Θεολογία και σπουδές
ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΚΑΔΗΜΙΕΣ
ΩΣ ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Του Αλέξανδρου Σταθακιού
1. Οι πτυχιούχοι θεολογίας απέναντι σε ένα νέο σκηνικό
Θα ήταν μάλλον ομφαλοσκόπος, όποιος έλεγε ότι σήμερα το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, δεν είναι κρίσιμο ζήτημα του πολιτικού διαλόγου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και το θέμα των θεολογικών σπουδών και του μαθήματος των θρησκευτικών στα πλαίσια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης που λειτουργεί μέσα σε ένα δημοκρατικό και ανεξίθρησκο κράτος, έχει αποκτήσει βαρύνουσα πολιτική σημασία.
Αναφορικά με το κεντρικό ζήτημα, φαίνεται να είναι απλή η λύση του για μια σεβαστή πλέον μερίδα «δημοσιολογούντων» και «δημοσιογραφούντων» σε χώρους, μέσα και έντυπα που ασκούν σημαντική επιρροή στην κοινή γνώμη: Άμεσος και απόλυτος χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, αρχή που για πάρα πολλές από αυτές τις δηλώσεις, έχει ως συνέπεια την έξωση, ή την περαιτέρω υποβάθμιση (ως «ηθική», ή ως επιλεγόμενο μάθημα) του μαθήματος των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση, αφού μετά τον χωρισμό δεν είναι δυνατόν η Πολιτεία να θέτει ως σκοπό της δημόσιας εκπαίδευσης και την χριστιανική διαπαιδαγώγηση, πράγμα που ισχύει τουλάχιστον τύποις ακόμα και σήμερα .
Ότι και να πιστεύει κανείς για τα παραπάνω, η πραγματικότητα είναι ότι η ελληνική κοινωνία βάζει πλέον ως ζήτημα για διευθέτηση στο άμεσο μέλλον τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους και, όπως και να γίνει, ο χώρος δράσης του Επιστήμονα και Παιδαγωγού Θεολόγου, στην Εκπαίδευση κάθε βαθμίδας και στην Κοινωνία θα επηρεαστεί από μια τέτοια εξέλιξη.
Και δεν είναι μόνο η εγχώρια τάση, είναι και η διεθνής «πίεση» πλέον μια και ως λαός αποφασίσαμε να συνυπάρχουμε στο πλαίσια ευρύτερων Ευρωπαϊκών στην πλειονότητα τους διακρατικών θεσμών.[1]
Και μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό ήρθε η πολιτεία, μετά από διεργασίες ετών, να καταθέσει προς ψήφιση νομοσχέδιο για την ίδρυση τεσσάρων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών κατά το πρότυπο των παραγωγικών σχολών του στρατού.[2]
Από την άλλη βέβαια, αντισταθμιστικά θα μπορούσε να πιστέψει κανείς, έρχεται νομοσχέδιο από πανεπιστημιακούς (Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) μέσω αρκετών βουλευτών όλων των κομμάτων που θεσμοθετεί το διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους με συγκεκριμένα «βήματα» σε κάθε τομέα που μέχρι τώρα υπάρχει «συγχώνευση». [3]
Αυτό το τελευταίο βέβαια, θα έρθει να προστεθεί «ως κερασάκι στην τούρτα» σε μια δύσκολη κατάσταση που βιώνει ο Θεολόγος. Δρα ανάμεσα σε εκατέρωθεν διαμορφωμένα στερεότυπα, που τον αλέθουν σαν «μυλόπετρες».
Από τη μια είναι η, όλο και πιο φωναχτή τελευταία, δυσκολία του κοινωνικού συνόλου να τον δεχτεί ως επιστήμονα. Όσοι από τους αποφοίτους των θεολογικών σχολών, προσπάθησαν να ανοιχτούν σε διεπιστημονικά πεδία, συνήθως συνάντησαν την καχυποψία των περισσοτέρων μελών της επιστημονικής κοινότητας για το περιεχόμενο των σπουδών τους. Και αυτό γιατί υπάρχει ένα ευρύτερα διαδεδομένο στερεότυπο: «Τώρα κι ο Θεολόγος ήρθε για να μας κάνει κατήχηση», λένε συχνά αρκετοί επιστήμονες -όμορων μάλιστα χώρων, άνθρωποι δηλαδή που υπηρετούν άλλες ανθρωπιστικές ή πολιτιστικές επιστήμες (και η «κατήχηση» όχι άδικα στην αντίληψη πολλών ταυτίζεται με την προπαγάνδα). Το στερεότυπο αυτό δεν είναι άσχετο με την στάση των περισσοτέρων θεολόγων στο κοντινό παρελθόν. Μια στάση που και σήμερα συναντάται, παρότι είναι πλέον μειοψηφική.
Από την άλλη βέβαια και η θεσμική εκκλησία, όχι λίγες φορές τον βλέπει με καχυποψία αυτόν το «θεολόγο του κομπιούτερ», ένα θεολόγο που βγήκε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που βγάνουν και οι άλλοι ειδικοί και δεν τον ελέγχει. Και αυτό δυστυχώς το στερεότυπο έχει περάσει σε πολλούς από τους πολίτες που ακολουθούν ενεργότερα στο ιδεολογικό πεδίο (δυστυχώς υπάρχει και αυτή η πραγματικότητα) την Θεσμική Εκκλησία.
Ο άνθρωπος αυτός μοιάζει σαν ένα παιδί που διαλύθηκε η οικογένεια του και κανένας από τους δυο γονείς δεν θέλει να το πάρει.
2. Η ανάγκη για επανεξέταση του ρόλου των πτυχιούχων Θεολογίας μέσα στην κοινωνία και την εκκλησιαστική κοινότητα.
Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση κάθε ένας και κάθε μία που έτυχε να σπουδάσουν Θεολογία και αναγνωρίζουν κάποιο ρόλο για τον εαυτό τους είναι αδύνατο να καθεύδουν. Είναι ανάγκη, επιτέλους, να διακηρυχθεί συλλογικά από τους κάθε βαθμίδας πτυχιούχους Θεολόγους η ταυτότητά τους ως ένας καθαρά χώρος έρευνας, επιστήμης, παιδείας γενικότερα «από την κοινωνία για την κοινωνία» και η πλήρης χειραφέτηση της Θεολογικής επιστήμης από την εξουσία των Εκκλησιαστικών Θεσμών. Αυτή η θέση βέβαια δεν εμποδίζει όποιον Θεολόγο θέλει να έχει πνευματική και αδελφική σχέση με το Εκκλησιαστικό Σώμα. Άλλο τέτοιας ποιότητας σχέση και άλλο η εξουσία.
Σε σχέση με το τελευταίο αξίζει να αναφέρω ότι αρκετοί αξιολογότατοι συνάδελφοι, ανάμεσά τους και ο π. Φιλόθεος Φάρος σε άρθρο του στη Σύναξη, τοποθετούνται κριτικά απέναντι στην ανάγκη των Θεολόγων να κατοχυρώσουν προς όλες τις πλευρές την επιστημοσύνη τους. Είναι απόλυτα δίκαιη αυτή η κριτική για όσους θέλουν να κατοχυρώσουν μια δήθεν «καθαρή επιστήμη», μια αντικειμενική επιστήμη «από καθέδρας». Σίγουρα, το αν κάποιος είναι Ορθόδοξος Χριστιανός, ή όχι μπορεί τον να επηρεάσει και να έχει μια ιδιαίτερη ματιά. Όπως μπορεί να επηρεάσει το αν είναι αριστερός ή δεξιός, το αν είναι διεθνιστής ή εθνικιστής και τόσα άλλα. Υπάρχουν άλλωστε Μαρξιστές και Φιλελεύθεροι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι, χωρίς κανένας ποτέ να αμφισβητήσει την επιστημοσύνη τους. Άλλο όμως είναι αυτό και άλλο να θέλουμε να κατοχυρώσουμε ένα πεδίο της πολιτισμικής πραγματικότητας, που ενδιαφέρει ευρύτερα την κοινωνία στην ομολογία και όχι σε κάποιες μίνιμουμ μεθοδολογικές αρχές που μπορεί να γίνουν σεβαστές από όλους. Τελικά μια τέτοια κατάσταση διαφυλάσσει ακόμα και την ίδια την Εκκλησία, γιατί δεν υπάρχει ο κίνδυνος οι ερμηνείες των δικών μας μετριοτήτων να τοποθετούνται στη θέση του Λόγου του Θεού. Αυτός μόνο εν Συνόδω διατυπώνεται για κρίσιμα για την «σωτηρία του σύμπαντος κόσμου» ερωτήματα και με τέτοια γλώσσα έτσι ώστε η Αλήθεια να μην ταυτίζεται με την διατύπωσή της.
Αν είναι όμως έτσι τα πράγματα, τόσο οριακά, γιατί επιτέλους δεν ξεκινά ένας ελεύθερος και πολύ-επίπεδος διάλογος από υπεύθυνους -κεντρικούς για το πρόβλημα της αυτοσυνείδησης των Θεολόγων- φορείς; Για παράδειγμα από τις εξεγερμένες εσχάτως -λόγω «Αρχιεπισκοπικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων»- κοσμητείες των Θεολογικών Σχολών; Νομίζω ότι αυτό αργεί από το φόβο των αντιδράσεων: Κυρίως να μην κατηγορηθούν οι επιστήμονες και παιδαγωγοί θεολόγοι για «αθεΐα», «νεωτερισμό», «αντιεκκλησιαστικό πνεύμα». Αλλά επίσης αργεί από την προσδοκία κάποιας επιτέλους συν-αντίληψης με την πλειοψηφία των θεσμικών ηγετών των Ελλαδικής Εκκλησίας.
Θέλω να πιστεύω λοιπόν, ότι η παρέμβασή μου αυτή θα διευκολύνει έναν διάλογο για να ξεπεραστούν κάποιες από τις αναστολές. Απευθύνομαι λοιπόν κυρίως στους ανθρώπους που έχουν την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας και εξηγούμαι:
Όποιος τα προτείνει αυτά δεν είναι «σώνει και καλά» άθεος και δεν διακατέχεται από αντιεκκλησιαστικό πνεύμα, αλλά φροντίζει για την κατοχύρωση του χώρου του στο πλαίσιο της κοινωνίας, της δημόσιας παιδείας και των ακαδημαϊκών σπουδών.
Όλοι ξέρουμε ότι το εκκλησιαστικό σώμα δεν φοβήθηκε πάντα την καινοτομία και τους νεωτερισμούς, αλλά αντίθετα πολλές φορές τα αποδέχτηκε, ερμηνεύοντας τα δυναμικά «υπό το φως της Ανάστασης του Χριστού». Όσοι Θεολόγοι θέλουν να διατηρήσουν την σχέση τους με το εκκλησιαστικό σώμα, θα βοηθηθούν με ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα. Θα κάνει τη σχέση τους με την Εκκλησία πιο υγιή, σύμφωνα με τις πραγματικές προϋποθέσεις της ιδιότητάς τους.
Επειδή έχω περάσει από Ελλαδική Θεολογική σχολή, φαντάζομαι την υποτιμητική αντίδραση ορισμένων κύκλων με το άκουσμα και μόνο αυτών των εισαγωγικών αράδων. Αυτά είναι «θύραθεν» θα πουν…Είναι αλήθεια, ακόμα και σήμερα, πολλοί και ορισμένες φορές διακεκριμένοι θεολόγοι φοβούνται μην χαρακτηριστούν «θύραθεν» ή «κοσμικοί» από ορισμένους κύκλους, που δυστυχώς επηρεάζουν όχι μόνο τον κλήρο, αλλά και ένα μέρος όσων ακολουθούν ενεργότερα την Θεσμική Εκκλησία[4].
Τι σημαίνει «θύραθεν», όταν είναι η δική μου αλήθεια, ο κόπος μου, ο προβληματισμός μου. Πράγματα που ο Χριστός δεν έρχεται να τα καταργήσει, αλλά να τα απαντήσει και να τα φωτίσει σε ένα ζωντανό διάλογο, σε μια προσωπική σχέση όπου το ανθρώπινο διασώζεται. Αυτό δεν πάμε να πούμε στην κοινωνία; Γιατί αν πάμε να πούμε διαφορετικά , τότε θα μας κλείσουν όλες τις πόρτες και καλά θα κάνουν.
Πέρα από τα τελευταία θυμικά μου επιχειρήματα, όλη αυτή η παραφιλολογία για το «θύραθεν» της επιστημονικής θεολογίας από τη μια και για την καταξίωσή της στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών από την άλλη έχει απαντηθεί ενδελεχώς εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια από τον καθηγητή Νίκο Ματσούκα σε άρθρο του στο περιοδικό «Διαβάζω». Αν και αισθάνομαι ότι επαναλαμβάνω πράγματα, θα σημειώσω την παρομοίωσή που έκανε για το εκκλησιαστικό σώμα ως γυναίκας που γεννά (και παράγει πολιτισμό) και ως γιατρού γυναικολόγου του θεολόγου (που ασχολείται επιστημονικά με αυτόν τον πολιτισμό). Σίγουρα μπορεί να γεννηθεί παιδί χωρίς την μεσολάβηση της επιστήμης. Όμως κανένας σώφρων γονιός δεν θα διακινδύνευε σήμερα να το επιχειρήσει.
Η επιστημονική θεολογία ξεκίνησε αξεδιάλυτα στην αρχή πλάι στην εκκλησιαστική πράξη, αλλά περιέλαβε γρήγορα όλες τις βασικές επιστημολογικές αρχές και μεθόδους που έχουν και σήμερα όλες οι ανθρωπιστικές επιστήμες, Σιγά – σιγά όμως άρχισε να αυτονομείται. (Αλήθεια που κατατάσσουν οι πολέμιοι του «θύραθεν» τον Ιουστινιανό, το Λέοντα τον Σοφό και τον κρατικό λειτουργό Φώτιο, πριν γίνει σε μια νύχτα πατριάρχης;) Είναι αλήθεια ότι σημείο καμπής υπήρξε η ίδρυση ορθόδοξων θεολογικών σχολών με βάση τα προτεσταντικά πρότυπα, αλλά αυτό ήδη είναι πολύ μακριά. Τα θεολογικά τμήματα σήμερα νομιμοποιούνται να υπάρχουν εκτός και ανεξαρτήτως των εκκλησιαστικών δομών, πιστεύω και από τις δυο πλευρές: Από την κοινωνία των πολιτών μέσω της ακαδημαϊκής κοινότητας, γιατί υπηρετούν με νόμιμες επιστημολογικές αρχές και μεθόδους ένα διακριτό τομέα σπουδών.
Επίσης, όσο και αν στην αρχή θα φανεί ρηξικέλευθο, μπορούν να γίνουν αποδεκτά και από την Εκκλησία. Όχι βέβαια με τις προτεσταντικές προϋποθέσεις των αρχών του 19ου αιώνα. Όχι δηλαδή ως ένας λόγος που κατευθύνει την Εκκλησία, αλλά ως ένα εργαλείο που μπορεί να το χρησιμοποιήσει η Εκκλησία ελεύθερα και δυναμικά.[5] Και ας ξαναέρθουμε στο παράδειγμα του γυναικολόγου. Κανείς μπορεί να έχει ένα διάλογο με τον γιατρό του, να ελέγξει τις μεθόδους του, να δει τι κάνουν και άλλοι συνάδελφοί του, να ελέγξει την ποιότητα των οργάνων που χρησιμοποιεί, αλλά αν δεν είναι ο πιο ακραίος φουνταμενταλιστής δεν θα απορρίψει την βοήθεια της ιατρικής επιστήμης.
Τι χρειαζόταν όλα τα παραπάνω; Απλούστατα γιατί, αν για τις θεολογικές σπουδές τίθεται το δίλημμα με την κοινωνία των πολιτών και χωρίς προκαθορισμούς, ή με την κηδεμονία της θεσμικής εκκλησίας, κατά την γνώμη μου πρέπει να δοθεί μια σαφέστατη απάντηση: Με την κοινωνία των πολιτών.[6]
Για μένα μια τέτοια απάντηση θα ισοδυναμεί με την ενηλικίωση της Ελλαδικής θεολογικής σκέψης: «Δεν είμαι Προφήτης, δεν είμαι Απόστολος (αυτό πάντα σε σχέση με το ότι έχω διδαχθεί), αλλά άμα κάνω σωστά τη δουλειά μου, μπορεί να βοηθήσω τους Προφήτες και τους Απόστολους».
3. Η ίδρυση των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών και ο επαγγελματική ταυτότητα των πτυχιούχων θεολογίας
Καταρχήν, αν το θέμα ετίθετο γενικά και αόριστα, αν έχει, δηλαδή, ο εκκλησιαστικός οργανισμός δικαίωμα να ιδρύσει ακαδημαϊκού επιπέδου σχολές για να εκπαιδεύει και να παρέχει συνεχιζόμενη επιμόρφωση και ειδική κατάρτιση στα στελέχη του, ιερείς, ιεροψάλτες, στελέχη της διακονίας (μια δουλειά επιπέδου, σαν κι αυτή που έκανε και κάνει ο Κίσσαμου Ειρηναίος με την Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης), νομίζω, ότι όσοι θέλουμε να ξεχωρίζει σιγά- σιγά η Εκκλησία από το Κράτος, δεν θα μπορούσαμε να έχουμε κάποια αντίρρηση, παραμένοντας συνεπείς στην θέση μας.
Όμως δεν πρόκειται για τέτοιες σχολές, πρόκειται για σχολές απομίμηση των αναλόγων στρατιωτικών, αφού η εισαγωγή προϋποθέτει την προ-έγκριση της διοίκησης της Εκκλησίας, έχει συνέντευξη, οι σπουδαστές μένουν υποχρεωτικά εσώκλειστοι και οι διδάσκοντες ελέγχονται από την διοίκηση για την «ορθόδοξη πίστη και το ήθος τους».[7]
Να δούμε όμως, με μια γρήγορη ματιά, τι προβάλλεται ως αιτία δημιουργίας αυτών των σχολών εκτός βεβαίως της εισηγητικής έκθεσης του νομοσχεδίου:
«Στις θεολογικές σχολές εισέρχονται νέοι που ελάχιστη σχέση έχουν με την Εκκλησία».[8]
Η διάσταση απόψεων ανάμεσα σε μερίδα των καθηγητών θεολογίας και ιεραρχών.[9]
Ο περιορισμός της «ανεξέλεγκτης εξουσίας των ακαδημαϊκών θεολόγων πάνω στην Εκκλησία» και η ελλιπής θεολογική έρευνα και παραγωγή στις κρατικές θεολογικές σχολές, ο οποίοι βέβαια αισθάνονται τον ανταγωνισμό και αντιδρούν. [10]
Για το πρώτο και το δεύτερο σημείο νομίζω διεξοδικά τοποθετήθηκα παραπάνω: Εξαρτάται πως βλέπει κανείς την θεολογική επιστήμη: ως ένα λόγο που κατευθύνει την εκκλησία, ή ως ένα εργαλείο που όλοι – πρωτίστως η εκκλησιαστική κοινότητα και οι λειτουργοί της- μπορούν να χρησιμοποιήσουν ελεύθερα και δυναμικά.
Για το τρίτο σημείο χρειάζεται να γίνει παραπάνω κουβέντα: Ας υποθέσουμε και ίσως βάσιμα ότι οι πανεπιστημιακές θεολογικές σχολές ακολουθούν τις δυσκαμψίες των Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. της χώρας μας, που πάρα πολλοί από τους ίδιους τους πανεπιστημιακούς ομολογούν.[11] Τι προτείνεται όμως ως λύση: να θεωρηθούν ανταγωνιστικά καθιδρύματα που η έρευνα και η γνώση -όχι με ανομικές καταστάσεις, αλλά βάσει νόμου- ποδηγετείται; Επίσης τι σημαίνει ότι οι θεολόγοι ασκούν ανεξέλεγκτα έλεγχο στην Εκκλησία; Αυτό είναι το καθήκον κάθε πολίτη αυτής της χώρας: είτε εκπαιδευτικός είναι αυτός είτε εφοριακός, ακόμα και μέσω του ρόλου του και μέσα στα πλαίσια των θεσμών έχει υποχρέωση να ασκήσει όσο και όποιο έλεγχο του έχει επιτρέψει η πολιτεία να ασκεί. Ο έλεγχος βέβαια των εκπαιδευτικών γίνεται μέσω της έρευνας και της παιδείας και αν τα κριτήρια ελέγχου τους δεν συντονίζονται με αυτά τα δυο, εκεί πρέπει να «νύξει» κανείς, όχι να ζητήσει την βοήθεια από άλλους, εξωγενείς για αυτό το πλαίσιο, παράγοντες.
Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει εμπιστοσύνη (εκτός λίγων εξαιρέσεων φυσικά) στον Εκκλησιαστικό οργανισμό ότι έχει την κατάλληλη οργάνωση και αντίληψη για να λειτουργήσει με όλα τα ακαδημαϊκά αλλά και δημοκρατικά εχέγγυα (που σήμερα είναι συνυφασμένα με τους σκοπούς της παιδείας και της έρευνας), ανώτατες εκπαιδευτικές δομές.[12] H ίδρυση των ανώτατων εκκλησιαστικών σχολών με τον τρόπο που επιχειρείται από την ιεραρχία -ως απομίμηση των παραγωγικών σχολών των Ενόπλων Δυνάμεων, πέρα από τον προβληματισμό για το πρόδηλο αρχέτυπο που έχει στο μυαλό της η θεσμική εκκλησία για τον σημερινό κλήρο και τους άλλους λειτουργούς της εκκλησιαστικής διακονίας (…«στρατιωτάκια ακίνητα, αμίλητα και αγέλαστα»), κάνει τους θεολόγους, σχετικούς γνώστες κάποιων πραγμάτων που αποσιωπούνται, να αντιδρούν. [13]
Έχουν δικαίωμα καταρχήν ως πολίτες, γιατί με χρήματα του ελληνικού δημοσίου θα στηρίζονται αυτές οι σχολές και είναι θεμιτό να έχουν λόγο περί της ποιότητας αυτών των σχολών, τουλάχιστον όσοι πολίτες γνωρίζουν από θεολογικές σπουδές.[14]
Πέρα από αυτό, νομίζω ότι όσοι θεωρούν τον εαυτό τους Χριστιανό Ορθόδοξο έχουν λόγο εδώ ακόμα πιο παρεμβατικό, γιατί η Εκκλησία στην οποία ανήκουν, προβαίνει σε ένα τόσο σημαντικό βήμα χωρίς να κάνει διάλογο με τα μέλη της. (Γιατί άραγε να δοθούν αυτά τα χρήματα από το κράτος σε Εκκλησιαστικές δομές που δεν είναι πρώτης ανάγκης και όχι σε άλλες που τα μέλη της Εκκλησίας θεωρούν αναγκαίες;) Αλλά η Εκκλησιαστική ηγεσία δεν κάνει διάλογο ούτε με αυτούς που μέχρι σήμερα θεωρούσε δασκάλους των Ιεραρχών της. Δηλαδή με τον χώρο των Θεολογικών Γραμμάτων. Ποιος θα ακούσει όμως τα μέλη της Εκκλησίας; Όταν δεν βοούν βέβαια αγελαία σε συνάξεις και ζητούν δομές διαλόγου και συν-απόφασης εντός της Εκκλησίας; Γι' αυτόν τον λόγο συχνά και τα μέλη της Εκκλησίας αναζητούν την βοήθεια της Πολιτείας για «τα του οίκου τους». Έχουν -όχι αναίτια- την αίσθηση ότι ο λόγος τους, ο προβληματισμός τους, η ψήφος τους, η παρεμβολή τους σε πρόσωπα και δομές μπορεί να έχουν κάποια αποτελεσματικότητα στην συμπεριφορά της Πολιτείας, παρά της Θεσμικής Εκκλησίας. Έτσι δεν έγινε στο παρελθόν και με το θέμα της ενοριακής οργάνωσης (νόμος Τρίτση); Είναι λοιπόν αστείο, ακόμα και να λέγεται από μερικούς, ότι οι Θεολόγοι τα βάζουν με την Εκκλησία. Ποια Εκκλησία;
Τέλος πάντων, ακόμα και οι αδαείς περί των εκκλησιαστικών κατανοούν, ότι άλλες είναι οι πρωτεύουσες ανάγκες του εκκλησιαστικού οργανισμού και άλλες πάνε να καλυφθούν (οι οποίες έχουν σχέση με το γόητρο της εκκλησιαστικής ηγεσίας). Διότι ο ενοριακός κλήρος και το λοιπό προσωπικό των ενοριών χρειάζεται θεσμική αναβάθμιση του ρόλου του. Η αναβάθμιση αυτή, θα μπορούσε να υποστηριχθεί με πολλά ανοιχτά περιφερειακά μορφωτικά ιδρύματα της Εκκλησίας, που θα προσφέρουν πολυσχιδή και διαρκή κατάρτιση (στο πρότυπο της Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης) και όχι με τις «Εκκλησιαστικές Ακαδημίες» στο πρότυπο των παραγωγικών σχολών του Στρατού[15].
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο καλό είναι να αναφερθεί κανείς και στο «πάπλωμα», αν και δεν γίνεται ο καυγάς μόνο για αυτό, παρόλα αυτά υπάρχει. Κανείς λοιπόν θεολόγος- ένας ανασφαλής εκ των πραγμάτων άνθρωπος, δεν αφήνει τις βάσιμες υπόνοιες του ότι αυτές οι σχολές φτιάχνονται για να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά προς τα θεολογικά τμήματα. Με λίγα λόγια να υποκαταστήσουν ή ακόμα και να αντικαταστήσουν στο μέλλον τα θεολογικά τμήματα και να μείνει ακόμα περισσότερο «ξεκρέμαστος». Ερέθισμα για αυτές τις υπόνοιες, είναι το ερώτημα «γιατί η Εκκλησία δεν αξιοποιεί σε πρώτη φάση τους άνεργους θεολόγους σε πολλές από τις θέσεις λαϊκών που θέλει να καλύψει με τις σχολές της;[16]»
Το πολύ πρόσφατο παρελθόν εδραιώνει την καχυποψία. Είναι γνωστή ιστορία των Ποιμαντικών Τμημάτων εντός των Θεολογικών Σχολών Αθήνας -Θεσσαλονίκης, τα οποία από διετείς επιμορφωτικές δομές για τους κληρικούς εξελίχθηκαν, μετά από πιέσεις εκκλησιαστικών και παρά-εκκλησιαστικών παραγόντων σε όμορους των θεολογικών τμημάτων χώρους ανέλιξης δευτεροβάθμιου εκπαιδευτικού προσωπικού. Βέβαια, όταν κάποια στιγμή εντάχθηκαν αθρόα στην επετηρίδα των θεολόγων εκατοντάδες απόφοιτοι των Ποιμαντικών τμημάτων που δεν είχαν πιο μπροστά δικαίωμα ένταξης, κανείς δεν νοιάστηκε για τα εργασιακά αδιέξοδα του κλάδου. Όπως κανείς δεν εξέτασε το ότι με διαφορετικά κριτήρια εισήχθησαν οι μεν και οι δε στο Πανεπιστήμιο. Αλλά είπαμε, αυτό που τότε μέτρησε ήταν να μην κατηγορηθούν οι πολιτικοί πως θέλουν να βγάλουν έξω από την Παιδεία την Εκκλησία και τους Κληρικούς. Το ίδιο «επιχείρημα» ακούγεται πάνω κάτω και σήμερα.
Κι αν πάει κανείς παρακάτω αξίζει να αναρωτηθεί γιατί η Εκκλησία δεν αξιοποιεί σε πρώτη φάση τους άνεργους θεολόγους σε πολλές από τις θέσεις λαϊκών που θέλει να καλύψει με τις σχολές της, δείχνοντας αν θέλετε και μια φιλάνθρωπη στάση για ανθρώπους που βρίσκονται συχνά στην έσχατη ένδεια;
Εδώ ακούγεται το επιχείρημα: «Δεν είμαστε σίγουροι, ότι θα βρούμε μέσα από αυτούς πραγματικά μέλη της Εκκλησίας.»
Αν το ερευνήσει όμως κανείς προσεκτικά θα δει ότι και αυτό ακόμα είναι πρόφαση: Είναι τόσοι πολλοί οι άνεργοι και υποαπασχολούμενοι απόφοιτοι που μπορεί εύκολα να γίνει μια επιλογή. Ας προσθέσουμε επίσης ότι πάρα πολλοί απόφοιτοι των θεολογικών σχολών προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, της Ελληνικής επαρχίας, όπου κατά κανόνα λειτουργούν παραδοσιακά πλαίσια νοοτροπιών και κοινωνικών στάσεων, αν ορισμένους τους τρομάζει «η παγκόσμιος επανάστασις της νεολαίας», όπως θα έλεγε και ο μακαριστός Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων[17]. Και για το τυπικό του πράγματος θα μπορούσαν να ζητούν ως απαραίτητο εχέγγυο για την κάλυψη της θέσης , την διαβεβαίωση της ενοριακής επιτροπής της ενορίας των ενδιαφερομένων. Η ενοριακή επιτροπή μπορεί να γνωρίζει αν είναι κάποιος ή κάποια μέλος της Εκκλησίας. (Όσο γίνεται βέβαια με βάση εξωτερικά στοιχεία, εγώ ακόμα και γι' αυτό κρατάω επιφυλάξεις).
Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς και τους σπουδαστές και τους αποφοίτους των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών που υπάρχουν σήμερα. Είναι και αυτοί μετέωροι, θύματα μαζί με άλλους της επεκτατικής διάθεσης της Εκκλησιαστικής ηγεσίας, «πάλαι τε και επ' εσχάτων». Θα μπορούσε να προτείνει κανείς, όσοι από αυτούς, δεν κατάφεραν να εισαχθούν με κατατακτήριες στα Θεολογικά τμήματα, να τύχουν μιας ευνοϊκής ρύθμισης για εξομοίωση του πτυχίου τους με αυτό των Θεολόγων, κατόπιν περαιτέρω σπουδών, υπό την εποπτεία των Θεολογικών σχολών. Όπως ακριβώς έγινε με τους Δασκάλους των πρώην Παιδαγωγικών Ακαδημιών, που εξομοιώθηκαν με αυτούς των Παιδαγωγικών τμημάτων των Πανεπιστημίων. Στο ΑΣΕΠ θα δώσουν εν τέλει και αυτοί εξετάσεις, εκεί που είναι ένας προς είκοσι, ας είναι ένας προς είκοσι έναν. Από κει και πέρα όμως, αυτές οι σχολές θα πρέπει να αντικατασταθούν από Ινστιτούτα Εκκλησιαστικής Κατάρτισης που θα παρέχουν ειδική κατάρτιση για την καθημερινότητα της υπηρεσίας σε έναν Ναό (Λειτουργική, Ψαλτική κ.τ.λ.), στα οποία ακόμα και οι πτυχιούχοι Θεολόγοι που θέλουν να γίνουν κληρικοί θα πρέπει να φοιτούν, γιατί άλλο πράγμα είναι αυτές οι γνώσεις και δεξιότητες και άλλο η Θεολογική Επιστήμη[18].
4. Είναι οι εν λόγω Ακαδημίες Ομολογιακές Θεολογικές σχολές;
Τέλος μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η Θεσμική Εκκλησία θέλει αυτές τις σχολές, γιατί έχει αισθανθεί την ανάγκη ίδρυσης Ομολογιακών Θεολογικών σχολών. Θεωρεί ότι οι υπάρχουσες Θεολογικές σχολές, για να παραμείνουν στα πλαίσια των δημοσίων πανεπιστημίων, θα χειραφετηθούν ολοκληρωτικά από το Δόγμα και θέλει να προλάβει τις εξελίξεις. Βλέπει από την άλλη, παραδείγματα όμορων χώρων και λέει «γιατί όχι και εγώ;»[19]
Όμως αν είναι αυτός ο στόχος πρέπει να δηλωθεί ξεκάθαρα, και να γίνει διάλογος επ' αυτού. Γιατί ένα τέτοιο εκκλησιαστικό-κρατικό κατασκεύασμα σαν την «Εκκλησιαστική Ακαδημία», διόλου δεν θυμίζει λ.χ. τη «Γκρεγκοριάνα» ή το «Πανεπιστήμιο του Λατερανού» (που τέλος πάντων άλλη είναι η ιστορία τους[20]), αλλά καταστάσεις στις πρώην «ανατολικές» χώρες, όπου τα εκκλησιαστικά σεμινάρια ανακηρύχθηκαν «εν μία νυκτί» πανεπιστήμια, λόγω και του αυξημένου πολιτικού ρόλου των τοπικών εκκλησιών σε αυτές τις μεταβατικές περιόδους.[21] Και να μας πει βέβαια κανείς ποία η προσφορά στην θεολογικά γράμματα αυτών των σχολών. Αν είχαν έναν Στανιλοάε, τον είχαν από πριν. Και να μας πει βέβαια: «τι διαφορετικό εν τέλει θα κάνουν αυτές οι σχολές;»
Ο Καθηγητής του τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, Λ. Σιάσος υποστηρίζει ότι είναι «κορυφαία επιστημονική κατάκτηση των μοναδικών στην Ευρώπη θεολογικών μας σχολών να μην είναι ομολογιακές -και γι' αυτό είναι ευσήμως αναγνωρισμένες διεθνώς»[22] Σε αυτές τις σχολές όταν πλέον και τυπικά θα έχει κατοχυρωθεί πλουραλιστική έκφραση, θα είναι ευτύχημα να σπουδάζει κάποιος λειτουργός της Ορθόδοξης Εκκλησίας γιατί σε έναν πλουραλιστικό κόσμο θα εργαστεί και πρέπει να προετοιμαστεί για αυτό με έναν τρόπο σπουδών που προάγει τον διάλογο.
Αλλά, ας πούμε ότι τα πράγματα ήταν ιδανικά και η Εκκλησία ήθελε να έχει ένα επιπλέον ερευνητικό ίδρυμα που να ασχολείται ακόμα πιο έντονα με «τα του οίκου της». Τίποτε μεμπτό σε αυτό. Να αναλάβει η Εκκλησία το κόστος ίδρυσης ενός τέτοιου οργανισμού (ενός γιατί αν δεν υπάρχει ο κρατικός κορβανάς, θα χρειαστεί οικονομία στα αργύρια) και να προχωρήσει. Θα έλεγα ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον νόμο που διέπει τα κολέγια και αν αργότερα πραγματικά γινόταν σοβαρή δουλειά θα μπορούσε να ζητήσει την αναγνώριση αυτής της σχολής από το κράτος. Επίσης, θα μπορούσε αν είχε αποκτήσει κύρος να συνεργαστεί με το «πανεπιστήμιο του Λατερανού» π.χ., όπως συνεργάζονται και άλλα κολέγια με ξένα πανεπιστήμια και να διευκολύνει τον δρόμο προς την αναγνώριση. Είναι αναγκαίο επίσης, να κατοχυρωθεί το αυτοδιοίκητο της σχολής αυτής, γιατί ακόμα και ως Ομολογιακή μια Θεολογική Σχολή παραμένει χώρος ακαδημαϊκής παιδείας και όχι απλής επαγγελματικής κατάρτισης. Αναγκαστικά η διοίκηση της Εκκλησίας θα επιλέξει το πρώτο σώμα εκλεκτόρων του διδακτικού προσωπικού αυτής της σχολής. Μεταξύ των ειδικών υπάρχει βέβαια δυσπιστία, αν αυτό θα μπορούσε να γίνει αξιοκρατικά, αλλά έτσι συγκροτείται η διοίκηση της Εκκλησίας σήμερα και αυτό το έχουμε de facto δεχτεί για μείζονα ζητήματα. Από κει και πέρα όμως η διοίκηση των σχολών θα έπρεπε να δοθεί αποκλειστικά στους διδάσκοντες. Η Ιεραρχία θα μπορούσε συμβουλευτικά και μόνο να έχει λόγο για γενικά ζητήματα, π.χ. πόσες διδιακτικές ώρες «λειτουργικής θεολογίας», ή «διεκκλησιαστικών σχέσεων» περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα σπουδών.
Τέλος (και πάλι «για το πάπλωμα») θα έπρεπε να συζητηθούν τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων τους ανοιχτά. Δηλαδή, αν λειτουργήσουν με την λογική ότι δεν εξυπηρετούν την Εκκλησία Θεολογικά τμήματα που είναι της αρχής «από την κοινωνία για την κοινωνία», οι απόφοιτοι τέτοιων «κλειστών» σχολών δεν είναι δυνατόν να έχουν εργασιακές αξιώσεις στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο.
5. Το μάθημα των θρησκευτικών
Με τα παραπάνω, κατά την γνώμη μου, γίνονται σαφή και τα κίνητρα της θεσμικής εκκλησίας που ζητά συχνά και ζήτησε πρόσφατα να έχει λόγο για το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών[23].
Θα πρέπει βέβαια να τονίζει εδώ κανείς ότι η θεσμική εκκλησία εκμεταλλεύεται την ατολμία των εκάστοτε πολιτικών ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας που δεν έχουν ξεκαθαρίσει το περιεχόμενο αυτού του μαθήματος για λόγους ψηφοθηρικούς. Δεν έχουν αποφασίσει να πουν ανοιχτά ότι τα θρησκευτικά είναι ένα μάθημα γνώσης του υπαρκτού θρησκευτικού πολιτισμού (με ιδιαίτερο ασφαλώς ενδιαφέρον για τον Ελληνορθόδοξο πολιτισμό, εξ αιτίας του χωροχρονικού εντοπισμού) και όχι μάθημα κατήχησης. Δεν ειπώθηκε καθαρά ότι για να σταθεί ένα τέτοιο μάθημα στα πλαίσια ενός ανοιχτού και δια-πολιτισμικού πλαισίου δημόσιας εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι ώρα προπαγάνδισης (έστω και «λάϊτ») μιας οποιασδήποτε ομολογίας. Ακόμα και αν η πλειοψηφία των γονιών θέλει κάτι τέτοιο, δεν είναι δυνατό να μη δεχτεί κανείς το δικαίωμα των νέων να διαμορφώνουν ελεύθεροι την θρησκευτική τους συνείδηση, τουλάχιστον χωρίς σκόπιμη κρατική προπαγάνδα. Από την άλλη η Πολιτεία πρέπει να έχει την υποχρέωση να μεταφέρει αδογμάτιστα πληροφορίες και γνώσεις για τον θρησκευτικό πολιτισμό που περιβάλλει τη νέα γενιά, γιατί αν δεν το κάνει αυτό αφήνει χώρο σε κάθε λογής φανατικούς, μάγους και φουνταμενταλιστές να δράσουν. Αλλά και τι ποιότητα κατήχησης να δώσει κανείς σε ένα περιθωριοποιημένο μάθημα, ανάμεσα σε άλλα μαθήματα με τα οποία δεν συνδέεται οργανικά; Έτσι σε κάθε κρίση στον χώρο της Δημόσιας Παιδείας, το μάθημα των Θρησκευτικών κατηγορείται ως ένας ενδεικτικός αναχρονισμός της κατάντιας της Παιδείας.
Αν δει κανείς σε βάθος τα πράγματα την θεσμική εκκλησία δεν την βλάπτει μια τέτοια κατάσταση. Γιατί, με την συνεχιζόμενη υποβάθμιση του μαθήματος των θρησκευτικών και την ταυτόχρονη «επέλαση» του αιτήματος χωρισμού εκκλησίας και κράτους, ευελπιστεί ότι κάποια στιγμή θα αναλάβει μόνη της την θρησκευτική αγωγή των παιδιών κάποιων παιδιών και μάλιστα στα πλαίσια του σχολείου. Είναι ένα ενδεχόμενο και θα παλέψει για γι αυτό. Μπορεί να της δοθεί ως αντάλλαγμα.. Ήδη έχουν ακουστεί παραδείγματα χωρών (Γερμανία) όπου τα θρησκευτικά είναι επιλεγόμενο μάθημα, το οποίο διδάσκεται εντός σχολικού ωρολογίου προγράμματος από λειτουργούς της κάθε αναγνωρισμένης ομολογίας. Για την θεσμική εκκλησία είναι μια λύση που την αναβαθμίζει σε παροχέα εκπαίδευσης (έστω περιορισμένης) στον χώρο της γενικής παιδείας, για τους Θεολόγους, επιστήμονες και παιδαγωγούς όμως;
Συνεπώς όλοι οι πτυχιούχοι Θεολογίας[24] θα ήταν καλύτερα να παλέψουν για τα αναφαίρετα δικαιώματά τους στη ζωή και την δημιουργία σε άλλο πλαίσιο και μήκος κύματος από την Θεσμική Εκκλησία. Χωρίς να χρησιμοποιούν ως ασπίδα την ορθόδοξη χριστιανική πίστη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αλλά την εκπαίδευσή τους και την διάθεσή τους για αποτελεσματική εργασία.
Είναι μάλιστα ενθαρρυντικό ότι με ένα τέτοιο πλαίσιο για το ρόλο και το έργο του Θεολόγου- Καθηγητή, η επαγγελματική του θέση στο δημόσιο σχολείο δεν αμφισβητείται ούτε με βάση την οδηγία του Συμβουλίου της Ευρώπης, ούτε με βάση το νομοσχέδιο των εισηγητών των χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους[25]. Ειδικά για την δεύτερη περίπτωση, ίσως δεν είναι άσχετος ο λόγος που βγήκε από πολλούς καθηγητές των Θεολογικών σχολών απέναντι στο ενδεχόμενο ίδρυσης Εκκλησιαστικών Πανεπιστημίων με κρατική «βούλα» και από το κρατικό «κομπόδεμα», λόγος που άρχισε να πείθει ορισμένους ότι στις Θεολογικές σχολές δεν διδάσκουν κατήχηση.[26] Και αυτό μάλιστα όταν δεν έχει σταματήσει η αρθρογραφία που μιλά για «το παράδοξο των παραγωγικών πανεπιστημιακών θεολογικών σχολών».[27]
Δεν αντιπαρέρχομαι το γεγονός ότι στην πλειοψηφία τους οι θεολόγοι αισθάνονται μέλη της Εκκλησίας, πρέπει όμως να κατανοήσουν ότι ο χώρος δουλειάς τους στην κοινωνία δεν προσφέρεται για Ιεραποστολή. Ή μάλλον καλύτερα, μπορούν να κάνουν και Ιεραποστολή με άλλον τρόπο. Αυτό-παραιτούμενοι από την διάθεση επέκτασης της ομολογίας τους και προωθώντας την συνάντηση, την συνεννόηση και την αλήθεια του Άλλου, γίνονται, με την σιγουριά τους, οι ίδιοι φωνές της Ανάστασης του Χριστού, χωρίς να χρειαστεί να κάνουν απολογητική. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάν ότι, όπως το Ελλαδικό κράτος τους έδωσε κάποτε ουσιαστικά την εντολή να κάνουν κήρυγμα στα σχολεία για τους δικούς του ιδεολογικούς και πολιτικούς σκοπούς,[28] μπορεί για τους ίδιους λόγους αύριο να τους αφαιρέσει κάθε δυνατότητα πρόσβασης στην εκπαίδευση. Τότε σε άλλες ικανότητές του πρέπει να στηριχτούν και όχι στην δεξιότητα τους να «κηρύσσουν τον Λόγο του Θεού».
Με όλα αυτά πιστεύω ότι η επάρκεια κάθε Θεολόγου μπορεί να ζυγιαστεί στο αν δημιουργεί ένα κριτικό ενδιαφέρον για τον θρησκευτικό πολιτισμό, ανταποκρινόμενος στην πραγματικότητα του χειραφετημένου ανθρώπου (εν πολλοίς και του πιστού – μέλους της Εκκλησίας). Ο άνθρωπος σήμερα, αν ανήκει κάπου, θέλει να ανήκει «μέσα από τον δικό του δρόμο». Μπορεί βέβαια να τον κοιμήσεις με την τηλεοπτική πλύση εγκεφάλου για λίγο, αλλά δεν μπορεί να δεχτεί στατικές καταστάσεις. Όσοι πιστεύουν ότι αυτή η εξέλιξη είναι κυρίως αρνητική, είναι αδύνατο να αποκτήσουν οργανικό σύνδεσμο με την κοινωνία . Τότε τους μένει μόνο η προπαγάνδα και η άμυνα μέσω θεσμικών διευκολύνσεων. Σαν τον γονιό που χάνει την σχέση του με την οικογένειά του και ζητά δικαστικές αποφάσεις για να βλέπει τα παιδιά του.
[1]Ένας από αυτούς είναι και το «Συμβούλιο της Ευρώπης», που εξέδωσε πρόσφατα (10/2005) οδηγία για «την Εκπαίδευση και τη Θρησκεία», η οποία – αργά ή γρήγορα- θα επηρεάσει τον τρόπο που διδάσκονται τα θρησκευτικά στην Ελλάδα. Βλέπε σχετικά ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 7/10/2005 σ. 42.
[2] ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19/11/05, σ. 4 & Το ΒΗΜΑ 25/9/2005, σ . Α 44-45
[3] ΤΑ ΝΕΑ 20/10/2005, σ.9
[4] Ονομάζω «θεσμική εκκλησία» αυτή την οντότητα που θα ονόμαζε κάποιος «ποιμαίνουσα εκκλησία», ή κάποιος άλλος «ιερατείο». Ωστόσο αυτός που θα ήθελε να γεφυρώσει την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία με τον σύγχρονο τρόπο θέασης των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων ( οι εκκλησιαστικές σχέσεις στην «οριζόντια», αλλά ακόμα και στην «κάθετη» διάσταση τους είναι τέτοιες) θα προτιμούσε να χρησιμοποιεί τη λέξη «λειτουργός» από τη λέξη «ποιμήν». Για να μη μπει κανείς σε ένα κυκεώνα αντεγκλήσεων για «το μάτι της βελόνας», ας ξεκινήσω από το ότι τα «Λογικά Πρόβατα» έχουν βοσκό ένα «Σφαγμένο Αρνί». Για μια κοινωνία που έχει την «χειραφέτηση» ως πρώτιστη αξία, ο όρος «λειτουργός» και δόκιμος είναι και ιστορικός και περιγράφει καλύτερα αυτό που γίνεται . Όμως η «ποιμαίνουσα» Εκκλησία φαίνεται να συντονίζει τον λόγο της και τη δράση της στην ενδυνάμωση της θεσμικής της παρουσίας , πιστεύοντας ότι έτσι θα διασφαλίσει την απρόσκοπτη συνέχειά της, παρά στην συνάντησή της με τον σημερινό άνθρωπο, με τις δυνατότητές του και τα αδιέξοδά του , πράγμα που με δυσκολεύει να την πω «Λειτουργούσα» όπως διακαώς θα ήθελα.
[5] Είναι αλήθεια ότι οι θεολογικές σπουδές στην Ελλάδα ξεκίνησαν , υπηρετήθηκαν και μέχρι σήμερα υπηρετούνται σε ένα αυστηρά ομολογιακό πλαίσιο. Ωστόσο, αν σήμερα θέλει η θεολογία να πείσει σοβαρά για την ανεξαρτησία της από προκαθορισμούς και απολογητικές σκοπιμότητες είναι ανάγκη να δει την ομολογιακότητα με «άλλο μάτι». Προσωπικά πιστεύω, ότι η ομολογιακότητα στα Ελληνικά Θεολογικά γράμματα σήμερα, δεν πρέπει να είναι τίποτα άλλο, παρά μονάχα ένα ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον για τον πολιτισμό και τα προβλήματα της Ορθοδοξίας.
Σε πολλές χώρες του εξωτερικoύ λειτουργούν ταυτόχρονα μη ομολογιακές σχολές στα πλαίσια του συστήματος δημόσιας εκπαίδευσης και ομολογιακές στα πλαίσια εκκλησιαστικών δομών. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο για την σημερινή Ελλάδα φοβίζει πολλούς θεολόγους και όχι αδικαιολόγητα. Υπάρχει το θέμα των επαγγελματικών δικαιωμάτων βέβαια, αλλά όχι μόνον αυτό. Στη συνέχεια του άρθρου αναφέρομαι ακροθιγώς στο θέμα αυτό.
[6] Καταλαβαίνω ότι είναι σχηματικός αυτός ο διαχωρισμός. Το θέμα είναι όμως πως αντιλαμβάνεται κανείς την Εκκλησία. Ως παρουσία της « Όντως Κοινωνίας» μέσα στην κοινωνία, ή ως παρα-κοινωνία απέναντι στην κοινωνία;
[7] Κυριακάτικη ΑΥΓΗ 25/9/2005, σ .6-7
[8] Ι. Γραμματικάκη, «Γιατί όχι ανώτατες εκκλησιαστικές σχολές», ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ 29/9/2005, σ.1
[9] Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, «Υπερβολές και άγνοια», Το ΒΗΜΑ 25/10/2005, σ . Α 46
[10] π. Ν. Λουδοβίκος, «Το πραγματικό νόημα ενός Θεολογικού Εμφυλίου»,ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ 29/9/2005, σ.2 Βλέπε και Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, «Υπερβολές και άγνοια», Το ΒΗΜΑ 25/9/2005, σ . Α 46 όπως και Χ. Κονταράκης, «Υποβολιμαία Συντεχνιακή Αντιμετώπιση», Το ΒΗΜΑ 25/9/2005, σ . Α 46
[11] Στ. Βραδέλης, «Γαλάζιες Μαφίες σε Πανεπιστήμια», ΤΑ ΝΕΑ 19/11/05, σ. 19
[12]Λάμπρου Χ. Σιάσου, «Θα εκλέξει η βουλή τον αρχιεπίσκοπο ισόβιο αρχιπρύτανη;», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ , 20 Mαρτίου 2005: «Βεβαίως, οι επίσκοποι της ελλαδικής εκκλησίας ποτέ δεν έκρυψαν την αποστροφή τους προς τις θεολογικές σχολές, η οποία ενίοτε φτάνει στα όρια του μίσους. Όντας μέτριοι φοιτητές οι πιο πολλοί εξ αυτών ως νεότατοι αρχιμανδρίτες, αφού έγιναν επίσκοποι έκοψαν κάθε επαφή με τη σχολή που τους έθρεψε θεολογικά. Στις καλύτερες των περιπτώσεων χρησιμοποιούν επιλεκτικώς καθηγητές για να στηρίξουν κάποιες από τις επιλογές του. Ποτέ όμως δεν έδειξαν να χαίρονται για την ελευθερία που απολαμβάνουν οι λαϊκοί ακαδημαϊκοί θεολόγοι. Σήμερα λίγοι διαθέτουν τον επιστημονικό εξοπλισμό ακόμη και ενός μέσου καθηγητού θεολογικής σχολής.»
[13] Ιω. Σ. Πέτρου, «Παραβιάζονται βασικές ακαδημαϊκές αρχές», Κυριακάτικη ΑΥΓΗ 25/9/2005, σ.6
βλέπε επίσης Μ. Κωνσταντίνου, «Διαμορφώνουν ιδεολογικούς πηρήνες», Κυριακάτικη ΑΥΓΗ 25/9/2005, σ.7 & Μ. Μπέγζος, «Αντικοινωνικός εκπαιδευτικός θεσμός», Το ΒΗΜΑ 25/9/2005, σ . Α 46
[14]Λάμπρου Χ. Σιάσου, «Οι τέσσερις «ανώτατοι στρατώνες» Xριστόδουλου», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 7 ΟΚΤ. 2005
[15] Αφού οι Θεολογικές Σχολές των Κρατικών Πανεπιστημίων για όσους κληρικούς το θέλουν είναι σήμερα εύκολα προσπελάσιμες.
[16] Επιπρόσθετα, έτσι όπως έχουν τα πράγματα σήμερα , οιοσδήποτε κληρικός, διαβάζοντας ελάχιστα, μπορεί να εισαχθεί με χαμηλότατη ειδική βαθμολογία στα θεολογικά τμήματα. Εκτός αν υποτεθεί, ότι αυτοί που θα εισάγονται στις εκκλησιαστικές σχολές, δεν θα είναι ανάγκη να κατέχουν στοιχειώδη γενική γνώση.
[17]« Ποιος μπορεί υπευθύνως να μας πει, ότι είναι έξω κάθε ιστορικής, εξελικτικής πραγματικότητος όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα και φαινόμενα της νέας γενεάς της ανθρωπότητος, η έξαλη μουσική, οι έξαλλοι χοροί, η έξαλη επένδυσις, όλη η παγκόσμιος επανάστασις της νεολαίας; αν όλοι οι μικρόνοοες, όλοι οι εθελοτυφλούντες, όλοι οι παρελθοντολόγοι και εγκαυχώμενοι δια την αρετήν της εποχής των συνομοτήσουν, δια να κατακρίνουν όλα αυτά τα πράγματα, η Εκκλησία έχει χρέος να σταθεί με Θεανδρικήν κατανόησιν, εναθρωπιζομένη όπως ο Κύριος της εν μέσω ενός κόσμου, που έρχεται μακρόθεν και να ακούσει αυτήν την αγωνιώδη κραυγήν, που αναπηδά από όλα αυτά τα θεωρούμενα από μας έξαλλα πράγματα. Κάτι έχει να μας πει με όλα αυτά τα φαινόμενα αυτός οι κόσμος, που έρχεται νέος εις το προσκήνιον της ιστορίας. ….» Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος, Λόγοι και Ομιλίαι, (Επιμ. Ανδρέας Νανάκης) αγιορειτικά τετράδια 7, Εκδόσεις «Πανσέληνος» , Άγιο Όρος 1991.
[18] βλέπε: Γ. Ρωμαίου «Περί Εκκλησιαστικής Παιδείας», Το ΒΗΜΑ 25/9/2005, σ. Α 63. Επίσης Ιω. Σ. Πέτρου, «Παραβιάζονται βασικές ακαδημαϊκές αρχές», Κυριακάτικη ΑΥΓΗ 25/9/2005, σ.6
[19] Νικήτα Αλιμπράντη, «Σύνδρομο Βατικανού στην διοίκηση της Εκκλησίας», «ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ», 1/10/2005, σ..32
[20] Όπως και άλλη η ιστορία της Θεολογικής σχολής της Χάλκης, τίποτα δεν γίνεται με «παρθενογένεση».
[21] Το ΒΗΜΑ 25/9/2005, σ . Α 44
[22] Λάμπρου Χ. Σιάσου, «Θα εκλέξει η βουλή τον αρχιεπίσκοπο ισόβιο αρχιπρύτανη;», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ , 20 Mαρτίου 2005
[23] Όχι βέβαια για να διορθώσει παραχαράξεις Δογμάτων της (να γράφουν δηλαδή ψέματα τα βιβλία ότι αυτά πιστεύουν οι Ορθόδοξοι και να μην τα πιστεύουν), αλλά για να προβάλει τον συντηρητισμό της και τη θέληση για έλεγχο. Π.χ. για θέματα Βιοηθικής για τα οποία η επίσημη, λεγόμενη, Εκκλησία μπορεί να έχει μιαν άποψη (όχι βέβαια εν Συνόδω και κατόπιν διαλόγου με το Εκκλησιαστικό σώμα), αλλά ανάμεσα στα μέλη της, Θεολόγους, άλλους επιστήμονες Χριστιανούς κτλ υπάρχει συζήτηση και προβληματισμός. Αυτό ο ελεύθερος επιστήμονας και όχι απολογητής που γράφει το βιβλίο, το παρατηρεί, εφόσον υπάρχει και οφείλει να το σημειώσει. Είναι θέμα σεβασμού στις αρχές της δημιουργικής και ακηδεμόνευτης παιδείας.
[24] Κάποιοι θα εκφράσουν την αντίρρηση ότι ο όρος Θεολόγος οδηγεί παραδοσιακά σε μια εσωτερική λειτουργία της κάθε Ομολογίας, παρόλο που οι επαγγελματικοί όροι από κοινωνικής πλευράς δεν είναι στατικοί και λαμβάνουν περιεχόμενο με βάση τις αντιλήψεις και εν τέλει τις πολιτικές θεσμίσεις. Αν η Θεσμική Εκκλησία διεκδικήσει το coryright μπορεί να αντικατασταθεί και με κάποιον άλλο π.χ. «ειδικός του Θρησκευτικού Πολιτισμού» («με κατεύθυνση την Ορθοδοξία» για τα δικά μας δεδομένα), καθώς ούτε ο όρος Θρησκειολόγος , έχει κατοχυρωθεί για άλλου τύπου σπουδές, κοντά στην σημερινή επιστημονική Θεολογία χωρίς να ταυτίζεται όμως απόλυτα.
[25] ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 7/10/2005 σ. 42. & Επίσης στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ της 20/10/2005 σημειώνεται για την πρόταση της ΕΕΔΑ : «Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του υπουργού Παιδείας επανακαθορίζεται το αναλυτικό πρόγραμμα του μαθήματος των θρησκευτικών, έτσι όπως αυτό διδάσκεται στη στοιχειώδη και τη μέση εκπαίδευση, ώστε η διδασκαλία του να παύσει να έχει ομολογιακό χαρακτήρα και η ύλη του να περιλάβει εισαγωγή στην ιστορία, την κοινωνιολογία και τη δογματική όλων των θρησκειών. »
[26] Είναι βέβαια ζητούμενο να ξαναδούν οι αρμόδιοι των σχολών αυτών την «ομολογιακότητα». Στην πραγματικότητα -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- δεν θα κάνουν κάτι άλλο, από το να διακηρύξουν σαφώς αυτό που καθημερινά γίνεται στην πράξη.
[27] Βλέπε Ρ. Σωμερίτη «Παπαδοπαιδείας ανάγνωσμα», Το ΒΗΜΑ 25/9/2005, σ. Α12
[28] Βλέπε Β. Κρεμμυδά, «Η Εκκλησία του Κράτους», ΤΑ ΝΕΑ 19/11/05, σ. 4