Οι Διαδρομές Φυσικής Οικονομίας στα Βουνά με στάση στα Καλάβρυτα

Οι Διαδρομές Φυσικής Οικονομίας στα Βουνά με στάση στα Καλάβρυτα του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα

Της Ευτυχίας Παπαναγιώτου*

Να ευχαριστήσω και εγώ με τη σειρά μου το συγγραφέα και αγαπητό Παναγιώτη για τη μεγάλη τιμή που μου έκανε να βρεθώ σήμερα εδώ, δίπλα σε αξιολογότατους  συμπαρουσιαστές και πατριώτες για να μεταφέρω κι εγώ μέσα από τη δική μου ματιά τα γραφόμενα του πονήματός του. Η συμβολή μου στην παρουσίαση του βιβλίου  του μου δίνει μεγάλη χαρά.

Ξεφυλλίζοντας το, πριν ακόμη το μελετήσω με συγκίνησαν οι  δύο αφιερώσεις των πρώτων σελίδων του:

 «Αφιερώνεται στους μόνιμους κατοίκους των βουνών της χώρας που κρατούν ακόμα την ορεινότητα ζωντανή».

 «Αφιερώνεται στις Κερτεζίτισσες και τους Κερτεζίτες που κρατούν Ζωντανό το Μεγαλοχώρι μας»

…αφιερώσεις που κάνουν τον αναγνώστη να αντιληφθεί την ευαισθητοποίηση του συγγραφέα για τον πληθυσμό των ορεινών όγκων και την αναγκαιότητα διατήρησης της ελληνικής υπαίθρου ζωντανής, αλλά και την αμέριστη αγάπη για τους συντοπίτες του.

Η σκέψη του μας ταξιδεύει σε όλη την περιοχή των Καλαβρύτων αρχικά, αλλά στο τέλος καταλήγει στη δυτική κοιλάδα του Βουραϊκού με επίκεντρο την Κέρτεζη, το «Μεγαλοχώρι» όπως ο ίδιος αποκαλεί. Αφού η Κέρτεζη ως οικισμός, με τις κοιλάδες της, τα βουνά και τα άφθονα νερά της, είναι ένα από τα ιστορικά μεγαλοχώρια των Καλαβρύτων. Κατά κύριο λόγο ήταν και είναι ένα χωριό κτηνοτροφικό και αγροτικό, παρά τα πολύ γνωστά σε όλους μας προβλήματα που αντιμετώπιζε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει σήμερα η αγροτο-κτηνοτροφική παραγωγή.

Ο τίτλος του βιβλίου του, διόλου τυχαίος, μιας και συνειδητά ο συγγραφέας και εκλεκτός μας φίλος Παναγιώτης Μπούρδαλας  επιδιώκει με την έκδοση του πονήματός του, μέσω μιας εμπεριστατωμένης και βαθύτατης έρευνας, βάσει τεκμηρίων αλλά και με άγημα τη βιωματική του εμπειρία και γνώση να αποτυπώσει «ΤΙΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ  ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ  και να εστιάσει στη γενέτειρά του την Κέρτεζη και την πρωτογενή παραγωγή. Όλοι μας φυσικά έχουμε μια πνευματική και ψυχική εμπλοκή  με τον τόπο που γεννηθήκαμε. Από εκεί πηγάζει και η συναισθηματική ασφάλεια που μας παρέχει η συνείδηση της γενέτειρας,  γιατί με το ονοματεπώνυμο που μας χαρίζει  μας  δίνει και ένα ιδιόμορφο νόημα στο γεωγραφικό τόπο που ζούμε, και μας ορίζει ως συνεχιστές μιας ιστορικής και πολιτιστικής διαδρομής, γεφυρώνοντας, το παρόν με τον παρελθόντα χρόνο στον οποίο ανάγονται οι ρίζες μας.

Μας γνωστοποιεί επίσης ότι o σκοπός της εν λόγω συγγραφής  δεν είναι η έκδοση ενός έργου με λαογραφική και επιστημονική έρευνα, αλλά μια προσπάθεια ερμηνείας, με ερευνητικό μεν υπόστρωμα αλλά και μια κίνηση καταγγελίας συνοδευόμενη με κραυγή αγωνίας. Διαβάζοντας το βιβλίο του κάποιοι συνομήλικοι του, άλλοι μεγαλύτεροι αλλά και αρκετά μικρότεροι, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελληνική επαρχία εκείνων των χρόνων, θα ταυτιστούν απόλυτα με τα γραφόμενά του, γιατί θα βρουν κοινές αναφορές για τη δική τους παιδική ηλικία, τις δικές τους μνήμες, τα δικά τους βιώματα για τα αγαπημένα τους χωριά όπως είναι η Κέρτεζη για το συγγραφέα.

Όπως αναφέρεται στον πρόλογο και στην εισαγωγή του βιβλίου εκείνο που κυρίως  επιθυμεί είναι η εστίαση στην ορεινότητα, δηλ. τα ψηλά και μικρότερα βουνά, οι πηγές και τα ποτάμια, οι χείμαρροι, οι μικρές ή μεγαλύτερες λίμνες, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Η ορεινότητα που και ο ίδιος έζησε μέχρι το τέλος της εφηβείας του, εκεί που απέκτησε τις πρώτες εγκύκλιες γνώσεις του, που πρωτόπιασε δουλειά. Η ορεινότητα που τον σημάδεψε, τον προβλημάτισε και τον καθόρισε πρώτα ως άνθρωπο και κατ’ επέκταση ως επιστήμονα.

Όπως και στα προηγούμενα  έργα του, το ογκώδες  και πλούσιο σε υλικό βιβλίο του αποτελεί μια τεράστιας σημασίας πηγή για την ελληνική ύπαιθρο και τον αντίκτυπό της σε διεθνές επίπεδο. Πρόκειται για ένα βιβλίο σχεδιασμένο να προσφέρει στον αναγνώστη, μια εποικοδομητική ανάγνωση αφού η θεματολογία του  μπορεί  να αποτελέσει  αφετηρία για περαιτέρω έρευνες και μελέτες, με το δικό του ξεχωριστό ύφος, τις μεστές σκέψεις του, τις υπαρξιακές ανησυχίες του, τις ευχαριστίες του, τις αναμνήσεις, τις αποφάσεις της ζωής του. Ο Παναγιώτης λογοπλέκει εύστοχα, παίρνοντας θέση για τον πρωτογενή τομέα με θετικές κ αρνητικές αναφορές στο παρελθόν και παρόν, προσπαθώντας να  σπείρει ζιζάνια προβληματισμών για το μέλλον της αγροτικής οικονομίας.

Κατόπιν των ανωτέρω, γίνεται αντιληπτός ο βασικός στόχος του συγγραφέα για την αναζήτηση προοπτικών ανάπτυξης για το σήμερα και το αύριο της Κέρτεζης και εν γένει της ευρύτερης περιοχής των Καλαβρύτων.  Για τον Πρωτογενή Τομέα, ιδιαίτερα  τονίζει  πως  πρέπει να στηριχθούν πρωτοβουλίες, με παροχή κινήτρων ενίσχυσης της αγροτικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας, με προγράμματα νέων αγροτών, βελτίωσης βοσκοτόπων και προστασίας του δασικού πλούτου. Υλοποίηση έργων υποδομής,  βελτίωση  επαρχιακών οδών αλλά και κάθε προσπάθεια  να καθοδηγηθεί μέσα από την δημιουργία περιφερειακών ερευνητικών κέντρων σε συνεργασία με τα Πανεπιστήμια της χώρας  που θα συμβάλλουν  στην προώθηση νέων καλλιεργειών,  στην ανάδειξη και αξιοποίηση της αρίστης ποιότητας των κτηνοτροφικών προϊόντων,  λόγω της μοναδικής βιοποικιλότητας της χλωρίδας που διαθέτουν οι ορεινές περιοχές σαν και τη δική μας .

Ο Παναγιώτης μέσω των  συγκεκριμένων  προτάσεων, δίνει το στίγμα για τη δημιουργία ευκαιριών οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας, που θα αποτελέσουν κίνητρα προσέλκυσης για επιστροφή και μετεγκατάσταση, κυρίως νέων ανθρώπων στις ορεινές περιοχές, αλλά και ως  μέλος και μέρος αυτού του  «Χωριού» – του «Ζωτικού» –προβάλλει και αναδεικνύει  την ύπαρξή του.

Το βιβλίο πέραν των εισαγωγικών σημειωμάτων και τον επίλογο με τις πηγές του στο τέλος  διαιρείται  σε πέντε μέρη. Κάθε μέρος χωρίζεται σε ενότητες και υποενότητες που βοηθούν τον αναγνώστη για την καλύτερη δυνατή κατανόηση των θεμάτων με τον άριστο  συνδυασμό της βιωματικής γνώσης του συγγραφέα από την  αγροτική ζωή του χωριού του, με πληθώρα αρχειακών πηγών και σπάνιων ιστορικών ντοκουμέντων. 

Το ΠΡΩΤΟ μέρος εκτείνεται σε μια γενική ανατομία της περιοχής  με γεωγραφικά και γεωλογικά  στοιχεία όλου του Μωριά, φτάνοντας  μέχρι τη δυτική κοιλάδα του Βουραϊκού και την ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων με πολλά ιστορικά στοιχεία, μέσα από τη ματιά του Γυμνασιάρχου Γεωργίου Παπανδρέου και των σημαντικών έργων του «Καλαβρυτινή Επετηρίς» «και « Ιστορία των Καλαβρύτων» Αίσθηση προκαλεί η απόφαση της γενικής συνέλευσης του 1919 για την αρδευτική διαχείριση των νερών της Κέρτεζης αλλά και πληροφορίες της μεταπολεμικής περιόδου για την ανόρθωση της γεωργίας στη χώρα μας  όπως η επίσκεψη Ρένερ, προϊσταμένου του τμήματος βοσκότοπων της υπηρεσίας εδαφών, του υπουργείου γεωργίας των ΗΠΑ, που επισκέφθηκε την περιοχή μας  το 1946 στο πλαίσιο μιας αποστολής της διεύθυνσης γεωργικής αποκατάστασης, του Οργανισμού Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών.  Και ολοκληρώνει με τα πρότυπα παραγωγής στα βουνά, αναφερόμενος στις ιδιοκτησίες, τα μοναστηριακά κτήματα αλλά και τα θετικά πρότυπα όπως οι συνεταιριστικές απόπειρες, οι σεμπριές, η ξέλαση ο βασικότερος δεσμός ανθρώπινων σχέσεων εκείνης της εποχής, της εποχής της φτώχιας της ανάγκης, της ανέχειας. Έμφαση επιπλέον προσδίδει και στα ταξικά χαρακτηριστικά, αναφερόμενος στο ρόλο της γυναίκας και των παιδιών και τη συμβολή τους στην αγροτική οικονομία, στους μεγαλοαγρότες, και τα μισιακά χωράφια. Τονίζει το μέγιστο πρόβλημα της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης και τις ενδιάμεσες λύσεις, όπως οι δραγάτες οι νεροπούλοι και τα κουτρούλια.

Στο ΔΕΥΤΕΡΟ  μέρος παρατίθεται η πολλαπλή αγροτική πρωτογενή παραγωγή με τους κλάδους της. Τα είδη και οι τρόποι καλλιέργειας  των δημητριακών,  με εκτενείς αναφορές στο όργωμα, τη σπορά, το θερισμό. Στην καλλιέργεια των οσπρίων με βασικό προϊόν παραγωγής τα φασόλια, που αποτελούν σήμα κατατεθέν της Κερτεζίτικης αγροτικής παραγωγής του χθες και του σήμερα. Στα κηπευτικά,  σε πολλά άλλα κτηνοτροφικά προϊόντα όπως το αραποσίτι, το τριφύλλι, στις δενδροκαλλιέργειες. Τέλος αφιερώνει δυο μεγάλα κεφάλαια για την παραγωγή κρασιού και την ακμή και παρακμή της αμπελουργίας.

Στο ΤΡΙΤΟ  μέρος  περνά από τη γη στ’ αλώνια. Εκείνη τη μυστηριακή διαδικασία συλλογής των καρπών στα χωράφια, τη μεταφορά στ’ αλώνι και  την κατάληξη τους στις αποθήκες, στα κατώγια των σπιτιών αλλά και στο εμπόριο. Με λεπτομερείς αναφορές στα δημητριακά, τα σιτηρά, τα όσπρια στις παλιές και νέες μεθόδους επεξεργασίας τους.

Το ΤΕΤΑΡΤΟ μέρος είναι αφιερωμένο στην ήμερη πανίδα, το μεγαλύτερο ίσως κεφάλαιο της πρωτογενούς παραγωγής του τόπου μας, στην κτηνοτροφία με τα αιγοπρόβατα και τα βοοειδή, την πτηνοτροφία και τα άλλα οικόσιτα ζώα, αλλά και τη μελισσοκομία. Επιπλέον ο συγγραφέας μας δίνει τη δυνατότητα μέσα από ατέλειωτες αναφορές,  να γνωρίσουμε τη σκληρή και κοπιώδη  ζωή του αγρότη, του κτηνοτρόφου, του μελισσοκόμου  την αγάπη τους για τη γη και τα ζώα, τον ατέλειωτο μόχθο τους αλλά και το απέραντο χρέος της πολιτείας απέναντί τους.

Και κλείνει με το ΠΕΜΠΤΟ μέρος και τις συλλογές στην άγρια φύση. Με μια σειρά έξι κεφαλαίων φέρνει στο προσκήνιο την κατευθείαν προσφορά των βουνών στον άνθρωπο.

            ….Δοθείσης της ευκαιρίας θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας και μια από τις δικές μου βιωματικές εμπειρίες από την αγροτική ζωή του  παρελθόντος. Στο έβδομο  κεφάλαιο του δεύτερου μέρους, που  ο Παναγιώτης  γράφει για τις παλιές ποικιλίες των αμπελιών αντηχούν στ’ αυτιά μου τα λόγια του πατέρα μου, όταν κι εμείς, εκείνα τα χρόνια τα παλιά, της παιδικής αθωότητας, τους ακολουθούσαμε με χαρά στη διαδικασία του τρύγου, σε κείνη την αέναη γιορτή στους αμπελώνες του χωριού μου στα Παλιόρογκα.  Να συζητούν με τη μάνα για τις ποικιλίες των σταφυλιών.. Ετούτα τα Μαυρούδια είναι τα καλύτερα Κρασοστάφυλα. Του χρόνου πρώτα ο θεός θα βάλω και στο διπλανό αμπέλι να αυγατίσουνε. ….Να φυτέψουμε και  Κορίθια.  Φέτος τα χάλασε ο καιρός και δε γινήκανε πολλά, να χουμε να τρώμε ίσαμε τα Χριστούγεννα. Αποκρίνονταν η μάνα.  Δεν πειράζει γυναίκα θα αντέξουν οι Αλπούδες. Λόγια νοσταλγικά, όμορφα που δεν ξανακούστηκαν γιατί τα αμπέλια, κατόπιν επιδοματικών πολιτικών αποφάσεων εκριζώθηκαν και μαζί μ’ αυτά κι οι αναμνήσεις εκείνων των χρόνων που φάνταζαν γιορτινές στα μάτια μας. Γιατί ο τρύγος ήταν γιορτή. Με φωνές και γέλια που αντηχούσαν στις προσήλιες πλαγιές του κάθε χωριού. Μια μεγάλη γιορτή με κυρίαρχο εκείνο το Διονυσιακό στοιχείο που μας ακολουθούσε σ’ αυτή τη διαδικασία ανά τους αιώνες. Δε θα ξεχάσω ποτέ τα άλογα και τα μουλάρια φορτωμένα με γιδιές γεμάτες κρασί και συγχωριανούς μου που έχουν φύγει από τη ζωή να κατηφορίζουν τραγουδώντας  προς το χωριό για να γεμίσουν τα βαγένια με το κρασί της χρονιάς. Καθώς περνούσαμε τον κεντρικό δρόμο του χωριού έξω από κάθε σπίτι αντικρίζαμε παρατεταγμένα τα βαρέλια που ετοιμάζονταν να υποδεχτούν ολόφρεσκο το μούστο της χρονιάς.  Αλλά και κάποια χρόνια  αργότερα, οι μνήμες είναι πάλι ζωντανές όταν τα άλογα αντικαταστάθηκαν από τα αγροτικά αυτοκίνητα και τα κοφίνια με τα πλαστικά τελάρα, τα βαγένια και  τα δρύινα βαρέλια που γέμιζαν νερό για να ρουπώσουν, να διασταλούν δηλαδή οι ξύλινες δούγες τους, αντικαταστάθηκαν και αυτά από πλαστικά, συνθετικά. Σήμερα είναι όλα τόσο διαφορετικά. Οι νέες καλλιέργειες είναι πλέον εμπορικές και αν κάπου κάπου ξεπροβάλει  κανα αμπελάκι αποτελεί πλέον μέρος ενασχόλησης του ελεύθερου χρόνου μας. Τώρα, κυρίως στα χωριά το κρασί έρχεται πλέον έτοιμο να γεμίσει κανά μικρό βαρελάκι ή και καθόλου, αφού μπορούμε να βρούμε άφθονο και χωρίς κόπο το κρασί της αρεσκείας μας στα κοντινά σουπερ μάρκετ. Οι καταπράσινοι αλλοτινοί αμπελώνες ερήμωσαν, γέμισαν σπάρτα και αγριόχορτα, έγιναν πλέον δασικές εκτάσεις και κάπου κάπου  κάνα ξερό κουρβουλάκι, που γλίτωσε την καύση είναι εκεί για να θυμίζει ότι κάποτε, σε κείνο το μέρος  …υπήρχε ζωή.  

 Αν το σπίτι εκείνα τα χρόνια δεν είχε σιτάρι, λάδι, κρασί και παστό κρέας, τότε τα έφερνε δύσκολα. Με τους καρπούς γέμιζαν τα αμπάρια τους και τα αισθήματά τους. Γιατί ήταν βέβαιοι ότι οι ανάγκες για την  ερχόμενη χρονιά ήταν καλυμμένες. Συναισθήματα που εμείς σήμερα δεν μπορούμε να νιώσουμε. Η  αφθονία και η εύκολη προμήθεια αγαθών, έχουν αλλάξει άρδην τον τρόπο της ζωής μας  και τις προτεραιότητές μας .

Όσοι από εμάς δε γεννηθήκαμε και δε μεγαλώσαμε σε αστικό περιβάλλον είχαμε την τύχη, τη χαρά και την ευλογία να βιώσουμε όλα όσα αναφέραμε και να εκτιμήσουμε, αν θέλετε, ίσως περισσότερο το μόχθο, και το σκληρό αγώνα των ανθρώπων της πρωτογενούς παραγωγής.  

Ο συγγραφέας παραθέτει και πολλές παροιμίες στο βιβλίο του, είναι εκείνα τα φιλοσοφημένα αποφθέγματα που χρησιμοποιεί ο λαός μας, καθένα με τη δική του αξία, βγαλμένο μέσα απ’ τα παθήματα,  τις χαρές τις λύπες και την εμπειρία. 

Με μια παροιμία θα ’θελα κλείσω και εγώ αυτή τη σύντομη αναδρομή στο βιβλίο του αγαπητού συγγραφέα μας.

Θέρος Τρύγος Πόλεμος: έλεγε  ο λαός μας στα χωριά για να περιγράψει τον οργασμό των εργασιών. Μόνο που σήμερα δεν γίνονται πλέον αναφορές ούτε για τρύγο, ούτε για θέρο αλλά για πόλεμο. Πόλεμο στα γειτονικά μας κράτη. Πόλεμο οικονομικό. Πόλεμο στην άσφαλτο. Πόλεμο μεταξύ ανδρών και γυναικών, πόλεμο μεταξύ ανήλικων παιδιών, πόλεμο ψυχών.

Καλοτάξιδο Παναγιώτη μου το πόνημά σου. Να έχεις πρωτίστως υγεία και να συνεχίσεις το δημιουργικό, συγγραφικό σου έργο. 

Ευχαριστώ!!!

* Η Ευτυχία Παπαναγιώτου είναι δημόσιος υπάλληλος στα Καλάβρυτα.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ από τΜτΒ: Η βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα, έγινε στο Πολύκεντρο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Καλαβρύτων, τη Δευτέρα 04.11.2024 και ώρα 7.00μμ.

Τα κοκολόγια τότε και τώρα…

Τα κοκολόγια τότε και τώρα…

Jean-François_Millet_-Gleaners-_Google_Art_Project_2

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα

Ι. ΤΑ ΚΟΚΟΛΟΓΙΑ – ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

   Υπάρχει άνθρωπος της σημερινής τρίτης ηλικίας που να μη θυμάται τα «κοκολόγια»; Δεν αποτελούσε χαρακτηριστικό της κοιλάδας του Βουραϊκού, αλλά ούτε μόνο της επαρχίας Καλαβρύτων. Αποτελούσε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ευρύτερου ελληνικού χώρου και με ρίζες στην ευρύτερη λαϊκή και χριστιανική παράδοση. Σκοπός της δεν ήταν να ανατρέψει την ταξική κοινωνία, αλλά να την απαλύνει.

   Αφορούσε τη συλλογή παντός είδους καρπών-κόκκων, που απέμεναν κατά την οργανωμένη συλλογή των ιδιοκτητών, από τους απόρους και φτωχούς των αγροτικών κοινωνιών.

   Πάντως ψάχνοντας σε λεξικά δεν συνάντησα την εν λόγω λέξη. Μια παραπλήσια είναι η λέξη «κοκότα», που την χρησιμοποιούμε για τα ξεφλουδισμένα καρύδια. Σημαίνει «κοκότα (η) ους/γαλλ. Cocotte (=πουλάδα) (μτφ) γυναίκα ελευθερίων ηθών, πόρνη».[1]

   Μια δεύτερη ετυμολογική εκδοχή αναφέρει ο Λειβαρτζινός Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος: «Στον προφορικό λόγο, το παράγωγο ρήμα είναι ‘’κοκολογάω’’ και δεν συνηθίζεται συνηρημένο. Διαφοροποίηση υπάρχει σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου, που η κατάληξη των ρημάτων με χαρακτήρα[2] φωνήεν είναι ‘’ου’’, αντί ‘’ω’’ (π.χ. λέου, κλαίου, μιλάου κλπ) και το συναντάμε ‘’κοκολογάου’’.

   Εδώ όμως πρέπει να διαχωρίσουμε το μέσο-παθητικό ρήμα, που ενώ φαίνεται να έχει την ίδια ρίζα, δεν είναι έτσι. Το ρήμα ‘’κοκολογοέμαι’’, σημαίνει πως μιμούμαι τη φωνή της κότας, από το ‘’κο, κο κο’’.

   Ο όρος ‘’κοκολογιέμαι’’, έχει και μεταφορική έννοια: Την αρχή κάποιου ειδυλλίου μεταξύ δύο ετερόφυλων ανθρώπων. Κάτι παρόμοιο, δηλαδή, με το χαρακτηριστικό-‘’τρυφερό’’ ‘’κο, κο, κο’’ του κόκορα που επιδιώκει να ‘’φέρει βόλτα’’ την κότα!».[3]

ΙΙ. ΟΙ ΕΛΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

   Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση συλλογής ελιών στην Κρήτη: «Υπήρχε μια παράδοση, από αρχαιοτάτων χρόνων, που απαγόρευε μετά το τελευταίο ράβδισμα της ελιάς, να ξαναπάει ο ιδιοκτήτης να μαζέψει τις ελιές του, κι αυτό, γιατί εθεωρείτο ότι οι ελιές αυτές πλέον, ‘’ανήκαν στους φτωχούς’’!

   Αυτή η θρησκευτική όψη, και στα χριστιανικά χρόνια, έγινε θεσμός σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Το είδος αυτό της ελεημοσύνης, το να αφήνουν ελεύθερες τις τελευταίες ελιές, ονομαζόταν ‘’μπορμπολόγια’’, στην Κρήτη την συνήθεια αυτή την ονόμαζαν ‘’κοκολόγια’’…».

   «…Σε κάποια μέρη της Ελλάδας μάλιστα, όταν τέλειωνε η ελαιοκομική περίοδος, όποιος νοικοκύρης ήθελε, και με το ανάλογο χριστιανικό συναίσθημα, ανέφερε αυτήν του την επιθυμία στον παπά. Ο παπάς με τη σειρά του ανακοίνωνε στο ποίμνιο του, ότι ‘’ο τάδε επομάζωξε, κι όποιος θέλει να πάει να κοκολογίσει τις ελιές του’’.

   Οι ελιές που έχουν πέσει στα κοκολόγια, είναι αυτές στα πολύ ψηλά κλαριά, που δεν τις φτάνει ούτε η ξύλινη ντέμπλα (μακριά ράβδος). Πέφτουν όμως μόνες τους με τα δυνατά φυσήματα του αέρα Φεβρουάριο ή και Μάρτιο μήνα.

   Πολλοί άνθρωποι, φτωχές οικογένειες, άνδρες και γυναίκες, αλλά κυρίως παιδιά του δημοτικού, μάζευαν ελιές από ‘δω κι από ‘κει, και τις πούλαγαν στον έμπορα, έναντι κάποιας αμοιβής.

   Δεν εθεωρείτο σε καμία περίπτωση κλεψιά, το να μαζέψεις κάποιος τις ελιές του άλλου στα κοκολόγια, αφού είχε τελειώσει η ελαιοκομική περίοδος. Υπήρχε στο θέμα αυτό ελαστικότητα, και κατανόηση από όλους, ακόμα κι από τον αγροφύλακα!

   Ο Αμπελικός (αγροφύλακας), δεν έκανε παρατήρηση σε κανέναν εκείνη τη περίοδο, αν μάζευε ξένες ελιές, και αυτός το θεωρούσε ιερό δικαίωμα των φτωχών και αδυνάτων…».[4]

ΙΙΙ. Η ΣΤΑΧΟΜΑΖΩΧΤΡΑ

   «…Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾽ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ δύο ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε*, ἐμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε.

   Ἐμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα ἀπ᾽ ἐδῶ, καμπόσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾽ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει.

   Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾽ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια*, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποστάθμαι τοῦ ἐλαίου, κ᾽ ἐμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ᾠκονόμει ὅλον τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της.

   Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεια-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη.

   Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων.

   Κατ᾽ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: ‘’Νά! οἱ φ᾽στάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ φ᾽στάνες!’’

   Ἀλλ᾽ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλουσίας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τέσσαρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾽ ἑαυτὴν καὶ διὰ τὰ δύο ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της…».[5]

   Όπως παρατηρούμε ήδη από τον 19ο αι., η παράδοση αυτή δεν αφορούσε χαρακτηριστικό μόνο της Κρήτης. Αφορούσε κι άλλα νησιά, όπως η Εύβοια και η Σκιάθος (το νησί του Παπαδιαμάντη). Δεν αφορούσε μόνο συλλογή των ελιών που απέμεναν, αλλά και σταχιών  σιταριού, αλλά και άλλων καρπών. Επίσης παρατηρούμε και τρόπους προσωρινής εσωτερικής μετανάστευσης σε μακρινά μέρη μέσω γνωστών για κοκολόγημα!

IV. ΤΑ ΚΟΚΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΛΕΙΒΑΡΤΖΙ

   Κατά το Νίκο Χρ. Παπακωνσταντόπουλο έχουμε «κοκολόγημα» σε πολλά είδη καρπών: «Ο άγραφος, αλλά και ο γραπτός ο νόμος[6] ορίζει ότι ο νοικοκύρης-ιδιοκτήτης κάθε παραγωγής, είναι και ο δικαιούχος της συγκομιδής. Σχεδόν πάντα, όμως, μετά από κάθε συγκομιδή, μένουν στα χωράφια ή στα δέντρα μικροποσότητες των προϊόντων τους, που έχουν διαφύγει της προσοχής τους. Αυτές τις μικροποσότητες, τις μαζεύει ο νοικοκύρης λίγο αργότερα, σε ‘’δεύτερη δόση’’ κι αυτό είναι το λεγόμενο κοκολόι.

   Εδώ όμως, ο άγραφος νόμος ορίζει ότι μπορεί να μπει ελεύθερα στο χωράφι και οποιοσδήποτε άλλος και να ‘’μαζέψει’’, μετά τη συλλογή από το νοικοκύρη. Αυτό ισχύει για κάθε προϊόν, π.χ. για το καλαμπόκι, τα σταφύλια, τα σύκα, κλπ, φυσικά και για τα καρύδια. Για τα καρύδια, όμως, το ‘’κοκολόι’’ είναι πολύ εύκολο και περισσότερο συνηθισμένο, δίνοντας και μια ικανοποιητική επιπλέον σοδειά, αφού εκείνα που μένουν στις ψηλές κορυφές του δέντρου, θα πέσουν αργότερα με τον αέρα και τη βροχή. Άλλωστε, το πολύτιμο αυτό προϊόν του φθινοπώρου, μπορεί να παραμείνει στο έδαφος μεγάλο χρονικό διάστημα -ακόμη κι ένα χρόνο-, χωρίς να αλλοιωθεί!».[7]

V. ΤΑ ΚΟΚΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΤΕΖΗ

   Η Κέρτεζη μέχρι και τη δεκαετία του 1980 παρήγαγε μια σειρά από καρπούς. Παράλληλα με μια επίσης σειρά άγραφων νόμων μεν, αλλά πολύ ισχυρών στην κοινωνική και χριστιανική συνείδηση, με τους οποίους απάλυνε την ταξική κοινωνία μέχρι ενός σημείου. Η (ε)ξέλαση, οι αλλαγουριές, οι σεμπριές, οι αργίες, τα νυχτέρια, οι γενικές συνελεύσεις, οι συνεταιριστικές απόπειρες, αλλά και το κοκολόγημα έφτασαν μέχρι την εποχή εκείνη.[8]

  Κοκολόγημα γινόταν κυρίως στα φασόλια, στα στάρια, στις τσαμπίδες, στα αγριοκάστανα, στα αγραπίδια, στα σύκα και μέχρι τις ημέρες μας στα καρύδια.

   Κατά το βγάλσιμο και το φόρτωμα στο χωράφι των φασολιών στα φορτηγά ζώα, είτε  έμεναν ανάμεσα στα χορτάρια κάποιες ρίζες φασολιών με καρπό, είτε έπεφταν σπυριά στο χωράφι. Μετά την μεταφορά και των τελευταίων δεματιών προς το αλώνι, είτε μέλη της οικογένειας του ιδιοκτήτη, αν ήταν σχετικά φτωχός, είτε άλλοι φτωχοί του χωριού αν ήταν σχετικά πλούσιος, κοκολογούσαν τα σπυριά.

   Τα φασόλια αυτά, είτε τα κρατούσαν για φαγητό το χειμώνα, είτε τα πουλούσαν στη λαϊκή των Καλαβρύτων και έπαιρναν ένα μικρό χαρτζιλίκι.

   Η συλλογή των αγριοκάστανων του μεγάλου καστανόδασους γινόταν με τη μέθοδο των λαχνιών και το χτύπημα της καμπάνας, που έδινε το σύνθημα της οργανωμένης συλλογής.

   Μετά την παρέλευση δύο ημερών ξεκινούσε το κοκολόγημα για όλους και παντού. Τα αγριοκάστανα αποτέλεσαν σε δύσκολες περιόδους (όπως π.χ. η Κατοχή) βασική διατροφή στους κατοίκους.

  Κοκολόγημα γινόταν και στις τσαμπίδες, δηλαδή στα μικρά και όψιμα σταφυλάκια που δεν συλλέγονταν, είτε σε κανένα ώριμο που είχε ξεχαστεί ανάμεσα στα φύλλα του κλήματος. Τόσο οι φτωχοί, όσο και τα παιδιά, κάναμε πάρτι όταν τελείωνε ο τρύγος σε κάθε ξεχωριστή περιοχή των αμπελώνων 1.000 στρ. στην Κέρτεζη. Φυσικά πάρτι έκαναν και τα αγριοπούλια!

   Το κοκολόγημα σε αραποσίτια, αλλά και στα στάρια είχε σταματήσει πολύ νωρίτερα και μάλλον πριν την Κατοχή στην Κέρτεζη. Όμως κι αυτό ήταν μέσα στις δυνατότητες του άγραφου νόμου.

VI. ΤΑ ΚΟΚΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΥΔΙΩΝ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

   Η συρρίκνωση του πληθυσμού στα βουνά και σε μια ενδιάμεση φάση, λόγω της μείωσης των καλλιεργειών, έφερε τη φύτευση αμέτρητου πλήθους καρυδιών. Τα χωράφια και αμπέλια που ήταν ξερικά, αλλά και αυτά που έμειναν εκτός αναδασμού (πέραν του βάλτου) είναι πλέον καρυδεώνες.

   Η καρποφορία είναι δυσανάλογη των μονίμων κατοίκων. Πάρα πολλές καρυδιές ανήκουν σε ξενιτεμένους στο εξωτερικό, αλλά και πολύ περισσότερους σε όσες και όσους διαμένουμε σε μεγάλες πόλεις (κυρίως Αθήνα, Πάτρα και Αίγιο). Ως συνταξιούχοι συλλέγουμε αρκετά καρύδια. Όπως και οι σχετικά μεγάλης ηλικίας μόνιμοι κάτοικοι. Όμως πλέον το ράβδισμα γίνεται μόνο από το έδαφος και επομένως τα καρύδια στου μεγάλους ύψους καρυδιών μένουν επάνω, μέχρι να πέσει ισχυρή βροχή ή να περάσουν θυελλώδεις άνεμοι. Έτσι η συλλογή δεν γίνεται μία ή δύο φορές, αλλά πολύ περισσότερες.

   Εννοείται ότι ισχύει ο κανόνας του κοκολογήματος. Όμως είναι δύσκολο να τηρηθεί για πολλούς λόγους. α) Δεν υπάρχουν πλέον πολύ φτωχές οικογένειες, όπως στην εποχή του υπερπληθυσμού, β) Τα καρύδια συλλέγονται σε πολλές φάσεις και όχι σε μία, γ) Πολλές καρυδιές ανήκουν σε ιδιοκτήτες που δεν έρχονται να τα συλλέξουν, αλλά καλούν συγγενείς ή φίλους να το κάνουν και δ) Υπάρχουν «κακολογητές» που κάνουν μέχρι και εμπόριο!

   Η προσπάθεια δημοσιοποίησης του προβλήματος έχει μειώσει την καταστρατήγηση της παράδοσης. Υπάρχουν όμως άνθρωποι, όχι μόνο από την Κέρτεζη, που οργανωμένα έρχονται να κοκολογήσουν περίεργες ημέρες και ώρες. Μάλιστα πολλές φορές πριν καν ο ιδιοκτήτης ραβδίσει τις καρυδιές. Πρόκειται για κλοπή κι όχι κοκολόγημα.

VII. ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

   Στην εποχή μας η ορεινότητα τραβά ένα νέο, αλλά πάλι δύσκολο δρόμο. Τώρα δεν είναι αιτία η απόλυτη χειρωνακτική εργασία με τη βοήθεια των φορτηγών ζώων και ο υπερπληθυσμός. Αιτίες που γεννούσαν ταξικότητα, εκμετάλλευση, φτώχεια και εξορίες. Και μέσα σ’ αυτό το δυσοίωνο κλίμα γεννήθηκαν και πολλά θετικά και σχετικά εξομαλυντικά πρότυπα, όπως τα κοκολόγια. 

   Αιτία τώρα είναι η σχεδόν εγκατάλειψη της πρωτογενούς παραγωγής από την πολιτεία με ελάχιστες βελτιώσεις. Τώρα η πολιτεία χωρίς συνεκτικό σχέδιο κτυπά ανισόρροπα με την «πράσινη ανάπτυξη». Τώρα τα κοκολόγια δεν έχουν μάλλον νόημα. Νόημα έχουν οι συλλογικοί και δίκαιοι αγώνες διεκδίκησης για προστασία του περιβάλλοντος, στήριξη και ανάπτυξη της πρωτογενούς παραγωγής, αναδασμοί και άλλοι αντίστοιχοι σχεδιασμοί…

   Τέτοιες σκέψεις και προτάσεις θέλω να συζητήσουμε στις 4 Νοέμβρη στο Πολύκεντρο Πολιτιστικό κέντρο των Καλαβρύτων, στις 7.00μμ, κατά την παρουσίαση του τελευταίου μου σχετικού βιβλίου…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην ΩΡΑ των ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ, στη στήλη ΒΟΥΡΑΪΚΕΣ ΝΥΞΕΙΣ, φ. 82, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2024, σελ. 28-29.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ-ΦΥΤΡΑΚΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 1993, σελ. 386/

[2] «Χαρακτήρας: το τελευταίο γράμμα του θέματος».

[3] ΠΗΓΗ: 12 Οκτωβρίου 2020, https://nikolpapak.blogspot.com/2020/10/blog-post.html?

[4] ΠΗΓΗ: https://www.cretanmagazine.gr/ta-kokologia-i-paradosi-pou-dichni-to-athanato-megalio-tou-ellinismou/.

[5] Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Η σταχομαζώχτρα (1889).

ΠΗΓΗ: http://papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata/380-staxomazoxtra-1889.  

[6] «Ο νόμος αυτός, είτε γραπτός είτε άγραφος, συχνά παραβιάζεται, με αποτέλεσμα ‘’νόμος’’ να γίνεται η κλοπή μεγάλου μέρους της σοδιάς, ακόμα και από συγγενείς και από γείτονες!»

[7] ΠΗΓΗ: ό. π., 12 Οκτωβρίου 2020, https://nikolpapak.blogspot.com/2020/10/blog-post.html?

[8] Λεπτομέρειες στο βιβλίο μας: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Α. ΜΠΟΥΡΔΑΛΑΣ, ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ, εκδ. ΑΡΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2024, σελ. 127-139.

Μια Ατραπός στη Γκρίζα πόλη… Β΄

Μια Ατραπός στη Γκρίζα πόλη…

Παρουσιάζοντας μαζί δυο Καλαβρυτινά βιβλία

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*

Β΄ ΜΕΡΟΣ

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΌ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Α΄

VI. Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΙ ΕΓΩ

   Ο Βασίλης γεννήθηκε μια γενιά μετά στην Αθήνα και μεγάλωσε στα Καλάβρυτα. Η Δέσποινα είχε ήδη αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο Καλαβρύτων και σπούδαζε. Τα Καλάβρυτα είχαν πλέον περάσει σ’ άλλη φάση. Το εμπορικό στοιχείο είχε εισέλθει, πάλι, στον κεντρικό τους πυρήνα. Ζούσαν οι αδελφές, οι χήρες, αλλά ελάχιστες μανάδες των εκτελεσμένων. Είχαν μεγαλώσει οι 13 επιζήσαντες κι ερχόταν το ανθρώπινο τέλος τους.

   Ο Βασίλης μεγάλωσε κι αυτός στο δικό του περιβάλλον, με θετικά και αρνητικά χαρακτηριστικά, όπως σχεδόν όλοι μας. Το 1990-1991 τον συνάντησα ως καθηγητής φυσικής στην γ’ γυμνασίου. Τον γνώρισα όχι μόνο ως έναν τυπικά άριστο μαθητή, αλλά ως ένα νεαρό με προβληματισμούς πολύ μεγαλύτερης ηλικίας. Έφευγε συχνά έξω από το μάθημα της ημέρας, αλλά πάντα υπήρχε η δυνατότητα να βγάλω στην επιφάνεια τη δεύτερη από τις τρεις δυνατότητες ενός καθηγητή. Αυτού του λειτουργού, του παιδαγωγού, του συντονιστή συζητήσεων. Αυτές οι μνήμες είναι ακόμα στις σκέψεις μου.

Συνέχεια

Μια Ατραπός στη Γκρίζα πόλη…. Α΄ ΜΕΡΟΣ

Μια Ατραπός στη Γκρίζα πόλη….

Παρουσιάζοντας μαζί δυο Καλαβρυτινά βιβλία

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*

Α΄ ΜΕΡΟΣ

Ι. ΟΙ ΔΥΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

   Στην όμορφη πλατεία του «Χελμού» στα Καλάβρυτα, το βράδι της Τετάρτης 7 Αυγούστου η συμμαθήτριά μου νηπιαγωγός και συγγραφέας Δέσποινα Στίκα παρουσίασε το βιβλίο της «Γκρίζα πόλη», που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Κ. & Μ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2024. Πρόκειται για μυθιστόρημα που στηρίζεται σε πολλά πραγματικά δεδομένα, ενώ δεν λείπουν και τα στοιχεία μυθοπλασίας. Χωρίζεται σε 6 κεφάλαια και τον πρόλογο. Εκτείνεται σε 148 σελίδες.

   Στην ίδια πλατεία το Σάββατο το βραδάκι 10 Αυγούστου, ο μαθητής μου στη γ’ Γυμνασίου Βασίλης Κοκότης εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο. Εκδόθηκε από τις εκδόσεις «ενύπνιο», Αθήνα 2024. Πρόκειται για μία νουβέλα που εκτείνεται σε 90 σελίδες. Χωρίζεται σε 4 κεφάλαια, ενώ δεν υπάρχει κανένας πρόλογος!

   Η χαρά μου και για τα δυο βιβλία ήταν απερίγραπτη κι έκανα τα αδύνατα δυνατά ώστε αφενός να βρεθώ στις δύο παρουσιάσεις και να προμηθευτώ τα συγγραφικά τους τέκνα και αφετέρου να συνομιλήσω έστω και για λίγο μαζί τους και να τους ευχηθώ καλοτάξιδα και καλοδιάβαστα.

Συνέχεια

Βομβαρδισμός των χωριών ΛΑΠΑΤΑ ΤΡΕΧΛΟ ΜΑΝΕΣΙ στις 29.07.1943

Βομβαρδισμός των χωριών ΛΑΠΑΤΑ ΤΡΕΧΛΟ ΜΑΝΕΣΙ στις 29.07.1943

Ομιλία του Δημητρίου Λιαρομάτη*

   Στην ιστορία της πατρίδας μας υπάρχουν γεγονότα τόσο φωτεινά, τόσο ζωντανά, που νικούν την λήθη και περνούν στην αιωνιότητα. Μια σελίδα αξέχαστη είναι η στάση της χώρας μας στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου πολέμου. Του πολέμου που άφησε τα σημάδια του σε κάθε ελληνική γωνιά. Στη δική μας μικρή γειτονιά άφησε τα σημάδια του με τον άγριο βομβαρδισμό των χωριών ΛΑΠΑΤΑ – ΤΡΕΧΛΟ – ΜΑΝΕΣΙ, στις 29 Ιουλίου 1943.

   Ας δούμε πώς ήταν η κατάσταση στην Ευρώπη γενικά και στη χώρα μας ειδικότερα. Στην Ευρώπη πλανιέται η σκιά του φρικτού πολέμου. Οι πρώτες νίκες των δυνάμεων του Άξονα χαρίζουν αλαζονεία στον Χίτλερ που τρέφει ελπίδες για την κατάκτηση ολόκληρου του κόσμου. Η πατρίδα μας λαμβάνει τελεσίγραφο από το Μουσολίνι καταρχάς για παραχώρηση εδάφους της στους Ιταλούς. Ο ελληνικός λαός σύσσωμος κινήθηκε αστραπιαία για να αντιμετωπίσει την ιταλική εισβολή. Ο στρατός μας είχε να αντιμετωπίσει είκοσι ιταλικές μεραρχίες, τριακόσια πολεμικά αεροπλάνα και άλλα πολεμικά μέσα.

Συνέχεια

Για το βιβλίο: Παναγιώτη Μπούρδαλας, Από την Αχαϊκή γη έως του κόσμου τα πέρατα.

Για το βιβλίο:  Παναγιώτη Μπούρδαλας, Από την Αχαϊκή γη έως του κόσμου  τα πέρατα.

Για μια απελευθερωτική θε-ανθρωπολογία: υποδείγματα, θραύσματα, Μεγάλη Σύνοδος 2016, «3η Ρώμη»[1]

Του Γρηγόρη Στουρνάρα*

Εύχονται όλοι όταν κυκλοφορεί ένα βιβλίο «καλοτάξιδο» και είναι πράγματι η ανάγνωση ένα ταξίδι, μοναχικό στα αλήθεια, αλλά αναμφίβολα βιωματικό. Αυτό το δείχνουν όλα όσα υπογραμμίζουμε και όλα όσα σημειώνουμε στα περιθώρια των σελίδων. Αλίμονο στα βιβλία που παραμένουν άγραφα, όταν τα διαβάζουμε. Αλίμονο όμως και σε όσα βιβλία δεν συζητιούνται γιαυτά που λένε.

Το βιβλίο του Παναγιώτη Μπούρδαλα δε μπορεί να μείνει άθικτο και δίχως σημάδια από το μολύβι του αναγνώστη. Είναι αδύνατο να μην προκαλέσει συζήτηση. Ένα βιβλίο τεκμηριωμένο με αγιογραφικό λόγο και σοβαρή προσέγγιση με σεβασμό στα κείμενα τα οποία παραθέτει, αναλύει και κρίνει με πολύπλευρο τρόπο.

Συνέχεια

Παράδοση και παραδόσεις – Βιβλιοπαρουσίαση

Παράδοση και παραδόσεις

(Βιβλιοπαρουσίαση)[1]

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα

Ι. Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ

   Ο Αλεξόπουλος Ανδρέας (από εδώ και πέρα Α. Α.) γεννήθηκε στην Πάτρα, το 1986. Σπούδασε Παιδαγωγικές Επιστήμες στο Π.Τ.Δ.Ε. Πατρών και έκτοτε εργάζεται ως δάσκαλος στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Ήταν δάσκαλος στο Σκεπαστό Καλαβρύτων τη χρονιά 2012-2013 και παραλίγο την ίδια χρονιά στην γενέτειρά μου Κέρτεζη. Τώρα εργάζεται ως Εκπαιδευτικός στο Δημοτικό Καρδαμά (Ηλεία).

   Πραγματοποίησε, επί πλέον, μεταπτυχιακές σπουδές θεολογίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα στο πρόγραμμα: «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία». Το master το πήρε 09/2018 (και το βιβλίο για την αγία Μαρία βγήκε το 12/2021). Το διδακτορικό το πήρε 07/2023. Τώρα είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Θεολογίας του ΕΚΠΑ.

ΙΙ. ΤΑ ΔΥΟ ΕΞΑΙΡΕΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ

   Ο συνάδελφος Ανδρέας μας έχει προσφέρει, σε σχετικά μικρή ηλικία, δύο πολύ ενδιαφέ-ροντα βιβλία. Και τα δύο περιστρέφονται γύρω από δύο σημαντικά πρόσωπα, που έχουν να πουν πολλά με το βίο και την πολιτεία τους στη σύγχρονη εποχή. Πρόκειται για έναν άνδρα του 2ου ίσως και ολίγον του 3ου μ. Χ. αι. και μία γυναίκα του 20ου. Και οι δύο έχουν αναγνωριστεί ως άγιοι.

Συνέχεια

O «γυναίκας… εις τάξιν λειτουργών προσδεξάμενος»

Η Διάκονος Αγγελική προσφέρει τη Θεία Κοινωνία σε μικρό παιδί…

O «γυναίκας… εις τάξιν λειτουργών προσδεξάμενος»

Του Δημητρίου Μόσχου

   Η χειροτονία μιας γυναίκας-στελεχους τοπικής Εκκλησίας σε διακόνισσα στη Ζιμπάμπουε (ΦΩΤΟ), έστω και με κάποια τελετουργικά παράδοξα, έγινε αφορμή, ένα ζήτημα σχετικά «ανώδυνο» και λυμένο πριν δεκαετίες να επανέλθει μέσα από γραφίδες της εκκλησιαστικής δημοσιογραφίας που βρήκαν την ευκαιρία να καταγγείλουν την επέλαση του φεμινισμού, την «προοδευτική θεολογία», τον κίνδυνο του «Αγγλικανισμού» κλπ.

   Εμφανίσθηκε μια ήκιστα φιλάδελφη αναλγησία απέναντι στις ανάγκες μιας τοπικής Εκκλησίας, καθώς ακόμα και επίσκοποι αποφάνθηκαν με σιγουριά για επισκοπές στην άλλη μεριά του πλανήτη ότι δεν υπάρχει ανάγκη διακονισσών αφού υπάρχει ο νηπιοβαπτισμός.

Συνέχεια

Καρναβάλια: Άλλος Θεός την Κυριακή, άλλος Θεός την Δευτέρα…

Καρναβάλια:

Άλλος Θεός την Κυριακή, άλλος Θεός την Δευτέρα…

Του Κώστα Μαστροκώστα*


   Η λέξη «καρναβάλι» δεν έχει αποδεκτή ετυμολογία από όλους, είναι μια λέξη γνωστή, αλλά και συνάμα άγνωστη. Υπάρχουν, ωστόσο, πιθανές ετυμολογίες που δίνουν διάφοροι λαογράφοι. Το βέβαιο είναι ότι όσο περισσότερο ερευνάς για την προέλευση του καρναβαλιού, ακόμη και για την ετυμολογία της λέξης, τόσο πιο βαθιά χώνεσαι στην ειδωλολατρία και τον παγανισμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ζούμε σε μια εποχή όπου η επιστήμη έχει γνωρίσει εκπληκτική πρόοδο. Ενώ λοιπόν θα περίμενε κανείς αυτή η πρόοδος να έχει επιφέρει και την απαλλαγή από προλήψεις, δεισιδαιμονίες και πρωτογονισμούς, εν τούτοις ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται να είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό δέσμιος τέτοιων καταβολών, πράγμα το οποίο γίνεται ιδιαίτερα αισθητό κατά την περίοδο των Αποκριών ή Καρναβαλιού.

Συνέχεια

ΠΑΤΡΙΣ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ – ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, μείζον δε τούτων το ΠΟΡΤΟΦΟΛΙ

ΠΑΤΡΙΣ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ – ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, μείζον δε τούτων το ΠΟΡΤΟΦΟΛΙ

Του Νίκου Α. Κουραμπή*

   (Xαριτωμένο σλόγκαν στην επταετία … και ξανά επίκαιρο!): Στους απανταχού αντιφασίστες – αντιψευτοδημοκράτες – αντιψευτοθρησκευόμενους

   Όπως η αγάπη για ένα άτομο που αποκλείει την αγάπη για τους άλλους δεν είναι αγάπη, έτσι και η αγάπη κάποιου για τη χώρα του όταν δεν αποτελεί μέρος της αγάπης του για την ανθρωπότητα δεν είναι αγάπη αλλά ειδωλολατρική λατρεία. [Έριχ Φρομ]

   Ο εθνικισμός, ιστορικά, αποδεικνύεται ως εχθρός του έθνους (π.χ. ο ρόλος των ελληνοχριστιανών παραεκκλησιαστικών στην εθνική καταστροφή της Κύπρου το 1974) ενώ, θεολογικά, αποτελεί ειδωλολατρία με τον Ιούδα Ισκαριώτη ως πρώτο διδάξαντα την εθνικιστική προδοσία [Παντελής Καλαϊτζίδης].

   Ο φυσικός [κατά Βίλχελμ Ράϊχ] και πηγαίος και χαρούμενος πατριωτισμός εκφυλίζεται σε στρατοκρατικό εθνοκρατισμό, η άδολη ερωτική γλύκα του πατριωτισμού σε εθνικιστική ζωώδη σεξοδιαστροφή [στη δεύτερη αποφασιστική αυτή διάκριση προβαίνει π.χ. ο χριστιανός Νικόλαος Μπερντιάεφ και όχι μόνο].

Συνέχεια