Η δεύτερη φάση της ελληνικής κρίσης
Του Κώστα Λαπαβίτσα*
Τις τελευταίες εβδομάδες έχει εμφανιστεί δειλά-δειλά μια αλλαγή στην «επίσημη» ανάλυση της κρίσης. Η κυρίαρχη θέση μέχρι πρόσφατα ήταν ότι φταίει το κράτος, που είναι σπάταλο, διεφθαρμένο και ούτω καθεξής. Το Μνημόνιο είναι οδυνηρό μεν, ευεργετικό δε, διότι αναγκάζει την Ελλάδα να συμμαζέψει το δημόσιο. Αναρίθμητοι δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί έβαλαν το πετραδάκι τους για να στηθεί αυτό το ιδεολόγημα. Ακόμη και μέσα στην Αριστερά ακούστηκαν τέτοιες απόψεις.
Σταδιακά παρατηρείται μετάβαση σε άλλα επιχειρήματα, που συμβαδίζουν με τις πραγματικές εξελίξεις μετά την υιοθέτηση του Μνημονίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη έκθεση του ΙΟΒΕ που εστιάζει την προσοχή της στα δομικά αίτια της κρίσης, όπως η υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας, το διεθνές έλλειμμα και η κατάρρευση της αποταμίευσης. Το δημόσιο παραμένει μεν προβληματικό, αλλά και η υπόλοιπη οικονομία φέρεται να πάσχει. Το συμπέρασμα του ΙΟΒΕ δεν εκπλήσσει: απαιτείται απελευθέρωση των αγορών, την οποία το Μνημόνιο έτσι κι αλλιώς επιβάλλει, αλλά και ολοσχερής αναδιάταξη του ιδιωτικού τομέα. Παράλληλα, άλλες πηγές διατυπώνουν πλέον ανοιχτά την άποψη ότι, όση επιτυχία και να έχει η δημοσιονομική σύσφιξη, είναι απαραίτητο να μειωθεί τάχιστα ο όγκος του χρέους. Όπερ σημαίνει αναδιάρθρωση με τη συναίνεση της ΕΕ.
Η αλλαγή οφείλεται, πρώτον, στο ότι οι δημοσιονομικές περικοπές έχουν προχωρήσει με ελάχιστο πολιτικό και κοινωνικό κόστος για τους κρατούντες. Δεύτερον, το Μνημόνιο απομάκρυνε τον κίνδυνο της άμεσης χρεοκοπίας, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να προσεγγίσει Κινέζους, Άραβες και άλλους κρατικούς κεφαλαιούχους. Τρίτον και κυριότερο, τα λαϊκά στρώματα απορρίπτουν μεν μαζικά το Μνημόνιο, αλλά δεν διαθέτουν θεωρητική ανάλυση, οργάνωση και ηγεσία για να επιβάλλουν άλλη πολιτική. Αισθάνεται λοιπόν ικανή η άρχουσα τάξη να θέσει ωμότερα την ουσία του προβλήματος, την οποία πάντα γνώριζε, αλλά φρόντιζε να καλύπτει πίσω από την πολυλογία περί κακού δημοσίου. Παραδέχεται δηλαδή την προβληματική ένταξη του ελληνικού κεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά, καθώς και το ανέφικτο της σταδιακής μείωσης του χρέους.
Η Αριστερά και η διαφαινόμενη αλλαγή
Είναι εξαιρετικά σημαντικό για την Αριστερά να αξιολογήσει σωστά τη διαφαινόμενη αλλαγή. Ως τώρα έχει συρθεί πίσω από τις εξελίξεις, αρχικά λόγω της θέσης ότι η κρίση είναι πλασματική, κατόπιν λόγω της εξίσου εσφαλμένης θέσης ότι υπάρχουν πολλές κρίσεις, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του κεφαλαίου που δε νχρειάζεται να απασχολεί την εργατική τάξη. Πάνω απ’ όλα, η Αριστερά αποδείχτηκε εξαιρετικά διστακτική να αποδεχθεί τα δομικά αίτια της κρίσης, ιδίως όπως αυτά προκύπτουν εντός της ΟΝΕ. Για τους λόγους αυτούς τελικά περιορίστηκε στην κριτική του Μνημονίου, που είναι μεν απολύτως απαραίτητη, αλλά δεν συγκροτεί συνολική πρόταση προς την κοινωνία. Η αντιπαράθεση στο Μνημόνιο αδυνατεί να αντιμετωπίσει τη νέα φάση της κρίσης, η οποία θέτει ζητήματα που βρίσκονται εκτός Μνημονίου, όπως οι μισθοί και η οργάνωση του ιδιωτικού τομέα, καθώς και η αναδιάρθρωση του χρέους.
Για να αξιολογηθεί σωστά η νέα φάση είναι λοιπόν απαραίτητο να εκλείψει η σύγχυση όσον αφορά τα αίτια της κρίσης. Η άποψη ότι «πρόκειται για παγκόσμια κρίση που πηγάζει από τη φύση του συστήματος» είναι φυσικά ορθή, αλλά δεν λέει τίποτε συγκεκριμένο. Από την άλλη, η άποψη ότι η κρίση απορρέει από τον δυναμισμό του ελληνικού κεφαλαίου, που είναι μάλιστα ισότιμος εταίρος των ώριμων καπιταλιστικών χωρών της ΕΕ, είναι τελείως παραπλανητική. Απεναντίας, η κρίση οφείλεται στις αδυναμίες του ελληνικού κεφαλαίου, που λειτούργησαν καταστροφικά όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση του 2008-9 και πλέον φάνηκε η πραγματική φύση της ΟΝΕ. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, η ροπή προς την ιδιωτική κατανάλωση, ο υπερδανεισμός των νοικοκυριών, η γιγάντωση των τραπεζών μέσα το σύστημα του ευρώ συνιστούν την ουσία του ελληνικού προβλήματος. Η Ελλάδα είναι καθηλωμένη στην περιφέρεια της ΟΝΕ, μαζί με την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, και όλες κυριαρχούνται από το κέντρο. Το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος της περιφέρειας είναι απόρροια αυτής της κατάστασης. Είναι σημαντικό ότι αυτά πλέον λέγονται και από «επίσημα» χείλη, αν και οι μελέτες του RMF τα είχαν από καιρό καταδείξει.
Η καταλυτική διαφορά βρίσκεται φυσικά στο διά ταύτα. Οι κρατούντες επιθυμούν να λύσουν το πρόβλημα με σκληρό ταξικό τρόπο, χωρίς να διακινδυνεύσουν τη στρατηγική επιλογή της συμμετοχής στην ΟΝΕ. Θα επιδιώξουν βελτίωση της ανταγωνιστικότητας συμπιέζοντας τους μισθούς και χειροτερεύοντας τις συνθήκες εργασίας του ιδιωτικού τομέα. Παράλληλα, θα προωθήσουν την απελευθέρωση των αγορών και θα ευνοήσουν τη συγκέντρωση κεφαλαίου στον τραπεζικό και άλλους τομείς. Τα μέτρα αυτά βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με την κυρίαρχη πολιτική λιτότητας στην ΕΕ.
Η Αριστερά θα χάσει και πάλι το τρένο αν αντιμετωπίσει τη νέα φάση της κρίσης σε συνδικαλιστική βάση. Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης δεν είναι παρά το αυτονόητο και ελάχιστο. Αυτό που πραγματικά απαιτείται είναι, πρώτον, να καταδειχθεί ότι οι επιλογές των κρατούντων δεν θα οδηγήσουν σε ανάπτυξη, αλλά θα φέρουν στασιμότητα, ανεργία και ακόμη μεγαλύτερη ανισότητα. Δεύτερον, να υπάρξει συνολική πρόταση προς την κοινωνία που θα εμπεριέχει και προοδευτική λύση της κρίσης, πρόταση η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει δημόσιο έλεγχο και ιδιοκτησία των τραπεζών και άλλων τομέων της οικονομίας, χωρίς βεβαίως να μιμείται τις αποτυχημένες πρακτικές του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού». Και η οποία δεν θα διστάζει να κατονομάσει την ΟΝΕ ως πηγή του προβλήματος, θέτοντας επί τάπητος το ζήτημα της συνεχιζόμενης συμμετοχής της χώρας στη νομισματική ένωση. Εν ολίγοις, απαιτείται προγραμματική πρόταση που θα ξεκινάει από την ανάλυση της κρίσης, θα προτείνει μεθόδους επίλυσης και θα προωθεί τον κοινωνικό μετασχηματισμό υπέρ της εργασίας.
Η κομβική σημασία της αναδιαπραγμάτευσης του δημόσιου χρέους
Το δημόσιο χρέος έχει κομβική σημασία στην προγραμματική πρόταση, καθώς πλέον μόνο από θαύμα μπορεί να μπει σε διαχειρίσιμη τροχιά, πράγμα που αντιλαμβάνονται και οι κρατούντες. Όλο και συχνότερα ακούγεται η ιδέα της συναινετικής αναδιάρθρωσης εντός ΟΝΕ, ίσως με επιμήκυνση της αποπληρωμής των δανεικών του Μνημονίου, και αφού επανέλθει κάποια αξιοπιστία στα δημοσιονομικά. Πρόκειται για κακή και εμφανώς ταξική επιλογή. Θα προστατεύσει καταρχήν τα συμφέροντα των δανειστών, κυρίως των εγχώριων και ξένων τραπεζών, χωρίς να μειώσει ουσιαστικά το βάρος του χρέους. Θα σύρει την Ελλάδα σε μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις με αμφίβολα αποτελέσματα. Το ΔΝΤ, για παράδειγμα, ακόμη και αν συναινούσε, θα αντιμετώπιζε μεγάλες καταστατικές δυσκολίες. Δεν θα άρει, τέλος, το βραχνά της λιτότητας που πνίγει την οικονομία.
Η προγραμματική απάντηση της Αριστεράς θα πρέπει να περιλαμβάνει μονομερή παύση πληρωμών και ανάληψη πρωτοβουλίας για τη συνολική αναδιαπραγμάτευση του χρέους. Πράγμα που προϋποθέτει απόλυτη διαφάνεια και κοινωνική κινητοποίηση. Ο στόχος θα πρέπει να είναι το ουσιαστικό «κούρεμα» των δανειστών και το κλείσιμο της εκκρεμότητας το δυνατόν ταχύτερα. Το ύψος του «κουρέματος» θα εξαρτηθεί και από τι θα δείξουν τα βιβλία όταν θα ανοιχτούν δημόσια. Αν η αναδιαπραγμάτευση γίνει γρήγορα και αποφασιστικά, με πρωτοβουλία της Ελλάδας και συμμετοχή της κοινωνίας, θα μπορέσει να άρει το άχθος του χρέους. Παράλληλα θα απαλλάξει τη χώρα από τη μέγγενη της λιτότητας, ενώ θα εγείρει άμεσα το ζήτημα της συμμετοχής στην ΟΝΕ.
Δεν τίθεται βεβαίως θέμα πλήρους άρνησης του χρέους. Ένα μέρος του χρέους ίσως είναι «απεχθές», αλλά προφανώς όχι όλο. Ακόμη, θα πρέπει οπωσδήποτε να αποπληρωθούν τα χρέη προς τα συνταξιοδοτικά ταμεία, ελληνικά και ξένα, καθώς και άλλα παρόμοιας φύσης. Δεδομένου δε ότι θα χρειαστεί να περιέλθουν οι ελληνικές τράπεζες υπό δημόσια ιδιοκτησία, η άρνηση του χρέους θα ισοδυναμούσε με άρνηση του δημοσίου να πληρώσει τον εαυτό του.
Εν συνόψει, η δεύτερη φάση της κρίσης βρίθει δύσκολων και πολύπλοκων ζητημάτων. Η κοινωνία πιθανόν να δώσει στην Αριστερά την ευκαιρία να τα λύσει, όπως έκανε και κατά την πρώτη φάση. Για να μη χαθεί και αυτή, η Αριστερά θα πρέπει να έχει προγραμματική πρόταση, συλλογικά διαμορφωμένη. Η υλική και θεωρητική βάση για το σκοπό αυτό υπάρχει. Μένει να δούμε αν οι πολιτικές και εργατικές οργανώσεις θα αναλάβουν τις ευθύνες τους.
* Ο Κώστας Λαπαβίτσας είναι οικονομολόγος
ΠΗΓΗ: "Αυγή" της Κυριακής, 10 Οκτωβρίου 2010, http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=572842