Ο Θεολόγος καθηγητής

Ο Θεολόγος καθηγητής ανάμεσα σε «μυλόπετρες» προκαταλήψεων

Του Αλέξανδρου Σταθακιού

(Θεολόγου καθηγητή)

Φαίνεται να είναι απλή η λύση του ζητήματος του μαθήματος των Θρησκευτικών για μια σεβαστή πλέον μερίδα «δημοσιολογούντων» και «δημοσιογραφούντων» σε χώρους, μέ­σα και έντυπα, που α­σκούν σημαντική επιρροή στην κοινή γνώμη: άμεσος και απόλυτος χωρι­σμός Εκκλησίας και Κράτους, αρχή που για πάρα πολλές από αυτές τις δηλώσεις, έχει ως συνέπεια την έξωση ή την περαιτέρω υποβάθμιση (ως «Ηθική», ή ως επιλεγόμενο μάθημα) του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Εκπαίδευση, αφού μετά το χωρισμό δεν θα είναι δυνατό η Πολιτεία να θέτει ως σκοπό της Δημόσιας Εκπαίδευσης και τη χριστιανική διαπαιδαγώγηση, πράγμα που ισχύει, τύποις τουλάχιστον, ακόμα και σήμερα. 

Ό,τι και να πιστεύει κανείς για τα παραπάνω, η πραγματικότητα είναι ότι η ελληνική κοινωνία βάζει πλέον ως ζήτημα προς διευθέτηση στο άμεσο μέλλον τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους και, όπως και να γίνει, ο χώρος δράσης του επιστήμονα και παιδαγωγού θεολόγου στην Εκπαίδευση κάθε βαθμίδας και στην κοινωνία θα επηρεαστεί από μια τέτοια εξέλιξη.

Αυτό το τελευταίο βέβαια, θα έρθει να προστεθεί ως «κερασάκι στην τούρτα» σε μια δύσκολη κατάσταση που βιώνει ο θεολόγος. Δρα ανάμεσα σε εκατέρωθεν διαμορφωμένα στερεότυπα, που τον αλέθουν σαν «μυλόπετρες».

Απαξίωση των θεολόγων

Από τη μία είναι η, όλο και πιο φωναχτή τελευταία, δυσκολία του κοινωνικού συνόλου να τον δεχτεί ως επιστήμονα. Όσοι από τους αποφοίτους των Θεολογικών Σχολών προσπάθησαν να ανοιχτούν σε διεπιστημονικά πεδία, συνήθως συνάντησαν την καχυποψία των περισσοτέρων μελών της επιστημονικής κοινότητας για το περιεχόμενο των σπουδών τους. Και αυτό, γιατί υπάρχει ένα ευρύτερα διαδεδομένο στερεότυπο: «Τώρα ήρθε και ο θεολόγος, για να μας κάνει κατήχηση», λένε συχνά αρκετοί επιστήμονες, όμορων μάλιστα χώρων, άνθρωποι δηλαδή που υπηρετούν άλλες ανθρωπιστικές ή πολιτιστικές επιστήμες (και η «κατήχηση», όχι άδικα, στην αντίληψη πολλών ταυτίζεται με την προπαγάνδα). Το στερεότυπο αυτό δεν είναι άσχετο με τη στάση των περισσοτέρων θεολόγων στο πρόσφατο παρελθόν. Μια στάση που και σήμερα συναντάται, παρ’ ότι είναι πλέον μειοψηφική.

Από την άλλη βέβαια, η θεσμική Εκκλησία, όχι λίγες φορές, βλέπει με καχυποψία αυτόν το «θεολόγο του κομπιούτερ» ως ένα θεολόγο που βγήκε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που βγαίνουν και οι άλλοι ειδικοί και δεν τον ελέγχει. Και αυτό δυστυχώς το στερεότυπο έχει περάσει σε πολλούς από τους πολίτες που ακολουθούν ενεργότερα στο ιδεολογικό πεδίο (δυστυχώς υπάρχει και αυτή η πραγματικότητα) τη θεσμική Εκκλησία.

Χώρος έρευνας και παιδείας

Ο άνθρωπος αυτός μοιάζει σαν ένα παιδί που διαλύθηκε η οικογένειά του και κανένας από τους δύο γονείς δεν θέλει να το πάρει.

Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση κάθε ένας και κάθε μία που έτυχε να σπουδάσουν Θεολογία και αναγνωρίζουν κάποιο ρόλο για τον εαυτό τους είναι αδύνατο να καθεύδουν. Είναι ανάγκη, επιτέλους, να διακηρυχθεί συλλογικά από τους κάθε βαθμίδας πτυχιούχους θεολόγους η ταυτότητά τους, ως ένας καθαρά χώρος έρευνας, επιστήμης, παιδείας γενικότερα «από την κοινωνία για την κοινωνία» και η πλήρης χειραφέτηση της θεολογικής επιστήμης από την εξουσία των εκκλησιαστικών θεσμών. Αυτή η θέση, βέβαια, δεν εμποδίζει όποιον θεολόγο θέλει να έχει πνευματική και αδελφική σχέση με το εκκλησιαστικό σώμα. Άλλο τέτοιας ποιότητας σχέση και άλλο η εξουσία.

Σε σχέση με το τελευταίο αξίζει να αναφέρω ότι αρκετοί αξιολογότατοι συνάδελφοι, ανάμεσά τους και ο π. Φιλόθεος Φάρος σε άρθρο του στη «Σύναξη», τοποθετούνται κριτικά απέναντι στην ανάγκη των θεολόγων να κατοχυρώσουν προς όλες τις πλευρές την επιστημοσύνη τους. Είναι απόλυτα δίκαιη αυτή η κριτική για όσους θέλουν να κατοχυρώσουν μια δήθεν «καθαρή επιστήμη», μια αντικειμενική επιστήμη «από καθέδρας». Ασφαλώς, το αν κάποιος είναι Ορθόδοξος Χριστιανός ή όχι μπορεί να τον επηρεάσει και να έχει μια ιδιαίτερη ματιά. Όπως μπορεί να επηρεάσει το αν είναι αριστερός ή δεξιός, το αν είναι διεθνιστής ή εθνικιστής και τόσα άλλα. Υπάρχουν άλλωστε μαρξι­στές και φιλελεύθεροι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι, χωρίς κανένας ποτέ να αμφισβητήσει την επιστημοσύνη τους. Άλλο όμως είναι αυτό και άλλο να θέλουμε να κατοχυρώσουμε ένα πεδίο πολιτισμικής πραγματικότητας, που ενδιαφέρει ευρύτερα την κοινωνία στην ομολογία και όχι σε κάποιες μίνιμουμ μεθοδολογικές αρχές, που μπορεί να γίνουν σεβαστές από όλους. Τελικά, μια τέτοια κατάσταση διαφυλάσσει ακόμη και την ίδια την Εκκλησία, γιατί δεν υπάρχει ο κίνδυνος οι ερμηνείες των δικών μας μετριοτήτων να τοποθετούνται στη θέση του Λόγου του Θεού. Αυτός, μόνο εν Συνόδω διατυπώνει για κρίσιμα για τη «σωτηρία του σύμπαντος κόσμου» ερωτήματα και με τέτοια γλώσσα, έτσι ώστε η Αλήθεια να μην ταυτίζεται με τη διατύπωσή της.

Η παραφιλολογία για το «θύραθεν»

Θέλω να πιστεύω ότι η παρέμβασή μου αυτή θα διευκολύνει έναν διάλογο, για να ξεπεραστούν κάποιες από τις αναστολές. Απευθύνομαι λοιπόν, κυρίως στους ανθρώπους που έχουν την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας και εξηγούμαι:

Όποιος τα προτείνει αυτά δεν είναι «σώνει και καλά» άθεος και δεν διακατέχεται από αντιεκκλησιαστικό πνεύμα, αλλά φροντίζει για την κατοχύρωση του χώρου του στο πλαίσιο της κοινωνίας, της δημόσιας παιδείας και των ακαδημαϊκών σπουδών.

Όλοι ξέρουμε ότι το εκκλησιαστικό σώμα δεν φοβήθηκε την καινοτομία και τους νεωτερισμούς, αλλά αντίθετα πολλές φορές τα αποδέχτηκε, ερμηνεύοντάς τα δυναμικά «υπό το φως της Ανάστασης του Χριστού». Όσοι θεολόγοι θέλουν να διατηρήσουν τη σχέση τους με το εκκλησιαστικό σώμα θα βοηθηθούν με ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα. Θα κάνει τη σχέση τους με την Εκκλησία πιο υγιή, σύμφωνα με τις πραγματικές προϋποθέσεις της ιδιότητάς τους.

Επειδή έχω περάσει από ελλαδική Θεολογική Σχολή, φαντάζομαι την υποτιμητική αντίδραση ορισμένων κύκλων στο άκουσμα και μόνο αυτών των εισαγωγικών αράδων. Αυτά είναι «θύραθεν» θα πουν. Είναι αλήθεια ακόμη και σήμερα, ότι πολλοί και ορισμένες φορές διακεκριμένοι θεολόγοι φοβούνται μη χαρακτηριστούν «θύραθεν» ή «κοσμικοί» από ορισμένους κύκλους, που δυστυχώς επηρεάζουν όχι μόνο τον κλήρο, αλλά και ένα μέρος όσων ακολουθούν ενεργότερα τη θεσμική Εκκλησία.

Τι σημαίνει «θύραθεν», όταν είναι η δική μου αλήθεια, ο κόπος μου, ο προβληματισμός μου; Πράγματα που ο Χριστός δεν έρχεται να τα καταργήσει, αλλά να τα απαντήσει και να τα φωτίσει σε έναν ζωντανό διάλογο, σε μια προσωπική σχέση, όπου το ανθρώπινο διασώζεται Αυτό δεν πάμε να πούμε στην κοινωνία; Γιατί, αν πάμε να πούμε διαφορετικά, τότε θα μας κλείσουν όλες τις πόρτες και καλά θα κάνουν.

Πέρα από τα τελευταία θυμικά μου επιχειρήματα, όλη αυτή η παραφιλολογία για το «θύραθεν» της επιστημονικής θεολογίας από τη μια, και για την καταξίωσή της στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών από την άλλη, έχει απαντηθεί ενδελεχώς εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια από τον μακαριστό πλέον Καθηγητή Νίκο Ματσούκα σε άρθρο του στο περιοδικό «Διαβάζω». Αν και αισθάνομαι ότι επαναλαμβάνω πράγματα, θα σημειώσω την παρομοίωσή που έκανε για το εκκλησιαστικό σώμα ως γυναίκας που γεννά (και παράγει πολιτισμό) και ως γιατρού γυναικολόγου του θεολόγου (που ασχολείται επιστημονικά με αυτόν τον πολιτισμό). Σίγουρα μπορεί να γεννηθεί παιδί χωρίς τη μεσολάβηση της επιστήμης. Όμως κανένας σώφρων γονιό ς δεν θα διακινδύνευε σήμερα να το επιχειρήσει

Η θεολογία ως σπουδή

Η επιστημονική θεολογία ξεκίνησε αξεδιάλυτα στην αρχή πλάι στην εκκλησιαστική πράξη, αλλά περιέλαβε γρήγορα όλες τις βασικές επιστημολογικές αρχές και μεθόδους που έχουν και σήμερα όλες οι ανθρωπιστικές επιστήμες. Σιγά-σιγά όμως άρχισε να αυτονομείται (Αλήθεια, πού κατατάσσουν οι πολέμιοι του «θύραθεν» τον Ιουστινιανό, τον Λέοντα τον Σοφό και τον κρατικό λειτουργό Φώτιο, πριν γίνει σε μια νύχτα πατριάρχης;) Είναι αλήθεια ότι σημείο καμπής υπήρξε η ίδρυση Ορθόδοξων Θεολογικών Σχολών με βάση τα προτεσταντικά πρότυπα, αλλά αυτό ήδη είναι πολύ μακριά. Τα Θεολογικά Τμήματα σήμερα νομιμοποιούνται να υπάρχουν εκτός και ανεξαρτήτως των  εκκλησιαστικών δομών, πιστεύω και από τις δύο πλευρές: από την κοινωνία των πολιτών μέσω της ακαδημαϊκής κοινότητας, γιατί υπηρετούν με νόμιμες επιστημολογικές αρχές και μεθόδους έναν διακριτό τομέα σπουδών.

Επίσης, όσο και αν στην αρχή θα φανεί ρηξικέλευθο, μπορούν να γίνουν αποδεκτά και από την Εκκλησία. Όχι βέβαια με τις προτεσταντικές προϋποθέσεις των αρχών του 190υ αιώνα. Όχι δηλαδή ως ένας λόγος που κατευθύνει την Εκκλησία, αλλά ως ένα εργαλείο που μπορεί να το χρησιμοποιήσει η Εκκλησία ελεύθερα και δυναμικά.

Και ας έρθουμε ξανά στο παράδειγμα του γυναικολόγου. Κάποιος μπορεί να έχει διάλογο με το γιατρό του, να ελέγξει τις μεθόδους του, να δει τί κάνουν και άλλοι συνάδελφοί του, να ελέγξει την ποιότητα των οργάνων που χρησιμοποιεί, αλλά, αν δεν είναι ο πιο ακραίος «Ταλιμπάν», δεν θα απορρίψει τη βοήθεια της ιατρικής επιστήμης.

Τι χρειάζονταν όλα τα παραπάνω; Απλούστατα γιατί, αν για τις θεολογικές σπουδές τίθεται το δίλημμα: Με την κοινωνία των πολιτών και χωρίς προκαθορισμούς, ή με την κηδεμονία της θεσμικής Εκκλησίας, κατά τη γνώμη μου πρέπει να δοθεί μια σαφέστατη απάντηση: Με την κοινωνία των πολιτών.

Τα θρησκευτικά μάθημα γνώσης

Με τα παραπάνω, κατά τη γνώμη μου, γίνονται σαφή και τα κίνητρα της θεσμικής Εκκλησίας, που ζητά συχνά να έχει λόγο για το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών.

Θα πρέπει βέβαια να τονίζει εδώ κανείς, ότι η θεσμική Εκκλησία εκμεταλλεύεται την ατολμία των εκάστοτε πολιτικών ηγεσιών του υπουργείου Παιδείας, οι οποίες δεν έχουν ξεκαθαρίσει το περιεχόμενο αυτού του μαθήματος για λόγους Ψηφοθηρικούς. Δεν έχουν αποφασίσει να πουν ανοιχτά ότι τα Θρησκευτικά είναι ένα μάθημα γνώσης του υπαρκτού θρησκευτικού πολιτισμού (με ιδιαίτερο ασφαλώς ενδιαφέρον για τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό, εξ αιτίας του χωροχρονικού εντοπισμού) και όχι μάθημα κατήχησης.

Δεν ειπώθηκε καθαρά ότι, για να σταθεί ένα τέτοιο μάθημα στα πλαίσια ενός ανοιχτού και διαπολιτισμικού πλαισίου Δημόσιας Εκπαίδευσης, δεν μπορεί να είναι ώρα προπαγάνδισης (έστω και «λάϊτ») μιας οποιασδήποτε Ομολογίας. Ακόμη και αν η πλειοψηφία των γονιών θέλει κάτι τέτοιο, δεν είναι δυνατό να μη δεχτεί κανείς το δικαίωμα των νέων να διαμορφώνουν ελεύθερα τη θρησκευτική τους συνείδηση, τουλάχιστον χωρίς σκόπιμη κρατική προπαγάνδα. Από την άλλη, η Πολιτεία πρέπει να έχει την υποχρέωση να μεταφέρει αδογμάτιστα πληροφορίες και γνώσεις για τον θρησκευτικό πολιτισμό που περιβάλλει τη νέα γενιά, γιατί, αν δεν το κάνει αυτό, αφήνει χώρο σε κάθε λογής φανατικούς, μάγους και φονταμενταλιστές να δράσουν. Αλλά και τι ποιότητα κατήχησης να δώσει κανείς σε ένα περιθωριοποιημένο μάθημα, ανάμεσα σε άλλα μαθήματα, με τα οποία δεν συνδέεται οργανικά; Έτσι, σε κάθε κρίση στο χώρο της Δημόσιας Παιδείας, το μάθημα των Θρησκευτικών κατηγορείται ως ένας ενδεικτικός αναχρονισμός της κατάντιας της Παιδείας.

Αν δει κανείς σε βάθος το ζήτημα, η Εκκλησία δεν βλάπτεται από μια τέτοια κατάσταση. Γιατί, με τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών και την ταυτόχρονη «επέλαση» του αιτήματος χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους, ευελπιστεί ότι κάποια στιγμή θα αναλάβει μόνη της τη θρησκευτική αγωγή των παιδιών, κάποιων παιδιών, και μάλιστα στα πλαίσια του σχολείου. Είναι ένα ενδεχόμενο και θα παλέψει γι’ αυτό. Μπορεί να της δοθεί ως αντάλλαγμα. Ήδη έχουν ακουστεί παραδείγματα χωρών, Π.χ. η Γερμανία, όπου τα Θρησκευτικά είναι επιλεγόμενο μάθημα, το οποίο διδάσκεται εντός σχολικού ωρολογίου προγράμματος από λειτουργούς της κάθε αναγνωρισμένης Ομολογίας. Για τη θεσμική Εκκλησία είναι μια λύση που την αναβαθμίζει σε παροχέα εκπαίδευσης (έστω περιορισμένης) στο χώρο της γενικής παιδείας. Για τους θεολόγους, επιστήμονες και παιδαγωγούς, όμως;

Ιεραποστολή με άλλον τρόπο

Συνεπώς, όλοι οι πτυχιούχοι Θεολογίας θα ήταν καλύτερα να παλέψουν για τα αναφαίρετα δικαιώματά τους στη ζωή και τη δημιουργία σε άλλο πλαίσιο και μήκος κύματος από τη θεσμική Εκκλησία. Χωρίς να χρησιμοποιούν ως ασπίδα την ορθόδοξη χριστιανική πίστη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αλλά την εκπαίδευση και τη διάθεσή  τους για αποτελεσματική εργασία. Δεν αντιπαρέρχομαι το γεγονός ότι στην πλειοψηφία τους οι θεολόγοι αισθάνονται μέλη της Εκκλησίας, πρέπει όμως να κατανοήσουν ότι ο χώρος δουλειάς τους στην κοινωνία δεν προσφέρεται για ιεραποστολή. Ή μάλλον καλύτερα, μπορούν να κάνουν και ιεραποστολή με άλλον τρόπο. Αυτοπαραιτούμενοι από τη διάθεση επέκτασης της Ομολογίας τους και προωθώντας τη συνάντηση, τη συνεννόηση και την αλήθεια του Άλλου, γίνονται, με τη σιγουριά τους, οι ίδιοι φωνές της Ανάστασης του Χριστού, χωρίς να χρειαστεί να κάνουν απολογητική.

Με όλα αυτά πιστεύω ότι η επάρκεια κάθε θεολόγου μπορεί να ζυγιαστεί στο αν δημιουργεί ένα κριτικό ενδιαφέρον για τον θρησκευτικό πολιτισμό, ανταποκρινόμενος στην πραγματικότητα του χειραφετημένου ανθρώπου (εν πολλοίς και του πιστού-μέλους της Εκκλησίας). Ο άνθρωπος σήμερα, αν ανήκει κάπου, θέλει να ανήκει μέσα από τον δικό του δρόμο και να κρατά και τις επιφυλάξεις του. Δεν δέχεται απαρασάλευτα δόγματα και γενικευτικούς κανόνες. Μπορεί να τον κοιμήσεις με την τηλεοπτική πλύση εγκεφάλου για λίγο, αλλά δεν μπορεί να δεχτεί στατικές καταστάσεις. Όσοι πιστεύουν ότι αυτή η εξέλιξη είναι κυρίως αρνητική, είναι αδύνατο να αποκτήσουν οργανικό σύνδεσμο με την κοινωνία. Τότε τους μένει μόνο η προπαγάνδα και η άμυνα μέσω θεσμικών διευκολύνσεων. Σαν το γονιό που χάνει τη σχέση του με την οικογένειά του και ζητά δικαστικές αποφάσεις, για να βλέπει τα παιδιά του.

ΠΗΓΗ: Η «Χριστιανική», 1084 (771), 3-4-2008,  http://www.xristianiki.gr/popup.php?aid=267

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.