Θρησκείες – η πρόταση της νεωτερικότητος

Το νόημα των θρησκειών και η πρόταση της νεωτερικότητος

 

Του Νικήτα Χιωτίνη*


 

Μία προσεκτική αναδρομή στην Ιστορία του Ανθρώπου, δείχνει, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ότι πρωταρχικό του μέλημα, δηλαδή ανάγκη, υπήρξε η ερμηνεία του Κόσμου μέσα στον οποίον βρίσκεται. Με όπλο του τη Σκέψη, o Άνθρωπος πάσχιζε και πασχίζει όχι μόνο να ευκολύνει την καθημερινή του ζωή ελέγχοντας και κυριαρχώντας καταπάνω στα εχθρικά στοιχεία του περιβάλλοντός του, στα εχθρικά στοιχεία του Κόσμου μέσα στον οποίον βρέθηκε να υπάρχει, καλλίτερα  του Κόσμου μέσα στον οποίον κάθε φορά θεωρεί ότι υπάρχει, αλλά και καταπάνω στα εχθρικά στοιχεία της ίδιας του της Φύσης.

Ο τρόπος γι’ αυτό προϋπέθετε – και προϋποθέτει – την ερμηνεία αυτού του Κόσμου  και την ερμηνεία  των μυστηρίων της Ζωής, με στόχο την επέκταση της   εμβέλειάς προς αυτόν τον Κόσμο, με στόχο, μ’ άλλα λόγια, να τον φέρει στα μέτρα του, για να αποκτήσει νόημα και υπαρξιακό ρόλο μέσα σ’ αυτόν.  Αυτό θεωρούσε ως υπαρξιακή ολοκλήρωσή του, έννοια που συχνά ονομαζόταν «σωτηρία».

Αυτή η ερμηνεία, αυτή η νοηματοδότηση του Κόσμου και της Ζωής, του Χώρου και του Χρόνου, εμφανίστηκαν ήδη από την αρχή του σκεπτόμενου Ανθρώπου, στην εποχή της λεγόμενης προϊστορίας. Αυτήν την αποστολή είχαν οι Σαμάν των πρώτων ανθρωπίνων κοινωνιών, που είχαν την «ικανότητα» να επικοινωνούν με το άγνωστο και γι’ αυτό ήταν οι αρχηγοί, οι γιατροί και οι μάγοι που προδίκαζαν το αίσιον πέρας του κυνηγιού. Στη συνέχεια, η Σκέψη προς αυτήν την κατεύθυνση συστηματοποιείτο ολοένα και περισσότερο δημιουργώντας αυτό που ονομάζουμε Φιλοσοφία, με κεντρικό αντικείμενο την Οντολογία. Αυτή η Οντολογία αντιπροσωπευόταν με συστήματα «θεοτήτων», ολοένα και περισσότερο πολύπλοκων και ολοένα και περισσότερο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα. Αυτές τις Οντολογίες λοιπόν είναι που σήμερα ονομάζουμε  «θρησκείες» – απολύτως αδόκιμα, αν θεωρούμε τη θρησκεία με τον τρόπο που τη θεωρεί σήμερα η Δύση. 

Η ιστορική εξέλιξη της στάσης του Ανθρώπου απέναντι στον Κόσμο – δηλαδή η εξέλιξη του τρόπου με τον οποίον αντιλαμβανόταν τον Χώρο, τον Χρόνο και το νόημα της Ζωής – υποδεικνύεται από την εξέλιξη αυτών των Οντολογιών. Στην λεγόμενη Προϊστορία, ο Άνθρωπος φαίνεται να υποτάσσεται στο περιβάλλον του, πασχίζοντας να επικοινωνήσει με ανερμήνευτες ακόμα υπερφυσικές δυνάμεις, για να μπορέσει να επιζήσει. Στην λεγόμενη μεγαλιθική περίοδό της, θέτει ως ζωτικό γι’ αυτόν στόχο την ύψωση του αναστήματός του στον άγνωστο γι’ αυτόν Κόσμο, με την τοποθέτηση τεράστιων όρθιων λίθων  – τα Μενίρ – με σαφώς βεβαίως και αρκούντως αποκωδικοποιημένο σήμερα, κοσμικό συμβολισμό.

Η πρώτη πάντως γνωστή μας συστηματική οντολογία, εμφανίζεται στην Αίγυπτο, όπου ο Κόσμος ερμηνεύεται ως μία προαιώνια τάξη, πέραν κάθε ανθρώπινης επιρροής ή εμβελείας. Οι θεότητες αποτελούν τρόπο περιγραφής αυτού του Κόσμου, αυτής της αιώνιας Τάξης, ο δε Φαραώ είναι ο ενδιάμεσος μεταξύ θεών και ανθρώπων, αυτός που φροντίζει γι’ αυτήν την συνδιαλλαγή. Ο Άνθρωπος έχει ως ζωτικό γι’ αυτόν στόχο, την μετά θάνατον ένταξή του σε αυτήν την αιώνια Τάξη, εξασφαλίζοντας έτσι νίκη καταπάνω στον θάνατο και επέκταση της χρονικής εμβέλειάς του. Στην μετέπειτα Ελλάδα, οι άνθρωποι κατεβάζουν τους Θεούς τους – που έχουν περισσότερο ανθρώπινη μορφή, συνήθειες και ψυχισμό και που αποτελούν και εδώ βεβαίως τρόπο ερμηνείας του Κόσμου – χαμηλά στη γη,  για να ανέβουν ψηλά μαζί τους. Οι μύθοι έχουν ως στόχο την ερμηνεία αυτού του Κόσμου και της Ιστορίας, ερμηνεύονται και ως εκφάνσεις του ανθρώπινου ψυχισμού: ζωτικός στόχος η ολοκλήρωση του Ανθρώπου δια της συμμετοχής του  στον Κόσμο και στην Ιστορία. Το Αληθεύειν κατέστη – και εδώ – συλλογικός στόχος και  αυτό εκφραζόταν σε κάθε δραστηριότητά του Ανθρώπου: στην Πολιτική, στην Τέχνη, στην καθημερινή ζωή. 

Στην αρχαία Ρώμη ο Άνθρωπος δείχνει κατ’ αρχήν να επιδιώκει χειραφέτησή του, δεν είναι τυχαίο που ο αυτοκράτωρ ονομαζόταν Κοσμοκράτωρ: ο Κόσμος μετατίθεται  περισσότερο στη γη, προς αυτήν λοιπόν η χαρακτηριστική της ανθρώπινης φύσης επιδίωξη επέκτασης της χωρικής και χρονικής του εμβέλειας. Να λοιπόν που οφείλεται η κατακτητική της γης επιδίωξη των Ρωμαίων και η ανάδειξη των γήινων απολαύσεων σε πρώτη προτεραιότητα της ζωής. Αυτή η «οντολογική αλαζονία» όμως οδήγησε σε έναν αντικοινωνικό ατομισμό και η ρωμαϊκή κοινωνία περιέπεσε σε δραματικά αδιέξοδα. Η ανάγκη έτσι μια νέας φιλοσοφικής θέσμισής της κατέστη αδήριτος, αν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήθελε να διατηρηθεί. Ο Χριστιανισμός ήρε τα αδιέξοδα αυτά, προτείνοντας ένα νέο τρόπο ερμηνείας του Κόσμου και του Ανθρώπου. Στη νέα αυτή νοηματοδότηση της Ζωής, ο Άνθρωπος εξακολουθεί να βρίσκεται στο κέντρο   της νέας κοσμοεικόνας ή οντολογίας, εμπεριέχει κατά κάποιον τρόπο το Θεό και στοχεύει στην ολοκλήρωσή του εντασσόμενος σε αυτόν, απαλλαγμένος των δεσμών του γήινου χώρου και χρόνου, των δεσμών της καθημερινής ζωής και των δεσμών της φύσης του. Στο πρόσωπο του Ιησού ο Θεός ενανθρωπίζεται, ενώ με την σταύρωσή Του ο Άνθρωπος «δια του θανάτου νικά τον θάνατο».  Προτεραιότητα της   ζωής αποτελούσε η δια μέσου της εκκλησιαστικής εμπειρίας «θέωση» του Ανθρώπου. Μια από τις αυστηρότερες ποινές υπήρξε η απαγόρευση στους πιστούς συμμετοχής σ’ αυτήν την Εκκλησία – κάτι ανάλογο με τη σημερινή στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Η εδρασμένη σε αυτήν την εμπειρική εκκλησιαστική συλλογικότητα χριστιανική Οντολογία και η προκύπτουσα ποιότητα συλλογικής και κατ’ Αλήθειαν ζωής, ιστορικά πρωτόγνωρη, οδηγεί έτσι  τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε μια νέα ακμή.

Μετά την πτώση της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινούπολης – απ’ όπου τυπικώς η ανθρωπότητα εισήλθε στη λεγόμενη νεωτερική εποχή της –  ξεκίνησε μία διαδικασία σταδιακής αποιεροποίησης του Κόσμου, της Ζωής και του Ανθρώπου. Αποιεροποίηση του Κόσμου σημαίνει και εγκατάλειψη της ιδέας – ή της ελπίδας – ολοκλήρωσής του Ανθρώπου μέσω επέκτασης της εμβέλειάς του πέραν των δεσμών της φύσης του, του περιορισμένου χώρου του και του περιορισμένου χρόνου του. Βεβαίως ήδη από σχίσματος του χριστιανισμού σε ανατολικό και δυτικό,  η πολιτισμική πρόταση στην οποίαν στηρίχτηκε η ακμή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας – καλλίτερα της Ελληνορωμαϊκής Ανατολικής αυτοκρατορίας ή Οικουμένης, καθόσον στηρίχτηκε στην ελληνική γλώσσα και στις ελληνικές φιλοσοφικές υποθήκες – είχε αρχίσει να δίνει τη θέση της σε μια ψευδεπίγραφη εκδοχή της: η νέα προταθείσα από την διδασκαλία του Ιησού ποιότητα συλλογικής και κατ’ Αλήθειαν ζωής, μετετράπη σε μια  ιδιοτελή «θρησκευτικότητα»,  που ναι μεν εξυπηρέτησε τον νέο τρόπο ύπαρξης των κοινωνιών, με την εγκαθίδρυση μιάς ειρήνης στηριγμένης σε έναν φοβικό ηθικισμό, δεν έχει όμως καμία σχέση με την εκκλησιαστική πρόταση.  Αυτό σήμερα αφορά όχι μόνο την δυτική αλλά και την «ορθόδοξη» άποψη της χριστιανικής προτάσεως, καθ’ όσον έχει και αυτή καταφανώς προσχωρήσει στη δυτική «θρησκειοποίησή» της. Η δυτική διανόηση  στη συνέχεια, κυρίως από τον 17ο αιώνα και εξής με τον θρίαμβο της νευτώνιας φυσικής, δηλαδή της νευτώνιας οντολογίας, όρισε   σαν στόχο την χειραφέτηση του ανθρώπου από κάθε «ιερή δοξασία». Αυτό μπορεί να ειδωθεί και σαν φυσικό επακόλουθο της μετατροπής της χριστιανικής πρότασης σε σύνολο μεταφυσικών  δοξασιών και επιβολών, που λειτούργησαν περισσότερο ως μέσα πολιτικής καταπίεσης των κοινωνιών ή πολιτικής διαχείρισης των κοινωνιών.

Ας δούμε τώρα τη νεωτερική πολιτισμική πρόταση: Από την λεγόμενη Αναγέννηση και μετά, η σταδιακή απόρριψη των μέχρι τότε Οντολογιών οφείλεται εν πολλοίς στην εξέλιξη των επιστημών, που εισήγαγαν έναν άλλο τρόπο θεώρησης του Κόσμου και της Ζωής. Κυρίως η Φυσική είναι που συστηματοποίησε μία άλλη Κοσμοεικόνα, μια άλλη αντίληψη περί του Κόσμου, της έννοιας της Ύπαρξης και της πραγματικότητας, περί του Ανθρώπου και του ρόλου του μέσα σ’ αυτόν τον νέο Κόσμο. Από την λεγόμενη λοιπόν Αναγέννηση, ξεκινά μία σταδιακή εγκατάλειψη όλων των μέχρι τότε Οντολογιών, δηλαδή των μέχρι τότε υπαρξιακών πεδίων αναφοράς της ανθρωπότητας. Ο γεωκεντρικός Κόσμος των Ελλήνων και ο ανθρωποκεντρικός Κόσμος του Μεσαίωνα, αντικαθίστανται σταδιακώς μ’ έναν Κόσμο αποκεντρωμένο και ατελείωτο, που θα γίνει χώρος γεωμετρικοποιημένος και άπειρος, και τελικώς “μηχανικός” όταν η Κοσμολογία γίνει Φυσική θεωρία με τον θρίαμβο του Νεύτωνα. Την διαδρομή αυτή της Σκέψης, σηματοδοτούν διαδοχικώς ο Nicolas de Cues – που πρώτος έθεσε το 1440 θέμα περί απειρίας του Κόσμου – ο Μπρούνο, ο Κέπλερ, ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος, Ο Ντεκάρτ και τέλος ο Νεύτων. Η εγκατάλειψη της ιδέας του Κόσμου (που ως όρος είναι συνδεδεμένος με την γεωκεντρική αντίληψη του σύμπαντος), και η γεωμετρικοποίηση του χώρου, συνιστούν την στροφή της Σκέψης του XVII  αιώνος που  συνίσταται στα εξής:

α.  Ο Κόσμος ως ένα περατό Όλον, που υπακούει σε κάποια ανώτερη Τάξη και του οποίου η χωρική δομή συνεπάγεται μία ιεραρχία αξιών και μία τελειότητα και αρμονία, ο Κόσμος στον οποίον πάνω από μία Γη πλήρη, συμπαγή, έχουσα βάρος, και που είναι κέντρο αλλαγών και φθοράς, “υψούνται” αστρικές σφαίρες και άστρα αβαρή, άφθαρτα και φωτεινά, αντικαθίσταται από ένα Σύμπαν ‘Απειρο. Το Άπειρο αυτό Σύμπαν δεν περιέχει πλέον καμία φυσική ιεραρχία, αλλά είναι μόνον ενωμένο χάρη στους κοινούς νόμους που διέπουν όλα τα μέρη του, είναι ένα Σύμπαν του οποίου όλα τα συστατικά, ακόμα και τα “έσχατα τοποθετημένα”, βρίσκονται όλα στο ίδιο οντολογικό επίπεδο.

β.  Ο πραγματικός χώρος του Σύμπαντος ταυτίζεται, ως προς την δομή του, με την δομή του χώρου της Ευκλείδιας Γεωμετρίας: η Αριστοτελική σύλληψη του χώρου ως σύνολο διαφοροποιημένων ενδοκοσμικών Τόπων, αντικαθίσταται από αυτήν του χώρου της Ευκλείδιας Γεωμετρίας, που ορίζει έκταση ομογενή και αναγκαστικώς ατελείωτη.

Όλα αυτά συνεπάγονται την απόρριψη από την επιστημονική Σκέψη κάθε θεώρησης βασισμένης σε έννοιες αξίας, τελειότητα, αρμονίας, και καταλήγουν στην πλήρη απόρριψη των αξιών του Είναι και στο οριστικό διαζύγιο μεταξύ του Κόσμου των Αξιών και του Κόσμου των πραγματικών Γεγονότων. Οι συνέπειες για τον Άνθρωπο αυτής της επανάστασης στην  Σκέψη, υπήρξαν πολύ σημαντικές:  Ο Άνθρωπος χάνει την θέση του στον Κόσμο, ή καλλίτερα χάνει τον ίδιο τον Κόσμο που υπήρξε το πλαίσιο της ύπαρξής του και που ήταν το αντικείμενο της γνώσης του. Καταλήξαμε  σε μία άνευ ιστορικού προηγουμένου θεώρηση πως ο Κόσμος, το Σύμπαν, η Πραγματικότητα, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία μεγάλη μηχανή που υπακούει σε συγκεκριμένους “φυσικούς  νόμους”, δεν είναι τίποτ’ άλλο  παρά  ένα καλοκουρδισμένο ρολόι  που ελάχιστα ενδιαφέρει ποιός το κατασκεύασε, αφού τώρα φαίνεται να λειτουργεί από μόνο του με αυστηρή “λογική”  συνέπεια. Αν ο άνθρωπος αποκρυπτογραφήσει αυτούς τους “φυσικούς  νόμους”, τότε θα μπορεί να ελέγξει   την Φύση, την ίδια την Πραγματικότητα, τον ίδιο τον Κόσμο, και να τους καταστήσει υπηρετικούς των δικών του “αναγκών” και επιδιώξεων, που έχουν επικεντρωθεί πλέον στο εκάστοτε παρόν, στην νέα έννοια περί “ανάπτυξης” και  ευζωίας  που γνωρίζουμε. Αυτό δε, γιατί η νέα αυτή μηχανιστική εικόνα για το Σύμπαν και την λειτουργία του, επεκτάθηκε  μοιραίως και στην βιολογία με την σχεδόν αυτονόητη επικράτηση της ολιστικής δαρβίνειας αντίληψης περί των “ειδών”, του ανθρώπου και της ίδιας τελικώς της Ιστορίας. Ο Άνθρωπος  δεν αποτελεί παρά κρίκο στην αλυσίδα της εξέλιξης των ειδών, βρίσκεται στο ίδιο υπαρκτικό επίπεδο με τα υπόλοιπα έμβια όντα του πλανήτη αυτού, δεν αποτελεί παρά ένα τυχαίο “φυσικό” σύμπτωμα. (Η λεγόμενη «ανθρωπική αρχή» προσπάθησε – κυρίως στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες – να πείσει περί του αντιθέτου, δεν δείχνει όμως να αντέχει στη κριτική).  Η όποια προσπάθεια νοηματοδότησης της ανθρώπινης ύπαρξης δεν αφορά παρά μόνο στο παρόν. Η επιζήσασα «θεολογία» – στο όσο θεωρείται επιζήσασα – είτε υπάρχει για λόγους ικανοποίησης ατομικών ψυχολογικών και ψυχοθεραπευτικών αναγκών είτε για να συντηρήσει έναν ηθικισμό μακράν της Παραδόσεως που υποτίθεται πως υπηρετεί.

Όσοι επενδύουν σε αυτήν την νεωτερική πρόταση, ισχυρίζονται ότι με τον τρόπο  αυτό, για πρώτη φορά στην ιστορία, ο Άνθρωπος χειραφετείται από κάθε είδους «θεϊκή» διαχείριση της ζωής του. Επί πλέον, ότι με τον τρόπο αυτόν ο ζωή του έγινε ή θα γίνει καλλίτερη. Προτείνονται μάλιστα συστήματα αξιών πέραν  «μεταφυσικών» ερμηνειών της Ζωής και του Κόσμου – δηλαδή συστήματα με αξίες περισσότερο «ηθικές» – στηριγμένες κυρίως σε κάποιου είδους «κοινωνικού συμβολαίου» – παρά υπαρξιακές. Μέλλει να δούμε αν θα μπορέσει να εγκαθιδρυθεί μία τέτοιου είδους θέσμιση  των κοινωνιών ή αν θα βοηθήσει στην προώθηση της ανθρωπότητας μια τέτοιου είδους θέσμισή της, ή αν θα επαληθευτεί η πρόβλεψη του Μαρλρώ πως ο ΧΧΙος αιώνας θα είναι αιώνας της «μεταφυσικής», με άλλα λόγια μία νέας βαθύτερης νοηματοδότησης της Ζωής και του Κόσμου, πέραν των στενών οριζόντων του προφανούς. Σε κάθε περίπτωση είναι φανερό ότι η σημερινή ανθρωπότητα αναζητά μια νέα πολιτισμική πρόταση και συνείδηση, ενδεχομένως οικουμενική, καθόσον τα αδιέξοδα – αδιέξοδα κοινωνικά, οικονομικά και οικολογικά που απειλούν την ύπαρξη του ίδιου του πλανήτη μας – δείχνουν ολοένα και περισσότερο ανυπέρβλητα.

 

* Ο Dr Νικήτας Χιωτίνης είναι αρχιτέκτων και καθηγητής στο ΤΕΙ Αθήνας. 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.