Όμηροι» της παραπληροφόρησης & της «μοίρας»…

«Όμηροι» της παραπληροφόρησης· «όμηροι» της «μοίρας»…*

 

Του Γιάννη Στρούμπα**

 

Η αμφισβήτηση των απεργιακών κινητοποιήσεων ως προς την ικανότητά τους να τελεσφορήσουν, προκαλεί την αγωνιώδη αναζήτηση άλλων τρόπων προκειμένου να δικαιωθούν τα αιτήματα των εργασιακών κλάδων. Μια σειρά δυναμικών αγώνων των τελευταίων ετών, όπως εκείνων των ναυτεργατών, των αγροτών και των ιδιοκτητών φορτηγών, κατέληξαν σε οδυνηρές υποχωρήσεις των εργασιακών κλάδων και στην παγίωση των αρνητικών για αυτούς συνθηκών. Αν και η αμφισβήτηση από πολλούς των απεργιών ως προς την αποτελεσματικότητά τους είναι πραγματικό γεγονός, η αμφισβήτηση αυτή δεν επικυρώνει σε καμία περίπτωση ότι οι απεργίες δεν είναι αποτελεσματικές.


* α΄ δημοσίευση: Αποικία Ορεινών Μανιταριών

Η επιτυχία ή η αποτυχία μιας απεργίας οφείλεται σε σύνθετους παράγοντες, που πρέπει να ελέγχονται, καθώς εξηγούν την όποια έκβαση. Ακόμη όμως κι αν προσπεραστεί η ένσταση της αναποτελεσματικότητας και θεωρηθεί, κάτι που είναι οπωσδήποτε βάσιμο, ότι οι απεργίες είναι ικανές να αποδώσουν, η αναζήτηση και πρόσθετων μέσων για την υποστήριξη του αγώνα ενός εργασιακού κλάδου είναι καί καλοδεχούμενη καί επιτακτική.

Η απεργία των εκπαιδευτικών, που ξεκίνησε στις 16/9/2013, εγκαινίασε μια νέα πρακτική, προϊόν της συνειδητοποίησης για την ανάγκη συμπόρευσης όλων των εργασιακών κλάδων και των πληττόμενων κοινωνικών ομάδων. Η πρακτική αυτή περιλαμβάνει τόσο το προσκλητήριο προς άλλες εργασιακές ομάδες να συμμετάσχουν από κοινού με τους εκπαιδευτικούς στις απεργιακές κινητοποιήσεις, όσο και το προσκλητήριο προς γονείς και μαθητές να στηρίξουν τον απεργιακό αγώνα, εφόσον η προβαλλόμενη διακύβευση δεν είναι μόνο η επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών ή των οικονομικών δεδομένων για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, αλλά η ισοπέδωση της δημόσιας εκπαίδευσης και το πλήρες αδιέξοδο για τους νέους μετά από την έξοδό τους από τα πανεπιστήμια, καθώς σε μια πυρπολημένη από τα μνημόνια χώρα δεν προδιαγράφεται κανένα αισιόδοξο μέλλον.

Η στόχευση των απεργών στο κοινωνικό σύνολο έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού κάθε απεργιακός αγώνας των τελευταίων χρόνων έβρισκε την κοινωνία αντίθετη ή, τουλάχιστον, εμφανιζόταν εκείνη έτσι από τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία, σε μία απροκάλυπτη υπεράσπιση των μνημονιακών κυβερνήσεων, χωρίς να τηρούν την οποιαδήποτε ουδετερότητα ή έστω κάποιες ισορροπίες, έσπευδαν με επιθετικότητα να τονίσουν το μέγεθος του υποτιθέμενου πλήγματος που δεχόταν η κοινωνία από την απεργιακή δράση της οποιασδήποτε ομάδας. Επειδή τα μέσα ενημέρωσης ακολουθούν την ίδια πολιτική καί στη συγκεκριμένη απεργία, συκοφαντώντας τους εκπαιδευτικούς ως τους υπεύθυνους για το κλείσιμο των σχολείων και παρουσιάζοντάς τους σαν στυγνούς εκβιαστές, που κρατούν «ομήρους» τους μαθητές (εφημερίδα «Τα Νέα», 13/9/2013: «625.000 όμηροι! ΟΛΜΕ-ΣΥΡΙΖΑ τραβούν το σχοινί»· και ηλεκτρονικό «Πρώτο Θέμα», 8/5/2013: «Η ΟΛΜΕ κρατά ομήρους τους μαθητές»! Οποία σύμπλευσις!), και χωρίς να ασκούν έστω κάποια ελάχιστη κριτική στην ισοπεδωτική πολιτική της συγκυβέρνησης, η ανάγκη ενημέρωσης γονέων και μαθητών κρίνεται άκρως επιτακτική, και καλώς προκρίθηκε από τους εκπαιδευτικούς η σύγκλιση ενημερωτικών συναντήσεων με τους γονείς.

Όσο σωστή όμως κι αν είναι η κίνηση της ενημέρωσης της κοινωνίας εκ μέρους των εκπαιδευτικών, υστερεί ως προς τα μέσα που χρησιμοποιεί. Γιατί άλλο είναι να επιχειρεί κανείς να συγκαλέσει συνελεύσεις, από τις οποίες οι περισσότεροι γονείς, λόγω της πολυάσχολης καθημερινότητάς τους, απουσιάζουν, άρα δεν γίνονται εντέλει αποδέκτες του επιθυμητού μηνύματος, κι άλλο να εισβάλλει θορυβωδώς στα σαλόνια των πολιτών μέσω της διαρκώς ανοιχτής στα ελληνικά νοικοκυριά τηλεοπτικής συσκευής. Η ισχύς του συγκεκριμένου μέσου είναι συντριπτικά μεγαλύτερη, και προδιαγράφει ίσως το αποτέλεσμα της άνισης μάχης. Εδώ ακριβώς είναι που ο κάθε εργασιακός κλάδος θα πρέπει να ανασυγκροτηθεί και να διεκδικήσει την άλωση του μέσου που τον σπιλώνει, προκειμένου να αντιστρέψει τη λειτουργία του και να το χρησιμοποιήσει για την υπηρέτηση της κοινωνίας και της δημοκρατίας.

Η άλωση ωστόσο των μέσων ενημέρωσης από τους κλάδους των εργαζομένων δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε απλή. Τα μέσα ελέγχονται από τους μεγαλοεπιχειρηματίες ιδιοκτήτες τους, εξυπηρετούν τα συμφέροντα αυτών, επιβάλλουν την προπαγάνδα τους και δεν ανέχονται την αντίθετη άποψη. Οι διατεταγμένης υπηρεσίας δημοσιογράφοι θα εξαπολύσουν διαδοχικούς μύδρους εναντίον των εκπαιδευτικών που «κρατούν ομήρους» εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές, δεν θα διανοηθούν όμως καν να «στριμώξουν» κυβερνητικά στελέχη της Παιδείας, ελέγχοντάς τα για τη διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης και την άνιση μεταχείριση των μαθητών, πολλοί απ' τους οποίους εξωθούνται στην εγκατάλειψη του σχολείου. Η όποια μάλιστα προβολή της άλλης άποψης γίνεται μόνο προσχηματικά, προκειμένου να εμφανίζονται τα εν λόγω μέσα «αντικειμενικά», και προκειμένου να κερδίζουν με αυτές τις μικρές εξαιρέσεις «αντικειμενικότητας» την εμπιστοσύνη του «ενημερούμενου» κοινού, ώστε όταν πλησιάσει η στιγμή της επόμενης κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης, να εκμεταλλευτούν την «αντικειμενικότητά» τους για να χειραγωγήσουν ευκολότερα το εκλογικό σώμα.

Πώς μπορεί επομένως ο κόσμος της εργασίας να υπερκεράσει τους αποκλεισμούς από τα τηλεοπτικά στούντιο, κι όταν συμβεί μερικώς αυτό, να αποφύγει τους φραστικούς προπηλακισμούς των τριών ή πέντε προπαγανδιστών δημοσιογράφων που στέκονται απέναντι στον ένα και μοναδικό εκπρόσωπο των εργαζομένων; Απέναντι σε κάθε κατευθυνόμενη σπίλωση, οι εργασιακοί κλάδοι επιβάλλεται να μετέρχονται στο εξής κάθε νόμιμο μέσο προκειμένου να αποκαθιστούν την αλήθεια και να αποτρέπουν την αποκλειστικά προπαγανδιστική λειτουργία των φορέων της «ενημέρωσης».

Σε ό,τι αφορά την άνιση μεταχείριση των εκπροσώπων κάθε εργασιακού κλάδου μέσα στα τηλεοπτικά στούντιο, απαιτείται να συγκροτηθούν από τους αντιπροσώπους των εργαζομένων ομάδες οι οποίες θα εξετάζουν τον τηλεοπτικό χρόνο που αφιερώνεται συνολικά στο θέμα τους, και θα καταμετρούν τον χρόνο που διατίθεται για την προβολή της «συστημικής» άποψης, καθώς και τον χρόνο που διατίθεται για την παρουσίαση της άποψης των εργαζομένων. Οι ανισότητες στους δύο χρόνους θα πρέπει να προβάλλονται στις ανακοινώσεις των σωματείων εργαζομένων, και να επιδιώκεται η προσφυγή στο ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο προκειμένου να καταδεικνύεται η έλλειψη αντικειμενικότητας και να υποχρεώνεται το εκάστοτε ραδιοτηλεοπτικό μέσο σε συμμόρφωση και σε αποκατάσταση της ίσης αντιμετώπισης σχετικά με την κατανομή του τηλεοπτικού χρόνου προς όλες τις πλευρές. Στο ίδιο πλαίσιο, επιβάλλεται να καταγγέλλονται οι αποκλεισμοί και να επιζητείται η εκπροσώπηση των εργαζομένων στα μέσα ενημέρωσης.

Η πολύ πιο επώδυνη αντιπαράθεση ενός μόνο εκπροσώπου των εργαζομένων με πέντε προπαγανδιστές δημοσιογράφους θα πρέπει να αντιμετωπίζεται εξαρχής με την απαίτηση, από την πλευρά των εργαζομένων, να βρίσκονται στα δημοσιογραφικά πλατό τόσοι εκπρόσωποι των εργαζομένων, όσοι και οι δημοσιογράφοι που θα θέτουν τις ερωτήσεις ή θα ασκούν κριτική. Αν ο εκπρόσωπος των εργαζομένων διαπιστώνει ότι η αρχική συμφωνία για τον ίσο αριθμό ερωτώντων-ερωτώμενων δεν τηρείται από το μέσο «ενημέρωσης», θα πρέπει να επισημαίνει την παραβίαση της συμφωνίας ενώπιον του τηλεοπτικού κοινού, να εξηγεί σε αυτό τι σημαίνει η αντίστοιχη πρακτική των εντεταλμένων «δημοσιογράφων», και να καθιστά σαφές στους ερωτώντες ότι θα απαντά στις ερωτήσεις ενός μοναχά, όποιου επιλέξουν μεταξύ τους εκείνοι. Στο ενδεχόμενο εξαπόλυσης καταιγιστικών ερωτήσεων καί από τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους, κατά παραβίαση της συμφωνίας, ο εκπρόσωπος των εργαζομένων θα πρέπει να διακόπτει και να αναλύει εκ νέου στο τηλεοπτικό κοινό σε τι ακριβώς αποσκοπεί η επιθετική και ύπουλη μεταχείρισή του.

Η απροκάλυπτη συμπόρευση των συστημικών δημοσιογράφων με τη ρητορική των κυβερνήσεων, επιβάλλει την υπενθύμιση προς αυτούς ότι δεν τηρούν στις τοποθετήσεις τους ίσες αποστάσεις, ότι δεν υπηρετούν την αλήθεια, ότι μετέρχονται ψεύδη και συκοφαντίες. Οι συγκεκριμένοι «λειτουργοί» του τύπου θα πρέπει να έρχονται επίμονα αντιμέτωποι με το ερώτημα πότε στάθηκαν οι ίδιοι εξίσου επιθετικοί απέναντι σε κυβερνητικά στελέχη, όσο απέναντι στους εργασιακούς κλάδους. Επίσης θα πρέπει να καλούνται να απαντούν εκείνοι, αντί για τους εκπροσώπους των εργαζομένων, για ποιον λόγο και με βάση ποια λογική θεωρούν ότι για την όποια ταλαιπωρία του κοινωνικού συνόλου από μια απεργία ευθύνονται οι εργαζόμενοι, και όχι οι κυβερνήσεις, οι οποίες όχι απλώς λαμβάνουν τα αντεργατικά μέτρα, μα και παραμένουν άκαμπτες κι ανυποχώρητες σε κάθε δίκαιο εργασιακό αίτημα. Οι ίδιοι «δημοσιογράφοι» επιβάλλεται να εξηγούν για ποιον λόγο αβαντάρουν τόσο απροκάλυπτα τις αντιλαϊκές κυβερνήσεις, όταν αυτές αποδεδειγμένα προωθούν συμφέροντα αλλότρια από τα εθνικά και τα κοινωνικά.

Ο έλεγχος των αντιδεοντολογικά συμπεριφερόμενων δημοσιογράφων δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στην κριτική που θα τους ασκηθεί κατά τη στιγμή που εκείνοι θα εξαπολύσουν τις απρέπειές τους, ούτε μόνο στην καταγγελία αυτών και των μέσων τους στο ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο. Οι καταγγελίες θα πρέπει να επεκτείνονται και στην Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, και να επιδιώκεται, μέσω της πλήρους στοιχειοθέτησης των κατηγοριών, η παύση των δημοσιογράφων που μεταχειρίζονται αθέμιτες μεθόδους. Οι προσφυγές στη Δικαιοσύνη κρίνονται επίσης επιτακτικές, απέναντι σε δημοσιογράφους και μέσα ενημέρωσης των οποίων πάγια πρακτική είναι η συκοφαντική δυσφήμιση. Κι επειδή οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης εκδίδονται με χαρακτηριστική καθυστέρηση -με εξαίρεση την καταδίκη κάθε απεργίας ως παράνομης και καταχρηστικής!-, χρήσιμο θα απέβαινε στο μεταξύ να εκδηλωνόταν από τη μεριά των μελών κάθε εργασιακού κλάδου η μαζική τους διαμαρτυρία, με την αποστολή επαναλαμβανόμενων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στα ιμέιλ τόσο των μέσων ενημέρωσης, όσο και των ίδιων των δημοσιογράφων που εξαπολύουν τα συκοφαντικά τους ψεύδη. Ιδίως σε κλάδους που είναι πολυπληθείς, όπως των εκπαιδευτικών, η μαζική αποστολή χιλιάδων ηλεκτρονικών μηνυμάτων θα μπορούσε να διατρανώσει το αίσθημα της αδικίας και να καταδείξει πως τα ανυπόφορα ψεύδη δεν γίνονται ανεκτά.

Βεβαίως, για να επιφέρουν αποτέλεσμα οι παραπάνω προτάσεις, χρειάζεται να ισχύουν δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη και βασικότερη αφορά τη λειτουργία του πολιτεύματος: αν η πραγματική δημοκρατία έχει καταλυθεί στη χώρα, η προπαγάνδα των μέσων «ενημέρωσης» θα συνεχίζεται, παράλληλα με τους αποκλεισμούς από τα μικρόφωνά τους των εργασιακών κλάδων. Η δεύτερη προϋπόθεση σχετίζεται με τη διάθεση των εργαζομένων να περιφρουρήσουν τον αγώνα τους με κάθε θυσία. Γιατί αν η αποτυχία των απεργιών είναι απόρροια της έλλειψης ουσιαστικής θέλησης προς υλοποίησή της, με όποιο πρόσχημα κι αν εκδηλώνεται, τότε η ίδια έλλειψη θα ισχύει και ως προς τη διάθεση των εργαζομένων να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε εναλλακτική δράση, γεγονός που προδιαγράφει την αποτυχία καί εκείνης. Μια τέτοια εξέλιξη αποδεικνύει πως για την αποτυχία των εργασιακών διεκδικήσεων δεν ευθύνεται μόνο η «ομηρία» των εργαζομένων στην παραπληροφόρηση του συστημικού τύπου, αλλά και η ομηρία τους στην αδιαφορία, την αβουλία και την ατολμία του εαυτού τους, που τους εντάσσει στην παραιτημένη και θλιβερή ομάδα των «μοιραίων» του ποιητή Κώστα Βάρναλη.

** Ο Γιάννης Στρούμπας είναι φιλόλογος καθηγητής στην Κομοτηνή.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.