μια μέρα θα έρθει ο θάνατος και τα κρίματά του θα φανερωθούν και θα πληρωθούν με το νόμισμα που τους αξίζει.

Η ύβρις του ξεκίνησε από τη στιγμή που θέλησε να κατακτήσει και να εξουσιάσει το ελληνικό Κάλλος. Το Κάλλος για το οποίο ο ίδιος ποτέ δεν κοπίασε. Εκμεταλλεύτηκε την πολιτική του θέση και την επιρροή της χώρας του, τη φιλοχρηματία των κατακτητών της Ελλάδας, και την ανάγκη φτωχών ανθρώπων για να υπηρετήσει την αλαζονεία του. Το καύχημα ενός λαού θέλησε να το κάνει καύχημα ιδιωτικό του για να διακοσμήσει το σπίτι του, κι ύστερα το ξεπούλησε στη χώρα του για να απαλλαγεί απ’ τα χρέη της έκλυτης ζωής του. Τόσο τον τύφλωσε το πάθος του που δεν δίστασε να γκρεμίσει τα μάρμαρα για να αποσπάσει τις ανάγλυφες μετόπες που κάποιες φορές αρνούμενες να πέσουν στα ιερόσυλα χέρια του γλιστρούσαν κι έπεφταν με πάταγο στην αττική γη προτιμώντας να γίνουν θρύψαλα. Σείονταν τότε οι ψυχές του Κάτω Κόσμου και οργίζονταν βλέποντας να πριονίζονται και να διαμελίζονται τα σώματά τους κι ύστερα να φυλακίζονται σε ξύλινα κιβώτια και να φορτώνονται σε καράβια που τα έπαιρναν μακριά απ’ την πατρίδα τους. Μέσα στο σκοτάδι και την υγρασία εγκλωβίστηκαν με δόλο Αμαζόνες και Γίγαντες που ακόμα κι οι θεοί φοβούνταν. Παρέμειναν για χρόνια σε καρβουναποθήκες και υπόγεια με αποτέλεσμα τα πάλευκα πεντελικά κορμιά τους να μαυρίσουν και να χάσουν για πάντα την λάμψη που για αιώνες είχαν. “Στο όνομα της Τέχνης”, διεκήρυττε ο ιερόσυλος, και κάποιοι, -αλλοίμονο-, τον πίστευαν. Της Τέχνης που το σώμα της κατασπάραξε, λεηλάτησε, βίασε βάναυσα.

Οι δεκαπέντε μετόπες, τα δεκαεφτά εναέτια αγάλματα, η Καρυάτιδα και η κολώνα του Ερέχθειου μαζί με τις πενήντα έξι πλάκες της ζωφόρου, είναι οι αριθμοί που αποδεικνύουν με τον πιο τραγικό τρόπο την πλήρη διχοτόμηση του μαρμάρινου ποιήματος των αιώνων, που αφού κατακρεουργήθηκαν τα μέλη του εξορίστηκαν ανάπηροι αιχμάλωτοι στην ξένη γη. Νεκροί αιχμάλωτοι, μιας και όλα τα μέλη πέθαναν από τη στιγμή που χωρίστηκαν από το φως για το οποίο πλάστηκαν. Το Αττικό φως που όμοιό του δεν απαντάται πουθενά στον κόσμο. Ποια είναι η αξία μιας Τέχνης νεκρής; Μιας Τέχνης κλεμμένης; Μιας λεηλατημένης Τέχνης;

Το σώμα του Φειδία παλλόταν. Τα αθάνατα χέρια του έτρεμαν. Ήταν φανερό πως δεν άντεχε να συνεχίσει άλλο να μιλά. Είναι μεγάλο βάρος για τις ψυχές η εξοστρακισμένη Ιστορία τους, το διαμελισμένο τους ήθος, το κατακρεουργημένο σώμα τους.

Τώρα, όλοι περίμεναν γεμάτοι αγωνία την απόφαση του Μέγα Κριτή μιας και όταν ζητήθηκε ο λόγος από τον λόρδο αυτός δεν απάντησε τίποτα παρά μόνον πεσμένος στα γόνατα χτυπούσε μανιασμένα το στήθος του.

– Δεν υπάρχει μετάνοια σ’ αυτόν τον κόσμο, λόρδε. Αυτή είναι προνόμιο των ζωντανών. Δεν ωφελούν τα δάκρυα εδώ. Μόνον ένας τρόπος υπάρχει να ησυχάσει η ψυχή σου και να περάσει αυτό το ποτάμι ώστε να ενωθεί με τον υπόλοιπο κόσμο κι ο τρόπος αυτός είναι στο χέρι των ανθρώπων της γενιάς σου. Όσο αυτοί θα μένουν απαθείς στα εγκλήματά σου η ψυχή σου θα παραδέρνει μόνη κι αβοήθητη στα σκοτάδια σαν τις ψυχές των μαρμάρινων γλυπτών που στοίχειωσες μέσα στα ξύλινα κιβώτια. Το αμάρτημα που διέπραξες είναι η ύβρις σου κατά της ίδιας της αιωνιότητας, γιατί τι άλλο είναι η Ιστορία που αποτυπώνεται στα έργα των ανθρώπων παρά η πορεία τους προς την αιωνιότητα; Αυτή την ύβρη δεν την αποτόλμησαν ποτέ ούτε θεοί ούτε άνθρωποι. Το πιο απογοητευτικό όμως για τον υπερφίαλο άνθρωπο που την αποτολμά είναι πως οι κόποι του θα πηγαίνουν πάντα ολότελα χαμένοι. Δεν γνώριζες πως ό, τι και να κάνεις η Ιστορία θα παραμένει αλώβητη; Πως η Ιστορία δεν πεθαίνει λόρδε; Πως η ακεραιότητά της ούτε γκρεμίζεται, ούτε διαμελίζεται; Δεν πουλιέται και δεν αγοράζεται. Δεν εξορίζεται και δεν φθείρεται. Ακόμη και όλον τον Παρθενώνα να άρπαζες, ο Παρθενώνας θα έμενε στη θέση του, γιατί εκεί ανήκει, εκεί γεννήθηκε, και κουβαλά τη μνήμη ενός ολόκληρου λαού που κανείς δεν μπορεί να κλέψει όσο και να το προσπαθήσει. Γιατί η αλήθεια είναι πως κάθε Ιστορία ανήκει στον λαό που τη γέννησε και την ανάθρεψε. Ο τόπος, ο λαός του και τα υλικά της Ιστορίας του, μπορεί να κακοποιηθούν, να σκλαβωθούν, να εξοριστούν, ακόμη και να πεθάνουν. Η Ιστορία όμως ποτέ. Είναι πέρα απ’ όλα αυτά και πολύ πιο πάνω. Γι’ αυτό κι εσείς ψυχές των Μαρμάρων, ησυχάστε. Μα οι ζωντανοί είναι ζωντανοί και οι νεκροί νεκροί. Το δίκαιο δίκαιο και το άδικο άδικο. Το αμάρτημα που διέπραξες, λόρδε, βαραίνει εσένα και όσους το ανέχονται ή το δικαιολογούν. Δεν μπορεί να καυχάται ο λαός σου για τα έργα άλλου λαού που βρέθηκαν με δόλιο τρόπο στα χέρια του. Αν εσύ διέπραξες μια φορά το μέγα αμάρτημα, ο λαός σου οφείλει να αποδώσει με τιμές τα υλικά της άυλης Ιστορίας εκεί όπου ανήκουν. Μόνον έτσι θα αποδοθεί δικαιοσύνη στον Πάνω Κόσμο και θα ειρηνεύσουν τελείως οι ψυχές του Κάτω Κόσμου κι η δική σου μαζί τους.

Μετά απ’ αυτά τα λόγια ο Μέγας Κριτής σιώπησε θλιμμένος. Και τότε ένας κεραυνός διέσχισε τα καταχθόνια. Ευθύς έπεσαν όλοι τρομαγμένοι στα γόνατα νιώθοντας πως κάτι ξεχωριστό θα συμβεί. Ακούστηκε η βαριά σα σίδερο φωνή του Μάντη Τειρεσία που όλοι γνώριζαν καλά. Οι λέξεις του ήχησαν σα σήμαντρα σε καμπάνες.

– Θα περάσουνε χρόνια. Η Ελλάδα θα ελευθερωθεί. Θα περάσουνε χρόνια. Η χώρα αυτή θα γεννήσει ανθρώπους άξιους να ζητήσουν με σθένος την επιστροφή των κλεμμένων υλικών της Ιστορίας τους πίσω στον τόπο τους. Θα περάσουν κι άλλα χρόνια. Κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης θα φτιάξουν οι Έλληνες γυάλινο οικοδόμημα που θα στεγάσει ό, τι απέμεινε στον Παρθενώνα, μιας και ο Παρθενώνας μια φορά φτιάχτηκε και δεύτερη δεν ξεναγίνεται. Έτσι όπως τον κατάντησε ο άρπαγας δεν μπορεί να προστατέψει τα παιδιά του. Μα τα Μάρμαρα σ’ αυτό το γυάλινο σπίτι που θα επιτρέπει τη συνομιλία τους με το φως θα είναι εκεί αναπαυμένα. Θα περιμένουν τα υπόλοιπα μέλη του σώματός τους να επιστρέψουν κοντά τους σαν πρώτα κι ας γνωρίζουν πως τίποτα δεν θα είναι όπως πρώτα. Λίγα ακόμη χρόνια θα περάσουν μέσα στην αναμονή και την προσμονή και μια μέρα, θεοί και ημίθεοι, παρθένες και Νύμφες, Αμαζόνες, Κένταυροι και Γίγαντες, Τρώες κι Αχαιοί, θα είναι και πάλι μαζί. Ελεύθεροι από την αιχμαλωσία του ξένου ουρανού που θα αναγνωρίσει το δίκαιό τους. Και τότε, μέσα απ’ τα μεγάλα υαλωτά θ’ αρχίσει πάλι το παλιό, γνωστό, ερωτικό παιχνίδι των Μαρμάρων με το φως που μόνον αυτό μπορεί να δώσει ψυχή στα άψυχα και τις μορφές τους, να θεραπεύσει τα τραύματα, να ενοποιήσει και πάλι σ’ ένα σώμα τα διαμελισμένα, και να καθησυχάσει πλήρως το πνεύμα τους. Βλέπω τον κόσμο να πανηγυρίζει τη μέρα εκείνη ενωμένος στη χαρά της απόδοσης Δικαιοσύνης. Δεν πανηγυρίζουν μονάχα οι Έλληνες. Το πανηγύρι που βλέπω δε γίνεται μόνο γύρω από τον βράχο της Ακρόπολης, Ο νους μου ταξιδεύει σε όλα τα μήκη και πλάτη του Πάνω Κόσμου και η γιορτή της επιστροφής των Μαρμάρων στη γενέτειρά τους παίρνει διαστάσεις ασύλληπτες. Και διαλύεται η ύβρις αυτού του αξιολύπητου ανθρώπου σα μαύρο σύννεφο στον ερχομό της μεγαλόψυχης Άνοιξης που ξαναδίνει στους ανθρώπους όλους την ελπίδα στη Δικαιοσύνη, την αγάπη στην Ιστορία και την πίστη στην απαρασάλευτη αιωνιότητα.

Ο Μάντης βγήκε από το Όραμα κι ο Μέγας Κριτής κοίταξε τα πλήθη που ήταν ακόμα γονατισμένα.

– Γυρίστε στους τόπους σας. Πίσω στα απόκρημνα όρη και στ’ άγρια βουνά, στις εύφορες κοιλάδες και στις χαράδρες, στα πικρά ποτάμια και τις γλυκές λίμνες. Επιστρέψτε στα υπόγεια των ναών και στις κατοικητήριες στοές σας. Μόνο η υπομονή αρμόζει στους νεκρούς. Η ώρα της Τελικής Κρίσης δεν ήρθε ακόμα, μα δε θ’ αργήσει. Τότε, και μόνο τότε, θα αποδοθεί μια για πάντα η οριστική και αμετάκλητη Δικαιοσύνη. Θα ζήσουμε λίγο ακόμα ελπίζοντας πως οι ζωντανοί θα διορθώσουν τα σφάλματα τα δικά τους και των προγόνων τους και θα συνειδητοποιήσουν πως η γήινη ζωή τους είναι πολύ μικρή για να την σπαταλήσουν στο Άδικο.

Με την άκρη των βλεφάρων τους είδαν τότε όλοι το σκοτεινό Αχέροντα να ρέει και πάλι και τη σκιά του Μέγα Κριτή να απομακρύνεται. Όταν έσβησε, σηκώθηκαν ήσυχα κι άρχισαν να επιστρέφουν στον τόπο που για να τον καθένα ορίστηκε όταν κατέβηκε στον Άδη. Η λέξη “υπομονή” ηχούσε διαρκώς στ’ αφτιά τους, και η ελπίδα που μόνον ο Απόλλλωνας είχε κρατήσει άσβηστη μέσα του, φώτισε και πάλι τις ταραγμένες ψυχές τους. Ας περάσουν τα χρόνια, μουρμούριζαν πάλι και πάλι.

Ο λόρδος ξύπνησε τρέμοντας. Τα μεταξωτά του σκεπάσματα ήταν λουσμένα στον ιδρώτα που τόση ώρα έτρεχε ποτάμι απ’ όλο το σώμα του. Προσπάθησε να σηκωθεί, μα το σώμα του δεν τον υπάκουε. Κοκαλωμένα τα μέλη του σαν καρφωμένα στο πουπουλένιο του στρώμα. Ένα όνειρο ήταν, δεν υπάρχει λόγος να του δώσει περισσότερη σημασία απ’ ό, τι αξίζει. Θέλησε να πιει λίγο νερό και προσπάθησε να μιλήσει, να φωνάξει τον υπηρέτη, αλλά η γλώσσα του είχε δεθεί, κι ένας κόμπος στο λαιμό δεν τον άφηνε να ανασάνει. Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε τελικά ν’ ανακαθήσει στο κρεβάτι. Όνειρο ήταν, μια σαχλαμάρα, δεν ήταν τίποτα φοβερό. Λίγο νερό, κι όλα θα επανέρθουν στους κανονικούς ρυθμούς τους. Κατέβασε τα γυμνά του πόδια, πάτησε πάνω στο μαρμάρινο σκαλί που είχε κρατήσει από ένα αέτωμα του Παρθενώνα για να το πατά και να κατεβαίνει από το ψηλό του κρεβάτι. Τα πόδια του πάγωσαν στο άγγιγμα του μαρμάρου. Θυμήθηκε πως πάνω σ’ ένα τέτοιο κομμάτι πατά ο Άδης καθισμένος στον θρόνο του για να εμποδίζει τις ψυχές να δραπετεύουν από τον Κάτω Κόσμο. Πάτησε πάνω του γερά για να ξορκίσει τον εφιάλτη που είδε, και χαμογέλασε ειρωνικά. Σηκώθηκε όρθιος και άπλωσε το χέρι να πιει νερό από το χρυσό κύπελλο που είχε πάρει κάποτε από τον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα της Φιγαλείας. Αναρωτήθηκε σαρκαστικά αν το νερό που θα έπινε ήτανε άραγε από την πηγή της Λήθης ή της Μνημοσύνης. Πάνω που τέντωνε το χέρι να πιάσει το κύπελλο και να πιει την πρώτη γουλιά ένιωσε μια μαύρη σκιά πίσω του να τον απειλεί, και τα πόδια του να γλιστρούν απ’ το μάρμαρο. Έπεσε στο πάτωμα προτού μάθει την απάντηση. Το χρυσό κύπελλο κύλησε στο πάτωμα, κατευθύνθηκε προς την ανοιχτή πόρτα κι άρχισε να κατεβαίνει με θόρυβο τις σκάλες. Οι υπηρέτες ανέβηκαν τρέχοντας. Βρήκαν τον κύριό τους στο πάτωμα και το μάρμαρο πάνω στο οποίο πατούσε ποτισμένο αίμα που ακόμα έτρεχε από το κεφάλι του.

 

*(ψευδώνυμο: Η Μαρμαρωμένη Ερινύα). (Διήγημα της Βασιλικής Νευροκοπλή ως συμμετοχή στον 3ο Διεθνή Διαγωνισμό διηγήματος που προκήρυξε η οργάνωση του ιδρύματος Ελληνικού πολιτισμού Νόσοτς της Αργεντινής σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Ελλάδας στην Αργεντινή και τιμήθηκε με το β΄ βραβείο).

 

Σημείωση:

Το διήγημά μου με τίτλο "Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα", κάτω από το ψευδώνυμο Μαρμαρωμένη Ερινύα, συμμετείχε στον 3ο Διεθνή Διαγωνισμό διηγήματος με θέμα "Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, Η ιστορια μιας κλοπής ή η κλοπή της ιστορίας", που προκήρυξε η οργάνωση Ελληνικού Πολιτισμού Νόστος υπό την αιγιδα της Πρεσβείας της Ελλάδας στην Αργεντινή σε συνεργασία με την Ένωση Λογοτεχνών της Αργεντινής, την Ένωση Ελλήνων λογοτεχνών και συγγραφέων των πέντε ηπείρων, τη Διασπορική λογοτεχνική στοά της Αυστραλίας, το Κέντρο Ελληνικών και Βυζαντινών σπουδών "Φώτιος Μάλλερος" και του Πανεπιστημίου της Χιλής. Τιμήθηκε με το β΄ βραβείο εξ ημισείας με το διήγημα της Σόνιας Ζαχαράτου "Το πένθος της Σελήνης".

 

ΠΗΓΗ: 3) Monday, June 6, 2011, http://animusanimus.blogspot.com/2011/06/t.html, 4) Tuesday, June 7, 2011, http://animusanimus.blogspot.com/2011/06/blog-post_07.html

Tα Μάρμαρα του Παρθενώνα I

Tα Μάρμαρα του Παρθενώνα: Ιστορία μιας κλοπής ή η κλοπή της ιστορίας; Μέρος Ι

 

Της Βασιλικής Νευροκοπλή


 

Οχλαγωγία. Τέρατα μυθικά, όντα υπερφυσικά, θεοί αιωνόβιοι, ημίθεοι διγενείς, θνητοί πρωταγωνιστές των θρύλων, βασιλείς περιώνυμοι, πολίτες άσημοι, πολιτικοί επιφανείς, σκλάβοι ανώνυμοι, ρήτορες πολύφθογγοι, κήρυκες μελίρρυτοι και φιλόσοφοι ρακένδυτοι, όλοι παρόντες. Σε επιφανείς θέσεις οι μύστες των Μυστηρίων. Ιερείς και ιέρειες, προφήτες και μάντεις.

Προεξάρχοντες όλων οι ποιητές, οι γλύπτες και οι αρχιτέκτονες, οι ραψωδοί, οι μουσικοί, οι συγγραφείς και οι ιστορικοί. Όλοι όσοι χάραξαν ανεξίτηλα στη μνήμη του χρόνου τη φευγαλέα στιγμή, το ανεπανάληπτο γεγονός, το άξιο λόγου συμβάν τού κάποτε, τού τότε, τού ήτανε μια φορά. Όλοι όσοι ξεδιψούν από την πηγή της Μνημοσύνης.

Το αναρίθμητο πλήθος οργισμένο καγχάζει. Οι γλώσσες μπερδεύονται, οι λέξεις συμπλέκονται, βρυχηθμοί, αλλαλαγμοί, πολεμικό συλλαλητήριο.

Στο προαύλιο του σκοτεινού παλατιού οι αγριεμένοι Κένταυροι τινάζουν πίσω το κεφάλι έτοιμοι να εκσφενδονίσουν βράχους, δέντρα, βουνά ολόκληρα ενάντια στον εχθρό που μόλις ξεπρόβαλλε. Ο γιος του Κρόνου και της Νύμφης Φιλύρας, Χείρωνας, κάνει απεγνωσμένες προσπάθεις να τους συγκρατήσει, μα όταν βλέπει στο πλευρό τους παραταγμένους τούς προαιώνιους εχθρούς τους, Λαπίθες, και όλους μαζί να τους καθοδηγεί ο μαθητής του στις επιστημες, Ηρακλής, που τα φαρμακερά του βέλη στάθηκαν κάποτε αιτία του χαμού τους, παραιτείται. Ο σοφός Κένταυρος γνωρίζει πως θύτης και θύμα συντάσσονται μόνον απέναντι σε μια αδικία που υπερβαίνει κατά πολύ την παλιά τους έχθρα. Κι ακόμα, γνωρίζει καλά ο δάσκαλος των μεγάλων ηρώων πως, η σοφία και τα θεραπευτικά του βότανα είναι ανίκανα να θεραπεύσουν την οργή απέναντι στο Άδικο.

Πίσω από τους Κένταυρους και τους Λαπίθες, στέκουν καβάλα στ’ άλογά τους ετοιμοπόλεμες οι Αμαζόνες, καταστόλιστες τ’ αστραφτερά τους περιδέραια από ιερές πέτρες. Τεντώνουν τις χορδές των τόξων τους σημαδεύοντας κι αυτές τον εχθρό. Αν εκτοξευτούν τα εξασκημένα βέλη δε θα αστοχήσουν. Ανάμεσά τους, -πόσο παράδοξο-, οι Έλληνες. Αυτοί οι Έλληνες που κάποτε ισοπέδωσαν την πρωτεύουσά τους, Θεμίσυρα, και τις έσυραν σκλάβες στα καράβια τους. Οι ρωμαλαίες γυναίκες και οι Έλληνες, όπως οι Κένταυροι με τους Λαπίθες, έχουν καρφωμένο το βλέμμα τους στον Ηρακλή. Αυτός θα δώσει το σύνθημα. Άλλος κανείς.

Τρίτο στρατόπεδο, τα παιδιά της Γης και του Ουρανού με το φολιδωτό σώμα που καταλήγει σε σαύρας ουρά. Τα μακριά τους γένια ανταριασμένα, τα πυκνά μαλλιά τους ακατάστατα. Υψώνουν στα τριχωρά τους μπράτσα τα λαμπερά ακόντια. Ο πρεσβύτερος των Γιγάντων, Αλκυονέας, ο ανθρωποφάγος Άλπος που αντί τρίχες στο κεφάλι του έχει οχιές και τόσα χέρια που κάποτε κατάφεραν να αρπάξουν τα βόδια του Ήλιου, ο τρομερός Εφιάλτης που για δεκατρείς μήνες κράτησε αιχμάλωτο τον ίδιο τον θεό του πολέμου μέσα σε χάλκινο δοχείο, και ο Κλυτίας, ο Μίμας, ο Πορφυρίωνας, ο Άθως και όλοι οι άλλοι Γίγαντες στρέφουν το κεφάλι στον αρχηγό τους. Μα ακόμα και ο γιος της Γης και του Τάρταρου, Εγκέλαδος, όπως όλοι οι προηγούμενοι, περιμένει κι αυτός ανυπόμονα το νεύμα του Ηρακλή, σφίγγοντας τα δόντια μην του ξεφύγει κάποιος οργισμένος αναστεναγμός κι ο Πάνω Κόσμος ταραχτεί ανυποψίαστος.

Πίσω τους, άλλο παράδοξο. Οι Αχαιοί παραταγμένοι με τους Τρώες. Ο βασιλιάς της Σπάρτης Μενέλαος κι ο αδερφός του, βασιλιάς των Μυκηνών, Αγαμέμνονας, πλάι στον πρίγκιπα της Τροίας Πάρη. Μαζί τους ο Αχιλλέας, ο Έκτορας κι ο Αίαντας ο Τελαμώνιος.

Ανάμεσα στο εξαγριωμένο πλήθος αναρίθμητοι άλλοι προστρέχουν να συνταχτούν σ’ ένα από όλα τα στρατόπεδα κι άλλοι στέκουν χαμένοι σαν αδαείς. Ελάχιστοι μένουν νηφάλιοι μέσα στην αντάρα. Είναι οι Προεξάρχοντες, όρθιοι και ολότελα άοπλοι στα ακαλιά του παλατιού. Ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος, ο Ερατοσθένης κι ο Παυσανίας, οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές κι ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης κι ο Φειδίας. Από τους Ολύμπιους θεούς που κάθονται στους θρόνους τους, μόνον ο Απόλλωνας παραμένει ατάραχος με μάτια καρφωμένα στα νερά του ποταμού που διαβαίνει έξω απ’ τις Πύλες της αυλής. Δεν τον απασχολούν τα στρατόπεδα και οι μαχητές τους, ούτε ο εχθρός στην αντίπερα όχθη. Το βλέμμα του μοιάζει ονειροπόλο. Στην πραγματικότητα είναι στραμμένο στην καρδιά του που του υπόσχεται μυστικά πως σύντομα η τάξη στον Κάτω Κόσμο θα αποκατασταθεί. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.

Τα νερά του Αχέροντα σαν την ψυχή του Απόλλωνα ατάραχα, αρυτίδωτα από την οχλαγωγία, σχεδόν αδιάφορα, ρέουν. Μόνον που αυτά, αντίθετα με τη φωτεινή ψυχή τού γαλήνιου θεού, είναι θεοσκότεινα.

Πυκνή ομίχλη και βαριά συννεφιά κατοικούν στα καταχθόνια, μα οι ψυχές, εξοικειωμένες εδώ και αιώνες στα σκοτάδια, αναγνωρίζουν δίχως δυσκολία η μια την άλλη. Κι αν κάποιες βρίσκονται σε άγνοια είναι γιατί πίνουν νερό της Λήθης να λησμονήσουν τις πίκρες και τα βάσανα του Πάνω Κόσμου, μα και τις χαρές του. Αναρωτιούνται τι προκάλεσε αυτή τη σύρραξη. Ποια αιτία συγκέντρωσε στην αυλή του οδυνηρού παλατιού όλο αυτό το ετερόκλητο και οργισμένο πλήθος, ερχόμενο από τους λειμώνες των ασφόδελων, το δάσος της Περσεφόνης, τα Τάρταρα, ακόμη κι από τα Ηλύσια; Και ποιος είναι άραγε τούτος ο τόσο απειλητικός εχθρός;

Αίφνης, μέσα στην αιώνια νύχτα του Κάτω Κόσμου, αχνοφέγγει το ίχνος της σκιάς Του. Ο θόρυβος υποχωρεί. Στα μισά της φανέρωσής Της καταπαύει πλήρως. Όταν η σκιά του Μέγα Κριτή ολοκληρώνεται, όλοι υποκλίνονται μπροστά της κάτω από το βάρος ενός αδιαμφισβήτητου σεβασμού. Τα κεφάλια θα σηκωθούν και πάλι μόνον όταν νιώσουν τη ροή του ποταμού να σταματά, τη φωτεινή σκιά να παγώνει, τον Μέγα Κριτή, όρθιο πάνω στη σχεδία της Δικαιοσύνης, τυλιγμένον τον μακρύ μαύρο του μανδύα, να λέει:

– Κατεβάστε τα όπλα. Ποιος ξύπνησε τα κοιμισμένα πάθη σας; Λησμονήσατε πως τα πάθη δεν αρμόζουν στους νεκρούς; Ο πόλεμος μόνον τους ζωντανούς αφορά, αφού στην επίγεια ζωή το αίμα διψά για αίμα. Δεν σας είναι αρκετό το αίμα των ζωντανών που σηκώνουμε στην πλάτη μας;

Και λέγοντας αυτά στρέφει το κεφάλι ν’ αντικρίσει τον εχθρό που στη θέα του συστρατεύθηκαν τόσες φυλές. Όλοι κατεβάζουν τα όπλα χωρίς να προβάλλουν αντίσταση. Χαλαρώνουν τις τεντωμένες χορδές, αφήνουν τις πέτρες και τα ακόντια κατάχαμα, κι ενώ ο Κριτής περιμένει να δει στην αντίπερα όχθη στρατεύματα οπλισμένα, παραταγμένα αντιστοίχως σε θέση μάχης, μένει εμβρόντητος βλέποντας έναν μονάχα άνθρωπο, άοπλο και παντελώς αβοήθητο, αξιολύπητο σχεδόν. Τα φθαρμένα του ρούχα υποδηλώνουν παρελθόν ευγενικό. Τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του αφήνουν έκδηλα τα σημάδια μιας αλλοτινής περηφάνιας, ίσως και υπεροψίας, δεν θα ήταν παράτολμο να υποθέσει και σκληρότητας. Δεν μοιάζει ωστόσο τόσο άπορος ώστε να μην έχει ούτε έναν οβολό να δώσει στον Χάροντα για να το περάσει απέναντι. Άρα, για να τον εγκατέλειψε εκεί ο Χάρος σημαίνει πως δεν έχει ούτε έναν φίλο. Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός ο αξιοθρήνητος άνθρωπος που έχει μόνον εχθρούς; Μπροστά στο διαπεραστικό βλέμμα του Κριτή, ο άνθρωπος πέφτει στα γόνατα.

– Σήκω όρθιος και πες μου το όνομά σου, τον προστάζει.

– Λόρδος Έλγιν, απαντά σχεδόν ξέπνοα ο ξένος.

Ο Μέγας Κριτής τώρα γνωρίζει περί τίνος πρόκειται. Δεν του αρκεί όμως αυτό που ο ίδιος γνωρίζει. Απευθύνεται και πάλι στο πλήθος. Πρέπει να ειπωθούν όλα δημόσια για να λάβουν γνώση και όλοι όσοι λησμόνησαν.

– Διαλέξτε ανάμεσά σας, τον πλέον ικανό που θα σας αντιπροσωπεύσει όλους για να απαγγείλει την κατηγορία απέναντι σ’ αυτόν τον άνθρωπο, διότι απέναντι σ’ έναν άνθρωπο, όποιος κι αν είναι αυτός κι ό, τι κι αν έχει κάνει, μόνον άλλος ένας ταιριάζει να σταθεί.

Κένταυροι και Γίγαντες, Αμαζόνες και Νύμφες, άνθρωποι, θεοί, ημίθεοι, αξιωματούχοι και ταπεινοί, μ’ ένα στόμα, σαν να ήταν από καιρό αποφασισμένο, φωνάζουν: ο Φειδίας!

Ο Φειδίας ξαφνιάζεται. Κανείς δεν τον είχε προειδοποιήσει γι’ αυτήν την εξέλιξη. Με βήμα αβέβαιο προχωρεί προς την όχθη του ποταμού και τον Μέγα Κριτή διασχίζοντας το πλήθος που του ανοίγει δρόμο. Ανεμίζουν οι περίτεχνες πτυχές του φορέματός του, τα καλοχτενισμένα του μακριά ξανθά μαλλιά. Ανεμίζει και το βλέμμα του σαν να ταξιδεύει σε περασμένους χρόνους, κι ο Μέγας Κριτής διακρίνει σ’ αυτό τις υγρές αναλαμπές μιας ανυποχώρητης θλίψης.

– Φειδία, ποια κατηγορία έχεις να απαγγείλεις στον λόρδο Έλγιν;

Στο πρόσωπο του γλύπτη διαγράφεται μία έντονη αμηχανία. Το πλήθος περιμένει με κομμένη την ανάσα κι αυτός αγωνίζεται να βρει τις κατάλληλες λέξεις. Μα αυτός μόνο ποιήματα γνωρίζει να απαγγέλλει. Πώς να απαγγείλει τώρα μια κατηγορία; Γιατί να πέσει σ’ αυτόν ένας τόσο αταίριαστος κλήρος; Στη θέση του θα ’ταν πολύ καταλληλότερος ο Περικλής. Ο ίδιος ούτε την τέχνη της πολιτικής κατέχει ούτε τη ρητορεία εξάσκησε ποτέ. Μα ο Μέγας Κριτής πρόσταξε, κι ο λαός που με νύχια και δόντια συγκρατεί την οργή του υπακούοντας το πρόσταγμα του Κριτή, αδημονεί. Λίγο περισσότερο αν καθυστερήσει κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί με βεβαιότητα πως δεν θα ξεσπάσει τελικά ο πόλεμος. Αφού λοιπόν, τον επέλεξαν, θα μιλήσει. Ποτέ δεν αρνήθηκε τις προκλήσεις και πάντα γενναίος στάθηκε απέναντί τους. Θα μιλήσει όμως, όπως γνωρίζει αυτός να μιλά, κι ας βγάλει στο τέλος ο Μέγας Κριτής το κατηγορητήριο και την καταδίκη που αρμόζει στον ένοχο.

Κι ο μαθητής του Ηγία, του Αγέλαδου και του Πολύγυστου στο χαλκό και στη ζωγραφική, ο πρώτος γλύπτης που συνδύασε το ελεφαντόδοντο με το χρυσό για να ντύσει τα ξύλινα γλυπτά του, αρχίζει να ιστορεί τα περασμένα πιάνοντας το νήμα της αφήγησης από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Τότε που διψασμένο για γνώση παιδί άκουγε αχόρταγα τα κατορθώματα των ηρώων, τα πάθη των θεών και τους πολέμους των υπερφυσικών πλασμάτων με τους θνητούς, που τραγουδούσαν οι ραψωδοί στους δρόμους, κι ύστερα ξαγρυπνούσε πλάθοντας με το νου του τα πρόσωπα που δεν συνάντησε ποτέ. Θυμήθηκε τα χρόνια που σαν έφηβος παρακολουθούσε τους αγώνες των ποιητών στα θέατρα και φλέγονταν τα σωθικά του αποζητώντας να δώσουν εικόνα στις λέξεις που άκουγε και μορφές στα άμορφα πλάσματα που τον μάγευαν. Με τον καιρό ο πόθος του να ανυψώσει στη θέα του φωτός τα σκοτεινά κι αθέατα βάθη της Ιστορίας του τόπου του, μεγάλωνε. Σαν να ήταν χρισμένος από κάποια Μοίρα ένιωθε μέρα με τη μέρα τον προορισμό του αδυσώπητα να τον καλεί. Για να ονειρευτεί επικαλούνταν τις Μούσες όπως ο Όμηρος κι αυτές που όλα τα γνωρίζουν όχι μονον τον βοηθούσαν αλλά του υπενθύμιζαν διαρκώς πως ήταν εκλεκτός τους. Πως τον είχαν οι ίδιες επιλέξει να διατηρήσει τη μνήμη του κόσμου που τον γέννησε. Να συμφιλιώσει στο έργο του λαούς αιματοκυλισμένους. Να πολεμήσει με τον καταπέλτη χρόνο για να μη σβηστούνε χνάρια ικανά να οδηγούσαν τις επερχόμενες γενιές στο δρόμο του μέλλοντος. Έτσι ξεκίνησε την γλυπτική πάνω στο μάρμαρο, ελπίζοντας πως σ’ αυτό το υλικό θα μπορούσε να αποτυπώσει το πνεύμα της ένδοξης Ιστορίας κι αυτό να μείνει αδιάβρωτο και ακέραιο στο πέρασμα των αιώνων.

Ταξίδεψε στην Αίγυπτο για να μαθητεύσει στα Μυστήρια των ιερέων της που γνώριζαν, μόνον αυτοί, τα μυστικά των αριθμών. Τα ακριβά και πολύτιμα μυστικά με τα οποία εκείνοι μπορούσαν να μετρούν τα παιχνίδια του φωτός με την ύλη. Επιστρέφοντας στην Αθήνα ήταν έτοιμος να ναυπηγήσει το παιδικό του όνειρο με απόλυτη ακρίβεια, βήμα προς βήμα, αν οι άνεμοι ήταν γι’ αυτό ευνοϊκοί. Και οι άνεμοι της Δημοκρατίας συμμάχισαν μαζί του. Όταν ο Περικλής ανακοίνωσε στους Αθηναίους το οικοδομικό του πρόγραμμα τον κάλεσε να αναλάβει τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα που θα έχτιζε ο φίλος του, Ικτίνος. Αφού δίδαξε τους μαθητές του, που αποδείχθηκαν ισάξιοί του, ανέλαβαν όλοι μαζί το φιλόδοξο εγχείρημα.

Ατελείωτες ασκήσεις πάνω στα χαρτιά. Σχέδια πάνω στα σχέδια, διορθώσεις πάνω στις διορθώσεις και προπλάσματα σε μικρή κλίμακα. Χρειάστηκαν μόνον δεκαπέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί το θαύμα των αιώνων. Τα ακούραστα ταλαντούχα χέρια του Αλκαμένη, του Αγοράκριτου και των άλλων μαθητών του, άρχισαν πρώτα σκαλίζοντας τις σαράντα δύο μετόπες. Σην ανατολική τη Γιγαντομαχία, στη δυτική την Αμαζονομαχία, τη βόρεια την άλωση της Τροίας και στη νότια την Κενταυρομαχία. Έπειτα ακολούθησε η ιωνική ζωφόρος σφυρηλατώντας πάνω της εκατόν δεκαπέντε ανάγλυφες παραστάσεις με τετρακόσιες μορφές που απεικόνιζαν την πρώτη πομπή των μεγάλων Παναθηναίων που μετέφερε στη θεά Αθηνά το καινούριο της πέπλο κεντημένο με παράσταση της Γιγαντομαχίας. Τελευταία ήρθαν τα τριγωνικά αετώματα με τη γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του πατέρα της Δία, την έριδά της με τον Ποσειδώνα για την προστασία της πόλης, η Αθηνά με τον Δία και την Ήρα περιτριγυρισμένοι θεούς όρθιους, ξαπλωτούς ή καθισμένους ανάλογα με το πώς επέβαλλε το σχήμα των αετωμάτων και στις άκρες τα τέθριππα του Ήλιου που ανατέλλει και της Σελήνης που δύει για να οριστεί η αρχή και το τέλος της ημέρας γέννησης της Αθηνάς, κι αλλού οι δυο αντίπαλοι θεοί και η Νίκη να οδηγεί τα δυο άλογα του άρματος της Αθηνάς, ενώ η Αμφιτρίτη αυτά του Ποσειδώνα. Ξοπίσω τους να τρέχουν οι αγγελιοφόροι θεοί, Ερμής και Ίρις και ολόγυρά τους καθιστοί ή ξαπλωμένοι οι ήρωες της Αττικής.

Βούρκωσε ο γλύπτης ενθυμούμενος τα ρίγη που προκάλεσε η θέα του ολομάρμαρου καταστόλιστου ναού στους Αθηναίους στα εγκαίνιά του την εικοστή ογδόη του μήνα Εκατομβαιώνα.

Διατρέχοντας το πέρασμα των αιώνων, ο Φειδίας εξιστόρησε όλες τις τροποποιήσεις και αλλοιώσεις που υπέστη ο ναός από ρωμαίους και βυζαντινούς, κατακτητές ερχόμενους από ανατολή και δύση που, κάθε φορά ανάλογα με την πίστη τους, τον μετέτρεπαν, άλλοτε σε χριστιανική εκκλησία στο όνομα της αγίας του Θεού Σοφίας ή της Θεοτόκου κι άλλοτε σε τζαμί. Γιατί οι νεκροί όλα τα βλέπουν κι όλα τ’ ακούν κι ας μην το γνωρίζουν οι ζωντανοί.

Ξάφνου, η φωνή του ράγισε. Χαμήλωσε τα μάτια να μην προδώσει την ταραχή. Είχε έρθει η ώρα να μιλήσει για την πιο βαθιά πληγή. Τη δική του και όλων των πλασμάτων του αρχαίου κόσμου που στα γλυπτά του σφυρηλατήθηκαν κι έτσι συμφιλιώθηκαν και εξαγνίστηκαν από πάθη μακραίωνα. Στήλωσε το βλέμμα στα καθηλωμένα νερά του ποταμού κι άρχισε να διηγείται τις καταστροφές. Λίγο για να παρατείνει το άγγιγμα της πρόσφατης βαθιάς πληγής που ακόμα αιμορραγούσε και λίγο για να αποκαλύψει όλα τα προηγούμενα τραύματα του καλλιμάρμαρου ναού, ξεκίνησε πάλι από την αρχή.

 

ΠΗΓΗ: 1) Saturday, June 4, 2011, http://animusanimus.blogspot.com/2011/06/blog-post.html  2) Sunday, June 5, 2011, http://animusanimus.blogspot.com/2011/06/blog-post_05.html

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Ντράμς: Μια χριστιανική προσέγγιση

Μια χριστιανική προσέγγιση για το όργανο των Ντράμς

 

Του Β. Μακρίδη

 

Θέλοντας να μιλήσω για τον αγαπημένο μου μουσικό, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε τί σημαίνει μουσικός και εάν θέλουμε να αναφερθούμε σε ένα ντράμερ πρέπει να διευκρινίσουμε εάν ένας ντράμερ ή ένας κρουστός μπορεί να είναι και μουσικός.

Με μια σύντομη ματιά στις συζητήσεις των αρχαίων Ελλήνων βλέπουμε να επικρατεί η άποψη ότι για να γίνει μουσική χρειάζεται η συναρμολόγηση των ήχων έτσι, ώστε να παράγουν αρμονία και ρυθμό. Εάν ένας ντράμερ συμβάλει στην αρμονία και το ρυθμό αυτός είναι μουσικός, άρα και τα ντραμς ένα μουσικό όργανο.

Μουσική επίσης λεγόταν η συμφωνία της μελωδίας με το τραγούδι. Εάν λοιπόν τα ντραμς έχουν μουσικούς φθόγγους και συμβάλλουν στην αρμονική διαδοχή μουσικών φθόγγων τότε είναι ένα  μουσικό όργανο. Και σίγουρα έχουν τα ντραμς μουσικούς φθόγγους αφού “κουρδίζονται” και μπορούμε να έχουμε αλλαγή τόνου. Υπάρχουν και συστήματα κουρδίσματος ώστε να ηχούν τα τύμπανα αρμονικά μεταξύ τους. Επίσης υπάρχουν ξεχωριστά κουρδισμένα τύμπανα με πολύ έντονη τονικότητα (όπως οι τυμπάλες στη ρέγγε μουσική), που προσθέτονται στο σετ, χωρίς σε καμία περίπτωση να αλλάζει η προσωπικότητα του οργάνου, από ντραμς σε κάποιο άλλο κρουστό.

Στις σύγχρονες συζητήσεις των μουσικών που απέχουν από τα αρχαία γνωμικά, βλέπουμε να θεωρούν ως μουσικούς τους ντράμερ που αφ’ ενός  κρατάνε το ρυθμό, και κατά δεύτερον συμβάλουν στην παραγωγή μουσικής και με άλλους τρόπους. Αν για παράδειγμα κατά τη διάρκεια ενός έτοιμου κομματιού ή ενός στιγμιαίου αυτοσχεδιασμού κάποιων μουσικών, ένας ντράμερ χρωματίζει, δίνει προσωπικότητα ή καθορίζει με κάποιο τρόπο το ηχητικό αποτέλεσμα, αυτός είναι μουσικός. Εάν για παράδειγμα ένας ντράμερ δημιουργεί με τα εκφραστικά του μέσα, ένα παγωμένο δωμάτιο ή ένα αγχωτικό δωμάτιο με καρφιά και βάλει όλους τους μουσικούς να “μπουν μέσα σε αυτό” και να παίξουν, τότε σίγουρα καθορίζει το ηχητικό μουσικό αποτέλεσμα, άρα και είναι μουσικός. Και σε αυτή την περίπτωση καταλήγουμε μάλλον στο ότι ένας ντράμερ εάν πληροί κάποιες προϋποθέσεις είναι και μουσικός.

Ακούγοντας κανείς την πολύ δυνατή βροχή ή και το χαλάζι, οποιοσδήποτε που έχει μια ελάχιστη σχέση με τη μουσική, μπορεί να παρατηρήσει την ρυθμική προσωπικότητα που δημιουργείται από την πτώση χιλιάδων σταγόνων πάνω στο έδαφος. Παρατηρώντας ακόμα περισσότερο το ρυθμικό αυτό φαινόμενο, οι γνώστες των μουσικών ρυθμών θα δουν ότι στη δυνατή βροχή και στο χαλάζι, συμβαίνει το εξής άξιο λόγου: Από μια ποικιλία παραγόντων (όπως το πλήθος των χτυπημάτων, η διαφορετική και άνιση μορφολογία του εδάφους, όπως η ποικιλία του βάρους των σταγόνων) το ρυθμικό πρόσωπο που δημιουργείται τείνει να περικλείει πολλές ρυθμικές συμπεριφορές.

Για την ακρίβεια, ακούγοντας κανείς μία σφοδρή καταιγίδα μπορεί να παρατηρήσει την προσωπικότητα του “τρίηχου” της Αφρικής, ταυτόχρονα με τα λεγόμενα “ίσια” όγδοα του Βορρά, όπως επίσης την “θέση” που συναντάμε στην καθ’ ημάς και παραπέρα Ανατολή ταυτόχρονα με την “άρση” των λαών της Νότιας Αμερικής και Καραϊβικής. Εάν αυτό ισχύει μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι όλα τα πρόσωπα της ανθρώπινης ρυθμικής συμπεριφοράς περικλείονται, μέσα στην φυσική έκφραση της σφοδρής καταιγίδας.

Συμπληρώνοντας, πρέπει να μιλήσουμε και για ένα φαινόμενο που συνοδεύει την καταιγίδα, αυτό της βροντής. Στη βροντή παρατηρούμε: ότι ο ήχος αποτελείται από πολύ μπάσες συχνότητες. Συχνότητες οι οποίες κατά ένα μέρος δεν ακούγονται από το ανθρώπινο αυτί παρά “ακούγονται” από το ανθρώπινο σώμα, καθώς συντονίζεται με τα χτυπήματα αυτά. Θυμίζει τον ήχο που κάνουν τα μεγάλα τύμπανα της Αφρικής, τα τυμπάνια του κλασσικού Βορρά, τα νταούλια της  Ανατολής και της Ασίας καθώς και την παραδοσιακή γκραν-κάσα ή και των ντραμς που συναντάμε στη Δύση. Όλα αυτά διαφέρουν από τα υπόλοιπα όργανα όχι μόνο από τον ήχο τους αλλά και γιατί είναι “πιο σωματικά” όργανα. Λόγο των μπάσων συχνοτήτων που “ακούγονται” μόνο από το ανθρώπινο σώμα, που συντονίζεται. Πάλι εάν η ταύτιση αυτή ισχύει συμπεραίνουμε ότι όλα τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ρυθμικής συμπεριφοράς περικλείονται μέσα στη φυσική έκφραση της σφοδρής καταιγίδας.

Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι η σφοδρή καταιγίδα είναι ένα στοιχείο ή χρώμα ενός ευρύτερου συστήματος (ή καμβά) αυτού που λέμε, το φυσικό οικοσύστημα. Η σφοδρή λοιπόν καταιγίδα, συμπληρώνει, μετέχει ενεργά και χρωματίζει τον καμβά του οικοσυστήματος. Το οικοσύστημα πέραν από κάθε αμφιβολία λειτουργεί αυτόνομα, εννοώντας ότι δεν υπάρχει κάποιος ή κάτι που να καθορίζει τον κύκλο των εποχών, την θερμοκρασία του πλανήτη ή και τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων. Είναι όλα ρυ-θμι-σμέ-να από πριν. Η ρύθμιση και η αυτόνομη λειτουργία του σύμπαντος περιγράφεται με τη λέξη Φύση, δηλαδή με τρόπο φυσικό, με την αυτόνομη προσωπικότητα της Φύσης.

Η αυτονομία της λειτουργίας της Φύσης όμως δεν εξηγεί κάποια ερωτήματα που προκύπτουν για τη Φύση την ίδια. Οι άπειροι ρυθμοί του σύμπαντος, η καταιγίδα, τα φυσικά φαινόμενα και τα ουράνια σώματα δημιουργούν απορίες σε σχέση με τον σχεδιασμό, τη ρύθμιση, την λειτουργία και την εκκίνηση της “συμπαντικής ορχήστρας”… Ένας μουσικός δίσκος προϋποθέτει ένα μουσικό καλλιτέχνη, ένα βιβλίο προϋποθέτει ένα συγγραφέα, και ένα κτίσμα μέσα στη μέση της ερήμου προϋποθέτει έναν αρχιτέκτονα. Οποιοσδήποτε κρουστός, ντράμερ ή και άλλος μουσικός που σέβεται την τέχνη του, οφείλει να αναρωτηθεί από που προκύπτει η καταγωγή της “συμπαντικής ορχήστρας” μέσα στην οποία περιλαμβάνεται και η τέχνη του η ίδια.

Τα έλλογα ερωτήματα υποχρεώνουν ξανά στα αρχαία γνωμικά, και υπόδειγμα λογικών απαντήσεων βρίσκουμε στην Αριστοτελική Μεταφυσική: Αιτίας, Αρχικής Αιτίας, Κίνησης και Αιτίας κίνησης. Η αιτιώδης Αρχή υποχρεώνει ότι για να είναι αιτία και αρχική, άλλη Αιτία δεν προηγείται αυτής αλλά η ίδια είναι η Αιτία των πάντων που ακολουθούν. Η αιτία και η αρχή της κίνησης υποχρεώνει την ύπαρξη ενός παράγοντα στον οποίο βρίσκεται η Αιτία-Αρχή άρα και ο Σκοπός-Τέλος. Και εφόσον ο ίδιος είναι η Αρχή και το Τέλος είναι ακίνητος ο παράγοντας αυτός, αμετάβλητος στο χρόνο, αφού ο χρόνος ταυτίζεται με αυτόν.

Ο Άγνωστος λοιπόν αυτός, η Αρχική Αιτία στον οποίο οφείλεται η Ύπαρξη, το σύμπαν, η φύση, η καταιγίδα άρα και όλα τα κρουστά και όλοι οι ρυθμοί, Αυτός είναι ο πρώτος και καλύτερος, κρουστός και ντράμερ.

Αυτήν την αξεπέραστη ρυθμική προσωπικότητα προσκυνώ, και παρουσιάζω. Και επαληθεύω την προσωπική μου πίστη στην ομιλία του αποστόλου Παύλου στην Αθήνα: ότι “κατ’ εικόνα και ομοίωση του” είμαστε πλασμένοι.

Σας ευχαριστώ πολύ.

 

Σημειώσεις-Βιβλιογραφία

 

– Συμβουλεύτηκα την Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη για τα λήμματα: Μουσική και Μελωδία.

– Για την παραπομπή της Χριστιανικής πίστης στην Αριστοτελική Μεταφυσική και την Ελληνική φιλοσοφία (το κατόρθωμα των Πατέρων της εκκλησίας) με βοήθησε το βιβλίο του καθ. Χρήστου  Γιανναρά: Το αλφαβητάρι της Πίστης. εκδ. Δόμος,  καθώς και το άρθρο του Χρ. Γιανναρά με τίτλο “Ανορθόλογες Λοιδορίες”, στην  Καθημερινή (;/;/2009;).

– Συμβουλεύτηκα την Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη για το λήμμα: Αριστοτέλης.

– Γίνεται αναφορά στην Καινή Διαθήκη, στο κεφάλαιο των Πράξεων ιζ: 28: διότι εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχωμεν, καθώς και τινές των ποιητών σας είπον, “διότι και γένος είμεθα τούτου”. Με τα λόγια αυτά ο απόστολος Παύλος παραπέμπει στο κεφάλαιο της Γέννεσης: α: 26: Και είπεν ο Θεός, Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών, καθ’ ομοίωσιν ημών. Στο εδάφιο αυτό της Γένεσης η χρήση του πληθυντικού χρόνου ερμηνεύεται στην Καινή Διαθήκη με τον Τριαδικό Λόγο δηλ. τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδας.

Αυτό σε σχέση με την παρούσα εργασία έχει να κάνει με την σωστότερη ερμηνεία και κατανόηση του Θείου Λόγου ως “συγκρότημα” κρουστών ή ντράμερ ή και άλλων μουσικών. Άρα και αφήνει περιθώρια παραπέρα επέκτασης της παρούσας εργασίας.

 

Σημείωση: Η δημοσίευση αποτελεί μια εργασία για το μάθημα: Live του Modern Music School P.P.2 με θέμα: Θα παρουσιάσετε στους συναδέλφους σας τον αγαπημένο σας μουσικό. Έτσι έχει γραφτεί σε αντίστοιχο πλαίσιο.

 

ΠΗΓΗ: ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΙΣ 19 Ιανουαρίου 2011, http://316.gr/2011/01/….B3/ 

ΘΑ ‘ΜΑΙ ΚΙ ΕΓΩ ΣΤΟ ΠΑΡΤΙ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ

ΘΑ ‘ΜΑΙ ΚΙ ΕΓΩ ΣΤΟ ΠΑΡΤΙ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ

 

Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

 

 

 Θα ‘μαι κι εγώ – ξανά – στο πάρτι του Μανόλη, τέτοιες γιορτάρες μέρες γκριζωπές. Είναι βλέπεις απ’ τους κολλητούς που δεν βαστάς να αποχωριστείς, μ’ όλο κι αν διαβούν περίσσια χρόνια. Ίσα – ίσα, τότε είναι που πιότερο τον αγαπάς. Καθώς ξεμακραίνεις και από τις πρώιμες αλλά και απ’ τις ύστερες άνοιξες. Ποιανού η ψυχή βαστάει την απουσία σε τέτοιο γενέθλιο πανηγύρι χαράς ; Κι ας έχει πλακώσει τη ψυχή μας ο διάολος του μνημονίου. Τώρα, μάλιστα, πιο πολύ παρά ποτέ, είναι που απαιτείται η μνημόνευση των μεγάλων μας πανηγυριών. 

Λέω πως κι ετούτη τη φορά θα ‘ναι παρόντες κι ο Μήτσος κι η Αργυρώ, οι μανάδες του Γιώργη και του Μανόλη και ο αδελφός της Κωνσταντίνας. Θα ‘ναι ετούτη τη χρονιά παρόντες και κάνα δυο ακόμη που μας λείψανε μάταια. Θα ‘ναι κι ο Άρης, κι ο Νικολής, ο Ερνέστο και ο Σολωμός. Θα ‘ναι ξανά ο Φεντερίκο και η Ρόζα, δυο τρεις μυριάδες Έλληνες φαντάροι, ο Αλέξιος ο Κομνηνός κι ο κυρ Ιωάννης. Θα ‘ναι ακόμη ο κυρ Κωνσταντής κι ο καπετάν Γιώργης ο γύφτος. Ο Μάνος και ο Ψαρρονίκος. Ο Μιχάλης, ο Ταξιάρχης κι οι γιαγιάδες. Η Αγγελική με την Αννίκα. Κι’ από κοντά η μάνα μου κι ο κύρης μου αγκαζέ κι οι άλλες μανάδες ξέγνοιαστες σε ολόλευκες σεζλόνγκ.

Τα λαμπιόνια του δέντρου θα τριζοβολούνε στους χορούς τους και θα μοιάζει ο καιρός απρόσμενη καλοκαιρία, μες στο καταχείμωνο. Κι ο ουρανός στολισμένος κι αυτός με τη γαλαζοπράσινη φορεσιά της άγιας νύχτας και το στραφταλιστό τσεμπέρί του, ριγμένο ελαφρά στους ώμους. Ασύννεφο κι ασέληνο το στερέωμα θα υποκλίνεται κι όλο γονατιστό στα γόνατα, θα βαράει ολονυχτίς παλαμάκια μπρος στον κυκλοτερό χορό τους. Κι αν έχεις μάτι γερακιού της νύχτας, θα ξεχωρίσεις καλά, ολάκερη τη ζωή που ΄χε στήσει αυτί κι αφουγκράζεται το λαμπρό άλμα των χορευτάδων. Θα σου ‘μοιάζει η πλάση όλη, ένας κύκλος, γύρω – γύρω. Κι αίφνης στην πρωτιά των χορευτών ο ένας, ύστερα ο δεύτερος, ύστερα ο τρίτος κι ύστερα ο Μανώλης και στο κατόπι οι υπόλοιποι ένα γύρω. Στο δεύτερο γύρισμα του κύκλου, ο δεύτερος γίνεται πρώτος κι ο πρώτος τελευταίος. Κι ύστερα, ο τρίτος γίνεται με τη σειρά του πρώτος κι ο δεύτερος πιάνει τα μπόσικα του τέλους και πάει λέγοντας. Ξεμανίκωτος κάθε φορά ο πρώτος, σηκώνει το ζερβό του χέρι κι κάνει λέει με μιας να κατεβάσει ένα αστέρι, μα εκείνο όλο νάζι σαν κοριτσόπουλο, του ‘κάνει τσαλίμια και χασκογελώντας διαφεύγει. Που και που, το ταπεινό γέλιο των μανάδων που καμαρώνουν τα βλαστάρια τους, διακόπτει την ευγνωμοσύνη των χορευτών, που ολόρθοι στρέφουνε κορμί και νου, μάτια και καρδιά, να τις ιδούν, να τις χορτάσουν.

Δυο–τρεις κορδέλες πλαστικές, σαν αυτές που κρεμούν στις εξώπορτες τους οι πιτσιρικάδες «the party is here», ξεκουρδίστηκαν και σαν χλωρά κλωναράκια ξεπέταξαν αίφνης ανθούς και πρασινάδες, δείγμα κι αυτό, πως δεν αντέχει ετούτη η γιορτή το πλαστικό.  Οι πασπαλισμένες στη χρυσόσκονη χριστουγεννιάτικες μπάλες έσκασαν με μιας, σαν σβόλοι χώματος που τρακάρουν με ταχύτητα σε τραχύ τσιμέντο. Και μαζί τους, ένα σωρό στολίδια, μπιχλιμπίδια και λογής-λογής διακοσμητικά, παραιτηθήκαν απ’ τους ρόλους τους και βροντήσαν κατά γης τις λαμπερές φορεσιές τους. Μαζί τους, το ‘βαλαν στα πόδια τα πλαστικά συναισθήματα των ανθρώπων, οι πλαστικές σημαίες, οι σιδηρές ρητορείες κι οι πλαστικές ηθικές.

Στην παραστιά που φλογίζει παραδίπλα, παραδόθηκαν οικειοθελώς οι λογής συμβάσεις των ανθρώπων και των κρατών. Τα δικαιώματα κι οι κατακτήσεις προσφέρθηκαν αυτεξουσίως να πατηθούν στα άλματα των χορευτών. Η ευζωία του καθενός γίνηκε ταπεινό χαλάκι στα βήματα του χορού τούτης της νύχτας.

Η μουσική απλωνόταν σε κύκλους, σαν βότσαλα που πετούν οι μαθητές στη ατάραχη λίμνη κι όλο η συμμετρία απλωνόταν στις ψυχές. Κάθε χτύπημα χορδής, ακόμη ένα βήμα των λαμπρών χορευτών, ακόμη μια σπιθαμή κορμιού που συντονιζόταν στον ρυθμό. Ακόμη ένας κύκλος χορευτών κι ακόμη ένας τραγουδισμός πουλιών που σιγοντάριζαν τους όρθιους βιολιστές. Τα μεγάφωνα κι οι ηλεκτρισμοί, τα γυαλιστερά όργανα και οι κουστουμαρισμένοι μπουζουξήδες, τα λαμέ φορέματα και τα ασπρουλιάρικα μπράτσα ξέχειλα ανέραστης ορμής, στέκαν πιο κει, άσχετα αυτά κι αυτοί μέσα στις τόσες σχέσεις.

Σφιχτοκουμπωμένα κουμπιά, ξεγελώντας τους ιδιοκτήτες τους, γύρευαν κάτι light να δροσίσουν το έχει τους. Αδύνατον να δροσιστείς – μές στο καταχείμωνο – με τέτοια υποκατάστατα. Τα γυαλιστερά παράσημα των στρατηγών, κατέρρευσαν στο νοτισμένο – απ’ την υγρασία της νύχτας – δάπεδο. Μονάχα μια οσμή από λιωμένο μαύρο σίδερο έφτανε ως τα ρουθούνια τους, κι εκείνοι γυρνούσαν ανήσυχα πέρα δώθε αγωνιώντας για τα κανόνια τους. Πιο μακριά ακόμη, απορημένοι στέκονταν οι λογιστές που σφιχταγκάλιαζαν τα κιτάπια τους, γιομάτοι απελπισία για την τόση αφειδώλευτη προσφορά. Ξενέρωτοι κι ανυποψίαστοι αντάμα.

Χρυσάφια και διαμαντικά, πετροκαλαμήθρες, τηλεσκόπια και κάμερες αυτόματες, ένα τσουβάλι μαλαματικά, στολές και μηχανές, τεχνολογίες όλων των ειδών, ξεμακραίναν κατηφορίζοντας μ’ ένα  παραπονιάρικο βουητό ανάμεσα σε πράσινους αμπελώνες και καρποφόρα λιόδεντρα. Σ’ αυτό το πάρτι δεν προσκλήθηκαν ποτέ.  

Κι’ απ’ το βάθος, μπορούσες καθώς ξημέρωνε δειλά, να ξεδιακρίνεις τις παράλληλες μοναξιές των ανθρώπων που βάδιζαν ασυντρόφευτες προς τα δω. Ούτε ένα χέρι, ούτε ένα φιλί δεν αξιώθηκαν, έλεγες. Ούτε ένα βλέμμα. Κανείς τους δεν βάσταξε να μπει στο χορό. Μόνο δειλά–δειλά, σαν κλέφτες στο σκοτάδι γύρευαν στα τυφλά να βαστηχτούν απ’ το κενό που στεκόταν δίπλα τους και τους φάνταζε γεμάτο. Κι’ όλο κουνούσαν τ’ ακροδάχτυλα ψάχνοντας τον διπλανό τους, κι έμοιαζε λες κι έκαναν μυστικά νοήματα στο ανύπαρκτο για να υπάρξει.

Μα – ως προβλεπόταν – αυτό εκεί, πεισματικά ανύπαρκτο, βεβαίωνε οριστικά την απουσία. Επιλογή μου, σκέφτηκα. Η ελευθερία να ‘ρθω σε τούτη τη γιορτή των γενεθλίων, μου ήταν χαρισμένη εξ΄ αρχής. Εγώ φαντάστηκα την ελευθερία σαν απαλλαγή απ’ τα δεσμά του άλλου. Ενός άλλου. Κάποιων άλλων. Ανυποψίαστος βρέθηκα κι εγώ – για μια ακόμη φορά – σε τούτα τα γενέθλια. Ανυποψίαστος για τους χορευτές. Ανυποψίαστος για το φθαρτό μου ολοκαίνουργιο κοστούμι. Ανυποψίαστος για την επικινδυνότητα των γενεθλίων του Μανόλη. Κι ας έχω έρθει τόσες χρονιές. Κι ας με καλεί πεισματικά τόσες χρονιές. Κάθε χρονιά – πως το βαστώ – κάθε χρονιά να είμαι στη γιορτή του σαν τουρίστας! Άσχετος, δίχως σχέση με το διπλανό μου. Μοναχά με άλλοθι την ανυπαρξία του. Κι αυτός τα ίδια κατά πως κι εγώ. Με άλλοθι την ανυπαρξία μου. Με μπαϊράκι κι οι δύο μας το φόβο. Με λάβαρο το ατραυμάτιστο δήθεν εγώ. Κι η ποινή μας, κοινή. Αυτήν που επιβάλλουμε ο ένας στον άλλο. Χρόνια τώρα. Αιώνες ολάκερους. Να μην βαστούμε να μοιραστούμε τούτα τα γενέθλια μ’ έναν ολόκληρο άλλον άνθρωπο. Να μην βαστούμε να γλεντήσουμε βαθιά μέσα στο είναι μας.

Είναι επικίνδυνη γιορτή τα Χριστούγεννα, αδέρφια. Δεν είναι χαχαχα και χουχουχου επισκέψεις τουριστών στην ψυχή του άλλου. Δεν είναι ένα ουίσκι παραπάνω, ούτε ένα κιλό κουραμπιέδες. Είναι χορός στα γενέθλια ενός Θεού κολλητού, που πρέπει πριν απ’ όλα να φυσήξεις από πάνω σου τις πασπαλισμένες ζάχαρες κι ύστερα να ‘χεις γερή καρδιά να σύρεις το χορό στην πρώτη, μα και στην τελευταία τη σειρά. Σαν έρθει κι η σειρά σου. Να σύρεις έναν ανύπαρκτο στην ύπαρξη, έστω μοναχά για ένα λεπτό. Μια στάλα. Έτσι. Κι’ ας φανταστείς πως μπορεί εσύ να γκρεμιστείς στο τίποτα. Δες ξανά Ποιος σέρνει το χορό! Δες Ποιος περίλαμπρος χοροστατεί!

Είναι βαθιά επαναστατική πράξη τα Χριστούγεννα, αδέρφια. Μονάχα που σ’ αυτήν την επανάσταση, ζυγιάζει ο καθείς τι είναι έτοιμος να χάσει κι όχι τι γυρεύει να κερδίσει ή να βαστήξει απ’ τα καθώς τα λεν κεκτημένα. Στο πάρτι των γενεθλίων του Μανώλη, καθένας μπαίνει στο χορό με το μαρτυρίκι των πατημένων θέλω του καρφιτσωμένο στο μέρος της καρδιάς. No χάσιμο, no party! No προσφορά, no επανάσταση!

Σ’ αυτήν την επανάσταση, όπως και σ’ όλες τις άλλες τις μεγάλες του Γένους, δεν μπαίνεις για να κερδίσεις, μα για να χάσεις, αν με εννοείς.

Εν τούτοις, κοντεύουν πάλι σε λίγες μέρες τα γενέθλια Του κι Εκείνος επιμένει εδώ και 2010 χρόνια να γιορτάζει και να μας καλεί. Κι εσύ αδερφέ μου, περιμένεις μια κάποια κάρτα-πρόσκληση απ’ το ταχυδρομείο. Κι εσύ περιμένεις την αναγγελία της επανάστασης απ’ τις τηλεοράσεις. Σαν να περιμένεις την ήττα του μνημονίου με μιαν απεργία. Σαν να προσδοκείς κάπου κρυφά εντός σου την επιστροφή των γλυκερών ημερών της κατανάλωσης. Σαν να ζητάς να ξεφορτωθείς όπως-όπως τα Χριστούγεννα για μιαν ακόμη φορά. Λες και δεν έμαθες ακόμη πως, κάτι υπάρχει μόνο αν τ’ αγαπάς, στο βαθμό που τ’ αγαπάς και για όσο. Λες κι ερωτεύτηκε ποτέ κανείς στ’ αληθινά δια αλληλογραφίας. Για τούτο είναι που η πατρίδα σήμερα πληγώνεται απ’ τα καρφιά των Ευρωπαίων λογιστών. Είναι πολλά τα Χριστούγεννα που ο λαός μας έπαψε να  ΄ναι ερωτευμένος μαζί της.  Μα θέλω – απερισκέπτως εύελπις – να προσδοκώ πως σ’ αυτά τα Χριστούγεννα θα ψηλαφίσουμε ξανά – έπειτα από καιρό – το ιδιαίτερο πρόσωπο του τρόπου μας.

Θα ‘μαι κι εγώ στο πάρτι του Μανώλη, μάλλον ανύπαρκτος θεατής για μιαν ακόμη χρονιά, άσχετος μέσ’ στους γνωστούς και μεσ’ στις τόσες «σχέσεις», όμως ξεφόρτωτος εφέτος απ’ τις φιοριτούρες της κατανάλωσης και της καλοζωισμένης ευζωίας.  Ίσως έτσι μου χαριστεί μια θέση στο χορό της επανάστασης των Χριστουγέννων…

Καλά Χριστούγεννα αδέρφια και σύντροφοι ή μάλλον Χριστούγεννα Εδώ και Τώρα!

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ, 14.12.2010, antonisandroulidakis@gmail.com

Για τον Πάνο Γεραμάνη λόγος πολιτισμικός

Για τον Πάνο Γεραμάνη*

 

Του Κώστα Τζιατζή**

 

 

Όταν φεύγει ένας φίλος, συνηθίζουμε να τον παινεύουμε από αγάπη, αλλά και από φυσιολογική διάθεση να αναιρέσουμε την απώλεια χρησιμοποιώντας τη μοναδική μέθοδο που αυτό το μεγάλο αίνιγμα διαρκώς λύνεται: Ξαναμοιράζουμε τα μοιρασμένα έργα του, τα λόγια, τα καμώματα, τα τρυφερά και σκληρά του δώρα, τα ερμηνεύουμε, τα αλλάζουμε ή και τα αρνιόμαστε. Γιατί κι εμείς, θέλοντας μη θέλοντας, όχι χωρίς εκείνον (και τόσους άλλους), όχι χώρια του αλλά αρπάζοντάς τον μαζί μας, μπορούμε να συνεχίζουμε ζωντανοί σ’ αυτή την ιστορία, και αν γίνεται «λίγο ψηλότερα».

Για τον Πάνο Γεραμάνη ειπώθηκαν καλά και πολλά σωστά λόγια, ενώ τίποτε δεν μοιάζει υπερβολή γι’ αυτό το «καλύτερο παιδί», γι’ αυτόν το μαχητικό κομμουνιστή, όσο και αν αυτό το τελευταίο, ήταν κάπως φυσικό να υποβαθμίζεται απ’ τους συνηθισμένους. Μα πώς τα κατάφερε να τον αγαπούν τόσοι πολλοί και κάποιοι τόσο πολύ, όταν στους περισσότερους μετριούνται τόσο λίγοι και τόσο λίγο; Η απάντηση βρίσκεται βέβαια, όχι στην δημοσιογραφική επωνυμία, αλλά στο ότι ο Πάνος Γεραμάνης συνδέθηκε σχεδόν «σωματικά» με το «μυστήριο» του λαϊκού πολιτισμού, ένα ζήτημα που σημαδεύει όλη τη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική Ελλάδα και έχει «την τιμητική του» στην σημερινή κυρίως εποχή, σ’ όλη την «πλανητική πόλη» αλλά και σε κάθε χωριό – έθνος – κράτος ξεχωριστά.

Η ζωή του Πάνου συμβολίζει τη διαρκή και όλο πιο ισχυρή παρόρμηση του σύγχρονου εργαζόμενου ανθρώπου (αυτού του μη αναγνωρισμένου αλλά ωστόσο μοναδικού και αυθεντικού «άρχοντα» της εποχής μας), να διαχωριστεί έστω και στοιχειωδώς, έστω και αυθόρμητα, έστω και μερικά από τη σημερινή κυριαρχία της πιο ελεεινής ταξικής μορφής, πάνω στο γενικό «κοινωνικό πολιτισμό», πάνω στις κατακτήσεις και στα μελλοντικά άλματα αυτού του πολιτισμού. Εκπροσωπεί την παρόρμησή του να γίνει «συντροφιά» με τους ομοίους του, να συνδεθεί, έστω και στο πιο «ψύχραιμο», με κάθε εκδήλωση πόνου, οργής και ποίησης, απειθαρχίας και λεβεντιάς, να συνδεθεί τελικά με την αξία και το φιλότιμο της «μαστοριάς» και όχι με την ανταλλακτική αξία της αγοράς…

Ο Πάνος βίωνε όλες τις σύγχρονες προσπάθειες του λαϊκού πολιτισμού, αναγνώριζε τις πηγές τους χωρίς ισοπεδωτισμούς και στον Αρη και στον Βαμβακάρη και στον Τσιτσάνη και στον Μπελογιάννη και στον Λαμπράκη και στον Θεοδωράκη. Τις έβρισκε στον Καζαντζίδη και στον Πέτρουλα, στη Σωτηρία και στον Τεμπονέρα, στα λαϊκά μεσημέρια της Κυριακής, στις φιλικές εταιρείες της παλιάς και νέας παρανομίας, στην άρνηση των ποικίλων δηλώσεων μετανοίας, στα «ξένα» συγγενικά ή «επαναστατικά τραγούδια», στις σημερινές στοιχειακές προσπάθειες των νεότερων. Αλλά πάνω απ’ όλα τις έψαχνε στους ανεκπλήρωτους πόθους, στα μεγάλα ερωτηματικά του εργατικού ανθρώπου για το πώς δένεται και λύνεται η σημερινή ζωή του, για το που πηγαίνει, η «μεγάλη μας η επανάσταση». Άλλωστε ο ίδιος από τέτοιους ανθρώπους φτιαχνόταν και τέτοιους έφτιαχνε, ήταν ένα ταπεινό μέλος αυτής της μεγάλης «δημιουργίας», αυτού του μεγάλου κόμματος, ένα «μελάκι», όπως έλεγε χαμογελώντας και αν είναι δυνατόν με τέτοια κορμοστασιά.
Ο Πάνος πίστευε πως λαϊκός πολιτισμός για το σύγχρονο εργαζόμενο σημαίνει όχι μόνο την λαϊκή καλλιτεχνία, αλλά κυρίως την ανάγκη του να ξαναβρεί τα διασκορπισμένα κομμάτια του, που συγκρούονται μεταξύ τους ανάμεσα στα καταναγκαστικά πεδία της επιβίωσης, στα γρανάζια της ιδιοκτησίας, στα ναρκοθετημένα μέτωπα της «ξένης» ή και της «δικής του» υπεξαιρεμένης πολιτικής, στη δύσβατη υπόθεση της γνώσης, των ιδεών και της τέχνης. Κατανοούσε την ανάγκη του να συνενώσει αυτά τα διασπασμένα κομμάτια, του να τα «οργανώσει» σε έναν ενιαίο υλικό «ιστό πολιτισμού» που θα διεκδικεί εκβιαστικά και θα καθοδηγεί αποκλειστικά την κυριαρχία του πάνω στις κλεμμένες συνθήκες της ύπαρξής του, που δεν θα ανέχεται ξανά αφέντη πάνω από το κεφάλι του.

Ο Γεραμάνης ήξερε πως αυτού του είδους οι απόπειρες του λαϊκού πολιτισμού με όλες τις μεγάλες επιτυχίες τους αλλά και τις αντίστοιχες ήττες τους, ίσα – ίσα που έχουν διανύσει τα πρώτα τους στάδια. Το λαϊκό πολιτισμό θα τον βρουν ξανά μπροστά τους, πίστευε, και όχι πίσω στα εξημερωμένα του καθρεφτίσματα…


Κήρυκας της πολιτιστικής επανάστασης στα Πέτρινα Χρόνια


Κοντά 35 χρόνια πριν, στη μέση σχεδόν, στην καρδιά της δικτατορίας… Το παλιό αντιδικτατορικό κίνημα της «προδομένης», της κλαίουσας Δημοκρατίας, έχει εξαντληθεί. Το «νέο» αντιδικτατορικό κίνημα της επανάστασης που δραπέτευσε ή που αποδεσμεύτηκε υπό περιοριστικούς όρους, βρίσκεται στην αρχή του… Ο πολιτισμός της «οργάνωσης» του επαναστατικού αγώνα, είναι το σήμα της εποχής και η μεγάλη διάκριση ανάμεσα σε αγωνιστές και σε παρατηρητές κάθε απόχρωσης. Και κοντά σ’ αυτά το μεράκι να αναδείξουμε τη σύγχρονη εργατική τάξη σε κυρίαρχο του κινήματος. Ξαφνικά σκάει η είδηση: Κομμουνιστική ομάδα νέων εργαζομένων, με αξιόλογη δράση ζητά «επαφή». Και όχι τίποτε «πιτσιρικαρία», μεγάλοι κοντά 25άρηδες. Εδώ πλέον η υπόθεση είναι πολύ σοβαρή. Η καρδιά της παραγωγής;

Ρίξαμε το νόμισμα, και να ‘μια στα γραφεία της «Απογευματινής. Ο Γεραμάνης στη σκηνή. Τι είμαστε; ΚΚΕ, ΚΝΕ, υπήρχε τότε και το ΠΑΜ και το ΠΑΜ νέων, Αρης, Γκεβάρα, Καζαντζίδης, λίγο Γαλλικός Μάης; Συμφωνήσαμε. Όλα αυτά μαζί, και ο τίτλος της οργάνωσης μεγαλοπρεπής: Κομμουνιστική Αντιδικτατορική Οργάνωση Νέων Εργαζομένων. Υπήρξε και ο περίφημος καταμερισμός. Να ενημερώνετε την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, να επεκταθείτε στους ναυτεργάτες. «Κάντε πρώτα κάτι και μετά ενημερώνουμε». Να ιδρύσουμε πολιτιστικούς συλλόγους νέων εργαζομένων. Να βρούμε τυπογραφεία, (τσιμπήσαμε ένα δοκιμαστήριο). Τίποτε οπλισμός; Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, να λύσουμε την σύγκρουση των «κομμουνιστών», το ζήτημα της αναμέτρησης ανάμεσα στον ελαφρό και στο λαϊκό πολιτισμό. Ο Θεοδωράκης δεν αρκεί. Το ρεμπέτικο; Περιοδείες στις λαϊκές γειτονιές. Ο Γεραμάνης εξηγεί την διαφορά ανάμεσα στο Στρώσε το Στρώμα σου για Δυο και στο Σε Πόνεσε η Καρδιά μου και σε Γουστάρει.

Καταλήγουμε: Μια νέα πολιτιστική μαρξιστική και πολιτική επανάσταση απαραιτήτως. Εν τω μεταξύ, ο Γεραμάνης και όλοι μας στην πρακτική δουλειά, στο μηχανισμό, κυκλοφορία υλικού. Ο Γεραμάνης παράνομη υποστήριξη, στη Νομική στο Πολυτεχνείο, στις μέρες των συλλήψεων και της καταδίωξης.


Νόστιμος, αδιόριστος αλλά και πικραμένος


Μεταπολίτευση: Επιστροφή στις ρίζες, ζεϊμπέκικο με ζιβάγκο. «Οι πούστηδες θα μας κάνουνε κατοικίδια». Άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων. Πολιτική εργατική επανάσταση στην Αριστερά; Κυβέρνηση Τζαννετάκη. Κοντά στα άλλα το ΚΚΕ συμμετέχει και στη μοιρασιά της ιδιωτικής τηλεόρασης στους καναλάρχες. Ο Γεραμάνης συνοψίζει «Σύντροφε μας έφαγε το Ελαφρό».

Μέσα της σκληρής δεκαετίας του ’90. Ο Π¨ανος κάνει απολογισμό: «Δες την τηλεόραση, η χούντα τελικά μας νίκησε πολιτιστικά και εκείνη την εσωτερική επανάσταση που λέγαμε πολύ την καθυστερούμε».

Δεκαετία του 2000, οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις δεν ξεχάστηκαν, άλλος γενικός αέρας στην ατμόσφαιρα, νέο συνολικό κομμουνιστικό πρόγραμμα – μαχόμενη αυτοκριτική. Ξανά πλατεία Μαβίλη. Ο Πάνος σε οίστρο. Συμπυκνώνω και διασκευάζω: «Υπάρχουν δυο βασικοί πολιτισμοί, ενωμένοι και αντίθετοι, μέσα στους πολυάριθμους μεγάλους και μικρούς πολιτισμούς, μέσα στο γενικό κοινωνικό πολιτισμό, μέσα στον ανεμοστρόβιλο της εκμετάλλευσης της φύσης και της μάχης με την εκμετάλλευση, μέσα στο συνολικό αποτέλεσμα της ιστορίας, που έχει άπειρους δημιουργούς και χορηγούς, ηγεμόνες και κατακτητές, αλλά κανέναν τελικό αποκλειστικό ιδιοκτήτη. Αυτοί τώρα δεν έχουν άλλη οδό πολιτισμού από το μοντέρνο σκοταδισμό, δεν μπορούν πια μακροπρόθεσμα να ξεδοντιάζουν τους δικούς μας. Μόνο ο δικός μας πολιτισμός μπορεί να σώσει και να μετασχηματίσει ότι αξίζει και από τον δικό τους και από το τελικό αποτέλεσμα της διαπάλης μεταξύ μας. Ο πραγματικός, ο κορυφαίος πόλεμος των πολιτισμών πλησιάζει, έστω και αν οι βασικοί αντίπαλοι ιστορικοί στρατοί δεν έχουν ακόμα συνειδητά παραταχθεί».
«Ο νέος πολιτισμός χρειάζεται τομές μεγαλύτερες από του Λένιν και πολύ περισσότερο φυσικά από εκείνες του Θεοδωράκη, χρειάζεται θεωρία, επιστημονικές ιδέες, συλλογική καλλιτεχνική πρακτική, διεθνιστικό επαναστατικό αγώνα… Χρειάζεται να υψωθεί συνειδητά σε «Κόμμα» και όχι να υποβαθμίζεται σε πολιτιστικό αντάρτικο ή σε απλή πολιτιστική πολιτική του κόμματος, μέχρις ότου καταργηθούν κάθε καταπίεση και όλα τα κόμματα, μέχρις ότου ο επαναστατικός πολιτισμός γίνει ο μαζικός, ο απόλυτος, ο μοναδικός ρυθμιστής της κοινωνίας, η αιώνια πηγή που θα αναβλύζει τις ωραίες της αντιθέσεις».
Ο Πάνος ήταν δημιουργός για τους ανθρώπους, ήταν γνήσιος ακτιβιστής του λαϊκού πολιτισμού και γι’ αυτό αναγκαστικά και ένας από τους πρακτικούς θεωρητικούς του. Έτσι εξηγείται και η σχετική του απόσταση από το τρέχον έργο του και αυτή η διακριτική του μελαγχολία για το πόσα λίγα κάναμε και το τι χρωστάμε.

Τελευταία μας επαφή: «Δεν έκανα αίτηση μονιμοποίησης στην ΕΡΤ. Το ξέχασα». Χαμογελάμε συνένοχα. – Αχ ρε Πάνο, αδιόριστος θα μείνεις.

http://4.bp.blogspot.com/_Dh5JyJ0wVqQ/S0ixoviTOGI/AAAAAAAAAes/HmnzdeiEbUw/s1600/geramanis-2.jpg

Κάποτε εκείνος έκλεινε ακόμα παράνομα ραντεβού με όσους δούλευαν στον αστικό Τύπο. Στο τηλέφωνο μια νέα συντρόφισσα. Σύνθημα, παρασύνθημα, τόπος συνάντησης και πώς θα σε αναγνωρίσω;

– «Αποκλείεται να κάνεις λάθος, είμαι ένας νόστιμος». Αυτός είναι ο νόστιμος, ο χαριτωμένος, ο αισιόδοξος με το σαρκαστικό χιούμορ, ο χαμογελαστός και πικραμένος, ο βαθιά σκεπτόμενος, ο πάντα ερωτευμένος με τη Ναυσικά του Οδυσσέα, το «μελάκι», ο Πάνος.

 

* Ο Πάνος Γεραμάνης έφυγε το Μεγάλο Σάββατο 30 Απριλίου (ΣΣ 2005), από κοντά μας ένας σπουδαίος αγωνιστής του κομμουνιστικού κινήματος, μεγάλος άνθρωπος και φίλος από τα πολύ δύσκολα χρόνια. Ο Πάνος άφησε την τελευταία του πνοή στην Αγιά της Πάργας, απ’ όπου καταγόταν η σύντροφος της ζωής του Ναυσικά, και είχαν πάει να περάσουν τις ημέρες του Πάσχα. Αιτία του θανάτου του ήταν ανακοπή της καρδιάς. Η νεκρώσιμος ακολουθία ψάλθηκε την Τρίτη του Πάσχα, στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Χαλάνδρι, παρουσία εκατοντάδων φίλων, συναδέλφων και συντρόφων του, ενώ στη συνέχεια η κηδεία έγινε στο κοιμητήριο των Βασιλικών Ευβοίας, εκεί που μεγάλωσε.

Ο Πάνος γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1945. Με τη δημοσιογραφία άρχισε να ασχολείται όταν ήταν 17 χρονών, δουλεύοντας ως αθλητικός συντάκτης στην εφημερίδα Φως των Σπορ. Το 1964 εξέδωσε την Αγροτική Φωνή της Χαλκίδας. Στη συνέχεια δούλεψε στην Απογευματινή από το 1968 μέχρι το 1971, στην Ακρόπολη, μέχρι το 1981, στο Έθνος μέχρι το 1986, και ενώ ήταν αρχισυντάκτης στα Ελληνοσιοβιετικά Χρονικά στη συνέχεια δούλεψε στην Πρώτη και το Κέρδος μέχρι το 1987. Από τότε μέχρι σήμερα δούλευε στην εφημερίδα Τα Νέα, όπου έγραφε για το λαϊκό τραγούδι, για την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου και για τις καλές λαϊκές ταβέρνες της Αθήνας.

Στο ραδιόφωνο ξεκίνησε να εργάζεται το 1989, από τα μικρόφωνα του 902 Αριστερά στα FM. Από το 1990 μέχρι σήμερα διατηρούσε στο Δεύτερο Πρόγραμμα την εκπομπή «Λαϊκοί Βάρδοι». Επρόκειτο για μια εκπομπή που είχε χιλιάδες φανατικούς φίλους σε όλη την Ελλάδα – και όχι μόνο – ενώ από τα στούντιο της πέρασαν 235 δημιουργοί του λαϊκού τραγουδιού. Ο Πάνος όμως δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος επαγγελματίας, που αγαπούσε τον καθημερινό λαϊκό πολιτισμό και αφιέρωσε τη ζωή του στην ανάδειξή του.

Ο Πάνος ήταν ένας πολύ αγαπητός άνθρωπος και κυρίως ένας μεγάλος αγωνιστής. Οργανώθηκε στην ΚΝΕ στα χρόνια της χούντας και συμμετείχε στην εξέγερση της Νομικής και του Πολυτεχνείου. Εκείνα τα χρόνια είχε την ευθύνη για την ενημέρωση του εξωτερικού – χρέος που έφερνε σε πέρας με υποδειγματική συνέπεια, πάθος και…ευρηματικότητα. Στα χρόνια της μεταπολίτευσης ανέλαβε γραμματέας στην οργάνωση δημοσιογράφων του ΚΚΕ. Το 1989 διαφώνησε με το ΚΚΕ και αποχώρησε στηρίζοντας στη συνέχεια το εγχείρημα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, τις πρωτοβουλίες εκλογικής καθόδου του ΜΕΡΑ κ. ά.

 

** Το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ δημοσιεύει ένα άρθρο του ΚΩΣΤΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ για τον Πάνο Γεραμάνη, που αγαπήθηκε τόσο πολύ και από τόσους πολλούς επειδή συνδέθηκε σχεδόν «σωματικά» με το μεγάλο μυστήριο του λαϊκού πολιτισμού σε όλες του τις εκφάνσεις, χωρίς να κάνει δηλώσεις μετανοίας.

 

ΠΗΓΗ: (16-05-2005),  http://politikokafeneio.com/politismos/geramanis160505.htm


Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις από το ΜτΒ.

NIET ALLES IS KUNST=ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΤΕΧΝΗ

NIET ALLES IS KUNST = ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ……ΤΕΧΝΗ!!!

 

Της Αλεξάνδρας Ζώη *

 

 

Τώρα κάτι άλλο: χτες είδα για πρώτη φορά ένα βιβλίο με τίτλο "δεν είναι όλα τέχνη" …. Πήρα βαθιά ανάσα…. Επιτέλους, μετά από 20 χρόνια, κάποιος τόλμησε να φωνάξει πως ο βασιλιάς είναι γυμνός!  Στην εποχή του μεταμοντερνισμού ανεχτήκαμε πολλά σκουπίδια στις αίθουσες των μουσείων, στις μεγάλες γκαλερί και διαβάσαμε πολλά άρθρα "φωτισμένων" κριτικών, που παρόλα αυτά δεν κατάφερναν να διώξουν την αναγούλα που αυτά τα δημιουργήματα "τέχνης" προκαλούσαν. Είδαμε χιλιάδες φτηνές "καλλιτεχνικές"  φυσιογνωμίες να ξύνονται σε ένδειξη υποτιθέμενης εγκεφαλικής προσπάθειας και κοπάδια δημοσιογράφων, κριτικών, επιμελητών να γλύφουν ο ένας μετά τον άλλο ένα ματζούνι που αυθαίρετα βάφτιζαν "τέχνη". 

Στο όνομα της εξάλειψης της απόστασης μεταξύ της "υψηλής"  και της "χαμηλής" δηλαδή της απλής, καθημερινής τέχνης, αυτοσχεδίασαν αναμιγνύοντας κάθε τι που βρισκόταν γύρω τους. Οι δε δημιουργοί αφέθηκαν στο παραλήρημα μιας δημιουργίας "ιμιτασιόν"  γιατί αυτό είναι και το πνεύμα της εποχής:  ιμιτασιόν, παραλίγο αληθινό, ΄βίρτουαλ, και ναι και όχι,  λίγο έτσι και λίγο αλλιώς,  τρανς προϊόντα σε κάθε τομέα από τα γαριδάκια μέχρι ανθρώπινα κατασκευάσματα – το τρίτο φύλο. Όλο αυτό το βάφτισαν "ελευθερία έκφρασης"! Γι' αυτό είναι τρομακτικού  ενδιαφέροντος το θέμα της χρήσης της γλώσσας στον Όργουελ ……

Έτσι είδαμε εκθέσεις στις μεγάλες ειδικά Μπιενάλε όπου –  σε χιλιοαναμασημένες προσπάθειες μίμησης και απεγνωσμένης προσπάθειας να υπερβούν επιτέλους την μεγάλη αλήθεια του ουρητηρίου του Ντυσάν  ή στις πιο εννοιολογικές εκφάνσεις του Μαγκρίτ, παρουσιάστηκαν κόπρανα κάθε ζώου δίποδου και τετράποδου, κραγιόν, το καλτσόν της γιαγιάς, η χαλασμένη εξάτμιση του αυτοκινήτου ενός αγρότη από ένα χωριό της Μολδαβίας και μια φέτα κέικ από τα χέρια της ερωμένης του κυρίου Χ, όλα αυτά και άλλα ασύλληπτης "καλλιτεχνικής" ποιότητας δεμένα με κόκκινη κλωστή στους γυαλιστερούς θαλάμους των γκαλερί που ευρωπαϊκές πάντα χορηγίες διαπλάθουν την καλλιτεχνική μας αγωγή.

Κάθε αξιοσέβαστος κριτικός έβρισκε να πει κάτι ουσιώδες για όλο αυτό το τσίρκο της αηδίας.

Κάθε μεγάλος εκδοτικός οίκος φρόντισε να εκδώσει χιλιάδες πολυτελείς τόμους με φροντισμένο ντιζάιν και πρώτης ποιότητας χαρτί για να συμβάλλει στην διαμόρφωση της αγωγής του πλήθους γιατί στον μεταμοντερνισμό η τέχνη σερβίρεται μαζί με την πίτσα, το χάμπουργκερ και το καθαρτικό για το αδυνάτισμα. Έτσι στην ουσία, συνειδητοποιώ με πικρή συναίσθηση,  εξουδετέρωσαν κάθε δυνατότητα να αντιληφθούμε, να πάρουμε είδηση τι συνέβαινε με τον ντανταϊσμό, εξαφάνισαν κάθε πιθανότητα να ανακαλύψουν οι καλλιτέχνες και ο κόσμος την δύναμη της ανατρεπτικής τέχνης. Γιατί κάθε δυνατή τέχνη είναι ανατρεπτική. Δες τον κονστρουκτιβισμό, αρχές του  20ου αιώνα.

Μετά την ρωσική επανάσταση ο κονστρουκτιβισμός απαγορεύτηκε, όλοι οι καλλιτέχνες απομακρύνθηκαν και επανέφεραν την ακίνδυνη παραστατική τέχνη του κοινωνικού/σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ξανά τα ωραία τοπία δηλαδή και τα τριαντάφυλλα….

Το ίδιο και ο σουρεαλισμός του Μπρετόν και του Μαγκρίτ:  θάφτηκε στα εγωκεντρικά κλισέ του Νταλί και κατέληξε να είναι αδύναμα σύμβολα προσωπικών παραισθήσεων, ακίνδυνος και εντυπωσιακός όπως το περιτύλιγμα της καραμέλας έτσι και με τον μεταμοντερνισμό εγκλώβισαν την δύναμη της ανατρεπτικής τέχνης στο κοκτέιλ του "όλα είναι τέχνη".

 

Η ΥΠΕΡΒΟΛΗ Της (ΠΑΡ)ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ή ερμηνεία και παρερμηνεία στα έργα της τέχνης

 

μεθυσμένος Σειληνός, 1608-1610 Ρούμπενς

 

Η δίψα της γνώσης και η υπερβολή που παρατηρείται στην τέχνη μετά την παρέμβαση του Πανόφσκι για την ερμηνεία της εικονογραφικής γλώσσας ενός έργου, έχει ριζώσει βαθιά σε κάθε καλλιτεχνικο-επιστημονικό κύκλο. Οι αναζητήσεις της κρυμμένης έννοιας που σώνει και καλά υπάρχουν παντού γίνονται βεβιασμένα και μόνο και μόνο για να δικαιολογήσουν την ύπαρξη διαφόρων ειδικών και επιστημονικά σπουδαγμένων κριτικών, ιστορικών τέχνης, θεωρητικών της τέχνης, αρθρογράφων και λοιπών που θεωρούν αυθαίρετα πως η τέχνη οπωσδήποτε και χωρίς εξαίρεση περιέχει πάντα «μεγάλα» νοήματα που μόνο αυτοί – οι εξειδικευμένης γνώσης –  ειδικοί είναι σε θέση να αποκρυπτογραφήσουν. Έτσι δημιουργείται μια πλασματική απόσταση ανάμεσα στο κοινό, τον θεατή και εραστή της τέχνης  και τον μεσάζοντα – τον «ειδικό» – ο οποίος σφετερίζεται το έργο για λογαριασμό του. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζουν μια θέση για τον εαυτό τους στο κόσμο της τέχνης που αποβλέπει και μόνο στο κέρδος και την επαγγελματική επιβίωσή τους. 

Για το έργο του Ρούμπενς παραδείγματος χάρη γράφεται από παρόμοιους διερμηνείς ότι το έργο  αυτό του Ρούμπενς αποκρύπτει επεισόδιο βίαιης ερωτικής σκηνής σοδομισμού.   Μια ερευνήτρια του έργου του Ρέμπραντ στην Ολλανδία γράφει στην εργασία της πως η βαθιά μελέτη του έργου του αποκαλύπτει τον μισογυνισμό του Ρέμπραντ που διαχέεται λανθάνων στα έργα του.  Αν αυτό γίνεται με ακρίβεια και ζήλο στην κλασσική τέχνη, στην τέχνη της αναγέννησης και γενικά στην παραστατική τέχνη, στο πεδίο της αφηρημένης τέχνης έχουμε την άκρατη υπερβολή, το ξεγύμνωμα κάθε αρχής και νοήματος, τον βιασμό κάθε έννοιας, την ακατάσχετη λογοδιάρροια, το όργιο της αυθαιρεσίας.

Εξ' άλλου στο παιχνίδι αυτό συμμετέχουν με ακόμα περισσότερο ζήλο και όρεξη και πολλοί  καλλιτέχνες αφού τέχνη χωρίς επεξηγηματικά κείμενα, μακροσκελείς αναλύσεις και ερμηνευτικά σχόλια αμπελοφιλοσοφικής χροιάς δεν πουλάει.

Με λύπη βλέπω τους επισκέπτες ενός μουσείου ή μιας γκαλερί να χάνονται στην υστερία που τους επιβάλλεται από το οργανωμένο αυτό κύκλωμα και να υποβάλλονται σε χίλια δύο πάνδεινα προκειμένου να θαυμάσουν κάποιο έργο τέχνης το οποίο προβάλλεται ή   πιο σωστά πασάρεται σαν προϊόν υψηλής τέχνης  όπως πρόσφατα το καλυμμένο με διαμάντια κρανίο του Ντ. Χιρστ. Δείτε το σχετικό άρθρο της εφημερίδας Καθημερινή με τίτλο «Ντ.Χιρστ, η δημοκρατία(!) της νέας τέχνης» τον Αύγουστο 1998.

ι έννοιες  «περιεχόμενο», «νόημα»,  «πολλαπλή στρωματικότητα εννοιών»,  «το βαθύ νόημα της τέχνης», «η πνευματικότητα» και  η αποθέωση αυτών – «η πρωτοτυπία»,  παίζονται στα χέρια των ειδημόνων σαν τα μπαλάκια του ζογκλέρ και σκάβουν την τάφρο όσο γίνεται  πιο βαθιά ανάμεσα στην τέχνη και το πλήθος. Σύμφωνα με τον μεταμοντερνισμό, ο καθένας μας μπορεί να είναι καλλιτέχνης. Πλέον δεν ξέρουμε τι είναι τέχνη και τι δεν είναι. Πρέπει όμως με τη λογική μας να βάλουμε κάποια όρια, αλλιώς θα καταλήξουμε όπως το (φανταστικό;) περιστατικό στην Tate Modern με το πορτοφόλι που έπεσε από ένα επισκέπτη μιας έκθεσης και οι υπόλοιποι το παρατηρούσαν με θαυμασμό ως ένα ακόμα έργο τέχνης. Όταν δε ο επισκέπτης έσκυψε να το πάρει, ο φύλακας τον εμπόδισε λέγοντάς του ότι απαγορεύεται να ακουμπήσει τα εκθέματα! Είναι λυπηρό λοιπόν να θέλουν να μας πείσουν ότι κάτι που μπορεί να σκεφτεί (και να φτιάξει) ένα παιδί του δημοτικού, μπορεί να είναι υψηλή τέχνη. Είναι λυπηρό έργα που θεωρούνται αριστουργήματα, να χαρακτηρίζονται σκουπίδια, όταν απλώς αλλάζει η υπογραφή του καλλιτέχνη, εν είδει πειράματος. Είναι λυπηρό καλλιτέχνες που θεωρούνται σπουδαίοι, να επαναλαμβάνουν συνεχώς το ίδιο μοτίβο, την ίδια τεχνοτροπία με παραλλαγές, ως σήμα κατατεθέν, με ένα σκεπτικό βιοτεχνίας, ανίκανοι να αποδείξουν οτι μπορούν να προσφέρουν κάτι διαφορετικό. Είναι λυπηρό ένα έργο τέχνης να σου προκαλει τέτοια απέχθεια και αποστροφή, που να μην αντέχεις να το παρακολουθήσεις περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα. Ο βασιλιάς συχνά είναι γυμνός, αλλά τις περισσότερες φορές έχουμε συμφωνήσει σιωπηρά να τον "βλέπουμε" ντυμένο. "(σκέψεις από κάποιο μπλογκ σχετικά με την Μπιενάλε της Αθήνας).

Το υψηλό ιδανικό του σημερινού καλλιτέχνη είναι να ανταποκριθεί βεβιασμένα στις επιβαλλόμενες αξίες των κυκλωμάτων της τέχνης και να παράγει έργα που θα είναι «πρωτότυπα», που θα ανατρέπουν κάθε προηγούμενη καλλιτεχνική αξία με μόνο λόγο ύπαρξης την ανατροπή αυτή καθεαυτή, που θα προκαλούν για να προκαλέσουν, που θα δημιουργήσουν εντυπωσιασμό καθώς το στοιχείο του εντυπωσιασμού χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στην εποχή μας και άλλα παρόμοια στοιχεία.

 

ΜΕΡΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 

Στις 24 Νοεμβρίου 2004 γράφει η έγκυρη εφημερίδα NRC ότι ο Ιταλός καλλιτέχνης Λουί Λιστόνι επιχορηγείται με 138.000 ευρώ από τον δήμο της πόλης Ζουόλε στην βόρεια Ολλανδία να κατασκευάσει ένα έργο τέχνης σε δημόσιο χώρο. Μετά από μερικούς μήνες το φιλοθεάμον κοινό επισκέπτεται το έργο. Μια σκηνή που ήταν εντελώς άδεια. Μια μαγνητοφωνημένη φωνή εξηγεί στο κοινό ότι αυτό ακριβώς είναι το έργο τέχνης που επισκέπτονται: μια άδεια σκηνή!  Η ιδέα αυτού του έργου «τέχνης» έχει σαν θέμα την «δύναμη της αφαίρεσης» στα απόλυτα όριά της, δηλαδή την απόλυτη ερημιά, το κενό.  Στην πραγματικότητα όλο αυτό είναι το περιεχόμενο μιας μεταμοντερνιστικής προσέγγισης ενός έργου που «απευθύνεται»  στους κατοίκους της πόλης με σκοπό να τους προκαλέσει, παραπλανήσει και στη συνέχεια να καταγράψει τις αντιδράσεις τους.  Ο επίσημα διατυπωμένος στόχος αυτού του έργου ήταν    «η ευαισθητοποίηση του κοινού για κοινωνική επαφή».  Στα πλαίσια αυτής της υψηλής τέχνης, οι κάτοικοι της πόλης υποδέχθηκαν και έναν ελέφαντα ο οποίος έκανε βόλτες για κάποιες ώρες στην περιοχή. Η μεταμοντέρνα τέχνη δεν ασχολείται με ένα έργο αντικείμενο αλλά με έννοιες που περικλείουν σύνθετα νοήματα ευρύτερου κοινωνικοπολιτιστικοψυχολογικού χαρακτήρα και θυμίζουν τα παιδικά πειραματικά παιχνιδίσματα που ερεθίζουν μεν την φαντασία  και εκθέτουν «τολμηρά αλλοπρόσαλλες παρορμήσεις  αλλά το να κατηγοριοποιούνται και να επιβάλλονται σαν έργα τέχνης είναι σίγουρα άτοπο. Όπως εξηγεί κάποιος άλλος κριτικός τέχνης, « το θέμα είναι στην μεταμοντέρνα τέχνη, το ίδιο το έργο να αποκτήσει συνείδηση της ύπαρξης του»(!)

Το 1994 το Δημοτικό Μουσείο Μοντέρνας τέχνης του Άμστερνταμ αγόρασε το έργο του Χιρστ  «waste, απορ ρίμματα» για 450.000 φιορίνια (225.000 ευρώ). Το αντικείμενο αυτό αποτελείται από ένα μεγάλο γυάλινο κιβώτιο γεμάτο με μεταχειρισμένα ρούχα νοσοκομείων που είναι για πέταμα. Ο υπεύθυνος του μουσείου για την αγορά του «έργου τέχνης» δήλωσε πως το έργο «εκφράζει την τεχνοκρατική προσέγγιση του θανάτου και της ζωής στην εποχή μας».

Χιρστ,  «waste»

 Το 2003 ο Δήμος του Ρότερνταμ αγόρασε το έργο «'Αγιος Βασίλης» του Πωλ Μακ Κάρθυ. Ο Άγιος Βασίλης είναι έξι μέτρα, μοιάζει με τους νάνους από το παραμύθι της Χιονάτης  και κρατάει στο χέρι του έναν τεχνητό φαλό. Το εξάρτημα αυτό αντικαθιστά το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η τιμή του έργου έφτασε  τα  180.000 ευρώ. Το αντικείμενο τοποθετήθηκε μετά από έντονες συζητήσεις και διαφωνίες σε κάποια πλατεία ώστε με αυτό τον τρόπο «να συμβάλει δυναμικά στην συνεύρεση της τέχνης και της κοινωνίας». Κανένας στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης δεν εναντιώθηκε στην αγορά αυτού του εκτρώματος  γιατί όποιος εναντιώνεται στα γούστα των  ειδικών επιτροπών  αγορών έργων τέχνης κατηγορείται  για φασιστικές τάσεις, όπως έκανε άλλοτε η ναζιστική μηχανή καταδιώκοντας τους αβαντγκαρντίστες.  Αυτό είναι το άλλο κατόρθωμα της μετ αμοντερνιστικής προπαγανδιστικής τάξης πραγμάτων: η σύγχυση των εννοιών, όπως περιγράφεται και στον Οργουελ.  

 

Μακ Κάρθυ, kabouter buttplug, Rotterdam

 

Τέτοια παραδείγματα «δημιουργικών» επενδύσεων μπορούν να αναφερθούν σε μεγάλους αριθμούς. Νομίζω πως αυτή η αναφορά είναι για την ώρα αρκετά ενδεικτική για το τι συμβαίνει στο χώρο.

Μέσα από όλα αυτά τα παραδείγματα συμπεραίνει κανείς πως όλα μπορούν να είναι τέχνη αλλά και πως το τίποτα μπορεί να είναι επίσης τέχνη! Έτσι αγγίζουμε τα νέφη του Ολύμπου καθώς καταφέραμε να διαστρεβλώσουμε την εννοιολογική τέχνη με τέτοιο ζήλο και ταχύτατο ρυθμό  και να απομείνουμε με τα σκουπίδια που μυρίζουν κυριολεκτικά έτσι που δεν αντέχεται η θέα τους με όποιο τρόπο και αν τα πλησιάσουμε. Ο πιο συχνός ισχυρισμός των παραγωγών και εμπόρων αυτής της υπο-τέχνης είναι πως και ο Ντυσάν το ίδιο έκανε..! Το άλλο γελοίο επιχείρημα είναι πως εκτελούν «παρέμβαση» στην παραδοσιακή τέχνη, χρησιμοποιώντας π.χ. μια ρεπροντιξιόν μεγάλων καλλιτεχνών όπως ο Καραβάτζιο ή ο Γκόγια αντιγράφοντας ο ένας τον άλλο, αναμασώντας τα απομεινάρια ξεφτιδιών «μοντέρνων» προσεγγίσεων. 

 

Η ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΑ ΒΡΩΜΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

 

Όσο για την γλώσσα που χρησιμοποιείται εντέχνως και σκοπίμως από τους μεσάζοντες και εμπόρους της τέχνης έχει ένα σκοπό: να αγιάσει τα μέσα και μεθόδους που χρησιμοποιούνται, να διατηρήσει τα τεχνητά όρια και σύνορα για τους ειδήμονες από την μια και τους αδαείς από την άλλη και να καθαγιάσει το στάτους κβο των ιδίων και των πελατών-συνδαιτημόνων στο στημένο  τσιμπούσι . Η γλώσσα αυτή γνωστή σαν    "artspeak" υπακούει στην εξίσωση της κοινής λογικής : «Modern Art  =  10% Artwork  90% Artspeak  =  If it needs a long sermon to proclaim it's art it's probably bullshit» δηλαδή: αν χρειάζεται ένα ολόκληρο κήρυγμα για να πειστούμε για την καλλιτεχνική αξία ενός έργου αυτό είναι σίγουρα πολύ χαμηλής ποιότητας.  Ακόμα καλύτερα μας εξηγεί η λαϊκή σοφία πως  «τα πολλά λόγια είναι φτώχεια»!

Φυσικά οι εφαρμοστές, οι ασκούντες την τεχνο-γλώσσα αυτή με συνέπεια και περισσό ζήλο είναι οι γνωστοί μας ειδήμονες, μεσάζοντες, έμποροι και εμπορευόμενοι, θεωρητικοί και κρητικοί της τέχνης  που έχουν τα προσόντα και τα εφόδια για να την εξασκούν..! Με εργαλείο αυτή την γλώσσα μας σερβίρουν τις διάφορες ερμηνείες και παρερμηνείες των έργων της τέχνης  μεταδίδοντας μας την ιδιωτική τους προπαγάνδα και τα ανάλογα μηνύματα φθοράς  που της ταιριάζουν.  Συγκεκριμένα έργα τέχνης, συγκεκριμένοι καλλιτέχνες και  τα προϊόντα του μόχθου τους τριγυρίζουν την υφήλιο μέσα από εκθέσεις που οργανώνονται από μεγάλες γκαλερί και μουσεία για να διαμορφώσουν μια παγκόσμια καλλιτεχνική συνείδηση.

 Συχνά οι εκθέσεις αυτές λειτουργούν σαν στεγανά πολιτισμού και καλλιτεχνικής γνώσης, χρηματοδοτούμενες από ένα μίγμα φιλανθρώπων, τραπεζικών, ιδρυμάτων πολιτισμού, ευρωπαϊκών  κονδυλίων ή ιδιωτικούς χορηγούς, επινοούμενες από την τάδε ή την δείνα ευφυή ομάδα ειδημόνων. Συγχρόνως τα επιλεγμένα έργα είναι δωρεές των ιδίων στους ιδίους,  καλούδια αποκτημένα μέσα από πλειστηριασμούς, ανακυκλωμένα και ανατιμημένα  έτσι ώστε στο πανηγύρι αυτό του ξεπλυμένου χρήματος να χάνονται τα ίχνη κάθε αξίας και να καθαγιάζονται κάθε είδους  ανομίες. 

Πάλι επίκαιρο λοιπόν  το μήνυμα του ποιητή:

«Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη. Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά – σιγά βουλιάζει και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της κι' είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά».

 

Η ΑΓΓΛΙΚΗ ΥΠΕΡΟΧΗ: Ο ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΥ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ

 

MAIN SPONSOR: Ch. Saatchi = η αυτοκρατορία των παραισθήσεων και του κακόγουστου κιτς! Όπως κάθε κίνημα καλλιτεχνικό χρειάζεται τον μαικήνα του έτσι και ο μεταμοντερνισμός τον  βρήκε στο πρόσωπο του Σάατσι! Η κύρια έδρα του είναι το Λονδίνο και οι  κύριοι εκφραστές του είναι οι ΥΒΑ.

YBA=  young british artists = Damian Hirst, Tracey Amin  και άλλοι.  Χάρη στην παρέμβαση του Σάατσι, ο μινιμαλισμός  και η ποπ αρτ που είχαν ανθίσει στην Νέα Υόρκη  καθιερώθηκαν στην Μ.Βρεττανία σαν ένα νέο  μείγμα το οποίο  επηρέασε πολλούς καλλιτέχνες που έγιναν μέλη της ομάδας «Νέοι Βρεττανοί καλλιτέχνες,ΥΒΑ και στη συνέχεια επικράτησαν στην ευρύτερη επικράτεια του κόσμου της τέχνης.

Ποιος είναι ο κύριος Σάατσι;

Ο Σάατσι είναι ένας πάμπλουτος εβραίος από το Ιράκ, συλλέκτης τέχνης, όπου εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και ως το 1986 εγκαθίδρυσε το μεγαλύτερο διαφημιστικό γραφείο παγκοσμίως με 600 γραφεία. Αναλαμβάνει καμπάνιες για εργοστασιάρχες τσιγάρων και πολιτικών κομμάτων (Θάτσερ). Το 1985 ανοίγει την γκαλερί Σάατσι και επιβάλει την πορεία της μεταμοντέρνας εποχής. Ασκεί απόλυτη επιρροή σε  μεγάλους τεχνοκριτικούς και πολιτιστικά ή καλλιτεχνικά ιδρύματα όπως την Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου. Μέσα από τις εκθέσεις που διοργανώνει επιβάλει και υπαγορεύει τον μεταμοντερνισμό που φαίνεται να τον εκφράζει απόλυτα.

Με την σειρά τους η εγκαθισταμένη τάξη των τεχνοκριτικών, των οίκων δημοπρασιών, των επιμελητών των μουσείων, των συλλεκτών και των εμπόρων ανακυκλώνει και προωθεί αυτό που θεωρεί  τέχνη σήμερα, καθιερώνει νέες «αξίες» όπως το κιτς και η καθημερινή πεζότητα, το φθηνό και προκλητικό, το ανακυκλωμένο και το ιμιτασιόν και μας σερβίρει κάθε παραδοσιακή αξία σε μια βεβιασμένη και απογυμνωμένη από ουσία εκδοχή.  Αλλά ειδικά  η Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου αντικαθρεφτίζει τον ξεπεσμό της τέχνης γενικά σήμερα αλλά και την εγωκεντρική και εκτός κάθε ορίου λογικής της νοοτροπίας της σύγχρονης Μεγάλης Βρετανίας που υπερήφανα διεκδικεί το σκήπτρο της υπέρτατης κακογουστιάς και σήψης στην σύγχρονη τέχνη. Ισως αυτή η δίψα για υπεροχή να πηγάζει στον πόνο για τα χαμένα μεγαλεία της εποχής της αποικιοκρατίας που έχει αφήσει τα σημάδια της στην βρετανική ιδιοσυγκρασία. Αυτή όμως η ψευδο-ανανεωτική στάση για ένα  δήθεν  επαναστατικό καλλιτεχνικό πνεύμα στα αιώνια θέματα του θανάτου, πολέμου, έρωτα, θρησκείας, φτώχειας και πλούτου, είναι  τόσο άδεια σαν ένας κενός συλημένος τάφος! 

 

ΠΟΙΟΥΣ ΠΡΟΩΘΗΣΕ (ΚΑΙ ΠΡΟΩΘΕΙ) Ο ΣΑΑΤΣΙ;

 

Τον Τζεφ Κουνς (βλέπε Τσιτσιολίνα), τους ΥΒΑ και τον γνωστό μας πια Ντάμιαν Χιρστ, τους Ντ ίνος και Τζέϊκ Τσάπμαν (βλέπε «θάνατος, δύο μικρά αγαλματίδια σε σεξουαλική δράση από μπρούτζο, βαμμένα έτσι που να φαίνονται πλαστικά), τον Αντρές Σεράνο (βλέπε πλαστικός σταυρός σε δοχείο με ούρα, Piss Christ . Πουλήθηκε το Δεκέμβριο 1999 για 162.000 δολλάρια στο Λονδίνο και συμβολίζει«την ελευθερία του λόγου»!) και άλλους. 

Θάνατος, Death , Τζέϊκ και Ντίνος Τσάπμαν. Το 2003 προτάθηκαν για το βραβείο Τάρνερ!

(A.ZOI = αυτή είναι η υπεροχή του μετα-μοντερνισμού:  το να επινοείς οτιδήποτε θα μπορούσε να κάνει εντύπωση, μόνο που η έμπνευση στηρίζεται σε πολύ αδύναμες βάσεις, γιαυτό και η πρωτοτυπία περιορίζεται στο μηδαμινό και ευτελές. Το χειρότερο είναι βέβαια εκτός του ότι η επίσημη πολιτεία, οργανισμοί και πολιτιστικά ιδρύματα χρηματοδοτούν και προπαγανδίζουν αυτό το ευτελές γούστο- ότι οι εκπρόσωποι του κινήματος του μεταμοντερνισμού, διαστρεβλώνουν κάθε έννοια και βιάζοντας ψυχρά κάθε αρχή όπως την ελευθερία της έκφρασης, κακοποιούν καλλιτεχνικές αξίες και έργα σημαντικά στην ιστορία της τέχνης όπως  τα ονόματα που αναφέρονται  παραπάνω, Γκόγια, Μπλέικ, Ροντέν κλπ. Στον μεταμοντερνισμό δηλαδή την τάση για ανακύκλωση και παραγωγή κοκτέιλς, την ανατροπή για την ανατροπή δίχως κριτήρια, δίχως καλλιτεχνικές ή ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ άλλες αξίες, η ανώτατη υπεραξία είναι ο εντυπωσιασμός με άμεση συνεπαγωγή το κέρδος.  Η παρερμηνεία στο υπέρτατο μεγαλείο της.  Άλλα  σχόλια περιττεύουν)….

16 ΜΕΙ 2010 

 

* Η Αλεξάνδρα Ζώη κατάγεται από την Πάτρα, όπου και έκανε τα πρώτα της βήματα στην τέχνη. Από το 1991 ζει μόνιμα στο 'Αμστερνταμ. Στη διάρκεια των σπουδών της επισυγκεντρώθηκε στο θέμα της γλώσσας σαν εικαστικό αντικείμενο.
Μετά την αποφοίτησή της από την Σχολή Καλών Τεχνών Ρίτφελντ, ακολούθησε τον χώρο της εικαστικής εκπαίδευσης. Σήμερα εργάζεται στην Δημόσια Δευτεροβάθμια Ολλανδική εκπαίδευση σαν εκπαιδευτικός εικαστικής αγωγής και οργανώτρια σχολικών προγραμμάτων ανταλλαγής μεταξύ ολλανδικών και ελληνικών σχολείων.

Σαν ελεύθερος επαγγελματίας-καλλιτέχνης διδάσκει την ελληνική γλώσσα και οργανώνει διάφορα μικρά πολιτιστικά προγράμματα με κύριο στόχο την προσέγγιση των δύο αυτών  πολιτισμών.

Τον Οκτώβριο 2009 πραγματοποίησε στην αίθουσα Πολύεδρο της Πάτρας την έκθεση "τα σχέδια της ποίησης, για μια άνωση της γλώσσας" σε συνεργασία με τον ποιητή Σ. Βρεττό.

Το 2006 εξεδόθη το βιβλίο της "Πάτρα-'Αμστερνταμ, δύο λιμάνια" με επιχορήγηση του οργανισμού Πάτρα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2006.

Η ποίηση ένα είδος προσευχής – Συνέντευξη

Η ποίηση ένα είδος προσευχής

 

Συνέντευξη με τον Συμεών Γρηγοριάτη -Περουβιανό[i]

 


CΑPTAINBOOK: Είναι μεγάλη χαρά για μένα να συνομιλώ και πάλι μαζί σου. Είναι τόσο δύσκολο τα τελευταία χρόνια να σε εντοπίσει κανείς. Ευτυχώς που υπάρχει και το ίντερνετ.


[i] Ο Συμεών είναι Περουβιανός ( Miguel Angel de la Jara Higinson, κατά κόσμο) και όμως γνωρίζει τα ελληνικά καλύτερα από τους περισσότερους από εμάς. Είναι αναχωρητής, ταξιδευτής, στοχαστής και ζωγράφος, αλλά πάνω από όλα ποιητής. Ποιητής με όλες τις σημασίες της λέξης.

Πρέπει να τον δει κανείς να ετοιμάζει ένα τσάι για να καταλάβει ότι η ποίηση γι' αυτόν δεν είναι μόνο γραπτός λόγος. Όταν συνομιλείς μαζί του αισθάνεσαι ότι, ενώ βρίσκεται δίπλα σου, ταυτόχρονα ταξιδεύει κάπου αλλού και σε ταξιδεύει.

Και σίγουρα μια συνέντευξη σαν και αυτή δεν είναι δυνατόν να σας μεταδώσει παρά μονάχα ψήγματα της πολύπλευρης προσωπικότητάς του. Ίσως, πάλι, τον γνωρίσετε καλύτερα διαβάζοντας τα βιβλία του, «Συμεών Μνήμα» και «Με ιμάτιον μέλαν» από τις εκδόσεις Άγρα.

Εμείς, οι επιβάτες του CaptainBook.gr, τα έχουμε διαβάσει και από τότε έγιναν μόνιμοι συνοδοιπόροι μας στα τοπία της ποίησης. Ελπίζουμε να γίνουν και δικοί σας.

ΣΥΜΕΩΝ: Και δική μου χαρά.

 

CB: Κυκλοφορούν κατά καιρούς διάφορες φήμες για σένα: ότι είσαι εξωγήινος, ότι έχεις μια μυστική μηχανή του χρόνου, ότι γίνεσαι αόρατος όποτε θέλεις. Τι έχεις να πεις σχετικά;

 

Σ: Ότι γίνομαι αόρατος; Μακάρι!… Είμαστε στον κόσμο για να γινόμαστε αόρατοι και να φανερώνουμε το αόρατο, σ' αυτό έγκειται η αρετή. Η φανέρωση στον κόσμο του αόρατου κάλλους: αυτό, και μόνο, είναι η λεγόμενη αρετή. Εγώ, όμως, πιστεύω ότι είμαι, απλώς, ένας ταλαίπωρος…

 

CB: Πώς βλέπεις τη σχέση ποίησης και ζωγραφικής; Ξέρω ότι έχεις υπηρετήσει και τις δύο.

 

Σ: Πιστεύω, όπως έχει ήδη ειπωθεί, ότι η ποίηση είναι ζωγραφική με λόγια και η ζωγραφική, ποίηση με γραμμές και χρώματα… τουλάχιστον η ποίηση και η ζωγραφική που μου αρέσουν.

 

CB: Τι περιέχουν οι αποσκευές σου όταν ταξιδεύεις στη θάλασσα του γραπτού λόγου;

 

Μολύβι και χαρτί στις αποσκευές ή μάλλον στην τσάντα μου. Και έχω μέσα μου μια καρδιά που αισθάνεται…

 

CB: Θα δούμε άραγε νέα σου ποιήματα ή μεταφράσεις (σαν την εξαιρετική στην «Τέχνη του Γραψίματος» του Λου Τσι) τυπωμένα σύντομα;

 

Σ: Ετοιμάζεται, τώρα, πάλι από την Άγρα, η έκδοση μιας μικρής συλλογής των ποιημάτων μου στα ισπανικά.

 

CB: Η ζωγραφική έχει ακόμα σημαντική θέση στις καλλιτεχνικές σου αναζητήσεις;

 

Σ: Ναι, αλλά περισσότερο γράφω. Γράφω στίχους και πεζό λόγο. Θα τον έλεγε κανείς, ίσως, ποιητικό πεζό λόγο.

 

CB: Γνωρίζω μερικά βιβλιοπωλεία στην Αθήνα που έχουν σε περίοπτη θέση τα βιβλία σου, ακόμα και αυτά που έχουν εκδοθεί πριν είκοσι χρόνια. Τι έχεις κάνει στους ιδιοκτήτες τους; Μάγια;

 

Σ: (Γέλια)

 

CB: Πώς βλέπεις την ελληνική πραγματικότητα γενικά, αλλά και ειδικά σε σχέση με τη βιβλιοπαραγωγή και την τέχνη του γραψίματος;

 

Σ: Γενικά; Τι να πω εγώ… Καλύτερα θα ήτανε να σιωπώ… Νομίζω – αλλά ίσως να κάνω λάθος-  ότι στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία σπανίζουν πολύ οι ευγενείς, οι αριστο-κράτες (όχι, αναγκαστικά, οι εκ γενετής). Να το πω με έναν χριστιανικό ή της ηθικής όρο: σπανίζουν οι ενάρετοι… Το ίδιο ισχύει για την τέχνη του γραψίματος (αν και, τελευταία, δεν παρακολουθώ τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία). Στα κινεζικά η λέξη «ποίημα» αποτελείται αριστερά από το σύμβολο «λέξη» και στα δεξιά από το σύμβολο «ναός». Δεν είναι η ποίηση λατρεία με λέξεις; Ένα είδος προσευχής… όπως και κάθε τέχνη;

Πάρα πολλά βιβλία παράγονται στην Ελλάδα και, τα τελευταία χρόνια, γίνονται πολύ ωραίες εκδόσεις, που δύσκολα βρίσκεις ανάλογες αλλού.

 

CB: Ποιοι συγγραφείς ή ποιητές στάθηκαν για σένα οδηγοί;

 

Σ: Στην αρχή, όταν ήμουν έφηβος, ο Rimbaud, o Andre Breton και o Lorca, αργότερα η Σαπφώ, ο Πίνδαρος, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολογος, ο Εμπειρίκος και, βέβαια, ο Πεντζίκης. Τα τελευταία χρόνια με εμπνέουν πολύ οι Κινέζοι και Γιαπωνέζοι ποιητές, όπως ο Li Po, o Wang Wei και ο Basho…

 

CB: Οι συναντήσεις σου με τον μακαρίτη, τον Πεντζίκη, έχουν περάσει πια στη σφαίρα του θρύλου. Πες μας κάτι γι' αυτόν, αν θέλεις. Ίσως κάποιο περιστατικό που σου έκανε εντύπωση από την εποχή της φιλίας σας.

 

Σ: Ο Πεντζίκης ήταν ένας άρχοντας, ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος και έξυπνος, ήταν ένας γίγαντας που ανακεφαλαίωνε όλον τον ελληνισμό και κατείχε, επίσης, τη σύγχρονη κουλτούρα. Είχε πολλή αγάπη και ήξερε να γράφει. Με πρόσεξε μόλις έφθασα στην Ελλάδα και παρέμεινα στενός του φίλος μέχρι τον θάνατό του. Μου είπε πριν πεθάνει: «Θέλω να ξέρεις ότι σ' αγαπάμε πολύ, οικογενειακώς σε αγαπάμε», ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα απ' αυτόν. Μου παρέδωσε κάτι που δεν μπορώ να το εξηγήσω: ένα πυρ…

 

CB: Θέλεις να κάνεις ένα σχόλιο για τη συνάντησή σου με τον Μάριο Βάργκας Γιόσα; Ήταν ομολογουμένως πολύ κολακευτικό για σένα το άρθρο του στην «Ελ Παΐς».

 

Σ: Όταν συναντηθήκαμε και είχαμε ένα «τετ α τετ» δεν κατάλαβα ότι θα έγραφε για μένα. Είναι ένας πολύ ανοιχτός και εγκάρδιος άνθρωπος, με λεπτότητα και καλλιέργεια.

 

 

CB: Ποια η γνώμη σου για το Captainbook.gr, από όσο πρόλαβες να περιηγηθείς στις σελίδες του; Πρόσεξε τι θα πεις γιατί θα σε αποκηρύξω. (Γέλια).

 

Σ: Έχετε έναν ενθουσιασμό, ένα μεράκι και, φαίνεται πως έχετε μια επαγγελματικότητα: απαραίτητο πράγμα.

 

CB: Θέλεις να κάνεις μια ευχή για το ξεκίνημά μας;

 

Σ: Αφού σηκώσατε πανί, καλό ταξίδι!

 

CB: Ευχαριστούμε πολύ.

 


Εικόνα: έργο του Συμεών με σινική μελάνη.

 

ΠΗΓΗ: http://www.captainbook.gr/shop/index.php?main_page=wordpress&p=58

Η πολιτική λειτουργία της τέχνης Ι

Η πολιτική λειτουργία της τέχνης

 

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

 

 

 

"Τι πιστεύετε πως είναι ο καλλιτέχνης;

Ένας ανόητος ο οποίος έχει απλά μάτια αν είναι ζωγράφος ή αυτιά αν είναι μουσικός; Αντίθετα, την ίδια στιγμή είναι ένα πολιτικό ον, το οποίο διαρκώς ανταποκρίνεται σε σπαραξικάρδια, φλογερά ή χαρούμενα γεγονότα και απέναντι στα οποία παίρνει θέση με ποικίλους τρόπους. Όχι, η ζωγραφική δε γίνεται για να διακοσμεί διαμερίσματα. Είναι ένα εργαλείο πολέμου για να επιτίθεται, αλλά και να αμύνεται ενάντια στον εχθρό": Pablo Picasso, 1945.

Η ακραιφνής αυτή ρήση του Πάμπλο Πικάσσο ενέχει απόλυτη κοινωνική και πολιτική επιθετικότητα η οποία συνάδει με τις συνθήκες ζωής και δημιουργίας της εποχής του. Στο σήμερα που οι κοινωνικοί και πολιτικοί όροι της καλλιτεχνικής δημιουργίας έχουν αισθητά διαφοροποιηθεί ηχεί κάπως παράταιρη, είναι αλήθεια. Ωστόσο, η μελέτη της ιστορίας των λειτουργιών που έχει γνωρίσει, υλοποιήσει και ενσωματώσει  η τέχνη, στις διάφορες εποχές και στους διάφορους πολιτισμούς, ταυτίζεται, στην ουσία, με τη μελέτη της έννοιας και του περιεχομένου του έργου τέχνης, τις κοινωνικές αντιλήψεις για την τέχνη, τη θέση του καλλιτέχνη στην εκάστοτε κοινωνία, τις θεωρίες για την τέχνη, τους υποστηρικτικούς θεσμούς και τους μηχανισμούς προώθησης της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Η θρησκευτική, για παράδειγμα, λειτουργία του έργου τέχνης αποτέλεσε για πολλούς αιώνες, και κυρίως για το Μεσαίωνα, την κυρίαρχη λειτουργία και αποστολή της τέχνης. Όχι μόνο οι λατρευτικές εικόνες και παραστάσεις που ήταν προορισμένες για να λατρευτούν, να προσκυνηθούν και να τιμηθούν, αλλά και γενικότερα η ζωγραφική με την, ως επί το πλείστον, θρησκευτική θεματολογία της, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική επίσης για ένα μεγάλο διάστημα προορίζονταν να εξυπηρετήσουν λατρευτικές ανάγκες του πιστού, να μεταφέρουν και να διδάξουν το μήνυμα του Θεού, να κατηχήσουν και να νουθετήσουν, επιτελώντας, με τον τρόπο αυτό, τον κυριότερο προορισμό της τέχνης στα πλαίσια θεοκρατικών κοινωνιών, την ηθικοδιδακτική λειτουργία της. Το μεγαλύτερο μέρος της τέχνης παλαιότερων εποχών που διασώζεται σήμερα ήταν προορισμένο να επιτελέσει μια τέτοια λειτουργία. Στις μέρες μας, στις δυτικές κοινωνίες η τέχνη δεν λειτουργεί μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο υποδοχής και πρόσληψης.

Σε όλες τις εποχές η τέχνη βρέθηκε, συχνά, – αν και όχι  αποκλειστικά – στην υπηρεσία της άρχουσας,  ηγετικής τάξης. Η τέχνη έχει κατά καιρούς επιτελέσει και βέβαια ακόμα  επιτελεί πολιτικές λειτουργίες. Και εδώ δε θα πρέπει να αναλογιστούμε αποκλειστικά την πολιτική τέχνη, δηλαδή τη στενή σύνδεση τέχνης και εξουσίας με τη στενή έννοια όρου τέχνη στα πλαίσια ολοκληρωτικών-ανελεύθερων, δικτατορικών καθεστώτων.

 Εξάλλου, πολιτική, με την ευρεία έννοια του όρου, είναι η λειτουργία της δημόσιας αρχιτεκτονικής, των γλυπτών μνημείων και των ζωγραφικών διακοσμήσεων σε δημόσιους χώρους και ιδιαίτερα η τέχνη των κρατικών παραγγελιών. Πολιτικός και δημόσιος είναι, επίσης, ο χαρακτήρας της τέχνης που έχει ως σκοπό να προβάλλει, να επιβεβαιώσει τη δύναμη και την αξία ενός ηγέτη, να ασκήσει κριτική σε θεσμούς και νοοτροπίες, κατόπιν άμεσης ή έμμεσης κρατικής καθοδήγησης.

Η γοργή διαδοχή των κινημάτων και αισθητικών θεωριών που παρατηρήθηκε στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα συνεχίστηκε με αυξημένο ρυθμό και στις αρχές του 20ου αιώνα ως σήμερα. Σ' αυτό συνέτεινε η τεράστια συσσώρευση καλλιτεχνικών εμπειριών από την προϊστορική μάλιστα εποχή. Όμως η ιστορία της ευρωπαϊκής τέχνης ήταν και αποτέλεσμα των μεταβολών του πολιτισμού γενικά μέσα από τους αιώνες. Η τέχνη μάλιστα του εικοστού αιώνα υπήρξε μάρτυρας τεράστιων μεταβολών σ' όλους τους τομείς της ζωής μη εξαιρουμένων και των δύο φοβερών πολέμων που οπωσδήποτε την επηρέασαν. Ο πρώτος μάλιστα δημιούργησε την αντι-τέχνη, τον Ντανταϊσμό ο δε δεύτερος τη μετακίνηση και διασπορά μεγάλων καλλιτεχνών και ιδεών.

Ειδικά οι πιο σύγχρονες τάσεις στις αρχές του 20ου αιώνα δέχτηκαν, πλάι στις τόσες επιδράσεις και μεταβολές, την επίδραση της αφρικανικής τέχνης και της τέχνης των νησιών του Ειρηνικού με τον ίδιο τρόπο που η ζωγραφική του Μανέ, Γκογκέν και άλλων, επηρεάστηκε από τις γιαπωνέζικες ξυλογραφίες μερικές δεκαετίες πριν. Τα εξωτικά αυτά έργα γνωστά ήδη στην Ευρώπη από το 16ο αιώνα δε θαυμάζονταν τόσο ως έργα τέχνης όσο σαν αξιοπερίεργα, ασυνήθιστα αντικείμενα. Η αισθητική τους θα αναγνωριστεί αιώνες μετά. Τα ξυλόγλυπτα ή τα μπρούντζινα μεγάλα γλυπτά ή ειδώλια, με τους γωνιώδεις όγκους τους, οι μάσκες που η καθεμιά φτιάχνεται, συχνά, με ποικίλα υλικά, ξύλο, ρούχα, χάντρες, φτερά κτλ. σε εκφραστικούς, εντυπωσιακούς και τολμηρούς συνδυασμούς, με περίεργα σχήματα και φανταχτερά χρώματα, όλα αυτά τα έργα, ανεπαίσθητα ή φανερά, διοχετεύουν αρκετά από τα εκφραστικά τους γνωρίσματα στην τέχνη διάφορων κινημάτων και καλλιτεχνών του εικοστού αιώνα, όπως στους Ματίς, Μπρακ, Πικάσο, Ντερέν, Μπρανκούσι κ.ά.

Ο 20ος αιώνας ανοίγει θριαμβευτικά με δύο δυναμικά κινήματα, το Φωβισμό και τον Κυβισμό, που χάραξαν στην τέχνη δυο αποκλίνοντες δρόμους ως προς την έκφραση. Ο Φωβισμός στηρίζεται και ερευνά το συναισθηματικό κόσμο, ενώ ο Κυβισμός το νοητικό, το λογικό. Ο Φωβισμός χρησιμοποιεί μια εκφραστική «γλώσσα» βασικά εξπρεσιονιστική, με δυνατά χρώματα, με πινελιά γοργή που αφήνει να φαίνεται η χειρονομία και το προσωπικό «γράψιμο» του δημιουργού με σχήματα και φόρμες «ανοικτές» βιομορφικές, μια τεχνική που η επίδρασή της δε σταματά μόνο στο κίνημα των εξπρεσιονιστών μα που προχωρεί και σ' άλλα, πιο μοντέρνα, όπως στον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό, στις διάφορές του μορφές.

Αντίθετα ο Κυβισμός, πιο λογικός και εγκεφαλικός, χρησιμοποιεί αρχικά την πολύ περιορισμένη παλέτα, σέβεται τη φόρμα παρά το γεγονός πως τη μεταποιεί, τα δε σχήματά του είναι αυστηρά και γεωμετρικά. Δίνει το ξεκίνημα σε πολλά μοντέρνα κινήματα, όπως στο Νεοπλαστικισμό, Σουπρεματισμό, σε πολλές μορφές της γεωμετρικής αφαίρεσης, όπως είναι η Οπ Αρτ.

Χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας είναι μεταξύ άλλων η κυριαρχία των σαφών παραλληλεπίπεδων όγκων, της επιβολής των οριζόντιων και κάθετων γραμμών, των ορθογώνιων σχημάτων στους απλούς ίσιους τοίχους και στα ανοίγματα των θυρών και παραθύρων, η χρήση μεγάλων γυάλινων «τοίχων», η λειτουργικότητα των εσωτερικών χώρων και άλλα στοιχεία τα οποία επέβαλαν μεγάλοι αρχιτέκτονες δάσκαλοι, όπως ο Βάλτερ Γκρόπιους (1883-1969) που ίδρυσε και δίδαξε στη φημισμένη σχολή Bauhaus στη Γερμανία, στη δεκαετία του 1920.

Ενώ ακόμα η γηραιά Ευρώπη κρατά τα σκήπτρα στην καλλιτεχνική κίνηση και δημιουργία από αιώνες, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, ωστόσο μια νέα χώρα, οι ΗΠΑ, διεκδικεί την αρένα της τέχνης. Ο ηγετικός ρόλος της Αμερικής είναι πια γεγονός, ιδιαίτερα μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.

Στα μοντέρνα κράτη η τέχνη έπαψε εκ των πραγμάτων να βρίσκεται στην άμεση υπηρεσία του κράτους. Οι καλλιτέχνες δεν υπηρετούν στις βασιλικές αυλές ή στους πλούσιους πολιτικούς παράγοντες. Είναι δηλωμένη και δεδομένη η επιθυμία όχι μόνο των καλλιτεχνών αλλά πολλές φορές και της κρατικής αρχής να απαλειφθεί κάθε σχέση εξάρτησης. Ωστόσο, η καλλιτεχνική δημιουργία εξακολουθεί να έχει πολιτικό περιεχόμενο, με την ευρεία έννοια της παρέμβασης, της άποψης που «καταθέτει», καταγράφει, κρίνει, συγκρίνει  για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Από την άλλη πλευρά, αν και επίσημα οι κρατικοί μηχανισμοί και τα πρόσωπα δεν παρεμβαίνουν ούτε ελέγχουν την καλλιτεχνική  δημιουργία, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως μια σειρά θεσμών, όπως κρατικές υποτροφίες, κρατικές σχολές Καλών Τεχνών, ιδρύματα, πολιτιστικοί οργανισμοί κ.ά. δημιουργούν ένα πλαίσιο στήριξης της καλλιτεχνικής ζωής ενός τόπου υπό όρους. Μπορεί να υπονοοηθεί ότι διατηρούν όλοι αυτοί τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν σε αυτή, και σίγουρα δηλώνουν μια νέου είδους, αναπόφευκτη σχέση τέχνης και πολιτικής.

Πρώτο το γερμανικό Σύνταγμα της Βαϊμάρης του 1919 κατοχύρωνε την ελευθερία της τέχνης:

"Η τέχνη, η επιστήμη και η διδασκαλία τους είναι ελεύθερες. Το κράτος τους παρέχει προστασία και συμμετέχει στην καλλιέργειά τους". (Θεοδόσης, 2000, σ. 17)

Στην Ελλάδα η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας της τέχνης συντελείται για πρώτη φορά στο σύνταγμα του 1927.

"Η τέχνη και η επιστήμη και η διδασκαλία αυτών είναι ελεύθεραι, διατελούν δε υπό την προστασίαν του Κράτους, το οποίον συμμετέχει εις την επιμέλειαν και την εξάπλωσιν αυτών." (Θεοδόσης, 2000, σ. 19)

Λίγο μετά το τέλος του β' παγκοσμίου πολέμου, το 1948, η Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων έρχεται να διασφαλίσει το δικαίωμα στη ελεύθερη έκφραση (άρθρα 18 και 19).

Η ελευθερία της τέχνης και η συνταγματική κατοχύρωσή της:

«Το μόνο που χρειάζεται η τέχνη είναι το υλικό. Ελευθερία η τέχνη δεν χρειάζεται, η τέχνη είναι ελευθερία. Κανείς δεν μπορεί να της αφαιρέσει την ελευθερία. Κανείς δεν μπορεί να της δώσει την ελευθερία ούτε κράτος ούτε πόλη ούτε κοινωνία μπορεί να πιστεύει ότι της δίνει ή της έχει δώσει αυτό που από τη φύση της είναι: ελεύθερη. Ελευθερία που της παραχωρείται δεν υπάρχει για την τέχνη, ελευθερία είναι μόνο αυτή που ξέρει να παίρνει. Ξέρει ότι αν παραβιάσει σύνορα θα την πυροβολήσουν. Πόσο μακριά μπορεί να πάει, δεν μπορεί να της το πει κανείς, πρέπει να πάει μακριά για να μπορέσει να μάθει πόσο μακριά επιτρεπόταν να πάει.» (Heinrich Βoll, Die Freiheit der Kunst, στο: Aufsatze-Kritiken-Reden, 1967). (Πηγή: Γεράσιμος Θεοδόσης, Η ελευθερία της τέχνης, Αθήνα 2000, σ. 37)

Ενδεικτική Βιβλιογραφία.

Γκόμπριτς Ε., Το χρονικό της Τέχνης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998.

2) Εξαρχόπουλος, Μ & Θ, Γραμμές, Σχήματα, Χρώματα, εκδ. Αίολος.

3) Μπαρόντ Ν. κ.ά., Εικαστικές Τέχνες, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1994.

4) Μπέαντ Γ., Ο κόσμος της ζωγραφικής, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1996.

5) Ρήντ Χ., Λεξικό Εικαστικών Τεχνών, εκδ. Υποδομή.

6) Ρίτσμοντ Ρ., Γνωριμία με το Μιχαήλ Άγγελο, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1992.

7) Χατζή Γ., Έλληνες Ζωγράφοι, 19ος αιώνας, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1988.

8) Χέζλεγουντ Τζ., Η Ιστορία της Δυτικής Γλυπτικής, εκδ. Πατάκη, 1995.

9) Χέζλεγουντ Τζ., Η Ιστορία της Δυτικής Ζωγραφικής, εκδ. Πατάκη, 1995.

10) Χέζλεγουντ Τζ., Γνωριμία με τον Πικάσο, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1992.

11) Ανακαλύπτω την Τέχνη (Ζωγραφική, Προοπτική, Μονέ, Βάν Γκόγκ, Γκογκέν, Μανέ, Ακουαρέλα, Εμπρεσιονισμός, Γκόγια, Χρώμα, Αναγέννηση), εκδ. Δεληθανάσης- Ερευνητής, Αθήνα 1990.

 

* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι φιλόλογος-ιστορικός, υπεύθυνη Σχολικής Βιβλιοθήκης 2ου Ε.Π.Α.Λ. Τρικάλων ailiadi@sch.gr, http://users.sch.gr/ailiadi, http://blogs.sch.gr/ailiadihttp://www.matia.gr.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη:

«Γεννήθηκα στα Τρίκαλα Θεσσαλίας το 1967. Σπούδασα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης  Ιστορία-Αρχαιολογία με ειδίκευση στην Ιστορία. Πήρα Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ' τη Φιλοσοφική Σχολή του ιδίου Πανεπιστημίου και από το 1992 διδάσκω στη Μέση Εκπαίδευση ως Φιλόλογος. Έχω συγγράψει βιβλία ιστορικού, λογοτεχνικού και παιδαγωγικού περιεχομένου. Παράλληλα, ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και την ποίηση».

Το τροπάριο της Κασσιανής στη Βυζ. Υμνογραφία

Το τροπάριο της Κασσιανής στη Βυζαντινή Υμνογραφία

 

Του Αντώνη Κλάδη*

 

 

 Η εκκλησιαστική, ορθόδοξη υμνογραφία, που αντλεί στοιχεία από τη  μουσική της αρχαίας Ελλάδας και συνέχειά της αποτελεί η εκκλησιαστική βυζαντινή, έχει τις απαρχές της στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, χρόνια ζυμώσεων κατά τα οποία η νέα θρησκεία είχε να αντιμετωπίσει πολλούς εχθρούς.

Ποιοι και πόσοι είναι οι πρώτοι υμνογράφοι δεν είναι δυνατό να  γνωρίζουμε, αφού οι ύμνοι περνούσαν τους αιώνες από στόμα σε στόμα κι αυτό δυσκόλευε τη συνέχιση της φήμης του επώνυμου υμνογράφου. Βέβαιο είναι ωστόσο ότι οι πιο σημαντικοί υμνογράφοι έγραφαν στην ελληνική γλώσσα και σε αυτή μας κληροδότησαν τα εξαίσια δείγματα της ποιητικής τους τέχνης.[i]

Οι αιρέσεις συντάραζαν το ιερό σώμα κι αιρετικοί ανέβαιναν ακόμη και στον πατριαρχικό θρόνο. Η Εκκλησία προκειμένου να αντιμετωπίσει τα ζητήματα αυτά συγκαλούσε τις Ιερές Συνόδους, στις οποίες λάμβαναν μέρος σπουδαίοι ιεράρχες. Εκτός όμως από τις συνόδους για να εξουδετερωθούν οι αιρετικοί, οι ορθόδοξοι, κυρίως οι κληρικοί, σπουδασμένοι αλλά και εμπνευσμένοι, συνέθεταν ύμνους σύμφωνους προς το λατρευτικό πνεύμα, που αυτό καθόριζαν οι Σύνοδοι και αυτό επικράτησε και έφτασε ως τα δικά μας χρόνια και προχωρεί πέρα από αυτά.

Μεγάλοι υμνογράφοι παρουσιάστηκαν από τον 4΄αιώνα[ii]. Ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Μέγας  Αθανάσιος (Περί Ψαλμών), ο Εφραίμ ο Σύρος, ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Ρωμανός ο Μελωδός (υπήρξε ο περιφημότερος ποιητής  κοντακίων, έγραψε περίπου χίλια κοντάκια), ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Ανδρέας Κρήτης (Μεγάλος Κανόνας), ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο Κοσμάς ο Μελωδός είναι κάποιοι από τους πιο σημαντικούς. Εξέχουσα θέση κατέχουν χρονολογικά ο Ιωάννης ο  Δαμασκηνός, ο Ιωάννης Κουκουζέλης και ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος, οι οποίοι συνέβαλαν με το έργο τους στη διαμόρφωση της Βυζαντινής σημειογραφίας.

Το 1814 επινοήθηκε το σημερινό σύστημα γραφής (Νέα Μέθοδος) από τους τρεις δασκάλους, Χρύσανθο, Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα και Γρηγόριο Πρωτοψάλτη, οι οποίοι καθιέρωσαν τους φθόγγους της Βυζαντινής Μουσικής από τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου (πΑ, Βου, Γα, Δι, κΕ, Ζω, νΗ).

Ο λόγος του ύμνου και το μουσικό ένδυμά του, ο υπέροχος αυτός διφυής φορέας και εκφραστής της ορθόδοξης πίστης αποτελεί το βασικότερο μέσο της εκκλησιαστικής μας λατρείας. Και τούτο γιατί με τη συντομία, την περιεκτικότητα και τη μουσική τους επένδυση οι ύμνοι είναι οι κοινές προσευχές, το εντρύφημα των πιστών, το προσφορότερο μέσο για τη μυσταγωγία του σώματος-συνάξεως. Αρκεί να θυμηθούμε τα τροπάρια της Μ. Εβδομάδας και της νεκρώσιμης ακολουθίας για να καταλάβουμε τι νιώθουν οι πιστοί στο άκουσμά τους. Δεν πλουτίζουν μόνο συναισθήματα οι ύμνοι, παράλληλα μορφώνουν και διδάσκουν. Η γλώσσα τους βέβαια ξενίζει κάπως, αλλά παρόλη τη δυσκολία της δεν είναι εμπόδιο στην κατανόηση των τροπαρίων, επειδή αυτά μιλούν στην καρδιά∙ οι αγράμματοι, αλλά πιστοί άνθρωποι, καταλαβαίνουν το νόημά τους. Ωραία παρατηρήθηκε: «Οι ιεροί ύμνοι είναι σύμβολα και τα σύμβολα λέγουν πολύ περισσότερα από όσα μπορεί λογικά να συλλάβει ο νους και λεκτικά να λαλήσει το στόμα»[iii].

Η Βυζαντινή μουσική ίσως είναι μονότονη για όποιον είναι μονότονο το Ευαγγέλιο, άτεχνη για όποιον είναι άτεχνο το Ευαγγέλιο, απλοϊκή για όποιον είναι απλοϊκό το Ευαγγέλιο, παλιωμένη για όποιον είναι παλιωμένο το Ευαγγέλιο. Αλλά είναι χαρμόσυνη για όποιον είναι χαρμόσυνο το Ευαγγέλιο, ειρηνική για όποιον νιώθει την ειρήνη του Χριστού. Επίσης δεν είναι μουσική ακροάματος∙ η μουσική με άλλα λόγια δεν συνοδεύει το λόγο για να τέρψει την ακοή των ακροατών αλλά για να τον τονίσει. Όπως παρατηρεί και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος «ουκ έστι θέατρον η Εκκλησία, ίνα προς τέρψιν ακούωμεν».

Θα ολοκληρώσουμε αυτή τη σύντομη αναφορά στους Υμνογράφους της Εκκλησίας μας με την Κασσιανή, καθώς αυτή θεωρείται κορυφαία υμνογράφος, που μετασκεύασε σε «τραγούδι» του εκκλησιαστικού σώματος και «Θεο-λογία» την πνευματική-καρδιακή εμπειρία της. Έζησε τον 9ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια και ονομαζότανε Κασσία, Ικασία ή Εικασία. Η μόρφωση και η ομορφιά της ήταν πολύ μεγάλη και θεωρήθηκε ως η καταλληλότερη για να γίνει σύζυγος του διαδόχου του θρόνου, του Θεοφίλου. Ο εγωιστής όμως Θεόφιλος δε θέλησε να έχει σύζυγο πιο μορφωμένη από αυτόν, γι' αυτό και απέρριψε την ιδέα του γάμου του με αυτήν.

Μετά το γεγονός αυτό, η Κασσιανή ίδρυσε μοναστήρι[iv] κι έζησε εκεί καλλιεργώντας την ποίηση. Συνέθεσε ποιήματα κοσμικά, επιγράμματα, ιάμβους αλλά ασχολήθηκε και με την υμνογραφία, όπου ξεχώρισε. Ο διαπρεπής βυζαντινολόγος   Κ. Krumbacher (1856-1909), αναφερόμενος στην ποιήτρια Κασσιανή, γράφει: «…η Κασσιανή αποτελεί παράδοξον φαινόμενον εν τω γενικώ ποητικώ συναγωνισμώ. Την ποίησή της διακρίνει ευγένεια ύφους και γλυκύτης μέλους ακορέστου». Κατά τη γνώμη του δε «η Κασσιανή είναι η μόνη αξιομνημόνευτη βυζαντινή ποιήτρια». Το σημαντικότερο από τα υμνογραφικά της έργα είναι το Δοξαστικό του Όρθρου της   Μ. Τετάρτης «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις…»[v]

Η παράδοση λέει ότι όταν αργότερα ο αυτοκράτορας Θεόφιλος επισκέφθηκε το μοναστήρι, όπου μόναζε η Κασσιανή, μη βλέποντάς την ανάμεσα σε όσες τον υποδέχτηκαν, γυρνούσε ψάχνοντας τα κελιά, για να την συναντήσει. Ο κρότος των βημάτων που πλησίαζαν έκανε την Κασσιανή να κρυφτεί, αφήνοντας πάνω στο γραφείο της μισογραμμένο το Δοξαστικό της  «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις» στην περίοδο: «κρότον τοις ωσίν ηχηθείσαν». Ο Θεόφιλος εννοώντας το νόημα των στίχων πρόσθεσε εκεί τις λέξεις «τω φόβω εκρύβη». Η ποιήτρια, αργότερα, δεν διέγραψε τις λέξεις αλλά ευφυώς συμπλήρωσε το τροπάριο ως εξής: «Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος».

Η Κασσιανή, έχοντας συνείδηση της αμαρτίας της, την περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια και με ιδιαίτερη λογοτεχνική ευαισθησία: την παρομοιάζει με το πυκνό σκοτάδι, που δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να διακρίνει την πορεία του αφού δεν υπάρχει ούτε το αμυδρό φως της σελήνης («ασέληνη νύκτα»).Τη χαρακτηρίζει σαν «ασυγκράτητη ηδονή» και σαν «έρωτα», θέλοντας να τονίσει τη μεγάλη δυσκολία του ανθρώπου να απαλλαγεί από αυτήν. Στην πάλη εναντίον της αμαρτίας, μοναδικό όπλο του ανθρώπου είναι αυτό που η Κασσιανή περιγράφει σαν «πηγή των δακρύων» και «στεναγμούς της καρδιάς». Είναι αξιοσημείωτο ότι η Κασσιανή φτάνει σε τέτοιο σημείο συνειδητοποίησης της αμαρτωλότητάς της, ώστε παρομοιάζει την κατάστασή της με την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Μπροστά στη συνείδηση της αμαρτίας και στο ψυχικό βάρος που αυτή συνεπάγεται, μόνο η άπειρη ευσπλαχνία του Θεού μπορεί να δώσει την ελπίδα.

Ο παραλληλισμός της αμαρτωλότητας της Κασσιανής με την αμαρτωλή γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού είναι η αιτία που ο συγκεκριμένος ύμνος ψάλλεται το βράδυ της Μ. Τρίτης (Όρθρος της Μ. Τετάρτης). Το γεγονός αυτό με την αμαρτωλή γυναίκα έγινε λίγο πριν από το Πάθος του Κυρίου, γι' αυτό ορίστηκε η ανάμνησή του κατά τη Μ. Τετάρτη. Τα λόγια της Κασσιανής μάς θυμίζουν τη γυναίκα εκείνη που με την πράξη της ομολόγησε την αμαρτωλότητά της και ζήτησε τη συγχώρηση των αμαρτιών της. Ο ύμνος όμως της Κασσιανής έχει αναφορές και στον ενταφιασμό του Κυρίου. Πρόκειται για το σημείο εκείνο, όπου η ποιήτρια εκφράζει την επιθυμία να προσέλθει ως Μυροφόρα, θέλοντας έτσι να τονίσει το συναίσθημα μετανοίας που την διακατέχει. Η αναφορά του ύμνου στον ενταφιασμό αποτελεί μια εισαγωγή στο Πάθος του Κυρίου∙ επομένως, για έναν ακόμα λόγο η θέση του ύμνου κατά τη Μ. Τετάρτη είναι απόλυτα δικαιολογημένη.

Στην ανάλυση του ύμνου έχει υποστηριχθεί  ότι η πόρνη ταυτίζεται με τη Μαρία τη Μαγδαληνή, χωρίς ωστόσο η άποψη αυτή να αποδεικνύεται. Η θέση αυτή υποστηρίχθηκε κυρίως από δυτικούς, ίσως διότι η Μαρία η Μαγδαληνή είναι η πιο γνωστή από τις γυναίκες που αναφέρει η Αγία Γραφή. Στο ποίημα δεν αναφέρεται πουθενά όνομα γυναίκας και στα Ευαγγέλια πουθενά δεν γράφεται ότι η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν πόρνη. Την πληροφορία για την αμαρτωλή γυναίκα την παίρνουμε από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (7.36-50), που μας δίνει την ωραιότερη περιγραφή της σκηνής. Με εξαιρετικό λυρισμό, από τον οποίο εμπνέεται και η Κασσιανή, ο ευαγγελιστής περιγράφει τη σκηνή της μετάνοιας της πόρνης.

Οι υμνωδοί της εκκλησίας προβάλλουν την μετάνοια της πόρνης ως δείγμα ελπίδος και κατά αντιδιαστολή την προδοσία του Ιούδα ως δείγμα πορνείας της ψυχής. Η πόρνη μετανοεί και απομακρύνεται από το εμπόριο του σώματός της, την ίδια στιγμή ο μαθητής εκπορνεύει την πνευματική του οντότητα με την έμμισθη προδοσία του.

Τα στιχηρά που ψάλλονται το βράδυ της Μ. Τρίτης και αναφέρονται στην αμαρτωλή του Ευαγγελίου είναι επίσης έργο της Κασσιανής. «Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον… Ω της Ιούδα αθλιότητος… Ήπλωσεν η πόρνη τας τρίχας σοι τω Δεσπότη…» Σε όλα τα ιδιόμελα και στιχηρά, που υπερβαίνουν τα 40, διακρίνει κανείς την έξαρση, το βάθος αισθήματος, τη μεγάλη ανεξαρτησία και ευσέβεια, όλα χαρακτηριστικά της μεγάλης ποιητικής της πνοής.

Εκτός από καθαρά θρησκευτική ποίηση η Κασσιανή ασχολήθηκε και με ποιήματα ποικίλου περιεχομένου. Συνέγραψε ακόμη πολλά γνωμικά και επιγράμματα. Σε 32 στίχους πραγματεύεται θαυμάσια το μεγάλο και σοβαρό θέμα της φιλίας. «Ει θέλεις πάντως και φιλείν και φιλείσθαι, των ψιθυριστών και φθονερών απέχου». Στους δύο αυτούς στίχους ο λεπτός νους της Κασσιανής περιέκλεισε ολόκληρη φιλοσοφία. Και παρακάτω σημειώνει: «Φρόνιμον φίλον, ως χρυσόν, κόλπω βάλλε τον δι' αύγε μωρόν φεύγε καθάπερ όφιν». Δηλαδή, τον φρόνιμο φίλον να βάλεις στο πλευρό σου, όπως θα ήθελες να έχεις και τον χρυσό. Τον ανόητο όμως να τον αποφεύγεις όπως και το φίδι.  Η Κασσιανή εκτός από το σοφό επίγραμμα «περί φιλίας» έγραψε και άλλα βαθυστόχαστα επιγράμματα που αναφέρονται στον χαρακτήρα του ανθρώπου, στη γυναίκα, στην ευτυχία, στην χάρη, στο κάλλος, στο ήθος, στους τρόπους της αληθινής ζωής, που οδηγούν με τον κόσμο της αρμονίας στην αληθινή μακαριότητα.

Σπουδαίοι μουσουργοί έχουν κάνει  υπέροχες συνθέσεις  στο τροπάριο της Κασσιανής. Στη Βυζαντινή μουσική ο Πέτρος Λαμπαδάριος, ο Κων. Πρίγγος, ο Ιωάννης  Σακελλαρίδης και άλλοι. Στην ευρωπαϊκή μουσική ο Ν. Μάτζαρος, ο Θ. Πολυκράτης, ο Γ. Τριάντης, ο Γ. Καζάσογλου, ο Μ. Θεοδωράκης, ο Β. Καρποδίνης, ο Κ. Κλάβας και πολλοί άλλοι. Ο Γ. Σκλάβος συνέθεσε όπερα (1936) εμπνευσμένη από το τροπάριο της Κασσιανής σε λιμπρέτο του Σ. Σπεράντσα. Ο Δημήτρης Μητρόπουλος συνέθεσε τη μουσική στο ποίημα «Η Κασσιανή» του Κωστή Παλαμά.6

Η εκκλησιαστική υμνολογία γενικότερα δεν άφησε ανεπηρέαστους και λογοτέχνες, όπως τους Αλεξ. Παπαδιαμάντη, Αλεξ. Μωραΐτιδη, Φώτη Κόντογλου, και Γ. Βιζυηνό, καθώς και τους νεοέλληνες ποιητές Σολωμό, Κάλβο, Παλαμά, Βάρναλη, Σικελιανό, Σεφέρη και Ελύτη, που χρησιμοποίησαν ή μετέπλασαν στίχους από τις ακολουθίες της εκκλησίας. Οι στίχοι, οι εμπνευσμένοι από την Υμνογραφία της Εκκλησίας, με την προέκταση που παίρνουν κάθε φορά στον σύγχρονό μας στίχο, υψώνουν τον τωρινό ποιητή, σαν τον υμνωδό, σε εκφραστή της κοινής προσευχής των ανθρώπων.

Ας ευχηθούμε ο καθένας από μας είτε ακούγοντας τους στίχους των υμνωδών είτε διαβάζοντας τους στίχους των ποιητών μας να συναισθανθεί τα Θεία Πάθη και να φτάσει με κατάνυξη στην Αγία Ανάσταση.

 

* Ο Αντώνης Κλάδης είναι καθηγητής Μουσικής – Ιεροψάλτης στη Ζάκυνθο,

 

Μάρτιος 2010

 



6Η Κασσιανή, Κ.   Παλαμά     

Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.                                
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά
μέσ΄ στην καρδιά μου!

Κύριε, προτού Σε κρύψ΄ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ΄ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας… Νυχτιά,
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιά
με καίει, με λιώνει.

Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.

Γύρε σ΄ εμέ. Η ψυχή πώς πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.

θα στα σφουγγίσω.

Στ΄ άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά                            
μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω,
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά

Τ΄ άκουσεν η Εύα μέσ΄ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν΄ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε… Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.

Ψυχοσώστ΄, οι αμαρτίες μου λαός,
Τα αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύση;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
'Αβυσσο η κρίση


Βιβλιογραφία

 

Δετοράκη Θεοχάρη, Βυζαντινή Υμνογραφία [πανεπιστημιακές παραδόσεις], Ηράκλειο 1997.

Η Μουσική Μέσα από την Ιστορία της, Σχολικό Βιβλίο της Β΄ και Γ΄ Γυμνασίου, ΟΕΒΔ 1990

Καβαρνού Κωνσταντίνου,  Η Ιερά βυζαντινή τέχνη, εκδοτικός οίκος «Αστήρ»

Αλ. κ΄ Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1996  

π. Μεταλληνού Γεωργίου, «Η υμνογραφία της Μεγάλης Εβδομάδας», άρθρο στην εφημερίδα «Παρόν της Κυριακής» 12-4-2009. 

Ξύδη Θεόδωρου, Βυζαντινή Υμνογραφία, εκδόσεις «Νικόδημος» 1978

Ορθόδοξη πίστη και λατρεία,  Σχολικό βιβλίο Α΄ Λυκείου, ΟΕΒΔ 2000

Παρθενίου Αρχιμανδρίτη, «Οσία Κασσιανή (Βυζαντινή αρχόντισσα και υμνογράφος)» στο www.imodigitrias.gr. 

Πολιτάρχη Γ.Μ, Υμνογράφοι και μελωδοί, εκδ. «Το ελληνικό βιβλίο».                              Στάθη Θ. Γρ., Εισαγωγή στη Βυζαντινή Μουσικολογία, Αθήνα 1999           

Τρίτου Μιχάλη, «Η Κασσιανή και το τροπάριό της», Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Πρωινός Λόγος».

Τσιρώνη Νίκης, εισαγωγή από την έκδοση  ΚΑΣΣΙΑΝΗ η Υμνωδός, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα 2002.  



[i] Ο Χριστός κάλεσε όλα τα έθνη. Μα πρώτα απ όλα κάλεσε τους  Έλληνες, που είχανε περάσει από κάθε ανθρώπινη σοφία και τέχνη. Τους καθάρισε από τον ρύπον της αμαρτίας, «ερράντισεν αυτούς υσσώπω και εκαθάρισε», και τους κατέστησεν «υπηρέτας του λόγου του». Κι απ' αυτή τη μεταμόρφωση αλλάξανε και οι τέχνες, κι' αντί το σαρκικό κάλλος εκφράσανε το κάλλος το πνευματικό, κι' αντί την τέρψιν, φέρανε την «κατάνυξιν».  2 Μέχρι το 1000 (περίπου), μελωδός ήταν ο ίδιος ο υμνογράφος.

 

[iii] Με το να μην είναι σε θέση να νιώσει καθένας την δική μας εκκλησιαστική τέχνη, δεν θα πει πως αυτή είναι μόνο για λίγους που αισθάνονται με τον ίδιο τρόπο. Ίσα-ίσα

είναι για κάθε ανθρώπινη καρδιά, αλλά αυτή η καρδιά είναι ανάγκη να έχει αληθινό πνευματικό βάθος. Να μην νιώθει ενθουσιασμό, αλλά κατάνυξη, όχι τέρψη αλλά λύτρωση. Γι΄ αυτό έγραψε ο Ντοστογέφσκυ: «Μόνο μια Ορθόδοξη καρδιά μπορεί να νιώσει τα βαθιά μυστήρια».         

4 Δεν την οδήγησε στο Μοναστήρι η αμαρτωλή της ζωή, γιατί ποτέ της δεν υπήρξε αμαρτωλή.

[v] Μετάφραση: Κύριε, η γυναίκα που περιέπεσε σε πολλές αμαρτίες, επειδή κατάλαβε ότι είσαι Θεός, αναλαμβάνει έργο μυροφόρου και με θρήνο σου φέρνει μύρα (για να σε αλείψει) πριν ακόμα ενταφιαστείς. Και λέγει: Αλίμονο σε μένα, διότι ζω μέσα σε μια νύχτα, σε μια αχαλίνωτη, φοβερή και σκοτεινή τάση για ακολασία, σ΄ έναν έρωτα της αμαρτίας. Δέξου τα πολλά μου δάκρυα, εσύ που μεταβάλλεις σε σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε μπροστά στους στεναγμούς της καρδιάς μου, εσύ που χαμήλωσες τους ουρανούς με την απερίγραπτη ενανθρώπησή σου. Θα φιλήσω τα αμόλυντα πόδια σου, θα τα σκουπίσω με τις πλεξίδες της κεφαλής μου αυτά τα πόδια, που τον ήχο τους άκουσε η Εύα εκείνο το δειλινό στον παράδεισο και κρύφτηκε. Τα πλήθη των αμαρτιών μου και τα απύθμενα βάθη των κρίσεών σου ποιος θα μπορέσει να εξερευνήσει, ψυχοσώστα  Σωτήρ μου; Μην παραβλέψεις εμένα τη δούλη σου, εσύ που έχεις την άπειρη ευσπλαχνία.