Αρχείο κατηγορίας Χερουβικά τεριρέμ και πάσης τέχνης

Χερουβικά τεριρέμ και πάσης τέχνης

Ειδικές Οικονομικές Ζώνες στην Ιαπωνία του 30'

Ειδικές Οικονομικές Ζώνες στην Ιαπωνία του 30'…

 

(+) Του Νίκου Καζαντζάκη

 

"Όταν πολεμάς για τη λευτεριά, είσαι κιόλας λεύτερος"

Ν. Καζαντζάκης

 

Ανασηκωμένος στις μύτες των ποδιών του, σαν κόκορας μαχητής,  ο διευθυντής του εργοστασίου μας εξηγούσε τα περίπλοκα θαύματα των μηχανών του. Ο Κουγέ δεν κουραζόταν να θαυμάζει. Ήταν πολύ συγκινημένος, χάιδευε τους ηλεκτροκινητήρες, έριχνε τη ματιά του, σουρτά κι ερωτικά, στις όμορφες αστραφτερές μηχανές.

Made in Japan! Made in Japan! αναφωνούσε ολοένα. Πλησίασα μια νεαρή εργάτισσα, χλωμή, με μάτια μαυροκυκλιασμένα.

– Ευχαριστημένη; τη ρώτησα.

Γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε μια στιγμή. Πόσο ήταν αδύναμη και θλιμμένη, και πώς φοβόταν! Τα μικρά μαύρα μάτια της έκραζαν άφωνα: «Σώσε με!»

Ο διευθυντής μπήκε με τρόμο ανάμεσά μας.

– Μάλιστα… ψιθύρισε εκείνη.

– Ευχαριστημένη; ανάκραξε ο διευθυντής. Και βέβαια είναι ευχαριστημένη! Καλοπληρώνεται…

– Πόσα;

– … τρώει στην καντίνα του εργοστασίου, κοιμάται στους καθαρούς και υγιεινούς κοιτώνες μας… Ιδού οι αριθμοί… Θέλετε να κρατήσετε σημείωση;

– Όχι, αποκρίθηκα. Μα γιατί είναι τόσο χλωμή;

Ο διευθυντής με πήρε από το μπράτσο:

– Θέλετε να πάρουμε ένα φλιτζάνι τσάι;

Ναι, ναι… έλεγα μέσα μου, ακολουθώντας το διευθυντή στο γραφείο του, οι αριθμοί… Αν ήμουν εργάτισσα, θα έγραφα στη με μεγάλα μαύρα γράμματα στην άσπρη μου χτένα τούτο  το πικραμένο χάι-κάι:

Ναι, τα νούμερα, λεν, αχ! πως είμαι ευτυχισμένη.

 Μα εγώ χλωμιάζω κάθε μέρα

Και σήμερα αρχίνισα να βήχω…

Ο άθλιος θυμός του διανοούμενου είχε καταλαγιάσει μ' αυτό το χάι-κάι. Η αδικία που γινόταν σ' ένα ανθρώπινο πλάσμα μου είχε εμπνεύσει τρεις ασήμαντους στίχους, και ξέχασα σχεδόν την αδικία.

Ήπια το τσάι μου ακούγοντας υπομονετικά το διευθυντή να εγκωμιάζει τους εργάτες του.

– Ο Γιαπωνέζος εργάτης, έλεγε, τρελαίνεται για τη μηχανή. Ό,τι είναι μηχανή, τον τραβάει και τον γοητεύει. Δουλεύει μ' ενθουσιασμό οχτώ, δέκα, δώδεκα ώρες τη μέρα, καμιά φορά και περισσότερο, χωρίς να κουράζεται. Η αγάπη της μηχανής τον ψυχώνει.

Αποφάσισα επιτέλους να του είμαι λίγο δυσάρεστος:

– Και σεις βέβαια, τ αφεντικά, επωφελείστε.

Ο διευθυντής ξέσπασε στα γέλια:

– Μα φυσικά! Τι θέλετε; Να βάλουμε φρένο στον ενθουσιασμό του; Εμείς, αγαπητέ μου, είμαστε βιομήχανοι και έμποροι. Δεν είμαστε ιδεολόγοι ή ασκητές!

» Κάθε είδος έχει τους νόμους του, κι αλίμονο σε κείνον που τους πατήσει ή τους αλλάξει με νόμους άλλου είδους. Αν δώσετε χορτάρι στην τίγρη θα ψοφήσει. Αν δώσετε κρέας στο πρόβατο, θα ψοφήσει.

– Μα υπάρχουν και πανανθρώπινοι νόμοι!

– Φυσικά, και τους τηρούμε. Προσέχουμε τους εργάτες μας, φροντίζουμε να κοιμούνται καλά, να πλένουνται, να γυμνάζουνται, να ναι γεροί και δυνατοί…

– Και να δουλεύουν καλύτερα, ν' αποδίδουν περισσότερα…

Ο  διευθυντής γέλασε πάλι:

– Μα φυσικά! Συνδυάζουμε το ηθικό με το ωφέλιμο. Δεν είναι αυτό η τελειότητα;

Σώπασα. Ο νόμος της ζούγκλας. Το χορτάρι – ποίηση, αφιλοκέρδεια, προβατίσια αισθηματολογία – δεν πήγαινε στο σαρκοβόρο οργανισμό του.

Θέλησα ξάφνου να ρίξω την ταραχή σε τούτα τα αρπαχτικά μάτια.

– Ξεχνάτε, του είπα, το μεγάλο κίντυνο που σας απειλεί;

– Ποιον κίντυνο;

Άφησα να πέσει η λέξη:

– Τον κομμουνισμό.

– Τον βάλαμε φυλακή, είπε. Βάλαμε στο κλουβί το κόκκινο πουλί…

– Μπαίνει μια ιδέα στη φυλακή; Αυτή το σκάζει από την παραμικρή χαραματιά, από πόρτα ή παράθυρο, βγαίνει έξω κολλημένη στα ρούχα του δεσμοφύλακα… Πιάνει σα μικρόβιο τον αέρα, το ψωμί και το νερό.

Ο βιομήχανος έκαμε κέφι:

– Αγαπητέ μου, σκαρώσετε από δαύτα ένα χάι-κάι! Εμείς τα καταπίνουμε τα μικρόβια και, δεν ξέρω από ποιο γιαπωνέζικο θάμα, τ' αφομοιώνουμε και τα μετατρέπουμε σε εθνικισμό. Όπως οι μέλισσες, από ένα φαρμακερό λουλούδι βγάζουν μέλι.

» Αλλ' ας αφήσουμε αυτές τις αφηρημένες ιδέες, δε χρησιμεύουν σε τίποτα. Η δράση! Η δράση! Κοιτάτε τους Εγγλέζους! Όταν νιώθουν να τους απειλεί ο κίντυνος του στοχασμού, κρεμούν από κάπου ένα στουμπισμένο ασκί κι αρχίζουν να το γροθοκοπούν. Ή παίρνουν κάτι γυριστά ραβδιά κι αρχίζουν να κυνηγούν ένα ξύλινο τόπι. Ή βάνουν κάτω μια μπάλα και την κλοτσάνε λυσσασμένα.

» Να πως γλιτώσαν οι Εγγλέζοι από τον αφηρημένο στοχασμό και κυριέψανε τον κόσμο!

Σηκώθηκα απότομα. Πλαντούσα.

Κατάλαβε ο πονηρός Γιαπωνέζος την οργή μου και την αφορμή της; Δεν ξέρω. Μα μισόκλεισε τα μαϊμουδίσια μάτια του, τα πανούργα και άσπλαχνα, και ψιθύρισε με φωνή κουρασμένη άξαφνα και μαλακιά:

– Η δράση, κατά βάθος, δεν ικανοποιεί την ψυχή μου. Πιστέψετέ με, σας παρακαλώ… Δε βλέπω πότε να 'ρθει το βράδυ να γυρίσω σπίτι μου. Κάνω ένα μπάνιο, βάνω το κιμονό μου και κατεβαίνω ξυπόλητος στον κήπο…

» Σκάβω λιγάκι, ποτίζω, κοιτάζω τα φύλλα και τα μπουμπούκια να μεγαλώνουν. Καθίζω στο παράθυρο και περιμένω να βγει το φεγγάρι. Η γυναίκα μου παίζει σαμισέν, τραγουδάει παλιά τραγούδια. Ξέρετε, βρήκαν γραμμένους στο κράνος ενός φοβερού πολεμιστή, του Τάιρα Τανταμόρι, κάτι τρυφερούς στίχους που μου αρέσουν. Η γυναίκα μου τους τραγουδάει περίφημα:

» Γύρω στο μονοπάτι μου το, το σούρουπο

 ο ίσκιος ενός δέντρου θα γίνει η σκέπη μου τη νύχτα,

κι ένα λουλούδι θα ναι η συντροφιά μου.

Σώπασε και με κοίταξε χαμογελώντας.

Ανατρίχιασα. Πώς αυτός ο άγριος βιομήχανος στάθηκε ικανός να καταλάβει, από ποια δαιμονική διαίστηση, πως με τα λόγια τούτα μπορούσε να με τυλίξει; 

 

ΠΗΓΗ: Απόσπασμα από το έργο του Ν. Καζαντζάκη "ΒΡΑΧΟΚΗΠΟΣ". Το είδα: Τρίτη, 25 Σεπτεμβρίου 2012, http://eleftheri-ellada.blogspot.gr/2012/09/30.html

… φτάνει η υποκρισία του ΚΑΣ…

Εκεί που δεν φτάνει η λογοκρισία του ΕΣΡ, φτάνει η υποκρισία του ΚΑΣ…

 

Της Δέσποινας Κουτσούμπα*

 

Σας έχει τύχει ποτέ να αισθάνεστε ότι ζείτε μια εξωπραγματική στιγμή, μια στιγμή που ενώ είστε εκεί είναι σαν να μη βρίσκεστε στη θέση σας, αλλά να πετάτε σαν ένα πουλί και να βλέπετε τον εαυτό σας από ψηλά και να πιστεύετε ότι όσα διαδραματίζονται υπάρχουν σε ένα παράλληλο σύμπαν; Έτσι ακριβώς αισθάνθηκα καθισμένη στα πρώτα έδρανα πίσω από το τραπέζι του ΚΑΣ, καθώς υποβλήθηκα σε ένα νέου τύπου μαρτύριο, το μαρτύριο μην πεις αυτά που πραγματικά πιστεύεις, δείξε την καλή σου διαγωγή όσο κι αν εδώ μέσα ποδοπατούν τη λογική. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…

Εν αρχή ην η διεθνής καμπάνια του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς από τις περικοπές σε κονδύλια και προσωπικό. Η καμπάνια ξεκίνησε μετά το χτύπημα στο παλαιό Μουσείο της αρχαίας Ολυμπίας, τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της υποβάθμισης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της μη αναγνώρισης του αναντικατάστατου της πολιτιστικής κληρονομιάς, της άγνοιας κινδύνου που οδηγούσε τον πρώην Υπουργό ΥΠΠΟΤ κο Γερουλάνο να επαίρεται (σε εγχώρια και διεθνή μίντια) ότι το Υπουργείο του λειτουργεί με τον μισό προϋπολογισμό. Επειδή οι αρχαιολόγου που εργαζόμαστε στο Υπουργείο Πολιτισμού αναγνωρίζουμε ότι η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν γίνεται για μας, αλλά για το σύνολο της κοινωνίας, θελήσαμε να γυρίσουμε ένα τηλεοπτικό σποτ με το απλό μήνυμα ότι η ίδια η κοινωνία πρέπει να ευαισθητοποιηθεί για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, της ίδιας της ιστορίας της, κόντρα στις σειρήνες «τώρα κρίση έχουμε, λεφτά για μάρμαρα θα δίνουμε»;

Το σενάριο πάει κάπως έτσι: ένα κοριτσάκι επισκέπτεται με τη μητέρα του το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, απομακρύνεται από κοντά της, περιφέρεται στις αίθουσες του Μουσείου, βρίσκεται μπροστά στην Κόρη Φρασίκλεια, υπάρχει μια κρυφή συνομιλία μεταξύ τους, το κοριτσάκι χαμογελά. Ένα χέρι απότομα τραβά το κορίτσι σαν να το απαγάγει. Πέφτει καρτέλα: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΛΛΟΝ. Στην επόμενη σκηνή, το κορίτσι είναι στη θέση του, λείπει όμως από τη βάση της η Φρασίκλεια, που τελικά έχει «απαχθεί». Επόμενη καρτέλα: ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΕΛΘΟΝ. Και καταλήγει: Τα μνημεία δεν έχουν φωνή, εσύ έχεις. Ο συμβολισμός εύληπτος: το κοριτσάκι συμβολίζει το μέλλον, το άγαλμα συμβολίζει το παρελθόν, την ιστορική μνήμη. Αν σου στερήσουν το παρελθόν, θα πρέπει να πονέσεις σαν να σου στερούν το μέλλον. Οι φιλόξενες αίθουσες του Μουσείου (στην πρώτη σκηνή) έχουν γίνει απόκοσμες (στην τελευταία σκηνή) για να είναι προφανές ότι η σκηνή απαγωγής του κοριτσιού και του αγάλματος είναι συμβολική.

Η προβολή του σποτ στην τηλεόραση απαγορεύτηκε χτες από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (κατά πλειοψηφία). Δεν ξέρουμε ακόμη την επίσημη αιτιολογία ή το τελικό «σκορ» υπέρ-κατά, άλλωστε ήταν αργά και οι δημοσιογράφοι είχαν ήδη εγκαταλείψει την αίθουσα. Αυτά που γνωρίζουμε όμως είναι οι ερωτήσεις που έγιναν στα μέλη του ΔΣ που παραβρέθηκαν στη συνεδρίαση για να παρουσιάσουν το σποτ.

Ούτε λίγο ούτε πολύ τα μέλη του ΚΑΣ που πήραν το λόγο είχαν «διαβάσει» μόνο την κυριολεξία της εικόνας (βία στο παιδί, εξαφάνιση αγάλματος, δεν υπάρχουν φύλακες στην αίθουσα – sic!…) και είχαν «δει» το ανάποδο μήνυμα. Τον διασυρμό της χώρας, το μήνυμα ότι στα ελληνικά μουσεία ο καθένας μπορεί ανενόχλητος να κλέψει ένα άγαλμα ή να απαγάγει ένα παιδί (θυμήθηκα το μπαμπά μου, που πίστευε ότι οι δίσκοι του heavy metal αν παιχτούν ανάποδα μεταδίδουν σατανιστικά μηνύματα, αλλά ο μπαμπάς μου τουλάχιστον δεν μυρίζει μούχλα και καμαρίλα, αφήστε που μου μαθε να λέω την αλήθεια κι αυτό με κυνηγάει σε όλη μου τη ζωή…). Αιώνες συμβολισμού στην τέχνη έχουν πάει περίπατο, τα πάντα είναι «κυριολεκτικά». Επίσης, αλγεινή εντύπωση τους προξένησε το γεγονός ότι το μήνυμα είναι σοκαριστικό, μιας και η κοινωνία που ζούμε είναι αγγελικά πλασμένη κι όταν με απειλή όπλων έδεσαν τη φύλακα και άδειασαν το παλαιό Μουσείο της Ολυμπίας, δεν αισθανθήκαμε όλοι σοκαρισμένοι αλλά απολύτως ψύχραιμοι συνεχίσαμε να πίνουμε το τσάι μας. Ούτε είναι ευρέως διαδεδομένο στην κινηματογραφική παιδεία (και στην τηλεοπτική μας εποχή) το εύρημα μιας δυνατής εικόνας που τραβάει την προσοχή προκαλώντας ένα έντονο συναίσθημα για να μπορέσει να περάσει το μήνυμα που θέλει. Όλα αυτά διανθισμένα με πολλή ξινίλα για το ότι δεν είναι μόνο ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων που ενδιαφέρεται για την πολιτιστική κληρονομιά -μα δεν απαγόρευσε ο ΣΕΑ σε όλους τους υπόλοιπους να βγάλουν άλλα 10 σποτ και 200 αφίσες για το ίδιο θέμα, το ΚΑΣ απαγόρευσε στον Σύλλογο να προβάλλει το μήνυμά του!

Πράγματι, το συγκεκριμένο μήνυμα και τηλεοπτικό σποτ θα μπορούσε και θα έπρεπε να ήταν παραγωγή του ίδιου του Υπουργείου Πολιτισμού (νυν Γραμματείας), που γνωρίζει πολύ καλά την αύξηση των λαθρανασκαφών σε όλη τη χώρα, που έχει ευθύνη για την προστασία της κληρονομιάς, που θα ‘πρεπε να έχει ως πρώτο μέλημα να διατηρεί ζωντανή την ιστορική μνήμη σε αυτή την παράξενη (να το πω κομψά) εποχή. Σε μια άλλη χώρα, όχι πολύ διαφορετική από τη δική μας, το Ιταλικό Υπουργείο Πολιτισμού ανέλαβε το ίδιο καμπάνια ευαισθητοποίησης του κοινού ενάντια στην αρχαιοκαπηλία, παρουσιάζοντας σημαντικά αγάλματα από Μουσεία της Ιταλίας με κάποια μέλη τους να έχουν εξαφανιστεί (παραποίηση αρχαιοτήτων και ασέβεια στα μνημεία, άραγε;). Ακόμη και στη δική μας χώρα, η εξαίρετη περιοδική έκθεση «Αρχαιοκαπηλία ΤΕΛΟΣ» που παρουσιάζεται και αυτές τις μέρες στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, δεν διστάζει να δείξει αγάλματα με καλυμμένα μάτια, ή μέσα σε σακιά, δείχνοντας τη βία που συνιστά η αρχαιοκαπηλία (ευτυχώς πήρε έγκριση από το Κεντρικό Συμβούλιο Μουσείων, χωρίς να θεωρηθεί σοκαριστική).

Αν δεν θεωρήσουμε λοιπόν ότι άνθρωποι εγγράμματοι δεν γνωρίζουν την έννοια της καλλιτεχνικής σύμβασης ή του συμβολισμού, τι μένει; Η «κατηγορία» ότι το τηλεοπτικό μήνυμα του ΣΕΑ ήταν «πολιτικό» -και ως γνωστόν δεν επιτρέπεται να μπλέκονται οι αρχαιότητες με πολιτικά παιχνίδια (εξαιρούνται οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες μάλλον). Ωχ, μας πιάσανε! Πράγματι, το μήνυμα ήταν πολιτικό: Χωρίς παρελθόν δεν υπάρχει μέλλον. Όχι κομματικό, όχι συνδικαλιστικό, αλλά βαθιά πολιτικό. Γιατί είναι όντως πολιτικό θέμα το αν προστατεύεις και πώς την πολιτιστική κληρονομιά, το αν θεωρείς ότι η κοινωνία είναι κοινωνός αυτής της προστασίας, ή το αν κλείνεσαι στο καβούκι σου, διεκπεραιώνεις τα έγγραφα που σου ζητάνε για αν είσαι «παραγωγικός» υπάλληλος και δεν ανακατεύεσαι εκεί που δεν σε σπέρνουνε, περιμένοντας ότι όσο πιο λίγο ενοχλείς τόσο λιγότερο θα σε ενοχλήσουν. Είναι πολιτικό θέμα εντέλει, αν έχεις άποψη για το αντικείμενο της εργασίας σου όντας δημόσιος υπάλληλος, αν πιστεύεις ότι η παραγω γή πολιτισμού σε αυτή τη χώρα δεν είναι κάτι που τέλειωσε το 1830, αν πιστεύεις (και το κάνεις πράξη) ότι ο πολιτισμός χρειάζεται στην ολότητά του πνοή και ορμή και μπορεί να αλλάξει την κοινωνία, την οικονομία, τον κόσμο ολόκληρο. Πράγματι, πρόκειται για μια βαθιά πολιτική διαφωνία. Κι αυτή είναι που ενοχλεί.

Και μια βαθιά υποκρισία, όμως. Για όλους αυτούς που κατηγορούν όποιον έχει αιτήματα που αφορούν το μισθό του ως «συνδικαλιστική συντεχνία», όταν όμως ένας Σύλλογος πάει να μιλήσει για το περιεχόμενο της δουλειάς του, τότε του το απαγορεύουν. Γιατί αυτό, είναι ακόμη πιο επικίνδυνο. Γιατί αν μαθευτεί ότι τα αρχαία κινδυνεύουν (από το σποτ του ΣΕΑ θα μαθευτεί, γιατί δεν το ‘μαθε ο κόσμος όλος όταν κλέψανε την Πινακοθήκη μες στη μέση της Αθήνας…), πώς θα προχωρήσουμε στις επόμενες εφεδρείες, απολύσεις, εξωθήσεις; Οι αρχαιολόγοι είναι «καλοί» όταν μπορούν να γίνονται εύκολος στόχος: οι κολλημένοι, οι άρρωστοι, οι παρωχημένοι, που βάζουν εμπόδια στην «ανάπτυξη» του τόπου (λέγε με: τσιμέντο να γίνει και το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον). Τότε, όποτε θέλουμε τους βγάζουμε μπροστά (άμα χρειάζεται μια εργολαβία να καθυστερήσει τάχα μου για να ζητήσει παραπάνω λεφτά από το δημόσιο: φταίνε οι αρχαιολόγοι) κι όταν δεν χρειάζεται τους κάνουμε πέρα (όταν εγκαθιστούμε ξενοδοχεία, λιμάνια, δρόμους, ανεμογεννήτριες, Ολυμπιακά έργα μέσα ή δίπλα σε αρχαιολογικούς χώρους, τότε είναι περιττοί). Ποιος ο λόγος λοιπόν να χαλάσουμε στην κοινωνία την εικόνα των «χρήσιμων ηλίθιων» που έχουμε εντέχνως καλλιεργήσει επί χρόνια;

Δεν αξίζει, παρά μόνο για την ιστορία, να αναφερθούμε σε παρατηρήσεις περί εικόνων άσκησης βίας σε παιδιά και της σχετικής νομοθεσίας, μιας και το αρμόδιο ΕΣΡ είχε ήδη εγκρίνει το σποτ από τη σκοπιά της νομοθεσίας αυτής (όπως έχει εγκρίνει και πολύ πιο «βίαια» σποτ της UNICEF, της Διεθνούς Αμνηστίας κ.λπ.) και είχε κατανοήσει το νόημά του, αφού έδινε άδεια να προβληθεί δωρεάν ως τηλεοπτικό μήνυμα που «ευαισθητοποιεί την κοινή γνώμη για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς». Όπου όμως δεν φτάνει η λογοκρισία του ΕΣΡ, φτάνει η υποκρισία του ΚΑΣ…

Κα Πρόεδρε του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και ΓΓ Πολιτισμού κα Μενδώνη, κάντε κάτι καλό για το κύρος του Συμβουλίου. Τουλάχιστον γράψτε στην αιτιολογία απόρριψης στου σποτ το ότι «εμπεριέχει πολιτικό μήνυμα». Έτσι τουλάχιστον θα γλιτώσετε τα παρόντα μέλη του ΚΑΣ από το να πρέπει να υπερασπιστούν την έλλειψη καλλιτεχνικής παιδείας που επιμελώς εμφάνισαν για τις ανάγκες αυτής της απόφασης.

Ζητώ δημόσια συγνώμη από όλους τους συντελεστές του σποτ, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, μέλη και φίλους του ΣΕΑ, που δούλεψαν αφιλοκερδώς και με όλη τους την καρδιά για να δημιουργηθεί ένα τόσο άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα χωρίς λεφτά και χωρίς ανταλλάγματα. Για τη χαρά της δουλειάς και γιατί πίστεψαν ότι με αυτόν τον τρόπο βοηθούσαν σε έναν κοινό σκοπό. Κοινό για ποιους; αναρωτιέμαι πλέον…

* Δέσποινα Κουτσούμπα, μέλος του ΣΕΑ και Πρόεδρος του ΔΣ

ΥΓ. Όλα τα παραπάνω απηχούν προσωπικές απόψεις (γι΄ αυτό άλλωστε και είναι ενυπόγραφα) και όχι τις απόψεις κάθε μέλους του ΔΣ του Συλλόγου, μέλη που και εγγράμματα είναι και τις απόψεις τους μπορούν να διακινήσουν προφορικά ή γραπτά. Άλλωστε, πάντα τα πρακτικά του ΔΣ είναι στη διάθεση όλων των μελών, για όποιον έχει διάθεση κάποια στιγμή να πάει πέρα από τα κουτσομπολιά των διαδρόμων, που σε αυτό το Υπουργείο αποτελούν ενδημικό φαινόμενο. Άλλωστε, όσο και τα λοιπά μέλη ΔΣ και αναπληρωματικά μέλη ΔΣ του ΣΕΑ εκφράζουν καθαρά προσωπικές απόψεις στο ΚΑΣ, γράφοντας εις τα παλαιότερα των υποδημάτων τους πλειοψηφικές αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης και του Διοικητικού Συμβουλίου, τόσο δεν μπορεί να υπάρξει καμιά «προληπτική λογοκρισία» στις προσωπικές απόψεις και στάσεις, όταν δηλώνονται ως τέτοιες.

 

ΠΗΓΗ: Αυγούστου 30, 2012,  http://parallhlografos.wordpress.com 

 

Σημείωση από τΜτΒ: Δείτε το σποτ εδώ: http://www.youtube.com/watch?v=LRbexQpbrbQ&feature=player_embedded

Κουρασμένο σπουργίτι στα Κύθηρα

Κουρασμένο σπουργίτι στα Κύθηρα

 

Του Λευτέρη Κουσούλη


Κυριακή πρωί νότια. Δίπλα στο κύμα. Στο καλοφαγείο ο «Μπάμπης» η παρέα χαζολογούσε. Ο ουρανός συννεφιασμένος. Η θάλασσα καθρέφτης. Τυρί, ντομάτα και παξιμάδι.

Οι εκλογές της 6ης Μαΐου είχαν σχεδόν ξεχαστεί. Μάταια ο Νίκος προσπάθησε να φέρει τη συζήτηση στο πώς ψήφισε το χωριό. Οι ψαράδες αδιάφοροι. Εκεί. Αιχμάλωτοι στη γοητεία της θάλασσας μιλούσαν για τις μικρές και μεγάλες ιστορίες τους, μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Δεν γιατρεύεται αυτό το πάθος. Δεν ξεδιψάει αυτός ο πόθος.

Ξαφνικά ο καπεταν-Γιώργος από τα Κύθηρα, εκεί που καυχιόταν για τη μηχανή του που ποτέ δεν τον πρόδωσε, με μια κίνηση εμπνευσμένου ποιητή, άπλωσε τα χέρια του πάνω από το τραπέζι, θέλοντας να κερδίσει την προσοχή των ομοτέχνων του.

Θα σας πω μια ιστορία, είπε. Και άρχισε:

Ήταν μεσημέρι ανοιχτά στα Κύθηρα. Η ψαριά μου έτσι κι έτσι. Είχα καθίσει στο τιμόνι. Με την πλώρη ακαταμάχητη στο μικρό βοριά. Καρφί Νεάπολη. Δεξιά μου μόλις φαινόταν ο καβο-Μαλιάς, αριστερά μου μόλις σαν σκιά το Λαφονήσι. Ξαφνικά ακούω ένα χτύπο στο κατάστρωμα. Σαν να έπεσε πέτρα από τον ουρανό. Κάνω κράτει. Ξαφνιασμένος βγαίνω να δω τι συμβαίνει. Ένα νεκρό σπουργίτι στο κατάστρωμα! Έπεσε στην πλώρη, το βρήκα στην πρύμνη. Κατάχαμα με απλωμένα τα φτερά, χωρίς πνοή, χωρίς κίνηση.

Έμεινα βουβός. Τόσα χρόνια στα πέλαγα ποτέ ο «Φάβας» – έτσι ονομάζει το καΐκι του ο καπεταν-Γιώργος – δεν έγινε πλεούμενο νησί για αποκαμωμένα (θαλασσο)πούλια. Πήρα το σπουργίτι στα χέρια μου. Αν και φαινόταν νεκρό κοίταξα τον ουρανό μήπως και το αναστήσω. Με χαρά μου είδα σε λίγα λεπτά να συνέρχεται. Μάζεψε τις φτερούγες του. Μικρές κινήσεις έδειχναν ότι ζωντάνεψε. Δεν θυμάμαι την ώρα που πέρασε. Δεν μπορώ να σας πω πόση ώρα έμεινα εγώ, ο «Φάβας» και το σπουργίτι στο πέλαγος. Έτσι για μια στιγμή χάθηκε ο χρόνος.

Λίγο μετά το κουρασμένο σπουργίτι ήπιε διψασμένα νερό. Το ένιωθα πια στην παλάμη μου ζωντανό. Η πλώρη τώρα σταθερά για Νεάπολη.

Το βοριαδάκι πιο δυνατό, δροσίζει το πέλαγος. Στο βάθος αχνοφαίνεται η ακτή. Η Νεάπολη μια άσπρη κουκίδα. «Έχουμε δρόμο ακόμη»,  γύρισα και είπα στη φτερωτή συντροφιά μου.

Με τον «Φάβα» να «πιάνει» τα 17, σιγά – σιγά οι ακτές παίρνουν μορφή. Φαίνεται πια καθαρά το Λαφονήσι αριστερά μας. Η Νεάπολη όλο και ασπρίζει. Και ξαφνικά το σπουργίτι έτοιμο να φύγει. Από το κατάστρωμα της πλώρης βολίδα για την στεριά. Σαν μαύρη κουκίδα χάθηκε στον ορίζοντα. Καρφί στην ακτή.

Και ο καπεταν-Γιώργος χωρίς να περιμένει το νεύμα της συντροφιάς να συνεχίσει, προσπαθούσε να μεταφέρει κινηματογραφικά, με λόγια και λεπτομέρειες, το βίωμά του.

Με το πρόσωπό του πλατύ και ανοιχτό σαν θαλασσινός ορίζοντας. Και την σκέψη του αλλού.

Νομίζω ότι τον ένιωσα καλά εκείνη την ώρα τον καπεταν-Γιώργο: ποθούσε κι αυτός μια πτήση σαν το κουρασμένο σπουργίτι στα Κύθηρα.

 

1η ανάρτηση, 28-05-2012, http://www.aixmi.gr/index.php/kourasmeno-spourgiti-kythira/ 

Πάνω σὲ μιὰ χειμωνιάτικη ἀχτῖνα

Πάνω σ μι χειμωνιάτικη χτνα


+ Του Γιώργου Σεφέρη


Εἶπες ἐδῶ καὶ χρόνια:
«Κατὰ βάθος εἶμαι ζήτημα φωτός».

Καὶ τώρα ἀκόμη σὰν ἀκουμπᾷς
στὶς φαρδιὲς ὠμοπλάτες τοῦ ὕπνου


ἀκόμη κι ὅταν σὲ ποντίζουν
στὸ ναρκωμένο στῆθος τοῦ πελάγου


ψάχνεις γωνιὲς ὅπου τὸ μαῦρο
ἔχει τριφτεῖ καὶ δὲν ἀντέχει


ἀναζητᾷς ψηλαφητὰ τὴ λόγχη
τὴν ὁρισμένη νὰ τρυπήσει τὴν καρδιά σου


γιὰ νὰ τὴν ἀνοίξει στὸ φῶς.

Ἡ μάνα τοὺ Χριστοὺ – του Κ. Βάρναλη

μάνα το Χριστοὺ

Του Κώστα Βάρναλη

 

Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο αυξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.

Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!

Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στ ὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!

Ἀνάσταση… του Κώστ. Βάρν.

νάσταση

 Του Κώστα Βάρναλη

 

 Νὰ τ᾿ ἡ μεγάλη νύχτα! Καλὴ νύχτα!
Ψηλὰ τὸ κυπαρίσσι σὲ καλεῖ.
– Ἔλα, δὲν ἔχεις τίποτα νὰ χάσεις
μάιδε νὰ θυμηθεῖς καὶ νὰ ξεχάσεις.

Συνέχεια

῎Ετος Παπαδιαμάντη του Κ. Γάλλου δώρημα

῎Ετος Παπαδιαμάντη του Κ. Γάλλου δώρημα

 

Του Κώστα Κάλχα [ΟΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ]

 

Μέ τό τέλος τοῦ 2011 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια ἀπό τόν θάνατο τοῦ ᾿Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. ῾Υποτίθεται ὅτι τό ἔτος αὐτό (τό 2011), θά ἑορταζόταν ἡ προσφορά στά Νεοελληνικά γράμματα τοῦ Σκιαθίτη Λογοτέχνη. Πρέπει νά τό παραδεχθεῖ ὁ ἀναγνώστης, ὅτι δέν ἔγινε καί κάτι πολύ σπουδαῖο πρός τιμήν του. ᾿Αλλά οἱ δικαιολογίες, αὐτή τή φορά, ὑπάρχουν ἄφθονες. Προφανῶς, σχετίζονται μέ τήν κρίση τῆς οἰκονομίας, τῆς κοινωνίας, τῆς ζωῆς. Εἶναι δικαιολογημένες, λοιπόν, οἱ δικαιολογίες; ῎Η μήπως, δέν εἶναι αὐτό τό πρόβλημα;

Καί βέβαια, ἡ στενόχωρη κατάσταση πού ζοῦμε δημιουργεῖ ἄλλες προτεραιότητες καί ἀξίες. Καί βέβαια, οἱ κλασσικοί στό εἶδος τους, τό φιλολογικό καί ᾿Αθηναιοδιφικό, Παπαδιαμαντολόγοι, μετά τῶν συναφῶν λογοτεχνιζόντων, θά ἑορτάζουν, βρέξει-χιονίσει, μέ λαμπρότητα τόν κυρ-᾿Αλέξανδρο. Καί βέβαια, ἔτσι, ὁ κόσμος θά συνεχίσει νά ὑπάρχει· μέ τά καθημερινά προβλήματα, πού αὐξάνουν ἐπικίνδυνα, μέ τίς πολλές ἀσχολίες, τίς δυσκολίες, τίς χαρές καί τή… φιλολογία. ᾿Ακριβῶς, δηλαδή, ὅ,τι δέν ἦταν ὁ Παπαδιαμάντης. Καί γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τόσο ἐπίκαιρη ἡ χρονιά καί ἡ ἐποχή τούτη. ῾Ο Παπαδιαμάντης, ὁ φτωχός ῞Αγιος τῶν γραμμάτων, ἔζησε μιά ζωή μακρυά ἀπό τά φῶτα τῆς δημοσιότητας κυριολεκτικά. ᾿Ακόμα καί ὅταν ἔκαναν λογοτεχνική γιορτή πρός τιμήν του, αὐτός ἐπῆγε στούς φίλους του, σέ μιά οἰκογένεια, σέ κάποια γειτονιά τῆς τότε μικρῆς (καί ὄχι «πολυόροφης») ᾿Αθήνας. ᾿Απέφυγε τή λογοτεχνική καί κοινωνική ἀριστοκρατία ὄχι ἀπό σνομπισμό, ἀναρχισμό, ζηλωτισμό, εἰρωνεία, μῖσος καί ὅ,τι ἄλλο, μά μόνο καί μόνο γιατί ὁ στόχος του, ὁ σκοπός τῆς ζωῆς του ἦταν διαφορετικός. ῾Ο Παπαδιαμάντης δέν ἦταν «ταπεινοφανής», δέν παρίστανε τόν κοινωνικά ἀπόβλητο ἤ ἄσχετο καί χαμένο στόν δικό του μικρόκοσμο τῆς φτωχῆς μικροσυνοικίας ἤ ἐπαρχίας.

᾿Ακολουθοῦσε ἕναν ἄλλο τρόπο ζωῆς. Αὐτόν τόν ἁπλό, πού ἡ κρίση τώρα μᾶς ξαναθυμίζει. Χαιρόταν μέ τίς ἁπλές κουβέντες, τό λίγο κρασί καί μεζέ στό καφενεῖο (τό διάσωσμα τῆς ᾿Αγορᾶς, βυζαντινῆς καί ἀρχαίας) ἤ τήν ταβέρνα. Δέν θά τόν φανταζόμασταν στά μπουζούκια, τά ἑλληνάδικα, τή Βίσση, τόν Ρουβᾶ, νά σκορπᾶ μέ τούς φίλους του χρήματα χιλιάδες σέ λουλουδοπόλεμο. ᾿Αρεσκόταν νά θαυμάζει τή φύση, καθισμένος σέ ἕνα θαλασσινό βραχάκι, σέ μιά ψαράδικη βάρκα, στό βουνήσιο κατσάβραχο μόνος, στήν ᾿Αθηναϊκή ἐξοχή μέ καλούς φίλους. Θά τόν φανταζόμασταν ὡς διάσημο λογοτέχνη νά κλείνει σαλέ μέ spa στήν ᾿Αράχωβα (Arachova, ἐπί τό ᾿Αθηναϊκότερον), νά κάνει θαλάσσιες θερινές βόλτες μέ τό κόττερο ἑνός πλουσίου;

Θά τόν περιμέναμε νά ἔχει δική του ἐκπομπή στήν τηλεόραση καί νά ἀναλύει (καί μάλιστα ψυχαναλύει) τά ἄλυτα παγκόσμια, μεταφυσικά, φιλοσοφικά, καλλιτεχνικά προβλήματα; Δέν ζήτησε τή δόξα τῶν ἀνθρώπων. ᾿Εζήτησε τόν Θεό. ᾿Αλλά τόν Θεό τῶν Πατέρων καί ὄχι τή φιλοσοφία ἤ τή «Θεολογία» περί Θεοῦ.

Στό σημερινό κοινωνικό χάος, πού ἐγκυμονεῖ ποικίλες ἀναστατώσεις, μοιάζει παράταιρο ἕνα τέτοιο πρότυπο. Δέν ἦταν κοινωνικός ἐπαναστάτης ὁ κυρ-᾿Αλέξανδρος. ᾿Αναχωρητής ἦταν. ᾿Απέφευγε τά πολλά καί ψεύτικα «θέλω», ἀπέφευγε τό «ἴδιον θέλημα», ἐνῶ ζοῦσε μέσα στήν πόλη, ἔμοιαζε «οὐρανοπολίτης». Καί ἀκριβῶς περιέγραφε τέτοιες περιπτώσεις ζωῆς στήν πόλη καί τό χωριό, πού θυμίζουν τά σημερινά κρίσιμα χρόνια.

Δέν ἔψαχνε νά δείξει μιά γλυκανάλατη καί «χαρούμενη» ἱστορία, ἀντίθετα περιέγραφε ἀνθρώπους «ἀναγκεμένους». ᾿Από ἐκεῖ ἔβγαιναν ἀβίαστα συμπεράσματα ὄχι μόνο γιά τό «τραγικόν» τῆς ζωῆς, ἀλλά καί γιά τή λύτρωση ἐν Χριστῷ, τή Σταυραναστάσιμη ἐλπίδα.

῎Ας ἀντιπαραβάλλουμε τήν πρότασι τοῦ καταναλωτισμοῦ, πού τώρα ξεφτίζει μέ τήν κρίσι καί ὁδηγεῖ σέ παράνοια πολλούς ἀνθρώπους, πού θεωροῦν πλέον τόν ἑαυτό τους «στερημένο» ἀπό τά τόσα «ἀγαθά», μέ τήν ἁγία πτωχεία τοῦ κυρ-᾿Αλέξανδρου, τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ πού κατεῖχε καί δέν ἀπελπιζόταν, δέν τρελλαινόταν, δέν μισοῦσε (ταξικά, φυλετικά ἤ ὅ,τι ἄλλο) ἄν καί γνώριζε τίς αἰτίες τοῦ κακοῦ καί τίς ἔδειχνε, τήν ἁπλή φυσική χαρά τῆς ζωῆς ὡς δῶρο τοῦ πλάσαντος τή φύση Θεοῦ. Καί τότε, ἴσως τότε, πάρουμε εἴδησι σέ ποιό ἀδιέξοδο μᾶς ἔφερε ὁ «σύγχρονος τρόπος ζωῆς».

῎Ισως, μέ αὐτόν τόν Παπαδιαμάντειο λόγο τῶν μικρῶν διηγηματίων, πού ψάλλουν τόν Χριστό καί τή φύση τῆς ὑπαίθρου, τούς ἁπλούς ἀνθρώπους, πού διατηροῦν μιάν ἄλλη ἀπαντοχή στά βάσανα καί τά πάθια τοῦ κόσμου τούτου, ἴσως μπορέσουμε νά ἀνασάνουμε, νά γλυτώσουμε ἀπό τό προκατασκευαζόμενο χάος τῆς κρίσης. Πιό ἐπίκαιρος ἀπό ποτέ, ὁ κυρ-᾿Αλέξανδρος μᾶς ὁδηγεῖ στήν κατάφαση μιᾶς ζωῆς πού ξεχάσαμε, σβύσαμε (καί εἶναι ἡ ζωή τῶν πατέρων μας κυριολεκτικά) καί τώρα μᾶς ἐπιβάλλουν. ᾿Αρκεῖ νά ἀνατάξουμε τή ζωή αὐτή στήν ἐλπίδα καί ὄχι στήν ἀπελπισία, στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα τῆς ἀλληλοβοήθειας καί ὄχι στή διαλυτική σπορά τοῦ κοινωνικοῦ μίσους.

Εἰδάλλως, θά κινδυνεύσουμε νά δοῦμε ἀπό μακρυά τό «πρικιό» μας (τήν ζωή στή χώρα μας) ἐνῶ θά χανόμαστε, ὅπως ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἀνάμεσα στή στεριά καί τήν θάλασσα, τήν ἄμμο καί τό κῦμα, τήν ἅλμη καί τούς σκοίνους, στό ὕστερο σημεῖο τοῦ δρόμου μεταξύ θείας καί ἀνθρώπινη δικαιοσύνης, μεταξύ θείας ἐγκατάλειψης καί ἀνθρώπινης ὀργῆς.

ΠΗΓΗ: Εφημ. ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ, φ. 865 (1178) , σελ. 3, 1 Μαρτίου 2012 ΚΑΙ Τρίτη, 20 Μάρτιος 2012, http://www.xristianiki.gr/arkheio-ephemeridas/865/oi-semeioseis-tou-kalkha-etos-papadiamnte-tou-gllou-drema.html

Αποδιοπομπαίοι τράγοι

Αποδιοπομπαίοι τράγοι

 

Του Νικόλα Σεβαστάκη


 

Στην πιάτσα την οποία εξερεύνησε με το ένστικτό του ο Κωστόπουλος, το εκτός μόδας, το αποκηρυγμένο και το μιαρό, περιμένουν απλώς τη στροφή της συγκυρίας και την αλλαγή του κλίματος για να ξαναεισβάλουν στη σκηνή  

Η «απολογία» του Πέτρου Κωστόπουλου και το απηνές κυνήγι του μυστηριώδους εκατομμυριούχου βουλευτή (ή των περισσότερων βουλευτών) είναι δυο φαινομενικά ασύνδετα γεγονότα των τελευταίων ημερών.

Στην πρώτη περίπτωση, ο συμβολικός πατέρας αυτού που αποκαλέστηκε «life style κουλτούρα» της Ελλάδας των τελευταίων δύο δεκαετιών, παραδέχεται την επιχειρηματική του αποτυχία και επιτίθεται σε όσους τον ταυτίζουν πλέον με τα κοινωνικά και αισθητικά δεινά ενός χρεοκοπημένου κοινωνικού μοντέλου. Στη δεύτερη περίπτωση, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμα περίπτωση συντονισμένου ηθικού σκανδαλισμού του έθνους, λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά την υπερψήφιση του νέου Μνημονίου και όσων «μέτρων» το συνοδεύουν.

Η κυρίαρχη σκηνή μοιάζει να ψάχνει τους αποδιοπομπαίους τράγους, τα πρόσωπα και τις «ιστορίες» που πρέπει να φορτωθούν την μεγάλη Ενοχή. Επειδή ακριβώς ο Ένοχος δεν μπορεί να είναι διαρκώς ο «μέσος Έλληνας» (πλησιάζουν εκλογές άλλωστε), ανασύρεται εκ νέου το θέμα της καταισχύνης και της αμαρτίας κάποιων κακών Μεγάλων, Επωνύμων, πρώην Λαμπερών κλπ. Αυτοί οι κακοί δαίμονες θα άρουν τις αμαρτίες ενός συστήματος εξουσίας με το να γίνουν οι ίδιοι, οι ζωές και οι πρακτικές τους τα σύμβολα της «κάθαρσης» από το άνομο παρελθόν.

Ας μείνω όμως στην περίπτωση Κωστόπουλου. Από μια άποψη, τα όσα λέει για να αποσοβήσει την κατηγορία του εκμαυλιστή των κοινωνικών ηθών στην Ελλάδα του ΄90, είναι πειστικά. Πράγματι δεν ήταν το Κλικ ή το Νίτρο που κατασκεύασαν εκ του μηδενός μια ορισμένη ιδεολογία, αισθητική και ηθική της περιόδου της ελληνικής «ευημερίας». Ο συγκεκριμένος άνθρωπος λειτούργησε ως ανιχνευτής τάσεων που ήταν ήδη παρούσες και ενεργές. Δούλεψε καλά (σ)τη μεθόριο ανάμεσα στα κλασικά όνειρα ανόδου των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων και στα πληθωρικά υλικά μιας διεθνικής ποπ βιομηχανίας. Υπήρξε έτσι ένας πολιτισμικός επιχειρηματίας / καπιταλιστής, ένας «ανανεωτής» της οικονομίας της κουλτούρας, η οποία συγκροτήθηκε στα καθ’ ημάς γύρω από μια απώθηση: την απώθηση της «ιστορικής» Ελλάδας, της Ελλάδας των πολέμων και των πολιτικών παθών, της Ελλάδας των κατασταλτικών ηθών της Δεξιάς και της αντιστασιακής μαρτυρίας των αριστερών που είχε ήδη τραυματιστεί σοβαρά με την «κρατικοποίησή της» στα πρώτα χρόνια του ΄80. Τα περιοδικά και τα ραδιόφωνα του Κωστόπουλου υποσχόταν την έξοδο από τις στερήσεις και τη βία του παρελθόντος, την πρόσβαση στο νέο σύμπαν των εμπορικών λογότυπων και της ζωής που δεν πρέπει να είναι θλιβερή. Στις εικόνες και στα κείμενα αυτά, συντελέστηκε η φαντασιακή συνεύρεση των αγροτικής και μικροαστικής καταγωγής νεαρών με τους νεοαστούς, με τα Βόρεια Προάστια, με τα ελληνικά κατά φαντασία «Μαϊάμι» που φύτρωσαν γύρω από τη Λεωφόρο Κηφησίας ή προς τη Γλυφάδα. Με μια έννοια, το μήνυμα αυτών των νέων μέσων ήταν η ιδέα μιας αταξικής ελληνικής κοινότητας στη βάση μιας δημοκρατίας των καταναλωτικών επιλογών και του συγχρωτισμού των τρόπων ζωής.

Το ενδιαφέρον σε αυτή την ιστορία, που συνιστά, άλλωστε, μια πτυχή ενός μοντέλου καπιταλιστικής μεγέθυνσης, είναι ότι κατάφερε να γίνει χωνευτήρι πολλών στοιχείων της σύγχρονης ελληνικής ιδεολογίας: εδώ συγχωνεύτηκαν αρμονικά ο νεοεθνικισμός του σύγχρονου επιτεύγματος (μεγάλα έργα, μαρίνες, εμπορικά κέντρα, Ολυμπιακοί Αγώνες) και ο τουριστικός κοσμοπολιτισμός, η βαθιά Ελλάδα των οπαδών του Θρύλου και η αβάσταχτη ελαφρότητα της σκηνής των celebrities. Εδώ δοκιμάστηκε ο λαϊκοποπ εκσυγχρονισμός της Ανατολής σε ένα φόντο «επιβεβλημένης» κατανάλωσης. Και η επιτυχία ήλθε από την αποτελεσματική διαχείριση των αντιφατικών μηνυμάτων.

Άλλες περιπτώσεις πολιτισμικών ιμπρεσάριων της εποχής δεν τα κατάφεραν στο μίγμα πολιτικής όπως θα έλεγε και ο Σαμαράς, πριν μπει στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Είτε στράφηκαν στη λούμπεν κοσμική παρα-πορνογραφία, είτε προσπάθησαν να προωθήσουν έναν πιο μορφωμένο και στυλιζαρισμένο ποπ ιδίωμα, χωρίς τον παραδοσιακό ακατέργαστο σεξισμό των εντύπων του Κωστόπουλου. Η παρα-πορνογραφία έχανε από την πραγματική ενώ οι πιο έντεχνες και ιδιοσυγκρασιακές εκδοχές ποπ κουλτούρας δεν είχαν ποτέ τη μαζική απήχηση στα κομμωτήρια, στους στρατώνες ή στα πλοία της γραμμής όπου έβρισκες το Κλικ και το Νίτρο στα σαλόνια της τρίτης θέσης. Θα έλεγε κανείς ότι ο κώδικας που διαμόρφωσε ο Κωστόπουλος ήταν το αντίστοιχο της μεγάλης μηχανής ΠΑΣΟΚ: λειτούργησε ως το επιτελικό κράτος για τη συνολική επικράτεια του life-style σε αναλογία με το κόμμα-κράτος, το κράτος της αλλαγής και στη συνέχεια του εκσυγχρονισμού.

Ένα είναι όμως βέβαιο: η «πρόταση» Κωστόπουλου δεν ήταν ποτέ περιθωριακή στην ελληνική κοινωνία όπως υποστηρίζει τώρα ο ίδιος θέλοντας να μικρύνει τη σημασία των εγχειρημάτων του. Από την αρχή και πολύ περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου, υπήρξε μια από τις επιφάνειες του κοινωνικού φαντασιακού στο οποίο στηρίχτηκε ο «καταναλωτικός καπιταλισμός» στην εγχώρια εκδοχή του. Αγχωμένος ευζωισμός και ανταγωνιστικά συμπλέγματα, φκιασιδωμένη «λαϊκότητα» και νεοπλουτίστικη περιφρόνηση για κάθε τι πνευματικό, βρώμικες λέξεις αλλά και απέραντο κομφορμιστικό δέος απέναντι στους ισχυρούς του πλούτου και της φήμης, όλα αυτά αλέστηκαν από κοινού στο μύλο μιας αφήγησης που ήταν κάτι περισσότερο από την επίδειξη ενός συγκεκριμένου ανθρώπου σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.

Ανεξάρτητα από το αν η καριέρα του προσώπου Πέτρου Κωστόπουλου έφτασε στο τέλος της, η αφήγηση της ελληνικής «ανόδου» την οποία υπηρέτησαν τα προϊόντα του, θα συνεχίσει να επιβιώνει πίσω από τα συντρίμμια και τα ηθικά αναθέματα με τα οποία το σήμερα επιδιώκει να ξεπλυθεί από τα κρίματα του παρελθόντος. Στην πιάτσα την οποία εξερεύνησε με το ένστικτό του ο Κωστόπουλος, το εκτός μόδας, το αποκηρυγμένο και το μιαρό, περιμένουν απλώς τη στροφή της συγκυρίας και την αλλαγή του κλίματος για να ξαναεισβάλουν στη σκηνή. Και έπειτα, κάποιος τριαντάρης θα βρεθεί να σαλπίσει το τέλος της θλίψης για να συναντήσει το διψασμένο για λήθη κοινό…

Νικόλας Σεβαστάκης

 

ΠΗΓΗ: REDNotebook, 25 February 2012, http://www.rednotebook.gr/details.php?id=4947

Θεωρίες για: περιεχόμενο, ρόλο & σκοπό της Τέχνης

Θεωρίες για το περιεχόμενο, το ρόλο και το σκοπό της Τέχνης στην ανθρώπινη κοινωνία

 

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*


 

Σχετικά με την Τέχνη διατυπώθηκαν οι θεωρίες:

« η Τέχνη πρέπει να υπηρετεί την Τέχνη»,

«η Τέχνη πρέπει να είναι στρατευμένη»,

«η Τέχνη πρέπει να είναι αυτόνομη».

Οι θεωρίες «η Τέχνη πρέπει να υπηρετεί την Τέχνη» και «η Τέχνη πρέπει να είναι στρατευμένη» εκφράζουν δυο ακραίες καταστάσεις και για το λόγο αυτό περιέχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες λάθους. Η θεωρία της «Τέχνης για την Τέχνη» καταλήγει στο να προσφέρει στον άνθρωπο μια στείρα ικανοποίηση, αντιπροσωπεύει μια έννοια στατική, τελείως απομονωμένη από την εποχή στην οποία δημιουργείται, από τα σύγχρονά της προβλήματα, ανάγκες, προβληματισμούς. Από την άλλη μεριά η «στρατευμένη Τέχνη» είναι τελικά ανελεύθερη.

Υπηρετεί συγκεκριμένους κοινωνικούς ή πολιτικούς σκοπούς, η ύπαρξή της καθορίζεται από τα συγκεκριμένα δεδομένα της εποχής της. Είναι ουσιαστικά ένα προϊόν της εποχής, που δε μπορεί να σταθεί έξω από τον καθορισμένο τόπο και χρόνο. Χάνεται μ’ αυτό τον τρόπο η διαχρονική αξία των καλλιτεχνημάτων, η αδιάβλητη από το χρόνο σημασία τους, ενώ εδραιώνεται ο παροδικός τους χαρακτήρας, ο χαρακτήρας τους ως προϊόντων συγκυριών.

Προβάλλει, επομένως, σαν ιδανική λύση η θεωρία ότι η τέχνη πρέπει να είναι αυτόνομη. Κι αυτό, για δύο, πρώτα απ’ όλα, λόγους. Η Τέχνη υπηρετεί μ’ αυτό τον τρόπο τον εαυτό της. Εξασφαλίζεται η δημιουργία καλλιτεχνημάτων υψηλού επιπέδου, που προσφέρουν πραγματική αισθητική απόλαυση, μια γνήσια ευχαρίστηση. Επιδιώκεται η συνεχής βελτίωση τεχνοτροπιών, ρευμάτων, αισθητικών αντιλήψεων και ταυτόχρονα οι προσπάθειες των καλλιτεχνών προσανατολίζονται προς μια αδιάκοπη πρωτοπορία, αναζήτηση «του καινούργιου», της καινοτομίας. Με τον τρόπο αυτό δίνεται στην Τέχνη η ευκαιρία, να εξελίσσεται συνεχώς, να λειτουργεί δυναμικά, να προχωρεί, να προοδεύει, να παρουσιάζει διαρκώς ένα νέο πρόσωπο. Παρέχονται, λοιπόν, οι εγγυήσεις για την πορεία της στο χρόνο, την ανεξάρτητη από σύγχρονα δεδομένα αξία της.

Όμως η αυτόνομη τέχνη δεν εξαντλείται εκεί. Αυτό που τη διαφοροποιεί από το να υπηρετεί τη θεωρία «η Τέχνη για την Τέχνη» είναι ότι εκφράζει την εποχή της. Διαπλάθεται μέσα από τα θέματα που απασχολούν τη σύγχρονή της κοινωνία, δεν είναι ξένη προς τα προβλήματα που υπάρχουν. Χωρίς η επίλυση αυτών να αποτελεί αυτοσκοπό της, τελικά καταλήγει να υπηρετήσει κοινωνικές ανάγκες, πόθους, να συντονιστεί με τον προβληματισμό της εποχής της. Αυτό, όμως, γίνεται πάντα σε ανύποπτο χρόνο και σε καμιά περίπτωση δεν υπηρετεί συγκεκριμένες, προκαθορισμένες σκοπιμότητες, ώστε πολλές φορές να φθάνει στο σημείο να αποτελεί «τέχνη κατά παραγγελία», κατάσταση στην οποία συχνά καταλήγει η στρατευμένη τέχνη. Η αυτόνομη τέχνη, λοιπόν, εξασφαλίζει επιπλέον την ελευθερία του καλλιτέχνη. Αυτός μπορεί να αφοσιωθεί στο έργο του χωρίς να τον απασχολεί το να περάσει μέσα από αυτό συγκεκριμένα μηνύματα, χωρίς ύποπτες «αποσπάσεις» από πολιτικές ή κοινωνικές σκοπιμότητες.

Βέβαια, ο καλλιτέχνης δεν είναι απομονωμένο άτομο. Ανήκει σε μια ομάδα, αποτελεί μέλος μιας ορισμένης πολιτικής, θρησκευτικής, εθνικής ομάδας. Είναι, λοιπόν, αναπόφευκτο να περάσει κάποιες διαμορφωμένες αντιλήψεις του μέσα στο έργο του. Αυτό όμως γίνεται αβίαστα, είναι απόρροια της ίδιας της προσωπικότητάς του, γνήσια έκφραση του ψυχισμού και προβληματισμού του.

Εξάλλου η διασφάλιση της αυτονομίας της Τέχνης διασφαλίζει τελικά και τη μεγαλύτερη δυνατή συμβολή της Τέχνης στη διαμόρφωση των κοινωνικών καταστάσεων. Γιατί, όπως παρατηρεί ο Ελύτης, «η Τέχνη από μόνη της είναι μια Επανάσταση που αντιστρατεύεται όλες τις επιμέρους επαναστάσεις». Με το να την υποτάσσει, λοιπόν, ο καλλιτέχνης σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό ή κοινωνικό αγώνα την περιορίζει, μειώνει τη δύναμή της. Αντίθετα, με το να εξασφαλίζει την ανεξαρτησία της εξασφαλίζει ταυτόχρονα και την πολυμέρεια και ευρύτητά της.

Τέλος, η αυτόνομη Τέχνη συμβάλλει αποφασιστικά στην κατάργηση της μοναξιάς. Κι αυτό, γιατί αποτελεί ένα ουσιαστικό μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό του. Ο καλλιτέχνης, αδέσμευτος από οποιουσδήποτε εξωτερικούς παράγοντες και ανεξάρτητος από πιέσεις, δίνει στο έργο του ένα μέρος από την προσωπικότητά του, εκφράζεται μέσα από αυτό χωρίς προσποιήσεις. Έτσι αυτό περιέχει και παρέχει αληθινή ανθρώπινη παρουσία, ζωντανή, δυνατή και συγκεκριμένη.

Επομένως, η Τέχνη πρέπει να είναι αυτόνομη. Μόνο τότε υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να επιτευχθεί ο τελικός, ο ουσιαστικός σκοπός της Τέχνης. Μόνο τότε, δηλαδή, η Τέχνη μπορεί μέσα από το δρόμο της αισθητικής συγκίνησης να εκφράσει νοήματα που βρίσκονται πέρα από τη διάνοια, δηλαδή την επιστημονική γνώση, πέρα από τις επιταγές του ηθικού νόμου και ακόμη πέρα από την πολιτεία και τις επιδιώξεις της.

 

17-12-2012

 

* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι φιλόλογος – ιστορικός, Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

Η δεύτερη ακτή: Μαρμαροφριγάδες

Η δεύτερη ακτή: Μαρμαροφριγάδες

 

Του Λευτέρη Κουσούλη


 

Από τα μικρά παράθυρα του σπιτιού της γιαγιάς της Φωτεινής έμοιαζαν σαν πίνακες. Το παλιό ξύλινο πλαίσιο του παραθύρου γινόταν κάδρο που μάταια προσπαθούσε να φυλακίσει την αέναη αλλαγή τους.

Από μικρός είχα την απορία πώς εκεί στη μέση του πελάγους – μεγάλη η απόσταση στα παιδικά μάτια, μακρινή και απρόσιτη η θέση τους – βρέθηκαν σε κανονική διάταξη αυτοί οι σχηματισμένοι βράχοι. Έμοιαζαν πράγματι από μακριά σαν πλοία σε παράταξη, το ένα πίσω από το άλλο, έτοιμα να σηκώσουν άγκυρες και να υψώσουν πανιά.

Δίπλα στην απορία στεκόταν και στέκεται πάντοτε με θαυμασμό η διαρκώς εναλλασσόμενη ύπαρξή τους. Ιδιαίτερα θαυμαστοί όταν τους έλουζε το δυνατό κύμα του νοτιά και αφρισμένοι έστεκαν εκεί σαν κατάλουστο μικρό και κρυμμένο νησί δίπλα στο γλαρονήσι που αγαπάμε.

Οι παιδικές απορίες είχαν βρει σύντομα από τα χείλη της γιαγιάς της Φωτεινής και της γιαγιάς της Σταυρούλας την οριστική απάντηση. Οι μαρμαροφριγάδες ήταν μαρμαρωμένα πλοία. Πλοία πειρατικά, που απείλησαν κάποια στιγμή στο ξεχασμένο χρόνο το χωριό και τους κατοίκους του. Από το μικρό εξωκλήσι του Άι-Γιώργη, που στέκει εκεί σαν ακοίμητος φρουρός του χωριού στην είσοδό του, ανέβηκε – μας λέγανε με ύφος συγκινητικό και με μια περιγραφή συγκρατημένου φόβου – ο ίδιος ο Άι-Γιώργης πάνω στο περήφανο άλογό του και από την κορυφή του ομώνυμου βουνού, που μπροστά του απλώνεται η θάλασσα, μαρμάρωσε τα πειρατικά πλοία και έδιωξε μακριά την απειλή. Μας έλεγαν με τρόπο πειστικό σκυμμένες με αγάπη πάνω στη συντροφιά, ότι στους βράχους του βουνού του Άι-Γιώργη φαίνονται ακόμη οι οπλές του αλόγου, καθώς με την ορμητική του άνοδο ο Άγιος έσπευδε να προστατεύσει τους κατοίκους.

Σήμερα, εδώ δίπλα μας, από την απογευματινή ματιά της ακτής, τους βλέπουμε εκεί να στέκονται αγέρωχοι και να μας καλούν. Σημάδια στη θάλασσα αξέχαστα ορίζουν σαν μικρό σύνορο τη μικρή και μεγάλη θάλασσά μας. Μπροστά και πίσω από τις φριγάδες, ο κόσμος λίγο αλλάζει, τόσο που θα λέγαμε ότι οι ακτές της Ελίκας και του Μαραθιά μαζί και του Παναρίτη φτάνουν μέχρι το νησί και τις μαρμαροφριγάδες. Η θάλασσα ξεκινάει μετά. Αφού όπως παλιά έτσι και τώρα καθώς κολυμπάμε στις πραγματικές ακτές της θάλασσας που αγαπάμε, στις ακτές που μάθαμε να κολυμπάμε και η στολισμένη τους γραμμή μάς γοητεύει σα γυναικεία κορδέλα στον άνεμο, νομίζουμε ότι θα απλώσουμε το χέρι και θα αγγίξουμε τις μαρμαροφριγάδες, τις ήρεμες ή τις αφρισμένες.

Εδώ στέκουν πάντα, δίπλα μας, μπροστά μας, μέρος της καθημερινής μας ζωής, μικρό θαλασσινό σύνορο της ύπαρξής μας, αρχή και αφετηρία των ονείρων χωρίς όρια.

Αθήνα, 16-02-2012

 

* Ο Λευτέρης Κουσουλης είναι πολιτικός επιστήμονας, ιδρυτής της εταιρείας στρατηγικού σχεδιασμού και στρατηγικής επικοινωνίας "Λέγειν & Πράττειν".