Βασίλης Ζηλάκος, Ξύλο ξανθό π’ αφράτεψε στο στόμα

Επί ξύλου κρεμάμενος*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

«Γιατί ο στραμμένος στο εν Κανά Νους, ψαράς στην απασχόλησή του, γνωρίζει ότι στη στεριά υπάρχει κάτι ακόμα λιγότερο από ένα κομμάτι ξύλο, που μας χωρίζει από την απώλεια του Παραδείσου.»

 

Βασίλης Ζηλάκος, «Φωνή δεύτερη (Te deum)»

–       από την ποιητική συλλογή «Η κούπα του τσαγιού

 (αποσπάσματα από τα τετράδια ενός τραυλού Ερημίτη)».

 

Ένα κομμάτι ξύλο, ένας κορμός, έρεισμα ζωής, αρκεί για να ορίσει, με την ύπαρξη ή την απουσία του, την κατάκτηση ή την απώλεια, αντίστοιχα, του Παραδείσου, διαλογίζεται ο Βασίλης Ζηλάκος στην πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Η κούπα του τσαγιού (αποσπάσματα από τα τετράδια ενός τραυλού Ερημίτη)».


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 365, 16/4/2013.

Την κεντρική τούτη ιδέα στο μέχρι στιγμής ποιητικό του έργο έρχεται να την επιβεβαιώσει και να την προεκτείνει με τη δεύτερη ποιητική του συλλογή «Ξύλο ξανθό π' αφράτεψε στο στόμα (αποσπάσματα από τις γραφές ενός Εξόριστου)». Λογοτεχνικά προσωπεία του ποιητή αμφότερα, ο Ερημίτης κι ο Εξόριστος αποτελούν φυσικό ζεύγος όπου το δεύτερο σκέλος διαδέχεται το πρώτο, αν όχι και ταυτόσημες οντότητες. Με κοινή δομή θεατρικού μονολόγου, διακρινόμενου στα τμήματα που ορίζει το είδος, οι ποιητικές συλλογές του Ζηλάκου στοχάζονται επί της επανένωσης του ανθρώπου με τη φύση, μέσα από μία εξομολογητική, καθαρτική διαδικασία.

Ο Εξόριστος, πρωταγωνιστής της νέας συλλογής του ποιητή, είναι φιγούρα μυστηριώδης. Απαιτείται να προσηλωθεί κανείς στις μυστικιστικές γραφές του, προκειμένου να κατανοήσει από πού έχει εξοριστεί. Ψυχή αλαφροΐσκιωτη, ο εξόριστος αφουγκράζεται τις έτερες ψυχές των νεκρών, που επιστρέφουν και διεκδικούν λίγη ζωή, ενώ ο θάνατος φαίνεται ότι επίκειται και για τον ίδιο τον Εξόριστο. Χθόνιος, συνομιλεί με το έδαφος διεκδικώντας τη γαλήνη, την ανάπαυση της οργής, την οικειότητα σε καθετί που φθίνει. Δικαίως, γιατί, αν το στέρεο έδαφος οποιασδήποτε αγνής ταπεινότητας υποχωρήσει, η αναμέτρηση με τους κινδύνους θα 'ναι αναπόφευκτη. Η αποκοπή από το χώμα και τις ρίζες γεννά αλλοτρίωση, αφήνοντας «άνυδρο» ένα τοπίο όπου ο πετεινός πια δεν λαλεί, και η ελιά θρηνεί γι' αυτό.

Θρήνο προκαλεί, γενικότερα, ό,τι «σκάβει» και πληγώνει την αγάπη και τον έρωτα. Μπορεί ιδανικό σκηνικό για τον Ζηλάκο να είναι τα βότσαλα, τα κοχύλια, οι αστερίες, τα κουκουνάρια και τα σύννεφα, πιο ψηλά όμως ακόμη κι απ' αυτά βρίσκεται μόνο ο έρωτας. Ο έρωτας μεγαλουργεί, μεγαλώνει το σύννεφο, το γεμίζει νερό, γίνεται δηλαδή πηγή ζωής. Αν όμως κανείς δεν γεμίζει τη στάμνα του απ' αυτό το νερό, τότε το σύννεφο διαλύεται, ακυρώνεται. Τη ζωή τη γονιμοποιεί μόνο η ζωή. Η έλλειψη ανταπόκρισης τη διαλύει. Μόνο η αγάπη κλείνει τις πληγές, ως φορέας της αθωότητας, της αγνότητας που υποδηλώνει ο γαληνεμένος ύπνος κάτω από τα δέντρα. Τούτη την ανεμελιά δικαιολογημένα η δυστυχία τη φοβάται.

Ο Ζηλάκος προκρίνει διαρκώς την ανθρωπιά. Ο μεθυσμένος γέροντας, επιβάτης ενός καραβιού-φαντάσματος, προσλαμβάνει μεγαλύτερη σημασία από τη «ζωή των λάμψεων». Μπορεί οι «λάμψεις» να χάνονται εξαιτίας του, να εγκαταλείπονται υπέρ του ρομαντισμού που αποπνέει το προσπερασμένο παρελθόν, το «ξύλινο ναυτικό κουφάρι» με τα «χιλιομπαλωμένα πανιά» του. Όμως έστω κι αν πρόκειται για την ερειπωμένη φιγούρα του καραβιού και του επιβάτη του, ακριβώς το ανθρώπινο άγγιγμα είναι εκείνο που αξίζει, αφού, αν ενωθούν τα χέρια, γίνονται τα πάντα! Και η συντροφικότητα διεκδικείται μέσω της επιχειρούμενης επανασύνδεσης του ανθρώπου με τη γη: «οι μόνοι μας σύντροφοι τα δέντρα!».

Ακόμη και η Ανάσταση συνδέεται με το ξέθαμα του δέντρου. Ένας Χριστός ο Εξόριστος του Ζηλάκου, αντιμάχεται τον θάνατο και την ίδια τη Μεγάλη Παρασκευή, αρνούμενος στον ποταμό τον ρόλο τού περαματάρη προς τον Άδη. Ο ποταμός οφείλει να ποτίζει τον αγρόκρινο, κι εκείνος να σπάει τα δεσμά του φράκτη που τον φυλακίζει. Η ελευθερία ριζώνει όπου υπάρχει σύμπνοια κι αγάπη. Έτσι ξορκίζεται ο θάνατος, κι ας είναι ο αέρας μαύρος από την παρουσία εκείνου, που συννεφιάζει την πόρτα του σπιτιού δύο γερόντων. Μα αυτοί χορεύουν αγκαλιασμένοι, με τις πνοές τους να λάμπουν, καθώς το μόνο τερματικό σημείο είναι η Ανάσταση!

Αντιθέτως, κάθε απομάκρυνση από το νερό σημαίνει εκτροπή προς τον δρόμο της εξορίας. Η εγκατοίκηση στο σκοτάδι συμπίπτει με το σκέπασμα των πηγαδιών. Η λύση εντοπίζεται στην εκ νέου αναζήτηση του νερού, με σχετικά ερωτήματα προς κάθε διαθέσιμο φίλο: «νερό τον ρωτώ μήπως άκουσε δίπλα/ στο παλιό μου σπίτι ν' αναβλύζει». Ο Ζηλάκος επιστρατεύει και μια πολύ προσεκτική σύνταξη των λέξεων, προκειμένου να ενισχύσει τα νοήματά του: ο ήχος της ροής αποδίδεται με την επανάληψη των όμοιων ηχητικά συλλαβών «ρο» (από το «νερό») και «ρω» (από το «ρωτώ») στο ξεκίνημα του συγκεκριμένου δίστιχου, ενώ και στο τέλος του το επίσης υγρό σύμφωνο «λ» («αναβλύζει») επιστεγάζει το εγχείρημα. Η συντακτική επιλογή του ποιητή, διαταράσσοντας την αναμενόμενη σειρά των λέξεων, πετυχαίνει επιπλέον, μέσω της νοηματικής δυσκαμψίας που προκαλείται, να ενισχύσει την εντύπωση του μυστικισμού ενός θρησκευτικού χαρακτήρα λόγου, ο οποίος εκπέμπεται από τον Εξόριστο, με την κρυπτικότητα που εμπερικλείει κάθε προφητεία.

Η επανασύνδεση, όμως, με τη φύση, την οποία διεκδικεί ο ποιητής, δεν περιορίζεται εντέλει μόνο στη γη. Ερειδόμενη στη γη, η ελιά επεκτείνει τα γεωγραφικά της όρια, σκαρφαλώνοντας «ψηλά σε μια ηλεκτρική κολώνα», και καταδεικνύοντας με τον τρόπο της πως ακόμη και η προηγμένη τεχνολογία από τη φύση είναι εξαρτημένη. Εκεί ψηλά πετούν και τα πουλιά, στο πέταγμα των οποίων περιέχεται επίσης το πέταγμα των συντρόφων τους. Η συναισθηματική ισορροπία, ξανά εντοπισμένη στη συντροφικότητα, απογειώνεται στους αιθέρες, στα πουλιά, που αίρουν τη θλίψη.

Μα αν ο αέρας κάποτε νεκρώσει, ποια δίοδος διαφυγής διανοίγεται; Το προσκλητήριο του Ζηλάκου, όταν κυριαρχούν ο θάνατος, τα αίματα, οι αναίτιες φωνές, είναι η συνάντηση με «τον Οδυσσέα»: ο Οδυσσέας, πνεύμα ανήσυχο, μηχανεύεται διαρκώς πρακτικές για να τερματίζει την ατέρμονη φθορά. Χαρές και λύπες, λοιπόν, της χρονικότητας του ανθρώπινου βίου, πρέπει να εγκαταλειφθούν πίσω, με στόχο τη διεκδίκηση της περιπέτειας, των πρωτόγνωρων παραστάσεων, της γνώσης. Το νέο ταξίδι το διασφαλίζει για μία ακόμη φορά η φύση, καθώς το δέντρο, θυσιάζοντας τα «ναυτικά μαλλιά του», δηλαδή προφανώς τη φυλλωσιά του, γίνεται χάρη στην ξυλεία του καράβι, έτοιμο να διεκπεραιώσει όχι μόνο το ταξίδι στον χώρο, μα και το ταξίδι στον χρόνο, από τον Όμηρο ως τον Καβάφη, σε μία νύξη για τον εξίσου θεραπευτικό και ζωογόνο ρόλο της ίδιας της Ποίησης.

Πέρα όμως από την Ποίηση, οι παραινέσεις του Εξόριστου για τη θεραπεία της ψυχής δεν ξεστρατίζουν από τις κεντρικές του κατευθύνσεις. Η ψυχή θεραπεύεται με την αγάπη που επιφέρει «τη γαλήνη στον τρομαγμένο»· με τον έρωτα· με την ανθρώπινη επαφή, που λιώνει τη μοναξιά· «με του Αρνημένου μεθώντας το κρασί», δηλαδή με το αγκάλιασμα του Κυρίου, που τον αρνήθηκαν ακόμη κι οι στενότεροι μαθητές Του, ομοίως και με το αγκάλιασμα κάθε αρνημένου κι απορριπτόμενου· με τη μετοχή στη θεία κοινωνία, αλλά και με την κοινωνία στον θάνατο του άλλου, με το ενδιαφέρον και τη συμπόνια «καθώς τη μαύρη χολή του καταπίνεις». Κι όλα τούτα σε μια σύμπλευση νικηφόρα, γιατί «Αυτή είναι η τέλεια συμμαχία της Αγάπης»!

Αν, λοιπόν, ο μόνος τρόπος να μην κουράζεται κανείς «σαν όλα χαμένα/ μοιάζουν και θέλει διακαώς να ζήσει» είναι να ενταχθεί ξανά στη φύση, κολυμπώντας «ίσα με τη δύναμη του νερού», τότε πιθανότατα η φύση είναι η «σκοτεινή αδελφή» της σχετικής αποστροφής, η ίδια κι η «μυστικοφόρα γη». Η ένωση μαζί της ανακαλεί τόπους ρομαντικούς, σύμφωνα με τους οποίους το είναι εκτείνεται και ταυτίζεται με το φυσικό περιβάλλον.

Στην ολοκλήρωση της συγκεκριμένης πορείας, που ευτυχεί να ευοδώνεται, ως φυσική απόρροια ακολουθεί η «έξοδος», όπου ο Εξόριστος βρίσκει την ψυχή του να αποδημεί, «μετρώντας/ την απόσταση από τον έναν τόπο ζωής στον άλλον», σ' ένα «σχεδόν αιώνιο […] ταξίδι». Βέβαια, τα κέρδη της προηγούμενης διεκδίκησης καθόλου δεν διαψεύδονται, μήτε κι εγκαταλείπονται. Τα λάφυρα είναι εκ νέου το «μήλο», τα «λάχανα στους αγρούς», ακόμα και το «καλώδιο/ της εταιρείας ηλεκτρισμού», που δικαιώνεται όταν ανθίζει («ανθισμένο»), καθώς και το «νερό» και η «ομίχλη». Προκύπτει, ωστόσο, το ερώτημα πόσοι άλλοι θα μπορούσαν να φανούν συνταξιδιώτες σ' αυτή την επανενεργοποίηση της φύσης, μιας που το αίτημα της συντροφικότητας παραμένει θεμελιακό στη συλλογή.

Η απουσία συνταξιδιωτών στη μοναχική του πορεία, πιθανώς να εξωθεί τον Εξόριστο σε νέα εξορία, στη φυγή προς το αιώνιο ταξίδι, όπου κι εκεί ίσως αποδειχτεί πάλι «εξόριστος», τούτη όμως τη φορά σ' ένα διαφορετικό πλέον επίπεδο, αφού το ταξίδι πετυχαίνει την ισορροπία του: «μήτε ξερό μήτε μουσκεμένο»! Επί ξύλου κρεμάμενος, ο εξόριστος σταυρώνεται, συνάμα όμως ανασταίνεται. Η ακύρωση της ξηρασίας («ξερό») αλλά και της μούχλας («μουσκεμένο»), επιβεβαιώνει τον τίτλο της συλλογής: το «ξύλο» το «ξανθό» τιθασεύεται, «αφρατεύει», χάνει τη δυσκαμψία του. Τον σημαντικότερο ίσως ρόλο προς την επιθυμητή εξέλιξη τον διαδραματίζει το «στόμα». Διά του στόματος, ο λόγος, η εκλογίκευση, η εξομολόγηση, οι «γραφές» του Εξόριστου: η γλώσσα, που κόκαλα τσακίζει, που λειαίνει, που παρηγορεί, που συμφιλιώνει, που «αφρατεύει». Η γλώσσα, η γραφή, η καθαρτική ποίηση. Ο Παράδεισος εκπορθείται.

 Βασίλης Ζηλάκος, «Ξύλο ξανθό π' αφράτεψε στο στόμα (αποσπάσματα από τις γραφές ενός Εξόριστου)», εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2012, σελ. 72.

 

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

ή

ΤΟ ΑΝΙΣΧΥΡΟ ΚΑΙ ΣΚΙΩΔΕΣ

ΠΟΔΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

 

Μ' ένα δεμάτι πράσινο χορτάρι

            οργιές δώδεκα κέρδισε

ανάμεσα στους νέους

 

Ξάφνου μουσικές ακούει, γέλια

            μες σ' ένα σπίτι ταπεινό

μα στην πόρτα του σα φτάνει

το ένα του πόδι στο έδαφος χτυπά

 

Δυο γέροντες

χορεύουν εκεί αγκαλιασμένοι

            και τι παράξενο

λάμπουνε οι πνοές τους στον μαύρο αέρα.

 

ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ (!)

 

Κρύβει η γη τους εναπομείναντες καρπούς της

Οι δεσμοφύλακες των αιμάτων τραγουδάνε τη νίκη

            τους:

πάνω απ' τις αναίτιες φωτιές και τις στάχτες

            νεκρός βασιλεύει ο αέρας

Ο θάνατός του είναι ένα σταματημένο εκκρεμές

            Ανάμεσα στους ηλίανθους και τους σμίλακες.

 

Πέτα τα δίχτυα σου και πιάσε τον Οδυσσέα:

ξεστράτισε πίσω απ' τον μαύρο και τον άσπρο χρό-

            νο των ανθρώπων.

Η τραγικότερη ειρωνεία…

Η τραγικότερη ειρωνεία…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή


Πριν κάποια χρόνια, έγραφα ότι η Ε΄ (πέμπτη) Κυριακή των Νηστειών είναι η Κυριακή των αντεξουσιαστών.

Και αποδοκιμάστηκα ποικιλοτρόπως εκ μέρους τους. Επειδή, μάλλον, θεωρήθηκαν τα γραφόμενά μου ως ανοίκεια ανάμιξη στα εσωτερικά τους και προσπάθεια σφετερισμού του ιδεολογικού τους χώρου.

Αλλά ας δούμε τι λέει σχετικά το Ευαγγέλιο:

Οι μαθητές, λέει, του Χριστού, πίστευαν, όπως το ξανά 'χουμε πει, ότι ο Χριστός θα γινόταν κοσμοκράτορας. Όπως φαίνεται να πιστεύουν σήμερα και οι σιωνιστές σχετικά με τον αναμενόμενο γι' αυτούς μεσσία, που για μας είναι ο αντίχριστος.

Με βάση, λοιπόν, την πίστη τους αυτή, ήταν πολύ φυσικό να ονειρεύονται πλούτη, τιμές και μεγαλεία. Και επόμενο ήταν ν' αναπτυχθεί, ανάμεσά τους φιλοπρωτία και ανταγωνισμοί. Σχετικά, δηλαδή, με το ποιος ή ποιοι θα είχαν το μεγαλύτερο μερίδιο απ' τα μεγαλεία. Και, συνεπώς, θα είχαν και τις πρώτες θέσεις.

Γι' αυτό και ο Χριστός τους κάλεσε (Μάρκου: Ι: 32-45) και τους είπε:

Έχετε παρεξηγήσει κάποια πράγματα. Ζητάτε πρωτοκαθεδρίες. Όπως συμβαίνει και με τους κοσμικούς άρχοντες. Οι οποίοι καταδυναστεύουν και καταληστεύουν το λαό. Και μ' όλα ταύτα έχουν την ακατανόητη αξίωση να παρουσιάζονται και ως ευεργέτες του. (Όπως συμβαίνει, δυστυχώς, και στις μέρες μας, με τη μνημονιακή χούντα). Εσείς όμως, τους είπε ο Χριστός, δεν θα κάνετε, σε καμιά περίπτωση, το ίδιο. Εσείς θα αναποδογυρίσετε την κοινωνική πυραμίδα. Έτσι ώστε, αντίθετα με τους κοσμικούς άρχοντες, που θέλουν να είναι στην κορυφή, εσείς θα επιλέξετε να είστε στο τελευταίο σκαλοπάτι. Γιατί πρώτοι στη βασιλεία του Θεού δεν είναι αυτοί, που μπορούν να καταπιέζουν τους άλλους, αλλά αυτοί, που υπηρετούν καλύτερα και προσφέρουν περισσότερα στους άλλους. Άλλωστε κι εγώ ο ίδιος δεν ήρθα, για να με υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσω και να προσφέρω στους άλλους. Και να θυσιάσω ακόμη και τη ζωή μου για χάρη τους.

Τι όμως έγινε στη συνέχεια;

Ασφαλώς οι μαθητές του Χριστού και οι άξιοι διάδοχοί τους ακολούθησαν το παράδειγμα του. Ιδιαίτερα στους τρεις πρώτους αιώνες. Και είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος επικαλείται το παράδειγμα της δημοκρατικής λειτουργίας των χριστιανικών κοινοτήτων. Πράγμα, που θα έπρεπε να συμβεί πολύ περισσότερο, όταν ο χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία του κράτους. Έτσι ώστε το παράδειγμα της Εκκλησίας να επηρεάσει θετικά και τους κοσμικούς άρχοντες.
Δυστυχώς όμως δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Γιατί η συντριπτική πλειονότητα των κληρικών ανταγωνίζονταν μεταξύ τους – και συχνά με αθέμιτα μέσα – για το ποιοι θα έπαιρναν τις προνομιούχες μητροπόλεις και ενορίες. Έτσι ώστε να έχουν, όπως ονειρεύονταν και οι μαθητές, περισσότερες δόξες, μεγαλεία και πλούτη. Με κάποιες, βέβαια, εξαιρέσεις. Όπως ήταν οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας και αρκετοί άλλοι, οι οποίοι αναλώθηκαν στην υπηρεσία και την προσφορά προς τους συνανθρώπους τους. Και τους οποίους, κατά κανόνα, οι υπόλοιποι καταδίωξαν. Επειδή ακριβώς αποτελούσαν «κακό» παράδειγμα, που δεν συνέφερε καθόλου στο πνεύμα της προβολής, της επιβολής και του συμφέροντος.

Το κακό, βέβαια, παράγινε στα χρόνια της τουρκοκρατίας!

Όταν οι κληρικοί πήραν στα χέρια τους την εξουσία των σκλαβωμένων λαών. Οπότε οι αρχιερείς ιδιοποιήθηκαν το στέμμα (μίτρα),το σκήπτρο (πατερίτσα) και την ανεξέλεγκτη εξουσία των αυτοκρατόρων. Με αποτέλεσμα να καταντήσουν να αποκαλούνται και, κατά κανόνα, να είναι, δεσπότες (=τύραννοι). Πραγματικότητα, η οποία διατηρήθηκε, δυστυχώς, και μετά την απελευθέρωση. Οπότε, αντί η Εκκλησία να αποτελεί υπόδειγμα δημοκρατικής και χρηστής διοίκησης και προσφοράς προς το λαό, έγινε κακό παράδειγμα καταπίεσης και εκμετάλλευσης, συχνά, σε βάρος του λαού.

Και, για να ξαναγυρίσουμε στους αντεξουσιαστές:

Ανεξαρτήτως του, αν η εκκλησιαστική διοίκηση βρίσκεται στους αντίποδες του Ευαγγελίου και είναι δεσποτική, το Ευαγγέλιο είναι σαφέστατα, αντεξουσιαστικό. Δεν είναι όμως σε καμιά περίπτωση αναρχικό. Γιατί η χριστιανική κοινωνία και διοίκηση προϋποθέτει  ηθικές και πνευματικές αρχές. Με πρώτες και καλύτερες την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Οι οποίες, στις μέρες μας, έχουν μπει στην κατάψυξη της άρχουσας αναρχίας. Που ποδοπατεί όλες τις ηθικές και πνευματικές αρχές.

Με αναρχικότερη, συχνά, τη δεσποτοκρατία.

Της οποίας κάποιοι εκπρόσωποι φθάνουν στο κατάντημα να απευθύνουν αυστηρές απαγορεύσεις, προκειμένου να μη γίνονται, στα κηρύγματα, αναφορές στο καθεστώς της τρικομματικής συμμορίας και των πατρώνων της. Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, το γεγονός ότι κληρικός του μητροπολιτικού περιβάλλοντος στο Αγρίνιο, μου διεμήνυσε, μέσω των πειθηνίων υποτακτικών του να μην κάνω στα κηρύγματά μου αναφορές στους Γερμανούς (Μέρκελ, Σόιμπλε, κλπ).

Κι αναρωτιέμαι:

Ποιο νόημα έχει η άκρως ανόητη και ακατανόητη αυτή ευαισθησία απέναντι στους αναίσθητους για το λαό μας και επίβουλους για την πατρίδα μας κανίβαλους και ναζί του Γ΄ και του Δ΄ Ράιχ; Και μάλιστα, εν ονόματι του ελευθερωτή ελευθερωτή του ανθρώπου και της ανθρωπότητας, Χριστού!… 
Δεν αποτελεί μια τέτοια συμπεριφορά των εκπροσώπων της Εκκλησίας την τραγικότερη τραγική ειρωνεία!…


παπα-Ηλίας, 22-4-2013, http://papailiasyfantis.wordpress.com, e-mail: yfantis.ilias@gmail.com

Μανωλάδα Ηλείας: ΠΑΡΑΚΜΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ

ΠΑΡΑΚΜΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

Το συμβάν στη Μανωλάδα της Ηλείας έδωσε αφορμή για ποικίλα σχόλια, στα οποία διαφαίνεται η βαθειά παρακμή και κατάπτωση, την οποία βιώνουμε και η υποκρισία με την οποία επενδύουμε αυτές προς ωραιοποίηση! Ας αναλύσουμε κάποιες πτυχές του τραγικού συμβάντος.

Δημοσιογράφοι και πολιτικοί της εξουσίας καυτηρίασαν το συμβάν και τόνισαν με έμφαση ότι η χώρα μας διασύρθηκε διεθνώς με τη μετάδοση της είδησης! Εκφράζουν αυτοί το πνεύμα της υποτέλειας στους θεωρούμενους ισχυρούς της γης. Τρέμουν στη σκέψη ότι θα μας επικρίνουν οι θεωρούμενοι πολιτισμένοι! Αλλά σε ποιόν πολιτισμό αναφερόμαστε; Στον πολιτισμό εκείνων που οδήγησαν 1,5 δισεκατομμύρια συνανθρώπων μας στην έσχατη εξαθλίωση; Στον πολιτισμό εκείνων που διέλυσαν τον οικογενειακό και, κατ' επέκταση, τον κοινωνικό ιστό των κοινωνιών τους με συνέπεια να βιώνουν παρακμή βαθύτερη και οδυνηρότερη από τη δική μας, αφού εμείς μόλις κατά τις τελευταίες δεκαετίες τους μιμούμαστε κατά τρόπο άκρως ατιμωτικό; Όφειλαν όλοι αυτοί να τονίσουν ότι οι δράστες δεν εμφορούνται από τις πεποιθήσεις της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, ο οποίος διαχρονικά, με το φιλότιμο που τον διακρίνει, έσκυψε επάνω από το πρόβλημα του ξένου και συμπαραστάθηκε στον αδύναμο. Αλλά αυτοί εμφορούνται από τις αντιλήψεις των δυτικών και τις «αξίες» τους θαυμάζουν. Εκεί τα πάντα επιτρέπονται, αρκεί να γίνονται με μυστικότητα, ώστε να μην προκαλείται η κοινή γνώμη!

Οι λαλίστατοι μετά το συμβάν ασκούντες την εξουσία έδειξαν να ζουν σε κοινωνία, όπου τα πάντα είναι όμορφα κι αγγελικά πλασμένα. Επί δεκαετίες εκώφευαν, όταν εγείρονταν φωνές ανησυχίας για την ανεξέλεγκτη είσοδο μεταναστών με μη νόμιμο τρόπο στη χώρα μας. Στήριξαν με κάθε τρόπο το σχέδιο της νέας τάξης πραγμάτων του αφανισμού της ιδιοπροσωπείας των λαών (όχι μόνο του ελληνικού, όπως κάποιοι πιστεύουν). Όλοι τους σφύριζαν και σφυρίζουν αδιάφοροι ενώ το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας έχει λάβει τρομακτικές διαστάσεις και απειλεί να μας αφανίσει ως έθνος. Έπλητταν και πλήττουν οικονομικά την οικογένεια με τους έμμεσους φόρους, που γιαγντώθηκαν. Συνέβαλαν στην αναβλητικότητα των νέων για απόφαση σχηματισμού οικογένειας, λόγω ανεργίας ή επισφαλούς εργασίας. Εξωθούν τους νέους σε μετανάστευση, αφού οι κυβερνήσεις το θέμα της παιδείας το είδαν ως εμπορική επιχείρηση και έστησαν σχολές παντού, για τη χορήγηση τίτλων σπουδών χωρίς αντίκρισμα στη αγορά εργασίας!

Οι της εξουσίας ακόμη και σε συνέδρια διατύπωσαν την άποψη ότι το πληθυσμιακό έλλειμμα η χώρα μας θα αναπληρώσει δια των μεταναστών. Έφθασαν μάλιστα να τονίσουν ότι οι μετανάστες θα συμβάλουν και στην άνθιση του πολιτισμού προσφέροντάς μας πολιτιστικά τους στοιχεία. Δουλοπρεπείς στο έπακρο, υποταγμένοι άνευ όρων στους νομείς εξουσίας, οι οποίοι απεργάζονται τον αφανισμό των λαών, συνεπικουρούμενοι από άπληστους επιχειρηματίες, τύπου του αφεντικού της Μανωλάδας, εφάρμοσαν το σχέδιο της παγκοσμιοποίησης στη χώρα μας και κατακλύστηκε αυτή από μετανάστες, ενώ η κρίση βάθαινε και αυτοί, τουλάχιστον, γνώριζαν τί μας περιμένει! Τα ταμεία μας βούλιαζαν, με την «αξιοποίηση» των αποθεματικών τους, με την αποφυγή καταβολής εισφορών των ισχυρών διαπλεκομένων με την εξουσία, με την αυξανόμενη απασχόληση ανασφαλίστων μεταναστών  και με τη διαρκή μείωση εισροών εκ της ογκούμενης ανεργίας, όμως όλοι τηρούσαν ένοχη σιωπή, καθώς τα προσωπικά κέρδη πολιτικών και επιχειρηματιών βρίσκονταν σε ικανοποιητικό επίπεδο! Κατά περιόδους, όταν η αγανάκτηση κάποιων κατοίκων της πρωτεύουσας έδειχνε να κοχλάζει, έβγαιναν στο λαό με διακηρύξεις περί οργάνωσης χώρων εγκλεισμού των παρανόμων μεταναστών, ενώ γνώριζαν ότι η κατάσταση είναι πλέον ανεξέλεγκτη! Κάποιες επιχειρήσεις που εξαπέλυσαν κατά των μεταναστών για τα μάτια του κόσμου έδειξαν ακόμη και την πολιτιστική τους φτώχια. Δεν βαφτίζεται τέτοια επιχείρηση «Ξένιος Ζευς»!  

Οι της αριστεράς, αστοί εκτός εξουσίας, μαρξίζοντες ή μαρξιστές, συνέβαλαν τα μέγιστα στην επιτυχία του σχεδίου της παγκοσμιοποίησης! Με αφετηρία τον ιδεολογικό διεθνισμό στάθηκαν φραστικά και μόνο συμπαραστάτες των αποκλήρων του κόσμου, ανήμποροι να κατανοήσουν τα όσα προβλήματα προξενούν, άθελά τους στις περισσότερες περιπτώσεις, στους εντόπιους και ποιοι θα επωφελούνταν από αυτά με την πάροδο του χρόνου. Έτσι στην οικονομική εκποίηση της χώρας πρόσθεσαν αυτοί την ιδεολογική, με συνέπεια να ογκούται σήμερα το κίνημα του ολοκληρωτισμού, το οποίο αυτοπροβάλλεται ως κίνημα κάθαρσης («για να ξεβρωμίσει ο τόπος») και σωτηρίας της χώρας.

Οι «φιλήσυχοι» συμπατριώτες μας, που δείχνουν να αγαπούν την πατρίδα και ανησυχούν, καθώς τη βλέπουν να χάνεται στην πλημμυρίδα των μεταναστών, ας προβληματιστούν σοβαρά και ας αναλάβουν τις ευθύνες τους. Επιτρέπεται να σιωπούν, όταν το ΝΑΤΟ, «συμμαχία», στην οποία ανήκει και η χώρα μας ως ισότιμο μέλος (τρομάρα μας!) σπέρνει τον όλεθρο σε μεγάλη έκταση του πλανήτη; Είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνονται ότι το κύμα φυγής των αποκλήρων ογκώνεται μετά από τη συμφορά που βρίσκει μια χώρα – θύμα των ισχυρών της πολεμικής μηχανής; Είναι δυνατόν να στηρίζουν ακόμη τις ελπίδες τους σε «εταιρείες» τύπου Ευρωπαϊκής Ένωσης και να πιστεύουν ότι αυτή θέλει και μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια των συνόρων μας; (Απατηλό σύνθημα πριν από την ένταξή μας στην ΕΟΚ ως ισότιμο μέλος (τρομάρα μας!)). Είναι δυνατόν να πιστεύουν ότι οι «σύμμαχοί» μας και οι «εταίροι» μας δεν γνωρίζουν ότι η Τουρκία, χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, είναι αυτή που διευκολύνει τα μέγιστα την προώθηση προς τη χώρα μας από τα οργανωμένα κυκλώματα δουλεμπόρων των αποκλήρων του κόσμου «λαθρομεταναστών»;

Η διοικούσα Εκκλησία έλαμψε για μία ακόμη φορά δια της απουσίας της από τον σχολιασμό των γεγονότων. Καλά τα συσσίτια των ενοριών προς ανακούφιση αυτών που δοκιμάζονται από τη πείνα. Καλός ο υπερτονισμός ότι η Εκκλησία δεν εξετάζει ποιάς θρησκευτικής πίστης ή εθνικής ομάδας είναι ο έχων την ανάγκη. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο ευαγγελικό, το οποίο έχουμε καταχωνιάσει σε πολύ σκοτεινά μέρη. Είναι απόσπασμα από την καθολική επιστολή του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου, το οποίο είναι απόλυτα επίκαιρο προς το γεγονός, που έδωσε αφορμή για τη σύνταξη του παρόντος άρθρου: «Ελάτε τώρα οι πλούσιοι. Κλάψτε με γοερές κραυγές για τις συμφορές, που έρχονται επάνω σας. Ο πλούτος σας έχει σαπίσει και τα ρούχα σας έχουν φαγωθεί από τον σκόρο. Το χρυσάφι και το ασήμι σας έχουν σκουριάσει (όπως τα κρατάτε θησαυρισμένα) και η σκουριά τους θα είναι μαρτυρία εναντίον σας και θα φάει τις σάρκες σας σαν φωτιά. Συσσωρεύσατε πλούτο για τις έσχατες ημέρες (της τιμωρίας σας). Να, ο μισθός των εργατών, που θέρισαν τα χωράφια σας και σεις τον κατακρατήσατε, κραυγάζει και οι κραυγές των θεριστών έχουν φθάσει στα αυτιά του Κυρίου των δυνάμεων. Ζήσατε επάνω στη γη με απολαύσεις και σπατάλες, θρέψατε τους εαυτούς σας, (όπως τρέφονται τα ζώα), για την ημέρα της σφαγής. Καταδικάσατε, φονεύσατε τον αθώο. Δεν προβάλλει σε σας αντίσταση».               

 

«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 22-4-2013

Το δέος ζωγραφίζει όραμα, του Γιάννη Ποτ.

Το δέος ζωγραφίζει όραμα

 

Του Γιάννη Ποταμιάνου

 

Σ' ένα κήπο θρυμματισμένων ανθέων

                                        η περιπολία του

Συλλέγει ενθύμια ομορφιάς

                                              και θανάτου  

στα χορταριασμένα μονοπάτια

Κι η περιπλάνηση του

                                χωρίς μίτο σιγουριάς

στις δαιδαλώδεις διαδρομές του

Σ' ένα κήπο θρυμματισμένων άστρων

                                                      χάνεται

μαζεύοντας μπουκέτα φωτολούλουδα

Ερανίζεται φως ανέσπερο, αρχέγονο

πανταχού παρών  

                και πανταχόθεν εκπορευόμενο,

να πλέκει

              το ιλαρό φωτοστέφανο της ύλης

 

 

Σ' ένα κήπο θρυμματισμένου σκότους

                  κρατώντας δάδα ο φωτοδότης

με φως αέναο και άσπιλο

                      χωρίς σκιά και αποτύπωμα

φωτίζει τα πελάγη του ερέβους

 

Στα πανταχού παρόντα λουλούδια

                                                του φωτός    

ο ταπεινός σκώληκας ορθώνει

                                       το ανάστημά του

και τολμάει να στήνει το κουκούλι του

                        να εκκολάπτει πεταλούδα

μεγαλωμένη με μοναξιά

                     και μ' όνειρο τόσο φωτεινό

που να καίγεται

                στο πρώτο πρώτο πέταγμά της

 

Σ' ένα κήπο θρυμματισμένων ανθέων

Σ' ένα κουκούλι με το δικό του ουρανό

                                             ο σκώληκας

ζωγραφίζει δικούς του παραδείσους

όπως το δέος του μηδενός μπροστά

                στο άπειρο ζωγραφίζει όραμα

 

 

                                        8 Δεκεμβρίου 2012, Γιάννης Ποταμιάνος

Η βία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

Η βία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

 

Του Τάκη Φωτόπουλου*


 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βία στη Νέα Διεθνή Τάξη που ανέτειλε με την ανάδυση της παγκοσμιοποίησης (που μόνο νεοφιλελεύθερη μπορεί να είναι στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, παρά τα αποπροσανατολιστικά παραμύθια της «Αριστεράς») και την κατάρρευση του «Υπαρκτού», έχει μαζικοποιηθεί. Όχι μόνο διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας, όπου η οικονομική βία που ασκεί η Υπερεθνική ελίτ σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων (μέτρα φτωχοποίησης, καθιέρωση εργασιακού Μεσαίωνα, ξεπούλημα κοινωνικού πλούτου κ.λπ.) αναπόφευκτα συνοδεύεται από την πρωτόγνωρη ένταση της κρατικής βίας που ασκούν οι …κλητήρες  της ελίτ αυτής  που παριστάνουν τους κυβερνήτες μας.

Έστω και αν αυτή συνήθως παίρνει τη μορφή απειλής μαζικής βίας, αφού δεν είναι συχνά αναγκαία η άσκησή της. Αλλά είναι πράγματι απελπιστικές συνήθως οι αναλύσεις της βίας σήμερα από μια Αριστερά που, στερούμενη αναλυτικών εργαλείων για την ερμηνεία του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης και τη συνακόλουθη ένταση της βίας, προσπαθεί να την αναλύσει με εργαλεία του 19ου αιώνα ή των αρχών του 20ου. Παράλληλα, κάποιοι αμεσοδημοκράτες της συμφοράς ανάγουν το φαινόμενο της βίας σήμερα στην… έλλειψη αμεσοδημοκρατικών μορφών οργάνωσης, φέρνοντας για παράδειγμα τις συνελεύσεις των αγανακτισμένων  στην Ελλάδα και αλλού που δήθεν ανέδειξαν την αξία της συλλογικής δύναμης έναντι της βίας. Και αυτό, όταν άρκεσε η χρήση ήπιας (σχετικά) βίας από το κράτος για να εξαφανιστεί το «κίνημα» των αγανακτισμένων παγκοσμίως!

Αναπόφευκτα, η βία που ξεκινά «από πάνω» και μένει, κατά κανόνα, ατιμώρητη, επεκτείνεται στη συνέχεια σε προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, όπως οι εγκληματίες τσιφλικάδες της Μανωλάδας, οι οποίοι εγκληματούν συστηματικά, ακριβώς γιατί έχουν εξασφαλισμένη την ατιμωρησία. Η εναλλακτική «βολική» εξήγηση είναι ότι αυτά αποτελούν ρατσιστικά φαινόμενα. Όπως αντίστοιχα φθάνουν σήμερα πολλοί στην «Αριστερά» να κατηγορούν έμμεσα  για ρατσισμό (αν όχι για φασιστικές τάσεις!) το 10-15% του λαού που όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις προτίθεται να ψηφίσει Χρυσή Αυγή. Έτσι, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, έχουμε και…αντιφασιστικές διαδηλώσεις, λες και είμαστε στη δεκαετία του 1930 που βασίλευε το κράτος-έθνος! Όμως, αυτό δεν είναι τυχαίο γιατί αυτές τις άκρως αποπροσανατολιστικές απόψεις για τα αίτια της σημερινής οικονομικής αλλά και ηθικής εξαθλίωσης τις παράγουν τα ίδια τα πολιτικά και ιδεολογικά όργανα της παγκοσμιοποίησης και κατόπιν τις αναπαράγει η «Αριστερά». Δηλαδή, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, τα ελεγχόμενα από τις ελίτ ΜΜΕ που ωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση, και οι ΜΚΟ που χρηματοδοτούνται από τα διάφορα «ευαγή» ιδρύματα τύπου Σόρος για να προπαγανδίζουν την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης που θεμελιώνεται στην ιδεολογία των ατομικών δικαιωμάτων (που δικαιολόγησε τη σφαγή του λαού της Λιβύης χθες και αυτή της Συρίας αύριο).

Έτσι αποπροσανατολίζουν  τα λαϊκά στρώματα για τις πραγματικές αιτίες της καταστροφής τους, που δεν έχουν βέβαια σχέση με την άνοδο του …φασισμού και του ρατσισμού αλλά με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που είναι επίσης η απώτερη αιτία της μαζικής αύξησης της μετανάστευσης από τον Νότο – σήμερα και από τον Ευρωπαϊκό Νότο στον οποίο ανήκει και η Ελλάδα. Αντί δηλαδή η Αριστερά να οργανώσει μαχητικές διαδηλώσεις κατά του κράτους που ανέχεται τα κρούσματα ρατσιστικής βίας από ολιγάριθμους ανεγκέφαλους τραμπούκους εναντίον εξαθλιωμένων μεταναστών που μας εξευτελίζουν σαν λαό,  (ή – αν το κράτος αγνοήσει τις διαδηλώσεις αυτές – να οργανώσει επιτροπές περιφρούρησης των μεταναστών), οργανώνει …αντιφασιστικές διαδηλώσεις! Και αυτό, όταν και μόνο η έξοδός μας από την ΕΕ και η ακύρωση της συναφούς συνθήκης του Δουβλίνου θα ήταν σημαντικό βήμα στην επίλυση του προβλήματος των παράνομων μεταναστών, οι οποίοι άλλωστε είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούν βασικά την Ελλάδα σαν διαμετακομιστικό κέντρο.

Η ίδια «Αριστερά» δέχεται χωρίς αντίλογο την αποπροσανατολιστική προπαγάνδα των συστημικών ΜΜΕ ότι δήθεν θα μας σώσει η εξωστρέφεια (δηλαδή η παραπέρα ενσωμάτωση μας στη παγκοσμιοποιημένη οικονομία) που ήταν όμως η απώτερη αιτία για τη σημερινή κρίση.[1]  Σε ένα μάλιστα λόγο-μνημείο ιστορικής ασχετοσύνης, ο αρχηγός της κοινοβουλευτικής Χούντας τόνισε ότι η  Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας για να επιβιώσει στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, αναφέροντας ως ιστορικά παραδείγματα χωρών με ανάλογο μέγεθος που μέσα σε συνθήκες ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών κατάφεραν να αναπτυχθούν … την Ολλανδία, Σκανδιναβικές χώρες, και το Ισραήλ. Φυσικά ακόμη και πρωτοετής φοιτητής Οικονομικής Ιστορίας ξέρει ότι οι μεν πρώτες χώρες ανήκαν στο κλειστό κλαμπ των μητροπολιτικών κέντρων ήδη από τον 19ο αιώνα, το δε Ισραήλ είναι μια χώρα εποίκων από τα μητροπολιτικά βασικά κέντρα με μαζική εισροή κεφαλαίων από τους απανταχού Σιωνιστές. Όμως, μολονότι ανάπτυξη με την έννοια της αύξησης του ΑΕΠ μπορεί πράγματι να σημειωθεί και στην Ελλάδα αν η Κινεζοποιημένη εργασία προσελκύσει κάποιες επενδύσεις, τέτοιου είδους «ανάπτυξη» έχει και η …Ινδία, όπως και η Κίνα, όπου το 80-90% του λαού ζουν σε άθλιες συνθήκες, χωρίς βασικές υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης κ.λπ…

[1]  Βλ. Η Ελλάδα ως Προτεκτοράτο της Υπερεθνικής Ελίτ (Γόρδιος, 2010) κεφ. 3

*http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (21 Απριλίου 2013). Το είδα: 21-04-2013, http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2013/2013_04_21.html

Φασισμός & δουλεμπόριο: 2 όψεις του ίδιου νομίσματος

Φασισμός και δουλεμπόριο: Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος

 

Του παπα Δημήτρη Θεοφίλου*


Η ορατή δυσκολία πλέον για την εξασφάλιση του καθημερινού «επιούσιου άρτου», η  κατάρρευση των αυτονόητων γοητευτικών μύθων που περιέβαλαν και «προστάτευαν» ως άλλος αερόσακος τη ζωή μας, σπρώχνει πολλούς συμπατριώτες μας, στη «ζώνη του λυκόφωτος», στη ντουλάπα με τους «σκελετούς και τα φαντάσματα» της ιστορίας, το φασισμό. Ακόμα και όσοι ως τώρα δεν αποτολμούν να συνταχθούν ανοιχτά και ανερυθρίαστα μαζί του, συμπορεύονται όταν τους δίνεται η ευκαιρία, προς την ναζιστική ιδεολογία, με αποτέλεσμα καθημερινά η κοινωνία μας να «φασίζει» όλο και πιο πολύ.

Στις 21/4 συμπληρώνονται 46 χρόνια από το πραξικόπημα της χούντας των αμερικανόδουλων και ξενοκίνητων συνταγματαρχών, ένα ιστορικό πάθημα που δεν φαίνεται να έγινε μάθημα, και είναι γνωστό ιστορικά, πως όποιος δεν μαθαίνει από τα παθήματά του, είναι καταδικασμένος να επαναβιώσει περισσότερο οδυνηρές καταστάσεις, από όσες έζησε, αλλά λησμόνησε, ωσάν να υποβλήθηκε σε λοβοτομή.

Στις μέρες μας είναι προφανής και αδιαμφισβήτητη πλέον, η επιστροφή του δουλοκτητικού δουλεμπορίου. Μην εστιάζουμε σε συγκεκριμένα περιστατικά (στο δέντρο) και χάνουμε την συνολική ουσία των γεγονότων (το δάσος). Συμπεριφορές που μας γυρίζουν αιώνες πριν, ως ανθρώπινα εξελικτικά όντα, πράξεις και δράσεις ξένες προς τον πολιτισμό, την κουλτούρα, την παιδεία  και τη θρησκεία μας, προσβάλλουν την πολιτισμική καταγωγή μας και μας ακυρώνουν μελλοντικά, ως σημεία αναφοράς, ανεκτικότητας στη διαφορά και ενσυνείδητους χριστιανούς (τουλάχιστον όσους συνεχίζουν και θέλουν έτσι να αυτοπροσδιορίζονται), και το κυριότερο, μας μηδενίζουν ως παραδείγματα ζωής, για τα παιδιά μας και τις επερχόμενες γενιές, γράφοντας εμείς σήμερα αυτή τη «προσωπική μαύρη» ιστορική μας σελίδα, προδιαγράφουμε ένα ζοφερό αυριανό μέλλον.

Το πιο ανησυχητικό φαινόμενο όμως, δεν είναι αυτοί που δρουν κακοποιώντας συνανθρώπους μας, αλλά αυτοί που τους ανέχονται και δεν αντιδρούν, αλλά παρακολουθούν ψυχρά και αδιάφορα, δίχως να καταγγέλλουν, σιωπώντας συνενοχικά. Θα περίμενε κάποιος, ίσως αιθεροβάμων, μια κάποια αντίδραση, από τοπικούς φορείς, όπως εκκλησία, τοπική αυτοδιοίκηση, συλλόγους, πρωτοβουλίες πολιτών, τίποτε όμως… επιλεκτική τύφλωση και κώφωση, πλήρης υποταγή στην 11η εντολή την «ου μπλέξεις», με αποτέλεσμα ξανά στο «ίδιο έργο θεατές», της στυγνής και ανηλεούς εξουθενωτικής εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ουσιαστικά την μετατροπή της κοινωνίας σε κανιβαλικό συμφερτό, ανελέητη ζούγκλα, όπου οι ισχυρότεροι «τρώνε» τους ασθενέστερους, βασική και πάγια αρχή άλλωστε, του καπιταλισμού και των παραγώγων του, όπως είναι ο φασισμός.

Αν όμως θέλουμε ακόμα και τώρα στο παρά 5΄, να διατηρήσουμε την αυτοεκτίμηση που μας απέμεινε ως κοινωνία και να μπορούμε να κοιταζόμαστε στο «καθρέφτη» της ιστορίας, δίχως να ντρεπόμαστε και να αηδιάζουμε για το ανθρώπινο είδος,  προλαβαίνουμε από το χείλος της αβύσσου όπου βρισκόμαστε να σταματήσουμε, αναλογιζόμενοι το βάθος του βαράθρου, που απλώνεται μπροστά μας και να του γυρίσουμε τη πλάτη οριστικά,  επιστέφοντας, στην ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, την αδελφοσύνη, την ισονομία, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, αξίες που έχουμε τόσο μεγάλη ανάγκη στους χαλεπούς καιρούς μας, αλλά εμείς επιμένουμε να τις έχουμε λησμονημένες, στα «αζήτητα».

* O π. Δημήτριος Θεοφίλου είναι εφημέριος στην Ιτέα Φωκίδας. Είναι έγγαμος, πατέρας 3 παιδιών, Πτυχ. Θεολογίας, Πτυχ. Ψυχολογίας, Μaster Θεολογίας, Πτυχ. βυζαντινής μουσικής. 

ΠΗΓΗ: Παρασκευή, 19 Απριλίου 2013, http://religiousnet.blogspot.gr/2013/04/blog-post.html

Χύνει αίμα αυτός που αποστερεί το μισθό του εργάτη

Χύνει αίμα αυτός που αποστερεί το μισθό του εργάτη

 

Του Αθανάσιου Μουστάκη*

«κχέων αμα ποστερν μισθν μισθίου»

(Σοφία Σειρὰχ 34:22)

 

 Με αφορμή το πρόσφατο έγκλημα της Μανωλάδας θέλησα να παρουσιάσω λίγες σχετικές σκέψεις με αφετηρία το λόγο της Αγίας Γραφής.

Το πρώτο χωρίο που πέρασε από το μυαλό μου ήταν το «ο φιμώσεις βον λοντα» του Δευτερονομίου (25:4) παρά το ότι εκ πρώτης όψεως το χωρίο μοιάζει κάπως άσχετο. Τι δουλειά έχουν οι εργάτες που υφίστανται τη βία των εργοδοτών και των επιστατών με τα βόδια που αλωνίζουν;

Απάντηση μάς προσφέρει ο απ. Παύλος όταν χρησιμοποιεί το χωρίο αυτό στην Α΄ Κορινθίους (9:9) και ξεκαθαρίζει ότι όταν ο Θεός με το νόμο Του αναφέρεται στα ζώα που αλωνίζουν το ενδιαφέρον του νόμου δεν εστιάζει σε αυτά, αλλά ότι αυτή η μεταφορά τον βοηθά να δηλώσει ότι δεν πρέπει να στερούμε από τον εργάτη το μισθό του. Ο απόστολος συνεχίζει τη σκέψη του στον επόμενο στίχο χρησιμοποιώντας μία αναφορά από το βιβλίο της Σοφίας Σειράχ (6:19), όπου γράφεται ότι αυτός που εργάζεται το κάνει με την ελπίδα ότι θα ζήσει από τον κόπο του. Λέει, λοιπόν, η Παλαιά Διαθήκη: «ς ροτριν κα σπείρων πρόσελθε ατ κα νάμενε τος γαθος καρπος ατς ν γρ ργασί ατς λίγον κοπιάσεις κα ταχ φάγεσαι τν γενημάτων ατς».

Πολύ όμορφα όλα αυτά αλλά άραγε εμάς μας ενδιαφέρουν;

Τα εγκληματικά περιστατικά της Μανωλάδας, τα οποία, πρέπει να το σημειώσουμε, δεν είναι τα πρώτα ανάλογα, μας πείθουν για το αντίθετο. Δεν μας ενδιαφέρουν καθώς αποφασίσαμε να παρακάμψουμε το λόγο του Θεού και να εφαρμόσουμε το δικό μας: το νόμο του κέρδους και της αδικίας.

Θα μου πείτε «ποιος χρειάζεται το νόμο του Θεού όταν υπάρχει ο νόμος του κράτους;»

Εδώ ακριβώς βρίσκεται το λεπτό σημείο για τις ελαστικές, έως ξεχειλωμένες, συνειδήσεις όλων μας. Ο νόμος του κράτους μπορεί να υπάρχει αλλά η τήρησή του, δυστυχώς ή ευτυχώς, μάλλον επαφίεται στο φιλότιμο όχι μόνο των εργοδοτών, αλλά και των αρμοδίων υπηρεσιών. Σε αυτό, λοιπόν, το σημείο πρέπει να αντιμετωπίσουμε την αδυναμία της χριστιανικής (είναι άραγε;) πατρίδας μας. Το κράτος δεν μπορεί και δεν θέλει να εφαρμόσει το νόμο που καταστρατηγούν οι πολίτες.

Το αποτέλεσμα; Μιλούν τα όπλα.

Από μια πρόχειρη αναζήτηση κάποιων βιβλικών χωρίων σχετικά με το θέμα της αποστέρησης του μισθού του εργάτη βρέθηκα μπροστά σε μία σειρά ξεκάθαρων χωρίων από τα οποία θα σχολιάσω μόνο ένα.

Στην επιστολή του αγίου Ιακώβου ιδιαίτερα στο 5 κεφάλαιό της, από τον πρώτο μέχρι τον έκτο στίχο υπάρχει μία ολοκάθαρη τοποθέτηση απέναντι στους πλουσίους, οι οποίοι με τις πράξεις τους αποστερούν το μισθό των εργατών. Τι να πρωτοαναφέρουμε: την προειδοποίηση για τα επερχόμενα δεινά σε αυτούς που αδικούν; Την αναφορά στη σαπίλα που κυριεύει τον πλούτο, τα αγαθά και τα ρούχα τους; Το σχόλιο ότι το χρυσάφι και το ασήμι των πλουσίων θα αποτελέσει την αιτία της καταδίκης τους; Τη διαπίστωση ότι η κραυγή των στερημένων από το μισθό τους εργατών θα φθάσει μέχρι τα αυτιά του Θεού;

Η διδασκαλία της Εκκλησίας για την κοινωνική αδικία είναι ξεκάθαρη και σαφής χωρίς περιστροφές και υπεκφυγές. Η άγνοια και η αδιαφορία προς αυτή μας οδηγεί σε εγκλήματα όπως αυτό που συμβαίνει στη Μανωλάδα. Ένα έγκλημα που δεν έχει να κάνει μόνο με τους πρόσφατους πυροβολισμούς, αλλά κυρίως με την ανοχή όλων αυτών που γνωρίζουν και σιωπούν, όλων αυτών που βλέπουν και κλείνουν τα μάτια, όλων αυτών που μαθαίνουν για την αδικία και δεν ξέρουν τι γίνεται, όλων αυτών που πλουτίζουν έμμεσα ή άμεσα από την αποστέρηση των μισθών των εργατών και απολαμβάνουν τα κέρδη τους.

Δυστυχώς, όμως ευθύνη βαρύνει και εμάς που ενώ ακούγαμε τι συνέβαινε καταναλώναμε φθηνές φράουλες. Βαρύνει και όλους εμάς που πλέον μάθαμε χωρίς μισόλογα τι συμβαίνει και θα συνεχίσουμε να τις απολαμβάνουμε στο πιάτο, στα γλυκά και στα τραπέζια μας.

Οι πυροβολισμοί των επιστατών στους απλήρωτους εργάτες είναι η αναπόφευκτη συνέχεια ενός εγκλήματος. «κχέων αμα ποστερν μισθν μισθίου» λέει η Σοφία Σειράχ λειτουργώντας προφητικά.

Ναι! Αυτός που στερεί το μισθό του εργάτη χύνει αίμα. Το ωραίο είναι ότι η Αγία Γραφή το χρησιμοποιεί μεταφορικά, ως σχήμα λόγου για να τονίσει πόσο φοβερή είναι η κοινωνική αδικία.

Εμείς για μία ακόμη φορά κατορθώσαμε να ξεπεράσουμε τη φαντασία και να μετατρέψουμε το σχήμα λόγου σε πράξη:

Για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ιδιοποιούμαστε το μισθό του εργάτη χύσαμε και, μάλλον, θα ξαναχύσουμε αίμα!

ΠΗΓΗ: 19 Παρασκευή2013, http://amoustakis.wordpress.com/2013/04/19/misthos_ergati/ 

* http://amoustakis.wordpress.com/for_me/ και http://www.facebook.com/athanasios.moustakis?hc_location=stream

Από την εξάρτηση στην αγοραία εκπαίδευση

Από την εξάρτηση στην αγοραία εκπαίδευση

 

Του Γιώργου Κ. Καββαδία*


«Τα ευρωπαϊκά συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης εξακολουθούν να υπολείπονται όσον αφορά την εξασφάλιση των κατάλληλων δεξιοτήτων για την απασχολησιμότητα, ενώ δεν συνεργάζονται επαρκώς με τις επιχειρήσεις ή τους εργοδότες προκειμένου να φέρουν τη μαθησιακή εμπειρία πιο κοντά στην πραγματικότητα του εργασιακού περιβάλλοντος».

Ανακοίνωση της Επιτροπής της Ε.Ε.: «Ανασχεδιασμός της εκπαίδευσης: επενδύοντας στις δεξιότητες για καλύτερα κοινωνικοοικονομικά αποτελέσματα»

Η εξάρτηση της χώρας αντανακλάται έντονα στην εκπαιδευτική πολιτική και τον καταιγισμό μέτρων και ρυθμίσεων της τρικομματικής κυβέρνησης. Με δούρειο ίππο την κρίση η κυβέρνηση αντιγράφει, εφαρμόζει τα σκονάκια της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, όπως η πρόσφατη έκθεση που στοίχισε στο ελληνικό δημόσιο πάνω 127.600 ευρώ σε συνθήκες σκληρής λιτότητας και ακραίας φτώχειας. Η βασική ιδέα της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής είναι η αποδόμηση της δημόσιας εκπαίδευσης και η υποταγή της στου νόμους της αγοράς και στις σύγχρονες ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ προβάλλουν ένα συνολικό  σχέδιο για την ανασυγκρότηση της δομής και των μορφών κρατικού ελέγχου της εκπαίδευσης με βάση της αρχές του ιδιωτικοοικονομικού μάνατζμεντ. Με σκοπό την εφαρμογή πολιτικών μείωσης των κρατικών δαπανών με παράλληλη ενίσχυση της ικανότητας του κράτους να ελέγχει τη λειτουργία και τα αποτελέσματα, Ώστε να ανταποκρίνεται η εκπαίδευση όχι μόνο στις απαιτήσεις του κεφαλαίου και της αγοράς, αλλά και να ενσωματώνει τις αρχές της επιχειρηματικότητας και το αγοραίου ανταγωνισμού και της μετατροπής της γνώσης από κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα σε ατομική δυνατότητα και εμπόρευμα.

Η «ανάπτυξη δεξιοτήτων έχει ζωτική σημασία για την τόνωση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας» Ανακοίνωση της Επιτροπής της Ε.Ε.: «Ανασχεδιασμός της εκπαίδευσης: επενδύοντας στις δεξιότητες για καλύτερα κοινωνικοοικονομικά αποτελέσματα»

Οι κυοφορούμενες ρυθμίσεις για το «ενιαίο λύκειο» στοχεύουν σε ένα σχολείο πιο ανταγωνιστικό, πιο επιλεκτικό και ελιτίστικο με  τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανισότητες να οξύνονται με ολέθριες συνέπειες για τα παιδιά των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων και των απομακρυσμένων περιοχών της χώρας. Η εφαρμογή μέτρων όπως περικοπές δαπανών, μαζικές καταργήσεις σχολείων, μείωση εκπαιδευτικού προσωπικού, μηδενικοί διορισμοί, αύξηση ωραρίου, αναμόρφωση και διαφοροποίηση των αναλυτικών προγραμμάτων, υποβάθμιση βασικών μαθημάτων και  προσανατολισμός σε δεξιότητες θα εντείνουν σύγχρονα φαινόμενα αναλφαβητισμού και ημιμάθειας.

Παράλληλα  επιδιώκεται να προσαρμοστεί η εκπαίδευση και η εργατική δύναμη στις «νέες συνθήκες», με άλλα λόγια, στην ευελιξία, αποδοτικότητα, ανταγωνιστικότητα, επιχειρηματικότητα, απασχολησιμότητα, κόστος, κλπ, αλλά και να τις αναπτύξει, να τις τυποποιήσει περισσότερο, να τις μετρήσει και να τις ελέγξει, ώστε να διαμορφώσει το σημερινό εργαζόμενο με εργασιακές προδιαγραφές 19ου αιώνα και παραγωγικές δυνάμεις 21ου αιώνα! Στην εποχή της ευαλσφάλειας αποθεώνονται οι αποσπασματικές «δεξιότητες» και όχι η ουσιαστική μόρφωση, ο χειρισμός πληροφοριών αντί της κριτικής σκέψης, ο κατακερματισμός της γνώσης σε χρήσιμα στοιχεία. Αυτή η χρησιμοθηρία οδηγεί στην αδυναμία συνολικής θεώρησης του σύγχρονου κόσμου, εξήγησης και αμφισβήτησής του. Οικοδομούν ένα σχολείο που θα παράγει εργατικό δυναμικό φτηνό, χωρίς δικαιώματα, αλλά καταρτισμένο με εκείνες τις χρηστικές δεξιότητες που απαιτεί η αγορά και το κεφάλαιο.

Αυτές οι κατευθύνσεις αποτυπώνονται ακόμα πιο έντονα στα μέτρα για την Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση με βάση τη διττή προσέγγιση, την κατεύθυνση της ΕΕ για «μάθηση με βάση την εργασία» που σημαίνει ότι ένα τμήμα της εκπαίδευσης των μαθητών αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις με διπλό όφελος: διαμορφώνουν συνειδήσεις, αυγατίζουν τα κέρδη τους από την απλήρωτη εργασία. Οι μαθητείες, οι καταρτίσεις μιας χρήσης, η απροκάλυπτη πλέον σύνδεση του συνόλου της εκπαίδευσης με την καπιταλιστική αγορά και τους νόμους λειτουργίας της κινούνται ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση.

Ένας ορυμαγδός νομοθετημάτων το προηγούμενο διάστημα για την αξιολόγηση δείχνει ότι το σχολείο που επιδιώκουν να διαμορφώσουν η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ είναι ένα σχολείων διαρκών εξετάσεων, ποσοτικών δεδομένων, ταξινομήσεων και δεικτών μέτρησης, προκειμένου να εξασφαλιστεί ο κρατικός έλεγχος στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης.

Στις σημερινές συνθήκες, λοιπόν, που ξεδιπλώνεται η επίθεση εναντίον της δημόσια εκπαίδευσης είναι αναγκαία η ανάπτυξη ενός παλλαϊκού μορφωτικού κινήματος για την υπεράσπιση,  όχι βέβαια του σημερινού σχολείο, αλλά του δωρεάν χαρακτήρα της και την προώθηση συγκεκριμένων αιτημάτων. Ακόμα και το αίτημα για ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο είναι «αδειανό πουκάμισο», αν δεν συνοδεύεται με τον αγώνα και τα αιτήματα για την εξάλειψη των εξεταστικών φραγμών στην εκπαίδευση, την κατάργηση της διάκρισης ανάμεσα στη γενική και τεχνική εκπαίδευση. Συνάμα, το αίτημα για την κατοχύρωση του δικαιώματος στη μόρφωση για όλους συνδέεται αρμονικά με το δικαίωμα στην εργασία για όλους. Άλλωστε, ένα απελευθερωτικό και κοινωνικά δίκαιο εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να γεννηθεί από ένα ευρύτερο κοινωνικό κίνημα ανατροπής των σημερινών κοινωνικών δομών, στην κατεύθυνση της κατάργησης των κοινωνικών ανισοτήτων και της οικοδόμησης μιας κοινωνίας που να οδηγεί στην απελευθέρωση του ανθρώπου.

* O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης», εκπρόσωπος των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων – Συσπειρώσεων – Κινήσεων στο Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε

 

Κερατσίνι, Πέμπτη 18 Απριλίου 2013,

 

ΠΗΓΗ:19-4-2013,  http://www.alfavita.gr/apopsi/…B7#ixzz2QuX8ZV00

Εξουσία & Διακονία στη ζωή & τις δομές της Εκκλησίας

Εξουσία και Διακονία στη Ζωή και τις Δομές της Εκκλησίας

 

Του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου

 

Η χριστιανική Εκκλησία εμφανίστηκε ιστορικά ως βίωση μιας νέας, καινούργιας ζωής, ως μια «οδός»[1], ως ένας καινός τρόπος του βίου των μελών μιας κοινότητας που πίστεψαν μέσω προσωπικής επαφής ή μέσω του κηρύγματος των Αποστόλων στο πρόσωπο, τη ζωή και την αποστολή του Ιησού από τη Ναζαρέτ.


[1] Πράξ. 19,23 «Εγένετο δε κατά τον καιρόν εκείνον τάραχος ουκ ολίγος περί της οδού». πρβλ. Πράξ. 9,2. 18,25-26. 24,22, και Ware Κάλλιστος (επίσκοπος Διοκλείας), Ο Ορθόδοξος Δρόμος. Ο Θεός ως Μυστήριο, Τριάς, Δημιουργός, Άνθρωπος, Πνεύμα, Προσευχή, Αιωνιότητα, εκδ. Επτάλοφος, Αθήνα, 1983, σ. 9 κ.εξ.

Είναι ιδιαίτερης σημασίας, όμως, το γεγονός ότι ο χριστιανισμός δεν εμφανίστηκε ως μια νέα πολιτική ή θρησκευτική ιδεολογία, ως ένα φιλοσοφικό ή ηθικό δόγμα ή ακόμη και ως μια νέα θρησκεία. Μάλιστα, σύγχρονοι θεολόγοι ομιλούν για το «τέλος της θρησκείας»[1] με τον Χριστιανισμό. Αν οι ιδεολογίες, φιλοσοφίες και θρησκείες αναζητούν την αλήθεια, η κάθε μια με τον τρόπο της, η Εκκλησία είναι το Σώμα της ενυπόστατης Αλήθειας, του Χριστού, ο οποίος είναι η Κεφαλή της: «εγώ ειμί η οδός η αλήθεια και η ζωή»[2].

          Η οδός, η αλήθεια και η ζωή της Εκκλησίας δεν βιώνονται ως κάτι θεωρητικό, διανοητικό απλώς και αφηρημένο γεγονός, αλλά με πολύ συγκεκριμένο τρόπο ως μια «πράξη τροφής»[3]. Η Εκκλησία είναι «βρώσις» και «πόσις». Η Αλήθεια της Εκκλησίας, ο Χριστός, «τρώγεται» και «πίνεται». «Η Εκκλησία σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις» μας λέει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, όπου ο πληθυντικός «τοις μυστηρίοις» αναφέρεται στην ενική και ενοποιό πραγματικότητα της Θείας Ευχαριστίας.

          Η Εκκλησία, λοιπόν, είναι μια ευχαριστιακή σύναξη και μια τράπεζα-δείπνος των πιστευόντων στον Χριστό. Πλην όμως, δεν είναι κάτι το στατικό, κλειστή στον εαυτό της και προσανατολισμένη στο παρελθόν πραγματικότητα. Είναι και «κοινωνία εσχάτων»[4]. Είναι δηλαδή μια κοινότητα που προγεύεται, αλλά και προσδοκά[5] τη μελλοντική Βασιλεία του τριαδικού Θεού, στο όνομα του οποίου άλλωστε βαπτίστηκαν τα μέλη της.

          Όσα εισαγωγικά αναφέρθηκαν παραπάνω για την Εκκλησία είναι θεμελιακής σημασίας για την προσέγγιση οποιουδήποτε θέματος την αφορά και σαφώς και του θέματος των σχέσεων εξουσίας – διακονίας.

          Η κεφαλή της Εκκλησίας, ο Χριστός, έχει αποκαλύψει στην «οικογένειά» του, στα μέλη του Σώματός Του, τον Θεό Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Το πρότυπο των σχέσεων της θεϊκής καταγωγής του, της ζωής της Αγίας Τριάδας, ο Χριστός έδωσε ως κληρονομιά στα υιοθετημένα παιδιά του. Την Αγία Τριάδα χαρακτηρίζει ιεραρχική τάξις, η οποία όμως έχει λειτουργικό και όχι εξουσιαστικό και καταπιεστικό περιεχόμενο. Η Εκκλησία με τους Πατέρες της και με τις Οικουμενικές Συνόδους αγωνίστηκε για να διακηρύξει την ομοτιμία και όχι την «υποταγή» (Subordinatio) του ενός προσώπου στο άλλο. Για τους Πατέρες, άλλωστε, δεν υπάρχει «υπαρίθμησις» στην Τριάδα, το ένα δηλαδή είναι ανώτερο του δύο και του τρία, αλλά και «προαρίθμησις», για να δηλωθεί ακριβώς το «ομοφυές» και «ομόδοξον»[6]. Τα τρία πρόσωπα αλληλοπεριχωρούνται, έχουν ομογνωμία και ομοτροπία, υπάρχει κοινότητα φυσικών γνωρισμάτων (ομοούσιον), αλλά και διάκριση προσωπικών ετεροτήτων (τριαδικόν). Τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν υπάρχουν για τον εαυτό τους, αλλά υπάρχουν ως αντιμετάδοση ελεύθερης αγάπης του ενός προς τα άλλα. Την τριαδική ζωή τη χαρακτηρίζει αγαπητική κοινωνικότητα, εκστατική κινητικότητα και ερωτικός δυναμισμός.

Καμιά εξουσία, όπως τη γνωρίζουμε από τις ανθρώπινες κοινωνίες ή από άλλες θρησκείες, όπου οι θεοί κατοχυρώνουν την κυριαρχία τους μέσα από πάλη, αντιπαλότητες και διαμάχες (βλ. τις αρχαιοελληνικές και μεσανατολικές θεογονίες), δεν χαρακτηρίζει τη ζωή της Αγίας Τριάδας.

Ο τριαδικός Θεός αποδεικνύει την κοινωνικότητά του με το γεγονός της Δημιουργίας. Στο βιβλίο της Γενέσεως περιγράφεται η έναρξη αυτού που ονομάζουμε στην Εκκλησία «Οικονομία του Θεού», η ίδρυση εκ μέρους του Θεού μιας σχέσης με τον κόσμο και ιδιαίτερα με τον κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού δημιουργηθέντα άνθρωπο. Η σχέση αυτή, όπως περιγράφεται στις απαρχές της, στον Παράδεισο, δεν είναι μια σχέση υποτέλειας αλλά μια σχέση κοινωνίας και αγάπης. Ο Θεός «περπατά» μαζί με τους πρωτοπλάστους, συνομιλεί μαζί τους και αυτοί έχουν παρρησία στην επαφή τους με το Θεό.

Η επιβουλή του Διαβόλου (διά + βάλλω = χωρίζω, διαιρώ) και η κακή χρήση του αυτεξουσίου, της ελευθερίας που δώρισε ο Θεός στον άνθρωπο, οδηγούν στην Πτώση, στην  ανατροπή των παραδείσιων σχέσεων και την εισβολή στη ζωή του ανθρώπου του κακού και της αμαρτίας. Οι συνέπειες της Πτώσης περιγράφονται πάλι στο βιβλίο της Γενέσεως (φόνος του Κάιν από τον Άβελ, σύγχυση γλωσσών στον Πύργο της Βαβέλ, πόνος και δυστυχία) και βιώνονται από εμάς ως σήμερα. Η εξουσία ως αναιρετική της κοινωνικότητας και της ισοτιμίας των ανθρώπων εισβάλλει κι αυτή με την Πτώση στην ανθρώπινη ιστορία.

Η Πτώση, όμως, δεν διακόπτει και την προσφορά της αγάπης του Θεού στο κτίσμα του, δεν διακόπτει την Οικονομία του Θεού. Ο Θεός εκλέγει τον Αβραάμ, από τον οποίο θα προέλθει ο Ισραήλ, ο «περιούσιος λαός», η περιουσία του Θεού για τη διαφύλαξη του θελήματός του, όπου θέλημα του Θεού είναι η σωτηρία και η τελείωση του ανθρώπου.

Τα πρόσωπα που εκλέγονται από το Θεό ως ηγέτες του Ισραήλ, οι Πατριάρχες, οι Κριτές, οι Ιερείς, έχουν ως αποστολή να διακονούν το λαό, να τον οδηγήσουν στην Γη της Επαγγελίας-Υπόσχεσης, μακριά από την υποτέλεια και τη δουλεία, που στη γλώσσα της Γραφής σημαίνει Αίγυπτος και Φαραώ. Αποστολή, λοιπόν, της ηγεσίας στον Ισραήλ είναι το «Πάσχα», η διάβαση, το πέρασμα, η έξοδος από την εξουσιαστική καταπίεση στην ελευθερία. Ο Γιαχβέ, στη συνεργασία του με τους Πατριάρχες του Ισραήλ, φανερώνεται ως ένας «Θεός ελευθερωτής».

Ο λαός του Θεού, όμως, κάποια στιγμή «ζηλεύει» τους ειδωλολατρικούς λαούς και το θεσμό της Βασιλείας. Ζητάει από τον προφήτη Σαμουήλ να χρίσει και γι' αυτόν βασιλιά. Ο Θεός μέσω του προφήτη τους προειδοποιεί για τις συνέπειες της υιοθέτησης του εξουσιαστικού αυτού θεσμού: ο βασιλιάς «θα πάρει τους γιους σας και θα τους χρησιμοποιεί για τον εαυτό του στις άμαξές του, … θα παίρνει τα χωράφια σας … και θα τα δώσει στους αξιωματούχους του … και εσείς θα είσθε δούλοι του» (Α΄ Βασ. 8, 11-19). Το μήνυμα είναι σαφές, οι ανθρώπινες εξουσίες μοιραία δημιουργούν δουλεία και υποτέλεια.

Σημαντική για το θέμα μας είναι και η κριτική προς την εξουσία εκ μέρους των προφητών του Ισραήλ. Κανείς δεν ξεφεύγει από τον έλεγχό τους, όσο ψηλά ή χαμηλά και να βρίσκεται. Τα «στόματα του Θεού», οι προφήτες, εξαπολύουν μύδρους κατά των βασιλέων που εκμεταλλεύονται και καταπιέζουν το λαό, των ιερέων που τελούν τυπικά τις θυσίες αλλά αγνοούν την αγάπη και τη δικαιοσύνη, των δικαστών που υπηρετούν την αδικία αντί το δίκαιο, των εμπόρων που κλέβουν στο ζύγι, αλλά και του λαού που αμαρτάνει και συντηρεί την αδικία. Οι αληθινοί προφήτες δεν «χαϊδεύουν» αυτιά όπως οι «ψευδοπροφήτες», δεν είναι κόλακες των ισχυρών ούτε όμως και λαϊκιστές που επιζητούν την εύνοια του λαού, είναι διάκονοι του λαού στο όνομα της αλήθειας και της δικαιοσύνης[7]. Η πραγματικότητα της αλήθειας και της δικαιοσύνης – και αυτό είναι το δεύτερο μέρος του προφητικού κηρύγματος – θα φανερωθεί εσχατολογικά, στο πρόσωπο του Μεσσία.

Μια σημαντική στιγμή της Θείας Οικονομίας είναι και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Όσο και αν δεν τονίζεται συχνά αυτή η πλευρά, ο Ευαγγελισμός είναι η κορύφωση της ανθρώπινης ελευθερίας. Ο Θεός πάντα ζητάει την ελεύθερη συνεργασία και ανταπόκριση του ανθρώπου στο θέλημα Του. Ποτέ δεν το επιβάλλει εξουσιαστικά, πολύ περισσότερο στο θέμα της σωτηρίας του ανθρώπου. Το «γένοιτο» της Παναγίας είναι η ανθρώπινη, ελεύθερη ανταπόκριση στο κάλεσμα της σωτηρίας εν Χριστώ. Η Παναγία γίνεται η νέα Εύα που διακονεί το έργο της αναίρεσης των συνεπειών της Πτώσης από το νέο Αδάμ, τον Ιησού Χριστό.

Είδαμε, λοιπόν, προοδευτικά, στο πλαίσιο των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο, να φανερώνεται μια διαφορετική κοινωνικότητα απ' αυτή των σχέσεων κυρίου-δούλου, εξανδραποδισμού και υποτέλειας, όπως αυτά φανερώνονται και με μια φευγαλέα και επιπόλαιη ματιά στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Η ιστορία, όμως, της Θείας Οικονομίας, κορυφώνεται στην Επιφάνεια του Λόγου του Θεού στην Ιστορία. Το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Υιός και Λόγος του Θεού, εκφράζοντας την υπέρτατη αγαθότητα και φιλανθρωπία του Θεού, την διακονία Του προς τον άνθρωπο, ενανθρωπίζει, «κενώνει» εαυτόν από τη θεία παντοδυναμία Του και αναλαμβάνει στο πρόσωπό Του όλη την ανθρωπότητα, όλη την ανθρώπινη φύση.

Παρότι δεν απουσιάζει από τις ευαγγελικές διηγήσεις η όψη της θείας εξουσίας του Χριστού, η κυρίαρχη εικόνα που αποκομίζουμε για το Χριστό από τα Ευαγγέλια είναι αυτή του «διακονούντος», η θεία εξουσία μάλλον είναι ακριβώς η διακονία του ανθρώπου. Το λέει, άλλωστε, ο ίδιος προς τους μαθητές Του: «εγώ δέ ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών», όπως αναφέρει η ευαγγελική διήγηση του Λουκά[8]. Ο Ιησούς Χριστός δεν ήρθε για να διακονηθεί, αλλά για να διακονήσει τους ανθρώπους, αυτό είναι το έργο του «Υιού του Ανθρώπου»[9]. Αυτά λέγονται μάλιστα στο τέλος της γνωστής ευαγγελικής διήγησης του Ματθαίου, όπου ο Ιησούς ανατρέπει την ανθρώπινη κατανόηση της ιεραρχίας ως εξουσίας και προβάλλει την ιεραρχία ως διακονία. Όταν η μητέρα των υιών Ζεβεδαίου του ζήτησε προνομιακή θέση και εξουσία για τα παιδιά της στη Βασιλεία Του, αυτός της απάντησε: «ουκ οίδατε τι αιτείσθε», και συνδέοντας την εξουσία με το Πάθος και τη Διακονία[10], κηρύττει προς όλους τους μαθητές τη νέα εσχατολογική πραγματικότητα: «οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. Ουχ ούτως έσται εν υμίν, αλλ' ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος» (Ματθ. 20,20-27).

Αυτό το «ουχ ούτως έσται εν υμίν» φανερώνει την αντιστροφή στο περιεχόμενο των ανθρωπίνων σχέσεων μέσα στην κοινότητα των εις Χριστόν πιστευόντων, στην Εκκλησία, σε σχέση με τον εκφυλισμό των ανθρωπίνων σχέσεων σε σχέσεις εξουσιαστικές, σχέσεις υποτέλειας, εξάρτησης και αλλοτρίωσης στις μεταπτωτικές ανθρώπινες κοινωνίες.

Η διακονική στάση του Χριστού προς τον άνθρωπο δεν σταματά στο κήρυγμα και τη διδασκαλία Του, στη διακονία του λόγου, αλλά συμπληρώνεται με την έμπρακτη προσφορά της αγάπης του, μέσω της θαυματουργικής άρσης των συνεπειών της αμαρτίας: του πόνου, της αρρώστιας και του θανάτου, της δουλείας στην τραγική μοίρα της φθαρτότητας. Ο Ιησούς, μας πληροφορεί ο Λουκάς στις Πράξεις, «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος»[11]. Κορύφωση, όμως, της διακονίας του Χριστού προς τον άνθρωπο υπήρξε το Πάθος του Σταυρού, η προσφορά της ίδιας της ζωής του για τη σωτηρία του ανθρώπου. Ύψιστη, λοιπόν, έκφραση της θείας εξουσίας του Χριστού, που πραγματώνεται ως διακονία, είναι η θυσία.

Ο Χριστός συγκρούστηκε επίσης κατά την επίγεια παρουσία του με όλες τις θρησκευτικές και πολιτικές εξουσίες, όχι όμως με τους γνωστούς τρόπους πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά με το θείο λόγο Του και κατεξοχήν με τη θυσία Του στο Σταυρό.

Ο κύκλος τώρα των αποστόλων του Χριστού, ο στενός των 12 και ο ευρύτερος, «μαθήτευσε» από την κλήση του ως τις εμφανίσεις του Σωτήρος μετά την Ανάσταση σ' αυτό τον «καινό», μεταμορφωμένο από το φως του μέλλοντος αιώνος τρόπο ζωής και έγινε η μικρή ζύμη για το μεγάλο φύραμα της Εκκλησίας μετά την Πεντηκοστή.

Όψεις της ανατροπής των εξουσιαστικών σχέσεων στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία μας δίνουν τα βιβλία της Κ.Δ. Οι διακρίσεις και οι αποκλεισμοί για λόγους θρησκευτικής ή εθνικής καταγωγής ή εξαιτίας φύλου και κοινωνικής τάξεως αίρονται και υπερβαίνονται, «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ. πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» μας πληροφορεί ο απ. Παύλος στην Προς Γαλάτας επιστολή[12]. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση που περιγράφεται σε άλλη επιστολή του απ. Παύλου Προς Φιλήμονα, όπου ο Φιλήμονας καλείται να υποδεχθεί ως «αδελφόν αγαπητόν» τον δραπέτη δούλο του Ονήσιμο[13].

Ο πλούτος, η άλλη όψη του νομίσματος της εξουσίας, ως διαιρετικός παράγοντας ξεπερνιέται και υπηρετεί πλέον την κοινότητα. Ο Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων μας πληροφορεί ότι στην εκκλησία των Ιεροσολύμων «πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά»[14]. Η εμπειρία του αναστημένου Χριστού στη Θεία Ευχαριστία μεταμορφώνει τη ζωή των πιστών και οδηγεί στην πώληση των υπαρχόντων τους προς διακονία των ενδεών αδελφών: «και τα κτήματα και τις υπάρξεις επίπρασκον και διεμέριζον αυτά πάσι καθότι αν τις χρείαν είχε»[15]. Την ίδια διάθεση προσφοράς βλέπουμε και στο πρόγραμμα της «λογείας» του Αποστόλου Παύλου, της συλλογής βοήθειας για την εκκλησία των Ιεροσολύμων [16].

Τα ειδικότερα «διακονήματα» στην πρωτοχριστιανική κοινότητα, των τραπεζών, των χηρών, των ορφανών, κ.α., αντλούν τη υπόστασή τους από την ευχαριστιακή πρόγευση των εσχάτων και αυτή συνεχίζουν και φανερώνουν ως «λειτουργία μετά τη λειτουργία», ως ιεραποστολή, ως το μυστήριο της ανθρώπινης συνεργασίας και συμμετοχής στην ανακαίνιση του κόσμου εν Χριστώ.

Σε πολλά σημεία της Κ.Δ. επίσης, βλέπουμε και την έσχατη διάσταση της διακονίας, που δεν είναι άλλη από το μαρτύριο. Η Εκκλησία  θεμελιώθηκε στο αίμα του Χριστού στο Σταυρό, αλλά οικοδομήθηκε στη συνέχεια από το αίμα των μαρτύρων και από το ασυμβίβαστο με τις «αρχές και τις εξουσίες του κόσμου τούτου» φρόνημα.

Όσον αφορά τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης, αυτοί δεν λειτουργούν – ή δεν θα έπρεπε να λειτουργούν – στην Εκκλησία, ως θέσεις εξουσίας, ως αξιώματα υπεράνω του Σώματος, αλλά αντίθετα ως λειτουργική διακονία και υπηρεσία εντός  και χάριν αυτού του Σώματος, μέλη του οποίου είναι και οι επίσκοποι και οι ιερείς. Το κατεξοχήν και πρώτιστο λειτούργημά τους, από το οποίο και «νομιμοποιούν» τη θέση τους, είναι η τέλεση – μαζί με το «λαό» και όχι βέβαια αντί του λαού[17] – της Θείας Λειτουργίας. Η κοινωνία με την «κεφαλή» της Εκκλησίας, τον Χριστό, και τους αδελφούς πιστούς που πραγματώνεται στην ευχαριστιακή τράπεζα γίνεται πραγματικότητα σε όλα τα επίπεδα της ποιμαντικής εκκλησιαστικής δραστηριότητας. «Εις τύπον και τόπον Θεού»[18] ο Ιερέας διακονεί το Σώμα της Εκκλησίας, παραπέμποντας όχι στον εαυτό του, αλλά στον Χριστό ως Σωτήρα[19]. Δεν είναι αντιπρόσωπος (vicarius) και τοποτηρητής του Χριστού επί γης, αλλά «εικόνα» του Χριστού, προεστώς εν αγάπη της ευχαριστιακής κοινότητας, «διακονών», όπως ο Χριστός. Η ιεροσύνη δεν είναι, λοιπόν, προνόμιο αλλά ευθύνη.

Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε πως εκτός της ειδικής-μυστηριακής λεγομένης ιεροσύνης, με το ιδιαίτερο περιεχόμενο, υπάρχει και η γενική-βασιλική ιεροσύνη, της οποίας όλοι μετέχουμε με το βάπτισμα, γινόμενοι «βασίλειον ιεράτευμα»[20]. Άρα η διακονική προσφορά ως περιεχόμενο της εκκλησιαστικής ύπαρξης αφορά όλους μας μέσα στην Εκκλησία.

Από τις εκκλησιαστικές ιστορίες της εποχής αντλούμε πληροφορίες για το σθεναρό αντιεξουσιαστικό ήθος των Πατέρων της Εκκλησίας, για τη στάση του Μ. Βασιλείου απέναντι στον αυτοκράτορα Ουάλη και τον έπαρχο Μόδεστο, για την κριτική του Χρυσοστόμου στις αυθαιρεσίες της αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Αλλά ακόμη και για τη συμπαράσταση του Χρυσοστόμου στην αγωνία του λαού της Αντιόχειας, που γκρεμίζοντας τους ανδριάντες κινδύνευε με ομαδική τιμωρία από τον αυτοκράτορα.

Ο Μοναχισμός, εξάλλου, αποτέλεσε ανέκαθεν στη ζωή της Εκκλησίας την πιο ριζοσπαστική άρνηση των «αρχών και των εξουσιών» του κόσμου, εμβιώνοντας στην κοινοβιακή αδελφοσύνη την αναίρεση της κτητικής και εξουσιαστικής θέλησης, φανερώνοντας προληπτικά την ερχόμενη Βασιλεία.

 

***

 

Η περιδιάβαση που προηγήθηκε, σε αναφορές και παραδείγματα των σχέσεων εξουσίας-διακονίας από όλη την ιστορία της Θ. Οικονομίας, κρίθηκε απαραίτητη, καθώς η αλήθεια της Εκκλησίας είναι σαρκωμένη και ιστορική και όχι άχρονα «πρέπει» μεταφυσικής αξιολογίας. Η αλήθεια και η πράξη της Εκκλησίας έχει ρίζες που απλώνουν ως τη Δημιουργία και καρπούς που εκβάλλουν στα Έσχατα. Το παρελθόν της συνεργασίας του Θεού με τον άνθρωπο – με σκοπό τη σωτηρία, την τελείωση, την θέωση, την αγιότητα – γονιμοποιεί το παρόν της Εκκλησίας, διανοίγοντάς την προς τη μέλλουσα Βασιλεία.

Τα κριτήρια που αντλήσαμε από την ιστορία της Θ. Οικονομίας για την υπέρβαση της εξουσίας μέσω της διακονίας θα μας βοηθήσουν να διαυγάσουμε με συντομία την παρούσα εκκλησιαστική πραγματικότητα, η οποία είναι μεν συνέχεια της Θ. Οικονομίας, αλλά πολλές φορές αμαυρώνεται από τις ανθρώπινες αποτυχίες. Αυτή είναι η συνθήκη της κτιστής μας υπάρξεως, και το τίμημα και η περιπέτεια του δώρου της ελευθερίας!

Μπορεί, βέβαια, με το σωτήριο έργο του Χριστού να νικήθηκε η αμαρτία, το κακό και ο θάνατος, μπορεί στη Θεία Ευχαριστία οι πιστοί να παίρνουν τη δύναμη να συμμετέχουν προσωπικά στη νίκη αυτή του Χριστού, δεν σημαίνει όμως αυτό ότι ήλθε αυτόματα και μαγικά το τέλος των εξουσιαστικών σχέσεων στην Ιστορία εντός της οποίας πορεύεται το εκκλησιαστικό Σώμα. Η Εκκλησία δεν έχει φθάσει στη Βασιλεία του Θεού, δεν είναι η Βασιλεία, αλλά ο εικονισμός της και η προληπτική της φανέρωση μέσα στην Ιστορία. Προγευόμενη η Εκκλησία τη Βασιλεία του Θεού, την προσδοκά και αγωνίζεται να αναδείξει, «στα ίχνη του Χριστού»[21], όψεις και σημεία-σημάδια της. Η Εκκλησία ανοίγει «παράθυρα» για να μπει το φως της Βασιλείας μέσα στο σκοτάδι του κακού της Ιστορίας.

Ενώ, λοιπόν, είδαμε ότι ο Θεός δεν ενεργεί εξουσιαστικά στις σχέσεις του με τον άνθρωπο, αλλά πάντοτε απευθύνεται στην ελεύθερη, αυτεξούσια ανταπόκριση και συνεργασία του, πολλές φορές σήμερα η λαϊκή ευσέβεια, με ευθύνη ημών των ποιμένων, που οφείλουμε να τη διδάσκουμε και να την οικοδομούμε, η λαϊκή ευσέβεια λοιπόν, φτάνει να αντιλαμβάνεται τη σχέση με το Θεό και το αίτημα της σωτηρίας με όρους μαγείας[22], περιοριζόμενη έτσι σε μια τυπική θρησκευτικότητα, όπου κυριαρχεί ο φόβος και όχι η ελεύθερη αντιπροσφορά της αγάπης που λαμβάνουμε ως χάρη και δωρεά από τον Τριαδικό Θεό. Εδώ θα πρέπει να εντοπίσουμε και την ολίσθηση πολλές φορές σε μια ατομικιστική κατανόηση της σωτηρίας, στον αντίποδα βέβαια της ευχαριστιακής κοινωνικότητας και συναδέλφωσης.

Επίσης, ενώ η Εκκλησία είναι τύπος και εικόνα της τριαδικής ζωής, στην οποία είδαμε ότι η ιεραρχία είναι λειτουργική και φανερώνει σχέσεις ομότιμης αγαπητικής κοινωνικότητας, η εικόνα αυτή ακυρώνεται όταν παραθεωρείται η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στη ζωή και τις δομές της Εκκλησίας και επικρατεί αυτό που ονομάζουμε «κληρικαλισμός» και βατικάνεια εκδοχή της Εκκλησίας, όταν διαιρούμε δηλαδή το αδιαίρετο Σώμα του Χριστού σε τάξεις ανώτερες και κατώτερες, μετατρέποντας τα λειτουργήματα-διακονήματα σε εξουσίες και αξιώματα.

Παλινδρόμηση σε προ Χριστού εξουσιαστικές και μη διακονικές καταστάσεις έχουμε επίσης, όταν στο χαρισματικό λειτούργημα της πνευματικής πατρότητας εισβάλλουν αντιλήψεις που οδηγούν στην εκρίζωση της ελευθερίας, με το πρόσχημα της «εκκοπής του ιδίου θελήματος», ενώ η «εκκοπή» αυτή έχει ως στόχο ακριβώς την ανάδειξη της αμαυρωμένης από την αμαρτία ανθρώπινης ελευθερίας. Όταν ακόμη στους ιερούς κανόνες προσδίδουμε, αντί για θεραπευτική, νομικιστική και άρα εξουσιαστική χροιά ή όταν υποβαθμίζουμε τη χαρισματική διάσταση της Εκκλησίας προς όφελος της θεσμικής. Σ' αυτές και σε άλλες περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με μια «διόρθωση του έργου του Χριστού και μια θεμελίωσή του στην εξουσία», όπως δηλώνει διά στόματος του Μεγάλου Ιεροεξεταστή ο Ντοστογιέφσκυ στους «Αδελφούς Καραμαζώφ»[23].

Η προφητική κριτική των ανθρωπίνων αποτυχιών δε πρέπει να μας εμποδίσει να δούμε και τη συνεχιζόμενη διακονία της Εκκλησίας προς τον άνθρωπο σήμερα: το πλούσιο φιλανθρωπικό έργο, την πολύπλευρη ποιμαντική μέριμνα και φροντίδα, την ολοκληρωτική διάθεση του εαυτού των μελών και των λειτουργών της Εκκλησίας στην ολόπλευρη διακονία του «άλλου-πλησίον», καθώς, βέβαια, με τα πρόσωπα των άλλων, των «αδελφών των ελαχίστων» έχει ταυτίσει το πρόσωπό Του ο ίδιος ο Χριστός[24].

Συζητώντας, όμως, την προσέγγιση του φαινομένου της εξουσίας από μια ορθόδοξη οπτική, προκύπτει επιτακτικά και η ανάγκη αντιμετώπισης – το αγκάθι θα έλεγα – των σχέσεων Εκκλησίας και πολιτικής[25]. Υπενθυμίζοντάς σας όσα ανέφερα στην αρχή της ομιλίας μου για την Εκκλησία ως ευχαριστιακή κοινότητα-κοινωνία, ως ένα «καινό»-νέο τρόπο ζωής υπό το φως της πρόγευσης των εσχάτων, πρέπει ρητά και κατηγορηματικά να ξεπεράσουμε την αντίληψη για την Εκκλησία ως ατομική-ιδιωτική υπόθεση.

Η ορθόδοξη ανθρωπολογία και το εκκλησιαστικό ήθος, που έχουν ως ρίζα τους την ευχαριστιακή εμπειρία, έχουν σαφώς κοινωνικό και δημόσιο χαρακτήρα, άρα μπορούν και πρέπει να επηρεάζουν σύνολη τη ζωή του ανθρώπου, την κοινωνική, την πολιτική και την οικονομική. Πρέπει να απορρίψουμε την εσφαλμένη, μανιχαϊκή κατά βάσιν, αντίληψη, ότι η Εκκλησία ασχολείται μόνο με τα «θρησκευτικά»-πνευματικά ζητήματα, αφήνοντας κατά μέρος τα λεγόμενα «υλικά». Η σωτηρία, ως στόχος του εκκλησιαστικού ανθρώπου, αφορά σύνολη την ανθρώπινη ζωή – μας το λέει η ίδια η λέξη που προέρχεται από το επίθετο σώος και σημαίνει να είσαι ολόκληρος, ακέραιος, αδιάσπαστος, μη κατακερματισμένος.

Στη συνάφεια αυτή δεν είναι τυχαίος ο δογματικός αγώνας και η αγωνία των Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας με τις Οικουμενικές συνόδους της, που στη διατύπωση του χριστολογικού δόγματος επέμειναν στην «πλήρη και τελεία» πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Χριστού. Το «απρόσληπτον και αθεράπευτον», ο όλος άνθρωπος προσλαμβάνεται, «ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως», ο όλος άνθρωπος αγιάζεται, άρα και ο άνθρωπος ως πολιτικό (και κοινωνικό και οικονομικό) ον.

Πολιτική κατ' αρχήν, θα λέγαμε, είναι η ίδια η παρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο, επειδή μέσω αυτής εισβάλλει στην ιστορία το εσχατολογικό όραμα της ανακαίνισης, μεταμόρφωσης και αλλαγής του κόσμου, της υπέρβασης του κακού, της αμαρτίας, της φθοράς, της αδικίας, του πόνου και του θανάτου. Θα μιλούσαμε, λοιπόν, για μια «εσχατολογική» πολιτική παρουσία της Εκκλησίας.

Το πρόβλημα, όμως, βρίσκεται στον τρόπο και τα μέσα με τα οποία η Εκκλησία, στη διακονούσα πλευρά της αλλά και στη ζωή κάθε μέλους της, εκφράζει την πολιτική της διάσταση. Και βέβαια, ο τρόπος και τα μέσα δεν μπορεί να ομοιάζουν με αυτά της κρατικής και κομματικής, κοσμικής εξουσίας. Τα κόμματα, και ως σημεία στίξης και ως πολιτικοί θεσμοί, χωρίζουν, διαιρούν! Αντίθετα, «το γαρ της εκκλησίας όνομα ου χωρισμού, αλλά ενώσεώς εστι και συμφωνίας όνομα…», όπως πολύ ωραία το τονίζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος[26]. Ο τρόπος και τα μέσα της πολιτικής παρέμβασης της Εκκλησίας εξάπαντος δεν είναι η επαναστατική βία, ούτε και η βίαιη επιβολή των «θέσεών» της στον κρατικο-πολιτικό στίβο. Μ' άλλα λόγια η Εκκλησία μιμούμενη το παράδειγμα του ιδρυτή της, οφείλει να αποκρούσει τον πειρασμό να γίνει η ίδια εξουσία ή να θελήσει να εμπλακεί στην πολιτική με εξουσιαστικό τρόπο. Η Εκκλησία δεν μπορεί να προδώσει την ουσία της και την αποστολή της επιβάλλοντας τις απόψεις της ή την παρουσία της. Εξάλλου, ανάμεσα σ' αυτήν και στην κοσμική-κρατική πολιτική υπάρχει – ή οφείλει να υπάρχει – ριζική διαφορά πεδίου δράσης και μεθόδων εφαρμογής…

Η πολιτική υπόσταση της Εκκλησίας φανερώνεται στη «μαρτυρία» ενός «άλλου», μεταμορφωμένου τρόπου ζωής, ζωντανών ευχαριστιακών κοινοτήτων, όπου κυριαρχεί η εν αγάπη ελευθερία, όπου η «χάρις» υπερβαίνει το «νόμο»[27], όπου οι «πρώτοι» δρουν ως «έσχατοι», όπου στο πρόσωπο των «ελαχίστων αδελφών» βλέπουμε τον ίδιο τον Χριστό[28]. Αυτός ο τρόπος ζωής δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε συστράτευση στο πλευρό των θυμάτων της κοινωνίας και της ιστορίας. Και τότε βέβαια ο λόγος της Εκκλησίας πρέπει να γίνεται «σκληρός»[29] ως η πνοή του Πνεύματος στην ιστορία, η παρουσία της Εκκλησίας στην κοινωνία πρωτοποριακή και προφητική, καταγγέλλουσα τις κατεστημένες δομές της αδικίας και της εκμετάλλευσης και διακονούσα τα πρόσωπα και τις ομάδες των αδικημένων και εκμεταλλευομένων. Αυτός είναι ένας «επικίνδυνος» Χριστιανισμός και μια «επικίνδυνη» Εκκλησία – για τις δυνάμεις της αδικίας εννοείται. Και όλα αυτά βέβαια υπό την απαράβατη συνθήκη της «μετάνοιας» (που σημαίνει μεταστροφή του νοός, σύνολης της υπάρξεως), της «καλής αλλοιώσεως», η οποία θα μας προστατέψει από μια έκπτωση στον κοινωνισμό, ακτιβισμό και ηθικισμό.

Η Εκκλησία πρέπει να μεταμορφώνει την πολιτική με το εσχατολογικό της νεύρο. Με την επίγνωση ότι «Κύριος» της ιστορίας είναι ο Χριστός. αυτός θα νικήσει, ερχόμενος εν δόξη, το κακό και την αδικία, αλλά εμείς είμαστε τα «χέρια» του στο μεσοδιάστημα αυτό της έντασης. Η Εκκλησία μπορεί να συμβάλει στην «ανάσταση της πολιτικής», αλλά αυτό θα γίνει όταν είναι μια «Εκκλησία του Σταυρού», της θυσίας και της διακονίας.

Κλείνοντας την ομιλία μας, σημειώνουμε ότι η υπέρβαση της εξουσίας μέσω της διακονίας τότε μόνον επικρατεί, όταν βιώνουμε τη μετοχή μας στην Εκκλησία ως χαρισματικό σώμα κοινωνίας και όχι ως νομικό καθίδρυμα και γραφειοκρατικό θεσμό θρησκευτικών εξυπηρετήσεων. όταν δεν επιτρέπουμε να «σβήνει» το Πνεύμα, και να «εξουθενώνεται» η Προφητεία[30]. όταν επικρατεί η μετάνοια και η «τελεία αγάπη», η οποία «έξω βάλλει τον φόβον»[31], όταν αισθανόμαστε την παρουσία του Χριστού να μας λέει: «Εγώ ειμί. μη φοβείσθε»[32]. όταν δεν κατανοούμε εσφαλμένα την σωτηριολογία και την εκκλησιολογία, οικειωνόμενοι άκοπα, άνευ προσωπικής συμβολής, τη νίκη του Χριστού κατά των «αρχών και των εξουσιών του κόσμου τούτου», αλλά αντίθετα γινόμαστε «συνεργοί τη αληθεία»[33].

* Εισήγηση σε εκδήλωση του πολιτιστικού ομίλου «Αλέκτωρ», Θεσσαλονίκη, 17-11-2002

ΠΗΓΗ: http://www.acadimia.gr/images/stories/pdf_arthra/exousia_diaconia.doc

 

 


[1] Schmemann Alexander, Για να ζήσει ο κόσμος, μτφρ. Ζήσιμος Λορεντζάτος, εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1987, σ. 27-28.

[2] Ιω. 14,6.

[3] Schmemann, οπ.π.

[4] βλ. το συλλογικό τόμο Εκκλησία και Εσχατολογία, της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών της Ιεράς Μητρόπολης Δημητριάδος, υπό δημοσίευση από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

[5] Βλ. το Σύμβολο της Πίστεως που εκφωνείται σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη: «…προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος»

[6] Σωτηρόπουλου Χαράλαμπου, Θέματα Θεολογίας του ΙΔ΄ αιώνος, Αθήναι, 1990, σ. 207-208.

[7] Για την προφητική κριτική κατά της εξουσίας και τη γενικότερη δράση των προφητών βλ. την μελέτη: Αγουρίδης Σάββας, Ιστορία της Θρησκείας του Ισραήλ, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1995.

[8] Λκ. 22,27.

[9] Ματθ. 20,28.

[10] «δύνασθε πιείν το ποτήριον ο εγώ μέλλω πίνειν, ή το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι;»

[11] Πραξ. 10,38.

[12] Γαλ. 3,28, πρβλ. και Κολοσ. 3, 11, «…όπου ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός».

[13] Φιλημ. 10-16.

[14] Πραξ 2, 44.

[15] Πραξ 2, 45.

[16] Α΄ Κορινθ. 16, 1-4. Ερμηνευτική και θεολογική προσέγγιση του παύλειου προγράμματος της λογείας στο Πέτρος Βασιλειάδης, Χάρις, κοινωνία, διακονία. Ο κοινωνικός χαρακτήρας του παύλειου προγράμματος της λογείας. Εισαγωγή και ερμηνευτικό υπόμνημα στο Β΄ Κορ. 8-9, εκδ. Πουρναρά, Βιβλική Βιβλιοθήκη 2, Θεσσαλονίκη, 20003.

[17] Βλ. π.χ. στην ευχαριστιακή αναφορά, την κεντρική προσευχή της ευχαριστιακής λειτουργίας, τον πληθυντικό αριθμό: «…σοι προσφέροντες…σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν, σοι ευχαριστούμεν…»

[18] Ιγνατίου Αντιοχείας, Προς Τραλ. 3,1. Προς Μαγν. 3,1.

[19] π. Φιλόθεος Φάρος, Κλήρος, η ανεκπλήρωτη υπόσχεση πατρότητας, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 19972.

[20] Πετρ. Α΄ 2, 9: «υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν…»

[21] Α΄ Πετρ. 2,21 «…υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού».

[22] Η μαγεία είναι κατεξοχήν εξουσιαστικό φαινόμενο καθώς προσπαθεί με εντολές και ποικίλες πρακτικές να καθυποτάξει πρόσωπα και πράγματα στις επιθυμίες του τελούντος αυτήν. Βλ. και Μαγεία και Χριστιανισμός. Εισηγήσεις εις το θεολογικόν συνέδριον Ι. Μητροπόλεως Ηλείας, 22-23 Φεβρουαρίου 1992, εκδ. Ι.Μ. Ηλείας, Αθήναι, 1993.

[23] Θανάση Ν. Παπαθανασίου, Ανεστιότητα και παραπεμπτικότητα. Κριτικές προσεγγίσεις στα θεολογικά δρώμενα, εκδ. Αρμός, Αθήνα,1998, κεφ. «Θαύμα, μυστήριο, εξουσία», σ. 95-102.

[24] Ματθ. 25, 31-46.

[25] Για το επίκαιρο και επιτακτικό αυτό θέμα παραπέμπουμε στις αναλύσεις του μακαριστού Παναγιώτη Νέλλα, «Τρεις βιβλικές προϋποθέσεις στο πρόβλημα: Ορθοδοξία και Πολιτική», στο συλλογικό τόμο, Μαρτυρία Ορθοδοξίας,  εκδ. Εστίας, Αθήνα, 1971, σ.153-186.

[26] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία εις την Α΄ Κορινθ., P. G. 61,13. Για το θέμα της ενότητας στην Εκκλησία βλ. Γιανναρά Χρήστου, Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1977.

[27] Οι χριστιανοί κατά το συγγραφέα της Προς Διόγνητον επιστολής, κείμενο του τέλους του Β΄ ή των αρχών του Γ΄ αιώνος, «πείθονται τοις ορισμένοις νόμοις, και τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους…». Σημαντικό για το «πολίτευμα των χριστιανών» είναι όλη η συνάφεια του 5ου κεφ. της εν λόγω επιστολής.

[28] Ματθ. 25, 31-46. Στο πρόσωπο δηλαδή των πεινώντων, διψώντων, των εν φυλακή, κλπ., με σύγχρονους όρους: των φτωχών, ανέργων, κοινωνικά αποκλεισμένων, λαθρομεταναστών, ξένων, καταπιεζομένων μειονοτήτων, εξαρτημένων από ουσίες, ψυχικώς πασχόντων, κ.α.

[29] Ιω. 6, 60 «σκληρός εστιν ο λόγος ούτος. Τις δύναται αυτού ακούειν;».

[30] Προς Θεσσαλ. Α΄ 5,19: «το Πνεύμα μη σβέννυτε, προφητείας μη εξουθενείτε».

[31] Α΄ Ιω. 4,18.

[32] Ματθ. 14,27.

[33] Γ΄ Ιω. 8.

Ένα λουλούδι φοβάται του Γιάννη Ποτ.

Ένα λουλούδι φοβάται

 

Του Γιάννη Ποταμιάνου

 


Απ' το πρωί ο ήλιος γαβγίζει
δείχνει τα δόντια του

Ένα λουλούδι που φοβάται
κρύβεται
στέλνει σήματα στις μέλισσες:
βιαστείτε
γονιμοποιείστε με
θα μαραθώ

Η σκέψη μου ανθίζει
ένα λουλούδι που φοβάται
στέλνει σήματα
δεν ξέρει που τα στέλνει
πάντως είναι απελπισμένα
φοβάται

Τη σκέψη μου τη βιάζει ο ήλιος
με τόσο φως μέσα κι έξω
πώς να μην καεί η σκέψη μου
αγονιμοποίητη

Οι μέλισσες βουίζουν στον ουρανό
σηκώνουν ψηλά τον ήλιο
Ένα μαύρο σύννεφο έρχεται
σκοτεινιάζει
το λουλούδι φοβάται
εγώ φοβάμαι
Όλοι φοβόμαστε
το φυτό χωρίς καρπούς


14 Ιουλίου 2012, Γιάννης Ποταμιάνος