Τώρα είναι που πεθαίνει η χώρα…

Τώρα είναι που πεθαίνει η χώρα

 

Συνέντευξη του Αλέκου Αλαβάνου* [στα Επίκαιρα]

 

– Πρόσφατα ανακοινώσατε την ίδρυση μιας νέας πολιτικής κίνησης, με επίκεντρο το αίτημα για έξοδο της χώρας από το ευρώ. Αυτό δεν θα σημάνει και την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Με ποιον τρόπο πιστεύετε πως η χώρα θα μπορέσει να επιβιώσει εκτός Ευρώπης;

– Καταρχάς η χώρα τώρα δεν επιβιώνει. Τώρα είναι που πεθαίνει…

… Αν ο όρος «Ευρώπη» μέχρι πριν από λίγα χρόνια αξιολογικά σήμαινε εξίσωση των δυνατοτήτων των εθνικών οικονομιών και των απολαβών του κόσμου της εργασίας, αν σήμαινε μια σταθερή ανοδική μας πορεία προς το επίπεδο της Γερμανίας ή της Ολλανδίας, σήμερα αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Είναι αδυσώπητη η παρακμή και η καθήλωση της περιφέρειας σε σχέση με το ιμπεριαλιστικά κέντρο της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης.

Η μόνη σχέση μας με την Ευρώπη πια είναι ότι είμαστε ευρωπαϊκή αποικία όχι επί αφρικανικού ή ασιατικού εδάφους, όπως τον περασμένο αιώνα, αλλά επί του ίδιου του ευρωπαϊκού. Η Σουηδία επέλεξε το Σχέδιο Β από τη στιγμή της ίδιας της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είχε τη μεγαλύτερη αύξηση στο ΑΕΠ της το 2012 μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η Ελλάδα, στο άλλο άκρο, τη μικρότερη. Η Σουηδία είναι Ευρώπη, όχι εμείς. Η έκδοση εθνικού νομίσματος είναι μια γενναία κίνηση για να αλλάξουμε ριζικά, με βάση τα ενδιαφέροντα και τις δυνατότητες μας, τους όρους συμμετοχής μας στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας. Και την ίδια στιγμή είναι μια ανοιχτή πρόκληση για ευρωπαϊκή συνεργασία στηριγμένη όχι στα διατάγματα του Βερολίνου, αλλά στην ισοτιμία, στο αμοιβαίο όφελος, στην αλληλεγγύη.

– Πολλοί υποστηρίζουν πως αν συμβεί κάτι τέτοιο θα τεθούν σε κίνδυνο κυριαρχικά μας δικαιώματα, όπως, νια παράδειγμα, η υπόθεση της ΑΟΖ. Ποια είναι η γνώμη σας και τι πιστεύετε πως πρέπει να γίνει σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας;

– Ισχύει το αντίθετο ακριβώς. Σε αυτά τα θέματα η Κύπρος μας δίνει μια εικόνα από ένα μέλλον της Ελλάδας που πρέπει με κάθε τρόπο να αποφύγουμε. Η επιβολή των όρων της Ευρωζώνης, που οδηγούν την κυπριακή οικονομία σε αστραπιαία κατάρρευση, φέρνει την προκλητικότητα της Άγκυρας, τις ανοιχτές διεκδικήσεις του παράνομου κατοχικού «κράτους», τη φιλοτουρκική στροφή του Ισραήλ, το «πάγωμα» των σχέσεων με την Τουρκία, τις ανοιχτές αμφισβητήσεις της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το πρώτο στήριγμα για μια επιτυχημένη εξωτερική πολιτική και για στήριξη της εθνικής κυριαρχίας είναι ο οικονομικός δυναμισμός. Μια εξουθενωμένη και καχεκτική Ελλάδα είναι αδύνατο να δώσει οποιαδήποτε αποτελεσματική μάχη για την επιβολή του Διεθνούς Δικαίου στην υπόθεση της υφαλοκρηπίδας και την όσο το δυνατό γρηγορότερη έρευνα και εκμετάλλευση της ΑΟΖ με όρους εθνικού οφέλους.

– Πώς πιστεύετε ότι μπορεί να υλοποιηθεί το σενάριο για επιστροφή στο εθνικό νόμισμα;

– Από μόνο του το εθνικό νόμισμα δεν λέει τίποτε. Αποκτά εξαιρετική σημασία μόνο όταν είναι συνδυασμένο και με άλλες τομές: παύση πληρωμών στους ξένους δανειστές, δημόσιες τράπεζες, οικονομική ανασυγκρότηση και σχεδιασμός, κοινωνικό κράτος. Έχει καθοριστική σημασία αυτός ο καθολικός μετασχηματισμός να γίνει προετοιμασμένα, οργανωμένα, σχεδιασμένα και όχι αιφνιδιαστικά, σπασμωδικά, πανικόβλητα. Στην Κύπρο κλαίνε που δεν διέθεταν Σχέδιο Β, ας μην κλάψουμε κι εμείς.

– Εκτιμάτε πως θα υπάρξουν ανάλογες αποφάσεις όπως στην Κύπρο και για τις ελληνικές τράπεζες; Θεωρείτε, με βάση και την ευρωπαϊκή σας εμπειρία, πως υπάρχει ένα σχέδιο αφελληνισμού των ελληνικών τραπεζών; Ένα σχέδιο οικονομικής κατάκτησης της Ευρώπης από τη Γερμανία;

– Ο ίδιος ο Ολλανδός επικεφαλής του Eurogroup έχει δημόσια μιλήσει για γενίκευση του κυπριακού μοντέλου, που δεν αποκλείει την κατάσχεση ακόμα και λαϊκών, εγγυημένων καταθέσεων, όπως είχαμε στην πρώτη εκδοχή του σχεδίου της τρόικα για την Κύπρο. Η γερμανική οικονομική ηγεμονία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πανθομολογούμενη. Το πολύ ανησυχητικό είναι ότι συνοδεύεται από ένα νέο, μεταμοντέρνο και επιθετικό πολιτικό ηγεμονισμό.

Για τις τράπεζες στην Ελλάδα το πρόβλημα περισσότερο από εθνικό είναι ταξικό. Και πριν από την κρίση, τις καλές μέρες των εσόδων από τα δάνεια, οι τράπεζες μας ήταν αποσπασμένες από τις ανάγκες της ανάπτυξης και της λαϊκής ευημερίας. Ήταν προσανατολισμένες στο κυνήγι της δικής τους κερδοφορίας, ιδιαίτερα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, στο πλαίσιο της γενικής στρατηγικής του ευρωπαϊκού τραπεζικού κεφαλαίου, και πάντα εξαρτώμενες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Για μας το πρόβλημα δεν είναι τόσο να μην αφελληνισθούν οι τράπεζες, αλλά αυτή τη στιγμή που απειλείται η επιβίωση μας να γίνουν επιτέλους εθνικές και δημόσιες. Έτσι κι αλλιώς, ο Έλληνας φορολογούμενος πληρώνει και δανείζεται για την ανακεφαλαιοποίησή τους.

– Με την πολιτική κίνηση που ανακοινώσατε προτίθεστε να θέσετε υποψηφιότητα στις επόμενες εκλογές;

– Δεν μας απασχολεί αυτό που με ρωτάτε. Καθόλου. Εντελώς αλλού είναι το ενδιαφέρον μας. Να συμβάλουμε για να δοθεί λύση στο πολιτικό παράδοξο που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα. Ένα πολύ μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, που κατά ορισμένες έρευνες προσεγγίζει το μισό και τάσσεται υπέρ της αποχώρησης από το ευρώ, δεν εκφράζεται από το σημερινό πολιτικό σύστημα. Ο λαός βρίσκεται πιο μπροστά από το πολιτικό σύστημα στους προβληματισμούς και στις αναζητήσεις του. Και δεν έχει καμφθεί από τη συνεχιζόμενη εκστρατεία φόβου. Προσπαθούμε να στήσουμε το εγχείρημα του Σχεδίου Β, να προσεγγίσουμε τα μεγάλα ερωτήματα χωρίς εκ των προτέρων απαντήσεις, να προωθήσουμε τις επεξεργασίες μας σε συνεχή διάλογο με την κοινωνία, να προβάλουμε μια πραγματικά εναλλακτική άποψη, που θα ανοίξει την ουσιαστική συζήτηση και θα βγάλει την πολιτική ζωή από τη σημερινή νοσηρότητα.

– Προοπτικά βλέπετε τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης Αριστεράς στην Ελλάδα; Κι, αν ναι, με ποιους;

– Βλέπουμε την αναγκαιότητα σχηματισμού μιας κυβέρνησης που οφείλει να δώσει μια ταχύτατη, ευρύτατη και βαθύτατη απάντηση στο θέμα της ανεργίας και της φτώχειας. Η δημιουργία θέσεων εργασίας και το κοινωνικό κράτος είναι αυτά που καθορίζουν τις ενέργειες μας. Είμαστε, βέβαια, αριστεροί όσες και όσοι ξεκινήσαμε το εγχείρημα με το Σχέδιο Β. Αλλά τι σημαίνει «κυβέρνηση της Αριστεράς» χωρίς τον προγραμματικό προσδιορισμό; Κυβέρνηση της Αριστεράς είχαμε στην Κύπρο, και μάλιστα κομουνιστικού κόμματος, και φτάσαμε στο Μνημόνιο. Κυβέρνηση με συμμετοχή κόμματος αριστερής προέλευσης – τη ΔΗΜΑΡ – έχουμε και στην Ελλάδα…

– Υπάρχει περίπτωση να συνεργαστείτε, στο βαθμό που θα είστε μέρος του επόμενου Κοινοβουλίου, με τον ΣΥΡΙΖΑ;

– Δεν έχει νόημα η προσωπική σας ερώτηση. Θα σας απαντήσω για το Σχέδιο Β. Θα συνεχίσει κάθε προσπάθεια για τη συνεργασία με άλλες δυνάμεις. Με δύο όμως προϋποθέσεις: την προγραμματική σύγκλιση και την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ξέρετε, μερικές φορές είναι καλύτερο να βρεθείς δίπλα δίπλα με κάποιον που έχεις ακόμα κάποιες διαφωνίες, παρά με έναν άλλο που λες τα ίδια πράγματα, ξέρεις όμως ότι τα λέει γιατί ακολουθεί τις δημοσκοπήσεις και την άλλη στιγμή μπορεί να λέει τα εντελώς αντίθετα. Ξέρετε, η ανασυγκρότηση της Ελλάδας απαιτεί πρόγραμμα. Απαιτεί όμως και θεσμούς και ανθρώπους.


* Επικεφαλής του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής. Πρώην πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ. Υποστηρίζει το "σχέδιο Β", με έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και παύση πληρωμών στους δανειστές, ως τη μόνη λύση για την έξοδο από τα μνημόνια.


ΠΗΓΗ: Επίκαιρα 4/4-10/4/2013, τ. 181. Το είδα: Πέμπτη, 11 Απριλίου 2013, http://antapocrisis.gr/index.php/2012-04-24-19-38-44/item/810-alavanos

Με στοργή… δήμιου!

Με στοργή… δήμιου!

 

Του Νίκου Μπογιόπουλου

 

Το «διαίρει και βασίλευε» σε όλο του το αποκρουστικό μεγαλείο. Η τακτική του εγχώριου τρικομματικού ΔουΝουΤιστάν να ξεμοναχιάζει κοινωνικές κατηγορίες και στρώματα, να «θωπεύει» το προηγούμενο θύμα του, τη στιγμή που εγκληματεί εναντίον του επόμενου θύματος, σε πλήρη εφαρμογή. Το κυβερνητικό παραμύθι των «σωτήριων μέτρων» σε νέα σφαγιαστική επανέκδοση.

Ένα παραμένει ίδιο και απαράλλαχτο στην όλη αυτή κωμωδία. Το θράσος, η αναίδεια, η αναισχυντία και η ταξική παλιανθρωπιά των «παραμυθάδων». Αυτοί που οδήγησαν 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους στην ανεργία, έφτασαν, με στοργή… δήμιου, να επικαλούνται τα ίδια τα θύματά τους (!) για να δικαιολογήσουν και να «νομιμοποιήσουν» τους επόμενους «αποκεφαλισμούς»!

*

Εχουμε 1,5 εκατομμύριο ανέργους, με τους 15 χιλιάδες που θα απολυθούν από το Δημόσιο θα ασχολούμαστε τώρα!

Αυτή είναι η «γραμμή» της ανελέητης προπαγάνδας του κυβερνητικού επιτελείου σε όλες του τις εκφάνσεις. Με αυτό το ύφος και σε αυτό το πνεύμα ήταν τα λόγια του Βενιζέλου βγαίνοντας την Κυριακή από το Μαξίμου. Σε αυτή την κατεύθυνση ήταν και το νόημα του πρωθυπουργικού διαγγέλματος:

Ελα μωρέ, εδώ ο ιδιωτικός τομέας «φλέγεται», μας μαράνανε οι 15 χιλιάδες απολύσεις στο Δημόσιο!

Αυτά λένε!

Και ποιοι τα λένε; Οι ίδιοι που αφήσανε απένταρους τους εργαζόμενους και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα.

Αυτοί που «ληστέψανε» μισθούς και συντάξεις και από τον ιδιωτικό και από το δημόσιο τομέα.

Αυτοί που το όραμά τους (σ.σ.: «ένας εργαζόμενος σε κάθε οικογένεια») εφαρμόζεται σύμφωνα με το πλάνο τους: Κανένας εργαζόμενος ανά οικογένεια και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα!

*

Φυσικά, «καρφί» δεν τους καίγεται για το 1,5 εκατ. ανέργους του ιδιωτικού τομέα. Αν τους ενδιέφεραν οι άνεργοι, πολύ απλά, δε θα τους μετέτρεπαν σε άνεργους. Αυτό που τους ενδιαφέρει, με τις περίφημες «αναδιαρθρώσεις», τις «βελτιώσεις», τις «αξιολογήσεις», τις «εφεδρείες», την «κινητικότητα» και τελικά με τις απολύσεις στο δημόσιο τομέα, είναι ένα και μόνο:

Στο έδαφος των εργασιακών Νταχάου που έχουν ήδη επιβάλει, να επιφέρουν ένα ακόμα πλήγμα, με ισχυρό, με ισχυρότατο συμβολισμό, ενάντια και στην ιδέα, πια, ενάντια και στην έννοια, πλέον, αυτού που λέγεται «μόνιμη και σταθερή δουλειά» για όλους!

Ο λόγος που κάνουν ό,τι κάνουν με τους εργαζόμενους στο Δημόσιο δεν είναι για να απαλλάξουν τον – δημιουργημένο κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσή τους – δημόσιο τομέα από «επίορκους», από «κοπανατζήδες», ή από «ανεπαρκείς» δημόσιους υπαλλήλους. Αυτό θα μπορούσε να γίνει σε μια «νύχτα». Ομολογούν ότι δεν το κάνουν ούτε για την επίτευξη «δημοσιονομικών», τάχα, στόχων.

Αλλος είναι ο λόγος της χρόνιας προπαγάνδας τους ενάντια στους… «κοπρίτες». Θέλουν να πατάξουν στη συνείδηση του λαού κάθε σκέψη ότι η δουλειά με ασφάλεια, με ικανοποιητικό εισόδημα, με προστασία, είναι ΔΙΚΑΙΩΜΑ.

«Δικαίωμα», γι' αυτούς, δεν είναι να έχει δουλειά ο εργαζόμενος, «δικαίωμα» είναι – γι' αυτούς – να στύβουν τον εργαζόμενο, να τον πληρώνουν άμα θέλουν, όποτε θέλουν κι όσο θέλουν, «δικαίωμα» είναι να τον βάζουν να δουλεύει όσο θέλουν, «δικαίωμα» είναι να τον πετούν στην ανεργία όποτε θέλουν και με τους όρους που θέλουν.

*

Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούν όλες τις παλιές και νέες μεθόδους αποπροσανατολισμού. Εχουν άλλωστε χρόνια εμπειρία τέτοιων μεθόδων.

Οταν το ΠΑΣΟΚ ήθελε να χτυπήσει τα δίκαια αιτήματα και τους αγώνες των εργαζομένων έβαζε σε λειτουργία την τακτική του «διαίρει και βασίλευε», προσπαθούσε να στρέψει τη μια κατηγορία εργαζομένων ενάντια στην άλλη, επιχειρούσε να οδηγήσει το ένα κοινωνικό στρώμα ενάντια στο άλλο. Μάλιστα, τότε δόθηκε και ονομασία σε αυτή την άθλια τακτική κοινωνικού κατατεμαχισμού: «Κοινωνικός αυτοματισμός». Αντίστοιχα η ΝΔ εφάρμοζε ανάλογες μεθόδους, ανάλογες πρακτικές, ανάλογη επιχειρηματολογία, ανάλογη κοινωνική αναλγησία.

Ο,τι για δεκαετίες έκαναν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ μόνες τους, τώρα τα κόμματα της πλουτοκρατίας το διαπράττουν από κοινού (μαζί με την «αριστερή» χορηγία της ΔΗΜΑΡ).

Οπως τότε έτσι και τώρα, έχουν στο πλευρό τους στα ΜΜΕ τους ίδιους ακριβώς «παπαγάλους» που βγαίνουν στα χρυσοπληρωμένα τους τηλεπαράθυρα για να πουλήσουν «κοινωνική ευαισθησία»

άλλοτε στους αγρότες (όταν απεργούν οι ναυτεργάτες),

άλλοτε στους ναυτεργάτες (όταν κινητοποιούνται οι αγρότες),

άλλοτε στους νταλικέρηδες (όταν απεργούν όλοι οι άλλοι),

άλλοτε στους επιβάτες (όταν απεργούν οι εργαζόμενοι στο Μετρό),

άλλοτε στους εργαζόμενους στο Μετρό (όταν «δεν πληρώνουν οι τζαμπατζήδες» επιβάτες),

άλλοτε στους ιδιωτικούς υπαλλήλους (όταν χτυπιούνται οι δημόσιοι υπάλληλοι),

άλλοτε στους δημόσιους υπαλλήλους (όταν χτυπιούνται οι ιδιωτικοί υπάλληλοι),

άλλοτε στους ανέργους (όταν χτυπιούνται οι εργαζόμενοι),

άλλοτε στους εργαζόμενους (όταν χτυπιούνται οι «τεμπέληδες» άνεργοι) κ.ο.κ.

*

Για να επιβληθεί ολοκληρωτικά το «κοινωνικό και εργασιακό απαρτχάιντ», για να επέλθει η «τελική λύση» που σχεδιάζουν τα μονοπώλια όσον αφορά στα δικαιώματα των εργαζομένων, η κυβερνητική «γραμμή» έχει αποτινάξει κάθε πρόσχημα:

«Κοινωνικός αυτοματισμός», υποκρισία, «διαίρει και βασίλευε», κομμάτιασμα της κοινωνίας, διαπόμπευση κάθε κοινωνικού στρώματος που βάλλεται, ξεμονάχιασμα κάθε κοινωνικής ομάδας, εξανδραποδισμός, τελικά, όλου του λαού!

Για να επιτελέσουν το έργο που τους ανατέθηκε, χρησιμοποιούν κάθε λογής πολιτική παλιανθρωπιά και ιταμότητα:

Καταστολή, λάσπη, ύβρεις, ψεύδος, διάλυση των κοινωνικών αρμών, με πρώτους εκείνους της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας.

*

Θέλουν να βάλουν τον έναν να «φάει» τον άλλον.

ο ιδιωτικός υπάλληλος τον δημόσιο υπάλληλο, ο φορτηγατζής τον αγρότη, ο αγρότης τον λιμενεργάτη, ο εργάτης τον συμβασιούχο,

για να μπορέσουν οι τραπεζίτες, οι βιομήχανοι, οι εφοπλιστές να μας «φάνε» ευκολότερα και όλους μαζί!

Θέλουν να κάνουν τον έναν να αδιαφορεί για τα βάσανα του άλλου, για τη διαπόμπευση του άλλου, να μη μιλά, να μην αντιδρά για τη δυστυχία του άλλου, μήπως και διασωθεί ο ίδιος.

Τέτοιοι είναι και έτσι μας κυβερνούν! Και απέναντι σε κάτι τέτοιους, ή θα ορθωθεί η Λαϊκή Συμμαχία και θα υπερισχύσει το «ένας για όλους και όλοι για έναν», ή δε θα μείνει όρθιος κανένας!


Ώρα μηδέν: Δομές πρόληψης & θεραπείας των εξαρτήσεων

Δομές πρόληψης και θεραπείας των εξαρτήσεων: Ώρα μηδέν

 

Των Αλέξανδρου Σταθακιού,

 

                                               Αιμίλιου Κατσουλάκου, Ευγενίας Σταθακοπούλου *

  

Κάθε κοινωνία και βέβαια η πολιτική της εξουσία κρίνονται από το πώς τοποθετούνται απέναντι στους πιο ευάλωτους ανθρώπους. Οι εξαρτημένοι/ες, οι επιβαρυμένοι/ες ψυχικά, οι έχοντες «ειδικές ανάγκες», οι άνεργοι/ες νέοι/ες που περνούν μέσα στην απόγνωση τις δυνητικά πιο γόνιμες δεκαετίες της ζωής τους μπορούν να μας πουν καλύτερα από όλους πόσο προοδευτικές και αλληλέγγυες είναι οι εφαρμοζόμενες πολιτικές.

Οι εξαρτημένοι/ες λοιπόν θα μας έλεγαν σήμερα ότι η πολιτική που προωθεί η κυβέρνηση – υποχείριο της τρόικας είναι πλέον πολύ χειρότερη, αδιαφορώντας ακόμη και για την απορρόφηση της λίστας και την απλή χορήγηση υποκατάστασης. Η κυβέρνηση δηλαδή ουσιαστικά σχεδιάζει μια κακής ποιότητας δήθεν συντήρηση, χωρίς ψυχοκοινωνική στήριξη και πρόνοια κοινωνικής επανένταξης. Τώρα το πολιτικό πρόταγμα διατυπώνεται ως εξής: «Μη ζητάς πολλά και μην πολυκυκλοφορείς, γιατί θα βρεθείς στο στρατόπεδο συγκέντρωσης – αποθήκη ανθρώπων της Αμυγδαλέζας».

Οι εκπρόσωποι όλων των κυβερνήσεων έχουν χαρακτηρίσει τα «Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων και προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας» ως «αιχμή του δόρατος» στα σχέδια δράσης που λένε ότι εκπονούν για την εξάπλωση της χρήσης ουσιών. Παρ' όλα αυτά, εξαιτίας του παρωχημένου ιδιότυπου θεσμικού καθεστώτος τους, απέχουν πολύ από το να είναι μόνιμες δομές, με σαφή, πάγια και κεντρική κρατική χρηματοδότηση που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους. Έτσι, πολύ συχνά βρίσκονται υπό την απειλή «λουκέτου». Τα 3 τελευταία χρόνια, με λιγότερο από το 35% της προϋπολογισμένης και κοινά συμφωνημένης, με βάση τις ανάγκες τους, χρηματοδότησης. Η κατάσταση έφτασε για ακόμα μία φορά στο απροχώρητο: γενικευμένη «στάση πληρωμών» σε αρκετά από αυτά.

Σε αυτό το κλίμα, τα συναρμόδια υπουργεία (Υγείας, Εσωτερικών) διστάζουν να ανανεώσουν την προγραμματική σύμβαση που θα εξασφάλιζε προσωρινά τη λειτουργία τους. Αν κλείσουν τα Κ.Π., θα λείψουν σε μεγάλο βαθμό, ειδικά στην περιφέρεια, οι δομές που προσφέρουν δωρεάν παροχή συμβουλευτικής και υποστήριξης στους/στις πολίτες σε θέματα που σχετίζονται με την οικογένεια, το σχολείο, τις εξαρτήσεις και γενικότερα με την ψυχοκοινωνική υγεία. Τον καιρό του Μνημονίου τα Κ.Π. θα μπορούσαν να αποτελούν δομές που στηρίζουν την κοινωνική συνοχή, όμως η επιλογή της κυβέρνησης φαίνεται να είναι η παρακμή τους.

Η υποχρηματοδότηση του ΟΚΑΝΑ είναι πρωτοφανής και φτάνει σε τέτοιο σημείο που ο Οργανισμός δεν μπορεί πλέον να αντεπεξέλθει στις άμεσες λειτουργικές του ανάγκες, με κίνδυνο να αφήσει στον δρόμο 8.500 θεραπευόμενους και 3.500 εξαρτημένους που βρίσκονται στις λίστες αναμονής. Είναι ενδεικτικό ότι το 2013 ξεκίνησε για τον ΟΚΑΝΑ με χρέος 28 εκατ. ευρώ, ενώ στον φετινό προϋπολογισμό έχουν εγγραφεί μόλις 18 εκατ. ευρώ, για τη λειτουργία του Οργανισμού φέτος και την αποπληρωμή του χρέους, ενώ την ίδια στιγμή η μισθοδοσία μόνο των εργαζομένων -μετά την εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου- ανέρχεται στο ποσό των 17 εκατ. ευρώ. Επιπλέον οι εργαζόμενοι/ες, που μέσα σε αυτό το κλίμα προσπαθούμε να δουλέψουμε με αξιοπρέπεια, πρέπει να αντιμετωπίσουμε και την εκδικητικότητα της μνημονιακής κυβέρνησης που θέλει να καταργήσει αναδρομικά τη συλλογική μας σύμβαση και να μας ζητήσει πίσω χρήματα που έχουμε λάβει από το 1999 και μετά! Δηλαδή, να δουλεύουμε για χρόνια σχεδόν απλήρωτοι/ες!

Στο ΚΕΘΕΑ έχουν σταματήσει οι προσλήψεις προσωπικού, έτσι που, μετά τις συνταξιοδοτήσεις, αλλά και τον πολλαπλασιασμό των αναγκών εν μέσω κοινωνικής κρίσης, οι εργαζόμενοι/ες έχουν επωμισθεί πολλαπλάσια καθήκοντα.

Τα Προγράμματα των Ψυχιατρικών Νοσοκομείων Αττικής και Θεσσαλονίκης είναι αντιμέτωπα με το φάσμα της διάλυσης, καθώς τα ψυχιατρικά νοσοκομεία πρόκειται να συγχωνευτούν με τα γενικά και σε καιρούς Μνημονίων υπάρχει ο φόβος της ολοσχερούς διάλυσης των "στεγνών" προγραμμάτων απεξάρτησης, καθώς θεωρούνται από τους νεοφιλελεύθερους πολυτέλεια…

Όσοι/ες, τέλος, καταφέρουν και τελειώσουν ένα πρόγραμμα απεξάρτησης κινδυνεύουν να επιστρέψουν στη χρήση, εξ αιτίας των μειωμένων παροχών των προγραμμάτων κοινωνικής επανένταξης και της απουσίας κρατικής μέριμνας και σχεδιασμού για την είσοδο στην αγορά εργασίας.

Η εποχή των ψευδαισθήσεων και των επικοινωνιακών διακηρύξεων σωτηρίας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί για τους/τις εξαρτημένους/ες και τους/τις εργαζόμενους/ες στις δομές πρόληψης και θεραπείας τους. Είναι πια κατανοητό πως η επιβίωση των παραπάνω δομών θα είναι πολύ δύσκολη, οι θέσεις θεραπείας θα μειωθούν, η ποιότητα των προγραμμάτων θα υποβαθμιστεί και η ανεργία θα απειλεί πολλούς από τους/τις εργαζόμενους/ες σε αυτές.

Έχουμε μπροστά μας, λοιπόν, την εφαρμογή ενός σχεδίου διάλυσης των φορέων πρόληψης και θεραπείας των εξαρτήσεων όμοιο με αυτό που ήδη υλοποιείται στις δομές ψυχικής υγείας; Ή μήπως μέσα από αυτό το κλίμα παρακμής και απαξίωσης των δομών πρόληψης και θεραπείας της εξάρτησης προετοιμάζεται η είσοδος των ιδιωτικών συμφερόντων και σε αυτόν τον ευαίσθητο χώρο;

ΠΗΓΗ:  Ημερομηνία δημοσίευσης: 16/04/2013, http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=767104

* Εργαζόμενοι στον τομέα πρόληψης και αντιμετώπισης των εξαρτήσεων.

Τρομοκρατία – Εφεδρεία – Απολύσεις

Τρομοκρατία – Εφεδρεία – Απολύσεις

 

Των Αντώνη Ναξάκη* και Παναγιώτη Μπούρδαλα**



Η φτωχοποίηση του Ελληνικού λαού (Βουλγαροποίηση μισθών), η ιδιωτικοποίηση (ξεπούλημα) των πάντων (ενέργεια, νερό, λιμάνια, αεροδρόμια, δρόμοι, δημόσια κτίρια, υπηρεσίες υγείας-παιδείας κλπ), η καταλήστευση του ιδιωτικού πλούτου, η μετατροπή μ' ένα λόγο της χώρας σε μια εξαθλιωμένη επαρχεία δουλοπάροικων, που το βόρειο ιμπεριαλιστικό κέντρο των νέων ευρωκρατόρων  θα έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω τους, δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς βία και τρομοκρατία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι σκουριές της Χαλκιδικής όπου το κράτος έδειξε τίνος είναι υπηρέτης (της πολυεθνικής Ελντοράντο).

Για την τρομοκρατία χρησιμοποιούν κάθε μέσον. Καταρχήν ζούμε μια βιομηχανία δικών που εξαπλώνεται σαν χιονοστιβάδα σε όλη τη χώρα. Ανεξάρτητα αν οι δίκες αυτές εναντίον όσων αντιδρούν στην εφαρμοζόμενη πολιτική, οδηγούν σε αθωωτικές ή καταδικαστικές αποφάσεις, πιστεύουν ότι θα πετύχουν κοινωνικό σιωπητήριο. Γιατί εκτιμούν πως οι πολίτες, από την ταλαιπωρία, τον εξευτελισμό ή και τη καταδίκη, θα προτιμήσουν τη σιωπή.

Δεν τους αρκεί βέβαια μόνο η βιομηχανία των δικών. Παρεμβαίνουν στο Δίκαιο της χώρας, οδηγώντας τον νομικό μας πολιτισμό πίσω και από τη δίκη του Γαλιλαίου. Ο νόμος 4099/2012 «περί επίορκων» είναι απαράδεκτος και αντισυνταγματικός. Γιατί καταργεί τον ακρογωνιαίο λίθο του Αστικού Δικαίου, δηλαδή το τεκμήριο της αθωότητας. Έτσι επιβάλλει ποινές πριν από την ύπαρξη τελεσίδικων αποφάσεων, οδηγώντας σε κοινωνικά επικίνδυνες  και τραγελαφικές καταστάσεις.

Πάρτε π.χ. τη πράξη διαθεσιμότητας του Προϊσταμένου Α/θμιας Εκπ/σης  και του 7μελούς συμβουλίου επιλογής Διευθυντών του νομού Καρδίτσας, γιατί κάποιος πρόσβαλε μια απόφασή τους ή τα μέλη δημοσίους υπαλλήλους των δύο Δημοτικών Συμβουλίων του νομού Ηλείας που τέθηκαν σε διαθεσιμότητα επειδή ένας πολίτης μήνυσε μια απόφαση τους.

Συγκρότησαν με απαράδεχτο και αντισυνταγματικό τρόπο τα περιφερειακά πειθαρχικά συμβούλια (π.χ. εκπαίδευση) με δυο από τα τρία μέλη τους δικαστικούς. Αν αυτό είναι συμβατό με το Αστικό Δίκαιο, γιατί τα πειθαρχικά παραπτώματα να μην πηγαίνουν  κατευθείαν στα Αστικά Διοικητικά Δικαστήρια, δηλαδή στο «φυσικό» δικαστή;

Είναι φανερό ποια πρέπει να είναι η θέση των Α/θμιων, Β/θμιων και Γ/θμιων (ΑΔΕΔΥ) συνδικαλιστικών ενώσεων των δημοσίων υπαλλήλων και όχι μόνο.

Η άμεση κατάργηση των Πειθαρχικών Περιφερειακών Συμβουλίων και η συγκρότηση τους με στοιχειώδεις συνταγματικές προϋποθέσεις, όπως και η κατάργηση του νόμου περί επιόρκων. Εννοείται ότι οι αποφάσεις που θα παραχθούν με αυτό το νομικό πλαίσιο δεν θα γίνουν ποτέ αποδεκτές και θα παλέψουμε για τη κατάργησή τους, όσος χρόνος και αν χρειαστεί, ώστε όλες οι υποθέσεις να κριθούν με συνταγματικά πλαίσια.

Είναι φανερό πως αυτές οι κατασκευές έγιναν για να νομιμοποιήσουν τις επερχόμενες απολύσεις. Γ' αυτό πρέπει να αναπτυχτεί το πιο πλατύ κίνημα απονομιμοποίησης ολόκληρου του νομικού πλαισίου που κατασκευάστηκε και κατασκευάζεται. Σταθερή κατεύθυνση μας η κατάργηση αυτών των νόμων όσος χρόνος και αν χρειαστεί.

Στην ίδια κατεύθυνση των απολύσεων και των ιδιωτικοποιήσεων είναι ενταγμένη και η δήθεν αξιολόγηση δομών και προσώπων. Η κατ' ευφημισμό αξιολόγηση δεν είναι παρά μέθοδος καταστρατήγησης του συντάγματος όσο αφορά τη μονιμότητα στο Δημόσιο, μέθοδος κατάργησης δομών και λειτουργιών του κράτους που με κόπο δημιουργήθηκαν τα τελευταία 40 χρόνια, και όλα αυτά με στόχο το ξεπούλημα (ιδιωτικοποίηση) των δημοσίων υπηρεσιών και 100άδων χιλιάδων απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων, που για κάθε μια θα προκαλούνται τουλάχιστον δυο απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα (αφού βεβαίως θα αφαιρεθεί το εισόδημα τους από την κατανάλωση).

Έτσι με την κατ' ευφημισμό αξιολόγηση δομών της Γ/θμιας εκπαίδευσης (μέσω του σχεδίου Αθηνά) καταργούνται 10αδες πανεπιστημιακά τμήματα και σχολές.

Πραγματοποιήθηκαν 100αδες συγχωνεύσεις-καταργήσεις σχολικών μονάδων Α/θμιας και Β/μιας εκπαίδευσης και οσονούπω ετοιμάζονται νέες.

Έκλεισαν και κλείνουν τα ερευνητικά δημόσια ιδρύματα σε όλους τους τομείς.

Κλείνουν πολλά λειτουργικά και αναγκαία τμήματα του πρ. Υπουργείου Πολιτισμού.

Ετοιμάζουν πογκρόμ στα νοσοκομεία, κέντρα υγείας, περιφερειακά και αγροτικά ιατρεία.

Ετοιμάζονται να δώσουν στη δημοσιότητα, τους νέους νόμους για το Τεχνικό και Γενικό Λύκειο. Μέσω αυτών ιδιωτικοποιείται εν πολλοίς η Τεχνική Εκπαίδευση και δημιουργούνται συνθήκες απολύσεων εκπαιδευτικών σ' αυτήν, ενώ εισάγονται πανελλαδικού χαρακτήρα εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα όλων των τάξεων του Γενικού Λυκείου. Κάτι τέτοιο θα έχει ως συνέπεια στο επόμενο διάστημα, αφενός οι μαθητές να στραφούν σε φτηνές καταρτήσεις μιας χρήσης, αφετέρου να οδηγηθούν στο κλείσιμο 100αδες Λυκειακές σχολικές μονάδες  και το εκπαιδευτικό προσωπικό τους σε «αξιολόγηση-απολύσεις».

Μέσω της δήθεν αξιολόγησης προσώπων ετοιμάζουν την άμεση απόλυση 1000αδων δημοσίων υπαλλήλων με σωματικά και ψυχικά προβλήματα. Όμως αυτοί οι εργαζόμενοι είτε ασθένησαν εντός της υπηρεσίας είτε διορίστηκαν με πρόβλημα για να εξυπηρετήσει το κράτος την κοινωνική του πολιτική. Δεν μπορούν λοιπόν να γίνουν προσάναμμα για το ολοκαύτωμα των δημοσίων υπαλλήλων.

Είναι θέμα πολιτισμού και πολιτικής ηθικής για τη κοινωνία μας οι άνθρωποι αυτοί και αν ακόμα απομακρυνθούν (όσοι πραγματικά δεν μπορούν να αποδώσουν είτε σε διοικητικό, είτε σε εκπαιδευτικό) αυτό να γίνει με πλήρη σύνταξη-ασφάλιση και περίθαλψη. Κάθε άλλη πολιτική σ' αυτό το θέμα θα αποτελέσει στίγμα στη γενιά μας, στη κοινωνία μας και στις επόμενες γενιές.

Τα συνδικαλιστικά όργανα όλων των βαθμιδών πρέπει να ξεκαθαρίσουν πως δεν θα δεχτούν τη φυσική εξόντωση αυτών των συνανθρώπων μας, τίποτα λιγότερο από τη συνταξιοδότηση τους με πλήρη σύνταξη, ασφάλιση-περίθαλψη.  

Είναι φανερό πως η μετατροπή των εργαζόμενων σε δουλοπάροικους και της χώρας σε αποικία που έχει επιλέξει και υλοποιεί το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο (με κύριο εκφραστή το βόρειο ιμπεριαλιστικό κέντρο) δεν ανατρέπεται με μεμονωμένες κινητοποιήσεις χωρίς γενικό ξεσηκωμό. Τα γεγονότα στη Κύπρο αποδεικνύουν για άλλη μια φορά την αποφασιστικότητα των διεθνών κεφαλαίων να καταστρέψουν χώρες αλλά και να φαγωθούν μεταξύ τους, προκειμένου να αποικειοποιήσουν μεγάλα τμήματα της Ευρώπης. Ο ξεσηκωμός τουλάχιστον του Ευρωπαϊκού Νότου είναι αδήριτη ανάγκη.

Οι απολύσεις λοιπόν των αρρώστων και όσων διώκονται χωρίς να υπάρχουν τελεσίδικες αποφάσεις εις βάρος τους μαζί με τα εκατομμύρια των εξαθλιωμένων συμπατριωτών μας μπορεί να είναι καλό μείγμα που να προκαλέσει γενικό ξεσηκωμό στη χώρα μας.

 

ΥΓ: Το κείμενο αυτό γράφτηκε και δημοσιοποιήθηκε στα Χανιά πριν τις τελευταίες αποφάσεις της τρόικας εσωτερικού και εξωτερικού (14-4-2013). Όπως αυτή η συμφωνία επιβεβαίωσε, επιχειρείται η άμεση απόλυση των κατηγορουμένων (ποινικά ή πειθαρχικά ή και τα δύο) χωρίς τελεσίδικες αποφάσεις, μεγάλης μερίδας των σωματικά και ψυχικά ασθενών ασθενών, όπως και των οργανικά ανηκόντων σε οργανισμούς και τομείς του δημοσίου  που  καρατομούνται.

Η αντισυνταγματική κατάργηση του νομικού πολιτισμού μας οδηγεί σε περαιτέρω  παραβίαση του συντάγματος. Καταργούνται τα δευτεροβάθμια Συμβούλια Κρίσης και με μόνη απόφαση αυτήν των αντισυνταγματικά συγκροτημένων νέων πρωτοβάθμιων Υ. Σ. (πλειοψηφία δικαστών όπως τονίζουν συνταγματολόγοι),  οδηγείται κάθε κατηγορούμενος σε «οιωνί απόλυση» (χωρίς μισθό, κλπ) μέχρι να τελεσιδικήσει πιθανή προσφυγή του στο Συμβούλιο Επικρατείας!

Δεδομένου ότι μια προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρ. κοστίζει από 6.000 έως 10.000 € και ότι θα χρειαστούν χρόνια για να εκδικαστεί (υπερσυσσώρευση υποθέσεων), στην πράξη ο εργαζόμενος εκτελείται.

 

* Αντώνης Ναξάκης, Μέλος του Γενικού Συμβουλίου της ΑΔΕΔΥ, Αιρετός στο ΠΥΣΔΕ Χανίων

** Παναγιώτης Μπούρδαλας,  Αιρετός στο ΠΥΣΔΕ  Αχαΐας και αν. Μέλος στο ΑΠΥΣΔΕ Δυτ. Ελλάδος

 

16-4-2013

Οι επίορκοι… του παπα Ηλία Υφ.

Οι επίορκοι…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή

 

Ψάχνουν  για τους επίορκους,
να βρούνε ποιοι και πόσοι,
όταν οι πρώτοι επίορκοι
είναι οι τριακόσιοι!…

Τα χείριστα νομοθετούν
για πίστη και πατρίδα
κι ασύστολα δολοφονούν
την κάθε μας ελπίδα….

 

Αν ν' απονείμουν θέλανε
σ' επίορκους αριστεία,
 υπεύθυνα και σοβαρά,
και όχι πια στ' αστεία,
σ' αρχικακούργους και ληστές
μεγίστης εμβελείας,
πρωταθλητές της μπαμπεσιάς
και πάσης αλητείας,
αλί και τρισαλί μας!
αλλού κανείς δεν θα τους βρει,
εκτός απ' τη Βουλή μας…

 

Σαράντα χρόνια κακουργούν
και για να μην τους πιάσουν,
φρόντισαν και το Σύνταγμα
στα μέτρα τους να φκιάσουν!…

 

Παραγραφές για πάρτη τους
και ασφαλείς δικλείδες
και για το δύσμοιρο λαό
δόκανα και παγίδες!….

 

Αποδοχές τρικούβερτες
για πάρτη τους κι απάτες
και φόρους ανυπόφορους
για του λαού τις πλάτες!

 

Κι αυτούς, που με τη μπόχα τους
το σύμπαν το βρωμίζουν
Έλληνες, λέει, και Χριστιανοί
τρέχουν και τους ψηφίζουν!

 

Σε ποιον κανείς να στηριχτεί
και πού να ακουμπήσει,
που απ' το κεφάλι ως την ουρά
το ψάρι έχει βρωμήσει!….

 

παπα-Ηλίας, e-mail: yfantis.ilias@gmail.com, http://papailiasyfantis.wordpress.com, Απριλίου 16, 2013, οι επίορκοι…,

Πορτογαλία: Η εξέγερση των αστών

Πορτογαλία: Η εξέγερση των αστών

 

Του Άρη Χατζηστεφάνου

 

Η άρνηση του συνταγματικού δικαστηρίου να δεχθεί τα μέτρα λιτότητας αποκαλύπτει μια ρωγμή στις οικονομικές ελίτ αλλά και μια μοναδική ευκαιρία ανατροπής.

Αντιμέτωπη με όλο και περισσότερες ανταρσίες όχι πλέον μόνο από τους λαούς αλλά και από τμήματα των αστικών τάξεων βρίσκεται η πολιτική λιτότητας που επιβάλλει το Βερολίνο στις χώρες της Ε.Ε. Μετά το ράπισμα που δέχθηκε από την Ιταλία, με την εκλογική άνοδο των ευρωσκεπτικιστών του Γκρίλο και του Μπερλουσκόνι, αλλά και την αναταραχή που προκάλεσε το πρώτο «Όχι» της Κύπρου, ήρθε η σειρά της Πορτογαλίας να απειλήσει την παντοκρατορία του οικονομικού Ράιχ.

Η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας να κρίνει αντισυνταγματικά τέσσερα μέτρα που ζήτησε η τρόικα έστειλε ένα σαφές μήνυμα ότι μεγάλο τμήμα της οικονομικής και πολιτικής ελίτ δεν θα δεχθεί αμαχητί την μετατροπή της χώρας σε αποικία.

Τα μέτρα αφορούσαν το κόψιμο του 14ου μισθού, το δώρο προς τους συνταξιούχους, τη μείωση των μισθών και υποτροφιών καθηγητικού προσωπικού και το ψαλίδισμα του επιδόματος ανεργίας. Η νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε το ανώτατο δικαστήριο (και εφαρμόζεται σε όσες χώρες δεν έχει επιβληθεί κάποιου είδους δικαστική δικτατορία) είναι ότι τα μέτρα παραβιάζουν την ισότητα μεταξύ των πολιτών και έχουν αναδρομική ισχύ.

Όπως ήταν αναμενόμενο οι Βρυξέλλες απάντησαν αρχικά με οργή, προειδοποιώντας την Πορτογαλία ότι οποιαδήποτε παρέκκλιση από τους συμφωνημένους στόχους θα «παρατείνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα». Πρόκειται για μια ακόμη ευθεία αμφισβήτηση της συνταγματικής νομιμότητας μιας χώρας μέλους της ΕΕ και έμμεσο κάλεσμα σε συνταγματικό πραξικόπημα για την επιβολή της βούλησης του Βερολίνου.

Παρά το γεγονός ότι τα μέτρα αφορούσαν κατά βάση εργασιακά δικαιώματα και θα περίμενε κανείς να γίνουν δεκτά με ενθουσιασμό από το σύνολο του οικονομικού κατεστημένου, όπως συνέβη και στην Ελλάδα, η απόφαση του δικαστηρίου δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Η σύγκρουση της δικαστικής εξουσίας με την κυβέρνηση είναι απλώς η ορατή έκφανση μιας συγκρούσεις στο εσωτερικό των πορτογαλικών ελίτ.

Πολύ περισσότερο αν σκεφτεί κανείς ότι η προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο δεν έγινε από κάποια ομάδα συνταγματολόγων ή εκπροσώπους συνδικάτων αλλά από τον δεξιό πρόεδρο της χώρας, Καβάκο Σίλβα. Ο ίδιος δήλωσε ότι «το εξωτερικό χρέος της Πορτογαλίας δεν είναι πλέον βιώσιμο» τοποθετώντας έτσι έναν ορολογιακό μηχανισμό στην καρδιά της μνημονιακής πολιτικής.

Η πορτογαλική κυβέρνηση σαν να ήθελε να τιμωρήσει τους πολίτες για την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου ανακοίνωσε ότι θα αντισταθμίσει τα μέτρα που κρίθηκαν αντισυνταγματικά με περαιτέρω μειώσεις δαπανών για την υγεία, την εκπαίδευση και την κοινωνική ασφάλιση. Είναι όμως πλέον προφανές ότι με διαιρεμένη την αστική τάξη και τα λαϊκά στρώματα να βρίσκονται στα όρια της εξαθλίωσης η πολιτική της λιτότητας μπορεί να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή συμπαρασύροντας ολόκληρη την κυβέρνηση.

Πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια δυσφορία που παρατηρήθηκε μεταξύ των οικονομικών ελίτ της Ιταλίας και η οποία εκφράστηκε από την επιστροφή του Μπερλουσκόνι και σε δεύτερο επίπεδο από την εκλογική εκτίναξη του Γκρίλο.

Στην Πορτογαλία μάλιστα η δεξιά κυβέρνηση του Πέδρο Κοέλιο, πλαγιοκοπείται πλέον όχι μόνο από την προεδρία αλλά και από την εξωνημένη σοσιαλιστική παράταξη, η οποία αφού έριξε τη χώρα στην παγίδα της Τρόικας τώρα φόρεσε τον αντιμνημονιακό μανδύα. Δεν πρόκειται φυσικά για κάποιου είδους φιλολαϊκή στροφή αλλά για μια ακόμη διατεταγμένη υπηρεσία για λογαριασμό συγκεκριμένων επιχειρηματικών κέντρων.

Ο νέος ηγέτης των Σοσιαλιστών μάλιστα, ο Αντόνιου Σεγούρου, χαρακτήρισε την κυβέρνηση πιόνι της Μέρκελ και του Όλι Ρεν. Σε αντίθεση δηλαδή με τον Έλληνα ομόλογό του, που οδεύει ολοταχώς προς τον κάλαθο των πολιτικών αχρήστων, ο Σεγούρου κατάφερε να δημιουργήσει μια αξία χρήσης για τον εαυτό του και για το κόμμα του.

Η Πορτογαλία μαζί με την Σλοβενία αποτελούν τους επόμενους αδύναμους κρίκους της Ευρώπης από όπου η Γερμανία θα επιχειρήσει μια νέα καταλήστευση του πλούτου, αφού πρώτα διέλυσε κάθε άμυνα των τοπικών οικονομιών με την επιβολή μέτρων τρομακτικής λιτότητας. Στην Πορτογαλία η εσωτερική ζήτηση, οι δημόσιες δαπάνες και οι επενδύσεις καταρρέουν αφήνοντας ως μοναδική σανίδα σωτηρίας της εξαγωγές, οι οποίες όλοι γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να αναπτυχθούν θεαματικά στο πλαίσιο της ευρωζώνης.

Η πρόσκαιρη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, την οποία ο πορτογαλικός λαός πλήρωσε με ιδρώτα και αίμα, αντιστράφηκε το 2012 επαναφέροντας το χάσμα με τις μεγάλες οικονομίες. Επιτεύχθηκε δηλαδή ακριβώς αυτό για το οποίο δημιουργήθηκε η ζώνη του ευρώ: κυριαρχία των ισχυρών δυνάμεων του κέντρου και οικονομική υποδούλωση της περιφέρειας.

Η Πορτογαλία εισήλθε στη διαδικασία «διάσωσης» τον Μάϊο του 2011 λαμβάνοντας συνολικά 78 δισεκατομμύρια ευρώ από το ΔΝΤ και την ΕΕ με αντάλλαγμα δρακόντια μέτρα λιτότητας που εξανέμισαν και τις τελευταίες ελπίδες ανάκαμψης.

Να σημειωθεί ότι σε εξίσου τραγική κατάσταση βρίσκεται και η Σλοβενία όπου τα τεράστια χρέη του ιδιωτικού τομέα και η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος δίνει τη δυνατότητα στην ΕΕ να δοκιμάσει και πάλι τη καταλήστευση των τραπεζικών καταθέσεων.

Το γεγονός ότι η αντιμνημονιακή πολιτική προκαλεί τεκτονικές συγκρούσεις στο εσωτερικό των οικονομικών ελίτ των χωρών της περιφέρειας δεν πρέπει φυσικά να εκληφθεί ως ένα γεγονός ξένο προς τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων. Μέσα από αυτές τις συγκρούσεις δημιουργούνταν πάντα οι ρωγμές μέσα στις οποίες φύτρωνε ο σπόρος της ανατροπής.

Αρης Χατζηστεφάνου

ΠΗΓΗ: ΠΡΙΝ 14/4/2013. Τι είδα: 15/04/2013, http://info-war.gr/2013/04/…BD/

Προς το τέλος της Ευρωζώνης; Μέρος 2

Προς το τέλος της Ευρωζώνης; Μέρος 2

 

Του Δημήτρη Μπελαντή

 

Συνέχεια από το Μέρος 1:Το ευρώ ως ταξικό όριο

Η εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα και την ευρωζώνη δείχνει μια έντονη ανησυχία για το μέλλον του ευρώ. Η αφήγηση περί του ευρώ ως μονοδρόμου, σε συνδυασμό και με την έντονη ενίσχυση του δημοσκοπικού ευρωσκεπτικισμού, έχει δεχθεί ανεπανόρθωτο χτύπημα. Στην Ελλάδα, η ανάγνωση του ίδιου του τύπου και η παρακολούθηση των ΜΜΕ αναδεικνύουν μια όλο και πιο επιφυλακτική στάση όλου του πολιτικού φάσματος έναντι του ευρώ, περιλαμβανόμενων και των αστικών δυνάμεων, μεταξύ των οποίων και οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ.

Κορυφαίοι δημοσιογράφοι (όπως την Δευτέρα η Στάη στο "Netweek") διατυπώνουν επίμονα πια και όχι μόνο ρητορικά το ερώτημα ενός εναλλακτικού σχεδίου, ενώ αστοί θεωρητικοί μιλούν για το διαφαινόμενο τέλος του ευρώ (Νίκος Μουζέλης, Δημήτρης Χραλάμπης, κ.α.). Αλλά και εντός του ΣΥΡΙΖΑ, ηγετικά στελέχη, που τοποθετούντο πάντοτε κατά της ύπαρξης εναλλακτικού σχεδίου εκτός ευρώ, σήμερα το περιλαμβάνουν έστω και επιφυλακτικά στις δημόσιες τοποθετήσεις τους (βλ. και συνεντευξη του σ. Γιάννη Δραγασάκη στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 7/4/2013).

Ο άμεσος κίνδυνος επέκτασης του κυπριακού μοντέλου κουρέματος των καταθέσεων σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο θεμελιώνεται σαφώς όχι μόνο στις αρχικές δηλώσεις του προέδρου του Eurogroup Ντάισελμπλουμ αλλά και στις επόμενες δηλώσεις του Μπαρόζο. Η ογκούμενη τραπεζική κρίση στην Ελλάδα, μετά την ακύρωση της συγχώνευσης Εθνικής και Eurobank, οδηγεί, αναπόφευκτα, σε μείωση των περιουσιακών στοιχείων τουλάχιστον της Εθνικής και σε απομείωση της αξίας της μετοχής της με σοβαρούς κινδύνους στην περίπτωση των μετόχων-ασφαλιστικών ταμείων. Σε μια σημαντική αποπτώχευση της χώρας, ακόμη και με καπιταλιστικούς όρους Αλλά και κατευθύνεται πιθανότατα στην δια της «κρατικοποίησης» πώληση των τραπεζών αυτών με χαμηλό τίμημα σε διεθνείς ομίλους και στην πλήρη αποικιοποίηση του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα. Οι δυσκολίες της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης μπορεί να οξύνουν την ελληνική κρίση και να οδηγήσουν σε ένα εκβιαστικό κούρεμα καταθέσεων και στην ένταξη των καταθετών – ακόμη και των μικρών- στους «υπόχρεους για αρωγή». Επίσης, σε κάθε περίπτωση, η λειτουργία των τραπεζών ως μέσων ενίσχυσης της «πραγματικής οικονομίας» φαίνεται μια πιθανότητα απομακρυσμένη απολύτως από την ισχύουσα πραγματικότητα.

Πρακτικά, αυτά τα οποία υποτίθεται ότι θα ήταν τα αποτελέσματα μιας εξόδου από το ευρώ και επιστροφής στο εθνικό νόμισμα συμβαίνουν τώρα. Η καταστροφή του τραπεζικού συστήματος, η αδυναμία χρηματοδότησης της παραγωγικής οικονομίας, η δέσμευση των καταθέσεων, οι πιθανές αυριανές ελλείψεις σε τρόφιμα, φάρμακα και ενέργεια, η διάλυση του εμπορίου, η υποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και της εργατικής δύναμης, δείχνουν μια κατάσταση σημερινή και αυριανή de facto χρεωκοπίας εντός του ευρώ. Για το πρόβλημα αυτό οι κυρίαρχες δυνάμεις στην ευρωζώνη και ιδίως το γερμανικό «κέντρο» όχι μόνο αδιαφορούν αλλά φαίνονται να επιδιώκουν άμεσα τέτοιου τύπου εξελίξεις, ίσως και πριν από τις γερμανικές εκλογές.. Ήδη, η άνοδος της «Εναλλακτικής Λύσης» στην Γερμανία υπογραμμίζει αυτό το ενδεχόμενο. Η γερμανική στρατηγική ωμής κυριαρχίας στην ευρωζώνη και συγκέντρωσης των πόρων της στα γερμανικά κρατικά και ιδιωτικά κεφάλαια συνδέεται πια πιθανότατα με μια τακτική σταδιακής απεμπόλησης της θεσμικής υλικότητας της συνολικής ευρωζώνης και απόσυρσης σε μια «στενότερη Ευρώπη».

Όλα αυτά συνεπάγονται την αποτυχία της ακραία νεοφιλελεύθερης και αυταρχικής υπαρκτής ευρωζώνης. Η τόσο ανισόμετρη και καπιταλιστική λειτουργία της δεν αφήνει περιθώρια πια για την λειτουργία της ακόμη και ως καπιταλιστικής νομισματικής ένωσης, αφού δεν συνοδεύεται από κανέναν μηχανισμό αλληλεγγύης και αναδιανομής στο εσωτερικό της αλλά και αποκλείει την ύπαρξη τέτοιων μηχανισμών, όπως υπάρχουν στις πολιτειακές ομοσπονδοποιήσεις τύπου ΗΠΑ. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς αντίθετος στους μηχανισμούς της ευρωζώνης και της Ε.Ε. για να κατανοήσει την εξέλιξη αυτή. Όπως επισημαίνει ο έγκυρος δικτυακός τόπος german-foreign-policy.com, το ίδρυμα Φρήντριχ Έμπερτ (πολιτιστικό ίδρυμα του SPD) στην έκθεσή του για την κρίση στην ευρωζώνη και την Ε.Ε., εκθέτει μετά από έρευνα τέσσερα εναλλακτικά σενάρια. Αν και το πιο «επιθυμητό» για το ίδρυμα αποτέλεσμα θα ήταν η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, είναι σαφές ότι αυτό είναι μάλλον απίθανο. Το πιθανότερο σενάριο, κατά το ίδρυμα, έγκειται στην μετατροπή της ευρωζώνης σε μια μικρή-πυρηνική ευρωζώνη, του τύπου της παλιάς «Μεσευρώπης»,γύρω από την Γερμανία, στην μετατροπή όλης της υπόλοιπης Ευρώπης σε ζώνη ελεύθερων συναλλαγών και την διάλυση της υπάρχουσας ευρωζώνης. Κατά το ίδρυμα, αυτή η εξέλιξη θα οδηγούσε στην πλήρη περιθωριοποίηση και πτώχευση της «περιφέρειας της ευρωζώνης» (Νότος, Ανατολή) και στην εμφάνιση παλαιών εχθροτήτων και ίσως και φαινομένων πολιτικής βίας, ίσως και πολέμων.

Δεδομένου ότι τα παραπάνω δεν τα αναφέρει κάποια ακραία «ευρωσκεπτικιστική» ή «αριστερή» δύναμη αλλά το πολιτιστικό ίδρυμα ενός ακραία καθεστωτικού γερμανικού κόμματος, οφείλουμε να τα λάβουμε σοβαρά υπόψη μας.

Με βάση τα παραπάνω, είναι απολύτως απαραίτητο όχι μόνο να συμπεριλάβουμε ως ΣΥΡΙΖΑ στο πρόγραμμά μας την προβολή ενός εναλλακτικού σχεδίου εκτός ευρώ αλλά και την σχετική οργάνωση και εξειδίκευσή του. Με ποιες συμμαχίες, ποια χρηματοδότηση, ποια άμεσα μέτρα, ποιες ανασχέσεις και άμυνες. Αυτό δεν θα μπορεί να συμβεί την τελευταία ώρα, όταν τεθεί ζήτημα ωμών εκβιασμών στο ελληνικό κράτος για διακοπή της ρευστότητας εν όψει πιθανών λύσεων περικοπής των καταθέσεων ή εκποίησης των βασικών ελληνικών τραπεζών, αν ο λαός και η κοινωνία, και ιδιαίτερα οι εργατικές-λαϊκές τάξεις και τα μικροαστικά στρώματα δεν είναι προετοιμασμένοι και προειδοποιημένοι. Η σύγκρουση με την ευρωζώνη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από καμία αστική μερίδα ή ομάδα ή και αν πάντως συνέβαινε κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε μια ευρεία κοινωνική και ανθρωπιστική καταστροφή. Μόνο ο έλεγχος και ηγεμονία της Αριστεράς σε αυτήν την διαδικασία θα δημιουργούσε κοινωνικά εχέγγυα για την άμυνα της κοινωνίας και για την επιβίωση της χώρας, συνδέοντας αυτά τα μεταβατικά αιτήματα με μια πορεία κατάκτησης της εξουσίας – και όχι μόνο της κυβέρνησης- και σοσιαλιστικής μετάβασης. 

Τρίτη 9 Απριλίου 2013


ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

Ο καπιταλισμός θεωρείται ως το κοινωνικοπολιτικό σύστημα, το οποίο εγγυάται την ελευθερία του ατόμου να αναπτύξει πάσης φύσεως δραστηριότητες. Η εγγύηση ελευθερίας προβάλλεται κατά κόρον και είναι άκρως εντυπωσιακή, ώστε λίγο-πολύ όλοι μας να ενεργούμε ως οπαδοί του συστήματος! Ας εξετάσουμε όμως λίγο βαθύτερα το θέμα. Ο όρος καπιταλισμός αποδίδεται στην ελληνική ως κεφαλαιοκρατία.

Συνεπώς πρόκειται για ένα σύστημα, στο οποίο κεντρική αξία αποτελεί το χρήμα και οι κατέχοντες αυτό ασκούν την εξουσία. Τα περί ελευθερίας του προσώπου (ο όρος άτομο είναι άκρως διασπαστικός της κοινωνικής συνοχής) είναι η μεγαλύτερη απάτη του συστήματος, το οποίο παραμυθιάζει τους λαούς με την προβολή της δυνατότητας πλουτισμού!

Ο καπιταλισμός είναι το σύστημα της άπληστης αστικής τάξης. Διαδέχθηκε αυτή στην εξουσία την εκφυλισμένη τάξη των ευγενών, οι οποίοι είχαν κατοχυρώσει το «δίκαιο» της κληρονομικής εξουσίας των μελών της επί των υπηκόων τους και της γης. Με τους ευγενείς είχε συμπλεύσει και η θρησκευτική ηγεσία στη Δύση. «Δικαίωνε» με την αντιευαγγελική ευλογία την απολυταρχία και διευκολυνόταν στη διεκπεραίωση ζητημάτων πίστεως από την κοσμική εξουσία (βασανιστήρια αντιφρονούντων και πυρές). Ο καπιταλισμός εισήγαγε το «φυσικό» δίκαιο στη θέση του «θείου» δικαίου της απολυταρχίας. Το διατύπωσε κατά τρόπο σαφή αυτό η επαναστατική επιτροπή του γαλλικού συντάγματος του 1793.  Ήταν συνεπώς ένα σύστημα αθεϊστικό στη γένεσή του. Ο Ρήγας Βελεστινλής, ο Ρωμηός συνέταξε λίγα έτη αργότερα το δικό του σύνταγμα. Επειδή στην πατρίδα μας, που στέναζε κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, η Εκκλησία αποτελούσε την παρηγοριά των σκλαβωμένων, παρ' όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες κλήρου και λαού, ο Ρήγας δεν υπέκυψε στη νεωτερικότητα του αθεϊσμού. Γι' αυτό και έγραψε ότι το δίκαιο είναι θεόθεν δοσμένο, που ερμηνεύεται: Αν δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει δικαιοσύνη! Και είναι εντυπωσιακό το ότι μετά από ενάμισι αιώνα κορυφαίος στοχαστής της Δύσης, υλιστής, ο Αλμπέρ Καμύ θέτει το ερώτημα: «Υπάρχει δικαιοσύνη χωρίς Θεό;» (Ο επαναστατημένος άνθρωπος).

Η αστική τάξη κυριάρχησε σ' όλη την Ευρώπη. Μπορεί να διατηρήθηκε σε κάποιες χώρες ο θεσμός της βασιλείας, οι βασιλείς όμως ασκούν τυπική εξουσία αρχηγού κράτους για γιορτές και πανηγύρια. Οι άπληστοι για χρήμα αστοί ασκούν την εξουσία ανεχόμενοι μόνο στην (πάλαι ποτέ Μεγάλη) Βρετανία τη Βουλή των φαιδρών πλέον λόρδων! Η αστική τάξη που παραμύθιασε αρχικά τον γαλλικό λαό και μετέπειτα πολλούς άλλους, μηδέ και του ελληνικού εξαιρουμένου, έσπειρε και εξακολουθεί να σπέρνει τον όλεθρο σ' όλη την έκταση του πλανήτη. Η αποικιοκρατία είναι το μεγαλύτερο έγκλημα που διέπραξε κατά τον 19ο αιώνα. Οι μεγάλοι και ολέθριοι πόλεμοι εξ αιτίας των αντικρουομένων οικονομικών συμφερόντων σημάδεψαν τον 20ο αιώνα. Σήμερα ευημερούν μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια συνανθρώπων μας και δυστυχούν περισσότερα από έξι δισεκατομμύρια άλλων, τα οποία γεννούνται και πεθαίνουν στην αθλιότητα!

Η αστική τάξη, σε αντίθεση με την άλλη των ευγενών, διακρίνεται για τις διανοητικές της ικανότητες. Διείδε ευθύς μετά την κατάληψη της εξουσίας, ότι δεν είναι δυνατόν διοικητικής φύσεως μέτρα να εξαλείψουν το θρησκευτικό αίσθημα από τις ψυχές των ανθρώπων. Έτσι προέβη σε ιστορικό συμβιβασμό με τη θρησκευτική ηγεσία της Δύσης, η οποία ήταν πρόθυμη να προβεί σε νέου τύπου παραχωρήσεις και προδοσία του Ευαγγελίου επιδιώκοντας τη διατήρηση προνομίων και υπό το νέο καθεστώς! Στην αστική τάξη ταίριαζε περισσότερο το θρησκευτικό πρότυπο της διαμαρτύρησης (προτεσταντισμού), το οποίο είχε συγκρουστεί κατά το παρελθόν με την απολυταρχία του Βατικανού. Η ατομική ερμηνεία του δόγματος και η απεμπόληση της παράδοσης από τους διαμαρτυρόμενους συνταίριαζε με την ατομική επιδίωξη του κέρδους από τους νέους εξουσιαστές. Έτσι οι «χριστιανοί», με εξαίρεση κάποιους χριστιανούς, ευλόγησαν την αποικιοκρατία, την καταλήστευση του πλούτου των υποταγμένων, δια του όπλου ή της δοτής ηγεσίας, λαών και τη χρήση βίας κατά λαών που διεκδικούσαν την ελευθερία τους, η οποία, όπως γράψαμε στην αρχή, θεωρείται θεμελιακό δεδομένο του καπιταλισμού και γι' αυτό επαίρονται οι οπαδοί του συστήματος! Πάστορες στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. διενεργούσαν σωματική έρευνα σε ορθοδόξους ιερείς, αφού είχαν θέσει εκτός της υποτυπώδους λατρείας τους το ιερό θυσιαστήριο!

Την αστική τάξη επιχείρησε να ανατρέψει ο διεθνής κομμουνισμός. Αν και το κοινωνιολογικό πρότυπο, άκρως μοιρολατρικό στην αρχή, προέβλεπε την νομοτελειακή υποχώρηση του αστισμού και τη δικτατορία (σε βάρος ποίων;) του προλεταριάτου, επικράτησε σε μη βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, με πρώτη την ορθόδοξη Ρωσία, τη χώρα των πολλών κριμάτων κλήρου, άρχουσας τάξης, διανόησης και λαού. Ο κομμουνισμός είχε ως πρότυπό του τον ολοκληρωτισμό του παπισμού και κατάληξε σε θρησκεία χωρίς θεό, για να εκμηδενιστεί τελικά από τον αστισμό, που αποδείχθηκε «Κρόνος» που τρώει τα παιδιά του! Οι κομμουνιστές διέπραξαν τρομακτικό σφάλμα: Ενώ επιχείρησαν με άγριους διωγμούς να εξαλείψουν το θρησκευτικό αίσθημα από τις ψυχές των λαών, επί των οποίων άσκησε δικτατορία, όχι βέβαια το προλεταριάτο αλλά η νομενκλατούρα κατά το ανάλογο της κούριας του Βατικανού, κάλεσε τους υποταγμένους λαούς σε αγώνα κατ' εξοχήν ηθικό, σε πόλεμο κατά του ατομισμού. Αλλά ο άνθρωπος της πτώσης, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, ρέπει προς τον ατομισμό και την επιδίωξη του ατομικού οφέλους. Γι' αυτό ακριβώς και ο καπιταλισμός έχει αναδειχθεί κυρίαρχος. Ακόμη και εκείνοι, που στενάζουν κάτω από την αδικία και την εκμετάλλευση των κρατούντων, είναι στην συντριπτική πλειοψηφία καπιταλιστές με την έννοια ότι, καθώς το καθεστώς τους έχει εκμαυλίσει, ζουν με το όνειρο να τους «χαμογελάσει και αυτούς η τύχη». Θεωρούν και αυτοί ως πρώτη, αν όχι μοναδική, αξία το χρήμα και γι' αυτό παθιάζονται. Και διατηρούν το φρόνημα αυτό ακόμη και όταν οι άπληστοι αστοί ξαναπαίρνουν πίσω εκείνα, που είχαν διανείμει στους προνομιούχους λαούς, προκειμένου να εξασφαλίσουν κοινωνική ειρήνη, τότε που το αντίπαλο δέος του κομμουνισμού διέθετε ιδεολογική και συνδικαλιστική ισχύ. Τον κόσμο των αποκλήρων τον έχουν αφανίσει. Τί επί πλέον να αρπάξουν απ' αυτούς;

Μήπως υπό τις τρέχουσες συνθήκες, κατά τις οποίες επιδιώκεται η πλήρης πτώχευση του ελληνικού λαού, είναι ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε την αφροσύνη μας να απεμπολήσουμε την παράδοσή μας, την ποτισμένη με τα νάματα της ορθοδοξίας και να ενστερνιστούμε τις δυτικές «αξίες»; Το Ευαγγέλιο του Χριστού, που λογοκρίνεται ακόμη και στις  χώρες με ορθόδοξους λαούς, είναι συντριπτικό κατά του πάθους του πλουτισμού! Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, τον οποίο η Εκκλησία εορτάζει κατά την Δ΄ Κυριακή των νηστειών γράφει για τη φιλαργυρία: Φιλάργυρος είναι εκείνος που καταφρονεί τις ευαγγελικές εντολές και τις παραβαίνει ενσυνείδητα. Όποιος απέκτησε αγάπη διεσκόρπισε χρήματα. Όποιος όμως ισχυρίζεται πως συμβιβάζει στη ζωή του και τα δύο αυτοαπατήθηκε… Όποιος νίκησε το πάθος αυτό (της φιλαργυρίας), έπαυσε να έχει μέριμνες… Η ακτημοσύνη είναι απαλλαγή από τις φροντίδες, αμεριμνία βίου, οδοιπορία ανεμπόδιστη, αποξένωση από τη λύπη, πίστη στις εντολές του Θεού».

Επειδή κρύβουμε τον καπιταλιστή μέσα μας τα γραφόμενα αυτά δεν μας συγκινούν. Όταν μας τα πάρουν όλα, όπως έχουν σχεδιάσει, τότε θα βρεθούμε μπροστά στο δίλημμα: Να επιστρέψουμε στον Θεό ή να κατρακυλίσουμε στην απελπισία. Ο καπιταλισμός μας προσφέρει ελευθερία επιλογής!   

 

«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 15-4-2013

Η αποθέωση της πολιτικής θρησκοληψίας…

Η αποθέωση της πολιτικής θρησκοληψίας…

 

Του Δημήτρη Καζάκη


Η κ. Παπαρήγα δεν παύει να μας ξαφνιάζει, αν και έχουμε μάθει να περιμένουμε τα χειρότερα απ' αυτήν και την ομάδα της. Το κόμμα του οποίου ηγείται σήμερα μπορεί να φέρει τα σύμβολα του πάλαι ποτέ κομμουνιστικού κινήματος, μιας και η εντεταλμένη αποστολή της είναι να τα ξεφτιλίσει στα μάτια της κοινωνίας ως εκεί που δεν παίρνει άλλο, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορεί να κρύψει ότι πρεσβεύει μια τυπική παραθρησκευτική οργάνωση της πολιτικής. Ιδού πώς αντιλαμβάνεται τις διαφωνίες από μέλη του κόμματός της:

 

«Η πιο ουσιαστική κριτική και βαθιά είναι όταν συμφωνείς με τη στρατηγική του Κόμματος. Γιατί τότε μπορείς να κρίνεις ουσιαστικά, όχι αυτός που διαφωνεί, αυτός που διαφωνεί δεν μπορεί να κρίνει γιατί κυριαρχεί η διαφωνία του. Κρίνει με βάση τη διαφωνία του. Αντίθετα, αυτός που συμφωνεί με τη στρατηγική, μπορεί να γίνει ο πιο σκληρός κριτής και του συγκεκριμένου καθοδηγητή και της ΚΕ. Γιατί έχει τη δυνατότητα και μπορεί να κρίνει αν ο καθοδηγητής στο κάτω κάτω τον καθοδηγεί και σωστά. Αυτός που διαφωνεί δεν μπορεί[1]

Μόνο όταν συμφωνείς μπορείς να ασκήσεις κριτική! Γιατί; Διότι η «στρατηγική του Κόμματος» (προσέξτε την θεολογική αποτύπωση της έννοιας του κόμματος με το «κ» κεφαλαίο) δεδομένη εκ θεού, μία και μόνη, έτοιμη εκ προοιμίου επιδέχεται μόνο εφαρμογή και όχι βεβαίως κριτική επί της ουσίας της. Επομένως η μόνη δυνατή κριτική που μπορεί να ασκηθεί είναι εκείνη που αποτρέπει την «κακή» εφαρμογή της στρατηγικής. Δεν επιτρέπεται ούτε καν να σκεφτεί κανείς το κατά πόσο μια «κακή» εφαρμογή της στρατηγικής δεν οφείλεται στην «κακή» καθοδήγηση, ή σε λάθη πρακτικής, αλλά στην ίδια την ουσία της στρατηγικής.

Έτσι η κ. Παπαρήγα διαγράφει με μια μονοκονδυλιά ολόκληρη την μακρόχρονη ιστορία επικών συζητήσεων και αντιπαραθέσεων που χαρακτήριζαν όλα τα κοινωνικά κινήματα και πρωτίστως αυτό του οποίου τα σύμβολα καπηλεύεται. Απευθύνεται βέβαια είτε σε βαθιά πορωμένα άτομα, είτε σε πανηλίθιους, που διακρίνονται πρωτίστως για την τυφλή τους πίστη και όχι για την γνώση, για την συνείδηση που κατακτάς με την θεωρία όταν την δοκιμάζεις ανελέητα στην πράξη έχοντας ξεκάθαρο ότι δεν οφείλεις κανενός είδους αφοσίωση και υποταγή σε κανέναν παρά μόνο στην αληθινή ζωή που δεν μπορεί να μπει σε καλούπια, ούτε μπορεί ποτέ να αποτυπωθεί με μια και μόνη στρατηγική, όσο ευφυής κι αν είναι. Εκτός βέβαια κι αν είναι θεολογικό δόγμα.

Δυστυχώς, τόσο η κ. Παπαρήγα, όσο και οι οπαδοί της δεν είναι καν σε θέση να γνωρίζουν ότι η στρατηγική ενός κινήματος και πρωτίστως ενός κινήματος που υπόσχεται να ανατρέψει τα πάντα εκ βάθρων, είναι και οφείλει να είναι προνομιακό πεδίο ανοιχτής ζύμωσης όπου οι διαφωνίες και οι αναμετρήσεις είναι αναγκαστικά στην ημερήσια διάταξη. Πώς αλλιώς μπορεί η στρατηγική να προσαρμόζεται στην πραγματική ζωή και στις αληθινές συνθήκες των κοινωνικών αγώνων και της ταξικής πάλης; Μήπως με φετβά και όρντινα της εκάστοτε ηγεσίας;

Η κ. Παπαρήγα έχει μετατρέψει την «στρατηγική του κόμματος» σε ένα θεολογικό δόγμα, σε θεωρία αποκάλυψης της μίας και μοναδικής αλήθειας κατά τας Γραφάς των οποίων η ερμηνεία ανήκει πάντα και αποκλειστικά στο Ιερατείο. Αυτό που αντιλαμβάνεται Επομένως η μοναδική κριτική που αποδέχεται εντός του κόμματος είναι μόνο εκείνη που ασκείται για την παραβίαση του δόγματος. Είναι η «κριτική της πράξης», όπως έλεγαν παλιά οι φασίστες του Μουσολίνι που αποτελεί εκδήλωση της απόλυτης αφοσίωσης και της πίστης στη μία και μόνη «στρατηγική του κόμματος» καταγγέλλοντας όλους τους διαφωνούντες ως σαμποταριστές, διαστρεβλωτές, εχθρούς με μια λέξη αιρετικούς με το ίδιο πάθος και μένος του συνειδητού ρουφιάνου που νιώθει ως χρέος του να καταδώσει ακόμη και τους πιο κοντινούς του όταν διαπιστώνει ότι η τυφλή πίστη στην Υπέρτατη Αλήθεια, που αντιπροσωπεύει η μόνη και αμετάλλακτη «στρατηγική του κόμματος», αρχίζει να υστερεί. Μόνο αυτή την κριτική, δηλαδή την κριτική του ρουφιάνου, αποδέχεται η κ. Παπαρήγα. Καμιά άλλη.

Ο κομουνιστής κατά το ευαγγέλιο της κ. Παπαρήγα πρέπει να διαθέτει όλα τα τυπικά προσόντα του προσήλυτου. Δεν έχει ανάγκη να σκέφτεται ελεύθερα, ούτε να μελετά σε βάθος την ζωντανή πραγματικότητα για να σχηματίσει άποψη. Αρκεί να μηρυκάζει τις σιδερένιες νομοτέλειες του κομματικού ευαγγελίου. Είναι ο Καπιταλισμός, ηλίθιε, όπως έξυπνα ονόμασε το αξιόλογο βιβλίο του ο Νίκος Μπογιόπουλος, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει πιο ηλίθιος σ' αυτή την ζωή από εκείνον που αρκείτε να παπαγαλίζει το «αυτός είναι ο καπιταλισμός» κάθε φορά που καλείται από τα ίδια τα πράγματα να αναλύσει και να κατανοήσει την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει πιο ηλίθιος από εκείνον που αντικαθιστά την μελέτη του αληθινού καπιταλισμού όπως αυτός συγκροτείται σε κάθε ιστορική συγκυρία με την βαρετή επανάληψη κλισέ που όταν καν γνωρίζει το τι σημαίνουν. Μεγιστοποίηση του κέρδους, πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, πλουτοκρατία, εργατική τάξη, υπεραξία και μερικά ακόμη που συνθέτουν όχι επιστημονικά εργαλεία ακριβείας για την ανίχνευση της πραγματικότητας, αλλά απλοϊκές ρετσέτες που συνθέτουν το «πιστεύω» ενός πνευματικά καθυστερημένου που ξέρει μόνο στο κομματικό πίστευε και μη ερεύνα.

Αυτός είναι ο «ορθόδοξος» κομμουνιστής σήμερα εσοδείας Παπαρήγα. Τα γεγονότα πάνω στα οποία ο «ορθόδοξος» στηρίζει τα συμπεράσματά του δεν είναι ανάγκη να προέρχονται από δική του παρατήρηση και πείρα, ούτε βέβαια από την γνώση και την επιστήμη, αλλά από την «αγία γραφή» του. Το υπέρτατο προσόν ενός κομματικού σήμερα δεν διαφέρει από αυτό ενός φανατικού: «Τόσο πολύ πρέπει να πιστεύουμε στο λόγο που μας αποκαλύπτει η γραφή, ώστε εγώ, αν όλοι οι άγγελοι του ουρανού κατέβαιναν σε μένα για να μου πουν άλλα, θα έκλεινα τα μάτια μου και θα βούλωνα τα αυτιά μου – δεν αξίζουν ούτε να τα δει ούτε να τ' ακούσει κανείς», όπως απαιτούσε ο Λούθηρος[2] από τους πιστούς του και το τηρούν κατά γράμμα οι πιο πιστοί οπαδοί του σημερινού ΚΚΕ. Τα λόγια της κ. Παπαρήγα και της ομάδας της μοιάζουν σαν απόηχος της διδασκαλίας του Ραβίνου Ιάκωβου τον πρώτο αιώνα μετά την γέννηση του Χριστού: «Όποιος ξεφεύγει από το δρόμο και ξεχνάει τη μελέτη της Γραφής και λέει ‘τι ωραίο είναι αυτό το δέντρο', ‘τι ωραίο είναι αυτό το οργωμένο χωράφι', αμαρταίνει ενάντια στην ίδια του την ψυχή[3] Ή του Ντέιβιντ Χιουμ ο οποίος διηγείται την περίπτωση ενός μοναχού, ο οποίος, «επειδή από τα παράθυρα του κελιού του είχε μια υπέροχη θέα, έκλεισε με τα μάτια του μια συμφωνία, να μη στραφούν ποτέ προς αυτή την κατεύθυνση, ή να νιώσουν μια τέτοια αισθητική απόλαυση[4]

Η ικανότητα του «ορθόδοξου» να κλείνει τα μάτια του και να βουλώνει τ' αυτιά του μπροστά σε γεγονότα που δεν αξίζουν να τα δει και να τα ακούσει κανείς, είναι γι' αυτόν ανεκτίμητη πηγή δύναμης και σταθερότητας. Οι κίνδυνοι δεν τον τρομάζουν, τα εμπόδια δεν τον αποκαρδιώνουν, οι αντιφάσεις δεν τον κλονίζουν, γιατί πολύ απλά αρνείται την ύπαρξή τους. Η δύναμη της πίστης δείχνεται, όπως έγραφε ο Μπρεξόν, όχι στο ότι μετακινεί τα βουνά, αλλά στο ότι δε βλέπει τα βουνά που πρέπει να μετακινηθούν.[5] Η βεβαιότητα του αλάνθαστου δόγματός του είναι αυτό που κάνει τον «ορθόδοξο» άτρωτο απ' όλες τις αβεβαιότητες, τις εκπλήξεις και τις δυσάρεστες αλήθειες της ζωντανής πραγματικότητας και της αληθινής κίνησης της ζωής.Γι' αυτό ένα δόγμα, όπως η «στρατηγική του Κόμματος» κατά την κ. Παπαρήγα, δεν μπορεί να κρίνεται από το περιεχόμενό του σε αλήθεια, βάθος και εγκυρότητα, αλλά από την αποτελεσματικότητα του στην απομόνωση του κομματικού από τον ίδιο του τον εαυτό και από το κοινωνικό περιβάλλον. Για την «στρατηγική του Κόμματος» ισχύει ότι λέει ο Πασκάλ για μια αποτελεσματική θρησκεία, που ισχύει πάντα για κάθε αποτελεσματικό δόγμα, πρέπει «να αντιφάσκει στη φύση, στην κοινή λογική και στην ευχαρίστηση[6] Κι έτσι οι πιστοί καλούνται συνεχώς να αναζητούν την απόλυτη αλήθεια με την καρδιά τους και όχι με την λογική. Η κατοχή της απόλυτης αλήθειας δίνει την αίσθηση ακόμη και στον ηλίθιο ότι κατέχει την αιωνιότητα. Δεν υπάρχουν εκπλήξεις και τίποτε που να μην είναι γνωστό.

Όλες οι ερωτήσεις έχουν ήδη απαντηθεί, όλες οι αποφάσεις έχουν ήδη ληφθεί, όλες οι πιθανότητες έχουν ήδη προβλεφθεί, όποτε δεν χρειάζεται πια κανένας να ταλαιπωρείται με τις αντιφάσεις που αναγεννά διαρκώς η ίδια η ζωή. Ο «ορθόδοξος» δεν εκπλήσσεται και δεν διστάζει, απλά υπακούει. Δεν έχει ανάγκη να εντρυφήσει στα εγκόσμια, απλά τα περιφρονεί. Το αληθινό δόγμα είναι το μαγικό κλειδί για τη λύση όλων των προβλημάτων της εποχής και του κόσμου όλου. Μ' αυτό ακόμη κι ο πιο ηλίθιος, ο πιο πνευματικά καθυστερημένος μπορεί λύσει και να αρμολογήσει ολόκληρο τον κόσμο χωρίς προσπάθεια και ιδιαίτερες απαιτήσεις. Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε και καθάρισες.

Κάποτε ο Λένιν, λίγο πριν τον θάνατό του, προειδοποιούσε εμφατικά τους συντρόφους του: «Εάν ξεφορτωθείτε όλους τους ευφυείς αλλά ελάχιστα υποταχτικούς ανθρώπους και κρατήσετε μόνο τους υποταχτικούς ηλίθιους, είναι απολύτως σίγουρο ότι θα φέρετε την καταστροφή στο κόμμα.»[7] Οι σύντροφοί του δεν τον άκουσαν κι έτσι με τα χρόνια τα κομμουνιστικά κόμματα μετατράπηκαν σε μηχανισμούς μαζικής παραγωγής υποταχτικών ηλιθίων. Ιδίως σε συνθήκες πολιτικής ομαλότητας. Ιδανικό περιβάλλον για την επικράτηση μιας άκρως ιδιοτελούς γραφειοκρατικής κάστας που έμαθε να ζει παρασιτικά από το κίνημα και όχι για το κίνημα. Η εξάρτηση από την χρηματοδότηση του αστικού κράτους και τα δάνεια ήταν απλά η λογική συνέπεια. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερο αβαντάζ για μια πουλημένη, πλήρως εξαρτημένη ηγεσία, για έναν αλωμένο κομματικό μηχανισμό, από το να διαθέτει υποταχτικούς ηλίθιους για κομματικά μέλη και οπαδούς που διακρίνονται για την θρησκόληπτη σχέση τους με το «Κόμμα».

Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει μία και μόνη στρατηγική, που να είναι χρήσιμη κάτω απ' όλες τις συνθήκες και όλους τους ιστορικούς όρους. Αυτό το γνωρίζει ακόμη κι ο πιο άσχετος με το όλο θέμα. Μιας και ο ίδιος ο στόχος, που, θεωρητικά πάντα, ήταν ανέκαθεν ο σοσιαλισμός για το κίνημα του οποίου τα σύμβολα έχει οικειοποιηθεί η κ. Παπαρήγα, δεν ήταν ποτέ κάτι το έτοιμο, το στατικό, μια έτοιμη συνταγή που μπορεί να φορεθεί στην πραγματικότητα και να λύσει όλα τα χρόνια προβλήματα της ανθρωπότητας.

Ο Λένιν έλεγε: «Ο σοσιαλισμός δεν είναι ένα έτοιμο σύστημα που θα δοθεί σαν ευεργεσία στην ανθρωπότητα. Ο σοσιαλισμός είναι η ταξική πάλη του σημερινού προλεταριάτου, που βαδίζει από ένα σκοπό σήμερα σ' έναν άλλο αύριο στο όνομα του βασικού του σκοπού, προς τον οποίο πλησιάζει κάθε μέρα»[8] Ποιος είναι ο ένας σκοπός σήμερα, ο άλλος αύριο που βαδίζει το προλεταριάτο στο όνομα του βασικού σκοπού; Πώς θα πρέπει να βαδίσει το προλεταριάτο από τον ένα στον άλλο; Και τι επίδραση έχουν όλα αυτά στον ίδιο τον βασικό σκοπό που δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι ένα «έτοιμο σύστημα που θα δοθεί σαν ευεργεσία στην ανθρωπότητα»; Όλα αυτά ανήκουν στη σφαίρα της στρατηγικής κι αυτός που αποφασίζει γι' αυτήν δεν είναι η ηγεσία, ούτε κάποιο σώμα του κόμματος, αλλά η ίδια η διαλεκτική της ζωής που επιβάλλει τους όρους μέσα από τους οποίους οφείλει να προχωρήσει το κίνημα.

Μπορεί να κατανοηθεί αυτή η διαλεκτική της αληθινής ζωής μέσα από έτοιμα σχήματα; Όχι. Απαιτεί την κατάκτηση της επιστήμης της ταξικής πάλης κι αυτό σημαίνει διαρκή αναζήτηση, ανοιχτή κρίση και ανελέητη κριτική, ζύμωση χωρίς κανένα ταμπού, χωρίς κανένα προκάτ, ή προειλλημένο συμπέρασμα, χωρίς άνωθεν ή έξωθεν επιβεβλημένους περιορισμούς. Επιστήμη χωρίς κριτική και διαφωνίες, χωρίς αμφισβήτηση και αντιπαραθέσεις ακόμη και για την ίδια την ουσία και τις αρχές της, δεν μπορεί να υπάρξει. Ιδίως όταν αυτή φιλοδοξεί να ανακαλύψει τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους της ριζικής ανατροπής των πάντων.

Κι όπως έλεγε ο Μαρξ: «Ο δρόμος που οδηγεί στην επιστήμη δεν είναι πλατιά λεωφόρος και πιθανότητες να φτάσουν στις φωτεινές κορυφές της έχουν μόνο εκείνοι που δεν φοβούνται να κουραστούν για να σκαρφαλώσουν στ' απόκρημνα μονοπάτια της[9] Πράγμα που δεν ισχύει για καμιά άλλη επιστήμη, όσο για την επιστήμη της ταξικής πάλης. Και για να κατακτηθούν οι φωτεινές κορυφές της απαιτούν ανήσυχα μυαλά όσο δεν παίρνει, ανεξάρτητες προσωπικότητες που δεν καταδέχονται να σκύψουν το κεφάλι σε κανένα δόγμα, ούτε τρέμουν μπροστά στην διάψευση των ιερών και οσίων τους όπως κάθε τυπικός θρησκόληπτος.

Προσωπικά δεν ανήκω, ούτε ανήκα ποτέ στην κατηγορία των πανηλίθιων οπαδών της κ. Παπαρήγα, ούτε εκείνων των κομματικών που σέρνουν την κοινή λογική και την θεωρία από τον βούρκο μιας εσωκομματικής αντιπαράθεσης ενός «καλού» ΚΚΕ της οργιώδους φαντασίας τους έναντι του «κακού» σημερινού ΚΚΕ, με τους ίδιους ακριβώς όρους που οι ορθόδοξοι μάχονται για το παλιό και το νέο ημερολόγιο μακριά από τα εγκόσμια. Σέβομαι τους ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού τόσο ώστε να μην τους μεταχειρίζομαι ως στείρα «τσιτάτα» στα πλαίσια μιας απόκοσμης εσωκομματικής πάλης δίχως αληθινό νόημα, μόνο σε μυημένους και έτη φωτός μακριά από τις αληθινές ανάγκες του κινήματος σήμερα.

Όπως το 1553, όταν ο Μωάμεθ πολιορκούσε την Πόλη και απειλούσε με τέσσερεις αιώνες Οθωμανικό ζυγό τους πληθυσμούς του Βυζαντίου, οι Βυζαντινοί καλόγεροι συζητούσαν με πάθος αν υπάρχουν θηλυκοί καλόγεροι στην επουράνια βασιλεία, έτσι και σήμερα στο ΚΚΕ. Αδυνατούν να κατανοήσουν το προφανές, το γεγονός δηλαδή ότι βρισκόμαστε καταμεσής μιας από πολλές απόψεις πρωτοφανούς επαναστατικής κρίσης, η οποία εξ αντικειμένου θα οδηγήσει – σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα – είτε στην εξέγερση του λαού, είτε στην απόλυτη κυριαρχία της πιο μαύρης αντίδρασης. Αδυνατούν να κατανοήσουν αυτό που αντιλαμβάνεται σήμερα ακόμη και ο πιο απλός εργαζόμενος. Αν δεν οργανωθεί άμεσα η κοινωνική εξέγερση του λαού με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος, είναι σίγουρο ότι η Ελλάδα θα πάψει να υπάρχει και ο λαός της θα υποδουλωθεί χάνοντας ακόμη και το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Είναι μια ιστορική ευκαιρία που ο ελληνικός λαός δεν μπορεί να χάσει, γιατί δεν θα υποστεί απλά μια ήττα, αλλά θα χάσει τα πάντα μαζί και την χώρα του. Και χωρίς χώρα, χωρίς πατρίδα δεν μπορεί να υπάρξει λαός, δεν μπορεί να υπάρξει τάξη, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να υπάρξει κίνημα ούτε καν αντίστασης.

Το έχουν αντιληφθεί αυτό οι κομματικοί που διαπληκτίζονται για την στρατηγική και την τακτική του κόμματος; Στην πλειοψηφία τους όχι. Ούτε καν αυτοί που διαφωνούν από σχετικά ορθές θέσεις. Έχουν χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας. Δεν έχουν καν αντιληφθεί ότι η αληθινή ζωή δεν περιμένει, επιτάσσει. Κι όταν η ίδια η ζωή θέτει στην ημερήσια διάταξη την επανάσταση, τον παλλαϊκό ξεσηκωμό, όπως σήμερα, τότε ο αληθινός επαναστάτης, ο αληθινός κομμουνιστής δεν χάνει την ώρα του με νεκρές υποθέσεις, αλλά επιλέγει συνειδητά την πρώτη γραμμή, εκεί που τον έχει ανάγκη ο λαός του και η πατρίδα του. Αλλιώς είναι μια καρικατούρα άξια περιφρόνησης και χλευασμού, είτε διαχωρίζει την θέση από την σημερινή κατάσταση του ΚΚΕ, είτε όχι.

Αυτό που αναδύει σήμερα ο «διάλογος» και η εσωκομματική αντιπαράθεση στο ΚΚΕ είναι την δυσοσμία ενός πτώματος που σαπίζει με τους συγγενείς του να τσακώνονται για τα ιμάτιά του. Κανένα από τα καίρια ζητήματα της πιο επαναστατικής απ' όλες τις καταστάσεις στην μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας δεν φαίνεται να τους απασχολεί. Λες και βρίσκονται σε μια ομαλή κοινοβουλευτική περίοδο όπου έχουν όλο το χρόνο να τα ξαναδούν όλα, πρώτα να αναμοχλεύσουν την θεωρία με ομίλους προβληματισμού και θεωρητικές αντιπαραθέσεις όπου ανθεί ο στείρος ακαδημαϊσμός, ανίκανος να προσθέσει έστω κι ένα «ι» στην ανάλυση της ζωντανή πραγματικότητας, αλλά ικανότατος στο να χάνεται στους λαβύρινθους ενός απίστευτου σχολαστικισμού μακριά από τις απαιτήσεις της μαζικής λαϊκής πάλης. Αυτή η τελευταία μπορεί να περιμένει.

Κι όταν με το καλό θα υπάρξει επιτέλους μια αληθινή αριστερά, ένα ικανό «κόμμα» όπως το ονειρεύονται οι πιο πιστοί οπαδοί του, τότε ίσως να έρθει και η ώρα να δούμε τι έχει ανάγκη ο λαός και η χώρα. Έως τότε όμως η ιστορία, η ίδια η ζωή, οφείλει να σταματήσει. Προέχουν άλλα πολύ πιο σοβαρά πράγματα. Τι σημασία έχει το γεγονός ότι ο κόσμος πεθαίνει, δουλοποιείται σε απίστευτο βαθμό, εξαθλιώνεται μαζικά και χάνει μέρα με τη μέρα ακόμη και την ελπίδα να ζήσει. Όλα αυτά μπορούν να περιμένουν έως ότου οι επαναστάτες του γλυκού νερού, της ακαδημαϊκής θεωρητικολογίας, της τρικυμίας εν κρανίω, ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με το κόμμα τους. Τι πειράζει αν εν τω μεταξύ χαθεί αυτή η ιστορική ευκαιρία για τον λαό και τη χώρα; Τι πειράζει αν ο λαός, ο απλός κόσμος, εισπράξει μια ακόμη τραγική ήττα; Τι σημαίνει μια ακόμη ήττα; Τόσες και τόσες τους πρόσφερε το κόμμα μας κι εμείς οι ίδιοι με την νοοτροπία και την πρακτική μας. Τι είναι μια ακόμη;

Όσο υπάρχουμε εμείς – σκέφτονται οι ανόητοι που σουλατσάρουν ως επαναστάτες – ο λαός έχει ελπίδα για το μέλλον. Έστω κι αν αυτό το μέλλον αφορά στις ελληνικές καλένδες και γράφεται με τον ανδραποδισμό ενός ολόκληρου λαού και την διάλυση της χώρας. Εξαρτημένοι από τον μυστικισμό του κόμματος, που έμαθαν να υπηρετούν τυφλά, αρνούνται να αντιληφθούν το τι συμβαίνει τριγύρω τους. Δεν έχουν ούτε καν αντιληφθεί ότι το κυρίαρχο ζήτημα σήμερα δεν είναι το τι σόι κόμμα θέλουν οι μεν, ή οι «δεν», ούτε καν το είδος της πολιτικής συμμαχιών, ή της στρατηγικής, αλλά το πώς πρέπει να οργανωθεί άμεσα και πρακτικά η κοινωνική εξέγερση του λαού εναντίον του καθεστώτος. Όχι του Αγίου Ποτέ, ή του Οσίου Πατάπιου ανήμερα, αλλά εδώ και τώρα με τους όρους και τις συνθήκες που γεννά σήμερα η ίδια η πραγματικότητα μιας πρωτοφανούς κοινωνικοπολιτικής πόλωσης, η οποία πολύ σπάνια έχει παρατηρηθεί στην ιστορία τόσο της Ελλάδας, όσο και διεθνώς. Αλλιώς, γίνονται συνένοχοι στην σφαγή ενός ολόκληρου λαού και στη διάλυση της πατρίδας του. Κι από αυτή την συνενοχή δεν πρόκειται να τους γλυτώσει κανένα «τσιτάτο» του Μάρξ, ή του Λένιν, κανένα ορατόριο για την επανάσταση που δεν έμαθαν ποτέ πώς να την υπηρετούν στην πράξη και στην ώρα της.

Όποιος πιστεύει σήμερα ότι πρώτα πρέπει να φτιάξει το ΚΚΕ και ύστερα να δούμε πώς θα πορευτεί το κίνημα, η κοινωνία και ο λαός, δεν μπορεί ούτε καν να αντιληφθεί ότι έχει «φύγει», έχει αναχωρήσει εις Κύριον. Είναι το ίδιο αναχωρητής, όσο και οι οπαδοί της Παπαρήγα, έστω κι αν διαφωνεί μαζί τους. Ο αληθινός κομμουνιστής, ο αληθινός επαναστάτης ξέρει ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Δεν μπορεί να συντηρείται ένα κόμμα που το έχει ξεβράσει η κοινωνία και η ιστορία, ούτε αυτό μπορεί να αναγεννηθεί σε άλλη πιο «καλή» εκδοχή του παρά μόνο σαν φάρσα, ή σαν παρά φύση απόστημα. Ότι πέθανε, πέθανε και όσο πιο γρήγορα το θάψουμε στο νεκροταφείο της συνείδησής μας και της ιστορίας, τόσο πιο γρήγορα θα ανθήσουν οι ιδέες και οι αξίες του κινήματος της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης μέσα στα σπλάχνα της ίδιας της κοινωνίας και όχι στο περιθώριό της όπως θέλουν να το καταδικάσουν σήμερα. Το θεμελιώδες ερώτημα που ανέκαθεν απασχολούσε έναν αληθινό επαναστάτη σε ανάλογες καμπές ήταν αυτό που διατύπωνε από την εποχή του ο Αλεξάντερ Χέρτσεν: «είμαστε πεθαμένοι που ανήκουμε στα περασμένα και δευτερώνουμε με αναστεναγμούς «τελείωσε», ή είμαστε ζωντανοί άνθρωποι του μέλλοντος που λένε, αφήνοντας να πέσει το σάβανο στο κουφάρι του βασιλιά: ο βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο βασιλιάς!»

Ο αληθινός κομμουνιστής δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνου του μαθητή που διστάζοντας να ακολουθήσει τον Ιησού του είπε: «Κύριε, πίτρεψόν μοι πρτον πελθεν κα θάψαι τν πατέρα μου.» Διότι γνωρίζει πολύ καλά την απάντηση του ίδιου του Ιησού, που συνιστά την αιώνια απάντηση σε ανάλογα ερωτήματα που γεννιούνται σε όποιον έχει θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία των καταπιεσμένων κάθε ιστορικής εποχής: «κολούθει μοι, κα φες τος νεκρος θάψαι τος αυτν νεκρούς.» Και ξέρει να την κάνει πράξη χωρίς καμιά καθυστέρηση, χωρίς να ασχολείται με το θάψιμο των νεκρών, όταν τον καλεί η ιστορία και τα καθήκοντα που έχει θέσει η συνειδητή του στράτευση στο πλευρό των καταπιεσμένων, του ίδιου του λαού του. «Δεν υποφέρουμε μονάχα από τους ζωντανούς μα κι από τους πεθαμένους. Le mort saisit le vif!», έγραφε ο Μαρξ.[10] Ο πεθαμένος αδράχνει τον ζωντανό. Αυτό συμβαίνει με το ΚΚΕ σήμερα και αυτό είναι που δεν καταλαβαίνουν ακόμη κι όσοι διαφωνούν με το πώς κατάντησε το κόμμα της η ομάδα της κ. Παπαρήγα.

Ο αληθινός κομμουνιστής γνωρίζει ότι η χειρότερη δοκιμασία για τον ίδιο, η πιο μεγάλη αδυναμία του είναι όταν δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι αυτό που τον εξέφρασε οργανωτικά και πολιτικά σε μια άλλη εποχή έχει πεθάνει προ πολλού. Κι αγωνίζεται να κρεμαστεί από την ανάμνησή του, χάνεται στην προσπάθεια να το αναβιώσει, να του δώσει ζωή μόνο και μόνο για να καταλήξει ως νέος δόκτωρ Φράνκενστάιν να προσπαθεί με τα πειράματά του να αναστήσει τους νεκρούς. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι να χαθεί στο περιθώριο της ιστορικής κίνησης μέσα σε ατέρμονες προσπάθειες που είναι καταδικασμένες εκ προοιμίου να γεννήσουν μόνο τέρατα.

Ο Μαρξ είχε αντιληφθεί από πολύ νωρίς το γεγονός αυτό: «Είμαστε ακλόνητα πεισμένοι ότι ο πραγματικός κίνδυνος δεν βρίσκεται στις πρακτικές προσπάθειες, αλλά στη θεωρητική επεξεργασία των κομμουνιστικών ιδεών, μιας και οι πρακτικές προσπάθειες, ακόμη και οι επιδιώξεις των μαζών, μπορούν να απαντηθούν με το κανόνι μόλις γίνουν επικίνδυνες, ενώ οι ιδέες που έχουν κατακτήσει τη νοημοσύνη μας και έχουν κατακλύσει το νου μας, οι ιδέες με τις οποίες η λογική έχει αλυσοδέσει τη συνείδηση μας, είναι δεσμά από τα οποία δεν μπορεί κανείς να απελευθερωθεί δίχως να ραγίσει την καρδιά του, είναι δαίμονες που οι ανθρώπινες υπάρξεις μπορούν να εξευμενίσουν μόνο με το να υποκύψουν σ' αυτές.»[11] Αληθινός επαναστάτης, αληθινός κομμουνιστής είναι αυτός που ξέρει να σπάει τα δεσμά του παρωχημένου, των αλλοτινών ιδεών που έχουν αλυσοδέσει την λογική του και την αίσθηση που πρέπει να έχει της πραγματικότητας, έστω κι αν ραγίσει η καρδιά του, έστω κι αν του κοστίσει προσωπικά, προκειμένου να αναμετρηθεί με το καθήκον που του θέτει αντικειμενικά η ίδια η ζωή.

Προσωπικά δεν έχω καμιά διάθεση να απαγορέψω στον οιονδήποτε να αυτοπροσδιορίζεται ως κομμουνιστής και να λειτουργεί στον κλειστό κόσμο των δικών του Καθαρών. Κι όπως οι Καθαροί του μεσαίωνα έτσι κι αυτός αναλώνεται για να βρει τους δικούς του Bons Hommes, τους δικούς του «καλούς Χριστιανούς». Δικαίωμά του. Όμως αυτός ο κομμουνιστής δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ανεμογκάστρι της ιστορικής συγκυρίας. Μια παρά φύση απόφυση άλλων πολύ μακρινών εποχών όταν η κοινωνική διαμαρτυρία εκφραζόταν από οργανώσεις και πολιτικά σχήματα με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά των αιρέσεων, μιας και «η ίδια η έννοια του κόμματος μεταπήδησε στην πολιτική από την Εκκλησία διαμέσου της φιλολογίας και των φιλοσοφικών σχολών», όπως έγραφε στα 1843 ο νεοχεγγελιανός Καρλ Ρόζενκραντς.[12]

Όταν ο Μαρξ στην 11η θέση για τον Φόιερμπαχ έγραφε, «οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε», δεν είχε υπόψη του κάποιο έτοιμο πολιτικό πρόγραμμα με βάση το οποίο έπρεπε να αλλάξει ο κόσμος. Ούτε θεωρούσε ότι διέθετε μια δεδομένη ερμηνεία του κόσμου και επομένως το μόνο που έμενε ήταν να αλλάξει σύμφωνα με τους θεωρητικούς κανόνες αυτής της ερμηνείας. Αντίθετα, ο Μαρξ πρότεινε έναν εντελώς νέο τρόπο για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο. Όχι παρατηρώντας από απόσταση, ή μέσα από ολοκληρωμένα θεωρητικά σχήματα, έτοιμα να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα. Αλλά μέσα από την πάλη για να τον αλλάξουμε. Μόνο μέσα από αυτή την πάλη μπορεί και να ερμηνευθεί, να κατανοηθεί σε βάθος η ίδια η πραγματικότητα. Άλλωστε όπως εξηγεί ο ίδιος στην 8η θέση για τον Φόιερμπαχ, «η κοινωνική ζωή είναι στην ουσία της πραχτική. Όλα τα μυστήρια, που παρασέρνουν τη θεωρία προς το μυστικισμό, βρίσκουν τη λογική τους λύση στην ανθρώπινη πράξη και στην κατανόηση αυτής της πράξης

Γι' αυτό και για τους Μαρξ και Ένγκελς ο κομμουνισμός αποκτούσε εξαρχής ένα ριζικά διαφορετικό περιεχόμενο. Δεν ήταν ένα πολιτικό πρόγραμμα με βάση το οποίο έπρεπε να αναμορφωθεί επαναστατικά ο καπιταλισμός, αλλά η αναγκαία κατάληξη των εσωτερικών όρων ανάπτυξης της αστικής κοινωνίας. Επομένως το βασικό πρόβλημα της θεωρίας για τον Μαρξ δεν ήταν η διατύπωση γενικών αρχών, δεδομένων συμπερασμάτων και ακαταμάχητων νομοτελειών, αλλά η κατανόηση των υλικών προϋποθέσεων που ενυπάρχουν στην ίδια τη φύση της αστικής κοινωνίας και επιτρέπουν με καταλύτη την ταξική πάλη το άνοιγμα του δρόμου για την επαναστατική ανατροπή και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. «Ο κομμουνισμός» υπογράμμιζαν οι Μαρξ-Ένγκελς, «δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ' αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Οι όροι αυτής της κίνησης προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που τώρα υπάρχουν[13] Το ζητούμενο λοιπόν για τη θεωρητική συνείδηση του Μαρξ δεν ήταν ποτέ αυτή καθαυτή η μελλοντική κοινωνία, αλλά η κατανόηση του ιστορικού τρόπου της γέννησής της μέσα από την αστική κοινωνία. Γι' αυτό και βασικό μέλημα του Μαρξ δεν ήταν το ποια ακριβώς θα είναι η μελλοντική κοινωνία, με ποιους κανόνες, ή με ποιες νομοτέλειες αυτή θα συγκροτηθεί, αλλά με ποιο τρόπο θα ανοίξει ο δρόμος γι' αυτήν, υπό ποιους όρους οι καθημερινοί αγώνες που είναι αναγκασμένο να διεξάγει το προλεταριάτο για τα πιο άμεσα αιτήματά του θα μετατρέψουν την ποσότητα σε ποιότητα.

Φυσικά ένα τέτοιο καθήκον γνώσης δεν μπορεί να αναλάβει μια θεωρία που απλώς παρατηρεί και αναλύει. Χρειάζεται μια θεωρία που είναι συνειδητά στρατευμένη στην υπόθεση του πραγματικού κινήματος της εργατικής τάξης. Κι αυτό γιατί η ανάγκη για την ανατροπή του καπιταλισμού δεν πηγάζει από την κοινωνική αδικία, τη φτώχεια, την ανέχεια και την αδίστακτη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, αλλά από τη δυνατότητα της ίδιας της εργατικής τάξης να συγκροτείται και να διεκδικεί σε καθημερινή βάση τα δικά της συμφέροντα. Ο Μαρξ είναι ο πρώτος που απέδειξε επιστημονικά πως η εργατική τάξη είναι σε θέση να νικήσει και να υπερβεί κάθε «σιδερένιο νόμο» του καπιταλισμού, να αποσπάσει κατακτήσεις, να έχει επιτυχίες ακόμη και μέσα στις πιο δύσκολες, τις πιο αντίξοες και δυσμενείς γι' αυτήν συνθήκες. Κι αυτός ο αγώνας, αυτές οι επιμέρους επιτυχίες είναι ο μόνος δρόμος για να οργανωθεί, να συγκροτηθεί ως τάξη, να αποκτήσει εμπειρία και να κατανοήσει μέσα από τη δική της πείρα ότι «παρ' όλες τις αθλιότητες που της επιβάλλει, το τωρινό σύστημα γεννάει ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές που είναι απαραίτητες για μια οικονομική ανοικοδόμηση της κοινωνίας[14]

Επομένως ο αγώνας για τους επαναστάτες, για τους κομμουνιστές, όπως τουλάχιστον τους αντιλαμβάνονταν οι Μαρξ-Ένγκελς, δεν είναι να αλλάξουν τα μυαλά του προλεταριάτου, δεν είναι να πείσουν τους εργάτες για την ορθότητα των δικών τους συνθημάτων και προγραμματικών στόχων, αλλά να γίνουν ένα με την εργατική τάξη, να βοηθήσουν το κίνημά της να κερδίσει καλύτερες θέσεις μέσα στον καπιταλισμό, να διευκολύνουν την συνεύρεση, συσπείρωση και οργάνωση της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων κατά κλάδο και συνολικά, δίχως να απαιτούν από τους εργάτες και τις ηγεσίες τους πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, ή να εγκαταλείψουν εξαρχής και εκ προοιμίου τις όποιες πολιτικές εξαρτήσεις τους.

Ο Μαρξ τόνιζε πάντα ότι «δεν ερχόμαστε για να αντιμετωπίσουμε τον κόσμο με δογματικό τρόπο προβάλλοντας μια νέα αρχή: Ιδού η αλήθεια, προσκηνύστε την! Αναπτύσσουμε νέες αρχές για τον κόσμο μέσα από τις ίδιες τις δικές του αρχές. Δεν λέμε στον κόσμο: σταματήστε τους αγώνες σας, είναι ανόητοι. εμείς θα σας δώσουμε το αληθινό σύνθημα του αγώνα. Εμείς απλά δείχνουμε στον κόσμο αυτό για το οποίο αγωνίζεται στ' αλήθεια, και η συνείδηση είναι κάτι που πρέπει να αποκτήσει, ακόμη κι αν δεν το θέλει[15] Και αυτή η αλλαγή της συνείδησης σε μαζικό επίπεδο έχει αποδειχτεί ότι δεν μπορεί να καταχτηθεί στο επίπεδο της μαζικής ιδεολογίας, με όπλο την προπαγάνδα θέσεων, αλλά «μπορεί να γίνει μόνο μέσα σ' ένα πρακτικό κίνημα»[16] της ίδιας της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων.

Οι Μαρξ-Ένγκελς δεν επεδίωξαν ποτέ να κατασκευάσουν το «δικό τους» κίνημα και το «δικό τους» κόμμα, ή να υποκαταστήσουν την αληθινή εργατική τάξη με την εικόνα που αναπαράγει η θεωρία τους μεταφρασμένη σε δόγμα, αλλά να λειτουργήσουν καταλυτικά, τόσο με το θεωρητικό έργο τους, όσο και με την πρακτική που απορρέει από αυτό, στη συγκρότηση του κινήματος και του κόμματος της εργατικής τάξης. Δεν είναι τυχαίο που στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, οι Μαρξ-Ένγκελς θεωρούν ότι το κομμουνιστικό κόμμα, για το οποίο έγραψαν αυτήν την προγραμματική διακήρυξη, δεν είναι ένα αυτοτελές κόμμα της εργατικής τάξης, ή όπως το έθεταν οι ίδιοι: «Οι κομμουνιστές δεν είναι ένα ξεχωριστό κόμμα, που αντιτίθεται στ' άλλα εργατικά κόμματα. Δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολό του. Δεν διακηρύσσουν ξεχωριστές (αιρετικές) αρχές, που σύμφωνα μ' αυτές θα θέλαν να πλάσουν το εργατικό κίνημα.»[17]

Κι αυτό το τόνιζαν γιατί θεωρούσαν ότι ένα αληθινό κόμμα της εργατικής τάξης δεν χειροτονείται αφ' εαυτού του ως τέτοιο με βάση την ιδεολογία του, ή τις προγραμματικές διακηρύξεις του, αλλά αποτελεί την πολιτική συγκρότηση της ίδιας της τάξης. Κι επομένως κόμμα της εργατικής τάξης που δεν μπορεί να εκφράσει στην πράξη και να κινητοποιήσει την πλειοψηφία της τάξης, ακόμη κι όταν αυτή ακολουθεί άλλα κόμματα, δεν μπορεί να υπάρξει. Στο μυαλό τους δεν υπήρχε κανένα ιδεατό κόμμα, αλλά παρακολουθούσαν και ανέλυαν τις μορφές κομμάτων και πολιτικών κινημάτων που γεννούσε η ίδια η ζωή και η πάλη της εργατικής τάξης σε κάθε χώρα και διεθνώς.

Οι Μαρξ-Ένγκελς αρνήθηκαν να ιδρύσουν το Κόμμα της Εργατικής Τάξης. Αρνήθηκαν να αντιμετωπίσουν ως κόμμα της εργατικής τάξης, οργανώσεις που δεν ξεπήδησαν μέσα από το εργατικό κίνημα και δεν ανδρώθηκαν μαζικά από την ίδια την εργατική τάξη. Ακόμη κι αν στις οργανώσεις αυτές συμμετείχαν και οι ίδιοι, όπως π.χ. ήταν η Ένωση των Κομμουνιστών για την οποία έγραψαν το Μανιφέστο. Γι' αυτούς το αληθινό κόμμα της εργατικής τάξης γεννιέται από την ίδια την τάξη με τον τρόπο που εν πολλοίς γεννήθηκε το πρώτο ιστορικά κόμμα της, οι Χαρτιστές. Οι κομμουνιστές με τη σειρά τους θα έπρεπε να παίξουν τον ρόλο ενός δραστήριου οργανωτικού και πολιτικού κέντρου μέσα στο εργατικό κίνημα, να λειτουργήσουν «ως το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα μπρός[18] Κι αυτό γιατί «ο άμεσος σκοπός των κομμουνιστών είναι ίδιος με τον σκοπό όλων των άλλων προλεταριακών κομμάτων: συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο[19]

 Όσο περισσότερο αποθεώνεται ο μαρξισμός ως θεωρητική ενασχόληση ομίλων, ή κλειστών κομματικών διαδικασιών, μακριά από τις τρέχουσες πρακτικές ανάγκες της μαζικής λαϊκής πάλης, τόσο περισσότερο η θεωρία αποστεώνεται και απομακρύνεται από τα επίγεια. Μετατρέπεται σε δόγμα όπως ακριβώς συνέβαινε με τους παλιούς φιλοσόφους που σύμφωνα με τον Βάκωνα το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να «κατασκευάζουν φανταστικούς νόμους για φανταστικές κοινοπολιτείες, ενώ οι αναλύσεις τους είναι σαν τα άστρα, τα οποία εκπέμπουν ελάχιστο φως, γιατί βρίσκονται τόσο ψηλά.»[20] Κι αυτού του τύπου η θεωρία υπήρξε πάντα το γόνιμο περιβάλλον μέσα στο οποία ανθεί η γραφειοκρατία, η οποία με τον ίδιο τρόπο που «είναι το φανταστικό Κράτος δίπλα στο πραγματικό»[21], όπως έλεγε ο Μαρξ, συνιστά επίσης το φανταστικό κόμμα δίπλα στο πραγματικό. «Το καθολικό πνεύμα της γραφειοκρατίας είναι το μυστικό, το μυστήριο που φυλάγεται από την ιεραρχία προς τα μέσα κι από τον χαρακτήρα της σαν κλειστής συντεχνίας προς τα έξω… Η Αρχή είναι η αρχή της γνώσης της και η ειδωλολατρία της Αρχής η πεποίθησή της[22] Μια ειδωλολατρία, που σε αντίθεση με τον διαλεκτικό υλισμό της «ανελέητης κριτικής όλων όσων υπάρχουν, ανελέητης τόσο με την έννοια ότι δεν φοβάται σε ποια συμπεράσματα θα καταλήξει, όσο και με την έννοια ότι εξίσου δεν φοβάται να συγκρουστεί με τις όποιες κατεστημένες εξουσίες»[23], οδηγεί πάντα σε έναν «χυδαίο υλισμό, στον υλισμό της παθητικής υποταγής, της τυφλής πίστης στην εξουσία, του μηχανισμού μιας καθορισμένης τυπικής δραστηριότητας, καθορισμένων αρχών, απόψεων και παραδόσεων[24]

Η αποφασιστική υπέρβαση της λογικής αυτού του χυδαίου υλισμού αποτέλεσε την πρώτη θεμελιώδη προϋπόθεση για την ανάδειξη ενός επαναστατικού κόμματος νέου τύπου. Όμως αυτή, όσο κι αν ήταν απαραίτητη, δεν υπήρξε ποτέ αρκετή. Χρειάζονταν επιπλέον δυο αναγκαίες και ικανές συνθήκες: Αφενός, μια θεωρία που δεν θα αποτελεί «μια συλλογή δογμάτων τα οποία πρέπει κάποιος να τα αποστηθίσει και να τα επαναλαμβάνει σαν θαυματουργή φόρμουλα, ή σαν Καθολική προσευχή[25] Και αφετέρου μια συνειδητή πρακτική που ξέρει με συλλογικό τρόπο όχι απλά να «εκπροσωπεί», ή να «εκφράζει», όπως επιδιώκει κάθε τυπικό πολιτικό κόμμα, ούτε πολύ χειρότερα να «υποκινεί», όπως ήθελαν οι συνωμοτικές σέκτες, τους καταπιεσμένους γενικά, αλλά να «δουλεύει με την εργατική τάξη σε κάθε πιθανό στάδιο της ανάπτυξής της[26]

Ωστόσο, οι συνθήκες αυτές, ακόμη και για όσους υιοθέτησαν ανεπιφύλακτα τον επιστημονικό σοσιαλισμό, δεν ήταν ποτέ δεδομένες, ούτε κατοχυρωμένες για κανένα κόμμα, όσο κι αν ορκιζόταν σε επαναστατικά ιδανικά, όσο κι αν έχριζε τον εαυτό του δικαιωματικό κληρονόμο του μαρξισμού, της εργατικής τάξης και των ιστορικών της πεπρωμένων. Η μεγάλη δυσκολία να κατακτηθεί αυτή η πολύ συγκεκριμένη ενότητα θεωρίας και πράξης στα πλαίσια της ταξικής πάλης, έσπρωξε πολλά μαρξιστικά κόμματα – από την εποχή της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και μετά στην περίοδο του κομμουνιστικού κινήματος – να δημιουργήσουν για δική τους προσωπική χρήση μια εικονική εργατική τάξη και μια εικονική ταξική πάλη, όπου αρκούσε το αίσθημα της κατάφωρης αδικίας, η γενική διάθεση για κοινωνική διαμαρτυρία, όπως και η ηρωική αποθέωση των αμέτρητων «αγώνων και θυσιών». Μόνο που οι εικονικές πραγματικότητες, τόσο στην πολιτική, όσο και στην κοινωνία, συνοδεύονται αναγκαστικά από την ιδεολογικο-πολιτική και ηθική απαξίωση όσων αιχμαλωτίζονται απ' αυτές.

Ο Πιοτρ Λαβρόφ απέδιδε πολύ εύστοχα το κλίμα γενικευμένης κατάπτωσης, που κυριαρχούσε ανέκαθεν σε κάθε «οργάνωση της κοινωνικής επανάστασης» η οποία επενδύει στο συναίσθημα, στη γενική διαμαρτυρία, στη μεταφυσική αποθέωση του κόμματος, των ιδανικών και των συνθημάτων του, ενώ κατανοεί τον πολιτικό της ρόλο ως «υποκινητή» της μαζικής δράσης. Κάθε τέτοια οργάνωση, τόνιζε ο Λαβρόφ, πάσχει από ένα βαθύ και ανυπέρβλητο εσωτερικό διχασμό, ανάμεσα σε μια επιτήδεια ηγεσία, ικανή για οτιδήποτε στο όνομα ενός μεταφυσικού «κομματικού συμφέροντος» και μια αποχαυνωμένη βάση οπαδών. Η επιτηδειότητα των ηγετών εκφράζεται πάντα με την προσπάθεια να αξιοποιήσουν «τη χολή των υποστηρικτών της νέας κοινωνικής τάξης ενάντια στις αδικίες της παλιάς κοινωνίας, υιοθετώντας την αρχή ότι, στον πόλεμο, κάθε μέσο είναι επιτρεπτό. Ανάμεσα σ' αυτά τα επιτρεπτά μέσα συμπεριλαμβάνουν την εξαπάτηση των συντρόφων τους, την εξαπάτηση του λαού που, παρόλα αυτά, υποστηρίζουν ότι υπηρετούν. Ήταν έτοιμοι να πουν ψέματα σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά με μόνο σκοπό να οργανώσουν ένα επαρκώς ισχυρό κόμμα, λες και ένα ισχυρό κόμμα της κοινωνικής επανάστασης μπορεί να συγκροτηθεί χωρίς την ειλικρινή αλληλεγγύη των μελών του!… Ήταν έτοιμοι να εκμεταλλευτούν τους φίλους και συντρόφους τους, να τους μετατρέψουν σε υποχείρια στα σχέδιά τους. Ήταν έτοιμοι να υπερασπιστούν στα λόγια την πιο πλήρη ανεξαρτησία και αυτονομία προσώπων και τάξεων, την ίδια στιγμή που οργανώνουν την πιο ξεδιάντροπη δικτατορία και εκπαιδεύουν τους οπαδούς τους να συμπεριφέρονται υποταχτικά, σαν πρόβατα δίχως σκέψη, λες και η κοινωνική επανάσταση μπορεί να διεξαχθεί από μια ενότητα εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων, από μια ομάδα ανθρώπων των οποίων η πράξη είναι σε κάθε στιγμή ένα χαστούκι στο πρόσωπο όλων αυτών που στα λόγια διακηρύχνουν!»[27]. Ο Μαρξ ένιωθε τέτοια απέχθεια για όσες «επαναστατικές οργανώσεις» θεμελίωναν τη δράση τους, τόσο προς τα μέσα, όσο και προς τα έξω, στην αποθέωση του συνωμοτισμού, που θεωρούσε ότι η μόνη δυνατή συνεισφορά τους είναι η αναβίωση της «ιδεολογίας του μαφιόζου» στο εσωτερικό της επανάστασης. Ο Ένγκελς με τη σειρά του συμπλήρωνε ότι η εξύμνηση του συνωμοτισμού και των συνεπειών του «λειτουργεί μονάχα ως μανδύας για να κρύψει την πιο εξόφθαλμη επαναστατική ανικανότητα απέναντι στις κυβερνήσεις, αλλά και τη φιλόδοξη συμπεριφορά κλίκας στο εσωτερικό του επαναστατικού κόμματος.»[28]

Αρκετά χρόνια αργότερα ο Μπουχάριν θέλοντας να απαντήσει στο «μανιφέστο» του πάπα Πίου (Rigasche Rundschau, No 3, 10/2/1930) εναντίον του μπολσεβικισμού, αναφέρεται με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο στους θεωρητικούς των θρησκευτικών ταγμάτων: «Αυτοί οι θεωρητικοί ανέβασαν την ιδεολογία της εκπόρνευσης και της υποταγής δίχως αναστολές, στο ύψος της ανώτατης αρχής. Οικοδόμησαν μια οργάνωση των οποίων τα μέλη θεωρούσαν ως μέγιστη αρετή και ηθικό τους καθήκον την άρνηση των δικών τους αρχών. Έχει ορθά ειπωθεί ότι δεν υπάρχει καμμιά αθλιότητα στον κόσμο για την οποία να μη μπορεί να βρεθεί κάποια ιδεολογική δικαίωση. Ο ηγεμόνας των ιησουϊτών, ο Λογιόλα, ανέπτυξε μια ολόκληρη θεωρία υποταγής, μιας «πτωματώδους πειθαρχίας», όπου το κάθε μέλος του τάγματος θα έπρεπε να υπακούει τον ανώτερό του «όπως ένα πτώμα που μπορεί να γυρίσει προς όλες τις κατευθύνσεις», όπως ένα ραβδί που ακολουθεί κάθε κίνηση, όπως μία μπάλα από κερί που μπορεί να πλαστεί και να εκταθεί προς κάθε κατεύθυνση… Αυτό το πτώμα χαρακτηρίζεται από τρεις βαθμούς τελειότητας: υποταγή της πράξης, υποταγή της θέλησης, υποταγή της σκέψης. Όταν ο τελευταίος βαθμός έχει κατακτηθεί, όταν ο άνθρωπος υποκαθιστά τη νοημοσύνη με την τέλεια υποταγή, απαρνούμενος όλες τις πεποιθήσεις του, τότε έχεις έναν εκατό τα εκατό Ιησουίτη… Δεν πρέπει να αναρωτιέται κανείς γιατί κάτω από την κυριαρχία μιας τέτοιας «εκπόρνευσης αρχών» η εξαπάτηση, η παραπλάνηση, η κοροϊδία, η χρήση του στιλέτου, το δηλητήριο, η δολιότητα, το εκλεπτυσμένο σύστημα ψεύδους που αποκαλείται σοφιστική, τα σαδιστικά βασανιστήρια στις ακροάσεις, η διπλοπροσωπία – όλα αυτά και άλλα πολλά ανθοφόρησαν με τέτοια αφθονία στους αμπελώνες του Κυρίου. Αυτή την πνευματική πορνεία, αυτή την ιδεολογία των δόλιων καστράτων και των ομοφυλόφιλων, αυτή τη βρωμιά, εσείς, Άγιε Πίο, αποκαλείται "πολιτισμό";»[29]

Δεν γνωρίζουμε αν ο Μπουχάριν, όταν ορθά απέδιδε με τόσο μελανά χρώματα την εσωτερική λογική των θρησκευτικών ταγμάτων, είχε στο νου του και το ανερχόμενο καθεστώτος ιησουίτικης πειθαρχίας μέσα στο ίδιο το ΚΚΣΕ την εποχή αυτή. Το σίγουρο είναι ότι καμμιά οργάνωση τύπου «θρησκευτικού τάγματος», κανενός είδους κόμμα δεν μπορεί να αποφύγει τον ίδιο απόλυτο εκφυλισμό, την ίδια πρόστυχη κατάληξη, ότι κι αν επικαλείται, όσο «αγνά» κι αν είναι τα αρχικά της κίνητρα, οιονδήποτε «ανώτερο σκοπό» κι αν υπηρετεί, όποιο χρώμα κι αν έχουν τα λάβαρά της.

Όταν ο Ένγκελς κλήθηκε το 1884 να γράψει τις αναμνήσεις του σχετικά με την Νέα Εφημερίδα του Ρήνου, την εφημερίδα που ίδρυσαν μαζί με τον Μαρξ και έπαιξε κορυφαίο ρόλο στο δημοκρατικό κίνημα που είχε ξεσπάσει τότε, ανάμεσα στα άλλα σημείωνε:

«Η γερμανική αστική τάξη, η οποία είχε μόλις αρχίσει να δημιουργεί την μεγάλης κλίμακας βιομηχανία της, δεν είχε ούτε τη δύναμη ούτε το θάρρος να κερδίσει για τον εαυτό της άνευ όρων κυριαρχία στο κράτος, ούτε υπήρχε επιτακτική ανάγκη για να το πράξει. Το προλεταριάτο, υπανάπτυκτο σε ίσο βαθμό, έχοντας μεγαλώσει σε πλήρη πνευματική υποδούλωση, όντας ανοργάνωτο και χωρίς καν να είναι σε θέση για ανεξάρτητη οργάνωση, κατείχε μόνο μια αόριστη αίσθηση της βαθιάς σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ του ιδίου και της αστικής τάξης. Συνεπώς, αν και στην πραγματικότητα θανάσιμος εχθρός της τελευταίας, παρέμεινε, από την άλλη πλευρά, η πολιτική της απόφυση. Τρομαγμένη όχι από ό, τι το γερμανικό προλεταριάτο ήταν, αλλά από ό, τι απειλεί να γίνει και από το τι ήταν ήδη το γαλλικό προλεταριάτο, η αστική τάξη είδε ως μόνη σωτηρία της κάποιο συμβιβασμό, ακόμη και τον πιο δειλό, με τη μοναρχία και τους ευγενείς. Καθώς το προλεταριάτο αγνοούσε ακόμη τον δικό του ιστορικό ρόλο, το μεγαλύτερο μέρος του είχε, στην αρχή, να αναλάβει το ρόλο του μοχλού πίεσης προς τα εμπρός, δηλαδή την ακραία αριστερή πτέρυγα της αστικής τάξης. Οι Γερμανοί εργάτες έπρεπε πάνω απ 'όλα για να κερδίσουν αυτά τα δικαιώματα τα οποία ήταν απαραίτητα για την ανεξάρτητη οργάνωσή τους ως ένα ταξικό κόμμα: την ελευθερία του Τύπου, του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι – δικαιώματα τα οποία η αστική τάξη, προς το συμφέρον της δικής της εξουσίας θα έπρεπε να είχε αγωνιστεί, αλλά που η ίδια με το φόβο της άρχισε τώρα να αμφισβητεί όταν αφορούσαν στους εργαζομένους. Τα μερικές εκατοντάδες διάσπαρτα μέλη της Ένωσης [των Κομμουνιστών] εξαφανίστηκαν μέσα στην τεράστια μάζα που ξαφνικά πέταξαν είχαν έρθει στο κίνημα. Έτσι, το γερμανικό προλεταριάτο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην πολιτική σκηνή ως ένα ακραίο δημοκρατικό κόμμα. Με αυτόν τον τρόπο, όταν ιδρύσαμε μια μεγάλη εφημερίδα στη Γερμανία, το λάβαρό μας καθορίστηκε αυτονόητα. Δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά μόνο εκείνο της δημοκρατίας, αλλά μιας δημοκρατίας η οποία τονίζεται παντού σε κάθε σημείο ο ειδικός προλεταριακός χαρακτήρας τον οποίο δεν θα μπορούσε να εγγράψει ακόμα μια για πάντα στο λάβαρό της. Αν δεν θέλαμε να το κάνουμε, αν δεν θέλαμε να αναλάβουμε το κίνημα, να μείνουμε σ' αυτό που ήδη υπάρχει, στην πιο προηγμένη, πραγματικά προλεταριακή πλευρά και να το προχωρήσουμε περαιτέρω, τότε δεν έμενε τίποτα άλλο να κάνουμε, εκτός από το να κηρύττουμε τον κομμουνισμό σε ένα μικρό επαρχιακό φύλλο και να ιδρύσουμε μια μικρή αίρεση αντί για ένα μεγάλο κόμμα της δράσης. Αλλά είχαμε ήδη καλομάθει για παίξουμε τον ρόλο του ιεροκήρυκα στην έρημο. Είχαμε μελετήσει τους ουτοπιστές πάρα πολύ καλά και ούτε είχαμε συντάξει το πρόγραμμά μας για τον σκοπό αυτό[30]

Κομμουνιστής κατά τον Ένγκελς δεν είναι εκείνος που προτιμά να στήνει σέχτες, ή αιρέσεις ομοϊδεατών, οι οποίοι ικανοποιούνται με την ιδεολογική καθαρότητα του προγράμματός τους, ή των θεωρητικών τους αναζητήσεων. Αυτές οι λογικές ανήκουν μόνο σ' εκείνους που προτιμούν να κάνουν κηρύγματα στην έρημο, που νιώθουν ασφάλεια στην κλειστή ομάδα των «δικών τους» μακριά από τις δοκιμασίες της αληθινής ζωής του κινήματος. Κομμουνιστής είναι αυτός που λειτουργεί καταλυτικά στον ήδη υπάρχων, στο υφιστάμενο κίνημα της μάζας, του λαού, των εργαζομένων στη βάση των πιο άμεσων καθηκόντων και αιτημάτων που η ίδια η κατάσταση των λαϊκών και εργαζόμενων στρωμάτων αναδεικνύει αντικειμενικά. Όπως για τον Ένγκελς και τον Μαρξ την εποχή εκείνη ήταν αυτονόητο ότι θα λειτουργούσαν μέσα στο δημοκρατικό κίνημα και ότι η δημοκρατία στην ανώτερή της μορφή, που εξασφαλίζει πλήρως τα δικαιώματα του εργαζόμενου λαού και την κυριαρχία του, θα αποτελούσε το άμεσο πρόγραμμά τους, έτσι και σήμερα.

Για τους κομμουνιστές που αντλούν την συγκρότησή τους και την ιδεολογία τους από τους κλασικούς του επιστημονικού σοσιαλισμού, δεν θα μπορούσαν παρά να παλεύουν για ένα αληθινά παλλαϊκό κίνημα στην βάση ενός πατριωτισμού που διεκδικεί την χώρα, την Ελλάδα για τον λαό της. Και παλλαϊκό κίνημα, για να θυμηθούμε τον Λένιν, «δεν πρέπει να εννοούμε καθόλου ένα κίνημα που – στις συνθήκες της αστικοδημοκρατικής επανάστασης – θα είναι αλληλέγγυα μ' αυτό ολόκληρη η αστική τάξη, ή έστω και η φιλελεύθερη αστική τάξη. Έτσι βλέπουν το ζήτημα μόνο οι οπορτουνιστές. Όχι. Παλλαϊκό είναι το κίνημα που εκφράζει τις αντικειμενικές ανάγκες όλης της χώρας και κατευθύνει όλα τα σκληρά χτυπήματά του ενάντια στις κεντρικές δυνάμεις του εχθρού, ο οποίος εμποδίζει την ανάπτυξη της χώρας. Παλλαϊκό, είναι το κίνημα που το υποστηρίζει η συμπάθεια της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού[31]

Όπως την εποχή του ΕΑΜ δεν μπορούσε να νοηθεί, ούτε μπορούσε να υπάρχει κομμουνιστής έξω από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, έτσι και σήμερα δεν μπορεί να νοηθεί, ή να υπάρξει κομμουνιστής έξω από την προσπάθεια να ενωθεί ο λαός και να οργανωθεί για το κορυφαίο εθνικό του καθήκον, την κατάκτηση της εξουσίας από τον ίδιο τον λαό με όρους εθνικής ανεξαρτησίας, αυτοδιάθεσης και κυριαρχίας. Όπως την εποχή που αναφέρει ο Ένγκελς, ο κομμουνιστής έπρεπε να αποδείξει την χρησιμότητά του στο πραγματικό προλεταριάτο κι όχι σ' αυτό που είχε στο κεφάλι του, μέσα από την συνεισφορά του στον αγώνα για την δημοκρατία, αποδεικνύοντας δηλαδή πόσο βαθιά δημοκράτης είναι για τον εαυτό του, το κίνημα και την κοινωνία, έτσι και σήμερα. Ο κομμουνιστής σήμερα πρέπει να αποδείξει στον ίδιο τον λαό ότι είναι ο πιο δημοκράτης απ' όλους και ο πιο πατριώτης απ' όλους παλεύοντας χωρίς ανταλλάγματα, ή προϋποθέσεις για την εθνική και δημοκρατική αναγέννηση του λαού και της χώρας από την τυραννία και το σημερινό καθεστώς κατοχής.

Γι' αυτό είναι κομμουνιστής, για να είναι άμεσα και πρακτικά χρήσιμος στον λαό του όταν αυτός ο τελευταίος τον έχει ανάγκη. Και τότε ο κομμουνιστής οφείλει να ανταποκριθεί χωρίς κανένα ενδοιασμό, χωρίς να βάζει το δικό του συμφέρον, ή την δική του ιδεολογική καθαρότητα πάνω από τις ανάγκες και τις πεποιθήσεις του ίδιου του λαού. Σ' αυτό ακριβώς διαφέρει ο κομμουνιστής από οποιονδήποτε άλλο αγωνιστή. Είναι ταγμένος αδιαφιλονίκητα στην υπηρεσία του λαού του με τον πιο άδολο και ανυπόκριτο τρόπο χωρίς να προσδοκά σε κανενός είδους ανταμοιβή. Απ' εκεί πηγάζει το αίσθημα αυτοθυσίας που τον διακρίνει και όχι από μια θεολογική προσήλωση σε ιδεολογίες και θέσφατα της θεωρίας.

Ο κομμουνιστής, καθώς οι πεποιθήσεις του βασίζονται σε μια βαθιά γνώση της ιστορικής εξέλιξης, γνωρίζει πολύ καλά ότι η κοινωνία δεν εκβιάζεται, ούτε θέτει στόχους που δεν είναι έτοιμη αντικειμενικά και υποκειμενικά να τους κατακτήσει. Κι επομένως δεν έχει κανένα άγχος να προσηλυτίσει κανέναν στην ιδεολογία του. Δεν είναι ιεροκήκυρας, ούτε ιησουίτης. Δεν νοιάζεται για οπαδούς, ούτε για πιστούς. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να βγει μπροστά ο λαός, οι εργαζόμενοι, οι καταπιεσμένοι. Όχι με τους δικούς του ιδιοτελείς όρους ιδεολογίας και πολιτικής, αλλά με τους όρους που κατανοεί και επιλέγει ο ίδιος ο λαός. 

Ο αληθινός κομμουνιστής σήμερα – τουλάχιστον εκείνος με την έννοια που του έδιναν οι ιδρυτές του επιστημονικού κομμουνισμού – δεν θα τον βρεις στα διάφορα κομματικά σουαρέ της αριστεράς. Δεν πρόκειται να τον βρεις μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ να αποδέχεται την δική του προσωπική ταπείνωση και την μετατροπή του σε κοινό χούλιγκαν, υπό την δικτατορία της πιο ανάξιας και ύποπτης ηγεσίας που έχει υπάρξει σ' ολόκληρη την ιστορία αυτού του κόμματος. Δεν πρόκειται να τον βρεις σε ομάδες και ομίλους θεωρητικής ενόρασης. Ο κομμουνιστής, ο αληθινός κομμουνιστής γνωρίζει πολύ καλά πώς η θεωρία που θεμελιώνεται στην επιστήμη γεννιέται μέσα από την ταξική πάλη, μέσα από την άμεση εμπλοκή σ' αυτήν. Δεν υπάρχει θεωρία που να υπηρετεί την επιστήμη της ταξικής πάλης, η οποία μπορεί να γεννηθεί στα θεωρία ή στις κερκίδες από απλούς θεατές των εξελίξεων.

Τον αληθινό κομμουνιστή σήμερα θα τον βρεις μέσα στην καρδιά της μάχης, στον αγώνα των κινημάτων αυτοοργάνωσης του λαού και προπαντός μέσα στα μέτωπα λαϊκής και εθνικής ενότητας – όπως είναι σήμερα μόνο το ΕΠΑΜ – στην ίδια την πάλη για την δημοκρατία. Ο αληθινός κομμουνιστής δεν είναι ιεροκήρυκας, ούτε ιερομάντης για να τον νοιάζει ο προσηλυτισμός στο δικό του δόγμα. Παλεύει για να υπάρξει αληθινή δημοκρατία όπου ο λαός να εκφράζεται και να δρα απολύτως ελεύθερα. Παλεύει για την ελευθερία του ίδιου του λαού να καθορίζει ο ίδιος τις τύχες του και όχι κάποιος «πατερούλης» στο όνομά του. Κι αν δεν αποδείξει στα μάτια του ίδιου του λαού, στην ίδια την πράξη – ακόμη και με την ζωή του αν χρειαστεί – ότι είναι ο πιο συνεπής δημοκράτης που μπορεί να υπάρξει και στην ώρα του εθνικού κινδύνου είναι ο πιο συνεπής και αδάμαστος πατριώτης με την πιο μεστή λαϊκή έννοια που υπάρχει, τότε οφείλει να χαθεί μια για πάντα από το ιστορικό προσκήνιο. Να ποιος είναι ο αληθινός κομμουνιστής σήμερα.

Μόνο έτσι μπορεί να ξαναποκτήσει αληθινό νόημα, όχι για μια δράκα μυημένων επιπέδου μασονικής στοάς, αλλά μέσα στον ίδιο τον λαό ευρύτερα και πιο ειδικά στους εργαζόμενους, ή τόσο κατασυκοφαντημένη και απαξιωμένη ιστορική έννοια του κόμματος της εργατικής τάξης. Όλοι οι άλλοι που αυτολανσάρονται ως καθαρόαιμοι κομμουνιστές, ακόμη κι αν προσεύχονται στον Μαρξ ή στον Λένιν, δεν ανήκουν παρά στην θεολογική παράδοση του κομμουνισμού που όταν επιβλήθηκε στην κοινωνία δυστυχώς γέννησε τέρατα.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ριζοσπάστης, Τρίτη 2 Απρίλη 2013.

[2] Αναφέρεται στο F. Funck-Brentano, Luther, London: J. Cape, Ltd., 1939, σ. 246.

 [3] Αναφέρεται στο Pirke Aboth, The Sayings of the Jewish Fathers, New York: Random House, 1938, σ. 18.[4] The Philosophical Works of David Hume, in four volumes, vol. III, Edinburgh: A. Black & W. Tait, 1826, σ. 302.

[5] Henri Bergson, The Two Sources of Morality and Religion, London: Macmillan & Co, 1935, σ. 193.

[6] F. M. Warren, Selections from Pascal, Boston: D. C. Heath & Co., 1906, σ. 44.

[7] Το απόσπασμα αυτό αναφέρεται στην τοποθέτηση του Μπουχάριν στο 6ο συνέδριο της ΚΔ και περιλαμβάνεται στα Στενογραφημένα πρακτικά του VI συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τόμος Ι, Μόσχα-Λένινγκραντ: Κρατικό Εκδοτικό, 1929, σελ. 614.

[8] Β. Ι. Λένιν, Συζήτηση. Άπαντα, τ. 23, σελ. 54.

[9] Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σ. 29.

[10] Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σ. 15.

 11] Καρλ Μαρξ, Ο Κομμουνισμός και η Augsburg Allgemeine Zeitung. K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 1. New York: Progress Publishers, 1975, σ. 220-221.

[12] Karl Rosenkranz, Über den Begriff derpolitischen Partei, Theodor Theile, 1843, σ. 13.

[13] Κ. Μαρξ & Φ. Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, τ. πρώτος, Αθήνα: Gutenberg, χ. χ., σ. 81-82.

[14] Κ. Μαρξ, Μισθός, Τιμή, Κέρδος, Αθήνα: Θεμέλιο, 1978, σ. 101-102.

[15] Κ. Μαρξ, "Γράμματα από τα Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά". K. Marx & F. Engels, Collected Works, v. 3, Moscow: Progress Publishers, 1975, σ. 144.

[16] K. Marx, Selected Writings (ed. by L. H. Simon), New York: Hackett Publishing, 1994, σ. 124.

[17] Κ. Μαρξ & Φ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Αθήνα: ΣΕ, 1980, σ. 36

[18] Ό. π., σ. 36-37.

[20] The Two Books of Francis Bacon of the Proficience and Advancement of Learning, Divine and Human, London: J. W. Parker & Son, 1852, σ. 195.

[21] Καρλ Μαρξ, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου, Αθήνα: Παπαζήσης, 1978, σ. 85.

[22] Στο ίδιο

[23] K. Μάρξ, "Γράμματα στα Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά". K. Marx & F. Engels, Collected Works, v. 3, Moscow: Progress Publishers, 1975, σ. 142.

γγγ

[24] Κ. Μαρξ: Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Αθήνα, Παπαζήσης, 1978, σ. 85.


[25] Επιστολή του Φρ. Ένγκελς στη Λάουρα Λαφάργκ, 4/5/1891. K. Marx & Fr. Engels, Collected Works, vol. 49 (1890-1892) (London: Lawrence & Wishart, 2001), σελ. 186.

[26] Στο ίδιο.

[27] Αναφέρεται από τον Φρ. Ένγκελς, Εμιγκρέδικη Φιλολογία. K. Marx & F. Engels: Collected Works, vol. 24, (1874 -1883). Moscow: Progress Publishers, 1989, σ. 27

[28] ο. π., σελ. 37

[29] N. Bukharin, Finance Capital in Papal Robes, New York: Friends of the Soviet Union, 1930, σ. 10-11.

[30] Fr. Engels, «Marx and the Neue Rheinische Zeitung (1848-49)», MECW, V. 26, σ. 120.

[31] Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 22, σ. 294-95.

ΠΗΓΗ: 8-4-2013, http://dimitriskazakis.blogspot.gr/2013/04/blog-post_8.html

Τι κάνουμε τώρα; (3) – Γιατί οικονομική αυτοδυναμία

Τι κάνουμε τώρα; (3) – Γιατί οικονομική αυτοδυναμία

 

Του Τάκη Φωτόπουλου*

 

Συνέχεια από το προηγούμενο: Τι κάνουμε; 2 Η ανάγκη για παλλαϊκό Μέτωπο

Ενώ το μαζικό ξεπούλημα εντείνεται, σήμερα με τα νησιά μας και τη δημόσια περιουσία, αύριο με τις Τράπεζες, σε λίγο με τα όποια ενεργειακά αποθέματα βρεθούν, και ενώ η φτωχοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας συνεχίζεται, το κρίσιμο ερώτημα είναι: ποιος πρέπει να είναι ο στόχος μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής που όχι μόνο θα μας βγάλει από τη σημερινή καταστροφή αλλά και θα βάλει τις βάσεις για να μην ξαναφτάσουμε ποτέ στο ίδιο σημείο.

Είναι φανερό πια σε όλους, εκτός από αυτούς που έχουν επενδυμένα συμφέροντα για την παραμονή μας στην Ευρωζώνη, (δηλαδή οι οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές ελίτ, καθώς και τα αλληλοεξαρτώμενα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα), είτε ανήκουν στη Δεξιά είτε στην "Αριστερά", ότι η εξακολούθηση της παραμονής μας στο Ευρώ είναι καταστροφική. Και αυτό, γιατί σε χώρες μικρές και μη ανταγωνιστικές σε σχέση με τα μητροπολιτικά κέντρα, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, η έλλειψη νομίσματος ουσιαστικά τις στερεί από κάθε ίχνος οικονομικής και επομένως εθνικής κυριαρχίας. Και αυτό δεν είναι μόνο θέμα μνημονίου αφού η προβλεπόμενη μετεξέλιξη της Ευρωζώνης σε «Τραπεζική Ένωση» θα θεσμοποιήσει την έλλειψη οικονομικής κυριαρχίας, ιδιαίτερα για τις περιφερειακές χώρες που βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης με τα μητροπολιτικά κέντρα.

Εκείνο όμως που δεν είναι φανερό σε όλους είναι ότι η δήθεν εναλλακτική λύση που προτείνεται για την έξοδο από την καταστροφή, η απλή έξοδος από την Ευρωζώνη, εάν δεν συνοδεύεται από παράλληλη μονομερή έξοδο από την ΕΕ (χωρίς τους δικολαβισμούς που χρησιμοποιεί η αριστερο-δεξιά  για να συγκαλύψει την απροθυμία της εξόδου από την ΕΕ), θα είναι εξίσου καταστροφική με τη σημερινή κατάσταση. Και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, διότι η αιτία της καταστροφής δεν είναι απλά το Χρέος και τα Μνημόνια, όπως υποστηρίζουν οι απατεώνες της Δεξιάς και της "Αριστεράς", αφού αυτά είναι απλές συνέπειες της υπάρχουσας παραγωγικής και καταναλωτικής δομής της χώρας, και αν αύριο μας χάριζαν όλο το Χρέος σε λίγα χρόνια θα είχαμε πάλι παρόμοια κρίση! Δεύτερον, διότι για να έχουν οποιαδήποτε πρακτική σημασία τα μέτρα που θα ληφθούν εκτός Ευρωζώνης, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κατάργηση των "4 ελευθεριών" που επιβάλλει όχι απλά η Ευρωζώνη, αλλά η ίδια η ΕΕ. Δηλαδή, απαιτείται:

– η κατάργηση του ανοίγματος και της απελευθέρωσης της αγοράς  κεφαλαίων και η καθιέρωση μονίμων κοινωνικών ελέγχων στη κίνηση κεφαλαίου, ώστε να μην κινδυνεύει κάθε στιγμή το νόμισμά μας από τους κερδοσκόπους  ή ο κοινωνικός μας πλούτος από τους  ληστο-επενδυτές που, με υποτιμημένο εθνικό νόμισμα, θα μπορούν  να τον αγοράζουν ακόμη φθηνότερα από τώρα

– η κατάργηση του ανοίγματος και της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, ώστε να καταργηθεί ο εργασιακός Μεσαίωνας που επέβαλαν τα Μνημόνια με στόχο την Κινεζοποίηση της εργασίας. Όμως αυστηροί κοινωνικοί έλεγχοι στην εργασία είναι αδύνατοι μέσα στην ΕΕ, παρά τους μύθους των υποστηρικτών της απλής εξόδου από το Ευρώ.

– η κατάργηση του ανοίγματος και  της απελευθέρωσης των αγορών εμπορευμάτων, ώστε να μην πλημμυρίζουν οι αγορές μας με ξένα προϊόντα που οδήγησαν στη καταστροφική διαστρέβλωση της παραγωγικής και της καταναλωτικής δομής μας. Όμως, κοινωνικοί έλεγχοι για την προστασία της παραγωγής μας απαγορεύονται μέσα στην Ενιαία αγορά της ΕΕ.

– η κατάργηση του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορών υπηρεσιών, ώστε να μην καταλάβουν ξένες πολυεθνικές και τον μοναδικό παραγωγικό τομέα που μας απέμεινε: τον τομέα των υπηρεσιών.

Τότε, όμως, οι δήθεν διεθνιστές της "αριστεράς'' ερωτούν: θα γυρίσουμε σε μια Ευρώπη των εθνικών περιχαρακώσεων και ανταγωνισμών του παρελθόντος; Αλλά το ερώτημα αυτό είναι εντελώς απατηλό γιατί προϋποθέτει ότι υπάρχει εναλλακτική «καλή» παγκοσμιοποίηση από τη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, την οποία δήθεν επέβαλλαν κάποιοι κακοί πολιτικοί (Θάτσερ, Ρίγκαν, Μέρκελ κ.λπ.) και εξίσου κακοί Τραπεζίτες, με τη βοήθεια ενός Ευρώ δομημένου για να ευνοεί τους κακούς Γερμανούς. Εντούτοις, αυτό αποτελεί ένα καθαρό αποπροσανατολιστικό παραμύθι μιας ‘‘αριστεράς" που εξαπατά και προσποιείται ότι δεν βλέπει ότι δεν είναι μόνο οι κακοί νεοφιλελεύθεροι που επέβαλαν δήθεν τις πολιτικές αυτές, αλλά και οι καλοί σοσιαλιστές τύπου Μιτεράν, Μπλερ, Ολλάντ, για να μην εκπαραθυρωθούν από τις αγορές!  Και αυτό, γιατί καμιά κυβέρνηση, στην εποχή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, όπου μερικές εκατοντάδες πολυεθνικές ελέγχουν την παγκόσμια παραγωγή και το παγκόσμιο εμπόριο, δεν μπορεί να εφαρμόσει άλλες πολιτικές από τις νεοφιλελεύθερες, όσο οι αγορές είναι ανοικτές και απελευθερωμένες.

Το συμπέρασμα είναι ότι μόνο εάν η έξοδος από την ΕΕ συμπληρώνεται από μια στρατηγική οικονομικής αυτοδυναμίας έχει νόημα. Ο διεθνισμός του αύριο μόνο σε αυτοδύναμες οικονομίες μπορεί να θεμελιωθεί, δηλαδή σε οικονομίες που θα στηρίζονται πρωταρχικά στους δικούς τους πόρους, ανθρώπινους και φυσικούς, και στην ικανότητα αυτόνομου καθορισμού των στόχων και λήψης των συλλογικών αποφάσεων, σε μια διεθνοποιημένη οικονομία των λαών και όχι των αγορών.

* http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/

ΠΗΓΗ: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία – 14 Απριλίου 2013. Το είδα: 14-4-2013, http://www.periektikidimokratia.org/fotopoulos/grE/04_14/ti-kanoume-3-aftodinamia