Ο καταστροφικός «φονταμενταλισμός των αγορών»

Ο καταστροφικός «φονταμενταλισμός των αγορών»*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Η ολοκληρωτική επικράτηση κατά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια τού ιδεολογήματος της «ελεύθερης αγοράς» είναι, σύμφωνα με τον νομπελίστα Αμερικανό οικονομολόγο Τζόζεφ Στίγκλιτζ, υπεύθυνη για τη σύγχρονη κρίση της παγκόσμιας οικονομίας και για το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης της κατάρρευσης.



* 12-06-2012: προδημοσίευση για την «Αποικία Ορεινών Μανιταριών», από το φύλλο υπ' αριθμ. 345 του «Αντιφωνητή» τής 18/6/2012.

Ο Στίγκλιτζ, στο βιβλίο του «Ο θρίαμβος της απληστίας», εξηγεί πώς ο «φονταμενταλισμός της αγοράς», δηλαδή η άποψη ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές, αν αφεθούν να λειτουργήσουν χωρίς κανέναν κρατικό έλεγχο, μπορούν να διασφαλίσουν από μόνες τους οικονομική ευημερία, οδήγησε στην ασυδοσία των αγορών, στην αδικαιολόγητη εκ μέρους τους ανάληψη κινδύνων σε βάρος του δημοσίου, στην κερδοσκοπία, σ' έναν ψευδεπίγραφο εντέλει καπιταλισμό, στον οποίο ιδιωτικοποιούνται μόνο τα κέρδη, ενώ οι ζημιές «κοινωνικοποιούνται», καθώς τις επιβαρύνονται οι φορολογούμενοι μέσω των κρατικών «διασώσεων».

Ο Στίγκλιτζ παρουσιάζει στο βιβλίο του το χρονικό της οικονομικής κρίσης που πυροδοτήθηκε από την αρρωστημένη λειτουργία των αγορών. Η σύγχρονη οικονομική κρίση, προϊόν της ανισορροπίας στην παγκόσμια οικονομία λόγω αφενός του δημοσιονομικού κι εμπορικού ελλείμματος των Η.Π.Α., κι αφετέρου της συσσώρευσης τεράστιων αποθεμάτων δολαρίων από την Κίνα, ξέσπασε το 2008 με το σκάσιμο της φούσκας στην αμερικανική αγορά κατοικίας. Σε μια περίοδο κατά την οποία τα εισοδήματα των Αμερικανών παρέμεναν καθηλωμένα, έπρεπε να βρεθεί τρόπος μεγέθυνσης της οικονομίας. Ως λύση προτάθηκε πονηρά ο δανεισμός των νοικοκυριών, ώστε να συνεχιστεί η κατανάλωση. Ενέχυρο για τον δανεισμό ορίζονταν οι κατοικίες. Οι τράπεζες προσέφεραν φτηνά ενυπόθηκα δάνεια. Εκατομμύρια πολίτες έσπευσαν να τα εκμεταλλευτούν, αν και δεν είχαν τη δυνατότητα εξόφλησής τους. Όταν λοιπόν τα επιτόκια άρχισαν να ανεβαίνουν, τα υποθηκευμένα σπίτια έφευγαν από τα χέρια των ιδιοκτητών τους. Η καταστροφή στην αγορά κατοικίας σηματοδότησε το ξέσπασμα της κρίσης.

Οι επιπτώσεις από το σκάσιμο της φούσκας διογκώθηκαν επειδή οι τράπεζες είχαν δημιουργήσει πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά προϊόντα βασισμένα στα ενυπόθηκα δάνεια. Στόχος ήταν το βραχυπρόθεσμο κέρδος με την εξασφάλιση προμηθειών, χωρίς να υπολογίζονται τα προβλήματα από την αθέτηση των υποχρεώσεων εκ μέρους των ανήμπορων δανειοληπτών. Έτσι δημιουργήθηκαν τίτλοι με κάλυμμα ενυπόθηκα δάνεια, οι οποίοι δεν ελέγχθηκαν ποτέ για την αξιοπιστία τους. Έχοντας επίγνωση της σαθρότητας των προϊόντων τους, και προκειμένου να αποφύγουν επιπλέον τον έλεγχο της πολιτείας και τη φορολόγηση, οι τράπεζες επιδόθηκαν σε αλλεπάλληλους τεμαχισμούς των τίτλων σε νέα πακέτα. Το τέρας που δημιουργήθηκε στα τραπεζικά «φρανκενσταϊνικά» εργαστήρια, όπως τα χαρακτηρίζει ο Στίγκλιτζ, με τον πολυτεμαχισμό των τίτλων, αποσκοπούσε στη μεταβίβαση των κινδύνων σε πολυάριθμους επενδυτές. Οι τράπεζες πίστευαν πως αν ο κίνδυνος καταμεριζόταν ευρέως θα ήταν πιο εύκολο να απορροφηθεί. Όμως τα προϊόντα, λόγω της πολυπλοκότητάς τους, ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Όταν λοιπόν σημειώθηκε το κραχ, αποδείχτηκε πως είχαν μείνει στους τραπεζικούς ισολογισμούς επισφαλή στοιχεία ενεργητικού αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, παρά την πλανεμένη εντύπωση των τραπεζών ότι τα είχαν ξεφορτωθεί. Η κατάρρευση του χάρτινου πύργου των «τιτλοποιήσεων» συμπαρέσυρε «σεβαστά ιδρύματα» όπως η Lehman Brothers, η Bear Stearns και η Merrill Lynch.

Ένας λόγος αποτυχίας, συνεπώς, του χρηματοπιστωτικού συστήματος ήταν πως οι αγορές εκτίμησαν εσφαλμένα τους κινδύνους. Σε μερικές περιπτώσεις ωστόσο, η λάθος τιμολόγηση αποδείχτηκε σκόπιμη: οι τράπεζες πίστευαν ότι αν προέκυπταν προβλήματα, το κράτος θα έσπευδε να τις σώσει! Καπηλεύτηκαν τον φόβο από τις άγνωστες συνέπειες της πιθανής τους κατάρρευσης, προκειμένου να αποσπάσουν από το κράτος νέα ποσά, παρόλο που ευθύνονταν οι ίδιες για τις αρνητικές εξελίξεις. Ακόμη χειρότερα, τα ποσά που απέσπασαν οι τράπεζες για την αναπλήρωση των κεφαλαίων τους τροφοδότησαν μπόνους-ρεκόρ: οι τραπεζίτες αντάμειψαν τον εαυτό τους για τις ζημιές που προκάλεσαν, και μοιράστηκαν ανύπαρκτα κέρδη, τα οποία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η κρατική ελεημοσύνη! Έτσι, το αυτορρυθμιζόμενο, υποτίθεται, σύστημα της ελεύθερης αγοράς, βρέθηκε να διασώζεται από το κράτος. Η ειρωνεία είναι πως το αμερικανικό κράτος, παρά την επικράτηση της άποψης περί ελαχιστοποίησης του κρατικού ρόλου στην οικονομία, κατέληξε, μέσα από τη διάσωση των επιχειρήσεων που κατέρρεαν, ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης ασφαλιστικής εταιρείας στον κόσμο, της μεγαλύτερης αυτοκινητοβιομηχανίας, και κάποιων από τις μεγαλύτερες τράπεζες!

Η αμερικανική κρίση αποδείχτηκε τοξική για τράπεζες και εταιρείες επενδύσεων σε όλο τον κόσμο, αφού σχεδόν το ¼ των αμερικανικών ενυπόθηκων δανείων είχε καταλήξει στο εξωτερικό. Όπως στις Η.Π.Α., έτσι και στον υπόλοιπο κόσμο τα κράτη κλήθηκαν να διασώσουν τα ιδρύματα που κατείχαν τοξικά προϊόντα, με συνέπεια τα ελλείμματα να μεταφερθούν στα κράτη. Τότε οι χρηματοπιστωτικές αγορές των Η.Π.Α., που ήταν υπεύθυνες για την κρίση, άρχισαν να εκβιάζουν για τον περιορισμό των κρατικών ελλειμμάτων. Απαιτούσαν περικοπές στους προϋπολογισμούς, χωρίς τις οποίες προειδοποιούσαν ότι τα επιτόκια θα αυξάνονταν, ενώ οι πιστώσεις θα διακόπτονταν. Οι χώρες ήταν καταδικασμένες είτε μείωναν τις δαπάνες τους είτε όχι. Εφόσον οι αγορές θα άρχιζαν να προβλέπουν πληθωρισμό, θα απαιτούσαν και υψηλότερα επιτόκια, ώστε να μη μειωθεί η αξία των οφειλόμενων ποσών σε αυτές. Η αύξηση των επιτοκίων, όμως, θα σήμαινε και την αύξηση των δημόσιων ελλειμμάτων και χρεών. Αποδεικνυόταν λοιπόν ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν ήταν τόσο ο πληθωρισμός και τα κρατικά χρέη, όσο οι υποτιθέμενες ανησυχίες των χρηματοπιστωτικών αγορών γι' αυτά.

Η αδυναμία των κρατών να ανανεώσουν τις πιστώσεις τους από τις αγορές τα οδήγησε, ακόμη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κυρίως λόγω της ασυμφωνίας δράσης στη Δυτική Ευρώπη, στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μια επιλογή αυτή καθαυτή προβληματική. Το Δ.Ν.Τ. πιστεύει στον φονταμενταλισμό της αγοράς. Οι απόψεις του διαμορφώνονται από τους ανθρώπους του χρηματοπιστωτικού χώρου. Μόνιμος στόχος τους είναι η διασφάλιση κερδών για τις αγορές, παρά η οικονομική ανάκαμψη των πληττόμενων χωρών. Τα προγράμματα του Δ.Ν.Τ. στην Ανατολική Ασία, τη Λατινική Αμερική και τη Ρωσία επιδείνωσαν την κατάσταση των χωρών, προξενώντας άγριες ταραχές (π.χ. Ινδονησία). Όπου τελικά σημειώθηκε ανάκαμψη, όπως στις χώρες της Ανατολικής Ασίας, αυτή δεν οφειλόταν στις δυτικές οικονομικές κατευθύνσεις αλλά επιτεύχθηκε σε πείσμα αυτών! Οι αδιέξοδες πρακτικές του Δ.Ν.Τ. απεικονίζονται ακόμη και στην αντίφασή του να πιστεύει μεν στην ελεύθερη αγορά αλλά σε κάθε κρίση να ζητά κρατικές ενισχύσεις!

Η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς δεν ήταν παρά μια δικαιολογία για καινούριες μορφές εκμετάλλευσης. «Ιδιωτικοποίηση» σήμαινε ότι οι ξένοι θα αγόραζαν σε χαμηλές τιμές ορυχεία και πετρελαιοφόρες περιοχές στις αναπτυσσόμενες χώρες. «Απελευθέρωση των αγορών» σήμαινε ότι οι ξένες τράπεζες θα αποκόμιζαν υψηλές αποδόσεις από τα δάνεια που χορηγούσαν. «Απελευθέρωση του εμπορίου» σήμαινε ότι οι ξένες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να εξολοθρεύουν τις εντόπιες. Επιδιωκόταν σε κάθε περίπτωση η «ευελιξία» των μισθών, η αποδυνάμωση των συνδικάτων και η χαλάρωση των μέτρων προστασίας των εργαζομένων, ώστε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος, του χρηματοπιστωτικού κλάδου, των φαρμακοβιομηχανιών, των πετρελαϊκών εταιρειών, την ίδια στιγμή που για την ανεργία κατηγορούνταν οι εργαζόμενοι, σε μια εφαρμογή της προσφιλούς πρακτικής τού «ρίξτε το φταίξιμο στο θύμα»! Όπου άσκησαν επιρροή η Παγκόσμια Τράπεζα και το Δ.Ν.Τ., τα πράγματα δεν πήγαν καλά.

Τα προγράμματα του Δ.Ν.Τ. απαιτούν τη μείωση των ελλειμμάτων, μέσω της μείωσης των δαπανών και της αύξησης των φόρων. Όμως οι περικοπές δαπανών υπονομεύουν τη δύναμη της οικονομίας., αφού μειώνονται τα φορολογικά έσοδα, με αποτέλεσμα η μείωση του ελλείμματος να είναι μικρότερη από την προσδοκώμενη. Αυτά τα προγράμματα δημοσιονομικής πειθαρχίας, που υιοθετούνται μάλιστα κι από πολλούς στη Γερμανία μα και αλλού, ο Στίγκλιτζ τα χαρακτηρίζει «σκέτη μπούρδα». Η μείωση των μισθών, πάλι, ως υποτιθέμενο ισοδύναμο της υποτίμησης του νομίσματος, δημιουργεί τεράστιες κοινωνικές εντάσεις, αυξάνει τις χρεοκοπίες, και σαν πρόταση λύσης για τα προβλήματα αποτελεί «σκέτη φαντασιοκοπία».

Κατά τον Στίγκλιτζ, η ανάκαμψη πρέπει να συνδέεται με την τόνωση της οικονομίας, η οποία θα επικεντρώνεται στις επενδύσεις με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, θα χαρακτηρίζεται από φορολογική δικαιοσύνη, ενώ θα μεριμνά και για τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Απαραίτητη κρίνεται και η διαφάνεια αντί της ανοχής σε άνομες δραστηριότητες. Τεράστιες ποσότητες παγκόσμιων κεφαλαίων διακινούνται μέσω θυλάκων απορρήτου, όπως οι νήσοι Κέιμαν, ώστε να διευκολύνεται το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, η φοροδιαφυγή, και να παρακάμπτεται κάθε κρατικός έλεγχος. Και μόνη η δυνατότητα των τραπεζών να ανακόπτουν τις ρυθμιστικές μεταρρυθμίσεις αποδεικνύει την πολιτική τους εξουσία.

Ο Στίγκλιτζ θεωρεί πως όσοι δημιούργησαν το υπάρχον νοσηρό πλαίσιο πρέπει να λογοδοτήσουν. Είναι αδιανόητο οι «πολύ μεγάλες για να πτωχεύσουν» τράπεζες να βρίσκονται διαρκώς στο απυρόβλητο. Η χρηματοπιστωτική αναδιάρθρωση θα πρέπει να περιλάβει τη σωτηρία μόνο των καταθετών. Τα στελέχη των τραπεζών και οι μέτοχοι οφείλουν να κατανοήσουν ότι ο εκλεκτός τους καπιταλισμός δεν σημαίνει μόνο κέρδη αλλά επίσης κινδύνους κι απώλειες. Όσοι λοιπόν αναλαμβάνουν κινδύνους δημιουργώντας προβλήματα θα πρέπει, κατά τον Στίγκλιτζ, πρώτοι «να πάρουν πόδι». Το κράτος θα μπορούσε επιπλέον να δανείζει απευθείας τους πολίτες με χαμηλά επιτόκια. Το ίδιο ισχύει για τη διάσωση των ταμείων, ώστε να καταλήγει σε αυτά όλη η κρατική ενίσχυση.

Η οικονομική κρίση αποκάλυψε, σύμφωνα με τον Στίγκλιτζ, τη σοβαρή ηθική κρίση που μαστίζει την κοινωνία. Οι πρακτικές εκμετάλλευσης των δανειοληπτών από τους τραπεζίτες κατέδειξαν την έλλειψη ηθικού έρματος στο αμερικανικό κράτος που, παρά τον πλούτο του, αποδεικνύεται ανεπαρκές να παράσχει υγειονομική περίθαλψη σε όλους τους πολίτες του και ποιοτική παιδεία σε όλους τους νέους του. Αν οι Η.Π.Α. δεν αντιμετωπίσουν τα ζητήματα αυτά, δύσκολα θα πετύχουν να υπαγορεύουν τους όρους τους στην αναδυόμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, έχοντας ήδη χάσει την ευκαιρία να ηγηθούν παγκοσμίως σε ηθικό και πνευματικό επίπεδο. Ο Στίγκλιτζ διακρίνει γκρίζα σύννεφα στον ορίζοντα. Η διαπίστωσή του μοιάζει απαισιόδοξη, περισσότερο όμως αποτελεί προειδοποίηση αφύπνισης, προκειμένου να ακολουθηθούν υγιείς πολιτικές, χωρίς χρονοτριβές κι ευθυνοφοβίες.

 

Τζόζεφ Στίγκλιτζ, «Ο θρίαμβος της απληστίας. Η ελεύθερη αγορά και η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας», εκδ. Παπαδόπουλος, Αθήνα 2011, σελ. 512.

            «Στον χώρο της χάραξης πολιτικής, το να προσδιορίσει κανείς τι αποτελεί επιτυχία και τι αποτυχία αποτελεί πρόκληση ακόμα μεγαλύτερη από το να διαπιστώσει σε ποιον πρέπει να απονεμηθούν τα εύσημα (και σε ποιον ή σε τι πρέπει να ρίξουμε το φταίξιμο). Τι είναι, όμως, η επιτυχία ή η αποτυχία; Για τους παρατηρητές από τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη, οι επιχειρήσεις διάσωσης στην Ανατολική Ασία το 1997 ήταν επιτυχημένες επειδή δεν προέκυψε καμία ζημία για τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη. Για τους κατοίκους της περιοχής, που είδαν τις οικονομίες τους να συντρίβονται, τα όνειρά τους να διαλύονται, τις εταιρείες τους να χρεοκοπούν και τις χώρες τους να φορτώνονται χρέη δισεκατομμυρίων, οι επιχειρήσεις διάσωσης απέτυχαν οικτρά. Σύμφωνα με τους επικριτές, οι πολιτικές του Δ.Ν.Τ. και του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών επιδείνωσαν τα πράγματα. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές τους, απέτρεψαν την καταστροφή. Και εδώ προκύπτει το πρόβλημα. Τα ερωτήματα είναι: πώς θα ήταν τα πράγματα αν είχαν υιοθετηθεί άλλες πολιτικές κατευθύνσεις; Οι ενέργειες του Δ.Ν.Τ. και του Υπουργείου Οικονομικών των Η.Π.Α. παρέτειναν και βάθυναν την ύφεση ή τη συντόμευσαν μειώνοντας το βάθος της; Κατ' εμέ, υπάρχει μια ξεκάθαρη απάντηση: τα υψηλά επιτόκια και οι περικοπές δαπανών που επιβλήθηκαν από το Δ.Ν.Τ. και το Υπουργείο – ακριβώς το αντίθετο από τα είδη πολιτικής που εφάρμοσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη κατά την τρέχουσα κρίση – επιδείνωσαν την κατάσταση. Τελικά οι χώρες της Ανατολικής Ασίας ανέκαμψαν, όμως αυτό δεν συνέβη χάρη σε αυτές τις πολιτικές κατευθύνσεις, αλλά σε πείσμα τους.»

            «Ένα άλλο παράδειγμα προέρχεται από την Αργεντινή, η οποία, μετά τη χρηματοπιστωτική της κρίση, δεν ήξερε τι ποσά θα μπορούσε να πληρώσει στους πιστωτές της, κι έτσι πρότεινε μια ενδιαφέρουσα καινοτομία. Αντί να προσπαθήσει να πληρώσει περισσότερα απ' όσα μπορούσε και να οδηγηθεί σε μια νέα κρίση χρέους μερικά χρόνια αργότερα, πρότεινε την έκδοση ενός ομολόγου που να συνδέεται με το Α.Ε.Π. Το ομόλογο αυτό θα πλήρωνε περισσότερα εάν και εφόσον το εθνικό εισόδημα της Αργεντινής ανέβαινε, και η χώρα είχε τη δυνατότητα να πληρώσει πιο πολλά. Έτσι τα συμφέροντα των πιστωτών θα εναρμονίζονταν με εκείνα της Αργεντινής, και οι πιστωτές θα φρόντιζαν να συμβάλουν στην οικονομική μεγέθυνση της χώρας. Και σε αυτή την περίπτωση εναντιώθηκε η Γουόλ Στριτ.»

            «Η Δυτική Ευρώπη αδυνατούσε να καταλήξει σε συμφωνία για το πώς μπορούσε καλύτερα να βοηθήσει τους γείτονές της, κι έτσι πάσαρε την ευθύνη στο Δ.Ν.Τ. […]

            Η επιλογή του Δ.Ν.Τ. ως του θεσμού που θα διένειμε τα χρήματα ήταν αυτή καθαυτή προβληματική. Το Δ.Ν.Τ. δεν είχε κάνει απλώς ελάχιστα για να αποτρέψει την κρίση, αλλά είχε προωθήσει και την πολιτική της απορρύθμισης, η οποία περιελάμβανε την απελευθέρωση των κεφαλαιαγορών και των χρηματοπιστωτικών αγορών που συνέβαλε στη γένεση της κρίσης και τη ραγδαία εξάπλωσή της σε ολόκληρο τον κόσμο. Επιπλέον, τόσο αυτή όσο και άλλες πολιτικές κατευθύνσεις που προώθησε το Δ.Ν.Τ. -ακόμα και ο ίδιος ο τρόπος λειτουργίας του- αποτελούσαν "κόκκινο πανί" για πολλές από τις φτωχές χώρες που είχαν ανάγκη τα κονδύλια, αλλά και για τις χώρες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής που είχαν μεγάλα αποθέματα ρευστών διαθεσίμων, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν αξιοποιηθεί για να δοθεί βοήθεια προς φτωχές χώρες που τα χρειάζονταν. Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας μιας αναπτυσσόμενης χώρας μού εκμυστηρεύτηκε μια άποψη που δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστη: η χώρα του έπρεπε να βρίσκεται στα τελευταία της για να στραφεί στο Δ.Ν.Τ.

            Έχοντας παρακολουθήσει το Δ.Ν.Τ. από κοντά, καταλάβαινα την απροθυμία κάποιων χωρών να απευθυνθούν σε αυτό για χρήματα. Στο παρελθόν το Δ.Ν.Τ. παρείχε χρήματα αλλά μόνο υπό αυστηρούς όρους που στην πραγματικότητα επιδείνωναν ακόμα περισσότερο τις υφέσεις στις χώρες που πλήττονταν. Οι όροι αυτοί είχαν στόχο να βοηθήσουν τους Δυτικούς πιστωτές να ανακτήσουν μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους απ' ό,τι θα ήταν δυνατό, παρά να βοηθήσουν την πληττόμενη χώρα να διατηρήσει την οικονομική ευρωστία της. Οι αυστηροί όροι που συχνά επέβαλλε το Δ.Ν.Τ. προξενούσαν ταραχές σε ολόκληρο τον κόσμο – με πιο γνωστές εκείνες που ξέσπασαν στην Ινδονησία κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ανατολική Ασία. […]

            Το Δ.Ν.Τ. ήταν μια κλειστή λέσχη πλούσιων βιομηχανικών χωρών, των πιστωτριών χωρών, την οποία διεύθυναν οι υπουργοί Οικονομικών και οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών τους. Οι απόψεις του περί καλής οικονομικής πολιτικής διαμορφώνονταν από τους ανθρώπους του χρηματοπιστωτικού χώρου – απόψεις που συχνά ήταν πλανημένες, όπως έχω εξηγήσει και όπως απέδειξε περίτρανα η κρίση. Μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν τη δυνατότητα να ασκούν βέτο ενάντια σε κάθε σημαντική απόφαση, και πάντα διόριζαν το νούμερο δύο στην ιεραρχία· η Ευρώπη πάντα διόριζε τον επικεφαλής. Ενώ το Δ.Ν.Τ. μιλούσε από καθέδρας περί καλής διακυβέρνησης, δεν εφάρμοζε όσα διακήρυττε. Δεν το χαρακτήριζε η διαφάνεια που απαιτούμε σήμερα από τους δημόσιους θεσμούς. […]»

            «Όπως αποδείχτηκε, η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς αποτελούσε δικαιολογία για καινούριες μορφές εκμετάλλευσης. "Ιδιωτικοποίηση" σήμαινε ότι οι ξένοι μπορούσαν να αγοράζουν σε χαμηλές τιμές ορυχεία και πετρελαιοφόρες περιοχές στις αναπτυσσόμενες χώρες. Σήμαινε επίσης ότι μπορούσαν να δρέπουν τεράστια κέρδη από μονοπώλια και οιονεί μονοπώλια, όπως στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. "Απελευθέρωση χρηματοπιστωτικών αγορών και κεφαλαιαγορών" σήμαινε ότι οι ξένες τράπεζες μπορούσαν να αποκομίζουν υψηλές αποδόσεις από τα δάνεια που χορηγούσαν και, όταν τα δάνεια έπαυαν να εξυπηρετούνται, το Δ.Ν.Τ. επέβαλλε την "κοινωνικοποίηση" των ζημιών, πράγμα που σήμαινε ότι ολόκληροι πληθυσμοί υποχρεώνονταν με το ζόρι να εξοφλήσουν τις ξένες τράπεζες. Στη συνέχεια, τουλάχιστον όπως συνέβη στην Ανατολική Ασία μετά την κρίση του 1997, κάποιες ξένες τράπεζες έβγαλαν ακόμα περισσότερα κέρδη από την αναγκαστική εκποίηση στοιχείων ενεργητικού που επέβαλε το Δ.Ν.Τ. στις χώρες που είχαν ανάγκη τα χρήματά τους. Η απελευθέρωση του εμπορίου σήμαινε επίσης ότι οι ξένες επιχειρήσεις μπορούσαν να εξολοθρεύουν νηπιακές βιομηχανίες, καταπιέζοντας την ανάπτυξη του επιχειρηματικού ταλέντου. Ενώ τα κεφάλαια διακινούνταν ελεύθερα, δεν συνέβαινε το ίδιο με την εργασία – με εξαίρεση την περίπτωση των πιο ταλαντούχων ατόμων, πολλά από τα οποία βρήκαν καλές δουλειές στη διεθνή αγορά εργασίας.»

            «Όπως είδαμε, στο ξεκίνημα της κρίσης σημειώθηκε μια σύντομη νίκη της κεϊνσιανής οικονομικής ανάλυσης, όταν ολόκληρος ο κόσμος πίστεψε ότι η κρατική δαπάνη δεν ήταν μόνο αποτελεσματική, αλλά και επιθυμητή και αναγκαία. Εδώ και έναν αιώνα μαίνεται μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο απόψεις, αυτή την κεϊνσιανή άποψη και τη "χουβεριανή" άποψη, σύμφωνα με την οποία για να αποκατασταθεί η δύναμη της οικονομίας πρέπει να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη· και για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη πρέπει να μειωθούν τα ελλείμματα· και για να μειωθούν τα ελλείμματα πρέπει να μειωθούν οι δαπάνες και να αυξηθούν οι φόροι. Τα προγράμματα του Δ.Ν.Τ. που εφαρμόστηκαν πριν από μια δεκαετία στην Ανατολική Ασία, τη Λατινική Αμερική και τη Ρωσία προσέφεραν πειστικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι, κανονικά, η χουβεριανή προσέγγιση δεν φέρνει αποτέλεσμα. Οι περικοπές δαπανών υπονομεύουν τη δύναμη της οικονομίας· η εξασθένηση της οικονομίας προκαλεί κάμψη των φορολογικών εσόδων, με αποτέλεσμα η μείωση του ελλείμματος να είναι μικρότερη από την προσδοκώμενη· δεν αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη, αλλά ούτε η κατανάλωση και η επένδυση. Η "νεράιδα της εμπιστοσύνης" είναι πιθανότερο να κάνει την εμφάνισή της με κεϊνσιανές πολιτικές που αποκαθιστούν την οικονομική μεγέθυνση παρά με μέτρα λιτότητας που την καταστρέφουν. Παρά τις αδιάκοπες αποτυχίες τους οι χουβεριανοί έχουν επιστρέψει και, ενώ σε μερικές χώρες -όπως το Ηνωμένο Βασίλειο- βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη μια ιδεολογική μάχη, σε άλλες χώρες -όπως η Γερμανία- φαίνεται πως έχουν πάρει το πάνω χέρι οι χουβεριανοί.»

            «Μια διέξοδος που έχει προταθεί για την Ισπανία και τις άλλες χώρες είναι να απεργαστούν το ισοδύναμο μιας υποτίμησης – μια ομοιόμορφη μείωση μισθών. Πιστεύω ότι αυτό είναι ανέφικτο, και ότι οι επιπτώσεις του ως προς την κατανομή του εισοδήματος είναι απαράδεκτες. Στην πράξη οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να μειώσουν υποχρεωτικά άλλους μισθούς εκτός από εκείνους των δημόσιων υπαλλήλων. Σε κάποιες χώρες, όπου οι δημόσιοι υπάλληλοι εισπράττουν υπερβολικά υψηλούς μισθούς, κάτι τέτοιο ίσως είναι λογικό· αλλά σε άλλες χώρες, όπου οι αποδοχές τους είναι ήδη χαμηλές, μια τέτοια κίνηση θα περιορίσει ακόμα περισσότερο τη δυνατότητα του κράτους να προσλαμβάνει τα ικανά άτομα που χρειάζεται για να παρέχει απαραίτητες δημόσιες υπηρεσίες. Οι κοινωνικές εντάσεις θα είναι τεράστιες. Αλλά ακόμα και οι οικονομικές συνέπειες μπορεί να είναι δυσμενείς: καθώς μειώνονται οι μισθοί και οι τιμές, θα περιοριστεί η δυνατότητα των νοικοκυριών να ανταποκρίνονται στις δανειακές τους υποχρεώσεις· θα αυξηθούν οι χρεοκοπίες, όπως και τα προβλήματα στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η ιδέα ότι η περικοπή μισθών αποτελεί λύση για τα προβλήματα της Ελλάδας, της Ισπανίας και άλλων χωρών της Ε.Ε. αποτελεί σκέτη φαντασιοκοπία.»

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.