Eναλλακτική πολιτική στο μεταναστευτικό

Σημεία για μια εναλλακτική πολιτική στο μεταναστευτικό ζήτημα*

 

του Θόδωρου Ντρίνια

 

Οι πρόσφατες ευρωεκλογές αποτέλεσαν ορόσημο στη συζήτηση για το μεταναστευτικό στη χώρα. Πριν τον Ιούνιο για τη μετανάστευση και τους μετανάστες μιλούσαν, κατά κύριο λόγο, είτε οι επίδοξοι θηρευτές τους είτε οι αυτόκλητοι σωτήρες τους. Σήμερα, σχεδόν όλοι κάτι έχουν να πούνε και κυρίως να προτείνουν, συχνά με μια ευκολία που εκπλήσσει! Μέσα σ' αυτόν τον ορυμαγδό απόψεων, βασική προϋπόθεση για την κατάθεση μιας συνεκτικής πολιτικής άποψης πάνω στα ζητήματα που θέτει στην κοινωνία μας το φαινόμενο της μετανάστευσης, είναι η προσέγγιση του ζητήματος από μια θέση αρχών και η ένταξή της στα πλαίσια μιας ευρύτερης πολιτικής στρατηγικής.

Δηλώνεται, λοιπόν, εξ αρχής ότι το παρόν σημείωμα θα κινηθεί εντός του πλαισίου που ορίζουν το ανθρωπιστικό και δημοκρατικό κεκτημένο του (όποιου) πολιτισμού μας και οι πτυχές της συλλογικής μνήμης ενός λαού προσφύγων και μεταναστών, του ελληνικού. Αυτό σημαίνει ότι «λύσεις» που κρυφά ή φανερά επιδιώκουν το αποτρεπτικό κροτάλισμα των πολυβόλων στα σύνορα και τις ακτές μας ή, αντίθετα, Νεγκρικές φαντασιώσεις [1] για την έλευση της πολυπόθητης «επανάστασης» με όχημα την «εισβολή του παγκόσμιου πλήθους» και την συνακόλουθη άρση του δικαιώματος μιας κοινωνίας να οριοθετείται, βρίσκονται εκτός του προαναφερόμενου πλαισίου και απορρίπτονται.

 

Λύση ή Διαχείριση;

 

Στην τρέχουσα συζήτηση για το μεταναστευτικό, δημιουργείται έντονα η αίσθηση ότι το ζήτημα μπορεί εύκολα ή δύσκολα να επιλυθεί. Αρκεί να ληφθούν 1,2,3,…,ν μέτρα και να συνδυαστούν κατάλληλα μεταξύ τους. Όμως, το μεταναστευτικό – όπως και το οικολογικό και άλλα κορυφαία ζητήματα της εποχής μας – είναι πρόβλημα υπερπολύπλοκο. Με τη σημερινή του μορφή, είναι συνδυαστικό αποτέλεσμα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, των γεωπολιτικών επιλογών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, της νέο-αποικιοκρατίας και της κατάρρευσης των οικοσυστημάτων, παραγόντων ήδη ισχυρά αλληλοεξαρτώμενων. Ταυτόχρονα, μεγεθυνόμενο, «επιστρέφει» και επηρεάζει τις ίδιες τις δομές των οικονομικών και γεωπολιτικών μεγα-συστημάτων που το πυροδότησαν, εντείνοντας την πολυπλοκότητα. Το να φαντάζεται κανείς ότι μπορεί να «λυθεί» ένα πλανητικής έκτασης ζήτημα χωρίς να αναιρούνται ή να τροποποιούνται οι παράγοντες που το δημιουργούν είναι σαν να πιστεύουν, για παράδειγμα, οι κάτοικοι μιας μικρής πόλης ότι απαγορεύοντας εντελώς τη χρήση των αυτοκινήτων θα γλιτώσουν οι ίδιοι από τις συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη! (Θα εξασφαλίσουν σίγουρα μια ανώτερη ποιότητα ζωής και θα γλιτώσουν από κάμποσα προβλήματα σχετιζόμενα με τη χρήση του αυτοκινήτου, η τρύπα του όζοντος όμως θα μείνει στη θέση της, για όσο τουλάχιστον το παράδειγμά τους δεν γενικεύεται!).

 Είναι ξεκάθαρο ότι, όσο οι παραδοσιακές κοινότητες του Τρίτου Κόσμου θα ξεπατώνονται από τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό και τις καταναλωτικές σειρήνες της Δύσης.  ολόκληρες περιοχές του πλανήτη, όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν, η Σομαλία, το Κονγκό, η Κεϋλάνη, επαρχίες του Πακιστάν, κλπ,  θα μετατρέπονται σε no man’s land εξαιτίας άμεσων ή έμμεσων ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων.  τεράστιες γεωγραφικές ζώνες θα ερημοποιούνται και θα γίνονται ακατοίκητες εξαιτίας της κλιματικής [1] αλλαγής και των οικολογικών καταστροφών, τόσο θα αυξάνονται κατά εκατομμύρια τα πλήθη των απελπισμένων (ή των στερημένων) που θα προσπαθήσουν να φτάσουν στη σιγουριά και στην ασφάλεια ή απλά στα …mall της Δύσης!

 Όσοι, επομένως, ισχυρίζονται ότι έχουν τη «λύση» ή τις «λύσεις» για το μεταναστευτικό στο τσεπάκι χωρίς να αμφισβητηθεί το παγκόσμιο μοντέλο ανάπτυξης και οι βασικές γραμμές διαίρεσης ανάμεσα σε κυρίαρχο «Βορρά» και κυριαρχούμενο «Νότο», είναι είτε αφελείς είτε λαϊκιστές δημαγωγοί είτε ομολογημένα ή ανομολόγητα συγκλίνουν στη «λύση» της ωμής και αιματηρής καταστολής. Αλλά ακόμα και η τελευταία μόνο βραχυχρόνια αποτελέσματα μπορεί να έχει. Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, οι «πραγματικές» λύσεις που θα διαμορφωθούν μέσα στον ορίζοντα του χρόνου είναι μόλις δύο: Είτε η αντιστροφή της τερατώδους διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, η οποία εξαπολύθηκε από τις άρχουσες τάξεις της Δύσης τα τελευταία 25 χρόνια και η ταυτόχρονη στρατηγική ήττα του ιμπεριαλισμού και ιδιαίτερα του ατλαντικού είτε η καλυμμένη ή απροκάλυπτη εξόντωση του ανθρώπινου αυτού «πλεονάσματος» για να διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη και η καταναλωτική χαύνωση των κοινωνιών της Δύσης [2]. (Ο Δυτικός πολιτισμός των τελευταίων 500 ετών έχει αποδείξει εξάλλου ότι, αν χρειαστεί, δεν φείδεται ούτε μαζικών δολοφονιών, ούτε στρατοπέδων συγκέντρωσης και κρεματορίων…).

 Συμπερασματικά, λύση χωρίς αλλαγή status quo δεν υπάρχει! Είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αυταπάτη και στη χειρότερη, σκέτη απάτη. Πώς μπορούμε, όμως, να αντιμετωπίσουμε τις παραλυτικές συνέπειες μιας τέτοιας διαπίστωσης; Πώς θα αντιμετωπίσουμε τα πιεστικά, καθημερινά προβλήματα που δημιουργούνται από τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα, αν δεν θέλουμε να παραδοθούμε στη νέου τύπου μοιρολατρία του ΚΚΕ περιμένοντας τη Δευτέρα Παρουσία της «σοσιαλιστικής αλλαγής» ή στη διανοητική αφασία των αναρχικών και των ποικίλων οπαδών των «ανοιχτών συνόρων»;

Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι το μόνο που μπορεί να γίνει είναι η διαχείριση του ζητήματος. Στόχος ουδόλως εύκολος και ισχυρής ενδεχομενικότητας καθώς στα πολύπλοκα προβλήματα, όπως το μεταναστευτικό, συχνά αχρηστεύεται η γραμμική αρχή του «παίρνω το Χ μέτρο για να έχω το Ψ αποτέλεσμα». Η διαπίστωση αυτή αποτελεί στοιχείο εγρήγορσης που καθιστά τη διαχείριση αίτημα καθημερινής δράσης, παρέμβασης και αλλαγής, δηλαδή αμιγώς πολιτική.

Σκοπός της είναι να λειτουργήσει ανακουφιστικά, εμποδίζοντας τα προβλήματα τα σχετιζόμενα με τη μετανάστευση να αποκτήσουν παροξυσμική μορφή και να αποδιαρθρώσουν τις κοινωνίες υποδοχής των μεταναστών ή να οδηγήσουν στην ευρεία θυματοποίηση των ίδιων των μεταναστών. Ταυτόχρονα πιστώνει με χρόνο τις διαδικασίες ανάπτυξης κινημάτων, τόσο στο «Βορρά» όσο και στο «Νότο», που θα αμφισβητήσουν τις ίδιες τις γενεσιουργές αιτίες των φαινομένων. (Στο «Νότο» οι διαδικασίες έχουν ήδη ξεκινήσει κυρίως στη Λατ. Αμερική, στη Μέση Ανατολή και σε τμήματα της Ν.Α. Ασίας.)

Γύρω από ποιους άξονες, λοιπόν, μπορεί να περιστραφεί μια πολιτική (και επαναλαμβάνω, όχι «τεχνοκρατική») διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος στην Ελλάδα; Περιληπτικά:

 

–   Στην διατήρηση και ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και στη δημιουργία μιας νέας «συνείδησης κοινωνίας» σαν ενοποιητικό και ταυτοποιητικό στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας που έχει προκύψει από την παρουσία των μεταναστών στη χώρα

–  Στην προάσπιση των δικαιωμάτων και της ποιότητας ζωής των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων που πλήττονται άμεσα από τις παρενέργειες του μεταναστευτικού φαινομένου.

–  Στη διαμόρφωση συνθηκών ισονομίας και ενσωμάτωσης για τους «νόμιμους» μετανάστες και αξιοπρεπούς και ασφαλούς διαβίωσης για τους «λαθραίους» [3].

–  Στην απόκρουση πιθανής εκμετάλλευσης του μεταναστευτικού ζητήματος για αμφισβήτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας από «εχθρούς» και «φίλους».

 Συμπερασματικά, απόψεις που ισχυρίζονται ότι υπάρχουν ενδεδειγμένες λύσεις αντιμετώπισης του μεταναστευτικού ζητήματος (χωρίς θεμελιώδεις αλλαγές στο παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό σύστημα και στα εθνικά υποσύστηματα) απομειώνουν τεχνητά την πολυπλοκότητα του προβλήματος, συσκοτίζουν την κατάσταση και αργά ή γρήγορα θα επικεντρωθούν στην καταστολή. Αντίθετα, απόψεις που προκρίνουν μια διαδικασία διαχείρισης του προβλήματος με ταυτόχρονη ανάπτυξη πολιτικών διαδικασιών άρσης ή εξασθένισης των αιτιών που το δημιουργούν, κρατάνε το πρόβλημα «γυμνό», στην πραγματική του διάσταση και επικεντρώνονται στην πρόληψη. Τέλος, απόψεις που προκρίνουν την απλή τεχνοκρατική διαχείριση του ζητήματος (π.χ. ΜΚΟ) ή την αδράνεια για ιδεολογικούς λόγους (αριστερισμός, κοινοβουλευτικός ή εξωκοινοβουλευτικός) ή ακόμα και τον παροξυσμό των συνεπειών του ζητήματος («ανοιχτά σύνορα», «μπάχαλο») σύντομα θα καταρρεύσουν από την ίδια τη δυναμική των προβλημάτων που ανακύπτουν.

 

Στόχοι μιας πολιτικής διαχείρισης

 

Με βάση τα παραπάνω, ποιοι θα ήταν οι στόχοι μιας εναλλακτικής πολιτικής για το μεταναστευτικό ζήτημα;

 Α. Η συγκράτηση του αριθμού των μεταναστών. Με ένα ποσοστό μεταναστών που πλησιάζει το 20% του συνολικού πληθυσμού – το μεγαλύτερο στην Ε.Ε., μεγαλύτερο και από πρώην αποικιακές δυνάμεις όπως η Μεγ. Βρετανία, η Γαλλία και η Ισπανία! – και με μια ισχνή, παρασιτική, παραγωγική βάση και ένα αποδιαρθρωμένο Κράτος Πρόνοιας, είναι φανερό ότι μια παραπέρα αύξηση του αριθμού των μεταναστών θα οδηγήσει με γοργούς ρυθμούς σε φαινόμενα κοινωνικής διάλυσης.  Μαζί θα μεγαλώσουν και τα «λουλούδια» που φύονται σε ένα διαλυμένο κοινωνικό έδαφος: πόλεμος «όλων εναντίον όλων», συμμοριτισμός, εκφασισμός, κλπ (και πάντως όχι η «επανάσταση» και η «κοινωνική αλλαγή» που φαντασιώνονται διάφοροι αφελείς, οι οποίες χρειάζονται συγκροτημένα κοινωνικά υποκείμενα και όχι αλληλοσπαρασσόμενες συμμορίες…).

Πάνω σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα θα γίνει η μεγάλη πολιτική σύγκρουση της επόμενης περιόδου. Ουσιαστικά θα αναμετρηθούν δύο λογικές. Η πρώτη, θα ζητήσει να εφαρμόσει το δόγμα Μπερλουσκόνι μετασχηματίζοντας το κλασικό «κυνήγι μαγισσών» σε «κυνήγι μεταναστών», χρεώνοντας στους εξαθλιωμένους «πάσαν νόσο…» του ελληνικού κοινωνικού και παραγωγικού σχηματισμού. Η «μηδενική ανοχή», τα πογκρόμ, τα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης-«Σπιναλόγκες», οι μαζικές επαναπροωθήσεις, τα «συμβόλαια θανάτου» με γειτονικά καθεστώτα (βλέπε Λιβύη) θα είναι τα όπλα που θα εμφανιστούν ως τα κατάλληλα για να κρατήσουν περιορισμένο τον λεγόμενο «αλλοδαπό εφιάλτη».

Η δεύτερη, και πιο δύσκολη, θα επιχειρήσει να στοχεύσει, αντί για τους μετανάστες, τους μηχανισμούς, εσωτερικούς και εξωτερικούς, που παροξύνουν το πρόβλημα και πάντα βέβαια στο μέτρο των δυνατοτήτων μιας μικρής χώρας όπως η Ελλάδα.

Έτσι, αντί για πογκρόμ σε βάρος των μεταναστών θα πρέπει να επιχειρηθεί πογκρόμ σε βάρος των δουλοκτητών. Όλων εκείνων των αφεντικών, μικρών και μεγάλων (ημεδαπών αλλά και ομοεθνών των μεταναστών), που τρέφουν εδώ και χρόνια το αίσχος της μαύρης και κακοπληρωμένης εργασίας, η οποία πλήττει Έλληνες και αλλοδαπούς εργάτες, διαλύει την εργατική τάξη, καταστρέφει μέσω της εισφοροδιαφυγής το ούτως ή άλλως ισχνό κράτος πρόνοιας και βυθίζει την οικονομία στα βαλτόνερα της παραοικονομίας. Η χώρα πρέπει να πάψει να είναι και να «διαφημίζεται» (στα κυκλώματα διακίνησης ανθρώπων) ως το δουλοκτητικό Ελντοράντο της Ευρώπης.

Αντί για «μηδενική ανοχή» απέναντι στους μετανάστες, θα επιλεγεί η «μηδενική ανοχή» απέναντι στα δουλεμπορικά κυκλώματα, γνωρίζοντας εξ αρχής ότι «αξιοσέβαστα» πρόσωπα των αρχουσών ελίτ της χώρας, «σοβαροί» επιχειρηματίες και εφοπλιστές, πολιτικό προσωπικό, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του κράτους και των σωμάτων ασφαλείας, καθώς και υπηρεσίες «φίλων και συμμάχων χωρών» είναι βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό στο χρυσοφόρο εμπόριο ανθρώπων. Ιδιαίτερα η ασφάλεια των συνόρων μας και η αντιμετώπιση των κρατών-δουλεμπόρων (π.χ. Τουρκία) θα πρέπει να αναβαθμιστεί σε ένα εκ των κορυφαίων ζητημάτων άσκησης διεθνούς διπλωματίας εκ μέρους της χώρας.

 Παράλληλα, μια εναλλακτική πολιτική θα επιχειρήσει να αποσοβήσει το ορατό πλέον ενδεχόμενο να μετατραπεί η χώρα σε μια απέραντη χωματερή ανθρώπων, για λογαριασμό των πλούσιων χωρών της Ευρώπης. Είναι ξεκάθαρο ότι δεκάδες χιλιάδες μετανάστες τα τελευταία χρόνια έχουν στην ουσία εγκλωβιστεί στην Ελλάδα κατά την (απέλπιδα) προσπάθειά τους να φτάσουν σε χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης, όπου τους περιμένουν φίλοι, συγγενείς και οργανωμένες κοινότητες ομοεθνών τους. Συνθήκες, όπως αυτή του «Δουβλίνου ΙΙ», την οποία οι οσφυοκάμπτες κυβερνήτες μας υπερψήφισαν αδιαμαρτύρητα (αν όχι με ζήλο), οδηγούν κατευθείαν στο ενδεχόμενο που προαναφέραμε. Η καταγγελία και αποχώρηση από αυτές τις Συνθήκες είναι εκ των ων ουκ άνευ και θα πρέπει να συνοδευτεί από την απόδοση ταξιδιωτικών εγγράφων σε ταυτοποιημένους μετανάστες που θέλουν να ταξιδέψουν σε άλλη χώρα της Ευρώπης. Συνάμα, για να έχει το ηθικό και πολιτικό ανάστημα η χώρα να προχωρήσει σε μια τέτοια ρήξη θα πρέπει να προχωρήσει στην άμεση απεμπλοκή της από τους τυχοδιωκτικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ όπου γης και στη μη συμμετοχή της σε επιθετικές ενέργειες σε βάρος χωρών του Τρίτου Κόσμου (π.χ. ναυτικές περιπολίες στη Σομαλία). Θα πρέπει να γίνει σαφές, σε όσες χώρες της Ε.Ε. επιθυμούν να διεξάγουν τον πόλεμό τους «ενάντια στην τρομοκρατία» (π.χ. στα υψίπεδα του Αφγανιστάν), ότι θα δεχτούν και τις «παράπλευρες» συνέπειες του πολέμου τους!

Τέλος, το ζήτημα των «επαναπροωθήσεων» μπορεί να αντιμετωπιστεί σε μια εθελοντική/ανθρωπιστική βάση.  Ήδη πολλοί απελπισμένοι, από την μη ευόδωση των σχεδίων τους, μετανάστες, ιδιαίτερα από χώρες του Τρίτου Κόσμου, επιθυμούν την επιστροφή στην πατρίδα τους και θα πρέπει να ενισχυθούν υλικά για να το πράξουν. Επιπρόσθετα, θα μπορούσαν να δοθούν κίνητρα επιστροφής μεταναστών στην πατρίδα τους για ένα νέο παραγωγικό ξεκίνημα εκεί είτε μέσω προσωπικής οικονομικής αποζημίωσης είτε ακόμη καλύτερα στα πλαίσια συνεργασιών διεθνούς αλληλεγγύης για την ανάπτυξη και την παραγωγική και οικονομική ενδυνάμωση περιοχών που μαστίζονται από τη φτώχεια και την εγκατάλειψη. Σε αυτά τα πλαίσια, η χώρα μας θα μπορούσε να προσφέρει πόρους και τεχνογνωσία συσφίγγοντας μέσω των μεταναστών τις σχέσεις της με λαούς και κινήματα του υπόλοιπου κόσμου, ιδιαίτερα του λεγόμενου «μη ανεπτυγμένου» [4].

 Β. Η απογκετοποίηση. Το σπρώξιμο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων σε πολεοδομικά και κοινωνικά γκέτο είναι μια διαδικασία με πολλαπλές αρνητικές συνέπειες και πολλά και διαφορετικά θύματα. Συντελείται σε περιοχές ήδη κοινωνικά και περιβαλλοντικά υποβαθμισμένες, όπου κατοικούν κοινωνικά στρώματα μη εχόντων Ελλήνων, σπρώχνοντάς τους ακόμη πιο κάτω στην κλίμακα της κοινωνικής υποβάθμισης και εξαθλίωσης. Παράλληλα, δημιουργεί συνθήκες μόνιμης έλλειψης προοπτικής για τους ήδη εξαθλιωμένους μετανάστες ενώ καταστρέφει τις ελπίδες και τα όνειρα για μια «φυσιολογική» ζωή παλαιότερων μεταναστών, οι οποίοι έχουν σχετικά αποκατασταθεί. Δημιουργεί «γκρίζες ζώνες» μέσα στα πολεοδομικά συγκροτήματα όπου βασιλεύουν ο φόβος, η ανασφάλεια, η ασθένεια, η καταπάτηση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο «νόμος του ισχυρότερου» και οι πιο ακραίες μορφές ταξικής και ανθρώπινης εκμετάλλευσης (18ωρη 7ήμερη εργασία, δουλεία, αναγκαστική πορνεία, κλπ). Εκεί μέσα αναπαράγονται ανεξέλεγκτα σκοτεινές και πολιτισμικά οπισθοδρομικές πρακτικές (με θύματα κυρίως γυναίκες και παιδιά), ενώ ανθεί το απεχθές και ταξικότατο φαινόμενο της συμμορίτικης και μαφιόζικης εγκληματικότητας (που πλήττει σχεδόν αποκλειστικά τα κατώτερα στρώματα του  πληθυσμού, Έλληνες και μετανάστες). Επιπλέον επιβιώνουν προϋπάρχοντες αιματηροί φυλετικοί και εθνοτικοί ανταγωνισμοί ή δημιουργούνται καινούριοι. Τελευταία συνέπεια, αλλά όχι ασήμαντη, είναι η πολιτική εκμετάλλευση της σκοτεινής όψης του γκέτο, για την ενίσχυση και τη διάχυση σε όλο το κοινωνικό σώμα ρατσιστικών και φασιστικών αντιλήψεων και πρακτικών.

Η διαδικασία δημιουργίας μεταναστευτικών γκέτο πρέπει οπωσδήποτε να μπλοκαριστεί και να αναστραφεί! Μια ευρεία γκάμα μέτρων χρειάζεται να ληφθούν σε αυτήν την κατεύθυνση. Κατ’ αρχάς, είναι απαραίτητη η απόδοση ταυτοποιητικών/νομιμοποιητικών εγγράφων για όλους και όλες. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι λαθραίος! Οι πολιτικοί πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο θα πρέπει να απολαμβάνουν τις πρόνοιες που καθορίζουν οι διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο ώστε να πάψει η χώρα να εξευτελίζεται και να διασύρεται διεθνώς. Ταυτόχρονα, επείγει η ανάπτυξη «ανοιχτών» και όχι «στρατοπεδικών» υποδομών στεγαστικής, υγειονομικής και επισιτιστικής μέριμνας για τα πιο εξαθλιωμένα στρώματα των μεταναστών που δεν έχουν τη δυνατότητα να αυτοσυντηρηθούν. Με αυτόν τον τρόπο θα αποφευχθούν φαινόμενα «Αγίου Παντελεήμονα» και «Εφετείου». Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να ληφθεί για τους ανήλικους ώστε να διασφαλιστεί η προστασία των δικαιωμάτων τους και η πρόσβασή τους στο εκπαιδευτικό σύστημα.

 Στην ίδια κατεύθυνση μπορεί να κινηθεί και το ζήτημα της ανάπτυξης των «κέντρων φιλοξενίας» για όσους δυστυχείς ξεβράζονται από τους δουλεμπόρους στις ακτές και τα βόρεια σύνορά μας. Η κατάσταση που επικρατεί πια στα υπάρχοντα κέντρα κράτησης σε νησιά όπως η Λέσβος, η Χίος και η Σάμος είναι ντροπή για τον πολιτισμό μας, ενώ οι «στρατοπεδικές» λύσεις που προωθούνται από την κυβέρνηση φέρνουν στο νου άλλες, μαύρες, εποχές.

Τέλος, δήμοι και κεντρική κυβέρνηση οφείλουν να υποχρεωθούν σε ευρείες πολεοδομικές και περιβαλλοντικές παρεμβάσεις για την ανάπλαση των ήδη υποβαθμισμένων συνοικιών και την ανάπτυξη υποδομών και κοινόχρηστων χώρων ενώ πρέπει να εξασφαλιστεί η καθημερινή αστυνόμευσή τους. Η κατανομή του μεταναστευτικού πληθυσμού εντός των πολεοδομικών συγκροτημάτων δεν μπορεί άλλο να αφήνεται στην «αόρατον χείρα» της αγοράς γης και στέγης αναπαράγοντας καθημερινά (για Έλληνες και αλλοδαπούς) το ταξικό δόγμα «όπου φτωχός κι η μοίρα του»! Είτε μέσω της ανάπτυξης κινήτρων (για τους ιδιοκτήτες), είτε κανονιστικά, πρέπει να επιχειρηθεί η κατανομή του μεταναστευτικού πληθυσμού τόσο σε «λαϊκές» όσο και σε «μεσαίες» ή «εύπορες» συνοικίες. Θα είχε ιδιαίτερο, μάλιστα, ενδιαφέρον, από τη σκοπιά της κοινωνικής δικαιοσύνης, η χωροθέτηση των προαναφερθέντων «ανοιχτών» υποδομών μέριμνας για τους άπορους μετανάστες και τα νεοεισερχόμενα στη χώρα θύματα του δουλεμπορίου, να γινόταν κατά προτεραιότητα στα απανταχού «βόρεια προάστια» των ελληνικών μεγαλουπόλεων…

 Γ. Η ενσωμάτωση των μεταναστών. Όλες οι επιμέρους πολιτικές διαχείρισης του μεταναστευτικού ζητήματος οφείλουν να συγκλίνουν σε αυτό το στόχο. Τα πολυπολιτισμικά φληναφήματα τα οποία κυριάρχησαν την περίοδο της απόλυτης κυριαρχίας του νεο-φιλελευθερισμού τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, καταρρέουν ήδη με εντυπωσιακό τρόπο, στις ίδιες τις χώρες των οποίων οι ελίτ τα πρωτοεισήγαγαν, τα εφάρμοσαν και τα «εξήγαγαν» (Γαλλία, Ολλανδία, Βρετανία, κλπ). Ο κατακερματισμός της βάσης της κοινωνίας σε «πολλούς πολιτισμούς», αλληλοαποκλειόμενους, αλληλοϋποβλεπόμενους και μεταξύ τους ανταγωνιστικούς, απετέλεσε μια ιδιαίτερα βολική μεταφορά του παλιού αποικιακού δόγματος «διαίρει και βασίλευε» στο ίδιο το εσωτερικό των κοινωνιών των ανεπτυγμένων δυτικών χωρών. Ο (δήθεν) σεβασμός των «πολλών πολιτισμών» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα επιτυχημένο εξουσιαστικό τρικ των κυρίαρχων ελίτ, ώστε να αναπαραχθούν νέοι διαχωρισμοί ανάμεσα στους κυριαρχούμενους και να είναι αδύνατη η συστράτευσή τους γύρω από ενιαίους, συλλογικούς στόχους διεκδίκησης της βελτίωσης της ζωής τους. Ταυτόχρονα υπονομεύθηκε και η υπεράσπιση των κεκτημένων με αγώνες δικαιωμάτων των κοινωνιών υποδοχής (για να μην μιλήσουμε καν για στόχους ριζικής κοινωνικής αλλαγής…). Σήμερα που η εξάντληση της ζωτικής ορμής του νεο-φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας σημαδεύεται από μια πρωτοφανή οικονομική κρίση, το δόγμα του πολυπολιτισμού δείχνει να καταρρέει μέσα σε φαινόμενα κοινωνικής διάλυσης, στους καπνούς από τις συγκρούσεις στα μητροπολιτικά προάστια, στις εκρήξεις των τρομοκρατικών βομβών, στο διάχυτο συμμοριτισμό, στην πλήρη περιθωριοποίηση και γκετοποίηση των ίδιων των πληθυσμών, στους οποίους δήθεν θα επιδεικνυόταν «σεβασμός στην πολιτισμική ιδιαιτερότητα» και στην εκρηκτική άνοδο της ακροδεξιάς.

 Ενσωμάτωση, στην ορολογία του παρόντος σημειώματος, δεν σημαίνει εξαναγκαστική αφομοίωση ούτε εξάλειψη των όποιων πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων (θρησκευτικών, καταγωγικών, εθιμικών, κλπ). Σημαίνει δύο ταυτόχρονες διαδικασίες: Η μεν κοινωνία υποδοχής κατανοεί, αποδέχεται και ενισχύει πρακτικά το αίτημα για ισόνομη και ισότιμη μεταχείριση των εισερχόμενων πληθυσμών, για διευρυμένη συμμετοχή τους στους θεσμούς, τις κοινωνικές και πολιτικές εκδηλώσεις (π.χ. εκπαίδευση, συνδικαλισμός, κόμματα, κλπ) και για σεβασμό στην πολιτισμική ιδιαιτερότητά τους. Οι δε εισερχόμενοι πληθυσμοί αποδέχονται την πολιτειακή συγκρότηση, τους θεσμούς, τις κοινωνικές κατακτήσεις και το εύρος των ατομικών δικαιωμάτων που έχουν προκύψει μέσα από μια συγκεκριμένη ιστορική πορεία της κοινωνίας υποδοχής [5]. Ο πολιτισμός που δύναται να προκύψει μέσα από μια τέτοια διαδικασία δεν θα είναι ο προϋπάρχων, αλλά ούτε και μια συρραφή «πολιτισμών». Ο στόχος είναι να επιτευχθεί μια νέα σύνθεση, της παλαιάς πραγματικότητας με τη διαλεκτική συνάντησή της με την μεταναστευτική πραγματικότητα. Αρκεί το «νέο» να κείται πιο πέρα ή πιο πάνω από το «παλαιό» και όχι πιο πίσω [6] …

 Ολοκληρώνοντας, φτάνουμε στο αναπόφευκτο ερώτημα: Μέχρι ποιο σημείο μπορούν να φτάσουν οι διαδικασίες της ενσωμάτωσης; Θα αγγίξουν και το κατώφλι της απόδοσης της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη; Η πραγματικότητα δείχνει ότι ένα μεγάλο τμήμα του πρώτου μεταναστευτικού ρεύματος των αρχών της δεκαετίας του ’90, ιδιαίτερα από χώρες της Βαλκανικής και της Ανατ. Ευρώπης, έχει προσαρμοστεί πλήρως στην ελληνική πραγματικότητα, έχει αποκατασταθεί εργασιακά, έχει αποκτήσει ακόμη και ιδιοκτησίες. Κοντολογίς, έχει οργανώσει τη ζωή του με τέτοιο τρόπο, ώστε να θεωρεί την Ελλάδα τον τόπο όπου θα ξοδέψει το υπόλοιπο του παραγωγικού βίου του ή έστω τον τόπο όπου θα ζήσουν και θα δημιουργήσουν τα παιδιά του. Αυτά τα ίδια εκπλήσσουν καθημερινά με την προσαρμοστικότητα που επιδεικνύει η πλειοψηφία τους, έτσι όπως αυτή  αναπτύσσεται κυρίως μέσω της συμμετοχής τους στο (δυστυχώς ελλειπές, αναντίστοιχο και μίζερο) δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Οπότε η απάντηση στην αρχική ερώτηση είναι θετική! Μπορούμε και πρέπει να διαβούμε και αυτό το κατώφλι. Τουλάχιστον, σε παιδιά και νέους που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν στην Ελλάδα από γονείς μετανάστες και εφ’ όσον το επιθυμούν, θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα να ενταχθούν σε διαδικασία απόκτησης της ελληνικής υπηκοότητας. Μια διαδικασία που θα ολοκληρωθεί μέσα από την αυστηρή και αποδεδειγμένη ικανοποίηση αντικειμενικών κριτηρίων που θα περιλαμβάνουν οπωσδήποτε: την άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας, τη γνώση της ελληνικής ιστορίας, στοιχειώδεις γνώσεις του πολιτειακού, πολιτικού και δικαιϊκού συστήματος και κυρίως των αντίστοιχων κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται και προστατεύονται μέσω αυτών, τη μη συμμετοχή σε παραβατικές/εγκληματικές πράξεις, καθώς και τη δέσμευση εκπλήρωσης των βασικών υποχρεώσεων ενός Έλληνα πολίτη.

 Μια τέτοια εξέλιξη εμφανίζεται ως δυνάμει απειλή στα μάτια πολλών συμπατριωτών μας, ιδιαίτερα όταν την κατανοούν μέσα στο τρέχον περιβάλλον σήψης, διάλυσης και παρακμής της νεοελληνικής κοινωνίας [7]. Εν μέρει δικαιολογημένα, καθώς τέτοιες κινήσεις τις εκτελούν με επιτυχία κοινωνίες με ζωτικότητα και αυτοπεποίθηση και όχι αδύναμα μορφώματα που στερούνται συλλογικού οράματος και προοπτικής. Δεν μπορούμε, όμως, να μην κατανοήσουμε, ότι επέχει και θέση ευκαιρίας. Η πλήρης οργανική και θεσμική ένταξη της δεύτερης γενιάς μεταναστών δύναται, υπό προϋποθέσεις,  να συμβάλλει θετικά στη διαδικασία ανάτασης του ράθυμου και παραιτημένου νεοελληνικού κοινωνικού σώματος, μπολιάζοντάς το με τα απωλεσθέντα αντισώματα της παραγωγικότητας και της δίψας για κοινωνική εξέλιξη και προκοπή.

 Ανεξαρτήτως της πεσιμιστικής ή αισιόδοξης οπτικής του καθενός, των δικαιολογημένων ή αδικαιολόγητων φόβων, της καταλληλότητας ή μη των διαδικασιών, υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη διαπίστωση που υπαγορεύεται από τη διαλεκτική της κοινωνικής πραγματικότητας της τελευταίας εικοσαετίας, αλλά και την απλή κοινή λογική: Δεν γίνεται να κρατάμε καθηλωμένους επ’ άπειρον στη θέση του «μετοίκου» χιλιάδες ανθρώπους που μπορούν και θέλουν να καταστήσουν επισήμως την Ελλάδα νέα τους πατρίδα. Δεν μπορούμε να στερούμε την προοπτική της πλήρους ενσωμάτωσης, μέσω της απόκτησης της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη, σε χιλιάδες ανθρώπους που το επιθυμούν και πληρούν τα κριτήρια που θα θέσουμε. Είναι επικίνδυνο να κατασκευάζουμε σαν κοινωνία το «περιθώριο», το οποίο αργότερα θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε. Τα όρια μεταξύ συνειδητής ενσωμάτωσης και συνειδητής (αυτό)περιθωριοποίησης είναι πολύ δυσδιάκριτα. Αρκεί ένα μικρό σπρώξιμο προς την μία ή την άλλη πλευρά. Αν σαν κοινωνία επιμείνουμε, ρητά ή άρρητα, στο σύνθημα-δόγμα «Αλβανέ, Αλβανέ δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ!», τότε να περιμένουμε σχετικά σύντομα τη στιγμή που ο πάσης φύσεως και καταγωγής «Αλβανός» δεν θα θέλει ο ίδιος να γίνει «Έλληνας». Και τότε ας μην προσποιηθούμε τους εμβρόντητους για ό,τι ακολουθήσει…

 Δ. Και η καταστολή, πού χωράει σε μια ανάλυση σαν αυτή που προηγήθηκε; Μα εκεί που την τοποθετεί κάθε αντίληψη που προκρίνει τη διαρκή αντιμετώπιση των αιτιών ενός προβλήματος και όχι την απλή καταπίεση των συμπτωμάτων του. Στη θέση του έσχατου μέσου, δηλαδή.

Η τρέχουσα περί καταστολής συζήτηση στο μεταναστευτικό ζήτημα συμπυκνώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην καταδίωξη των ίδιων των μεταναστών. Συλλήψεις, κέντρα κράτησης, επαναπροωθήσεις, συνοπτικές απελάσεις, άρνηση πολιτικού ασύλου, επιχειρήσεις-«σκούπα» και εκκενώσεις κτιρίων για τους πιο εξαθλιωμένους, συγκροτούν το λόγο της καταστολής. Η σπασμωδική εφαρμογή του από το ελληνικό κράτος (ιδιαίτερα μετά τις ευρωεκλογές) δεν αποκλείει μια πιο συστηματική εφαρμογή στο άμεσο μέλλον. Έχει και θα έχει, όμως, τα ίδια αναντίστοιχα αποτελέσματα με αυτά της εφαρμοζόμενης κατασταλτικής πολιτικής άλλων, πιο οργανωμένων και ισχυρών κρατών από το ελληνικό. Η αδυναμία του πανίσχυρου και τερατώδους Γιάνκικου κρατικού μηχανισμού να «προστατεύσει» τα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό από την παράνομη είσοδο εξαθλιωμένων Λατινοαμερικάνων, τείνει να καταστεί παροιμιώδης. Ούτως ή άλλως, το ζητούμενο μιας τέτοιας πολιτικής είναι το θέαμα της καταστολής και η πρόσληψή του από το «μέσο» πολίτη παρά τα όποια αποτελέσματά της [8].

Αντίθετα με τα παραπάνω, η καταφυγή σε κατασταλτικά μέτρα προϋποθέτει, ότι όλες οι πρόνοιες μιας ανθρωπιστικής και ρεαλιστικής μεταναστευτικής πολιτικής έχουν ληφθεί και ότι αυτή αποτελεί το τελευταίο μέσο για να προστατευθούν τα συμφέροντα και τα δικαιώματα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Μπορούμε να ονομάσουμε τέσσερις περιπτώσεις στις οποίες το παραπάνω κριτήριο πληρούται:

–  Τη συμμετοχή στη λεγόμενη «βαριά», συμμορίτικη ή μαφιόζικη, εγκληματικότητα.

–  Την πρόκληση εθνικού ή φυλετικού μίσους.

–  Την αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της χώρας.

–  Την αμφισβήτηση των κεκτημένων κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων.

Θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο σε όλες τις κατευθύνσεις ότι όποιοι θέλουν να μετατρέψουν τις γειτονιές των πόλεων σε «Χουάρεζ» και τους δρόμους τους σε πεδίο αιματηρής επίλυσης παλαιών και νέων μεταξύ τους εθνικών, φυλετικών και θρησκευτικών διαφορών, όποιοι στοχεύουν να παίξουν το ρόλο της «πέμπτης φάλαγγας» για να επιβάλλουν τον «ακρωτηριασμό» εθνικών εδαφών ή την πλήρη υποταγή της χώρας στις διαθέσεις «εχθρών» και «συμμάχων», όσοι τέλος επιθυμούν να επιβάλλουν το καταγωγικό τους φυλετικό, θρησκευτικό ή εθιμικό δίκαιο σε ομοεθνείς τους ή και στο σύνολο της κοινωνίας (!), πέρα από τον όποιο ποινικό κολασμό, θα υφίστανται και την οριστική απομάκρυνση (απέλαση) από τη χώρα. Ιδιαίτερα για την τελευταία κατηγορία, δεν μπορεί στο όνομα της «ανεκτικότητας» ή του σεβασμού στην «πολιτισμική ιδιαιτερότητα» να κάνουμε τα στραβά μάτια στην αναίρεση των όποιων κατακτήσεων ισότητας και ελευθερίας επέτυχε αυτή η κοινωνία, συχνά μετά από σκληρούς και αιματηρούς αγώνες. Συνεπώς, τα κορίτσια, όποιας καταγωγής, θα πηγαίνουν υποχρεωτικά στο σχολείο και δεν θα παντρεύονται από τα δέκα τους, οι λεγόμενες «μοιχαλίδες» δεν θα λιθοβολούνται, οι ομοφυλόφιλοι δεν θα προπηλακίζονται, νεαροί και νεαρές δεν θα εκτελούνται για «λόγους τιμής», γυναίκες δεν θα δέρνονται δημοσίως για παραδειγματισμό ή θα εξαναγκάζονται σε πορνεία, τα παιδιά δεν θα δουλεύουν σε φάμπρικες, άνθρωποι δεν θα πωλούνται ως σκλάβοι, κλπ. [9].

Ολοκληρώνοντας την εκτενή αυτή ενότητα οφείλουμε να υπενθυμίσουμε τον κίνδυνο που διατρέχει η παράθεση κάθε αναλυτικού σχεδίου αντιμετώπισης του μεταναστευτικού ζητήματος να θεωρηθεί ότι είναι Η ΛΥΣΗ. Κάτι τέτοιο, όπως αναφέρθηκε και εισαγωγικά, είναι μια αυταπάτη, καθησυχαστική και γι’ αυτό επικίνδυνη. Η φιλοδοξία του παρόντος σημειώματος ήταν, εκτός των άλλων, να περιγράψει τα σημεία-κλειδιά μιας διαδικασίας «διαρκούς επίλυσης» των ζητημάτων, που τίθενται από την πραγματικότητα της μετανάστευσης, στηριγμένης σε μια πολιτική αρχών. ανθρωπιστικών, δημοκρατικών, κοινωνικά απελευθερωτικών και γιατί όχι, πατριωτικών. Το «τέλος» της διαδικασίας είναι ανοιχτό σε κάθε ενδεχόμενο! Μπορούμε, όμως, να υποθέσουμε βάσιμα, ότι, αν δεν προκύψει κάποιος «εξωτερικός» Αρμαγεδών, θα καθοριστεί κύρια από το επίπεδο της κοινωνικής και πολιτικής διαπάλης στο εσωτερικό της χώρας.

Οφείλουμε, επίσης, να απαντήσουμε και στο εύλογο ερώτημα: «Μπορούν οι εξωνημένες και αδηφάγες άρχουσες ελίτ της χώρας, το άχρηστο και διεφθαρμένο ως το μεδούλι νεοελληνικό κράτος και μια κοινωνία αποπροσανατολισμένη και αποχαυνωμένη, να φέρουν εις πέρας ένα σύνθετο σχέδιο αντιμετώπισης του μεταναστευτικού ζητήματος»; Η απάντηση είναι απλή και είναι αρνητική! Δεν αφορά μόνο στο «μεταναστευτικό» αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα ζητήματα στρατηγικής σημασίας που θέτουν οι προκλήσεις των καιρών: το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης και του τύπου ανάπτυξης, της εθνικής ανεξαρτησίας και των διεθνών σχέσεων, της δημοκρατίας και της προστασίας του περιβάλλοντος. Το νεοελληνικό «παράσιτο» μπορεί μόνο να παρασιτεί, ενίοτε και να κανιβαλίζει. Δεν μπορεί με τίποτε να προωθεί λύσεις ή έστω καν να τις περιγράφει. Για να πραγματοποιηθεί ένα μέρος μόνο των όσων περιγράψαμε στην ενότητα που καταλήγει εδώ, χρειάζεται μια πολιτική που θα προσδιορίζεται ξανά με το ξεχασμένο και λοιδωρημένο επίθετο επαναστατική! Σε ποιο/α κοινωνικό/ά υποκείμενο/α θα στηριχτεί και ποιο πολιτικό υποκείμενο θα την οργανώσει και προωθήσει είναι ένα άλλο σημαντικό ερώτημα που θα μας απασχολεί ολοένα και συχνότερα στο μέλλον…

 

Θύμα και θύτης

 

Παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση, εντοπίζει κάποιος ένα  γεγονός που προκαλεί έκπληξη. Πολλοί, ακόμα και άνθρωποι που ορθά αναλύουν τις οικονομικές και γεωπολιτικές αιτίες του φαινομένου της σύγχρονης μετανάστευσης και τονίζουν την πλανητική του διάσταση, όταν έρθει η ώρα να μιλήσουν για την κατάσταση στην Ελλάδα, συμπεριφέρονται σαν να βρίσκεται αυτός ο τόπος σε άλλο πλανήτη ή να έχει πέσει θύμα κάποιας χθόνιας συνομωσίας. Σου δίνεται η εντύπωση, ότι το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης σχεδόν εφευρέθηκε για να εξαφανίσει από το χάρτη ειδικά τη χώρα μας! Είναι αλήθεια, ότι η Ελλάδα ως χώρα-σύνορο δύο κόσμων (Ανατολής και Δύσης) θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα σε παροξυσμική μορφή. Είναι αλήθεια, ότι η παροξυσμικότητα εντείνεται από το ανεκδιήγητο ελλαδικό κράτος και τις παμφάγες και ανίκανες άρχουσες ελίτ που διαπλέκονται μαζί του. Είναι αλήθεια, ότι γίνεται γεωπολιτική χρήση των μεταναστευτικών ρευμάτων για να αμφισβητηθούν κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας (βλέπε Τουρκία). Όπως, τέλος, είναι αδιαμφισβήτητη αλήθεια, ότι η Ελλάδα ουδέποτε διατέλεσε αποικιακή, νέο-αποικιακή ή ιμπεριαλιστική δύναμη (όπως συνέβη και με φτωχότερες χώρες από αυτήν, π.χ. την Πορτογαλία), ώστε να χρεώνεται ευθέως την αποδόμηση και καταλήστευση ολόκληρων περιοχών του πλανήτη. 

 Ταυτόχρονα, είναι αλήθεια και ότι η χώρα είναι προθύμως ενταγμένη σε υπερεθνικούς θεσμούς (Ε.Ε., ΝΑΤΟ), οι οποίοι με τις πολιτικές τους είναι από τους κύριους δημιουργούς της συγκεκριμένης θλιβερής κατάστασης. Είναι αλήθεια, ότι αν και παραγωγικά υπανάπτυκτη, καταναλωτικά εντάσσεται στην ομάδα των υπεραναπτυγμένων χωρών της Δύσης. Μέσω αυτού του καταναλωτικού βραχίονα, συμμετέχει ενεργά στην εκχέρσωση και την αποδιάρθρωση του Τρίτου Κόσμου. Για να τραφεί, μετακινηθεί και χαζολογήσει, ο υπέρβαρος κρεατοφάγος, αυτοκινητοεξαρτώμενος και γκατζετάκιας «μέσος» Νεοέλληνας, πρέπει μακρινοί τόποι και οι άνθρωποί τους να εκτεθούν στις ίδιες καταστροφικές/διαλυτικές συνθήκες με αυτές που επιτάσσει η διατήρηση ενός παρόμοιου μοντέλου ζωής του «μέσου» Γερμανού, Καναδού ή Αυστραλού. Είναι, τέλος, αλήθεια, ότι τα εκτεταμένα μεσαία στρώματα και οι άρχουσες ελίτ της χώρας, εν πολλοίς, στήριξαν τις δεκαετίες του ’90 και του ’00 την ευμάρεια, το καταναλωτικό τους ντελίριο και την πολιτική τους ηγεμονία στην υπερεκμετάλλευση των ξένων εργατικών χεριών (και στη συνακόλουθη σχεδιασμένη υποβάθμιση, μέχρις εξαφανίσεως, της ντόπιας οργανωμένης εργατικής τάξης). Εγκαθιδρύθηκαν σχέσεις οιονεί δουλοκτησίας, σε τέτοια έκταση, σε όση δεν απαντώνται σε πραγματικά αναπτυγμένες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά. Η Ελλάδα των τελευταίων δύο δεκαετιών παραμένει παραγωγικά «Ψωροκώσταινα», αλλά δεν είναι πλέον ούτε «πτωχή» ούτε «τίμια».

Το επιχείρημα, λοιπόν, ότι το κόστος της μετανάστευσης θα πρέπει να «το πληρώσουν αυτοί που το δημιούργησαν», εννοώντας όλους τους άλλους πλην Ελλάδος, είναι κολοβό. Δικαίως, ένα τμήμα της «λυπητερής» θα έρθει και σε μας. Το ζήτημα είναι να πρόκειται για το τμήμα που πραγματικά μας αντιστοιχεί. Και ακόμα σημαντικότερο είναι, στο εσωτερικό, να κατανεμηθεί ευθέως ανάλογα με το ύψος της κοινωνικής πυραμίδας, στο οποίο ο καθείς μας βρίσκεται!

 

Το πολιτικό διακύβευμα

 

Μέχρι τις περασμένες Ευρωεκλογές, στο θολό τοπίο που δημιούργησε η χρόνια  μη-πολιτική των διαδοχικών κυβερνήσεων για το μεταναστευτικό ζήτημα, κυριάρχησαν δύο ακραίες και κοινωνικά μειοψηφικές (προς το παρόν) προσεγγίσεις. Η μία αντιμετωπίζει τους μετανάστες περίπου ως «κατάρα», ενώ η άλλη περίπου ως «ευλογία»! Σύμφωνα με την πιο ακραία εκδοχή της πρώτης, για όλα τα δεινά του δύσμορφου νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού φταίει «ο αλλοδαπός εφιάλτης». Στην ακραία εκδοχή της δεύτερης, για όλα φταίνε «οι κακοί, βολεμένοι και εκ γενετής ρατσιστές Έλληνες».

Στην πρώτη, συνενώνονται ποικίλης προελεύσεως δυνάμεις, από τους κανίβαλους ναζιστές της Χρυσής Αυγής, τους «φασίστες με πολιτικά» του ΛΑΟΣ, χώρους της λεγόμενης λαϊκής Δεξιάς έως απομεινάρια του μέχρι πρότινος λεγόμενου «πατριωτικού χώρου», προερχόμενα κυρίως από το παλαιό παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ [10]. Παρά τις σαφείς επιμέρους διαφοροποιήσεις, οι δυνάμεις αυτές, είτε με ενθουσιασμό είτε με «κρύα καρδιά» ουσιαστικά συγκλίνουν στην ηγεμονία της καταστολής και των διωγμών σε βάρος των μεταναστών, ως το ενδεδειγμένο πλαίσιο «λύσης» των προβλημάτων που δημιουργεί η μεταναστευτική πραγματικότητα.

 Ποικίλες είναι και οι δυνάμεις που καλύπτονται από τη δεύτερη προσέγγιση. από υπερ-νεοφιλελεύθερους μέχρι άτομα και οργανώσεις προερχόμενα από την παραδοσιακή αριστερά, αριστεριστές και το σύνολο σχεδόν του αναρχικού χώρου. Κι εδώ, οι διαφορετικές αφετηρίες δεν εμποδίζουν τη σύγκλιση σε μια «αγιοποιητική» απεικόνιση της μετανάστευσης και του μετανάστη. Για τους νεοφιλελεύθερους, η διαρκής εισροή πληθυσμών είναι «ευλογία» για το Κεφάλαιο, καθώς δημιουργεί έναν αενάως αναπληρούμενο εφεδρικό εργατικό στρατό, ενώ παράλληλα αποτρέπει την όποια συγκρότηση της εργατικής τάξης σε ανταγωνιστικό υποκείμενο. Οι ανταγωνισμοί αναπτύσσονται μεταξύ των διαφόρων πληθυσμών που συγκροτούν τη βάση της κοινωνίας. Ντόπιοι εναντίον ξένων, παλιοί μετανάστες εναντίον νεοεισερχόμενων, …Σιχ εναντίον Ινδουιστών και ο κατάλογος δεν έχει τέλος, ενώ το Κεφάλαιο συνεχίζει αμέριμνο το αρχέγονο ταξίδι του προς αναζήτησιν της …υπεραξίας. Αντίθετα, για πολλούς αριστερούς και αριστερίζοντες, οι μετανάστες έρχονται να καλύψουν το κενό που τους κληροδότησε η κατάρρευση του ’89. Στη θέση του εκλιπόντος εργατικού υποκειμένου, το οποίο δεν κατάφερε τελικά να «ανταποκριθεί» στον υπερ-ιστορικό ρόλο που του είχε αναθέσει η ίδια Αριστερά, τοποθετούνται τώρα οι μετανάστες. Το νέο «υποκείμενο» είναι ιδιαίτερα βολικό. Είναι αρκούντως εξαθλιωμένο, καταπιεσμένο και διεθνικό, ώστε να προσομοιάζει με το «προλεταριάτο» ή τον «λαό» των «νεανικών» μας χρόνων. Δεν φέρει μάλιστα και επαναστατικές αξιώσεις. Κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τη συγκεκριμένη αριστερά, η οποία από το ΄74 και μετά (ίσως και από παλαιότερα) αντάλλαξε την ισόβια παραμονή της στην αντιπολίτευση με τη θεσμική αναγνώρισή της και την κοινωνική τακτοποίηση και ανέλιξη της πλειοψηφίας των μελών της. Έτσι, σήμερα, χωρίς ιδιαίτερο κόστος, αναθέτει στον εαυτό της το βολικό ρόλο της «κιβωτού των αξιών» – ανθρωπισμός, αλληλεγγύη, αδελφοσύνη, ευαισθησία, ατομικά δικαιώματα, αντιαυταρχισμός, κλπ – και η μεταναστευτική πραγματικότητα είναι ιδανικό πεδίο για την εκδίπλωση του ρόλου αυτού. Ο νεοφανής αυτός αριστερός ηθικισμός συμπληρώνεται με μιαν ενοριακής (ή τύπου ΜΚΟ) μορφής δράση. Η σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση με τα προβλήματα μιας μόνο κατηγορίας «κατατρεγμένων» (εν προκειμένω, των μεταναστών), ο φιλανθρωπικός ακτιβισμός και ο ακτιβισμός των δικαιωμάτων, παρά την κραυγάζουσα ριζοσπαστικότητά τους, με δυσκολία κρύβουν την ουσιαστική παραίτηση από την ενασχόληση της αριστερής πολιτικής με το σκληρό πυρήνα των μεγάλων προβλημάτων της εποχής μας, δηλαδή τον εντοπισμό των γενεσιουργών αιτιών και τη συγκρουσιακή αναίρεσή τους. Τέλος, ένα τμήμα της «ριζοσπαστικής» αριστεράς και ο αναρχικός χώρος, πέρα από την εργαστηριακή ανακάλυψη ενός υποκειμένου «που να αξίζει κανείς να ασχοληθεί μαζί του», αντιμετωπίζουν τους μετανάστες με μια σχεδόν μεσσιανική προσμονή και για έναν ακόμη λόγο. Εφ’ όσον οι λαοί αρνήθηκαν να «υπακούσουν» και να ρίξουν από μόνοι τους τα σύνορα του έθνους-κράτους (όπως επέτασσαν διάφορες παρελθούσες επαναστατικές τελεολογίες), εφ’ όσον και το παγκοσμιοποιητικό κύμα δεν μπορεί απ’ ό,τι φαίνεται να πετύχει το ίδιο (όπως ήλπισαν προσωρινά οι οπαδοί της «άλλης» παγκοσμιοποίησης), τότε τα σύνορα θα σαρωθούν «αντικειμενικά» από το μεταναστευτικό ρεύμα! Ως είθισται σε χώρους παροξυσμικής ιδεοληψίας, «αν ο λαός δεν αλλάζει,  τότε αλλάζουμε λαό»! Τίποτα πιο εύγλωττο για τη «λογική» αυτής της άποψης από το γνωστό σύνθημα των Εξαρχείων: «Μετανάστες, μην μας αφήνετε μόνους με τους Έλληνες»!

Τόσο η προσέγγιση της «καταστολής» όσο και η «αλληλέγγυα» και «no border» αντίθετές της αδυνατούν να προσφέρουν από μόνες τους ένα στοιχειώδες πλαίσιο αντιμετώπισης των ζητημάτων που θέτει το σύγχρονο μεταναστευτικό φαινόμενο (η δεύτερη δεν το επιθυμεί καν). Παρά την αναντίρρητη διαφορά στην «ηθική» των κινήτρων και των στόχων τους, μοιράζονται την ίδια πολιτική αδυναμία. Βόσκοντας στα βαλτοτόπια του ιδεαλισμού, προσέρχονται στη δημόσια συζήτηση με προκατασκευασμένες κατηγορίες για τη φύση και το ρόλο της μετανάστευσης, στις οποίες επιδιώκουν να στριμώξουν την απείρως πολυπλοκότερη πραγματικότητα. Με αυτόν τον τρόπο, ισοπεδώνουν την κριτική σκέψη και εξοβελίζουν την Πολιτική από το πεδίο της αντιπαράθεσης.

 Όμως, το φαινόμενο της μετανάστευσης είναι παρόν και τα ζητήματα που καθημερινά θέτει στην κοινωνία θα απαιτήσουν απαντήσεις. Οι απαντήσεις που θα δοθούν θα συναρθρωθούν εξ αρχής με άλλες που αφορούν στα ζητήματα της οικονομικής κρίσης, της παραγωγικής κατάρρευσης και των γεωπολιτικών περιορισμών ή κινδύνων για τη χώρα. Ο χαρακτήρας που θα έχουν δεν θα εξαρτηθεί από τη φύση του φαινομένου ως τέτοιου. Αλλά από το είδος και την ένταση της διαπάλης για ηγεμονία μεταξύ των αρχουσών ελίτ και των (όποιων) κοινωνικών παικτών-ανταγωνιστών τους στο εσωτερικό της χώρας.

Στην προοπτική αυτής της διαπάλης, η δεύτερη προσέγγιση που αναφέραμε προηγουμένως, η «αλληλέγγυα», εξαιτίας της χαρακτηριστικής απάθειας ή ακόμη και επιθετικής εμπάθειας με την οποία αντιμετωπίζει τα προβλήματα που δημιουργεί η μεταναστευτική πραγματικότητα στα λαϊκά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, δεν έχει να προσφέρει πολλά πράγματα. Γι αυτό και σύντομα θα περιθωριοποιηθεί πολιτικά. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα κατορθώσει να προωθήσει ένα στοιχειώδες δίκτυ προστασίας και μέριμνας για ορισμένους μόνο από τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς. Στη χειρότερη, θα ενισχύσει άθελά της, με τις προκλήσεις της, τις στοχεύσεις των αρχουσών ελίτ.

Αντίθετα, η πρώτη προσέγγιση, της «καταστολής», με τη δήθεν «φιλολαϊκή» της απεύθυνση, έχει να «προσφέρει» κάτι ιδιαίτερα σοβαρό: το αίτημα του αυταρχισμού, σαν «σημειακού ελκυστή» της δημόσιας συζήτησης για τη μετανάστευση. Σε αυτόν θα προσανατολιστεί η πολιτική της άρχουσας κοινωνικής μειοψηφίας, ενώ παράλληλα θα επιχειρηθεί να διαρπαγεί η συναίνεση της κοινωνικής πλειοψηφίας.

 Είναι βέβαιο, ότι οι ελίτ δεν έχουν όρεξη να αυτοκτονήσουν, αλλά να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη αναπαραγωγή τους. Διαδικασία ιδιαίτερα απαιτητική σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης, όπου οι παρελθούσες, ευρύτερες συναινέσεις γύρω από αιτήματα ατομικής ευμάρειας δεν αντέχουν πια. Μπορούμε να διακινδυνεύσουμε την πρόβλεψη, ότι η φάση της «ανεκτικότητας» εξεμέτρησε το ζην της. Το «μεταναστευτικό» προσφέρει μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να ανασυρθούν από το πολιτικό οπλοστάσιο και να νομιμοποιηθούν ευρύτερα τα όπλα του «αυταρχισμού» και της «καταστολής», τα οποία θα χρησιμοποιηθούν εν συνεχεία και στην «επίλυση» των υπολοίπων «καυτών» κοινωνικών ζητημάτων. Είναι ενδεικτική η στάση των δύο μεγάλων κομμάτων την επομένη των Ευρωεκλογών. Η καταρρέουσα σε όλα τα μέτωπα κυβέρνηση, βρήκε εν τούτοις το σθένος να εξαπολύσει την επιχείρηση «νόμος και τάξη», έστω και στη γελοιογραφική εκδοχή Μαρκογιαννάκη. Ενώ το ΠΑΣΟΚ προχώρησε πιο πέρα διακηρύττοντας το δόγμα της «μηδενικής ανοχής» απέναντι στη λαθρομετανάστευση! Σε ζηλευτή συγχορδία και όλοι οι μεγαλοδημοσιογράφοι των καναλιών και των εφημερίδων των «νταβατζήδων», οι οποίοι από πιστοί του «πολυπολιτισμού» μετατράπηκαν εν μία νυκτί σε «εθνικά» και «κοινωνικά» ανησυχούντες! Σε όσους, τέλος, αμφιβάλλουν (όχι αναιτιολόγητα) για το αν μπορούν οι συγκεκριμένες ελίτ και το συγκεκριμένο κράτος-μπάχαλο να συλλάβουν και να εκτελέσουν ένα σχέδιο ευρείας καταστολής, έστω αρχικά εναντίον των μεταναστών, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε γνωστά ιστορικά στοιχεία. Υπήρξαν δυνάμεις σε αυτόν τον τόπο, που διεξήγαγαν με αποφασιστικότητα, με επαρκή κοινωνική συναίνεση και εν τέλει επιτυχία, έναν σκληρό και αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και στη συνέχεια εγκαθίδρυσαν ένα πρόδρομο καθεστώς τρομοκρατίας και αποκλεισμού, πρότυπο για νεώτερα φιλοδυτικά αυταρχικά καθεστώτα όπου γης, το οποίο επέζησε μέχρι το 1974 και κάποιες πλευρές του μέχρι το 1981. Στο γονιδίωμα των ελίτ του νεοελληνικού σχηματισμού το γονίδιο της «ανικανότητας» δεν εμποδίστηκε ποτέ από το να συνυπάρχει με το γονίδιο του «αυταρχισμού». Το τελευταίο εντοπίζεται και σε ικανό ποσοστό του κοινωνικού σώματος.

 Μια εναλλακτική πολιτική που επιθυμεί να είναι ανταγωνιστική στην κυρίαρχη, οφείλει να κατανοήσει, ότι το ενδεχόμενο της εντεινόμενης καταστολής σε βάρος των μεταναστών είναι ανοιχτό αν όχι ιδιαίτερα πιθανό. Η πρόδηλη αναποτελεσματικότητά της δεν θα εμποδίσει τους εισηγητές μιας τέτοιας πολιτικής από το να την εφαρμόσουν. Τους προσφέρει μια ιδανική ευκαιρία αποπροσανατολισμού των απλών ανθρώπων από τα αίτια και τους υπαίτιους των προβλημάτων τους, ενώ αποτελεί γενική δοκιμή για την επέκτασή της καταστολής, του αυταρχισμού, του ελέγχου και της παρακολούθησης και σε άλλα τμήματα της κοινωνίας, αν χρειαστεί (π.χ. νεολαία).  Συνεπώς, μια εναλλακτική πολιτική παρέμβαση για το μεταναστευτικό ζήτημα θα μπορούσε να επικεντρωθεί στα ακόλουθα σημεία:

 Ανάπτυξη ενός δυναμικού μοντέλου διαχείρισης των προβλημάτων που δημιουργεί η μεταναστευτική πραγματικότητα, σαν αυτό που στοιχειωδώς και μόνο επιχειρήθηκε στο παρόν σημείωμα.

Ανοιχτή σύγκρουση με τους πολιτικούς χώρους που προωθούν μια ατζέντα καταπίεσης και τρομοκράτησης των μεταναστών. Ο στόχος τους δεν είναι οι μετανάστες, αλλά η προώθηση της ανθρωποφαγικής ατζέντας τους σε όλο το κοινωνικό σώμα.

Αντιπαράθεση με ενδεχόμενες κρατικές πολιτικές καταστολής που θα χρησιμοποιήσουν τη μετανάστευση και τους μετανάστες ως πρόσχημα για τον αποπροσανατολισμό και την αυταρχικοποίηση της εσωτερικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής.

 

Επίλογος

 

Συνοψίζοντας, το Μεταναστευτικό ζήτημα παροξύνεται. Την ίδια στιγμή παροξύνονται και τα υπόλοιπα καίρια ζητήματα: της Παραγωγής/Οικονομίας, της Οικολογίας, της Δημοκρατίας, της Εθνικής Ανεξαρτησίας. Η ελληνική κοινωνία εισέρχεται σταδιακά σε μια περίοδο γενικευμένης κρίσης. Οι κίνδυνοι που εμφανίζονται είναι πλέον ορατοί και απειλούν τη συνοχή ακόμα και την υπόσταση του νεοελληνικού κοινωνικού μορφώματος. Ταυτόχρονα, δημιουργείται εκ των πραγμάτων μια τεράστια ευκαιρία. Βεβαιότητες, αυταπάτες, βολικά σχήματα και η όζουσα ακινησία των τελευταίων ετών καταρρέουν. Η επικράτεια του «πιθανού» διευρύνεται ξανά, φέροντας πάλι την Πολιτική στο προσκήνιο. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η δυνατότητα ενός εναλλακτικού κινήματος-φορέα μιας εναλλακτικής και ανταγωνιστικής προς την κυρίαρχη πολιτικής, αποκτά ξανά τη ζωογόνο ισχύ της. Η εναλλακτική/ανταγωνιστική αυτή πολιτική, θα αμφισβητήσει έμπρακτα την ηγεμονία των αρχουσών ελίτ και θα επιχειρήσει να δώσει έναν άλλο προσανατολισμό στην κοινωνία προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων της, ενώ θα επιδιώξει να αναζωογονήσει τη συνοχή της, ενσωματώνοντας πλευρές της σύγχρονης πραγματικότητας (συμπεριλαμβανομένης της μεταναστευτικής).

 

Υποσημειώσεις

 

1 Για περισσότερα βλέπε το βιβλίο των Χάρντ και Νέγκρι, «Αυτοκρατορία», εκδ. Scripta.

2 Για παράδειγμα, είναι κοινό μυστικό ότι ο Μπερλουσκόνι, ήδη, πληρώνει εκατομμύρια ευρώ στον Καντάφι για να βυθίζει τα πλοιάρια με τους πρόσφυγες από το Ανατολικό κέρας της Αφρικής (ιδιαίτερα, τη Σομαλία). Ο τελευταίος μάλιστα, στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Ιταλία, κυνικά δήλωσε ότι η «Ευρώπη» θα πρέπει να του καταβάλλει ένα δις ευρώ για να την απαλλάξει από την «ενόχληση» της λαθρομετανάστευσης (προφανώς επαναπροωθώντας τους μετανάστες στον …βυθό της Μεσογείου!).

3 Χρησιμοποιώ τη λέξη «λαθραίος» και «λαθρομετανάστευση» σε εισαγωγικά διότι σε συντριπτικό βαθμό η μετανάστευση στις μέρες μας γίνεται χωρίς πρόσκληση από τις χώρες άφιξης. Οι ίδιοι οι «νόμιμοι» μετανάστες έχουν στην πλειοψηφία τους προϋπάρξει «λαθραίοι». Άρα, μετανάστευση και «λαθρομετανάστευση» συνήθως ταυτίζονται.

4 Να επισημάνουμε εδώ ότι το ζήτημα των κινήτρων για επιστροφή, όπως και άλλες «ήπιες» λύσεις για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος στις χώρες της Δύσης, δεν αποτελούν πανάκεια. Εντούτοις αρκετοί στις δημόσιες παρεμβάσεις τους τα χρησιμοποιούν ως τέτοια! Για παράδειγμα, είναι αστείο να πιστεύουμε ότι αν δοθούν κίνητρα σε ένα Σομαλό να επιστρέψει στην πατρίδα του, αυτός θα τρέξει με χαρά για μια καινούρια «παραγωγική αρχή», όταν η χώρα του πλέον δεν υφίσταται καν ως πολιτειακή συγκρότηση! Γι’ αυτό και από την αρχή υποστηρίζεται σε αυτό το σημείωμα η ενδεχομενικότητα των όποιων «λύσεων».

5 Ένα τέτοιο αίτημα δεν υποκρύπτει μια στατική – συντηρητική – αντίληψη περί μη αλλαγής των πολιτειακών, πολιτικών και κοινωνικών θεσμών. Το αντίθετο! Όμως οι διαδικασίες της αλλαγής δεν μπορούν να προωθούνται στη βάση ταυτοτικών πολιτισμικών αναφορών. Αν είμαι Έλληνας και ζω στη Γερμανία, μπορώ να αμφισβητήσω για παράδειγμα την ομοσπονδιακή πολιτειακή συγκρότηση της συγκεκριμένης χώρας, είτε προς μια πιο αμεσοδημοκρατική κατεύθυνση είτε προς μια πιο συγκεντρωτική και συνήθως στα πλαίσια ενός ανάλογου κινήματος. Δεν μπορώ να την αμφισβητήσω στη βάση ότι επειδή είμαι «Έλληνας» δεν μου «ταιριάζει» ή «αρέσει» το ομοσπονδιακό σύστημα! Αν είμαι Αφγανός Παστούν και ζω στην Ελλάδα δεν γίνεται να αμφισβητήσω το δικαίωμα ενός ομοφυλόφιλου νεαρού να βρίσκεται στην ίδια σχολική αίθουσα με τον γιό μου, μόνο και μόνο επειδή στο χωριό καταγωγής μου αυτό θεωρείται θανάσιμη αμαρτία!

6 Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να επισημάνουμε το αυτονόητο στους άφθονες αιθεροβάμονες. Οποιαδήποτε διαδικασία ενσωμάτωσης, για να έχει πιθανότητες επιτυχίας, χρειάζεται μια κοινωνία υποδοχής που θα επιθυμεί, θα προτρέπει και θα οργανώνει με κατάλληλα μέτρα την προσαρμογή των μεταναστών στο νέο περιβάλλον που ζούνε και παράλληλα μεταναστευτικούς πληθυσμούς που θα επιθυμούν και θα αποδέχονται την προσαρμογή αυτή. Αν δεν ισχύει κάποιο από τα δύο τότε η ενσωμάτωση δεν γίνεται να επιτευχθεί με κάποιον άλλο, «μεταφυσικό», τρόπο και η σύγκρουση μεσοπρόθεσμα θα είναι αναπόφευκτη.

7 Να επισημάνουμε εδώ ότι οι σοβαρές παρενέργειες που χρεώνονται στο προηγούμενο των «ελληνοποιήσεων» ομογενειακών πληθυσμών τη δεκαετία του ’90, δεν οφείλονται ούτε στην «ελληνοποίηση» σαν αίτημα ούτε στους ίδιους τους ομογενείς από τη Νότια Αλβανία και τις χώρες της πρώην Σοβ. Ένωσης, αλλά στον τρόπο με τον οποίο εκτελέστηκε η διαδικασία από την ελλαδίτικη κρατική και κομματική μαφία.

8 Έτσι κι εδώ, εκκενώνεται το Εφετείο και η πλατεία του Αγ. Παντελεήμονα και «βουλιάζει» η Πλατεία Αττικής, ισοπεδώνεται ο αυτοσχέδιος καταυλισμός στην Πάτρα και δημιουργείται άλλος στην Ηγουμενίτσα, πέντε αλλοδαποί «Αγιάννηδες» συλλαμβάνονται τη μια μέρα για μικροκλοπές άλλοι τόσοι ξεφυτρώνουν την επομένη. Όσο απουσιάζει κάθε μορφής μέριμνα (επισιτιστική, στεγαστική) για τους πιο εξαθλιωμένους μετανάστες και η μεταναστευτική πολιτική εξαντλείται σε γραφικούς αυτοσχεδιασμούς, τόσο ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται και οι επιδείξεις κρατικής πυγμής θα είναι αποτελεσματικές μόνο για πολιτική σπέκουλα επί του φιλοθεάμονος τηλεοπτικού κοινού.

9 Η πιο αστεία δικαιολογία που ακούει κάποιος όταν αναφέρεται σε αυτά τα ζητήματα είναι ότι «μα και στην ελληνική κοινωνία συναντώνται παρόμοιες καταστάσεις». Αυτό είναι αλήθεια. Οφείλονται, όμως, σε υπαρκτές, αλλά ολοένα μειούμενες, «ρεζέρβες καθυστέρησης» μέσα στο κοινωνικό σώμα και σε πολιτική αδυναμία ή απροθυμία συνολικής εφαρμογής του πλαισίου στήριξης των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων. Είναι αδιανόητο, οι όποιες αυτές ελλείψεις, να νομιμοποιούν δια του συμψηφισμού καταπιεστικές συμπεριφορές εντός ή εκ των μεταναστευτικών κοινοτήτων και μάλιστα στο όνομα του «δικαιώματος στη διαφορά»!

10 Θα μπορούσαν να ενταχθούν στην κατηγορία αυτή και διάφορες sui generis προσωπικότητες της παλαιάς αριστεράς, αλλά όσοι, έστω κατ’ ελάχιστον, έχουν συναντηθεί με την πολιτική ψυχοπαθολογία της παραδοσιακής αριστεράς, θα έδειχναν κατανόηση και δεν θα επιχειρούσαν μια τέτοια ένταξη.

 

* (περιοδικό «Άρδην» τχ. 77)

 

ΠΗΓΗ:  http://koinotikon.wordpress.com/2009/12/04/15/

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.