Πρώτη επίσημη επαφή της ΠΟΣΔΕΠ με τη νέα ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας
Του Βένιου Αγγελόπουλου
Την Τετάρτη 21 Οχτώβρη, ώρα 12, η Εκτελεστική Γραμματεία της ΠΟΣΔΕΠ, σε σχεδόν πλήρη σύνθεση, πήγε στο Υπουργείο. Από πλευράς Υπουργείου ήρθαν η υπουργός και οι δύο υφυπουργοί (και ένας υπάλληλος που κρατούσε σημειώσεις). Η συνάντηση κράτησε μια ώρα κι ένα τέταρτο – για την ακρίβεια, κατά τις 12.25 μας δηλώθηκε ότι μέχρι τις μία και τέταρτο έπρεπε να είχαμε τελειώσει. Σε αντίθεση με τον προηγούμενο υπουργό, δεν υπήρχε στρωμένο τραπέζι με αναψυκτικά, καναπεδάκια και σερβιτόρο – υπήρχε απλώς νερό και παραγγείλαμε καφέδες: το πνεύμα λιτότητας εμφανές.
Λιτότητα και στα λόγια: η υπουργός δεν έκανε γενική τοποθέτηση. Μας καλωσόρισε και ζήτησε να της πούμε τα αιτήματά μας. Όταν της ζητήθηκε γενική τοποθέτηση, δήλωσε ότι δεν βρισκόμασταν εκεί για πολιτική ζύμωση, και μας παρέπεμψε στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ, «που υπερψηφίστηκε από τον ελληνικό λαό». Δεν θέλησε όμως, ούτε η ίδια ούτε οι υφυπουργοί, να το αναπτύξει με δικά της λόγια. Εκτός από τη δήλωση ότι πρώτη προτεραιότητα του Υπουργείου είναι το ολοήμερο σχολείο και τα νηπιαγωγεία, ανεπαρκέστατα σε αριθμό, οι υπόλοιπες τοποθετήσεις τους αφορούσαν κυρίως επιμέρους ζητήματα.
Δεν μπορεί επομένως η συνάντηση να θεωρηθεί ούτε εθιμοτυπική ούτε γνωριμίας. Εξάλλου, με την ηγεσία της Ομοσπονδίας γνωρίζονται πολύ καλά, καθώς – κατά την εκτίμησή μου τουλάχιστον – ανήκουν στον ίδιο πολιτικο-ιδεολογικό χώρο: την τεχνοκρατική πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού.
Δυστυχώς, ούτε συνάντηση εργασίας μπορεί να θεωρηθεί. Το προεδρείο της Ομοσπονδίας έθιξε ένα μακροσκελή κατάλογο θεμάτων, τα οποία προφανώς δεν μπορούσαν να συζητηθούν διεξοδικά μέσα στη συγκεκριμένη χρονική διάρκεια. Θα μπορούσαν βέβαια να είχαν συσταθεί μεικτές ομάδες εργασίας, με κατευθύνσεις και χρονοδιαγράμματα για το κάθε θέμα, ή τουλάχιστον για τα κυριότερα. Ούτε συστάθηκαν, ούτε καν προτάθηκαν τέτοιες ομάδες, ούτε από πλευράς Υπουργείου ούτε από πλευράς προεδρείου – μόνο τα μέλη της Συσπείρωσης το έθιξαν, υπό τύπον ευχής. Υπήρξαν απλώς δηλώσεις του Υπουργείου για το κάθε θέμα, ότι γενικώς επεξεργάζεται την επίλυσή του.
Σταχυολόγηση
Δεν είναι στόχος αυτού του κειμένου να κάνει μια πλήρη καταγραφή των ζητημάτων που τέθηκαν από πλευράς προεδρείου[1], ούτε να κάνει λεπτομερή κριτική στην ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ. Ας επισημανθεί μόνο ότι είναι συνεπείς με τον εαυτό τους: Δίπλα σε πάγια αιτήματα, όπως η κατάργηση του επιδοματικού χαρακτήρα των μισθών, παραθέτουν νεόφερτα ιδεολογήματα όπως η δημιουργία «κέντρων Αριστείας». Και ζητούν την «άμεση αναστολή κάποιων ακραίων διατάξεων» των πρότυπων εσωτερικών κανονισμών και την μετέπειτα «επανεξέταση του όλου θέματος από μηδενική βάση», ενώ, όταν ήσαν μειοψηφία, συμφωνούσαν για την κατάργηση αυτών των καθ' υπαγόρευση κανονισμών, από την αποδοχή των οποίων ο νόμος Γιαννάκου εξαρτά τη χρηματοδότηση των ιδρυμάτων.
Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι η αποτίμηση της στάσης του Υπουργείου, και η αντιμετώπισή της από τη «Συσπείρωση Πανεπιστημιακών». Στη σύντομη αυτή συνάντηση, το μέλημά μας ήταν κυρίως να δείξουμε ότι τα άμεσα φαινόμενα ανάγονται σε γενικότερα προβλήματα και ότι η τεχνική αντιμετώπισή τους είναι μεν απαραίτητη αλλά όχι αρκετή, εφόσον δεν εντάσσεται σε κάποια σαφή πολιτική προοπτική.
Ανάμεσα στα θέματα που θίξαμε είναι το ζήτημα των Κολλεγίων (ενταγμένο σε μια προοπτική υπεράσπισης του δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας)× η κατάργηση (ή τουλάχιστον σε πρώτη φάση το πάγωμα) των νόμων Γιαννάκου που οδηγούν στην καταστρατήγηση της πανεπιστημιακής αυτοτέλειας, στη διόγκωση της γραφειοκρατίας και στις κάθε λογής μαϊμουδιές× η εξατομικευμένη ποινικοποίηση των εφαρμογών συλλογικών αποφάσεων (τόσο η ιστορία των καταλογισμών της Κρήτης, όπου διώκονται με εξοντωτικά πρόστιμα συνάδελφοι που ξόδεψαν πανεπιστημιακό χρήμα εφαρμόζοντας αποφάσεις Συγκλήτου, όσο και η δίωξη απεργών συνδικαλιστών όπως ο Τάκης Πολίτης, εκεί εντάσσονται)× η ανομοιογένεια των ΑΕΙ με αφαίμαξη της περιφέρειας και συσσώρευση στην Αθήνα× το απαράδεκτο καθεστώς των επί συμβάσει διδασκόντων (Π.Δ. 407) με ανασφάλιστη, υποπληρωμένη, μέχρι και απλήρωτη εργασία, κτλ. Ζητήματα αλληλένδετα, που απαιτούν συνολική αλλαγή πολιτικής.
Η αντιμετώπιση της υπουργού ήταν γενικώς κατευναστική, με δηλώσεις καλών προθέσεων και παραπομπή σε μελλοντικές συναντήσεις στα περισσότερα θέματα. Εκεί που ήταν σαφής, ήταν στους καταλογισμούς και την αδειοδότηση των Κολλεγίων: Δεσμεύτηκε ότι και τις διώξεις θα πάψει και τις τριαντατόσες άδειες που δόθηκαν θα καταργήσει, και ότι εξετάζει ήδη το θέμα από όλες τις πλευρές.
Αντίθετα, ως προς το γενικότερο θέμα της τριτοβάθμιας ιδιωτικής εκπαίδευσης και της αντίφασης των απαιτήσεων της ΕΕ με το άρθρο 16, ήταν ασαφής. Μας δήλωσε όμως πως η επίκληση της αρχής «η Παιδεία είναι αρμοδιότητα των κρατών-μελών» δεν είναι νομικά επαρκής, και ότι η απαγόρευση της δικαιόχρησης (franchising) σε «προϊόντα» εκπαίδευσης δεν είναι νομικά εφικτή (και της ζητήσαμε τα σχετικά στοιχεία). Και πως θα προσπαθήσει να τα βρει με την ΕΕ σε κάποια άλλη βάση, στην κατεύθυνση της αξιολόγησης και της διασφάλισης ποιότητας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα περί αξιολόγησης η υπουργός είπε ότι πρώτα πρέπει να αξιολογηθεί το ίδιο το Υπουργείο, και το εκπαιδευτικό σύστημα συνολικά: πρώτη φορά που υπουργός λέει κάτι τέτοιο. Είπε επίσης ότι η αξιολόγηση δεν πρέπει να οδηγεί στη χρηματική ενίσχυση των ισχυρότερων αλλά των ασθενέστερων, ώστε να θεραπεύονται τα προβλήματα, εδώ όμως έρχεται δεύτερη. Το 2006 τα ίδια είχε πει η κυρία Γιαννάκου, αλλά για εσωτερική κατανάλωση μόνον: την ίδια στιγμή έπεμπε μήνυμα στους εταίρους μας που έλεγε ακριβώς τα αντίθετα.
Αξιολόγηση (μια και η λέξη είναι πια του συρμού) της συνάντησης
Η πρακτική της τεχνοκρατίας είναι να εστιάζει στην τεχνική πλευρά των ζητημάτων, θεωρώντας δεδομένες και αυτονόητες τις γενικές πολιτικές κατευθύνσεις. Για παράδειγμα, μιλούν για αξιολόγηση χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο σύστημα αξιών, με αποτέλεσμα, στην πράξη, η κάθε αξιολόγηση να δημιουργεί τις δικές της αξίες (π.χ. οι πανελλήνιες εξετάσεις οδηγούν στην παπαγαλία). Βεβαίως, όταν οι τεχνοκράτες είναι συνάμα και πολιτικοί (όπως ο Κίσσιγκερ με την «πολιτική των μικρών βημάτων»), υποτάσσουν την τεχνική στους πολιτικούς τους στόχους (την ηγεμονία των ισχυρών αμερικανικών συμφερόντων για τον Κίσσιγκερ), ενώ παράλληλα διακηρύσσουν την προσήλωσή τους σε γενικά αποδεκτές αρχές (την υπεράσπισης της δημοκρατίας και της ειρήνης, ας πούμε).
Στην περίπτωσή μας, εκτιμώ πως η πρόθεση της ηγεσίας του Υπουργείου είναι να επιλύσει κάποια προβλήματα άμεσα, και σχετικά ικανοποιητικά. Αυτό θα τους δώσει μια κάλυψη από την εξ αριστερών κριτική και θα τους επιτρέψει να προχωρήσουν σε μια εναρμόνιση με τις επιταγές της εποχής (δηλαδή τα πάντα είναι εμπόρευμα, άρα και οι γνώσεις-δεξιότητες και οι φοιτητές-απασχολήσιμοι), με κάλυψη την πολιτική αμφισημία περί εκσυγχρονισμού και προόδου. Προφανώς όλοι είναι υπέρ του καλού. Αλλά το καλό δεν είναι ίδιο για τον καθένα…
Έχουμε επομένως μπροστά μας δύο φάσεις της εξάσκησης της κυβερνητικής πολιτικής, με πρώτη την άμεση αντιμετώπιση, τα «μικρά βήματα» του Κίσιγκερ. Μπορούν να κάνουν τέτοια βήματα χωρίς να γλιστρήσουν και να πέσουν;
Ίσως ναι, ίσως όχι. Αν ο Κίσσιγκερ είχε πίσω του επιτελεία ολόκληρα και τον ισχυρότερο στρατό του κόσμου (που δεν κατάφερε όμως να καθυποτάξει το Βιετνάμ), το ΠΑΣΟΚ τι φόντα έχει; Παρά τη μετεκλογική ανοχή (και προσμονή) του κόσμου, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι διαθέτει τα μέσα της πολιτικής που επαγγέλλεται. Το ότι, μετά από ενάμιση χρόνο που είναι υπεύθυνη Παιδείας του ΠΑΣΟΚ, η υπουργός δεν έχει πλήρη και άμεση εποπτεία των προβλημάτων, φαίνεται από λεπτομέρειες: Δεν ήταν, π.χ., σε θέση να δώσει ένα νούμερο στο πόσα εκλεγμένα μέλη ΔΕΠ παραμένουν αδιόριστα, ερώτημα το οποίο η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ είχε θέσει επανειλημμένα. Και αυτό σημαίνει ότι δεν διαθέτει αξιόπιστο επιτελείο συνεργατών. Αν δεν το φτιάξει ταχύτατα, η πρώτη φάση έχει λήξει πριν αρχίσει.
Εμείς τι κάνουμε;
Αν η Αριστερά έχει κάποιο λόγο ύπαρξης, είναι για να αλλάξει την κοινωνία. Και δεν θα το κάνει ούτε περιμένοντας να κάνει λάθη η κυβέρνηση (ή ο καπιταλισμός, ή η πλουτοκρατία, ή ο Ομπάμα), ούτε δίνοντάς τους πατρικές συμβουλές, ούτε καταγγέλλοντας τους ως ύπουλους, στυγνούς και άκαρδους.
Ούτε μπορεί με τις σημερινές τις δυνάμεις να αλλάξει τίποτα η Αριστερά. Ας μην ξεχνάμε ότι, στο άρθρο 16 ή στα συρματοπλέγματα του Ελληνικού, η Αριστερά δεν ήταν μόνη της στους δρόμους. Ήταν με πολλούς άλλους. Και δεν θα πολλαπλασιάσει τις δυνάμεις της παρακολουθώντας ως θεατής το πιγκ-πογκ ανάμεσα σε τεχνοκράτες και οπισθοδρομικούς. Ούτε απολογούμενη απέναντι στη θεματολογία που αυτοί βάζουν, αλλά εγκαλώντας τους, ως ηθικούς αυτουργούς των δεινών της κοινωνίας της ανισότητας.
Η Αριστερά οφείλει να αναπτύξει το δικό της πολιτικό λόγο, να συνδέσει τα προβλήματα με τις γενεσιουργές τους αιτίες, να διαλύσει το βολικό κάλυμμα της πολιτικής αμφισημίας.
Και, όπου έχει δυνάμεις, να παρέμβει.
* Βένιος Αγγελόπουλος (ang@math.ntua.gr), Εκπρόσωπος της Συσπείρωσης στην ΠΟΣΔΕΠ
[1] Υπάρχει καταγραφή στον ιστότοπο http://www.posdep.gr/index.php?option=com_docman&Itemid=126.