Εθνοφυλετισμός και [η αποκαλούμενη] Εκκλησιακή «Διασπορά» – Μία μονόδρομη σχέση αιτίου και αιτιατού – Μέρος Ι
Του π. Γρηγορίου Παπαθωμά* [Εισήγηση σε συνέδριο**]
1. Εθνοφυλετισμός, πηγή τροφοδοσίας της εκκλησιακής «Διασποράς»
2. Το εκκλησιο-κανονικό περιγεγραμμένο του Αυτοκεφάλου
3. Η αναδρομική κανονική λύση του ζητήματος της «Διασποράς»
4. Κράτος-Έθνος (État-Nation) και Έθνος-Κράτος σε σχέση με τη «Διασπορά»
5. Συμπερασματικές σκέψεις και κριτικές Παρατηρήσεις
Οι προπαρασκευαστικές εργασίες της μέλλουσας Αγίας και Μείζονος Πανορθοδόξου Συνόδου έχουν οριστικοποιήσει τον τελικό κατάλογο των υπό συζήτηση θεμάτων, και από 105 θέματα υπό εξέταση, που πρότεινε αρχικά η Συντακτική Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου (1961), κατέληξαν να προκριθούν μόλις 10 τελικά θέματα στην Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1976), τα οποία κρίθηκαν από αυτήν ως τα πλέον σημαντικά και άμεσης προτεραιότητας. Και ανάμεσα στα δέκα αυτά θέματα, το ζήτημα της «Διασποράς» κατείχε και κατέχει την πρώτη θέση. Κατά συνέπεια, το γενικό θέμα «Διασπορά», που θα μελετήσουμε μαζί και που έχει πρόκριτη θέση, είναι ύψιστης σπουδαιότητας και έχει ήδη τεθεί και μελετηθεί πολλές φορές και μελετάται ακόμη, ακριβώς γιατί είναι πολυδαίδαλο και πολύπτυχο. Εμείς, εδώ, θα δούμε μία μόνο πτυχή από τις πάμπολλες που υφίστανται, αλλά μία πτυχή αξονική, η οποία έχει να κάνει με τη …γεννήτρια, κατά τη γνώμη μου, του προβλήματος, την πηγή τροφοδοσίας αυτού του ζητήματος. Και πηγή τροφοδοσίας της εκκλησιακής «Διασποράς» δεν είναι άλλη από τον εντοπισθέντα, πριν ακριβώς από ενάμιση αιώνα, συνοδικά Εθνοφυλετισμό. Συνεπώς, το ζήτημα δεν είναι σχετικά πρόσφατο, αλλά προηγείται του κοινωνικο-πολιτικού φαινομένου της Διασποράς καθ’ εαυτού και ανάγεται σε βάθος παρελθοντικού χρόνου, που ξεπερνά και την εμφάνιση του φαινομένου και την παθολογία του. Γι’ αυτό έχει ιδιαίτερο μεθοδολογικό ενδιαφέρον να αρχίσουμε από τον Εθνοφυλετισμό, ο οποίος πριν να ευθύνεται για την εκκλησιακή «Διασπορά», φέρει και την ευθύνη γέννησης της Εθνικής Αυτοκεφαλίας και των σύγχρονων Εθνικών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
1. Εθνοφυλετισμός, πηγή τροφοδοσίας της εκκλησιακής «Διασποράς»
Ο Εθνο-φυλετισμός, ως όρος και ως νεολογισμός, επινοήθηκε ηθελημένα από την (πρώτη ιστορικά) Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1872 να είναι ομοειδώς και εμφατικώς σύνθετος τεχνικός όρος (από το έθνος και φυλή), για να καταδείξει μία αιρετικής μορφής αλλοίωση, επελθούσα την εποχή εκείνη, στους κόλπους της Εκκλησίας. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σύναξή μας εδώ να δούμε, γιατί η Πανορθόδοξη Σύνοδος υιοθέτησε ή, καλύτερα, κατασκεύασε αυτόν τον όρο, και τί μορφής αποκλίνουσα πραγματικότητα ήθελε να αποδώσει με αυτό. Πρώτα από όλα, ο φυλετισμός (από τη λέξη φυλή [ράτσα-raca, με τα ομοειδή του ρατσισμός, τριμπαλισμός]) αποτελεί την υιοθέτηση και εφαρμογή της αρχής των Εθνοτήτων στο εκκλησιακό πεδίο, της προτεραιότητας δηλ., εντός της Ιστορίας, της Φυλής και του Έθνους έναντι της Βασιλείας. Είναι η εκούσια και ενσυνείδητη άσκηση φυλετικής και εθνικής διάκρισης στους κόλπους της Εκκλησίας, δίδοντας προτεραιότητα στους φυλέτες (= στα μέλη της αυτής φυλής), τους ομόφυλους, και στους εθνίτες (= εκ του αυτού έθνους), τους ομοεθνείς, αποκλείοντας έτσι και εξ ορισμού τους ετεροφυλέτες και ετερόφυλους, τους ετεροεθνίτες και ετεροεθνείς στον συναπαρτισμό του εκκλησιαστικού σώματος. Με άλλα λόγια, στην κάθε απόπειρα πραγμάτωσης της Εκκλησίας εντός της Ιστορίας, εθνοφυλετισμός είναι η σύγχυση μεταξύ Εκκλησίας και Έθνους, η εξομοίωση – και μερικές φορές η ταύτιση – της Εκκλησίας με το Έθνος. Πρόκειται για την ιδιότυπη εκείνη περίπτωση συσχετισμού δύο μεγεθών, όπου ο Φυλετισμός φυλετεύει (= κάνει φυλέτη) και υποτάσσει την Εκκλησία στους ενδοκτισιακούς σκοπούς της φυλής και του έθνους ή, ακόμη χειρότερα, μεταχειρίζεται και χρησιμοποιεί την Εκκλησία, για να φυλετεύσει ετεροφυλέτες και ετεροεθνείς προς όφελος αποκλειστικά των σκοπών της φυλής και του έθνους. Από αυτό μπορούμε να αποδώσουμε και τον χαρακτηρισμό «(Εθνο)φυλετική Εκκλησία», δηλ. η «Εκκλησία των φυλετών [πρβλ. των εθνικών ημετέρων, των ομοεθνών]» (sic), άγνωστη ως εκκλησιακή κατηγορία και οντότητα, και ως εκκλησιολογική ύπαρξη στις δύο χιλιετίες τώρα της Ιστορίας της Εκκλησίας. Και παρ’ όλα αυτά, σήμερα, το αποκλίνον εκκλησιο-κανονικά αυτό γεγονός το έχουμε αναγάγει σε εκκλησιακή, αναμφισβήτητη καθιερωμένη, πράξη [πρβλ. το εκκλησιολογικά λαθεμένο, Εκκλησία των Ελλήνων – ενώ δεν πρόκειται για το ορθό «Βουλή των Ελλήνων» -, Εκκλησία των Ρώσσων, Εκκλησία των Ρουμάνων, «Πατριαρχείο των Σέρβων», όπως είναι και ο επίσημος τίτλος του].
Ο όρος συνιστά την ονομασία που δόθηκε συνοδικά σε μία νεοφανή στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκκλησιολογική αίρεση στα 1870, με την αυθαίρετη εγκαθίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία οργανώνεται, όχι επί εδαφικής αλλά επί φυλετικής, εθνικής ή, ακριβέστερα, πολιτιστικής (κουλτουραλιστικής) βάσεως κατά τέτοιο τρόπο, ώστε επί του ιδίου γεωγραφικού εδάφους να εμφανίζονται συνεδαφικά δύο ή πολλές περισσότερες εκκλησιακές οντότητες και εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, η κάθε μία από τις οποίες μεριμνά για τη διαποίμανση μόνο των μελών (των φυλετών), που ανήκουν σε μία συγκεκριμένη εθνική ομάδα (Μονοφυλετισμός). (Ας λεχθεί παρενθετικά εδώ, ότι, δίδοντας τον ορισμό του πώς περιγράφεται ο Εθνοφυλετισμός, περιγράφουμε ταυτόχρονα και τον πανομοιότυπο ορισμό της εκκλησιακής «Διασποράς» και τον εθνοφυλετικό τρόπο με τον οποίο αυτή οργανώνεται, κάτι που δείχνει τον άμεσο, αμοιβαίο και ευθυτενή συσχετισμό τους, όπως θα δούμε παρακάτω). Πρόκειται για το γεγονός-Εθνοφυλετισμός, έναν καινοφανή ιδιότυπο εθνικισμό, που ευνοεί και πριμοδοτεί εκούσια και ενσυνείδητα την αποκλειστικότητα και την εθνική ενότητα περισσότερο και πάνω από την εν Χριστώ ενότητα. Για τον λόγο αυτό, ο όρος υιοθετήθηκε από την Αγία και Μεγάλη (Μείζονα) Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, το 1872 [10 Σεπτεμβρίου], η οποία επισήμως προσδιόρισε και καταδίκασε τον Εθνοφυλετισμό ως σύγχρονη εκκλησιολογική αίρεση («βαλκανική αίρεση»). Και ο Εθνοφυλετισμός, όπως είναι θεολογικά προφανές, στο εκκλησιακό πεδίο, είναι όντως γεγονός αίρεσης, ακριβώς γιατί είναι εκκλησιακός Μονοφυλετισμός και στην σάρκωση και στην πραγμάτωση της Εκκλησίας σε ένα συγκεκριμένο δεδομένο τόπο (Κράτος-κατά τόπον Εκκλησία) ή όπου γης («Διασπορά»-υπερόρια εκκλησιαστική δικαιοδοσία).
Πράγματι, ο «φυλετικός (θρησκευτικός) εθνικισμός» εκφράζει την ιδέα της ίδρυσης είτε μίας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας σε πολιτειακό πλαίσιο είτε μίας εθνο-εκκλησιαστικής Κοινότητας στους χώρους της λεγόμενης «Διασποράς», βάσει όχι του τοπικού-εδαφικού [ευχαριστιακού-εκκλησιακού] κριτηρίου, αλλά του εθνο-φυλετικού, εθνικού ή γλωσσικού και της κοινής φυλετικής καταγωγής. Ομοίως, «η ίδρυση, στον ίδιο τόπο, ιδιαίτερων Εκκλησιών με βάση το έθνος, που δέχονται μόνο τους πιστούς που ανήκουν στο ίδιο έθνος, αποκλείοντας τους πιστούς των άλλων εθνών, και οι οποίες καθοδηγούνται μόνο από ποιμένες του ιδίου έθνους, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί του (εθνο)φυλετισμού, είναι ένα γεγονός χωρίς ιστορικό προηγούμενο» (Μητρ. Σάρδεων Μάξιμος). Επομένως, η Εκκλησία, συνεπής με την εσχατολογική αποστολή της εντός της Ιστορίας και του πτωτικού κτιστού, καλείται να μην ενδίδει σε καμμία περίπτωση και να συνδέεται με την τύχη ενός μόνον έθνους, μίας μόνο φυλής. Γι’ αυτό και η εκκλησιακή Ορθοδοξία είναι εχθρική σε οποιαδήποτε μορφή (εθνο)φυλετικού Μεσσιανισμού. Εξ άλλου, στον ιστορικό βίο ενός λαού οφείλουμε να διακρίνουμε σαφώς μεταξύ Εθνισμού-Ethnism (που έχει θετικό περιεχόμενο, ως το ορθά αντίθετο της αφιλοπατρίας) και Εθνικισμού-Ethicism/Nationalism (που έχει αρνητικό περιεχόμενο, σημαίνων την αποκλειστική προσήλωση σε δεδομένα εθνικά ιδεώδη με τάσεις εδαφικής επέκτασης σε βάρος άλλων εθνών και επιβολής του περιεχομένου της συλλογικής του εθνικιστικής ιδεολογίας [εθνομυθίας], κάτι που οδηγεί αναπόφευκτα στον ρατσισμό). Πρέπει να θεωρούμε τον πρώτο ως υπηρέτη και τον δεύτερο ως εχθρό του έθνους, γι’ αυτό και ο πρώτος συνάδει προς την εκκλησιακή εγκατασπορά μίας Τοπικής ή κατά τόπον [Αυτοκέφαλης] Εκκλησίας στην προοπτική της σωτηριολογικής πρόσληψης ενός λαού, ενώ ο δεύτερος απάδει της φύσεως, της υφής και της εσχατολογικής προοπτικής της Εκκλησίας. Η Εκκλησία, επομένως, δεν συνίσταται ποτέ εθνηδόν, αλλά κατά τόπον!… Και, κατ’ επέκταση, το Αυτοκέφαλο δεν εκχωρείται ποτέ σε ένα έθνος, όπου γης, αλλά σε ένα λαό με περιγεγραμμένα εδαφικά όρια, ο οποίος (λαός πρέπει να) απαρτίζει μία και ενιαία Αυτοκέφαλη Εκκλησία, ανεξαρτήτως της εθνικής καταγωγής ή προέλευσης των προσώπων που τον συγκροτούν. Και το εκκλησιο-κανονικό εδαφικό περιγεγραμμένο είναι αυτό που μας εισάγει στην καρδιά του προβλήματος που εξετάζουμε εδώ και σήμερα.
2. Το εκκλησιο-κανονικό περιγεγραμμένο του Αυτοκεφάλου
Πράγματι, το εκκλησιο-κανονικό περιγεγραμμένο μας θέτει δύο ερωτηματικά ζητήματα: αφ’ ενός, κατά πόσο μία Αυτοκέφαλη Εκκλησία έχει εδαφική και προσωπική δικαιοδοσία εκτός των περιγεγραμμένων (κρατικά) εδαφικών ορίων της και, αφ’ ετέρου, εάν αποκλείσουμε, ως μη προβλεπόμενη, την αντικανονική υπερόρια εδαφική και προσωπική δικαιοδοσία, τίθεται το καθοριστικό ερώτημα, κατά πόσο υπάρχει όντως και αντικειμενικά εκκλησιακή «Διασπορά»; Και στα δύο ερωτηματικά ζητήματα, η απάντηση εκκλησιο-κανονικά είναι αρνητική. Και όμως, στα δύο αυτά ερωτηματικά ζητήματα, η απάντηση της σύγχρονης ορθόδοξης εκκλησιακής πράξης είναι θετική. Όμως, όπως είναι προφανές, διαπιστώνεται μία παντελώς αντιθετική απόκλιση του «άλλα θεολογικά λέμε και άλλα, τα ακριβώς αντίθετα, στην εκκλησιακή πράξη πράττουμε». Και αυτό συμβαίνει γιατί, εάν σχηματοποιούσα, για να απλοποιήσω λίγο τον λόγο, θα έλεγα, ότι στην πρώτη περίπτωση υπερισχύει η Εκκλησιολογία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση υπερισχύει πλειοδοτικά, εκούσια και από ενσυνείδητη επιλογή ο Εθνοφυλετισμός με τα κυρίαρχα ενδοκτισιακά συμφέροντά του.
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη δισχιλιετή εκκλησιο-κανονική παράδοση, η εδαφική και προσωπική δικαιοδοσία μίας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας εξαντλείται εντός, και μόνον εντός, του κανονικού περιγεγραμμένου εδάφους της και δεν διαθέτει κανένα, μα κανένα, δικαιοδοτικό δικαίωμα εκτός των κανονικών ορίων της. Μόλις αυτό λειτουργήσει εκκλησιολογικά και κανονικά για όλες τις Ορθόδοξες κατά τόπους Εκκλησίες, τότε δεν υπάρχει ουδεμία ανάγκη, για να τίθεται ζήτημα «Διασποράς». Το ό,τι, όμως, τίθεται, αυτό σημαίνει ότι τίθεται, όχι γιατί υπάρχει όντως ζήτημα «Διασποράς», αλλά γιατί κάποιες Ορθόδοξες Εθνικές Εκκλησίες δεν αντιλήφθηκαν τη χαλκηδόνεια διαλεκτική του Αυτοκεφάλου, ότι αυτό, για να επιτυγχάνεται και να υπάρχει, απαιτείται ταυτόχρονα το εκκλησιολογικώς και κανονικώς «ασυγχύτως και αδιαιρέτως». Πράγματι, όταν η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451) όριζε το «πώς είναι» των Εκκλησιών, το «ασυγχύτως και αδιαιρέτως είναι» των κατά τόπους Εκκλησιών ανά την Οικουμένη, επιβεβαίωνε την απροϋπόθετη ετερότητα και την εκ των ων ουκ άνευ κοινωνία ταυτοχρόνως των Εκκλησιών αυτών. Η Σύνοδος αυτή φανέρωσε, ότι η ύπαρξη των κατά τόπους Εκκλησιών τέμνεται ταυτόχρονα από την κατάφαση της γεω-εκκλησιακής ετερότητας και τη δεδομένη εκκλησιακή κοινωνία μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, το θεολογικό αίτημα και το οντολογικό όραμα αυτής της Συνόδου ήταν, να υφίσταται εκκλησιακή ετερότητα και κοινωνία ανυπερθέτως, ως ένα σαφώς αντινομικό επίτευγμα του τριαδικού τρόπου υπάρξεως των κατά τόπους Εκκλησιών. Όταν αυτό δεν τηρηθεί, τότε έχουμε μοιραία δύο αναπόφευκτες αντιεκκλησιολογικές και αντικανονικές αποκλίσεις, που εκμηδενίζουν και καταργούν την Εκκλησία. Πρόκειται για μία ισοσκελή και συμμετρική απόκλιση εκατέρωθεν: αφ’ ενός, αυτονόμηση της ετερότητας με συνέπεια τη μειοδοσία της εκκλησιακής κοινωνίας και, αφ’ ετέρου, αλλοίωση της κοινωνίας σε σύγχυση με συνέπεια τον εκμηδενισμό από απορρόφηση της εκκλησιακής ετερότητας.
Αναλυτικότερα:
– Στην πρώτη αντικανονική απόκλιση έχουμε την μονομερή κατάφαση της Εθνικής Εκκλησίας, ως μοναδικότητας και αποκλειστικότητας για τους ομοεθνείς (εκκλησιολογικός μονοφυλετισμός), που αδιαφορεί για την κοινωνία με τις άλλες κατά τόπους Εκκλησίες, προβάλλοντας μία, ως μη ώφειλε, οντολογική εκκλησιακή αυτοπληρότητα. Η εθνο-εκκλησιαστική αυτή πεποίθηση γεννά την ανάγκη φροντίδας για τους ομοεθνείς εκτός των κανονικών ορίων της, ανεξαρτήτως εάν στα εδάφη αυτά υπάρχει άλλη κατά τόπον Εκκλησία ή εάν ασκείται σε αυτά κανονική δικαιοδοσία από μία άλλη κατά τόπον Εκκλησία. Αυτό ακριβώς, όμως, είναι που γεννά ταυτόχρονα και το παρεμφερές φαινόμενο της «Διασποράς», που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο μονόπλευρος υπερτονισμός, σε παγκόσμια κλίμακα, του «ασυγχύτως» σε βάρος του «αδιαιρέτως», προτεραιότητας της ετερότητας έναντι/σε βάρος της κοινωνίας, και η κατάργηση έτσι της χαλκηδόνειας διαλεκτικότητας του «ασυγχύτως και αδιαιρέτως», αυτό δηλ. που συνιστά τον ορισμό του Αυτοκεφάλου.
– Στη δεύτερη περίπτωση αντικανονικής απόκλισης έχουμε την εκκλησιακή απορρόφηση μίας κατά τόπον Εκκλησίας από μία άλλη όμορη κατά τόπον Εκκλησία, όταν αμφότερες βρεθούν σε ένα ενιαίο πολιτειακό μόρφωμα. Αυτό ακριβώς που καταδικάζει μετά βδελυγμίας η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, είναι ακριβώς αυτό που επισυνέβη στην Εσθονία (1945-1996) και τη Λεττονία (1945-σήμερα) από το Πατριαρχείο της Ρωσσίας. Η κατάργηση δηλαδή της εκκλησιακής ετερότητας στο όνομα μίας επιβεβλημένης μονο-εθνο-εκκλησιαστικής κοινωνίας. Αυτό έχει ως άμεση συνέπεια τον εκμηδενισμό και την αφομοίωση της εκκλησιακής ετερότητας ενός εκκλησιαστικού σώματος και την αντικανονική ενσωμάτωση μίας κατά τόπον Εκκλησίας στους κόλπους μίας άλλης (κατά τόπον) Εκκλησίας.
Συνοψίζοντας τις δύο αντικανονικές αποκλίσεις, να τονίσουμε ότι, από τη μία μεριά, η πριμοδότηση και ο υπερτονισμός του «ασυγχύτως» (ετερότητα) σε βάρος του «αδιαιρέτως» (κοινωνία) τροφοδοτεί την Εθνοφυλετική Εκκλησία και τις απορροές της, με κυρίαρχη απορροή την υπερόρια εξω-εδαφική δραστηριότητά της στους χώρους της κατασκευασμένης «Διασποράς», προκαλώντας έτσι συνεδαφικότητα και απομορφισμό, ετερογέννηση και παραμόρφωση της Εκκλησίας, αυτό ακριβώς που αποτρέπει η εν λόγω Σύνοδος, συνεπικουρούμενη και από την προηγηθείσα Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381), που τονίζει με έμφαση, «να μην γίνεται με τίποτα και πουθενά σύγχυση των Εκκλησιών». Από την άλλη μεριά, η πριμοδότηση και ο υπερτονισμός του «αδιαιρέτως» (κοινωνία) σε βάρος του «ασυγχύτως» (ετερότητα), στο όνομα της μονο-εθνο-εκκλησιαστικότητας, προκαλεί το εκκλησιαστικό αδίκημα της απορρόφησης μίας κατά τόπον Εκκλησίας από μία άλλη (κατά τόπον) Εκκλησία, αυτό ακριβώς που επίσης αποτρέπουν οι δύο Οικουμενικές Σύνοδοι στο επίπεδο της οντολογίας, δηλ. το «να μην έχουμε σύγχυση των Εκκλησιών».
Στην εκχώρηση, συνεπώς, του Αυτοκεφάλου 1) προηγείται υποστατικά το εδαφικό του εθνικού, και όχι το αντίστροφο. 2) Το αυτό ισχύει και για την συνεπή λειτουργία του Αυτοκεφάλου, μετά την εκχώρησή του, στην επέκεινα πορεία. 3) Το αυτό ισχύει επίσης και για το εδαφικό – και όχι εθνικό – πεδίο της δικαιοδοσίας του…
Στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του μέλλοντος, θα χρειαστεί πρώτα να ξεκαθαρισθεί το ζήτημα του Αυτοκεφάλου με τα (ενδο)δικαιοδοτικά του όρια και, όταν καταλήξουμε στο ήδη προφανές εκκλησιο-κανονικό περιγεγραμμένο του Αυτοκεφάλου, θα μπορέσουμε τότε να εξετάσουμε και το ζήτημα της εκκλησιακής «Διασποράς». Με άλλα λόγια, να αντιστρέψουμε την χρονική ιεράρχηση εξέτασης των δύο αυτών κορυφαίων ζητημάτων, αρχίζοντας πρώτα από το Αυτοκέφαλο και μετά να περάσουμε στην εκκλησιακή «Διασπορά», και όχι το αντίστροφο, όπως μέχρι τώρα εξετάζεται (πρώτα το αιτιατό και μετά το αίτιο), έχοντας στη λίστα των δέκα θεμάτων ως πρώτο και κυρίαρχο θέμα τη «Διασπορά», η οποία συνιστά δευτερογενές και αιτιατό, και όχι πρωτογενές και αίτιο ζήτημα.
Τα πρώτα Τέσσερα Θέματα της Μελλούσης Πανορθοδόξου Συνόδου (1976)
Η υφιστάμενη σειρά → Η προτεινόμενη σειρά
1. Η Ορθόδοξη Διασπορά 1. Το Αυτοκέφαλο
2. Το Αυτοκέφαλο 2. Το Αυτόνομο
3. Το Αυτόνομο 3. Τα Εκκλησιακά Δίπτυχα
4. Τα Εκκλησιακά Δίπτυχα 4. Η Εκκλησιαστική «Διασπορά»
Και όταν ακολουθήσουμε αυτή τη μεθοδολογική σειρά, θα βρεθούμε μπροστά σε μία έκπληξη. Η διαλεύκανση των δικαιοδοτικών ορίων του Αυτοκεφάλου θα μας αποκαλύψει, ότι το πολύκροτο ζήτημα της εκκλησιακής «Διασποράς» είναι εκκλησιο-κανονικά ανύπαρκτο ζήτημα στην Εκκλησία. «Διασπορά» όχι μόνο δεν υπάρχει και δεν υπήρχε ποτέ στην Εκκλησία, αλλά και η ίδια η υφή και συγκρότηση αυτή καθ’ εαυτή της Εκκλησίας την αποκλείει οντολογικά. Και όταν λύσουμε τα τρία πρώτα της προτεινόμενης σειράς, δεν θα χρειασθεί να καταπιαστούμε καθόλου με το 4ο θέμα πρωτογενώς. Πολλοί από τους Ορθοδόξους σήμερα αδυνατούν να αντιληφθούν, ότι η διασπαστική διατήρηση εκ μέρους της κάθε Εθνικής Αυτοκέφαλης Εκκλησίας δικής της εθνο-εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας στους χώρους της «Διασποράς» προκαλεί το αντιεκκλησιολογικό και αντικανονικό φαινόμενο της συνεδαφικότητας, που καταδικάζουν ομότροπα και συλλήβδην οι Οικουμενικές και Τοπικές Σύνοδοι, που έχει ως άμεση συνέπεια τον απομορφισμό της (εκείθεν Ορθοδόξου) Εκκλησίας. Πώς θα ήταν δυνατόν η Εκκλησία να αποδεχθεί μέσα στους αιώνες ένα τέτοιο παραχαρακτικό σχήμα, που συνιστά εξ ορισμού η εκκλησιακή «Διασπορά», και μάλιστα χωρίς να το προβλέψει σε προοπτική αποκλεισμού του; Και εμείς σήμερα καταπιανόμαστε τελικά με ένα ζήτημα ετερογενές και αντανακλαστικό, και ως εκ τούτου, εικονικό και πλασματικό, χωρίς να εξαντλήσουμε την εξέταση και την εξουδετέρωση των πρωτογενών παράπλευρων αιτίων που το προκαλούν.
* Ο π. Γρηγορίος Παπαθωμάς είναι καθηγητής στην Θεολογική Σχολή Αθηνών.
** Volos Academy for Theological Studies: Εκκλησιολογία και Εθνικισμός στη μεταμοντέρνα εποχή [από τις 24 έως τις 27 Μαΐου 2012].
ΠΗΓΗ: Ημ. Δημοσίευσης: May 30, 2012, http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=9495