ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΒΟΜΒΑ ΜΕΓΑΤΟΝΩΝ:
Η Ελλάδα συνεχίζει να χρησιμοποιείται για την κάλυψη των τεράστιων τραπεζικών προβλημάτων της Ευρωζώνης, των ισχυρών κρατών της, του ευρώ, του δολαρίου, καθώς επίσης των Η.Π.Α. – από όπου αναμένεται να ξεσπάσει στο μέλλον η μητέρα των κρίσεων – Μέρος Ι
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
"Η φιλοσοφία του Πλάτωνα επικεντρώνεται στην ηθική, όπου όμως κύριο μέλημα του ήταν να αποδείξει τη δυνατότητα βέβαιης γνώσης. Ενώ οι ηθικές αμφισβητήσεις του Σωκράτη αφορούσαν κατά κύριο λόγο προβλήματα ατομικής ηθικής, ο Πλάτωνας έδωσε έμφαση στη γενικότερη άποψη της κοινωνικής ηθικής.
Πρόθεση του, με τη θεωρεία των ιδεών, ήταν να εγκαταστήσει ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο, με τη βοήθεια του οποίου θα μπορούσε να αποδείξει ότι, είναι εφικτή η αντικειμενική γνώση της αλήθειας.
Η αφετηρία για τις εκτιμήσεις του ήταν το επιστημονικό αξίωμα ότι, το όμοιο αναγνωρίζεται μόνο από το όμοιο – δηλαδή, πως τα αντικείμενα της γνώσης ανταποκρίνονται στην ικανότητα για γνώση και το αντίστροφο. Αυτό σημαίνει ότι, η βεβαιότητα της γνώσης εξαρτάται από το αντικείμενο της – οπότε, τα μεταβαλλόμενα αντικείμενα του εμπειρικού κόσμου, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να οδηγήσουν σε μόνιμη, βέβαιη γνώση.
Κατά τον Πλάτωνα, υπάρχουν «ιδέες» (καθαρή γνώση) για όλα τα γνωστά πράγματα της φύσης – ενώ με στόχο να καταστήσει ευλογοφανή αυτή τη δυνατότητα γνώσης των ιδεών εξιστορεί κάποιο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οι ψυχές που θεωρούνται αθάνατες έχουν, κατά την προγεννητική τους κατάσταση, έλθει σε επαφή με όλες τις ιδέες. Η γέννηση εξαλείφει αυτή τη γνώση, η οποία όμως μπορεί να ενεργοποιηθεί ξανά με την ανάμνηση.
Επομένως, η μάθηση δεν είναι η γνώση από την αρχή, αλλά μία πορεία προς την ανάμνηση – κάτι που ανάλυσε επίσης ο Kant και μάλλον εφάρμοσε ο Einstein, όταν ανέπτυξε «από μνήμης» τη θεωρεία της σχετικότητας (χωρίς δηλαδή να κάνει χρήση της πειραματικής απόδειξης της, η οποία ακολούθησε αρκετές δεκαετίες αργότερα)".
Ανάλυση
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, είναι αρκετοί αυτοί που αναρωτιούνται σήμερα, εάν είναι δυνατόν να διασωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες – θύματα ουσιαστικά της καταστροφικής οικονομικής πολιτικής της Γερμανίας η οποία, πέφτοντας στην παγίδα της υπερδύναμης, κατάφερε να επιτρέψει στην κρίση ρευστότητας μίας μικρής χώρας της Ευρωζώνης, της Ελλάδας, να «μεταλλαχθεί» σε μία ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομική κρίση, τεραστίων διαστάσεων.
Είναι προφανές ότι, εάν η Ελλάδα είχε βοηθηθεί από τους «εταίρους» της, με ένα ποσόν της τάξης των 20 δις €, πριν ακόμη καταδικαστεί στην θανατική ποινή του ΔΝΤ, τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί εντελώς διαφορετικά: οι αγορές θα είχαν πεισθεί για την αλληλεγγύη των χωρών της Ευρωζώνης μεταξύ τους, θα είχαν σταματήσει αμέσως τις τοκογλυφικές επιθέσεις τους και δεν θα αναγκαζόταν η ευρωπαϊκή περιφέρεια να αντιμετωπίζει σχεδόν καθημερινά τους «μπράβους των τοκογλύφων» – οι οποίοι συνεχίζουν την επέλαση τους, μετά την επιτυχημένη εισβολή στην Ευρωζώνη, με τη βοήθεια των καταστροφικών όπλων τους (εταιρείες αξιολόγησης, επενδυτικές τράπεζες, hedge funds, αστέρες οικονομολόγοι κλπ.).
Το γεγονός αυτό είναι το πρώτο μεγάλο λάθος, το έγκλημα καλύτερα της Γερμανίας η οποία, αρνούμενη να δανειοδοτηθεί η Ελλάδα από την ΕΕ με ένα σχετικά ελάχιστο ποσόν, έθεσε τα θεμέλια μίας κρίσης, η οποία έχει ήδη κοστίσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια – ενώ οδηγεί τη μία μετά την άλλη χώρα στον πανάκριβο δανεισμό, στο δόγμα της λιτότητας, στη χρεοκοπία και στα νύχια του ΔΝΤ.
Περαιτέρω, όταν δύο χρόνια αργότερα, τον Οκτώβρη του 2011, η Ελλάδα καταδικάστηκε ακόμη μία φορά, σε μία άνευ προηγουμένου Πύρρειο χρεοκοπία, ξανά από τη Γερμανία, άνοιξε διάπλατα το κουτί της Πανδώρας: επειδή οι αγορές υποχρεώθηκαν, μέσω της γνωστής διαγραφής του ελληνικού χρέους (PSI), σε οικονομικές απώλειες από ομόλογα μίας χώρας του ευρώ – γεγονός που είχε (θα συνεχίσει να έχει) τρομακτικές συνέπειες για τους ισολογισμούς και τη βιωσιμότητα των περισσότερο «μοχλευμένων» τραπεζών του πλανήτη: των ευρωπαϊκών.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Ειδικότερα, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας μίας τράπεζας καθορίζει ουσιαστικά το ρίσκο που αναλαμβάνει, με βάση τα κατατεθειμένα κεφάλαια της. Εάν ο δείκτης αυτός είναι, για παράδειγμα, 10%, σημαίνει ότι η τράπεζα επενδύει δέκα φορές τα ίδια κεφάλαια της – μία μόχλευση, η οποία θεωρείται σχετικά ασφαλής και δεν υποχρεώνει την τράπεζα σε αύξηση κεφαλαίου (ή σε περιορισμό των επενδύσεων της).
Ο δείκτης όμως αυτός αφήνει εκτός μέτρησης (σταθμισμένο ρίσκο) εκείνες τις επενδύσεις, οι οποίες αξιολογούνται ως 100% ασφαλείς. Όταν λοιπόν η τράπεζα του παραδείγματος μας υποχρεώνεται να διατηρεί 10 € ίδια κεφάλαια (σε γενικές γραμμές), για κάθε 100 € επενδύσεις, δεν συμπεριλαμβάνει σε αυτές τις απολύτως σίγουρες – όπως ήταν μέχρι πρότινος τα ομόλογα του δημοσίου.
Επομένως, τη συνέφερε μέχρι πρόσφατα να επενδύει σε κρατικά ομόλογα της ζώνης του ευρώ, ακόμη και με χαμηλές αποδόσεις (επιτόκιο), αφού αυτό δεν την υποχρέωνε να διατηρεί ίδια κεφάλαια για τη συγκεκριμένη τοποθέτηση – ενώ η ίδια η αγορά κρατικών ομολόγων εκ μέρους των τραπεζών, μείωνε περαιτέρω τα επιτόκια τους (λόγω αυξημένης ζήτησης, όπως συνεχίζει να συμβαίνει στις Η.Π.Α., στη Μ. Βρετανία, στην Ιαπωνία κλπ.). Μετά τον Οκτώβρη όμως του 2011, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά, αφού οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες (όχι ακόμη θεσμικά), να «σταθμίζουν» πλέον το ρίσκο των κρατικών ομολόγων, οπότε:
(α) είτε να αυξήσουν άμεσα τα ίδια κεφάλαια τους – γεγονός που δεν αντιμετωπίζεται θετικά από τους μετόχους τους, με δυσμενή επακόλουθα για την τιμή των μετοχών τους (πόσο μάλλον όταν η συνθήκη της Βασιλείας ΙΙΙ, απαιτεί υψηλότερη κεφαλαιακή επάρκεια),
(β) είτε να μειώσουν τις επενδύσεις και λοιπές τοποθετήσεις τους – κάτι που έχει αρνητικά αποτελέσματα τόσο για την πραγματική οικονομία (περιορίζεται ο δανεισμός), όσο και για τη χρηματοδότηση των κρατών (αύξηση των επιτοκίων, δυσκολία διάθεσης νέων ομολόγων κλπ.).
Επειδή δε οι περισσότερες τράπεζες είναι εκτεθειμένες σε μεγάλες, «ακάλυπτες» πια, επενδύσεις, ενώ αρκετές αντιμετωπίζουν και άλλα προβλήματα (κόκκινα δάνεια λόγω της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, της φούσκας ακινήτων στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιρλανδία κλπ.), η βιωσιμότητα τους δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη – κάτι που θεωρείται ως μία πραγματική βόμβα μεγατόνων για το σύστημα.
Η ΕΛΒΕΤΙΑ
Τα ρίσκα του χρηματοπιστωτικού τομέα αντιμετωπίζονται πολύ σοβαρά από τη συγκεκριμένη χώρα – επειδή διαθέτει, παρά το μικρό μέγεθος της, δύο μεγάλες, συστημικές τράπεζες: την UBS και την Credit Suisse. Το σύνολο του ισολογισμού και των δύο αυτών τραπεζών είναι της τάξης των 2.500 δις φράγκων – δηλαδή, πέντε φορές μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της Ελβετίας (υπενθυμίζουμε ότι, συστημικές θεωρούνται εκείνες οι τράπεζες, το μέγεθος των οποίων είναι τόσο μεγάλο που εάν κάτι τους συμβεί, κινδυνεύει ολόκληρο το σύστημα).
Το Φεβρουάριο του 2012 η Ελβετία ψήφισε ένα πακέτο νόμων, το οποίο υποχρεώνει τις τράπεζες της να αυξήσουν σταδιακά την κεφαλαιακή τους επάρκεια στο 19%, να έχουν πολύ πιο αυστηρές προδιαγραφές ρευστότητας συγκριτικά με τις τράπεζες άλλων χωρών, καθώς επίσης να κατανέμουν τα επενδυτικά τους ρίσκα ορθολογικότερα.
Συνεχίζοντας, η σημερινή κεφαλαιακή επάρκεια της UBS τοποθετείται στο 18,7% και της Credit Suisse στο 15,6% – δείκτες που θεωρούνται ως οι καλύτεροι παγκοσμίως. Ο διάβολος όμως κρύβεται στις λεπτομέρειες, σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας η οποία, με κριτήριο το «αστάθμητο ποσοστό μόχλευσης των ιδίων κεφαλαίων» των τραπεζών, τις επενδύσεις τους δηλαδή, για τις οποίες δεν διατηρούν ίδια κεφάλαια, υπολόγισε ότι καλύπτουν μόλις το 1,7% και το 2,7% αντίστοιχα του συνόλου.
Απλούστερα ότι, για κάθε 100 € επένδυση έχουν μόλις 1,7 € (2,7 €) ίδια κεφάλαια – οπότε ο συντελεστής μόχλευσης είναι 58 και 37 αντίστοιχα. Τα ίδια κεφάλαια τους είναι λοιπόν 58 και 37 φορές χαμηλότερα από τις απαιτήσεις τους – ένα πραγματικά τρομακτικό μέγεθος για μία τράπεζα. Για να γίνει περισσότερο κατανοητό δε το μέγεθος, αρκεί να τονίσει κανείς πόσο επικίνδυνη θα ήταν μία επιχείρηση της πραγματικής οικονομίας, η οποία θα είχε κατατεθειμένα κεφάλαια 100.000 € και απαιτήσεις από τους πελάτες της 5.800.000 €.
Ακριβώς για τους λόγους αυτούς (τα κρατικά ομόλογα συνεχίζουν να θεωρούνται θεσμικά ως 100% σίγουρα), οι Ελβετοί αναρωτιούνται εάν απειλούμαστε με μία μαζική τραπεζική καραμπόλα – αφού οι τράπεζες, ιδιαίτερα οι ευρωπαϊκές, είναι πολύπλοκα συνδεδεμένες μεταξύ τους, αποτελώντας επικίνδυνα συγκοινωνούντα δοχεία.
Δεν μπορούν δε να δώσουν καμία υπεύθυνη απάντηση στο κατά πόσον είναι σίγουρες οι τράπεζες, από ποιο σημείο και μετά δεν είναι κοκ. Αν και οι εισροές καταθέσεων λοιπόν στην Ελβετία είναι απίστευτα μεγάλες, λόγω της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, η κυβέρνηση και οι λοιποί θεσμοί της χώρας είναι πάρα πολύ ανήσυχοι για το μέλλον.
Η ΙΣΠΑΝΙΑ
Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνόδου κορυφής, η Ισπανία θα υποχρεωθεί να παραδώσει τον έλεγχο των τραπεζών της, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, σε ευρωπαϊκές οργανώσεις – ενώ έχει ήδη εισβάλλει το ΔΝΤ, «διατηρώντας την ανωνυμία του», κατά κάποιον τρόπο (η χώρα ευρίσκεται υπό τη σκιώδη εξουσία του, για να αποφευχθούν οι αντιδράσεις των Πολιτών).
Επί πλέον, η κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει υποχρεωθεί να επιβαρύνει με τις μελλοντικές ζημίες των τραπεζών τους Ισπανούς μετόχους τους – αφού μόνο υπό αυτήν την προϋπόθεση θα λάβει από το ESM τα 100 δις €, για τη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού της συστήματος.
Σύμφωνα με τα διεθνή ΜΜΕ, οι ζημίες θα επιβαρύνουν κυρίως εκείνους τους Ισπανούς, οι οποίοι έχουν στην ιδιοκτησία τους είτε ομόλογα των τραπεζών χωρίς δικαιώματα πρώτης προτίμησης, είτε προνομιούχες μετοχές τους – γεγονός που σημαίνει ότι, θα ζημιωθούν σε μεγάλο βαθμό οι μικροεπενδυτές, οι οποίοι έχουν αγοράσει τέτοιους τίτλους από τις τράπεζες, για αποταμιευτικούς περισσότερο λόγους.
Οι παραπάνω «ιδιομορφίες», σε συνδυασμό με τα τεράστια προβλήματα της οικονομίας της Ισπανίας (εκτεταμένη κρίση ακινήτων, καταστροφική ανεργία, υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα, χρεοκοπημένοι δήμοι κλπ.), έχουν σαν αποτέλεσμα μία εκτεταμένη εκροή καταθέσεων από τις ισπανικές τράπεζες, η οποία αυξάνει ακόμη περισσότερο τους κινδύνους. Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικός:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Διαφοροποίηση των τραπεζικών καταθέσεων, σε δις € το Μάιο του 2012
Χώρα |
Καταθέσεις |
Αύξηση / Μείωση* |
|
|
|
Γερμανία |
3.142 |
4,1% |
Γαλλία |
1.904 |
5,7% |
Ισπανία |
1.593 |
-7,7% |
Ιταλία |
1.414 |
2,0% |
Αυστρία |
322 |
5,1% |
Ιρλανδία |
201 |
-1,7% |
* Αλλαγή σε σχέση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους. Πηγή: EKT, υπολογισμοί wiwo. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι, οι εκροές καταθέσεων από την Ισπανία συνεχίζονται με μεγάλο ρυθμό – ενώ τους πέντε πρώτους μήνες του 2012 ξεπέρασαν τα 100 δις €. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ιρλανδία, η κρίση της οποίας είναι αδύνατον να ξεπεραστεί χωρίς πολύ μεγάλες διαγραφές χρεών ή/και χρεοκοπίες τραπεζών, παρά το ότι ανακοινώνεται η επιστροφή της στις αγορές.
Αν και στην αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης λοιπόν οι ισπανικές τράπεζες θεωρούταν ασφαλείς, επειδή δεν είχαν εκτεθεί στην αμερικανική κρίση των ενυπόθηκων δανείων, ενώ είχαν υποχρεωθεί από την κεντρική τράπεζα τους να δημιουργήσουν ειδικά αποθεματικά για την αντιμετώπιση της τοπικής κρίσης ακινήτων, η κατάσταση τους επιδεινώθηκε.
Σύμφωνα δε με τη διεθνή ένωση τραπεζών (IIF), λόγω του ότι έχουν δώσει ενυπόθηκα δάνεια ύψους άνω του 1 τρις €, θα απαιτηθεί μία ανακεφαλαιοποίηση της τάξης των 260 δις € και όχι τα ποσά που ανακοινώνονται (62 δις €).
Η ΣΛΟΒΕΝΙΑ
Όπως έχει ανακοινωθεί, η μικρή αυτή χώρα (52,4 δις € ΑΕΠ 2011, 934.700 εργαζόμενοι, 11,8% ανεργία) είναι αντιμέτωπη με τραπεζικά προβλήματα – οπότε θεωρείται ως το επόμενο υποψήφιο θύμα του ΔΝΤ και της Τρόικας.
Έχοντας υιοθετήσει το ευρώ μόλις το 2007, δεν έχει ακόμη καταφέρει να αναπτυχθεί σωστά – με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να ενισχύσει με 400 εκ. € μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες της (Nova Ljubljanska Banka). Η υπαγωγή της λοιπόν στο μηχανισμό στήριξης είναι μάλλον δεδομένη – γεγονός που θα έχει σημαντικές συνέπειες για τους πολίτες της.
Η ΓΑΛΛΙΑ
Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένη σε μία ενδεχόμενη κρίση των τραπεζών – επειδή διαθέτει τέσσερις πολύ μεγάλες (συστημικές, too big to fail) τράπεζες: την BNP Paribas, τη Societe Generale, την Credit Agricole και την BPSE (δημιουργήθηκε από την ένωση λαϊκών τραπεζών και ταμιευτηρίων το 2009).
Αν και οι τράπεζες αυτές έχουν καταφέρει, στο χρονικό διάστημα μετά το ξέσπασμα της κρίσης, να μειώσουν τις τοποθετήσεις τους στα υπερχρεωμένα κράτη, δεν είναι ακόμη εκτός κινδύνου – ενώ τις μεγαλύτερες ανησυχίες προκαλεί η BNP, η οποία έχει στην κατοχή της ομόλογα του ιταλικού δημοσίου ύψους 11,6 δις € (συνολικά στις χώρες του νότου 33,9 δις €).
Σε κάθε περίπτωση η Γαλλία, με τον τραπεζικό τομέα της να είναι τετραπλάσιος του ΑΕΠ της, είναι σε πολύ δύσκολη θέση – ειδικά επειδή οι συνολικές απαιτήσεις της απέναντι στην Ιταλία υπολογίζονται στα 309 δις € (112 δις € προς την Ισπανία).
Η ΙΤΑΛΙΑ
Το πρόβλημα των ιταλικών τραπεζών επικεντρώνεται στο ότι, έχουν επενδύσει πάρα πολλά χρήματα σε ομόλογα του δημοσίου τους – ενώ αντιμετωπίζουν σήμερα δυσκολίες, όσον αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια τους, λόγω της ύφεσης. Εν τούτοις, η χώρα θα μπορούσε να επιλύσει μόνη της τα προβλήματα των τραπεζών της, αφού το σύνολο των ισολογισμών τους είναι συγκριτικά χαμηλό – «μόλις» 2,3 φορές το ΑΕΠ της.
Όμως, οι επενδυτές δεν εμπιστεύονται τη βιωσιμότητα των τραπεζών της Ιταλίας, επειδή τη συνδέουν με τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το δημόσιο της χώρας τους – πόσο μάλλον όταν η πιστοληπτική αξιολόγηση τους διαμορφώνεται ανάλογα με την αντίστοιχη της χώρας τους.
* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 14. Ιουλίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι συγγραφέας, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα τρία βιβλία της σειράς «Η κρίση των κρίσεων» (διάθεση με παραγγελία στο kb@kbanalysis.com).